Οἱ Νεολιθικοὶ Οἰκισμοὶ τῆς Περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Οἱ νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Δεκαοκτὼ ἀναγνωρισμένοι καὶ μὲ ἀκρίβεια ἐντοπισμένοι στὴν ἐποχή μας,  ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγους, εἶναι οἱ νεολιθικοὶ  οἰκισμοί, οἱ ὁποῖοι ἱδρύθηκαν, ἀναπτύχθηκαν καὶ δραστηριοποιήθηκαν, κατὰ τὶς  διαφόρους περιόδους τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς  στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ἤτοι  ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Νέας Ἀγχιάλου καὶ τῶν Μικροθηβῶν στὸ βόρειο μέρος της  μέχρι καὶ τὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ  στὸνότιο μέρος της.

Γιὰ τὸν ἀκριβὴ προσδιορισμὸ τῆς θέσης τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δεκαοκτὼ νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς στὴν παροῦσα ἐργασία χρησιμοποιοῦμε   τὶς  ὀνομασίες μὲ τὶς  ὁποῖες ἀναφέρονται  ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς καὶ τοὺς ἀνασκαφεῖς ἀρχαιολόγους καὶ οἱ ὁποῖες ταυτίζονται  μὲ τὶς  σημερινὲς ὀνομασίες τῶν θέσεων στὶς  ὁποῖες ἐντοπίστηκαν οἱ νεολιθικοὶ αὐτοὶ οἰκισμοί.

Καλύπτοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἀσφαλῶς αὐθαιρέτως, τὸ κενὸ τῆς  ἄγνωστης σὲ μᾶς ὀνομασίας τὴν ὁποία εἶχαν τότε οἱ οἰκισμοὶ αὐτοὶ – ἄν βεβαίως εἶχαν τότε ἰδιαίτερες ὀνομασίες- ἐπιδιώκουμε τὴν χαρτογραφικὴ ἀπεικόνισὴ τους γιὰ τὴν σαφέστερη κατατόπιση τῶν ἀναγνωστῶν καὶ τὴν ἐξοικείωση  μὲ τὴν σημερινὴ πραγματικότητα καὶ τὸν ἐντοπισμό τους  στὸν  γνωστὸ  σημερινὸ χῶρο.

Οἱ δεκαοκτὼ νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως αὐτὴ   περιχαρακώθηκε παραπάνω, καὶ  οἱ ὁποῖοι θὰ περιγραφοῦν, σὲ μικρότερο ἤ μεγαλύτερο βαθμό,   στὴ συνέχεια τούτης τῆς ἐργασίας μας, εἶναι  οἱ παρακάτω: Διαβάστε περισσότερα

Περίοδοι Νεολιθικῆς Ἐποχῆς

Περίοδοι τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς

Ἡ Νεολιθικὴ Ἐποχή, σύμφωνα μὲ τὶς  γενικὲς παραδοχὲς τῆς πλειονότητας τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων καὶ τῶν ἀρχαιολόγων, θεωρεῖται ὅτι ἀρχίζει, περίπου,  ἀπὸ τὰ 6.700/6.500 χρόνια π.Χ. καὶ τελειώνει, πάλι περίπου, στὰ 3.300/3.100 χρόνια π.Χ.

Οἱ σχετικὲς διαφορετικὲς τοποθετήσεις καὶ ἐκτιμήσεις, μικρὲς ἤ μεγάλες, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ὅπως καὶ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τὰ ὁποῖα  παρατηροῦνται και ἐξετάζονται  ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες προκειμένου νὰ καταταχθεῖ    ἕνα εὕρημα Νεολιθικῆς Ἐποχῆς σ’ αὐτὴν ἤ καὶ σὲ κάποια  ἀπὸ τὶς  ἰδιαίτερες ὑποπεριόδους της στὶς  ὁποῖες χωρίζεται αὐτή, δὲν θὰ ἀναφερθοῦν  στὴν παροῦσα  ἐργασία, ἐπειδὴ θεωροῦμε ὅτι  βρίσκονται ἐκτὸς τῶν κυρίων καὶ βασικῶν ἐπιδιώξεων  καὶ  σκοπῶν της.

Ἐκτὸς αὐτῶντῶν λόγων τὰ δείγματα τῶν εὑρημάτων τὰ ὁποῖα  ἔχουν ἀποδώσει οἱ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες τῶν δεκαοκτὼ  γνωστῶν καὶ ἐρευνημένων νεολιθικῶν οἰκισμῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, μέχρι τώρα τοὐλάχιστον, δὲν εἶναι ἀρκετὰ σὲ ποσότητα ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσφαλὴς καὶ τεκμηριωμένη  ἀντικειμενικῶς ἡ ἀντιπροσωπευτικότητά τους καὶ  ἀπὸ τὴν ἐξέτασὴ τους νὰ μποροῦν νὰ ἐξαχθοῦν τεκμηριωμένα καὶ ἀσφαλῆ συμπεράσματα  γιὰ  μία τέτοια λεπτομερέστερη κατάταξὴ τους.

Ἡ ὑπερτρισχιλιόχρονη αὐτὴ   χρονικὴ περίοδος τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς,  ἀνεξαρτήτως τοῦ ἐὰν μπορεῖ νὰ παρατηρηθεῖ μὲ ἀκριβὴ ἀσφάλεια στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,  χωρίζεται σὲ τέσσερες ὑποπεριόδους: Διαβάστε περισσότερα

ἡ διαμόρφωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ κατὰ την Νεολιθικὴ Ἐποχή.

Τὸ φυσικὸ περιβάλλον τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ

καὶ  ἡ διαμόρφωσή του κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ

Οἱ παλινολογικὲς καὶ παλαιογεωμορφολογικὲς ἔρευνες, οἱ ὁποῖες  ἔχουν πραγματοποιηθεῖ    κατὰ καιροὺς στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, στῶν ὁποίων τὶς ἰδιαίτερες λεπτομερεῖς     πληροφορίες  δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε  στὴν ἐργασία αὐτή, ἔχουν δείξει ὅτι ὁ ἁλμυριώτικος κάμπος στὰ χρόνια τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ  τῶν ὀκτὼ χιλιάδων (8.000) χρόνων,  περίπου, μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν τριῶν  χιλιάδων  (3.000), πάλι περίπου, χρόνων π.Χ.,  εἶχε γενικῶς τὴ μορφὴ μιᾶς ἀπέραντης σαβάνας.

Τὸ κλῖμα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καὶ ὁλόκληρης τῆς Θεσσαλίας γενικότερα, κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν γενικῶς ξηρότερο  ἀπὸ αὐτὸ τῆς σημερινῆς  ἐποχῆς. Οἱ πεδιάδες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς  τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ὅμοιων πεδινῶν περιοχῶν  τῆς Θεσσαλίας, καλύπτονταν κυρίως  ἀπὸ τεράστιους σὲ ἔκταση δρυμῶνες   μὲ βελανιδιές, φυλλοβόλες καὶ ἀειθαλεῖς, καὶ  ἄφθονο γρασίδι.

Ὑπολείμματα  τῶν προϊστορικῶν αὐτῶν θεσσαλικῶν δρυμώνων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ὑπῆρχαν καὶ διατηροῦνταν, σὲ ἀρκετὰ μεγάλες ἐκτάσεις, μέχρι καὶ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ., μέχρι, δηλαδή, τὴν ἐποχὴ τῆς ἐγκατάστασης καὶ τῆς ἔναρξης τῆς αἰφνίδιας καὶ ἁλματώδους οἰκονομικῆς  καὶ ἐμπορικῆς  ἀνάπτυξης τῶν παραλιακῶν «Δύο Βυζαντινῶν Ἁλμυρῶν» ἤ, γιὰ νὰ κυριολεκτήσουμε, ἀφοῦ στὴν πραγματικότητα οἱ «Δύο Βυζαντινοὶ  Ἁλμυροί» ἦταν μία πόλη, μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς οἰκονομικῆς ἐμπορικῆς  ἀκμῆς  τοῦ «Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ», ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν μεγαλύτερη ἀκμή του, κατὰ τὸ  χρονικὸ διάστημα  ἀπὸ τὸν 11ο ἕως καὶ τὸν 14ο μ. Χ. αἰῶνα.

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία στὸν παραλιακὸ Βυζαντινὸ Ἁλμυρὸ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ  μὲ ἀνέλεγκτες ἁρπακτικὲς καὶ λεηλατικὲς ἐπεκτατικὲς προθέσεις καὶ διαθέσεις καὶ ἀναπτύχθηκαν μὲ γοργότατους ρυθμοὺς οἱ βενετικές, πισατικές, γενουατικὲς καὶ ἱσπανικὲς παροικίες μὲ τὶς  μεγάλες ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ ἑταιρεῖες τους τὶς ὁποῖες  εἶχαν ἐγκαταστήσει στὸν Ἁλμυρό. Διαβάστε περισσότερα

Ἡ Νεολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ

  1. Νεολιθικὴ Ἐποχὴ

 

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀπώλεια ἤ, ἔστω, τὴν «φαινομενικὴ» ἀπουσία  σαφῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων κατοίκησης κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ὑπάρχουν ἀναντίρρητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα κατοίκησης κατὰ τὴν τρίτη λιθικὴ περίοδο, τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχἠ, τὴν ἐποχή, δηλαδή,  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια μέχρι, περίπου, τὰ τρεῖς χιλιάδες (3.000) χρόνια π. Χ.

Στὶς δύο κύριες πεδιάδες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὴν πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὴν πεδιάδα τῆς Σούρπης, φυσικὸ διαχωριστικὸ ὅριο τῶν ὁποίων τυπικῶς θεωροῦμε   τὸ  ρέμα τῆς Κεφάλωσης, τὸν ἱερό, δηλαδή,    Ἄμφρυσσο Ποταμὸ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, καὶ τὴν λοφοσειρὰ τῆς Ὄρθρης, ἡ ὁποία  καταλήγει στὴν πηγὴ τῆς Κεφάλωσης, ὅπως καὶ στὴν μικρότερη καὶ λιγότερο πεδινὴ   περιοχὴ τοῦ  Πτελεοῦ, ἡ κατοίκηση κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ θεωρεῖται βέβαιη καθὼς αὐτὸ ἀποδεικνύεται  ἀπὸ τὰ πολλὰ σχετικὰ εὑρήματα, τὰ ὁποῖα  ἐντοπίστηκαν, συλλέχτηκαν καὶ μελετήθηκαν κατὰ τὶς σχετικὲς εἰδικὲς  ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀνασκαφὲς οἱ ὁποῖες  πραγματοποιήθηκαν  στὶς περιοχὲς αὐτὲς ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους καὶ ἄλλους εἰδικοὺς ἐπιστήμονες.

Ἀπὸ τὴν συνολικὴ μάλιστα ἐξέταση τῶν εὑρημάτων αὐτῶν διαφαίνεται, πέραν  ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὅπως βεβαιώνουν οἱ εἰδικοὶ  ἐπιστήμονες καὶ οἱ ἀνασκαφεῖς ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγοι, οἱ ὁποῖοι  τὰ μελέτησαν, ὄχι μόνο ὅτι ὑπῆρχε ὁπωσδήποτε κατοίκηση κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ κατοίκηση αὐτὴ   ἦταν καὶ ἀρκετὰ πυκνὴ ἀλλὰ καὶ συνεχὴς σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς,   ἀπὸ τὰ ὀκτὼ  χιλιάδες (8.000) χρόνια  π.Χ. μέχρι, περίπου, τὰ  τρεῖς χιλιάδες (3.000), χρόνια π.Χ., γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε στρογγυλεμένους ἀριθμοὺς στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς παρούσας ἐργασίας.

Αὐτὴ μάλιστα ἡ  βεβαιωμένη καὶ ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένη διαχρονικότητα καὶ πυκνότητα τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ κατοίκησης στὴν εὐρύτερη αὐτὴ τριμερὴ  περιοχὴ τῆς πεδιάδας τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, μπορεῖ  ἀλλὰ  καὶ  πρέπει, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση,   νὰ θεωρηθεῖ    ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον ἐνισχυτικὸ στοιχεῖο τῆς προηγουμένως διατυπωθείσας ἄποψης ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατοικοῦνταν, ἤ, ἔστω, μποροῦσε νὰ κατοικοῦνταν, καὶ κατὰ τὶς  προηγούμενες δύο λιθικὲς ἐποχές, τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθική, παρὰ τὴν διαπιστωμένη ἀπουσία σχετικῶν εὑρημάτων.

Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ συνεχίστηκε, μὲ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη πυκνότητα, καὶ κατὰ τὶς  διάφορες ἑπόμενες χρονικὲς περιόδους, σ’ ὅλες τὶς  μετέπειτα ἐποχὲς μέχρι καὶ τὴν σημερινή.  Ἡ κατοίκηση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ  ἀπὸ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ μέχρι καὶ τὴ σημερινὴ ἦταν ἀδιάλειπτη, πυκνὴ καὶ συνεχής.

Γιὰ τὴν κατοίκηση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ὑπάρχουν καὶ ἔχουν ἐντοπισθεῖ καὶ μελετηθεῖ, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα. Ἀρκετοὶ  ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγοι ἔχουν ἐντοπίσει, ἐρευνήσει καὶ ἀνασκάψει, συστηματικῶς ἤ εὐκαιριακῶς καὶ σωστικῶς, ἀλλὰ καὶ ἔχουν ἐπισημάνει μὲ ἐπιφανειακὲς ἔρευνες, κατὰ διάφορες χρονικὲς περιόδους, τὴν ὕπαρξη νεολιθικῶν οἰκισμῶν στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ καὶ ἔχουν καταγράψει τὰ σχετικὰ εὑρήματα.

Τὰ περισσότερα  ἀπὸ τὰ νεολιθικὰ εὑρήματα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ,  ὅσα ἦταν ἀξιολογήσιμα καὶ δυνητικὰ παροχῆς κάποιων σαφῶν καὶ συγκεκριμένων πληροφοριῶν, ἔχουν μελετηθεῖ, ἄλλα περισσότερο καὶ ἄλλα λιγότερο συστηματικῶς, μὲ ἰδιαίτερη προσοχή.

Τὰ περισσότερα  ἀπὸ τὰ νεολιθικὰ αὐτὰ εὑρήματα ἔχουν ἀξιολογηθεῖ    καὶ χρονολογηθεῖ    ἐπισταμένως σὲ βαθμὸ ποὺ  νὰ μὴν μπορεῖ    νὰ ἀμφισβητηθεῖ    οὔτε ἡ ταυτότητὰ τους  οὔτε ἡ χρονολογική τους ταξινόμηση καὶ κατάταξη στὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, ἤτοι στὴν χρονικὴ περίοδο  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια  μέχρι τὰ τρεῖς χιλιάδες (3.000), περίπου, χρόνια π. Χ.

Καθὼς μάλιστα οἱ δύο πιὸ γνωστὲς πεδιάδες  τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ἡ πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ πεδιάδα τῆς Σούρπης, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τοῦ Πτελεοῦ, εἶναι σήμερα καὶ ἦταν καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴ μεγαλύτερὴ τους ἔκταση, ἀρκετὰ ὁμαλὲς καὶ  ἀπὸ ὅλες τὶς  κατευθύνσεις προσβάσιμες καὶ συνεχεῖς, χωρὶς νὰ διακόπτονται  ἀπὸ μεγάλες διαχωριστικὲς φυσικὲς ἀνωμαλίες, στάθηκε  ἀρκετὰ εὔκολη ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἡ ἐπισήμανση τῶν ὑπαρχουσῶν νεολιθικῶν αὐτῶν θέσεων  καὶ δὲν χρειάστηκαν μεγάλες συστηματικὲς καὶ ἐπίμονες ἐρευνητικὲς προσπάθειες γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν νεολιθικῶν οἰκιστικῶν ἐγκαταστάσεων καὶ τῶν σχετικῶν εὑρημάτων τόσο  ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ ἀρχαιολόγους καὶ ἄλλους ἐρευνητές, ὅσο ἀκόμα, καὶ μάλιστα πολὺ νωρίτερα ἀπὸ τοὺς  ἀρχαιολόγους, καὶ  ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς.

Δὲν ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν περισσοτέρων νεολιθικῶν θέσεων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ οὔτε εἰδικές, λεπτομερεῖς καὶ πείσμονες ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες, οὔτε ἰδιαίτερα ἐξειδικευμένοι καὶ ἔμπειροι ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγοι. Οἱ θέσεις τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι  εἶχαν μία μακροχρόνια τοὐλάχιστον διάρκεια ζωῆς  ὥστε   νὰ ἀφήσουν βεβαιωμένα ἴχνη, ἦταν ἀρκετὰ εὔκολα διακριτὲς καὶ ὁρατές, ἀφοῦ οἱ περισσότερες βρίσκονταν,  συνήθως,  πάνω σὲ γηλόφους, φυσικοὺς ἤ τεχνητούς, τοὺς ὁποίους οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὀνόμαζαν «μαγοῦλες», οἱ ὁποῖες ξεχώριζαν  καὶ ἐξ αἰτίας τῆς  ὑψομετρικῆς διαφορᾶς τους ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη γύρω τους   περιοχὴ ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας κάποιων ἄλλων ἀρκετὰ ἐμφανῶν ίδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τους.

Πέραν  ἀπὸ τὶς  ἴδιες τὶς  θέσεις  τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν πολὺ γνωστὰ  στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς ἦταν καὶ τὰ σχετικὰ εὑρήματὰ τους, τοὐλάχιστον τὰ ἐπιφανειακά, τὰ ὁποῖα  πολὺ εὔκολα καὶ χωρὶς εἰδικὲς καὶ σκόπιμες ἐρευνητικὲς προσπάθειες ἀποκαλύπτονταν  ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς, ἰδίως  ἀπὸ τοὺς  γεωργοὺς καὶ τοὺς κτηνοτρόφους, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν καλλιεργητικῶν καὶ τῶν ἄλλων σχετικῶν ἐργασιῶν τους στὸν γύρω  χῶρο  τους.

Τὰ εὑρήματα αὐτὰ ἐντοπίζονταν πολὺ εὔκολα καί, ἀρκετὲς φορές, γίνονταν  ὄχι μόνο ἀντικείμενα ἄξια περιεργείας καὶ ἰδιαίτερης προσοχῆς καὶ ἀτομικῶν συλλογῶν, ἀλλὰ καί, κάποια  ἀπὸ αὐτά, ἰδίως τὰ περιεργότερα καὶ ἐντυπωσιακότερα,  θεωροῦνταν πολύτιμα συλλεκτικὰ ἀντικείμενα ἤ, μερικά, καὶ ἀντικείμενο λαθρεμπορικῶν δραστηριοτήτων.

Οἱ περισσότεροι νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ γίνονταν εὔκολα ἀντιληπτοὶ   ἀπὸ ὅλους  καὶ ἦταν γνωστοὶ  σὲ ὅλους  ὄχι μόνο  ἀπὸ τὴν ὑψομετρικὴ διαφορὰ τῆς τοποθεσίας τους  ἀπὸ τὴν γύρω τους   περιοχὴ  ἀλλὰ καὶ  ἀπὸ τὴν διαφορετικὴ σύσταση καὶ κυρίως  ἀπὸ τὸ  διαφορετικὸ χρῶμα τοῦ ἐδάφους τους. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα εὔκολα γίνονταν ἀντιληπτὰ  ἀπὸ ὅλους  τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἰδιαίτερα  ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς οἱ ὁποῖοι καλλιεργοῦσαν τὴν περιοχή ἤ καὶ ἀπὸ  ἄλλους ξωμάχους οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιοῦνταν στὴν ὕπαιθρο.

Ἐπὶ πλέον τὸ  ἔδαφος τῶν νεολιθικῶν αὐτῶν θέσεων  εἶχε καὶ διαφορετικὸ βαθμὸ γονιμότητας  ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ἔδαφος τῆς γύρω ἔκτασης, ἐξ αἰτίας τῆς προϋπάρχουσας ἐκεῖ  ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ τῶν καταλοίπων τῶν δραστηριοτήτων  της. Αὐτὸ τὸ  ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ  γνώρισμα τοῦ διαφορετικοῦ βαθμοῦ γονιμότητάς τους, ἦταν, ὅπως καὶ τὸ  διαφορετικὸ χρῶμα καὶ ἡ διαφορετικὴ σύσταση τοῦ ἐδάφους, πολὺ γνωστὰ καὶ εὔκολα ἀντιληπτὰ ἰδιαιτέρως  στοὺς καλλιεργητές, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν καθημερινὰ σὲ ἐπαφὴ μαζί τους.

Τὰ διαφορετικὰ αὐτὰ χαρακτηριστικὰ τῶν «θέσεων»  τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν, τὰ ὁποῖα  τὶς  διαχώριζαν  ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη γύρω   περιοχὴ  τους, εἶχαν ὡς φυσικὴ συνέπεια πολὺ εὔκολα οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ ἀναγνωρίζουν καὶ  νὰ ἐντοπίζουν τὶς  θέσεις τῶν νεολιθικῶν αὐτῶν οἰκισμῶν. Δεδομένου μάλιστα ὅτι τὸ  μεγαλύτερο ποσοστὸ τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀποτελοῦνταν, σὲ παλαιότερες τοὐλάχιστον ἐποχές,  ἀπὸ γεωργοκτηνοτρόφους ἤ σχετίζονταν μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι  ἐργάζονταν στὴ φύση, ὅλοι μποροῦσαν καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὶς  θέσεις αὐτὲς  ἀλλὰ καὶ νὰ τὶς  ἐρευνήσουν  μὲ  ὅποιες συνέπειες αὐτὸ ἦταν δυνατὸν νὰ συνεπαγόταν.

Ἡ ἔκθεση τῶν ὑπολειμμάτων αὐτῶν τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν καὶ ἡ παραμονή τους στὴν ἐλεὐθερη διάθεση τοῦ καθένα καὶ ἡ ἀνεξέλεγκτη προσέγγιση στὸ χῶρο τους, ἰδίως κατὰ τὴν μακροχρόνια περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε   κρατικὸς ἔλεγχος,  εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια πολλῶν εὑρημάτων καὶ μάλιστα τῶν σημαντικοτέρων.

Ἀρκετοὶ ξένοι περιηγητές, μὲ τὴν ἄδεια, ἀλλὰ ἀρκετὲς φορές, καὶ μὲ την προστασία καὶ συμπαράσταση τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἀποκόμισαν πολλὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα μεταφέροντάς τα στὶς πατρίδες τους.

Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τέτοιων ἀρχαιολογικῶν λεηλασιῶν ἀναφέρονται καὶ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα μνημονεύονται σὲ σχετικὲς ἀναφορὲς τῶν μελῶν τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.

Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἡ ὕπαρξη καὶ  οἱ τοποθεσίες τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ  ἦταν γνωστὲς  στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς πολὺ πρὶν ἱδρυθεῖ ἡ κρατικὴ ἀρχαιολογικὴ ὑπηρεσία καὶ πρὶν οἱ εἰδικοὶ  ἐπιστήμονες, ἀρχαιολόγοι καὶ οἱ ἄλλοι εἰδικοὶ ἐρευνητές, ἐκδηλώσουν τὸ  ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον τους γι’  αὐτὲς καὶ ἀρχίσουν τὶς  ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀνασκαφικές τους ἐργασίες μὲ ὅποιες συνέπειες συνεπαγόταν  αὐτὴ   ἡ γνωριμία καὶ ἡ εὔκολη  προσέγγισή τους ἐκ μέρους ὅλων.

Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶχαν ἐντοπίσει πολὺ νωρὶς τέτοιες οἰκιστικὲς θέσεις καὶ τὶς  ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ συλλέξουν  ἀπὸ αὐτὲς ἐκεῖνα τὰ εὑρήματα τὰ ὁποῖα  θεωροῦσαν, γιὰ ποικίλους λόγους, χρήσιμα ἤ καὶ πολύτιμα. Ὅλα  αὐτὰ τὰ εὑρήματα ἦταν καὶ ἐκτιμοῦνταν  ἀπὸ ὅλους  ὡς σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ἐκεῖ    ἀνθρώπινης παρουσίας πρὶν ἀπὸ πάρα πολλὰ χρόνια. Τὰ  περισσότερα  ἀπὸ τὰ εὑρήματα αὐτὰ ἦταν  κυρίως θραύσματα   διαφόρων εἰδῶν κεραμικῶν ἀγγείων. Πολλὰ  ἀπὸ αὐτὰ τὰ θραύσματα, ἔρχονταν τυχαίως στὴν ἐπιφάνεια  ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς κατὰ τὸ  ὄργωμα τῶν χωραφιῶν τους, ἄν καὶ ὑπῆρχαν καὶ περιπτώσεις καὶ εἰδικῶν λαθρανασκαφικῶν ἐρευνῶν καὶ ἐπεμβάσεων.

Παρόλο, ὡστόσο, ὅτι οἱ νεολιθικοὶ  αὐτοὶ  οἰκισμοὶ  τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν γνωστοὶ   στοὺς περισσοτέρους κατοίκους καὶ ἰδιαιτέρως  στοὺς γεωργοὺς τῆς περιοχῆς, οἱ οἰκιστικὲς αὐτὲς νεολιθικὲς θέσεις δὲν ὑπέστησαν σοβαρὲς καταστροφές, εἰδικῶς ἀπὸ τὶς συνήθεις τυπικὲς ἐργασίες καλλιέργειας τοῦ ἐδάφους τους, διότι ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ ὄργωμα, μέχρι καὶ τὶς  πρῶτες τοὐλάχιστον δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐξ αἰτίας τῶν πρωτόγονων καλλιεργητικῶν μεθόδων οἱ ὁποῖες  χρησιμοποιοῦνταν καὶ τῶν ἁπλοϊκῶν καλλιεργητικῶν ὀργάνων, δὲν ἔφτανε σὲ μεγάλο βάθος, ὅπως ἔγινε ἀργότερα, μετὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1950, ὅταν τὰ μεγάλα καὶ τελειότερα μηχανικὰ μέσα καλλιεργείας, ὅπως τὰ μονόυνα μηχανοκίνητα ἄλετρα, τὰ τρακτὲρ καὶ τὰ ἄλλα, μεγάλης ἱπποδύναμης, ἀνασκαπτικὰ μηχανήματα,  ἀνέσκαπταν τὸ  ἔδαφος σὲ πολὺ μεγαλύτερα βάθη.

Μετὰ τὴν ἐπίσημη ἵδρυση καὶ κρατικὴ ἀναγνώριση τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1896, ὁπότε  ἔγινε ἐπισήμως γνωστὸ στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ καὶ ἄρχισε  νὰ ἐκδηλώνεται ἐνεργῶς τὸ  ἐνδιαφέρον τῆς Ἑταιρείας γιὰ τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ ἀλλὰ καὶ ταυτοχρόνως ἀπομυθοποιήθηκε καὶ ἀποσαφηνίστηκε τὸ  «περιεχόμενό» τους καὶ τονίστηκε ἡ ἰδιαίτερη σημασία τους γιὰ τὴν μελέτη, τὴν ἔρευνα καὶ τὴν καταγραφὴ τῆς τοπικῆς ἱστορίας, συγκεντρώθηκαν ἀρχικῶς   στὶς  αἴθουσες τοῦ Παρθεναγωγείου τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖες χρησίμευσαν ὡς προσωρινὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο, καὶ ἀργότερα στὸ  Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο  τοῦ Ἀλμυροῦ, πολλὲς δεκάδες τέτοιων ἀντικειμένων.

