ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ:
«ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ» ΣΤΗ ΜΕΛΙΤΑΙΑ

                    Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ» οργανώνει «αρχαιολογική εκδρομή», ακολουθώντας το παράδειγμα του ιδρυτού της Νικόλαου Γιαννόπουλου, στην Αρχαία Μελιταία, μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδος.
Η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 2021.
Επειδή η επίσκεψη με λεωφορείο είναι δύσκολη λόγω συνθηκών, θα πάμε με δικά μας αυτοκίνητα. Όσοι μπορούμε θα κανονίσουμε να πάρουμε και κάποιους δικούς μας για να διευκολύνουμε την μετάβαση όλων.
Η αναχώρηση θα γίνει στις 10:30 το πρωί από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού, όπου θα συγκεντρωθούμε και θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί.
Θα διασχίσουμε ένα όμορφο τμήμα του βουνού μας, της Όθρυος, θα περάσουμε την Ανάβρα (Γούρα) και θα φθάσουμε στη Φιλιαδώνα (Χιλιαδού), όπου θα μας περιμένουν αρχαιολόγοι της περιοχής για να μας οδηγήσουν στη Μελιταία.
Θα επισκεφθούμε και θα ξεναγηθούμε αρχικά στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μελιταίας, μιάς από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδος στους βόρειους πρόποδες της Όθρυος και κοντά στον μυθικό ποταμό Ενιπέα. Η θέση της ήταν ιδιαιτέρως σημαντική και στρατηγική, αφού ήλεγχε την κύρια οδική αρτηρία που ένωνε την Θεσσαλία με τη Στερεά Ελλάδα.
Η ξενάγηση θα συνεχισθεί στην Μονή της Αγίας Τριάδος, μεγάλης ιστορικής σημασίας, που κτίσθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με υλικά από το τείχος της Μελιταίας.
Εν συνεχεία θα επιστρέψουμε στη Φιλιαδώνα, όπου (αν και όσοι το επιθυμούμε) θα μείνουμε για φαγητό.
Επιστρέφοντας για Αλμυρό, μετά τη Γούρα, θα σταματήσουμε να δούμε τα κάστρα στο Τσουρνάτι και στη Γριντιά.
Όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν παρακαλούνται να επικοινωνήσουν στα τηλέφωνα :
2421070660, 6973388946- κ. Τσουρνάβα Λ., 2422024082, 6973801227-κ. Κοντογεωργάκη Χ., ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του Δ.Σ.
και να ενημερώσουν για την πρόθεσή τους, ούτως ώστε να γνωρίζουμε τα άτομα που θα περιμένουμε το πρωί για αναχώρηση.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (14η συνέχεια)

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ ΣΤΙΑ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΣ ΞΕΠΛΑΝΕΥΕΙ ΝΥΜΦΡΕΣ ΟΡΘΡΗΙΔΕ 

     Αλλά και ο ίδιος ο Ποσειδώνας είχε τις δραστηριότητές του στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Η πανέμορφη Τυρώ ζούσε μακριά από τον πατέρα της, τον Σαλμωνέα, κοντά στο θείο της Κρηθέα, τον ιδρυτή της Ιωλκού.

                   ΅Η Τυρώ αγάπησε με πάθος τον ποταμό Ενιπέα και περνούσε τις ώρες της στις όχθες του, προσπαθώντας με χίλια δυο καμώματα και νάζια να τον κάνει να την προσέξει και να την αγαπήσει κι αυτός. Ο Ενιπέας όμως, αδιάφορος για τον μεγάλο έρωτα του κοριτσιού, κυλούσε ήσυχα τα νερά του στις πλαγιές της Όρθρης.
Ο πονηρός θεός Ποσειδώνας, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, βλέποντας τον απελπισμένο έρωτα της Τυρώς και την ταυτόχρονη αδιαφορία του αγαπημένου της Ενιπέα, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός. Πήρε λοιπόν ο ίδιος, σαν θεός που ήταν κι όλα τα μπορούσε, την μορφή του ποταμού Ενιπέα, παρουσιάστηκε μπροστά της κι έτσι ενώθηκε με την Τυρώ.
Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δυο παιδιά δίδυμα, ο Πελίας και ο Νηλέας. Το ένα από αυτά, ο Νηλέας, βασίλεψε στην Πύλο κι ήταν ο πατέρας της Πηρώς. Ήταν εκείνος, που όπως είδαμε, ζητούσε να του φέρουν από τη Φυλάκη τα βόδια του Ίφικλου προκειμένου να συγκατατεθεί στο γάμο της κόρης του Πηρώς.
Το άλλο παιδί του Ποσειδώνα και της Τυρώς, ο Πελίας, βασίλεψε στην Ιωλκό κι ήταν ο πατέρας του Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1, 9, 8, 1), μιλώντας για την Τυρώ, λέει τα εξής:
«Τυρώ δέ ἡ Σαλμωνέως θυγάτηρ καί Ἀλκιδίκης παρά Κρηθεῖ τῷ Σαλμωνέως ἀδελφῷ τρεφομένη ἔρωτα ἴσχει Ἐνιπέως τοῦ ποταμοῦ, καί συνεχῶς ἐπί τά τούτου ῥεῖθρα φοιτῶσα τούτοις ἐπωδύρετο. Ποσειδῶν δέ εἰκασθείς Ἐνιπεῖ συγκατεκλίθη αὐτῇ• ἣ δέ γεννήσασα κρύφα διδύμους παῖδας ἐκτίθησιν».
Δηλαδή (σ’ ελεύθερη απόδοση): Η Τυρώ λοιπόν, η κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης, (εγγονή του Αίολου, του γιου του Έλληνα, ζούσε κοντά στο θείο της, τον αδερφό του πατέρα της, τον Κρηθέα, (τον ιδρυτή της Ιωλκού). Η Τυρώ ερωτεύθηκε τον ποταμό Ενιπέα και σύχναζε στις όχθες του κλαίγοντας για τη μεγάλη αδιαφορία του αγαπημένου της. Ο Ποσειδώνας, παίρνοντας την μορφή του Ενιπέα, κοιμήθηκε μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν από την Τυρώ δίδυμα αγόρια, τα οποία όμως αυτή τα εγκατέλειψε.
Ο Όμηρος, παρουσιάζοντας τον Οδυσσέα να διηγείται όσα είδε στον Κάτω Κόσμο, λέει αναφερόμενος στην Τυρώ:
«῎Ενθ’ ᾗ τοι πρώτην Τυρώ ἴδον εὐπατέρειαν,
ἥ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι,
φῆ δέ Κρηθῆος γυνή ἔμμεναι Αἰολίδαο
ἥ ποταμοῦ ἠράσατ’, Ἐνιπῆος θείοιο,
ὃς πολύ κάλλιστος ποταμῶν ἐπί γαῖαν ἴησιν.
καί ῥ’ ἐπ’ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλά ῥέεθρα.
Τῷ δ’ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος,
πορφύρεον δ’ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δέ θεόν θνητήν τε γυναῖκα.
<Λῦσε δέ παρθενίην ζώνην, κατά δ’ ὕπνον ἔχευεν.>
Αὐτάρ ἐπεί ῥ’ ἐτέλεσε θεός φιλοτήσια ἔργα,
ἔν τ’ ἄρα οἱ φῦ χειρί ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζεν.
«Χαῖρε, γύναι, φιλότητι, περιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ
τέξεις ἀγλαά τέκνα, ἐπεί οὐκ ἀποφώλιαι εὐναί
ἀθανάτων. σύ δέ τούς κομέειν ἀτιταλέμεναί τε.
Νῦν δ’ ἔρχεν πρός δῶμα, καί ἴσχεο μηδ’ ἀνομήνῃς.
αὐτάρ ἐγώ τοι εἰμί Ποσειδάων ἐνοσίχθων».
῞Ως εἰπών ὑπό πόντον ἐδύσατο κυμαίνοντα.
Ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καί Νηλήα,
τώ κρατερώ θεράποντε Διός μεγάλοιο γενάσθην
ἀμφοτέρω. Πελίης μέν ἐν εὐρυχώρῳ Ἰαωλκῷ
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ’ ἄρ’ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι.
Τούς δ’ ἑτέρους Κρηθῆι τέκεν βασίλεια γυναικῶν,
Αἴσονά τε τ’ ἠδὲ Φέρητ᾿ Ἀμυθάονά θ’ ἱππιοχάρμην» (Ὅμηρος Ὀδύσσεια, λ, 225-249).
Δηλαδή: «Εκεί λοιπόν είδα την αρχοντογεννημένη Τυρώ, που έλεγε πως ήταν κόρη του ευγενικού Σαλμωνέα και γυναίκα του Κρηθέα του γιου του Αίολου. Αυτή πόθησε τον θεϊκό ποταμό Ενιπέα, που είναι ο ομορφότερος από τους ποταμούς που τρέχουνε πάνω στη γη, και σύχναζε στα όμορφα νερά του.
Όμοιος μ’ αυτόν, λοιπόν, ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας πλάγιασε δίπλα της στο μέρος που χύνεται ο ορμητικός ποταμός. Και τους περικύκλωσε ένα κύμα σκοτεινό, σαν βουνό μεγάλο, που κυρτώθηκε σκεπάζοντας το θεό και τη θνητή γυναίκα. Και της έβγαλε την παρθενική ζώνη και την αποκοίμισε. Κι όταν ο θεός τέλειωσε τα ερωτικά παιχνίδια, της έπιασε σφιχτά το χέρι και είπε προσφωνώντας την:
«Νάχεις χαρά, γυναίκα, για το αγκάλιασμα. Στο πέρασμα του χρόνου θα γεννήσεις έξοχα παιδιά, γιατί τα θεϊκά αγκαλιάσματα δεν είναι χωρίς αποτέλεσμα. Και συ να τα μεγαλώσεις με μεγάλη περιποίηση. Μα τώρα πήγαινε στο σπίτι σου και συγκρατήσου, μη μαρτυρήσεις τίποτε. Λοιπόν εγώ είμαι ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας».
Έτσι μίλησε και χώθηκε μέσα στη φουσκωμένη θάλασσα. Και η Τυρώ που έμεινε έγκυος γέννησε τον Πελία και τον Νηλέα, που και οι δυο τους έγιναν υπηρέτες δυνατοί του μεγάλου Δία. Ο Πελίας με τα πολλά του κοπάδια κατοικούσε στην απλόχωρη Ιωλκό, ο άλλος πάλι στην Πύλο με την όμορφη αμμουδιά. Τους άλλους, η βασίλισσα μες στις γυναίκες, τους γέννησε απ’ τον Κρηθέα, δηλαδή τον Αίσονα και τον Φέρητα και τον Αμυθάονα τον αρματομάχο».
Αξίζει να δούμε το ίδιο κομμάτι σε μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη:
«Και πρώτη εκεί ’δα την Τυρώ την καλογεννημένη,
που έλεγε γένος του λαμπρού πως είταν Σαλμωνέα
και πως την είχε ταίρι του Αίολου ο γιος Κρηθέας.
Τον Ενιπέα αγάπησε τον ποταμό το θείο,
που είταν απ΄ όλους πιο όμορφος τους ποταμούς του κόσμου,
και στους πανώριους όχτους του συνήθαε να πλανιέται.
Μ’ εκείνον μοιάζοντας της γης ο σαλευτής και ζώστης
σιμά της στου αφροκύλιστου του ποταμού το στόμα
πλάγιασε• κύμα σκοτεινό τους έζωσε σαν όρος
γερτό, να κρύψει το θεό και τη θνητή γυναίκα.
Εκεί ο θεός της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη,
την κοίμισε, και του έρωτα σαν τέλεσε το έργο,
το χέρι της γλυκόσφιξε, και φώναξέ την κι είπε:
«Χαίρου που εγώ σ’ αγκάλιασα, κι άμα γυρίσει ο χρόνος
θάχεις πανόμορφα παιδιά, τι των θεών η αγάπη
δεν πάει του κάκου• νοιάζου τα και μοσχανάθρεφέ τα.
Πήγαινε τώρα σύχαζε, και μην το ξεστομίσεις’
μα ο Ποσειδώνας, ξέρε το, έγώ ’μαι ο κοσμοσείστης».
Αυτά είπε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Κ’ εκείνη γέννησε τους δυο, Πελία και Νηλέα,
που ήρωες βγήκανε πιστοί του Δία του μεγάλου.
Στην Ιωλκό βασίλεψεν ο θεόπλουτος Πελίας,
στην Πύλο την αμμουδερή ο ήρωας Νηλέας.
Κι ακόμα η ρήγισσα Τυρώ γέννησε του Κρηθέα,
τον Αίσονα, τον αμαξά Αμυθάονα, το Φέρη».

