Ιστορικὰ στοιχεῖα γιά το ἰερὸ του Λαφύστιου Δία

Τὸ Ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία

Ἱστορικὰ στοιχεῖα

                    Ξακουστὸ καὶ σεβαστὸ ἱερὸ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ στὸν γενικότερο θεσσαλικὸ χῶρο, ἦταν τὸ  Ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία, τὸ  ὁποῖο βρισκόταν κάπου στὴν   περιοχὴ  τῆς  μυθικῆς καὶ κλασικῆς Ἅλου.

Ἡ ἀκριβὴς θέση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ δὲν εἶναι γνωστὴ στὴν ἐποχὴ μας. Δὲν ἔχουν βρεθεῖ    ἀποδεικτικὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα καὶ στοιχεῖα, ἀποδεικτικὰ τῆς ἀκριβοῦς θέσης του. Ἔτσι μόνο ἁπλὲς καὶ βεβαίως ἐπιστημονικῶς ἀτεκμηρίωτες καὶ ἀστήρικτες ἀπὸ ἀσφαλῆ  ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ὑποθέσεις μπορεῖ    νὰ διατυπωθοῦν γιὰ τὸ  θέμα αὐτό, βασισμένες μόνο σὲ ἔμμεσες ἱστορικὲς πληροφορίες.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ  θέμα τῆς ἀκριβοῦς θέσης τοῦ ἱεροῦ τοῦ Λαφύστιου Δία, γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν ἀσφαλεῖς πληροφορίες, διαθέτουμε ἀρκετὰ στοιχεῖα καὶ μυθολογικὲς καὶ ἱστορικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὴν φύση καὶ τὴν ὑπόσταση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ.

Εἶναι βέβαιο, ὡστόσο, ὅτι τὸ  ἱερὸ τοῦ Λαφύστιου Δία τῆς περιοχῆς τῆς μυθικῆς καὶ κλασικῆς Ἅλου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας ἦταν ἕνα πανάρχαιο ἱερὸ πανθεσσαλικῶς, τοὐλάχιστον, σεβαστὸ καὶ  γνωστό. Ἦταν, ὁπωσδήποτε, ἀρχαιότερο  ἀπὸ τὸ  ὁμώνυμο ἱερὸ τὸ ὁποῖο  βρισκόταν στὴν Βοιωτία, γιὰ τὸ  ὁποῖο ὑπάρχουν ἀναφορές, οἱ ὁποῖες, ἄν δὲν μελετηθοῦν μὲ ἐπισταμένη  καὶ προσεκτικὴ προσέγγιση, ἐμπεριέχουν τὴν δυνατότητα σύγχυσης μὲ τὸ  ἱερὸ τῆς  Ἅλου, ὅπως καὶ συμβαίνει.

Θεωρεῖται   βέβαιο ὅτι ἡ λατρεία τοῦ θεοῦ Δία, στὴν πρωταρχικὴ  καὶ πανάρχαια μορφή της, μὲ τὴν  «λαφύστια» ἰδιότητα  τῆς θεότητάς του, στὴν ὁποία ἐνυπάρχουν χθόνια καὶ ὑποχθόνια λατρευτικὰ στοιχεῖα, τὴν ἰδιότητα τοῦ «Λαφύστιου Δία», ἀρχικὰ ἀνῆκε στὴν   περιοχὴ  τῆς Ἅλου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας.

Ἀπὸ τὴν   περιοχὴ  αὐτὴ μεταφέρθηκε καὶ στὴν   περιοχὴ  τῆς Βοιωτίας ἤ καὶ σὲ ἄλλα μέρη. Ἐξ  ἄλλου ἡ χθόνια καὶ ἡ ὑποχθόνια ὑπόσταση τῶν θεοτήτων, ἡ ὁποία   ἦταν καὶ ἡ ἀρχικὴ ὑπόσταση ὅλων σχεδόν τῶν θεοτήτων, στὴν σταδιακὴ καὶ βαθμιαία ἐξέλιξη τὴς ἑλληνικῆς ἀντίληψης  περὶ τοῦ «Θείου», ἐντοπίζεται κυρίως στὸν θεσσαλικὸ χῶρο μὲ βασικὴ ἑστία τὴν «Φθία», τῆς ὁποίας καὶ αὐτὴ ἡ ὀνομασία της, ὡς χώρας τῶν «φθιμένων», ἤτοι τῶν    φθαρθέντων, τῶν πεθαμένων, τοῦ Ἄδου, τοῦ «Κάτω Κόσμου», ὑποδηλώνει  αὐτὴν τὴν ταυτότητά της.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, τὸ  γεγονὸς τοῦ ἐντοπισμοῦ τῆς πρώτης ἑστίας τῆς λατρείας τοῦ Λαφύστιου Δία στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα καὶ τῆς κατοπινῆς μεταφορᾶς της στὴ Βοιωτία, διαφαίνεται πολὺ καθαρὰ  ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη τοῦ παρακάτω ἀποσπάσματος τοῦ Παυσανία.

Ο Ἀθάμαντας, ὁ ὁποῖος σὲ κάποια δημοσιεύματα, χωρίς, ὡστόσο,  στὰ δημοσιεύματα αὐτὰ νὰ γίνεται κάποια παράθεση  τεκμηριωμένων ἀποδεικτικπων στοιχείων,  ἀναφέρεται ὡς βασιλιὰς τοῦ Ὀρχομενοῦ τῆς Βοιωτίας, θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ἀρχικῶς  βασίλευσε στὴν  Ἅλο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας  καὶ κατόπιν  πῆγε στὴ Βοιωτία.

Πρὶν ὁ Ἀθάμαντας μεταβεῖ    στὴν Βοιωτία  εἶχε ἤδη προηγηθεῖ    ἡ ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου, ὅπως  εἶχε ἐπίσης προηγηθεῖ    καὶ ἡ φυγὴ τοῦ Φρίξου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἕλλης στὴν Αἴα τῆς Κολχίδας. Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, μετὰ τὴν ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου καὶ μετὰ τὴν διαφυγή του στὴν Κολχίδα, ὅπως καὶ ἄν ἔγιναν αὐτὰ καὶ γιὰ ὅποιους λόγους καὶ ἄν πραγματοποιήθηκαν, ὁ Ἀθάμαντας κατέφυγε στὸν Ὀρχομενό.

Ὅλα τὰ παραπάνω γεγονότα, μὲ τὴν χρονολογικὴ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία  ἀναφέρθηκαν, βεβαιώνονται  ἀπὸ τὸ  παρατιθέμενο ἀπόσπασμα 34, 6 – 8 τῶν «Βοιωτικῶν» τοῦ Παυσανία, ὅπου μὲ σαφήνεια ἀναφέρεται:

«Ἀνδρέα πρῶτον ἐνταῦθα (Ὀρχομενὸς) Πηνειοῦ παῖδα τοῦ ποταμοῦ λέγουσιν ἐποικῆσαι καὶ ἀπὸ τούτου τὴν γῆν Ἀνδρηίδα ὀνομασθῆναι. Παραγενομένου δὲ ὡς αὐτὸν Ἀθάμαντος, ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι τήν τε περὶ τὸ Λαφύστιον χώραν καὶ τὴν νῦν Κορώνειαν καὶ Ἁλιαρτίαν.

Ἀθάμας δὲ ἅτε οὐδένα οἱ παίδων τῶν ἀρσένων λελεῖφθαι νομίζων – τὰ μὲν γὰρ ἐς Λέαρχόν τε καὶ Μελικέρτην ἐτόλμησεν αὐτός, Λεύκωνι δὲ ὑπὸ νόσου τελευτῆσαι συνέβη, Φρίξον δὲ ἄρα οὐκ ἠπίστατο ἢ αὐτὸν περιόντα ἢ γένος ὑπολειπόμενον Φρίξου – τούτων ἕνεκα ἐποιήσατο Ἁλίαρτον καὶ Κόρωνον τοῦ Θερσάνδρου τοῦ Σισύφου. Σισύφου γὰρ ἀδελφὸς ἦν ὁ Ἀθάμας.

Ὕστερον δὲ ἀναστρέψαντος ἐκ Κόλχων οἱ μὲν αὐτοῦ Φρίξου φασίν, οἱ δὲ Πρέσβωνος – γεγονέναι δὲ Φρίξῳ τὸν Πρέσβωνα ἐκ τῆς Αἰήτου θυγατρὸς – οὕτω συγχωροῦσιν οἱ Θερσάνδρου παῖδες οἶκον μὲν τὸν Ἀθάμαντος Ἀθάμαντι καὶ τοῖς ἀπὸ ἐκείνου προσήκειν. Αὐτοὶ δὲ – μοῖραν γὰρ δίδωσί σφισιν Ἀθάμας τῆς γῆς – Ἁλιάρτου καὶ Κορωνείας ἐγένοντο οἰκισταί».

Το ἀπόσπασμα αὐτὸ τοῦ Παυσανία μας λέει τὰ ἑξῆς σὲ σύγχρονη γλώσσα καὶ σὲ ἐλεύθερη μετάφραση τὴν ὁποία παραθέτουμε γιὰ τὴν σαφέστερη κατανόηση    καὶ ἐπισήμανση τῶν ἀναφερομένων:

«Για τὴν ἀρχαία ἱστορία  τῆς πόλης (Ὀρχομενός) λένε ὅτι στὸ μέρος αὐτὸ πρῶτος ἦρθε ὁ Ἀνδρέας, ὁ γιὸς τοῦ Πηνειοῦ Ποταμοῦ, καὶ  ἀπὸ αὐτὸν ἡ χώρα ὀνομάστηκε Ἀνδρηίδα.

Ὅταν ὁ Ἀθάμαντας ἦρθε πρὸς αὐτόν (τὸν Ἀνδρέα), ὁ Ἀνδρέας τοῦ ἔδωσε  ἀπὸ  ὅσα ὁ ἴδιος κατεῖχε, «ἀπένειμε τῆς αὑτοῦ τῷ Ἀθάμαντι», τὴν χώρα γύρω  ἀπὸ τὸ  Λαφύστιο, τὴν σημερινή, δηλαδή, Κορώνεια καὶ τὴν χώρα τῆς Ἀλιάρτου.

Ὁ Ἀθάμαντας, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν τοῦ  εἶχε μείνει κανένα  ἀπὸ τὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ του, διότι τὸν Λέαρχο καὶ τὸν Μελικέρτη τοὺς  εἶχε σκοτώσει ὁ ἴδιος, ὁ δὲ Λεύκωνας συνέβη νὰ πεθάνει  ἀπὸ ἀρρώστια, καὶ γιὰ τὸν Φρίξο, ὅπως φαίνεται, δὲν γνώριζε ἄν αὐτὸς σώθηκε ἤ ἄν ὑπολείπονταν ἀπόγονοί του, γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς υἱοθέτησε (ὁ Ἀθάμαντας) τὸν Ἀλίαρτο καὶ τὸν Κόρωνο, τὰ παιδιὰ τοῦ Θέρσανδρου, τοῦ γιοῦ τοῦ Σίσυφου. Διότι ὁ Ἀθάμαντας ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Σίσυφου.

Ὕστερα, ὅταν γύρισε  ἀπὸ τὴν Κολχίδα, ἄλλοι μὲν λένε ὁ ἴδιος ὁ Φρίξος ἄλλοι δὲ ὁ Πρέσβωνας – γεννήθηκε δὲ ὁ Πρέσβωνας στὸν Φρίξο  ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Αἰήτη – τότε τὰ παιδιὰ τοῦ Θέρσανδρου παραδέχτηκαν ὅτι ὁ οἶκος τοῦ Ἀθάμαντα ἀνῆκε στὸν Ἀθάμαντα καὶ  στοὺς ἀπογόνους του, αὐτοὶ  δέ, ἐπειδὴ ὁ Ἀθάμαντας τοὺς  εἶχε δώσει μέρος τῆς χώρας, ἔγιναν οἰκιστὲς τῆς Ἀλιάρτου καὶ τῆς Κορωνείας».

Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη καὶ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση  τοῦ  παραπάνω κειμένου πολὺ εὔκολα καὶ πέρα  ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, διαπιστώνονται, τὰ ἑξῆς:

Ὅταν πῆγε ὁ Ἀθάμαντας στὸν Ὀρχομενὸ  καὶ ζήτησε φιλοξενία καὶ προστασία κοντὰ στὸν Ἀνδρέα, τὸν βασιλιὰ τοῦ Ὀρχομενοῦ, εἶχαν προηγηθεῖ    τόσο ἡ ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου καὶ ἡ φυγὴ αὐτοῦ καὶ τῆς Ἕλλης στὴν Κολχίδα ὅσο καὶ ὁ φόνος τοῦ Λέαρχου καὶ τοῦ Μελικέρτη.

