Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμός «Βαΐτση μῦλος» τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

  1. Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Βαΐτση Μύλος»

Ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γνωστά, ὅπως καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ  αὐτὰ διαφαίνονται  ἀπὸ τὶς  δημοσιευμένες μέχρι σήμερα μελέτες, παρουσιάζεται ὅτι γιὰ πρώτη φορὰ ἐντοπίστηκε ὁ νεολιθικὸς αὐτὸς οἰκισμὸς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, δηλαδὴ ἡ νεολιθικὴ θέση «Βαΐτση μύλος»,  ἀπὸ τοὺς Wace καὶ Thompson, στὰ 1912, οἱ ὁποῖοι σημείωσαν χαρακτηριστικὰ ὅτι ἡ θέση βρισκόταν «στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Χολορέματος, κάτω στὸ ρέμα, λίγα λεπτὰ ἀπὸ τὸν μύλο ποὺ λέγεται «Μύλος Βαΐτση»».

Τρία χρόνια ἀργότερα, στὰ 1915, ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, σὲ δημοσίευμὰ του στὴν Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίδα  μὲ τίτλο «Δεύτεραι ἀνακαλύψεις μνημείων θεσσαλικῆς προελληνικῆς  γραφῆς καὶ ἕτερα ἀντικείμενα», ἔγραψε γιὰ τὴν θέση αὐτή:

«Ἐξετάσαντες δ’ ἐπὶ τόπου τὸ ἔδαφος εἴδομεν ὅτι ἡ ἔκτασις ἡ ἀρχομένη ἀπὸ τοῦ ὑδρομύλου Βαΐτση μέχρι τοῦ ὑδρομύλου τοῦ Μεμὲτ-ἐφέντη, παραλλήλως τῇ ἀριστερᾷ ὄχθῃ τοῦ Χωλορρεύματος, εἶναι κεκαλυμμένη ὑπὸ κεραμίτιδος, ἀναγομένης εἰς τὸν παλαιολιθικὸν καὶ νεολιθικὸν αἰώνα καὶ διηκούσης μέχρι τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Ἀντιπροσωπεύονται δ’ ἐν αὐτῇ ἐπαρκῶς πάντες οἱ χρόνοι, οἱ μυκηναϊκοί, οἱ ἱστορικοὶ καὶ οἱ βυζαντιακοί, πλὴν τῶν παλαιολιθικῶν καὶ νεολιθικῶν, οἵτινες ἐπικρατοῦσι σχεδόν.

Παρὰ δὲ τὸν ὑδρόμυλον Μεμὲτ-ἐφέντη, ἔνθα διέρχεται ἡ ἐθνικὴ ἁμαξιτὸς ἀπὸ Ἁλμυροῦ εἰς Ἀκ-κετσί, ἀνευρέθησαν τάφοι ὀρθογώνιοι ἐκ μεγάλων ἀξέστων ἐγχωρίων πλακῶν, οὕς καὶ ἡμεῖς εἴδομεν, τὰ δὲ ἐν αὐτοῖς κτερίσματα διηρπάγησαν ὑπὸ τῶν ἐργατῶν. Τίνων χρόνων ἦσαν οἱ τάφοι; ἀγνοοῦμεν. Ἔχομεν δὲ πεποίθησιν ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ἀρχαῖον νεκροταφεῖον.

Συνεχίζοντας ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος τὴν σχετικὴ του ἐργασία γράφει: «Ὁ συνοικισμὸς οὗτος, ἀφιστάμενος ἡμίσειαν ὥραν ἀπὸ τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, φαίνεται ὅτι ἀνήκει εἰς κώμην τινὰ ἀρχαίαν τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, ἱδρυθεῖσαν μὲν ἀπὸ τοῦ παλαιολιθικοῦ αἰῶνος χάριν τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, συνεχισθεῖσαν δὲ καθ’ ὅλον τὸν μακρὸν χρόνον τοῦ ἑλληνικοῦ βίου μέχρι τῶν βυζαντιακῶν χρόνων, ὡς ἐκ τῆς ἀνευρέσεως ἐνταῦθα συντριμμάτων ἀγγείων τεκμαιρόμεθα».