Ἡ Τυρώ, όταν γέννησε τα δυο παιδιά του Ποσειδώνα, φοβήθηκε την οργή του πατέρα της και τα παράτησε μόνα τους. Τα βρήκε όμως ο αλογοβοσκός του Σαλμωνέα, τα περιμάζεψε και, μαζί με την γυναίκα του, τα μεγάλωσε στο σπίτι του.
Πολλά χρόνια αργότερα ο άντρας της Τυρώς, ο Κρηθέας, έμαθε τα νεανικά καμώματα της γυναίκας του. Για να την εκδικηθεί, σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, πήρε άλλη γυναίκα, την Σιδηρώ, η οποία προηγουμένως ήταν υπηρέτριά του. Η Σιδηρώ φρόντιζε με κάθε τρόπο να βασανίζει την Τυρώ. Την έδιωξε μάλιστα από το παλάτι της. Όταν πέθανε ο Κρηθέας, η Σιδηρώ φανέρωσε στα δυο προγόνια της, τον Πελία και τον Νηλέα, ποιοι ήταν οι πραγματικοί γονείς τους και τα δυο παιδιά ξεκίνησαν να βρουν τη μητέρα τους.
Όταν την βρήκαν ήταν σε άθλια κατάσταση. Έμαθαν τα όσα είχε τραβήξει η πραγματική τους μητέρα από την Σιδηρώ και γύρισαν να πάρουν εκδίκηση. Η Σιδηρώ, που κατάλαβε τι την περίμενε, έτρεξε να βρει άσυλο στο ναό της Ήρας, πιστεύοντας ότι εκεί μέσα στον ιερό χώρο, όπως συνηθιζόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, θα ήταν ασφαλής. Παρ” όλα αυτά ο Πελίας, αδιαφορώντας για την οργή της Ήρας, σκότωσε τη Σιδηρώ. Για την φοβερή αυτή πράξη του ο Πελίας αργότερα τιμωρήθηκε πολύ σκληρά. Τον έσφαξαν τα ίδια τα κορίτσια του, όταν ήταν πια γέρος, γιατί εκείνα πίστεψαν τα λόγια της μάγισσας Μήδειας, της γυναίκας του Ιάσονα, που τις ξεγέλασε κάνοντάς τις να πιστέψουν ότι μπορούσε να τον κάνει πάλι νέο.
Ο Ενιπέας, που θα τον δούμε και σ’ άλλους μύθους, ήταν κι αυτός, απ’ όσα μπορεί να συμπεράνει κάποιος, πανάρχαιος ποτάμιος θεός ή ήρωας της Θεσσαλίας. Θεός λοιπόν και αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας λατρευόταν μαζί με άλλους πανάρχαιους θεούς στις πλαγιές και στις ρεματιές της Όρθρης. Η Μήδεια στις όχθες του Ενιπέα ποταμού μάζεψε τα βότανα με τα οποία έδωσε τη νιότη στο γερασμένο κριάρι, για να πείσει έτσι και να ξεγελάσει τις κόρες του Πελία να της εμπιστευθούν το ξανάνιωμα του γέρου πατέρα τους, με σκοπό να τον σκοτώσει. Υπονοείται έτσι με τον μύθο αυτό ότι ο Ενιπέας, παλαιός θεός της μαγείας δίδαξε στη Μήδεια τη χρήση των μαγικών βοτάνων.
Στο μύθο αυτόν με την αντικατάσταση, στον έρωτα της Τυρώς, του θεού Ενιπέα από τον Ποσειδώνα, υποδηλώνεται η σταδιακή εγκατάλειψη της λατρείας του παλιού θεού Ενιπέα και η μεταμόρφωσή σ’ ένα εντελώς δευτερεύον πρόσωπο. Σύμφωνα με τις γνώμες των ειδικών μυθολόγων, ο σχετικός μύθος πήρε τη μορφή αυτή στα πρωτοϊστορικά χρόνια, όταν οι Ολύμπιοι θεοί επικάθονταν και αντικαθιστούσαν τις τοπικές θεότητες και παραδόσεις των Πρωτοελλήνων.
Η πανελλήνια γενική αναγνώριση και επικράτηση του ολυμπιακού δωδεκάθεου είχε ως αποτέλεσμα ν’ αντικατασταθούν τελικά όλες οι προϋπάρχουσες τοπικές προολυμπιακές θεότητες και να ενσωματωθούν στη νέα μορφή της θρησκείας.

Η ΠΗΡΩ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

                Η Πηρώ, η πανέμορφη κόρη του Νηλέα και εγγονή της επίσης πανέμορφης Τυρώς, τράβηξε και αυτή, όπως και η γιαγιά της, την προσοχή του Ποσειδώνα. Πολλά έλεγαν οι άνθρωποι που ζούσαν γύρω από την κοιλάδα του Ενιπέα για τις σχέσεις του Ποσειδώνα και της Πηρώς. Σίγουρα πρόκειται για πανάρχαιες προολυμπιακές θεότητες από εκείνες που, μετά την πανελλήνια επικράτηση των θεών του Ολύμπου, υποβιβάστηκαν σε ήρωες και ηρωίδες για την εξυπηρέτηση των νέων λατρευτικών αναγκών, ώσπου τελικά έγιναν απλά ποτάμια και νεράιδες των σύγχρονων παραμυθιών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μία από τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές για την καταγωγή του Ασωπού ποταμού, αυτός ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρώς. Ο Ασωπός ποταμός, ο γιος της Πηρώς, σύμφωνα με την παραπάνω εκδοχή, απόκτησε δυο γιους και είκοσι θυγατέρες ενώ κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη οι θυαγατέρες του Ασωπού ήταν δώδεκα.
Όλα τα ονόματα των θυγατέρων του Ασωπού και εγγονών της Πηρώς είναι ονόματα ελληνικών πόλεων και χωρών. Είναι ονόματα που έδωσαν σ’ αυτές οι κάτοικοί τους και τα οποία ασφαλώς υποδηλώνουν την προσπάθειά τους να οδηγήσουν την καταγωγή τους σε θεϊκή ρίζα στο βάθος του χρόνου κάτι που θα εξασφάλιζε η αναγωγή τους στην πρώτη κοιτίδα των Ελλήνων, την Αχαΐα Φθιώτιδα, αφού η Πηρώ ήταν κατευθείαν απόγονος του Έλληνας και της Ορθρηίδας.
Αναφέρουμε τα δεκαοκτώ γνωστά ονόματα θυγατέρων του Ασωπού, όπως τα μνημονεύει ο Στέφανος Κομμητάς στην «Ελληνική Μυθολογία» του, έκδοση «Εκάτη», σελ. 431: Αίγινα, Κέρκυρα, Σαλαμίνα, Πειρήνη, Κλεώνη, Θήβη, Τανάγρα, Θεσπία, Ασωπίδα, Σινώπη, Οινία, Χαλκίδα, Εύβοια, Αρπίνη, Πλάταια, Αντιόπη, Αερόπη και Νεμέα.
Τα ονόματα των δύο άλλων θυγατέρων του Ασωπού, που τα εντοπίσαμε εμείς και αναφέρονται σ’ άλλα σημεία της εργασίας μας αυτής, είναι η Θίσβη και η Ωερόη.
Την πρωτοθυγατέρα του Ασωπού και εγγονή της Πηρώς, την όμορφη Αίγινα την λιμπίστηκε ο Δίας και την άρπαξε προκειμένου να την κάνει δική του. Για να χαρεί τον έρωτά της, την έφερε στο ακατοίκητο μέχρι τότε νησί Οινώνη. Μετά από αυτό και για να τιμηθεί η αγαπημένη του Δία, το νησί μετονομάστηκε σε Αίγινα. Από αυτή την ένωση του Δία και της Αίγινας γεννήθηκε ο Αιακός.
Μόνος του όμως ο Αιακός πάνω στο νησί στενοχωριόταν πολύ. Γι’ αυτό ο Δίας μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια μιας μυρμηγκοφωλιάς που ήταν στο νησί σε ανθρώπους:
«…πατὴρ δ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, ὅσσοι ἔσαν μύρμηκες ἐπηράτου ἔνδοθι νήσου, τοὺς ἄνδρας ποίησε βαθυζώνους τε γυναῖκας».
Δηλαδή: «….τότε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, όλα τα μυρμήγκια που ζούσαν πάνω στο μαγευτικό νησί, τα έκαμε άντρες και κομψές γυναίκες». (Ἡσιόδου, Ἀποσπάσματα Ἠοιῶν, 32 (76) ).
Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή, έγινε ο λαός των Μυρμιδόνων οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι γιατί έγιναν από τα μυρμήγκια μιας μυρμηγκοφωλιάς της Αίγινας.
Υπάρχει όμως και η εκδοχή πως το όνομα Μυρμιδόνες προέρχεται από το «μύρμος», που σημαίνει τρόμος (όπως τώρα περίπου η «Μορμώ», στοιχειό που προκαλεί τρόμο). Οι Μυρμηδόνες ήταν τόσο φοβεροί πολεμιστές ώστε προκαλούσαν τον «μύρμο», δηλαδή τον τρόμο, στους αντιπάλους τους.
Ο Αιακός πήρε γυναίκα του την Ενδηίδα, την κόρη του Χείρωνα, και απόκτησε δυο αγόρια τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ο Αιακός όμως απόκτησε κι άλλο γιο, τον Φώκο, από την νηρηίδα Ψαμάθη, την όμορφη κόρη του Νηρέα. Τα δυο αδέλφια, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδερφό τους Φώκο και για το λόγο αυτόν αναγκάστηκαν να φύγουν από το νησί.
Ο Πηλέας ήρθε στη Φθία για να βρει καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Ευρυτίονα, από τον οποίο και ζήτησε να τον εξαγνίσει. Ο Ευρυτίονας, αφού τον εξάγνισε για τον φόνο του Φώκου, του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αντιγόνη και το ένα τρίτο του βασιλείου του για να βασιλέψει σ’ αυτό.
Ο Πηλέας πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου στο οποίο κατά λάθος σκότωσε τον πεθερό του. Τότε έφυγε και πήγε στην Ιωλκό όπου εξαγνίστηκε για τον νέο αυτό φόνο από τον Άκαστο. Τον καιρό όμως που φιλοξενούνταν στο παλάτι της Ιωλκού τον ερωτεύτηκε η Αστυδάμεια, η γυναίκα του βασιλιά Άκαστου.
Σύμφωνα με μία διαφορετική μυθολογική εκδοχή, η γυναίκα του Άκαστου, η οποία ερωτεύθηκε τον Πηλέα, λεγόταν Ιππολύτη. Ο Πηλέας όμως αρνήθηκε ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της και η Αστυδάμεια (ή η Ιππολύτη, σύμφωνα με την άλλη γνωστή μυθολογική εκδοχή) για εκδίκηση έστειλε συκοφαντικό μήνυμα στην γυναίκα του Πηλέα, την Αντιγόνη, στη Φθία, παραγγέλλοντάς την ότι ο Πηλέας ήταν άπιστος απέναντί της.
Η γυναίκα του Πηλέα, η πιστή και αφοσιωμένη Αντιγόνη, μόλις πήρε το μήνυμα της Αστυδάμειας, στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που από τη μεγάλη της πίκρα αυτοκτόνησε. Αλλά δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το κακό που προκάλεσε η Αστυδάμεια. Αφού έστειλε το ψεύτικο μήνυμα στην Αντιγόνη, κατηγόρησε τον Πηλέα στον άντρα της, τον Άκαστο, λέγοντας ότι της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς.
Ο Άκαστος δεν μπορούσε να σκοτώσει τον Πηλέα, όπως πολύ το επιθυμούσε, γιατί κάτι τέτοιο απαγορευόταν, επειδή ο ίδιος τον είχε εξαγνίσει για φονικό. Φρόντισε λοιπόν να τον εξοντώσει μ’ άλλο τρόπο. Κανόνισε να γίνει ένας διαγωνισμός κυνηγιού στα δάση του Πηλίου στον οποίο έλαβαν μέρος πολλοί ήρωες και μαζί ο Πηλέας.
Στο κυνήγι αυτό ο Άκαστος τα κανόνισε και ο Πηλέας έμεινε μόνος χωρίς όπλα, πιστεύοντας ότι έτσι θα κατασπαρασόταν από τ’ άγρια θηρία. Τον γλίτωσε ευτυχώς την τελευταία στιγμή ο Κένταυρος Χείρωνας φανερώνοντας σ’ αυτόν τα κρυμμένα του όπλα.
Έτσι γλίτωσε ο Πηλέας. Αλλά και ο νεφεληγερέτης Δίας που είδε από ψηλά την αρετή του Πηλέα ν’ αρνηθεί τον άνομο έρωτα που τού πρότεινε η Αστυδάμεια, τον επιβράβευσε. Τότε ήταν που του υποσχέθηκε, μια και στο μεταξύ τόσο άδικα είχε πεθάνει η γυναίκα του Αντιγόνη, να του δώσει γυναίκα μια από τις «χρυσηλάκατες Νηρηίδες» (Νεμεόνικος, Δ, 56, κ. εξ.).
Αργότερα, όταν ο Πηλέας γύρισε στη Φθία, πρώτη δουλειά ήταν να εκδικηθεί την Αστυδάμεια και τον Άκαστο για το κακό που του έκαμαν. Ξεκίνησε από τη Φθία με στρατό για την Ιωλκό, την κυρίευσε και σκότωσε το βασιλικό ζευγάρι του Άκαστου και της γυναίκας του, έχοντας βοηθούς και συμπαραστάτες τους τον Ιάσονα και τους Διόσκουρους.
Αργότερα, έπειτα από πολλές περιπέτειες, ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά Θέτιδα, την κόρη του ποτάμιου θεού Νηρέα, όπως του είχε υποσχεθεί ο Δίας, που ήταν και παππούς του. Από το γάμο αυτό του Πηλέα και της Θέτιδας γεννήθηκαν έξι γιοι αλλά όλοι τους πέθαναν στην προσπάθεια της μητέρας τους να τους κάνει αθάνατους. Ο έβδομος γιος της είναι ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή, η Θέτιδα, δεν ήταν κόρη του Νηρέα. Ήταν κόρη του Άκτορα, του γιου του Μυρμιδόνα και το πρώτο όνομά της δεν ήταν Θέτιδα αλλά Φιλομήλα.
Ύστερα από πολλά χρόνια τα παιδιά του Άκαστου κατόρθωσαν και νίκησαν τον Πηλέα και τον έδιωξαν από τη Φθία. Κυνηγημένος έφθασε στην Ίκο (σημερινή Αλόννησο) όπου τελικά πέθανε. Μετά το θάνατό του πήγε στη χώρα των Μακάρων όπου συναντήθηκε με το γιο του Αχιλλέα.
Άλλες βέβαια μυθολογικές εκδοχές παρουσιάζουν τον Πηλέα να είναι μεν ζωντανός αλλά περιφρονημένος και κυνηγημένος μέχρι τότε που γύρισε από την Τροία ο εγγονός του Νεοπτόλεμος. Αυτός φρόντισε και τον αποκατέστησε στις παλιές του τιμές.

