Νικόλαος Γιαννόπουλος

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος
Πρόεδρος Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς»

Νικόλαος Γιαννόπουλος

Ανιχνεύοντας την νεότερη ιστορία του Αλμυρού δύσκολα μπορεί να βρεθεί ισχυρότερη και λαμπρότερη προσωπικότητα από αυτήν του Νικόλαου Γιαννόπουλου του Ιωάννου. Η πολύπλευρη δραστηριότητά του, η σημαντικότατη προσφορά του και τα πολυάριθμα δημοσιεύματά του, πολλά από τα οποία δεν έχουν ακόμη εντοπισθεί, καθιστούν αδύνατη την προσπάθεια να περιγραφεί σ΄ ένα σύντομο δημοσίευμα η ζωή και το έργο του. Αποσπασματικές αναφορές μόνο μπορεί να γίνουν. Και αυτό θα τολμήσουμε..
Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος γεννήθηκε το 1866 στη Δόλιανη της Ηπείρου. Ήρθε στον Αλμυρό το 1875. Ο πατέρας του είχε έρθει το 1858 «ἐν ᾗ ἐποχῇ διέμεινεν ἐν Ἁλμυρῷ ρωσικόν ἱππικόν Κοζάκων εἰς οὓς ἐχορήγει ἄρτον. Ὁ Ἁλμυρός τότε ἦτο έν νηπιωδεστάτῃ καταστάσει. Οὔτε ἐμπόριον, οὔτε κοινωνία, οὔτε τι ἄλλο πλήν τῆς ὀθωμανικῆς βαρβαρότητος», γράφει για τον πατέρα του, ενώ για τον εαυτό του λέει «Εἰς τὸν Ἁλμυρόν ἦλθον ἐξ Ἠπείρου μικρὸν παιδίον τὸ 1875. Εὗρον τὸν Ἁλμυρόν Τουρκόπολιν με στενοὺς δρόμους μὲ τζαμιὰ μὲ μιναρέδες καὶ τουρκομάγαζα μὲ κεπέγκια».
Το 1881, με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, ο Νικόλαος Γιαννόπουλος αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Αλμυρού, μαζί με τρεις άλλους συμμαθητές του. Οι τρείς άλλοι, με υποτροφία του Δήμου Αλμυρού, φοίτησαν στο νεοσύστατο Διδασκαλείο Λάρισας για να εφαρμόσουν μια «τολμηρή τοπική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Αυτός δεν πήρε τον ίδιο δρόμο. Τον χρειαζόταν ο πατέρας του στο αρτοποιείο τους. Τον Σεπτέμβριο 1884 διορίζεται προσωρινός υπογραμματέας του Ειρηνοδικείου Αλμυρού, αρνούμενος να ακολουθήσει τις υποδείξεις του πατέρα του να σχοληθεί με το αρτοποιείο.
Φωτισμένο μυαλό και ανήσυχος δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστεί με την κατάσταση αυτή. Πλάθει μεγάλα όνειρα. Τον πιέζει ακατανίκητα μια εσωτερική ανάγκη να ασχοληθεί με την ιστορία του τόπου. Πολύ νεαρός διάβασε την «Θεσσαλία» του Ν. Γεωργιάδη. Αυτό πρέπει να ήταν η βασικότερη αφορμή για τους προσανατολισμούς στη ζωή του. Το περιβάλλον όμως του Αλμυρού δεν βοηθάει. Προσπαθώντας να αποφύγει τον κλοιό της έλλειψης μέσων και να προχωρήσει έγραψε στις 25 Ιουλίου 1885 στον Αριστομένῃ Χ. Μυριανθούσῃ, ειρηνοδίκῃ, στην Αργαλαστή: «ἀπὸ τῆς ἐντεῦθεν ἀναχωρήσεώς Σας διατελῶ δοῦλος εἰς τὸν Γεώργιον Πλάκαν, και τοι ἀποστρέφομαι τὸ ἐμπόριον. Καλὸν θὰ ἦτο, ἵνα ἐργαζόμενος ἔν τινι δικηγορικῷ γραφείῳ φοιτῶ εἰς τὸ Γυμνάσιον». Και γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Βόλου. Οικογενειακοί όμως λόγοι και κυρίως το ότι η ποιότητα και ο ρυθμός της μόρφωσης στο Γυμνάσιο δεν τον ικανοποιούσε τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την φοίτησή του.