Στὴν ἐργασία αὐτή, ἡ ὁποία  δημοσιεύθηκε στὰ 1915, τρία χρόνια μετὰ τὴν ἀνακοίνωση τῶν Wace καὶ Thompson, ὁ Γιαννόπουλος παρουσιάζεται ὡς δεύτερος χρονικὰ μελετητὴς τῆς ἀρχαιολογικῆς  αὐτῆς  θέσης. Ὡστόσο ὁ πολὺ χαρακτηριστικὸς τίτλος τῆς ἐργασίας τοῦ «Δεύτεραι ἀνακαλύψεις μνημείων θεσσαλικῆς προελληνικῆς  γραφῆς καὶ ἕτερα ἀντικείμενα», ἄν καὶ ἐπιτρέπει καὶ ἄλλες ἑρμηνεῖες, ἐμπεριέχει καὶ τὴν ἐπισήμανση τῆς ὕπαρξης παλαιότερης δικῆς  του ἐπαφῆς  καὶ ἔρευνας μὲ τὴν ἀρχαιολογικὴ θέση «Βαΐτση μύλος», ὅπως ἀποδεικνύουμε στὴ συνέχεια.

Ὁ P. Halstead  ἀναφέρει ὅτι ἡ θέση «Μύλος Βαΐτση» κατοικήθηκε στὴν Ἀρχαιότερη καὶ Μέση Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ  στὴ Μέση καὶ  Ὕστερη Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ.

Ὁ κ. Κωνσταντίνος Βουζαξάκης,  ἔχοντας ὑπ’ ὄψη τὰ παραπάνω, ὕστερα  ἀπὸ ἐπίμονες προσωπικές του ἐξερευνητικὲς προσπάθειες ἐπανεντοπισμοῦ τῆς θέσης, γιατὶ τὸ  τοπίο  ἀπὸ τότε  εἶχε ἀλλοιωθεῖ    σὲ μεγάλο βαθμό, τὴν ἐντόπισε σ’ ἕνα σημεῖο «τῆς βόρειας (ἀριστερῆς) ὄχθης τοῦ Χολορέματος, σχεδόν ἀδιόρατη ὡς πρὸς τὸ  ὕψος της, μόλις ἕνα μέτρο, καὶ μικρὴ στὴν ἔκτασὴ της, μὲ διάμετρο μικρότερη τῶν 90 μέτρων, μέσα σ’ ἕνα λοφῶδες τοπίο, 800 μέτρα δυτικὰ τῆς Ἐθνικῆς  Ὁδοῦ καὶ 1.700 μέτρα δυτικὰ τῆς παλιᾶς ἐθνικῆς  ὁδοῦ, σὲ ἀπόσταση δέκα χιλιομέτρων ἀνατολικὰ τῆς θέσης «Πέρδικα 2»».

Δὲν βρῆκε ὅμως στὸ συγκεκριμένο σημεῖο οὔτε τὴν πυκνότητα οὔτε τὴν διαχρονικότητα τῆς κεραμικῆς  τὴν ὁποία ἀνέφερε  ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος παρὰ μόνο μία μικρὴ συγκέντρωση ὀστράκων ἀνακατεμένων καὶ μὲ κάποια ὄστρακα νεότερης ἐποχῆς, ἴσως  βυζαντινῆς  ἤ μεταβυζαντινῆς. Ἔτσι, μὴν διαθέτοντας σαφῆ ἐπιβεβαιωτικὰ στοιχεῖα, κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι «ἡ θέση κατοικήθηκε κατὰ τὴ Μέση Νεολιθικὴ καὶ ἐνδεχομένως καὶ στὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ».