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΘΙΑ
1. Η Ιφιμέδεια και ο Ποσειδώνας – Ενιπέας

                    Υπήρχε και άλλη μια πανέμορφη κόρη στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας που, όπως έλεγαν οι παραμυθάδες της εποχής εκείνης, ζευγαρώθηκε με το θεό Ποσειδώνα. Και αυτή τη φορά ο πονηρός Ποσειδώνας πήρε πάλι τη μορφή του Ενιπέα ποταμού, που πηγάζει από τις πλαγιές της Όρθρης. Η εκλεκτή του Ποσειδώνα, αυτή τη φορά, ήταν η ξακουστή Ιφιμέδεια, η κόρη του βασιλιά Τριόπα. Η Ιφιμέδεια, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, τον καιρό που επιθυμούσε να ζευγαρώσει με τον Ποσειδώνα, ήταν παντρεμένη με τον Αλωέα. Άλλη μυθολογική εκδοχή όμως δέχεται ότι η Ιφιμέδεια ήταν ανύπαντρη όταν είχε σχέσεις με τον Ποσειδώνα και ότι αργότερα παντρεύτηκε τον Αλωέα.
Η Ιφιμέδεια, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Τυρώ, δεν ήταν ερωτευμένη με τον Ενιπέα αλλά με τον ίδιον τον Ποσειδώνα. Κατέβαινε λοιπόν η ερωτευμένη Ιφιμέδεια στη θάλασσα προσπαθώντας να συγκινήσει τον Ποσειδώνα.
Εκεί έπαιρνε με τις χούφτες της θαλασσινό νερό και το έριχνε στην αγκαλιά της καλώντας απελπισμένα και προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τον ίδιο τον θεό της θάλασσας, τον αγαπημένο της Ποσειδώνα, να την αγκαλιάσει. Έτσι μας λέει ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του (6, 616).
Ο Ποσειδώνας, βλέποντας όλα αυτά τα καμώματα της Ιφιμέδειας, άλλο που δεν ήθελε. Δεν στάθηκε αδιάφορος. Πήρε όμως και πάλι – κι εδώ είναι το αξιοπερίεργο – την μορφή του Ενιπέα ποταμού και ενώθηκε με την κόρη. Και επειδή τα αγκαλιάσματα των θεών, όπως είχε πει ο Ποσειδώνας στην Τυρώ, δεν μένουν χωρίς αποτελέσματα, η Ιφιμέδεια απόκτησε δυο παιδιά δίδυμα, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Είναι περίεργο αλλά τις περισσότερες φορές που ζευγάρωνε ο Ποσειδώνας γεννιούνταν δίδυμα παιδιά.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1,7,4,2), συνδυάζοντας τα παραπάνω γεγονότα και με γάμο της Ιφιμέδειας και του Αλωέα, λέει:
«Ἀλωεύς μέν οὖν ἔγημεν ’Ιφιμέδειαν τήν Τρίοπος, ἥτις Ποσειδῶνος ἠράσθη, καί συνεχῶς φοιτῶσα ἐπί τήν θάλασσαν χερσίν ἀρυομένη τά κύματα τοῖς κόλποις ἐνεφόρει, συνελθών δέ αὐτῇ Ποσειδῶν δύο ἐγέννησε παῖδας, Ὦτον καί Ὲφιάλτην, τούς Ἀλωάδας λεγομένους».
Τώρα γιατί και πώς, αφού η Ιφιμέδεια ήθελε να έχει εραστή τον τον Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας προτίμησε και πάλι να πάρει την μορφή του Ενιπέα και να παρουσιαστεί μπροστά της και γιατί η Ιφιμέδεια δέχτηκε ν’ αντικαταστήσει τον αγαπημένο της Ποσειδώνα με τον άγνωστό της Ενιπέα, αυτά είναι από τα πράγματα που στη Μυθολογία λέγονται χωρίς πολλές εξηγήσεις.
Ωστόσο δημιουργούν στους ειδικούς μυθολόγους ερμηνευτικά προβλήματα. Δημιουργείται ένα ερώτημα: Ο Ποσειδώνας, όπως παρουσιάζεται ως εραστής, στους δύο μύθους των δύο περιπτώσεων της Ιφιμέδειας και της Πηρώς εκπροσωπεί άραγε την προολυμπιακή ή την κατοπινή, την ολυμπιακή, θεϊκή του υπόσταση; Μήπως οι δύο μύθοι με τις εναλλαγές που παρουσιάζουν μεταξύ του Ενιπέα και του Ποσειδώνα, απηχούν την εποχή τού αγώνα για την επικράτηση της μίας εκ των δύο θεϊκών δυναστειών; Φαίνεται ότι ο Ποσειδώνας είναι από τις λίγες περιπτώσεις οι οποίες εξακολούθησαν να υπάρχουν και ονοματικά τόσο στην προολυμπιακή θεϊκή δυναστεία, στους «προτέρους θεούς», όπως τους έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή στην εποχή της δυναστείας των Τιτάνων, όσο και στην εποχή των θεών του Ολύμπου.
Όσοι τα έλεγαν έτσι τα πράγματα, ότι δηλαδή η Ιφιμέδεια ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Ποσειδώνα, θεωρούσαν ότι ο Ποσειδώνας ήταν προολυμπιακή τιτανική θεότητα.
Κάποιοι όμως μύθοι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν ήταν ποτέ της ερωτευμένη με τον Ποσειδώνα η Ιφιμέδεια. Δεν τον ήθελε. Αν ενώθηκε με τον Ποσειδώνα, αυτό έγινε με τη βία. Έτσι εξηγείται και η εχθρότητα που ένιωθαν, και την φανέρωναν με κάθε τρόπο, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, για τους ολύμπιους θεούς, τα δυο παιδιά της Ιφιμέδειας, οι Αλωάδες. Οι μύθοι αυτοί θεωρούν τον Ποσειδώνα ως μία καθαρά ολυμπιακή θεότητα.
Ωστόσο και στην περίπτωση του μύθου της Ιφιμέδειας, όπου και πάλι μια πανάρχαια θεσσαλική θεότητα, ο Ενιπέας, αντικαθίσταται από τον Ποσειδώνα στη νέα του υπόσταση, εκείνη του ολυμπιακού Δωδεκαθέου, εύκολα διαπιστώνει κανείς την μεταβατική εκείνη περίοδο κατά την οποία οι Πρωτοέλληνες άρχισαν ν’ αποκτούν κάποια αόριστη έστω συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινών παραδόσεων. Άρχισε να δημιουργείται η ανάγκη αντικατάστασης των μικρών τοπικών θεοτήτων τους με κοινούς και αναγνωρισμένους από όλους θεούς.

2. Συλλογιστικά παιχνιδίσματα. . .χωρίς αποτέλεσμα

                  Θα μπορούσε κάποιος να διακινδυνεύσει μερικές σκέψεις για τις ομοιότητες ή τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των δύο παρόμοιων μύθων της Τυρώς και της Ιφιμέδειας, προκειμένου να βγάλει κάποια συμπεράσματα.
Η Τυρώ και η Ιφιμέδεια ζούσαν και οι δύο στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Σχετίζονται με τον πανάρχαιο τοπικό θεό Ενιπέα σε μια εποχή κατά την οποία οι «πρότεροι θεοί», τιτάνιες και γενικά προολυμπιακές θεϊκές οντότητες, και οι «νέοι» θεοί, οι Ολύμπιοι, παλεύουν μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις για την οριστική επικράτηση.
Και στις δυο περιπτώσεις ο μεγάλος «Εραστής», ο «κερδισμένος», ο μεγάλος «Αγαπημένος» είναι ο Ποσειδώνας, μεταμορφωμένος όμως σε Ενιπέα. Αυτός ουσιαστικά κερδίζει και απολαμβάνει τον έρωτα, δηλαδή την λατρεία, των δύο γυναικών.
Φαίνεται να είναι ο καινούργιος ολυμπιακός θεός. Ο παλιός, ο Ενιπέας, και στις δυο περιπτώσεις, είτε τον λατρεύει η ηρωίδα και προσκυνήτρια και τον επικαλείται, όπως στην περίπτωση της Τυρώς, είτε αυτή δεν τον λατρεύει και δεν αναζητά την αγάπη του, όπως στην περίπτωση της Ιφιμέδειας, έρωτα και λατρεία στην πραγματικότητα δεν απολαμβάνει, έστω κι αν και στις δύο περιπτώσεις οι ερωτευμένες προσκυνήτριες νομίζουν ότι απολαμβάνουν την εύνοιά του. Και οι δύο γυναίκες δεν γνωρίζουν ότι ο πραγματικός Ερωμένος τους δεν είναι ο Ενιπέας, έστω κι αν τον βλέπουν ολοζώντανο μπροστά τους, και ότι αυτός που κρατούν στην αγκαλιά τους έχει μόνο την εικόνα του.
Πραγματικός Εραστής είναι ο Ποσειδώνας που έχει πάρει τη μορφή του Ενιπέα. Ο Ποσειδώνας απολαμβάνει τον έρωτά τους. Αυτός είναι που δέχεται την προσφορά τους, την λατρεία τους. Και στους δύο μύθους ωστόσο γίνεται ολοφάνερη μια πάλη αντικατάστασης της παλιάς θεότητας με μια καινούργια.
Ποιος άραγε από τους δυο μύθους προηγείται χρονικά στην πορεία της εξέλιξης της θρησκευτικής συνείδησης των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας για τη βαθμιαία αντικατάσταση των προολυμπιακών θεοτήτων με τις ολυμπιακές;
Ποια από τις δυο ερωτευμένες γυναίκες, την Τυρώ και την Ιφιμέδεια, έχει σε μεγαλύτερο βαθμό υιοθετήσει την επερχόμενη αντικατάσταση; Ποια γυναίκα δηλαδή θέλει να λατρέψει τον παλιό θεό και ποια τον καινούργιο; Ποια είναι η «συντηρητική» και ποια η «προοδευτική»; Ποιος μύθος προηγείται χρονικά; Ποιος από τους δυο μύθους δείχνει να γέρνει η πλάστιγγα της θρησκεύουσας συνείδησης προς την παλιά πίστη και ποιος προς την καινούργια;
1. Η Τυρώ αγαπάει και λατρεύει τον Ενιπέα. Αυτόν παρακαλεί ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της. Αυτού την εύνοια θέλει και επικαλείται. Στις όχθες του Ενιπέα τριγυρίζει. Αυτόν πιστεύει ως Θεό. Αυτόν θέλει να λατρέψει. Τον Ποσειδώνα δεν τον επικαλείται. Φαίνεται να τον αγνοεί. Ο Ποσειδώνας, για ν’ απολαύσει τον έρωτά της, δεν τολμάει να παρουσιαστεί με τη δική του μορφή και παίρνει τη μορφή του Ενιπέα. Ο Ενιπέας όμως αδιαφορεί γι’ αυτήν και για τον έρωτά της. Δεν ενδιαφέρεται και δεν δέχεται την λατρεία της. Αρνείται να εισακούσει τις ικεσίες της. Σωπαίνει. Σαν να μην υπάρχει. Κι έρχεται ο Ποσειδώνας να τον αντικαταστήσει, παίρνοντας όμως τη μορφή του Ενιπέα.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο Ενιπέας έπαψε να υπάρχει στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως θεός και επομένως δεν μπορεί να εισακούσει τις δεήσεις των πιστών του; Σημαίνει δηλαδή ότι ο Ενιπέας, ως παλαιός θεός, δεν μπορεί πλέον να ικανοποιήσει τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών του; Να θέλει να σημειώσει ο μύθος ότι οι πιστοί, κάτω από παλιά ονόματα θεών, κάλυπταν καινούργιες στην πραγματικότητα θεϊκές υποστάσεις; Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Τυρώ έπαιρνε από τον Ενιπέα ή από την σιωπή του μια απάντηση σαν εκείνη που πήρε, πολλά χρόνια αργότερα, ο Ιουλιανός από την Πυθία, όταν αυτός προσπαθούσε να ξαναφέρει την ειδωλολατρεία, ενώ ήδη είχε επικρατήσει οριστικά η καινούργια θρησκεία, ο χριστιανισμός: «Να πείτε στο βασιλιά ότι ο Απόλλωνας δεν έχει πια μαντική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει».
Οπωσδήποτε ωστόσο πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι πρόκειται για το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το αποτέλεσμα της αναζητούμενης και πραγματοποιούμενης θεοκρασίας δεν είχε ακόμα οριστικοποιηθεί.
Η Ιφιμέδεια αντίθετα αγαπάει και λατρεύει τον Ποσειδώνα. Αυτόν παρακαλεί να έρθει σε βοήθειά της. Από αυτόν ζητάει να εισακούσει τις ικεσίες της. Πηγαίνει στη θάλασσα και παίρνει χούφτες θαλασσινό νερό και το ρίχνει στην αγκαλιά της. Και όμως ο Ποσειδώνας, αν και καλείται, προκαλείται και προσκαλείται ο ίδιος προσωπικά, παίρνει και πάλι την μορφή τού μη αγαπώμενου και μη επικαλούμενου Ενιπέα, για να ενωθεί μαζί της. Δεν παρουσιάζεται στην μορφή με την οποία τον επικαλούνται. Να σημαίνει αυτό ότι δεν έχει εδραιωθεί ουσιαστικά ακόμα στη συνείδηση των πιστών η λατρεία των ολυμπιακών θεοτήτων και ότι λατρεύονται ακόμη οι παλιότεροι θεοί; Να θέλει να δείξει ο μύθος ότι μόνο οι παλαιοί θεοί μπορούν να ικανοποιήσουν τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών και ότι μάταια προσπαθούν κάποιοι να βρουν παρηγοριά και να στηρίξουν τις ελπίδες τους στους καινούργιους θεούς; Φώναζε η Ιφιμέδεια, έκλαιγε, παρακαλούσε, άρπαζε απελπισμένη με τις χούφτες της θάλασσα, ζητώντας να παρουσιαστεί μπροστά της ο θεός ως θαλάσσιος. Τίποτε όμως. Πραγματικός, ζωντανός, παρουσιάζεται μπροστά της μόνο ο παλιός θεός, ο Ενιπέας. Αυτός φαίνεται μόνο να υπάρχει.
Αν είναι σωστές οι παραπάνω σκέψεις θα πρέπει χρονικά να προηγείται ο μύθος της Ιφιμέδειας και να έπεται της Τυρώς. Η Ιφιμέδεια προσπαθεί να βρει παρηγοριά στον καινούργιο θεό αλλά ουσιαστική ικανοποίηση βρίσκει στη λατρεία του παλαιού. Η Τυρώ λατρεύει τον παλαιό θεό που όμως δεν υπάρχει, δεν παρουσιάζεται μπροστά της, παρ” όλες τις ικεσίες της. Ο Ποσειδώνας και μόνο αυτός υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά απλά παίρνει τη μορφή του μη ανταποκρινόμενου, του μη υπάρχοντος Ενιπέα, για να ξεγελαστούν οι άνθρωποι μέχρι να συνειδητοποιήσουν οριστικά την αντικατάσταση των παλιών θεών με τους καινούργιους.
2. Ωστόσο η Ιφιμέδεια λατρεύει και επικαλείται τον Ποσειδώνα, τον νεότερο θεό. Τον αναζητάει μάλιστα στην νεότερη, στη μοντέρνα, την νέα του κατοικία, στη θάλασσα. Αρπάζει με τις χούφτες της την θάλασσα και την ρίχνει στην αγκαλιά της. Και όμως ο Ποσειδώνας δεν της αποκαλύπτεται με την αληθινή του μορφή, αυτή με την οποία τον ζητάει, αλλά μ’ εκείνη του Ενιπέα, του παλαιότερου θεού που πια δεν λατρεύεται. Η Τυρώ αντίθετα δεν αναγνωρίζει τον Ποσειδώνα. Λατρεύει και παρακαλεί τον Ενιπέα, αυτόν που της είναι γνωστός. Δεν πηγαίνει στη θάλασσα. Στις όχθες του ποταμού, στις πηγές του, ζητάει τον αγαπημένο της.

