Οι προσπάθειες του Νικολάου Γιαννοπούλου για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών στην περιοχή του Αλμυρού.

Βίκτωρ Κοντονάτσιος
πρόεδρος
της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού
«Όθρυς»

Προσπάθειες του Νικόλαου Γιαννόπουλου
για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών προσφύγων
στην περιοχή Αλμυρού

Η αποκατάσταση των προσφύγων από την Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας και η προσωρινή εγκατάστασή τους στην περιοχή Αλμυρού είχε, από την πρώτη στιγμή της άφιξής τους, δημιουργήσει πολλούς προβληματισμούς και σκέψεις και στους ντόπιους κατοίκους της περιοχής. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι, είτε είχαν κάποια αρμοδιότητα είτε ήταν απλοί πολίτες, είχαν εκφράσει γνώμες και απόψεις ως προς το μέρος που έπρεπε να επιλεγεί για την μόνιμη εγκατάστασή τους.
Το θέμα συζητούνταν έντονα και μεταξύ των κατοίκων του Αλμυρού. Η αρχική εξάλλου προσωρινή εγκατάσταση και διαμονή των προσφύγων Αγχιαλιτών στον μεγάλο τουρκικό στρατώνα του Αλμυρού αλλά και σε αρκετά σπίτια Αλμυριωτών είχε γίνει αφορμή να έρθουν σε στενή και άμεση αναγκαστική επαφή οι ντόπιοι Αλμυριώτες και οι πρόσφυγες Αγχιαλίτες.
Αυτή η αναγκαστική καθημερινή επαφή, αναπάντεχη και ασυνήθιστη για την ταπεινή και πεζή ζωή ρουτίνας των κατοίκων της περιφέρειας Αλμυρού, είχε δημιουργήσει πρωτόγνωρους δεσμούς γνωριμίας και φιλίας μεταξύ τους. Ήταν μία αιφνιδιαστική, πληθωρική σωρεία πρωτοφανών και πρωτόγνωρων εντυπώσεων και για το λόγο αυτό δυσκολοαφομοίωτη. Ο πολύ διαφορετικός αλλά και πολύ προοδευτικός και δραστήριος χαρακτήρας των υποχρεωμένων εκ των περιστάσεων να δημιουργήσουν μια καινούρια ζωή Αγχιαλιτών σε σχέση με τους συντηρητικούς εκείνης της εποχής Αλμυριώτες είχε δημιουργήσει άριστες εντυπώσεις στην περιοχή.
Για την συμπαράσταση στους πρόσφυγες δημιουργήθηκε αμέσως η «Επιτροπή Περιθάλψεως Προσφύγων Ανατολικής Ρωμυλίας» η οποία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα της πρώτης κυρίως εγκατάστασης των Αγχιαλιτών.
Άρκεσε η λιγόχρονη αυτή στενή επαφή των δύο τόσο διαφορετικής πολιτισμικής υποδομής πληθυσμιακών ομάδων να γίνει αντιληπτό – τουλάχιστο από μερικούς φωτισμένους και πρωτοπόρους της περιοχής – ότι η εγκατάσταση των ατυχών προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας στην περιοχή Αλμυρού όχι μόνο δεν θα ήταν «ένας πρόσθετος μπελάς», όπως έλεγαν κάποιοι, αλλά αντίθετα θα ήταν και μπορούσε να γίνει, αν δινόταν η σωστή και ενδεδειγμένη λύση, μία μοναδική ευκαιρία, «μία ευλογία θεού» για τον τόπο εκείνο που θα τους δεχόταν και τους ανθρώπους του,
Μερικοί, οι οποίοι σκέπτονταν στενά ωφελιμιστικά και ατομιστικά, μη μπορώντας να δουν το θέμα γενικότερα, ευρύτερα και μακρύτερα, μπροστά στον πρωτόγνωρο αυτόν κοινωνικό κραδασμό που έφερε η άφιξη ενός πληθυσμού ισάριθμου σχεδόν με τον υπάρχοντα και τόσο πολύ διαφορετικής από αυτόν κουλτούρας, παραβλέποντας το συνολικό μέγεθος του γεγονότος, έβλεπαν στο πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων απλά και μόνο τον κίνδυνο να χαθούν κάποιες μεγάλες γεωργικές εκτάσεις οι οποίες, αν δεν εγκαθίσταντο σ’ αυτές οι Αγχιαλίτες πρόσφυγες, θα μπορούσαν να μείνουν στα χέρια των ντόπιων και να αυξηθούν έτσι οι κτηματικές τους περιουσίες.
Η αύξηση εξάλλου της κτηματικής περιουσίας την εποχή εκείνη, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, για τους ανέτοιμους να προσαρμοσθούν στις μεγάλες αναμενόμενες κοινωνικές αλλαγές συντηρητικούς κατοίκους μιας καθαρά γεωργοκτηνοτροφικής και πολιτιστικά υποβαθμισμένης περιοχής, όπως ήταν η περιοχ[η του Αλμυρού, είχε γίνει αποκλειστικός και μόνος σκοπός της ζωής για τους περισσοτέρους.
Άλλοι αντίθετα, οι οποίοι δεν αποσκοπούσαν στο στενό και προσωρινό ατομικό τους συμφέρον αλλά στο ευρύτερο και γενικότερο καλό της περιοχής, στο ανέβασμα του ποιοτικού, κοινωνικού, μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου όλου του λαού, έβλεπαν πολύ πλατύτερα το θέμα και μακρύτερα στο χρόνο.
Έβλεπαν ότι η εγκατάσταση των προοδευτικών, αισιόδοξων και ανώτερου κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου Αγχιαλιτών στην περιοχή Αλμυρού θα μπόλιαζε τον πολύ συντηρητικό πληθυσμό του με μία προοδευτικότητα και ένα εκσυγχρονιστικό πνεύμα με άμεσο αποτέλεσμα μία πολύ γρήγορη σε ρυθμούς οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη του τόπου. Ανάπτυξη που θεωρούνταν, από όσους προβληματίζονταν σοβαρά για το μέλλον και την εξέλιξη τούτου του τόπου, πολύ απαραίτητη την εποχή εκείνη και η οποία ανάπτυξη ήταν – όπως αυτοί πίστευαν – πάρα πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί από μόνη την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη του ντόπιου πληθυσμού χωρίς προηγουμένως να περάσει ένα μακρύ χρονικό διάστημα απαραίτητο για να ξεπερασθούν οι συνέπειες της μακροχρόνιας τουρκικής κατοχής δηλαδή το έντονα συντηρητικό πνεύμα και η οπισθοδρομικότητα των ντόπιων κατοίκων.
Ο βουλευτής της επαρχίας Αλμυρού Γεώργιος Μπαλτατζής υποστήριζε την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών προσφύγων στην επαρχία Αλμυρού και την θεωρούσε ευεργετική για την πρόοδό της. Είναι «πολύ σημαντικόν διά την πρόοδον της Επαρχίας Αλμυρού η εγκατάστασις εις αυτήν προσφύγων δεδοκιμασμένης φιλοπονίας και φιλοπατρίας», έλεγε.
Αρκετοί ήταν επίσης εκείνοι οι οποίοι ενδιαφέρονταν, εκμεταλλευόμενοι το πρόβλημα που ξαφνικά και αναπάντεχα παρουσιάστηκε στην περιοχή, να πουλήσουν τις μεγάλες εκτάσεις γης που κατείχαν για να χρησιμοποιηθούν για την εγκατάσταση των προσφύγων.
