Αρχαιολογική Εκδρομή στη Γούρα

Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος  

Έκθεσις αρχαιολογικής εκδρομής υποβληθείσα εις τον κ. Πρόεδρον της εν Αλμυρώ Φιλαρχαίου Εταιρείας «Όθρυος»1  για την Γούρα και την περιοχή της.

Σχόλια,  σημειώσεις, επεξηγηματικές συμπληρώσεις, προσαρμογή στη σύγχρονη γλώσσα από τον Βίκτωρα Κ. Κοντονάτσιο.

 

Α΄ Δήμος Όθρυος

Κύριε Πρόεδρε,

Στις 12 Αυγούστου του 1900  πραγματοποίησα εκδρομή στη Γούρα. Η Γούρα έχει την πρώτη της αρχή στον 12ο αιώνα, αφού ο Εβραίος γεωγράφος Βενιαμίν Τουδέλας, ο οποίος περιηγήθηκε την εποχή εκείνη την Ανατολή, για να εξακριβώσει την ύπαρξη Εβραίων, λέει  «βορειότερα της Λαμίας ζουν οι Βλάχοι  [φυλή ληστρική και αγρία] ειδωλολατρική στο θρήσκευμα που μιλάει μια γλώσσα παρόμοια με την ισπανική». Οι Βλάχοι αυτοί, κατοικώντας γύρω από μια πηγή (γούρα στη βλάχικη γλώσσα), ονόμασαν και το χωριό τους Γούρα. Αργότερα, κατά την εποχή της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Τούρκους, οι γύρω από την πηγή αυτή Έλληνες συγκατοίκησαν στο ίδιο μέρος επειδή η θέση ήταν οχυρή και έτσι σιγά σιγά αυξανόταν ο πληθυσμός της Γούρας και έφτασε, στις αρχές του αιώνα τούτου, στις 1800 οικογένειες.

Η μεγαλύτερη λοιπόν ακμή της Γούρας συμπίπτει μεταξύ του 1600 και 1800 μ. Χ.  Το εμπόριό της εκτεινόταν σ’ όλη την Ελλάδα και η βιομηχανία της, ιδίως η βυρσοδεψία και η υφαντουργία, έφτασε σε μεγάλη ακμή, όπως και στα Αμπελάκια, με τα οποία η Γούρα ήταν εφάμιλλη

Στη Γούρα είχαν την έδρα τους οι επίσκοποι Θαυμακού από την εποχή της τουρκικής κατάκτησης της Θεσσαλίας  μέχρι του 1650. Μέχρι δε πριν από  15 χρόνια σωζόταν στη Γούρα2 το κτίριο της επισκοπής αυτής πάνω από το ναό του Αγίου Δημητρίου. Επίσης τα Σχολεία της Γούρας ήσαν διάσημα. Σ’ αυτά δίδασκαν λόγιοι άνδρες, μεταξύ των οποίων, κατά τα πρώτα έτη, δίδασκε, σύμφωνα με την παράδοση, και ο  Στέφανος Κομμητάς από τις Κωφούς. Πολλοί Γουριώτες, όπως οι Πλατυγένηδες, οι Καρυάδες, οι Μεταξάδες κλπ., διακρίθησαν στο εξωτερικό για τα πλούτη τους και είχαν την φιλότιμη διάθεση να προικίσουν και το Εθνικό Πανεπιστήμιο και τα σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας τους με σεβαστά χρηματικά ποσά

Οι ναοί της Γούρας είναι κτίσματα του 1600 μ. Χ. Είναι στενόμακροι, πηλόκτιστοι και άκομψοι εξωτερικά και, στο πρώτο τους αντίκρισμα, δεν προξενούν καμία εντύπωση στον επισκέπτη.  Όταν όμως κάποιος εισέλθει σ’ αυτούς εκπλήσσεται για την ομορφιά και τον πλούτο τους. Τα τέμπλα των ναών της είναι κατάχρυσα και ολόκληρα σκαλιστά σε ξύλο καρυδιάς. Όσοι τούς βλέπουν μένουν έκθαμβοι. Οι εξαίρετες αγιογραφίες στους τοίχους των ναών, η πληθώρα των κατάχρυσων ιερών αμφίων και των πανέμορφων, χρυσών και αργυροστόλιστων ιερών σκευών, που αφιερώθηκαν στους ναούς από πλούσιους και ευλαβείς Γουριώτες, μαρτυρούν τον πλούτο και την ανάπτυξη που υπήρχε τότε στη Γούρα.

Ο κεντρικότερος ναός της Γούρας είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου, που ιδρύθηκε στα 1602. Πριν από χρόνια ήταν ένας περικαλλής ναός. Τώρα όμως από τη φθορά του χρόνου είναι εντελώς άκομψος. Είναι ναός στενόμακρος. Παλιότερα ήταν ο καθεδρικός ναός του επισκόπου Θαυμακού και ήταν πλουσιότατος σε χρυσά και αργυρά αφιερώματα και με τέλεια τέχνη εικονογραφημένος. Δυστυχώς, όμως, πριν από λίγα χρόνια, τον θαυμάσιο αυτό ναό τον έκαψαν οι ληστές, αφού προηγουμένως είχαν αρπάξει ό,τι πολύτιμο βρήκαν μέσα σ’ αυτόν3. Μόνο στο Άγιο Βήμα σώθηκαν λίγες αγιογραφίες4.

Σ’ ένα εκκλησιαστικό βιβλίο που βρίσκεται στο ναό αυτό διαβάζουμε τα εξής:

«+ 1814 Αυγούστου 29. Τον καιρόν όπου εκίνησαν οι ραγιάδες και ο Γιαννάκης μαζί και  πάνε στον Πασιά στον Τύρναβον, τον Βαλή πασιάν, διά μουρχαμέδες (=δοσήματα βασιλικά), διατί τους έρριξαν πουγγιά5 208 να δώσουν τον χρόνον ονόματα 2006 και τα γράφω δι’ ενθύμησιν εγώ ο Αναγνώστης πατρός Ιωάννου Ζαχαρία ο γράψας από το χωρίον Γούρα, και μου έρριξαν το εξάμηνον γρόσια 320, τον χρόνον 640».

«Εγώ ο Αναγνώστης υιός Αργύρη Κομπορέλη γράφω δι’ ενθύμησιν και μου έρριξαν το εξάμηνο γρόσια 250, τον χρόνον 500. Επάγη ο Χατζή Δήμος και τα έκαμεν αυτά»

Μέσα σ’ ένα μικρό παρεκκλήσι που βρίσκεται στα δεξιά του ναού αυτού υπάρχουν, σκορπισμένα εδώ κι εκεί, παλιά ιερά σκεύη και οστά πεθαμένων. Το πυργοειδές καμπαναριό του ναού χτίστηκε το 1821.

Ανατολικά του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο πλουσιότερος και ομορφότερος από όλους τους άλλους ναούς της Γούρας. Είναι ολόκληρος εικονογραφημένος και σκοτεινός, σύμφωνα με τη συνήθεια που υπήρχε στους βυζαντινούς χρόνους. Το τέμπλο του είναι ολόκληρο ξυλόγλυπτο σε ξύλο καρυδιάς και επίχρυσο, λεπτής και θαυμάσιας τέχνης. Της ίδιας θαυμάσιας τέχνης είναι και ο αρχιερατικός θρόνος και το κουβούκλιο της Αγίας Τράπεζας. Η καλλιτεχνική εργασία του τέμπλου είναι ανώτερη από όλους τους ναούς της επαρχίας Αλμυρού, ακόμα και αυτού της Παναγίας Ξενιάς, της οποίας μόνο ο θρόνος της Παναγίας είναι ισάξιος του τέμπλου του Αγίου Γεωργίου. Περί της αξίας της τορευτικής (γλυπτικής) τέχνης των τεμπλέων των ναών ίδε  Κ. Γ. Ζησίου «Κεφαλληνίας Χριστιανικαί αρχαιότητες» εν Αρμονία, τεύχος 4ον, σελ. 224.