Μαθητής, ωστόσο, Γυμνασίου ακόμη, 19 ετών, στα 1885, άρχισε να γράφει το πρώτο του βιβλίο, τα «Φθιωτικά». «Του παρόντος πονήματος αι πρώται λέξεις του εγράφησαν κατά το 1885, ότε εφοίτων εις το εν Βόλω Γυμνάσιον». Ολοκληρώθηκε το 1887 αλλά «ἐξεδόθη ὅμως τῷ 1891». Την ίδια χρονιά (1891), ζητώντας διέξοδο στον αποκλεισμό του ζητάει πιστοποιητικό για αποδημία στο «εξωτερικό». Πηγαίνει στη Δράμα όπου του ανατέθηκε «η άοκνος επιμελής και παιδαγωγική διδασκαλία μαθημάτων ορισθησομένων υπό τε της εφορίας και της διευθύνσεως». Διδάσκει ένα χρόνο (1891-1892) και επιστρέφει στον Αλμυρό για να επιδοθεί οριστικά στις αγαπημένες του απασχολήσεις.
Στις 25 Ιουλίου 1894, στέλνοντας στον Ν. Γεωργιάδη τα «Φθιωτικά» του γράφει: «ἡ Ἐπαρχία Ἀλμυροῦ δὲν ηὐμοίρησεν εἰσέτι ἐξόχων ἀνδρῶν ὅπως ἐγκωμιασθῇ καὶ περιγραφῇ, καθάπερ ἡ μήτηρ αὐτῆς Θεσσαλία ὑπὸ τοῦ γλαφυροῦ καὶ πολυμαθοῦς συγγραφέως αὑτῆς. Πενιχρὰ καὶ ἄσημος, τόγε νῦν ἔχον, χώρα ὑπὸ πενιχροῦ καὶ ἀσήμου συγγραφέως πενιχρώτατα καὶ εὐτυχέστατα περιεγράφη, θελήσαντος, κατὰ τὴν κοινὴν παροιμίαν, ὡς ὁ βάτραχος νὰ μιμηθῇ τὸν βοῦν.»
Ασχολείται πυρετωδώς και με συγγραφή άλλων μελετών. Δεν έχει όμως όσο χρόνο χρειαζόταν. «Εφέτος δεν ηδυνήθην να παραγάγω σπουδαίαν διανοητικήν εργασίαν διότι αι οικιακαί ασχολίαι δεν μοί επιτρέπουσι τούτο…Έχω ετοίμους προς δημοσίευσιν 1) Νομισματολογικά, ήτοι αρχαία θεσσαλικά νομίσματα. 2) Ορμένιον, Ορμίνιον και Αρμένιον, τρεις πόλεις διάφοροι. 3) Ορθογραφικά θεσσαλικών τινών πόλεων αρχαίων και νέων 4) Ναρθάκιον. όρος και ομώνυμος πόλις 5) Η φθιωτική πόλις Ερέτρια και 6) ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένη της Θεσσαλίας και η θεσσαλική πόλις Βουνένη».
Πονάει βλέποντας να καταστρέφονται τώρα οι αρχαιότητες που είχαν διασωθεί από την τουρκική κατοχή. Και δεν περιορίζεται μόνο στην επαρχία Αλμυρού. Όλα θέλει να τα σώσει «πρὸ ἡμερῶν διατρίβοντες ἐν Βώλῳ ἔσχομεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἐπισκεφθῶμεν ἰδιωτικὸν οἰκόπεδον, ἐν ὧ εὕρομεν σὺν τοῖς ἄλλοις ἀχρήστοις λίθοις, οὓς ὁ δῆμος ἐπώλησεν ἰδιώτῃ τινί, καὶ σπονδύλους κιόνων ἐκ λευκοῦ μαρμάρου, κιονόκρανα δωρικοῦ ῥυθμού, βάσεις ἀγαλμάτων καὶ ἄλλους λίθους, ἀποτελοῦντάς ποτε ἀρχαῖόν τινα περικαλλῆ ναὸν τῶν προγόνων ἡμῶν».