Πολλές και τεράστιες γεωργικές εκτάσεις, καλλιεργήσιμες και μη, κατέχονταν από λίγους ανθρώπους με όχι πάντοτε εντελώς καθαρούς τίτλους ιδιοκτησίας. Έτσι, κάτω από την επείγουσα και πιεστική ανάγκη, που αντιμετώπιζε το κράτος, της όσο το δυνατόν γρηγορότερης εγκατάστασης των προσφύγων Αγχιαλιτών σε κάποιο τόπο, αυτοί είδαν την μοναδική ευκαιρία να πουλήσουν και με τον τρόπο αυτό να τακτοποιήσουν τα αμφιλεγόμενου ιδιοκτησιακού καθεστώτος και καθαρότητας τίτλων κτήματά τους.
Οι πιέσεις εξάλλου των ντόπιων ακτημόνων αγροτών για αποκατάστασή τους με απαλλοτρίωση ή εκποίηση των μεγάλων ιδιόκτητων τσιφλικιών και δημόσιων εκτάσεων και οι πιέσεις εκείνες που ασκούνταν γενικά από την ύπαρξη και πιεστική ανάγκη για λύση του όλου αγροτικού ζητήματος, είχαν αρχίσει να γίνονται ασφυκτικές.
Ο κίνδυνος να χαθούν μεγάλες ιδιοκτησίες, παρόλη την σθεναρή και μεθοδευμένη αντίσταση των τσιφλικάδων και όλων των άλλων ισχυρών παραγόντων που τους υποστήριζαν, ήταν υπαρκτός. Μερικοί λοιπόν από τους ιδιοκτήτες μεγάλων τσιφλικιών και άλλων γεωργικών εκτάσεων είδαν στο όλο πρόβλημα την μεγάλη και μοναδική ευκαιρία άλλοι μεν να τις εκποιήσουν για να κάνουν αποδοτικότερες επενδύσεις και άλλοι να «ξεπλύνουν», θα λέγαμε χρησιμοποιώντας έναν σύγχρονο όρο, κατά κάποιο τρόπο τις πολλές φορές «βρώμικα» αποκτημένες περιουσίες τους.
Η περιφέρεια Αλμυρού είχε μεγάλες δυνατότητες, την εποχή εκείνη να φιλοξενήσει τους Αγχιαλίτες με καλύτερες ίσως συνθήκες από αυτές που τελικά επελέγησαν.
Την δυνατότητα αυτή της περιοχής Αλμυρού να φιλοξενήσει, με την μόνιμη εγκατάστασή τους σ’ αυτή, τους πρόσφυγες Αγχιαλίτες, την είδε και την υποστήριξε θερμότατα, αν και δεν είχε καμία υπεύθυνη και αρμόδια θέση ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, ο γνωστός αυτοδίδακτος αρχαιολόγος και ερευνητής της ιστορίας της περιοχής μας.
Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος ήταν ταυτόχρονα και παράλληλα με την ιδιότητα του αυτοδίδακτου αρχαιολόγου και ιστορικού ερευνητή και πολιτικό πρόσωπο. Είχε εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος του Αλμυρού και μάλιστα είχε μία σημαντική και δημιουργική παρουσία σ’ αυτό και ακόμα υπήρξε και εισηγητής πρωτοποριακών απόψεων.
Με αποκλειστικά δική του, από ό,τι εκτιμώ πρωτοβουλία, το Δημοτικό συμβούλιο Αλμυρού και ο Δήμαρχος Αριστείδης Αργυρόπουλος πήραν ομόφωνη απόφαση να εκφράσουν την ευχή προς την κυβέρνηση να εγκαταστήσει στην περιφέρεια Αλμυρού τους πρόσφυγες Αγχιαλίτες παραχωρώντας προς αυτούς τις δημόσιες εκτάσεις που υπήρχαν ή και αγοράζοντας, εάν παρίστατο ανάγκη και μερικές άλλες εκτάσεις.
Προσωπικά πιστεύω ότι ήταν αδύνατο το Δημοτικό Συμβούλιο του Αλμυρού εκείνης της εποχής, το οποίο αντιμετώπιζε ακόμη έντονο το πρόβλημα και αποκατάστασης δικών του ακτημόνων αγροτών αλλά και τις πιέσεις των τσιφλικάδων του, να μπορούσε να πάρει ομόφωνα απόφαση παραχώρησης δημοσίων εκτάσεων, εάν δεν πειθόταν με τα ακαταμάχητα επιχειρήματα του σοφού και διορατικότατου Νικόλαου Γιαννόπουλου.
Τα όσα αναφέρονται στο θέμα που αναπτύσσεται στηρίζονται σε δύο εμπεριστατωμένες επιστολές που έστειλε ο Νικόλαος Γιαννόπουλος στις αρχές του 1907 στον Κωνσταντίνο Καραπάνο, σημαίνοντα πολιτικό παράγοντα της Ελλάδας της εποχής εκείνης από την Άρτα.
Είναι επιστολές που θα μπορούσαν, με τα δεδομένα της εποχής εκείνης, να θεωρηθούν άριστες, για την συγκεκριμένη περίπτωση, πολιτικοοικονομικές μελέτες. Ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, ο οποίος είχε καταλάβει επανειλημμένως κυβερνητικές θέσεις στις αρχές του αιώνα μας, είχε κάνει και σημαντικές αρχαιολογικές έρευνες και μελέτες και φαίνεται ότι αυτές ήταν και η αφορμή της αμοιβαίας φιλίας και μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των δύο ανδρών.
Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος είχε την συνήθεια να κρατάει αντίγραφα των επιστολών που έστελνε, καταχωρώντας τα μάλιστα σε ειδικά τετράδια. Σε ένα τέτοιο τετράδιο που έπεσε στα χέρια μου εντόπισα τα αντίγραφα των δύο αυτών επιστολών και από αυτά πήρα τις πληροφορίες που παρουσιάζω.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παραθέτει ο Βαγγέλης Πρόντζας στο βιβλίο του «Οικονομία και Γαιοκτησία στη Θεσσαλία (1881 – 1912)», στην περιφέρεια Αλμυρού και Πλατάνου στα 1896, δέκα δηλαδή μόλις χρόνια πριν από την άφιξη των Αγχιαλιτών, υπήρχαν 19 τσιφλίκια με 207.000 στρέμματα. Στις εκτάσεις αυτές των 207.000 στρεμμάτων ζούσαν μόνο 162 οικογένειες από τις οποίες οι 98 ήταν οικογένειες κολίγων, δηλαδή καθαρά γεωργικές και οι υπόλοιπες 64 ήταν οικογένειες παρακεντέδων. Ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Πλατάνου, όπου τα τσιφλίκια κατείχαν έκταση 95.500 στρέμματα ζούσαν 14 μόνο οικογένειες από τις οποίες οι δέκα ήταν καθαρά γεωργικές και οι υπόλοιπες 4 παρακεντέδων.
Από τα στρέμματα αυτά καλλιεργούνταν μόνο τα 12.870 με σιτάρι κριθάρι και καλαμπόκι και απέδιδαν 100 περίπου σημερινά κιλά το στρέμμα. Στα υπόλοιπα βοσκούσαν 25.800 γιδοπρόβατα, από τα οποία τα 21,800 ανήκαν σε ενοικιαστές των λιβαδιών, οι οποίοι έρχονταν από ξένα μέρη και ενοικίαζαν την χειμερινή χορτονομή.
