Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ «Καραντζάνταλι»

  1. Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Καραντζάνταλι»

Ἕνας οἰκισμὸς ποὺ  ἀναπτύχθηκε κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ βρισκόταν στὴν   περιοχὴ τοῦ  ἀκατοίκητου σήμερα χωριοῦ Καραντζάνταλι.

Ἄν καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ νεολιθικοῦ αὐτοῦ οἰκισμοῦ ἦταν γνωστὴ  ἀπὸ πολλὰ χρόνια πρὶν καὶ εἶχαν γίνει ἤδη ἀνασκαφές, ὡς ἀρχαιολογικὸς χῶρος  κηρύχθηκε ἑκατὸ καὶ περισσότερο χρόνια ἀργότερα, στὶς  30 Ἰουνίου 1994 (ΦΕΚ 501Β/30-6-1994), διότι, κατὰ τὸ  αἰτιολογικὸ τῆς ἀπόφασης «μὲ αὐτοψίες καὶ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες ἔχουν ἐντοπισθεῖ σημαντικὰ ἀρχαῖα λείψανα ὀχυρώσεων, ἀναλημματικοὶ τοῖχοι, θεμέλια ἀρχαίων κατοικιῶν, τάφοι καὶ κατάλοιπα προϊστορικῶν ἐγκαταστάσεων, στοιχεῖα τὰ ὁποῖα κινδυνεύουν ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις, ὅπως ἔντονη ἀγροτικὴ  δραστηριότητα καὶ οἰκοδομικὲς ἐργασίες».

Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς Καραντζάνταλι βρίσκεται σὲ μία πλαγιὰ μὲ ὑψόμετρο 194 περίπου μέτρα καὶ 1.200 περίπου μέτρα νοτιοδυτικὰ τοῦ οἰκισμοῦ τῶν Ζερελίων.  Οἱ Wace καὶ Thomppson, ὁδηγημένοι ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ἐκεῖ, ἔγραψαν ὅτι ὁ οἰκισμὸς ἐντοπίστηκε: «Δεκαπέντε λεπτὰ βόρεια τοῦ Καραντζάνταλι, κοντὰ σ’ ἕνα δασάκι μὲ βελανιδιές».

Ἀπὸ τὶς  ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ μελέτες ποὺ  πραγματοποιήθηκαν στὸ χῶρο  ἔγινε φανερὸ ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς Καραντζάνταλι δὲν ἦταν μεγάλος. Ἦταν μικρότερος τοῦ οἰκισμοῦ τῶν Ζερελίων.  Ὡστόσο τὰ εὑρήματα ἔδειξαν ὅτι ἦταν ἔνας οἰκισμὸς, χωρίς καμία ἀμφιβολία, ἀρχαιότερος τῶν Ζερελίων. Στὸν οἰκισμὸ «Καραντζάνταλι» ἐντοπίστηκαν σαφῆ εὑρήματα τῆς Ἀρχαιότερης Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς ἐνῶ στὸν οἰκισμὸ «Ζερέλια» συναντοῦμε κυρίως εὑρήματα τῆς Μέσης Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς.  Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ   εἶχε διαπιστώσει καὶ ὁ Τσούντας.

Οἱ ἔρευνες στὸ Καραντζάνταλι  ἀπέδωσαν  ἀρκετὰ νεολιθικὰ εὑρήματα: ὄστρακα κεραμικῆς, εἰδώλια, ἐπεξεργασμένα κόκαλα, κελύφη μαλακίων, ἐργαλεῖα  ἀπὸ χαλαζία καὶ ὀψιδιανό, πέτρινα λειασμένα ἐργαλεῖα καὶ τσεκούρια, θραύσματα χειρόμυλων, θραύσματα θυσιαστήριων τραπεζῶν, κεραμικὰ κουτάλια, σβώλους πηλοῦ  ἀπὸ ἐπιχρίσματα καλαμωτῶν, δεῖγμα ὅτι οἱ τοῖχοι τῶν σπιτιῶν  τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» ἦταν  καμωμένοι  ἀπὸ καλαμωτὲς ἐπιχρισμένες μὲ πηλό. Ἡ χρονολόγηση μὲ ραδιοάνθρακα παρόμοιων εὑρημάτων  ἔδωσε μία χρονολογία στὸ δεύτερο μισὸ τῆς ἕβδομης χιλιετίας (7.000 – 6.500 π.Χ.).

Τὰ εἴδη κεραμικῆς  τοῦ οἰκισμοῦ «Καραντζάνταλι» ἦταν χειροποίητα, καμωμένα μὲ πηλὸ  ἀπὸ χῶμα τῆς αὐτῆς περιοχῆς καὶ ψημένα σὲ χαμηλὴ θερμοκρασία  700-8500, γυαλισμένα κυρίως μόνο ἐξωτερικά. Ἡ χρονολόγησὴ τους ἔδειξε ὅτι ὁ οἰκισμὸς «Καραντζάνταλι» κατοικήθηκε στὴν Ἀρχαιότερη καὶ στὴ Μέση Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἐγκαταλείφθηκε καὶ σταμάτησε ἡ κατοίκησὴ του κατὰ τὴν Νεότερη καὶ τὴν Τελική.