Εἶχαν προηγηθεῖ    διότι αὐτὰ εἶχαν συμβεῖ    ὅταν ὁ Ἀθάμαντας βρισκόταν ἀκόμη στὴν   Ἅλο,  ἀπὸ τὴν ὁποία διώχτηκε. Εἶχε    φύγει  ὁ Ἀθάμαντας ἀπὸ τὴν  Ἅλο καὶ  ἔτσι δὲν γνώριζε  ὅσα εἶχαν γίνει μετὰ τὴν ἀναχώρησὴ του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀθάμαντας, ὅταν πῆγε στὴν Βοιωτία, παρουσιάζεται νὰ μὴν γνωρίζει τὴν συνέχεια τῶν γεγονότων. Καὶ ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν ὑπῆρχε κάποιο ἀγόρι του, γιὰ   νὰ εἶναι διάδοχος καὶ κληρονόμος του,  ἀφοῦ τὸν Λέαρχο καὶ τὸν Μελικέρτη  τοὺς  εἶχε σκοτώσει ὁ ἴδιος, καί, κυρίως, δὲν γνώριζε τὴν τύχη τοῦ γιοῦ του Φρίξου καὶ τῶν  τυχὸν ἀπογόνων του, καὶ θεωροῦσε ὅτι δὲν  εἶχε πιὰ διάδοχο τοῦ θρόνου του,  ἀφοῦ τὰ παιδιὰ του ἦταν πεθαμένα ἤ χαμένα, ὅρισε κληρονόμους ὅλων ὅσων τοῦ  εἶχε δώσει ὁ Ἀνδρέας, τὸν Ἀλίαρτο καὶ τὸν Κόρωνο, οἱ ὁποῖοι  ἦταν ἐγγόνια τοῦ ἀδερφοῦ του, τοῦ Σίσυφου, καὶ παιδιὰ τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Θέρσανδρου. Ὁ Ἀνδρέας δέ, ὁ βασιλιὰς τοῦ Ὀρχομενοῦ, εἶχε παραχωρήσει στὸν Ἀθάμαντα τὴν   περιοχὴ   γύρω  ἀπὸ τὸ  Λαφύστιο Ἱερὸ καὶ τὴν Ἀλίαρτο καὶ τὴν Κορώνεια.

Ἔτσι, γνωρίζοντας τὴν πραγματικότητα, ὁ Ἀλίαρτος καὶ ὁ Κόρωνος, τὰ παιδιὰ τοῦ Θέρσανδρυ, ὅταν ἔφτασε στὸν Ὀρχομενό, ὁ πραγματικὸς διάδοχος καὶ νόμιμος κληρονόμος τοῦ Ἀθάμαντα, ὁ γιός του Φρίξος ἤ ὁ ἐγγονός του Πρέσβωνας, γιὸς τοῦ Φρίξου καὶ τῆς κόρης τοῦ Αἰήτη, παραχώρησαν σ’ αὐτοὺς τὴν   περιοχὴ  γύρω  ἀπὸ τὸ  Λαφύστιο Ἱερὸ καὶ αὐτοὶ  κράτησαν μόνο τὴν Ἀλίαρτο καὶ τὴν Κορώνεια ἀντίστοιχα.

Γίνεται, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ἡ ἀπόπειρα τῆς θυσίας τοῦ Φρίξου δὲν ἔγινε στὸν Ὀρχομενό. Ὅταν πῆγε ὁ Ἀθάμαντας στὸν Ὀρχομενὸ  εἶχε ἤδη συμβεῖ ἡ ἀπόπειρα θυσίας τοῦ Φρίξου.  Εἶχε πραγματοποιηθεῖ στὴν  Ἅλο τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας  ἀπὸ τὴν ὁποία  εἶχε ἀπομακρυνθεῖ    ὁ Ἀθάμαντας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν γνώριζε τὶ  εἶχε ἀπογίνει ὁ Φρίξος. Ἑπομένως καὶ ἡ διαφυγὴ τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης πρὸς τὴν Κολχίδα δὲν πραγματοποιήθηκε  ἀπὸ τὸν Ὀρχομενὸ ἀλλὰ  ἀπὸ τὴν   περιοχὴ  τῆς  Ἅλου.

Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα δεδομένα τὰ ὁποῖα  καταδεικνύουν ὅτι  ἀπὸ τὴν Θεσσαλία μεταφέρθηκαν πρὸς τὴν Βοιωτία καὶ ἄλλα μυθολογικά, ἱστορικὰ ἀλλὰ καὶ ἀντικειμενικὰ πραγματικὰ στοιχεῖα καὶ ὀνομασίες.

Τέτοια δεδομένα διαφαίνονται καὶ στὸ ἀπόσπασμα  9, 2 – 29 τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνα, το ὁποῖο παραθέτουμε:

«Ἡ μὲν οὖν Κορώνεια ἐγγὺς τοῦ Ἑλικῶνός ἔστιν ἐφ’ ὕψους ἱδρυμένη, κατελάβοντο δ’ αὐτὴν ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοὶ μετὰ τὰ Τρωικά, ὅτε περ καὶ τὸν Ὀρχομενὸν ἔσχον· κρατήσαντες δὲ τῆς Κορωνείας ἐν τῷ πρὸ αὐτῆς πεδίῳ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἱδρύσαντο ὁμώνυμον τῷ Θετταλικῷ καὶ τὸν παραρρέοντα ποταμὸν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ. Ἀλκαῖος δὲ καλεῖ Κωράλιον λέγων «<ὦ᾿ν>ασσ’ Ἀθανάα πολεμηδόκος, ἃ ποι Κορωνείας ἐπιλαΐῳ  ναύω πάροιθεν ἀμφι<βαίνεις> Κωραλίῳ ποταμῷ παρ’  ὄχθαις. Ἐνταῦθα δὲ καὶ τὰ Παμβοιώτια συνετέλουν.»

Τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ σὲ ἁπλούστερη, εὔκολα κατανοητή, γλωσσικὴ μορφή, γιὰ τὴν ἀποσαφήνιση τῶν   ἀναφερομένων, λέει τὰ ἑξῆς:

«Ἡ μὲν λοιπὸν Κορώνεια εἶναι κτισμένη ἐπάνω σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν Ἐλικῶνα, τὴν κυρίευσαν δέ, ἐρχόμενοι  ἀπὸ τὴ θεσσαλικὴ Ἄρνη, οἱ Βοιωτοί, μετὰ τὸν Τρωικὸ Πόλεμο, ὁπότε κατέλαβαν καὶ τὸν Ὀρχομενό.

Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔγιναν κύριοι τῆς Κορώνειας,  ἔκτισαν,  στὴν πεδιάδα ἡ ὁποία  βρίσκεται  μπροστὰ  ἀπὸ αὐτήν, τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  δίνοντας σ’ αὐτὸ τὸ  ἴδιο ὄνομα μὲ τὸ  ὁμώνυμο θεσσαλικὸ ἱερὸ καὶ ὀνόμασαν τὸν ποταμό, ὁ ὁποῖος  κυλοῦσε τὰ νερά του ἐκεῖ    δίπλα, Κουάριον, ὅπως καὶ τὸν ὁμώνυμο ποταμὸ στὴνν Θεσσαλία.

Ὁ Ἀλκαῖος ὀνομάζει τὸν ποταμὸ αὐτὸ Κωράλιο λέγοντας: «Ὤ, βασίλισσα Ἀθηνᾶ, θεὰ τοῦ πολέμου, σύ, ἡ ὁποία  τὸν χτισμένο πάνω σὲ βράχους ναὸ τῆς Κορώνειας, προστατεύεις  μὲ τὴν παρουσία σου στὴν εἴσοδὸ του στὶς  ὄχθες τοῦ Κωράλιου Ποταμοῦ». Στὸ ναὸ αὐτὸν οἱ Βοιωτοὶ  γιόρταζαν τὰ Παμβοιώτια».

Στὸ παραπάνω ἀπόσπασμα δηλώνεται καθαρὰ ὅτι τὸ  θεσσαλικὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρισκόταν στὶς  ὄχθες τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ. Κουάριος Ποταμὸς εἶναι ὁ σημερινὸς ποταμὸς Ξηριάς, ὁ ὁποῖος  κυλάει τὰ νερὰ στὴ νότια πλευρὰ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἑπομένως τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρισκόταν στὶς  ὄχθες τοῦ σημερινοῦ Ξηριά, στὴν   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι.

Μαρτυρεῖται, λοιπόν,  ἀπὸ τὸν Στράβωνα στὸ ἀπόσπασμά του αὐτὸ ὅτι καὶ τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  τῆς Βοιωτίας εἶναι μεταγενέστερο  ἀπὸ τὸ  ὁμώνυμο θεσσαλικὸ ἱερὸ ἀφοῦ  ἀπὸ αὐτὸ πῆρε τὸ  ὄνομά του. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν θεσσαλικὸ Κουάριο Ποταμὸ ὁ ὁποῖος  κυλοῦσε τὰ νερά του δίπλα στὸ θεσσαλικὸ ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς. Οἱ Βοιωτοὶ  ὀνόμασαν καὶ τὸν δικό τους ποταμό, ὁ ὁποῖος  κυλοῦσε τὰ νερά του δίπλα στὸ δικό τους ἱερό, Κουάριο, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ θεσσαλικὸς ποταμὸς Κουάριος, ὁ σημερινὸς Ξηριάς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ «Λαφύστιου Ἱεροῦ» εἶναι σαφέστατο ὅτι προϋπῆρχε τὸ  Ἱερὸ τῆς Ἅλου καὶ κατὰ μίμηση αὐτοῦ ἱδρύθηκε ἀργότερα τὸ  «Λαφύστιο Ἱερό» τῆς Βοιωτίας,  ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  προϋπῆρχε τὸ  Ἱερὸ τῆς θεσσαλικῆς Ἰτώνου καὶ κατὰ μίμησή του ἱδρύθηκε τὸ  «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς» τῆς Βοιωτίας: «Κρατήσαντες δὲ τῆς Κορωνείας (οἰ Βοιωτοὶ) ἐν τῷ πρὸ αὐτῆς πεδίῳ τὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερὸν ἱδρύσαντο ὁμώνυμον τῷ Θετταλικῷ καὶ τὸν παραρρέοντα ποταμὸν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ».

Αὐτὸ βεβαιώνεται  ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ  ἀπόσπασμα 9, 5, 8  τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνα, τὸ ὁποῖο παραθέτουμε:

«Ὁ δὲ Φθιωτικὸς Ἅλος ὑπὸ τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄθρρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον κειμένου τῇ Φθιώτιδι, ὁμόρου δὲ τῷ Τυφρηστῷ καὶ τοῖς Δόλοψιν, κἀνθένδε παρατείνοντος εἰς τὰ πλησίον τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου.

Ἀπέχει δὲ Ἰτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους ὁ Ἅλος ἢ ἡ Ἅλος· λέγεται γὰρ ἀμφοτέρως.

ᾬκισε δὲ ὁ Ἀθάμας τὴν Ἅλον, ἀφανισθεῖσαν [δὲ] συνῴ[κισαν Φαρσάλιοι] χρόνοις ὕστερον. Ὑπέρκειται δὲ τοῦ Κροκίου πεδίου· ῥεῖ δὲ ποταμὸς Ἄμφρυσος πρὸς τῷ [τείχει].

Ὑπὸ δὲ τῷ Κροκίῳ Θῆβαι εἰσὶν αἱ Φθιώτιδες, καὶ ἡ Ἅλος δὲ Φθιῶτις καλεῖται καὶ Ἀχαϊκή, συνάπτουσα τοῖς Μαλιεῦσιν, ὥσπερ καὶ οἱ τῆς Ὄρθρυος πρόποδες. Καθάπερ δὲ ἡ Φυλάκη ἡ ὑπὸ Πρωτεσιλάῳ τῆς Φθιώτιδός ἐστι τῆς προσχώρου τοῖς Μαλιεῦσιν, οὕτω καὶ ἡ Ἅλος· διέχει δὲ Θηβῶν περὶ ἑκατὸν σταδίους, ἐν μέσῳ δ’ ἐστὶ Φαρσάλου καὶ Φθιωτῶν».

Ἡ πόλη Ἴτωνος, λοιπόν, ὅπως βεβαιώνει ὁ Στράβων, καὶ ἑπομένως καὶ τὸ  «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς», κατὰ μίμηση τοῦ ὁποίου ἱδρύθηκε τὸ  ὁμώνυμο ἱερὸ τῆς Βοιωτίας, βρισκόταν στὴν   περιοχὴ  τῆς Ἅλου τῆς Ἀχαΐας Φθιώτιδας, τῆς σημερινῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἡ πόλη Ἴτωνος καὶ τὸ  ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς  βρισκόταν «ἑξήντα στάδια» μακριὰ  ἀπὸ τὴν  Ἅλο ἤ τὸν  Ἅλο καὶ ἡ   Ἅλος  ἤ ὁ   Ἅλος  ἀπεῖχε  ἀπὸ τὶς  Φθιώτιδες Θῆβες (σημερινὲς  Μικροθήβες ἤ Ἄκετσι) «ἑκατὸ στάδια».

