Γράμματα Αλμυριωτών αγωνιστών του 1940 απο το μέτωπο

(Ομιλία που έγινε στις 24 Οκτωβρίου 1997 στον Αλμυρό)

 Κυρίες και κύριοι πιστεύω ότι οι εθνικές επέτειοι δεν είναι μόνο ευκαιρίες για τυπικούς και βαρετούς εορτασμούς, δεν είναι μόνο στιγμές για γενικές και αόριστες εθνικές θριαμβολογίες και εκφράσεις περηφάνιας για «τους αρχαίους ημών προγόνους και τα ένδοξα κατορθώματά τους». Είναι ευκαιρίες για εθνικό φρονηματισμό, είναι στιγμές για αυτοσυγκεντρώσεις και προβληματισμούς, είναι ώρα για άντληση πολύτιμων συμπερασμάτων και ωφέλιμων διδαγμάτων.

Πιστεύω ότι οι μεγάλες εθνικές γιορτές, όπως είναι η 28η Οκτωβρίου 1940, πέρα από τον γενικό εθνικό εορτασμό, πρέπει να είναι κυρίως τοπικές γιορτές που θα έχουν επιμέρους τοπικό και συγκεκριμένο χαρακτήρα, γιορτές που θα γίνονται ευκαιρίες για ανάμνηση κατορθωμάτων τοπικών αγωνιστών και ηρώων και εξύμνηση των ηρωικών παραδειγμάτων τους.

Φρονηματίζει ασφαλώς και ο μεγάλος ενιαίος εθνικός ήρωας, φρονηματίζουν και οι μεγάλοι εθνικοί ήρωες που σκορπούν ζωογόνο πανεθνική ακτινοβολία με τα παραδείγματά τους αλλά τις τοπικές κοινωνίες φρονηματίζουν περισσότερο θαρρώ και συγκινούν κυρίως οι τοπικοί δικοί τους ήρωες και πολεμιστές. Φρονηματίζουν κυρίως τα συγκεκριμένα παραδείγματα ηρωισμού των δικών μας τοπικών ηρώων και προπατόρων. Και αυτούς τους τοπικούς ήρωες κυρίως πρέπει να προβάλουμε και να τιμούμε στους κατά τόπους εορτασμούς. Είναι ευκαιρίες για εξύμνησή τους. Είναι ταυτόχρονα και ευκαιρίες για απότιση οφειλόμενης τιμής και ευγνωμοσύνης. Γι” αυτό και πολύ σωστά στα τοπικά ηρώα, στα οποία καταθέτουμε στεφάνια τέτοιες μέρες, σε γιορτές σαν τη σημερινή, αναγράφονται τα ονόματα των τοπικών ηρώων, αυτών που έπεσαν υπέρ πατρίδος στους εθνικούς αγώνες. Η ανάμνηση των ονομάτων και των κατορθωμάτων τους είναι περισσότερο συγκινητική αφού πρόκειται για γνωστά ονόματα συγγενών και προγόνων δικών μας.

Στον πόλεμο του 1940 ασφαλώς έλαβε μέρος και η επαρχία Αλμυρού. Ασφαλώς και είχε ήρωες και αγωνιστές που έδωσαν το αίμα τους και τη ζωή τους για τα ιδανικά της ελευθερίας της πατρίδας και της εθνικής αξιοπρέπειας. Και στην επαρχία Αλμυρού έμειναν χήρες και ορφανά. Και στην επαρχία Αλμυρού είχαμε τραυματίες πολέμου και ανάπηρους. Δεν πρέπει τα ονόματά τους να λησμονούνται. Πρέπει να τους τιμούμε αναφέροντας τα ονόματά τους. Αυτούς δεν τους τιμούμε θαρρώ όσο πρέπει. Δεν τους τιμούμε σχεδόν καθόλου. Δεν τους μνημονεύουμε.

Θεωρούμε όλοι μας αρκετό το ότι βάζουμε να παρελάσουν οι ανάπηροι πολέμου και μάλιστα αυτοί οι ανάπηροι που έδωσαν κάποιο μέλος του σώματός τους θα πρέπει να χαιρετήσουν τους επίσημους άρχοντές μας ενώ θα έπρεπε όλοι μαζί εμείς άρχοντες και λαός να τους επισκεπτόμαστε και να υποβάλουμε τα σέβη μας σ” αυτούς και να τους εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας και να τους αποδίδουμε τις πρέπουσες τιμές για τις θυσίες τους.

Στη σημερινή μου ομιλία δεν είναι δυνατόν ασφαλώς να μνημονεύσω όλους τους ήρωες της επαρχίας Αλμυρού του 1940. Είναι πάρα πολλοί και φοβάμαι ότι θα παραλείψω τους περισσότερους. Εξάλλου δεν είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Χρειάζεται προσπάθεια πολλών, και είναι δύσκολο να βρεθούν πολλοί που να ενδιαφέρονται και να βοηθήσουν για το σκοπό αυτό. Τα προβλήματα της καθημερινότητας, ο αγώνας της ζωής και κυρίως ο λαθεμένος μας προσανατολισμός της ζωής που στη σημερινή κυρίως εποχή αναλώνεται και σχεδόν εξαντλείται στην εξυπηρέτηση και μόνο του ατομικού συμφέροντος καθιστούν ακόμη δυσκολότερο το έργο όσων έχουν τέτοιες ευαισθησίες.

Εξάλλου δεν ταιριάζει σε μια τέτοια μέρα ένα απλό μάθημα ιστορίας και απλής παροχής πληροφοριών. Θα σταθώ λοιπόν σε μερικά μόνο παραδείγματα ηρώων των οποίων ο ηρωισμός δεν φαίνεται μέσα από κατορθώματα αλλά μέσα από πιο ανθρώπινες στιγμές, όπως είναι οι στιγμές που οι ήρωες σε κάποια ανάπαυλα της σκληρής πολεμικής σύγκρουσης βρήκαν δυο στιγμές ελεύθερου χρόνου να σκεφθούν τους δικούς τους και τα σπίτια τους να γράψουν ένα γράμμα στους αγαπημένους τους.