Τον Ποσειδώνα της θάλασσας δεν τον γνωρίζει καθόλου έτσι ώστε αυτός ν’ αναγκαστεί, μεταμορφωμένος και μόνο όταν είχε ικανοποιήσει τις ικεσίες της προσκυνήτριας, να δηλώσει μόνος του την ταυτότητά του και να της ειπεί ότι αυτός που την ικανοποίησε δεν είναι ο Ενιπέας αλλά ο Ποσειδώνας.
Αν σκεφτούμε έτσι, πρέπει να συμπεράνουμε ότι προηγείται χρονικά ο μύθος της Τυρώς και έπεται της Ιφιμέδειας. Ο Ποσειδώνας, ο νέος θεός, είναι αυτός που υπάρχει. Ο Ενιπέας, ο παλαιός θεός, αδιαφορεί, δεν υπάρχει.

Παιχνιδίσματα της σκέψης είναι τα παραπάνω. Ένα μικρό διάλειμμα, έτσι για κάτι διαφορετικό από το πνεύμα της εργασίας μας. Σταματάμε εδώ το παιχνίδισμά μας αυτό. Μπορεί να το συνεχίσει ο αναγνώστης που έχει διάθεση για τέτοια παιχνίδια. Σίγουρα δεν θα βρει κάποια άκρη στους συλλογισμούς του. Θα μπερδευτεί και αυτός, όπως μπερδεύτηκαν η Τυρώ και η Ιφιμέδεια, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αυτόν που αγαπούσαν κι αυτόν που αγκάλιαζαν.
Ο Λουκιανός, στο έργο του Ενάλιοι Διάλογοι (13), βάζει τον Ενιπέα να συνομιλεί με τον Ποσειδώνα για το γεγονός της αποπλάνησης της Τυρώς από τον Ποσειδώνα. Ο Ενιπέας παραπονείται στον Ποσειδώνα ότι του έκλεψε και ξεγέλασε την αγαπημένη του. Ο Ποσειδώνας όμως απαντά ότι δεν φταίει αυτός αλλά ο ίδιος ο Ενιπέας που από περηφάνια δεν καταδεχόταν τον έρωτα του κοριτσιού και δεν ανταποκρινόταν στα παρακάλια του. Έτσι αυτός, που λυπήθηκε και δεν μπορούσε να βλέπει ένα ερωτευμένο κορίτσι να κλαίει, έσπευσε να το παρηγορήσει.
Μία σύνθεση των παραπάνω παιχνιδισμάτων σκέψης και βοήθεια για κάποια πραγματιστική και λογική ερμηνευτική απάντηση ίσως μπορούσε να είναι η άποψη του Kerenyi ««Ενιπέας σήμαινε αυτόν που «αντιβουίζει». Με ένα τέτοιο όνομα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κάθε ποταμός που χοχλάκιζε, ακόμα και η ίδια η θάλασσα. Κι ο Ποσειδών το είχε σαν προσωνυμία» (Σχόλια στον Λυκόφρονα, 722 και K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, έκδοση Βιβλιοπωλείου «Εστία», σελ. 321).
Τα παραπάνω τα παραθέτουμε για εκείνους που επιμένουν να μην χαίρονται απλά τα παραμύθια και να ευχαριστούνται από αυτά, αλλά να ψάχνουν σ’ αυτά για κάποιες κρυμμένες αλήθειες.
3. Ένα άλλο κοίταγμα του προβλήματος θα μπορούσε να γίνει μέσα από το αποτέλεσμα του ζευγαρώματος του Ποσειδώνα με τις δύο γυναίκες. Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, τα παιδιά της Ιφιμέδειας, φαίνεται να είναι προολυμπιακές θεότητες και άρα προηγούνται χρονικά των παιδιών της Τυρώς, του Νηλέα και του Πελία, Άρα προηγείται ο μύθος της Ιφιμέδειας και έπεται της Τυρώς.
4. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι τα δυο παιδιά της Τυρώς, ο Νηλέας και ο Πελίας, που τα ονόματά τους σημαίνουν «Ανελέητος» και «Πελιδνός» αντίστοιχα, είναι στην πραγματικότητα και οι δύο πανάρχαιες χθόνιες θεότητες και ως τέτοιες πιθανόν να προηγήθηκαν του Ώτου και του Εφιάλτη και άρα ο μύθος της Τυρώς να είναι αρχαιότερος του μύθου της Ιφιμέδειας.
Πάλι μπερδευτήκαμε όμως. Ήταν ένα νέο παιχνίδισμα της σκέψης μας αυτό. Έτσι για να δείξουμε από πόσες πολλές μεριές μπορεί να κοιταχτεί το θέμα.

Ας δεχτούμε λοιπόν – για να ησυχάσουμε οριστικά και να γυρίσουμε στο δρόμο που ακολουθούσαμε ως τώρα στην εργασία μας αυτή – ότι δεν βρίσκεται άκρη και καλά θα κάνουμε να τα δεχόμαστε όλα αυτά ως μύθους και τίποτε περισσότερο. Πιστεύω ότι την ίδια σύγχυση με μας θα είχαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας, οι πρόγονοι εκείνοι εννοώ που ζούσαν στην άσημη και απομονωμένη, την περιφρονημένη και «απολίτιστη» γωνιά της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο απλός λαός δηλαδή. Γι’ αυτό και δεν τα εξέταζαν τέτοια ζητήματα. Τ’ άκουγαν απλά και τα δέχονταν όπως ακριβώς ακούγονταν, όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι του λαού σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Ήταν τα μυθολογικά τους ακούσματα αυτά. Αυτά τους έτρεφαν και τους διαμόρφωναν στη ζωή τους. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς και ως τέτοια ας τα χαιρόμαστε.

3. Ώτος και Εφιάλτης, οι Τιτάνες

                           Γυρίζουμε στο μύθο της Ιφιμέδειας. Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, τα δυο δίδυμα παιδιά που γεννήθηκαν από την ένωση της Ιφιμέδειας και του Ποσειδώνα, ήταν δυο τεράστιοι στο σώμα τους γίγαντες.
Μεγάλωναν, λένε οι μύθοι, μ’ έναν καταπληκτικό ρυθμό. Κάθε χρόνο μεγάλωναν μία πήχη σε πλάτος και μια οργιά σε ύψος. Έτσι στα εννιά τους χρόνια είχαν εννιά πήχες πλάτος και εννιά οργιές ύψος. Τόσο δυνατοί και μεγάλοι ένιωθαν που σκέφτονταν να πολεμήσουν και να τα βάλουν με τους θεούς του Ολύμπου:
«Οὗτοι κατ’ ἐνιαυτὸν ηὔξανον πλάτος μέν πηχυαῖον μῆκος δέ ὀργυιαῖον• ἐννέα δέ ἐτῶν γενόμενοι, καί τό μέν πλάτος πηχῶν ἔχοντες ἐννέα τό δέ μέγεθος ὀργυιῶν ἐννέα, πρός θεούς μάχεσθαι διενοοῦντο», γράφει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 7, 4, 3).
Κάθε μήνα μεγάλωναν εννιά δακτύλους μας, λέει ειδικότερα και λεπτομερέστερα μια άλλη παραλλαγή του μύθου, την οποία αναφέρει ο Υγίνος.
Ο καταπληκτικός αυτός ρυθμός της ανάπτυξης, με τον οποίο μεγάλωναν οι δυο γιοι της Ιφιμέδειας, μας θυμίζει έναν άλλο παρόμοιο μύθο της ίδιας περιοχής που αναφέρεται στον Πρωτεσίλαο. Και γι’ αυτόν, όπως θα δούμε σ’ άλλες σελίδες, λεγόταν πως μεγάλωνε με τον ίδιο ρυθμό. Και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο και αυτός, αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς, μόλις είκοσι ετών, όπως ακριβώς και οι δυο Αλωάδες.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, όπως διαφαίνεται από την περιγραφή τους και τα κατορθώματά τους, ήταν Τιτάνες που πάλευαν εναντίον των Ολυμπίων θεών και αντιστέκονταν σθεναρά στην επικράτησή τους. Είναι και αυτοί «πρότεροι θεοί», όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους προολυμπιακούς θεούς. Ο εντοπισμός της δραστηριότητάς τους στο χώρο της Θεσσαλίας, η γέννησή τους στις όχθες του Ενιπέα ποταμού από θεσσαλή ηρωίδα και οι άλλες ενέργειές τους επιβεβαιώνουν την αρχαιότητα των θεσσαλικών μύθων και την αντίσταση που παρουσιάστηκε από τους ανθρώπους των υποβαθμισμένων πολιτιστικά περιοχών στην εισαγωγή των νέων λατρευτικών συνηθειών.
Εξάλλου υπάρχει στη μυθολογία και η εκδοχή ότι οι Αλωάδες ήταν παιδιά της Γης (Γαίας), όπως οι άλλοι γνωστοί μας Τιτάνες, και ότι η Ιφιμέδεια απλώς είχε αναλάβει το μεγάλωμά τους.
Για το λόγο αυτό κάποιοι άλλοι μύθοι τους κατατάσσουν στους Γίγαντες που έλαβαν μέρος στη Γιγαντομαχία. Βάλθηκαν, έλεγαν οι μύθοι, να φτάσουν πάνω στον Ουρανό. Είχαν ορκιστεί μάλιστα στα νερά της Στύγας, να κάνουν οπωσδήποτε δικές τους, ο Ώτος την Άρτεμη και ο Εφιάλτης την Ήρα. Γι’ αυτό και άρχισαν να σωριάζουν πάνω στον Όλυμπο την Όσσα και από πάνω το Πήλιο (Hygini Fabulae, 25).
Ο Απολλόδωρος λέει για το θέμα αυτό:
«Πρός θεούς μάχεσθαι διενοοῦντο, καί τήν μέν ῎Οσσαν ἐπί τόν Ὄλυμπον ἔθεσαν, ἐπί δέ τήν ῎Οσσαν θέντες τὸ Πήλιον διά τῶν ὀρῶν τούτων ἠπείλουν εἰς οὐρανόν ἀναβήσεσθαι, καί τήν μέν θάλασσαν χώσαντες τοῖς ὄρεσι ποιήσειν ἔλεγον ἤπειρον, τήν δέ γῆν θάλασσαν» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 3).
Η ερωτευμένη Ιφιμέδεια δεν ήταν κοπέλα, λέει ένας άλλος μύθος. Ήταν παντρεμένη, όπως προαναφέραμε, με τον Αλωέα. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίοι οι δυο γίγαντες, Ώτος και Εφιάλτης, αν και ήταν πραγματικά παιδιά τού Ποσειδώνα, έγιναν γνωστοί ως Αλωάδες, δηλαδή παιδιά του Αλωέα. Έλεγαν μάλιστα ότι ο Αλωέας, ο άντρας της Ιφιμέδειας, ήταν αδερφός του Τριόπα και γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης, της κόρης του Αίολου.

4. Η Ιφιμέδεια, ο Ώτος και ο Εφιάλτης στον Όμηρο

                          Στην Οδύσσεια του Ομήρου, (λ , 311 – 326), υπάρχουν πληροφορίες για την περιπέτεια της Ιφιμέδειας με τον Ποσειδώνα. Παραθέτουμε το κομμάτι αυτό όπως μεταφράστηκε από τον Ζήσιμο Σιδέρη.
«Είδα την Ιφιμέδεια, το ταίρι του Αλωέα,
πόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνα,
και δυο παιδιά τής έφερε λιγόχρονα στον κόσμο,
τον Ώτο τον ισόθεο, τον ξακουστό Εφιάλτη,
που ‘ταν οι πιο ψηλότεροι απ’ όσους θρέφει η πλάση,
κι ύστερα απ’ τον Ωρίωνα, οι πιο όμορφοι στα κάλλη.
Εννιά χρονών σαν έγιναν, πήχες εννιά είχαν πλάτος
κι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάνανε είχε φτάσει
και τους θεούς φοβέρισαν πως στα ψηλά ουράνια
τη λύσσα τού συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου.
Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσα,
στερνά το Πήλιο το πυκνό, στον ουρανό να φτάσουν.
Κι αν ζούσαν και μεγάλωναν, θα το ‘χαν κατορθώσει.
Μα ο γιος του Δία, που η Λητώ τον γέννησε η πανώρια,
τους πήρε, πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια,
και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένια».
Οι δυο Αλωάδες, τα δίδυμα παιδιά της Ιφιμέδειας, ήταν λοιπόν – όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι – πολύ όμορφοι, τόσο που μοναχά ο πανέμορφος Ωρίωνας τους ξεπερνούσε στην ομορφιά. Τα είχαν όμως βάλει και αντιμάχονταν με τους θεούς του Ολύμπου. Ίσως αυτό να είναι ένα ακόμη σημείο στο οποίο μπορούμε να δούμε την διαμάχη των παλιών θεών των Τιτάνων, των «προτέρων θεών» και των Ολυμπίων.
Αξίζει εδώ να δούμε πώς έδωσε σε μετάφραση το κομμάτι αυτό της Οδύσσειας ο Αργύρης Εφταλιώτης:
«Κι είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα,
που έλεγε πως με το θεό κοιμήθη Ποσειδώνα,
και δυο τού γέννησε παιδιά, μα ζωή πολλή δεν είχαν’
τον Ώτο τον ισόθεο, και το λαμπρό Εφιάλτη,
που απ’ όσους η γης έθρεψε πιο αψηλόκορμοι ήταν,
και που μονάχα ο Ωρίωνας στα κάλλη τους περνούσε’
εννιά χρονών είταν παιδιά, κ’ εννιά είχαν πήχες πλάτος
κι ανέβαινε το μπόγι τους οργιές εννιά του ύψου
και τους αθάνατους αυτοί φοβέριζαν πως θάρθουν
να φέρουνε στον Όλυμπο πολέμου αχό κι αντάρα.
Την Όσσα πά στον Όλυμπο πασκίζανε να στήσουν,
το Πήλιο με τ’ ανεμιστά κλωνιά στην Όσσα απάνω,
ν’ ανέβουνε στον ουρανό. Κι αν ζούσανε να φτάσουν
στα χρόνια της παλληκαριάς, θα κάναν το σκοπό τους.
Μα ο γιος του Δία και της Λητώς της ομορφομαλλούσας
τους χάλασε πριν βγάλουνε σγουρά στα μαγουλά τους
και πριν το χνούδι τ’ ανθερό τους σκιώσει το πηγούνι.»
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, όπως έλεγαν κάποιοι μύθοι, ήταν τόσο πολύ δυνατοί ώστε κάποτε έδεσαν και αυτόν το θεό του πολέμου, τον Άρη και τον έκλεισαν σ’ ένα χάλκινο πιθάρι για δεκατρείς ολόκληρους μήνες. Και θα έμενε εκεί για πάντα, έστω και αν ήταν θεός, άμα δεν τον έσωζε ο Ερμής: «ἔδησαν δέ καί ῎Αρην, τοῦτον μὲν οὖν Ἑρμῆς ἑξέκλεψεν» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 4).
Μας τα λέει πολύ καλά και ο Όμηρος (Ιλιάδα, Ε, 385 – 391). Σε μετάφραση του Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή το σχετικό κομμάτι λέει:
«Πολλά τυράννια κι ο Άρης τράβηξε, που μ’ αλυσίδες στέριες
ο Εφιάλτης κι ο Ώτος, οι αντροδύναμοι γιοι του Αλωέα, τον δέσαν,
και μήνες δεκατρείς τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι.
Κι ο Άρης της μάχης ο ανεχόρταγος, θα ‘χε χαθεί κει μέσα,
η μητρυγιά τους αν δεν έτρεχε του Ερμή να το μηνύσει,
η όμορφη Ηερίβοια’ τους τον ξέκλεψε τον Άρη εκείνος τότε,
που ’χε αποκάμει πια απ΄ τις άλυσες, βαριά που τον παιδεύαν».