Ἡ κατοίκηση τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν λιθικὴ ἐποχή.

Ἡ κατοίκηση τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

κατὰ τὴν Λιθικὴ   Ἐποχὴ

 

  1. Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ

«Λιθικὴ ἤ Λίθινη Ἐποχὴ» ἤ «Ἐποχὴ τοῦ Λίθου», γιὰ τὸν ἑλλαδικὸ τοὐλάχιστον χῶρο, ὀνομάζεται τὸ χρονικὸ διάστημα πρὶν ἀπὸ τὴν «Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ». Εἶναι ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ἀκόμη μάθει νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ μέταλλα καὶ ὅλα τους τὰ ἀντικείμενα κατασκευάζονταν ἀπὸ ξύλο, πηλὸ ἤ λίθους.

Ἡ «Λιθικὴ Ἐποχὴ» ἐκτεὶνεται ἀπὸ τὰ τρεῖς χιλιάδες (3.000) χρόνια, περίπου π. Χ. καὶ παλαιότερα. Τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα, ὅπως εἶναι γνωστό, χωρίζεται, σύμφωνα μὲ τὴν γενικῶς παραδεκτὴ καὶ ἐπικρατοῦσα γνώμη τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, σὲ τρεῖς περιόδους:

  1. Στὴν «Παλαιολιθικὴ Ἐποχή», τὴν χρονικὴ περίοδο, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν δώδεκα χιλιάδων (12.000) χρόνων π.Χ., περίπου, καὶ παλαιότερα,
  2. Στὴν «Μεσολιθικὴ Ἐποχή», ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν δώδεκα χιλιάδων (12.000), περίπου, χρόνων π.Χ. μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν ὀκτὼ ἤ ἑτπὰ  χιλιάδων (8.000 ἤ 7.000) χρόνων, πάλι περίπου, π. Χ., καὶ
  3. Στὴν «Νεολιθικὴ Ἐποχή», τὴν χρονικὴ περίοδο, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ὀκτὼ ἤ ἑπτὰ χιλιάδων (8.000 ἤ 7.000) χρόνων, περίπου, π.Χ. μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν  τριῶν χιλιάδων (3.000) χρόνων  περίπου π. Χ.  

Οἱ εἰδικοὶ  γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἐπιστήμονες, σὲ ἰδιαίτερες ἐξειδικευμένες μελέτες, προχωρῶντας σὲ λεπτομερέστερη χρονικὴ ὑποδιαίρεση κάθε μίας  ἀπὸ τὶς  παραπάνω τρεῖς λιθικὲς περιόδους, καὶ ἔχοντας μεταξύ τους, ὅπως εἶναι φυσικό, κάποιες μικροδιαφορὲς ἀπόψεων, ὁρίζουν καὶ κατονομάζουν διάφορες ὑποπεριόδους κάθε μίας ἐκ τῶν τριῶν αὐτῶν λιθικῶν περιόδων. 

Θεωρῶντας ὅτι  ἡ ἀναφορὰ  σ’ αὐτὸν τὸν περαιτέρω λεπτομερέστερο διαχωρισμὸ τῶν τριῶν περιόδων τῆς «Λιθικῆς Ἐποχῆς»,   ὅπως, πολὺ περισσότερο, καὶ στὶς ὑπάρχουσες σχετικὲς μικρὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν διαφόρων ἀπόψεων τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, δὲν ἀφορᾶ στὴν παροῦσα ἐργασία, ἀρκούμαστε μόνο στὰ  ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω.

Ἐξ ἄλλου, καὶ στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία θὰ  ἐπιθυμούσαμε νὰ ἀναφερθοῦμε  σὲ μία τέτοια λεπτομερέστερη ἀναφορά, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν αὐτὴ   ἡ ἀναφορὰ νὰ συσχετισθεῖ  εἰδικῶς  μὲ τὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ καὶ νὰ ἐντοπισθεῖ σ’ αὐτήν, ἀφοῦ  τὰ σχετικὰ εὑρήματα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι πολὺ ἐλάχιστα καὶ πολὺ ἀποσπασματικὰ καὶ μεμονωμένα ὥστε νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον, ἀκόμα καὶ στὸν πλέον εἰδικὸ ἐπιστήμονα, νὰ διαχωρισθοῦν μὲ βεβαιότητα  καί,  μὲ ἐπιστημονικῶς δεοντολογικὴ ἀντικειμενικότητα καὶ σοβαρότητα, νὰ καταταχθοῦν, ὑπεύθυνα καὶ βεβαιωμένα, σὲ περαιτέρω ὑποπεριόδους.

Συμφώνως μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν μέχρι τώρα γνωστῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν, μελετῶν καὶ ἀναφορῶν τῶν ἀρχαιολόγων καὶ τῶν ἄλλων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ὅπως αὐτὴ   καθορίστηκε καὶ περιχαρακώθηκε μὲ τὰ παραπάνω γεωγραφικά της ὅρια, δὲν ἔχουν βρεθεῖ    σχετικῶς ἀσφαλῆ καὶ ἀξιοποιήσιμα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ ἐγκατοίκησης κατὰ τὶς  δύο ἀρχαιότερες λιθικὲς ἐποχές, τὴν «Παλαιολιθικὴ» καὶ τὴν «Μεσολιθική». Δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ, τοὐλάχιστον μέχρι τώρα, σὲ κάποιο σημεῖο τῆς εὐρύτερης αὐτῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, θέσεις καὶ εὑρήματα Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς.

Ἡ αἰτιολόγηση τῆς γενικῆς αὐτῆς παρατηρούμενης ἀπουσίας  καὶ μὴ εὕρεσης  παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων σὲ  ὁλόκληρη τὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ δὲν ἔχει ἀπασχολήσει,  ἀπὸ ὅσο γνωρίζουμε, σοβαρῶς τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες. Οἱ σχετικὲς ἀρχαιολογικὲς ἀναφορὲς ἀρκοῦνται  ἁπλῶς, καὶ πολὺ ὀρθῶς κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ δεοντολογία, στὴν παρένθετη καὶ περιθωριακὴ  καταχώρηση τῆς πληροφορίας ὅτι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ «δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα».

Ἑπομένως, ἐὰν στηριχθοῦμε μόνο στὰ ὁρατὰ κατάλοιπα καὶ στὰ εὑρεθέντα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ἐγκατοίκησης ἀνθρώπων σὲ ἕναν τόπο, δὲν ὑπάρχουν ἤ δὲν ἔχουν βρεθεῖ ἀκόμα, συμφώνως μὲ τὶς ἀξιολογήσεις τῶν σχετικῶν εὑρημάτων ἐκ μέρους τῶν  εἰδικῶν,  σαφεῖς  καὶ τεκμηριωμένες ἀποδείξεις ὅτι ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατοικοῦνταν κατὰ τὶς δύο ἀρχαιότερες λιθικὲς ἐποχές, τὴν «Παλαιολιθικὴ» καὶ τὴν «Μεσολιθική».

Θὰ ἦταν ἴσως  εὔκολο ἀλλὰ καὶ ἐπιτρεπτὸ καὶ κατανοητό, γιὰ κάποιον μὴ «εἰδικὸ» σὲ τέτοια θέματα, ἡ ἀπουσία αὐτή, τοὐλάχιστον σὲ μία μὴ ἐξονυχιστικὴ καὶ μὴ ἄκρως διερευνητικὴ ἐργασία, ὅπως ἡ παροῦσα, νὰ ἀποδοθεῖ μὲ μία πρόχειρη καὶ καθησυχαστικὴ ἀπάντηση τοῦ αὐθεντικοῦ καὶ δογματικοῦ τύπου: «Δὲν ἐντοπίστηκαν παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα ἐπειδὴ ἡ   περιοχὴ  αὐτὴ δὲν κατοικοῦνταν» ἤ τῆς ἐπιεικότερης μορφῆς: «Δὲν ἐντοπίστηκαν παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα ἐπειδὴ ἡ   περιοχὴ  αὐτὴ  δὲν πρέπει νὰ κατοικοῦνταν κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ» ἤ «Δὲν ἐντοπίστηκαν μέχρι τώρα παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ἀλλὰ εἶναι δυνατόν κάποτε νὰ βρεθοῦν» καὶ τὸ ὅλο θέμα νὰ κλείσει.

Ὡστόσο, τέτοιου εἴδους τοποθετήσεις, αἰτιολογήσεις καὶ ἀπαντήσεις  ἀφήνουν οὐσιαστικῶς ἕνα κενὸ στὴν συνολικὴ ἐξέταση καὶ μελέτη τῆς χρονικῆς πορείας τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ ἀναπάντητο τὸ  δημιουργούμενο ἐρώτημα ἐὰν κατοικοῦνταν ἤ δὲν κατοικοῦνταν ἡ περιοχὴ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τά, περίπου, ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια π. Χ.  καὶ πίσω.

Αὐτὀ, ὅμως, κατὰ τὴν προσωπικὴ   ἄποψή μας, πέραν τοῦ ὅτι σημαίνει καὶ ἴσως δικαιολογεῖ τὴν παραίτηση καὶ τὴν ἀποφυγὴ περαιτέρω ἐνασχόλησης μὲ τὸ  θέμα, εἶναι αὐθαίρετη, ἀδικαιολόγητη καὶ μὴ σοβαρὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος εἰδικῶς γιὰ μία προσπάθεια καταγραφῆς αὐστηρῶς τοπικῆς ἱστορίας, ὅπως εἶναι ἡ παροῦσα ἐργασία. Τέτοιου εἴδους ἀπαντήσεις σημαίνουν σκόπιμη ἀποφυγὴ καὶ παράλειψη ἐνασχόλησης μὲ τὸ  θέμα, ἀπόλυτα δικαιολογημένη, ἀλλὰ καὶ ἀναγκαστική, λογικὴ  καὶ «βολικὴ» ρύθμιση. Κάτι   τέτοιο ὅμως, ἄν καὶ θὰ ἦταν ἀπολύτως δικαιολογημένο, κατανοητό, λογικὸ καὶ ἐπιτρεπτό, εἰδικῶς στὴν παροῦσα ἐργασία  ἐπιθυμοῦμε καὶ ἀποφασίσαμε νὰ τὸ ἀποφύγουμε.

Τέτοιου εἴδους ἀπαντήσεις ἤ ἀντιμετωπίσεις θεμάτων δὲν μπορεῖ    νὰ θεωρηθοῦν ἱκανοποιητικὲς καὶ νὰ  γίνουν δεκτὲς  γιὰ τοὺς σκοποὺς καὶ τὶς  ἐπιδιώξεις εἰδικῶς τῆς  παρούσας, τοὐλάχιστον,  ἐργασίας. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ἱκανοποιητικὲς καὶ γιὰ λόγους ἀνάγκης καὶ ἐπιθυμίας καταγραφῆς μιᾶς, ὅσο τὸ  δυνατόν, πληρέστερης ἱστορίας τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα, κάποια δεδομένα,  τὰ ὁποῖα  ἐκτιμοῦμε ὡς ἱκανὰ γιὰ μία διαφορετικῆς μορφῆς ἀπάντηση.

Ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἐκτιμηθοῦν ὡς, τοὐλάχιστον, δυνητικά, ἄν ὄχι βεβαιωτικὰ στοιχεῖα, τῆς ὕπαρξης ἀνθρώπινης κατοίκησης στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ καὶ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ τὰ ὁποῖα  στοιχεῖα νομίζουμε ὅτι πρέπει νὰ κατατεθοῦν – καὶ ἐπιθυμοῦμε  νὰ  κατατεθοῦν – στὴν παροῦσα ἐργασία μὲ λεπτομερέστερη ἀναφορά.

Ἀρχικῶς εἶναι βεβαιωμένο  ἀπὸ παλινολογικές, γεωλογικὲς καὶ ἐδαφομορφολογικὲς ἔρευνες, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ   τῶν ὀκτὼ χιλιάδων  (8.000) χρόνων, περίπου, εἶχε ὑποστεῖ    τεράστιες γεωλογικὲς μεταβολές, στὶς  ὁποῖες εἶναι δυνατόν, ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων συνεπειῶν, νὰ ὀφείλεται καὶ ἡ παρατηρούμενη αὐτὴ   ἀνυπαρξία ἤ μὴ εὔρεση παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν ἐνδείξεων ἀνθρώπινης παρουσίας σ’ αὐτήν.

Τέτοιες μεγάλες ἐδαφομορφολογικὲς μεταβολές, οἱ ὁποῖες ἦταν δυνατὸν  νὰ συνετέλεσαν ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὴν ἀπώλεια καὶ ἐξαφάνιση κάποιων ὑπαρκτῶν μέχρι τότε  ἀποδεικτικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας, εἶναι, π.χ., τὸ  ὅτι κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα πρὶν  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια π.Χ. δὲν ὑπῆρχε, γιατὶ δὲν  εἶχε διαμορφωθεῖ    ἀκόμη, ὁ Παγασητικὸς Κόλπος καὶ ὅτι ἕνα τοὐλάχιστον τμῆμα τῆς καλυπτόμενης στὴν ἐποχή μας  ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόλπο ἔκταση ἦταν λίμνη.

Στὴ λίμνη αὐτή, ἔπειτα  ἀπὸ καθίζηση τοῦ ἐδάφους εἰσχώρησαν θαλάσσια ὕδατα  ἀπὸ τὴν περιβάλλουσα θάλασσα, ὅπως προαναφέραμε, καὶ ἔτσι ἡ πρώην λίμνη «Παγασητικὸς Κόλπος»  διαμορφώθηκε στὸν ὁμώνυμο θαλάσσιο κόλπο. Τὸ βεβαιωμένο, ἀπὸ γεωλογικὲς ἔρευνες, αὐτὸ γεγονὸς λογικῶς ἀφήνει ὡς ἐνδεχόμενο τὴν κάλυψη καὶ ἐξαφάνιση  τυχὸν ὑπαρχόντων παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων στὴν πρώην παραλήμνια περιοχὴ.

Ὑπἀρχουν ὅμως καὶ ἀρκετὲς ἄλλες ἐνδείξεις, οἱ ὁποῖες καθιστοῦν φανερὸ ὅτι τὸ  πεδινὸ  τμῆμα τῆς σημερινῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ ἀρκετὰ σημεῖα του, καλύπτεται  ἀπὸ μεγάλου πάχους στρώματα προσχωσιγενοῦς ἐδάφους. Τὰ προσχωσιγενῆ αὐτὰ ἐδαφικὰ στρώματα, θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν παρασύρει, νὰ ἔχουν ἀνατρέψει ἤ νὰ  ἔχουν ἐπικαλύψει τυχὸν ὑπάρχοντα παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ ὑπολείμματα καὶ εὑρήματα  καὶ νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ τὰ καλύπτουν ἀκόμη.

Θὰ παραθέσουμε, στὴ θέση αὐτή, μία σειρὰ τέτοιων ἐνδείξεων, τὶς ὁποῖες ἐκτιμοῦμε  ὡς αἰτίες δυνητικὲς  ἐξαφάνισης τῆς προηγούμενης δυνητικῆςὕπαρξης ἀνθρώπινης κατοίκησης. Τὶς ἐνδείξεις αὐτές, ἔστω καὶ ἄν θεωρηθοῦν ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ ἰσχυρὲς καὶ ὑποστηρικτικὲς τῆς ὑποθετικῆς μας αὐτῆς τοποθέτησης, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ἀποδείξεις  καὶ νὰ ἀναφερθοῦν σὲ μία σοβαρὴ καὶ ὑπεύθυνη ἐργασία, ὅπως ἐπιθυμοῦμε νὰ εἶναι ἡ παροῦσα, ἐκτιμοῦμε ὅτι πρέπει νὰ τὶς καταθέσουμε.

Οἱ παλαιογεωμορφολογικές, παλαιοκλιματολογικὲς καὶ παλαιοεδαφολογικὲς συνθῆκες οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, συμφώνως μὲ ἀρκετὲς ὑπάρχουσες σχετικὲς ἐπιστημονικὲς ἔρευνες, ἦταν κατάλληλες καὶ ἀρκετὰ εὐνοϊκὲς γιὰ τὴν δημιουργία καὶ ἀνάπτυξη τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας. Δὲν ἐπικρατοῦσαν  συνθῆκες ἀντίξοες καὶ ἀποτρεπτικὲς γιὰ τὴν ἐγκατοίκηση ἀνθρώπων.

Οἱ συνθῆκες αὐτὲς ἦταν στὸν ἴδιο τοὐλάχιστον βαθμὸ κατάλληλες καὶ εὐνοϊκὲς μὲ αὐτὲς οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν γενικότερα στὴν Θεσσαλία, ἀλλὰ καὶ εἰδικότερα στὴν περιοχὴ τῆς κοιλάδας τοῦ Πηνειοῦ Ποταμοῦ καὶ τοῦ Σπηλαίου τῆς Θεόπετρας, στὴν περιοχὴ τῆς Καλαμπάκας, ὅπου ἐντοπίστηκαν βεβαιωμένα ἴχνη ἀνθρώπινης κατοίκησης κατὰ τὶς ἐποχὲς αὐτές, ἄν δὲν ἦταν εὐνοϊκότερες στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐξ αἰτίας τῆς καλύτερης γεωγραφικῆς της θέσης, ὡς παραθαλάσσιας περιοχῆς.

Τὸ ἀδικαιολόγητο τῆς διαφαινόμενης ἀπουσίας ἀποδεικτικῶν στοιχείων κατοίκησης τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν  Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχή, καὶ τὸ δικαιολογημένο τῆς δυνατότητας ἀνθρώπινης παρουσίας  κατὰ τὶς ἐποχὲς αὐτές, ἐνισχύεται ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «Ἀχαΐα Φθιώτιδα», ὅπως ὀνομαζόταν ἡ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἔχει μία πανάρχαια ἱστορία καὶ ἕνα βαθὺτατο καὶ πρωταρχικὸ  μυθολογικὸ παρελθόν.

Τὸ βαθύτατο μυθολογικὸ παρελθὸν ἑνὸς τόπου, τὸ βαθύτατο μυθολογικὸ παρελθὸν τῆς «Ἀχαΐας Φθιώτιδας», βαθύτερο, ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸ μυθολογικὸ παρελθὸν πολλῶν ἄλλων περιοχῶν, ἄν ὄχι τὸ βαθύτερο ὅλων, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ  μία  περιοχὴ μὴ κατοικημένη σὲ ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἄλλες περιοχὲς μὲ ὄχι τόσο ἀπώτατο μυθολογικὸ παρελθόν, εἶναι βεβαιωμένο ὅτι κατοικοῦνταν.

Δὲν  μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖται παντελῶς καὶ νὰ μὴν σχετίζεται  θετικῶς μὲ τὴν παραπάνω θετικὴ τοποθέτησή μας τὸ ἀναντίρρητο μυθολογικὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως άναφέρεται στὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία,  πάνω στὴν Ὄρθρη στάθηκε ἡ κιβωτὸς τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ καὶ ὅτι στὴν Ὄρθρη  γεννήθηκε ὁ γενάρχης ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ὁ γιὸς τοῦ Δευκαλίωνα, ὁ Ἕλληνας. Ἕνα τόσο ἀπώτατο,  πανεθνικῶς ἀναγνωρισμένο  ὡς αὐθεντικὸ καὶ πρωταρχικό, μυθολογικὸ παρελθὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται  σὲ μία περιοχὴ ἡ ὁποία ἦταν ἀκατοίκητη  κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἐποχή.

Κατὰ τὸ ἔτος  2010, κατὰ τὴν ἐκσκαφὴ τῶν θεμελίων γιὰ τὴν  ἀνέγερση κτιρίου  στὸ χῶρο τῆς κεντρικῆς πλατείας τοῦ σημερινοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς λεγόμενης «Πλατείας Δημαρχείου», ἀποκαλύφτηκαν ὑπολείμματα τοίχου ὀθωμανικοῦ κτιρίου σὲ βάθος 2,5 – 5, περίπου, μέτρων.

Ἡ ὕπαρξη κτιριακῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας σὲ τόσο βάθος σημαίνει ὅτι τὸ ἐπικαθισμένο αὐτὸ πάχος τοῦ ἐδάφους εἶναι προσχωσιγενὲς. Τὸ ἀναντίρρητο καὶ βεβαιωμένο τόσο πρόσφατο αὐτὸ  γεγονός, ἀφοῦ ἠ ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας δὲν εἶναι πολὺ μακρινὸ παρελθόν,  ἐπιτρέπει τὸν συλλογισμὸ ὅτι τυχὸν ὑπάρχοντα ὑπολείμματα παλαιότερων ἐποχῶν θὰ πρέπει νὰ βρίσκονται χωμένα τοὐλάχιστον στὸ ἴδιο, ἄν ὄχι σὲ μεγαλύτερο, βάθος.

Ἐνισχυτικὸ τῆς ἴδιας αὐτῆς ἄποψης εἶναι τὸ ὅτι κατὰ τὴν ἀνόρυξη τοῦ ἐδάφους γιὰ τὴν δημιουργία πηγαδιῶν στὰ σπίτια τοῦ σύγχρονου Ἀλμυροῦ παρατηροῦνταν παχιὰ στρώματα μὲ ποταμίσιες πέτρες καὶ χαλίκια σὲ βάθος τριῶν καὶ τεσσάρων μέτρων. Αὐτὸ τὸ βεβαιώνει προσωπικῶς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, σὲ γραπτὰ κατάλοιπά του, ὁ ὁποῖος στὰ χρόνια ἐκεῖνα ζοῦσε στὸν Ἁλμυρό, κατὰ τὰ χρόνια  1890 -1930, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἁλμυριῶτες ἄνοιγαν άκόμη πηγάδια, καὶ παρακολουθοῦσε τίς ἀνωρύξεις τῶν πηγαδιῶν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό.

Ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», ἡ ὁποία, συμφώνως μὲ τὰ πορίσματα τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν πραγματοποιηθεῖ στὴν περιοχή της, κατοικοῦνταν  κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, ἔχει ὕψος πέντε μέτρων, πάνω ἀπὸ τὸ  γύρω ἀπὸ αὐτὴν σημερινὸ φυσικὸ ἔδαφος. Ὠστόσο, ἄν καὶ οἱ δύο ἀρχαιολόγοι, οἱ ὁποῖοι πραγματοποίησαν ἀνασκαφικὲς ἔρευνες σ’ αὐτήν, ὁ Χρῆστος Τσούντας καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος, κατὰ τὰ ἔτη  1905 καὶ 1907 ἀντιστοίχως, ἄνοιξαν δοκιμαστικοὺς λάκκους πέντε μέτρων βάθους, δὲν ἔφθασαν, ὅπως βεβαιώνουν οἱ ἴδιοι, σὲ παρθένο ἔδαφος.

Ὁ Χρῆστος Τσούντας, μάλιστα, μετὰ τὸ τέλος τῆς δικῆς του ἀνασκαφικῆς περιόδου, σὲ σχετικὴ ἀνακοίνωσή του, ὅπως ἀναφέρθηκε σὲ  ἕνα δημοσίευμα στὴν  ἐφημερίδα τοῦ Βόλου «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι σὲ ἀκόμη βαθύτερο ἐπίπεδο, κάτω ἀπὸ τὰ  πέντε μέτρα στὰ ὁποῖα εἶχε φτάσει, ὑπῆρχε οἰκισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὅτι σκόπευε νὰ συνεχίσει τὴν ἔρευνά του καὶ κατὰ τὴν ἑπόμενη χρονιά.

Τὸ σχετικὸ δημοσίευμα ἔλεγε: «Ὁ ἔφορος ἀρχαιοτήτων κ. Τσούντας, ἐνεργήσας ἀνασκαφὰς ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ  Μαγούλᾳ, ἀπεχούσῃ τοῦ Ἁλμυροῦ περὶ τὰς δύο ὥρας, ἀνεκάλυψε ἀντικείμενα χαλκίνης ἐποχῆς. Ὁ κ. Τσούντας ὅμως πιστεύει ὅτι βαθύτερον ὑπάρχει συνοικισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἐξακολουθήσῃ τὰς ἀνασκαφάς. Εὑρέθησαν καὶ πλεῖστα τεμάχια ἀγγείων χαλκίνης καὶ λιθίνης ἐποχῆς ἔτι δὲ καὶ δύο μηκυναϊκῆς ἐποχῆς»[1].

Θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτό ἕνα σχετικὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Τὸ Ἄστυ», παλαιότερο τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν τοῦ Χρήστου Τσούντα καὶ τοῦ Ἀποστὀλου Ἀρβανιτοπούλου, τῆς 20ης Αὐγούστου 1901, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀνταπόκριση τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου, μὲ τίτλο: «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΛΜΥΡΟΥ. Ὁ προμυκηναϊκὸς πολιτισμὸς (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας) ΑΛΜΥΡΟΣ, 15 Αὐγούστου».

«Ἐὰν ἡ Θεσσαλία δικαίως ἐκλήθη ὑπὸ τῶν ἀρχαιολόγων ἡ πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τοὺς παναρχαίους χρόνους καὶ τὸ σημεῖον τῆς συναντήσεως τῶν μεταναστευόντων ἐθνῶν κατὰ τοὺς πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἡρωικὴν ἐκστρατείαν χρόνους τῶν ἀπὸ βορρᾶ καὶ δυσμῶν ἐθνῶν· ἐὰν ἡ χώρα αὕτη ἐγκλείῃ ἐν τοῖς κόλποις αὐτῆς πλουσίους ἀρχαιολογικοὺς θησαυροὺς οὐ μόνον μυκηναϊκῶν χρόνων ἀλλὰ καὶ τῆς λιθίνης καλουμένης ἐποχῆς, ἡ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ, ἡ Ἐρίβωλος Φθίη τοῦ Ὁμήρου, ὁποίους ἆρά γε θησαυροὺς ἐγκρύπτει ἐν τοῖς σπλάγχνοις αὐτῆς;

Ἡ χώρα αὕτη, ἡ πυκνῶς κατῳκημένη, κατ’ Ἐρνέστον Κούρτιον, ἐξ ἧς μετηνάστευσαν διάφοροι λαοὶ κατὰ διαφόρους περιόδους ἐν τῇ Βοιωτίᾳ, Ἀχαΐᾳ τῆς Πελοποννήσου, Ἤλιδι καὶ Ἠπείρῳ, φαίνεται, ὅτι κατὰ τοὺς πρὸ τῶν τρωικῶν πολέμων χρόνους, ἤτοι κατὰ τὴν λιθίνην περίοδον, κατῳκεῖτο πυκνότατα, μία δὲ πόλις αὐτῆς, κατ’ ἀνώνυμον ἱστορικὸν τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων, ἡ Ἴτων, ἐθεωρεῖτο ὡς μία τῶν ἀρχαιοτάτων πόλεων τῶν ὑπὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος θεμελιωθεισῶν.

Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἄλος καὶ ἡ Πύρασος καὶ αἱ Φθιώτιδες Θῆβαι καὶ ἡ Φυλάκη καὶ ἡ Φθία καὶ ἡ Ἑλλὰς εἶναι πόλεις ἐπίσης ἀρχαῖαι καὶ ἀναφέρονται ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ κατὰ τοὺς τρωικοὺς πολέμους.