Παραμονές του πολέμου και στην όμορφη πόλη του Αλμυρού τίποτε δεν φανερώνει το κακό που σε λίγες μέρες θα ξεσπάσει. Η ζωή ανθίζει μ” όλες της τις ομορφιές και τις χαρές. Οι Αλμυριώτες χαίρονται. γιατί 75.000 δραχμές δίνονται για επισκευή διδακτηρίων της πόλης. 27 Οκτωβρίου, παραμονή πολέμου και οι εφημερίδες ασχολούνται για το Διδασκαλικό Συνέδριο που έγινε στον Αλμυρό. Ήσυχοι και περήφανοι, λένε οι εφημερίδες, οι Αλμυριώτες όλοι είχαν συγκεντρωθεί στα καφενεία και κρέμονταν από τα ραδιόφωνα περιμένοντας να ακούσουν τα αποτελέσματα των βαλκανικών αγώνων που γίνονταν στην Κωνσταντινούπολη, αν και ήταν σίγουροι για τη νίκη των δικών τους αθλητών αδελφών Θανάση και Νίκου Ραγάζου. Και όταν από τα ραδιόφωνα ακούγεται ο θρίαμβος του Θανάση με νέο βαλκανικό ρεκόρ και η νίκη και του αδελφού του Νίκου που πήρε την τέταρτη θέση στα 5.000 μέτρα, ξεσπούν σε ζητωκραυγές και χύνονται στην πλατεία πανηγυρίζοντας.

Τίποτα δεν προμηνύει το κακό που θα έρθει. Ένας νεαρός Αλμυριώτης ερωτευμένος με μια πανέμορφη Αλμυριώτισσα της γράφει τούτο το υπέροχο ποίημα που το επιγράφει «Αφροδίτη»

«Κάποτε θα σ” είδε η αιθέρια χάρη μ” όλη σου την πλήθια ομορφιά, σαν ήλιος, σαν λαμπρό φεγγάρι ν” αστραφτοκοπάςκι απ” τα χρυσά της πέταξε παλάτια στα στητά σου στήθια την ώρα που για ύπνο στου Μορφέα τ” άτια πέταξες να πας»

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, το πρωί με την κήρυξη του πολέμου, οι Αλμυριώτες, αφήνοντας όλες αυτές τις ομορφιές πίσω τους, ακολουθώντας το εθνικό κάλεσμα, ξεκίνησαν για τα σύνορα. Πίσω έμεινε ο άμαχος πληθυσμός που και αυτός; όμως στρατεύεται στον αγώνα. Ο αγώνας που αναμένεται σκληρός και οι στερήσεις που θα φέρουν σε τρόφιμα οι αυξημένες ανάγκες του στρατού και η έλλειψη εργατικών χεριών, οδηγεί το σύλλογο των καθηγητών του Γυμνασίου Αλμυρού στη σκέψη ότι οι μαθητές που δεν θα στρατευθούν πρέπει να επιδοθούν στην καλλιέργεια και του πιο παραμικρού κομματιού γης για απόδοση καρπών. Αυτό στις κρίσιμες περιστάσεις που περνά και πρόκειται να περάσει το έθνος είναι πρωταρχική εθνική ανάγκη και ουσιαστική επιταγή επιβίωσης.

Στις 30 Οκτωβρίου 1940, δυο μόλις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, στις 9 η ώρα το πρωί., οι μαθητές του Γυμνασίου Αλμυρού, έχουν συγκεντρωθεί στο προαύλιο του σχολείου. Οι πρώτες ειδήσεις του πολέμου είχαν γίνει κιόλας γνωστές, αλλά σε πολύ λίγους. Οι περισσότεροι σκέπτονται τους πατεράδες τους και τα αδέρφια τους , τους συγγενείς τους που έχουν φύγει για το μέτωπο. Πίσω τους όσοι έχουν φύγει για το μέτωπο έχουν αφήσει πολλά προβλήματα και εκκρεμότητες

Όλα ωστόσο παραμερίζουν μπροστά στο μεγάλο εθνικό χρέος Οι στρατιώτες χρειάζονται ζεστά ρούχα και πλεκτά. Ο σύλλογος των διδασκόντων του Γυμνασίου Αλμυρού πολύ νωρίς καταλαβαίνει την μεγάλη αυτή ανάγκη και καλεί τις μαθήτριες να συστρατευθούν τον αγώνα της πατρίδας και να πλέξουν ρούχα, κάλτσες και φανέλες για τους στρατιώτες στο μέτωπο. Η προθυμία και η αφοσίωση των μαθητριών είναι μεγάλη, μεγάλη είναι όμως και η φτώχεια. Πολλές μαθήτριες δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν νήματα. Η σχολική εφορεία αποφασίζει να δώσει 5.000 δραχμές από το πολύ φτωχό ταμείο για να πάρουν και να δώσουν νήμα στις άπορες μαθήτριες. Τα μαθαίνουμε όλα αυτά από ένα πρακτικό του Συλλόγου των καθηγητών του Γυμνασίου Αλμυρού

«Εν Αλμυρώ σήμερον τη 30η Οκτωβρίου του 1940 έτους και ώραν 9 π.μ. συνήλθεν εις συνεδρίασιν ο σύλλογος των διδασκόντων του Γυμνασίου Αλμυρού αποτελούμενος εκ των κ.κ. α.) Γυμνασιάρχου Θεοδώρου Γεωργιάδου β.) των καθηγητών Κούρτη, Μίλησι, Κινδύνη, Καλεώση, Σταμούλη, Βέργου, Μαρίνου, Παπαδριανού. Ούτος απεφάσισεν τα εξής:. . . . Ο κ. Γυμνασιάρχης ωμίλησεν εν συγκεντρώσει των μαθητών γενική και παρουσία ολοκλήρου του προσωπικού αναπτύξας εις τους μαθητάς το ζωτικόν διά την παρούσαν περίστασιν της καλλιεργείας της γης και συστήσας, εις αυτούς, όπως και οι ίδιοι καλλιεργήσωσι οιονδήποτε χώρον κατά τάς ώρας της σχολής των και γίνωσι προπαγανδισταί του ιερού σκοπού της καλλιεργείας της γης. Ομοίως ωμίλησεν εις τους μαθητάς συστήσας εις αυτούς καταλλήλως όπως αι μεν μαθήτριαι ετοιμάσωσι είδη πλεκτών και κατά προτίμησιν φανελλών, οι δε μαθηταί ετοιμάσωσι ανάλογα είδη διά των μητέρων και αδελφών ή συγγενών των. Εις τας απόρους μαθητρίας θα χορηγηθή νήμα εν όλω αξίας δραχμών 5.000 εκ του ταμείου της Σχολικής Εφορείας του Γυμνασίου κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 12 ε. έ. αποφάσεως της Σχολικής Εφορείας του Γυμνασίου.

