Μοναστήρια στην περιοχή του Αλμυρού

Σάββατο 21, Ιούνιος 2008 – 21:59 Συγγραφέας: Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος

Στην περιοχή του Αλμυρού υπήρξαν κατά καιρούς πολλά μοναστήρια. Σήμερα ελάχιστα απομεινάρια από αυτά μπορεί να εντοπίσει και ο προσεκτικός ακόμα παρατηρητής. Πρέπει να είναι κάποιος καλός, επίμονος και ερευνητικός μελετητής της ιστορίας της ιστορίας του τόπου για να μπορέσει να επισημάνει τα ίχνη των μοναστηριών αυτών με βάση τις ελάχιστες αναφορές σε κάποιες γραπτές πηγές και προφορικές παραδόσεις που ακούγονται ακόμα. Φυσικά όλα αυτά δεν ισχύουν για το ξακουστό και πασίγνωστο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς το οποίο υπάρχει ακόμα και για το οποίο και πληροφορίες πολλές υπάρχουν και στη σύγχρονη εποχή έχουν γραφεί πολλά. Έτσι, παραλείποντας το Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς, τα όσα αναφερθούν στο δημοσίευμα τούτο θα αφορούν άλλα μοναστήρια της περιοχής αυτής, άγνωστα στους περισσότερους.

Το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στον Αλμυρό

Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου υπήρξε κατά την εποχή του Βυζαντινού Αλμυρού. Το κεφάλαιο της ιστορίας του Βυζαντινού Αλμυρού δεν έχει ακόμα ερευνηθεί στο βαθμό που πρέπει. Πέρα από όσα μας έκανε γνωστά ο Νικόλαος Γιαννόπουλος με τις δυο μελέτες «Οι δύο μεσαιωνικοί Αλμυροί και ο νυν» και «Η μεσαιωνική Φθιώτις και τα εν αυτή μνημεία» ελάχιστα άλλα είναι γνωστά. Η Άννα Αβραμέα στη μελέτη της «Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204» παρουσιάζει, ωστόσο, μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τον Αλμυρό της εποχής εκείνης. Στη μελέτη της αυτή αναφέρεται σαφώς στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή του Αλμυρού: «Πολλαί εμπορικαί πράξεις σχέσιν έχουσαι με την εν Αλμυρώ βενετικήν παροικίαν διεσώθησαν μέχρις ημών. Κυριωτέρα τούτων είναι η colleganza , διά της οποίας συνενούνται τα κεφάλαια διαφόρων επιχειρηματιών μετά των Βενετών των διαβιούντων εν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ». Σε ερμηνευτική δε υποσελίδιο παραπομπή για την παράγραφο αυτή σημειώνονται τα εξής από την Άννα Αβραμέα: «ο Giovni Giorgio και ο Archelao Ziani επιβεβαιώνουν ότι διά την σύστασιν συνεταιρισμού ( colleganza ) ο Filocaro Calbo κατέθεσεν εις τον Bosone , ηγούμενον του μοναστηρίου Αγίου Γεωργίου Αλμυρού, ποσόν ευρισκόμενον εις την διάθεσιν του Gervasio Greco ». Φυσικά το μοναστήρι αυτό ήταν καθολικό. Που βρισκόταν όμως; Στοιχεία άλλα για το μοναστήρι αυτό δεν είναι σε μας γνωστά. Ωστόσο κάποιες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Στις 23 Απριλίου 1896 ο Νικόλαος Γιαννόπουλος έστειλε μία επιστολή στον Αντώνιο Μηλιαράκη, δίνοντας τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει για ένα άλλο μοναστήρι της περιοχής Αλμυρού, το μοναστήρι του «Κυρού Ιλαρίωνος». Στην επιστολή του αυτή ο Νικόλαος Γιαννόπουλος αναφέρει « Αυτόθι (και εννοεί την περιοχή του Χολορέματος του Αλμυρού) εύρον πλείστα είδη κεράμων, θραύσματα διαφόρων αγγείων πολυπληθέστερα, πλίνθους οπτάς και χρωματισμένας δι” ωραίου ερυθρού χρώματος και τεμάχια κεράμων καλής κατασκευής μεγαλύτερα και υπόλευκα. Ουδεμία αμφιβολία ότι τα άσημα ταύτα λείψανα είναι ελληνικής εποχής. … Πλην εν τω προκειμένω γηλόφω άλλη έκπληξις μοι επεφυλάσσετο. Είδον δηλαδή ερείπια εκ μακρών λίθων ασβεστόχτιστα. εκτεινόμενα κατά μήκος καθ” όλην την δυτικήν πλευράν του γηλόφου. Ταύτα αποδίδω εις τον τεκέν υπάρξαντα ποτε ενταύθα εξ ου και το όνομα Τεκέ μπας ή και το μονύδριον του κυρού Ιλαρίωνος μετατραπέν κατά τους ταραχώδεις εκείνους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας εις οθωμανικόν μονύδριον κατά το έθος των οθωμανών. Τα δε ερείπια του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου (;) επί της απέναντι όχθης ίσως ήσαν εις κανέν παρεκκλήσιον της μονής εάν μη υποθέσωμεν ότι η μονή έκειτο επί της αριστεράς όχθης παρά τον μύλον.». Το ερωτηματικό που έθετε ο Γιαννόπουλος παραπάνω στη λέξη «Αγίου Δημητρίου» το διόρθωσε αργότερα ο ίδιος σε «Αγίου Γεωργίου», όταν προφανώς έλαβε γνώση του παρακάτω αποσπάσματος που τότε δεν το είχε υπόψη του. Στο περιοδικό «Προμηθεύς», που εξέδιδε στο Βόλο ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (αριθ, 103, έτος Θ΄, περίοδος Β΄, Βώλος, Φεβρουάριος 1897, σελ. 108), δημοσιεύεται η «Χρυσοβούλλιος γραφή του δεσπότου κυρού Μιχαήλ του Δούκα, ήτις εγεγόνει επί τη κατά την χώραν του Αλμυρού μονή τη του Κυρού Ιλαρίωνος, ήτις ετάχθη παρά των κτητόρων εις μετόχιον της Μακρυνιτίσσης και Οξείας Επισκέψεως». Εκεί αναφέρονται και τα εξής: «ιλαρώς τε γαρ και ευμενεστάτως περί το του κυρ Ιλαρίωνος μοναστήριον διακείμεθα και ιλαροί δοτήρες της εξ ημών αιτηθείσης δωρεάς γινόμεθα τω πανευγενεστάτω Κομνηνώ και περιποθήτω γαμβρώ της βασιλείας μου, κυρ Κωνσταντίνω τω Μαλιασηνώ. Ούτος προπεριείπε μεν ανθρωπρεπώς και προκατείχε το τοιούτον μοναστήριον ως από δωρεάς του Κόντου εκείνου γεγενημένης προς την θείαν μου την βασίλισσαν, όπερ και διακείμενον εύρηται υπό την περιοχήν των Αλμυρών κατά την ουτωσί πως λεγομένην του τροπαιοφόρου επίσκεψιν , αφηρέθη δε τούτο ύστερον υπό της αυτής επικρατούσης της χώρας των Αλμυρών λατινικής εξουσίας και ην ούτω μέχρι του νυν ». Το ότι, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα στην περιοχή των δύο Αλμυρών, υπήρχε η « Επίσκεψις του τροπαιοφόρου » πρέπει ασφαλώς να έχει σχέση με αυτό το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, αφού « τροπαιοφόρος » αποκαλείται ο Άγιος Γεώργιος . Από τον συνδυασμό των παραπάνω μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Αλμυρού βρισκόταν στην περιοχή του Χολορέματος.