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται μόνον ἡ σκαπάνη ἐνταῦθα νὰ λύσῃ τοσαῦτα προβλήματα ἀρχαιολογικά, τοὐτέστι τὸ ζήτημα τοῦ ἐάν ποτε ὑπῆρξε πόλις Ἑλλὰς ἢ χώρα, ὅπερ ἐπίσης καὶ ἐπὶ Στράβωνος πολὺ συνεζητεῖτο, οὔτε ἐὰν τὸ βασίλειον τοῦ Ἀχιλλέως περιέκλειε τηλικούτους καὶ τοσούτους θησαυρούς, οἵους τὸ βασίλειον τῶν Μυκηνῶν καὶ τοῦ Ὀρχομενοῦ, ἀλλὰ καὶ προσωτέρω νὰ προβῇ εἰς τὴν διαλεύκανσιν ἄλλου παρελθόντος, ἀρχαιοτέρου καὶ σκοτεινοτέρου, δηλ. τοῦ τῆς λιθίνης περιόδου, οὗ ἀρχὴ ἐγένετο διὰ τῶν ἐν Διμινίῳ ὑπὸ τοῦ κ. Στάη καὶ ἐν Σέσκλῳ ὑπὸ τοῦ κ. Τσούντα ἀνασκαφῶν.

Καὶ κατὰ τοῦτο τὸ ἔδαφος τοῦ Κροκίου Πεδίου εἶνε πλουσιώτατον, ὡς ἐκ τῶν ὑψουμένων τουμπῶν, ἤτοι ἀκροπόλεων τῆς λιθίνης περιόδου, ἐξάγεται.

Τοιαύτας ἀκροπόλεις ἐν ταῖς διαφόροις περιηγήσεσιν ἡμῶν καὶ ἐπιτοπίοις μελέταις οὐκ ὀλίγας ἀνεύρομεν, ὧν ἐνταῦθα ὀλίγας θέσεις σημειούμεθα. 1) Ἐν Ζερελίοις λίμναις καὶ Καρατζαταγλὶ λιθίνης περιόδου 5 ἀκροπόλεις συνεχεῖς· ἐνταῦθα θετέον ἴσως τὴν Ἴτωνα· 2) ἐν ταῖς ἀμπέλοις Ἁλμυροῦ λιθίνης περιόδου ἀκρόπολις· 3) ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ Μαγούλᾳ· 4) ἐν τῇ παρὰ τὸ Κετὶκ ἀκροπόλει· 5) ἐν τῇ παρὰ τὸ Τουρκομεσλί· 6) ἐν τῇ παρὰ τὸν Μπᾶς μύλον καὶ 7) ἐν τῇ παρὰ τὸν Τεκέμπας παρὰ τὸ Ἀϊδίνιον. Ἐπίσης ἐν Ρηνὶ τοῦ δήμου Σκοτούσης καὶ Τσαγγλί, τοῦ αὐτοῦ δήμου».

Ὁ Χρῆστος Τσούντας, ὡστόσο, γιὰ ἄγνωστους λόγους, δὲν συνέχισε τὶς ἀνασκαφικές  του ἔρευνες  κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Συνεχίστηκαν ὅμως οἱ ἀνασκαφικὲς ἐργασίες στὴν ἴδια «Μαγούλα», δύο χρόνια ἀργότερα, ἀπὸ τὸν  Ἀπόστολο Ἀρβανιτόπουλο, χωρίς, ὡστόσο, καὶ πάλι οἱ ἀνασκαφικὲς ἐργασίες, ἄν καὶ στὴν περίπτωση αὐτἠ, ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, δὲν ἀνοίχτηκαν δοκιμαστικοὶ λάκκοι βάθους πέντε μέτρων, νὰ ἔχουν κάποιο  σαφὲς ἀποτέλεσμα.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος, στὸν τόμο τῶν «Πρακτικῶν τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας»  τοῦ ἔτους 1907, στὴν σελίδα 171, γράφει σχετικῶς τὰ ἑξῆς λίγα, ἀποφεύγοντας νὰ  ἐνεργήσει συστηματικὲς καὶ ἐπίμονες ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφές:

«Μαθόντες παρὰ τινος χωρικοῦ τῆς Ἀϊδινείου Γεωργικῆς Σχολῆς ὅτι ἐγίνωσκεν ὑπόγειόν τι κτίσμα ὡσὰν «ἁλῶνι», καὶ ὑπολαβόντες τοῦτο θολωτὸν τάφον, ἀνεσκάψαμεν  ἐπί τινας ἡμέρας εἴς τε τὰ κράσπεδα τοῦ λόφου καὶ ἐπ’ αὐτοῦ. Καὶ τὸν μὲν τάφον ἤ τι ἕτερον δὲν εὕρομεν, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ κρασπέδου συνηντήσαμεν τοιχάριά τινα καὶ δρομίσκους, οἷα τὰ ἐν Διμίνι εὑρεθέντα, καὶ τμήματα μεγάλων ἀβαφῶν ἀγγείων, ἐλάχιστα τῶν συνήθων βεβαμμένων τῆς προϊστορικῆς  περιόδου.

Ἐκ τούτου εἰκάζομεν ὅτι ὁ συνοικισμὸς οὗτος εἶναι τῶν λίαν πτωχῶν ἐν Θεσσαλίᾳ·  τοῦτο δ’ εἶναι εὐνόητον ἄν ἀναλογισθῶμεν, ὅτι ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν ὑπῆρχε σύγχρονος τῷ ἐνταῦθα  λίαν ἀκμαῖος συνοικισμός».

Εὐλόγως, ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα: Γιατί, ἀφοῦ τὸ ὕψος τῆς «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας», εἶναι πέντε μέτρα καὶ οἱ δοκιμαστικοὶ λάκκοι ποὺ ἀνοίχτηκαν σ’ αὐτὴν ἔφτασαν σὲ βάθος πέντε μέτρων,  δὲν φάνηκε τὸ παρθένο ἔδαφος;

Μία εὔλογη καὶ ἡ μόνη δυνατὴ ἀπάντηση, ἐνισχυμένη, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἀρβανιτοπούλου ὅτι «ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ κρασπέδου συνηντήσαμεν τοιχάριά τινα καὶ δρομίσκους» εἶναι ὅτι ὅλη ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους  γύρω ἀπὸ τὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»,  πάνω ἀπὸ  τὴν ὁποία ἐπιφάνεια ὑπολογίζονται τὰ πέντε μέτρα,  σὲ κάποιο ἄγνωστο βάθος καὶ σὲ κάποια ἔκταση, ἄγνωστη  ἐπίσης, πρέπει νὰ εἶναι προσχωσιγενής.

Ἑπομένως τὸ πραγματικὸ ὕψος τῆς «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας», ἀπὸ τὸ πραγματικῶς παρθένο ἔδαφος, τὸ ὁποῖο δὲν φάνηκε κατὰ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀμασκαφές, εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ  φαινομενικὸ ὕψος τῶν πέντε μέτρων. Εἶναι τόσο μεγαλύτερο ὅσο εἶναι τὸ πάχος τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὴν προσχωσιγενοῦς  ἐδαφικῆς ζώνης.  Ἐνισχυτικὴ τῆς ἄποψης αὐτῆς θεωροῦμε τὴν καταληκτικὴ φράση τῶν Wace καὶ Thompson:  «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ  πιθανότατα χρειάζεται συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή». Αὐτὴ ἡ συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή, ὡστόσο, δὲν ἔχει γίνει ἀκόμη.

Τὴν παραπάνω προσωπικὴ μέν, ἀλλὰ σαφῶς διαφαινόμενη ἀπὸ πολλὰ δεδομένα,  ἄποψη ὅτι τὸ ὕψος τῶν πέντε μέτρων τῆς «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας» εἶναι φαινομενικὸ καὶ ὅτι τὸ πραγματικὸ ὕψος της πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ θεωρεῖται μεγαλύτερο, καὶ τὸ ὅτι κατὰ τοὺς  Wace καὶ Thompson:  «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ  πιθανότατα χρειάζεται συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή»,  ἦρθε νὰ ἐνισχύσει ἕνας περαιτέρω συλλογισμός μου, μὲ τὸν ὁποῖο  εὕρισκα μία λογικὴ ἀπάντηση καὶ σ’ ἕνα ἄλλο, ἐπίσης ἀναπάντητο προσωπικὸ ἐρώτημά μου, τὸ ὁποῖο ἐπὶ  πολλὰ χρόνια μὲ ἀπασχολοῦσε. 

Κατὰ τὸ ἔτος 1289 μ. Χ. ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, μὲ χρυσόβουλλο διάταγμά του, πρόσφερε στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας, τῆς Λυκουσάδας ἤ Λοξάδας, τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς Καρδίτσας, πολλὰ κτήματα, οἰκισμούς, τσιφλίκια καὶ διάφορα ἄλλα κτηματικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα.  Μεταξὺ τῶν προσφερθέντων κτημάτων περιλαμβάνονταν καὶ  κάποια κτήματα καὶ οἰκιστικὰ σύνολα τὰ ὁποῖα βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου.

Στὸ παραπάνω χρυσόβουλλο τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου ἀναφέρεται γιὰ ὅσα κτηματικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα προσφέρονταν στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας Ἐλεούσας ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ: «ἔτι τὲ εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἁλμυροῦ χωρίον ἡ Μαγοῦλα· καὶ οἱ Σιμισαράτοι λεγόμενοι, σὺν τῇ ἐκεῖσε γῇ καὶ Ταρωνάτων· ἅ δὴ πάντα καθέξει ἡ εἰρημένη σεβασμία μονὴ τῆς πανυπεράγνου δεσποίνης καὶ θεομήτορος τῆς Ἐλεούσης κατὰ δεσποτείαν καὶ νομὴν ἀναφαίρετον ὡς καταμέρος διαλαμβάνονται ἐν τοῖς γεγονόσιν ἐπ’ αὐτοῖς πρακτικοῖς, ἔτι δὲ καὶ ὡς προσεκυρώθησαν καὶ προσετέθησαν ταύτῃ παρὰ τῆς διαληφθείσης συζύγου τοῦ δηλωθέντος σεβαστοκράτορος».[2]

Τὴν ἴδια περίπου ἐποχή, πάλι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου, ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη ἑνὸς χωριοῦ μὲ τὴν ὀνομασία «Ἀρχοντοχώρι». Τὴν ἴδια γενικῶς ἐποχὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν ἐποχή τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου (1195 -1203 μ. Χ.) ἀναφέρεται, πάλι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου, ἡ «Βελεχατούια». Ἡ «Βελεχατούια» ἦταν, μᾶλλον, μία μεγάλη γεωργικὴ ἔκταση ἡ ὁποία πρέπει νὰ  συμπεριλαμβανόταν μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἐκτάσεων τὶς ὁποῖες κατεῖχε ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου Εὐδοκία, σ’ ὁλόκληρη τὴν Θεσσαλία καὶ ἰδιαιτέρως στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ.

Ὡστόσο κανένα ἴχνος ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, παρ’ ὅλο ὅτι ὅλη ἡ περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου εἶναι ἀρκετὰ ὁμαλὴ καὶ σχεδὸν ἐπίπεδη καὶ ἔχει ἐπιφανειακῶς, τοὐλάχιστον, ἐρευνηθεῖ, δὲν ἔχει ἐντοπισθεῖ.

Τὸ βυζαντινὸ «χωρίον Μαγοῦλα», τὸ ὁποῖον πρόσφερε ὁ Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας, πρέπει, κατὰ μεγάλη πιθανότητα ἕως βεβαιότητα, νὰ βρισκόταν στὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», ὅπως αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι μεταξὺ τῶν εὑρημάτων τὰ ὁποῖα ἐντοπίστηκαν στὴν Ἀἵδινιώτικη Μαγούλα, κατὰ τὶς σχετικὲς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες, ὑπάρχουν καὶ κατάλοιπα βυζαντινῆς ἐποχῆς.

Οἱ «Σιμισαράτοι», οἱ «Λεβαχάτοι» καὶ οἱ «Ταρωνάτοι», οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὸ χρυσόβουλλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328 μ. Χ.), ἦταν ἀσφαλῶς ἀρχοντικὲς βυζαντινὲς οἰκογένειες οἱ ὁποῖες  εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀκμῆς του, ἀπὸ τὸν  11ο μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα, καὶ εἶχαν στήσει τὰ ὑποστατικά τους μὲ τοὺς οἰκισμοὺς τῶν ὅσων  ἐργάζονταν σ’ αὐτά.

Σὲ χρυσόβουλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341 μ. Χ.), τὸ ὁποῖο ὑπογράφηκε τὸ  ἔτος 1336,  ἑκατὸ, περίπου, χρόνια μετὰ τὸ χρυσόβουλλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, ἀναφέρεται στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου χωριὸ μὲ τὴν ὀνομασία «Λεβάχη» ἐνῶ τὸ ἴδιο χωριὸ σὲ μία ἄλλη λίγο διαφορετικὴ γραφὴ ἀναφέρεται ὡς «Λεβάχοι».

Θεωροῦμε βέβαιο ὅτι τὸ « (ἡ) Λεβάχη» ἤ «(οἱ) Λεβάχοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου   ταυτίζεται μὲ τὸ « (οἱ) Λεβαχάτοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Στὸ ἴδιο χρυσόβουλλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄  ἀναφέρεται χωριὸ μὲ τὴν ὀνομασία «(ἡ) Σιμισαράτη», τὸ ὁποῖο ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ τὸ «(οἱ) Σιμισαράτοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄, διότι φαίνεται ὅτι ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν  οἱ οἰκογένειες τῶν μεγαλοϊδιοκτητῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, οἱ  «Λεβαχάτοι» καὶ οἱ «Σιμισαράτοι», ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσαν  νὰ ὑπάρχουν μόνο οἱ οἰκισμοὶ τους καὶ οἱ οἰκογένειες  τῶν κολλήγων ἔχοντας πλέον ὀνομασίες χωριῶν, «(ἡ) Λεβάχη» ἤ  «(οἱ» Λεβάχοι)   καὶ «(ἡ)Σιμισαράτη» ἤ «(οἱ) Σιμισαράτοι.

Τὰ «(ἡ) Λεβάχη» καὶ «(ἡ) Σιμισαράτη» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄ (1328 -1341), διαδόχου αὐτοκράτορος τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282 -1328), φαίνεται νὰ εἶναι ὀνομασίες οἱ ὁποῖες, κατὰ τρόπο σαφέστερο  ἀπὸ τὰ «(οἱ) Λεβαχάτοι» καὶ «(οἱ) Σιμισαράτοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ  Ἀνδρόνικου Β΄, παραπέμπουν σε οἰκιστικὰ σύνολα τὰ ὁποῖα  ἀνῆκαν ὡς «τιμάρια» ἤ «στάσεις» τῶν  βυζαντινών ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν τῶν «Λεβαχάτων» καὶ τῶν «Σιμισαράτων».

Ἡ ὀνομασία «Βελεχατούια», ἡ ὁποία ἀναφέρεται κατὰ τὸ ἔτος 1298 μ. Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου,  παραπέμπει μὲ περισσότερη βεβαιότητα σὲ ἀγροτικὴ ἔκταση.

Οἱ παραπάνω κτηματικὲς ἐκτάσεις, «τιμάρια», ἴσως, ἤ «στάσεις»  κατὰ τὴν χρησιμοποιούμενη τότε βυζαντινὴ ὁρολογία, βρίσκονταν μὲ κάθε βεβαιότητα  στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Ἀϊδινίου.

Ποῦ ὅμως βρίσκονται στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ἤ ἔστω καὶ μὲ κάποια μόνο ἴχνη τους, ὅλα τὰ παραπάνω; Μήπως ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἐξαφανισθεῖ γιατὶ τὰ ὅποια ὑπολείμματά τους βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ ἴδιο προσχωσιγενὲς στρῶμα τὸ ὁποῖο ἔχει περικλείσει καὶ ἔχει κατακλείσει ὅλη τὴν περιοχὴ γύρω ἀπ’ τὴν Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα;

Τὸ μᾶλλον βέβαιο, ἤ καὶ αὐταπόδεικτο, κατὰ τὴν προσωπική μου ἐκτίμηση, γεγονὸς ὅτι ἕνα τμῆμα, ἀπροσδιόριστης ἔκτασης, τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀϊδινίου, γύρω ἀπὸ τὴν Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα, πρέπει, σὲ κάποιο, ἐπίσης ἀπροσδιόριστο, βάθος της νὰ εἶναι προσχωσιγενές,  μὲ ὁδηγεῖ, μὲ καταφατικὴ διάθεση,  στὴν προσωπική μου τοποθέτηση: Εἶναι λογικὸ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὑπολείμματα, αὐτῶν, τοὐλάχιστον τὰ περισσότερο ἐπιφανειακῶς εὐρισκόμενα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πρέπει νὰ ἔχουν παρασυρθεῖ σὲ διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς τους θέσεις καὶ κάποια ἄλλα, τὰ ὁποῖα βρίσκονταν βαθύτερα,  πρέπει νὰ εἶναι χωμένα σὲ ἀπροσδιόριστο βάθος κάτω ἀπὸ τὴν  ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους τῆς σημερινῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἀϊδινίου.

Στὴν ἴδια σκέψη, ὅτι τὸ γύρω ἀπὸ τὴν  «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» ἔδαφος εἶναι σὲ κάποιο βάθος του προσχωσιγενές, ὁδηγοῦν καὶ σχετικὲς γεωλογικὲς μελέτες γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἡ κοίτη τοῦ Χολορέματος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μία μόνο ἔνδειξη,  σὲ παλαιότερες ἐποχὲς δὲν βρισκόταν στὴ σημερινή της θέση ἀλλὰ σὲ ἄλλη, πλησιέστερη πρὸς τὸν σημερινὸ οἰκισμὸ τοῦ Ἀϊδινίου.

Ἐνισχυτικὸ τῶν παραπάνω συλλογισμῶν περὶ γεωλογικῶν μεταβολῶν  εἶναι καὶ μία ἄλλη πολὺ ἐντυπωσιακὴ πληροφορία.

Σύμφωνα μὲ τὰ Ἀρχεῖα τοῦ Ἀγγλικοῦ Ναυαρχείου τὸ ἔτος 1890, δηλαδή, μόλις πρὶν ἀπὸ 130 περίπου  χρόνια, ἕνα ἀγγλικὸ ἀτμόπλοιο εἰσῆλθε ἀπὸ τὸν Παγασητικὸ Κόλπο καὶ ἀγκυροβόλησε στὴν κοίτη τοῦ Χολορέματος, προφανῶς γιατὶ μποροῦσε νὰ βρεῖ ἐκεῖ ἀσφαλὲς ἀγκυροβόλιο, τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὴν ἀνοικτὴ ἀκτὴ   τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου.

Ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ  γίνεται φανερό  ὅτι ἡ κοίτη τοῦ Χολορέματος στὴν ἐκβολή του, πρὶν ἀπὸ 130 περίπου χρόνια, ἦταν τόσο βαθειὰ καὶ ἔτσι διαμορφωμένη ὥστε νὰ ἀποτελεῖ συνέχεια καὶ ἐνιαῖο σύνολο μὲ τὰ νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου. Μόνο ἐὰν συνέβαινε αὐτὸ ἦταν δυνατὸν ἕνα ἀτμόπλοιο νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του ἀπὸ τὴν θάλασσα μέσα στὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ καὶ νὰ ἀγκυροβολήσει  στὰ ἤρεμα καὶ ἀσφαλῆ  νερὰ τῆς κοίτης τοῦ Χολορέματος.

Ἐὰν συγκρίνουμε τὴν παραπάνω διαφαινόμενη  εἰκόνα τῆς ἐκβολῆς τοῦ Χολορέματος κατὰ τὸ  ἔτος 1890 μὲ τὴν σημερινὴ εἰκόνα, κατὰ τὴν ὁποία τὰ νερὰ στὴν ἐκβολή του μόλις γίνονται ἀντιληπτὰ καὶ ρέουν πολὺ ἐπιφανειακῶς μὲ ἐλαχιστότατο βάθος, εὔκολα καταλήγουμε στὴν ἄποψη ὅτι  ἀπὸ τὸ  1890 μέχρι σήμερα, σὲ διάστημα μόλις 130 περίπου ἐτῶν, ἔχουν γίνει στὴν περιοχὴ αὐτὴ μεγάλες γεωλογικὲς μεταβολές.

Τὴν φανερὰ ὑποβόσκουσα, σ’ ὅλες τὶς παραπάνω ἀναφορὲς καὶ γεγονότα, καταφατικὴ ἄποψή μου ὅτι παχιὰ προσχωσιγενῆ στρώματα εἶναι πιθανὸν νὰ ἔχουν καλύψει ἤ νὰ ἔχουν παρασύρει καὶ ἐξαφανίσει κατάλοιπα κάποιων παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν οἰκισμῶν τὰ ὁποῖα πιθανῶς ὑπῆρχαν στὴν εὐρύτερη πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐνισχύουν  καὶ κάποια ἄλλα δεδομένα γεωμορφολογικῆς φύσης.

Οἱ ἀνατολικότεροι νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐντοπισθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ πλησιέστερες δηλαδὴ πρὸς τὴν σημερινὴ θαλάσσια ἀκτή,  νεολιθικὲς ἐγκαταστάσεις, εἶναι ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» καὶ ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα». Οἱ  δύο αὐτὲς «μαγοῦλες», οἱ ὁποῖες εἶναι, συμφώνως μὲ τὰ πορίσματα τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν καὶ ἐρευνῶν   εἶναι  νεολιθικὲς θέσεις τῆς ἁλμυριώτικης πεδιάδας, βρίσκονται στην ἴδια περίπου ἀπόσταση ἀπὸ τὴν  ἀκτὴ τῆς θάλασσας,  τέσσερα ἕως πέντε χιλιόμετρα.

Σ’ ὁλόκληρη τὴν παραλιακὴ ἔκταση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀπὸ τὴν νοητὴ γραμμὴ ἡ ὁποία συνδέει τὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» μὲ τὴν «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα» μέχρι τὶς ἀκτὲς τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ  ἴχνη νεολιθικῶν οἰκισμῶν.

Πῶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μία παραθαλάσσια ζώνη εὐφορότατης γῆς, πλάτους τεσσάρων ἕως πέντε καὶ μήκους εἴκοσι περίπου χιλιομέτρων, καταλληλότατης γιὰ ἐγκατάσταση ἀνθρώπων, παρουσιάζεται ὡς ἀκατοίκητη ὄχι μόνο κατὰ τὴν παλαιολιθικὴ καὶ μεσολιθικὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν νεολιθικὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία στὴν ὑπόλοιπη ἔκταση, τὴν πιὸ ἀπόμακρη ἀπὸ τὴν θάλασσα, παρατηρεῖται πυκνὴ νεολιθικὴ ἐγκατοίκηση;

Τὴν φανερῶς ὑποδηλούμενη ἄποψη καὶ συνεχῶς ἐνισχυόμενη,  ὡς θετικὴ ἀπάντηση στὸ συνεχὲς ἑρώτημα, ὅτι, δηλαδή, παχιὰ προσχωσιγενῆ στρώματα ἐδάφους  ἔχουν ἐπικαλύψει κάποια τοὐλάχιστον τμήματα τῆς πεδινῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐνίσχυσαν καὶ κάποια ἄλλα δεδομένα μὲ συνακόλουθα σχετικὰ ἐρωτήματα καὶ παράλληλους προβληματισμούς.

Στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς ἐκβολῆς τοῦ Ξηριᾶ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ, κατὰ τὴν Πρώιμη Βυζαντινὴ Ἐποχή,  βρισκόταν ὁ «Βυζαντινὸς Ἁλμυρός», ὁ ὁποῖος σὲ παλαιότερα ἀλλὰ καὶ σύγχρονα δημοσιεύματα, ἀναφέρεται καὶ ὡς «Δύο Βυζαντινοὶ Ἁλμυροὶ», ἤ «Ἄνω» και «Κάτω» Ἁλμυρός, ἤ «Βόρειος» καὶ «Νότιος» Ἁλμυρός. Ὁ Βυζαντινὸς αὐτὸς  Ἁλμυρὸς ἤ οἱ  «Δύο Βυζαντινοὶ Ἁλμυροί», βρισκόταν στὴ μεγαλύτερη ἀκμή του ἀπὸ τὸν  10ο μέχρι καὶ τὸν 14ο αἰῶνα.

«Οἱ Δύο Ἁλμυροί» τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς στὴν  πραγματικότητα ἦταν δύο συνοικίες μίας καὶ τῆς αὐτῆς πόλης, τῆς πόλης τοῦ «Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ», ἀπὸ τΙς ὁποῖες ἡ μία βρισκόταν στὴν δεξιὰ καὶ ἡ ἄλλη στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ σημερινοῦ Ξηριᾶ Ποταμοῦ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ τῆς τότε ἐποχῆς. Αὐτοὶ οἱ «Δύο Ἁλμυροὶ» τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς βρίσκονταν στὶς γνωστὲς στὴν ἐποχή μας ἀγροτικὲς τοποθεσίες μὲ τὶς ὀνομασίες «Καραγὰτς» καὶ «Τσιγκέλι» καὶ ἦταν σημαντικές, ὀνομαστὲς καὶ περίλαμπρες πόλεις.

Οἱ παροικίες τῶν Βενετῶν, τῶν Γενουατῶν, τῶν Πισατῶν, τῶν Ἱσπανών καὶ τῶν Ἐβραίων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στοὺς παραλιακοὺς αὐτοὺς δύο Βυζαντινοὺς Ἁλμυρούς, ἦταν πόλεις ἰσχυρότατες οἰκονομικῶς. Τὰ κτίρια τῶν σπιτιῶν τους καὶ τῶν ναῶν τους ἦταν μεγαλοπρεπῆ.

Οἱ παροικίες ἰδιαιτέρως τῶν Βενετῶν καὶ τῶν Γενουατῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦνταν κυρίως ἀπὸ οἰκογένειες οἱ ὁποῖες συγκροτοῦσαν μεγάλες καὶ πολὺ ἰσχυρὲς οἰκονομικῶς ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ ἑταιρεῖες, συναγωνίζονταν μεταξύ τους στὴν προκλητικὴ ἐπίδειξη πλούτου καὶ μεγαλείου ἀνεγείροντας συνεχῶς καὶ μεγαλύτερα καὶ λαμπρότερα τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ ξεπεράσει ἡ μία παροικία τὴν ἄλλη στὴν μεγαλοπρέπεια.

Οἱ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ ἐντοίχιζαν στὶς εἰσόδους τῶν σπιτιῶν τους μαρμάρινες πλάκες μὲ σκαλισμένα πάνω τους ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ «οἰκόσημα» ἡ κάθε μία, μερικὰ δείγματα τῶν ὁποίων διασώθηκαν ὡς τὶς ἡμέρες μας.

