Η Δροσούλα

                                                                        Η Δροσούλα
Η Χαμάκω σήμερα είναι μόνο χαλάσματα. Γκρεμισμένα σπίτια, χωρίς σκεπές, ερείπια πνιγμένα στις τσουκνίδες και στα αγριόβατα. Πού και πού μία συκιά ή κάποια μαυρομουριά, παραφυάδες των δέντρων που σε παλιότερες εποχές γέμιζαν το χωριό, εξακολουθούν να τονίζουν ότι η ζωή συνεχίζεται και όταν ακόμη οι άνθρωποι φύγουν. Μοναδική συνέχεια από τότε, θεριό ολόκληρο, το σκουροπράσινο πανύψηλο κυπαρίσσι, παραμένει ακοίμητος, παντοτινός βιγλάτορας της απόμερης εκείνης και ξεχασμένης γωνιάς.
Κι όμως κάποτε η Χαμάκω ήταν ένα ονομαστό στην περιοχή χωριό. Κρυμμένο σε μια μοναχική ρεματιά, απλωνόταν, στις δυο πλαγιές της, ήσυχο και ασφαλισμένο. Πολλά τα κοπάδια του, βοσκούσαν σε μια πολύ μεγάλη έκταση, όση σήμερα καλύπτουν τα χωριά Αχίλλειο, ‘Αγιοι Θεόδωροι και Γλύφα. Τα περιβόλια του, γύρω από τα ερείπια της αρχαίας Αντρώνας, έδιναν πλούσιο καρπό.
Την ερημιά, τη γλύκα του κλίματος και τη γαλήνη του τόπου ζήλεψε και αυτή ακόμα η τρομερή Χάμκω, η μάνα του Αλή πασά, κι ερχόταν τα καλοκαίρια να βρει λίγη ησυχία. Εδώ κi αυτή ακόμη ηρεμούσε και γλύκαινε τόσο που κι οι ντόπιοι την αγαπούσαν, αφού από αυτήν ονόμασαν και το χωριό τους έτσι. Χάμκω – Χαμάκω. «Χάριν ευφωνίας παρενεβλήθη μεταξύ του μι και του κάπα το άλφα και εκ του Χάμκω προήλθε το Χαμάκω», μου εξηγούσε ένας γέροντας – καλός μαθητής από ό,τι φαίνεται στα νιάτα του – , επαναλαμβάνοντας προφανώς αυτολεξεί τα λόγια του δασκάλου του, που ήταν και ο τελευταίος δάσκαλος της Χαμάκως, πριν οι άνθρωποί της την εγκαταλείψουν και εποικίσουν τα γύρω χωριά.
Ήταν ευτυχισμένοι οι Χαμακιώτες στην απομόνωσή τους. Χαίρονταν γαλήνιοι στη μοναξιά τους. Κι ας είχαν μοναδική τους παρέα τα «κλαριά», έτσι που να τους βγει το δίστιχο: «Τι έχουν τα κλαριά και σειώνται; Χαμακιώτες παν’ και ξυώνται». Με πολλούς κόπους, προσπαθώντας όλοι μαζί, έχτισαν και τη μικρή τους εκκλησία, τους αγίους Αναργύρους, μοναδικό κτίσμα του παλιού χωριού που εξακολουθεί και σήμερα να στέκεται όρθιο, χάρη στην ευσέβεια των απόγονων εκείνων. Με πολλή αγάπη και περισσή ομόνοια συμφώνησαν σε ποια από τις δύο πλαγιές του χωριού θα χτιζόταν η εκκλησιά τους. Κάθε πλαγιά την ήθελε στο μέρος της. Τη λύση έδωσε ο δάσκαλος: Θα μετρούσαν τους γέροντες και η εκκλησιά θα χτιζόταν εκεί που ήταν οι περισσότεροι. Κι έτσι οι Άγιοι Ανάργυροι χτίστηκαν στην αριστερή πλαγιά , δίπλα ακριβώς στο σπίτι της Δροσούλας.