Τὰ παραπάνω στοιχεῖα καὶ οἱ ἀποστάσεις οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ θεωροῦμε, πέρα  ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὅτι ἡ πόλη Ἴτωνος βρισκόταν στὴ σημερινὴ   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι. Ἡ   περιοχὴ  αὐτὴ ἀνταποκρίνεται στὶς  ἀποστάσεις τὶς ὁποῖες  ἀναφέρει ὁ Στράβων.

Πραγματικὰ τὸ Καταντζάνταλι ἀπέχει  ἀπὸ τὴν  Ἅλο, «ἑξήντα στάδια», δηλαδή, σὲ εὐθεία ἀπόσταση, ἕνδεκα, περίπου, χιλιόμετρα, (60 στάδια ἐπὶ 185 (περίπου) μέτρα =11.100 μέτρα).

Ἀλλὰ καὶ ἡ   Ἅλος, καὶ στὶς δύο θέσεις της, τόσο στὴν δεύτερη  θέση  της κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ Ἐποχἠ, στὴν περιοχὴ  τῆς σημερινῆς Κεφάλωσης, ὅσο  καὶ στὴν πρώτη καὶ ἀρχικὴ θέση της, κατὰ τὴν Κλασικὴ Ἐποχή, στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς «Πλατανιώτικης Μαγούλας», ἀπέχει  ἀπὸ τὴν   περιοχὴ  τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν σὲ εὐθεία ἀπόσταση, περίπου, 18.500 μέτρα, ἤτοι «ἑκατὸ στάδια», 100 Χ 185 μέτρα.

Τὸ δὲ  ἀπόσπασμα «ἀφανισθεῖσαν [δὲ] (Ἅλον)  συνῴ[κισαν Φαρσάλιοι] χρόνοις ὕστερον»,  τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὅταν ἀφανίστηκε, ὅταν καταστράφηκε, (ἡ Ἅλος), ὕστερα ἀπὸ χρόνια, κατοικήθηκε ἀπὸ τοὺς Φαρσαλινούς», φανερώνει τὴν καταστροφὴ τῆς Ἅλου ἀπὸ τὸν Φίλιππο, κατὰ τὸ ἔτος 346 π.Χ., τὴν ἐκδίωξη τῶν κατοίκων της καὶ τὴν παραχώρησή της στους φίλους του Φαρσαλινούς.

Συμπέρασμα: Τὸ «Ἱερὸ τοῦ   Λαφύστιου  Δία»  βρισκόταν στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα, στὴν περιοχῆ τῆς Ἅλου ἀλλὰ καὶ τὸ «Ἱερὸ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς» βρισκόταν, ἐπίσης στὴν Ἀχαΐα Φθιώτιδα, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα τοῦ Στράβωνα, βρισκόταν δίπλα στὸν Κουάριο Ποταμό. Κουάριος Ποταμὸς δὲ λεγόταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὁ σημερινὸς ποταμὸς Ξηριάς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἡ   περιοχὴ τοῦ  Καραντζάνταλι, ἡ   περιοχὴ  τῆς ἀρχαίας Ἰτώνου, βρίσκεται δίπλα στὴν κοίτη τοῦ Ξηριᾶ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ τῆς ἀρχαιότητας.

Τὰ σημερινὰ δύο «Ζερέλια» , οἱ «Ὀφθαλμοῖ τοῦ Διὸς» κατὰ τὴν ἀρχαιότητα

Τὰ δύο Ζερέλια, οἱ «Ὀφθαλμοὶ  τοῦ Διὸς»

                  Ὅπως εἶναι βεβαιωμένο,  ἀπὸ τὶς  τοπικὲς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀνασκαφές, ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς ὁ ὁποῖος  ἱδρύθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε στὸ «Καραντζάνταλι»  ἦταν λίγο ἀρχαιότερος  ἀπὸ τὸν νεολιθικὸ  οἰκισμὸ «Μαγοῦλα Ζερέλια», ὁ ὁποῖος βρισκόταν λίγο πιὸ πέρα  ἀπὸ αὐτόν, περίπου  ἕνα χιλιόμετρο.

Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Καραντζάνταλι» δημιουργήθηκε κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, κάπου μεταξὺ τοῦ 6.700/6.500 καὶ τοῦ 5.800/5.600 π.Χ., ἐνῶ ὁ οἰκισμὸς «Μαγοῦλα Ζερέλια» πρέπει νὰ ἱδρύθηκε κάπου μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς Ἀρχαιότερης καὶ τῆς ἀρχῆς τῆς  Μέσης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς, κάπου μεταξὺ τοῦ 5.800/5.600 καὶ τοῦ 5.400/5.300 π.Χ., ἄν καὶ κάποιες τελευταῖες ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν στὴ Μαγοῦλα Ζερέλια  ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ὁδηγοῦν σὲ ἀρχαιότερες ἀκόμα ἐποχές. Τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τῶν δύο αὐτῶν γειτονικῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν ὑποδεικνύουν ὅτι ὑπῆρξε  μία ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ δύο αὐτοὶ νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ  συνυπῆρχαν.

Λεπτομερέστερες μελέτες καὶ ἐξετάσεις τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων τῶν δύο γειτονικῶν αὐτῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν, τοῦ «Καραντζάνταλι» καὶ τῶν «Ζερελίων», ὁδηγοῦν μὲ ἀρκετὰ μεγάλη βεβαιότητα, στὴν ἄποψη ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Μαγοῦλα Ζερέλια» ἦταν ἕνας οἰκισμὸς ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε χρονικῶς, ὅσο αὐτὸ διαφαίνεται τοὐλάχιστον στὴν μεγάλη ἀκμή του, τὸν νεολιθικὸ οἰκισμὸ «Καραντζάνταλι» καὶ μάλιστα ὅτι ὑπῆρξε μία χρονικὴ περίοδος, μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς Ἀρχαιότερης Νεολιθικῆς καὶ τῆς ἀρχῆς τῆς Μέσης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποία συνυπῆρξαν οἱ δύο αὐτοὶ  γειτονικοὶ  νεολιθικοὶ  οἰκισμοί.

Ὑπῆρξε μία χρονικὴ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀρχαιότερος οἰκισμός, τὸ  «Καραντζάνταλι», πρέπει νὰ βρισκόταν σὲ πορεία παρακμῆς καὶ νὰ  ἐγκαταλειπόταν καὶ τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο ἱδρυόταν καὶ ἀναπτυσσόταν ὁ νεότερος, «Μαγοῦλα Ζερέλια».

Ὅποια  κι ἄν εἶναι ἡ  λεπτομερέστερη καὶ ἀκριβέστερη πραγματικότητα  στὸ θέμα αὐτὸ  γεγονὸς βεβαιωμένο καὶ πραγματικὸ  εἶναι ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς  «Ζερέλια»  συνέχισε νὰ ὑπάρχει  καὶ νὰ ἀκμάζει καὶ  μετὰ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι».

Ὡστόσο τόσο ἡ ἵδρυση ὅσο καὶ ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ δραστηριοποίηση ἐπὶ ἀρκετὲς ἑκατονταετίες τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ τοῦ «Καραντζάνταλι»  σὲ μία ἀπόσταση μόλις ἑνὸς περίπου χιλιομέτρου  ἀπὸ τὶς  τόσο πρόσφορες γιὰ τὴν εὔκολη ἄντληση τοῦ ἀπαραίτητου γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου νεροῦ καὶ τόσο ἑλκυστικὲς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη παραμονὴ καὶ κατοίκηση, λίμνες τῶν Ζερελίων, δημιουργεῖ    εὔλογα ἐρωτήματα καὶ ἀπορίες.

Γιατὶ ἄραγε οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἀρχικὰ ἵδρυσαν, ἐγκαταστάθηκαν καὶ δραστηριοποιήθηκαν ἐπὶ τόσα χρόνια στὸν οἰκισμὸ τοῦ «Καραντζάνταλι», κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχή, δὲν ἔχτισαν τὸν οἰκισμὸ τους  καὶ δὲν ἐγκαταστάθηκαν μόλις ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα  ὥστε   νὰ εἶναι δίπλα στὶς  τόσο ἀπαραίτητες γιὰ τὴν ἐπιβίωσὴ τους ἀλλὰ καὶ τόσο βολικὲς καὶ καλόβουλες λίμνες τῶν Ζερελίων, ὅπου μποροῦσαν νὰ ἔχουν πολὺ κοντά τους καὶ πολὺ εὔκολα ἄφθονο νερό;  Εὐλόγως, νομίζω,   δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα αὐτὸ  καὶ εἶναι μία δικαιολογημένη καὶ δυσκολοαπάντητη  ἀπορία.

Κοντὰ στὶς  δύο λίμνες δὲν διέτρεχαν κάποιον κίνδυνο  ἀπὸ ξαφνικὴ πλημμύρα, ὅπως κινδύνευαν οἱ νεολιθικοὶ  «Καμαριῶτες» καὶ οἱ «Πουρναρολακιῶτες» στὸν κάμπο τῆς Σούρπης  ἀπὸ τὸν συχνὸ  θυμὸ τοῦ Σαλαμπριᾶ. Δίπλα στὶς  λίμνες τῶν Ζερελίων, ἀντὶ γιὰ τὸν θυμωμένο καὶ συχνὰ ὀργισμένο καὶ ἀπρόβλεπτο «Τιτάνα» «Σαλαμπριά», ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο ποτάμι, ὑπῆρχαν δύο καλόγνωμες, πάντα γελαστὲς καὶ πρόσχαρες νεράιδες, πανέμορφες ναϊάδες, νύμφες, πρόσφορες καὶ πολὺ προσιτὲς πηγὲς νεροῦ, οἱ ὁποῖες τοὺς προσκαλοῦσαν κοντὰ τους μ’ ἀνοιχτὲς ἀγκαλιές.

Ἡ εὔλογη αὐτὴ ἀπορία καὶ τὸ σχετικὸ ἐρώτημα γίνονται περισσότερο ἔντονα καὶ ἡ ἀπάντηση δυσκολότερη  ἀπὸ τὸ  γεγονὸς ὅτι στὴν θέση στὴν ὁποία  χτίστηκε τὸ   «Καραντζάνταλι», ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ    τὴν ἐπόπτευση της περιοχῆς,  δὲν ὑπῆρχε τόσο ἄφθονο νερό, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε δίπλα κάποιο ποτάμι παρὰ μόνο μία πηγή.

Μήπως τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δημιουργοῦνταν ὁ οἰκισμὸς τοῦ «Καραντζάνταλι» δὲν ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, γιατὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη δημιουργηθεῖ, οἱ δύο λίμνες τῶν Ζερελίων;

Μία τέτοια πιθανότητα μπορεῖ νὰ δώσει  μία πολὺ εὔλογη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τὸ ὁποῖο  τόσο ἔντονα τίθεται. Φαίνεται μάλιστα ὅτι εἶναι ἡ μόνη δυνατὴ καὶ ἀποδεκτὴ λογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα.

Προσωπικῶς θεωρῶ, χωρὶς βεβαίως νἀ ἔχω νὰ παρουσιάσω σχετκὲς ἀποδείξεις καὶ τεκμήρια, ὅτι εἶναι ὁ μόνος δυνατὸς λόγος, ὁ ὁποῖος  μπορεῖ    νὰ δικαιολογήσει τὴν μὴ ἵδρυση τοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» στὴν θέση, στὴν ὁποία φαίνεται ὅτι μετακινήθηκε καὶ ἄκμασε ἀργότερα, στὸν λόφο, δηλαδή,  τῶν Ζερελίων, κοντὰ στὶς  δύο λίμνες, εἶναι ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἴδρυσης τοῦ Καραντζάνταλι δὲν εἶχαν σχηματισθεῖ οἱ δύο λίμνες τῶν Ζερελίων.

Ἐάν, ὅπως φαίνεται πιθανὸν νὰ συνέβη, ἡ δημιουργία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων, ὁποιαδήποτε καὶ ἐὰν ἦταν ἡ αἰτία τῆς δημιουργίας τους, ἔγινε σὲ κάποια ἐποχὴ μετὰ τὴν ἀρχικὴ ἵδρυση τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι», πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὡς βέβαιο ὅτι οἱ δύο λίμνες ἦταν ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες ἦταν αἰτία γιὰ τὴν ἔναρξη  τῆς πορείας πρὸς τὴν παρακμὴ καὶ τὴν σταδιακὴ ἐγκατάλειψη τοῦ ἱδρυμένου ἤδη  ἀπὸ πολλὰ χρόνια καὶ αἰῶνες ἀρχαιότερου οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» καὶ γιὰ τὴν μετακίνηση τῶν κατοίκων του κοντὰ σ’ αὐτὲς τὶς  δύο λίμνες καὶ τὴν δημιουργία τοῦ οἰκισμοῦ «Ζερέλια».