Το μοναστήρι του Κυρού Ιλαρίωνος

Για το μοναστήρι του «Κυρού Ιλαρίωνος» (ή «Κυρ Ιλαρίωνος») στην περιοχή του Αλμυρού έχουν γραφεί πολλά, χωρίς, ωστόσο, το θέμα να έχει αποσαφηνισθεί στην πληρότητά του. Ο συστηματικός και επίμονος ερευνητής ιδιαιτέρως της Βυζαντινής Ιστορίας της περιοχής της Μαγνησίας δικηγόρος Απόστολος Παπαθανασίου στο Β΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών (3-4 Ιουνίου 1995) εισηγήθηκε το θέμα «Το Χρονικό της Ι. Μονής της Παναγίας Άνω Ξενιάς, ως διαδόχου των Μονών της «Πανάγνου Θεοτόκου»»και του «Κυρού Ιλαρίωνος» στην περιοχή και χώρα του Αλμυρού από τον Θ΄ μέχρι και τον ΙΣΤ΄ αιώνα». Η εισήγησή του ολοκληρωμένη δημοσιεύθηκε στα Αχαιοφθιωτικά Β΄, (Πρακτικά του Β΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών (τόμος β΄ Αλμυρός, 1997, σελ. 153 – 226), όπου, εκείνος που ενδιαφέρεται, μπορεί να βρει κατατοπιστικότατες πληροφορίες και ντοκουμέντα. Κατά τον κ. Απόστολο Παπαθανασίου το μοναστήρι του «Κυρού Ιλαρίωνος» ήταν για ένα χρονικό διάστημα το σημερινό μοναστήρι της Άνω Μονής Ξενιάς. Στο Γ΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών, (13 -15 Οκτωβρίου 2000), ωστόσο, ο αρχιμανδρίτης μοναχός της Άνω Μονής Παναγίας Ξενιάς, Χερουβείμ Βελέτζας, σε εισήγησή του αντιτάχθηκε στην άποψη του κ. Παπαθανασίου, τονίζοντας κάποια, κατά τη γνώμη του, αδύνατα σημεία της άποψης. Περιορίστηκε όμως στην απόρριψη, χωρίς ο ίδιος να προτείνει εναλλακτική λύση. Ολοκληρωμένη η εισήγησή του θα παρουσιασθεί στα υπό έκδοση Πρακτικά του Συνεδρίου αυτού. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος έψαχνε να βρει το Μοναστήρι του Κυρού Ιλαρίωνος κάπου στην περιοχή γύρω από το Χολόρεμα. Σε επιστολή του ο Αντώνης Μηλιαράκης ρώτησε τον Νικόλαο Γιαννόπουλος για τη Μονή του Κυρού Ιλαρίωνος, που η θέση της τον απασχολούσε: «Αν υπάρχη τι σημειώσατέ μοι παρακαλώ ακριβώς την θέσιν. Το χρυσόβουλλον της παραδόσεως εδημοσιεύθη εις τα Acta Diplomata Graeca, τόμ. 4 σελ. 345, έχει επιγραφήν ως εξής «Χρυσοβούλλιος γραφή του δεσπότου κυρού Μιχαήλ του Δούκα, ήτος εγεγόνει επί τη κατά την χώραν του Αλμυρού μονή του κυρού Ιλαρίωνος, ήτις ετάχθη παρά των κτητόρων εις μετόχιον της Μακρινιτίσσης ή Οξείας Επισκέψεως. Του «κυρού Ιλαρίωνος» πιθανόν να είνε και όνομα του κτήτορος της Μονής και ουχί ο Άγιος εις ον αφιερούται διότι τι θέλει το κυρού . Η Μονή όμως ούτως ωνομάζετο τότε: Μονή του Κυρ Ιλαρίωνος» Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος απάντησε στις 23 Απριλίου 1896, εντοπίζοντας κάποιες δυσκολίες μεταξύ των ερευνητών: «Και πρώτον μεν λέγω υμίν ότι το μοναστήριον «του κυρού Ιλαρίωνος» το διακείμενον εν τη χώρα του Αλμυρού και ανήκον ως μετόχιον τη μονή της Παναγίας της Μακρυνιτίσσης επιλεγομένης της Οξείας Επισκέψεως» εγνώριζον εκ τινος χρυσοβούλλου Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου δοθέντος τω συγγενή αυτού Νικολάου τω Μελισσηνώ τω 1272 και δημοσιευθέντος εν μέρει υπό Ζωσιμά Εσφιγμενίτου εν τω ημερολογίω αυτού τη «Φήμη» το 1887. Περί τούτου έγραψα και εγώ εν ολίγοις εν τοις «Φθιωτικοίς» μου εν σελίδι 56. Ο Ζωσιμάς δεν σημειοί πόθεν αντέγραψεν τούτο. Ο δε Νικόλαος Γεωργιάδης εν τη «Θεσσαλία» αυτού λέγει ότι απόκειται εν τη Ταυριανή Βιβλιοθήκη. Παρατηρώ όμως ότι μεγάλη διαφορά μεταξύ του υπό του Ζωσιμά και υμών περιγραφομένου υπάρχει. Ούτω λ.χ. ο Ζωσιμάς λέγει ότι το Χρυσόβουλλον εξεδόθη υπό Μιχαήλ Η” του Παλαιολόγου, αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως εις τον συγγενή αυτού Ν. Μελισσηνόν «κατά μήνα Μάιον της νυν τρεχούσης ΙΕ΄ Ινδικτιώνος του έτους 1272, ενώ τουναντίον υμείς σημειούτε ότι τούτο εξεδόθη το 1246 υπό του Δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ εις τον Κωνσταντίνον Μαλισσηνόν. Ταύτας τας διαφοράς έκρινα καλόν να σημειώσω υμίν διότι νομίζω ότι δύο Χρυσόβουλλα της μονής ταύτης θα υπάρχουσιν. Δεύτερον δε ότι, τη υποδείξει των κατοίκων του Αλμυρού μετέβην σήμερον το πρωί εις τον υδρόμυλον του Δημητράκη ονομαζόμενον, κείμενον επί της αριστεράς όχθεως του Χολορρεύματος και απέχοντα του μεν Αλμυρού μιάμιση περίπου ώρα του δε Αϊδινίου 15 – 20 λεπτά. Αυτόθι …. κείται λίθος εκ λευκού μαρμάρου τετράγωνος καλώς επεξεργασμένος και φέρων επί των δύο αυτού καθέτων πλευρών σταυρούς εν μέσω κύκλου και ένθεν και ένθεν του παρατηρούμεν γεγλυμμένα άνθη νυν ηκρωτηριασμένα. Απεκυλίσθη δε ο λίθος ούτος ουχί προ πολλών ετών εις τον ποταμόν και επ” αυτού νυν αι γυναίκες πλύνουσι ενδύματα. Παρ” αυτόν διακρίνονται τα θεμέλια οικοδομήματος ασβεστοκτίστου εις τα οποία εχρησίμευσαν και αρχαίοι μελανόφαιοι λίθοι. Δυστυχώς όμως εν πλημμύρα του ποταμού παρεσύρθη το χώμα της αριστεράς όχθης αυτού και ούτω απειλείται εξαφάνισις αυτών εν μεταγενεστέρα πολυομβρία. Επίσης δε και τα ερείπια του ναού καλύπτουσι θάμνοι υφ” ους διορώνται λευκά τινά τεμάχια μαρμάρων κατεργασμένα. Και ο μεν χώρος των ερειπίων είναι νυν μικρός μόνον διά ναόν. Εάν δε ποτέ ο ναός ούτος ήτο μονύδριον τι αγνοούσι οι κάτοικοι. ΄Ιχνη δε ερειπίων ετέρου οικοδομήματος δεν υπάρχουσι. ΄Ισως εάν υπήρχον ποτέ μετεκομίσθησαν εις την οικοδομήν των παρακειμένων εν διαστήματι είκοσι λεπτών τριών υδρομύλων. Λέγουσι δε οι κάτοικοι ότι ο ναός ετετίμητο επ” ονόματι του αγίου Δημητρίου. ¨……Μονή δε Ιλαρίωνος δεν ακούεται σήμερον θέσις δε τις υπό το όνομά της ουδαμού δείκνυται. Και ταύτα μεν περί της αριστεράς όχθης του Χολορρεύματος. Επί δε της δεξιάς αυτού όχθης εκτείνονται αγροί αρόσιμοι εν οις ανευρίσκονται πληθύς κεράμων. Η θέσις αύτη γνωρίζεται νυν υπό το όνομα Τεκέ μπας δηλαδή τεκέ ίσον μονή, προσκύνημα. Μπας ίσον πρώτη διότι το όνομα μπας τουρκιστί πρώτος ως μπας οντάς (αίθουσα επισκέψεως) μπας μύλος. Εις τον αυτόν ποταμόν ο πρώτος πάντων των μύλων γνωριζόμενος από των αμνημονεύτων μπας μύλος ανήκει νυν εις εμέ κατά τα ανά χείρας μου ταπιά. κ.τ.