Εκτός από αυτές τις εκτάσεις, που ανήκαν σε ιδιοκτήτες τσιφλικιών, υπήρχαν και άλλες εκτάσεις που ήταν εθνικές. Ανήκαν δηλαδή καθαρά στο Δημόσιο. Αυτές παραδόθηκαν στις εθνικές επιτροπές της Ελλάδας από τις αποχωρούσες τουρκικές αρχές με επίσημο πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής στα 1881, με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας
Υπήρχαν ασφαλώς και πολλά ιδιόκτητα κτήματα με καθαρούς τίτλους ιδιοκτησίας. Πολλές από αυτές τις ιδιοκτησίες ευρίσκονταν μεταξύ των εθνικών κτημάτων. Στις παραπάνω πληροφορίες του Βαγγέλη Πρόντζα έρχονται να προστεθούν και όσες παραθέτει ο Νικόλαος Γιαννόπουλος στις επιστολές του αυτές. Οι πληροφορίες αυτές του Γιαννόπουλου είναι ιστορικά ντοκουμέντα δεδομένου ότι, όπως θα δούμε παρακάτω, πολλοί, έχοντας ιδιοτελείς σκοπούς, φρόντισαν να αμφισβητήσουν κάτι τέτοιο και συγχρόνως να αγνοήσουν – αν όχι εξαφανίσουν – τα υπάρχοντα και κατατεθειμένα σε κρατικές υπηρεσίες επίσημα αποδεικτικά στοιχεία
Η ύπαρξη εθνικών εκτάσεων στην περιφέρεια Αλμυρού βεβαιώνεται λοιπόν από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο. Σε επιστολή του της 17ης Φεβρουαρίου 1907 – ανέκδοτη από όσο γνωρίζω μέχρι σήμερα – προς τον Κωνσταντίνο Καραπάνο, γράφει μεταξύ άλλων, βεβαιώνοντας για την ύπαρξη εθνικών εκτάσεων, και τα εξής
«. . .Αι εθνικαί γαίαι περί τον Αλμυρόν, εάν περιορισθώμεν εις τρία μόνον σημεία, τα και μεγαλείτερα ήτοι Νταγιά, Κιουζ-Γκιολ και Καραμάν, κείμεναι προς δυσμάς του Αλμυρού και περιλαμβανόμεναι προς βορράν και νότον μεταξύ των δύο σπουδαιοτέρων ποταμίων του δήμου Αλμυρού, ήτοι του Ξηριά και του Χολορρεύματος και γειτνιάζουσαι προς δυσμάς και νότον και βορράν μετά των χωρίων Καρανταναλί, Τουρκομουσλί, Χαϊδαρλί, Κιολελέρ, Κιολεμενί, Γενιτζέκ, Γκερικλί, Γεντζιλί, Καρατζανταγλί και Μπακλαλί, έχουσιν έκτασιν 4 τετραγωνικών χιλιομέτρων και ούσαι συνεχείς και αποτελούμεναι εξ εδάφους γονίμου και πεδινού, έχουσιν εις Κιουζ – Γκιολ και Καραμάν ικανόν δάσος δρυών και δύνανται να περιλάβωσιν εν αυταίς πληθυσμόν 250 οικογενειών ανέτως βιουσών, χωρίς το παράπαν να βλαβώσι τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των περιοίκων, μένουσαι δε ως νυν χέρσοι και εκμισθούμεναι ως χορτονομή εις κτηνοτρόφους γίνονται αιτία εξαγριώσεως του τόπου και εστία ζωοκλοπών και αφορμή διαπληκτισμών μεταξύ των διαφόρων κτηνοτρόφων, καταληγόντων συχνάκις εις φόνους, ως προ μικρού συνέβησαν τοιούτοι. . .»
Αλλά ενώ οι απόψεις του Νικόλαου Γιαννόπουλου για την ύπαρξη εκτάσεων του Ελληνικού Δημοσίου στην περιφέρεια Αλμυρού ήταν τεκμηριωμένες κατά τρόπο ακαταμάχητο, φαίνεται ότι υπήρχαν κάποιοι οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τις εκτάσεις αυτές με σκοπό, εκμεταλλευόμενοι τις ανώμαλες καταστάσεις και την αδυναμία του κράτους να υπερασπίσει την περιουσία του, να τις ιδιοποιηθούν. Πρώτη τους επιδίωξη ανάμεσα στα σχέδια αυτά ήταν κυρίως η αμφισβήτηση του καθεστώτος της εθνικής κυριαρχίας επί των εκτάσεων αυτών. Αμφισβητούσαν δηλαδή ότι οι εκτάσεις αυτές ήταν δημόσιες και ισχυρίζονταν ότι ήταν ιδιοκτησίες μερικών.
Η αμφισβήτηση αυτή στηριζόταν σε πολύ απλοϊκά και σαθρά επιχειρήματα τα οποία προσπαθούσαν να υποστηρίξουν βασιζόμενοι σε ένα ιδιότυπο καθεστώς που επικρατούσε στην περιοχή Αλμυρού σχετικά με την κυριαρχία επί της γης.
Το Δημόσιο, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο που επικρατούσε στην περιοχή Αλμυρού από την εποχή της Τουρκοκρατίας και το οποίο συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση, εκτός από το φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμά του να ενοικιάζει τις δημόσιες εκτάσεις σε διάφορους κτηνοτρόφους οι οποίοι παραχείμαζαν στην πεδιάδα του Αλμυρού, ασκούσε παράλληλα και το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του χόρτου και στα ιδιόκτητα κτήματα.
Έτσι, μαζί με τις δημόσιες εκτάσεις τις οποίες ενοικίαζε σε κτηνοτρόφους ενοικίαζε και την εκμετάλλευση του χόρτου και στις ιδιόκτητες αγραναπαυόμενες εκτάσεις, οι οποίες βρίσκονταν κυρίως διασκορπισμένες ανάμεσα στις δημόσιες εκτάσεις, για χειμερινή βοσκή, μέχρι την ημερομηνία της 17ης Φεβρουαρίου κάθε έτους. Από τις ενοικιάσεις αυτές το Δημόσιο εισέπραττε 20.000 δραχμές κάθε χρόνο.
Σχετικό είναι το παρακάτω δημοσίευμα : « Η επαρχία μας απαρτιζομένη εκ των Δήμων Αλμυρού, Πλατάνου και Όθρυος είναι μία των καλλιτέρων επαρχιών της Θεσσαλίας και υπό φυτικήν και παραγωγικήν και πλουτοπαραγωγικήν άποψιν. Έδει δε ως εκ τούτου να επισύρη προ πολλού ιδιαζόντως την προσοχήν των αρμοδίων. Ούτε τα δάση λείπουν απ’ αυτήν ούτε τα λιβάδια ούτε η παχεία γη εις ην δύναται να καλλιεργηθή παν φυτόν όπως και καλλιεργούνται τώρα τα πλείστα τούτων και ιδία ο καπνός όστις επιτυγχάνει τελείως. Ένεκα των λιβαδιών της ο πληθυσμός της τον χειμώνα διπλασιάζεται διότι κατέρχονται πολλοί ποιμένες και διαχειμάζουσιν εν αυτή.»