Αὐτὸ ἐνισχύεται σὲ μεγάλο βαθμό, μέχρι σχεδόν ἀποκλεισμοῦ κάποιου ἄλλου λόγου,  ἀπὸ τὸ  γεγονὸς ὅτι ὁ οἰκισμὸς «Ζερέλια», ὅπως ἀναφέραμε ἤδη, φαίνεται νὰ εἶναι ἤ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ  ἕνας νεολιθικὸς οἰκισμὸς διάδοχος τοῦ «Καραντζάνταλι», ὅπως  βεβαιώνεται   ἀπὸ  τὰ σχετικὰ εὑρήματα τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν οἱ ὁποῖες  ἔχουν διεξαχθεῖ    στὴν ἐκεῖ    περιοχή.

Ἔτσι θεωροῦμε πολὺ εὔλογη τὴν παραδοχὴ ὅτι τὸ τέλος τῆς ὕπαρξης τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» συμπίπτει χρονικῶς περίπου μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ οἰκισμοῦ «Μαγοῦλα Ζερέλια», ἀσφαλῶς μὲ μία ἐνδιάμεση περίοδο συνύπαρξης τῶν δύο νεολιθικῶν οἰκισμῶν κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἕνας βρισκόταν σὲ σταδιακὴ παρακμὴ καὶ ἐγκαταλειπόταν καὶ ὁ δεύτερος ἱδρυόταν καὶ αὐξανόταν. Στὴν ἄποψη αὐτὴ θεωρεῖται βεβαίως ἐπιβαλλόμενη καὶ δικαιολογημένη κάποια ἐπιφύλαξη ἤ καὶ ἔνσταση  ἀπὸ τὸν λιγοστὸ ἀρθμὸ  τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν  νὰ βρεθοῦν μὲ τὰ λιγοςστὰ αὐτὰ εὑρήματα σχετικὲς ἀποδείξεις.

Ὅλα τὰ παραπάνω  δεδομένα καὶ βεβαιωμένα  ἀπὸ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες γεγονότα ὁδηγοῦν  στὸ λογικὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ δημιουργία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων ἦταν ἡ καθοριστικὴ αἰτία ἡ ὁποία  σήμανε τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὸ  τέλος τοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἵδρυσης καὶ δημιουργίας τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ τῶν «Ζερελίων».

Δὲν δικαιολογεῖται διαφορετικὰ ἡ ἵδρυση ἀρχικῶς τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» σὲ μία ἀπόσταση μόλις ἑνὸς περίπου χιλιομέτρου  ἀπὸ τὴν τοποθεσία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων καὶ ἡ ἐγκατάλειψη ἀργότερα τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ οἰκισμοῦ καὶ ἡ μετακίνησὴ του κοντὰ στὶς  λίμνες.

Βρίσκουμε πολὺ εὔλογη τὴν ἄποψη ὅτι ἡ δημιουργία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων εἶναι ἡ μόνη δυνατὴ δικαιολογία, γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» καὶ τὴν μετακίνηση τῶν κατοίκων του πρὸς αὐτές, μόλις ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα. Δὲν βρίσκεται εὔκολα μία ἄλλη εὔλογη ἀπάντηση.

Δὲν ἔγινε μετακίνηση σὲ μία πολὺ μεγάλη ἀπόσταση, σὲ πολὺ ἀπομακρυσμένο μέρος, ὅπου θὰ ἦταν, π.χ. εὐφορότερος ὁ τόπος  ἤ θὰ  εἶχε περισσότερο ἐκτεταμένα ἐδάφη, ἤ γιατί κάποια θανατηφόρος λοιμικὴ νόσος τοὺς ὑποχρέωσε νὰ φύγουν μακριὰ  ἀπὸ τὸ  μολυσμένο μέρος τους. Ἡ μετακίνηση ἑνὸς οἰκισμοῦ σὲ ἀπόσταση μόλις ἑνὸς χιλιομέτρου δὲν μπορεῖ   νὰ δικαιολογηθεῖ     ἀπὸ τέτοιους ἤ παρόμοιους λόγους.

Ἡ δημιουργία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων πρέπει λειτούργησε ὡς ἕνα «θεϊκὸ» κάλεσμα ἤ ὡς μία «θεϊκὴ» ἐντολὴ γιὰ τὴν μετακίνηση τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ «Καραντζάνταλι»  κοντὰ στὶς  δύο λίμνες καὶ τὴν ἵδρυση ἐκεῖ    ἄλλου οἰκισμοῦ.

Ἐὰν ἡ δημιουργία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων γινόταν σὲ κατοπινότερους χρόνους, στὰ ἱστορικὰ χρόνια, θὰ εἶχαν ὁπωσδήποτε διασωθεῖ    κάποιοι μύθοι στὸ συνολικὸ ὁμαδικὸ φυλετικὸ ὑποσυνείδητο τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς. Ἀσφαλῶς καί, ἔπειτα  ἀπὸ ἕνα τέτοιο γεγονός, θὰ διαμορφώνονταν καὶ θὰ διατυπώνονταν γραπτῶς, κάποιες ἀναμνήσεις, οἱ ὁποῖες  θὰ διασώζονταν ὡς τὴν ἐποχὴ μας ὡς μύθοι, οἱ ὁποῖοι θὰ μιλοῦσαν γιὰ κάτι τέτοιο.

Ἐκτιμοῦμε ὅτι τὸ «ὀφθαλμοὶ Διὸς», ὡς ὀνομασία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων, ὀνομασία  ἡ ὁποία  διασώθηκε στὴ μνήμη τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, πρέπει νὰ εἶναι φραστικὸ ἀποσπασματικὸ ὑπόλειμμα  κάποιων σχετικῶν μυθολογικῶν ἀναφορῶν.

Ὡστόσο, αὐτὴ   ἡ μετακίνηση τῶν νεολιθικῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ «Καραντζάνταλι»  ἀπὸ τὸν ἕνα οἰκισμὸ στὸν ἄλλο, σὲ ἀπόσταση μόλις ἑνὸς χιλιομέτρου, πρέπει νὰ ἔγινε σταδιακῶς καὶ μὲ ἀργοὺς ρυθμούς. Δὲν ὑπῆρχε κάποιος λόγος βίαιης καὶ ταυτόχρονης συνολικῆς ἐγκατάλειψης τοῦ παλαιοῦ οἰκισμοῦ καὶ μεταφορᾶς του στὴν νέα θέση.

Στὴν ἄποψη αὐτὴ   συνηγοροῦν καὶ οἱ μαρτυρίες τὶς ὁποῖες  μᾶς δίνουν τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τῶν δύο αὐτῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν, τοῦ «Καραντζάνταλι» καὶ τῶν «Ζερελίων». Ὅλα   ὁδηγοῦν στὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ ἀρχαιότερου οἰκισμοῦ καὶ ἡ ἵδρυση τοῦ νεότερου συμπίπτουν γενικῶς χρονικῶς. Ὑπῆρξε – ἤ, ἔστω, πρέπει νὰ ὑπῆρξε – μία χρονικὴ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία παράκμαζε καὶ σταδιακῶς ἐγκαταλειπόταν   ὁ οἰκισμὸς «Καραντζάνταλι» καὶ ἱδρυόταν καὶ αὐξανόταν  ὁ οἰκισμὸς «Ζερέλια».

Ἡ δημιουργία καὶ ἡ ὕπαρξη τῶν δύο λιμνῶν ἦταν μὲν ἕνας ἀρκετὰ ἑλκυστικὸς παράγοντας μετακίνησης τοῦ παλαιοῦ οἰκισμοῦ πρὸς αὐτὲς ἀλλὰ καὶ ἡ πολὺ μικρὴ ἀπόστασὴ του  ἀπὸ αὐτὲς δὲν δροῦσε πολὺ πιεστικὰ γιὰ μία βίαιη μετεγκατάσταση, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς νεότερους οἰκιστὲς τοῦ «Καραντζάνταλι» οἱ ὁποῖοι  πρόσφατα εἶχαν δημιουργήσει τὸ  νοικοκυριὸ τους. Δὲν ξεριζώνεται εὔκολα ἕνα καλὰ δημιουργημένο καὶ ὀργανωμένο νοικοκυριὸ καὶ δὲν στήνεται εὔκολα ἕνα νέο, ἐὰν δὲν ὑπάρχουν σοβαροὶ  λόγοι.

Αὐτό, ἐκτὸς  ἀπὸ τὸ  ὅτι θεωρεῖται λογικό, ὑποδεικνύεται καὶ βεβαιώνεται καὶ  ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων τῶν δύο αὐτῶν τόσο πολὺ γειτονικῶν οἰκισμῶν. Σύμφωνα μὲ τὰ πορίσματα τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων καὶ στὶς  δύο αὐτὲς νεολιθικὲς οἰκιστικὲς θέσεις ἐντοπίζονται ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τὰ ὁποῖα  ἀνήκουν στὸ χρονικὸ διάστημα μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς Ἀρχαιότερης  καὶ τῆς ἀρχῆς τῆς Μέσης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς.

Στὸ «Καραντζάνταλι» τὸ  συντριπτικῶς μεγάλο μέρος τῶν εὑρημάτων του ἀνήκει στὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ λίγα  ἀπὸ αὐτὰ ἀνήκουν στὴ Μέση Νεολιθική. Ἀντιθέτως  στὰ «Ζερέλια» λίγα εἶναι τὰ εὑρήματα τὰ ὁποῖα  μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ἐνῶ τὸ  συντριπτικὰ μεγάλο μέρος τους ἀνήκει στὴν Μέση, στὴν  Νεότερη καὶ στὴν Τελικὴ Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ἀλλὰ καὶ σὲ κατοπινότερες ἐποχὲς μέχρι καὶ   τὴν Βυζαντινή.

Δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρξε κάποιο ἄλλο γεγονός, τὸ ὁποῖο  νὰ μποροῦσε νὰ καταστήσει ὑποχρεωτικὴ καὶ ἐπιβεβλημένη αὐτὴ   τὴν μετακίνηση. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ δεδομένα τῶν σχετικῶν ἐρευνῶν, ἀνασκαφῶν καὶ μελετῶν δείχνουν ὅτι ὑπῆρξε καὶ πρέπει νὰ μεσολάβησε ἕνα χρονικὸ διάστημα κατὰ τὸ  ὁποῖο οἱ δύο αὐτοὶ  οἰκισμοὶ  συνυπῆρξαν. Ἦταν ἡ χρονικὴ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία ἄρχιζε καὶ ἐγκαταλειπόταν τὸ  «Καραντζάνταλι» καὶ δημιουργοῦνταν τὰ «Ζερέλια».

Ἡ    δημιουργία, σὲ κάποια χρονικὴ στιγμή, τῶν δύο λιμνῶν, τῶν δύο «ὀφθαλμῶν τοῦ Διός», ὅπως συνήθιζαν νὰ ὀνομάζουν ἤ νὰ ἐκλαμβάνουν τὶς  δυὸ λίμνες οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ἦταν μὲν ἕνας ἀρκετὰ  ἑλκυστικὸς καὶ προκλητικὰ δελεαστικὸς παράγοντας γιὰ ἐγκατάσταση οἰκισμοῦ, ἀλλά, ὅσο ἑλκυστικὸς καὶ δελεαστικὸς καὶ ἄν ἦταν, δὲν ὑποχρέωνε κανέναν νὰ ξεσπιτωθεῖ    «ἄρον -ἄρον», νὰ ἐγκαταλείψει τὴν βόλεψὴ του τὴν ὁποία  μὲ κόπο καὶ προσπάθειες  εἶχε κατορθώσει ν’ ἀποκτήσει,  καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ    ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα.

Οἱ δύο «ὀφθαλμοὶ  τοῦ Διός» ἦταν συνεχῶς ἐκεῖ    καὶ ἔνευαν εὐμενῶς καὶ καλοῦσαν τοὺς νεολιθικοὺς «Καραντζανταλιῶτες», ἀλλὰ καὶ ἄλλους νὰ πᾶνε κοντά τους. Ἔτσι σιγὰ σιγὰ ἐγκαταλείφθηκε τὸ  «Καραντζάνταλι» καὶ δημιουργήθηκαν  τὰ «Ζερέλια».

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νεολιθικὸ οἰκισμὸ τοῦ «Καραντζάνταλι», ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μόνο κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ κατόπιν φαίνεται νὰ ἐγκαταλείφθηκε ὁριστικῶς, ἡ ὕπαρξη τοῦ οἰκισμοῦ «Μαγούλα Ζερέλια» ἦταν συνεχὴς καὶ μακροχρόνια. Ὁ οἰκισμὸς τῶν Ζερελίων κατοικοῦνταν γιὰ χιλιάδες  χρόνια.