Οι τοιχογραφίες του ναού αυτού είναι απομίμηση αρχαίας βυζαντινής τέχνης. Η διάταξη των τοιχογραφιών των ναών του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής της Γούρας είναι καλή και μαρτυράει δεξιοτεχνία. Οι σωματικές αναλογίες των αγίων, εκτός από τη μύτη και τά δάκτυλα, που απεικονίζονται μεγαλύτερα και λεπτότερα από το φυσικό, είναι πετυχημένες, οι συνθέσεις είναι δυνατές και η τεχνική των πτυχών των αμφιέσεων είναι άξια μελέτης.

Όλα αυτά είναι λαμπρό απόκτημα της Γούρας για τη σπουδή της βυζαντινής ζωγραφικής και των αγιογραφικών τύπων, τους οποίους, δυστυχώς, τόσο κακότροπα παριστάνουν οι νεότεροι ζωγράφοι. Η μελέτη του γυμνού είναι και εδώ άγνωστη, ιδίως εις τα γυμνά σώματα. Αυτό συμβαίνει, νομίζουμε, όχι  γιατί είναι φαυλότητα αυτή η τέχνη, (Κ. Γ. Ζησίου, «Χριστιανικαί αρχαιότητες Κεφαλληνίας», Αρμονία, τόμος 1ος,  σελ. 225) αλλά διότι οι βυζαντινοί αγιογράφοι όχι μόνο δεν εξέταζαν τα γυμνά σώματα εκ του φυσικού αλλά και με κάθε τρόπο απόφευγαν να παίρνουν ως παράδειγμα θνητού ανθρώπου το γυμνό σώμα και με τη μελέτη τέτοιου γυμνού σώματος να οδηγούνται σε αναπαράσταση του πανάχραντου σώματος του Κυρίου και των αγίων του, όπως εκτιμά και ο Γ. Λαμπάκης. (Γεωρ. Λαμπάκης, Η Μονή Δαφνίου μετά τας επισκευάς, Αθήναι 1899, σελ. 15.)

Στην κόγχη του Αγίου Βήματος εικονίζεται, όπως συνηθίζεται, η Πλατυτέρα των Ουρανών, μετά από αυτή η λειτουργία που τελείται από τον Κύριο και τους αγγέλους που προσκομίζουν τα άγια δώρα, κάτω δε από αυτή οι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας, κυκλικά οι ιεράρχες που κατάγονται από τη Θεσσαλία, Αχίλλειος, Βησσαρίων, Σεραφείμ κ.τ.λ. Στην Πρόθεση απεικονίζεται ο Ιησούς στον τάφο (Άκρα Ταπείνωση) και δεξιά και αριστερά η Θεοτόκος και ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, σε στάση θλίψης, κάνοντας την λιτανεία.

Η αγιογραφία του ναού διαιρείται σε τρεις σειρές. Πάνω εικονίζονται συνθέσεις από το βίο και το πάθος του Σωτήρος, στη μέση διάφοροι άγιοι, σε κύκλο (στηθάτα) και κάτω επίσης άγιοι, ολόσωμοι, σε όρθια στάση. Δίπλα δε στην είσοδο σε όλες τις εκκλησίες παριστάνεται  ο Άγιος Βάρβαρος, ο Αιθίοπας. Στον δε  γυναικωνίτη παρουσιάζεται εικονογραφημένη η Δευτέρα Παρουσία, αλλά μισοκαταστραμένη.

Οι ναοί της Γούρας είναι τέσσερις, ο ναός του Αγίου Δημητρίου, για τον οποίο μιλήσαμε πιο πάνω, ο ναός του Αγίου Γεωργίου, επίσης, ο ναός της Αγίας Παρασκευής που αγιογραφήθηκε την ίδια εποχή με το ναό του Αγίου Γεωργίου (1701), γι’ αυτό και οι αγιογραφίες του ναού αυτού έχουν την ίδια αξία με τις αγιογραφίες του Αγίου Γεωργίου, και ο ναός του Αγίου Αθανασίου, του οποίου οι αγιογραφίες είναι λαμπρά έργα των αρχών του 19ου αιώνα (1802) και αποβάλλουν πλέον τον αυστηρό βυζαντινό τύπο.

Δίπλα στους ναούς αυτούς υπάρχει από ένα παρεκκλήσι Θεσσαλού αγίου: α) του Αγίου Αχιλλείου, δίπλα στο ναό του Αγίου Δημητρίου, β) του Αγίου Βησσαρίωνος, δίπλα στο ναό του Αγίου Γεωργίου, όπως και ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γ) του Αγίου Συμεών, του ιερομονάχου, του ιδρυτή της Μονής του Φλαμπουρίου, δίπλα στο ναό της Αγίας Παρασκευής, και δ) του Αγίου Σεραφείμ, αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, δίπλα στο ναό του Αγίου Αθανασίου. Από τα παρεκκλήσια αυτά οι επίτροποι αφαίρεσαν φέτος τις σκεπές και έτσι παρέδωσαν στην καταστροφή τα παρεκκλήσια του Αγίου Αχιλλείου και του Αγίου Συμεών. Υπάρχει και ένα ακόμα παρεκκλήσι, του Αγίου Νικολάου, που μαρτύρησε στα Βούνενα της Θεσσαλίας.

 

Επιγραφές

  1. Πάνω από την πόρτα της εισόδου του ναού του αγίου Γεωργίου, υπάρχει, γραμμένη στο σοβά, η εξής επιγραφή:

«+Ανεστορίθη ο θίος κ(αί) Πάνσεπτος ναός ούτως του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου/ του τροπεοφόρου διά σηνδρομής κόπου κ(αί) εξόδου των ευλαβεστάτον ιερέον κ(αί) τοι/μοιο(τά)τον αρχόντων Αρχιερατεύοντος του εποισκόπου ημών Αρσενήου Θαυμακού κ(αί) εφι/μερέβοντος Πούλου ιερέ(ος), Διμήτρη ιερέο(ς), Θεοδωσίου ιερέος κ(αί) τοιμήον αρχόντων/ Πλατυγενάτες Θεόδορε, Αργίρι, Νήκο καί επιτροπέβοντος Ιωάνη Καριότοι/ ετελιόθη μαήο ης πέντε έτος 1701, χειρ ευτελούς Δημητρίου»

  1. Πάνω από την Ωραία Πύλη, σκαλισμένη στο τέμπλο, διαβάζεται η παρακάτω επιγραφή:

«1701 Ανεστορήθη ο τέμπλεος του αγίου Γεωργίου επεχρυσώθη Δημητρίου Κωνσταντίνου, επιτροπεύοντος Χατζη Νήκου. . . .Πλατυγεννάδες Αναστασίου- – – – – -Δημητρίου Ιοάνου, Παρζοη(;)-  – –  – – -» (Τα λοιπά είναι δυσυμπλήρωτα).

  1. Στο νάρθηκα του ναού, στα δεξιά του εισερχόμενου σ’ αυτόν, υπάρχει η επιγραφή:

«+ ΑΝΕΣΤΟΡΙΘΙ Ο ΘΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ

ΟΥΤΟΣ ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΟΥ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΥ

ΔΙΜΟ ΓΛΗΚΟΙ      1ΨΙ7  απροιλήο 29.»

Έξω από τον κυρίως ναό, στο νάρθηκα, εικονίζονται οι άγιοι Κύριλλος, Παύλος ο ομολογητής, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Σπυρίδων, Στέφανος, Ιερόθεος, Μεθόδιος, Επιφάνιος Κύπρου, Γρηγόριος Νύσσης, Αγία Τριάς (Φιλοξενία Αβραάμ στην κόγχη), Σίλβεστρος, Ιωάννης ο ελεήμων, Αθανάσιος – Παρασκευή, Πρόδρομος (στηθάτος), ΙC –  Χ C  ΜΡ ΘΟΥ, εν τω μύακι Άγ. Γεώργιος.

Συνέχεια με το ναό υπάρχει παρεκκλήσι του Αγίου Βησσαρίωνος, αρχιεπισκόπου Λαρίσης. Οι τοίχοι του παρεκκλησίου είναι ολόκληροι εικονογραφημένοι. Συνέχεια με το παρεκκλήσι του Αγίου Βησσαρίωνος, υπάρχει άλλο παρεκκλήσι, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

  1. Πάνω από την είσοδο του παρεκκλησιού αυτού, πάνω σε πέτρα, είναι σκαλισμένη με κεφαλαία βυζαντινά γράμματα η εξής επιγραφή:

«+Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου, και αρχιερατεύοντος κυρίου Ιακώβου, και πρωτεύοντος Οικονόμου Παναγιώτου, ιερέως, και εφημερεύοντος Σακελλίου Π. Πάπουλας, Ιωάννου ιερέως και διά συνδρομής, κόπου και εξόδων Χατζή Γιαννάκη και Δημητρίου Καριότη και Δημητρίου Παπά- Κυρίτση και Ρίζος Θεοδοσάκις, Θεόδωρος Τρύβα και επιτροπεύοντος Αναγνώστου Αναστασίου Θεοδοσίου εν έτει αψÑς΄ (=1796)».