                                                5. Η εξόντωση των Αλωάδων

                         Τα καμώματα αυτά του Ώτου και του Εφιάλτη και η απόπειρά τους να προσπαθήσουν να φτάσουν τους θεούς του Ολύμπου, να αλυσοδέσουν τον Άρη και προπαντός η μεγάλη ασέβειά τους να θέλουν να ζευγαρωθούν με τις θεές Άρτεμη και Ήρα, εξόργισαν τους ολύμπιους θεούς και αυτοί αποφάσισαν να τους εξοντώσουν. Η «ύβρη» τους είχε ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο και έπρεπε να τιμωρηθούν σκληρά.
Ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία και της Λητώς, ήταν εκείνος που σταμάτησε τα σχέδια των δυο παιδιών της κόρης του Τριόπα, της Ιφιμέδειας. Ο Απόλλωνας, λέει ο μύθος, γνώριζε ότι ήταν γραφτό ο Ώτος και ο Εφιάλτης να μην μπορούν να σκοτωθούν ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο. Σκέφτηκε λοιπόν πολύ και βρήκε τη λύση. Αφού ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο μπορούσαν να σκοτωθούν, δεν έμεινε παρά μόνο μια λύση: τα δυο αδέλφια να σκοτωθούν μεταξύ τους.
Έβαλε λοιπόν ο Απόλλωνας σε εφαρμογή το σχέδιό του. Η Άρτεμη, που τόσο πολύ την ποθούσε ο Ώτος, πείστηκε από τον Απόλλωνα να ειδοποιήσει τον ερωτευμένο Αλωάδα ότι τάχα τον θέλει κι αυτή και ότι τον περιμένει ν’ ανταμώσουν στη Νάξο. Έτρεξε πρόθυμα ο Ώτος. Μαζί του έτρεξε και ο Εφιάλτης νομίζοντας ότι κι αυτός μπορεί να ανταμώσει εκεί την Ήρα, που τόσο πολύ την επιθυμούσε.
Η Άρτεμη πραγματικά, σύμφωνα με την υπόδειξη του Απόλλωνα, ήταν εκεί. Δεν ήταν όμως η Ήρα. Βλέποντας αυτό ο Εφιάλτης ζήτησε από τον αδερφό του να του επιτρέψει να πάει με την Άρτεμη και αυτός. Ο Ώτος αρνήθηκε και άρχισε μεγάλος καυγάς μεταξύ τους. Τα δυο αδέλφια ήταν έτοιμα να κονταροχτυπηθούν. Την ώρα εκείνη η Άρτεμη, μεταμορφωμένη σε ελαφίνα, πέρασε ανάμεσα στα δυο αδέλφια που ετοιμάζονταν να πετάξουν τα κοντάρια τους. Τα δυο αδέλφια πέταξαν τώρα τα κοντάρια τους στη λαφίνα. Αυτή όμως πέρασε γρήγορα και τα δυο κοντάρια βρήκαν ως στόχο τους το καθένα από έναν αδελφό. Έτσι πέτυχε το σχέδιο του Απόλλωνα και οι δυο Αλωάδες αλληλοσκοτώθηκαν.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης είχαν και μία αδελφή, την Ελάτη. Είχε και αυτή τεράστιο ανάστημα όπως τα αδέλφια της. Όταν έμαθε τον θάνατο των αδερφών της μεταμορφώθηκε από τη μεγάλη της λύπη σε έλατο.
Ο Δίας όμως δεν ήταν ικανοποιημένος από την τιμωρία αυτή των Αλωάδων. Για ακόμη μεγαλύτερη τιμωρία τους οι δυο Αλωάδες καταδικάστηκαν στον Κάτω Κόσμο να είναι μαζί με τους άλλους μεγάλους κολασμένους. Καταδικάστηκαν να είναι δεμένοι οι δυο τους, πλάτη με πλάτη, σ᾿ ένα στύλο και να τους περιζώνουν φίδια που τους δάγκωναν. Ταυτόχρονα μια κουκουβάγια έκρωζε ανατριχιαστικά συνεχώς στα αυτιά τους και τους ξεκούφαινε. Ήταν μάλιστα δεμένοι, λέει ο σχετικός μύθος, σε μέρος κοντά στη Στύγα, στα νερά της οποίας είχαν ορκιστεί ότι θα κάνουν δικές τους την Ήρα και την Άρτεμη.
Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η λέξη Ώτος σημαίνει κουκουβάγια.

6. Μια αλλιώτικη εκδοχή του μύθου, όπως ακουγόταν στην Αχαΐα Φθιώτιδα,
που μπορεί να είναι και η μόνη αληθινή και αυθεντική

                          Έλεγαν κι άλλα οι μύθοι της Αχαΐας Φθιώτιδας για τα δυο παιδιά του Ενιπέα – Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. Δεν πήγαν στη Νάξο τα δυο παιδιά, έλεγαν αυτοί οι μύθοι, για να συναντήσουν την Άρτεμη και την Ήρα. Δεν είχαν τέτοιο σκοπό ο Ώτος και ο Εφιάλτης πηγαίνοντας στη Νάξο. Πήγαν εκεί να βρουν τη μάνα τους και την αδερφή τους, που είχαν χαθεί.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης είχαν, έλεγαν οι μυθολογικές εκδοχές που ακούγονταν περισσότερο στην Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτός από την Ελάτη, μία ακόμα αδελφή, την Παγκράτιδα. Την Παγκράτιδα λοιπόν, την αδελφή τους, και την Ιφιμέδεια, την μητέρα τους, τις είχαν αρπάξει ληστές και τις είχαν φέρει στη Νάξο.
Να πως έγινε αυτή η αρπαγή. Η Ιφιμέδεια με την Παγκράτιδα ήταν πάνω στο βουνό Δρίος της Αχαΐας Φθιώτιδας (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη, 5, 50, 4 -6). Μαζί με άλλες γυναίκες έπαιρναν μέρος στη διονυσιακή λατρεία που γινόταν πάνω στο βουνό αυτό. Από το βουνό λοιπόν Δρίος, κάποιο παρακλάδι της Όρθρης, άρπαξαν τις δυο γυναίκες , μάνα και κόρη, οι ληστές μαζί με πολλές άλλες «διονυσιάζουσες» γυναίκες και τις είχαν μεταφέρει στη Νάξο όπου υπήρχε μεγάλη έλλειψη γυναικών.
Ο πατέρας τους, ο Αλωέας, όταν είδε να χάνονται η γυναίκα και η κόρη του, έστειλε τα δυο παιδιά του να ψάξουν και να βρουν τη μάνα τους και την αδερφή τους οπωσδήποτε, διαφορετικά να μην γυρίσουν πίσω. Πήγαν πραγματικά, λοιπόν, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, στη Νάξο, όπως έλεγαν όλοι, σταλμένοι όμως εκεί από τον πατέρα τους για να φέρουν πίσω τη μάνα τους και την αδερφή τους και όχι για να συναντήσουν την Άρτεμη και την Ήρα, όπως έλεγαν οι άλλοι. Όταν έφτασαν στη Νάξο όχι μόνο πέτυχαν το σκοπό τους και απελευθέρωσαν τη μητέρα τους και την αδελφή τους, αλλά στη συνέχεια κατόρθωσαν και πήραν την εξουσία του νησιού.
Πολύ αργότερα και για άλλο λόγο μάλωσαν μεταξύ τους και σκοτώθηκαν. Ο Πίνδαρος (Πυθιόνικοι 4, 88 -89) γράφει: «ἐν δὲ Νάξῳ φαντί θανεῖν λιπαρᾷ Ἰφιμεδείας παῖδας, ᾮτον καί σέ, τολμάεις Ἐφιάλτα ἄναξ». Ωστόσο, κατά τον Παυσανία, ο τάφος των Αλωάδων βρισκόταν στην πόλη Ανθηδόνα της Βοιωτίας. «Ἐνταῦθά εἰσι μέν τάφοι τῶν Ἰφιμεδείας καί Ἀλωέως παίδω. . .» ( IX, 22, 6)

7. Η συγγενική γενεαλογία των Αλωάδων

                             Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφέρουμε κάποια ακόμη στοιχεία για τη γενεαλογία ηρώων σε σχέση με πρόσωπα που εμφανίζονται στην Αχαΐα Φθιώτιδα και που αναφέρονται στην Κανάκη, την κόρη του Αίολου και πεθερά της Ιφιμέδειας. Είναι στοιχεία που παραπέμπουν σε εποικίσεις μερών από ανθρώπους της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο πατέρας της Κανάκης, ο Αίολος, ήταν γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα. Ο Αίολος λοιπόν, ο γιος του Έλληνα, πήρε γυναίκα του την Ευαρέτη, την κόρη του Δηίμαχου. Από το γάμο τους γεννήθηκαν εφτά γιοι: Ο Κρηθέας, ο Σίσυφος, ο Αθάμαντας, ο Σαλμωνέας, ο Δηιόνας, ο Μάγνητας και ο Περιήρης και πέντε κόρες: η Κανάκη, η Αλκυόνη, η Πεισιδίκη, η Καλύκη και η Περιμήδη.
Γιος επίσης της Κανάκης από τον Ποσειδώνα, εκτός από τον Αλωέα, που είδαμε παραπάνω, ήταν και ο Εποπέας. Γιος του Εποπέα ήταν ο Μαραθώνας, ο οποίος αποίκισε την ομώνυμη περιοχή στην ανατολική παραλία της Αττικής.
Γιος της Καλύκης, της άλλης κόρης του Αίολου, ήταν ο Ενδυμίονας. Ο Ενδυμίονας, ακολουθούμενος από Αιολείς (απόγονους του Αίολου) αποίκισε την Ήλιδα .
Γιος αυτού του Ενδυμίονα, του εγγονού του Αίολου, και της Υπερίμνης, ήταν ο Αιτωλός, που έγινε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς των Αιτωλών.
Γιος επίσης αυτού του Ενδυμίονα ήταν και ο Παίονας, που έγινε ο επώνυμος ήρωας και πρώτος βασιλιάς των Παιόνων.
Γιος επίσης του Ενδυμίονα αυτού και της Υπερίμνης ήταν και ο Επειός, ο οποίος έγινε γενάρχης των Επειών, που ήταν ένας προϊστορικός λαός της Πελοποννήσου και κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της.
Μία κόρη του ίδιου αυτού Ενδυμίονα ήταν η Ευρυκύδη. Γιος της Ευρυκύδης αυτής και του Ποσειδώνα, ήταν ο Ηλείος, ο οποίος έγινε αργότερα πατέρας του βασιλιά Αυγεία, τους στάβλους του οποίου καθάρισε ο Ηρακλής. Από τον Ηλείο, τον πατέρα του Αυγεία ένα μέρος των Επειών, ονομάστηκαν Ηλείοι.
Οι παραπάνω μύθοι αλλά και άλλοι σχετικοί αποδεικνύουν και ενισχύουν την άποψη ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα είναι η αρχική κοιτίδα πολλών ελληνικών φύλων.

Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΜΕΛΙΤΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΑΣΠΑΛΙΔΑ.

                          Την πιο ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, που, όπως είδαμε την τίμησε με τον έρωτά του ο γιος του Δευκαλίωνα, ο Έλληνας και την έκανε μητέρα και πρόγονο όλων των Ελλήνων, την ερωτεύθηκε και ο ίδιος ο Δίας. Ήρθε λοιπόν μια μέρα και ο Δίας πάνω στην Όθρη, την έδρα των παλιών θεών που ο ίδιος την είχε αντικαταστήσει με τον Όλυμπο, και ενώθηκε με την Οθρηίδα. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ένα αγόρι. Η νύμφη Οθρηίδα φοβήθηκε πολύ την οργή της ζηλιάρας γυναίκας του Δία, της Ήρας και γι’ αυτό παράτησε το νεογέννητο παιδί της μόνο του και έφυγε μακριά κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτε.
Τα παιδιά όμως των θεών, και μάλιστα πολύ περισσότερο του Δία, δεν είναι δυνατόν να πάθουν κακό. Ο Δίας έστειλε – έτσι έλεγαν οι άνθρωποι πάνω και γύρω από την Όθρη στους μύθους τους – αμέσως ένα σμήνος μελισσών που με το μέλι τους τάιζαν το βρέφος τις πρώτες μέρες της ζωής του. Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες ο Δίας πάλι φρόντισε για το γιο του. Οδήγησε προς τα εκεί τα βήματα ενός τσοπάνη της Όθρης και έτσι αυτός βρήκε το παρατημένο από τη μάνα του παιδί. Το συμμάζεψε και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει. Επειδή δε, την ώρα που ο τσοπάνος βρήκε το μωρό, είδε να το τρέφουν οι μέλισσες βάφτισε το μωρό Μελιτέα. Τον τσοπάνο αυτόν τον έλεγαν Φάγρο.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης γράφει για το γεγονός αυτό:
«Διός καί νύμφης Ὀρθρηίδος ἐγένετο παῖς Μελιτεύς. Τοῦτον ἡ μήτηρ ἐξέθηκεν εἰς τὴν ὕλην κατά δέος Ἥρας, ὅτι αὐτῇ Ζεύς ἐμίχθη. Ὁ δέ παῖς Διός βουλῇ οὐκ ἠφανίσθη ἀλλ’ ηὔξετο τροφόμενος ὑπό μελισσῶν. Ἐνέτυχε δέ αὐτῷ ποιμαίνων πρόβατα Φάγρος ὁ Ἀπόλλωνος καί Ὀρθρηίδος νύμφης, ἥτις ἔτεκε Μελιτέα τόν ἐν τῇ ὕλῃ παῖδα. Θαυμάσας δέ πρός τόν ὄγκον τοῦ σώματος καί ἔτι πλέον πρός τάς μελίσσας ἀνείλετο καί ἀπήνεγκεν εἰς τά οἰκία καί ἔτρεφεν ἐν πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα, διότι ὑπό μελισσῶν ἐτράφη. Ὑπῆλθε <γὰρ> αὐτόν καί χρησμός, ἐν ὧ ποτε θεός εἶπε σώζειν ὁμόγνιον ὄντα τόν ὑπό τῶν μελισσῶν τρεφόμενον. Ὁ δὲ παῖς ἐπεί τάχιστα ἠνδρώθη, ἀνήρ ἐγένετο γενναῖος καί πλείστων ἦρξε περιοίκων καί πόλιν ἔκτισεν ἐν τῇ Φθίᾳ προσαγορεῦσας Μελίτην. Ἐν ταύτῃ τῇ Μελίτῃ τύραννος ἐγένετο βίαιος καί ὑβριστής, ὃν οἱ μὲν ἐγχώριοι ούδ’ ὀνομάζουσιν. ὑπό δε τῶν ξένων Τάρταρος ἐκαλεῖτο. Οὗτος εἴ τις διαβοηθείη παρθένος ἐπί κάλλει τῶν ἐγχωρίων, ἀπῆγεν αὐτήν καί ἐμίγνυτο πρό γάμου κατά βίαν. Τότε δ’ οὖν εἴρητο πρός τούς θέραπας ἀπάγειν Ἀσπαλίδα τήν θυγατέρα τήν Ἀργαίου τῶν οὐκ ἀσήμων. Ἡ δέ παῖς, ὡς ἔκπυστος ὁ λόγος ἐγένετο, πρὶν ἀφικέσθαι τούς ἀπάξοντας ἀνήρτησεν ἑαυτήν. Τῆς δέ πράξεως οὔπω διαβοηθείσης ἀδελφός ὁ τῆς Ἀσπαλίδος Ἀστυγίτης ὤμοσεν, ὅτι πρότερον τίσεται τόν τύραννον ἤ τό σῶμα καθαιρήσει τό τῆς ἀδελφῆς. Ἐνδύς δέ τάχιστα τήν στολήν τῆς Ἀσπαλίδος καί κρύψας παρά τήν εὐώνυμον πλευράν τό ξίφος ἔλαθε πρός τήν ὄψιν ἀντίπαις ὤν. Παρελθών δ’ εἰς τά οἰκία γυμνόν ὄντα καί ἀφύλακτον τόν τύραννον κτείνει. Οἱ δέ Μελιτεῖς τόν μέν Ἀστυγίτην ἐστεφάνουν καὶ μετά παιάνων προέπεμπον, τὸ δὲ σῶμα τοῦ τυράννου κατεπόντισαν εἰς ποταμόν ἐμβάλοντες, ὃν ἔτι νῦν ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου Τάρταρον καλοῦσι. Τό δέ σῶμα τό τῆς Ἀσπαλίδος ἐξερευνῶντες πάντα τρόπον, ὅπως κηδεύσωσιν ἐπισήμως, οὐκ ήδυνήθησαν εὑρεῖν, ἀλλά τοῦτο μέν ἠφανίσθη κατά θεόν, ἀντί δέ τοῦ σώματος ἐφάνη ξόανον παρά τό τῆς Ἀρτἐμιδος ἐστηκός. Ὀνομάζεται δέ παρά τοῖς ἐγχωρίοις τοῦτο τὸ ξόανον Ἀσπαλίς Ἀμειλίτη Ἑκαέργη, ὧ καθ’ ἕκαστον ἔτος αἱ παρθένοι χίμαρον ἄθορον ἐκρήμνων, ὅτι καί ἡ Ἀσπαλίς παρθένος οὖσα ἑαυτήν ἀπηγχόνισεν».
Όταν ο Μελιτέας μεγάλωσε αρκετά, κατόρθωσε κι έγινε ισχυρός άρχοντας. Έχτισε μάλιστα και μια πόλη στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, της οποίας έγινε βασιλιάς. Την πόλη αυτή την ονόμασε από το όνομά του Μελιταία. Είναι η πόλη που βρίσκεται ακόμη μέχρι και σήμερα στην ίδια περιοχή, έξω από το Δομοκό. Βρισκόταν στις όχθες του Ενιπέα ποταμού δέκα στάδια μακριά από την αρχαία πόλη Ελλάδα.
Πολλά είναι οι μύθοι που λέγονταν στην περιοχή για τον Μελιτέα και τα κατορθώματά του.
Ο Μελιτέας έγινε ένας σκληρός και απάνθρωπος άρχοντας. Ήταν ο φόβος κι ο τρόμος όλων των κατοίκων της περιοχής. Οι κάτοικοι της Μελιταίας τόσο πολύ τον μισούσαν ώστε, όταν αναφέρονταν σ’ αυτόν, δεν τον αποκαλούσαν με το πραγματικό όνομά του, Μελιτέα, αλλά τον ονόμαζαν Τάρταρο. Με την ονομασία αυτή φανέρωναν την μεγάλη τους επιθυμία και ταυτόχρονα την κατάρα να πάει και να χαθεί στα Τάρταρα. Είναι κι αυτή μια ακόμα μαρτυρία για τη γνωστή στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας τιμωρία των εχθρών με τον καταποντισμό τους στα Τάρταρα.
Ο Μελιτέας, μόλις μάθαινε ότι κάπου στην περιοχή του βασιλείου του υπήρχε κάποιο κορίτσι που ξεχώριζε για την ομορφιά του, έστελνε ανθρώπους δικούς του να το πάρουν και να του το φέρουν στο παλάτι του. Ήθελε να είναι αυτός ο πρώτος που θα χαιρόταν τις χάρες του κοριτσιού πριν προλάβει και το παντρευτεί κάποιος άλλος.
Ένα τέτοιο πανέμορφο κορίτσι που ζούσε στη Μελιταία ήταν και η Ασπαλίδα. Ήταν κόρη ενός από τους άρχοντες της Μελιταίας (ή Μελίτης), του ξακουστού Αργαίου. Όλοι τριγύρω είχαν να λένε για τις χάρες της και όλοι μιλούσαν για τη μεγάλη ομορφιά της. Δεν άργησε φυσικά να το πληροφορηθεί αυτό και ο Μελιτέας. Έστειλε λοιπόν, όπως συνήθιζε, τους δικούς του ανθρώπους ν’ αρπάξουν την Ασπαλίδα από το σπίτι της και να την οδηγήσουν στο παλάτι του.
Η Ασπαλίδα, που γνώριζε πολύ καλά τι την περίμενε όταν θα πήγαινε στο παλάτι, μόλις πληροφορήθηκε ότι ξεκίνησαν οι άνθρωποι του Μελιτέα για το σπίτι της, πήρε τη μεγάλη απόφασή της. Πήρε ένα σχοινί το πέρασε στο λαιμό της και κρεμάστηκε πριν προλάβουν ακόμη να έρθουν να την πάρουν και να την οδηγήσουν στον σκληρό άρχοντα. Προτίμησε έτσι το θάνατο από την μεγάλη ντροπή και ατίμωση που την περίμενε στο παλάτι του Μελιτέα.
Ο αδερφός της κοπέλας, ο Αστυγίτης, αγανακτισμένος εδώ και πολύ καιρό, όπως όλοι οι συμπατριώτες του, εναντίον του τύραννου για τα φερσίματά του, αποφάσισε, ύστερα από αυτό το τελευταίο προσωπικό κακό που τον βρήκε, να εκδικηθεί ο ίδιος προσωπικά και εκ μέρους όλων των κατοίκων της Μελιταίας για όσα είχε καμωμένα ο απάνθρωπος τύραννος. Ορκίστηκε μάλιστα στους θεούς ότι δεν θα κατεβάσει το πτώμα της αδερφής του από το σχοινί της κρεμάλας, αν προηγουμένως δεν τιμωρήσει σκληρά, όπως έπρεπε, τον τύραννο.
Πριν λοιπόν ακόμη φτάσουν στο σπίτι του οι άνθρωποι του Μελιτέα, που έρχονταν να πάρουν το κορίτσι, χωρίς να έχουν ακόμα πληροφορηθεί το θάνατο της Ασπαλίδας, ο Αστυγίτης ντύθηκε με τα ρούχα της αδερφής του και παριστάνοντας την Ασπαλίδα περίμενε τους ανθρώπους του Μελιτέα, έχοντας κρυμμένο στα ρούχα του ένα σπαθί. Έτσι, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους ανθρώπους του σκληρού άρχοντα, οδηγήθηκε στο δωμάτιο του Μελιτέα σαν Ασπαλίδα. Εκεί, στην κατάλληλη στιγμή, όταν έμειναν μόνοι οι δυο τους, ο Αστυγίτης έβγαλε το σπαθί του και σκότωσε τον τύραννο. Έτσι οι κάτοικοι της Μελιταίας απαλλάχτηκαν από την παρουσία στη χώρα τους του σκληρού τυράννου και γλίτωσαν από τα βάσανά τους. Αυτά έλεγαν οι μύθοι σ’ όλη την γύρω περιοχή.
Οι κάτοικοι της Μελιταίας τίμησαν, όπως άρμοζε στην περίπτωση, με πολλές τιμές τον Αστυγίτη, ως τυραννοκτόνο και ελευθερωτή. Το πτώμα του Μελιτέα δεν το έθαψαν, αλλά το πέταξαν σ’ ένα ποτάμι, εκεί κοντά, το οποίο από τότε ονομάστηκε Τάρταρος. Έτσι, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μελιτέας πήγε στα Τάρταρα, όπως τόσα και τόσα χρόνια εύχονταν όλοι από μέσα τους με το να τον ονομάζουν Τάρταρο.
Όταν, μετά την εκδίκησή του ο Αστυγίτης, μαζί με τους άλλους κατοίκους της Μελιταίας, σύμφωνα με το τάμα που είχε κάνει, πήγαν να ξεκρεμάσουν το πτώμα της Ασπαλίδας και να του αποδώσουν τις τιμές που έπρεπε, δεν το βρήκαν εκεί, σαν κάποιος να είχε φροντίσει να το πάρει. Στη θέση του πτώματός της βρήκαν μόνο ένα ξόανο, ένα ξύλινο δηλαδή ομοίωμα της ενάρετης κοπέλας. Αργότερα κατάλαβαν και έδωσαν την εξήγηση που έπρεπε, εκείνοι που μπορούσαν να εξηγούν την συμπεριφορά και το θέλημα των θεών σε τέτοιες περιπτώσεις. Την Ασπαλίδα, εξήγησαν, που πέθανε μένοντας παρθένος μέχρι το θάνατό της, την τίμησε όπως ταίριαζε η Άρτεμη, η θεά της αγνότητας και της εκούσιας παρθενίας. Την πήρε κοντά της και στη θέση του πτώματός της άφησε το ξόανο. Αυτό το ξόανο που άφησε η Άρτεμη, το λάτρευαν και το τιμούσαν πολύ στα κατοπινά χρόνια όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής μαζί με την ίδια τη θεά Άρτεμη. Το ονόμαζαν Ασπαλίδα ή Αμειλήτη ή Εκαέργη. Εκαέργη είναι ένα από τα λατρευτικά επίθετα της θεάς Άρτεμης.
Έτσι στην Μελιταία οι άνθρωποι λάτρευαν ως θεά την Ασπαλίδα μαζί με την Άρτεμη. Όταν αργότερα έπρεπε να ικανοποιηθεί και να συνταιριαστεί τόσο η λατρεία των παλιών προολυμπιακών θεοτήτων, όπως η Ασπαλίδα, όσο και των καινούργιων καθαρότερων ολυμπιακών θεϊκών οντοτήτων, όπως η Άρτεμη, οι δυο θεές, παλιά και καινούργια, ενώθηκαν σε μία. Έγινε μία ακόμη θεοκρασία.
Οι Μελιταιείς, βολεύοντας όλες τους τις λατρευτικές ανάγκες, των «συντηρητικών» που λάτρευαν την θεά Ασπαλίδα και ήθελαν να διατηρήσουν τη λατρεία της και των «προοδευτικών», που ήθελαν να επιβάλουν τη λατρεία της καινούργιας θεάς της Άρτεμης, λάτρευαν πλέον όλοι μαζί την νέα θεά, αποτέλεσμα θεοκρασίας των δύο αντιπάλων θεοτήτων, την «Ασπαλίδα Άρτεμη».
Με τον τρόπο αυτό, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, έγινε το αρμονικό δέσιμο της μνήμης και του σεβασμού του παρελθόντος και της ανάγκης του παρόντος. Όπως και σ’ άλλες δηλαδή περιπτώσεις, το όνομα της παλιάς θεάς έγινε και επέζησε για χρόνια ως συνοδευτικό λατρευτικό επίθετο της καινούργιας. Η θεοκρασία των δύο θεοτήτων έγινε βεβαίως και πάλι σε βάρος της παλιάς θεότητας, της τοπικής θεότητας της υποβαθμισμένης πολιτιστικά περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Για τη λατρεία της Ασπαλίδας Άρτεμης συνήθιζαν να θυσιάζουν μία κατσίκα, την οποία δεν την είχε πλησιάσει ακόμη τράγος, για να θυμίζει έτσι την Ασπαλίδα που δεν την είχε πλησιάσει άντρας, μέχρι τη στιγμή που πέθανε.
Με το είδος αυτό της θυσίας δε φαίνεται να συμφωνούσαν όμως όλοι. Έτσι για να βολευτούν και οι αντιρρησίες είχαν και μια άλλη συνήθεια στη λατρεία της Ασπαλίδας Άρτεμης. Αντί για κατσίκα που δεν την είχε πλησιάσει τράγος, κάποιοι άλλοι θυσίαζαν ένα τράγο, υποκατάστατο φυσικά του πολυγαμικού Μελιτέα.
Δεν μας είναι γνωστό ποιο από τα δυο είδη θυσίας προηγήθηκε χρονικά ή αν συνυπήρχαν και για πόσο καιρό τα δύο είδη των θυσιών. Το βέβαιο είναι ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις με τα επιχειρήματά της η κάθε μία και με τους πιστούς της. Είναι λίγο δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος και να συμφωνήσει αν το θυσιαζόμενο ζώο έπρεπε να αντιπροσωπεύει και να μιμείται αναπαριστάνοντας την αυτοθυσία και την προσφορά ή την εκδίκηση και την τιμωρία.
Οι Μελιταιείς πάντως, όλοι μαζί και ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τους απόψεις για το είδος του προσφερόμενου ζώου στις θυσίες τους, λάτρευαν με πανηγύρια και τελετές την «Ασπαλίδα Άρτεμη». Είχαν χτίσει, για το σκοπό αυτό και την ικανοποίηση των λατρευτικών τους αναγκών, ιδιαίτερο βωμό προς τιμήν της Ασπαλίδας.
Το ιερό αυτό σωζόταν για αρκετά χρόνια αργότερα και κατά τον Α. Σ. Αρβανιτόπουλο βρισκόταν στο δρόμο από τη Μελιταία προς τη Λαμία, δίπλα στο Σκουριζόρρεμα, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Τα νομίσματα της Μελιταίας, στα ιστορικά πλέον χρόνια, παρίσταναν στη μία πλευρά τους μέλισσα. Αυτό βεβαίως πρέπει να θεωρηθεί, ως ένδειξη ότι οι Μελιταιείς και στα νεότερα χρόνια δέχονταν τον μύθο του Μελιτέα με τις μέλισσες που τον μεγάλωσαν στις πρώτες μέρες της ζωής του καθώς και την ετυμολογία του ονόματος της πόλης τους. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο μύθος εξακολουθούσε να τους είναι γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός.
Αλλά και στα πολύ νεότερα, τα πρόσφατα, χρόνια, όταν μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό χρειάστηκε οι δήμοι που ιδρύθηκαν στο νέο ελληνικό κράτος ν’ αποκτήσουν τις δικές τους ξεχωριστές σφραγίδες μ’ ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό της ιστορίας τους και της παράδοσης έμβλημα, αποφασίστηκε, προφανώς ύστερα από πρόταση των κοινοτικών αρχόντων του χωριού, η οποία εγκρίθηκε με σχετική γνωμοδότηση του υπεύθυνου για την έγκριση αρχαιολόγου Π. Ευστρατιάδη, η σφραγίδα του Δήμου Μελιταίας να έχει στο μέσον «μέλιτταν ορθήν με τας πτέρυγας αναπεπταμένας». (ΒΔ. της 19 -8 – 1883, Φ. Ε. Κ. 340).
Η αντικατάσταση του σώματος της Ασπαλίδας, που επρόκειτο κατά κάποιο τρόπο να θυσιαστεί, μας θυμίζει το παρόμοιο γεγονός της αρπαγής του σώματος της Ιφιγένειας, στην Αυλίδα, την ώρα που επρόκειτο κι αυτή να θυσιαστεί.
Και οι δύο, Ασπαλίδα και Ιφιγένεια, επρόκειτο να «θυσιαστούν» άδικα. Τα πτώματα και των δύο αρπάχτηκαν από την ίδια θεά για να τιμηθούν. Αυτή η αντικατάσταση της Ασπαλίδας με ξόανο που έστειλε η Άρτεμη και στη συνέχεια η λατρεία όχι πλέον της Ασπαλίδας μόνης αλλά της Ασπαλίδας Άρτεμης και τέλος ο υποβιβασμός της Ασπαλίδας σε λατρευτικό επίθετο της Άρτεμης και αυτή καθαυτή η «εξαφάνιση» του πτώματός της είναι άλλη μια ένδειξη της απορρόφησης των τοπικών παλαιών θεοτήτων από τους πανελλήνιας εμβέλειας Ολύμπιους θεούς και τελικά της «εξαφάνισής» τους από την θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων. Η νεότερη θεά Άρτεμη εξαφάνισε βίαια την παλιότερη Ασπαλίδα.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής κάτι που είναι πολύ χαρακτηριστικό. Όλες οι παλαιές τοπικές θεότητες της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως ο Αγρέας, ο Αρισταίος, ο Λαφύστιος, η Ιτωνία, η Ασπαλίδα, ο Φάγρος, υποκύπτοντας στη λάμψη και την πανελλήνια ακτινοβολία του Απόλλωνα, του Δία, της Αθηνάς, της Άρτεμης, ενσωματώθηκαν σ’ αυτούς ως λατρευτικά επίθετα παρέμειναν για ένα διάστημα μαζί και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Όλες δηλαδή οι θεοκρασίες έγιναν σε βάρος των τοπικών θεοτήτων. Η μοίρα των θεών ακολουθεί την μοίρα των ανθρώπων που τους λατρεύουν.                                           Και οι δύο, θεοί και άνθρωποι, υποβαθμισμένων πολιτιστικά και αδύναμων και απόμερων περιοχών, υποκύπτουν πάντοτε στους ισχυροτέρους.
Είναι θαρρώ το γεγονός αυτό μία σαφής ένδειξη, αν όχι απόδειξη, ότι οι τοπικοί αυτοί μύθοι είναι πανάρχαιοι και είναι μύθοι ενός λαού και μιας περιοχής που δεν μπορούσε και για αντικειμενικούς λόγους να τους επιβάλλει και να τους περιβάλλει με πανελλήνια εμβέλεια αλλά και για υποκειμενικούς λόγους που εξηγήσαμε. Γι’ αυτό και οι μύθοι τους ξεχάστηκαν, αλλοιώθηκαν σύμφωνα με τις θελήσεις και τις επιταγές των ισχυρών, αλλά και κάποιοι απ’ αυτούς υιοθετήθηκαν από άλλους λαούς ως δικά τους δημιουργήματα ή και μεταφέρθηκαν σε άλλες δυναμικές περιοχές. Λεηλατήθηκαν όπως οι θησαυροί κατακτημένων χωρών.
Ο Μ. Κοπιδάκης, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά του Μελιτέα, λέει : «Η συμπεριφορά του Μελιτέα απέναντι στις κόρες των υπηκόων του θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν τυπική περίπτωση αυθαιρεσίας ενός τύραννου. Το γεγονός όμως ότι η Μελιταία βρίσκεται στη Θεσσαλία, όπου ίσχυε από τα πανάρχαια χρόνια ο θεσμός της δουλοπαροικίας, μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο βιασμός των κοριτσιών από τον τύραννο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ιδιότυπη μορφή του «δικαιώματος της πρώτης νύχτας», ενός κανόνα του εθιμικού δικαίου της μεσαιωνικής φεουδαλικής κοινωνίας.
Το έθιμο αυτό εμφανίζεται και στο Βυζάντιο και επιβιώνει σε ορισμένες περιοχές του ελληνισμού ως τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα». (Ελληνική Μυθολογία, Ἐκδοτική Αθηνών», τόμ. 3, σελ. 336).
Το «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» που διατηρούσαν οι άρχοντες τέτοιων περιοχών στηριζόταν σε ανάλογη συμπεριφορά των θεών. Είναι πάρα πολλοί στην Ελλάδα οι μύθοι, στους οποίους, αφού οι θεοί (άρχοντες του τόπου) ζευγάρωναν με κάποιο κορίτσι, φρόντιζαν να το παντρέψουν με κάποιο θνητό, για να αποκτήσει το παιδί τους προστάτη και θνητό πατέρα. Ιδιαίτερα για τον μεγάλο θεό, τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, τον Δία, οι μύθοι αυτοί πλεονάζουν.
Είναι γνωστό εξάλλου ότι στη Θεσσαλία κάτι σαν το δικαίωμα της πρώτης νύχτας δεν ήταν πολύ ασυνήθιστο ανάμεσα στις αυθαιρεσίες των μεγαλοτσιφλικάδων, ακόμη και στα πρώτα, μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, χρόνια.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (13η συνέχεια)