Θὰ συμπληρώσουμε τὰ παραπάνω μὲ κάποιες, ἀδημοσίευτες μέχρι τώρα, πληροφορίες γιὰ τὴ θέση «Βαΐτση μύλος» καὶ τὴν   περιοχὴ  της, οἱ ὁποῖες, ἄν καὶ δὲν ἀφοροῦν μόνο στὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, παρουσιάζουν ἐνδιαφέρον, διατηρῶντας γι’ αὐτὲς τὴν ἐντελῶς προσωπικὴ ὑποψία ὅτι ἔχουν σχέση μὲ τὸ  «Δεύτεραι ἀνακαλύψεις…».

Ἡ θέση «Βαΐτση Μύλος» δὲν ἐντοπίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ  ἀπὸ τοὺς Wace καὶ Thompson στὰ 1912, ὅπως γενικῶς πιστεύεται. Ἦταν πολὺ γνωστὴ καὶ ἡ θέση καὶ ἡ   περιοχή  της ἀλλὰ καὶ τὸ  ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον ποὺ  παρουσίαζαν στὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο  ἀπὸ τὰ 1896, ἀφοῦ ἦταν ὁ ἴδιος κάτοχος ἑνὸς  ἀπὸ τοὺς ὑδρόμυλους ποὺ  λειτουργοῦσαν στὴν   περιοχὴ  ἐκείνη καὶ γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν περιοχή. Σε ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα ἐπιστολὴ του πρὸς τὸν Ἀντώνιο Μηλιαράκη, γραμμένη στὶς  23 Ἀπριλίου 1896, ἔγραψε, μεταξὺ ἄλλων γιὰ τὴ θέση αὐτή:

«Τῇ ὑποδείξει τῶν κατοίκων τοῦ Ἁλμυροῦ μετέβην εἰς τὸν ὑδρόμυλον, τοῦ Δημητράκη ὀνομαζόμενον, κείμενον ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθεως τοῦ Χολορρεύματος  καὶ ἀπέχοντα τοῦ μὲν Ἁλμυροῦ μιάμιση περίπου ὥρα τοῦ δὲ Ἀϊδινίου 15 – 20 λεπτά.

Αὐτόθι παρὰ τὴν καμπὴν τοῦ ποταμοῦ, ὡς σημειοῦται ἐν τῷ ἐπισυναπτομένῳ χάρτῃ, κεῖται λίθος ἐκ λευκοῦ μαρμάρου τετράγωνος καλῶς ἐπεξεργασμένος καὶ φέρων ἐπὶ τῶν δύο αὐτοῦ καθέτων πλευρῶν σταυροὺς  ἐν μέσῳ κύκλου καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν του παρατηροῦμεν γεγλυμμένα ἄνθη νῦν ἠκρωτηριασμένα.

Ἀπεκυλίσθη δὲ ὁ λίθος οὗτος οὐχὶ πρὸ πολλῶν ἐτῶν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἐπ’ σὐτοῦ νῦν αἱ γυναῖκες πλύνουσι ἐνδύματα. Παρ’ αὐτὸν διακρίνονται τὰ θεμέλια οἰκοδομήματος ἀσβεστοκτίστου εἰς τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευσαν καὶ ἀρχαῖοι μελανόφαιοι λίθοι. Δυστυχῶς ὅμως ἐν πλημμύρᾳ τοῦ ποταμοῦ παρεσύρθη τὸ χῶμα τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης αὐτοῦ καὶ οὕτω ἀπειλεῖται ἐξαφάνισις αὐτῶν ἐν μεταγενεστέρᾳ πολυομβρίᾳ. Ἐπίσης δὲ καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ καλύπτουσι θάμνοι ὑφ’ οὕς διορῶνται λευκὰ τινὰ τεμάχια μαρμάρων κατειργασμένα.