Εν τέλει ανεκοινώθη η υπ” αριθμ. 38670 από 29. 10. 1940 τηλεγραφική Διαταγή του κ. γενικού Επιθεωρητού της Δ΄ Εκπαιδευτικής Περιφερείας περί διακοπής των μαθημάτων μέχρι νεωτέρας Διαταγής.»

Τα μαθήματα διακόπτονται και οι μαθητές σκορπίζονται στα σπίτια τους. Ο αγώνας του έθνους μας έχει αρχίσει.

Έχει κατά κόρον τονισθεί, σε πανηγυρικούς λόγους και επετειακές ομιλίες, σαν τη σημερινή, ότι ο ενθουσιασμός των στρατιωτών μας στον αγώνα του 1940, παρόλες τις κακουχίες και τις καιρικές αντιξοότητες, παρόλες τις στερήσεις τροφίμων, ενδυμάτων και πολεμικών εφοδίων, ήταν μεγάλος και πρωτοφανής και ίσως ανεξήγητος σε κάποιον που δεν ξέρει τον ασίγαστο πόθο της λευτεριάς που πιρουνιάζει τις καρδιές των Ελλήνων. Έχουμε ακούσει ότι οι Έλληνες στρατιώτες ρίχνονταν στον αγώνα με αφάνταστο ηρωισμό αδιαφορώντας για τη ζωή τους. Ρίχνοντας στον αγώνα τραγουδώντας. Και μας φαίνεται ίσως απίστευτο, ίσως εύρημα ρητορικό. Και όμως αυτός ο παράλογος ενθουσιασμός ήταν πραγματικότητα, ήταν γεγονός.

Δεν θα πω τα ίδια γενικά και αόριστα πανηγυρικά λόγια. Θα σας μιλήσω σήμερα για τον ενθουσιασμό αυτόν, όπως τον έδειξαν οι Αλμυριώτες πολεμιστές του 1940. Και δεν θα δούμε αυτόν τον ενθουσιασμό από γενικές και αόριστες πληροφορίες. Έχω στα χέρια μου γράμματα που έγραψαν από το μέτωπο του πολέμου ήρωες Αλμυριώτες σε συγγενείς τους. Δεν γνώριζαν την τύχη των επιστολών τους αυτών όταν τις έγραφαν, ούτε ασφαλώς τις έγραψαν για να πάρουν δημοσιότητα. Έτσι έχουν μια πρωτόγνωρη παρθενικότητα και ανόθευτη αγνότητα. Πού να φαντάζονταν οι ήρωες εκείνοι πρόγονοί μας ότι ύστερα από 57 ολόκληρα χρόνια τα γράμματά τους εκείνα που τα έγραφαν στους δικούς τους αγαπημένους ανθρώπους, θα διαβάζονταν μπροστά στους συμπατριώτες τους, σε μια γιορτή, σε ένα πανηγυρικό εορτασμό που θα γινόταν στην πατρίδα τους, στην πόλη που τους γέννησε για χάρη τους.

Θα διαβάσω λοιπόν τέτοια γράμματα σήμερα κι ας είναι αυτή η ανάγνωση ένα μνημόσυνο για την ανάπαυση της τυραγνισμένης ηρωικής και αγνής τους ψυχούλας. Ας είναι αυτή η ανάγνωση και η μνημόνευση των ονομάτων τους ένα θυμίασμα απέραντης αγάπης και ένας λιβανωτός ευγνωμοσύνης όλων εμάς που συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ στη μνήμη αυτών των ηρώων. Ταπεινοί και ασήμαντοι αγωνιστές, άγνωστοι ήρωες μέσα στο πάνθεο των μεγάλων ηρώων του έθνους μας. Κανένας άλλος δεν τους μνημονεύει σ” ολόκληρη τη χώρα μας στη σημερινή γιορτή. Οφείλουμε να τους μνημονεύσουμε εμείς. Καθένας στα κοιμητήρια σκύβει με ευλάβεια και καθαρίζει τους τάφους των αγαπημένων τους. Ας είναι λοιπόν τούτη η σημερινή μνημόνευση μία δική μας γεμάτη στοργή και αγάπη επιμνημόσυνη δέηση, ένα ξεχορτάριασμα της λησμονιάς που τους κάλυψε. Τους το οφείλουμε, τους το χρωστάμε εδώ και τόσα πολλά χρόνια.

Ο Σωτήρης Μουλάς, ήταν τραπεζικός υπάλληλος στον Αλμυρό, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Στρατεύθηκε από τους πρώτους και πήγε στο μέτωπο., Στον Αλμυρό ζούσε, μαζί με άλλους συγγενείς του , ο αδερφός του Νίκος Μουλάς. Από το μέτωπο της φωτιάς οι συγγενείς του Σωτήρη Μουλά περίμεναν τα νέα του αγαπημένου τους. Περίμεναν να ακούσουν τους φόβους του, τις κακουχίες, όπως άκουγαν αλλά και γνώριζαν οι ίδιοι.

Ακούστε όμως τι γράφει, ανάμεσα σε άλλα, σε ένα γράμμα του ο Αλμυριώτης πολεμιστής Σωτήρης Μουλάς στον Νίκο στον Αλμυρό:

« Αγαπητέ μου Νίκο. . . , Σου στέλνω χαιρετίσματα από τους συμπεθέρους μας κι ανίκανους εχθρούς ! Το ρεζιλίκι που πάθανε θα μείνη ιστορικό και αυτό δεν είναι ούτε σταγών μπρος στον ωκεανό που τους περιμένει, Θα τα διαβάζεις κάθε μέρα στην εφημερίδα παίρνοντας τον καφέ σου, το μόνο για το οποίο λυπάμαι που τον έχασα εγώ. Λοιπόν τι λαγός, τι πέρδικα, τίποτε, το κυνήγι του Ιταλού είναι το ωραιότερο, θεαματικό, πλούσιο, ωραίο. ΄Ισως νομίσεις ότι έχουμε κακουχίες ή ότι δεν μας άρεσε ο πόλεμος. Θα χεις μεγάλο λάθος Ο πόλεμος είναι ένα πολύ ωραίο σπορ και όταν γίνεται σαν αυτόν είναι και ακίνδυνο. Με αγάπη Σωτήρης..»