Ὅταν κατακτήθηκε ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τοὺς  Τούρκους, ὁριστικῶς γύρω ἀπ[ο τὸ ἔτος 1420 μ. Χ., σώζονταν ἀκόμη κάποια ἐρείπια τῶν σπιτιῶν αὐτῶν, ἴσως, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, μισοβουλιαγμένα σὲ παραθαλάσσια τέλματα. Οἱ Τοῦρκοι τὰ ἐντόπισαν καὶ ἀποκόλλησαν μερικὰ τέτοια «οἰκόσημα» τὰ ὁποῖα ἐντοίχισαν στὰ τζαμιὰ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ στοὺς ἀτομικοὺς πύργους τῶν ἡγεμόνων τους. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁλμυροῦ, στὶς 17 Αὐγούστου 1881, τὰ μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυρού, τὰ ἀποκόλλησαν καὶ τὰ συγκέντρωσαν στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς Ἑταιρείας.

Μεγαλοπρεπεῖς ἦταν καὶ οἱ ναοὶ τοὺς ὁποίους ἔχτιζαν οἱ παροικίες τῶν Βενετῶν, τῶν Γενουατῶν καὶ τῶν Πισατῶν στὶς δύο συνοικίες τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ. Ὁ μεταξὺ τῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν τῶν δύο περισσότερο δυναμικῶν παροικιῶν τοῦ Ἁλμυροῦ, τῶν Βενετῶν καὶ  τῶν Γενουατῶν, ἀνταγωνισμὸς στὴν ἐπίδειξη τοῦ μεγάλου πλούτου τους, ἔφτανε, σύμφωνα μὲ μαρτυρίες οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου τῆς Βενετίας, μέχρι τοῦ σημείου νὰ γκρεμίζουν τὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν  τους καὶ νὰ χτίζουν ὑψηλότερα, ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς ἄλλης συνοικίας ὕψωναν καμπαναριὸ ψηλότερο ἀπὸ τὸ  δικό τους.

Ὁ Βυζαντινὸς Ἁλμυρὸς σύμφωνα μὲ τοὺς Johannes Koder καὶ Freiedrich Hild: «ὀφείλει τὴν σημασία του κυρίως στὴν ἐγκατάσταση τῶν ναυτικῶν δυνάμεων τῆς Βενετίας, τῆς Πίζας καὶ τῆς Γένουας, μὲ τὶς ὁποῖες συναναστρεφόταν ἡ ἰσχυρὴ ἑβραϊκὴ κοινότητα».

Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στὴν ἱστορία του  κατηγορηματικὰ ὅτι ὁ Ἁλμυρός ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν «ἀξιόλογον ἐμπορεῖον» καὶ μία τῶν ἐμπορικωτέρων καὶ λαμπροτέρων πόλεων τοῦ κράτους»[3].

Ὁ Paul Magdalino, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνταντινουπόλεως, πολὺ νεότερος ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο καὶ ἔχοντας ἀσφαλῶς περισσότερες πληροφορίες καὶ πηγὲς ὑπ’ ὄψη του, γράφει ὅτι «ὁ Ἁλμυρὸς στὸν Παγασητικὸ Κόλπο  ξεπήδησε  τὸν 12ο αἰῶνα ἀπὸ τὴν ἀφάνεια γιὰ νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕνα καίριο λιμάνι τῶν Ἰταλῶν ἐμπόρων, δεύτερο μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη».

Κατὰ τὸν Magdalino, δηλαδή, ὁ  Βυζαντινὸς Ἁλμυρὸς ξεπερνοῦσε σὲ ἐμπορικὴ κίνηση μεγάλες πόλεις ὅπως ἡ Θεσσαλονίκη ἤ ἡ Σμύρνη. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ ὁ Παγασητικὸς Κόλπος ὀνομαζόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη  «Κόλπος τοῦ Ἁλμυροῦ»  καὶ «Γκόλφ ντε Αλμίρο», ὅπως σημειώνουν οἱ σχετικοὶ ναυτικοὶ χάρτες καὶ πορτολάνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ἀναρωτιέται κανείς, ἔπειτα ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀναφορές, ποῦ βρίσκονται στὴν σημερινὴ ἐποχή, κάποια ἔστω ἴχνη ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν περίλαμπρων αὐτῶν κτιρίων καὶ τῶν μεγαλοπρεπῶν ναῶν μὲ τὰ  συνεχῶς καὶ  ψηλότερα καμπαναριὰ τῶν Βενετικῶν, τῶν Γενουατικῶν καὶ τῶν Πισατικῶν Παροικιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ. Γιατὶ δὲν βρέθηκε τίποτε σχεδὸν ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν λαμπρῶν αὐτῶν κτιρίων;

Προσωπικῶς ἐκτιμοῦμε ὅτι ἡ μόνη ἀπάντηση, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ δοθεῖ καὶ νὰ  γίνει δεκτή, εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι χωμένα κάτω ἀπὸ παχιὰ  προσχωσιγενῆ  στρώματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐπικαλύψει τὴν περιοχή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ  κάποια ἄλλη  λογικοφανὴς ἑρμηνεία τῆς  μὴ εὕρεσής τους.

Στὴν ἴδια αἰτία πρέπει νὰ ὀφείλεται καὶ ἡ ἀνυπαρξία ἤ ἡ ἀδυναμία εὕρεσης καὶ τοῦ παραμικρότερου  ἴχνους τοῦ σημαντικοῦ λιμανιοῦ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ. Δὲν ὑπῆρχαν ἄραγε κάποιες λιμενικὲς ἐγκαταστάσεις, κάποιος λιμενοβραχίονας σ’ ἕνα λιμάνι στὸ ὁποῖο ἀγκυροβολοῦσαν τόσα καράβια μεγάλων ναυτεμπορικῶν ἐπιχειρήσεων;

Ὁ Βυζαντινὸς Ἁλμυρὸς καταστράφηκε ὁλοκληρωτικῶς μετὰ τὴν μάχη τῆς 15ης Μαρτίου 1311, μεταξὺ τοῦ Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Γουαλθέρου καὶ τῶν Καταλανῶν, ἀπὸ τοὺς  νικητὲς τῆς μάχης Καταλανοὺς καὶ τὸ λιμάνι του, μετὰ τὴν καταστροφὴ αὐτἠ,  φαίνεται ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ὁριστικῶς ἀπὸ τὶς ἰταλικὲς ἐμπορικὲς καὶ  ναυτικὲς ἑταιρεῖες οἱ ὁποῖες ἕδρευαν σ’ αὐτόν.

Ὡστόσο τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, παρὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν μεγάλων αὐτῶν ναυτεμπορικῶν ἐπιχειρήσεων ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ στὰ κατοπινὰ  χρόνια καὶ  μάλιστα θεωροῦνταν ἕνα ἀρκετὰ ἀσφαλὲς καὶ εὐρύχωρο λιμάνι στὸν Παγασητικὸ Κόλπο.

Τὸ ἔτος 1668 μ.Χ., τριακόσια περίπου χρόνια, μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τὶς μεγάλες εὐρωπαϊκὲς ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μέσης Τουρκοκρατίας, ἐπισκέφθηκε τὸν Ἁλμυρὸ ὁ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπή.  Ὁ Τσελεμπή, περιγράφοντας τὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως τὸ εἶδε ὁ ἴδιος κατὰ τὸ ἔτος 1668, ἀναφέρει ὅτι σ’ αὐτὸ μποροῦσαν νὰ ἐλλιμενισθοῦν μὲ ἀσφάλεια πεντακόσια (500) καράβια.

Ἀνεξαρτήτως τοῦ πιθανοῦ γεγονότος τῶν ὑπερβολῶν στὶς ὁποῖες ἴσως περιέπιπτε μερικὲς φορὲς ὁ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπὴ καὶ στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ καὶ ὁ, φαινομενικὰ ὑπερβολικός,  ἀριθμὸς τῶν 500 καραβιῶν, ἐκτιμοῦμε ὅτι τὰ ὅσα ἄλλα ἀναφέρει γιὰ τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέροντα καὶ ὅτι συνεπικουροῦν στὴν γενικότερη ἄποψή μας ὅτι μεγάλες προσχωσιγενεῖς ἐναποθέσεις ἔχουν καταστήσει ὑπερβολικῶς δύσκολη ἤ καὶ ἀδύνατη ὑπὸ τὶς σημερινὲς συνθῆκες τὴν ἀποκάλυψη τῆς  πραγματικῆς εἰκόνας τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Λιθικὴ Ἐποχή.

Ἀναφέρει ὁ Τσελεμπὴ γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 1668 μ. Χ.: «Εἶναι φυσικὸ λιμάνι τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο. Εἶναι πολὺ φαρδὺ καὶ μὲ πάτο, ὅ,τι πρέπει γιὰ ν’ ἀράξουνε καράβια. Εἶναι δυνατὸν νὰ πάρει 500 καράβια μαζί. Μπορεῖ νὰ γίνει ἀραξοβόλι καραβιῶν, εἶναι τόπος σωτηρίας καὶ τὰ νερά του κυλᾶνε».

Τὰ τρία παραπάνω ὑπογραμμισμένα καὶ ἐπισημασμένα χαρακτηριστικὰ τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ: 1.«βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο», 2. «εἶναι πολὺ φαρδὺ καὶ μὲ πάτο» καὶ 3. «τὰ νερά του κυλᾶνε», εἶναι χαρακτηριστικὰ τῶν ὁποίων γίνεται εὐκόλως κατανοητὸ τὸ νόημα ἀπὸ τὸν καθένα. Ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀμφισβήτηση γιὰ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν ἀντικειμενικότητά τους. Ὁ συνδυασμὸς ὅμως καὶ ἡ ταυτόχρονη συνύπαρξη τῶν τριῶν αὐτῶν χαρακτηριστικῶν  σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ λιμάνι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο στὴν περίπτωση ἑνὸς λιμανιοῦ τὸ ὁποῖο ἦταν ταυτοχρόνως  λιμνοθάλασσα σὲ ἐκβολὴ ποταμοῦ, τοῦ ποταμοῦ Ξηριᾶ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση.

Γιὰ νὰ «κυλᾶνε» τὰ νερὰ ἑνὸς λιμανιοῦ πρέπει νὰ ἦταν νερὰ ποταμοῦ. Μόνο τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ «κυλᾶνε», ρέουν. Τὸ ὅτι τὸ λιμάνι ἦταν «πολὺ φαρδὺ» καὶ ἰδίως τὸ ὅτι εἶχε «πάτο», εἶχε, δηλαδή, σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση τὸ ἴδιο περίπου βάθος, καὶ προφανῶς μικρό, ὥστε ὁ πυθμένας του νὰ φαίνεται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ θεωρεῖται καὶ νὰ  εἶναι «πάτος», συμβαίνει μόνο σὲ μία περίπου ἰσοβαθὴ λιμνοθάλασσα. Κάτι τέτοιο, δηλαδή «νὰ ὑπάρχει πάτος» σὲ λιμάνι δὲν μπορεῖ νὰ συμβαίνει γιὰ λιμάνι σὲ  θάλασσα,  στὴν ὁποία τὰ νερὰ συνεχῶς βαθαίνουν μέχρι τοῦ σημείου στὸ ὁποῖο  ὁ λαός μας δίνει τὸν πολὺ ἐπιτυχῆ, γιὰ τὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ περίπτωση, χαρακτηρισμὸ «ἄπατα ὕδατα», νερὰ χωρὶς πάτο.

Γράφει ἀκόμα ὁ Τσελεμπή: «Τὸ στόμα τοῦ λιμανιοῦ (δηλαδὴ ἡ εἴσοδός του) εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ τὸ πιάνει ὁ ἀνατολικὸς ἀγέρας», καὶ ἀμέσως παρακάτω: «εἶναι φυσικὸ λιμάνι ποὺ βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο».

Χωρὶς νὰ ὑπεισέλθουμε σὲ περισσότερη καὶ λεπτομερέστερη αἰτιολόγηση νομίζουμε γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ συνδυασμὸς τῶν δύο φαινομενικῶς ἀντιτιθέμενων  αὐτῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὸ ἔτος 1668 μ. Χ. «τὸ πιάνει ὁ ἀνατολικὸς ἀγέρας» καὶ ταυτοχρόνως «εἶναι φυσικὸ λιμάνι ποὺ βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο» μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ἐὰν τὸ λιμάνι αὐτὸ ἦταν μία λιμνοθάλασσα ἡ ὁποία προστατευόταν ἀνατολικὰ ἀπὸ φυσικὸ χωμάτινο ἀνάχωμα καὶ εἶχε μόνο τὴν εἴσοδό του, δηλαδὴ τὴν ἐκβολὴ τοῦ Ξηριᾶ, ἀνοιχτὴ πρὸς τὴν θάλασσα, πρὸς τὴν ὁποία «κυλοῦσαν» τὰ νερὰ καὶ τὴν ὁποία, φυσικά, τὴν χτυποῦσε ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος.

Ὅλα τὰ παραπάνω χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Τσελεμπή, δὲν ὑπάρχουν στὴν ἐποχή μας. Προσωπικῶς θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἔχουν ἐξαφανισθεῖ κάτω ἀπὸ προσχωσιγενῆ στρώματα ἐδάφους, τὰ ὁποῖα ἐναποτίθονταν σταδιακῶς κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες.

Ἡ δυνατότητα τοῦ ἀσφαλοῦς ἐλλιμενισμοῦ πολλῶν καραβιῶν κατὰ τὸ ἔτος 1668 στὸ φυσικὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα ἦταν, ὅπως ἀναφέρθηκε ἡ  κοίτη τοῦ ποταμοῦ  Ξηριᾶ, διαμορφωμένη στὴν ἐκβολή του σὲ λιμνοθάλασσα, θυμίζει καὶ πρέπει νὰ συνδυασθεῖ καὶ συνεξετασθεῖ μὲ τὸν ἐλλιμενισμό, κατὰ τὸ ἔτος   1890 μ.Χ. ἀγγλικοῦ ἀτμοπλοίου στὴν κοίτη τοῦ Χολορέματος, ὅπως ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω.

Γίνεται νομίζω φανερὸ ὅτι ἡ ἐπὶ αἰῶνες ἐναπόθεση παχιῶν προσχωσιγενῶν ἐδαφικῶν στρωμάτων εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία  συνετέλεσε στὴν ἐξαφάνιση ὅλων αὐτῶν τῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τῶν προηγουμένων ἐτῶν τῆς παραλιακῆς ζώνης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὶς περιοχὲς τοὐλάχιστον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Χολορέματος καὶ τοῦ Ξηριᾶ.

Ἀπὸ ὅλες τὶς ἐνδείξεις οἱ ὁποῖες ἔχουν μέχρι τώρα ἀναφερθεῖ διαφαίνεται ὅτι ἡ παραθαλάσσια ἔκταση τῆς ἁλμυριώτικης πεδιάδας μεταξὺ τῆς ἐκβολῆς τοῦ Χολορέματος καὶ τῆς ἐκβολῆς τοῦ Ξηριᾶ εἶναι, σὲ πολλὰ τμήματά της τοὐλάχιστον, προσχωσιγενής.

Συνακόλουθη συνέπεια, γιὰ τὴν  ὁποία, ἄν καὶ δὲν ὑπάρχουν σαφεῖς καὶ συγκεκριμένες ἀποδείξεις, δὲν ὑπάρχουν καὶ σοβαροί λόγοι ἀπόρριψής της, εἶναι ὅτι ἡ ἔκταση αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ καλύπτει ὑπολείμματα ἀνθρώπινης κατοίκησης παλαιότερων ἐποχῶν.

Τὴν ἴδια ὑπόθεση ὅτι ἡ σημερινὴ γενικὴ εἰκόνα τῆς παραθαλάσσιας αὐτῆς ἔκτασης τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὴν ὁποία παρουσίαζε σὲ παλαιότερες ἐποχές, συμπληρώνει καὶ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ἀνεπιβεβαίωτη μὲν ἄποψη, ἀλλὰ ἡ ὁποία φαίνεται ἀρκετὰ πιθανή, ὅτι καὶ ὁ Ἄμφρυσος Ποταμός, αὐτὸς ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι γνωστὸς ὡς Κεφάλωση, πρέπει στὴν ἀρχαιότητα νὰ ἦταν πλωτός,  γιὰ μικρὰ τοὐλάχιστον καράβια,  μέχρι καὶ τὴν Ἑλληνιστικὴ Ἅλο.

Ἐνισχυτικὸ τῆς ἴδιας ἄποψης, ὅτι, δηλαδή, ἡ παραλιακὴ ζώνη τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ παλαιότερες ἐποχές, πρέπει νὰ ἦταν σὲ πολλὰ μέρη της περισσότερο ἀπὸ σήμερα πρόσφορη γιὰ ἀσφαλὴ ἐλλιμενισμό, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἡ ὕπαρξη ἀλλὰ καὶ ἡ σημαντικότητα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἅλου τῶν Κλασικῶν Χρόνων, τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἀναζητεῖται, χωρὶς νὰ ἔχουν ἐντοπισθεῖ μέχρι τώρα μὲ  βεβαιότητα οὔτε ἡ ἀκριβὴς θέση του οὔτε κάποια ἴχνη του.

Ὡστόσο τὴν σημαντικότητα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἅλου τῶν Κλασικῶν Χρόνων, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, δέν ἀποκλείεται, ἄν δὲν εἶναι βέβαιο, νὰ συμπίπτει μὲ τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, ὑποδεικνύει καὶ τὸ ὅτι τὴν κατοχή του διεκδικοῦσαν ἐπίμονα ὅλα τὰ κατὰ καιροὺς κυρίαρχα κράτη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, τῶν Ἀθηναίων, τῶν Μακεδόνων, τῶν Αἰτωλῶν, τῶν Θηβαίων, τῶν Σπαρτιατῶν. Στὸ λιμάνι τῆς Ἅλου τῶν Κλασικῶν Χρόνων μποροῦσε νὰ  ναυλουχήσει μὲ ἀσφάλεια ὅλος ὁ ἑλληνικὸς στόλος κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα π.Χ. ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀρχικῶς ἀποφάσισαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ περσικὰ στρατεύματα τοῦ Ξέρξη στὰ Τέμπη. Στὸ λιμάνι τῆς Ἅλου παρέμειναν ἐλλιμενισμένα τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα μέχρι νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὰ Τέμπη τὰ στρατεύματα.

Στοὺς προβληματισμοὺς οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν συνολικὴ θεώρηση καὶ συνεξέταση τῶν παραπάνω παρατηρήσεων πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ μία σχετικὴ ἀναφορὰ τοῦ Alfrent Philippson στὸ βιβλίο του «Θεσσαλία καὶ Ἤπειρος. Ταξίδια καὶ ἐξερευνήσεις στὴ Βόρειο Ἑλλάδα». 

Alfrent Philippson ἀναφέρει στὸ βιβλίο του αὐτὸ ὅτι ἡ πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν ἐπισκέφθηκε ὅ ἴδιος, τὸ  ἔτος 1883, ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν  ἀκτὴ περὶ τὰ τέσσερα χιλιόμετρα[4].

Ὅσες ἐπιφυλάξεις καὶ ἄν μπορεῖ νὰ διατηρεῖ κάποιος γιὰ τὴν πιστότητα καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πληροφορίας αὐτῆς τοῦ Philippson, τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ἡ πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀκτὴ περὶ τὰ ὀκτὼ χιλιόμετρα δημιουργεῖ ἔντονους προβληματισμούς.

Πῶς ἐξηγεῖται αὐτὴ ἡ διαφορὰ τῶν τεσσάρων χιλιομέτρων μεταξὺ τῆς ἐκτίμησης τοῦ Philippson καὶ τῆς σημερινῆς πραγματικότητας; Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ ἔτος 1883 μέχρι τὴν ἐποχή μας, σὲ διάστημα 130 περίπου χρόνων, νὰ «μπαζώθηκε» θαλάσσια ἔκταση τεσσάρων χιλιομέτρων πλάτους καὶ μήκους πολὺ μεγαλύτερου; Θυμίζουμε  ὅτι ἑκατὸν τριάντα (130) χρόνια   πρὶν ἀγγλικὸ ἀτμόπλοιο  ἀγκυροβολοῦσε στὴν κοίτη τοῦ Χολορέματος.

Στοὺς παραπάνω ἔντονους προβληματισμοὺς καὶ ἐρωτήματα πρέπει νὰ ἐντάξουμε καὶ νὰ συνεξετάσουμε καὶ μία παρατήρηση καὶ πληροφορία ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὶς ἔρευνες τῶν ἀρχαιολόγων καὶ  ἡ ὁποία ἀναφέρθηκε παραπάνω.

Οἱ ἀνατολικότεροι νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐντοπισθεῖ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ πλησιέστεροι, δηλαδή, πρὸς τὴν θαλάσσια ἀκτὴ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, εἶναι ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» καὶ ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα». Οἱ  δύο αὐτοὶ νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ἀκτὴ περίπου τέσσερα ἕως πέντε χιλιόμετρα, ὅση περίπου εἶναι ἡ διαφορὰ ἡ ὁποία παρατηρεῖται, γιὰ τὴν ἀπόσταση τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴ θάλασσα, μεταξὺ τῆς ἐκτίμησης τοῦ Philippson καὶ τῆς σημερινῆς πραγματικότητας.

Στὴν ἴδια πάντοτε ὑποβόσκουσα ἄποψη καὶ στοὺς ἴδιους ἔντονους προβληματισμοὺς ὁδηγεῖ καὶ ἡ ἄποψη τῶν γεωλόγων ὅτι ὁ σημερινὸς «Παγασητικὸς Κόλπος» πρὶν ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες χρόνια ἦταν λίμνη στὴν ὁποία, ἔπειτα ἀπὸ καταβύθιση τοῦ ἐδάφους, εἰσχώρησαν θαλάσσια ὕδατα καὶ ἡ λίμνη μετατράπηκε σὲ θαλάσσιο κόλπο.

Αὐτὸ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι τυχὸν ὑπάρχοντες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παλαιολιθικοὶ καὶ μεσολιθικοὶ οἰκισμοὶ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν παρόχθια ἔκταση τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος», μπορεῖ νὰ εἶναι θαμμένοι κάτω ἀπὸ τὰ παράκτια νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, στὴν σημερινὴ παραλιακὴ ζώνη τοῦ Ἁλμυροῦ.

Σὲ μία τέτοια περίπτωση ἡ πιθανὴ ἔκταση τῆς ζώνης τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ὑπῆρξαν κάποτε παλαιολιθικοί, μεσολιθικοὶ ἤ καὶ νεολιθικοὶ οἰκισμοί, δύσκολα μπορεῖ νὰ προσδιορισθεῖ. Ἐκτείνεται ἡ ζώνη αὐτὴ ἀπὸ τὴν νοητὴ γραμμὴ «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας» – «Ἁλμυριώτικης Μαγούλας» μέχρι τὴν σημερινὴ ἀκτὴ ἤ συνεχίζεται καὶ μέσα στὴν θάλασσα; 

Τέτοιοι ἔντονοι ή καὶ παρόμοιοι ἄλλοι προβληματισμοὶ καὶ ἐρωτήματα δημιουργοῦνται γιὰ ὁλόκληρη τὴν παραλιακὴ ἔκταση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴν  ἀκτὴ τῆς Νέας Ἀγχιάλου μέχρι καὶ τὸ Στόμιο τῆς Σούρπης.

Σ’ ὁλόκληρη τὴν παραπάνω ἔκταση, μέχρι καὶ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἀκόμη, ὑπῆρχαν πολλὰ ἕλη, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐπικίνδυνα, μὲ «ρουφῆχτρες», στὶς ὁποῖες καταποντίζονταν καὶ κυριολεκτικὰ «ἐξαφανίζονταν» σὲ «ἄπατα ὕδατα» ζῶα καὶ κάποιες φορὲς καὶ ἄνθρωποι.

Οἱ ντόπιοι κάτοικοι ὀνόμαζαν τὶς «ρουφῆχτρες» αὐτὲς «μάτια». Ὀνομαστὰ «μάτια» ἦταν τὸ «Μάτι τοῦ Ψειροφόνη», στὴν περιοχὴ τοῦ Πλατάνου, τὸ ὁποῖο εἶχε, κατὰ τὴν τοπικὴ δοξασία καὶ ὁρολογία, «ἄπατα ὕδατα», καὶ τὸ «Μάτι τοῦ Μπαλουκλῆ» στὴν παραλιακὴ περιοχὴ μεταξὺ τοῦ Ἀϊδινίου καὶ τῆς Νέας Ἀγχιάλου. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἕλη ἦταν μικρὰ καὶ κάποια μεγαλύτερα, ἄλλα ἦταν ρηχὰ καὶ ἄλλα βαθύτερα, ἄλλα μὲ ὑφάλμυρα νερὰ καὶ ἄλλα μὲ γλυκά. Μερικὰ ἕλη συνδέονταν μὲ τὴ θάλασσα καὶ ἦταν ἰχθυοφόρα.

Συσχετίζοντας τὴν ὕπαρξη καὶ τὸν σχηματισμὸ τῶν ἑλῶν αὐτῶν μὲ τοὺς συνεχεῖς προβληματισμοὺς ποὺ ἀναπτύσσονται στὴν ἐργασία αὐτὴ νομίζουμε ὅτι ἡ ἀρχικὴ δημιουργία τους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διαρκοῦς «πάλης» τῶν θαλάσσιων ὑδάτων νὰ μετατρέψουν τὴν λίμνη «Παγασητικὸς Κόλπος» σὲ θαλάσσιο κόλπο καὶ τῶν ποτάμιων ὑδάτων νὰ κατακτήσουν τὴν ἔκταση ποὺ τοὺς ἅρπαξε ἡ θάλασσα κουβαλῶντας σ’ αὐτὴν καὶ μπαζώνοντάς την μὲ τεράστιους ὄγκους χωμάτων καὶ κροκαλῶν ποὺ  κατέβαζαν ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης.

Ἀφήνοντας τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ τοὺς παραπάνω προβληματισμοὺς ἀσαφεῖς καὶ ἀδιευκρίνιστους στὶς λεπτομέρειές τους νὰ περιμένουν κάποιες κατατοπιστικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται γιὰ τὴν «φαινομενικὴ» ἀφάνεια παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν  εὑρημάτων σ’ αὐτὴν θὰ μεταβοῦμε σὲ ἕνα ἄλλο τμῆμα τῆς ἴδιας περιοχῆς.

Ἡ ἔκταση μεταξὺ τοῦ «Στομίου» τῆς Σούρπης καὶ τοῦ λόφου τοῦ βενετικοῦ Πύργου τοῦ Πτελεοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀνάλογη παραλιακὴ ζώνη, δὲν παρουσιάζει  παρόμοια προσχωσιγενῆ φαινόμενα. Ἡ ἀκτὴ αὐτή, ἄν ἐξαιρέσουμε τὸ τμῆμα της στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης, εἶναι βραχώδης.

Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει στὴν ὑπόλοιπη ἀκτὴ τῆς παραλιακῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ βενετικοῦ Πύργου τοῦ Πτελεοῦ μέχρι τὴν χερσονησίζουσα γλωσσίδα τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» τοῦ Ἀχιλλείου καὶ τοῦ «Τραγοβούνου». Στὸ μέσον περίπου τῆς παραλιακῆς αὐτῆς ἔκτασης βρίσκεται ἡ χερσονησίζουσα γλωσσίδα «Τραχῆλι», ἑκατέρωθεν τῆς ὁποίας τὰ δύο τμήματα τῆς ἀκτῆς ἔχουν κατακλυσθεῖ ἀπὸ προσχωσιγενῆ ἐδάφη.