λ. οθωμανικά έγγραφα. Κατά ταύτα λοιπόν και τεκέ μπας ίσον πρώτη μονή. Προς ανατολάς δε της εκ Κουρφαλίου αγούσης εις τον μύλον του Δημητράκη οδού εκτείνονται αγροί εσπαρμένοι και μη ένθα απαντά η κέραμος διαφόρων εποχών, ως π. χ. ελληνικής, βυζαντινής και τουρκικής καθ” α εκ του είδους της κατασκευής και του χρωματισμού δείκνυται. Προς δυσμάς δε της αυτής οδού εκτείνονται έτεροι αγροί καλλιεργημένοι και μη εν οις εξακολουθεί ανευρισκομένη η κέραμος. Επίσης πλείσται λαβίδες υδριών, κέραμοι κεχρωματισμέναι διά λευκού ή ερυθρού ή μέλανος χρώματος κ.τ.λ. εύρηνται εν τοις αγροίς, χερούλια υδριών κατασκευής εκ φαιού ή μέλανος χώματος άνωθεν των οποίων ην ερυθρά επίχρισμα, επίσης αγγεία τεθραυσμένα φέροντα βάσεως οξείας, τεμάχια χειρομύλων……..Πλην εν τω προκειμένω γηλόφω άλλη έκπληξις μοί επεφυλάσσετο. Είδον δηλαδή ερείπια εκ μακρών λίθων ασβεστόχτιστα. εκτεινόμενα κατά μήκος καθ” όλην την δυτικήν πλευράν του γηλόφου. Ταύτα αποδίδω εις τον τεκέν υπάρξαντα ποτε ενταύθα εξ ου και το όνομα Τεκέ μπας ή και το μονύδριον του κυρού Ιλαρίωνος μετατραπέν κατά τους ταραχώδεις εκείνους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας εις οθωμανικόν μονύδριον κατά το έθος των οθωμανών. Τα δε ερείπια του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου (;) επί της απέναντι όχθης ίσως ήσαν εις κανέν παρεκκλήσιον της μονής εάν μη υποθέσωμεν ότι η μονή έκειτο επί της αριστεράς όχθης παρά τον μύλον. Εξακολουθώ προς δυσμάς και οι αγροί ους διέρχομαι προσφάτως καλλιεργηθέντες παρουσιάζουσι την αυτήν κέραμον μέχρι του μύλου Βεϊτση και προσωτέρω. Ουδεμίαν αμφιβολίαν ότι κατά τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους το παρόχθιον τούτο μέρος κατωκείτο καίπερ πεδινόν. Ομοίως από την θέσιν του υδρομύλου μου Μπας μύλου, ένθα επί της δεξιάς όχθης του ποταμού υψούται απότομος ή στρογγυλίζων γήλοφος φυσικός φέρων επί του επ” αυτού εκτεινομένου οροπεδίου ίχνη κτιρίων κεκαλυμμένων υπό θάμνων και τάφους τινας πέριξ αυτών ελληνικούς ανασκαφέντας υπό τυμβωρύχων ένθα δε και εις τα αυτά είδη συντριμμάτων ελληνικών κεράμων και πλίνθων αγγείων ανευρίσκονται. Άπασα η από της αυτής θέσεως παρόχθιος θέσις μέχρι του υδρομύλου Βεϊτση επί της αριστεράς νυν όχθης του ποταμού φέρει συντρίμματα κεράμων και πλίνθων ελληνικών εξ ου συμπεραίνομεν ότι οι αρχαίοι συνωκίζοντο παρά τας όχθας των ποταμών προς ύδρευσιν. Ομοίως παρά την θέσιν γεφύρι του αυτού ποταμού, ένθα διέρχεται η από Αλμυρού εις Βόλον οδός, επί της δεξιάς όχθης του ποταμού, εν τινι αγρώ ανευρέθησαν προ εικοσαετίας χρυσά βυζαντινά νομίσματα υπό φίλων μου. Επίσης ανευρέθησαν αυτόθι ερείπια χριστιανικού ναού, πλαξ τις εκ λευκού μαρμάρου ορθογώνια φέρουσα γλυφάς βυζαντιακάς εν τω κέντρω δηλαδή ρομβοειδούς συμπλέγματατος, σταυρόν απλούν, εν δε ταις τέσσαρσι γωνίαις ανά δύο πτηνά εναλλάξ αετόν και περιστεράν και σταυρός σιδηρούς, μία πλαξ εντετειχισμένη εις το εν Κορφαλίω Δημοτικόν Σχολείον. Παρέλειψα να αναφέρω ότι θέσις Τεκέ σώζεται και άνω της δέσεως Μπας μύλου παρά την γέφυραν του Καραδαναλί ένθα γηραλέαι τινές πρίνοι υψούνται. Αυτόθι ουχί προ πολλών ετών υπήρχον λίθοι τινές ορθογώνιοι αρχαίας ελληνικής κατασκευής και ερείπια κτιρίου. Αλλά κατά το 1886 κατεστράφησαν θέντων των λίθων εν τη νεοδμήτω γεφύρα παρά δε το τουρκικό τέμενος του χωρίου Καραδαναλί σώζονται λίθοι τινές λευκοί και μέλανες ορθογώνιοι μετ” αναγλύφων κοσμημάτων και εν τινι οικία σπόνδυλοι οικιών. Εν δε τω χωρίω Δαουτζά παρατηρούνται και αρχαίοι ορθογώνιοι λίθοι εν τη βρύσει του χωρίου ων ο εις μετ” επιγραφής δυσαναγνώστου, κίονες τινές και κιονίσκοι ων εις ην εριμμένος εν τω ρεύματι του χωρίου. Επιτύμβιός τις επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων σκεύη τινα εκ λευκού μαρμάρου εν τινι οικία βυζαντινής τέχνης. Ανευρίσκονται βυζαντινά νομίσματα προς νότον του χωρίου. Παρά την οδόν ανευρίσκονται τρεις κίονες ευμεγέθεις εριμμένοι και εγγύς παρατηρούνται ερείπια κτιρίου δι” ασβέστου.» Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος επίσης στην εργασία του «Οι δύο Μεσαιωνικοί Αλμυροί και ο νυν» επισυνάπτει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Παρασημειώσεις ». Στο Δ΄ μέρος του κεφαλαίου αυτού με επικεφαλίδα «Η Μονή του κυρ Ιλαρίωνος εν Αλμυρώ» αναφέρονται τα εξής: «Το όνομα της μονής ταύτης λίαν συχνάκις απαντά εν τω αρχείω της μονής Μακρινιτίσσης, ως μετοχίου εξαρτωμένου εξ αυτής. Ο δε κ. Αντώνιος Μηλιαράκης εν τω συγγράμματι αυτού (Ιστορία του βασιλείου της Νικαίας και του δεσποτάτου της Ηπείρου σελ. 355 και σημ. 3) αναφέρει τάδε περί αυτής «Κατά Μάιον του 1246 ο Μιχαήλ Β΄ Άγγελος, δεσπότης της Ηπείρου, προσεπικύρωσε διά χρυσοβούλλου την μονήν του κυρ Ιλαρίωνος, κειμένην περί τον Αλμυρόν, εις τον Κωνσταντίνον Μαλιασηνόν, εξ ου είχον αφαιρέσει αυτήν οι Λατίνοι, έχοντα σύζυγον την Μαρίαν Κομνηνήν Αγγελίνην, αδελφήν αυτού του Μιχαήλ Β΄ Αγγέλου Κομνηνού, εις ην περιήλθεν η μονή του Ιλαρίωνος, πιθανόν εκ κληρονομίας εκ της συζύγου του κόμητος της Κεφαλληνίας Ματθαίου Ουρσίνου, θείου του Μιχαήλ Β΄». Περισσοτέρας πληροφορίας βλέπει τις περί αυτής εν τοις Acta et Diplomata Graeca medii aevi (τόμ. Δ΄, σελ. 346 κλπ.). Η δε θέσις αυτής φαίνεται, καθ” ημάς, ότι υπήρχε παρά την νυν θέσιν Τεκέμπας (Μπας Τεκές) του Κουρφαλίου, επί της αριστεράς ιδίως όχθης του Χολορρεύματος, ένθα κατά την κατασκευήν της από του Αλμυρού εις Άκκετζι αμαξιτής οδού εν ανασκαφαίς ανεκαλύφθη τείχος ασβεστόχτιστον και τάφοι τινές αρχαίοι ελληνικοί. Παρά δε τον εγγύς κείμενον υδρόμυλον Δημητράκη κείται εν ερειπίοις παρά την όχθην του ποταμού ναϊδιον του Αγ. Δημητρίου, ου κιονόκρανον τι φέρον σταυρόν εντός κύκλου και ακάνθης φύλλα ένθεν και ένθεν παρεσύρθη εσχάτως υπό των υδάτων του ποταμού. Κόσμημα τι ανάγλυπτον, εν τω πρώην δημοτικώ σχολείω Κουρφαλίου κείμενον, και πολλά τεμάχια γλυπτών βυζαντιακών λίθων φαίνεται ότι εκείθεν μετηνέχθησαν εις Κουρφάλιον, ων τινα κείνται εν Αλμυρώ νυν εν τω μουσείω.» Χωρίς να παίρνουμε σαφή θέση για το θέμα του μοναστηριού του «Κυρού Ιλαρίωνος» που το ερευνούμε ακόμα περισσότερο –και ερευνάται και από άλλους – εκφράζουμε την υποψία ότι πιθανόν το Μοναστήρι του «Αγίου Γεωργίου» και του «Κυρού Ιλαρίωνος», που και τα δύο υπήρχαν στην περιοχή του Αλμυρού, να ταυτίζονται με κυρίαρχη την κάθε μία από τις δύο ονομασίες του σε διαφορετικές εποχές.