«Μετ’ ἄλγους καρδίας», γράφει προς τον Γκαίρτρινγκεν «παρετήρησα ἔν τε τῇ ἐπαρχίᾳ Ἁλμυροῦ καὶ τῇ λοιπῇ Θεσσαλίᾳ ὅτι αἱ κατὰ τὴν κατεδάφισιν τῶν τουρκικῶν τεμενῶν καὶ οἰκιῶν ἑκάστοτε ἀνακαλυπτόμεναι ἐπιγραφαί, ὅσαι μὲν ἐτύγχανον τῆς προσοχῆς μου, ἔβλεπον τοὐλάχιστον τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, αἱ δὲ λοιπαὶ παρήρχοντο ἀπαρατήρητοι, συγκαταστρεφόμεναι μετὰ τῶν ἄλλων! Δύναμαι μᾶλλον εἰπεῖν μετέπιπτον ἐκ τῆς τουρκικῆς εἰς τὴν ἑλληνικὴν βαρβαρότητα! Τὶ ἠδυνάμην νὰ πράξω; Ἠγανάκτησα ὅταν εἶδον οἰκοδόμους νὰ καταστρέφωσι πρὸ τῶν ὀμμάτων μου ἐπιγραφὴν, ἣν ἄλλοτε εἶχον δημοσιεύσει ἐν τῷ «Bulletin de Correspondance Hellenique».
Η μεγάλη επιθυμία και ακατάβλητη θέλησή του να διασώσει τα ιστορικά μνημεία τον οδηγεί στη σωτήρια σκέψη να ιδρυθεί ειδικό σωματείο για το σκοπό αυτό. Έτσι την Κυριακή 28 Απριλίου 1896 ιδρύεται η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς». Δώδεκα ήταν τα πρώτα ιδρυτικά μέλη, αριθμός συμβολικός για τον Νικόλαο Γιαννόπουλο. Κι είναι συγκινητικό προσωπικότητες του Αλμυρού, δημοδιδάσκαλοι, ελληνοδιδάσκαλοι, ιατροί, ιερείς, η πνευματική κορυφή του Αλμυρού εκείνης της εποχής, μαγεμένοι κυριολεκτικά από την προσωπικότητα του Νικόλαου Γιαννόπουλου, που δεν έχει ούτε απολυτήριο Γυμανασίου, μαζεμένοι τριγύρω του και ακούν το κάλεσμά του.
Δεν ήταν εύκολη προσπάθεια: «Βλέποντες ότι ανά την Θεσσαλίαν πολλάκις ανεκαλύπτοντο σπουδαίαι και λόγου άξιαι αρχαιότητες υπό των χωρικών, αίτινες ή παρεδίδοντο εις αρχαιοκαπήλους ή μάλλον κατεστρέφοντο υπό αμαθών και αξέστων χωρικών και μη δυνάμενοι άλλως να συντελέσωμεν εις την διάσωσιν αυτών απεφασίσαμεν να ιδρύσωμεν την Φιλάρχαιον Εταιρείαν «η Όθρυς» εν Αλμυρώ τη 28 Απριλίου 1896». «Ἐνεπαίχθημεν, εἰρωνιῶν βαναύσων ἐτύχομεν, οἴκτου μειδιάματος ἠξιώθημεν ὑπὸ τῶν λογίων ἐκείνων, τῶν οἰομένων μέγα τι εἰδέναι! Ἀδιάφορον, τὸ ἔργον ἐξησφαλίσθη. Εὐτυχῶς εὕρηκα καὶ ἄλλους ἤδη λάτρας τοῦ καλοῦ καὶ συνεργάζομαι ἐπιτυχῶς μετ’ αὐτῶν. Καθ’ ἑκάστην ἥδη ἀνακαλύπτομεν ἐπιγραφὰς καὶ ἀνάγλυφα καὶ ἐλπίζομεν νὰ συγκεντρώσωμεν αὐτὰς ἐν Ἁλμυρῷ τὸ ἔαρ».