Δεν γράφτηκαν τα λόγια αυτά για να είναι ο πανηγυρικός λόγος μιας εορταστικής επετείου. Δεν είχαν σχεδιαστεί για να ακουστούν και να κάνουν εντύπωση σε κάποιους. Γράφτηκαν από έναν πολεμιστή στον αδερφό του για να τον πληροφορήσει για τη ζωή του. Είναι απλό οικογενειακό γράμμα στο οποίο θυμάται τον καφέ που έπιναν οικογενειακά στο σπίτι τους. Αυτό είναι που του λείπει στο μέτωπο, στο μέτωπο της Αλβανίας

Ένας άλλος Αλμυριώτης αγωνιστής στο μέτωπο είναι ο Χρήστος Γκόλτσης. Είναι ενθουσιασμένος και αυτός που πολεμά για την πατρίδα και για την ελευθερία της. Μέσα στην κλαγγή του σκληρού πολέμου δεν φοβάται, δεν προβληματίζεται. Ενθουσιάζεται. Φουντώνει μέσα του η εθνική περηφάνια. Ξυπνούν μέσα του όλοι του οι πρόγονοι. Από αυτούς παραδειγματίζεται, από την ελληνική ιστορία εμπνέεται και από τους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους σ” όλους τους εθνικούς αγώνες για την ελευθερία πυρπολείται εσωτερικά. Δεν προβληματίζεται γιατί είναι λιγοστά τα πολεμοφόδιά μας, δεν φοβάται που έχουμε να κάνουμε με δυο αυτοκρατορίες. Δεν έχει καμία αμφιβολία για το αποτέλεσμα του αγώνα. Είναι βέβαιος για την τελική νίκη. Δεν αμφιβάλλει καθόλου. Γνωρίζει πολύ καλά ότι θα νικήσουμε. Το μόνο που δεν γνωρίζει είναι αν θα γυρίσει πίσω ζωντανός. Έχει ξεγράψει όμως τη ζωή του. Θεωρεί μάλιστα ύψιστη ευτυχία και μεγάλη τιμή για τον εαυτό του να πολεμά για την πατρίδα. Είναι σίγουρος για τη δόξα που τους περιμένει Παραγγέλλει να πλέξουν στεφάνια δόξας αμάραντα. Κι είναι μόλις δώδεκα μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου.

Στις 10 Νοεμβρίου 1940, από κάποιο μέρος του μετώπου της Μακεδονίας , γράφει ένα γράμμα. Δεν φανερώνει τον τόπο, ίσως για λόγους προληπτικούς, ίσως γιατί έτσι ήταν οι διαταγές. Το γράμμα το στέλνει σε κάποια κυρία Ασημώ. Δεν ξέρω τι ήταν για τον Χρήστο Γκόλτση αυτή η κυρία Ασημώ. Πάντως σε μία πρωτόγνωρη εθνική έξαρση εξομολογείται σ΄ αυτή όλον τον ενθουσιασμό που πυρπολεί και φλέγει την καρδιά του, εκφράζει όλη του την περηφάνια. Και με τα λόγια του εκείνα, που τα έγραφε για να τα διαβάσει η κυρία Ασημώ, 57 ολόκληρα χρόνια μετά, μπορεί εμάς όλους να μας κάνει περήφανους γιατί η μικρή μας πατρίδα είχε τέτοιους μυθικούς ήρωες στο έπος του 1940.

« Κάπου στο μέτωπο της Μακεδονίας, 10 Νοεμβρίου 1940. Κυρία Ασημώ, Ο πόλεμος κηρύχτηκε. Τα κανόνια βροντούν σ” όλα τα σύνορά μας. Η μεγαλόφωνη σάλπιγγα του αγγέλου του πολέμου σημαίνει προσκλητήριο επάνω στη Ροδόπη, στη Σαμαρίνα, στην Πίνδο. Ο αρχηγός των βατραχοφάγων Ιταλών ονειρεύεται να ξαναφτιάξη την παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Νομίζει πως έχει τους αρχαίους πολεμιστές της Ρώμης. Πόσο είναι βαθιά νυχτωμένος. Θα τους δείξωμε ότι εδώ δεν είναι Αλβανία, ούτε Αβησσυνία.

Αυτό θα το δει σε λίγο, θα το δείτε εσείς, θα το δει και ο κόσμος όλος. Ήρθε η ώρα να γράψωμε με τα σπαθιά μας χρυσές σελίδες ιστορίας. Αυτή τη στιγμή υψώνονται μπροστά μας νέες Θερμοπύλες, νέες Σαλαμίνες, νέοι Μαραθώνες, νέα Σαραντάπορα, νέα Σκρα, νέα Κιλκίς, νέα Μπιζάνια, νέες Τζουμαγιές. Μας περιμένουν νέες χλωρές δάφνες. Πλέξτε από τώρα στεφάνια. Για το ότι θα νικήσουμε δεν πρέπει να αμφιβάλλετε για το αν θα γυρίσωμε. . . .δεν ξέρω. . . ίσως ΝΑΙ, ίσως ΟΧΙ.