Ὅταν ὑπάρχουν μόνιμες καὶ σταθερὲς εὐνοϊκὲς συνθῆκες διαμονῆς σ’ ἕναν τόπο, ὁ τόπος αὐτὸς δὲν ἐγκαταλείπεται. Ἔτσι οἱ νεολιθικοὶ «Καραντζανταλιῶτες» ἔγιναν σιγὰ σιγὰ «Ζερελιῶτες», πλήθαιναν συνεχῶς καὶ πρόκοβαν καὶ ἐπεκτεινόταν ἡ κυριαρχία τους  ὥστε    ἀπὸ ἐκεῖ    ἀρκετοὶ  μετακινοῦνταν καὶ πρὸς ἄλλα μέρη καὶ  ἔτσι  ὁδηγήθηκαν στὸ νὰ κατακυριεύσουν τὸν ὑπόλοιπο εὐλογημένο κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ.

Στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀφοῦ ὁ πανίσχυρος Ὀλύμπιος Δίας ὑπόταξε τοὺς «τιτάνες» τῆς Ὄρθρης, τὸν Ξηριά, τὸ  Χολόρεμα, τὸ  Πλατανόρεμα, τὸν Ἄμφρυσο, τὸν Σαλαμπριὰ καὶ τοὺς «ὑποχρέωσε» νὰ ὑπηρετοῦν ὑπάκουα τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι  στὰ κατοπινὰ χρόνια θὰ ζοῦσαν στὸ εὐλογημένο «Κρόκιο Πεδίο», δημιουργήθηκαν δεκάδες ἄλλων νεολιθικῶν οἰκισμῶν.

Ἐὰν ἡ δημιουργία τῶν δύο λιμνῶν τῶν Ζερελίων ὀφείλεται στὴν πτώση δύο μετεωριτῶν, ὅπως ἀνακοινώθηκε πρόσφατα, μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε ποιὲς συγκλονιστικὲς στιγμὲς ἔζησαν οἱ  ἄνθρωποι τοῦ «Καραντζάνταλι» ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι  εἶδαν «μὲ τὰ μάτια τους» αὐτὴν τὴν πτώση καὶ τὸ  θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς αἰφνιδιαστικῆς δημιουργίας, δίπλα τους ἀκριβῶς, δύο τεράστιων κρατήρων διαμέτρου διακοσίων πενήντα καὶ ἑκατόν πενήντα περίπου μέτρων ἀντιστοίχως.

Ποιὲς ἐντυπώσεις ἄραγε δημιουργήθηκαν σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ὅταν  ξαφνικὰ εἶδαν τὸ  πρωτοφανὲς θέαμα, νὰ πέφτουν  ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δύο τεράστιοι βράχοι ἀναμμένοι;

Πῶς ἄραγε νὰ ἑρμήνευσαν τὸ  πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονός; Θεώρησαν τοὺς βράχους αὐτοὺς ὡς κεραυνοὺς τοὺς ὁποίους ἔριξε ὁ Δίας ἐναντίον τῶν Τιτάνων ἤ ὡς φλεγόμενους βράχους τοὺς ὁποίους  ἐκτόξευσαν οἱ Τιτάνες τῆς Ὄρθρης ἐναντίον τοῦ Δία;

Πόσος πανικός, πόσος φόβος, πόσος τρόμος διαπέρασε τὶς  ψυχὲς ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι  ξαφνικὰ ἔνιωσαν καὶ εἶδαν τὸ  πρωτοφανὲς καὶ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονός; Ποιὲς  ἑρμηνεῖες  νὰ δόθηκαν ἄραγε  ἀπὸ τοὺς «μάγους» ἤ τοὺς «ἱερεῖς» τοῦ τόπου; Τὶ νὰ εἶπαν οἱ  μεγάλοι καὶ φωτισμένοι σοφοὶ  ἑρμηνευτὲς τοῦ θείου θελήματος; Μπόρεσαν ἄραγε νὰ ἀρθρώσουν κάποια λέξη ἤ  ἔμειναν καὶ αὐτοὶ  ἄναυδοι καὶ ἀμίλητοι, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι τριγύρω τους;

Κι ὅταν κάποτε πέρασε ὁ πρῶτος πανικὸς ποιὲς  ἑρμηνεῖες δόθηκαν μετὰ ἀπὸ  πόσο καιρὸ καὶ κατὰ πόσο ἔγιναν πιστευτές;

Ἀναρωτιέται κανεὶς ἔπειτα  ἀπὸ τὰ παραπάνω –  καὶ ἀναρωτιέται θαρρῶ βάσιμα  –  μήπως σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ  γεγονός, τῆς πτώσης τῶν μετεωριτῶν στὰ Ζερέλια, ὀφείλεται τὸ  γεγονὸς ὅτι ὁ μύθος τῆς «Τιτανομαχίας», τοῦ ἀγῶνα μεταξὺ τῶν Τιτάνων καὶ τῶν Ὀλυμπίων Θεῶν, ἀναφέρεται στὴν Ὄρθρη;

Οἱ Τιτάνες, λέει ὁ σχετικὸς μύθος, ἔχοντας ἕδρα τους τὴν Ὄρθρη, ἔριχναν ἀναμμένους βράχους ἐναντίον τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν κυριαρχία τους.

Οἱ λίμνες τῶν Ζερελίων βρίσκονται μεταξὺ τῆς Ὄρθρης καὶ τοῦ  Ὀλύμπου. Αὐτὸ ἐνισχύει τὴν σκέψη ὅτι οἱ φλογισμένοι μετεωρίτες οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πτώση τους σχημάτισαν τὶς λίμνες φάνηκε ὅτι ἐκτοξεύτηκαν ἀπὸ  τὴν Ὄρθρη ἐναντίον τοῦ Ὀλύμπου. Ἔτσι εἶναι   πολὺ   δικαιολογημένη καὶ πολὺ  εὐλογοφανὴς ἡ δημιουργία τοῦ μύθου ὅτι οἱ Τιτάνες ἀπὸ τὴν Ὄρθρη  πολεμοῦσαν ἐναντίον τῶν θεῶν τοῦ  Ὀλύμπου.

«Τιτῆνες τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο, οἱ μὲν ἀφ᾽ ὑψηλῆς Ὄρθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί, οἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ Οὐλύμποιο θεοὶ δωτῆρες ἐάων οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ ἐὐνηθεῖσα», ἔγραψε ὁ Ησίοδος[1]

Δηλαδή: «Οἱ θεοὶ  Τιτάνες κι ὅσοι ἀπ᾽ τὸν Κρόνο γεννηθήκανε, οἱ ἔνδοξοι Τιτάνες  ἀπὸ τὴν Ὄρθρη τὴν ψηλή, κι  ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο οἱ θεοί, τῶν ἀγαθῶν οἱ χορηγοί, αὐτοὶ  ποὺ  ἡ Ρέα γέννησε σαν πλάγιασε μὲ τὸν Κρόνο».

Εἶναι συγκλονιστικὸ νὰ σκέφτεται κάποιος ὅτι ἕνα τέτοιο τρομακτικὸ γεγονὸς καταγράφηκε στὴν προγονικὴ ἱστορία  τούτου τοῦ τόπου καὶ ἕνα τέτοιο φαινόμενο ἔζησαν κάποιοι πρόγονοί μας.

Ἐὰν εἶναι ἔτσι, πόσος καιρὸς ἄραγε νὰ χρειάστηκε  ὥστε   οἱ  ἄνθρωποι τοῦ «Καραντζάνταλι», οἱ ὁποῖοι ἀντίκρυσαν ἕνα τέτοιο γεγονός,  νὰ ξεπεράσουν τὸν ἀρχικὸ πρῶτο τρόμο τους καὶ νὰ τολμήσουν νὰ πλησιάσουν ἐκεῖ, στὸν τόπο τὸν ὁποῖο τοὺς «ὑπόδειξε» ἤ τὸν ὁποῖο βούλιαξε ὁ θεός;

Ποιὲς συγκλονιστικὲς στιγμὲς νὰ ἔζησαν ὅταν κάποια μέρα, ὕστερα  ἀπὸ καιρό, ὕστερα ἴσως ἀπὸ πολλὰ χρόνια, εἶδαν  στοὺς δύο τεράστιους αὐτοὺς κρατῆρες οἱ ὁποῖοι  ξαφνικὰ εἶχαν δημιουργηθεῖ    νὰ ἀναβλύζει νερὸ καὶ σιγὰ σιγὰ νὰ σχηματίζονται οἱ δύο λίμνες;

Πῶς νὰ μυθόπλασαν τὸ  γεγονὸς αὐτὸ καὶ πῶς νὰ τὸ  αἰτιολόγησαν  μὲ μυθοπλασίες; Σίγουρα στὸ τέλος, μετὰ τὸν πρῶτο τρόμο, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν βαθμιαία καὶ σταδιακὴ μετατροπὴ τῶν δύο κρατήρων σὲ  δύο λίμνες, τὸ γεγονός ἀπὸ «ὀργὴ Θεοῦ» πρέπει νὰ θεωρήθηκε «εὐλογία Θεοῦ».

Κάπως  ἔτσι δὲν ἔγινε πολλὰ χρόνια ἀργότερα ὅταν ὁ Μωυσῆς μὲ τὴ ράβδο του χτύπησε τὸν  βράχο καὶ ξεπήδησε ἄφθονο νερό;

Πῶς νὰ ὀνόμασαν ἄραγε τὸν δικό τους «Μωυσῆ» καὶ πῶς τὴν «ράβδο» του μὲ τὸ  χτύπημα τῆς ὁποίας μέσα  ἀπὸ τὸ  τίποτε ἄρχισε νὰ ἀναβλύζει ἄφθονο νερό; Πόσος καιρὸς νὰ χρειάστηκε  ὥστε   τὸ  φαινόμενο αὐτὸ  ἀπὸ «ὀργὴ θεοῦ» καὶ «κεραυνὸς τοῦ Δία» ἤ ἀπὸ «φλεγόμενοι βράχοι» θυμωμένων Τιτάνων νὰ γίνει «εὐλογία» καὶ «δῶρο» θεοῦ, δῶρο τοῦ Δία ἤ, ἴσως, δῶρο τοῦ γαιοσείστη Ποσειδῶνα καὶ νὰ ἐρμηνευθεῖ   ὡς θεϊκὸ κάλεσμα γιὰ μετεγκατάσταση τῶν Καραντζανταλιωτῶν στὴ νέα θέση;

Πόσος καιρὸς πέρασε καὶ πόσες σκέψεις καὶ συλλογισμοὶ  δημιουργήθηκαν μέχρι τελικῶς ὁ γύρω τόπος νὰ φανεῖ    στὰ μάτια τους ἕνας εὐλογημένος τόπος ὅπου τοὺς προσκαλοῦσαν νὰ πᾶνε κοντά τους καλόγνωμες νύμφες καὶ νεράιδες;

Μὲ ποιὰ αἰσθήματα ἐγκατέλειψαν τὰ σπίτια τους στὸ «Καραντζάνταλι» καὶ ἐγκαταστάθηκαν δίπλα στὸ θεόσταλτο αὐτὸ δῶρο; Μήπως τέτοια γεγονότα καὶ τέτοιες σκέψεις ὁδήγησαν στὴν μεταμόρφωση τοῦ «Λαφύστιου Δία» σὲ «Μειλίχιο Δία»;

Πῶς εἶναι δυνατόν στὴν ἐποχὴ μας, ὅσο σοφοὶ  κι ἄν εἴμαστε, νὰ κατανοήσουμε τὶς  σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνων  τῶν μακρινῶν προγόνων μας, διατυπώνοντας δικά μας πορίσματα στηριγμένοι  στὴν ἐξέταση τῶν λίγων κεραμικῶν ὑπολειμμάτων τους τὰ ὁποῖα  διασώθηκαν ὠς τὴν ἐποχή μας;

Ὡστόσο αὐτοὶ  οἱ «ἄγνωστοι» εἶναι οἱ πρόγονοί μας τῶν ὁποίων εἴμαστε ἡ συνέχεια καὶ τῶν ὁποίων συνεχίζουμε τὴν ἱστορία  τους ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦμε νὰ τὴν κατανοήσουμε καὶ νὰ τὴν καταγράψουμε.

Οἱ παραπάνω σκέψεις καὶ τὰ ἐρωτήματα δημιουργοῦνται βεβαίως ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι οἱ  ἄνθρωποι τοῦ νεολιθικοῦ Καραντζάνταλι εἶδαν «ἰδίοις ὄμμασι» τοὺς μετωρῖτες νὰ πέφτουν.