Το Δημόσιο δηλαδή είχε δικές του εκτάσεις τη χορτονομή των οποίων ενοικίαζε και συγχρόνως ασκούσε δουλεία χόρτου και στις ιδιόκτητες αγραναπαυόμενες εκτάσεις τη χορτονομή των οποίων επίσης ενοικίαζε μαζί με τη χορτονομή των δημοσίων εκτάσεων. Η ενοικίαση στις ιδιόκτητες αγραναπαυόμενες εκτάσεις ίσχυε μέχρι την 17η Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία θεωρούνταν, από ό,τι φαίνεται, ότι έπρεπε να αρχίσει η επόμενη καλλιεργητική περίοδος και επομένως έπαυε η ενοικίασή τους γιατί θεωρητικά έπαυε και η περίοδος αγρανάπαυσης
Το ιδιότυπο αυτό καθεστώς επί των ιδιοκτήτων αγρών εκμεταλλεύθηκαν ακριβώς όσοι εποφθαλμιούσαν τις δημόσιες εκτάσεις και διέδιδαν και προσπαθούσαν να πείσουν όλους ότι το Δημόσιο δεν είχε δικές του εκτάσεις αλλά απλά ασκούσε το δικαίωμα δουλείας επί του χόρτου μόνο και ότι όλες οι εκτάσεις είναι ιδιόκτητες.
Μεταξύ των εκτάσεων αυτών του Δημοσίου υπήρχαν, όπως είπαμε και ιδιόκτητα χωράφια που είχαν αγοραστεί με ταπιά ή και είχαν αποκτηθεί με άλλους τρόπους, όπως με παραχώρηση για λόγους προσωπικής εύνοιας κάποιου ισχυρού παράγοντα, ανοχής εκ μέρους του Δημοσίου ή, κυρίως, από αδιαφορία σε επιχειρούμενες καταπατήσεις.
Οι ιδιοκτήτες των διασκορπισμένων μεταξύ των δημοσίων εκτάσεων χωραφιών επέκτειναν, όπως ήταν φυσικό, συνεχώς τις ιδιοκτησίες τους σε βάρος των δημοσίων εκτάσεων. Αυτό γινόταν και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οπότε και θεωρούνταν ένα είδος φθοράς του τουρκικού κράτους, και επομένως μία δικαιολογημένη ενέργεια, αλλά συνεχίστηκε κυρίως στα πρώτα χρόνια αμέσως μετά την απελευθέρωση εξαιτίας των μη σαφώς καθορισμένων ορίων, μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών εκτάσεων, αφού αυτά άλλαζαν συνεχώς, και κυρίως εξαιτίας της ανυπαρξίας οργανωμένης κρατικής υπηρεσίας για την υπεράσπιση και διαφύλαξη των παραχωρηθεισών δημοσίων εκτάσεων.
Αυτοί κυρίως οι ιδιοκτήτες των αγροτικών εκτάσεων οι οποίες ήταν διασκορπισμένες μεταξύ των δημοσίων και οι οποίοι επέκτειναν τα όρια των κτημάτων τους συνεχώς σε βάρος των δημοσίων, ήταν εκείνοι που αμφισβητούσαν την κυριότητα του Δημοσίου.
Αμφισβητούσαν την κυριότητα του Δημοσίου γιατί έβλεπαν ξαφνικά να χάνεται ένα «ξέφραγο αμπέλι», μεγάλο μέρος του οποίου απέβλεπαν να γίνει δικό τους. Στον αγώνα τους αυτό ασφαλώς δεν ήταν δύσκολο να βρουν συμπαραστάτες. Είχαν βοηθούς και συμπαραστάτες αρκετούς υποστηρικτές όπως στο Βόλο τον διευθυντή της εφημερίδας «Πανθεσσαλική» Τριανταφυλλίδη και στον Αλμυρό πολιτικούς αντιπάλους του Αριστείδη Αργυρόπουλου και του Γεωργίου Μπαλτατζή, σύμφωνα με όσα τουλάχιστον υποστηρίζει ο Νικόλαος Γιαννόπουλος.
Τα πρόσωπα αυτά, όπως λέει ο Γιαννόπουλος «ονειρευόμενα πολιτικάς ωφελείας εκ δημαγωγίας προς τινας γεωργούς, κατέχοντας ηρπαγμένας εθνικάς γαίας (άνευ τίτλων) προς δε και εκ πνεύματος ορμώμενα αντιπολιτεύσεως προς τε τον βουλευτήν Αλμυρού κ. Μπαλτατζήν και προς τον Δήμαρχον Αλμυρού κ. Αργυρόπουλον τον εισηγησάμενον εις το συμβούλιον ίνα διατυπώση ευχήν περί εγκαταστάσεως των Αγχιαλιτών ενταύθα, συνεργασθέντα μετά του κ. Τριανταφυλλίδη, διασαλπίζουσι διά της «Πανθεσσαλικής» ασυστόλως ψεύδη τερατώδη, ότι το Δημόσιο δεν έχει εθνικάς γαίας ή μόνον ασκεί δουλείαν επί του χόρτου των αγραναπαυομένων ιδιωτικών γαιών και εν τω φύλλω της 15ης Φεβρουαρίου θεωρεί ο κ. Τριανταφυλλίδης τούτο μέγιστον κατόρθωμα αυτού».
Η στάση του Τριανταφυλλίδη στο ζήτημα της εγκατάστασης των Αγχιαλιτών προσφύγων ενόχλησε αρκετούς από αυτούς. Του είχαν δώσει το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο «Ψευτοθόδωρος» Έτσι κατά την γιορτή των εγκαινίων τον αποδοκίμασαν έντονα και τον απέτρεψαν να ταξιδέψει και να παραστή σ’ αυτήν.
Στο δωρητήριο συμβόλαιο με το οποίο παραχωρήθηκε στο ελληνικό δημόσιο το κτήμα για την ίδρυση της Κασσαβέτειας Γεωργικής Σχολής Αϊδινίου γράφονται τα εξής σχετικά με τους ισχυρισμούς του Γιαννόπουλου:
«Επί μέρους του δωρουμένου κτήματος το Ελληνικόν δημόσιον ισχυρίζεται ότι κέκτηται δικαίωμα χορτονομής, όπερ όμως ο κ. Κασσαβέτης ημφισβήτει. Εκ της αρχικώς αγορασθείσης υπό του κ. Κασσαβέτη παρά των οθωμανών αδελφών εκτάσεως ο κ. Κασσαβέτης επώλησε προς τους χωρικούς εν χωράφιον εξ επτά στρεμμάτων εις θέσιν Άγιον Αθανάσιον και έτερον εξ είκοσι στρεμμάτων εις θέσιν Αετοφωλιά.
Πλην δε των πωλήσεων τούτων υπάρχουσι και εντός του κτήματος ιδίως προς την θέσιν Άγιος Αθανάσιος και κτήματα κατεχόμενα υπό τρίτων, ων αγνοεί τους τίτλους ιδιοκτησίας. Ο κ. Κασσαβέτης δηλοί ότι υπάρχουσι και δέκα εκκρεμείς διά μικράς εκτάσεις διεκδικουμένας παρά τρίτων και άλλοι τινές σφετερισμοί κατοχής μεγάλων εκτάσεων….».
Το σχέδιο του Γιαννόπουλου δεν ήταν απλά μία πρόταση. Ήταν μελετημένο και τεκμηριωμένο στις λεπτομέρειές του. Λογάριαζε ότι κάθε οικογένεια θα μπορούσε να πάρει από 200 στρέμματα γης.