  1. Στο ίδιο παρεκκλήσι, στο προαύλιό του, πάνω σε λευκό στρόγγυλο λίθο, υπάρχει η εξής επιγραφή:

«+ ώντ’ εφκιά-

στη έτους ζρι’»  (=7110 από Αδάμ, 1602 από Χριστού).

Δηλαδή ο ναός οικοδομήθηκε το 1602.

  1. Ναός Αγίας Παρασκευής. Ο ναός αυτός βρίσκεται στα δυτικά του χωριού. Οι τοίχοι του είναι ολόκληροι ζωγραφισμένοι με έξοχης τέχνης αγιογραφίες των αρχών του 18ου αιώνα. Το τέμπλο του ναού είναι μεν επίχρυσο, αλλά μικρότερης καλλιτεχνικής αξίας από του Αγίου Γεωργίου. Πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού, γραμμένη στο σοβά, με κεφαλαία βυζαντινά γράμματα, βρίσκεται η επιγραφή: «+ Ανεκαινίσθη και ανεστορίθη ο θείος και πάνσεπτος ναός ούτος της αγίας οσιοπαρ/θένου μάρτυρος και αθληφόρου του Χριστού Παρασκευής διά συνδρομής των τιμιωτάτων αρχόντων Θεο/ δώρου και Αργύρη Πλατυγιαννάδες και Στάθη Συκά και υπάρχει επίτροπος διά εξόδων των ευρεθέντων χριστιανών της αυτής/ χώρας, Αρχιερατεύοντος του θεοφιλεστάτου επισκόπου κυρού κυρ Αρσενίου, ιερατεύοντος δε/ των ευλαβεστάτων ιερέων Ρίζου ιερέως, Ευσταθίου ιερέως, Μιχαήλ ιερέως επί έτους ΑΨ1 (= 1701), εις αΐδιον μνήμην.»

Η λειτουργία του Ιησού στην κόγχη του Ιερού, με εξαίρετη ποιότητα καλλιτεχνίας, εικονίζεται γύρω από την Πλατυτέρα των Ουρανών. Στο νιπτήρα του ναού εικονίζεται ο αρχιεπίσκοπος της Αλεξανδρείας Πέτρος φορώντας πολυσταύριο φελώνιο και ρωτώντας τον Ιησού ο οποίος στέκεται γυμνός μέσα σε κουβούκλιο «Τις σου τον χιτώνα διείλε Σώτερ;». Ο Ιησούς δείχνοντας κάτω τον Άρειο απαντά: «Ούτος ο παγκάκιστος Άρειος, Πέτρε».

Στα δεξιά του ναού της Αγίας Παρασκευής συνεχίζεται το παρεκκλήσι του αγίου Συμεών του ιερομονάχου και ιδρυτή της Μονής Φλαμπουρίου του Πηλίου. Αφαιρέθηκε όμως η στέγη του με αποτέλεσμα να καταστραφούν από τα νερά της βροχής όλες οι αγιογραφίες των τριών πλευρών του παρεκκλησιού και σώθηκαν μόνο της βόρειας πλευράς.

Πάνω από την εικόνα  του αγίου απεικονίζονται διάφορα επεισόδια από το βίο του οσίου Συμεών.

  1. Ναός Αγίου Αθανασίου. Ο ναός αυτός βρίσκεται ανατολικά του χωριού, κοντά στην πηγή. Είναι ρυθμού περίπου βασιλικής και στολίζεται με ωραίες τοιχογραφίες.

Πάνω από την είσοδο του ναού, γραμμένη με κεφαλαία βυζαντινά γράμματα, υπάρχει η εξής επιγραφή:

«+ Ανιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος ναός ούτος του εν / αγίοις πατρός ημών Αθανασίου διά συνδρομής του εν / τιμιωτάτου λογοθέτου κυρ Θεοδώρου Ντρύβα, του νυν προ / εστεύοντος, επιτροπεύοντος του κυρ Δημουλά Γεωργούση, Γέρω – Δήμου Πλατυγένη, Αρ /χιερατεύοντος του θεοφιλεστάτου Επισκόπου κυρίου κυρίου Ιακώβου, εφημε / ρευόντων των ευλαβεστάτων ιερέων Ιωάννου ιερέως, Θεοδώρου, Γεωργίου, Αθανασίου των προσκυνητών Ευσταθίου και/ Μιχαήλ. Έτος  ΑΩΒ  (1802) Ιουνίου 15»

Η αναίμακτη λειτουργία στους ουρανούς τελείται και εδώ από αγγέλους που μεταφέρουν σε σεντόνι το σώμα του Ιησού, ενώ ο Ιησούς, μέσα σε Κουβούκλιο, ντυμένος την αρχιερατική στολή, δέχεται τα άγια δώρα.

  1. Δίπλα στο ναό του Αγίου Αθανασίου υπάρχει παρεκκλήσι του αγίου Σεραφείμ, αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου (Θεσσαλίας). Πάνω από τη θύρα του παρεκκλησίου αυτού υπάρχει η εξής επιγραφή :

«+ Ιστορήθη ο θείος και ιερός ναός του Αγίου Ιερομάρ-

τυρος Σεραφείμ διά συνδρομής του εντιμιωτάτου

Λογοθέτου κυρ Θεοδώρου. Επιτροπεύοντος

του κυρ Δημουλά και δι’ εξόδων Δημητρίου υιού

του Ευσταθίου Λογγιτζιώτου. Έτος 1802 Ιουλίου α΄.»

Και οι τοίχοι του παρεκκλησιού αυτού κοσμούνται με ωραίες τοιχογραφίες.

  1. Είναι άξιο παρατήρησης ότι οι Γουριώτες από σεβασμό προς τους Θεσσαλούς αγίους αφιέρωσαν στον καθένα από αυτούς ένα παρεκκλήσι. Το παρεκκλήσι του αγίου Βησσαρίωνος που είναι συνέχεια με το ναό του Αγίου Γεωργίου αφιερώθηκε διά την εξής αιτία, την οποία βρήκαμε σε σημείωση γραμμένη σε κάποιο εκκλησιαστικό βιβλίο και την οποία δημοσιεύσαμε στη μελέτη μας «Περιγραφή της Ιεράς Μονής Ξενιάς», σελ. 686 :

«+Όντας ήρθε ω άγιος βισάριος στι γούρα και ευγίκαν ης τα χορία και τον επήραν η αρβανήτες και εγιρεβαν δίου σακούλις έτος 1759 και έφευγε και επίγι ης το μνήμα του και δεν τους έδουσαν τους αρβανιτες τίποτα. – κοστάντης ύως του παπαρίζου από χορίον γούρα έτος 1759 σεπτεμβρίου 9. Αναστάσιος του παπαρίζου μορφίτζη από χωρίον γούρα ο γράψας».

Ο Άγιος Βησσαρίων, αρχιεπίσκοπος Λαρίσης και ιδρυτής της Μονής  Δουσίκου (Μεγάλων Πυλών) επί της Πίνδου, συγχέεται και από όσους έγραψαν την ασματική ακολουθία του Αγίου  και από τους ζωγράφους, οι οποίοι τον ζωγραφίζουν με μαύρα γένεια, ενώ αντίθετα ο Άγιος Βησσαρίων ήταν υπέργηρος και πέθανε στο μοναστήρι του στις 15 Σεπτεμβρίου 1541.  Άλλος όμως είναι ο Βησσαρίων ο από Ελασσώνος και Δομινίκου που κατέλαβε  τον μητροπολιτικό θρόνο Λαρίσης ύστερα από προαγωγή του από Σταγών υπό του  πατριάρχου Ιερεμίου του Β΄ κατά το 1541 ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος παραπάνω Βησσαρίων. (Βλ. ασματική ακολουθία του Αγ. Βησσαρίωνος σελ. 34 υπό Ιεροθέου ηγουμένου της Μονής Δουσίκου, Αθήναι 1856. – Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. Β΄, σελ. 16 – 20. – Προμηθεύς, Ζωσιμά Εσφιγμενίτου, τόμ. Γ΄,  σελ. 216 κ.τ.λ.).

