Οἱ νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ τῆς περιοχῆς τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ» τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  τῆς περιοχῆς τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ»

          Στὴν κοιλάδα τοῦ σημερινοῦ «Ξηριᾶ», τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ» τῆς ἀρχαιότητας, ἀναπτύχθηκαν, τέσσερες νεολιθικοὶ  οἰκισμοί. Χρησιμοποιῶντας, καὶ πάλι, τὶς ὀνομασίες τὶς ὁποῖες προσέδωσαν σ’ αὐτοὺς οἱ  ἀρχαιολόγοι ἀνασκαφεῖς καὶ ἐρευνητές, μὲ βάση τὶς σύγχρονες  ὀνομασίες τῶν τοποθεσιῶν τους, οἱ οἰκισμοὶ αὐτοὶ εἶναι  1. τὸ «Καρατζάνταλι», 2. τὰ «Ζερέλια», 3. ἡ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ» καὶ 4. ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα».

          Ἀπὸ  τοὺς τέσσερες αὐτοὺς νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς οἱ τρεῖς, τὸ «Καρατζάνταλι», ἡ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ» καὶ ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα», ἱδρύθηκαν καὶ ὑπῆρξαν κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ συνέχισαν νὰ ὑπάρχουν καὶ κατὰ τὴν Μέση Νεολιθική, στὸ τέλος τῆς ὁποίας τὸ  «Καραντζάνταλι» καὶ ἡ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ» ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν,  ἀπὸ  ὅσα μπορεῖ    κάποιος νὰ συμπεράνει  ἀπὸ τὴν ἔλλειψη νεότερων εὑρημάτων. Ἀντίθετα ὁ οἰκισμὸς «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα» ἐξακολούθησε νὰ ὑπάρχει  καὶ νὰ δραστηριοποιεῖται  καὶ κατὰ τὴν Νεότερη καὶ τὴν Τελικὴ Νεολιθικὴ Ἐποχή.

          Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Ζερέλια»  ἱδρύθηκε κάπου μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς Ἀρχαιότερης καὶ τῆς ἀρχῆς τῆς Μέσης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς καὶ ὑπῆρξε καὶ κατὰ τὴν Νεότερη καὶ Τελικὴ Νεολιθικὴ ἀλλὰ καὶ στὶς  κατοπινὲς ἐποχές.

          Ἀνακεφαλαιώνοντας τὰ παραπάνω παρατηροῦμε ὅτι στὴν κοιλάδα τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ», τοῦ σημερινοῦ «Ξηριᾶ»:

          Κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, δηλαδὴ  κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ἀπὸ περίπου  τὰ ἔτη  6.700/6.500 μέχρι τὰ  5.800/ 5.600 ἔτη π.Χ., στὴν περιοχὴ τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ» συνυπῆρξαν τρεῖς νεολιθικοὶ οἰκισμοί: 1. τὸ  «Καραντζάνταλι», 2. ἡ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ» καὶ 3. ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα».

          Κατὰ τὴν Μέση Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, δηλαδή, κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ἀπό, περίπου, τὰ ἔτη  5.800/5.600 μέχρι τὰ   5.400/5.300 ἔτη π.Χ., στὴν περιοχὴ αὐτὴ συνυπῆρξαν τέσσερες νεολιθικοὶ οἰκισμοί: 1. τὸ  «Καραντζάνταλι», 2. τὰ «Ζερέλια», 3. ἡ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ» καὶ 4. ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα».

              Κατὰ τὴν Νεότερη καὶ Τελικὴ Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, δηλαδὴ  ἀπὸ περίπου τὰ ἔτη  5.400/5.300 μέχρι τὰ   3.300/3.100 ἔτη π.Χ., δὲν φαίνεται νὰ  συνέχισαν νὰ ὑπάρχουν  οἱ οίκισμοὶ «Καραντζάνταλι» καὶ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ»  ἐνῶ  συνυπῆρξαν δύο οἰκισμοί: 1.  τὰ «Ζερέλια» καὶ 2.  ἡ  «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα».

           Ἡ πυκνότερη κατοίκηση  τῆς περιοχῆς τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ», σημερινοῦ «Ξηριᾶ», ὅπως αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ δηλώνεται  ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἀριθμοῦ τῶν οἰκισμῶν οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν σ’ αὐτή, ἦταν ἡ  Μέση Νεολιθικὴ Ἐποχή, ἤτοι ἡ ἐποχὴ ἀπὸ τὰ ἔτη  5.800/5.600 μέχρι τὰ  5.400/5.300 ἔτη π.Χ., μὲ τέσσερες οἰκισμούς,   ἀμέσως ἑπόμενη ἦταν ἡ Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, μὲ τρεῖς οἰκισμούς καὶ  ἡ ἀραιότερη κατοίκηση ὑπῆρξε κατὰ τὴν Νεότερη καὶ Τελικὴ  Νεολιθική, μὲ δύο οἰκισμοὺς.