«Εν τοις εθνικοίς κτήμασιν υπάρχουσι και ιδιόκτητοι ολίγοι αγροί κατεχόμενοι υπό διαφόρων γεωργών δυνάμει ταπίων. Ουχ ήττον όμως αι γαίαι αύται συνεχόμεναι ως επί το πλείστον και ούσαι χρησιμώταται διά παν είδος προϊόντος και διά κτηνοτροφίαν εκπληρούσι τους όρους της εγκαταστάσεως εν αυταίς πληθυσμού γεωργικού, οίος είναι οι Αγχιαλείς, και επαρκούσι τουλάχιστον διά 250 οικογενείας. Εάν εκάστη οικογένεια λάβη ανά 200 στρέμματα, θα αποτελέσωσι το ποσόν των 50.000 στρεμμάτων εθνικών γαιών, αίτινες υπάρχουσιν, εκτός εκείνων αίτινες κατέχονται διά τίτλων εν ταις εθνικαίς γαίαις».
Ο Γιαννόπουλος τα γνώριζε αυτά διότι το ελληνικό κράτος είχε στείλει στον Αλμυρό , πριν από μερικά χρόνια, τον τμηματάρχη του Υπουργείου των Εσωτερικών Χλωρόν ο οποίος είχε καταμετρήσει τις εθνικές εκτάσεις στον Αλμυρό και είχε καταρτίσει σχεδιαγράμματα που είχαν κατατεθεί στο τμήμα Εθνικών Κτημάτων του Υπουργείου των Οικονομικών. Τα σχεδιαγράμματα αυτά του Χλωρού φαίνεται να είχαν λησμονηθεί σε κάποιο συρτάρι του Υπουργείου ή ίσως σκόπιμα να αγνοούνταν.
Ο Γιαννόπουλος για να βοηθήσει τον Καραπάνο, ο οποίος είχε γίνει ένθερμος υποστηρικτής της εγκατάστασης των Αγχιαλιτών στον Αλμυρό, και να μπορεί να τεκμηριώνει τις απόψεις του, κάθισε και έκανε ειδικό σχεδιάγραμμα της περιοχής, αν και του υποδείκνυε ότι πρέπει να αναζητήσει τα σχεδιαγράμματα του Χλωρού.
Υποψιάζομαι ότι και η αποστολή του Χλωρού για την καταγραφή των δημοσίων κτημάτων του Αλμυρού έγινε ύστερα από πρωτοβουλία του ίδιου του Γιαννόπουλου, προκειμένου να διαφυλάξει την δημόσια περιουσία από τα αρπακτικά χέρια των επιτήδειων που καιροφυλακτούσαν.
Υπήρχαν όμως πάντοτε οι έντονες φανερές και αφανείς αντιδράσεις. Ο Γιαννόπουλος κατέχει όλη την αλήθεια. Φοβάται όμως ότι η αλήθεια θα σκεπασθεί και θέλοντας να εξοπλίσει τον Καραπάνο με επιχειρήματα και να τον ενισχύσει στην προσπάθειά του, τού γράφει:
« Επειδή όμως ευχαρίστως είδον εν τοις πρακτικοίς της Βουλής ότι υψώσατε φωνήν υπέρ της διανομής των εν Αλμυρώ εθνικών γαιών εις τους ατυχείς εκ Βουλγαρίας και Ανατολικής Ρωμυλίας πρόσφυγας, και επειδή τυχόν και η επιτροπή η επεξεργασθείσα το σχετικόν νομοσχέδιον ή διατελούσα εν αγνοία των πραγμάτων ή και παραπειθομένη και υπό των εν ταις εφημερίσιν δημοκοπικών δημοσιεύσεων ίσως εξήνεγκεν αλλοίαν γνώμην, Σας παρακαλώ θερμώς όπως ευαρεστούμενοι εν τη διακρινούση υμάς φιλοπατρία αναπτύξητε εν τη Βουλή το θέμα τούτο συνηγορούντες ότι δύνανται εν ταις εθνικαίς γαίαις του Αλμυρού να εγκατασταθώσι 300 τουλάχιστον οικογένειαι και εάν αύται δεν επαρκούσι δύνανται να εξαγορασθώσι και τα πέριξ ιδιόκτητα χωρία Μπακλαλί, Καραντζανταγλί και Καρανταναγλί ή Χαϊδαρλί άτινα πωλούσι οι ιδιοκτήται αυτών, ως γνωρίζω θετικώς, εις συγκαταβατικάς τιμάς, διότι ένεκεν της ελλείψεως γεωργικών χειρών, είναι σχεδόν άπασαι αι γαίαι αυτών χέρσοι.
Εάν δε εξαγορασθώσι τα γειτνιάζοντα ταις συνεχομέναις εθνικαίς γαίαις Δαγιά, Γκιουζ – γκιολ, Καραμάν και Γενισλέρ, εν ή δύο των μνημονευθέντων χωρίων, δύνανται τότε εν αυταίς να εγκατασταθώσιν άπασαι αι εξ Αγχιάλου οικογένειαι πλην των αλιέων, οίτινες δύνανται να συνοικισθώσιν εν τινι των εν τη ακτή του Παγασητικού Κόλπου κειμένων εθνικών κτημάτων ή Στούπι ή Κεφάλωσις, ένθα θα επιδοθώσιν εις κτηνοτροφίαν, δεντροφυτείαν και αλιείαν.»
Οι απόψεις του Γιαννόπουλου διά στόματος Καραπάνου φαίνεται ότι στη Βουλή ακούστηκαν πολύ ευμενώς και εντυπωσίασαν με την καθαρότητά τους και την ολοκληρωμένη παρουσίαση. Ο Καραπάνος, ενθουσιασμένος από την βοήθεια που του έδινε με όσα τον πληροφορούσε, έστειλε επιστολή στον Γιαννόπουλο και του ανέφερε τις ενέργειές του.
Ο Γιαννόπουλος παρακολουθεί όλες τις αντιδράσεις. Μόλις άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι πιθανόν να γίνουν αποδεκτές λόγω της καθαρότητάς τους και της ολοκληρωμένης παρουσίασής τους οι ιδέες του Καραπάνου και να εγκατασταθούν στην περιφέρεια Αλμυρού οι Αγχιαλίτες, οι βουλευτές Μπαλτατζής και Καρτάλης, ιδιοκτήτες των κτημάτων των δύο Τσιγγελιών στην παραλία του Αλμυρού, εκδήλωσαν ενδιαφέρον να πωλήσουν αυτοί τα κτήματά τους για να εγκατασταθούν σ’ αυτά οι Αγχιαλίτες, ανατολικά δηλαδή του Αλμυρού αντί στα προτεινόμενα από τον Γιαννόπουλο δυτικά
Ο Γιαννόπουλος που πληροφορήθηκε τις προθέσεις των δύο βουλευτών και τις ενέργειές τους έσπευσε να κατατοπίσει και για την περίπτωση αυτή τον Καραπάνο για να τον βοηθήσει να κάνει τεκμηριωμένες προτάσεις. Δεν απορρίπτει όσα επιθυμούσαν οι Καρτάλης και Μπαλτατζής αλλά, για να αποφευχθεί ένα υπερβολικό ίσως τίμημα που ήταν δυνατόν να καταβληθεί, με επιστολή του στις 15 Μαρτίου 1907, τον πληροφορεί για την έκταση αυτής της περιοχής και ότι μία τιμή 200.000 δραχμών για το κάθε Τσιγγέλι είναι αρκετή.
« Επιτραπήτω δε μοι ίνα παράσχω υμίν συμπληρωματικάς τινας πληροφορίας. Εάν, ως ανεγράφη εν ταις εφημερίσιν, οι ιδιοκτήται και βουλευταί κ. Καρτάλης και Μπαλτατζής πωλήσωσι τα εν τη παραλία του Αλμυρού δύο χωρία Τσεγγέλια, συγκείμενα αμφότερα εξ 7 – 8 χιλιάδων στρεμμάτων γης αροσίμου, και όντα ευφορώτατα, δύνανται εν αυτοίς να συνοικισθώσι περί τας 100 οικογένειαι γεωργικαί και αλιέων.