  1. Σε εικόνα του αγίου Διονυσίου του Ζακυνθίου γράφεται: «+ Δέησις του δούλου του θεού Γεωργίου, 1775 Ιουλίου 20».
  2. Κεντημένη σε ιερό αντιμήνσιο του ναού της Αγίας Παρασκευής υπάρχει η παρακάτω επιγραφή:

«+Δι’ αυτού τας θείας ιερουργίας καθιερωθέν παρά του θεοφιλεστάτου επισκόπου Ζητουνίου κυρ Ιωακείμ εν έτει σωτηρίω αωμγ΄ (=1843) μηνί Ιουλίω Ινδ. α΄ και δίδοται όπου αν η χρεία θυσιαστήριον θείον και ιερουργηθέν του τελεσθήναι».

  1. Στην πίσω πλευρά παλιάς εικόνας στο ναό της Αγίας Παρασκευής υπάρχουν τα εξής γράμματα:

IC       XC

A  Π          Μ   ΣΤ

Φ  Χ          Φ   Π

Τ Κ Π          Γ  ;  Ε

Ε Ε Θ Θ       Θ Θ Τ Τ

Ξ Δ             ;  Ο

  1. Γούρα. Σ’ ένα μονύδριο, των Αγίων Αποστόλων. Πάνω από τη δυτική θύρα του ναού, σε μια εντοιχισμένη πλάκα υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή :

«Ο θείος και πάνσεπτος / ούτος ναός των αγίων / ενδόξων και πανευφή / μων Αποστόλων των / ιβ΄ ανιδρύθη συνδρομή / και δαπάνη Ιωάννου / Ρίζου Καββάδη μετά του / Κώστα Ι. Καββά / δη εκ κώμης Γούρας εις / μνημόσυνον αιώνων / και ψυχικήν αυτών σω/τηρίαν εν έτει 1882 απριλίου 4».

 

Στις παραπάνω εκκλησιαστικές επιγραφές της Γούρας βρίσκουμε τα ονόματα δύο επισκόπων Θαυμακού του Αρσενίου κατά το 1701 και του Ιακώβου  1796 – 1802.

Οι άρχοντες και οι προεστοί Γούρας Θεόδωρος και Αργύριος Πλατυγιαννάδες, που αναφέρονται στην επιγραφή της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, αναφέρονται και στην επιγραφή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, μαζί με τον τρίτο αδελφό τους Νίκο, όπως και ο Στάθης Συκάς, του οποίου η οικογένεια σώζεται ακόμα και τώρα και στον Αλμυρό. Ένα άλλο μέλος της οικογένειας των Πλατυγιανναίων ήταν ο γέρο Δήμος Πλατυγένης που αναφέρεται σε  επιγραφή του ναού του Αγίου Αθανασίου ύστερα από 100 έτη.  Η αρχαία αυτή οικογένεια των Πλατυγιανναίων ή Πλατυγενών διέπρεψε στις αρχές του παρόντος αιώνα στο πρόσωπο του Ιωάννη Γουριώτου ή Πλατυγένη και του γιου του Δημητρίου Πλατυγένη που ζούσαν στην  Πορταριά και ήταν γνωστοί με το όνομα Γουριώτης από την ιδιαίτερη πατρίδα τους Γούρα. Ο Αναστάσιος Γούδας γράφοντας το βίο του Δημήτρη Πλατυγένη στο βιβλίο του Παράλληλοι Βίοι  των νεωτέρων Ελλήνων (τόμ. γ, σελ. 109), λέει χαρακτηριστικά «ο πατήρ αυτού εκαλείτο πρότερον Ιωάννης Γουριώτης, όστις υπήρξε, κατά Φίλιππον Ιωάννου, ανήρ ευφυής, εύγλωττος, προσηνής, μεγαλοπράγμων, ικανώς μεν της ελληνικής παιδείας κάτοχος, φίλος δε ένθερμος των Μουσών, ετίμα τους μετέχοντας παιδείας και εδείκνυε πατρικήν στοργήν προς τους εφιεμένους να εκπαιδευθώσι νέους, ους εσυνείθιζε να αποκαλή και τέκνα του. Τοιούτος δ’ ων εφρόντισε να δώση χρηστήν ανατροφήν τω υιώ αυτού Δημητρίω. »

Κατά την εκστρατεία του Μαχμούτ Πασσιά Δράμαλη στη Θεσσαλομαγνησία, την οποία υπόταξε διά πυρός και σιδήρου, αναγκάσθηκε και ο Ιωάννης Πλατυγένης, όπως πάρα πολλές άλλες οικογένειες, να εγκαταλείψει την πατρίδα και να καταφύγει στο νησί της Σκιάθου, χωρίς βεβαίως να πάψει να φροντίζει για την επιτυχία του αγώνα. Κατόπιν επιβιβάστηκε σε πλοίο μαζί με άλλους πρόσφυγες για να πάει στα Ψαρά για ασφάλεια. Κατά το ταξίδι αυτό ο τουρκικός στόλος βούλιαξε το πλοίο με όλους όσους ήταν σ’ αυτό. Σώθηκε ο γιος του Ιωάννη Πλατυγένη, ο Δημήτριος Πλατυγένης που έφτασε στη Σύρο και από εκεί ταξίδεψε και εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη.

Ο Δημήτριος Πλατυγένης επιδόθηκε εκεί στο εμπόριο και έγινε πάμπλουτος.  Μετά τον θάνατό του, το 1849, σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης του, άφησε 300.000 φράγκα στο Εθνικό Πανεπιστήμιο και 4.000 φιορίνια σύμφωνα με μερικούς στη Σχολή της Πορταριάς και σύμφωνα με άλλους στη Σχολή της Γούρας. Άφησε ακόμα χρηματικά ποσά και σε αγαθοεργά σωματεία της Τεργέστης.

Στις εκκλησιαστικές επιγραφές της Γούρας αναφέρεται επίσης η οικογένεια του Ιωάννου Καρυώτη. Ο τελευταίος απόγονος της οικογένειας αυτής, ο Δημήτριος Καρυάδης, άφησε υπέρ των σχολείων της Γούρας το ποσό των 21.000 δραχμών με κατάθεση στην Εθνική Τράπεζα. Τα χρήματα αυτά, ύστερα από δραστήριες ενέργειες του σημερινού δυναμικού δήμαρχου της Όθρυος κ. Κ. Καραγεώργου θα χρησιμοποιηθούν για τη συντήρηση του Ελληνικού Σχολείου και του Παρθεναγωγείου της Γούρας.

Ο τίτλος του Λογοθέτου, που αναφέρεται στις επιγραφές,  είναι πολιτικός. Ο προεστός της Γούρας κατά το 1802 Θεόδωρος Ντρύβας αναφέρεται και σε άλλες εκκλησιαστικές επιγραφές.

Πριν τελειώσω την έκθεσή μου για τη Γούρα, θεωρώ απαραίτητο καθήκον μου να αναφέρω ότι οι  λαμπρές αγιογραφίες των Εκκλησιών της Γούρας συνεχώς καταρρέουν από έλλειψη φροντίδας και κινδυνεύουν να αφανιστούν. Κρίμα που η λαμπρή μυστική συνένωση της άνω και κάτω Ιεραρχίας, η οποία παριστάνεται στην κόγχη του Αγίου  Βήματος των ναών αυτών, και στην οποία ο ευλαβής ιερέας, είτε στέκεται, είτε ενδύεται, είτε εκδύεται, είτε εισέρχεται, είτε εξέρχεται, γεμάτος ενθουσιασμό, μπορούσε να λέει την περικοπή του Ακαθίστου Ύμνου «Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη. Χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς», κρίμα που η λαμπρή αυτή απεικόνιση της μυστικής συνένωσης της άνω και κάτω Ιεραρχίας, κινδυνεύει να καταστραφεί.