Ευτυχισμένος όποιος θα βρίσκεται στο προσκλητήριο που θα γενή εις τα Ηλύσια πεδία. Είναι τιμή για μας τους νέους που έτυχε ο ιερώτερος κλήρος για να υπερασπίσωμε τη γλυκιά μας πατρίδα. Εξύπνησε κι όλας μέσα μας ο Διάκος, έχει αναστηθή κι ο Κολοκοτρώνης μαζί και ο Καραϊσκάκης, όλη η ιστορία μας πλημμύρισε μες στην καρδιά μας. Τώρα θα γράψωμε δικιά μας ιστορία στολισμένη με νέες αμάραντες δάφνες. Πιλότοι γίγαντες και σε πυκνές φάλαγγες θα οδηγήσωμε την πατρίδα προς τη νέα κοινωνική χαραυγή. Θα γενή και πάλι ο φάρος όλου του κόσμου, θα θαμπώση τα μάτια μερικών και θα γενή μεγάλη και ισχυρή. Θα γίνη γιατί το θέλετε εσείς, θα γίνη γιατί το θέλουμε όλοι μας, θα γίνη γιατί μας το φωνάζουν εδώ και 3.000 χρόνια όλοι οι πρόγονοί μας. Χρήστος Γκόλτσης» Αυτά δεν είναι πανηγυρικά λόγια γραμμένα σε κάποια μαθητική έκθεση ενθουσιασμένου νεαρού, δεν είναι λόγια κάποιου μεγαλόφωνου εκφωνητή πανηγυρικού λόγου. Είναι λόγια πολεμιστή του 1940. Ενός πολεμιστή που δεν είχε ίσως να φάει, ενός πολεμιστή που δεν είχε ίσως ρούχα να ντυθεί, ενός πολεμιστή που δεν είχε ίσως ούτε πολεμοφόδια να πολεμήσει. Και όμως δεν παραπονείται για κάτι τέτοιο. Ούτε καν τα αναφέρει. Δεν είναι τα λόγια αυτά λόγια κάποιου που κάθεται αναπαυτικά στο γραφείο του και στην πολυθρόνα και έχει όλη την άνεση να γράφει. Είναι λόγια κάποιου που την ίδια ώρα που γράφει ακούει τα κανόνια και τα πολυβόλα να βροντούν και τις οβίδες να πέφτουν δίπλα του, είναι λόγια κάποιου που από ώρα σε ώρα ξέρει ότι μπορεί να τον βρει ο θάνατος. Είναι λόγια Έλληνα πολεμιστή, είναι λόγια ενός συμπατριώτη μας. Είναι λόγια ενός ήρωα. Είναι λόγια ευαγγελικά, λόγια που ακούγονται μαζί με αρχαγγελικούς πανηγυρισμούς. λόγια που πρέπει να τα κάνουμε φυλακτό, λόγια που πρέπει να τα κάνουμε θούριο της λευτεριάς. Λόγια που εμείς οι Αλμυριώτες πρέπει να τα χαράξουμε σε κάποιο λεύκωμα που να υπάρχει στα σχολεία μας, στο Δημαρχείο, σε ιερούς εκθεσιακούς χώρους και στις εκκλησίες μας. Έτσι γίνεται ο εθνικός φρονηματισμός.

Έτσι ορθώνεται το εθνικό μας μεγαλείο. Έτσι ξεπληρώνουμε το χρέος. έτσι αναπαύονται οι ψυχές των προγόνων μας, αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά. Είναι τα λόγια αυτά κείμενα που πρέπει να μπουν στα σχολικά μας εγχειρίδια για να τα διαβάζουν και να παραδειγματίζονται τα παιδιά μας αλλά ίσως κυρίως εμείς ακόμη περισσότερο. Λόγια που ίσως στις μέρες μας είναι πολύ επίκαιρα.

Ο Ηλίας Παπαδόπουλος, είναι ένας άλλος Αλμυριώτης πολεμιστής του 1940. Έχει άλλα δυο αδέρφια που πολεμούν στην Αλβανία. Κανένα τους δεν φροντίζει να απαλλαγεί, όπως μπορούσε. Μένουν και οι τρεις στο μέτωπο και πολεμούν για την πολυπόθητη λευτεριά. Ο Ηλίας Παπαδόπουλος γράφει γράμμα στη μητέρα του αλλά δεν της γράφει να φροντίσει να γυρίσει κάποιο από τα παιδιά της πίσω. Την καλεί απλά και μόνο να είναι περήφανη που έχει τρία παιδιά που πολεμούν στο μέτωπο για την ελευθερία και τη δόξα της πατρίδας.

Γράφει λοιπόν στη μητέρα του ο Ηλίας Παπαδόπουλος: «Αγαπητή μου μητέρα, Επί τη ονομαστική σου εορτή δέξου από κάποια μαγευτική γωνιά της Ελλάδος τας απείρους και εγκαρδίους ευχάς μου. Μητέρα, δράττομαι της ευκαιρίας να σου υπενθυμίσω ότι σαν τας μητέρας της εποχής του Λεωνίδα και του Μιλτιάδου πρέπει να είσαι υπερήφανη και ευτυχής διότι στην φωνήν της πατρίδος και διά την υψίστην ιδέαν της ελευθυρίας της φυλής και του Ελληνικού Έθνους υπηρετώσιν υπό τας κυανολεύκους πολεμικάς ελληνικάς σημαίας τα τρία σ  υ0πριτιά που ώέρουν0νρ υκτεϋέσωσι0τ  ϊαψήϊού τωύ ποτισμένα και εμψυχωμένα από τας αρετάς εκείνας που μόνο μία μητέρα σαν και σένα μπορούσε να δώση στα παιδιά της. Με σεβασμό και αγάπη το παιδί σου ΗΛΙΑΣ» Ας είναι αιωνία η μνήμη της ηρωικής αυτής Αλμυριώτισσας Ελληνίδας μητέρας που γέννησε και έστειλε να υπηρετήσουν την πατρίδα τρία παλικάρια.

Σε τι διαφέρουν οι Σπαρτιάτισσες μανάδες που μαθαίνουμε στην ιστορία από την Αλμυριώτισσα Παπαδοπούλαινα που είχε τρία παιδιά στον πόλεμο και μόνη της πίσω σιωπηλά περιμένει να γυρίσουν ; Ο Αθανάσιος Οικονομίδης, είναι ένας ακόμη Αλμυριώτης αγωνιστής που πολέμησε στον αγώνα του 1940. Είναι ενθουσιασμένος και αυτός και περήφανος γιατί η μοίρα του επεφύλαξε την ευτυχία να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδας του. Ο ενθουσιασμός του τον πνίγει. Πρέπει κάπου να τον ειπεί. Ίσως δεν είχε συγγενείς ή άλλους δικούς του ανθρώπους να τους γράψει όσα νιώθει πολεμώντας για την ελευθερία της αγαπημένης του πατρίδας. Πρέπει όμως κάπου και αυτός να ξεδώσει ό,τι πυρπολεί την καρδιά του. Μην έχοντας λοιπόν ίσως που αλλού να γράψη τον ενθουσιασμό του , γράφει στο αφεντικό του, στο οποίο ήταν προφανώς υπάλληλος ή παραγιός. Δεν ξέρουμε ούτε το όνομα του αφεντικού του, ούτε τη δουλειά που έκανε. «Αφεντικό χαίρε,. . . .Είμαι υπερήφανος που βρίσκομαι στρατιώτης και βοηθώ την αγαπητή μας πατρίδα, την οποία θέλησε να κατακτήσει ο απερίσκεπτος και δειλός εχθρός, χωρίς να σκεφθή ότι είχε να κάνει με ατσαλένιους κυβερνήτας στο ηθικό και στη θέληση, χωρίς ακόμα να σκεφθή το γενναίο και ανίκητο στρατό. Δεν μας είχε σκεφθή καθόλου αλλά τώρα θα κατάλαβε πως πολεμούν οι Έλληνες για να έχουν την ελευθερία τους και να ζουν ανεξάρτητοι όπως ζουν από πολλά χρόνια και θα ζουν εις τους αιώνας. Καθημερινά τους καταδιώκουμε και τους τσακίζουμε κυριολεκτικά και πάντα στέφεται ο στρατός μας με δάφνες νίκης και δε θ” αργήσουμε να τους ρίξουμε στη θάλασσα. Είμαστε ακράτητοι. Πετούμε σα λαίλαπες σε απάτητα μέρη και σκορπούμε παντού το θάνατο και χαρίζουμε την ελευθερία στα σκλαβωμένα αδέρφια μας που τόσα χρόνια εξεσκίζοντο κάτω από τον ζυγό του εχθρού. Ήρθε ο καιρός να γράψει η λαϊκή μούσα τις καλύτερες σελίδες του πολέμου αυτού που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ιερός αγών τον οποίον θα τον κερδίσουμε διότι μας ανήκει και επειδή είναι ευλογημένη από το Θεό να ζήσει η Ελλάς και ο πολιτισμός μας. Αθανάσιος Οικονομίδης.