Καὶ ὁ μὲν χῶρος τῶν ἐρειπίων εἶναι νῦν μικρὸς μόνον διὰ ναόν. Ἐὰν δὲ ποτὲ ὁ ναὸς οὗτος ἦτο μονύδριόν τι ἀγνοοῦσι οἱ κάτοικοι. Ἴχνη δὲ ἐρειπίων ἑτέρου οἰκοδομήματος δὲν ὑπάρχουσι. Ἴσως, ἐὰν ὑπῆρχον ποτέ, μετεκομίσθησαν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τῶν παρακειμένων, ἐν διαστήματι εἴκοσι λεπτῶν, τριῶν ὑδρομύλων. Λέγουσι δὲ οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ ναὸς ἐτετίμητο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.

Ὁ δὲ πέριξ τοῦ ναοῦ χῶρος εἶναι νῦν ἀγρὸς ποτιστικός, διότι δεξιόθεν καὶ ἀριστερόθεν τοῦ ποταμοῦ σχηματίζονται, κατὰ τὴν φράσιν τῶν γεωργῶν, «λαγούμια»  ἤτοι ἀγροὶ ποτιστικοὶ λίαν προσοδοφόροι. Μονὴ δὲ Ἱλαρίωνος δὲν ἀκούεται σήμερον, θέσις δέ τις ὑπὸ τὸ ὄνομὰ της οὐδαμοῦ δείκνυται.

Καὶ ταῦτα  μὲν περὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης τοῦ Χολορρεύματος. Ἐπὶ δὲ τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ ὄχθης ἐκτείνονται ἀγροὶ ἀρόσιμοι ἐν οἷς ἀνευρίσκεται πληθὺς κεράμων. Ἡ θέσις αὔτη γνωρίζεται νῦν ὑπὸ τὸ ὄνομα «Τεκὲ μπὰς» δηλαδὴ «τεκὲ» ἴσον μονή, προσκύνημα, «μπὰς» ἴσον πρώτη, διότι τὸ ὄνομα μπὰς τουρκιστὶ σημαίνει πρῶτος, ὡς «μπὰς ὀντὰς» (αἴθουσα ἐπισκέψεως), «μπὰς μύλος».

Εἰς τὸν αὐτὸν ποταμὸν ὁ πρῶτος πάντων τῶν μύλων, γνωριζόμενος ἀπὸ τῶν ἀμνημονεύτων ὡς «μπὰς μύλος», ἀνήκει νῦν εἰς ἐμὲ κατὰ τὰ ἀνὰ χεῖρας μου ταπιά. κ.τ.λ. ὀθωμανικὰ ἔγγραφα.

Κατὰ ταῦτα, λοιπόν, καὶ «τεκὲ μπὰς» ἴσον «πρώτη μονή». Πρὸς ἀνατολὰς δὲ τῆς ἐκ Κουρφαλίου ἀγούσης εἰς τὸν μύλον τοῦ Δημητράκη ὁδοῦ ἐκτείνονται ἀγροὶ ἐσπαρμένοι καὶ μή, ἔνθα ἀπαντᾶ ἡ κέραμος διαφόρων ἐποχῶν, ὡς π. χ. ἑλληνικῆς, βυζαντινῆς καὶ τουρκικῆς καθ’ ἅ ἐκ τοῦ εἴδους τῆς κατασκευῆς καὶ τοῦ χρωματισμοῦ δείκνυται.

Πρὸς Δυσμὰς δὲ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐκτείνονται ἕτεροι ἀγροὶ καλλιεργημένοι καὶ μὴ ἐν οἷς ἐξακολουθεῖ ἀνευρισκομένη ἡ κέραμος. Ἐπίσης πλεῖσται λαβίδες ὑδριῶν, κέραμοι κεχρωματισμέναι διὰ λευκοῦ ἤ ἐρυθροῦ ἤ μέλανος χρώματος κ.τ.λ. εὕρηνται ἐν τοῖς ἀγροῖς, χερούλια ὑδριῶν κατασκευῆς ἐκ φαιοῦ ἤ μέλανος χώματος ἄνωθεν τῶν ὁποίων ἦν ἐρυθρὸν ἐπίχρισμα, ἐπίσης ἀγγεῖα τεθραυσμένα φέροντα βάσεις ὀξείας, τεμάχια χειρομύλων. Παρὰ τοὺς ἀγροὺς τούτους σχηματίζεται γηλοφικὸν ἔπαρμα στρογγύλον ἤ μᾶλλον τετραγωνίζον ἐξέχον τῶν ἄλλων ἀγρῶν ἐκ τῆς μεσημβρινῆς, ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς πλευρᾶς, ἐκ δὲ τῆς βορείας περιβάλλεται ὑπὸ τῆς ἀποτόμου ὄχθης τοῦ ποταμοῦ ἔνθα καταλήγει.

