Ἡ λατρεία τῶν πηγῶν καὶ τῶν ποταμῶν

                                                                     Ἡ λατρεία τῶν πηγῶν καὶ τῶν ποταμῶν

                Ποιὰ ἦταν ἄραγε ἡ σχέση τῶν κατοίκων τῶν δεκαοκτὼ γνωστῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν,  ἤ καὶ κάποιων ἄλλων ἀγνώστων ἀκόμη, τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, γενικῶς μὲ τὰ ποτάμια, τὶς  λίμνες καὶ τὶς  ὅποιες ἄλλες πηγὲς νεροῦ ὑπῆρχαν δίπλα τους καὶ  ἀπὸ τὶς  ὁποῖες ἐξαρτιόνταν ἡ δική τους ἐπιβίωση καὶ τῶν ζώων τους; Καὶ  ἦταν τὸ νερὸ τὸ μόνο ἀγαθὸ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσαν μὲ δικές τους  δυνάμεις καὶ ἐνέργειες νὰ ἀποκτήσουν ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς παρέχεται ἕτοιμο. Ποιὲς σκέψεις, ἰδέες, ἐσωτερικὰ ἐρωτήματα καὶ  διαλογισμοὶ δημιουργοῦνταν, καλλιεργοῦνταν καὶ ἀναπτύσσονταν     μέσα τους γιὰ   τὸ νερό;

               Ποιὲς ἦταν οἱ κρυφὲς καὶ ὑπερβατικὲς σκέψεις τους καὶ οἱ ἀναγωγὲς τους στὸ «ὑπερπέραν» γιὰ τὸ  νερό, τὸ  ζωογόνο καὶ τόσο ἀπαραίτητο   γιὰ τὴν ὕπαρξή τους στοιχεῖο  ἀπὸ τὸ  ὁποῖο ἐξαρτιόνταν ὁλόκληρο ἀτομικὸ τοῦ καθένα  καὶ τὸ συνολικὸ   εἶναι τους; Πῶς ἐξηγοῦσαν τὴν ὕπαρξη τοῦ νεροῦ καὶ τὴν ἀέναη κίνησὴ του στὶς  πηγὲς καὶ στὰ ποτάμια, πῶς ἑρμήνευαν τὴν προέλευσὴ τους;

                Ἐκτιμοῦσαν ὅτι τὰ νερὰ τριγύρω τους, τὰ ὁποῖα   ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωή τους, ἦταν ἄψυχα αὐθύπαρκτα στοιχεῖα τῆς φύσης ἤ ἦταν   δημιουργήματα κάποιου «θεοῦ», δῶρο καὶ εὐλογία κάποιου παντοδύναμου «Δημιουργοῦ», ἤ θεωροῦσαν ὅτι τὰ ἴδια αὐτὰ καθ’ αὑτὰ τὰ νερὰ κάθε εἴδους πηγῆς ἦταν πραγματικὲς ζωντανὲς «θεϊκές» ὀντότητες;

                  Πῶς ἐξηγοῦσαν ἄραγε κάποιο ξαφνικὸ καὶ ὁρμητικὸ  ξεχείλισμα τοῦ εὐεργέτη τους ποταμοῦ; Πῶς ἑρμήνευαν μία καταστρεπτικὴ πλημμύρα του ἡ ὁποία  τοὺς ἔφερνε μεγάλες συμφορὲς καὶ ζημίες ἀλλὰ καὶ θανάτους καὶ πνιγμοὺς ἀγαπημένων τους προσώπων;

                  Τὶ ἄραγε νὰ σκέπτονταν καὶ πῶς νὰ ἐξηγοῦσαν τὸ  γεγονὸς  ὅταν κάποια εὐεργετικὴ γιὰ ὅλους  «ζωοδόχος» καὶ «ζωοπάροχος» πηγὴ νεροῦ, γύρω  ἀπὸ τὴν ὁποία ζοῦσαν καὶ  ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτιόνταν ἀπολύτως οἱ ἴδιοι καὶ τὰ ζῶα τους, ξαφνικὰ στέρευε;