Το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων της Γούρας

Ελάχιστα στοιχεία μας είναι γνωστά για το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων στη Γούρα. Είναι πλούσια όμως η τοπική παράδοση στην περιοχή. Όλοι οι κάτοικοι της Γούρας και κυρίως οι γεροντότεροι διηγούνται πολλά για το μοναστήρι αυτό. Είναι σήμερα γνωστή η θέση του. Το όνομα του μοναστηριού αλλά και πολλά τοπωνύμια της περιοχής, όπως «καλόγερος» «κελί», «κελι ἀ , «βρύση του καλόγερου» κ.τ.λ. που εντοπίζονται σε γνωστές σε όλους θέσεις είναι οι μόνες μαρτυρίες για την ύπαρξη του μοναστηριού αυτού. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος που επισκέφθηκε τα ερείπια του μοναστηριού αυτού, όπως του υπέδειξαν οι Γουριώτες, λέει σε ανέκδοτη επιστολή του προς τον Αντώνιο Μηλιαράκη: «Ουδεμία όμως αμφιβολία ότι τα παρά την Γούραν ερείπια μονών θα ανήκουσι εις τους Αγίους Θεοδώρους εις Κρουμπούς, Εάν ποτέ ενεργηθώσιν ανασκαφαί πιθανώς θα ανακαλυφθή καμία επιγραφή διδάξουσα ημάς το όνομα της μονής.» Δυστυχώς οι ανασκαφές αυτές δεν έγιναν και τα πολύ ορατά τότε ερείπια της μονής σήμερα σκεπάστηκαν από την πλούσια βλάστηση και μόνο επίμονοι και με πολύ ζήλο παρατηρητές μπορούν να βρουν τις θέσεις των γύρω από το μοναστήρι ασκηταριών και τα υπολείμματα των κτιρίων της μονής. Στο αρχείο της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού υπάρχει αντίγραφο της έκθεσης που υπέβαλε ο Νικόλαος Γιανν ό πουλος, έπειτα από επίσκεψή του στη Γούρα. Στην έκθεσή του αυτή, μεταξύ άλλων γράφει: «Πέριξ της Γούρας εις απόστασιν μιας ώρας προς Β. εν τη θέσει «Μοναστήρι» κείνται ερείπια αρχαίας Βυζαντιακής Μονής αδήλου ονόματος. Σώζεται το κρηπίδωμα του ναού και των πέριξ δωματίων, και εν τω μέσω θάλλουσι γηραλέαι δρυς, μαρτυρούσαι ότι προ αιώνων κατεστράφη η Μονή. Επειδή εν μεν Γούρα είπον ημίν ότι υπάρχει ενεπίγραφος λίθος εν τω τόπω, ημείς δε μεταβάντες δεν εύρομεν τοιούτον, η δε παράδοσις αναφέρει Άγιον Θεόδωρον ενταύθα, καίτοι εν μεταγενεστέροις χρόνοις ετελείτο. λειτουργία την εορτήν της Ζωοδόχου Πηγής εν υπαίθρω, παραδεχόμεθα αδιστάκτως ότι η μονή αύτη ανήκει εις τους Αγίους Θεοδώρους εις Κρομπούς και υπαγομένη εις την επισκοπήν Θαυμακού, εις ην υπήγετο μέχρις εφέτος η Γούρα και, ης το όνομα είναι γνωστόν εκ των Πρακτικών Συνόδου συνελθούσης εν Νικαία τω 1220, καθ” α μοί έγραφεν άλλοτε (τω 1875) ο κ. Αντ. Μηλιαράκης.»  

Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας της Σούρπης

Τα ερείπια του μοναστηριού βρίσκονται τρία χιλιόμετρα από τη Σούρπη στο δρόμο προς τις Νηες. Ο ναός της μονής διατηρεί ακόμα ένα σημαντικό μέρος του όρθιο σε βαθμό που καθορίζεται σαφώς η μορφή του. Ίχνη χρωμάτων σε κάποια μέρη στα οποία διατηρείται ο εσωτερικός σοβάς μαρτυρούν την υπάρχουσα κάποτε εικονογραφία. Διατηρούνται οι κόγχες του ιερού και βρίσκονται ακόμα μαρμάρινες κολώνες πεσμένες στο Δάπεδο. Λίγο προ πέρα διακρίνονται ίχνη των θεμελίων των κελιών του μοναστηριού. Ο ναός ήταν τρἰκλιτος όπως και σήμερα είναι δυνατόν να διαπιστωθεί. Ο ναός ανήκει στην κατηρορία των εγγεγραμμένων σταυροειδών δικιόνιων ναών και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 12 ου αιώνα. Στο κτίσιμό του χρησιμοποιήθηκαν και λιθόπλινθοι σε δεύτερη χρήση από αρχαία και παλαιοχριστιανικά κτίρια γειτονικών πόλεων. Στο χώρο έχουν εντοπιστεί παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα που έχουν στενές ομοιότητες με γλυπτά της Νέας Αγχιάλου. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος βρήκε το 1922 « α κέραιους τους τοίχους του ναού, άνευ στέγης.» Πιθανόν στη θέση του να βρισκόταν ο αρχαίος ναός της Ιχναίας Θέμιδας που βρισκόταν στην περιοχή της Σούρπης.