Από την πρώτη στιγμή η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού έθεσε βασικό σκοπό της την ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου. Κι ήταν τότε μια εποχή που τα περισσότερα σπίτια του Αλμυρού ήταν χαμηλά και λασπόχτιστα, πνιγμένα στους απέραντους καπνότοπους. Φάνταζε τρέλα η ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου σε μια τέτοια πόλη. Και όμως έγινε. Το έχτισε η ακατάβλητη θέληση του Γιαννόπουλου.
Ατελείωτες είναι οι αναφορές του και οι παρεμβάσεις του για τη διάσωση των αρχαιοτήτων και τη συγκέντρωσή τους σε ασφαλές μέρος.
Γράφει στο Υπουργείο Παιδείας: «εκδραμόντα τα μέλη του Δ. Σ. της Φιλαρχαίου Εταιρείας «Όθρυς», εις τα ερείπια της Άλου, εύρον επτά γηλόφους, ων οι πλείστοι κατά διαφόρους καιρούς είχον συληθή υπό των χωρικών…αφαιρέσαντες και τους λίθους των θόλων αυτών προς ανέγερσιν ιδιωτικών οικιών».
Στις 2 Απριλίου 1895 απευθύνθηκε προς την Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία: «κατατίθημι…καγώ τον πενιχρόν μου οβολόν εις το υμέτερον Μουσείον δωρούμενος αυτώ: 1) Χειρόγραφον πολυσέλιδον ογκώδες βιβλίον του 16ου αιώνος…2) Σταυρόν γεγλυμμένον εκ ξύλου πίξου λεπτοτάτης τέχνης του 16ου αιώνος παριστάνοντα δωδεκάορτον όμοιον τω υπό της αυτής της Αυτοκρατείρας της Βασιλίσσης δωρηθέντα αλλ’ άνευ αργυροεπιχρυσώσεως. 3) Αρχαίον τι ελλιπές έντυπον βιβλίον εκκλησιαστικής ύλης ακατάληπτον εμοί».
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1907 έγραψε στον Γ. Λαμπάκη: «ανάγκη η Χριστιανική Εταιρεία να αναλάβη την εκσκαφήν του ναού τούτου (στη Νέα Αγχίαλο) και την εποπτείαν της διασώσεως των ποικίλων αρχαιολογικών ευρημάτων».
Στις 30 Νοεμβρίου 1907 απευθύνθηκε και πάλι στη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία «παρακαλῶ ὑμᾶς, ὅπως εὐαρεστούμενοι: α) ἀποστείλητε χριστιανολόγον εἰς Ἁλμυρὸν ἵνα μελετήσῃ καὶ περισυλλέξῃ ταῦτα, εἰς ὃν θὰ παράσχω κἀγὼ τὴν προσωπικὴν μου συνδρομήν. β) συστήσητε τῷ ἁρμοδίῳ ὑπουργείῳ ὅπως ἐπιτρέψῃ ἡμῖν τὴν μεταφορὰν τῶν ἀρχαιοτήτων τούτων εἰς τὸ Μουσεῖον Ἁλμυροῦ, ἵνα προληφθῇ τοῦ λοιποῦ πᾶσα περαιτέρω καταστροφὴ αὐτῶν» (Ευρήματα της Μονής Ξενιάς)
Σε έκθεση στις 30 Μαΐου 1916 γράφει προς το Υπουργείο Παιδείας για το μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς: «Τοιούτος ναός άξιος διασώσεως είναι εν τη επαρχία Αλμυρού ο της Άνω Μονής Ξενιάς….Χειρόγραφά τινα επί μεμβράνης και χάρτου διέσωσα προ ετών από της αρπαγής και καταστροφής υπό των περιοίκων, ως και εικόνας ανηκούσας εις τον χορόν του ναού. Ίσως όμως υπάρχουσι και κρύπται, ως ειθίζετο και τότε, εν οις να υπάρχωσι χειρόγραφα ανεκτιμήτου αξίας.