Κι ήταν τότε η Δροσούλα δεκαοχτώ χρονών. Κι ήταν δροσιά γεμάτη, ίδια η άνοιξη, ανέμελη, πανέμορφη, ανέγγιχτο αγριολούλουδο δροσοσταλιές γεμάτο, αγγελούδα χωρίς φτερά, γλυκιά γαλανομάτα Παναγιά. Κι έγινε το χτίσιμο της εκκλησιάς σκοπός της. Και πήρε νόημα η ζωή της. Όλο το χωριό στο πόδι δίπλα στο σπίτι της. Όλοι δούλευαν ασταμάτητα. Να κουβαλήσουν πέτρες για το χτίσιμο, να σκάψουν θεμέλια, να κάψουν καμίνι για ασβέστη, να φέρουν πλάκες να τη σκεπάσουν, ξύλα για τη σκεπή, για τα κουφώματα, για τα στασίδια. Σ’ όλα μπροστά η Δροσούλα. Να βοηθήσει να ξεφορτώσουν τα μουλάρια, να παραμερίσει τα εμπόδια, να στοιβάξει τις πλάκες στην άκρη, να πετάξει ό,τι εμπόδιζε, να φέρει νερό για τους μαστόρους, να ψήσει καφέδες.
Η μάνα της τη μάλωνε. κορίτσι πράμα αυτή δεν έπρεπε να ανακατεύεται ανάμεσα στους άντρες. Τι θα έλεγε ο κόσμος. Θα της έβγαινε το όνομα κι ύστερα άντε να την κοιτάξει κανένας. Πού να τα ακούσει αυτά η Δροσούλα ! Έπαιρνε τη ρόκα της και πού την έχανες , πού την έβρισκες, στην εκκλησιά που χτιζόταν, στην εκκλησιά που την έβλεπε σαν δική της. Καθόταν εκεί με τις ώρες κι όταν δεν βοηθούσε κάπου σχεδίαζε πώς θα γέμιζε την αυλή της με λουλούδια, την αυλή της εκκλησιάς που την έβλεπε προέκταση της δικής της αυλής. Εκεί θα φύτευε μαντζουράνες, στη γωνιά κατιφάκια, δίπλα στον τοίχο γυφτσούλες. Εκεί, στην άκρη, μια καρυδιά να μεγαλώσει να κάθεται όλο το χωριό από κάτω, δίπλα στο ιερό μια συκιά, να τρώει κανένα σύκο ο παπάς να δροσίζεται κι από εδώ κι από εκεί, στις δυο μεριές της πόρτας της εκκλησιάς, δυο πασχαλιές να μοσχοβολούν τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα και να στολίζουν τον επιτάφιο. Έπρεπε κιόλας ν’ αρχίσει, όπου μπορούσε, έτσι που όταν θα γινόταν η πρώτη λειτουργία να είναι στολισμένη η εκκλησιά και με λουλούδια Έκανε αυτά της τα όνειρα, έγνεθε και τραγουδούσε ταυτόχρονα για να ξεχνάν οι μαστόροι και τα μαστορόπουλα την κούρασή τους:
Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
κι αυτός ο δόλιος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.
Όλοι χαίρονταν το τραγούδι της Δροσούλας. Μα πιο πολύ απ’ όλους το σοβαντζόπουλο, ο βοηθός του σοβαντζή, που την καλόβλεπε και δεν έχανε την ευκαιρία να τονίζει στη Δροσούλα, όποτε βρισκόταν κοντά της, προσπαθώντας να κερδίσει το θαυμασμό της, τη σπουδαιότητα της δουλειάς του. Ακούγοντας το τραγούδι της Δροσούλας έπιανε κι αυτός το δικό του τραγούδι:
Ο χτίστης είναι βάσανο κι ο μαραγκός μαράζι
κι αυτό το σοβαντζόπουλο όλα τ’ αποσκεπάζει.
Προηγουμένως βέβαια της είχε εξηγήσει ότι όλα τα λάθη του χτίστη με τους στραβούς τοίχους και όλα τα λάθη του μαραγκού, που δεν ταίριαζε τα κουφώματα ακριβώς στους τοίχους, μόνο ο σοβαντζής έρχεται να τα διορθώσει.