          Ὁ μακροβιότερος νεολιθικὸς οἰκισμὸς τῆς περιοχῆς τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ» ἦταν ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα», ὁ ὁποῖος διατηρήθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή. Οἱ ἄλλοι τρεῖς οἰκισμοὶ τῆς ἴδιας περιοχῆς διατηρήθηκαν γιὰ δύο μόνο περιόδους της,  τὸ «Καραντζάνταλι» καὶ ἡ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ» κατὰ τὴν «Ἀρχαιότερη» καὶ τὴν «Μέση» καὶ τὰ «Ζερέλια» κατὰ τὴν «Μέση» καὶ τὴν «Νεότερη –Τελική»

            Ἡ κοιλάδα τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ»  καὶ ἡ διέξοδος τὴν ὁποία  αὐτὴ   παρεῖχε πρὸς τὴν θάλασσα  λειτουργοῦσε ὡς  συνδετικὸς κρίκος καὶ ὡς  βασικὴ ὁδὸς ἐπικοινωνίας μεταξὺ τῶν τεσσάρων αὐτῶν οἰκισμῶν κατὰ τὸ  χρονικὸ διάστημα κατὰ τὸ  ὁποῖο συνυπῆρξαν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπικοινωνία τους μὲ τὴν θάλασσα.

            Ὁ «Κουάριος Ποταμὸς» διευκόλυνε τὴν ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν οἰκισμῶν αὐτῶν ἀλλὰ καὶ τὴν γνωριμία καὶ τὴν ἀνάπτυξη σχέσεων μεταξὺ τῶν κατοίκων τους, τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴν ἀλληλοεπίδρασὴ τους σὲ διαφόρους τομεῖς. Ἡ κοινὴ αὐτὴ   ἐξάρτησὴ τους  ἀπὸ τὸν ἴδιο ποταμὸ καθιστοῦσε εὔκολη ἀλλὰ καὶ ἀναγκαία καὶ ὑποχρεωτικὴ τὴν μεταξύ τους ἀνάπτυξη σχέσεων, τὴν ἐπαφὴ καὶ τὴν συνεργασία.  Ἔτσι οἱ κάτοικοί τους ἀποτελοῦσαν μία ὁμοιογενῆ ὁμάδα νεολιθικῶν οἰκισμῶν.

              Οἱ τέσσερες αὐτοὶ  νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  εἶχαν τὸν ἴδιο μεγάλο εὐεργέτη, τὴν ἴδια ζωοδόχο καὶ ζωογόνο πηγἠ, τὸν «Κουάριο Ποταμό», τὸν ὁποῖο  φυσικὰ τὸν λάτρευαν, τὸν ἀγαποῦσαν, τὸν σέβονταν ἀλλὰ καὶ τὸν φοβοῦνταν.  Ἀπὸ αὐτόν, κυρίως, ἐξαρτιοῦνταν καί, ὅπως ἦταν φυσικό, ὅλοι  τους ἤθελαν καὶ φρόντιζαν νὰ εἶναι εὐμενὴς καὶ καλὸς μαζί τους. Δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν διατάζουν καὶ τιθασεύοντάς τον νὰ τὸν ἀναγκάζουν νὰ συμπεριφέρεται ἀπέναντί τους πάντοτε ὅπως αὐτοὶ  ἐπιθυμοῦσαν.

               Οἱ «Ἀνώτερες Δυνάμεις» δὲν ὑπακούουν στὸν ἄνθρωπο. Συμπεριφέρονται πάντοτε ἐτσιθελικὰ καὶ αὐταρχικά.

           Οἱ ἄνθρωποι ἔπρεπε νὰ εὔχονται καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἔχουν καλὲς σχέσεις μὲ τὸν «τιτάνα» «Κουάριο Ποταμό». Αὐτὸν παρακαλοῦσαν στὶς  δεήσεις τους νὰ εἶναι εὐνοϊκὸς καὶ καλὸς μαζί τους, νὰ τοὺς παρέχει πάντοτε πλούσια τὰ ἀγαθά του, νὰ μποροῦν νὰ ὑδρεύονται αὐτοὶ  καὶ τὰ ζῶα τους, νὰ κάνουν πλίθες γιὰ τὰ σπίτια τους, νὰ παρασκευάζουν πηλὸ ποὺ  ἦταν ἀπαραίτητος γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν διαφόρων τύπων ἀγγείων τους καὶ νὰ  ἐπιχρίζουν  τοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν τους, νὰ ποτίζουν τὰ χωράφια τους    .