…Λαμβάνω την τιμήν να συστήσω τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία όπως ευαρεστουμένη λάβη ταύτα υπ’ όψει. α) διατάξῃ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ὅπως ἐπιληφθῇ ἀμέσως τῆς ἐπισκευῆς καὶ συντηρήσεως τοῦ ναοῦ β) αποσταλή αρχαιολόγος, να μεριμνήση περί συντηρήσεως τοῦ εικονοστασίου και εικόνων»
Το έργο του άρχισε να προκαλεί επαινετικά σχόλια και θαυμασμό.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1901 το «Wochenscrift für Klassische Philologie» έγραψε «Ἀπό τινων ἐτῶν ὑφίσταται ἐν Ἁλμυρῷ τῇ πόλει τοῦ συρμοῦ, ….ἡ ἐνεργὸς Φιλάρχαιος Ἑταιρεία «Ὄθρυς», τῆς ὁποίας αἱ ὑπηρεσίαι δὲον νὰ ἀναγνωρισθῶσι εἰς εὐρὺ κύκλον. Ψυχὴ τῆς Ἑταιρείας εἶναι ὁ κύριος Ν. Ι. Γιαννόπουλος. Ὁ Γιαννόπουλος ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν Ἑλλήνων ἐπιτοπίων ἀρχαιοφίλων οἱ ὁποῖοι ἄγονται εἰς τὴν σπουδὴν τῶν μνημείων ἐξ ἀληθοῦς ἔρωτος πρὸς τὴν ἐπιστήμην… Πρὸς τοὺς ἐξαιρέτους ἄνδρας τοῦ Ἁλμυροῦ εὐχόμεθα ἀληθῆ τύχην εὑρετῶν, ἐλπίζοντες ἵνα κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς «Ὄθρυος» ἱδρυθῶσι καὶ ἐν Βόλῳ, Λαρίσῃ καὶ Τρικάλοις ἀρχαιολογικαὶ ἑταιρεῖαι».
Στα 1899, τρία μόλις χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού, τύπωσε το πρώτο τεύχος του «Δελτίου» της, του οποίου εκδόθηκαν συνολικά επτά τεύχη μέχρι το 1911.
Στις 20 Απριλίου 1901 ο Βαρῶνος Χίλλερ φον Γκαίρτρινγκεν έγραψε «ἐξεδόθη τὸ δελτίον τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Συλλόγου «Ὄθρυς», ὅστις ἱδρύθη τῷ 1896 εἰς τὴν θεσσαλικὴν πόλιν Ἁλμυρὸς καὶ ὑπὸ τὸν ἐνεργητικὸν γραμματέα Ν. Γιαννόπουλον ἐπιδιώκει τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ συναθροίσῃ καὶ διατηρήσῃ τὰ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Ἁλμυροῦ ἤ καὶ ἀλλαχοῦ εἰσέτι εὑρισκόμενα λείψανα τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς καὶ Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὡς καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων».:
Ο Δ. Σαράτσης έγραψε στη «Θεσσαλία» στις 7 Ιουλίου 1903: «Καὶ δὲν εἶναι ἡ ἵδρυσις τοῦ Μουσείου τὸ μόνον γενναῖον ἔργον τῆς «Ὄθρυος». Σὺν αὐτῷ κατωρθώθη νὰ ἐμπνευσθῇ τοῖς κατοίκοις ὁ πρὸς τὰ ἀρχαῖα σεβασμὸς καὶ ἡ ἐκτίμησις… Προσθέσατε ὅτι καὶ περιοδικὸν ἐκδίδει τὸ ἄριστον σωματεῖον. Νομίζομεν ὅτι ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία ἡ «Ὄρθρυς», ἀποτελοῦσα καύχημα τοῦ Ἁλμυροῦ, εἶναι καὶ τῆς Θεσσαλίας ὅλης τιμή».