Και χτίστηκε η εκκλησιά. Κι οι μαντζουράνες και τα βασιλικά κι οι κατιφέδες κι οι γυφτσούλες ξεπετάχτηκαν και φούντωσαν κι άνθισαν και στόλισαν τη δεύτερη αυλή της Δροσούλας. Κουβάλησε πέτρες από το ρέμα κι έχτισε γύρω από τις βραγιές των λουλουδιών πεζουλάκια για προστασία. Κι ασβέστωσε και ξανασβέστωσε όλα τα πεζούλια της εκκλησίας. Κι άλλο δεν απόμεινε πια παρά ν’ ανθίσουν κι οι δυο πασχαλιές, στις δυο πλευρές της πόρτας, να συμπληρωθεί η ομορφιά, γιατί όπου να είναι ερχόταν η Πασχαλιά που θα πρωτολειτουργούσε η καινούργια τους εκκλησιά. Τίποτε άλλο δε σκεφτόταν η Δροσούλα.
Κάτι διαφορετικό προσπαθούσε να ξυπνήσει μέσα της η μάνα της, που είχε καταλάβει ότι το σοβαντζόπουλο την ήθελε, αφού, αν και πια δεν είχε δουλειά, όλο εκεί τριγύριζε κι ας ήταν το σπίτι του στην άλλη την πλαγιά του χωριού. Της πέταγε λοιπόν το δίστιχο:
Εκεί στην πέρα την πλαγιά βλέπω ένα λελέκι
θαρρώ είναι η αγάπη μου με τ’ άσπρο το γελέκι.
Τ’ άκουγε η Δροσούλα και κοκκίνιζε. Έκανε πως δεν καταλάβαινε. Κι όμως την ίδια τη στιγμή άλλαζαν οι σκέψεις της. Να, η ίδια ντυμένη στα άσπρα να βγαίνει από την εκκλησιά ανάμεσα στις δυο ανθισμένες πασχαλιές και δίπλα της το σοβαντζόπουλο με το άσπρο χρυσοκεντημένο γιλέκο.
Ώσπου έγινε το μεγάλο κακό. Ένας Τούρκος, περαστικός καβαλάρης, βρήκε μοναχή τη Δροσούλα στη βρύση να κουβαλάει νερό να ποτίσει τα λουλούδια της εκκλησιάς. . . .
Και σώπασε η Δροσούλα να τραγουδάει. Κι έμειναν απότιστες οι μαντζουράνες. Κι ούτε τη ρόκα για το σεργιάνι ξανάπιασε.                                Κλείστηκε μέσα στο σπίτι της να κλαίει για το κακό που τη βρήκε. Κι ούτε η μάνα της βγήκε ξανά στη γειτονιά. Και το σοβαντζόπουλο με το άσπρο το γιλέκο δεν έβρισκε να έχει κάποια δουλειά στην εκκλησία και δεν ξαναφάνηκε από εκεί. Κι ο πατέρας της Δροσούλας δεν ξαναπήγε στον καφενέ. Όλο στα χωράφια πήγαινε. Είχε δουλειές.
Νύχτα σε νύχτα έπαιρνε τα σοκάκια η δόλια η μάνα τη Δροσούλας, από γριά σε γριά του χωριού, να βρει βοτάνι να ρίξει από πάνω της την τουρκοσποριά. Κι όταν τέλος το βρήκε – από τη γριά τουρκάλα Κάντιω, ατιμασμένη και αυτή στα νιάτα της από τον Ντουχαντίπη – της ήρθε ο μεγάλος κεραυνός στο κεφάλι : Η Δροσούλα αρνιόταν να το πάρει. Ό,τι και να έγινε, μέσα της είχε μια ζωή και δεν μπορούσε να τη σκοτώσει. Κι ας ήταν και τουρκόσπαρτη. Τι θα έλεγε στην Παναγιά για το κακό που θα έκανε σε μια ψυχούλα; Πώς θα αντίκριζε τους Αγίους Αναργύρους που την κοίταζαν κατάματα όταν τους έστρωνε στο εικονοστάσι τους το κεντημένο με τα χέρια της άσπρο τσακόπανο με τα μπλε και κόκκινα σταυρουδάκια;
Η μάνα της έπεσε να πεθάνει. Τούρκος σωστός έγινε και ο πατέρας της, όταν τ’ άκουσε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς να πει τίποτε ούτε στη γυναίκα του – ποτέ του δεν είπε λέξη στη Δροσούλα, παρά μόνο να διατάξει – σαμάρωσε μια κατασκότεινη νύχτα το μουλάρι του, πήρε πισωκάπουλα τη Δροσούλα και τράβηξε για το αδιάβατο ρουμάνι της Παλιοξενιάς στον Κουκλιά. Τα χαράματα, χωρίς κανένας να πάρει είδηση, τον βρήκαν στο χωριό πάλι. Η γυναίκα του τον κοίταξε ερευνητικά στα μάτια κάτι να καταλάβει, μα δεν τόλμησε να τον ρωτήσει. Ύστερα από μήνες κάτι κατάλαβε. Δεν ξαναμίλησε. Βουβοί, σκυθρωποί, σκυμμένοι μόνιμα στη γη και οι δυο τους, δεν ξανακοιτάχτηκαν στα μάτια, δεν αντάλλαξαν σκέψεις, δεν ξαναμίλησαν για την υπόθεση αυτή. Είχαν απαλλαχτεί από τη ντροπή, δεν έβλεπαν το κακό, δεν το έβλεπαν κι οι άλλοι. Όλα βολεύτηκαν.