Το μοναστήρι Αγίου Νικολάου στο Μπακλαλί

Στο ακατοίκητο σήμερα χωριό του Αλμυρού, Μπακλαλί, του οποίου το επίσημο όνομα είναι «Αλία» υπάρχει σε νεότερο κτίσμα ένας ναός στο όνομα του Αγίου Νικολάου του Νέου, του γνωστού ως Αγίου Νικολάου Βουνένης ή Βουνένων. Τα μέλη της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς» πραγματοποιούσαν τις λεγόμενες τότε αρχαιολογικές εκδρομές με σκοπό να παρατηρήσουν και να καταγράψουν ό,τι ενδιαφέρον από αρχαιολογική άποψη παρουσίαζε κάποια περιοχή. Παρακάτω παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής εκδρομή στα 1899 στο Μπακλαλί: «Οι υποφαινόμενοι μετέβημεν τη 8 Μαΐου εις Μπακλαλί, Άγιον Νικόλαον και το παρακείμενον αρχαίον τείχος. Το Μπακλαλί κείμενον εν ταις υπωρείαις της Όθρυος προς μεσημβρίαν και ολίγον προς Δυσμάς του Αλμυρού, απέχει αυτού περί τα 3/4 της ώρας. Παρά το χωρίον Μπακλαλί, …. ανεκαλύφθησαν 4 σπόνδυλοι κιόνων λευκού μαρμάρου, ων οι μεν δύο έχουσι διάμετρον μιάς σπιθαμής, οι δε έτεροι υπέρ την σπιθαμήν. Εν τω μέσω δε ενός των μικροτέρων έχει ανοιχθή οπή εν είδει ιγδίου προς τριβήν πραγμάτων. Τους σπονδύλους τούτους φρονούμεν ότι δέον να μετακομίσωμεν ενταύθα προς διάσωσιν. Μεταξύ δε της μεγάλης οικίας και του ρύακος σώζονται κρηπίδες αρχαίων οικιών. Προ δε του φρέατος του χωρίου υπό την γηραιάν πλάτανον υπάρχουσι δύο μεγάλοι εξάεδροι λίθοι πορώδεις κοιλανθέντες εν είδει λεκανών ίνα πίνωσιν ύδωρ τα ζώα. Εν δε τη ηρειπιωμένη μεγάλη οικία υπάρχει ορθογώνιος πλαξ και προ της οικίας εξάεδρος λίθος. Εν δε τοις ερειπίοις του οθωμανικού τεμένους υπάρχουσι τέσσαρες ορθογώνιοι πλάκες, ων αι δύο μάλλον επιμήκεις. Επί δε του κατωφλίου της μεσημβρινής θύρας του τεμένους υπάρχει συντετριμμένη βάσις κίονος εκ λευκοτάτου μαρμάρου. Εισί δε εντετειχισμένοι ακρογωνιαίοι εξάεδροι λίθοι επίσης λευκοτάτου μαρμάρου. Εν αυτώ δε τω τεμένει υπάρχει μετά γείσου εξάεδρος λίθος βυζαντιακού ναού. δεν αμφιβάλλομεν λοιπόν ότι τα πλείστα των ευρημάτων τούτων ανήκουσιν εις τον ενταύθα πού ποτε κείμενον περικαλλή ναόν της Ιτωνίας Αθηνάς. Νοτιοδυτικώς δε του χωρίου υπάρχει λόφος περί την ώραν απέχων, ων σκοπιά άπαντος του Κροκίου Πεδίου, του Παγασητικού κόλπου και των πέριξ ορέων Όσσης και Πηλίου. Επί του λόφου δε τούτου υπερκειμένου ων Ζερελίων λιμνών σώζονται ερείπια τείχους μετά της εισόδου. Εντός δε του τείχους ανασκάψαντες τάφον, σεσυλημένον φαίνεται, ουδέν άλλο εύρομεν ή τεμάχια κεράμων και οστών. Επειδή δε κατά Στράβωνα η Ίτωνος υπέρκειται μεν του Κροκίου Πεδίου προς τα εσπέρια, απέχει δε της Άλου 60 στάδια, το τείχος τούτο εκπληρούν αμφότερα αναμφιβόλως είναι ακρόπολις της πόλεως Ιτώνου. Επιφυλασσόμενοι δε να ερευνήσωμεν τας υπωρείας της Όθρυος από Μπακλαλί μέχρι Ζερελίων λιμνών ίσως ανακαλύψωμεν την θέσιν του περικαλλούς ναού της Ιτωνίας Αθηνάς., τοσούτω μάλλον, καθ” όσον ενταύθα ανευρέθη ενεπίγραφος βάσις ανδριάντος, περί ης γίγνεται λόγος εν τη περί της εις Πλάτανον αρχαιολογικής εκδρομής εκθέσει, αδιστάκτως λέγομεν ότι δέον το Μπακλαλί να μετωνομασθή Νέα Ίτωνος. Πρό δε του λόφου εν ω το αρχαίον τείχος κείται νεόδμητος ναός εν άλσει επ” ονόματι του Αγίου Νικολάου του Νέου του εν τω δάσει των Βουνένων μαρτυρήσαντος, παρ” ω και φρέαρ ιαματικόν. Κατ” έτος την 9ην Μαΐου τελείται ενταύθα μεγάλη πανήγυρις, εν η συρρέουσιν απανταχόθεν της επαρχίας Αλμυρού και δη πολλοί προς ίασιν. Δέον ουν να εξετασθή μη το δάσος τούτο είναι το των Βουνένων, εν ω εμαρτύρησεν ο άγιος Νικόλαος, τοσούτω μάλλον, καθ” όσον υπάρχει ενταύθα ιαματική πηγή, περί ης γίγνεται λόγος εν τω βίω του αγίου. Εν Αλμυρώ τη 10η Μαϊου 1899 Αθ. Ι. Σπυριδάκις Π. Παπανικολάου Σ. Χ. Πλάκας Ο Αθανάσιος Σπυριδάκης, όπως φαίνεται και από άλλα δημοσιεύματά του, εκτιμούσε ότι ο περίφημος ναός της Ιτωνίας Αθηνάς βρισκόταν κάπου στο Μπακλαλί. Για το ναό αυτό έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, που δεν έχουν θέση εδώ. Ωστόσο εκείνο που είναι βεβαιωμένο είναι ότι στο Μπακλαλί στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου «του εν Βουνένοις» υπήρχε βυζαντινό μοναστήρι. Ανασκαφές στο μέρος έχει πραγματοποιήσει και η Ολλανδική Αρχαιολογική Σχολή με επικεφαλής τον κ. Reinder Reinders . Τα συμπεράσματα της έρευνας έρχονται επίκουρα της γνώμης του Ν. Γιαννόπουλος ότι υπήρχε εκεί Βυζαντινό μοναστήρι.