Στον «Κήρυκα» του Βόλου στις 25 Δεκεμβρίου 1909, ο Περικλής Αποστολίδης: «Το να παρακολουθηθῇ εἰς τὸ ἔργον αὐτὸ ὁ κ. Ν. Ι. Γιαννόπουλος καὶ φέρῃ ἐπ’ αὐτοῦ κρίσεις ἀπαιτείται βεβαίως ἀναλογία τις γνώσεων καὶ μελετῶν, εἰς ταύτας ὅμως παῦροί εἰσιν οἱ παρ’ ἡμῖν ἀριθμούμενοι».
Τα γνωστά σήμερα δημοσιευμένα έργα του ξεπερνούν τα 250. Είναι επομένως αδύνατη και μόνο η αναγραφή των τίτλων τους εδώ. Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλίας έχει αρχίσει μια πολύ σοβαρή προσπάθεια προς τον τομέα αυτό. Μερικά, ωστόσο, δημοσιεύματά του που απόσπασαν ευνοϊκότατες κριτικές αλλά και συζητήσεις και είναι αξιοθαύμαστες επιτυχίες του πρέπει να μνημονευθούν.
Μόλις σε ηλικία 19 ετών, ζώντας στον Αλμυρό και μην έχοντας ακόμη απολυτήριο Γυμνασίου, τόλμησε να αμφισβητήσει τον Παπαρρηγόπουλο και άλλους σημαντικούς επιστήμονες και να τοποθετήσει τη μάχη της 15 Μαρτίου 1311, μεταξύ Καταλανών και του Δούκα των Αθηνών, πρώτος αυτός, όχι στον βοιωτικό Κηφισσό αλλά στην περιοχή του Αλμυρού. Τόλμησε ακόμα και ενώ ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος έψαχνε να βρει την Δημητριάδα στη Γορίτσα, να διατυπώσει από πολύ νωρίς και με σαφήνεια την άποψη ότι η Δημητριάδα δεν βρισκόταν εκεί αλλά στην αναγνωρισμένη σήμερα θέση της.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες και αφού είχε αναγνωρισθεί από πολλούς ως προσωπικότητα της αρχαιολογικής έρευνας και είχε υπηρετήσει έφορος αρχαιοτήτων στον Αλμυρό, στην Αγχίαλο, στο Βόλο, στη Χαλκίδα, στο Αργοστόλι ήρθε και πάλι στο Βόλο. Εκεί στις 18 Μαΐου 1940 πληροφορήθηκε: «Ἀνακοινοῦμεν ὑμῖν ὅτι διὰ Β. Δ. τῆ 15 Ἀπριλίου ἐ. ἔ. ἐκδοθέντος καὶ τῆ 24 τοῦ αὐτοῦ μηνὸς δημοσιευθέντος ἐν τῷ ὑπ’ ἀριθ. 74 (τεῦχ. Γ΄) φύλλῳ τῆς Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως ἀπελύθητε τῆς ὑπηρεσίας ὡς καταληφθέντες τοῦ ὑπὸ τοῦ ὁρίου ἡλικίας, ἐκφραζομένης ὑμῖν τῆς Βασιλικῆς εὐαρεσκείας διὰ τὴν μακρὰν καὶ εὐδόκιμον ὑπηρεσίαν ὑμῶν».
Δεν πρόφτασε όμως να ξεκουραστεί. Στις 3 Δεκεμβρίου 1941, σε ηλικία 75 ετών, η πατρίδα τον χρειάστηκε: «Ἔχοντες ὑπ’ ὄψει τὰς πολυτίμους ὑπηρεσίας τὰς ὁποίας προσεφέρατε κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα, καθ’ ὃ διετελέσατε ἐπιμελητὴς ἀρχαιοτήτων, παρακαλοῦμεν ὅπως προσφέρετε καὶ πάλιν τὰς ὑπηρεσίας σας κατὰ τάς σημερινὰς δυσχερεῖς περιστάσεις ἀναλαμβάνοντες τὰ καθήκοντα τοῦ ἐκτάκτου ἐπιμελητοῦ ἀρχαιοτήτων Βόλου προσωρινῶς δὲ καὶ τὴν Διεύθυνσιν τῆς Δ΄ Περιφερείας».