Το χωριό σιγοψιθύρισε στην αρχή, ικανοποίησε την περιέργειά του, έμαθε τι είχε γίνει, ησύχασε. Δεν ξαναμίλησε. Όλα τακτοποιήθηκαν, Τίποτε δεν μόλυνε το χωριό τους. Μπορούσαν να συνεχίσουν τις δουλειές τους.
Κι ήρθε κι η Πασχαλιά. Και πρωτολειτούργησε η καινούργια εκκλησία. Γιόρτασαν όλοι την Ανάσταση του Θεού της Αγάπης.                      Τίποτε δε θύμιζε το κακό. Φρόντισαν και ξερίζωσαν τα ξεραμένα πια λουλούδια της αυλής, πέταξαν τις ασπρισμένες πέτρες από τις βραγιές της ατιμασμένης, έβγαλαν και την καρυδιά. Ήταν και τα ασπρισμένα πεζούλια. Όμως αυτά χρειάζονταν να κάθονται. Δεν έπρεπε να τα χαλάσουν. Τα έβαψαν μόνο λουλακιά. Τη συκιά μονάχα άφησαν. Αυτή είναι δέντρο του Ιούδα, είπε ο παπάς, δεν πειράζει. Κόπηκαν κι οι δυο πασχαλιές στις δυο μεριές της πόρτας κι ας ήταν ολάνθιστες.

΄Ηταν και το σπίτι της ατιμασμένης, που ήταν δίπλα τους. Δεν μπορούσαν να το γκρεμίσουν αυτό. Ύψωσαν ένα τοίχο, ψηλό που τίποτε να μην φαίνεται από την εκκλησιά, και χώρισαν τα δυο προαύλια που η «αφορεσμένη» τα νόμιζε κιόλας δικά της. ΄Ολα είχαν τακτοποιηθεί πριν των Βαΐων και έτσι χάρηκαν ήσυχοι την Πασχαλιά.

 

Ο παπάς έβαλε το ζωγράφο, που έκανε τις εικόνες, και έγραψε στην πρόθεση της εκκλησιάς τα ονόματα των χωρικών να τα μνημονεύει. Δεξιά «τα πεθαμένα», αριστερά «τα ζωντανά». Πολύ λίγα ήταν. Χώρεσαν όλα. Της Δροσούλας δεν το έγραψαν. Δεν έπρεπε. Ήταν ατιμασμένη.

Τότε ήταν που η μάνα της ταράχτηκε. Κάτι της έλεγε ότι αυτό ήταν πάρα πολύ κακό ΄Ισως ήταν και οι τύψεις της για την τόση σιωπή της. Ο παπάς όμως ούτε ν’ ακούσει ήθελε. Διαμαρτυρήθηκε και ο δάσκαλος. Προσπάθησε να πει κάτι στον παπά. Κανένας δεν τον άκουσε. Να κοιτάξεις τα σχολιαρούδια σου, του μήνυσαν. Της Δροσούλας η μάνα από τότε, κάθε φορά που λειτουργούσε ο παπάς πήγαινε στην εκκλησιά και την ώρα που μνημόνευε τα ζωντανά ονόματα του χωριού έλεγε από μέσα της; «και της δούλης του Θεού Δροσούλας» και ησύχαζε. Είχε πιστέψει ότι, όπως τη βεβαίωσε και ο δάσκαλος, την άκουγε ο Θεός. Γιατί ο Θεός, μερικές φορές, ακούει τους απλούς ανθρώπους περισσότερο από όσο ακούει τους παπάδες.