Ἐὰν ὅμως ἡ πτώση τῶν μετεωριτῶν ἔγινε πολὺ πιὸ πρὶν  ἀπὸ τὶς  8 -12 χιλάδες χρόνια, σύμφωνα μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς  ἀπόψεις τῶν ὑπεύθυνων μελετητῶν καὶ ἐρευνητῶν, καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ Καραντζάνταλι δὲν εἶδαν τοὺς μετεωρίτες νὰ πέφτουν, οἱ παραπάνω σκέψεις δὲν ἔχουν νόημα.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ    τὸ  ἐρώτημα γιατὶ οἱ κάτοικοι τοῦ Καραντζάνταλι δὲν ἔχτισαν τὸν οἰκισμὸ τους κοντὰ στὶς  δύο λίμνες παραμένει ἀναπάντητο καὶ δικαιολογεῖται μία ἄλλη διαφορετικὴ ὑπόθεση καὶ αὐτὴ   εὔλογη: Ναὶ μὲν  ἡ πτώση τῶν μετεωριτῶν ἔγινε πολὺ πρὶν   ἀπὸ τὶς  8 -12 ἤ καὶ περισσότερες χιλιάδες χρόνια, κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ Ἐποχὴ, ἀλλὰ οἱ λάκοι οἱ ὁποῖοι  ἀνοίχτηκαν  ἀπὸ τὴν πτώση τους μεταβλήθηκαν σὲ λίμνες πολλὰ χρόνια ἀργότερα. Δὲν μπορεῖ    ἀμέσως μετὰ τὴν δημιουργία τους νὰ γέμισαν μὲ νερὸ οἱ δύο κρατῆρες καὶ νὰ σχηματίσηκαν οἱ λίμνες.

Οἱ κρατῆρες τῶν Ζερελίων ἄρχισαν νὰ μεταβάλλονται σὲ λίμνες, μὲ τὴν σταδιακὴ εἰσροὴ νερῶν σ’ αὐτές, ἀφοῦ  εἶχε ἱδρυθεῖ    ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς τοῦ Καραντζάνταλι καὶ πρὶν ἱδρυθεῖ ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς τῶν Ζερελίων. Ἔτσι παραμένει καὶ πάλι ὡς  ἡ μόνη πολὺ λογικὴ ἄποψη ὅτι ἡ δημιουργία τῶν δύο  λιμνῶν τῶν Ζερελίων ἦταν τὸ  γεγονὸς τὸ ὁποῖο  προκάλεσε τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ οἰκισμοῦ Καραντζάνταλι καὶ τὴν μετακίνησὴ του στὰ Ζερέλια.

Ἡ μετακίνηση αὐτὴ   πρέπει νὰ ἔγινε μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς Ἀρχαιότερης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς καὶ τῆς ἀρχῆς τῆς Μέσης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς, κάπου, δηλαδή, στὰ 6.000 -5.500 χρόνια πρὸ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν χρονολόγηση αὐτὴ   συμφωνοῦν καὶ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τῶν δύο αὐτῶν γειτονικῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν.

[1] Θεογονία, 630, 632-634.

 

Η λατρεία τῶν πηγῶν καὶ τῶν ποταμῶν στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ (Άχαΐα Φθιώτιδα) κατά τὴν ἀρχαιότητα

 

Ἡ λατρεία τῶν πηγῶν καὶ τῶν ποταμῶν

                 Ποιὰ ἦταν ἄραγε ἡ σχέση τῶν κατοίκων τῶν δεκαοκτὼ γνωστῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν,  ἤ καὶ κάποιων ἄλλων ἀγνώστων ἀκόμη, τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, γενικῶς μὲ τὰ ποτάμια, τὶς  λίμνες καὶ τὶς  ὅποιες ἄλλες πηγὲς νεροῦ ὑπῆρχαν δίπλα τους καὶ  ἀπὸ τὶς  ὁποῖες ἐξαρτιόνταν ἡ δική τους ἐπιβίωση καὶ τῶν ζώων τους;

Καὶ  ἦταν τὸ νερὸ τὸ μόνο ἀγαθὸ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσαν μὲ δικές τους  δυνάμεις καὶ ἐνέργειες νὰ ἀποκτήσουν ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς παρέχεται ἕτοιμο. Ποιὲς σκέψεις, ἰδέες, ἐσωτερικὰ ἐρωτήματα καὶ  διαλογισμοὶ δημιουργοῦνταν, καλλιεργοῦνταν καὶ ἀναπτύσσονταν     μέσα τους γιὰ   τὸ νερό;

Ποιὲς ἦταν οἱ κρυφὲς καὶ ὑπερβατικὲς σκέψεις τους καὶ οἱ ἀναγωγὲς τους στὸ «ὑπερπέραν» γιὰ τὸ  νερό, τὸ  ζωογόνο καὶ τόσο ἀπαραίτητο   γιὰ τὴν ὕπαρξή τους στοιχεῖο  ἀπὸ τὸ  ὁποῖο ἐξαρτιόνταν ὁλόκληρο τὸ ἀτομικὸ τοῦ καθένα  καὶ τὸ συνολικὸ   εἶναι τους; Πῶς ἐξηγοῦσαν τὴν ὕπαρξη τοῦ νεροῦ καὶ τὴν ἀέναη κίνησὴ του στὶς  πηγὲς καὶ στὰ ποτάμια, πῶς ἑρμήνευαν τὴν προέλευσὴ τους;

Ἐκτιμοῦσαν ὅτι τὰ νερὰ τριγύρω τους, τὰ ὁποῖα   ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ζωή τους, ἦταν ἄψυχα αὐθύπαρκτα στοιχεῖα τῆς φύσης ἤ ἦταν   δημιουργήματα κάποιου «θεοῦ», δῶρο καὶ εὐλογία κάποιου παντοδύναμου «Δημιουργοῦ», ἤ θεωροῦσαν ὅτι τὰ ἴδια αὐτὰ καθ’ αὑτὰ τὰ νερὰ κάθε εἴδους πηγῆς ἦταν πραγματικὲς ζωντανὲς «θεϊκὲς» ὀντότητες;

Πῶς ἐξηγοῦσαν ἄραγε κάποιο ξαφνικὸ καὶ ὁρμητικὸ  ξεχείλισμα τοῦ εὐεργέτη τους ποταμοῦ; Πῶς ἑρμήνευαν μία καταστρεπτικὴ πλημμύρα του ἡ ὁποία  τοὺς ἔφερνε μεγάλες συμφορὲς καὶ ζημίες ἀλλὰ καὶ θανάτους καὶ πνιγμοὺς ἀγαπημένων τους προσώπων;

Τὶ ἄραγε νὰ σκέπτονταν καὶ πῶς νὰ ἐξηγοῦσαν τὸ  γεγονὸς  ὅταν κάποια εὐεργετικὴ γιὰ ὅλους  «ζωοδόχος» καὶ «ζωοπάροχος» πηγὴ νεροῦ, γύρω  ἀπὸ τὴν ὁποία ζοῦσαν καὶ  ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξαρτιόνταν ἀπολύτως οἱ ἴδιοι καὶ τὰ ζῶα τους, ξαφνικὰ στέρευε;

Ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡ κάποια σταδιακὴ ἐλάττωση τοῦ νεροῦ, τοῦ ἀπαραίτητου αὐτοῦ ἀγαθοῦ, ἤ καὶ ἡ αἰφνιδιαστικὴ ἐξαφάνισὴ του ἦταν  θυμὸς καὶ ὀργὴ θεοῦ ἤ τὸ  ἐκλάμβαναν ὡς ἁπλὴ ἀπομάκρυνση τοῦ «θεοῦ»  ἀπὸ τὸν τόπο τους ἤ καὶ ὡς ἔμμεση θεϊκὴ ἐντολὴ νὰ μετακινηθοῦν ἀλλοῦ;

Πόσος καιρός, πόσοι αἰῶνες πέρασαν καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς συνολικῆς τους ἀντίληψης μέχρι νὰ φτάσουν στὴν ἀπομυθοποίηση τῶν φυσικῶν φαινομένων; Νὰ ἔφτασαν ἄραγε κάποτε οἱ νεολιθικοί μας πρόγονοι σὲ μία τέτοια ὁριστικὴ ἀπομυθοποίηση;

Σίγουρα  κάποιοι πρωτοπόροι καὶ «φωτισμένοι» ἴσως  καλλιεργοῦσαν τέτοιες σκέψεις. Εἶχαν βρεῖ τὴν ἀλήθεια. Θὰ τολμοῦσαν ἄραγε νὰ  τὴν διακηρύξουν εὐθαρσῶς; Στὴν συνολικὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς φαινόταν βολικότερη ἡ αἴσθηση τῆς ἐξάρτησης  τῆς ὕπαρξης τοῦ νεροῦ καὶ   συνακόλουθα καὶ  τῆς δικῆς τους ζωῆς ἀπὸ    τὴν  εὔνοια  κάποιας ἀνώτερης δύναμης.

Πῶς ἔφτασαν στὴν ἐπιστημονικὴ ἑρμηνεία τῶν φαινομένων αὐτῶν; Πόσο δύσκολο στάθηκε γιὰ κάποιες πρωτοπόρες καὶ φωτισμένες διάνοιες, οἱ ὁποῖες πρωτοπορῶντας διεῖδαν πρῶτοι τὴν πραγματικότητα, νὰ μεταδώσουν καὶ  στοὺς ἄλλους τὴν ἀλήθεια; Κατορθώθηκε ἄραγε κάποτε αὐτὸ σὲ ἀπόλυτο βαθμό; Μήπως ἀκόμα καὶ στὴν ἐποχὴ μας δὲν ἔχει κατορθωθεῖ    ὁλοκληρωτικῶς; Μήπως καὶ στὴν ἐποχὴ μας «βολεύει»   κάποιους ἡ πίστη ὅτι  ὅλα  νὰ εἶναι «θέλημα Θεοῦ»;

Λάτρευαν ἄραγε οἱ νεολιθικοὶ   ἄνθρωποι τὸν ποταμὸ ὁ ὁποῖος  περνοῦσε δίπλα στὸ χωριό  τους; Τοῦ πρόσφεραν εὐχαριστήρια δῶρα καὶ θυσίες ἐπειδὴ ἦταν – ἤ γιὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ εἶναι – καλὸς καὶ εὐμενὴς μαζί τους; Προσπαθοῦσαν νὰ κερδίσουν τὴν εὔνοια καί τὴν ἠρεμία τοῦ ποταμοῦ μὲ μαγικὲς τελετὲς καὶ ἱερουργίες; Κατάφευγαν σὲ κάποιο «μάγο», σὲ κάποιον «σοφό», ἀποσταλμένο τοῦ «Θεοῦ»,   προκειμένου νὰ μεσολαβήσει γιὰ νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ἔχουν τὴν πολύτιμη συμπαράσταση καὶ βοήθειὰ του;

Πόσος καιρὸς ἄραγε νὰ πέρασε, πόσοι αἰῶνες νὰ χρειάστηκε νὰ περάσουν, μέχρι νὰ γίνει πιστευτὴ   ἡ συσχέτιση   τῆς ποσότητας τῆς βροχῆς ἡ ὁποία  ἔπεφτε  καὶ τῆς ποσότητας τοῦ νεροῦ τοῦ ποταμοῦ ὁ ὁποῖος   περνοῦσε δίπλα τους;  Πότε ἄραγε νὰ ἄλλαξαν τὶς  λατρευτικές τους συνήθειες καὶ ἀντὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν ποταμὸ νὰ μὴν σταματήσει νὰ τοὺς κουβαλάει νερὸ ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ δέονταν νὰ ρίξει βροχή;

Κάποιου τέτοιου εἴδους σκέψεις ἐρωτήματα καὶ προβληματισμοὶ  πρέπει νὰ δημιουργοῦνταν  στοὺς νεολιθικοὺς ἀνθρώπους  ἀπὸ τὴν μακροχρόνια ἐπαφή τους μὲ τὰ ποτάμια ἤ μὲ τὶς  πηγὲς καὶ τὶς  λίμνες κοντὰ στὶς  ὁποῖες ζοῦσαν. Κάπως  ἔτσι πρέπει νὰ ἦταν καὶ νὰ καθορίζονταν οἱ σχέσεις τους μὲ τὰ ποτάμια τους καὶ τὶς  βροχὲς καὶ μὲ τὶς  πηγές.

Μέσα  ἀπὸ αὐτὲς τὶς  σκέψεις τους καὶ τὶς  σχέσεις τους, καθὼς περνοῦσαν οἱ αἰῶνες καὶ καλλιεργοῦνταν καὶ ἀναπτύσσονταν τὰ διανοήματὰ  τους, ὁδηγήθηκαν στὴν ἄποψη ὅτι ἴσως  ὁ «ποταμὸς θεὸς» ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρουν καὶ θυσίες γιὰ νὰ ἐξακολουθεῖ    νὰ εἶναι καλὸς μαζί τους, γιατὶ ἄν δὲν τοῦ πρόσφερναν θὰ τοὺς ἔπαιρνε μόνος του.

Τὶ νὰ πρόσφεραν στὸν ποτάμιο θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσουν; Ἔπειτα  ἀπὸ πόσους αἰῶνες γεμάτους σκέψεις καὶ διανοητικὴ κληρονομούμενη διεργασία ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ σκεφθοῦν ὅτι ὁ «θεὸς ποταμὸς» ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρουν καὶ ἀνθρώπινες ζωὲς γιατὶ διαφορετικὰ θὰ ἅρπαζε ὁ ἴδιος ἀνθρώπους μὲ τὸ  θυμωμένο πέρασμά του ἤ θὰ στέρευε ἐντελῶς τὰ νερὰ του;

Ἔτσι πρέπει νὰ ὁδηγήθηκαν στὴν σκέψη νὰ προσφέρουν ἀνθρωποθυσίες γιὰ νὰ ἐξευμενίζουν τὸν θυμωμένο καὶ συνεχῶς ὀργισμένο, τὸν λαίμαργο καὶ ἀχόρταγο «Λαφύστιο Δία».