Ο Αθανάσιος Σάρρος ήταν γραμματέας της κοινότητας Ανάβρας, της Γούρας, όταν στρατεύθηκε για τον πόλεμο. Παραμονή πρωτοχρονιάς, του 1941, ακριβώς τα μεσάνυχτα, κάτω από το αντίσκηνο, θυμάται τους γονείς του και κάθεται και γράφει ένα συγκινητικότατο γράμμα ; «Αλβανία 1 – 1 – 1941. Είναι πρωτοχρονιά στο Μέτωπο. 12 Μεσάνυχτα. Οι χτύποι του ωρολογίου ηχούν ρυθμικά στα αυτιά μου, χωρίς να τους καταλαβαίνω. Η ώρα περνά τόσο γρήγορα που δεν την καταλαβαίνω. Μπαμ μπουμ ακούγεται αριά αριά ο κτύπος του πυροβόλου μες στη χιονισμένη βραδιά. Ησυχία παντού. Δεν ακούει κανείς τίποτε. Ο μόνος σύντροφός μας και άγρυπνος φρουρός είναι τα κανόνια μας που ετοιμάζουν τα άγρια βουνά αυτά που σήμερα εμείς τα παιδιά της μεγάλης μητέρας μας «Ελλάδος» πατούν. Περιμένομεν, περιμένομεν να ξημερώσει για να αρχίσουμε πάλι το έργο που μας έχει αναθέσει. Η σκέψις μας είναι μία ή ζούμε ελεύθεροι με το κεφάλι ψηλά ή να μην ζούμε αναπνέοντας αυτόν τον ουρανό που μας έχουν δώσει οι αιώνες να ζούμε. Πατέρα μου γλυκέ και μητέρα μου και σεις αγαπημένα μου αδερφάκια μην στενοχωριέστε που περνάτε αυτές τις τόσο ευτυχισμένες ημέρες μόνοι σας. Θάρθει και ο καιρός που περήφανα πάλι, όπως πρώτα, θα ζούμε όλοι μαζί. Ο υιός σας Σάρρος Αθανάσιος.»

Ο Δημήτριος Χουχούμης, δεν ξέρει πολλά γράμματα, όπως φαίνεται από το γράμμα του με τα πολλά ορθογραφικά λάθη, γράφει στους γονείς του. Υπηρετεί στο ιππικό. Έχει προστάτη του τον καβαλάρη άγιο, τον Άγιο Γεώργιο. Για το λόγο αυτό είναι σίγουρος για τη νίκη. Πιστεύει ότι ο Θεός είναι μαζί τους και γι” αυτό θα νικήσουν. Αγαπάει με πάθος την Ελλάδα και γι” αυτό του φαίνεται, όπως γράφει στο γράμμα του, το όνομα «Ελλάς» «έχει γραφεί με χρυσά γράμματα και ξεχωρίζει ανάμεσα στα άλλα κράτη «σαν ένα άστρο, σαν ένας ήλιος, σαν θεός» Το γράμμα του το απευθύνει στους γονείς του και τους γράφει : «Σεβαστοί μου γονείς, αυτοί οι οποίοι θέλησαν διά να έμπουν μέσα εις την πατρίδα μας και να ποδοπατήσουν τα προπατωρικά μας εθήματα οι άνανδροι και διλή και να ατημάσουν την ελληνική φιλή αυτοί σήμερα φεύγουν καταδιοκόμενοι ατάκτος. Από την πρώτη στιγμή που αντίκρησαν την λόγχιν μας και με την πρότι έφοδο που φωνάξαμε αέρα, από εκείνη τη στηγμή έστρεψαν σε άτακτο υποχόριση. Εμής μαχόμασθε με τη βοήθεια του Θεού, ενώ αυτοί με τη βοήθεια του κεφάλα Μουσουλίνη. Εμείς σαν παιδιά του ιππικού έχουμε τον Άι – Γιώργη δίπλα μας ενώ αυτοί έχουν τη διαταγή του Τσιάνου. Η πατρίδα ζη και θα ζήση. Έχη αφήσει εποχές και εποχές από τον Μεγάλο Κωνσταντίνον. Το όνομα «Ελλάς» έχει γραφή με χρυσά γράμματα και μέσα στα άλλα κράτη ξεχωρίζη σαν ένα άστρο, σαν ένας ήλιος, σαν θεός. Σας φιλώ ο Υιός σας Δημήτριος Χουχούμης»

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα παράφορου ενθουσιασμού και πανηγυριού άρχισαν να φτάνουν τα νέα για τους πρώτους τραυματίες και νεκρούς. Και στις 16 Νοεμβρίου 1940 συγκλονίζεται η περιοχή μας. Πέφτει νεκρός ο μεγάλος ήρωας του πολέμου ο αεροπόρος Φάνης Παπάς. Πληγώθηκε σε αερομαχία στη Μάροβα και πληγωμένος όντας βαριά μπόρεσε και οδήγησε το αεροπλάνο του ως την αγαπημένη του πατρίδα , τον αγαπημένο του Αλμυρό, όπου έπεσε νεκρός. Ένας από τους φίλους του έγραψε γι΄ αυτόν τούτο το υπέροχο ποίημα:

«Περήφανα τα ελληνικά φτερά σαν τα φορούσες να τα δοξάσεις πρόσμενες την Ιερή Στιγμή. Εκεί που παν οι δυνατοί κι οι λίγοι ανηφορούσες ωραίος μέσα στων είκοσι χρονών σου την ορμή.