Οἱ παραλιακὲς περιοχὲς «Λουτρὸ» καὶ «Λειχούρα» μέχρι τὸ «Λιβάρι» εἶναι κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους ἑλώδεις ὑδροβιότοποι μὲ προσχωσιγενεῖς ἐπιχώσεις. Δὲν ὑπάρχουν ὡστόσο ἐνδείξεις ὅτι στὶς  περιοχὲς αὐτὲς ὑπῆρχαν οἰκιστικὲς ἐγκαταστάσεις παλαιότερων ἐποχῶν. Στὸ λόφο «Γρίτσα» πρέπει νὰ βρισκόταν ὁ ὁμηρικὸς Πτελεός.

Σ’  ὁλόκληρη  τὴν παραλιακὴ ἔκταση τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, μεταξὺ τῶν δύο χερσονησιζουσῶν γλωσσίδων «Τραχῆλι» καὶ «Τραγοβοῦνι», σὲ ἀρκετὰ σημεῖα καὶ σὲ βάθος ἑνὸς καὶ δύο ἕως τριῶν μέτρων ἔχουν βρεθεῖ πολλὰ δείγματα ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ πρωτοβυζαντινῶν καὶ παλαιοχριστιανικῶν κτισμάτων, ὅπως κιονόκρανα, ἐπιγραφές, μωσαϊκὰ δάπεδα, μαρμάρινα μεσοκιόνια καὶ μαρμάρινοι κίονες. Εἶναι ὅλα σαφέστατα ἀποδεικτικά στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης στὴν περιοχὴ αὐτὴ  ἑνὸς παλαιοχριστιανικοῦ οἰκισμοῦ. Μέχρι καὶ τὸ ἔτος 1940 ἀκόμη ἀρκετὰ ἕλη κάλυπταν τὴν περιοχὴ αὐτή. Ἡ τοπικὴ παράδοση μιλάει ξεκάθαρα ὅτι στὸν χῶρο αὐτὸ ὑπήρχε στὰ «παλιὰ χρόνια» ἕνα «βουλιαγμένο χωριό»[5].

Ἀπὸ τὴν συνολικὴ θεώρηση ὅλων ὅσων ἀναλυτικῶς ἀναφέρθηκαν στὶς προηγούμενες παραγράφους ἐκτιμοῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε καὶ νὰ διατηροῦμε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὶς δύο ἀρχαιότερες λιθικὲς ἐποχές, τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθική, παραμένει  ἄγνωστη  καὶ ἀφανὴς διότι μεγάλες προσχώσεις καὶ μεγάλες γεωλογικὲς μεταβολὲς ἔχουν ἀναδιαρθρώσει καὶ ἀναμορφώσει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ἔδαφός της καὶ διότι παχιὰ ἰζηματογενῆ καὶ προσχωσιγενῆ στρώματα ἐδάφους ἔχουν ἐπικαλύψει ἀρκετὰ τμήματά της.

Πέραν  ἀπὸ τὴν δυνατότητα τῆς ἐξαφάνισης τῶν τυχὸν ὑπαρχόντων ἀποδεικτικῶν στοιχείων ἀνθρώπινης κατοίκησης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθιὴ Ἐποχὴ, ἐξ αἰτίας τῶν παραπάνω αἰτιῶν, ἡ προσωπική μας βεβαιότητα, ἤ ἔστω, ἡ προσωπική μας «ἀστήρικτη» τοποθέτηση, γιὰ τὴν κατοίκηση αὐτή, στηρίζεται καὶ σὲ μία συγκυρία καὶ συνύπαρξη καὶ κάποιων εὐνοϊκῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν ἐγκατοίκηση ἀνθρώπων στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ.

Στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ ἐπικρατοῦσαν κατάλληλες καὶ εὐνοϊκές, γιὰ τὴ δυνατότητα ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ ἐπιβίωσης, κλιματικὲς καὶ περιβαλλοντικὲς συνθῆκες, ὅπως βεβαιώνεται   ἀπὸ τὶς  ἔρευνες τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων.

Ἡ βεβαιωμένη  ἀπὸ ἔρευνες κλιματικὴ καὶ περιβαλλοντικὴ καταλληλότητα καὶ ταυτόχρονα ἡ καλὴ γονιμότητα τοῦ ἐδάφους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εὐνοοῦσε τὴν ἐπιλογή της γιὰ τὴν ἐγκατάσταση, τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἀπαραίτητου γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιβίωση φυτικοῦ καὶ ζωικοῦ κόσμου. Ἕνα τέτοιο περιβάλλον, ὅπως αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ  Ἐποχὴ, δὲν μπορεῖ    παρὰ νὰ ἦταν ἑλκυστικὸ καὶ νὰ προσκαλοῦσε κοντά του τὸν ἄνθρωπο. Ἕνα τέτοιο ἑλκυστικὸ περιβάλλον δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραμείνει ἀκατοίκητο.

Ἡ θετικὴ αὐτὴ   προσωπικὴ τοποθέτησή μας γιὰ τὸ θέμα τῆς  ἀνθρώπινης παρουσίας στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ὄχι μόνο κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχή, ἔστω καὶ ἄν  μέχρι τώρα δὲν ἔχουν βρεθεῖ    σχετικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, θεωροῦμε ὅτι ἐνισχύεται καὶ  ἀπὸ τὴν  εὕρεση καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ εὐρύτερου θεσσαλικοῦ χώρου, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὶς  ὄχθες τοῦ Πηνειοῦ καὶ στὴ Θεόπετρα τῆς Καλαμπάκας, ἀποδεικτικῶν στοιχείων κατοίκησης κατὰ τὶς  ἐποχὲς αὐτές.

Αὐτό, ἐπειδή, σύμφωνα πάλι μὲ τὰ ἀποτελέσματα  τῶν σχετικῶν εἰδικῶν ἐρευνῶν, στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, οἱ κλιματολογικές, τοὐλάχιστον, συνθῆκες ἦταν στὸν ἴδιο βαθμὸ εὐνοϊκὲς καὶ κατάλληλες, ἂν δὲν ἦταν εὐνοϊκότερες καὶ καταλληλότερες ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιαίτερης γεωγραφικῆς της θέσης, ἀφοῦ ἦταν καὶ ἐξακολουθεῖ    νὰ εἶναι παραθαλάσσια, καὶ παρεῖχε αὐτήν τὴν δυνατότητα.

Συμπερασματικῶς, λοιπόν, καταλήγουμε στὸ ὅτι, ἄν καὶ δὲν ἔχουν βρεθεῖ    ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα κατοίκησης στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὶς  δύο  ἀρχαιότερες λιθικὲς περιόδους, τὴν Παλαιολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχή, θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ μποροῦσε καὶ πρέπει, γιατὶ κανένας ἀποτρεπτικὸς λόγος δὲν ὑπάρχει, νὰ κατοικοῦνταν καὶ κατὰ τὸ  χρονικὸ διάστημα καὶ πρὶν  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια  π. Χ., σ’  ἕνα βάθος χρόνου ἀπροσδιόριστο.

[1] ΘΕΣΣΑΛΙΑ, 29 Σεπτεμβρίου 1905.

[2] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ «Χρυσόβουλλου» καὶ σχετικὸς σχολιασμός του δημοσιεύθηκαν στὸ «Δελτίον της Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1883, σελ. 113-119.

[3] Κων. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος Δ΄,  Ἀθῆναι 1871, σελ.  600 καὶ 603.

[4] Alfrent Philippson, «Θεσσαλία και Ήπειρος. Ταξίδια καὶ ἐξερευνήσεις», Μετάφραση Ἀριστείδης Σφέικος, Ἐκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη, σελ. 83.

[5] Ἀρκετὲς λεπτομέρειες γιὰ τὰ εὑρήματα αὐτὰ στὴν περιοχὴ αὐτὴ καὶ γιὰ τὸ «Βουλιαγμένο Χωριὸ» κατατίθενται στὰ βιβλία: 1. Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, «Τὸ Ἀχίλλειο Ἁλμυροῦ. Ἱστορικὴ ἀναδρομή», Ἔκδοση Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἀχιλλείου 1999, σελ. 53-55. 2. Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, «Ὁ Πτελεὸς τῆς Θεσσαλίας. 3.000 χρόνια ἱστορίας», Ἔκδοση Δήμου Πτελεοῦ, 2009, σελ. 188-198. 3. Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Μνήμη ΧΑΜΑΚΩΣ, Ἔκδοση Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυρού «Ὄθρυς», Ἁλμυρός 2018, ἰδιαίτερα στὸ κεφάλαιο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἀχιλλείου πρὶν τὴν ἵδρυση τῆς Χαμάκως», σελ. 30 – 50

Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στὴν περιοχῆ Ἁλμυροῦ

Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στὴν    περιοχὴ  Ἁλμυροῦ

Στὴν παραπάνω  ἐνιαία χερσαία ἐδαφικὴ ἔκταση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ ὑπόλοιπου τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας, τῶν Βορείων Σποράδων καὶ τῶν ἐνδιάμεσων σημερινῶν θαλασσίων ἐκτάσεων, ὅπως ἦταν διαμορφωμένη πρὶν ἀκόμα  ἀπὸ τὸν σχηματισμὸ τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος», πρίν, δηλαδή,  δεκαοχτὼ χιλιάδες (18.000) χρόνια, ὑπῆρχε, ὡστόσο, πάντοτε ἡ δυνατότητα ἀνθρώπινης παρουσίας.

Οἱ ἐπικρατοῦσες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὴν ἐποχὴ τῶν πρὶν δεκαοχτὼ  χιλιάδων χρόνων, στὴν ἐνιαία αὐτὴ γεωγραφικὴ περιοχή, ἐδαφολογικὲς καὶ κλιματικὲς συνθῆκες ἦταν εὐνοϊκὲς καὶ κατάλληλες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ἐγκατοίκηση. Στὴν δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ ἐγκατοίκησης  στὴν περιοχὴ αὐτὴ «συνηγοροῦσε»  καὶ  εὐνοοῦσε καὶ ἡ ὑπάρχουσα, ἀπαραίτητη καὶ κατάλληλη γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀνθρώπινης ζωῆς,   τοπικὴ χλωρίδα καὶ πανίδα.

Διατυπώνουμε  δυνητικῶς τὴν ἄποψη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐγκατοίκηση στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ τὴν φράση  «ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ἀνθρώπινης παρουσίας» καὶ ὄχι θετικῶς καὶ κατηγορηματικῶς λέγοντας  «ὑπῆρχε ἀνθρώπινη παρουσία»  ἐννοῶντας ἁπλῶς  καὶ μόνο ὅτι ἡ ἐπικρατοῦσα κατάσταση δὲν ἦταν ἀποτρεπτικὴ στὴν ἀνθρώπινη παρουσία, ἐπειδή, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐνδιαφέρουσα τὴν παροῦσα ἐργασία εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, δὲν ἔχουν βρεθεῖ,   μέχρι τὴν ἐποχή μας  τοὐλάχιστον, ἀπολύτως βεβαιωμένα σχετικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα κατοίκησής της κατὰ  τὴν ἐποχὴ πρὶν  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000)  χρόνια  ἀπὸ σήμερα.

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν καταβύθιση τοῦ ἐδάφους καὶ τὸν συνακόλουθο σχηματισμὸ τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος», στὶς  ὄχθες τῆς λίμνης αὐτῆς καὶ στὴν ὑπόλοιπη γύρω  ἀπὸ αὐτήν παραλήμνια ἔκταση, «πρέπει» νὰ ἀναπτύχθηκε, ἄν ὄχι νὰ συνεχίστηκε ἡ προϋπάρχουσα, ἀνθρώπινη  κατοίκηση.

Ὅλα  τὰ δεδομένα τῆς τότε ἐπικρατούσας περιβαλλοντικῆς καὶ κλιματικῆς μορφῆς στοιχεῖα, βεβαιωμένα ἀπὸ εἰδικὲς ἔρευνες καὶ μελέτες, συνηγοροῦν στὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ὕπαρξης ἀνθρώπινης παρουσίας καί, ἑπομένως, πρέπει  νὰ εἶχαν δημιουργηθεῖ    καὶ ἀναπτυχθεῖ   κάποιοι παλαιολιθικοὶ   καί, ἀργότερα, μεσολιθικοὶ   οἰκισμοί, ἀφοῦ οἱ ἐπικρατοῦσες  συνθῆκες ἦταν  κατάλληλες καὶ εὐνοϊκές.  

Διατυπώνουμε καὶ πάλι τὴν  δυνητικὴ ἄποψη «πρέπει νὰ εἶχαν δημιουργηθεῖ    καὶ  νὰ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κάποιοι παλαιολιθικοὶ   καί, ἀργότερα, μεσολιθικοὶ   οἰκισμοί», ἀποφεύγοντας νὰ διατυπώσουμε κατηγορηματικῶς τὴν θετικὴ ἄποψη «εἶχαν δημιουργηθεῖ    καὶ  εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κάποιοι παλαιολιθικοὶ   καί, ἀργότερα, μεσολιθικοὶ   οἰκισμοί», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ    καὶ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση καὶ βεβαία παραδοχή, ἀτεκμηρίωτη ἀσφαλῶς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς στὴ σημερινὴ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ δὲν ἔχουν βρεθεῖ    σαφῆ καὶ ἀναντίρρητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης  οἰκισμῶν Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς ἤ, ἔστω, κάποιες ἄλλες σαφεῖς καὶ ἀναντίρρητες σχετικὲς ἐνδείξεις, σύμφωνα μὲ τὶς μέχρι τώρα ἔρευνες, τὶς μελέτες καὶ τὶς  καταγραφὲς τῶν ἀρχαιολόγων καὶ ἄλλων εἰδικῶν ἐπιστημόνων.

Αὐτὸ, ὡστόσο,  τὸ «πρέπει» ἤ «ἴσως»,  μὲ τὴν ἔννοια τοῦ δυνητικοῦ «ἦταν δυνατόν», ὑποδεικνύεται καὶ ἐνισχύεται  πρὸς τὸ θετικὸ καὶ βέβαιο καὶ ἀπὸ τὴν συνολικὴ εἰκόνα τῶν γενικῶν περιβαλλοντικῶν καὶ  κλιματικῶν συνθηκῶν οἱ ὁποῖες  ἐπικρατοῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν εὐρύτερη περιοχὴ  Ἁλμυροῦ.

Οἱ ἐπικρατοῦσες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μεταξύ, δηλαδή, τῶν δεκατριῶν χιλιάδων (13.000)   καὶ τῶν  ὀκτὼ ἤ ἑπτὰ χιλιάδων (8.000 ἤ 7.000) χρόνων, πρὶν  ἀπὸ σήμερα,  περιβαλλοντικὲς καὶ κλιματικὲς συνθῆκες στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ὅπως βεβαιώνουν οἱ σχετικὲς ἔρευνες, ἦταν κατάλληλες καὶ εὐνοοῦσαν τὴν  ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ἐγκατοίκηση.

Ἡ εἰσχώρηση τῆς περιβάλλουσας θάλασσας στὴν ἔκταση τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος»  εἶχε ὡς ἐπακόλουθο καὶ φυσικὴ συνέπεια, ἐκτὸς  ἀπὸ τὴν μετατροπὴ τῆς λίμνης σὲ θαλάσσιο κόλπο, καὶ τὴν διεύρυνσή της καὶ μεγάλη αὔξηση τῆς ἔκτασής της. Συναπτὴ καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς διεύρυνσης καὶ τῆς ἐπέκτασης τῶν ὁρίων τῆς πρώην λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος» ἦταν ἡ ἐπικάλυψη τῶν ὅποιων, τυχὸν ὑπαρχουσῶν, παλαιολιθικῶν, μεσολιθικῶν ἤ καὶ νεολιθικῶν οἰκιστικῶν ἐγκαταστάσεων ὑπῆρχαν γύρω  ἀπὸ αὐτήν.

Ἡ βίαιη αὐτὴ εἰσροὴ τῶν θαλασσίων ὑδάτων ἐντὸς τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος» καὶ ἡ, ὡς συνέπεια  τῆς βιαίας αὐτῆς, κατακλυσμικῆς μορφῆς,  εἰσροῆς θαλασσίων ὑδάτων, καταπλάκωση καὶ ἡ ἐξαφάνιση τῶν ὅποιων λιθικῶν οἰκισμῶν καὶ ἀνθρωπίνων ἐγκαταστάσεων ὑπῆρχαν  γύρω ἀπὸ τὴν «λίμνη» «Παγασητικὸς Κόλπος», ἦταν μία μεγάλη καταστροφή, ἕνας μεγάλος «κατακλυσμὸς» ὁ ὁποῖος  κατάστρεψε καὶ καταβύθισε ὅλον τὸν τριγύρω κόσμο.

«Γλίτωσαν» καὶ διασώθηκαν ἀπὸ τὸν «κατακλυσμὸ» αὐτὸν μόνον ὅσοι ἦταν ἀπὸ πρὶν ἐγκαταστημένοι, ἤ κατάφυγαν ἐγκαίρως, σὲ ἀσφαλῆ ψηλότερα μέρη τὰ ὁποῖα ἔτσι  λειτούργησαν ὡς «κιβωτὸς τῆς σωτηρίας». «Κιβωτὸς Σωτηρίας» ἔγιναν τὰ ψηλότερα μέρη τῆς περιοχῆς, δηλαδή,   τὰ μέρη τῶν πεδινῶν ἐδαφικῶν ἐπαρμάτων, τῶν ὀρθρυακῶν προποδικῶν ἐκτάσεων καὶ τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Ὄρθρης.  Ἐκεῖ, ἐξ ἄλλου, γιὰ νὰ ἐπικαλεσθοῦμε συνηγορητικῶς καὶ συμβολικῶς καὶ τὴν σχετικὴ τοπικὴ μυθολογικὴ ἐκδοχή,  ἡ ὁποία  εἶναι καὶ ἡ  ἀρχική,  αὐθεντικὴ καὶ «ἀνόθευτη»,  ἐκδοχὴ τοῦ σχετικοῦ μὐθου τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας,   στάθηκε, μετὰ τὸν «κατακλυσμὸ» «ἡ κιβωτὸς τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας».[1]

Ἔπειτα  ἀπὸ τὰ παραπάνω γεγονότα τῆς διαμόρφωσης τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα, ὅπως ἀναφέρθηκε, εἶναι βεβαιωμένα καὶ τεκμηριωμένα  ἀπὸ τὶς  σχετικὲς γεωλογικὲς μελέτες, τὴν λεπτομερὴ ἀναφορὰ τῶν ὁποίων ἀποφεύγουμε στὴν παροῦσα ἐργασία ὡς ξένες πρὸς τοὺς κύριους σκοπούς της, μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς δεδομένο ὅτι οἱ πιθανολογούμενες παλαιολιθικὲς καὶ μεσολιθικὲς ἤ καὶ κάποιες ἀκόμη νεολιθικὲς οἰκιστικὲς θέσεις  τῶν παρόχθιων πεδιάδων τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος» τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων ὑποδεικνύεται, καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ  αὐτὴ ὑποδεικνύεται,  ἀπὸ τὴν ἐπίσης ἐπιστημονικῶς βεβαιωμένη εὐνοϊκότητα καὶ καταλληλότητα τῶν τότε περιβαλλοντικῶν καὶ κλιματικῶν συνθηκῶν, στὴν σύγχρονη  γεωγραφικὴ πραγματικότητα, πρέπει νὰ βρίσκονται κάτω  ἀπὸ τὴν παραλιακὴ  παράκτια   καὶ ὑποθαλάσσια περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ σημερινοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου.

Ἐὰν τὰ παραπάνω γεγονότα, ὅπως ἐμεῖς τοὐλάχιστον ἐκτιμοῦμε, ἀληθεύουν, μπορεῖ    νὰ θεωρηθοῦν ὡς μία ἀρκετὰ εὔλογη ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος  τῆς μὴ εὕρεσης μέχρι τώρα στὴν πεδινή, τοὐλάχιστον,   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ  ἀπὸ τὸ  ὕψος τῆς γραμμῆς «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα» – «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα» καὶ ἀνατολικότερα, μέχρι τὴν θάλασσα, ἰχνῶν παλαιολιθικῆς, μεσολιθικῆς ἀλλὰ καὶ νεολιθικῆς κατοίκησής της.

Τὸ «ἔργο» τῆς ἀνθρώπινης  παρουσίας, τὸ ὁποῖο  «διαδραματίστηκε» στὸ «σκηνικὸ» τῆς Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς ἤ καὶ τῆς Πρώιμης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς στὸ  τμῆμα αὐτὸ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι καὶ παραμένει ἄγνωστο, θαμμένο, μᾶλλον, ἄν ὄχι ἀσφαλῶς, κάτω  ἀπὸ τὰ θαλάσσια νερὰ τῆς δυτικῆς ἀκτῆς τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου ἤ καὶ κάτω  ἀπὸ τὴν παραθαλάσσια προσχωσιγενῆ ἐκτεταμένη παραλιακὴ   περιοχὴ  τοῦ Ἁλμυροῦ, τὴν περιοχή, δηλαδή,  ἀνατολικότερα τῆς νοητῆς γραμμῆς «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα» – «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα».

Κάθε ἴχνος τοῦ ἀνθρώπινου ἔργου, ἤ τοῦ «δράματος» τὸ ὁποῖο  διαδραματιζόταν μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ χάθηκε μαζὶ μὲ τὸ  σκηνικὸ του. Τὰ πάντα στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,  ἀπὸ τὸ  ὕψος δηλαδὴ τῆς νοητῆς γραμμῆς «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα» – «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα» καὶ ἀνατολικότερα, μέχρι τὴν θάλασσα,  «πνίγηκαν», ἤ μᾶλλον θάφτηκαν στὸ ἔδαφος καὶ ἐξαφανίστηκαν, ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν καταστρεπτικῶν ἐπιδράσεων τῆς καταβύθισης  τοῦ ἐφάφους καὶ τοῦ «κατακλυσμοῦ» τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου καὶ τῶν νερῶν τὰ ὁποῖα πλημμύρισαν τὴν περιοχή.

«Κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας», γιὰ τὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ», καὶ τόπος σωτηρίας, ἦταν τὰ μέρη τὰ ὁποῖα  βρίσκονταν δυσμικῶς τῆς γραμμῆς «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα» – «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα».

Γύρω, λοιπόν, στὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) περίπου  χρόνια πρὶν  ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἐποχὴ ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ  εἶχε ἤδη ἀποκτήσει τὴν γνωστὴ καὶ ὁρατὴ καὶ στὴν ἐποχή μας, σημερινή της γεωγραφικὴ μορφή. Ἔτσι ἀντικρύζοντας  τὸ  σημερινὸ γεωγραφικὸ καὶ φυσικὸ περιβάλλον τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι βέβαιο ὅτι ἔχουμε μπροστὰ μας τὸ  «σκηνικὸ» μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησαν  καὶ δραστηριοποιήθηκαν οἱ παλαιότεροι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔζησαν σὲ τοῦτο τὸν τόπο, αὐτοὶ  οἱ ὁποῖοι ἄφησαν ἀνιχνεύσιμα σημάδια τῆς ὕπαρξής τους.

Στὸ ὑπέδαφος, χερσαῖο καὶ θαλάσσιο, τῆς ἴδιας αὐτῆς περιοχῆς  εἶναι θαμμένα τὰ ἴχνη τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας ἡ ὁποία ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὰ περίπου ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια, γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ὁποίας, ὡστόσο, ἄν καὶ προσωπικῶς τὸ θεωροῦμε βέβαιο, δὲν ἔχουμε, πρὸς τὸ παρὸν τουλάχιστον, σαφεῖς καὶ ἀναντίρρητες ἀποδείξεις.

Τὸ «σκηνικό», λοιπόν, τὸ  φυσικὸ περιβάλλον, δηλαδή, στὸ ὁποῖο «παίχτηκε» τὸ  ἔργο, τὸ  ὁποῖο θὰ περιγράψουμε στὴν ἐργασία αὐτή, εἶναι  ἀπὸ πάρα πολλὰ χρόνια στημένο καὶ διαμορφωμένο παραμένοντας ἀμετάβλητο μέχρι σήμερα. Εἶναι  καὶ παραμένει τὸ ἴδιο ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια πρὶν ἀπὸ  σήμερα, καὶ εἶναι γνωστὸ καὶ  ὁρατὸ στὸ σύνολὸ του καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχή.  Οἱ ἄνθρωποι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς βρίσκονται καὶ δροῦν μέσα στὸ ἴδιο, περίπου, φυσικὸ γεωγραφικὸ «σκηνικὸ», τὸ ὁποῖο ὑπῆρχε διαμορφωμένο καὶ πρὶν  ἀπὸ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια, συνεχίζοντας νὰ «παίζουν»,  σὲ νέες «πράξεις» καὶ μὲ νέες συνθῆκες, τὸ «ἔργο» τῶν προγόνων τους.

Ἀπομένει νὰ δοῦμε νὰ ξαναπαίζεται ἤ καλύτερα νὰ ἀναπαριστάνεται καὶ νὰ περιγράφεται τὸ  «ἔργο» ἐκεῖνο. Εἶναι ἕνα «ἔργο» τὸ ὁποῖο ἄρχισε νὰ «παίζεται» ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια καὶ στὴν ἐξελικτική του πορεία συνεχίζεται νὰ «παίζεται» μέχρι σήμερα. Εἶναι ἡ ἱστορία τῆς εὐρύτερης περιοχῆς  τοῦ Ἁλμυροῦ

Τὸ «ἔργο» αὐτό, μὲ γενικὸ τίτλο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἱστορία», τὸ ὁποῖο διαδραματίστηκε στὴν περιοχὴ αὐτή, χωρισμένο, γιὰ πρακτικοὺς λόγους, σὲ διάφορες συνεχεῖς καὶ ἀλληλοδιάδοχες «πράξεις», ἀποτελεῖ τὴν γενικότερη ἱστορία τῆς περιοχῆς τοῦ    Ἁλμυροῦ.

Στὴν παροῦσα ἐργασία, στὴν παροῦσα «πράξη», θὰ παρουσιάσουμε ἕνα τμῆμα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, μία μόνο πράξη του, μὲ ὑπότιτλο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἀρχαία Ἐποχή».[2]

«Ἀρχαία Ἐποχή», γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς παρούσας ἐργασίας καὶ σὐμφωνα μὲ τὸν διαχωρισμὸ τοῦ ὅλου ἔργου, τὸν ὁποῖο ἀποφασίσαμε, θεωροῦμε τὴν ἐποχὴ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια τῆς πρώτης ἀνιχνεύσιμης καὶ ἀνιχνευτῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς βυθισμένης στὴν ἀχλὺ καὶ στὴν θολότητα του «Μύθου», μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤτοι «Ἀρχαία  Ἐποχὴ» θεωροῦμε  ὁλόκληρη τὴν «πρὸ Χριστοῦ» ἐποχή.   