Επειδή δε ο ο κ. Μπαλτατζής το ηγόρασε το ένα Τσεγγέλι αντί 200.000 δραχμών (4.000 περίπου στρέμματα), η τιμή αύτη εν Αλμυρώ εθεωρήθη λίαν υπερβολική και ήσαν έξυπνοι και τυχηροί συνάμα οι προκάτοχοι αυτού. Βεβαίως ο κ. Μπαλτατζής κέρδος δεν θα ζητήση αλλ’ ούτε έλαττον των 200.000 δραχμών θα το πωλήση. Την αυτήν τιμήν ίσως θα ζητήση και ο κ. Καρτάλης διά το έτερον Τσεγγέλι.»
Την ίδια εποχή οι κάτοικοι του χωριού Καπακλί, επειδή υπέφεραν από τα έλη στο μέρος που έμειναν μέχρι τότε, «παρά την Αγχίαλον», έστειλαν επιτροπή από εφτά άτομα προκειμένου να διαπραγματευθούν αυτοί την αγορά των δύο Τσιγγελιών. Ο Γιαννόπουλος το μαθαίνει αυτό και σπεύδει να ενημερώσει τον Καραπάνο. Ήταν μεγάλη του η επιθυμία να έρθουν οπωσδήποτε κοντά στον Αλμυρό οι Αγχιαλίτες ή ένα μέρος τουλάχιστον από αυτούς. Το θεωρούσε πολύ καλό και πρόσφορο γι’ αυτούς αλλά συγχρόνως και μεγάλη ευεργεσία για την περιοχή.
Δεν ήταν μόνο το ενδιαφέρον του για τους Αγχιαλίτες. Ενδιαφερόταν ταυτόχρονα για την ποιοτική, οικονομική και πολιτισμική αναβάθμιση της περιοχής Αλμυρού. Ήταν ένας φωτισμένος κοινωνικός οραματιστής με υψηλές και φωτεινές ιδέες που δυστυχώς δεν μπόρεσαν να γίνουν αντιληπτές από τους Αλμυριώτες της εποχής εκείνης.
Οραματίστηκε την εξέλιξη του Αλμυρού μέσα από το μπόλιασμα του λαού του με το προοδευτικό στοιχείο των Αγχιαλιτών. Κατάλαβε ότι ήταν μεγάλη και μοναδική ευκαιρία αυτή η μίξη και ο συγχρωτισμός των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων των τόσο πολύ διαφορετικής πολιτισμικής υποδομής.
Η πίστη του Γιαννόπουλου ότι η εγκατάσταση των Αγχιαλιτών στην περιφέρεια Αλμυρού θα ήταν πολύ ευεργετική και δημιουργική ενέργεια, τόσο για τους Αγχιαλίτες όσο και για τους ντόπιους κατοίκους, διαφαίνεται σε μία άλλη επιστολή του, άσχετη εντελώς με τις αναφερόμενες αυτές ενέργειες, την οποία έστειλε στις 2 Μαίου 1907 στον καθηγητή της εβραϊκής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για άλλους λόγους και στην οποία, μεταξύ των άλλων, γράφει και τα εξής:
«Εγώ δις διατρίψας εν Αθήναις ως κληρωτός και έφεδρος δεν είχον τον καιρόν ένεκα του ανιαρού των εφίππων σωμάτων βίου να Σας γνωρίσω και προσωπικώς. Επίσης δ’ εν Αλμυρώ αλλεπάλληλα οικογενειακά ατυχήματα δεν μοί επέτρεψαν ούτε τον χρόνον, ούτε τα μέσα να φοιτήσω εν τω Πανεπιστημίω καί τοι προς τούτο εφλεγόμην υπό διακαούς πόθου.
Ελπίζω όμως ότι μετά την εγκατάστασιν των νέων αποίκων εν Αλμυρώ η χώρα αύτη θα βελτιωθή απαλλασσομένη του κτηνοτροφικού πληθυσμού, εξ ου ωπισθοδρόμησε πολύ, ίσως δε, βελτιουμένης και της αξίας των κτημάτων μου, ευτυχήσω και εγώ να συγκαταριθμηθώ μετά των φοιτητών του Πανεπιστημίου και υπό την υμετέραν καθηγησίαν, αργά ολίγον, αλλά, κάλλιον αργά παρά ποτέ !.»
Δεν βλέπει, όπως τόσοι άλλοι στην εποχή του, την βελτίωση της περιουσιακής και οικονομικής κατάστασης των κατοίκων της περιοχής, μόνο στην αύξησή της αλλά στην βελτίωση της όλης οικονομικής κατάστασης της περιοχής που θα ερχόταν με τη συστηματική εκμετάλλευση των κτημάτων και με την εργατικότητα και το προοδευτικό πνεύμα που κουβαλούσαν ως προίκα τους οι Αγχιαλίτες αλλά και με την απομάκρυνση των κτηνοτρόφων από ένα ευφορώτατο κάμπο ο οποίος παρέμεινε χέρσος και ανεκμετάλλευτος, που θα ήταν άμεση συνέπεια της εγκατάστασης των Αγχιαλιτών σ’ αυτόν.
Ότι η εγκατάσταση των Αγχιαλιτών στην περιφέρεια Αλμυρού ήταν, κατά το φωτισμένο μυαλό του Γιαννόπουλου, προς το συμφέρον των Αγχιαλιτών και σωτήρια για τους Αλμυριώτες, φαίνεται και από το τέλος της πρώτης του επιστολής προς τον Καραπάνο :
«Έχων δι’ ελπίδος ότι ασμένως και χάριν των αναξιοπαθούντων θυμάτων της πατρίδος Αγχιαλέων, και χάριν του Δημοσίου, και χάριν της επαρχίας Αλμυρού και του έχοντος την τιμήν να σας παρακαλέση διά της παρούσης, όστις αποτελεί μέλος της επαρχίας ταύτης, θέλετε και πάλιν υποστηρίξη εν τη Βουλή τους ανωτέρω εκτεθέντας λόγους, διατελώ μετά σεβασμού. . .»
Ο Γιαννόπουλος γνωρίζει τις σκέψεις που υπήρχαν και τις ενέργειες που γίνονταν για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών στο τσιφλίκι του Τοπάλη. Παρακολουθεί και την άποψη αυτή και προτείνει λύσεις και σε θετική και σε αρνητική περίπτωση. Δεν επιμένει αποκλειστικά στη δική του μόνο άποψη. Δεν είναι αρνητικός. Προσπαθεί πάντοτε να προτείνει τη σωστότερη λύση. Κύριος σκοπός του είναι η πλέον σωστή και συμφέρουσα για τους ίδιους τους Αγχιαλίτες εγκατάστασή τους. Με τις προτάσεις του για την εγκατάσταση που αυτός πρότεινε εξασφάλιζε έναν κλήρο 200 στρεμμάτων για κάθε οικογένεια.