Ο ΑΧΟΡΤΑΓΟΣ ΕΡΥΣΙΧΘΟΝΑΣ ΒΟΣΚΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΡΗ

1. Ο Τριόπας

Αλλά οι θεϊκοί τσοπάνηδες πάνω στο κεντρικό βουνό της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Όρθρη, δεν έχουν τελειωμό.
Πάνω στην Όρθρη λοιπόν ακόμα έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα του, Τριόπα, και ο Ερυσίχθονας. Ο Τριόπας ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης ή, όπως έλεγαν κάποιοι άλλοι, γιος του Ήλιου.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Ο Τριόπας ήταν γιος του Απόλλωνα, έλεγαν αυτοί. Βεβαίως ο Απόλλωνας ταυτιζόταν με τον Ήλιο και έτσι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στις δυο απόψεις.
Μερικοί άλλοι ωστόσο τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Ούτε ο Ποσειδώνας, ούτε ο Ήλιος, ούτε ο Απόλλωνας ήταν πατέρας τού Τριόπα. Ο Τριόπας ήταν γιος του Λαπίθη και της Ορσινόμης.
Τέλος υπάρχει και η άποψη ότι ο Τριόπας ήταν γιος του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας.
Οι άνθρωποι πάνω στην Όρθρη αρέσκονταν, περισσότερο απ’ όλες τις παραπάνω εκδοχές να πιστεύουν ότι ο Τριόπας ήταν εγγονός του Έλληνα και της Ορθρηίδας και αυτό υποστήριζαν στους μύθους τους. Ο Τριόπας, όπως έλεγαν αυτοί και το πίστευαν, ήταν εγγονός της νύμφης Ορθρηίδας.
Και επειδή ο Τριόπας είχε γίνει γνωστός και σ’ άλλα μέρη τα οποία κατοικήθηκαν από ανθρώπους που εγκατέλειψαν την Φθιώτιδα Αχαΐα, δημιουργήθηκαν και στα μέρη εκείνα σχετικοί μύθοι. Πολλοί σε διάφορους τόπους δημιούργησαν μύθους που παρουσίαζαν τον Τριόπα ως δικό τους ντόπιο ήρωα.
Έτσι στο Άργος θεωρούσαν τον Τριόπα γιο του Φόρβαντα και της Εύβοιας και τον θεωρούσαν απόγονο της Νιόβης. Από την Μεσσήνη, την κόρη αυτού του Τριόπα, του γιου τού Φόρβαντα, πήρε το όνομά της η πόλη Μεσσήνη και η Μεσσηνία. Στην πόλη Μεσσήνη υπήρχε ναός και άγαλμα της Μεσσήνης από μάρμαρο της Πάρου και χρυσάφι. Μας το βεβαιώνει ο Παυσανίας: «Ἔστι δὲ καὶ Μεσσήνης τῆς Τριόπα ναὸς καὶ ἄγαλμα χρυσοῦ καὶ λίθου παρίου» (Παυσανίας IV, 31, 11),
Άλλοι πάλι ήθελαν τα πράγματα να είναι εντελώς αντίθετα. Δεν ήταν ο Τριόπας γιος του Φόρβαντα. Αντίθετα ο Φόρβαντας ήταν γιος του Τριόπα και της Ορσινόμης.
Οι κάτοικοι της Ρόδου, όπως και της Αχαΐας Φθιώτιδας, θεωρούσαν τον Τριόπα γιο του Ήλιου. Στη Ρόδο όμως, μητέρα του Τριόπα ήθελαν, όπως ήταν φυσικό, να είναι μια δική τους νύμφη. Έτσι έπλασαν το μύθο ότι μητέρα του ήταν η νύμφη Ρόδος.
Στο νησί Κως θεωρούσαν τον Τριόπα πατέρα του Μέροπα. Στην Κνίδο έλεγαν ότι ο Τριόπας πήγε στα μέρη τους και εκεί έχτισε ιερό, που το έλεγαν Τριόπιο, για να τιμάται μέσα σ’ αυτό ο Απόλλωνας.
Ο Φόρβαντας, γιος ή, σύμφωνα με άλλους, πατέρας του Τριόπα, συνδέθηκε ακόμη και με σχετικούς μύθους στην Ηλεία. Ο Φόρβαντας, έλεγαν στην περιοχή της Ηλείας, έφθασε στην Ώλενο κι εκεί συμπαραστάθηκε στον βασιλιά τους, τον Αλέκτορα, στον αγώνα του εναντίον του Πέλοπα με τον οποίον ο Αλέκτορας βρισκόταν σε διαμάχες. Γι’ ανταμοιβή του ο Αλέκτορας έδωσε στον Φόρβαντα το μισό βασίλειό του και τον πάντρεψε με την κόρη του, την Διογένεια.
Έτσι ο γιος, ή πατέρας, του Τριόπα, ο Φόρβαντας, από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, πήγε και έγινε βασιλιάς στην Ηλεία.
Αργότερα ο Φόρβαντας, σύμφωνα με άλλους μύθους, έγινε πατέρας τού βασιλιά Αυγεία, του γνωστού για τους περίφημους στάβλους του που τους καθάρισε ο Ηρακλής. Παιδί του Φόρβαντα, επίσης από την Διογένεια, την κόρη του Αλέκτορα, ήταν και ο Άκτορας.
Όλα αυτά, τις λεπτομέρειες των οποίων αποφεύγουμε να εκθέσουμε γιατί αποπροσανατολίζουν την εργασία μας από τον κύριο άξονά της, ασφαλώς δείχνουν τις μετακινήσεις λαών από τη Θεσσαλία προς άλλα μέρη της Ελλάδας και τις επιδράσεις που υπήρχαν μεταξύ των διαφόρων ελληνικών φύλων. Όλα είναι ενδείξεις ότι πάντοτε γινόταν μεταφορά μύθων από μία περιοχή σ’ άλλη και ανάλογες κάθε φορά προσαρμογές των μύθων. Είναι ακόμη ολοφάνερες οι προσπάθειες οικειοοίησης από μερικούς μύθων άλλων περιοχών.
Ο Τριόπας, έλεγαν οι μύθοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, είχε βοηθήσει τον Δευκαλίωνα, τον πρώτο μετά τον κατακλυσμό βασιλιά του τόπου αυτού, να διώξει τους παλιούς κατοίκους του τόπου, τους Πελασγούς. Ο Δευκαλίωνας γι’ ανταμοιβή αυτών των υπηρεσιών έδωσε στον Τριόπα ως δώρο το «Δώτιον πεδίον»: «εἰς Θετταλίαν πλεῦσαι ἐπί συμμαχίαν τοῖς Δευκαλίωνος παισί, καί συνεκβαλεῖν ἐκ τῆς Θετταλίας τούς Πελασγούς, καί μερίσασθαι τό καλούμενον Δώτιον πεδίον» (Διόδωρος Σικελιώτης, 5, 61, 1).
Το «Δώτιον πεδίον» ονομάστηκε έτσι από τον Δώτο, τον γιο του Πελασγού. Γι’ αυτό, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ο Φόρβαντας, γιος του Τριόπα, παρουσιάζεται να ζει και να δραστηριοποιείται στο Δώτιο πεδίο απ’ όπου μετανάστευσε στη Κνίδο ή στη Ρόδο ή, όπως ήθελαν οι Ηλείοι, στην Ηλεία όπου έγινε βασιλιάς. Στην πόλη Ιαλυσό μάλιστα της Ρόδου τον λάτρευαν ως μεγάλο ευεργέτη της πόλης και των κατοίκων της. Γίνεται και πάλι φανερή η προσπάθεια πολλών φύλων να συνδέσουν την καταγωγή τους με την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Άλλοι πάλι μύθοι έλεγαν ότι ο κάμπος αυτός ονομάστηκε «Δώτιον Πεδίον» γιατί επώνυμος ήρωάς του ήταν ο Δώτις, ο γιος του Αστερίου και της Αμφικτυόνης, της κόρης του Φθίου.
Και στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε μία ακόμη ένδειξη ενισχυτική της άποψης ότι η μυθολογική εκδοχή που θέλει τον Δευκαλίωνα με την Πύρρα να αποβιβάζονται, μετά τον κατακλυσμό στην Όρθρη, πρέπει να είναι η αυθεντικότερη.
Την παλαιότητα ακόμη των τοπικών μύθων της περιοχής αυτής αποδεικνύει και η αναφορά που γίνεται στον Ποσειδώνα, τον πατέρα του Τριόπα, που τον θέλει γήινη θεϊκή οντότητα. Δεν είχε γίνει ακόμα ο Ποσειδώνας θαλασσινή θεϊκή οντότητα. Αργότερα μεταμορφώθηκε σε τέτοια.