[1] Βλ. Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν ἀρχαία Μυυολογία, Ἁλμυρὸς 2010, Ἔκδοση Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», σελ. 112-126

[2] Ἡ ὅλη ἐργασία, τὸ συνολικὸ «ἔργο» μὲ γενικὸ τίτλο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἱστορία», ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε τόμους, τὰ περιεχόμενα τῶν ὁποίων, «παίζοντας μὲ τὶς λέξεις», παραπάνω ὀνομάζουμε «πράξεις». Αὐτὸ ποὺ θεωρήσαμε «Α΄» «πράξη» εἶναι ἡ δημοσιευμένη ἀπὸ τὸ ἔτος 2010 ἐργασία μας «Ἡ περιοχἠ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν ἀρχαία Μυθολογία». Ἔτσι ἡ παροῦσα ἐργασία, «Ἡ περιοχή τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν ἀρχαία ἐποχή», πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς «Β΄» «πράξη». Ἡ ἐργασία μας «Ἡ περιοχὴ τοῦ Αλμυροῦ στὴν Ἱστορία», Ἁλμυρὸς 2016, ἔκδοση Δήμου Ἁλμυροῦ, μὲ σύνολο σελίδων 554, χωρισμένη σὲ πέντε τμήματα: «Α΄. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στην Ἀρχαία Μυθολογία», σελ. 16-77, «Β΄ Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἀρχαία Ἐποχή», σελ. 78-237,  «Γ΄. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή», σελ. 238-335, «Δ. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας», σελ. 336-439, καὶ «Ε΄ Ἡ περιοχή τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Νεότερη Ἐποχή», σελ. 440-553, εἶναι μία περιληπτικὴ προδημοσίευση τοῦ ὅλου τούτου ἔργου.

Γεωγραφικὰ ὅρια περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Γεωγραφικὰ ὅρια τῆς    περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Ἡ   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ὅπως ἐκτιμήσαμε ὅτι πρέπει νὰ τὴν καθορίσουμε καὶ νὰ τὴν προσδιορήσουμε γεωγραφικῶς γιὰ τοὺς σκοποὺς καὶ τὶς  ἐπιδιώξεις τῆς παρούσας ἐργασίας, προκειμένου νὰ ὁρίσουμε τὸν χῶρο  τοῦ ὁποίου τὴν «Ἱστορία» κατὰ τὴν «Ἀρχαία Ἑποχή»,  ἐπιχειροῦμε νὰ καταγράψουμε στὴν  παροῦσα ἐργασία, εἶναι ἡ   περιοχὴ  ἡ ὁποία  περικλείεται  ἀπὸ τὰ παρακάτω φυσικὰ χερσαῖα καὶ θαλάσσια γεωγραφικὰ ὅρια.

Τὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἀρχίζουν, στὸ μὲν νότιο μέρος, ἀπὸ τὸ  ἀκρωτήριο, τὸ  ὁποῖο στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὀνομάζεται «Σταυρὸς» καὶ στὴν ἀρχαιότητα καλοῦνταν «Ἀφέτες» ἤ «Ποσείδαιον ἤ «Ποσείδιον». Τὸ ἀκρωτήριο αὐτὸ  εἶναι ἡ κατάληξη τῆς  σημερινῆς χερσονήσου τῆς ἀκραίας ἀπόληξης τοῦ νοτιότερου παρακλαδιοῦ τῆς  ὀροσειρᾶς τῆς Ὄρθρης, ἡ ὁποία ἀπόληξη στὴν ἐποχὴ μας ὀνομάζεται «Τραγοβούνι» καὶ ἡ κορυφογραμμὴ τοῦ ὁποίου, σὲ γενικὲς γραμμές, ἀποτελεῖ    τὰ σημερινὰ ὅρια τῶν Νομῶν Μαγνησίας καὶ Φθιώτιδας καὶ ἀνήκει στὴν γεωγραφικὴ   περιοχὴ τοῦ  σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχίλλειο  τοῦ Δήμου Ἁλμυροῦ.

Στὴ συνέχεια τοῦ ἀκρωτηρίου «Σταυρὸς» τὰ χερσαῖα ὅρια τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καθορίζουμε αὐτὴν στὴν παροῦσα ἐργασία, ἀκολουθοῦν, σὲ γενικὲς πάντοτε γραμμές, τὶς  κορυφογραμμὲς τῆς Ὄρθρης νοτίως καὶ στὴ συνέχεια νοτιοδυτικῶς, δυτικῶς καὶ βορείως τῶν σημερινῶν χωριῶν  τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, κατὰ σειρά, Ἀχίλλειο, Ἅγιοι Θεόδωροι, Γάβριανη, Βρύναινα, Κοκκωτοί, Κωφοί, Γούρα, Φυλάκη, Μικροθῆβες καὶ Νέα Ἀγχίαλος, καὶ καταλήγουν στὸ βόρειο  παρακλάδι τῆς  ἀκραίας ἀπόληξης τοῦ βορειότερου παρακλαδιοῦ τῆς Ὄρθρης, στὰ βουνὰ τὰ γνωστὰ στὴν ἐποχή μας μὲ τὴν ὀνομασία «Τσιραγιώτικα Βουνά». 

Ἡ  κορυφογραμμὴ τῶν «Τσιραγιώτικων Βουνῶν» καθορίζει τὰ βόρεια ὅρια  τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καθορίζουμε αὐτὴν γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς παρούσας ἐργασίας, διαχωρίζοντάς την  ἀπὸ τὴν  ὅμορη  περιοχὴ τοῦ  Βόλου. Τὰ «Τσιραγιώτικα Βουνὰ» καταλήγουν στὸ ἀκρωτήριο τὸ  ὁποῖο σήμερα ὀνομάζεται «Ἀγγίστρι» καὶ στὴν ἀρχαιότητα καλοῦνταν «Πύρρα».

Ἔτσι ἡ κορυφογραμμὴ ἡ ὁποία  ἀρχίζει, χρησιμοποιῶντας τὶς σημερινὲς ὀνομασίες,  ἀπὸ τὸ  ἀκρωτήριο «Σταυρὸς» καί, ἀκολουθῶντας τὴν παραπάνω πορεία τῆς ὀρθρυακῆς κορυφογραμμῆς, καταλήγει στὸ ἀκρωτήριο «Ἀγγίστρι», ἡ κορυφογραμμή, δηλαδή, ἡ ὁποία  ἀρχίζει, ἐάν θέλουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὶς ὀνομασίες τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς,  ἀπὸ τὸ  ἀκρωτήριο  «Ἀφέτες» ἤ «Ποσείδαιον»   ἤ «Ποσείδιον» καὶ καταλήγει στὸ ἀκρωτήριο «Πύρρα» τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας τῆς ἀρχαιότητας, καθορίζει  τὰ χερσαῖα γεωγραφικὰ ὅρια τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὴν διαχωρίζει  ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο θεσσαλικὸ χῶρο.

Τὰ ὅρια αὐτὰ ἴσχυαν, σὲ γενικὲς γραμμές, καὶ  κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὡς ὅρια τῆς «Ἀχαΐας Φθιώτιδας», ἤ ἁπλῶς τῆς «Φθιώτιδας», κατὰ τὸν Στράβωνα, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὸ  καταληκτικὸ βόρειο ἄκρο.

Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Στράβων, ἐπιβεβαιώνοντας τὰ παραπάνω, γιὰ τὸ  ἀκρωτήριο Πύρρα ὡς τὸ  βορειότερο τελευταῖο σημεῖο τῶν ὁρίων τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, τὴν ὁποία μάλιστα ὀνομάζει ἁπλῶς Φθιώτιδα, στὴν παράγραφο 9, 15, 5 τῶν «Γεωγραφικῶν» του:

«Εἶτα τὸ τῆς Δήμητρος ἱερὸν καὶ ὁ Πύρασος κατεσκαμμένος, ὑπὲρ αὐτὸν δὲ αἱ Θῆβαι· εἶτα ἄκρα Πύρρα καὶ δύο νησία πλησίον, ὧν τὸ μὲν Πύρρα τὸ δὲ Δευκαλίων καλεῖται· ἐνταῦθα δὲ καὶ ἡ Φθιῶτίς πως τελευτᾷ».

Τὰ γεωγραφικὰ αὐτὰ ὅρια ἀποτελοῦν τὰ χερσαῖα ὅρια τῆς θεωρούμενης στὴν παροῦσα ἐργασία περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἡ θαλάσσια ἀκτογραμμὴ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου ἡ ὁποία ἀρχίζει  ἀπὸ τὸ  ἀκρωτήριο «Ἀγγίστρι», κατὰ τὴν σύγχρονη ὀνοματολογία,   ἤ «Πύρρα», κατὰ τὴν ὀνομασία τῆς ἀρχαιότητας, στὸ ὁποῖο ἀπολήγουν τα «Τσιραγιώτικα Βουνά»,  καί, ἀκολουθῶντας τὴν σημερινὴ παραλιακὴ γραμμὴ τῶν περιοχῶν τῆς Νέας Ἀγχιάλου, τῶν Μικροθηβῶν,  τοῦ Ἀϊδινίου, τοῦ Κροκίου, τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ Πλατάνου, τῆς Ἀμαλιάπολης, τῆς Σούρπης, τοῦ Πτελεοῦ καὶ τοῦ Ἀχιλλείου, καταλήγει στὸ ἀκρωτήριο «Σταυρός», κατὰ τὴν σύγχρονη ὁρολογία,  ἤ «Ἀφέτες» ἤ «Ποσείδαιον» ἤ «Ποσείδιον», κατὰ τὴν ὁρολογία τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, στὴν ἀπόληξη, δηλαδή,   τοῦ «Τραγοβουνιοῦ», καθορίζει τὰ θαλάσσια γεωγραφικὰ ὅρια τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Τὰ θαλάσσια αὐτὰ ὅρια, μαζὶ μὲ τὰ χερσαῖα γεωγραφικὰ ὅρια, ὅπως περιγράφηκαν παραπάνω, κυκλώνουν καὶ περιχαρακώνουν τὴν περιοχή, τῆς ὁποίας τὴν «Ἱστορία»  κατὰ τὴν «Ἀρχαία Ἐποχὴ»  ἐπιχειροῦμε νὰ καταγράψουμε στὴν παροῦσα ἐργασία.

Ἡ φυσικὴ καὶ γεωγραφικὴ μορφὴ τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ὅπως αὐτὴ   διαμορφώθηκε καὶ ὁριστικοποιήθηκε πρὶν  ἀπὸ  ὀκτὼ χιλιάδες  (8.000) χρόνια, σὲ γενικὲς γραμμές, καὶ ὅπως περιχαρακώθηκε μὲ τὰ ὅρια, ὅπως αὐτὰ περιγράφηκαν παραπάνω, παραμένει ἡ ἴδια  ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα.

Ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης, οἱ ὁποῖες  ἐκτείνονται  στὸ νότιο, στὸ δυτικὸ καὶ στὸ βόρειο μέρος τῆς περιοχῆς αὐτῆς  τοῦ Ἁλμυροῦ,  ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μέχρι καὶ σήμερα, πηγάζουν μερικὰ ποτάμια τὰ ὁποῖα, διασχίζοντας τὴν πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ καταλήγοντας στὴ δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, διαμορφώνουν καὶ ζωογονοῦν τὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς περιοχῆς αὐτῆς.

 

Ἡ διαμόρφωση τοῦ γεωφυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἁλμυροῦ.

Ἡ διαμόρφωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος
τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Ἡ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ γεωγραφικὴ περιοχή, δηλαδή, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἀρχαιότητα καλυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν ὀνομασία «Ἀχαΐα Φθιώτιδα» καὶ τῆς ὁποίας τὴν ἱστορία κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐπιχειροῦμε νὰ παρουσιάσουμε στὴν παροῦσα ἐργασία, δὲν εἶχε πάντοτε τὴν σημερινὴ ὁρατὴ καὶ γνωστὴ φυσικὴ γεωγραφικὴ κατάσταση καὶ μορφή.
Ἡ συνεχὴς ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες καὶ χιλιετίες τροποποίηση καὶ διαμόρφωση τοῦ ἀρχικοῦ φυσικοῦ γεωγραφικοῦ περιβάλλοντος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ ὁριστικοποίησή του καὶ τελικὴ διαμόρφωση στὴ σημερινή του κατάσταση ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν δική της «ἱστορία», ἔχει τὴν δική της διαχρονικὴ πορεία, ἡ γνώση τῆς ὁποία εἶναι μία βασικὴ καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν σαφέστερη κατανόηση τὴς ἱστορίας τοῦ λαοῦ ὁ ὁποῖος ἔζησε στὴν περιοχὴ αὐτή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν παραθέτουμε μερικὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς «ἱστορίας» αὐτῆς.
Ὅπως βεβαιώνεται ἀπὸ τὶς σχετικὲς τοπικὲς παλινολογικὲς ἔρευνες καὶ παλαιογεωμορφολογικὲς μελέτες τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων σὲ μία ἐποχὴ δεκαοκτὼ χιλιάδες (18.000) χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἐποχή, ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ δὲν εἶχε τὴν σημερινὴ μορφἠ. Ἦταν πολύ διαφορετική. Δὲν εἶχε ἀκόμα διαμορφωθεῖ καὶ δὲν εἶχε σχηματισθεῖ ὁ γνωστὸς στὴν ἐποχή μας Παγασητικὸς Κόλπος, τὸ βασικὸτερο καὶ χρακτηριστικὸ γεωγραφικὸ στοιχεῖο τῆς περιοχῆς τῆς «Μαγνησίας» στὴν σύγχρονη γεωγραφική της μορφή.
Ἡ εὐρύτερη σημερινὴ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ Νομὸς Μαγνησίας, ὁ Παγασητικὸς Κόλπος, ἡ γειτονικὴ Εὔβοια, τὰ νησιὰ τῶν Βορείων Σποράδων καὶ ὅλες οἱ μεταξὺ αὐτῶν γνωστὲς σημερινὲς θαλάσσιες ἐκτάσεις καὶ τὰ ὑπάρχοντα θαλάσσια μεταξὺ αὐτῶν χωρίσματα, δεκαοκτὼ χιλιάδες (18.000) χρόνια πρίν, δὲν εἶχαν σχηματισθεῖ. Ὅλα τὰ παραπάνω γεωγραφικὰ στοιχεῖα, ξηρὲς καὶ θάλασσες, πρὶν δεκαοχτὼ χιλιάδες χρόνια, ἦταν ἑνωμένα καὶ ἀποτελοῦσαν μία ἐνιαία χερσαία ἔκταση, ἕναν ἐνιαῖο ἀδιαμόρφωτο γεωγραφικὸ χῶρο.
Πέντε χιλιάδες (5.000) χρόνια ἀργότερα, κάπου στὴν ἐποχὴ τῶν δεκατριῶν χιλιάδων (13.000) χρόνων πρὶν ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἐποχή, στὸν μέχρι τότε ἐνιαῖο αὐτὸν γεωγραφικὸ χῶρο καὶ στὸ τμῆμα του τὸ ὁποῖο στὴν ἐποχή μας καλύπτεται ἀπὸ τὸν σημερινὸ Παγασητικὸ Κόλπο, σχηματίστηκε, ἔπειτα προφανῶς ἀπὸ γεωλογικὲς μεταβολὲς καὶ καθίζηση καὶ βύθιση τοῦ ἐδάφους, ἕνα βαθούλωμα, μία ἐδαφικὴ λεκάνη μέσα στὴν ὁποία ἄρχισαν νὰ εἰσρέουν καὶ νὰ συγκεντρώνονται τὰ νερὰ τῆς γύρω περιοχῆς.
Ἔτσι ἡ ἐδαφικὴ αὐτὴ λεκάνη διαμορφώθηκε σὲ λίμνη. Ἡ λίμνη αὐτή, τὴν ὁποία στὴν παροῦσα ἐργασία, συμβατικῶς καὶ γιὰ λόγους ἱστορικῆς ταύτισης καὶ συνέχισης, θὰ τὴν ὀνομάσουμε, «Παγασητικὸς Κόλπος», ἦταν, φυσικά, ἀρχικῶς τοὐλάχιστον, μικρότερη σὲ ἔκταση, ἀπὸ τὴν ἔκταση τοῦ σημερινοῦ θαλάσσιου «Παγασητικοῦ Κόλπου».
Πέντε χιλιάδες (5.000) χρόνια, περίπου, ἀκόμη πιὸ ἀργότερα, στὴν ἐποχὴ τῶν ὀκτὼ χιλιάδων (8.000) χρόνων πρὶν ἀπὸ σήμερα, ὅπως καταδεικνύεται καὶ πάλι ἀπὸ τὶς σχετικὲς ἐπιστημονικὲς παλαιογεωμορφολογικὲς καὶ παλινολογικὲς ἐεξετάσεις, ἔρευνες καὶ μελέτες, ἡ λίμνη «Παγασητικὸς Κόλπος» μεταμορφώθηκε στὸν σημερινὸ θαλάσσιο «Παγασητικὸ Κόλπο», ἔπειτα ἀπὸ ρήξη καὶ καθίζηση τοῦ ἐδάφους στὸ σημεῖο τοῦ σημερινοῦ περάσματος μεταξὺ τῆς χερσονήσου τῶν Τρικέρων καὶ τῆς Εὔβοιας καὶ εἰσχώρηση ὑδάτων τῆς περιβάλλουσας θάλασσας στὴν ἔκταση τῆς πρώην λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος».
Τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ δημιουργήθηκαν τὰ θαλάσσια περάσματα μεταξὺ τῆς Εὔβοιας καὶ τῆς Θεσσαλίας καὶ μεταξὺ τῆς Μαγνησίας καὶ τῶν Βορείων Σποράδων καὶ ἔτσι ἡ ὅλη περιοχὴ πῆρε τὴν σημερινή της, περίπου, μορφή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ γενικοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία διαμορφώθηκε πρὶν ἀπὸ περίπου ὀκτώ χιλιάδες (8.000) χρόνια καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει περίπου ἡ ἴδια μέχρι τὴν ἐποχή μας.
Τὸ «σκηνικό», ἑπομένως στὸ ὁποῖο «παίχτηκε» τὸ ἀνθρώπινο «ἔργο» τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ «σκηνικὸ» στὸ ὁποῖο ἐξελίχτηκε ἡ ἱστορία της, κατὰ τὴν «ἀρχαία ἐποχὴ» εἶναι ἡ σημερινή της γεωγραφικὴ μορφὴ, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐδῶ καὶ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000), περίπου, χρόνια
Αὐτὴ εἶναι ἡ «ἱστορία» τῆς ἐξέλιξης καὶ διαμόρφωσης τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ γενικότατες εἰσαγωγικὲς γραμμές, Ικανοποιητικὲς ὅμως, ὅπως ἐκτιμοῦμε, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν σκοπῶν τῆς παρούσας ἐργασίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ «ἱστορία» τῆς ἐξέλιξης καὶ τῆς διαμόρφωσης τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Γεωμορφολογία περιοχῆς Ἁλμυροῦ. Εἰσαγωγικὸ σημείωμα.

Γεωμορφολογία τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
Πρὶν ἐπιχειρήσουμε τὴν καταγραφὴ τοῦ βίου καὶ τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔζησαν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, τῆς περιοχῆς, δηλαδή, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἀρχαιότητα καλυπτόταν κάτω ἀπὸ τὴν ὀνομασία «Ἀχαΐα Φθιώτιδα», θεωροῦμε ἀπαραίτητο νὰ περιγράψουμε, σὲ γενικὲς γραμμές, τὸν χῶρο καὶ τὸ φυσικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο διαδραματίστηκαν οἱ ὅποιες καταστάσεις κυριάρχησαν στὸν τόπο αὐτὸν καὶ τὰ ὅσα γεγονότα συγκρὀτησαν τὴν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ τόπου κατὰ τὴν ἀρχαία ἐποχή.
Θεωροῦμε ἀπαραίτητη τὴν περιγραφὴ αὐτὴ ἐπειδὴ θεωροῦμε ὅτι ἡ σχέση μεταξὺ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἑνὸς τόπου, τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος μιᾶς ὁποιασδήποτε γεωγραφικῆς περιοχῆς, καὶ τῶν ὅσων γεγονότων διαδραματίζονται σ’ αὐτόν, τῆς ἱστορίας, δηλαδή, τοῦ τόπου αὐτοῦ, ἀντιπαραβάλλεται πρὸς τὴν σχέση ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ «σκηνικοῦ» ἤ τῶν «σκηνικῶν» τὰ ὁποῖα στήνονται ἤ ἐπιλέγονται γιὰ τὴν ἀναπαράσταση ἑνὸς θεατρικοῦ ἤ κινηματογραφικοῦ ἔργου καὶ τῆς ὑπόθεσης τοῦ ἔργου αὐτοῦ, τὴν σχέση, δηλαδή, μεταξὺ τοῦ «σκηνικοῦ» καὶ τοῦ «σεναρίου» τοῦ ἔργου.
Ὅπως τὰ «σκηνικὰ» τῶν θεατρικῶν ἤ κινηματογραφικῶν ἔργων ἀποτελοῦν τὸ περιβάλλον ἐντὸς τοῦ ὁποίου «παίζεται» καὶ ἐξελίσσεται ἡ ὑπόθεση τοῦ σεναρίου ἔτσι καὶ τὸ ἐξωτερικὸ φυσικὸ καὶ γεωγραφικὸ περιβάλλον ἑνὸς τόπου ἤ μιᾶς περιοχῆς εἶναι τὸ «σκηνικὸ» ἐντὸς τοῦ ὁποίου «παίζεται» καὶ «ἐξελίσσεται» τὸ «ἔργο» τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ δραστηριότητας σ’ αὐτό, τὸ «σκηνικὸ» ἐντὸς τοῦ ὁποίου πραγματώνεται ἡ «ἱστορία» του.
Ὅπως θεωρεῖται παραδεκτὸ ὅτι γιὰ νὰ κατανοηθεῖ καὶ νὰ γίνει σαφῶς ἀντιληπτὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ «ἑρμηνευτεῖ» στὴν βαθύτητα καὶ τὴν πληρότητά του ἕνα θεατρικὸ ἤ ἕνα κινηματογραφικὸ ἔργο πρέπει νὰ γίνεται κατανοητὸ καὶ ἀντιληπτὸ τὸ σκηνικὸ μέσα στὸ ὁποῖο τὸ ἔργο αὐτὸ πραγματώνεται, γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους, ἡ γνωριμία, ἡ ἀντίληψη καὶ ἡ κατανόηση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἑνὸς τόπου θεωρεῖται ἀπαραίτητη καὶ ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν γνωριμία, τὴν ἀποκρυπτογράφηση, τὴν δικαιολόγηση, τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν δραστηριοτήτων καὶ τῆς ἱστορικῆς πορείας τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔζησαν σ’ αὐτόν.
Ὑπάρχει, ὡστόσο, μία οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς σχέσης τοῦ θεατρικοῦ ἤ κινηματογραφικοῦ «σκηνικοῦ» καὶ τοῦ θεατρικοῦ ἤ κινηματογραφικοῦ ἔργου τὸ ὁποῖο παίζεται σ’ αὐτὸ καὶ τῆς σχέσης μεταξὺ τοῦ ἐξωτερικοῦ φυσικοῦ καὶ γεωγραφικοῦ περιβάλλοντος ἑνὸς τόπου καὶ τοῦ «ἀνθρώπινου ἔργου», τὸ ὁποῖο διαδραματίζεται σ’ αὐτό, ἤτοι τῆς ἱστορίας αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Στὸ θεατρικὸ ἤ στὸ κινηματογραφικὸ ἔργο ὁλόκληρο τὸ σκηνικὸ στήνεται, ἐπιλέγεται, διαμορφώνεται καὶ τροποποιεῖται κάθε τόσο, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διεξαγωγῆς τῆς ὑπόθεσης τοῦ ἔργου, γιὰ νὰ «ταιριάζει» μὲ τὶς ἑκάστοτε ἀπαιτήσεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς ὑπόθεσης τοῦ σεναρίου. Στὸ θέατρο καὶ στὸν κινηματογράφο πρῶτα γράφεται, διαμορφώνεται καὶ ὑπάρχει τὸ θεατρικὸ ἤ τὸ κινηματογραφικὸ σενάριο τοῦ ἔργου, σύμφωνα μὲ τὶς προθέσεις, τὶς σκέψεις καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ σεναριογράφου, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἐκ τῶν προτέρων δεδομένο τὸ σκηνικὸ ἐντὸς τοῦ ὁποίου θὰ «παιχθεῖ» τὸ ἔργο, καὶ κατόπιν διαμορφώνεται καὶ στήνεται τὸ σκηνικὸ ἤ ἐπιλέγεται τὸ κατάλληλο φυσικὸ περιβάλλον γιὰ νὰ «παιχθεῖ» τὸ ἔργο, ἔτσι ὥστε νὰ ἐξυπηρετοῦνται καὶ νὰ καλύπτονται οἱ ἀνάγκες καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ θεατρικοῦ ἤ τοῦ κινηματογραφικοῦ ἔργου τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ παιχθεῖ.
Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ στὸ «ἔργο» τῆς ζωῆς, στὸ «ἔργο» τῆς ἱστορίας ἑνὸς τόπου. Στὴ ζωὴ καὶ στὶς κοινωνίες, ἀλλὰ καὶ στὴν «ἱστορία» τους, ἀντιθέτως μὲ ὅ,τι συμβαίνει στὸ θεατρικὸ καὶ στὸ κινηματογραφικὸ ἔργο, εἶναι δεδομένο καὶ ὑπαρκτὸ ἐκ τῶν προτέρων καὶ ὑποχρεωτικῶς ἀποδεκτὸ τὸ «σκηνικὸ» καὶ εἶναι τὸ «ἔργο» ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο προσαρμόζεται, διαμορφώνεται καὶ διεξάγεται ἀναγκαστικῶς συμφώνως μὲ ὅσα καὶ ὅπως τὸ ὑπαρκτὸ καὶ δεδομένο «σκηνικὸ» τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ τοῦ γύρω χώρου ἐπιβάλλει.
Ἡ ὅλη ζωὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ζοῦν καὶ δημιουργοῦν σ’ ἕνα τόπο διαμορφώνονται ὅπως ἐπιβάλλει καὶ καθιστᾶ ὑποχρεωτικὸ τὸ ὑπάρχον καὶ δεδομένο γύρω ἀπὸ αὐτοὺς φυσικὸ γεωγραφικὸ περιβάλλον καὶ ἡ ὅλη δραστηριότητα τῶν κατοίκων του προσαρμόζεται πρὸς αὐτό.
Σὲ κάθε, ὡστόσο, περίπτωση, εἴτε πρόκειται γιὰ θεατρικὸ ἤ κινηματογραφικὸ ἔργο, εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν ἱστορία ἑνὸς τόπου καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὶς δραστηριότητες τῶν κατοίκων αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἡ γνωριμία καὶ ἡ σαφὴς ἀντίληψη καὶ κατανόηση τοῦ «σκηνικοῦ» εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν κατανόηση καὶ τὴν «ἑρμηνεία» τοῦ «ἔργου».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐκτιμοῦμε ὅτι ἡ πληροφόρηση γιὰ τὸ φυσικὸ περιβάλλον τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς αὐτῆς καὶ γι’ αὐτὸ καταχωροῦμε στὴ συνέχεια ὅσες σχετικὲς πληροφορίες θεωροῦμε χρήσιμες.