Μες στους βαθιούς ορίζοντες νυχτόημερα αγρυπνώντας τα μακροφτέρουγα ποτέ δεν κράτησες κλειστά. Το Μέγα άκουσες Σάλπισμα και φάνταξες χυμώντας με των Αγγέλων του Φωτός την Σύναξη μπροστά.

Από τη σκάλα της αντρειάς και των τροπαίων τα τόξα, ως στην Πατρίδα πόθησες ακέρια να δοθείς την ακατάλυτη να βρεις των Αθανάτων Δόξα, ως με τη θεία ευτύχησες Θυσία να ανυψωθείς.

Ουρανομάχος σταυραϊτός γυρίζεις στη φωλιά σου μέσα απ” τη θύελλα των βουνών της Ήπειρος βαρύς. Τ” ακροφτερούγια σου κρεμάς, στερνόκραχτη η λαλιά σου. και την πορφύρα της πληγής μαρτυρικά φορείς.

Βουνά κατάπληχτα έμειναν, χλωμός βάθαινε ο κάμπος, κάτω αναρρίγησε ο γιαλός κι απλώθη κρύα σιγή. Πανώριος πέφτει ΄Ικαρος, Φαέθωνας όλο λάμπος, τραγούδι, θρύλος να γενείς στην πατρική σου γη.

Δεν πέθανες μα ντύθηκες με τη Μεγαλοσύνη, σε μιαν αιώνια ανατολή σαν άστρο θα φωτάς το δοξασμένο σου όνομα την ιστορία λαμπρύνει και στα Ηλύσια της Φυλής με ισόθεους περπατάς.

Του γδικιωμού σου αμέτρητα μηνύματα αφουγκράσου καμπάνες που τις Νίκες μας σημαίνουν θριαμβικά. Τον τόπο της Θυσίας σου της άφθαστης Αντρειάς σου η θεία έστρωσε Νέμεση κορμιά βαρβαρικά.

Σου πρέπουν δάφνες των Τεμπών, τραχύς της Όθρης βράχος που με τις μπόρες πάλεψε και με τη μοναξιά, απάνω τις φτερούγες του να γέρνει ο αιθερομάχος ο λαβωμένος σταυραϊτός με τη στερνή κρωξιά.

Οι μαθητές και μαθήτριες των σχολείων του Αλμυρού είχαν στρατευθεί και αυτοί μαζί με όλο τον άμαχο πληθυσμό του Αλμυρού στον αγώνα. Σε μία αποστολή τους ετοίμασαν μικρά δώρα και τα έστειλαν στους τραυματίες του πολέμου που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο του Βόλου. Ένας από τους τραυματίες αυτούς ήταν ο Ιωάννης Καλόγερος από την Τρίπολη της Αρκαδίας. Του έτυχε το μικρό δώρο που είχε ετοιμάσει η μικρή τότε μαθήτρια του Αλμυρού Χαρίκλεια Κούρμπα, κόρη του Γιάννη Κούρμπα, που ήταν δημοτικός εισπράκτορας του Αλμυρού. Πήρε το μικρό δώρο και συγκινημένος έστειλε ένα γράμμα στη μικρή Αλμυριώτισσα μαθήτρια Χαρίκλεια Κούρμπα. «Μικρή μου συναγωνίστρια, το μικρό σου, όπως μας λες δώρο, για μας είναι ο θησαυρός μας. Σας υπερευχαριστούμε και εστανόμεθα τη βαθυτέρα συγκίνησιν διότι ένα δώρο δι” έναν τραυματίαν είναι βάλσαμο, όχι διότι λαμβάνη το δώρον μόνον αλλά όσο εσθάνεται την θίμηση των αδελφών Ελλήνων σημεριζομένον τα αυτά πατριωτικά εσθήματα. Σας εύχομαι να δηνηθίται και εσοίς μικρή μου συναγωνίστρια να αποδώσετε ότι δυνατόν εν ύλη και σώμαση για την γλυκιά μας και στοργική πατρίδα. Σας ευχαριστώ ο τραυματίας στρατιώτης Ιωάννης Καλόγερος εκ Τριπόλεως Αρκαδίας. Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Βασιλεύς, Ζήτω ο Κυβερνήτης, Ζήτω ο Στρατός, Ζήτω η Ε.Ο.Ν.»