              Σ’ αὐτόν, νιώθοντας τὴν ἀπόλυτη ἐξάρτησὴ τους  ἀπὸ τὴν βούλησὴ του καὶ τὴν ἀδυναμία τους νὰ τὸν ὑποτάξουν, αἰσθάνονταν σὲ κάποιες στιγμὲς περισυλλογῆς  τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἱκετεύσουν καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν δῶρα καὶ θυσίες γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὔνοιὰ του. Ἔνιωθαν τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἱκετεύουν  ὥστε    νὰ μὴν ὀργίζεται καὶ τοὺς προκαλεῖ ζημιὲς πλημμυρίζοντας, ἄν κάποτε τὸν δυσαρεστοῦσαν μὲ τὴν συμπεριφορὰ τους.

                 Τὸ ὁρμητικὸ κατἐβασμα τῶν νερῶν του, ποὺ ὐπερχείλιζε τὴν κοίτη του καὶ  πλημμύριζε τὴν γύρω περιοχὴ καταστρέφοντας ὅ,τι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ στεριώσουν, ποὺ ἔπνιγε τὰ ζῶα τους καὶ τὴν παραγωγὴ τῶν χωραφιῶν τους, ἤ τὸ ἤρεμο καὶ γαλήνιο κύλισμά τους, ποὺ πότιζε τὰ σπαρτά τους, ποὺ ἔσβηνε τὴν δίψα τὴν δική τους καὶ τῶν ζώων τους, φανέρωνε, κάθε φορά, τὶς  κακὲς ἤ τὶς καλὲς διαθέσεις  τοῦ «Άόρατου» κυβερνήτη τῆς περιοχῆς τους.

             Ὁ «Κουάριος Ποταμός», γιὰ τοὺς κατοίκους τῶν τεσσάρων αὐτῶν γνωστῶν καὶ ἐρευνημένων νεολιθικῶν οἰκισμῶν, ἦταν ἕνας «τιτάνας» τῆς Ὄρθρης, δυνατὸς καὶ τρομερός.  Δὲν   μποροῦσαν νὰ βροῦν τρόπους καὶ μέσα, οὔτε «μεσολαβητὲς» οἱ ὁποῖοι   νὰ γνωρίζουν τὸ   θέλημά του  καὶ νὰ τοὺς τὸ φανερώνουν ὥστε  ἐφαρμόζοντάς το  νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν εὔνοιά του. Ὁ Δίας  ὁ ὁποῖος  θὰ κατόρθωνε τελικῶς    νὰ τὸν νικήσει, νὰ τὸν τιθασεύσει καὶ νὰ τὸν ὑποτάξει δὲν εἶχε  διαμορφωθεῖ  ἀκόμα στὴν διανόησή τους. Ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει  «λαφύστιος» ὁ ὁποῖος ἀπαιτοῦσε ἀνθρώπινες θυσίες. Δὲν εἶχε ἐξελιχθεῖ ἀκόμα σὲ «μειλίχιος» γιὰ νὰ τοὺς εὐσπλαχνεῖται.

              Οἱ  ἄνθρωποι τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι»  ἀρχικὰ καὶ τῶν «Ζερελίων» ἀργότερα ἤ καὶ τῶν  δύο σὲ ὅσο χρονικὸ διάστημα οἱ δύο οἰκισμοὶ  συνυπῆρξαν, οἱ ὁποῖοι ἦταν καὶ οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένοι ἀπ’ ὅλους   ἀπὸ τὴν θάλασσα, ζοῦσαν κοντὰ στὶς  πηγὲς τοῦ «Κουάριου Ποταμοῦ». Δὲν κινδύνευαν τόσο πολὺ ἀπὸ κάποιους ξαφνικοὺς θυμούς του.

Γιὰ νὰ φτάσουν μέχρι τὴν θάλασσα ἀκολουθοῦσαν, ὅπου αὐτὸ ἦταν   δυνατόν, τὴν παρόχθια διαδρομὴ ποὺ  τοὺς χάρασσε ἡ κοιλάδα τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ, ἔφταναν καὶ χαιρετοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ οἰκισμοῦ «Μαγοῦλα Ἀμπέλια Ἁλμυροῦ», περνοῦσαν καὶ  ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ  «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα», στὴν ὁποία ἀναπαύονταν καὶ ξεκουράζονταν, καὶ συνεχίζοντας τὸν δρόμο τους μποροῦσαν νὰ φτάσουν  μέχρι τὴν θάλασσα.