Θεωρεῖται πιθανόν  ὅτι ἡ ἐγκατάλειψη αὐτὴ   συνδέεται μὲ την, περίπου, ταυτόχρονη κατοίκηση τοῦ οἰκισμοῦ τῶν Ζερελίων καὶ τὴν μετακίνηση τῶν κατοίκων τοῦ Καρατζανταλιοῦ στὸ λόφο τῶν Ζερελίων, τοῦ ὁποίου τὰ εὑρήματα ὁδηγοῦν στὴν κατοίκησὴ του  ἀπὸ τὴ Μέση Νεολιθικὴ καὶ μετά.

Ἕνα πηγάδι ποὺ ὑπάρχει στὴ σημερινὴ ἐποχή, σὲ ἀπόσταση 500 μέτρων  ἀπὸ τὸν ἀκατοίκητο τώρα οἰκισμὸ Καραντζανταλιοῦ,  καὶ τὸ  ὁποῖο καὶ στὴν ἐποχὴ μας ἔχει νερὸ μόλις ἕνα μέτρο κάτω  ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους,  πρέπει κατὰ τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία κατοικοῦνταν ὁ οἰκισμὸς, τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθική, νὰ ἦταν μία πηγὴ  ἀπὸ τὴν ὁποία ὑδρεύονταν οἱ νεολιθικοὶ  κάτοικοι τῆς περιοχῆς. Αὐτὴ ἡ πηγὴ πρέπει νὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ   συνετέλεσε στὴν ἐπιλογὴ τῆς  θέσης γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ οἰκισμοῦ.

Οἱ κάτοικοι τοῦ οἰκισμοῦ Καραντζάνταλι, ὅπως ὅλοι σχεδόν οἱ  ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς  ἐκείνης, ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν γεωργία καὶ τὴν κτηνοτροφία. Οἱ εἰδικὲς ἔρευνες ποὺ  πραγματοποιήθηκαν εἰδικὰ γιὰ τὸ  θέμα αὐτὸ στὸν συγκεκριμένο οἰκισμό, μᾶς δίνουν μία ἀρκετὰ σαφῆ εἰκόνα τῶν ἐκτρεφομένων ζώων στὴν   περιοχὴ  του.

Μία ἄποψη τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ζώων ποὺ  ἐκτρέφονταν στὸ Καραντζάνταλι μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε  ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν ὀστῶν ποὺ  συλλέχτηκαν.

Ἀπὸ τὰ ὀστὰ ποὺ  συλλέχτηκαν καὶ ἐξετάστηκαν τὸ  96% ἦταν  ὀστὰ θηλαστικῶν, τὸ  1%  ὀστὰ ἐρπετῶν καὶ τὸ ὑπόλοιπο 3% θαλασσίων μαλακίων.

Ἀπὸ τὰ ὀστὰ τῶν θηλαστικῶν τὸ   91% ἦταν ὀστὰ οἰκιακῶν θηλαστικῶν, ἤτοι ἥμερων θηλαστικῶν ποὺ  ἐκτρέφονταν  ἀπὸ τοὺς κατοίκους καὶ τὸ ὑπόλοιπο  9% ἦταν ὀστὰ ἄγριων, ζαρκαδιῶν, ἐλάφων, λαγῶν.  Ἀπὸ τὰ ὀστὰ τῶν οἰκιακῶν θηλαστικῶν τὸ  54,2% ἦταν αἰγοπροβάτων, τὸ  23,7% γουρουνιῶν, τὸ  18,6% βοοειδῶν καὶ τὸ ὑπόλοιπο 3,4% σκύλων.

Τὰ ποσοστὰ αὐτά, στὸ βαθμὸ βεβαίως ποὺ  τὰ  ὅσα ὀστὰ συγκεντρώθηκαν  ἀπὸ τὴν ἔρευνα ἀνταποκρίνονται στὶς  ἀναλογίες τους μὲ τὴν τότε πραγματικότητα, καταδεικνύουν ἀσφαλῶς τὶς  ἀναλογίες τῶν θηλαστικῶν ποὺ  ἐκτρέφονταν  ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ οἰκισμοῦ ἀλλὰ καὶ τὶς  διατροφικὲς τους συνήθειες καὶ προτιμήσεις τῶν νεολιθικῶν κατοίκων τοῦ Καραντζάνταλι.

Προχωρῶντας σὲ λεπτομερέστερα στοιχεῖα ποὺ  προέκυψαν  ἀπὸ τὴν ἔρευνα καὶ καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι τὰ πρόβατα ποὺ  ἐκτρέφονταν ἦταν διπλάσια  ἀπὸ τὰ  γίδια καὶ ὅτι οἱ κάτοικοι προτιμοῦσαν νὰ σφάζουν τὰ ζῶα σὲ μικρὴ ἡλικία. Τὰ περισσότερα γουρούνια σφάζονταν σὲ ἡλικία μικρότερη τῶν 24 μηνῶν καὶ τὰ περισσότερα  αἰγοπρὀβατα  μέχρι τὴν ἡλικία 4-5 ἐτῶν. Μόνο ἕνα στὰ  τριάντα ζῶα ποὺ  σφάζονταν ἦταν πάνω  ἀπὸ 5 ἐτῶν.