                 Ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡ κάποια σταδιακὴ ἐλάττωση τοῦ νεροῦ, τοῦ ἀπαραίτητου αὐτοῦ ἀγαθοῦ, ἤ καὶ ἡ αἰφνιδιαστικὴ ἐξαφάνισὴ του ἦταν  θυμὸς καὶ ὀργὴ θεοῦ ἤ τὸ  ἐκλάμβαναν ὡς ἁπλὴ ἀπομάκρυνση τοῦ «θεοῦ»  ἀπὸ τὸν τόπο τους ἤ καὶ ὡς ἔμμεση θεϊκὴ ἐντολὴ νὰ μετακινηθοῦν ἀλλοῦ;

                 Πόσος καιρός, πόσοι αἰῶνες πέρασαν καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς συνολικῆς τους ἀντίληψης μέχρι νὰ φτάσουν στὴν ἀπομυθοποίηση τῶν φυσικῶν φαινομένων; Νὰ ἔφτασαν ἄραγε κάποτε οἱ νεολιθικοί μας πρόγονοι σὲ μία τέτοια ὁριστικὴ ἀπομυθοποίηση;

                Σίγουρα  κάποιοι πρωτοπόροι καὶ «φωτισμένοι» ἴσως  καλλιεργοῦσαν τέτοιες σκέψεις. Εἶχαν βρεῖ τὴν ἀλήθεια. Θὰ τολμοῦσαν ἄραγε νὰ  τὴν διακηρύξουν εὐθαρσῶς; Στὴ συνολικὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς φαινόταν βολικότερη ἡ αἴσθηση τῆς ἐξάρτησης  τῆς ὕπαρξης τοῦ νεροῦ καὶ   συνακόλουθα καὶ  τῆς δικῆς τους ζωῆς ἀπὸ    τὴν  εὔνοια  κάποιας ἀνώτερης δύναμης.

                Πῶς ἔφτασαν στὴν ἐπιστημονικὴ ἑρμηνεία τῶν φαινομένων αὐτῶν; Πόσο δύσκολο στάθηκε γιὰ κάποιες πρωτοπόρες καὶ φωτισμένες διάνοιες, οἱ ὁποῖες πρωτοπορῶντας διεῖδαν πρῶτοι τὴν πραγματικότητα, νὰ μεταδώσουν καὶ  στοὺς ἄλλους τὴν ἀλήθεια; Κατορθώθηκε ἄραγε κάποτε αὐτὸ σὲ ἀπόλυτο βαθμό; Μήπως ἀκόμα καὶ στὴν ἐποχὴ μας δὲν ἔχει κατορθωθεῖ    ὁλοκληρωτικά; Μήπως καὶ στὴν ἐποχὴ μας «βολεύει»   κάποιους ἡ πίστη ὅτι  ὅλα  νὰ εἶναι «θέλημα Θεοῦ»;

                  Λάτρευαν ἄραγε οἱ νεολιθικοὶ   ἄνθρωποι τὸν ποταμὸ ὁ ὁποῖος  περνοῦσε δίπλα στὸ χωριό  τους; Τοῦ πρόσφεραν εὐχαριστήρια δῶρα καὶ θυσίες ἐπειδὴ ἦταν – ἤ γιὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ εἶναι – καλὸς καὶ εὐμενὴς μαζί τους; Προσπαθοῦσαν νὰ κερδίσουν τὴν εὔνοια καί τὴν ἠρεμία τοῦ ποταμοῦ μὲ μαγικὲς τελετὲς καὶ ἱερουργίες; Κατάφευγαν σὲ κάποιο «μάγο», σε κάποιον «σοφό», θεϊκὸ ἀποσταλμένο,   προκειμένου νὰ μεσολαβήσει γιὰ νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ἔχουν τὴν πολύτιμη συμπαράσταση καὶ βοήθειὰ του;