Οι Αλμυριώτες, όπως όλοι οι Έλληνες, αγωνίστηκαν και μετά την κατάρρευση του μετώπου. Πάλεψαν να διώξουν και να εξουδετερώσουν τον κατακτητή ως την τελική νίκη. Βοήθησαν και αυτοί τους συμμάχους σ” όσες περιπτώσεις χρειάζονταν. Πολλοί Άγγλοι και Νοεζηλανδοί στρατιώτες φυγαδεύτηκαν από την περιοχή μας σε άλλα μέτωπα του [πολέμου για να συνεχίσουν τον αγώνα. Η λεπτομερής εξέταση τέτοιων περιπτώσεων ξεφεύγει τα όρια της σημερινής εκδήλωσης. Ωστόσο επισημαίνω την μεγάλη ανάγκη που υπάρχει να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες είναι δυνατόν για να γραφεί η ιστορία της περιοχής μας. Παρουσιάζω σήμερα όσα στοιχεία αυθεντικά μπόρεσα να βρω. Μετά το τέλος του πολέμου ήρθαν και στην επαρχία Αλμυρού ευχαριστίες των συμμαχικών κυβερνήσεων για τον αγώνα που έκαναν οι κοινότητες της περιοχής αλλά και μεμονωμένα οι κάτοικοι, Αλμυριώτες αλλά και οι κάτοικοι των χωριών του για να έχει αίσιο αποτέλεσμα ο μεγάλος αγώνας.. Έτσι εκ μέρους της Κυβερνήσεως της Νέας Ζηλανδίας στάλθηκε το παρακάτω ευχαριστήριο έγγραφο προς την κοινότητα του χωριού Μπασίτ του Αλμυρού: «Προς την κοινότητα Μπασίτ Αλμυρού Βόλου : Σας απευθύνω το σύντομον αυτό μήνυμα διά να σας είπω πόσον η Κυβέρνησις και ο λαός της Νέας Ζηλανδίας είναι ευγνώμονες προς το Ελληνικόν Έθνος. Ενθυμούμεθα όλα όσα εκάματε διά να βοηθήσετε τους Νεοζηλανδούς στρατιώτας οι οποίοι έμειναν οπίσω όταν η χώρα σας κατελήφθη από τον Γερμανικόν Στρατόν τον Απρίλιον του 1941. Έχομεν βαθείαν συναίσθησιν της υποχρεώσεως της Νέας Ζηλανδίας προς τους γενναίους τούτους Έλληνας διά το θάρρος των και την αυτοθυσίαν των. Δι” όλα αυτά είμεθα βαθέως ευγνώμονες. σας απευθύνω τας ειλικρινεστέρας ευχάς διά την ευτυχίαν και ευημερίαν της χώρας σας από τους φίλους και συναδέλφους σας εκ Νέας Ζηλανδίας» Έπαινοι τέτοιοι για την προσφορά στον αγώνα έχουν δοθεί και σε άτομα, πολλούς Αλμυριώτες.. Θα πρέπει να συγκεντρωθούν, να δημοσιευθούν, να γίνουν λεύκωμα αναμνηστικό. Θα μπορούσαν αργότερα να αποτελέσουν αντικείμενο έκθεσης σε κάποιο μουσείο. Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «Όθρυς» έχει εντάξει στις δραστηριότητές της και ένα τέτοιο σκοπό. Θα πρέπει να αποσπάσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων της επαρχίας Αλμυρού και να της τα εμπιστευθούν όσοι τα έχουν ακόμη. Θα είναι το πιο ευλαβικό μνημόσυνο που μπορούν και οφείλουν να προσφέρουν στους προγόνους τους. Έτσι αναπαύεται η ψυχή τους. Τα δείγματα και τα κειμήλια της ανδρείας των ανδρειωμένων μας προγόνων δεν τους πρέπει το κλείσιμο σε ένα μπαούλο. Τους ταιριάζει λιβάνισμα και προσκύνημα του λαού. Τους ταιριάζει λειτουργία και μνημόσυνα ευγνωμοσύνης. Και κάτι τέτοιο μπορεί να το εγγυηθεί με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό η Φιλάρχαιος εταιρεία. Ένας από αυτούς τους επαίνους που απένειμε η Βρετανική Κοινοπολιτεία σε Αλμυριώτες οι οποίοι αγωνίστηκαν να φυγαδεύσουν στο εξωτερικό για να συνεχίσουν εκεί τον αγώνα τους εγκλωβισμένους στην σκλαβωμένη μας πατρίδα Άγγλους και Νεοζηλανδούς στρατιώτες, απονεμήθηκε στον Αλμυριώτη Γεώργιο Δημητρίου Μπουκοβάλα. Τον έπαινο αυτό μου τον εμπιστεύθηκε ο γιος του Δημήτρης Μπουκοβάλας και τον οποίο ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή. «Αυτός ο έπαινος απονέμεται στον Γεώργιο Δημητρίου Μπουκοβάλα σαν ένα δείγμα ευγνωμοσύνης και εκτίμησης για τη βοήθεια που προσέφερε στους στρατιώτες, ναύτες και αεροπόρους της Βρετανικής Κοινοπολιτείας των Εθνών που τους βοήθησε να δραπετεύσουν ή να αποφύγουν τη σύλληψη από τον εχθρό. (Υπογραφή) Αλεξάντερ, Στρατάρχης, Ανώτατος Διοικητής Συμμαχικών Δυνάμεων Θεάτρου Επιχειρήσεων Μεσογείου . .» Κυρίες και κύριοι, προσπάθησα να φέρω στη μνήμη σας και στην καρδιά σας πρόσωπα και γεγονότα του πολέμου του 1940 από την περιοχή μας. Ήταν μία ευλαβική αναφορά στη μνήμη των δικών μας ηρώων. Οι δικοί μας άνθρωποι, και αν ακόμη πεθάνουν, δεν πεθαίνουν ποτέ, όσο τους έχουμε στην καρδιά μας και τους μνημονεύουμε Στην καρδιά μας προσπάθησα να τους φέρω για λίγες στιγμές. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους Αιωνία ας είναι όμως η μνήμη και των πολλών πολλών άλλων ακόμη αμνημόνευτων άγνωστων τοπικών ηρώων. Θα μου επιτρέψετε να κλείσω αυτό το μνημόσυνο των Αλμυριωτών αγωνιστών του 1940 με μια άλλη υπέροχη και όμορφη πενιά. Με ένα ποίημα που έγραψε επίσης ο ίδιος εκείνος ο υπέροχος ερωτευμένος Αλμυριώτης αγωνιστής για την πανέμορφη εκείνη Αλμυριώτισσα που είδαμε στην αρχή. Δεν την παντρεύτηκε. Ο πόλεμος και οι μετά τον πόλεμο μακροχρόνιες περιπέτειες τον κράτησαν μακριά της. Αυτή πάντα τον περίμενε.

Γράφτηκε τότε το παρακάτω ποίημα που τώρα είχε τον τίτλο «Φθινόπωρο»

«Στη λίμνη έσκυψε να ιδεί την ομορφιά της την παλιά. Μα αλιά της ! Ρίγησε κρυφά με μιαν ανατριχίλα μες στον καθρέφτη των νερών λευκά τα μαύρα της μαλλιά είδε να σμίγουν πένθιμα με τα πεσμένα φύλλα»

Στη μνήμη της πανέμορφης εκείνης Αλμυριώτισσας, που τις παραμονές του πολέμου, όμορφη σαν «Αφροδίτη», ονειρευόταν να ντυθεί νυφούλα και την οποία ο πόλεμος και οι κατοπινές εθνικές περιπέτειες την οδήγησαν «νύμφη ανύμφευτη», να δει κάτασπρα τα μαύρα της μαλλιά και σε όσες άλλες Αλμυριωτοπούλες είδαν να θάβονται τα κοριτσίστικα όνειρά τους στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, αφιερωμένη αυτή η ομιλία.