Το μοναστήρι στη θέση «Τσουρνάτη βρύση»

Το μοναστήρι αυτό υπήρχε στη Βυζαντινή εποχή. Αντί άλλων πληροφοριών παρουσιάζουμε τις απόψεις μελών της Φιλαρχαίου Εταιρείας που επισκέφθηκαν την περιοχή κατά το 1899 -1900 και υπέβαλαν τα σχετικά συμπεράσματά τους. «Επίσης εις την θέσιν Τσουρνάτι βρύσιν, πέντε ώρας δυτικώς του Αλμυρού και τέσσερες της Γούρας βλάχοι ανασκάπτοντες το έδαφος προς ανεύρεσιν θησαυρών ανεκάλυψαν παρ” ελπίδα τα ερείπια βυζαντινού ναού. Αγνοούμεν εάν ήτο απλώς εξωκκλήσιον ή μονύδριον τι ως και το όνομα του αγίου εις ον αφιέρωτο» «Βαδίζοντες διά των κλιτύων της δυσμικής Όθρυος εν μέσω υλοτομηθέντος δάσους συναντώμεν αριστερά παρά την οδόν ερείπια αρχαίου ελληνικού τείχους αγνώστου φθιωτικής πόλεως. Τα τείχη ταύτα συνίστανται εκ μεγάλων λίθων κατασκευής πολυγώνου αποκλινούσης προς την κανονικήν. Και προς δυσμάς μεν σχηματίζεται στρογγυλίζουσα προεξοχή, εν είδει προμαχώνος υποστηριζομένη έσωθεν υπό στρογγύλου πύργου. Παρ” αυτώ δε κατά την καμπήν του τόξου σχηματίζεται υποχθόνιος κρύπτη. Εντεύθεν δε άρχεται εν τη κατωφερεί κλίσει του λόφου τείχος εφ” ου πύργοι τινές δυσδιάκριτοι ένεκεν των περιβαλλόντων αυτούς θάμνων και διαφαίνεται η αρχαία πύλη κειμένη προς δυσμάς πλάτους 12 ποδών. Ενταύθα κυκλικώς στρεφόμενον το τείχος καταφθάνει μέχρι ορεινού τινός ρυακίου και ενούται μετά τινος βραχώδους ακρωτηρίου ανατεινομένου εις πελώριον ύψος και σχηματίζοντος βραχώδη τινά προμαχώνα προς το Μ.Α. μέρος οχυρούμενον υπό μικροτέρων πολυγώνων λίθων προς δυσμάς. Εντός δε του βραχώδους τούτου ακρωτηρίου σχηματίζεται κρηπίδωμα ορθογώνιον κατά μήκος προς Α. εκ μεγάλων λίθων, ανήκον ίσως εις αρχαίόν τινα ναόν.. Η ετέρα δε δυτική πλευρά, ή μάλλον βορειοδυτική, του τείχους βαίνει παραλλήλως τη εκ Κερμενλή μέχρι Τσουρνάτη Βρύσεως οδώ, έχουσα πύλην και τρεις πύργους τετραγώνους. υψούται δε εις 3 μ. ύψος υπέρ την επιφάνειαν της γης, εν τω μέσω δ” αυτής σώζεται κρηπίδωμα ορθογωνίου οικοδομήματος εκ λίθων μεγάλων, και πολλαχού του περιβόλου των τειχών κρηπιδώματα κτιρίων, οικιών κλπ εκ μεγάλων λίθων φαίνονται, ως και εκτός των τειχών επί της αγούσης εις Τσουρνάτη Βρύσιν και προς δυσμάς μέχρι σχεδόν της βρύσεως. Ανάγονται δε τα τείχη ταύτα εις τον 6ον αιώνα π. Χ. και είναι μοναδικά καθ” όλην την επαρχίαν Αλμυρού διά τε το ύψος αυτών και τα εν αυτοίς κρηπιδώματα οικιών. Ένεκεν δε του δασώδους του εδάφους αποβαίνει δυσχερής η εκπόνησις τελειοτέρου σχεδιαγράμματος. Εις απόστασιν δε 45 – 60 βημάτων από του ελληνικού τούτου τείχους προς δυσμάς κείται η Βρύσις του Τσουρνάτη εκτισμένη εκ μεγάλων ορθογωνίων λίθων, ανηκόντων εις αρχαίον ελληνικόν ναόν. Εις απόστασιν δε 20 βημάτων είναι τα ερείπια Βυζαντιακής Μονής, εν τω κέντρω της οποίας έκειτο ο ναός. Ενταύθα υπήρχε και επιγραφή τις επί λίθου κατά τον υπενωματάρχην της Χωροφυλακής Ν. Αργυρόπουλον, ήτις ήδη ή εκαλύφθη αύθις υπό των χωμάτων, ή αφηρέθη υπό των περιοίκων βλαχοποιμένων. Δυστυχώς το όνομα της μονής ταύτης παραμένει ημίν άγνωστον. Η Φιλάρχαιος Εταιρεία «η Όθρυς» διά δαπάνης 20 – 30 δραχμών δύναται να εκ καθαρίση το έδαφος του ναού, ίσως επιτύχη τινά επιγραφήν ή και σκεύη τινά λατρείας βυζαντιακά.»

Το μοναστήρι στη «Λάκα Παναγιά»

Το μοναστήρι αυτό βρισκόταν στη θέση «Λάκα Παναγιά» του χωριού Αχίλλειο. Σήμερα σώζεται μόνο ένα μικρό νεότερο εκκλησάκι που χτίστηκε στη θέση του παλιού καθολικού της μονής. Το εκκλησάκι πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου, ημέρα της απόδοσης της Κοίμησης της Θεοτόκου. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια σώζονταν μέρη του μαντρότοιχου του περιβόλου της μονής και η κεντρική είσοδος αυτού. Σ ή μερα, παρά το γεγονός ότι η περιοχή πλέον κατοικήθηκε, εκείνος που γνωρίζει μπορεί να εντοπίσει ίχνη αυτού του μαντρότοιχου. Το μοναστήρι θεωρείται το πρώτο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, στην παραλία του μοναστηριού αυτού παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ξενιάς, της λεγόμενης βρεφοκρατούσας, κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Στην ίδια θέση στα αρχαία χρόνια πρέπει να βρισκόταν αρχαίος ελληνικός ναός. Αυτό φανερώνεται από το ότι σε παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι της περιοχής καλλιεργώντας τα κτήματα στην περιοχή, εύρισκαν, όπως γράφει ο Νικόλαος Γιαννόπουλος, αρχαία αναθήματα που ανήκαν σε αρχαιοελληνικό ναό, όπως πήλινα αγαλματίδια ανθρώπων και ζώων, λύχνους, αγγεία. Συγκεκριμένα μαρτυρείται η εύρεση μιας επιγραφής «ΦΙΛΙΚΑ ΕΥΒΟΙΟΤΕΙΑ» και ενός αγαλματίου μικρού χοιριδίου το οποίο πουλήθηκε σε αρχαιοσυλλέκτη της Λαμίας. Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος με βάση τα όσα είδε ο ίδιος μας έχει αφήσει το σχεδιάγραμμα του μοναστηριού. Ο ίδιος υποθέτει ότι στη στα αρχαία χρόνια στη θέση αυτή πιθανόν να βρισκόταν το αρχαίο ιερό «Ποσε ί δαιον» από το οποίο και το ακρωτήριο στο οποίο καταλήγει το παρακλάδι της Όθρης Τραγοβούνι, στο οποίο βρισκόταν το μοναστήρι, ονομάστηκε «Ποσείδαιον» και σήμερα λέγεται «Σταυρός».

Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Πτελεό

Βορειοανατολικά του χωριού Πτελεό υπάρχει σήμερα ένα μικρό εκκλησάκι στο όνομα του Αγίου Γεωργίου. Στη θέση αυτή υπήρχε μοναστήρι επίσης στο όνομα του Αγίου Γεωργίου στα χρόνια της Φραγκοκρατίας στο Πτελεό. Δεν είναι διευκρινισμένο με σαφήνεια αλλά φαίνεται ότι το μοναστήρι ανήκε στο τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Πτελεού. Μας είναι άγνωστο αλλά, κατά την άποψή μας, προϋπήρχε εκεί Βυζαντινό Μοναστήρι, που το οικειοποιήθηκαν οι Ιωαννίτες Ιππότες. Έτσι εξηγείται η συνήθεια των Φτελιανών και των κατοίκων της γύρω περιοχής να τιμούν με μεγάλη ευλάβεια και να συρρέουν εκεί στην πανήγυρη του ναού. Κατά το 1933 ο δικαστικός κλητήρας Ευστάθιος Καλτσέτας δημοσίευσε για τον Άγιο Γεώργιο του Πτελεού ειδικό άρθρο στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή» του Βόλου, στα φύλλα 3660 -3661 (17 -18 Αυγούστου 1933) που το αναδημοσίευσε στο περιοδικό «Αχιλληίς», το οποίο εκδιδόταν από τον ίδιο, στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 1933. Στο δημοσίευμα αυτό, διαβάζουμε μία τοπική παράδοση για τον Άγιο Γεώργιο. Η παράδοση ακούγεται στα θαύματα του Αγίου Γεωργίου και είναι γνωστή. Αναφέρεται στο γνωστό θαύμα ότι ο Άγιος Γεώργιος σκότωσε το δράκο που δεν Άφηνε τους κατοίκους να πάρουν νερό από τη βρύση και γλίτωσε έτσι τη βασιλοπούλα. Το ενδιαφέρον είναι ότι εδώ η βασιλοπούλα φέρνει συγκεκριμένο όνομα: Αλεξάνδρα. «Επίκαιρον θεωρώ να παραθέσω ώδε την σωζομένην Λαϊκήν Μούσαν περί ωραίας ερωτευμένης βασιλοπούλας Αλεξάνδρας καταδικασθείσης εις τροφήν φοβερού δράκοντος και διασωθείσης επεμβάσει του ανδρείου Γεωργίου του οποίου την Αγίαν χάριν επεκαλέσθη η μελοθάνατος: «Άγιε Γεώργιε Αφέντη μου και Αφέντη Καβαλάρη, παρακαλώ σε βοήθα με άγιε στρατιώτη, από τό άγριο θεριό τον Δράκοντα μεγάλο που τον πηγαίνουν άνθρωποι κάθε πρωί και άλλο και τύχανε τα μπολετά και στη βασιλοπούλα. Ο άγιος Γιώργης βλήθηκε θέλων να τηνε σώσει κι από το άγριο θεριό να την ελευθερώσει. Το γρίβα του καβάλησε και τον διπλοποτίζει κι η κόρη τον εκοίταζε με δακρυσμένο βλέμμα: Φεύγα για φεύγα, αφέντη μου, μήπως σε φάει και σένα. Μα ο άγιος Γιώργης σ’κώθηκε σαν παραλογισμένος και το κοντάρι άρπαξε σαν πούταν μαθημένος. Μια κονταριά το χτύπησε το πήρε μές στο στόμα και παρευθύς το ξάπλωσε χάμω στης γης το χώμα. Βάλτε και ζωγραφίσετε Χριστό και Παναγία και στη δεξιά τους τη μεριά βάλτε τον Καβαλάρη αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι» Στο ίδιο δημοσίευμα μάς δίνονται και άλλες πληροφορίες αλλά και πολύ γλαφυρές εικόνες για την ομορφιά της φύσης και των κοριτσιών του Πτελεού. Την εποχή εκείνη ζούσε εκεί, αφιερωμένος στο μοναστηριακό αυτό υπόλειμμα και ένας ρασοφόρος Φτελιανός, έσχατο εικονικό απομεινάρι της παλιάς μεγάλης δόξας του μοναστηριού: «Το τιμώμενον επ” ονόματι του Αγίου τούτου ναΐδριον Πτελεού φρουρεί γέρων ρασοφόρος Πτελεάτης και ως ήκουσα την ημέραν της μνήμης του Αγίου συρρέουσι Πηλιορείται, Βολιώται και Ευβοείς.». Υπάρχουν και ιστορικά στοιχεία που συνδέονται με το μοναστήρι αυτό. Μετά τον θάνατο του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφατίου, κατά το 1207 μ.Χ., ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ερρίκος και οι επιτελείς του έκαναν αρκετές ανακατανομές, διανομές αλλά και δωρεές εκκλησιαστικών και μοναστηριακών κτημάτων. Εφαρμόζοντας αυτή την απόφαση, το 1310, ο δούκας της Αθήνας Βάλθερος Βριένιος, ο οποίος βρισκόταν στρατοπεδευμένος τότε στη Λαμία, με δωρητήριο έγγραφό του (sotto la Gyrona), . που είχε ημερομηνία 6 Ιουνίου 1310, πρόσφερε τα κτήματα που κατείχε στο Πτελεό το μοναστήρι της Κικυνήθου στο Βενετό Ιωάννη Κουϊρίνη (Zuan Quirin). Η αξία των κτημάτων αυτών του μοναστηριού της Κικυνήθου στην περιοχή του Πτελεού, που προσφέρθηκαν από τον Βάλθερο Βριένιο στον Ιωάννη Κουϊρίνη, υπολογίζεται ότι έφτανε τα χίλια υπέρπυρα. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να γνωρίζουμε σε ποιο ακριβώς μέρος της τότε κτηματικής περιοχής του Πτελεού βρίσκονταν τα κτήματα αυτά. Το μοναστήρι της Κικυνήθου (Abbatia della Cochinta) που κατείχε μέχρι τότε τα κτήματα αυτά ήταν ένα μοναστήρι το οποίο βρισκόταν στο νησί Κικύνηθος, δηλαδή στο σημερινό νησί του Τρίκερι. Πρόκειται για το γνωστό στην εποχή μας μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που και σήμερα υπάρχει εκεί. Υποθέτουμε, ωστόσο, με βάση σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται σ” άλλα σημεία της εργασίας μας αυτής, ότι τα κτήματα της περιοχής του Πτελεού που προσφέρθηκαν από τον Βάλθερο Βριένιο στον Ιωάννη Κουϊρίνη ήταν τα κτήματα του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Πτελεού και του μοναστηριού στη «Λάκκα Παναγιά» του Αχιλλείου. Το πώς και γιατί κτήματα αυτά της περιοχής του Πτελεού βρέθηκαν ν” ανήκουν σε μοναστήρι των Τρικέρων μάς είναι άγνωστο. Πιθανόν η παραχώρηση να έγινε σε κάποια περίοδο κατά την οποία τα δυο αυτά μοναστήρια του Πτελεού είχαν διαλυθεί. Πιστεύουμε ότι η παραχώρηση των κτημάτων αυτών έγινε μετά την απομάκρυνση από το Πτελεό των Ιωαννιτών Ιπποτών που μέχρι τότε τα κατείχαν. Στα 1365 φαίνεται ότι στο Πτελεό δημιουργήθηκαν διενέξεις και προβλήματα ιδιοκτησίας για τις μοναστηριακές εκτάσεις που υπήρχαν εκεί. Έτσι ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έστειλε αντιπρόσωπό του κάποιο καλόγερο, που λεγόταν Λουκάς, με σκοπό να φροντίσει να τακτοποιηθεί οριστικά «η κτητορική δικαίωσις και εφορία και οικονομία των εν Πτελεώ ευρισκομένων τριών πατριαρχικών μονυδρίων». Το κτητορικό καθεστώς των μοναστηριών αυτών του Πτελεού φαίνεται ότι εκκρεμούσε ή ήταν αδιευκρίνιστο από την εποχή της παρουσίας εκεί των μοναχών Ιωαννιτών Ιπποτών. Ποια ήταν τα τρία αυτά «μονύδρια»; Υποθέτουμε, και νομίζουμε βάσιμα, ότι το ένα ήταν του Αγίου Γεωργίου του Πτελεού, το δεύτερο της Παναγίας στη «Λάκκα Παναγιά» του σημερινού Αχιλλείου και το τρίτο της «Παναγίας Βάβριανης» έξω από τη σημερινή Γλύφα. Το πρόβλημα που έπρεπε να λύσει ο αποσταμένος του πατριάρχη μοναχός Λουκάς πρέπει να συνδέεται και με το δωρητήριο έγγραφο του δούκα της Αθήνας Βάλθερου Βριένιου στα 1310 για τα κτήματα του μοναστηριού της Κικυνήθου στο Πτελεό, που είδαμε πιο πάνω. Φαίνεται ότι πολλοί ήταν εκείνοι που διεκδικούσαν τα κτήματα αυτά. Η εγκατάλειψη του μοναστηριού στη θέση «Λάκκα Παναγιά» από τους μοναχούς του, προκειμένου αυτοί να φτάσουν τελικά στο μοναστήρι της Άνω Ξενιάς, θα είχε επαυξήσει και περιπλέξει περισσότερο τα υπάρχοντα ιδιοκτησιακά προβλήματα.