                 Πόσος καιρὸς ἄραγε νὰ πέρασε, πόσοι αἰῶνες νὰ χρειάστηκε νὰ περάσουν, μέχρι νὰ γίνει πιστευτὴ   ἡ συσχέτιση   τῆς ποσότητας τῆς βροχῆς ποὺ  ἔπεφτε  καὶ τῆς ποσότητας τοῦ νεροῦ τοῦ ποταμοῦ ὁ ὁποῖος   περνοῦσε δίπλα τους;  Πότε ἄραγε νὰ ἄλλαξαν τὶς  λατρευτικές τους συνήθειες καὶ ἀντὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν ποταμὸ νὰ μὴν σταματήσει νὰ τοὺς κουβαλάει νερὸ ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ δέονταν νὰ ρίξει βροχή;

                  Κάποιου τέτοιου εἴδους σκέψεις ἐρωτήματα καὶ προβληματισμοὶ  πρέπει νὰ δημιουργοῦνταν  στοὺς νεολιθικοὺς ἀνθρώπους  ἀπὸ τὴν μακροχρόνια ἐπαφή τους μὲ τὰ ποτάμια ἤ μὲ τὶς  πηγὲς καὶ τὶς  λίμνες κοντὰ στὶς  ὁποῖες ζοῦσαν. Κάπως  ἔτσι πρέπει νὰ ἦταν καὶ νὰ καθορίζονταν οἱ σχέσεις τους μὲ τὰ ποτάμια τους καὶ τὶς  βροχὲς καὶ μὲ τὶς  πηγές.

                Μέσα  ἀπὸ αὐτὲς τὶς  σκέψεις τους καὶ τὶς  σχέσεις τους, καθὼς περνοῦσαν οἱ αἰῶνες καὶ καλλιεργοῦνταν καὶ ἀναπτύσσονταν τὰ διανοήματὰ  τους, ὁδηγήθηκαν στὴν ἄποψη ὅτι ἴσως  ὁ «ποταμὸς θεὸς» ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρουν καὶ θυσίες γιὰ νὰ ἐξακολουθεῖ    νὰ εἶναι καλὸς μαζί τους.

               Τὶ νὰ πρόσφεραν στὸν ποτάμιο θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσουν; Ἔπειτα  ἀπὸ πόσους αἰῶνες γεμάτους σκέψεις καὶ διανοητικὴ κληρονομούμενη διεργασία ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ σκεφθοῦν ὅτι ὁ «θεὸς ποταμὸς» ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρουν καὶ ἀνθρώπινες ζωὲς γιατὶ διαφορετικὰ θὰ ἅρπαζε ὁ ἴδιος ἀνθρώπους μὲ τὸ  θυμωμένο πέρασμά του ἤ θὰ στέρευε ἐντελῶς τὰ νερὰ του;

                Ἔτσι πρέπει νὰ ὁδηγήθηκαν στὴ σκέψη νὰ προσφέρουν ἀνθρωποθυσίες γιὰ νὰ ἐξευμενίζουν τὸν θυμωμένο καὶ συνεχῶς ὀργισμένο, τὸν λαίμαργο καὶ ἀχόρταγο «Λαφύστιο Δία». Καὶ οἱ ἀνθρωποθυσίες δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυσίες τυχαίων ἀνθρώπων. Ἕνας «θεός», ὁ ὁποῖος  κρατάει στὰ χέρια του τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ  νερό, ἐξευμενίζεται μόνο μὲ θυσίες βασιλόπουλων καὶ ἀρχοντόπουλων,  παιδιῶν αὐτῶν ποὺ τοὺς κυβερνοῦσαν.

               Ἔτσι,  μὲ τὸ  πέρασμα τοῦ χρόνου, ἔφτασαν στὴν ἰδέα  ὅτι ἔπρεπε νὰ θυσιάσουν τὰ δύο βασιλόπουλα, τὸν Φρίξο καὶ τὴν Ἕλλη, γιὰ νὰ δεχτεῖ    ὁ «θεὸς» νὰ ρίξει τὴν εὐλογημένη βροχή.