Καὶ οἱ ἀνθρωποθυσίες αὐτὲς δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυσίες τυχαίων ἀνθρώπων. Ἕνας «θεός», ὁ ὁποῖος  κρατάει στὰ χέρια του τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ  νερό, ἐξευμενίζεται μόνο μὲ θυσίες βασιλόπουλων καὶ ἀρχοντόπουλων,  παιδιῶν αὐτῶν ποὺ τοὺς κυβερνοῦσαν.

Ἔτσι,  μὲ τὸ  πέρασμα τοῦ χρόνου, ὁδηγήθηκαν  στὴν ἀντίληψη  ὅτι ἔπρεπε νὰ θυσιάσουν τὰ δύο βασιλόπουλα, τὸν Φρίξο καὶ τὴν Ἕλλη, γιὰ νὰ δεχτεῖ    ὁ «θεὸς» νὰ ρίξει τὴν εὐλογημένη βροχή.

Ὡστόσο δὲν πρέπει νὰ ἔλειπαν καὶ οἱ σοφρονέστερες σκέψεις καὶ ἰδέες ὅτι εἶναι ὑπερβολικὴ μία τέτοια θυσία, ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ θυσιάζονται ἄνθρωποι. Ἔτσι σκέφτηκαν ὅτι μία τέτοια θυσία, μία θυσία ἀθώων παιδιῶν δὲν μπορεῖ    νὰ ἦταν θέλημα θεοῦ, καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ τὰ βασιλόπουλα, μὲ θεϊκὴ παρέμβαση, τῆς γλυκιᾶς Νεφέλης, γλιτώνουν  ἀπὸ τὸν θάνατο.

Κάπως  ἔτσι σκέπτονταν καὶ ἄλλοι συνάνθρωποί τους γιὰ τὸ  πραγματικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ἄλλα μέρη καὶ ἀντικατέστησαν τὸν Ἰσαάκ μὲ ἕνα κριάρι: «καὶ ἀναβλέψας Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς κατεχόμενος ἐν φυτῷ Σαβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβε τὸν κριὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ»[1] καὶ τὴν Ἰφιγένεια μὲ ἕνα ἐλάφι: «θαῦμα δ’ ἦν αἴφνης ὁρᾶν· πληγῆς γὰρ πᾶς τις ᾔσθετ’ ἄν σαφῶς κτύπον, τὴν παρθένον δ’ οὐκ εἶδεν οἷ γῆς εἰσέδυ· βοᾷ δ’ ἱερεύς, ἅπας δ’ ἐπήχησε στρατός, ἄελπτον εἰσιδόντες ἐκ θεῶν τινος φάσμ’ οὗ γε μηδ’ ὁρωμένου πίστις παρῆν· ἔλαφος γὰρ ἀσπαίρουσ’ ἔκειτ’ ἐπὶ χθονὶ ἰδεῖν μεγίστη διαπρεπής τε τὴν θέαν, ἧς αἵματι βωμὸς ἐραίνετ’ ἄρδην τῆς θεοῦ».[2]

Ἐξελίχτηκε ἡ ἀνθρώπινη σκέψη καὶ πλησίασε πρὸς τὸ  εὐεργετικότερο. Ὁ ὅποιος «θεὸς» κυβερνοῦσε τὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν ἀνελέητος σκληρὸς τιμωρός. Δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν δυσεξιλέωτος  «Τιτάνας»  Γι’ αὐτὸ καὶ ἦρθε ὁ Δίας  καὶ  ἐξόντωσε τὸν «Τιτάνα» μὲ κεραυνοὺς  καὶ ἀστραπὲς καὶ «κατακλυσμούς».

Ἔτσι καθὼς περνοῦσαν οἱ αἰῶνες ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ τιμωροῦ  καὶ σκληροῦ «Λαφύστιου Δία», ὁ ὁποῖος  ἀπαιτοῦσε ἀνθρώπινες θυσίες, οἱ ἄνθρωποι ὁδηγήθηκαν στὴν λατρεία τοῦ εὐεργέτη καὶ μαλακοῦ «Μειλίχιου Δία». Καὶ ἡ ἐξελικτικὴ αὐτὴ πορεία τῆς ἀνθρώπινης διανόησης τῶν νεολιθικῶν προγόνων μας  ἀπὸ τὴν θεϊκὴ «τιμωρία» στὴν θεϊκὴ εὐεργεσία κληρονομήθηκε καὶ  στοὺς πολὺ νεότερους χρόνους καὶ  ἔτσι τὴν βασιλοπούλα, τὴν ὁποία ὁδήγησαν στὴ βρύση γιὰ νὰ τὴν πάρει ὁ «Δράκος» καὶ νὰ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸ  νερό, ἐπεμβαίνει καὶ τὴν ἐλευθερώνει ὁ «Ἅγιος Γεώργιος».

Ὡστόσο ἡ ἰδέα τῆς ἀνθρωποθυσίας γιὰ τὴν τιθάσευση τοῦ παντοδύναμου νεροῦ δὲν ἐξαφανίστηκε ἐντελῶς  ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη καὶ μάλιστα ὄχι ὅποιας κι ὅποιας θυσίας, ἀλλὰ κάποιας σημαντικῆς.

Ἔτσι τὸ πουλάκι τὸ ὁποῖο «πῆγε κι ἔκατσε στῆς Ἄρτας τὸ ποτάμι δὲν κελαηδοῦσε σὰν πουλί, μηδὲ σαν χελιδόνι, μόν’   κελαηδοῦσε κι ἔλεγε  ἀνθρώπινη κουβέντα» καὶ ἦταν   κατηγορηματικὸ στὴ δήλωσή του: «ἄν δὲν στοιχιῶστε   ἄνθρωπο γεφύρι δὲν στεριώνει καὶ μὴν στοιχιῶστε ὀρφανό, μὴ ξένο, μὴ διαβάτη, παρὰ τοῦ πρωτομάστορα τὴν ὄμορφη γυναίκα».

Κι ὅταν  κάποτε ὁ «ποταμὸς θεός», παρ’ ὅλη τὴν καλὴ συμπεριφορά τους καὶ τὴν συμμόρφωσή   τους μὲ τὸ θεϊκὸ θέλημα, θύμωνε καὶ πλημμύριζε καὶ προξενοῦσε καταστροφὲς καὶ ζημιὲς  στοὺς νεολιθικοὺς κατοίκους πῶς νὰ ἐξηγοῦσαν ἄραγε  αὐτὴ   τὴν ἀλλαγὴ τῆς συμπεριφορᾶς του;

Νὰ συλλογίζονταν ὅτι ἴσως  κάποια ἀνάρμοστη συμπεριφορὰ τους, κάποια ἁμαρτία τους, κάποια παράβαση θείου θελήματος, δυσαρέστησε τὸν «θεό» τους; Ἀναλογίζονταν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ καταλάβουν ποιὰ ἦταν αὐτή   τους ἡ κακὴ πράξη, αὐτή   τους ἡ «ἁμαρτία» καὶ προσπαθοῦσαν νὰ μὴν τὴν ἐπαναλάβουν;

Προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸν καλὸ δρόμο  ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχαν ξεστρατίσει καὶ νὰ ζήσουν καὶ πάλι σύμφωνα μὲ τὸ  «θέλημα» τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν προκαλοῦν τὴν ὀργὴ του;

Πρωτοστατοῦσε στὶς  σκέψεις καὶ στὶς  ἐνέργειες αὐτὲς κάποιος «κήρυκας» ἤ κάποιος ἐμπνευσμένος προφήτης ὁ ὁποῖος  τοὺς ἔδινε τὶς  συμβουλές του ἑρμηνεύοντας τὰ θεϊκὰ σημάδια;

Ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους κάποιος εἰδικός, κάποιος γνώστης καὶ ἑρμηνευτὴς τοῦ θεϊκοῦ θελήματος, κάποιος οἰωνοσκόπος, σοφὸς μάγος, ἔμπειρος ἡλικιωμένος γέροντας ἤ θεόσταλτος φωτισμένος ἡγέτης ὁ ὁποῖος  τοὺς καθοδηγοῦσε καὶ τοὺς συμβούλευε;

Στὰ παραπάνω ἐρωτήματα μία καὶ μόνη ἀπάντηση μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ δοθεῖ. Καὶ ἡ ἀπάντηση αὐτὴ   εἶναι ἡ καταφατικὴ ἀπάντηση σὲ ὅλα. Μία τέτοια ἀπάντηση πρέπει νὰ ἔδιναν οἱ ἴδιοι στὰ ἐρωτήματὰ τους. Μία τέτοια ἀπάντηση θὰ ἔδιναν οἱ γεροντότεροι  στοὺς νεότερους, οἱ γονεῖς στὰ παιδιά, οἱ «ἱερεῖς» καὶ οἱ «μάγοι» στὸ λαό τους.

Ἦταν γιὰ ὅλους  μία λογικὴ ἀπάντηση, μία εὐκολονόητη ἑρμηνεία, ἀλλὰ καὶ μία εὐπρόσδεκτη ἀπάντηση, βολικὴ γιὰ ὅλους, καθησυχαστική, ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση τὴν ὁποία  μὲ ἐπιμονὴ τοὺς ἔδιναν οἱ ἱερεῖς τους καὶ ἡ ὁποία  τοὺς ἀνακούφιζε. Κάθε ἀρνητικὴ τοποθέτηση θὰ δημιουργοῦσε ἀναπάντητα ἐρωτήματα καὶ δυσεπίλυτα προβλήματα καὶ θὰ τοὺς προβλημάτιζε βασανιστικά.

Ὅ,τι πάντως καὶ ἄν πίστευαν, καλοῦ – κακοῦ, λάβαιναν καὶ τὰ πρακτικὰ μέτρα τους. Εἶχαν μάθει καὶ  γνώριζαν καλὰ αὐτὸ τὸ  συμβιβαστικὸ ποὺ  οἱ νεότεροι σκέπτονταν λέγοντας  «καλὸς ὁ ἁγιασμὸς ἀλλὰ χρειάζεται καὶ ἡ γάτα».

Κρατοῦσαν κάποιες ἀποστάσεις  ἀπὸ τὰ ἐπικίνδυνα σημεῖα καὶ λάβαιναν τὰ κατάλληλα μέτρα. Ἀφοῦ ἔβλεπαν ὅτι κάθε τόσο τὰ κατώτερα μέρη τῶν λασπόχτιστων τοίχων τῶν σπιτιῶν τους διαβρώνονταν καὶ καταστρέφονταν  ἀπὸ τὰ νερὰ τῶν βροχῶν τὰ ὁποῖα  πλημμύριζαν τὸν οἰκισμό τους, σκέφτηκαν νὰ τὰ κάνουν πέτρινα, ἄν καὶ κινδύνευαν νὰ κατηγορηθοῦν ὅτι  δὲν ἐμπιστεύονταν  στὸ «θέλημα τοῦ Θεοῦ».

Οἱ νεολιθικοὶ   ἄνθρωποι προτιμοῦσαν ἀκόμα νὰ στήσουν τὰ σπίτια τους σὲ ψηλότερα μέρη. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τῆς «Καμάρας» καὶ τῆς «Πουρναρόλακας», στὸν κάμπο τῆς Σούρπης, τραβήχτηκαν, λίγο ψηλότερα  ὥστε   νὰ εἶναι μακριὰ  ἀπὸ τὸν ἀπρόβλεπτο Σαλαμπριά. Νὰ ἔχουν ἥσυχο τὸ  κεφάλι τους καὶ αὐτοὶ  οἱ ἴδιοι καὶ τὰ οἰκόσιτα ζῶα τους ἀφήνοντας στὸ θέλημα τοῦ «θεοῦ» Σαλαμπριᾶ μόνο τὰ χωράφια τους κάτω στὸν κάμπο γιὰ τὰ ὁποῖα  δὲν μποροῦσαν νὰ πάρουν προστατευτικὰ μέτρα. Αὐτὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ μετακινήσουν.

Στὸ κάτω κάτω ὁ θυμὸς τοῦ Σαλαμπριᾶ, ὅποτε ἐρχόταν,  σὲ καλὸ τους ἔβγαινε. Μετὰ  ἀπὸ κάθε πλημμύρα τοῦ Σαλαμπριᾶ τὰ χωράφια τῶν κατοίκων τοῦ σουρπιώτικου κάμπου γίνονταν πιὸ γόνιμα.