Κι όλα πήγαιναν καλά, ώσπου κάποια μέρα πάλι τα νερά ταράχτηκαν. Στο χωριό έφτασε η Δροσούλα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Δεν άντεχε άλλο τις ταλαιπωρίες, νόμισε ότι είχε αρκετά πληρώσει το «σφάλμα» της και τόλμησε να γυρίσει. Μόνο που δεν την λιντσάρισαν. Πρόφτασε η μάνα της και την έκρυψε. Το «τουρκοσπόρι» όμως ούτε να το ιδεί . Κρυφά το τάιζε η Δροσούλα, κρυφά το χάιδευε. Χωνόταν σε μια γωνιά και με χίλιες προφυλάξεις άνοιγε λίγο το παράθυρο. Στην αυλή ούτε τολμούσε να το βγάλει . Οι πέτρες έρχονταν σωρό.

Κάποτε τόλμησε και ζήτησε από τον παπά να το βαφτίσει. Ούτε να το σκέφτεσαι ! της είπε. Πρέπει να έρθει ο πατέρας του να το ζητήσει και πάλι δεν μπορούσε να γίνει αν δεν ήταν και εκείνος βαφτισμένος. Φαρμακώθηκε η Δροσούλα . Το άλλο βράδυ, όταν όλοι χώθηκαν στα σπίτια τους, πήρε το μωρό της, δρασκέλισε στο προαύλιο της εκκλησίας, πλησίασε στο ιερό, κοντά στη μικρή συκιά, γονάτισε, έκανε τρεις φορές το σταυρό της, ανεβοκατέβασε το παιδί τρεις φορές, λέγοντας κάθε φορά «βαφτίζεται ο δούλος του Θεού Δημήτριος», ξανάκανε τρεις φορές το σταυρό της και κρυφά κρυφά σηκώθηκε να γυρίσει πίσω.
Από ψηλά το φεγγάρι βγήκε ολοφώτεινο δεξιά της εκκλησίας. Από τα μικρά ψηλά παραθύρια φαινόταν το φως των καντηλιών. Έκανε πάλι το σταυρό της, έσφιξε το Δημητράκη της στην αγκαλιά και χώθηκε στο σπίτι της. Κοίταξε το παιδί. Πάντα ήταν ήσυχο. Ποτέ δεν είχε ακουστεί το κλάμα του. ΄Ισως καταλάβαινε ότι έπρεπε να σωπαίνει για να προστατεύει τη μάνα του. Τώρα της χαμογελούσε και κουνούσε τα χέρια του. Το φίλησε κι αποκοιμήθηκαν κι οι δυο.
Τα χρόνια πέρασαν. Το παιδί δεν κρατιόταν άλλο μέσα. Είχε πάψει και το πετροβολητό στο παράθυρο. Το πήρε από το χέρι και βγήκαν στην αυλή. Ανήσυχη η Δροσούλα αλαφιαζόταν κάθε τόσο. Δεν έγινε τίποτε. Την άλλη μέρα πήγαν ως το προαύλιο της εκκλησιάς, όπου παίζαν τα άλλα μικρά. Δυο τρεις γιαγιάδες πήραν τα εγγονάκια τους και έφυγαν. Κάποια μάνα φώναξε τα δικά της να γυρίσουν σπίτι. ΄Εμειναν δυο μοναχά τους. Πλησίασαν, το έπιασαν από το χέρι και το περπάτησαν.                       Δάκρυσε η Δροσούλα. Γέμισε ευτυχία. Κι ο Δημήτρης γελούσε κι έτρεχε δίπλα τους ευτυχισμένος. Λίγο κράτησε αυτό. Πήραν είδηση οι μανάδες τους ! ΄Αδικα έτρεχε πίσω τους το «τουρκοσπόρι » να παίξει. Εκείνα έφυγαν γρήγορα γρήγορα.