                  Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ ἔλειπαν καὶ οἱ ἰδέες ὅτι εἶναι ὑπερβολικὴ μία τέτοια σκέψη, ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ θυσιάζονται ἄνθρωποι. Ἔτσι σκέφτηκαν ὅτι μία τέτοια θυσία, θυσία ἀθώων παιδιῶν δὲν μπορεῖ    νὰ ἦταν θέλημα θεοῦ, καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τὰ βασιλόπουλα, μὲ θεϊκὴ παρέμβαση, τῆς γλυκιᾶς Νεφέλης, γλιτώνουν  ἀπὸ τὸν θάνατο.

                Κάπως  ἔτσι σκέπτονταν καὶ ἄλλοι συνάνθρωποί τους γιὰ τὸ  πραγματικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ἄλλα μέρη καὶ ἀντικατέστησαν τὸν Ἰσαάκ μὲ ἕνα κριάρι: «καὶ ἀναβλέψας Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς κατεχόμενος ἐν φυτῷ Σαβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβε τὸν κριὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ»[1] καὶ τὴν Ἰφιγένεια μὲ ἕνα ἐλάφι: «θαῦμα δ’ ἦν αἴφνης ὁρᾶν· πληγῆς γὰρ πᾶς τις ᾔσθετ’ ἄν σαφῶς κτύπον, τὴν παρθένον δ’ οὐκ εἶδεν οἷ γῆς εἰσέδυ· βοᾷ δ’ ἱερεύς, ἅπας δ’ ἐπήχησε στρατός, ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος φάσμ’ οὗ γε μηδ’ ὁρωμένου πίστις παρῆν· ἔλαφος γὰρ ἀσπαίρουσ’ ἔκειτ’ ἐπὶ χθονὶ ἰδεῖν μεγίστη διαπρεπής τε τὴν θέαν, ἧς αἵματι βωμὸς ἐραίνετ’ ἄρδην τῆς θεοῦ».[2]

                  Ἐξελίχτηκε ἡ ἀνθρώπινη σκέψη καὶ πλησίασε πρὸς τὸ  εὐεργετικότερο. Ὁ ὅποιος «θεὸς» κυβερνοῦσε τὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν ἀνελέητος σκληρὸς τιμωρός. Δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν δυσεξιλέωτος  «Τιτάνας»  Γι’ αὐτὸ καὶ ἦρθε ὁ Δίας  καὶ  ἐξόντωσε τὸν «Τιτάνα» μὲ κεραυνοὺς  καὶ ἀστραπὲς καὶ «κατακλυσμούς».

                Ἔτσι καθὼς περνοῦσαν οἱ αἰῶνες ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ τιμωροῦ  καὶ σκληροῦ «Λαφύστιου Δία», ὁ ὁποῖος  ἀπαιτοῦσε ἀνθρώπινες θυσίες, οἱ ἄνθρωποι ὁδηγήθηκαν στὴν λατρεία τοῦ εὐεργέτη καὶ μαλακοῦ «Μειλίχιου Δία». Καὶ ἡ ἐξελικτικὴ αὐτὴ πορεία τῆς ἀνθρώπινης διανόησης τῶν νεολιθικῶν προγόνων μας  ἀπὸ τὴν θεϊκὴ «τιμωρία» στὴν θεϊκὴ εὐεργεσία κληρονομήθηκε καὶ  στοὺς πολὺ νεότερους χρόνους καὶ  ἔτσι τὴν βασιλοπούλα, ποὺ  τὴν ὁδήγησαν στὴ βρύση γιὰ νὰ τὴν πάρει ὁ «Δράκος» καὶ νὰ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸ  νερό, τὴν ἐλευθερώνει ὁ «Ἅγιος Γεώργιος».