 

Β΄.   Ερείπια μονών

Α) Γύρω από τη Γούρα, σε απόσταση μιας ώρας προς βορρά, στη θέση «Μοναστήρι», βρίσκονται τα ερείπια ενός παλαιού βυζαντινού μοναστηριού, του οποίου μάς είναι άγνωστο το όνομα.  Σώζονται τα θεμέλια του ναού και των δωματίων γύρω από αυτόν, ενώ ανάμεσα στα ερείπια αυτά υπάρχουν γηραλέες βελανιδιές που βεβαιώνουν ότι το μοναστήρι αυτό καταστράφηκε πριν από αιώνες. Ο ναός είναι σήμερα πρόχειρα περιφραγμένος με τοίχο από ξηρολιθιά. Επειδή στην μεν Γούρα μας είπαν ότι υπάρχει στη θέση αυτή πλάκα με επιγραφή εμείς δε, αν και επισκεφθήκαμε το μέρος,  δεν βρήκαμε κάτι τέτοιο, η δε τοπική παράδοση αναφέρει για τη θέση αυτή Άγιο Θεόδωρο, αν και στα μεταγενέστερα χρόνια τελούνταν εκεί υπαίθρια λειτουργία κατά την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, δεχόμαστε, χωρίς δισταγμό, ότι το μοναστήρι αυτό είναι το «Μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων εις Κρομπούς», το οποίο υπαγόταν στην Επισκοπή Θαυμακού, στην οποία υπαγόταν μέχρι και φέτος η Γούρα, και της οποίας το όνομα είναι γνωστό από τα Πρακτικά της Συνόδου που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια το 1220, σύμφωνα με όσα μου έγραψε άλλοτε (1895) ο κ. Αντ. Μηλιαράκης8.

Β) Προς τα νότια της Γούρας, ανάμεσα σ’ αυτή  και το χωριό Λογγίτσι, σε απόσταση δύο ωρών, βρίσκονται τα ερείπια άλλου αρχαίου μοναστηριού στη θέση «Παλιο – μοναστήρι» στην αντίθετη κατεύθυνση με το παραπάνω. Και τα ερείπια αυτά δεν γνωρίζομε σε ποιο μοναστήρι ανήκουν, γιατί δεν σώθηκε καμία επιγραφή.

  

 Δήμος Μελιταίας

Μετά την επίσκεψη της Γούρας επισκέφθηκα την Αβαρίτσα, που βρίσκεται στην πλαγιά της δυτικής οροσειράς της Όθρης και απέχει από τη Γούρα 2,5 ώρες. Η Μελιταία, που σήμερα κατοικείται από 100 οικογένειες και είναι έδρα του Δήμου Μελιταίας, κατέχει τη θέση της αρχαίας φθιωτικής πόλης Μελίτεια, η οποία συχνά αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς.

Τα τείχη της πόλης αυτής ανήκουν στον 4ο  αιώνα π.Χ. και είναι χτισμένα με μεγάλους ορθογώνιους ογκόλιθους κανονικά τοποθετημένους τον ένα πάνω στον άλλο. Τους ογκόλιθους αυτούς, όπως και άλλους με επιγραφές ή άλλα σκαλίσματα που κάθε τόσο βρίσκουν οι κάτοικοι της περιοχής, τους χρησιμοποιούν ως οικοδομικά υλικά, καταστρέφοντας τις επιγραφές ή τις ανάγλυφες παραστάσεις.  Αυτό το άκουσα από το στόμα βουλγάρων κτιστών να το ομολογούν με αφέλεια και  με κάποια χαιρεκακία ότι κατάστρεψαν τέτοιους λίθους με επιγραφές και γλυπτές παραστάσεις που ξέφυγαν την προσοχή κάποιου συμπαθητικού φιλάρχαιου ανθρώπου του χωριού. Και όχι μόνο αυτό αλλά και άλλες επιγραφές που κάποτε δημοσιεύθηκαν από αρχαιολόγους καταστράφηκαν με τον ίδιο τρόπο και ήδη δεν βρίσκονται στη θέση τους παρά μόνο οι ελάχιστες επιγραφές που δημοσιεύονται εδώ.

Πάνω στην ακρόπολη της Μελίτειας έχει ιδρυθεί τώρα ένα μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας που κατέχει τη θέση του υπάρχοντος εκεί στην αρχαία εποχή ιερού του Σωτήρος Διός, όπως γίνεται φανερό από κάποια επιγραφή. (Πρβλ  Ν. Γιαννόπουλος Φθιωτικά, σελ. 39, σημ.) Στο προαύλιο του ναού βρίσκονταν τέσσερις μονόλιθοι κίονες από κατάλευκο μάρμαρο που πιθανότατα ανήκαν στον ναό αυτό και οι οποίοι δυστυχώς καταστράφηκαν από τους βάρβαρους κατά τον πόλεμο του 1897, όπως και τέσσερις μαρμάρινες βάσεις που βρέθηκαν σε κάποιες ανασκαφές στον ίδιο χώρο. Οι μαρμάρινοι αυτοί θώκοι από τους ντόπιους ονομάζονται θρόνοι των δικαστών, και, λέγοντας αυτό, υπονοούν   τους Αιτωλούς δικαστές για τους οποίους αναφέρει η  παρακάτω επιγραφή.

Γλίτωσε από την καταστροφή του χρόνου μία σπουδαιότατη επιγραφή σε βάση λευκού λίθου, με πλαίσιο και από τις δύο πλευρές. Στην επιγραφή αυτή είναι γραμμένη απόφαση του Αιτωλικού δικαστηρίου για κάποια διαφορά που υπήρχε μεταξύ της Μελίτειας και της Πήρας, μιας πόλης της οποίας για πρώτη φορά γίνεται γνωστή η ύπαρξή από αυτή την επιγραφή. Με την απόφαση κανονίζονται τα όρια των περιοχών των δύο αυτών πόλεων σύμφωνα  με τις τότε γνωστές θέσεις, των οποίων αναγράφονται τα ονόματα, κανονίζονται οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι φόροι, τους οποίους έπρεπε να πληρώνουν κάθε χρόνο οι κάτοικοι της Πήρας στους κατοίκους της Μελίτειας, οι ποινικές δίκες, οι οποίες έπρεπε να εκδικάζονται κατά τετράμηνο στην Πήρα από τους αγορανόμους της Μελίτειας, τα έξοδα της εορτής που τελούνταν κάθε χρόνο προς τιμή του Σωτήρος Διός, του οποίου ναός βρισκόταν πάνω στην ακρόπολη και για τα έξοδα για το λάδι των νέων κατά τους γυμνικούς αγώνες της εορτής αυτής. Οι δικαστές ορίστηκαν από τους Αιτωλούς, έπειτα από συμφωνία των δύο διαδίκων πόλεων. Τέλος δίνεται εντολή ν’ αναγραφεί η απόφαση αυτή σε στήλες που να στηθούν στη Μελίτεια, στην Αγορά, στους Δελφούς, στην Καλυδώνα και στο Θέρμο. Μάρτυρες ήταν το Συνέδριο των Αιτωλών, το αντιπροσωπευόμενον επί γραμματέως Λύκου υπό των προστατών αυτού  ….μαίου Σπατίου, Δυσώπου Απολλωνιέως και του γραμματέως Λύκου Ερυθρέως. Μαζί μ’ αυτούς επιβεβαιώνουν ο ίππαρχος του Συνεδρίου και τρεις άλλοι πολίτες από διάφορες άλλες πόλεις.

Αυτοί που μέχρι τώρα έχουν δημοσιεύσει την επιγραφή αυτή την δημοσίευσαν με λάθη. Και ο μεν Ραγκαβής παρέλειψε μία σειρά από λάθος αντιγραφής και αναλύοντάς την με κάθε λεπτομέρεια, αγνοώντας παντελώς τα περιγραφόμενα μέρη, αποδίδει αστήρικτα τα σπουδαία αυτά ερείπια κοντά στην Αβαρίτσα στην αρχαία Πήρα, όμορη και υποτελή στη Μελίτεια, την δε Μελίτεια την τοποθετεί δίπλα στο σημερινό χωριό Κισλάρ, που απέχει πέντε ώρες προς βορρά της Αβαρίτσας9. Σωστότερα ο Ussing αποδίδει τα ερείπια αυτά στη Μελίτεια10. Όλοι δε οι νεότεροι αρχαιολόγοι συμφωνούν με τον Ussing, εκτός από τον Ραγκαβή, που ακολούθησε τη γνώμη του Leake.11

Όσον αφορά στην αντίδικο με τη Μελίτεια πόλη, την Πήρα, η οποία είναι το κύριο θέμα μας, όλοι μάταια και επιπόλαια την τοποθετούν αόριστα και την θεωρούν μια μικρή και ασήμαντη ατείχιστη κώμη που υπαγόταν στη Μελίτεια12.