Το μοναστήρι του Κουκλιά (Παλιομονάστηρο)

Σε μια τοποθεσία μεταξύ των σημερινών χωριών της επαρχίας Αλμυρού Αχιλλείου και Αγίων Θεοδώρων, που είναι γνωστή με το όνομα «Κουκλιάς» και που παλιότερα τουλάχιστον λεγόταν και «Βατά», βρίσκονται ακόμα σωροί από πέτρες μόνο. Η θέση αυτή λέγεται «Παλιομονάστηρο» ή «Παλιοξενιά». Σύμφωνα με την τοπική παράδοση εκεί υπήρχε μοναστήρι. Είναι το μοναστήρι που έχτισαν ή στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι καλόγεροι του μοναστηριού που υπήρχε στη θέση «Λάκα Παναγιά» του Αχιλλείου. Οι καλόγεροι του μοναστηριού στη Λάκα Παναγιά για να αποφύγουν τις πειρατικές επιδρομές που λεηλατούσαν το μοναστήρι τους αλλά και για να γλιτώσουν τη ζωή τους που κινδύνευε πήραν ό,τι πολύτιμο αντικείμενο διέθετε το μοναστήρι τους και μαζί την εικόνα της Παναγίας Ξενιάς, που, όπως αναφέρθηκε στην οικεία θέση, είχε παρουσιαστεί στο μοναστήρι τους κατά την περίοδο της εικονομαχίας, και έφυγαν προσπαθώντας να βρουν ασφαλέστερη τοποθεσία να εγκατασταθούν. Εγκαταστάθηκαν στη θέση αυτή και έχτισαν το καινούργιο καταφύγιό τους, έχοντας μαζί τους και την πολύτιμη άγια εικόνα της Παναγίας Ξενιάς. Αργότερα, άγνωστο για ποιο λόγο, εγκατέλειψαν και αυτή τους τη θέση και βρήκαν νέο καταφύγιο στο σημερινό Πάνω Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς. Το μοναστήρι αυτό λεγόταν μέχρι τότε Μοναστήρι της Παναγίας Κισιώτισσας. Εφέστια εικόνα του μοναστηριού αυτού ήταν η εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, γνωστή ως Παναγία Κισιώτισσα, επειδή κατά την παράδοση η εικόνα είχε βρεθεί περιτυλιγμένη και προφυλαγμένη μέσα σε κλαδιά κισσού. Η εικόνα αυτή της Κοίμησης της Θεοτόκου εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι η εφέστια εικόνα του Πάνω Μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς και γι” αυτό το μοναστήρι αυτό πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, έστω και αν η φήμη της εικόνας της «Παναγίας Ξενιάς» επεσκίασε το παλιό και κανονικό όνομα του μοναστηριού: «Μοναστήρι της Παναγίας Κισσιώτισσας». Ενισχυτικά αλλά πραγματικά και ιστορικά στοιχεία που υποστηρίζουν όσα η παράδοση μόνο έχει διασώσει μέχρι τις ημέρες μας για το «Παλιομονάστηρο του Κουκλιά» ή «Παλιοξενιά» είναι και τα εξής. Πρώτα πρώτα το όνομα που εξακολουθεί ακόμα να ακούγεται «Παλιοξενιά». Ύστερα το ότι ακόμα και σήμερα οι τσοπάνηδες που εκεί τριγύρω βοσκούν τα κοπάδια τους εξακολουθούν έστω και στις σωρούς από πέτρες που μόνο υπάρχουν να υψώνουν πεισματικά μόνοι του κάποιο ξωκλήσι πάντοτε της «Παναγίας Ξενιάς» και να ανάβουν το καντήλι της. Σημερινοί ιδιοκτήτες της έκτασης εκεί με έχουν βεβαιώσει ότι βρήκαν πήλινα θραύσματα αγγείων και καντηλιών αλλά και ανέσκαψαν τάφους νεκρών καλογήρων. Βεβαιωμένο είναι ακόμη από συμβόλαια που κατέχει και σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς (τουλάχιστον κατείχε στις αρχές του εικοστού αιώνα όπως μας βεβαιώνει ο Νικόλαος Γιαννόπουλος) ότι η περιοχή «Κουκλιάς» ανήκε παλιότερα στο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς και ότι η κτηματική αυτή περιουσία ανταλλάχτηκε με τα κτήματα στη σημερινή περιοχή Κελέρια, που τα κατείχε κάποιος Σχοινάς από το χωριό Χαμάκω, στην περιοχή του οποίου υπάγεται ο Κουκλιάς. Στα συμβόλαια αυτά αναφερόταν ότι το Μοναστήρι της Ξενιάς δίνει στον Σχοινά την περιοχή «Κουκλιάς» και ο Σχοινάς σε αντάλλαγμα παραδίδει στο μοναστήρι την περιοχή στα «Κελέρια».

Το μετόχι του Παναγίου τάφου στις Νηες της Σούρπης

Στις Νηες της Σούρπης λειτούργησε μέχρι τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 μετόχι του Παναγίου Τάφου των Ιεροσολύμων. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, Σούρπης, Πτελεού, Πελασγίας, Βρύναινας, Κωφών, Χαμάκως, Πλατάνου είχαν αφιερώσει σ” αυτό πολλά κτήματά τους, στις περισσότερες περιπτώσεις με μόνη απαίτησή τους να παραμείνουν οι ίδιοι στα κτήματά τους, καλλιεργώντας τα προ όφελος του μετοχίου, με μόνο αντάλλαγμα τη διατροφή τους. Στη δημόσια Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας βρίσκεται μέχρι σήμερα ο χειρόγραφος κώδικας με τις αφιερώσεις αυτές. Μεταφέρθηκε εκεί από τον τελευταίο διαχειριστή του μοναστηριού, αποσταλμένο από τον Πανάγιο Τάφο των Ιεροσολύμων, δημητσανίτη μοναχό Παρθένιο Ηλιόπουλο, όταν αυτός μετά την κήρυξη της επανάστασης του 1821, εγκατέλειψε το μετόχι στις Νηες και πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, προφανώς για να πάρει μέρος στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους βρίσκεται επίσης ο Φ 89 φάκελος των Εκκλησιαστικών θεμάτων που περιέχει 24 έγγραφα της περιόδου 1837 -1843 με τίτλο «Τάφου (Αγίου) Μετόχιον εις Σούρπην, Δήμος Πτελεατών». Τα έγγραφα αφορούν στα προβλήματα της ιδιοκτησίας των κτημάτων του μετοχίου αυτού μετά την εγκατάλειψή του από τον Παρθένιο Ηλιόπουλο. Πλήρης, κατά το δυνατόν, μελέτη για το μετόχι αυτό, με ολόκληρο το περιεχόμενο του κώδικα της Δημητσάνας και τα περισσότερα έγγραφα του σχετικού φακέλου των Γενικών Αρχείων του Κράτους, δημοσιεύτηκε από τον Βίκτωρα Κοντονάτσιο, στο 6 ο τεύχος του Δελτίου της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς», (Αλμυρός 2002)