Αὐτόθι εὗρον πλεῖστα εἴδη κεράμων, θραύσματα διαφόρων ἀγγείων πολυπληθέστερα, πλίνθους ὀπτὰς καὶ χρωματισμένας δι’ ὡραίου ἐρυθροῦ χρώματος καὶ τεμάχια κεράμων καλῆς κατασκευῆς μεγαλύτερα καὶ ὑπόλευκα. Οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι τὰ ἄσημα ταῦτα λείψανα εἶναι ἑλληνικῆς ἐποχῆς. Πολλαχοῦ δὲ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ τοιοῦτοι στρογγυλίζοντες γήλοφοι ἀπαντῶσι φέροντες ἐγκατασπαρμένα θραύσματα κεράμων καὶ ἀγγείων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν ἐποχήν. Πλὴν ἐν τῷ προκειμένῳ γηλόφῳ ἄλλη ἔκπληξις μοὶ ἐπεφυλάσσετο. Εἶδον δηλαδὴ ἐρείπια ἐκ μακρῶν λίθων ἀσβεστόχτιστα, ἐκτεινόμενα κατὰ μῆκος καθ’ ὅλην τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ γηλόφου.

Ταῦτα ἀποδίδω εἰς τὸν τεκὲν ὑπάρξαντὰ ποτε ἐνταῦθα ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα «Τεκὲ μπὰς» ἤ καὶ τὸ «μονύδριον τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος» μετατραπὲν κατὰ τοὺς ταραχώδεις ἐκείνους χρόνους  τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας εἰς ὀθωμανικὸν μονύδριον κατὰ τὸ ἔθος τῶν ὀθωμανῶν. Τὰ δὲ ἐρείπια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (;) ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης ἴσως ἦσαν εἰς κανὲν παρεκκλήσιον τῆς μονῆς ἐὰν μὴ ὑποθέσωμεν ὅτι ἡ μονὴ ἔκειτο ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης παρὰ τὸν μύλον. Ἐξακολουθῶ πρὸς Δυσμὰς καὶ οἱ ἀγροὶ οὕς διέρχομαι προσφάτως καλλιεργηθέντες παρουσιάζουσι τὴν αὐτὴν κέραμον μέχρι τοῦ μύλου Βαΐτση καὶ προσωτέρω. Οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ὅτι κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς χρόνους τὸ παρόχθιον τοῦτο μέρος κατωκεῖτο καίπερ πεδινόν.

Ὁμοίως ἀπὸ τὴν θέσιν τοῦ ὑδρομύλου μου Μπὰς Μύλου ἔνθα ἐπὶ τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ ὑψοῦται ἀπότομος ἤ στρογγυλίζων γήλοφος φυσικὸς φέρων ἐπὶ τοῦ ἐπ’  αὐτοῦ ἐκτεινομένου ὀροπεδίου ἴχνη κτιρίων κεκαλυμμένων  ὑπὸ θάμνων  καὶ τάφους τινας πέριξ αὐτῶν ἑλληνικοὺς ἀνασκαφέντας ὑπὸ τυμβωρύχων ἔνθα δὲ καὶ εἰς τὰ αὐτὰ εἴδη συντριμμάτων ἑλληνικῶν κεράμων καὶ πλίνθων ἀγγείων ἀνευρίσκονται. Ἅπασα ἡ ἀπὸ τῆς αὐτῆς θέσεως παρόχθιος θέσις μέχρι τοῦ ὑδρομύλου Βαΐτση ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς νῦν ὄχθης τοῦ ποταμοῦ φέρει συντρίμματα κεράμων καὶ πλίνθων ἑλληνικῶν ἐξ οὗ συμπεραίνομεν ὅτι οἱ ἀρχαῖοι συνῳκίζοντο παρὰ τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν πρὸς ὕδρευσιν.