Η σύντομη αυτή αποστολή μας από τη Φιλάρχαιο Εταιρεία «Όθρυς» είχε ως αποτέλεσμα να μελετήσουμε καλύτερα τα γύρω από τη Μελιταία μέρη και να σπουδάσουμε την τοπογραφία της δυτικής πλευράς της Όθρης, στην οποία βρήκαμε ερείπια τεσσάρων πόλεων που δεν ήταν γνωστές. Επειδή δε η Μελίτεια είχε διαφορές με την Πήρα για τα αμφισβητούμενα σύνορα και χωράφια, έπρεπε αυτή η δεύτερη πόλη να βρίσκεται πολύ κοντά στην πρώτη. Τέτοια θέση σήμερα στην περιφέρεια της Γούρας είναι η θέση που λέγεται Μόργια, πάνω σε λόφο που καλύπτεται από ερείπια πανάρχαιου τείχους με αρκετό ύψος, του οποίου η κατασκευή ανήκει στη μεταγενέστερη πολυγωνική περίοδο που αποκλίνει προς την κανονική.  Τα χωράφια τα οποία καλλιεργούν οι Γουριώτες παρουσιάζουν ολοφάνερα ίχνη της αρχαίας πόλης, συντρίμματα κεραμιδιών και αγγείων και πολλές φορές ξεθάπτονται με τα αλέτρια τέλεια αγγεία πήλινα ή χάλκινα με ωραία σκαλιστά σχέδια και γραφές. Βρέθηκε το υδραγωγείο από πήλινους σωλήνες, ενός περίπου μέτρου μήκους και σε κάποιο παρακείμενο ρυάκι είναι πεταμένος μονόλιθος κίονας από λευκότατο μάρμαρο.

Έπειτα από αυτά, αφού η Πήρα τοποθετήθηκε στα ερείπια της Μόργιας, βλέπουμε ότι αυτή δεν απέχει παρά 2,5 περίπου ώρες από τη Μελιταία. Εύκολα δε διευκρινίζεται η περιγραφή των ορίων μεταξύ των δύο πόλεων, εάν ως Ελιπέα μεν εννοήσουμε τον σημερινό Ενιπέα ποταμό που περνάει μεταξύ Μελιταίας και του σημερινού χωριού Χιλιαδού. Εύρωπον δε θεωρήσουμε  το ποτάμι που στην εποχή μας κατεβαίνει από την Όθρη δεξιά της Γούρας και με τα νερά του ποτίζονται οι κήποι της Γούρας. Πηγή δε Γαλαίου πρέπει να εννοήσουμε τη σημερινή πηγή του Γουριώτικου ποταμού, που αναβρύζει μέσα στο χωριό της Γούρας. Δίπλα στους σημερινούς κήπους της Γούρας γίνεται η συμβολή του Γαλαίου και του Ευρώπου, ο οποίος σήμερα με το όνομα Γουριώτικος εξακολουθεί την προς βορράν ορεινή του πορεία αφήνοντας αριστερά την Μόργια (Πήρα) και ενώνεται με τον Ενιπέα κοντά στο σημερινό χωριό Ταμπακλί.  Τα δε ρυάκια Κερκίνης, Ύπατος και Μύνις χύνονταν στον Εύρωπο, τον σημερινό Γουριώτικο ποταμό πρέπει να αναζητηθούν στις χαράδρες της δυτικής πλευράς της Όθρης. Ερμαίον πρέπει να ερμηνευθεί ως κάποιο ιερό του Ερμή. Ως συμβολή δε του Ευρώπου πρέπει να εννοήσουμε την συμβολή με τον Ενιπέα όπου έπρεπε να καταλήγουν τα όρια των δύο πόλεων που βρίσκονταν σε διαμάχη.

Η αναφερόμενη δε στην επιγραφή δημόσια χώρα, οι Καράνδες και η Φιλιαδών, σώζονται, κατά ένα περίεργο τρόπο, μέχρι σήμερα, η μεν πρώτη στη θέση Καράμπα, η δε δεύτερη στο σημερινό χωριό Χιλιαδού, διότι, στην εποχή μας, το Φ στα μεταγενέστερα χρόνια μετατράπηκε σε Χ. Έτσι και η Φιλιαδών μεταβλήθηκε σε Χιλιαδού.

Είπαμε παραπάνω ότι η Πήρα βρισκόταν στη θέση Μόργια. Μία επιτύμβια επιγραφή που δημοσιεύθηκε από τον Ζωσιμά Εσφιγμενίτη στο ημερολόγιο «Φήμη» που εκδόθηκε από αυτόν το 1888 (σελ. 155) και βρέθηκε στο χωριό του Αλμυρού Γενιτζέκ, ως εξής:

ΠΑΡΜΕΝΙΑ ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ ΓΥΝΗ ΠΥΡΡΑΙΑ

και αργότερα από μένα στο Bulletin de Correspondance Hellenique (τόμ. XV, σ. 567, αρ. 10) ως εξής :

ΠΑΡΜΕΝΕΙΑ                                     Παρμενεία

ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ                               Παρμενίωνος

ΓΥΝΗ                                                γυνή

ΠΗΡΑΙΑ                                             Πηραία

βεβαιώνει το όνομα της πόλεως Πήρας (Πρβλ. Νικ. Γιαννόπουλος, Φθιωτικά, σελ. 37) Η επιγραφή αύτη χτίστηκε στον νεόκτιστο  ναό του χωριού.

Απομένει πλέον να εξηγηθεί από εκείνους που θέλουν να ασχολούνται με τα αρχαία το εξής πρόβλημα. Ο Στράβων (Θ 432) αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Μελίτειας έδειχναν στην εποχή του την Ελλάδα  «άπωθεν αυτών δέκα σταδίους απέχουσαν, ηνίχ’ η σφετέρα πόλις Πύρρα εκαλείτο, μαρτύριον έχοντες τον εν τη σφετέρα αγορά κείμενον τάφον του Έλληνος υιού του Δευκαλίωνος».

Σύμφωνα λοιπόν με αυτά Πύρρα ονομαζόταν η πόλη των Μελιταιέων την εποχή που άκμαζε  η ομηρική πόλη Ελλάς και σαν απόδειξη παρουσίαζαν την ύπαρξη του τάφου του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, στην αγορά της πόλης τους, σαν ένα αντεπιχείρημα στους ισχυρισμούς των κατοίκων της Φαρσάλου ότι η πόλη Ελλάς βρισκόταν στη δική τους χώρα σε απόσταση πενήντα σταδίων από την πόλη τους.

Κατά τη γνώμη μας δίκαιο είχαν οι κάτοικοι της Μελίτειας, γιατί είχαν να επιδείξουν βέβαιη απόδειξη τον τάφο του Έλληνα. Γιατί όμως η πόλη τους προηγούμενα ονομαζόταν Πύρρα για να τιμούν τη μητέρα του Έλληνα και σύζυγο του Δευκαλίωνα; Γιατί σε μεταγενέστερα χρόνια μετονομάστηκε σε Μελίτεια και βρίσκουμε σε επιγραφές την Πήρα να φιλονικεί για τα όρια και να διεκδικεί εκτάσεις από την Μελίτεια και να καταφεύγει στη διαιτησία των Αιτωλών, ενώ εάν ήταν άσημη δεν θα είχε βεβαίως τέτοιες αξιώσεις να δικασθεί με την ισχυρότερη Μελίτεια;  Γιατί το κείμενο του Στράβωνα έχει την γραφή  Πύρρα με ΥΡ οι δε επιγραφές με Η;  Τα ερωτήματα αυτά νομίζουμε ότι μόνο με τη διενέργεια ανασκαφών είναι δυνατόν να απαντηθούν.