Προβληματισμοὶ ἀπὸ τὴν ἀφάνεια παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων στὴν περιοχῆ τοῦ Ἁλμυροῦ

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

 

Προβληματισμοί από την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων στην περιοχή Αλμυρού

Βασικό κίνητρο στην επιλογή του θέματός μου, «Προβληματισμοί από την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων στην περιοχή Αλμυρού», για ανακοίνωσή του στο Ε΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών, ήταν μία έντονη απορία που μου είχε δημιουργηθεί από χρόνια πολλά πριν και που αναθερμαινόταν κάθε τόσο όταν τύχαινε να διαβάζω τα αποτελέσματα κάποιων αρχαιολογικών ερευνών που αναφέρονταν στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού κατά την αρχαιότητα.

Σε κάποια σημεία των αρχαιολογικών αυτών ερευνών, μελετών και δημοσιεύσεων, τα οποία αναφέρονταν σε θέματα σχετικά με την κατάσταση της περιοχής του Αλμυρού κατά την Εποχή του Λίθου, σημειωνόταν, παρένθετα ή και ως καταληκτικό συμπέρασμα, ότι στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού δεν έχουν εντοπισθεί ευρήματα, τα οποία να παραπέμπουν στις δύο πρώτες Εποχές του Λίθου, την Παλαιολιθική και την Μεσολιθική.

Το καταληκτικό αυτό συμπέρασμα των αρχαιολογικών ερευνών και δημοσιεύσεων, έστω και ως παρένθετο αλλά δεδομένο και αναντίρρητο πλέον γεγονός, στους προσωπικούς μου συλλογισμούς επεκτεινόταν στην συνακόλουθη σκέψη ως ερωτηματικό και απορία ότι η αφάνεια αυτή παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων σήμαινε ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά το χρονικό διάστημα πριν από τα 6.500 χρόνια περίπου π.Χ.

Οι αρχαιολογικές έρευνες και μελέτες που είχα υπόψη μου σταματούσαν, ωστόσο, απλά και μόνο στη διαπίστωση του συγκεκριμένου αυτού γεγονότος, της απουσίας ευρημάτων της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής Εποχής στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού. Δεν προχωρούσαν περαιτέρω, προκειμένου να δώσουν κάποια απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν εντοπίστηκαν τέτοια ευρήματα, πολύ σωστά πράττοντας, σύμφωνα με την επιστημονική δεοντολογία, αφού θα έπρεπε να διατυπωθούν μόνο υποψίες και υποθέσεις, στις οποίες οι αρχαιολογικές έρευνες δεν έπρεπε να προχωρούν, αλλά να σταματούν στα διαπιστωμένα γεγονότα και μόνο.

Προσωπικά, ωστόσο, δεν ήμουν ευχαριστημένος από μόνη την πληροφορία και τα δεδομένα των ερευνών. Θα μπορούσα ίσως να ικανοποιηθώ με το να αιτιολογήσω μόνος μου την απουσία αυτή και να αρκεσθώ στην απλή και πρόχειρη απάντηση και δικαιολόγηση: «Δεν εντοπίστηκαν παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα απλά γιατί κατά το χρονικό διάστημα των δύο αυτών λιθικών περιόδων, από τα 6,5 ή 7  χιλιάδες χρόνια και πιο πριν, δεν υπήρξε ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού, δεν είχε κατοικηθεί ακόμη η περιοχή» ή και με την καθησυχαστική και βολική απάντηση: «Δεν εντοπίστηκαν παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα μέχρι τώρα στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού αλλά μπορεί κάποτε, σε επόμενες αρχαιολογικές έρευνες πιο συστηματικές ή και πιο τυχερές, να βρεθούν».

Ωστόσο, τέτοιου είδους απαντήσεις δεν με ικανοποιούσαν και δεν με καθησύχαζαν. Αυτή η αφάνεια μου δημιουργούσε επί πολλά χρόνια ερωτήματα και προβληματισμούς γιατί άλλα μου διαβάσματα και μελέτες μου με οδηγούσαν στην άποψη ότι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η απουσία ανθρώπων στην περιοχή αυτή. Αισθανόμουν βέβαιος ότι δεν ήταν δυνατόν να μην κατοικούνταν ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή.

Υπήρχαν πολλά δεδομένα, κατά την προσωπική μου θεώρηση, που μου δημιουργούσαν αυτήν την βεβαιότητα. Πώς είναι δυνατόν, αναλογιζόμουν, μία περιοχή στην οποία κατά την αμέσως επόμενη λιθική περίοδο, την Νεολιθική Εποχή, παρατηρείται ανθρώπινη κατοίκηση, και μάλιστα αρκετά έντονη και πυκνή, να μην κατοικούνταν και πιο πριν;

Μία πιθανή αιτία της αδικαιολόγητης αυτής, κατά την προσωπική μου άποψη, απουσίας ανθρώπινης κατοίκησης, θα μπορούσε πιθανόν να αναζητηθεί πιθανόν στις πολύ διαφορετικές περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες, που ίσως επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά τους χρόνους εκείνους, πριν από το 7000 ή 8000 π.Χ. Πιθανόν να επικρατούσαν τέτοιες συνθήκες που να ήταν αποτρεπτικές για την ανθρώπινη παρουσία.

Οι σχετικές όμως παλαιογεωμορφολογικές, κλιματολογικές και εδαφολογικές, σχετικές με την περιοχή του Αλμυρού, έρευνες, στις οποίες κατέφευγα για να βρω ίσως κάποια σχετική επιβεβαίωση, βεβαίωναν ότι οι γενικές περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού ήταν κατάλληλες και ευνοϊκές για την ανθρώπινη παρουσία και εγκατοίκηση σ’αυτή. Ήταν, οπωσδήποτε, στον ίδιο βαθμό κατάλληλες και ευνοϊκές με αυτές που επικρατούσαν γενικότερα στην Θεσσαλία, αλλά και ειδικότερα στην περιοχή της κοιλάδας του Πηνειού Ποταμού και την περιοχή της Θεόπετρας της Θεσσαλίας, όπου εντοπίστηκαν ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Περίοδο, αν δεν ήταν περισσότερο ευνοϊκές εξαιτίας της καλύτερης γεωγραφικής της θέσης, αφού η περιοχή του Αλμυρού ήταν παραθαλάσσια.

Εντονότερο γινόταν, κατά την προσωπική μου πάντοτε αντίληψη και σκέψη, το αδικαιολόγητο της διαφαινόμενης αυτής απουσίας της κατοίκησης της περιοχής κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή, από το βεβαιωμένο γεγονός ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα, όπως ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά την αρχαιότητα, έχει μία πανάρχαια ιστορία και ένα πρωταρχικότατο μυθολογικό παρελθόν.  

Όσο άσχετα και αν μπορεί να θεωρούνται, από ορθολογιστική θεώρηση, τα δύο αυτά στοιχεία, δεν είναι δυνατόν να αγνοείται παντελώς το γεγονός ότι στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Όρθρης μυθολογείται ότι σταμάτησε, μετά τον κατακλυσμό, η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και ότι στην περιοχή αυτή γεννήθηκε, κατά γενική παραδοχή των μυθολόγων, ο Έλληνας. Δεν ήταν δυνατόν ένα τόσο απώτατο μυθολογικό παρελθόν να αναφέρεται σε μία περιοχή που δεν κατοικούνταν από την πανάρχαια εποχή.

Μην μπορώντας προσωπικά να δώσω μία δική μου λογική εξήγηση στην βεβαιωμένη, ωστόσο, και αναντίρρητη αυτή ανυπαρξία, την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων και την συνακόλουθα πιθανολογούμενη, ως λογική απάντηση, απουσία ανθρώπινης κατοίκησης κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού, άφηνα τους προβληματισμούς μου να υπνώττουν και τα ερωτήματά μου αναπάντητα και ερευνητέα, μέχρι που ένα εντελώς τυχαίο και απρόσμενο γεγονός τους αφύπνισε και με οδήγησε σε νέες σκέψεις και υπόνοιες, δυνητικές παροχής κάποιας βάσιμης και λογικής απάντησης σ’ αυτά.

Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, γύρω στο έτος 2010, κατά την εκσκαφή των θεμελίων για την ανέγερση κτιρίου στο χώρο της βόρειας πλευράς της κεντρικής πλατείας του Αλμυρού, της ονομαζόμενης «Πλατείας Δημαρχείου», αποκαλύφτηκαν υπολείμματα τοίχου οθωμανικού κτιρίου σε βάθος 2,5 – 6 περίπου μέτρων κάτω από την σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Τα υπολείμματα αυτά εκτεινόμενα στην κατεύθυνση βορρά – νότου συνεχίζονταν, όπως γίνεται αντιληπτό από την σχετική εικόνα που παρατίθεται, προς βορά, στο χώρο που δεν ανασκάφηκε, ενώ ένα μέρος τους, προς το νότο γκρεμίστηκε κατά την εκσκαφή.  

Η αποκάλυψη των υπολειμμάτων αυτών, κτισμάτων της εποχής της Τουρκοκρατίας του Αλμυρού, σε βάθος 2,5 – 5 μέτρων, μου έδωσε μία εύλογη απάντηση αρχικά σε μία παλαιότερη προσωπική μου απορία, την απάντηση της οποίας χρόνια την αναζητούσα και η οποία υπόβοσκε από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια.

Στο δυτικό μέρος του σύγχρονου Αλμυρού, στα διαχωριστικά όρια των οικισμών του Αλμυρού και της Ευξεινούπολης, στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ανοίχτηκε ο γνωστός στους κατοίκους της περιοχής «Χάντακας», υπολείμματα του οποίου διατηρούνται μέχρι την εποχή μας.

Ο «Χάντακας» ήταν ένα αρκετά μεγάλο όρυγμα πλάτους τριών περίπου μέτρων, κατά μήκος της οριογραμμής των οικισμών του Αλμυρού και της σημερινής Ευξεινούπολης, με κατεύθυνση από βορειοβορειοδυτικά προς νοτιονοτιανατολικά, αρχίζοντας από τις ανατολικές παρυφές του πεδινού δρυοδάσους Κουρί και καταλήγοντας στην κοίτη του ποταμού Ξηριά. Το βάθος του «Χάντακα» αυξανόταν σταδιακά στην πορεία του προς τον Ξηριά έτσι που στα βαθύτερά του σημεία έφτανε στα τέσσερα περίπου μέτρα.

Γιατί, αναλογιζόμουν βλέποντας τον «Χάντακα», οι Αλμυριώτες, αμέσως σχεδόν μόλις εντάχθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και μπορούσαν ν’αποφασίζουν μόνοι τους, οι πάμφτωχοι εκείνοι παππούδες και προπαππούδες μας, σε μια εποχή που δεν είχαν ούτε σπίτια ευπρεπή σπίτια ακόμη, που δεν είχαν δρόμους, δεν είχαν γεφύρια, το πρώτο πρώτο κοινωφελές έργο που αποφάσισαν να κάνουν ήταν να ανοίξουν τον «Χάντακα» στο δυτικό μέρος της πόλης του, ακριβώς, δηλαδή, στα δυτικά όρια του χώρου κατοίκησης. Δυτικότερα δεν υπήρχαν κατοικίες την εποχή εκείνη. Η Ευξεινούπολη δεν είχε ακόμη ιδρυθεί.

Γινόταν βεβαίως φανερό ότι ανοίχτηκε για να διοχετεύονται τα νερά των βροχών και των πλημμυρών που κατέβαιναν από τις ανατολικές παρειές της Όρθρης προς τον Ξηριά και να προστατεύεται έτσι η πόλη του Αλμυρού από ό,τι αυτά παράσερναν στο κατεβατό τους. Δεν ήταν όμως εύκολα κατανοητή και δικαιολογημένη, στην σύγχρονη εποχή, η τόση σημαντικότητα, που είχε για τους πάμφτωχους και τους πολλούς παντελώς άστεγους Αλμυριώτες του 1881, ώστε να δώσουν άμεση προτεραιότητα σ’αυτό το έργο. Δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή η μεγάλη σημασία του «Χάντακα» για τους Αλμυριώτες εκείνης της εποχής, της εποχής των παιδικών μου χρόνων.

Βλέποντας, όμως, τα υπολείμματα αυτά της εποχής της Τουρκοκρατίας, μιας εποχής, δηλαδή, πριν από εξακόσια το πολύ χρόνια, να βρίσκονται σε βάθος διόμισυ μέχρι πέντε μέτρων κάτω από την σημερινή επιφάνεια του εδάφους, εύκολα γινόταν σαφές και βεβαιωμένο ότι το πάχος αυτό του πρόσθετου εδάφους των πέντε περίπου είναι προσχωσιγενές. Έτσι εύκολα γίνεται κατανοητό και στην εποχή μας γιατί δόθηκε αυτή η προτεραιότητα στην κατασκευή του «Χάντακα» από τους Αλμυριώτες στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Το προσχωσιγενές όμως αυτό πάχος των διόμισυ μέτρων που φαίνεται ότι έχει επικαθήσει από την εποχή της Τουρκοκρατίας στο χώρο της σημερινής κεντρικής πλατείας του Αλμυρού στο πάνω μέρος του τοίχου του τουρκικού κτιρίου στην πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Πέραν των προσχώσεων των διόμισυ περίπου μέτρων που έχουν επικαθήσει στο πάνω μέρος των υπολειμμάτων του τουρκικού αυτού κτίσματος θα πρέπει να θεωρούμε ως προσχωσιγενές έδαφος και τα υπόλοιπα διόμισυ μέτρα του ύψους του τοίχου. Ως προσχωσιγενές έδαφος πρέπει να θεωρηθεί όλο το πάχος από τα θεμέλια του κτιρίου.

Έτσι οι προσχώσεις στο χώρο της κεντρικής πλατείας του Αλμυρού, τουλάχιστον, από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και σήμερα μπορεί να έχουν μέχρι και πέντε μέτρα πάχος.

Κάτω από μία τέτοια εμπειρία των συνεπειών των συνεχών πλημμυρών και προσχώσεων αλλά και παρόμοιων σχετικών προγονικών αναμνήσεων ήταν φυσικό και αναμενόμενο να οδηγηθούν οι Αλμυριώτες, στο ξεκίνημα της νέας τους ζωής, που αυτοί μόνοι τους πλέον μπορούσαν να ορίσουν, στην απόφαση να θέσουν ως άμεση προτεραιότητα το άνοιγμα ενός προστατευτικού και αποχετευτικού χάντακα, παρά το ότι τα μέσα που διέθεταν την εποχή εκείνη ήταν πενιχρά και ατελή. Πρωταρχική τους φροντίδα ήταν να προστατέψουν τον Αλμυρό από το συνεχές επικάθισμα πολλών και συχνών προσχώσεων στην επιφάνειά του. Έπρεπε να σταματήσουν ένα διαρκές κακό που κουβαλούσε συνεχώς και νέα μπαζώματα.

Με τέτοιες σκέψεις και συλλογισμούς, στον όλο προβληματισμό μου και στα ερωτήματα που διαφαίνονται στον τίτλο της εργασίας αυτής, φαινόταν λογική συνέπεια η δημιουργία της υπόθεσης ότι εάν αυτό γινόταν επί πεντακόσια χρόνια πριν ανοιχτεί ο «Χάντακας» θα μπορούσε ένα παλαιό κτίσμα της εποχής της Τουρκοκρατίας να χωθεί σε βάθος μέχρι και πέντε μέτρων.

Το οθωμανικό κτίσμα, χωμένο σε βάθος πέντε, έγινε αιτία της δημιουργίας μίας περαιτέρω σκέψης και πιθανής αλλά και λογικής απάντησης στο αρχικό μου ερώτημα:

Εάν υπολείμματα κτιρίου Τουρκοκρατίας βρίσκονται σε βάθος 2,5 μέχρι 5 μέτρων τυχόν υπολείμματα παλαιότερων εποχών θα πρέπει να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο βάθος.

Την σκέψη μου αυτή, με την κυοφορούμενη από χρόνια προσωπική μου απάντηση, ήρθε να ενισχύσει μία άλλη ξεχασμένη παλιά μου ανάγνωση αρχαιολογικής μελέτης.

Η «Αϊδινιώτικη Μαγούλα», η οποία, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, φαίνεται να κατοικήθηκε κατά την Νεολιθική Εποχή, έχει ύψος πέντε μέτρων, πάνω από το γύρω από αυτήν έδαφος.

Ωστόσο, αν και οι δύο αρχαιολόγοι που πραγματοποίησαν ανασκαφικές εργασίες σ’ αυτήν, ο Χρήστος Τσούντας και ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος, το 1905 και το 1907 αντίστοιχα, άνοιξαν λάκκους πέντε μέτρων βάθους, δεν έφθασαν στο παρθένο έδαφος, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στις αρχαιολογικές εκθέσεις που συνέταξαν. Ο Χρήστος Τσούντας, μάλιστα, διακόπτοντας τις ανασκαφικές εργασίες του διατύπωσε την άποψη ότι βαθύτερα, κάτω από τα πέντε μέτρα, υπήρχε οικισμός λιθίνης εποχής και ότι σκόπευε να συνεχίσει την επόμενη χρονιά, αλλά δεν συνέχισε.

Η εφημερίδα του Βόλου «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», στις 29 Σεπτεμβρίου του 1905, δημοσίευσε για την ανασκαφή αυτή: «Ὁ ἔφορος ἀρχαιοτήτων κ. Τσούντας, ἐνεργήσας ἀνασκαφὰς ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ Μαγούλᾳ, ἀπεχούσῃ τοῦ Ἁλμυροῦ περὶ τὰς δύο ὥρας, ἀνεκάλυψε ἀντικείμενα χαλκίνης ἐποχῆς. Ὁ κ. Τσούντας ὅμως πιστεύει ὅτι βαθύτερον ὑπάρχει συνοικισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἐξακολουθήσῃ τὰς ἀνασκαφάς. Εὑρέθησαν καὶ πλεῖστα τεμάχια ἀγγείων χαλκίνης καὶ λιθίνης ἐποχῆς ἔτι δὲ καὶ δύο μηκυναϊκῆς ἐποχῆς».

Ο Χρήστος Τσούντας δεν συνέχισε τις ανασκαφικές του έρευνες. Συνέχισε όμως τις ανασκαφικές εργασίες στην ίδια «Μαγούλα», δύο χρόνια κατόπιν ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος, χωρίς όμως και αυτός, όπως βεβαίωσε ο ίδιος, να συναντήσει παρθένο έδαφος.

Συσχέτισα την αρχική απορία μου με ένα πρόσθετο ερώτημα: Αφού το ύψος της «Αϊδινιώτικης Μαγούλας», είναι πέντε μέτρα και οι λάκκοι που ανοίχτηκαν έφτασαν σε βάθος πέντε μέτρων γιατί δεν φάνηκε το παρθένο έδαφος;

Μία προσωπική μου εύλογη απάντηση στο ερώτημά μου βρήκα στην άποψη ότι και όλη η υπόλοιπη επιφάνεια γύρω από την «Αϊδινιώτικη Μαγούλα», πάνω από την οποία υπολογίζονταν τα πέντε μέτρα, σε κάποιο βάθος της, τουλάχιστον, και σε κάποια έκταση αγνώστου μεγέθους, πρέπει να είναι προσχωσιγενής.

Επομένως το πραγματικό ύψος της «Αϊδινιώτικης Μαγούλας», από το αληθινά παρθένο έδαφος, είναι μεγαλύτερο από το φαινομενικό ύψος των πέντε μέτρων, τόσο μεγαλύτερο όσο είναι το ύψος της γύρω από την Μαγούλα προσχωσιγενούς εδαφικής ζώνης.

Ενισχυτική στις σκέψεις αυτές θεωρούμε και την καταληκτική φράση των Wace και Thompson «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ πιθανότατα χρειάζεται συστηματική καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή».

Την προσωπική μου αυτή, αλλά σαφώς διαφαινόμενη από πολλά δεδομένα, υποψία ότι το ύψος των πέντε μέτρων της «Αϊδινιώτικης Μαγούλας» είναι φαινομενικό και ότι το μετρήσιμο ύψος της πρέπει να είναι και να θεωρείται μεγαλύτερο, ήρθε να ενισχύσει ένας περαιτέρω συλλογισμός μου, με τον οποίο εύρισκα μία λογική απάντηση και σ’ένα άλλο επίσης αναπάντητο προσωπικό ερώτημά μου, που επί πολλά χρόνια με απασχολούσε.

Κατά το έτος 1289 μ. Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Παλαιολόγος, με χρυσόβουλλο διάταγμά του, πρόσφερε στο Μοναστήρι της Παναγίας Ελεούσας, της Λυκουσάδας ή Λοξάδας Φαναρίου, στην περιοχή της Καρδίτσας, πολλά κτήματα, οικισμούς, τσιφλίκια και διάφορα άλλα περιουσιακά στοιχεία. Μεταξύ των προσφερομένων αυτών περιλαμβάνονταν και κάποια κτήματα και οικιστικά σύνολα που βρίσκονταν στην περιοχή του Αλμυρού και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Αϊδινίου.

Αναφέρεται στο παραπάνω χρυσόβουλλο για όσα περιουσιακά στοιχεία από την περιοχή του Αλμυρού προσφέρονταν στη Μονή της Παναγίας Ελεούσας1: «ἔτι τὲ εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἁλμυροῦ χωρίον ἡ Μαγοῦλα· καὶ οἱ Σιμισαράτοι λεγόμενοι σὺν τῇ ἐκεῖσε γῇ τῶν Λεβαχάτων καὶ Ταρωνάτων».

Την ίδια εποχή, πάλι στην περιοχή του Αϊδινίου, αναφέρεται η ύπαρξη ενός χωριού με την ονομασία «Αρχοντοχώρι» και στην εποχή του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195 -1203) αναφέρεται, πάλι στην περιοχή του Αϊδινίου, η «Βελεχατούια». Η «Βελεχατούια» πρέπει να συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των πολλών και μεγάλων εκτάσεων που κατείχε η σύζυγος του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.

Ωστόσο κανένα ίχνος από όλα τα παραπάνω, παρ’ όλο ότι όλη η περιοχή του Αϊδινίου είναι αρκετά ομαλή και έχει επιφανειακά, τουλάχιστον, ερευνηθεί, δεν έχει εντοπισθεί.

Το βυζαντινό «χωρίον Μαγούλα» πρέπει, κατά μεγάλη πιθανότητα έως βεβαιότητα, να βρισκόταν στην «Αϊδινιώτικη Μαγούλα», όπου εντοπίστηκαν και βυζαντινά κατάλοιπα.

Οι «Σιμισαράτοι», οι «Λεβαχάτοι» και οι «Ταρωνάτοι» πρέπει να ήταν αρχοντικές βυζαντινές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Βυζαντινού Αλμυρού, κατά την εποχή της μεγάλης ακμής του, από τον 11ο μέχρι τον 14ο αιώνα, και να είχαν στήσει τα υποστατικά τους με τα οικιστικά σύνολα των όσων εργάζονταν σ’ αυτά.

Σε χρυσόβουλο διάταγμα του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1241), κατά το 1336, αναφέρεται χωριό «Λεβάχη» και σε άλλη γραφή «Λεβάχοι», ενώ το «Σιμισαράτοι» βρίσκεται και ως «Σιμισαράτη». Τα «Λεβάχη» και «Σιμισαράτη» φαίνονται να είναι ονομασίες που σαφέστερα παραπέμπουν σε οικιστικά σύνολα που ανήκαν ως «τιμάρια» ή «στάσεις» των βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών των «Λεβαχάτων» και «Σιμισαράτων».

Η ονομασία «Βελεχατούια», η οποία αναφέρεται το 1298 επί αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, παραπέμπει με περισσότερη βεβαιότητα σε αγροτική περιοχή.

Οι παραπάνω κτηματικές εκτάσεις, «τιμάρια», ίσως, ή «στάσεις» κατά την χρησιμοποιούμενη τότε βυζαντινή ορολογία, βρίσκονταν με κάθε βεβαιότητα στην περιοχή του σημερινού Αϊδινίου.

Πού βρίσκονται, έστω και με κάποια μόνο ίχνη, όλα τα παραπάνω; Μήπως όλα αυτά έχουν εξαφανισθεί γιατί τα όποια υπολείμματά τους βρίσκονται κάτω από το ίδιο προσχωσιγενές ή ιζηματογενές στρώμα που έχει περικλείσει και έχει κατακλείσει όλη την περιοχή γύρω απ’ την Αϊδινιώτικη Μαγούλα;

Το μάλλον βέβαιο ή και αυταπόδεικτο, κατά την προσωπική μου αντίληψη, γεγονός ότι ένα τμήμα, απροσδιόριστης έκτασης, της περιοχής του Αϊδινίου, γύρω από την Αϊδινιώτικη Μαγούλα, πρέπει, σε κάποιο, επίσης απροσδιόριστο, βάθος της να είναι προσχωσιγενές, με οδηγεί, με καταφατική διάθεση, στην προσωπική μου τοποθέτηση: Είναι λογικό να παραδεχθούμε ότι πολλά από αυτά τα υπολείμματα, τα περισσότερο επιφανειακά, πρέπει να έχουν παρασυρθεί σε διαφορετικές από την αρχική τους θέση και κάποια άλλα πρέπει να είναι χωμένα σε απροσδιόριστο βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους της ευρύτερης περιοχής του Αϊδινίου.

Στην ίδια σκέψη, ότι το γύρω από τη «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» έδαφος είναι σε κάποιο βάθος του προσχωσιγενές, με οδηγούσαν και κάποιες γεωλογικές μελέτες για την περιοχή του Αϊδινίου, σύμφωνα με τις οποίες η κοίτη του Χολορέματος σε παλαιότερες εποχές δεν βρισκόταν στη σημερινή της θέση αλλά σε διαφορετική, πλησιέστερα προς τον σημερινό οικισμό του Αϊδινίου.

Ενισχυτικά στους παραπάνω συλλογισμούς μου ήρθε να προστεθεί και ένα άλλο εντυπωσιακό, για την σύγχρονη εικόνα της περιοχής του Αϊδινίου, διάβασμά μου.

Σύμφωνα με τα αρχεία του Αγγλικού Ναυαρχείου στα 1890, δηλαδή, πριν από 120 περίπου χρόνια, ένα αγγλικό ατμόπλοιο από τον Παγασητικό Κόλπο μπήκε και αγκυροβόλησε μέσα στην κοίτη του Χολορέματος, προφανώς γιατί μπορούσε να βρει εκεί ασφαλές λιμάνι, που δεν μπορούσε να βρει στην ανοικτή ακτή του Παγασητικού.

Από αυτό γίνεται φανερό ότι η κοίτη του Χολορέματος στην εκβολή του, πριν από 120 χρόνια, ήταν τόσο βαθειά και έτσι διαμορφωμένη ώστε να αποτελεί ενιαίο σύνολο με τα νερά του Παγασητικού. Μόνο εάν συνέβαινε αυτό ένα ατμόπλοιο ήταν δυνατόν από την θάλασσα να συνεχίσει την πορεία του μέσα στην κοίτη του ποταμού και να αγκυροβολήσει στα ήρεμα νερά της κοίτης του Χολορέματος.

Εάν συγκρίνουμε αυτή την εικόνα της εκβολής του Χολορέματος κατά το 1890 με την σημερινή, κατά την οποία τα νερά στην εκβολή του μόλις γίνονται αντιληπτά και ρέουν πολύ επιφανειακά με ελαχιστότατο βάθος, εύκολα καταλήγουμε στην άποψη ότι από το 1890 μέχρι σήμερα, σε διάστημα μόλις 120 ετών, έχουν γίνει στην περιοχή αυτή μεγάλες γεωλογικές μεταβολές.