Τὸ μόνο πρόβλημα τὸ ὁποῖο  δημιουργοῦσαν οἱ πλημμύρες τοῦ Σαλαμπριᾶ   ἦταν ὅτι μετὰ  ἀπὸ κάθε μεγάλο καὶ ὀργισμένο «θυμὸ» του ἐξαφανίζονταν τὰ ὅρια τὰ ὁποῖα  χώριζαν τὶς  ἰδιοκτησίες τους, τὰ σύνορα τῶν χωραφιῶν τους. Ὁ ἐπανακαθορισμὸς τῶν συνόρων τῶν χωραφιῶν τους ἔπειτα  ἀπὸ κάθε μεγάλη πλημμύρα τοῦ Σαλαμπριᾶ ἦταν ἕνα πρόβλημα.

Μερικὲς φορές, ὡστόσο, παρέμεναν ὁρατὰ κάποια σημάδια τῶν συνόρων, κάποια ἴχνη τῶν συνόρων καὶ  ἀπὸ αὐτὰ διευκολύνονταν νὰ τὰ ξαναχαράξουν μὲ δίκαιο τρόπο.  Ἄς ἦταν καλὰ μία καλή τους θεὰ ἡ ὁποία  φρόντιζε, μετὰ  ἀπὸ κάθε πλημμύρα, μετὰ  ἀπὸ κάθε ἐκδήλωση ὀργῆς τοῦ Σαλαμπριᾶ, νὰ παραμένουν κάποια «σημάδια» τῶν ὁρίων, νὰ παραμένουν ἀπείραχτα κάποια ἴχνη τῶν συνόρων,  ὥστε   νὰ μποροῦν    μὲ  τὴν βοήθεια αὐτῶν τῶν ἰχνῶν νὰ  βροῦν καὶ  νὰ ξαναχαράξουν τὰ σύνορα τῶν χωραφιῶν τους.

Πάντοτε θὰ ὑπάρχει τὸ  «καλὸ» τὸ ὁποῖο  θὰ ἀντιμάχεται στὸ «κακό».  «Οὺδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ». Πάντοτε σ’  ἕνα  «Λαφύστιο Δία» θὰ ἀντιπαρατίθεται ἕνας «Μειλίχιος Δίας»,  σὲ μία κακιὰ «Ἰνὼ» μία καλὴ «Νεφέλη», σ’ ἕνα «κακό θεὸ» ἕνας «καλὸς θεός».

Καὶ αὐτὸς ὁ καλὸς θεὸς θὰ ἐπικρατεῖ    στὸ τέλος. Πάντοτε   ἕνα «Κακὸ Δράκο» θὰ τὸν πολεμάει καὶ πάντοτε θὰ τὸν νικάει ἕνας καβαλλάρης «Ἁϊ- Γιώργης». Ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους στὸ τέλος νὰ εἶναι νικητὴς  τὸ καλό

Τὸ κακὸ ποὺ  προκαλοῦσε ὁ θυμωμένος Σαλαμπριάς τὸ  διόρθωνε ἡ καλὴ θεά,  ἡ «Ἰχναία Θέμιδα». Αὐτὴν παρακαλοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῆς Σούρπης νὰ μὴν τοὺς ξεχνάει καὶ νὰ τοὺς βοηθάει νὰ ξαναβρίσκουν τὰ σύνορα τῶν χωραφιῶν τους. Κι αὐτὴ   πάντα φρόντιζε νὰ διατηρηθοῦν κάποια «ἴχνη», κάποια σημάδια, κόντρα στὸ θυμὸ τοῦ ὀργισμένου Σαλαμπριᾶ καὶ τοῦ ἀχόρταγου Λαφύστιου Δία, ὁ ὁποῖος  ἤθελε καὶ ἀνθρώπους ἀκόμα νὰ τοῦ θυσιάζουν γιὰ νὰ δεχτεῖ    νὰ βρέξει.

Ἔτσι ἡ «Ἰχναία Θέμιδα» τοὺς βοηθοῦσε νὰ μὴν ἀδικεῖται κανένας καὶ νὰ ξαναβρίσκουν τὰ σωστὰ ὅρια τῶν χωραφιῶν τους, ἀφοῦ ἡ θεὰ ἐκτὸς  ἀπὸ «Ἰχναία», ἦταν καὶ «Θέμιδα», θεὰ τῆς  δικαιοσύνης, τοῦ νόμιμου καὶ τοῦ σωστοῦ.

[1] Παλαιὰ Διαθήκη, Γένεσις, 22.13.

[2] Εὐρυπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ.  1581 -1589.

Καθήλωσε το κοινό η αφιερωμένη στον Κ.Π.Καβάφη εκδήλωση της Φιλαρχαίου Εταιρείας

Γράφει ο Βασίλης Φυτιλής

Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία, το βράδυ της 24η ς Απριλίου 2025, από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού, στα δάσος ΚΟΥΡΙ και στον εξωτερικό χώρο του καφέ ΤΟ
ΞΥΛΙΝΟ, κάτω από τις αιωνόβιες βελανιδιές, η εκδήλωση αφιερωμένη στον Αλεξανδρινό μας ποιητή, Κων/νο Καβάφη με θέμα «ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ». Διαβάστε περισσότερα

Βραδυά Ποίησης και Ιστορίας με τον Κ. Π. Καβάφη

Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ» διοργανώνει στις 24 Μαΐου 2025, ημέρα Σάββατο και ώρα 20.30΄ στον Αλμυρό, στο Δάσος ΚΟΥΡΙ και στο καφέ «ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ», εκδήλωση αφιερωμένη στον Αλεξανδρινό μας ποιητή, Κωνσταντίνο Π. Καβάφη με θέμα: «ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ» Διαβάστε περισσότερα

Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς» στην Επίδαυρο στις 28/6/2025

Την καθιερωμένη εδώ και πολλά χρόνια εκδρομή στην Επίδαυρο για την παρακολούθηση Αρχαίου Δράματος θα πραγματοποιήσει και φέτος η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς» για τα μέλη και τους φίλους της, το Σάββατο 28 Ιουνίου 2025, όπου θα παρακολουθήσουμε την ΑΝΤΙΓΟΝΗ του Σοφοκλή στην αξεπέραστη μετάφραση του  Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η σκηνοθεσία είναι του Ούλριχ Ράσε, που γνωρίσαμε το 2022 με τον συγκλονιστικό Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Στην παράσταση παίρνει μέρος ένα λαμπερό καστ ηθοποιών: Γιώργος Γάλλος,  Δημήτρης Καπουράνης, Κόρα Καρβούνη, Φιλαρέτη Κομνηνού, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνος Τοκάκης.   Διαβάστε περισσότερα

Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Ἡ συγκέντρωση  τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Μαγνησίας  στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ ἀγῶνα

                 Οἱ περισσότεροι τῶν ὁπλαρχηγῶν τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ Πλατάνου ἀπὸ τοὺς Τούρκους, κατέφυγαν σὲ ἄλλα μέρη. Ὁ Θρασύβουλος Βελέντζας καὶ ὁ ἀνηψιός του Ἰωάννης Βελέντζας, ὁ γιὸς τοῦ Ἀχιλλέα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καὶ τὶς μεγαλύτερες καὶ ἀξιολογότερες ὁμάδες ἀγωνιστῶν, μετακινήθηκαν πρὸς τὸ Πήλιο καὶ ἔλαβαν μέρος στοὺς ἐκεῖ  ἀγῶνες. Ὁ Ἀχιλλέας Βελέντζας κατέφυγε στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης.

               Μετὰ τὸ τέλος τῶν μαχῶν στὴν περιοχὴ τοῦ Πηλίου, τὴν περιγραφὴ τῶν ὁποίων δὲν περιλαμβάνουμε στὴν παροῦσα ἐργασία, καὶ κυρίως μετὰ τὴν μάχη, τὴν κατάληψη καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς Μακρυνίτσας ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀποφασίστηκε ἡ συγκέντρωση ὅλων τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν τῆς Μαγνησίας στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης τοῦ Ἁλμυροῦ.

             Ἡ διαφυγή, ὡστόσο, τόσων πολεμιστῶν, νικημένων καὶ ἀπογοητευμένων, ἀπὸ τὴν περιοχὴ του Πηλίου, μέσα ἀπὸ τὶς ἐνδιάμεσες τουρκοκρατούμενες πεδινὲς περιοχὲς  τοῦ  Βόλου καὶ τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης  ἦταν μία πολὺ  παράτολμος καὶ ἄκρως ριψοκίνδυνη ἀπόπειρα. Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1878 ΣΤΟΝ ΑΛΜΥΡΟ. ΜΕΡΟΣ Γ΄.

Μία ἄλλη ἐπισκόπηση

τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ  κινήματος τοῦ ἔτους 1878

                   Θὰ παρεμβάλουμε στὴ θέση αὐτή, θεωρῶντας το χρήσιμο συμπλήρωμα, ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα σχετικὸ μὲ  τὸ παρὸν κεφάλαιο, ἀπὸ τὰ  «Φθιωτικὰ» τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου, τὰ ὁποῖα ἐκδὀθηκαν τὸ ἔτος 1891, λίγα μόλις χρόνια   μετὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ἀναφερομένων γεγονότων καὶ, ὡς ἐκ τούτου, βεβαιωμένα καὶ ἀπὸ ἀφηγήσεις αὐτοπτῶν μαρτύρων:

                «Καὶ ταῦτα μὲν κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους. Κατὰ δὲ τὴν ὑποταγὴν τῆς Θεσσαλίας εἰς τοὺς Τούρκους τῷ 1414 ὑπετάχθη καὶ ἡ χώρα αὕτη. Καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες, καθάπερ καὶ οἱ τῆς λοιπῆς Θεσσαλίας, ἀπεχώρησαν εἰς τὰ ὄρη, προτιμήσαντες  τὴν τραχύτητα τοῦ τόπου τῆς τουρκικῆς τυραννίας, οἱ δὲ Τοῦρκοι κατέλαβον τὴν εὔφορον πλὴν ἔρημον ἤδη χώραν καὶ πρὸς συνοικισμὸν ταύτης προσεκάλεσαν ἐκ τοῦ Ἰκονίου τῆς Ἀσίας, ὡς ἀνωτέρω εἶπον, τουρκικὸν γεωργικὸν πληθυσμόν, εἰς ὅν διένειμαν τὴν ἔρημον χώραν. Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1878 ΣΤΟΝ ΑΛΜΥΡΟ. ΜΕΡΟΣ Β΄.

Οἱ ἀγωνιστὲς οἱ ὁποῖοι  εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν Βρύναινα καὶ ἔλαβαν μέρος στὴν δοξολογία καὶ στὴν κήρυξη τῆς ἔναρξης τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα,  ἀποφάσισαν, σὲ πρώτη φάση, νὰ καταλάβουν τὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο κατεῖχαν ὀχυρωμένοι σ’ αὐτὸ 50 Ὀθωμανοί. Ἦταν ἡ τουρκικὴ στρατιωτικὴ μονάδα ἡ ὁποία εἶχε ἕδρα τὴν Βρύναινα τὸν προηγούμενο χρόνο 1877, ὅπως ἀνέφερε ὁ Δἠμαρχος Πτελεατῶν Γενναῖος Σκούρας σὲ ἀναφορά του, τὴν ὁποία παρουσιάσαμε σὲ προηγούμενες σελίδες.

Στὴν σύσκεψη τῶν καπεταναίων τῆς Βρύναινας ἀποφασίστηκε ἡ κατάληψη τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ρίφθηκε ἡ ἰδέα νὰ γίνει ἀκόμα καὶ ἡ ἀνατίναξή  του σε περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἡ κατάληψή του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ διαφορετικά. Ἡ ἰδέα αὐτὴ, ὡστόσο,  ἀπορρίφθηκε ἀμέσως. Ὁ πολιτικὸς ἀρχηγὸς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ Δ. Οἰκονομίδης εἶπε ὅτι ἕνα τέτοιο ἱστορικὸ καὶ  θρησκευτικὸ καὶ μνημεῖο, ὅπως τὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, δὲν εἶναι δυνατὸν  νὰ καταστραφεῖ γιὰ 50 Ὀθωμανούς. Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΑΠΡΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1878 ΣΤΟΝ ΑΛΜΥΡΟ. ΜΕΡΟΣ Α΄.

Τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ  ἔτους 1878

                    Τὸ ἀπελευθερωτικό κίνημα τοῦ ἔτους 1878 ἦταν  γιὰ τὴν Θεσσαλία τὸ  σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα γιατὶ ἦταν καὶ τὸ ἀποτελεσματικότερο, ἀφοῦ  ὡς τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶχε τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸν  τουρκικό ζυγό. Ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ ἦταν χαρακτηριστικὰ σημαντικὸ γιατὶ  μετὰ ἀπὸ αὐτὸ  ἀποκαταστάθηκε ὁ ἀπὸ πενῆντα χρόνια ὑφιστάμενος ἐντελῶς ἀφύσικος τεμαχισμός της μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας.

                Ἦταν ἀκόμα τὸ σημαντικότερο ἀπελευθερωτικὸ κίνημα ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς φανερῆς καὶ ἔμπρακτης συμμετοχῆς τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, αὐτὴ τὴν  φορά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1854. Διαβάστε περισσότερα