Κατόπιν βρήκαμε στο χωριό ένα σπόνδυλο κίονος αρχαίου ναού ο οποίος στις πλευρές του είχε επιγραφές που περιείχαν πράξεις απελευθέρωσης δούλων των μακεδονικών και ρωμαϊκών χρόνων, αφού οι απελεύθεροι πλήρωναν το προβλεπόμενο ποσό σε στατήρες και ρωμαϊκά δηνάρια, από 15 στατήρες ή 22 ½ δηνάρια ο καθένας. Στην επιγραφή αναφέρονται τα ονόματα των στρατηγών Ευβιότου, Φιλοκράτους του Αρχελαΐδα, Ερυδάμαντος, Ηρακλείδα και κάποια άλλα δυσανάγνωστα. Αναφέρονται επίσης τα ονόματα διαφόρων ταμιών και διαφόρων μηνών της πόλης, μεταξύ των οποίων των Ομολωίου, Αφρίου και Θυίου, που είναι γνωστοί από άλλες επιγραφές της Θεσσαλίας και των δύο αγνώστων μέχρι τώρα Τραγίου και Βουτραγίου, μηνών ποιμενικών, που, όπως φαίνεται ήταν τοπικές ονομασίες μηνών των μερών αυτών, αφού πουθενά αλλού στη Θεσσαλία δεν βρέθηκαν τέτοιοι μήνες. Λεπτομερείς παρατηρήσεις επί των στρατηγών και των μηνών θα δημοσιευθούν μαζί με την επιγραφή. Η σχετική αυτή μελέτη θα δημοσιευθεί στο  Δελτίο της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς». Από τις πράξεις αυτές απελευθέρωσης δούλων η τελευταία συμπίπτει με το έτος 43 μ.Χ. αφού ρητά αναφέρεται σ’ αυτή «έτους Γ΄ Τιβερίου Κλαυδίου Καίσαρος, Γερμανικού».

Μια άλλη επιγραφή γραμμένη πάνω σε ορθογώνιο λίθο, δίπλα στην πύλη της ανατολικής πλευράς του τείχους, αναφέρει το όνομα του Αμυνάνδρου που πρόσφερε 10 τάλαντα αργυρά για την επισκευή των τειχών και της πύλης. Εδημοσιεύθη υπό του κ. Paul Monceaux, εν τω Bullet. de Corres. Hellen. VII, 53.

Μια ακόμη επιγραφή, τοποθετημένη πλάγια στη θύρα του μονυδρίου της Αγίας Τριάδας, αναφέρει το όνομα ΜΕΛΙΤΑ ΔΑΜΟΦΕΙΔΗΣ, από το οποίο εξάγεται ότι πάνω στην ακρόπολη υπήρχε ναός προς τιμήν της Μελίτης, της νύμφης προστάτιδας της πόλης, που πιθανόν αφιερώθηκε από τον Δαμοφείδη.

Αυτή σε συντομία ήταν η εκδρομή μου ανά την Όθρη, η οποία, αν δεν μου συνέβαινε ένα απρόοπτο δυστύχημα, θα ήταν ίσως πιο αποτελεσματική σε επιγραφές και έρευνες.

Εν Αλμυρώ τη 10 Σ/βρίου 1900

Ν . Ι .Γιαννόπουλος

1 Τα μέλη «της ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας της «Ὄθρυος», όπως ήταν αρχικά ο τίτλος της, πραγματοποιούσαν, κατά καιρούς, ερευνητικές επισκέψεις σε διάφορα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μέρη με σκοπό την έρευνα από αρχαιολογική άποψη και τη συγκέντρωση αρχαιολογικών αντικειμένων. Επιστρέφοντας από αυτές τις αρχαιολογικές εκδρομές συνέτασαν ειδικές εκθέσεις για τα αποτελέσματα της εκδρομής τους στον πρόεδρο της Εταιρείας. Πολλές από αυτές έχουν δημοσιευθεί. Στο αρχείο της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς» υπάρχουν όμως τα πρωτότυπα, λίγο ή πολύ διαφορετικά στη μορφή τους από αυτή στην οποία πρωτοδημοσιεύθηκαν ή και αδημοσίευτες. Μία από αυτές είναι και αυτή που σήμερα παρουσιάζουμε.

2 Δηλαδή μέχρι το 1885

3 Οι ληστές, σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις που ακούγονται μέχρι σήμερα στη Γούρα, ζήτησαν πληροφορίες από κορίτσια της Γούρας, τα οποία  είχαν πάει έξω από το χωριό να μάσουν κάστανα, για τους άντρες που ήταν στο χωριό και φρόντιζαν για την φύλαξη και την ασφάλειά του. Το γεγονός αυτό αποθανατίστηκε στο παρακάτω δημοτικό τραγούδι της Γούρας:

– Πούσουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό χαμένη;

-πήγα να μάσω κάστανα με τ’ άλλα τα κορίτσια

και κλέφτες μας αγνάντευαν από μια ψηλή ραχούλα.

– Κορίτσια μαυρομάτικα για ελάτε παρακάτω

Έχω δυο λόγια να σας πω, τρία να σας μιλήσω.

-Μην είναι κλέφτες στο χωριό, μην είναι Αρβανίτες.

-Εμείς, μπάρμπα μ’, δεν ξέρουμε αν είναι κι αν δεν είναι.

4 Σώζονταν μέχρι το 1900.

5 Το πουγγί ισοδυναμούσε με 500 γρόσια.

6 Οι Τούρκοι στους φορολογικούς τους καταλόγους έγραφαν μόνο τα ονόματα των αρχηγών των οικογενιών. (βλ. σχετικά σε τούτο το τεύχος: Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος: Η Βρύναινα, από τον 15ο ως τον 17ο αιώνα, μέσα από τουρκικούς φορολογικούς καταλόγους) . Εκείνη τη χρονιά οι 200 αρχηγοί οικογενειών στη Γούρα έπρεπε να πληρώσουν 208 πουγγιά Χ 500 = 104.000 γρόσια. Η κατανομή του συνολικού αυτού ποσού κατά «όνομα» (αρχηγό οικογένειας) (μέσος όρος = 520 γρόσια) γινόταν από τις τοπικές αρχές του χωριού με δικές τους εκτιμήσεις και φυσικά προκαλούσε αντιδράσεις και διαφωνίες. Τη διαφωνία τους αυτή κατέγραψαν σε εκκλησιαστικό βιβλίο ο Αναγνώστης Ιωάννου Ζαχαρίας και ο Αναγνώστης Αργύρη Κομπορέλης.

7  1710

8 Για το θέμα αυτό σώζεται η  σχετική αλληλογραφία του Νικολάου Γιαννόπουλου με τον Αντώνιο Μηλιαράκη στο αρχείο του Γιαννόπουλου. Σχετικά αποσπάσματα των επιστολών αυτών ανταλλάχτηκαν μεταξύ των δύο ανδρών παραθέτουμε στη συνέχεια:

«Εν Αθήναις τη 21 Ιουλίου 1895

Οδός Βαλτετσίου αρ. 48

Κύριε Γιαννόπουλε,

……….

Επειδή ασχολείσθε περί την χριστιανικήν αρχαιολογίαν και δη την επιτόπιον, θα σας παρακαλέσω να μοι γράψητε αν ακούσατέ ποτε το όνομα μονής, κειμένης κατά πάσαν πιθανότητα εν τη περιφερεία Δομοκού, καλουμένης Άγιος Θεόδωρος ή Κρομπούς. Επίσης έχω απορίαν περί της θέσεως ετέρας μονής Αγίου Δημητρίου του Προκοβίκου. Αλλά περί της δευτέρας σας γράφω εκ περισσού, διότι αύτη κείται μακράν της έδρας σας, του Αλμυρού, εν τη περιφερεία του Δομινίκου, παρά την Ελασσόνα εν Τουρκικώ.  Αι μοναί αύται μνημονεύονται εν τοις Πρακτικοίς Συνόδου συνελθούσης εν Νικαία της Βιθυνίας τω 1220. Έχω δε ανάγκην να γνωρίζω την θέσιν ταύτην, διότι ασχολούμαι (ευρίσκομαι ήδη περί το τέλος) περί την ιστορίαν της Αυτοκρατορίας Νικαίας 1204 – 1261

Έγραψα δια φίλων μου εις Ελασσόνα, εις Λάρισαν και αλλαχού, αλλ’ ουδείς ηδυνήθη να μοι δώση είδησίν τινα. Ίσως δεν υπάρχουσι πλέον και μετά των κτιρίων των συναπωλέσθη και το όνομα των.