                 Ὡστόσο καὶ ἡ ἰδέα τῆς ἀνθρωποθυσίας γιὰ τὴν τιθάσευση τοῦ παντοδύναμου νεροῦ δὲν ἐξαφανίστηκε ἐντελῶς  ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη καὶ μάλιστα ὄχι ὅποιας κι ὅποιας θυσίας, ἀλλὰ κάποιας σημαντικῆς. Ἔτσι τὸ πουλάκι ποὺ «πῆγε κι ἔκατσε στῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι δὲν κελαηδοῦσε σὰν πουλί, μηδὲ σαν χελιδόνι, μόν’   κελαηδοῦσε κι ἔλεγε  ἀνθρώπινη κουβέντα» καὶ ἦταν   κατηγορηματικὸ στὴ δήλωσή του: «ἄν δὲν στοιχιῶστε   ἄνθρωπο γεφύρι δὲν στεριώνει καὶ μὴν στοιχιῶστε ὀρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη, παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὄμορφη γυναίκα».

              Κι ὅταν  κάποτε ὁ «ποταμὸς θεός», παρ’ ὅλη τὴν καλὴ συμπεριφορά τους καὶ τὴν συμμόρφωσή   τους μὲ τὸ θεϊκὸ θέλημα, θύμωνε καὶ πλημμύριζε καὶ προξενοῦσε καταστροφὲς καὶ ζημιὲς  στοὺς νεολιθικοὺς κατοίκους πῶς νὰ ἐξηγοῦσαν ἄραγε  αὐτὴ   τὴν ἀλλαγὴ τῆς συμπεριφορᾶς του;

                 Νὰ συλλογίζονταν ὅτι ἴσως  κάποια ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ τους, κάποια ἁμαρτία τους, κάποια παράβαση θείου θελήματος, δυσαρέστησε τὸν «θεό» τους; Ἀναλογίζονταν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ καταλάβουν ποιὰ ἦταν αὐτή   τους ἡ κακὴ πράξη, αὐτή   τους ἡ «ἁμαρτία» καὶ προσπαθοῦσαν νὰ μὴν τὴν ἐπαναλάβουν;

                Προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸν καλὸ δρόμο  ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν ξεστρατίσει καὶ νὰ ζήσουν καὶ πάλι σύμφωνα μὲ τὸ  «θέλημα» τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μην προκαλοῦν τὴν ὀργὴ του;

              Πρωτοστατοῦσε στὶς  σκέψεις καὶ στὶς  ἐνέργειες αὐτὲς κάποιος «κήρυκας» ἤ κάποιος ἐμπνευσμένος προφήτης ὁ ὁποῖος  τοὺς ἔδινε τὶς  συμβουλές του ἑρμηνεύοντας τὰ θεϊκὰ σημάδια;

               Ὑπῆρχε κάποιος εἰδικός, γνώστης καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ θεϊκοῦ θελήματος, οἰωνοσκόπος, σοφὸς μάγος, ἔμπειρος ἡλικιωμένος γέροντας ἤ θεόσταλτος φωτισμένος ἡγέτης ὁ ὁποῖος  τοὺς καθοδηγοῦσε καὶ τοὺς συμβούλευε;

               Στὰ παραπάνω ἐρωτήματα μία καὶ μόνη ἀπάντηση μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ δοθεῖ. Καὶ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ   εἶναι ἡ καταφατικὴ ἀπάντηση σὲ ὅλα. Μία τέτοια ἀπάντηση πρέπει νὰ ἔδιναν οἱ ἴδιοι στὰ ἐρωτήματὰ τους. Μία τέτοια ἀπάντηση θὰ ἔδιναν οἱ γεροντότεροι  στοὺς νεότερους, οἱ γονεῖς στὰ παιδιά, οἱ «ἱερεῖς» καὶ οἱ «μάγοι» στὸ λαό τους.