Την φανερά υποβόσκουσα, σ’όλες τις παραπάνω αναφορές και γεγονότα, καταφατική υποψία μου ότι παχιά προσχωσιγενή στρώματα πρέπει να έχουν καλύψει ή παρασύρει και εξαφανίσει κάποιους παλαιολιθικούς και μεσολιθικούς οικισμούς που πιθανώς υπήρχαν στην ευρύτερη πεδιάδα του Αλμυρού, ενισχύουν και κάποια άλλα δεδομένα γεωμορφολογικής φύσης.

Οι ανατολικότεροι νεολιθικοί οικισμοί που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή του Αλμυρού, οι πλησιέστερες δηλαδή προς την θάλασσα νεολιθικές εγκαταστάσεις, είναι η «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» και η «Αλμυριώτικη Μαγούλα». Και οι δύο αυτές «μαγούλες», που είναι ανασκαφικά βεβαιωμένες νεολιθικές θέσεις της αλμυριώτικης πεδιάδας, βρίσκονται στην ίδια περίπου ευθεία, στην ίδια, δηλαδή, απόσταση από την ακτή της θάλασσας, τέσσερα έως πέντε περίπου χιλιόμετρα.

Σ’ ολόκληρη την παραλιακή έκταση από την νοητή αυτή γραμμή «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» – «Αλμυριώτικη Μαγούλα» μέχρι τις ακτές του Παγασητικού, δεν έχουν εντοπισθεί ίχνη νεολιθικών οικισμών.

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι μία παραλιακή ζώνη ευφορότατης γης πλάτους τεσσάρων έως πέντε και μήκους είκοσι περίπου χιλιομέτρων, καταλληλότατης για την εγκατάσταση ανθρώπων, παρουσιάζεται ως ακατοίκητη όχι μόνο κατά την γενικότερα παρατηρούμενη παλαιολιθική και μεσολιθική αλλά και κατά την νεολιθική περίοδο, κατά την οποία στην υπόλοιπη έκταση, την πιο απόμακρη από την θάλασσα, παρατηρείται πυκνή κατοίκηση;

Την φανερώς δηλούμενη υποψία μου, και συνεχώς ενισχυόμενη, θετική απάντηση στο διαρκές ερώτημά μου, ότι, δηλαδή, παχιά προσχωσιγενή στρώματα εδάφους έχουν επικαλύψει κάποια τουλάχιστον τμήματα της πεδινής περιοχής του Αλμυρού, ενίσχυσαν και κάποια άλλα δεδομένα με συνακόλουθα σχετικά ερωτήματα και παράλληλους προβληματισμούς.

Στην περιοχή της σημερινής εκβολής του Ξηριά, του Κουάριου ποταμού κατά την αρχαιότητα, βρισκόταν ο «Βυζαντινός Αλμυρός», που σε παλαιότερα αλλά και σύγχρονα δημοσιεύματα, αναφέρεται και ως «Δύο Βυζαντινοί Αλμυροί», «Άνω» και «Κάτω» ή «Βόρειος» και «Νότιος», κατά το διάστημα από τον 10ο μέχρι και τον 14ο αιώνα, τουλάχιστον.

«Οι Δύο Αλμυροί» της Βυζαντινής Εποχής, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν δύο συνοικίες μίας και της αυτής πόλης, του «Βυζαντινού Αλμυρού», η μία στη δεξιά και η άλλη στην αριστερή όχθη του σημερινού ποταμού Ξηριά, βρίσκονταν στις γνωστές στην εποχή μας αγροτικές τοποθεσίες με τις ονομασίες «Καραγάτς» και «Τσιγκέλι» και ήταν σημαντικές και περίλαμπρες πόλεις.

Οι παροικίες των Βενετών, των Γενουατών, των Πισατών, των Ισπανών και των Εβραίων, που είχαν εγκατασταθεί στον παραλιακό Βυζαντινό Αλμυρό, ήταν ισχυρότατες οικονομικά. Τα κτίρια των σπιτιών τους και των ναών τους ήταν μεγαλοπρεπή.

Οι παροικίες ιδιαίτερα των Βενετών και των Γενουατών, που αποτελούνταν κυρίως από οικογένειες που συγκροτούσαν μεγάλες και πολύ ισχυρές οικονομικά ναυτεμπορικές επιχειρήσεις και εταιρείες, συναγωνίζονταν στην επίδειξη πλούτου και μεγαλείου ανεγείροντας συνεχώς και μεγαλύτερα και λαμπρότερα τα σπίτια τους για να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο στην μεγαλοπρέπεια.

Οι αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντινού Αλμυρού εντοίχιζαν στις εισόδους των σπιτιών τους μαρμάρινες πλάκες με σκαλισμένα πάνω τους ιδιαίτερα «οικόσημα», μερικά δείγματα των οποίων διασώθηκαν ως τις ημέρες μας και παρουσιάζονται επιχρωματισμένες, με αυθαίρετη προσωπική πρωτοβουλία, στις εικόνες που παραθέτουμε.  

Όταν κατακτήθηκε η περιοχή του Αλμυρού από τους Τούρκους, γύρω στα  1420, σώζονταν ακόμη κάποια ερείπια των σπιτιών αυτών, ίσως, κατά την προσωπική μας εκτίμηση, μισοβουλιαγμένα σε παραθαλάσσια τέλματα. Οι Τούρκοι τα εντόπισαν και αποκόλλησαν μερικά τέτοια «οικόσημα» τα οποία εντοίχισαν στα τζαμιά του Αλμυρού και στους πύργους τους. Μετά την απελευθέρωση του Αλμυρού, στα 1881, τα μέλη της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού, τα αποκόλλησαν και τα συγκέντρωσαν στο Μουσείο της Εταιρείας.

Μεγαλοπρεπείς ήταν και οι ναοί που έχτιζαν οι παροικίες των Βενετών, των Γενουατών και των Πισατών στις δύο συνοικίες του Βυζαντινού Αλμυρού. Ο μεταξύ των αριστοκρατικών οικογενειών των δύο περισσότερο δυναμικών παροικιών, των Βενετών και των Γενουατών, ανταγωνισμός στην επίδειξη του μεγάλου πλούτου τους έφτανε, σύμφωνα με μαρτυρίες που προέρχονται από έγγραφα του Αρχείου της Βενετίας, μέχρι του σημείου να γκρεμίζουν τα καμπαναριά της εκκλησίας τους και να χτίζουν υψηλότερα, όταν οι κάτοικοι της άλλης συνοικίας ύψωναν καμπαναριό ψηλότερο από το δικό τους.

Ο Βυζαντινός Αλμυρός σύμφωνα με τους Johannes Koder και Freiedrich Hild: «οφείλει την σημασία του κυρίως στην εγκατάσταση των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας, της Πίζας και της Γένουας, με τις οποίες συναναστρεφόταν η ισχυρή εβραϊκή κοινότητα».

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στην ιστορία του κατηγορηματικά ότι ο Αλμυρός εκείνη την εποχή ήταν η τρίτη κατά σειρά σημαντική εμπορική πόλη του Βυζαντίου μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.

Ο Paul Magdalino, μάλιστα, πολύ νεότερος από τον Παπαρρηγόπουλο και έχοντας ασφαλώς περισσότερες πληροφορίες υπόψη του, γράφει ότι «ο Αλμυρός στον Παγασητικό ξεπήδησε τον 12ο αιώνα από την αφάνεια για να μεταβληθεί σε ένα καίριο λιμάνι των Ιταλών εμπόρων, δεύτερο μετά την Κωνσταντινούπολη».

Κατά τον Magdalino, δηλαδή, ο Βυζαντινός Αλμυρός ξεπερνούσε και την Θεσσαλονίκη σε εμπορική κίνηση. Έτσι δικαιολογείται η ονομασία του Παγασητικού Κόλπου ως «Κόλπος του Αλμυρού» και «Γκόλφ ντε Αλμίρο» όπως σημειώνουν οι ναυτικοί χάρτες της εποχής εκείνης.

Αναρωτιέται κανείς, έπειτα από τα παραπάνω, πού βρίσκονται στην σημερινή εποχή, κάποια έστω ίχνη από τα υπολείμματα των περίλαμπρων αυτών κτιρίων και των μεγαλοπρεπών ναών με τα συνεχώς και ψηλότερα καμπαναριά των Βενετών, των Γενουατών και των Πισατών εμπόρων. Γιατί σχεδόν τίποτε από τα υπολείμματα των λαμπρών αυτών κτιρίων δεν βρέθηκε;

Εκτιμούμε ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτά είναι χωμένα κάτω από παχιά προσχωσιγενή στρώματα. Δεν είναι δυνατόν να βρεθεί κάποιος άλλος λογικοφανής λόγος για την μη εύρεσή τους.

Στην ίδια αιτία πρέπει να οφείλεται και η ανυπαρξία ή η αδυναμία εύρεσης και του παραμικρότερου ίχνους του σημαντικού λιμανιού του Βυζαντινού Αλμυρού. Δεν υπήρχαν άραγε κάποιες λιμενικές εγκαταστάσεις, κάποιος λιμενοβραχίονας σ’ένα λιμάνι στο οποίο αγκυροβολούσαν τόσα και τόσα καράβια μεγάλων ναυτεμπορικών επιχειρήσεων;

Ο Βυζαντινός Αλμυρός καταστράφηκε ολοκληρωτικά μετά την μάχη της 15ης Μαρτίου 1311, μεταξύ του Δούκα των Αθηνών Γουάλθερου και των Καταλανών, από τους νικητές Καταλανούς και λιμάνι του φαίνεται να εγκαταλείφθηκε οριστικά από τις ιταλικές εμπορικές και ναυτικές εταιρείες που έδρευαν σ’αυτόν, μετά την καταστροφή αυτή.

Ωστόσο το λιμάνι του Βυζαντινού Αλμυρού, παρά την απομάκρυνση των μεγάλων αυτών ναυτεμπορικών επιχειρήσεων εξακολουθούσε να υπάρχει και στα κατοπινά χρόνια και μάλιστα θεωρούνταν ένα αρκετά ασφαλές και ευρύχωρο λιμάνι στον Παγασητικό Κόλπο.

Στα 1668 μ.Χ., διακόσια πενήντα περίπου χρόνια, μετά την οριστική εγκατάλειψή του από τις μεγάλες ευρωπαϊκές ναυτεμπορικές επιχειρήσεις, κατά την εποχή της Μέσης Τουρκοκρατίας, επισκέφθηκε τον Αλμυρό ο Εβλιγιά Τσελεμπή. Ο Τσελεμπή, περιγράφοντας το λιμάνι του Αλμυρού, όπως το είδε ο ίδιος κατά το 1668, αναφέρει ότι σ’ αυτό μπορούσαν να ελλιμενισθούν με ασφάλεια 500 καράβια.

Ανεξαρτήτως του γνωστού γεγονότος των υπερβολών στις οποίες καταφεύγει αρκετές φορές ο Εβλιγιά Τσελεμπή και στις οποίες μπορεί να συμπεριληφθεί και ο, ίσως υπερβολικός, αριθμός των 500 καραβιών, τα όσα άλλα αναφέρει για το λιμάνι του Βυζαντινού Αλμυρού εκτιμούμε ότι είναι αρκετά ενδιαφέροντα και ότι συνεπικουρούν στην γενικότερη άποψή μας ότι μεγάλες προσχωσιγενείς εναποθέσεις έχουν καταστήσει υπερβολικά δύσκολη την αποκάλυψη της πραγματικής εικόνας της περιοχής του Αλμυρού κατά την Λιθική Εποχή.

Αναφέρει ο Τσελεμπή για την εικόνα του λιμανιού του Αλμυρού κατά το 1668: «Είναι φυσικό λιμάνι που βρίσκεται μέσα σ’ένα κόρφο. Είναι πολύ φαρδύ και με πάτο, ό,τι πρέπει για ν’αράξουνε καράβια. Είναι δυνατόν να πάρει 500 καράβια μαζί. Μπορεί να γίνει αραξοβόλι καραβιών, είναι τόπος σωτηρίας και τα νερά του κυλάνε».

Ο συνδυασμός και η συνύπαρξη των τριών παραπάνω υπογραμμισμένων χαρακτηριστικών του λιμανιού του Αλμυρού: 1.«βρίσκεται μέσα σ’ ένα κόρφο»,

  1. «είναι πολύ φαρδύ και με πάτο» και 3. «τα νερά του κυλάνε», είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο στην περίπτωση ενός λιμανιού που ήταν ταυτόχρονα και λιμνοθάλασσα στην εκβολή του Ξηριά.

Για να «κυλάνε» τα νερά του λιμανιού πρέπει να ήταν νερά ποταμού. Μόνο τα νερά του ποταμού «κυλάνε», ρέουν.

Το ότι το λιμάνι ήταν «πολύ φαρδύ» και ιδίως το ότι είχε «πάτο», είχε, δηλαδή, σ’ όλη του την έκταση ίσο περίπου βάθος, και προφανώς μικρό, σ’ όλη του την έκταση, ώστε ο πυθμένας του να φαίνεται και να μπορεί να θεωρείται «πάτος» συμβαίνει μόνο σε μία λιμνοθάλασσα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβαίνει στη θάλασσα, στην οποία τα νερά συνεχώς βαθαίνουν μέχρι του σημείου στο οποίο ο λαός δίνει τον πολύ επιτυχή, για την ιδιαίτερη αυτή περίπτωση, χαρακτηρισμό «άπατα ύδατα», νερά χωρίς πάτο.

Γράφει ακόμα ο Τσελεμπή: «Το στόμα του λιμανιού (δηλαδή η είσοδός του) είναι ανοιχτό και το πιάνει ο ανατολικός αγέρας», και αμέσως παρακάτω: «είναι φυσικό λιμάνι που βρίσκεται μέσα σ’ ένα κόρφο».

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε περισσότερη και λεπτομερέστερη αιτιολόγηση νομίζουμε γίνεται σαφές ότι ο συνδυασμός των δύο αντιτιθέμενων χαρακτηριστικών του λιμανιού του Αλμυρού, κατά το 1668, «το πιάνει ο ανατολικός αγέρας» και «είναι φυσικό λιμάνι που βρίσκεται μέσα σ’ ένα κόρφο» μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν το λιμάνι αυτό ήταν μία λιμνοθάλασσα η οποία προστατευόταν ανατολικά από φυσικό χωμάτινο ανάχωμα και είχε μόνο την είσοδό του, δηλαδή την εκβολή του Ξηριά, ανοιχτή προς την θάλασσα, προς την οποία «κυλούσαν» τα νερά.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά στοιχεία του λιμανιού, που αναφέρει ο Τσελεμπή, δεν υπάρχουν στην εποχή μας. Νομίζουμε ότι έχουν εξαφανισθεί κάτω από προσχωσιγενή στρώματα εδάφους, τα οποία εναποτίθονταν σταδιακά κατά τους τελευταίους αιώνες.

Η δυνατότητα αυτή του ασφαλούς ελλιμενισμού πολλών καραβιών κατά το 1668, στο φυσικό λιμάνι του Αλμυρού, που στην πραγματικότητα ήταν η κοίτη του ποταμού Ξηριά, διαμορφωμένη στην εκβολή του σε λιμνοθάλασσα, θυμίζει και πρέπει να συνδυασθεί και συνεξετασθεί με τον ελλιμενισμό, κατά το 1890, αγγλικού ατμοπλοίου στην κοίτη του Χολορέματος, που αναφέρθηκε πιο πάνω.

Γίνεται νομίζω φανερό ότι η μακροχρόνια εναπόθεση παχιών προσχωσιγενών εδαφικών στρωμάτων θα πρέπει να συνετέλεσε στην εξαφάνιση όλων αυτών των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της παραλιακής ζώνης της περιοχή του Αλμυρού, στις περιοχές τουλάχιστον των εκβολών του Χολορέματος και του Ξηριά.

Την διαφαινόμενη από τις παραπάνω αναφορές και εξαφανισμένη στη σημερινή εποχή εικόνα της παραθαλάσσιας ζώνης της περιοχής του Αλμυρού συμπληρώνει και επιβεβαιώνει και η ανεπιβεβαίωτη άποψη, αλλά που φαίνεται αρκετά πιθανή, ότι και ο ποταμός Άμφρυσος, που σήμερα είναι γνωστός ως Κεφάλωση, πρέπει στην αρχαιότητα να ήταν πλωτός, για μικρά τουλάχιστον καράβια, μέχρι και την Ελληνιστική Άλο.

Ενισχυτικό της ίδιας άποψης, ότι η παραλιακή ζώνη της περιοχής του Αλμυρού, σε παλαιότερες εποχές, πρέπει να ήταν σε πολλά μέρη της περισσότερο από σήμερα πρόσφορη για ασφαλή και φυσικό ελλιμενισμό, πρέπει να θεωρηθεί και η ύπαρξη και η σημαντικότητα του λιμανιού της Άλου των κλασικών χρόνων, το οποίο επίσης αναζητείται, χωρίς να εντοπίζονται με βεβαιότητα ούτε ίχνη του, ούτε και αυτή ακόμα η ακριβής θέση του.

Ωστόσο την σημαντικότητα του λιμανιού της Άλου, το οποίο δεν αποκλείεται να συμπίπτει με το λιμάνι του Βυζαντινού Αλμυρού, υποδεικνύει το ότι την κατοχή του την διεκδικούσαν επίμονα όλα τα κατά καιρούς κυρίαρχα κράτη της αρχαίας Ελλάδας, των Αθηναίων, των Μακεδόνων, των Αιτωλών, των Θηβαίων, των Σπαρτιατών. Στο λιμάνι της Άλου μπορούσε να ναυλουχήσει με ασφάλεια όλος ο ελληνικός στόλος κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. όταν οι Έλληνες αρχικά αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τα περσικά στρατεύματα του Ξέρξη στα Τέμπη. Στο λιμάνι της Άλου παρέμειναν ελλιμενισμένα τα ελληνικά πλοία μέχρι να επιστρέψουν από τα Τέμπη τα στρατεύματα.

Στους προβληματισμούς που δημιουργούνται από την συνολική θεώρηση και συνεξέταση των παραπάνω παρατηρήσεων πρέπει να προστεθεί και μία σχετική αναφορά του Alfrent Philippson στο βιβλίο του «Θεσσαλία και Ήπειρος. Ταξίδια και εξερευνήσεις στη Βόρειο Ελλάδα».

Ο Alfrent Philippson αναφέρει ότι η πόλη του Αλμυρού την εποχή που αυτός την επισκέφθηκε, στα 1883, απείχε από την ακτή περί τα τέσσερα χιλιόμετρα.

Όσες επιφυλάξεις και αν μπορεί να διατηρεί κάποιος για την πιστότητα και ακρίβεια της πληροφορίας αυτής του Philippson, το γεγονός ότι στην εποχή μας η πόλη του Αλμυρού απέχει από την ακτή περί τα οκτώ χιλιόμετρα δημιουργεί έντονους προβληματισμούς.

Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά των τεσσάρων χιλιομέτρων μεταξύ της εκτίμησης του Philippson και της σημερινής πραγματικότητας; Είναι δυνατόν από τα 1883 μέχρι την εποχή μας, σε διάστημα 130 περίπου χρόνων, να «μπαζώθηκε» θαλάσσια έκταση τεσσάρων χιλιομέτρων πλάτους και μήκους πολύ μεγαλύτερου;

Στους παραπάνω έντονους προβληματισμούς και ερωτήματα πρέπει να εντάξουμε και να συνεξετάσουμε και μία παρατήρηση και πληροφορία που προκύπτει από τις έρευνες των αρχαιολόγων, που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι ανατολικότεροι νεολιθικοί οικισμοί που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή του Αλμυρού, οι πλησιέστεροι, δηλαδή, προς την ακτή, είναι η «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» και η «Αλμυριώτικη Μαγούλα». Και οι δύο αυτοί νεολιθικοί οικισμοί  απέχουν από την ακτή κάπου τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα, όση περίπου είναι η διαφορά που παρατηρείται, για την απόσταση του Αλμυρού από τη θάλασσα, μεταξύ της εκτίμησης του Philippson και της σημερινής πραγματικότητας.

Στην ίδια πάντοτε υποβόσκουσα υποψία μου αλλά και στους ίδιους έντονους προβληματισμούς οδηγεί και η άποψη των γεωλόγων ότι ο σημερινός «Παγασητικός  Κόλπος» πριν από οχτώ χιλιάδες χρόνια ήταν λίμνη στην οποία, έπειτα από βύθιση τους εδάφους, εισχώρησαν θαλάσσια ύδατα και η λίμνη μετατράπηκε σε θαλάσσιο κόλπο. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τυχόν υπάρχοντες την εποχή εκείνη, στην παρόχθια έκταση της λίμνης «Παγασητικός Κόλπος», παλαιολιθικοί και μεσολιθικοί οικισμοί της περιοχής του Αλμυρού, μπορεί να είναι χωμένοι κάτω από τα παράκτια νερά του Παγασητικού Κόλπου, στην σημερινή παραλιακή ζώνη του Αλμυρού.

Σε μία τέτοια περίπτωση η πιθανή ζώνη της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού στην οποία μπορεί να υπήρξαν κάποτε παλαιολιθικοί, μεσολιθικοί ή και νεολιθικοί οικισμοί, δύσκολα μπορεί να προσδιορισθεί. Εκτείνεται η ζώνη αυτή από την νοητή γραμμή «Αϊδινιώτικης Μαγούλας» – «Αλμυριώτικης Μαγούλας» μέχρι την σημερινή ακτή ή συνεχίζει και μέσα στην θάλασσα; Τέτοιοι έντονοι ή και παρόμοιοι άλλοι προβληματισμοί και ερωτήματα δημιουργούνται για ολόκληρη την παραλιακή έκταση της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού από την ακτή της Νέας Αγχιάλου μέχρι και το Στόμιο της Σούρπης.

Σ’ ολόκληρη την παραπάνω έκταση, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ακόμη, υπήρχαν πολλά έλη, μερικά από τα οποία ήταν και επικίνδυνα, με «ρουφήχτρες» στις οποίες καταποντίζονταν και κυριολεκτικά εξαφανίζονταν σε «άπατα ύδατα» ζώα και άνθρωποι κάποιες φορές. Οι ντόπιοι κάτοικοι ονόμαζαν τις «ρουφήχτρες» αυτές «μάτια». Ονομαστά «μάτια» ήταν το «Μάτι του Ψειροφόνη», στην περιοχή του Πλατάνου, που είχε, κατά την τοπική δοξασία, «άπατα ύδατα», και το «Μάτι του Μπαλουκλή» στην παραλιακή περιοχή μεταξύ του Αϊδινίου και της σημερινής Νέας Αγχιάλου. Κάποια από τα έλη αυτά ήταν μικρά και κάποια άλλα μεγαλύτερα, άλλα ήταν ρηχά και άλλα βαθύτερα, άλλα με υφάλμυρα νερά και άλλα με γλυκά. Μερικά από αυτά συνδέονταν και με τη θάλασσα και ήταν ιχθυοφόρα.

Συσχετίζοντας την ύπαρξη των ελών αυτών με τους συνεχείς προβληματισμούς που αναπτύσσονται στην εργασία αυτή νομίζουμε ότι η αρχική δημιουργία τους είναι αποτέλεσμα της διαρκούς «πάλης» των θαλάσσιων υδάτων να μετατρέψουν την λίμνη «Παγασητικός Κόλπος» σε θάλασσα και των ποτάμιων υδάτων να κατακτήσουν την έκταση που τους άρπαξε η θάλασσα κουβαλώντας σ’ αυτήν και μπαζώνοντάς την με τεράστιους όγκους χώματος και κροκάλων που κατέβαζαν από τις πλαγιές της Όρθρης.

Αφήνοντας την ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού με τους παραπάνω προβληματισμούς ασαφείς και αδιευκρίνιστους στις λεπτομέρειές τους να περιμένουν κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα που δημιουργούνται για την «φαινομενική» αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων σ’ αυτήν θα μεταβούμε σε ένα άλλο τμήμα της ίδιας περιοχής. Η έκταση μεταξύ του «Στομίου» της Σούρπης και του λόφου του βενετικού Πύργου του Πτελεού όπως και η ανάλογη παραλιακή ζώνη δεν παρουσιάζει παρόμοια προσχωσιγενή φαινόμενα. Η ακτή αυτή στο μεγαλύτερο τμήμα της, αν εξαιρέσουμε τις «Νηες» της Σούρπης, είναι βραχώδης.

Το αντίθετο συμβαίνει στην υπόλοιπη ακτή της περιοχής του Αλμυρού, από τον λόφο του βενετικού Πύργου του Πτελεού μέχρι την χερσονησίζουσα γλωσσίδα της «Λάκα Παναγιάς» του Αχιλλείου και του «Τραγοβούνου». Στο μέσον περίπου της έκτασης αυτής βρίσκεται η χερσονησίζουσα γλωσσίδα «Τραχήλι», εκατέρωθεν της οποίας τα δύο τμήματα της ακτής έχουν κατακλυσθεί από προσχωσιγενή εδάφη. Οι παραλιακές περιοχές «Λουτρό» και «Λειχούρα» μέχρι το «Λιβάρι» είναι κατά ένα μεγάλο μέρος τους ελώδεις υδροβιότοποι με προσχωσιγενείς επιχώσεις.

Δεν υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις ότι στην περιοχή αυτή υπήρχαν οικιστικές εγκαταστάσεις παλαιότερων εποχών. Στο λόφο «Γρίτσα» ίσως βρισκόταν ο ομηρικός Πτελεός. Σ’ολόκληρη, όμως, την παραλιακή έκταση του σημερινού Αχιλλείου, μεταξύ των δύο χερσονησιζουσών γλωσσίδων «Τραχήλι» και «Τραγοβούνι», σε αρκετά σημεία και σε βάθος δύο έως τριών μέτρων έχουν βρεθεί πολλά δείγματα ρωμαϊκών χρόνων και πρωτοβυζαντινών και παλαιοχριστιανικών κτισμάτων, κιονόκρανα, επιγραφές, μωσαϊκά δάπεδα, μαρμάρινα μεσοκιόνια και μαρμάρινοι κίονες. Είναι αποδεικτικά στοιχεία ύπαρξης ενός παλαιοχριστιανικού οικισμού. Μέχρι και το 1940 αρκετά έλη  κάλυπταν την περιοχή. Η τοπική παράδοση μιλάει ξεκάθαρα ότι στον χώρο αυτό υπήρχε στα παλιά τα χρόνια ένα «βουλιαγμένο χωριό».  

Καταληκτικό συμπέρασμα

Από την συνολική θεώρηση όλων όσων αναφέρθηκαν στην εργασία αυτή εκτιμούμε ότι μπορούμε να σχηματίσουμε και να διατηρούμε την άποψη ότι η εικόνα της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, κατά τις δύο αρχαιότερες λιθικές περιόδους, την Παλαιολιθική και την Μεσολιθική, παραμένει άγνωστη και αφανής διότι μεγάλες προσχώσεις και γεωλογικές μεταβολές έχουν αναδιαρθρώσει σε μεγάλο βαθμό το έδαφός της και διότι παχιά ιζηματογενή και προσχωσιγενή στρώματα εδάφους έχουν επικαλύψει αρκετά τμήματά της.