Ὁμοίως παρὰ τὴν θέσιν γεφύρι τοῦ αὐτοῦ ποταμοῦ ἔνθα διέρχεται ἡ ἀπὸ Ἁλμυροῦ εἰς Βόλον ὁδὸς ἐπὶ τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ ἔν τινι ἀγρῷ ἀνευρέθησαν πρὸ εἰκοσαετίας  χρυσᾶ βυζαντινὰ νομίσματα ὑπὸ φίλων μου. Ἐπίσης ἀνευρέθησαν σὐτόθι ἐρείπια χριστιανικοῦ ναοῦ, πλάξ τις ἐκ λευκοῦ μαρμάρου ὀρθογώνια φέρουσα γλυφὰς βυζαντιακὰς ἐν τῷ κέντρῳ δηλαδὴ ρομβοειδοῦς συμπλέγματος, σταυρὸν ἁπλοῦν, ἐν δὲ ταῖς τέσσαρσι γωνίαις ἀνὰ δύο πτηνὰ ἐναλλὰξ  ἀετὸν καὶ περιστερὰν καὶ σταυρὸς σιδηροῦς μία πλὰξ ἐντετείχισται ἤδη εἰς τὸ ἐν Κορφαλίῳ Δημοτικὸν Σχολεῖον.

Παρέλειψα νὰ ἀναφέρω ὅτι θέσις Τεκὲ σώζεται καὶ ἄνω τῆς δέσεως Μπὰς Μύλου παρὰ τὴν γέφυραν τοῦ Καραδαναλὶ ἔνθα γηραλέαι τινὲς πρίνοι ὑψοῦνται. Αὐτόθι οὐχὶ πρὸ πολλῶν ἐτῶν ὑπῆρχον λίθοι τινὲς ὀρθογώνιοι ἀρχαίας ἑλληνικῆς κατασκευῆς καὶ ἐρείπια κτιρίου. Ἀλλὰ κατὰ τὸ  1886 κατεστράφησαν θέντων τῶν λίθων ἐν τῇ νεοδμήτῳ γεφύρᾳ παρὰ δὲ τὸ τουρκικὸ τέμενος τοῦ χωρίου  Καραδαναλὶ σώζονται λίθοι τινὲς λευκοὶ καὶ μέλανες ὀρθογώνιοι μετ’ ἀναγλύφων κοσμημάτων καὶ ἔν τινι οἰκίᾳ σπόνδυλοι οἰκιῶν.

Ἐν δὲ τῷ χωρίῳ Δαουτζὰ παρατηροῦνται καὶ ἀρχαῖοι ὀρθογώνιοι λίθοι ἐν τῇ βρύσει τοῦ χωρίου ὧν ὁ εἷς μετ’ ἐπιγραφῆς δυσαναγνώστου, κίονες τινὲς καὶ κιονίσκοι ὧν εἷς ἦν ἐριμμένος ἐν τῷ ρεύματι τοῦ χωρίου. Ἐπιτύμβιός τις ἐπιγραφὴ τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων σκεύη τινὰ ἐκ λευκοῦ μαρμάρου ἔν τινι οἰκίᾳ βυζαντινῆς τέχνης. Ἀνευρίσκονται βυζαντινὰ νομίσματα πρὸς νότον τοῦ χωρίου. Παρὰ τὴν ὁδὸν ἀνευρίσκονται τρεῖς κίονες εὐμεγέθεις ἐριμμένοι καὶ ἐγγὺς παρατηροῦνται ἐρείπια κτιρίου δι’ ἀσβέστου».