               Ἦταν γιὰ ὅλους  μία λογικὴ ἀπάντηση, μία εὐκολονόητη ἑρμηνεία, ἀλλὰ καὶ μία εὐπρόσδεκτη ἀπάντηση, βολικὴ γιὰ ὅλους, καθησυχαστική, ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση τὴν ὁποία  μὲ ἐπιμονὴ τοὺς ἔδιναν οἱ ἱερεῖς τους καὶ ἡ ὁποία  τοὺς ἀνακούφιζε. Κάθε ἀρνητικὴ τοποθέτηση θὰ δημιουργοῦσε ἀναπάντητα ἐρωτήματα καὶ δυσεπίλυτα προβλήματα καὶ θὰ τοὺς προβλημάτιζε βασανιστικά.

                Ὅ,τι πάντως καὶ ἄν πίστευαν, καλοῦ – κακοῦ, λάβαιναν καὶ τὰ πρακτικὰ μέτρα τους. Εἶχαν μάθει καὶ  γνώριζαν καλὰ αὐτὸ τὸ  συμβιβαστικὸ ποὺ  οἱ νεότεροι σκέπτονταν λέγοντας  «καλὸς ὁ ἁγιασμὸς ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ γάτα». Κρατοῦσαν κάποιες ἀποστάσεις  ἀπὸ τὰ ἐπικίνδυνα σημεῖα καὶ λάβαιναν τὰ κατάλληλα μέτρα. Ἀφοῦ ἔβλεπαν ὅτι κάθε τόσο τὰ κατώτερα μέρη τῶν λασπόχτιστων τοίχων τῶν σπιτιῶν τους διαβρώνονταν καὶ καταστρέφονταν  ἀπὸ τὰ νερὰ τῶν βροχῶν τὰ ὁποῖα  πλημμύριζαν τὸν οἰκισμό τους, σκέφτηκαν νὰ τὰ κάνουν πέτρινα, ἄν καὶ κινδύνευαν νὰ κατηγορηθοῦν ὅτι  δὲν ἐμπιστεύονταν  στὸ «θέλημα τοῦ Θεοῦ».

                 Οἱ νεολιθικοὶ   ἄνθρωποι προτιμοῦσαν ἀκόμα νὰ στήσουν τὰ σπίτια τους σὲ ψηλότερα μέρη. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τῆς «Καμάρας» καὶ τῆς «Πουρναρόλακας», στὸν κάμπο τῆς Σούρπης, τραβήχτηκαν, λίγο ψηλότερα  ὥστε   νὰ εἶναι μακριὰ  ἀπὸ τὸν ἀπρόβλεπτο Σαλαμπριά. Νὰ ἔχουν ἥσυχο τὸ  κεφάλι τους καὶ αὐτοὶ  οἱ ἴδιοι καὶ τὰ οἰκόσιτα ζῶα τους ἀφήνοντας στὸ θέλημα τοῦ «θεοῦ» Σαλαμπριᾶ μόνο τὰ χωράφια τους κάτω στὸν κάμπο γιὰ τὰ ὁποῖα  δὲν μποροῦσαν νὰ πάρουν προστατευτικὰ μέτρα. Αὐτὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ μετακινήσουν.

                Στὸ κάτω κάτω ὁ θυμὸς τοῦ Σαλαμπριᾶ, ὅποτε ἐρχόταν,  σὲ καλὸ τους ἔβγαινε. Μετὰ  ἀπὸ κάθε πλημμύρα τοῦ Σαλαμπριᾶ τὰ χωράφια τῶν κατοίκων τοῦ σουρπιώτικου κάμπου γίνονταν πιὸ γόνιμα. Τὸ μόνο πρόβλημα τὸ ὁποῖο  δημιουργοῦσαν οἱ πλημμύρες τοῦ Σαλαμπριᾶ   ἦταν ὅτι μετὰ  ἀπὸ κάθε μεγάλο καὶ ὀργισμένο «θυμὸ» του ἐξαφανίζονταν τὰ ὅρια ποὺ  χώριζαν τὶς  ἰδιοκτησίες τους, τὰ σύνορα τῶν χωραφιῶν τους. Ὁ ἐπανακαθορισμὸς τῶν συνόρων τῶν χωραφιῶν τους ἔπειτα  ἀπὸ κάθε μεγάλη πλημμύρα τοῦ Σαλαμπριᾶ ἦταν ἕνα πρόβλημα.