            Ἐκεῖ    μαζὶ μὲ τὶς  ἄλλες δουλειὲς τους μποροῦσαν νὰ ἐπιδοθοῦν καὶ στὴν περισυλλογὴ ποικίλων ψαριῶν ἤ καὶ νὰ προμηθευτοῦν διάφορα  φαγώσιμα νόστιμα ὄστρεα γιὰ νὰ τὰ κουβαλήσουν στὸ χωριὸ τους, νὰ τὰ μαγειρέψουν καὶ ὕστερα νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ κοχύλια τους γιὰ νὰ φτιάξουν καὶ ὄμορφα περιδέραια γιὰ τὶς  γυναῖκες τους.

            Εἶχαν μάθει πόσο νόστιμα ἦταν τὰ διάφορα εἴδη ὀστρέων  ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν πλησιέστερων πρὸς τὴ θάλασσα οἰκισμῶν, τοὺς γείτονὲς τους, τοὺς γνωστούς τους, τοὺς συγγενεῖς τους ἴσως  καὶ τοὺς «συμπεθέρους» τους, αὐτοὺς ποὺ  ζοῦσαν στὴν «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα». Εἶχαν ἴσως  δοκιμάσει μαγειρεμένα θαλάσσια ὄστρεα σὲ κάποιο γάμο ἤ σὲ κάποιο κοινὸ πανηγύρι. Ἴσως καὶ σὲ προσκύνημα σὲ κάποιο μεγάλο κοινὸ ἱερὸ τους, στὸ «Λαφύστιο Ἱερό» ἤ στὸ «Ἱερὸ τῆς Παναχαίας Ἄρτεμης».

              Ὅταν οἱ κάτοικοι τοῦ οἰκισμοῦ  «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα», οἱ ὁποῖοι  ζοῦσαν πιὸ κοντὰ στὴ θάλασσα  ἀπὸ ὅλους  τοὺς ἄλλους καὶ εἶχαν ἀποκτήσει μεγαλύτερη οἰκειότητα μὲ αὐτὴν καὶ περισσότερες ἱκανότητες καὶ μεθόδους ἐκμετάλλευσης τοῦ θαλάσσιου πλούτου, εἶδαν ὅτι ἀρέσουν σὲ ὅλους  τὰ ὄστρεὰ τους σκέφτηκαν ὅτι μποροῦσαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὸ  ἀγαθὸ αὐτὸ τοῦ τόπου τους καὶ ἄρχισαν νὰ μαζεύουν περισσότερα  ἀπὸ  ὅσα χρειαζόταν ἡ οἰκογένειὰ τους καὶ τὰ πουλοῦσαν  στοὺς «Καραντζανταλιῶτες» καὶ  στοὺς «Ζερελιῶτες».

            Με τὸν τρόπο αὐτὸ μεγάλωναν καὶ γίνονταν στενότερες οἱ ἐπαφὲς καὶ οἱ σχέσεις καὶ γνωρίζονταν καλύτερα μεταξύ τους καὶ ἀντάλασσαν τὰ προϊόντα τους καὶ γνωρίζονταν στενότερα. Μαζὶ  μὲ τὰ προϊόντα ἀντάλλασαν καὶ ἰδέες καὶ τεχνικές, ἀναπτύσσοντας μεταξύ τους καὶ στενότερες  καὶ ἰδιαίτερες  ἀτομικὲς φιλικὲς  ἐπαφὲς καὶ γνωριμίες οἱ ὁποῖες κάποιες φορὲς   ὁδηγοῦσαν καὶ στὴν ἀνταλλαγὴ   γαμπρῶν καὶ νυφάδων.

             Σὲ πολὺ κατοπινότερες ἐποχές, οἱ κάτοικοι τῶν νεολιθικῶν αὐτῶν οἰκισμῶν, ὁδηγήθηκαν σὲ ἀνώτερες σκέψεις καὶ συλλογισμούς. Κάποιος ἄλλος μεγαλύτερος καὶ ἀνώτερος «θεός» κανόνιζε καὶ ρύθμιζε τνὴ ροὴ τῶν ποταμῶν, αὐτὸς ποὺ  κυβερνάει τὰ σύννεφα, ὁ Δίας, ὁ «Νεφεληγερέτης Ζεύς». Ἔτσι οἱ ἀπόγονοί τους ἔχτισαν ἰδιαίτερα ἱερὰ καὶ ναοὺς γιὰ νὰ λατρεύουν τοὺς θεούς τους. Στὰ ἱερὰ αὐτὰ κάποτε – κάποτε ἀντάμωναν ὅλοι μαζί γιὰ κοινὴ λατρεία  καὶ κοινὸ πανηγῦρι, ὅπως στὸ «Ἱερὸ τοῦ Μειλίχιου Δία» ἤ τῆς «Πολιάδας Ἀθηνᾶς » ἤ τῆς «Παναχαίας Δήμητρας».