«Εάν ο κ. Π. Τοπάλης», γράφει σε άλλο σημείο της επιστολής του, «ιδιοκτήτης των συνεχομένων χωρίων Άκετσι, Καραμπάς, Καινούργιου και Δημητριάδος, ων τα δύο είναι παράλια και τα οποία θεωρούνται ως τα ευφορώτατα πάντων των της επαρχίας Αλμυρού, πωλήση ταύτα εις τους Αγχιαλίτας, εν αυτοίς δεν δύνανται να συνοικισθώσι πλέον των 300 οικογενειών προσφύγων, λαμβανομένου υπ’ όψει ότι περί τας 60, αν μη 100 οικογένειαι θα παραμείνωσιν εν αυτοίς λαμβάνουσαι κλήρον ίσον εις τον αναδασμόν της γης. Επομένως θα αποτελεσθή ο συνοικισμός εκ 400 περίπου οικογενειών. Το υπόλοιπον αυτών δύναται να συνοικισθή εν τοις εθνικοίς κτήμασι Κιουζ-γκιολ, Δαγιά, Καραμάν μπεϊλήκ και Γενισλέρ-μπεϊλήκ, άτινα συνέχονται, και θα εξαγορασθή εν ή δύο εκ των παρακειμένων χωρίων ιδιοκτήτων Καραδαναλί ή Γκερικλί ή Γενζελί κ.τ.λ. και τότε θα ζήσωσι πολύ καλά υπό πάσαν έποψιν. Προτιμώ το Καρανταναλί ως ευθυνότερον (διότι ο ιδιοκτήτης το επώλει εις τον κ. Μαργ. Αποστολίδην αντί 100 – 110 το πολύ χιλ. δραχ. ο δε κ. Αποστολίδης το ήθελεν εις ευθυνοτέραν τιμήν) και παραγωγικώτερον.
Τα εν τοις εθνικοίς υπάρχοντα ιδιόκτητα κτήματα επί τη βάσει τίτλων θα εξαγορασθώσι υπό της Κυβερνήσεως διά νόμου, ως είδον εν τη «Πατρίδι» το νομοσχέδιον, επομένως ουδεμία φιλονεικία περί αγρών μεταξύ παλαιών και νέων καλλιεργητών θα υπάρξη»
Αλλά και για την περίπτωση που ο Τοπάλης δεν συμφωνούσε να πωλήσει το τσιφλίκι του ο Γιαννόπουλος είχε ολοκληρωμένη λύση. Γιατί υπήρξε κάποια στιγμή που ο Τοπάλης προβληματιζόταν, όταν είδε ότι η λύση έγερνε προς το μέρος του και έπρεπε να πάρει κάποια απόφαση, αν έπρεπε να παραχωρήσει το τσιφλίκι του για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών. Το μαθαίνουμε και αυτό το στοιχείο από μία φράση της δεύτερης επιστολής (15 Μαρτίου 1907) του Γιαννόπουλου προς τον Καραπάνο :
«Εάν όμως ο κ. Τοπάλης, μετά το γνωστόν εν Ρωμανία πάθημα του κτήματός του υπό των στασιωτών αποποιηθή να πωλήση και τα ενταύθα κτήματά του, δι’ α ενδιαφέρονται πολύ οι Αγχιαλίται, τότε θα εξευρεθή άλλος τρόπος του συνοικισμού, εξαγοραζομένων των δύο Τσεγγελίων, του Καραδαναλί και άλλων χωρίων, παραχωρουμένων δε και των εθνικών γαιών του Αϊδινίου (της εν Κασσαβετεία Γεωργικής Σχολής).»
Η εγκατάσταση όλων των Αγχιαλιτών σε ένα μόνο μέρος ήταν για τον Γιαννόπουλο, αλλά και πολλούς άλλους ακόμη, πολύ δύσκολη. Καμία από τις προσφερόμενες εκτάσεις δεν ήταν αρκετή σε μέγεθος για μία ενιαία συνοίκηση. Χρειαζόταν πολύ μεγάλη έκταση ώστε να επαρκέσει να πάρουν όλοι μία περιουσία ικανή να τους εξασφαλίσει μία άνετη ζωή.
Έπρεπε οπωσδήποτε, κατά τον Γιαννόπουλο, να γίνουν δύο συνοικισμοί. Επομένως είτε δεχόταν ο Τοπάλης να πωλήσει το τσιφλίκι του είτε όχι η εγκατάσταση ενός μέρους των Αγχιαλιτών έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε, κατά τις εκτιμήσεις του Γιαννόπουλου, στις εθνικές εκτάσεις του Αλμυρού. Ο δεύτερος συνοικισμός έπρεπε να γίνει ή στο τσιφλίκι του Τοπάλη ή, εάν δεν δεχόταν αυτός να το πουλήσει, στο Τσιγγέλι του Αλμυρού. Η λύση αυτή, την οποία ο Γιαννόπουλος έβρισκε πολύ καλή, αφού θα εξασφάλιζε 200 στρέμματα για κάθε οικογένεια, ήταν το τελικό συμπέρασμα της σκέψης του. Γι’ αυτό και καταλήγει στη δεύτερη επιστολή του, δίνοντας το οριστικό συμπέρασμά του στον Καραπάνο:
«Όπως όμως κι αν έχη ο πράγμα, ως φαίνεται οι Αγχιαλίται θα θελήσωσι 2 μεγάλους συνοικισμούς οίτινες θα γείνωσιν, ο μεν πρώτος εν τοις υποδειχθείσιν υμίν εθνικοίς κτήμασι ένθα δι’ εξαγοράς και ενός ή δύο τσιφλικίων πληρούνται πάσαι αι βιωτικαί συνθήκαι του ενός συνοικισμού, ο δε έτερος εν τοις Τσεγγελίοις, εάν μη εξαγορασθώσι τα κτήματα του κ. Π. Τοπάλη.»
Αυτές ήταν οι ενέργειες του Νικόλαου Γιαννόπουλου και οι φροντίδες του για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών στην περιοχή Αλμυρού, όπως προκύπτουν από τις επιστολές που έγραψε ο ίδιος στον Κωνσταντίνο Καραπάνο. Ενέργειες αγνές, άδολες και ιδέες σοφές και μεγαλεπίβουλες. Απόψεις σωστές και τεκμηριωμένες χωρίς ίχνος ατομικής ιδιοτέλειας, χωρίς ατομικές επιδιώξεις. Κινούνταν αποκλειστικά και μόνο από διάθεση για βοήθεια στην πατρίδα του και αγάπη για τους πρόσφυγες, προσφυγόπουλο και ο ίδιος φευγάτος από την πατρίδα από τις ανάγκες της επιβίωσης. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρούμε στις ενέργειες όλων των άλλων που δραστηριοποιήθηκαν, για το θέμα αυτό, εκτός φυσικά από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους Αγχιαλίτες, τόσο καθαρές ενέργειες και τόσο άδολες σκέψεις, γεμάτες αγάπη και Ελλάδα, όπως. αυτές του Νικόλαου Γιαννόπουλου.
Σε μία τρίτη επιστολή του, όταν πλέον, από ό,τι φαίνεται είχε παρθεί για το εξεταζόμενο ζήτημα η τελική απόφαση, η οποία και υλοποιήθηκε, λέει με κάποιο παράπονο και απογοήτευση, αν και η τρίτη αυτή επιστολή αναφέρεται στην εγκατάσταση των Σωζοπολιτών, διότι δεν κυριάρχησε αποκλειστικά και μόνο η αγάπη προς τους πρόσφυγες αλλά και κάποιοι ιδιοτελείς σκοποί :
«Αναλογιζόμενος όμως ότι με την ευτυχίαν των θυμάτων του καθήκοντος προς την πατρίδα και του ιδεώδους, όπερ αναζωογονεί και αφυπνίζει τα έθνη, δεν είναι πρέπον να συμφεροντολογή τις, έκρινα καλόν και πάλιν να διαφωτίσω την υμετέραν εξοχότητα δι’ ολίγων γραμμών. . .».