                Μερικὲς φορές, ὡστόσο, παρέμεναν ὁρατὰ κάποια σημάδια τῶν συνόρων, κάποια ἴχνη τῶν συνόρων καὶ  ἀπὸ αὐτὰ διευκολύνονταν νὰ τὰ ξαναχαράξουν μὲ δίκαιο τρόπο.  Ἄς ἦταν καλὰ μία καλή τους θεὰ ποὺ  φρόντιζε, μετὰ  ἀπὸ κάθε πλημμύρα, μετὰ  ἀπὸ κάθε ἐκδήλωση ὀργῆς τοῦ Σαλαμπριᾶ, νὰ παραμένουν κάποια «σημάδια» τῶν ὁρίων, νὰ παραμένουν ἀπείραχτα κάποια ἴχνη τῶν συνόρων,  ὥστε   νὰ μποροῦν νὰ τὰ ξαναχαράξουν.

                Πάντοτε θὰ ὑπάρχει τὸ  «καλὸ» τὸ ὁποῖο  θὰ ἀντιμάχεται στὸ «κακό». Πάντοτε σ’  ἕνα  «Λαφύστιο Δία» θὰ ἀντιπαρατίθεται ἕνας «Μειλίχιος Δίας»,  σὲ μία κακιὰ «Ἰνὼ» μία καλὴ «Νεφέλη», σ’ ἕνα «κακό θεὸ» ἕνας «καλὸς θεός». Καὶ αὐτὸς ὁ καλὸς θεὸς θὰ ἐπικρατεῖ    στὸ τέλος. Πάντοτε   ἕνα «Κακὸ Δράκο» θὰ τὸν πολεμάει καὶ πάντοτε θὰ τὸν νικάει ἕνας καβαλλάρης «Ἁϊ- Γιώργης». Ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους στὸ τέλος νὰ εἶναι νικητὴς  τὸ καλό

               Τὸ κακὸ ποὺ  προκαλοῦσε ὁ θυμωμένος Σαλαμπριάς τὸ  διόρθωνε ἡ καλὴ θεά,  ἡ «Ἰχναία Θέμιδα». Αὐτὴν παρακαλοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Σούρπης νὰ μὴν τοὺς ξεχνάει καὶ νὰ τοὺς βοηθάει νὰ ξαναβρίσκουν τὰ σύνορα τῶν χωραφιῶν τους. Κι αὐτὴ   πάντα φρόντιζε νὰ διατηρηθοῦν κάποια «ἴχνη», κάποια σημάδια, κόντρα στὸ θυμὸ τοῦ ὀργισμένου Σαλαμπριᾶ καὶ τοῦ ἀχόρταγου Λαφύστιου Δία, ποὺ  ἤθελε καὶ ἀνθρώπους ἀκόμα νὰ τοῦ θυσιάζουν γιὰ νὰ δεχτεῖ    νὰ βρέξει. Ἔτσι ἡ «Ἰχναία Θέμιδα» τοὺς βοηθοῦσε νὰ μὴν ἀδικεῖται κανένας καὶ νὰ ξαναβρίσκουν τὰ σωστὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν τους, ἀφοῦ ἡ θεὰ ἐκτὸς  ἀπὸ «Ἰχναία», ἦταν καὶ «Θέμιδα», θεὰ τῆς  δικαιοσύνης, τοῦ νόμιμου καὶ τοῦ σωστοῦ.

[1] Παλαιὰ Διαθήκη, Γένεσις, 22.13.

[2] Εὐρυπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ.  1581 -1589.