Πάλεψε πολύ η Δροσούλα να μπάσει το παιδί της στη μικρή κοινωνία της Χαμάκως. Σκόρπισε την καλοσύνη γύρω της απλόχερα, έδειξε απέραντη υπομονή. Υπομονή πολλή έδειχνε κι ο Δημητράκης της. Σκορπούσε καλοσύνη κι αγάπη. Αδύνατον να τους δεχτούν. Κι αν κάπου κάπου η απέραντη καλοσύνη του παιδιού, τα πολλά του παιχνίδια και τα καμώματα, έκαναν κάποια χείλια να γελάσουν, το πολύ πολύ που του παραχωρούσαν ήταν να τον λένε Δροσουλή. Μα αυτό για πολύ λίγες στιγμές, γεμάτες ευτυχία για τον ίδιο και για τη μάνα του. Αρκούσε το παραμικρό να γίνει ξανά «Τουρκοσπόρι» και ακόμα «Τουρκοσποριάς του κερατά». Κι όταν το φαρμάκι περίσσεψε πια πολύ και δεν αντεχόταν, ούτε από τη μάνα ούτε από το γιο, πήραν οι δυο τους το δρόμο κι έφυγαν μακριά.
Πέρασαν πια πολλά χρόνια. Η Δροσούλα είχε βρει παρηγοριά πάλι στην Εύβοια, στο μοναστήρι που την είχε δεχτεί και την πρώτη φορά κι όπου είδε το φως τούτου του κόσμου το παιδί της. Ο ηγούμενος αναγνώρισε το βάφτισμα που είχε κάνει η Δροσούλα. Φρόντισε ο ίδιος και το παιδί απόκτησε και επώνυμο και γράφτηκε στα χαρτιά: Δημήτριος Δροσόπουλος, από το Δροσούλα.
Τα χρόνια περνούσαν. Η Χαμάκω ήταν πολύ μακριά, ακόμη και στη μνήμη. Κι όμως και η Δροσούλα και ο γιος της την είχαν στην καρδιά τους. Κάτι τους έσπρωχνε να γυρίσουν πίσω πάλι. Η Δροσούλα δεν είχε ακόμη προσκυνήσει στην εκκλησιά του χωριού. Δεν την είχαν αφήσει. Το ίδιο και ο γιος της. Τούτη τη φορά θα γύριζαν οριστικά. ΄Ηταν βέβαιοι και οι δυο. Εξάλλου έπρεπε να βρει το σπιτικό του ο γιος της, που είχε κάνει δική του οικογένεια. Το σπίτι της την περίμενε έρημο. Οι γονείς της είχαν πεθάνει,
Πάλι αναστάτωση στο χωριό. Τούτη τη φορά αλλιώτικη. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν: «Ο Τουρκοσποριάς του κερατά» ερχόταν στο χωριό τους να παπαδέψει. ΄Εγινε, λέει, χριστιανός, έγινε παπάς κι ερχόταν στο χωριό τους σταλμένος από το Δεσπότη, τώρα που το χωριό δεν είχε παπά. Τ’ άκουγαν και σώπαιναν. Κουνούσαν το κεφάλι. Κάποιες γριές έπιαναν το κεφάλι τους, έσκυβαν και χώνονταν στα σπίτια τους μουρμουρίζοντας.
Να τους που φάνηκαν. Μπροστά ένας παπάς, δίπλα του μια όμορφη κοπέλα, η παπαδιά, και πίσω, σέρνοντας το μουλάρι φορτωμένο, η Δροσούλα. Στην αμηχανία τους, ίσως και στη ντροπή τους, κάποιοι τρύπωσαν στα σπίτια τους, μερικοί οι νεότεροι, που δεν είχαν λόγο να κρυφτούν, έτρεξαν να τους καλωσορίσουν. Τα μικρά, αθώα και άσχετα, έτρεξαν να φιλήσουν το χέρι του παπά. Η Δροσούλα δάκρυσε. Κι ήταν για πρώτη φορά τα δάκρυά της αλλιώτικα.