Οι ενέργειες και προτάσεις του Γιαννόπουλου τελικά δεν καρποφόρησαν. Ίσως γιατί πραγματικοί και ουσιαστικοί ένθερμοι υποστηρικτές τους ήταν ένας ντόπιος μη πολιτικός και ένας πολιτικός μη ντόπιος. Ο Καραπάνος ήταν βουλευτής Άρτας.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1907 δημοσιευόταν στη «Θεσσαλία» : «Ο εργολάβος Κ.. Καραϊσκος προσέφερεν 1197 δρχ. δι’ εκάστην γεωργικήν οικίαν και 995,15 δι’ εκάστην των άλλων οικιών της Νέας Αγχιάλου που θα θεμελιωθή στη θέση Καινούριον».
Η απόφαση είχε οριστικά παρθεί. Οι παραπέρα ενέργειες του Γιαννόπουλου δεν είχαν πλέον σκοπό, όπως γίνεται φανερό και από άλλα δημοσιεύματα του τύπου :
« Η έναρξις των εργασιών των οικοδομών Νέας Αγχιάλου θα γίνη εις το βόρειον άκρον της Αγχιάλου και θα χωρή προς την παραλίαν πλησίον της οποίας θα αφεθή επαρκές τετράγωνον άνωθεν της εκεί μικράς λίμνης, διότι το μέρος τούτο περιέχει αρχαιολογικά αντικείμενα, καθ’ όσον ως γνωστόν η Νέα Αγχίαλος θα κτισθή εκεί όπου ακριβώς έκειτο η αρχαία Πύρασος, υπό του Ομήρου αναφερομένη. . .».
«Χθες διά της «Αστραπής» εκομίσθησαν ενταύθα (Βόλος) οι θεμέλιοι λίθοι της «Νέας Αγχιάλου» και της «Ευξεινούπολης». Είναι πλάκες εκ λευκοτάτου μαρμάρου της Πεντέλης και φέρουσι καταλλήλους επιγραφάς.».
«Ο χειμών εγγίζει και οι πρόσφυγες οι διαμένοντες εν τω στρατώνι Αλμυρού καθώς είναι εξηντλημένοι εκ των θερινών πυρετών θα προσβληθώσιν αμέσως από κρυολογήματα και θα πεθάνωσιν από το ψύχος διότι εν τω στρατώνι είναι δύσκολος η διαμονή οικογενειών με μικρά παιδία άνευ εστίας και άνευ πυρός και μάλιστα προμηνύεται εφέτος χειμών δριμύς και βαρύτερος του πεςρισυνού κατά τους μετεωρολόγους»
«Το Σάββατο θα γίνη θεμελίωση της Νέας Αγχιάλου. . .Μετά το πέρας της θεμελιώσεως οι είσημοι, υπουργοί Καλογερόπουλος εσωτερικών και Σιμόπουθλος οικονομικών, θα επιβούν αμαξών, άλλοι δε παζή και διασχίζοντες τα Τοπάλεια κτήματα θα μεταβώσιν εις Αλμυρόν. Προς τούτο δε εμισθώσθησαν 25 άμαξαι προς 75 δρχ. εκάστη. Εις Αλμυρόν θα γίνη ενθουσιώδης υποδοχή εκ μέρους των κατοίκων. Σημειωτέον ότι οι κάτοικοι του Αλμυρού ενθουσιωδώς παρώτρυναν τους δημοτικούς συμβούλους να ψηφίσουν γενναίαν πίστωσιν υπέρ των εορτών και εψήφισαν ούτοι πράγματι τοιαύτην εκ 2.500 δραχ. από 500 δε οι δήμοι Πλατάνου και Όθρυος.»
«Οι εις τον στρατώνα Αλμυρού διαμένοντες πρόσφυγες, οι οποίοι κατόπιν αποφάσεως της Κεντρικής Επιτροπής Αθηνών επρόκειτο να αποσταλώσιν – ως έχομεν γράψει – εις Ωρεούς, Ξηροχώρι κ.λπ. βλέποντες ολοέν βαίνουσαν προς το τέρμα την ανέγερσιν της Νέας Αγχιάλου εδήλωσαν ότι επ’ ουδενί λόγω δέχονται να αναχωρήσωσιν εξ Αλμυρού, ένθα εγνώρισαν ήδη τον κόσμον και τα μέρη. Ένεκα τούτου εξευρέθησαν διά τους πλείστους εξ αυτών οικήματα εντός του Αλμυρού, ελάχιστοι δε μένουν εις τον στρατώνα εισέτι και ούτοι όμως θα μεταβούν εντός ολίγου εις την πόλιν. Η υγεία των ευρίσκεται εις καλόν σημείον κατά τας βεβαιώσεις δε των ιατρών δεν υπάρχουν πλέον ασθενείς».
«Ανάστατος ο Αλμυρός χάριν της τελετής της θεμελιώσεως της Νέας Αγχιάλου. Επισκευάζονται οδοί, καθαριότης, διακόσμησις, εξέδρα για φιλαρμονική, σημαίες οι Αλμυριώτες για τα σπίτια τους. . . προμηνύεται μεγαλοπρεπής πανηγυρισμός».
Επελέγη τελικά η σημερινή τοποθεσία για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών. Αντί για την ανέξοδη εγκατάσταση σε δημόσιες εκτάσεις, όπως πρότεινε ο Γιαννόπουλος, «το Ελληνικό κράτος . . . . προέβη εις πάσαν θυσίαν επιτρεπομένην εκ των οικονομικών αυτής δυνάμεων προς μόνιμον εγκατάστασιν ομογενών προσφύγων. . . .Αγόρασε αντί αδρού τιμήματος τα εις τον κ. Τοπάλην ανήκοντα κτήματα», ένα έδαφος για το οποίο ελέχθη «η εκλογή τοιούτου εδάφους προς ανέγερσιν της Νέας Αγχιάλου αποτελεί το κορύφωμα της αποτυχίας της αρμοδίας υγειονομικής επιτροπής».
Ο ίδιος ο Γιαννόπουλος, ταπεινός εργάτης του πνεύματος , όταν πια το θέμα έκλεισε οριστικά, σιώπησε και αποσύρθηκε στο αγαπημένο πνευματικό του έργο : την διάσωση και διαφύλαξη των όσων προγονικών κειμηλίων είχαν μείνει από την μακραίωνη λαίλαπα της Τουρκοκρατίας, την ερμηνεία και την καταγραφή τους για την θεμελίωση της εθνικής αυτογνωσίας μας και την μελέτη της ιστορίας τούτου του τόπου που τον δέχτηκε μικρό παιδί , πρόσφυγα και αυτόν από την Ήπειρο. Οι επιστολές του δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ, όπως τόσες και τόσες άλλες του ενέργειες. ούτε από τον ίδιο, ούτε από τον παραλήπτη.
Δεν είχε την ευτυχία να ιδεί τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Οι Αγχιαλίτες δεν μπόλιασαν τελικά άμεσα με το προοδευτικό τους πνεύμα την επαρχία Αλμυρού. Εγκαταστάθηκαν λίγο πιο μακριά, στον τόπο τούτο και τράβηξαν την ανοδική τους πορεία στη δημιουργία της νέας τους πατρίδας που αποτέλεσε και αποτελεί υπόδειγμα, φερμένο και προικισμένο και από την όμορφη Ανατολική Ρωμυλία και παράδειγμα για μίμηση του τι σημαίνει να προχωράς και να αγωνίζεσαι παρόλα τα χτυπήματα της μοίρας.