Και ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, 75 ετών και άρρωστος, πήγε και πάλι στο αγαπημένο του στέκι, το Μουσείο του Βόλου. Ρίχτηκε, κάτω τις δυσχερείς περιστάσεις της εχθρικής κατοχής, και πάλι στο έργο του. Οι συνθήκες πολύ δύσκολες. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να σωθούν οι αρχαιότητες. Και αυτό είναι το κύριο καθήκον του. Ζώντας ολημερίς στο Μουσείο με την αγαπημένη του γυναίκα την Ουρανία και τον πιστό βοηθό του, φύλακα του Μουσείου, Ηλία Αντωνόπουλο, θα ζήσει εκεί ως το τέλος της ζωής του.
Στιγμιότυπα των τελευταίων αυτών ημερών του βλέπουμε μέσα από τις σημειώσεις που κρατάει. Είναι σημειώσεις υπηρεσιακές, οικογενειακές και ατομικές μαζί, δείγμα των δύσκολων περιστάσεων, αλλά και απόδειξη της ουσιαστικής ταύτισής του με τα αρχαία λείψανα.
Μερικά σπαράγματα των σημειώσεων αυτών είναι χαρακτηριστικά.
«9 Φεβρουαρίου 1943: 2.000 δρ. δι’ αποκάλυψιν των γραπτών στηλών, διά τακτοποίησιν των φθαρθέντων γεωσάκκων των στηλῶν, διά μεταφοράν μιας στήλης, διά συρραφήν σάκκων και τοποθέτησιν αυτών εν τω Μουσείω, διά κτίσιμον περιφράξεως της θύρας ανατολικού υπογείου όπου είναι τοποθετημένα τα μικροτεχνήματα πήλινα και λίθινα αρχαία».
«Δέκα κεραμίδια Χ 100 δρ. =1.000».
Στο ίδιο τετράδιο σημειώνει και ιστορικές πληροφορίες: «Αι απώλειαί μας κατά τον Αλβανικόν πόλεμον 1940 -1941: Αι μέχρι σήμερον 7 Μαΐου 1942 φονευθέντες: αξιωματικοί μόνιμοι 337, αξιωματικοί έφεδροι εκ μονίμων 128, έφεδροι εξ εφέδρων 350, οπλίται εν όλω 11266, ἐξαφανισθέντες ἀξιωματικοί έφεδροι εκ μονίμων 1, έφεδροι εξ εφέδρων 16, οπλίται εν όλω 1391».
«13 Νοεμβρίου 1942. Αγοράσαμε ½ οκά αλεύρι Χ 140 την οκά =70 δρ. Πήραμε φασόλια Χ 30 δράμια το άτομο 90 δράμια».
«12 Δεκεμβρίου 1942: Πήραμε κουκιά 360 δράμια και 300 δράμια αμύγδαλα»
«1 Απριλίου 1943. Πήραμε 120 δράμια φασόλια, δύο οκάδες καλαμπόκι, ρεβύθια 300 δράμια῾
«14 Ιουλίου 1943. Η Ουρανία ηγόρασεν 1 σάκκον 25 ½ οκ. σίτου Χ 3.600 =91.800».
«21 Ιουλίου 1943 έδωκα προκαταβολικώς το 1/3 της συνολικής αξίας 30 οκάδων σίτου προς δρ. 3.000 περίπου την οκάν εις το ταμείον του Συνεταιρισμού Δημοσίων υπαλλήλων, .ήτοι δρ. 30.000 διά εμέ, την Ουρανίαν 20.000 και διά τον Ηλίαν 10.000. 27 Ιουλίου 1943. Γραφική ύλη διά Μουσείον.»
«6 Οκτωβρίου 1943. 300.000 δι’ εξασφάλισιν των αρχαιοτήτων του Βόλου».
«6 Νοεμβρίου 1943 αγορά καυσοξύλων διά τον χειμώνα, κατασκευή σόμπας φούρνου εν είδει θερμάστρας εκ τσίγκου».
«15 Νοεμβρίου 1943. Εις εργάτας δι εξαγωγήν άμμου εκ του Μουσείου 914.000 δρ.».