Οι τρεις τους τράβηξαν για την εκκλησία. Η νεωκόρος έτρεξε να τους δώσει τα κλειδιά. Ο παπάς άφησε τις δυο γυναίκες έξω και τρύπωσε στην εκκλησιά. ΄Εβγαλε ένα ψιλό πινέλο και ένα κουτί μαύρη μπογιά και πριν απ’ όλα συμπλήρωσε στα ονόματα της πρόθεσης : Δροσούλας, Δημητρίου ιερέως, Ελένης. ’Υστερα φώναξε μέσα τη μάνα του και την παπαδιά. ΄Ηρθαν και δυο τρεις γριούλες. Διάβασε εσπερινό ο παπάς και άρχισε να μνημονεύει τα ονόματα, όλα με τη σειρά και τελευταία: Δροσούλας, Δημητρίου ιερέως, Ελένης. Πάλι δάκρυσε η Δροσούλα και δεν έλεγε να σταματήσει.

Την Κυριακή πρωί πρωί, χτύπησε το σήμαντρο. Χαμακιώτες και Χαμακιώτισσες, με ανάμικτα, ακαθόριστα, πρωτόγνωρα αισθήματα έφτασαν στην εκκλησιά τους. Τα πεζούλια κάτασπρα, φρεσκοασβεστωμένα. Λίγες πέτρες περιόρισαν μια προχειροφτιαγμένη βραγιά με φρεσκοφυτεμένα λουλούδια.
Μέσα στην εκκλησιά ο «Τουκοσποριάς», «το Τουρκοσπόρι», «ο Δροσουλής», ο παπα – Δημήτρης τούς λειτουργούσε. ΄Αφωνοι και σκυφτοί παρακολουθούσαν. ΄Ακουσαν τον παπά τους να του εξηγεί το Ευαγγέλιο. Μιλούσε για την αγάπη. Κι όλοι άκουγαν προσεκτικά. Τους είπε ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν ξεχωρίζει κανέναν.
Στο τέλος, τους μοίρασε το αντίδωρο. Και δεν έμεινε αδάκρυτος κανένας, όταν έσκυβαν να πάρουν το αντίδωρο και φιλούσαν το χέρι. κι εκείνος που τόσο πετροβολητό είχε φάει, άπλωνε τώρα το χέρι του πάνω από το κεφάλι του καθένα, τον ευλογούσε και του έδινε το αντίδωρο.
Βγήκαν έξω, χωρίς να μιλάν. Περίμεναν τον παπά να καταλύσει και να βγει. ΄Ενιωθαν την ανάγκη κάτι για τα παλιά να τους πει! ΄Επρεπε να ξαλαφρώσουν. Μα τίποτε.. Ο παπάς τους μίλησε για άλλα πράγματα. Για το σχολείο που δεν είχαν. Ο ίδιος ήταν και δάσκαλος. Θα έκανε στα παιδιά μάθημα προσωρινά στο ένα δωμάτιο του σπιτιού του. ΄Υστερα θα έχτιζαν άλλο σχολείο μεγάλο.
Η Δροσούλα και η νύφη της έφεραν καφέδες για όλους. ΄Επειτα πήγε πίσω από το ιερό. Έκοψε λίγα σύκα από τη συκιά, που την είχε φυτέψει στα νιάτα της να δροσίζεται ο παπάς., και πρόσφερε σ’ όλους. Και στον παπά !
Ξαναφύτεψε κατιφέδες και βασιλικούδια στην αυλή και δυο πασχαλιές δεξιά και αριστερά στην πόρτα. Ξαναφύτεψε και μια καρυδιά στο ίδιο μέρος. Όλα της τα σχέδια είχαν πραγματοποιηθεί. Άνθισαν με τα χρόνια κι οι δυο πασχαλιές ξανά και στόλισαν την είσοδο της εκκλησιάς, εκεί που ονειρευόταν τον εαυτό της ντυμένο στ’ άσπρα δίπλα στο σοβαντζόπουλο. Δεν τον είδε όμως ποτέ της.
Είκοσι χρόνια μετά, εβδομήντα χρονών γριά πια, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με το σοβαντζόπουλο, γέρο κι αυτόν, κι έμειναν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε αγκαλιασμένοι χτυπώντας τις πλάτες ο ένας του άλλου με νόημα, βλέποντας να βγαίνουν πιασμένα χέρι-χέρι η εγγονή της Δροσούλας κι ο εγγονός του σοβαντζόπουλου, ανάμεσα στις ανθισμένες πασχαλιές. Κι ήταν πάλι Πασχαλιά !