Ο υμέτερος

Α.Μηλιαράκης

 

Εν Αλμυρώ τη 21 Ιουλίου 1895

Αξιότιμε κ. Α. Μηλιαράκη, εις Αθήνας

Εις απάντησιν της από 21ης λήξαντος επιστολής σας απαντών υμίν περί των ζητηθεισών πληροφοριών, λέγω τα εξής :

Εξετάσας διαφόρους Γουριώτας, γνώστας των τόπων της επαρχίας Δομοκού, έμαθον παρ’ αυτών ότι εν τη επαρχία ταύτη τρία μονύδρια σώζονται νυν: της Αβαρίτσας (Αγίας Τριάδος), της  Κόκκας (τίνος αγίου;) και της Αντινίτσης Παναγίας. Εν δε τη περιφερεία της Γούρας, υπαγομένη πολιτικώς μεν εις την επαρχίαν Αλμυρού εκκλησιαστικώς δε εις την Θαυμακού, Ανατολικώς και Δυτικώς είς απόστασιν μιάμισης ώρας εκατέρωθεν σώζονται ερείπια μονών, τα μεν Α. λέγονται Παλιομονάστηρο, τα δε δυτικώς Ιτιά, εκ τινος ομωνύμου δέντρου. Εν δε τη πρώτη σώζονται και βρύση και άλλα ίχνη μονής. Κρουμπούς θέσις ουδαμού των επαρχιών Αλμυρού και Δομοκού ακούγεται νυν. ΄Ισως συν τη εξαφανίσει αυτών εξέλιπε και το  όνομα. Ούτε το όνομα του αγίου είναι γνωστόν. Έτερα ερείπια μονής εύρηνται παρά το χωρίον Μπακλαλί, μιας ώρας μεσημβρινώς του Αλμυρού άτινα ως και το παρ’ αυτώ αγίασμα αποδίδωσιν οι κάτοικοι εις του Αγίου Νικολάου του Νέου (εορτή 9 Μαΐου) περί ου έγραψα διά μακρών εν τω Νεολόγω, Εβδομαδιαία Επιθεωρήσει (τόμ. Γ΄ 1894), Αυτόθι ευρέθη και επιγραφή ήτις νομίζω ότι είναι μεταγενεστέρα της εποχής εν Νικαία (1220).

Ταύτας τας ειδήσεις επί του παρόντος, πολύ δε επεθύμουν να σπουδάσω τα ερείπια ταύτα ως και τας εν τη επαρχία Θαυμακού μονάς, αλλ’ ες άλλοτε. Ο κ. Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης εκ Βόλου μετέβη εις την επαρχίαν Θαυμακού και επεσκέψατο και τας μονάς νομίζω αλλά τίποτε σχεδόν ιστορικώς ενδιαφέρον περί αυτών δεν λέγει. Ουδεμία όμως αμφιβολία ότι τα παρά την Γούραν ερείπια μονών θα ανήκουσι εις τους Αγίους Θεοδώρους εις Κρουμπούς, Εάν ποτέ ενεργηθώσιν ανασκαφαί πιθανώς θα ανακαλυφθή καμία επιγραφή διδάξουσα ημάς το όνομα της μονής.

Παρέλειπον να σημειώσω ότι παρά την Γούραν και ετέρα μονή θάλλει νυν κατοικουμένη από δύο μοναχούς οίτινες εν ερειπίοις πρότερον ούσαν ανήγειραν αυτήν εις νέαν επ’ ονόματι των αγίων Αποστόλων. Αλλά μήπως πολλαί εκκλησίαι και πολλά μοναστήρια δεν άλλαξαν πολλά ονόματα, ως διά μακρών περί τούτων επραγματεύσαντο εν τω Νεολόγω, Εβδομαδιαία Επιθεωρήσει, τόμ. Β΄ οι κ. κ. Μανουήλ Γεδεών και Ελευθέριος Ταπεινός  κ.τ.λ. Και η Μονή δε Ξενιάς (Άνω) εκαλείτο πριν Κισσιώτισσα τιμωμένη επί τη Κοιμήσει της Θεοτόκου, ην εκ τινος βυζαντινής εικόνος άλλοθεν ελθούσης (εκλήθη) Ξενιά και η μονή. Νυν δε εγκαταλειφθείσης της Άνω προ τριακονταετίας μονάζουσιν εις το δύο ώρας ανατολικώς αυτής μοναστήριον του Αγίου Νικολάου, μετόχιον αυτής, όπερ νυν καλείται Ξενιά. Πιθανώς τοιούτον τι να συμβαίνει και εις το περί ου ο λόγος μοναστήριον. ……

Διατελώ μεθ’ υπολήψεως

υμέτερος

Ν. Ι. Γιαννόπουλος.

 

Εν Αλμυρώ τη 25 Αυγούστου 1896.

Αξιότιμε κ. Α. Μηλιαράκη, εις Αθήνας,

Την τελευταίαν τιμίαν σας ασμένως εκομισάμην. Δεν απήντησα δε υμίν εγκαίρως διότι κατ’ αυτάς επρόκειτο να μεταβώ εις Γούραν και τα πέριξ αυτής ένθα ήθελον επισκεφθή και την θέσιν του παλαιομοναστηρίου, ως και άλλοτε έγραφον υμίν, ίνα γράψω κάτι περί αυτών εφ’ ω αιτούμαι συνγνώμην.

Ένθεν και ένθεν της Γούρας προς βορειοδυτικά και μεσημβρινοανατολικόν μέρος εις απόστασιν μιας έως μιάμισης ώρας κείνται δύο θέσεις γνωριζόμεναι από το όνομα παλαιομονάστηρα. Τούτων τα ερείπια εισίν καταφανή έτι και νυν, ανασκαφαί δε ίσως ανακαλύψουσιν εν τω μέλλοντι επιγραφάς όπως γνωσθή ιστορικόν τι εξ αυτών. Το όνομα Κριμπούς δεν είναι γνωστόν τοις περιοίκοις. Τα σπουδαιότερα ερείπια εισίν τα εν τω μεσημβρινοανατολικώ μέρει κείμενα. Ανέκαθεν το χωρίον Γούρα υπήγετο εις τον επίσκοπον Θαυμακού. Εχρημάτισε δε και επί πολύν χρόνον ως έδρα της επισκοπής ταύτης μέχρι το 1850. Εσώζετο δε και η Επισκοπή μέχρις εσχάτων.  Αριδήλως ουν συμπεραίνομεν ότι το εν  των δύο παλαιών μοναστηρίων της Γούρας ανήκει εις τον Άγιον Θεόδωρον εις Κριμπούς.

Επίσης εις την θέσιν Τσουρνάτι βρύσιν, πέντε ώρας δυτικώς του Αλμυρού και τέσσερες της Γούρας βλάχοι ανασκάπτοντες  το έδαφος προς ανεύρεσιν θησαυρών ανεκάλυψαν παρ’ ελπίδα τα ερείπια βυζαντινού ναού. Αγνοούμεν εάν ήτο απλώς εξωκκλήσιον ή μονύδριον τι ως και το όνομα του αγίου εις ον αφιέρωτο…..

Διατελώ μεθ’ υπολήψεως

υμέτερος

Ν. Ι. Γιαννόπουλος.

9 A.R. Rangabe, Antiquites Helleniques, T. II, n. 692

10 Ussing, Inscriptiones ineditae Graecae, N. 2.

11 Le Bas, Voyage en Thessalie, no 1179.- Caver, Delphicae Inscriptiones Graecae, no 104.- Ussing, Griech Reisen p. 119.- Bursian, Geographiae Griechenland, I,  85.- Forliger, Handbuch der alten Geograph;ie, T. III, p. 596.- Laticheff, Bulletin de Corresp. Hellen. VI. Inscriptions de Narthakion. Ν. Γεωργιάδου Θεσσαλία, 1880, σελ. 328. Ν. Ι. Γιαννόπουλος, Φθιωτικά, σελ. 40. Leake, Northern Greece, IV, 476.

12 Πρβλ. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία,  σ. 328, Ν. Γιαννόπουλος, Φθιωτικά, σ. 40.