«7 Δεκεμβρίου 1943 εις Σπ. Γιαννόπουλον οδοιπορικά εις Αλμυρόν προς εξασφάλισιν των αρχαίων δραχ. 150.000».
«8 Δεκεμβρίου 1943. Δι’ επισκευήν στέγης Μουσείου Αλμυρού εις την γωνίαν των Προπυλαίων δρ. 70.000».
«Μεταφορά στήλης μετ’ επιγραφής εκ παλαιών Αλυκῶν εις Μουσείον Βόλου. Μεταφορά βυζαντινού επιστυλίου μετά γλυπτών διακοσμήσεων εκ της θέσεως «Θεολόγος» Μπαξέδων εις Βόλον 95.000 δρ.»
«Επισκευή υποδημάτων Ουρανίας 7.000», «επισκευή υποδημάτων Ηλία 23.000, επλήρωσα έναντι 8.000 μένει υπόλοιπον 15.000, Μαρτίου 29 επλήρωσεν η Ουρανία 15.000, έξωφλήθη =23.000» «Ψίδια Ηλία και σόλες 45.000 δρ.».
«3 Μαρτίου 1944 εγκρίνονται 6.000.000 δρ. διά την επισκευή του ιστορικού οικήματος Σχολής Ρήγα Φεραίου εν Ζαγορά».
«1 Μαϊου 1944’: επεστράφη το ανωτέρω ποσόν εκ δραχμών 6.000.000, ως μη εκτελεσθείσης της υπηρεσίας ένεκα μεγίστων ανωμαλιών και ελλείψει συγκοινωνίας εις Ζαγοράν και ασφαλείας»
Τέτοιες επιστροφές χρημάτων στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής έγιναν από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο και άλλες. Αδυνατώντας λόγω των κινδύνων και δύσκολων περιστάσεων να ανταποκριθεί στις υπηρεσίες που του ανατίθενται, αν και ο ίδιος πεινάει και υποφέρει, επιστρέφει, χωρίς καμία άλλη σκέψη, τα χρήματα. Τις ίδιες στιγμές στον κατάλογο των βιβλίων της προσωπικής του βιβλιοθήκης βλέπουμε δίπλα σε αγαπημένα του βιβλία σημειώσεις όπως: «επωλήθη εις κ. Κολτσιδόπουλον, δικηγόρον εν Βόλω, 3 Μαϊου 1942». Επέστρεφε 6.000.000 δραχ. και προσπαθούσε να επιβιώσει πουλώντας τα βιβλία του! .
«Έξοδα Μαρτίου 1945: γανωτικά ταψί 150, γανωτικά εις κουμπάραν Ευτυχίαν 150, ραπτικά διά γύρισμα ενδυμάτων Ηλία 2.100».
Ωστόσο πουθενά δεν βλέπουμε δαπάνη για τον εαυτό του. Μόνο στα έξοδα του Μαρτίου 1945, βλέπουμε μια δική του δαπάνη. Γράφει λοιπόν την τελευταία ιδιόγραφη σημείωση, λίγο πριν πεθάνει: «για ξύλινα παπούτσια, δραχ. 150». Τελευταία σημείωση αυτή που έδωσε 150 δρ. για να αγοράσει τσόκαρα. Δεν αγόρασε παπούτσια. ήταν ακριβά. Δεν υπάρχει υστερότερη καταγραφή μέχρι το θάνατό του.
Έτσι φτάνει η 28 Νοεμβρίου 1945 και ο Νικόλαος Γιαννόπουλος αφήνει την τελευταία του πνοή, φορώντας τα ξύλινα αυτά τσόκαρα. Πεθαίνει αφού έσωσε τις αρχαιότητες τόσο του Μουσείου Αλμυρού όσο και του Βόλου φροντίζοντας προηγουμένως να σκάψει λάκους στα προαύλιά τους και να θάψει εκεί τα πολυτιμότερα ευρήματα. Μετά τον θάνατό του οι θαμμένες αρχαιότητες πήραν και πάλι τη θέση τους στα Μουσεία.