2. Η ασέβεια και η τιμωρία του Ερυσίχθονα

Ο Ερυσίχθονας, ο γιος του Τριόπα, θέλησε κάποτε να κατασκευάσει μια καινούργια αίθουσα στο παλάτι του. Ήθελε να συγκεντρώνει εκεί τους φίλους του για τα συμπόσιά του. Για το σκοπό αυτό κατέβηκε, ακολουθούμενος από είκοσι δούλους του στο «Δώτιον πεδίον».
Ήταν η μεγάλη πεδιάδα με πολλά δέντρα που ο Δευκαλίωνας είχε χαρίσει στον πατέρα του Ερυσίχθονα, τον Τριόπα, για τη βοήθεια που του είχε δώσει να διώξει τους Πελασγούς. Πήγε λοιπόν στο Δώτιο πεδίο να κόψει τα δέντρα που θα του χρειάζονταν για τη δουλειά αυτή. Στο «Δώτιον πεδίον» υπήρχε και το ιερό άλσος της θεάς Δήμητρας. Το είχαν φυτέψει μάλιστα, για χάρη της θεάς Δήμητρας, ο Ίασος, γιος και αυτός του Τριόπα, μαζί με τον αδερφό του, τον Πελασγό. Εκεί πήγε ο Ερυσίχθονας να κόψει δέντρα,
Καθώς ετοιμαζόταν ο Ερυσίχθονας να κόψει ένα πανύψηλο δέντρο (μερικοί έλεγαν ότι ήταν λεύκα, άλλοι έλεγαν ότι ήταν βελανιδιά), παρουσιάστηκε μπροστά του η θεά Δήμητρα. Δεν είχε την αληθινή της όμως μορφή. Παρουσιάστηκε αρχικά με την μορφή της μεγάλης ιέρειάς της, που υπηρετούσε στο ιερό «Δημήτρειο», της σεβαστής από όλους στα μέρη εκείνα Νικίππης.
Ειδικά εκείνο το μεγάλο δέντρο που διάλεξε να κόψει ο Ερυσίχθονας ήταν το αγαπημένο δέντρο της θεάς Δήμητρας. Η ιέρεια Νικίππη, η οποία στην πραγματικότητα ήταν η ίδια η θεά Δήμητρα, προσπάθησε να τον σταματήσει από το ανοσιούργημα που επρόκειτο να κάνει κόβοντας δέντρο ιερό προειδοποιώντας τον ότι θα θυμώσει η μεγάλη θεά Δήμητρα. Ο Ερυσίχθονας αδιαφόρησε για την προειδοποίηση της Νικίππης και συνέχισε τη δουλειά του, βρίζοντας μάλιστα με πολλή ασέβεια σκληρά και την ιέρεια Νικίππη και τη θεά Δήμητρα.
Το αμάρτημά του ήταν πολύ μεγάλο. Δεν μπορούσε παρά να τιμωρηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά.
Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του μ’ όλη της την μεγαλοπρέπειά η ίδια η Δήμητρα. Πανύψηλη, πανέμορφη, αστραφτερή, γεμάτη θεϊκό μεγαλείο. Η θεά. αφού τον μάλωσε αυστηρά και τον παρατήρησε για την ασέβειά του, τού έδωσε την τιμωρία που του άξιζε. Αφού τόσο πολύ νοιαζόταν για τα συμπόσιά του και αδιαφορούσε για το θέλημα των θεών, τον καταράστηκε, από την ώρα εκείνη και στο εξής, να μη μπορέσει να κορέσει ποτέ του την μεγάλη πείνα που θα τον βασάνιζε πια σ’ όλη του τη ζωή.
Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις, 7, 771) λέει ότι την ώρα που έκοβε το δέντρο ο Ερυσίχθονας, ακούστηκε από μέσα από το δέντρο η φωνή της νύμφης να λέει: «κάτω από αυτό το ξύλο της τρισχαριτωμένης Δήμητρας είμαι εγώ η νύμφη».
Πολλά παραμύθια έλεγαν σε τούτα τα μέρη για τον Ερυσίχθονα και το πάθημά του.
Όταν, έλεγαν, έπεσε κάτω η βελανιδιά, κομμένη από τα χέρια του Ερυσίχθονα, η Αμαδρυάδα, που κατοικούσε μέσα στη βελανιδιά εκείνη, πεθαίνοντας καταράστηκε τον Ερυσίχθονα, γιατί οι Αμαδρυάδες, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, πέθαιναν και οι ίδιες όταν έκοβαν το δέντρο τους.
Οι αδερφές της Αμαδρυάδας, αυτής που ζούσε μέσα σ’ εκείνο το δέντρο, παρακάλεσαν τότε την θεά Δήμητρα να τιμωρήσει τον Ερυσίχθονα για τον θάνατο της αδερφής τους. Η Δήμητρα, λέει ο σχετικός μύθος, κάλεσε από την Σκυθία την «Πείνα» και αυτή, ικανοποιώντας την θέληση της Δήμητρας, έκανε τον Ερυσίχθονα να είναι πάντοτε πεινασμένος και να μην μπορεί να χορτάσει ποτέ του.
Οι γονείς του Ερυσίχθονα, έλεγαν οι μύθοι της περιοχής για πολλά χρόνια αργότερα, δεν ήξεραν τι να κάνουν με το μεγάλο πάθημα του γιου τους. Ντρέπονταν για το πάθος και το πάθημα του παιδιού τους κι από τους συγγενείς αλλά κι από τους άλλους γνωστούς τους. Δεν τολμούσαν να τον πάρουν κάπου μαζί τους σε σπίτια και σε τραπέζια που τους καλούσαν. Έτρωγε ό,τι βρισκόταν πάνω στα τραπέζια και δεν σταματούσε με τίποτε.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή του μύθου, που μας την διέσωσε ο Διόδωρος (5, 61, 1 κ. εξ.), δεν έκοψε το ιερό δέντρο ο Ερυσίχθονας, αλλά ο ίδιος ο Τριόπας και γι’ αυτό τον λόγο οι κάτοικοι της χώρας του τον έδιωξαν από κοντά τους. Τότε ήταν που ο Τριόπας κατέφυγε στην Κνίδο. Εκεί λάτρευαν τον Τριόπα ως θεό με το όνομα Τριόπιος Απόλλωνας (Ηρόδοτος 1, 144). Οι Κνίδιοι ακόμα είχαν αφιερώσει στους Δελφούς άγαλμα του Τριόπα, γιατί τον θεωρούσαν οικιστή τους, σύμφωνα με τον Παυσανία «Κνίδιοι δὲ ἐκόμισαν ἀγάλματα ἐς Δελφοὺς Τριόπαν οἰκιστὴν παρεστῶτα ἵππῳ.». (Οι Κνίδιοι έφεραν στους Δελφούς τα εξής αγάλματα: τον Τριόπα,τον οικιστή της Κνίδου, όρθιο πλάι σε ένα άλογο. . .) (Παυσανίας Χ,11, 1).
Πρόκειται ασφαλώς και στην περίπτωση αυτή για μια άλλη ακόμα θεοκρασία στην οποία ο παλιός θεός Τριόπας ενσωματώθηκε στον καινούργιο Απόλλωνα ως λατρευτικό του επίθετο και έγινε ο Τριόπιος Απόλλωνας.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον Ερυσίχθονα. Οι γονείς του λοιπόν ντρέπονταν πολύ και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Απόφευγαν να πάνε όπου τους καλούσαν γιατί ντρέπονταν για το γιο τους. Δεν τον έπαιρναν μαζί τους. Χίλιες δυο δικαιολογίες προσπαθούσαν να βρουν για να δικαιολογήσουν την απομάκρυνσή του από κοντά τους. Άλλοτε έλεγαν ότι τον χτύπησε ένα αγριογούρουνο, άλλοτε ότι ταξίδεψε στα ξένα, άλλοτε ότι τον άρπαξε μία νύμφη, άλλοτε ότι καθώς έτρεχε με το άλογό του έπεσε και χτύπησε και άλλοτε, τέλος, ότι ζούσε πάνω στις πλαγιές και στα λιβάδια της Όρθρης βόσκοντας τα κοπάδια τους.
Ακουγόταν και η άποψη ότι ο Ερυσίχθονας δεν ήταν γιος του Τριόπα αλλά του Μυρμιδόνα και ότι είχε και το όνομα Αίθωνας. «Ἑλλάνικος. . . Ἐρυσίχθονά φησι τόν Μυρμιδόνος, ὅτι ἦν ἄπληστος βορᾶς, Αἴθωνα κληθῆναι» μας λέει ο Αθήναιος στο πρώτο του βιβλίο των «Δευκαλιονείων».
Υπάρχει λοιπόν μία μυθολογική εκδοχή που δέχεται ότι τα δύο πρόσωπα, Ερυσίχθονας και Αίθωνας, είναι στην πραγματικότητα ένα και παρουσιάζεται με δύο ονόματα και μία άλλη που δέχεται ότι ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα που ταυτίστηκαν γιατί και τα δύο είχαν τιμωρηθεί με την ίδια τιμωρία: να μην μπορούν ποτέ τους να χορτάσουν την πείνα τους.
Ο Πίνδαρος, στο απόσπασμα 165, .μας κάνει μία ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ των νυμφών που λέγονταν Δρυάδες και αυτών που λέγονταν Αμαδρυάδες. Δρυάδες ονομάζονταν οι νύμφες που ήταν μόνιμες κάτοικοι ενός δέντρου και είχαν το προνόμιο να παραμένουν πάντοτε νέες και όμορφες. Αμαδρυάδες ήταν εκείνες που πέθαιναν αμέσως μόλις πέθαινε το δέντρο μέσα στο οποίο ζούσαν. Αυτές είχαν «βίον ισόδενδρον». Γι’ αυτό και ονομάζονταν Αμαδρυάδες, «διά τὸ ἅμα ταῖς δρυσί γεννᾶσθαι ἤ φθείρεσθαι».
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι Νύμφες ζούσαν πολλά χρόνια. Πίστευαν μάλιστα ότι ζούσαν ακριβώς εννιά χιλιάδες εφτακόσιες είκοσι φορές περισσότερο από όσο ζει ο άνθρωπος. «’Εννέα τοι ζώει γενεάς λακέρυζα κορώνη ἀνδρῶν ἡβώντων• ἔλαφος δέ τε τετρακόρωνος, τρεῖς δ’ ἐλάφους ὁ κόραξ γηράσκεται• αὐτάρ ὁ φοῖνιξ ἐννέα τοὺς κόρακας’ δέκα δ’ ἡμεῖς τοὺς φοίνικας, νύμφαι ἐυπολόκαμοι, κοῦραι Διός αἰγιόχοιο» (Χείρωνος Ὑποθῆκαι, Ησίοδος, Fragmenta 171.), Δηλαδή «Εννιά φορές όσο ζούν οι άνθρωποι ζει η φλύαρη καρακάξα. Το ελάφι ζει τόσο όσο τέσσερις καρακάξες. Τρεις φορές όσο ένα ελάφι φτάνει το κοράκι. Εννιά φορές όσο ζει το κοράκι ζει ο φοίνικας. Δέκα φορές όσο ζει ο φοίνικας ζουν οι καλλίκομες Νύμφες οι κόρες του Διός». Δηλαδή οι Νύμφες ζούσαν :1 Χ 9 Χ 4 Χ 3 Χ 9 Χ 10 = 9.720 φορές τη ζωή του ανθρώπου.

3. Η ευσέβεια και . . . η τιμωρία του Ροίκου

Ένας άλλος ωραίος σχετικός μύθος ακουγόταν σε τούτα τα μέρη, όταν γινόταν αναφορά στον μύθο του Ερυσίχθονα, αν και, όπως έλεγαν, τα όσα αναφέρονταν στο μύθο αυτό δεν είχαν γίνει εδώ αλλά πολύ μακριά. Ο μύθος αυτός αναφερόταν παράλληλα και συμπληρωματικά με τον μύθο για την τιμωρία του Ερυσίχθονα – για παραδειγματισμό και επιβεβαίωση – σε μια συμπεριφορά εντελώς αντίθετη από αυτή του Ερυσίχθονα.
Ο Ροίκος καταγόταν από την Κνίδο. Ζούσε όμως πολύ μακριά, στη Νίνο της Ασσυρίας. Εκεί ο Ροίκος είδε, μια φορά κι έναν καιρό, μια βελανιδιά που κόντευε να πέσει. Είχαν αποκαλυφθεί οι ρίζες της από μια νεροποντή και είχε γείρει κινδυνεύοντας να πέσει. Ο Ροίκος, που γνώριζε ότι μαζί με την βελανιδιά θα πέθαινε και η Αμαδρυάδα, που ζούσε μέσα της, αποφάσισε να σώσει και τις δύο. Μάζεψε λοιπόν πέτρες και χώμα, τα συγκέντρωσε γύρω από τον κορμό της και την στερέωσε καλά. Έτσι η βελανιδιά γλίτωσε και δεν ξεριζώθηκε. Μαζί γλίτωσε τη ζωή της και η Αμαδρυάδα του δέντρου. Η Αμαδρυάδα, η νύμφη, που ζούσε μέσα στη βελανιδιά – γιατί μέσα σε κάθε δέντρο ζούσε μια νύμφη – παρουσιάστηκε τότε μπροστά του πανέμορφη και ολοζώντανη και για να τον ευχαριστήσει για το μεγάλο καλό που της έκανε του και είπε να της ζητήσει όποια χάρη ήθελε.
Ο Ροίκος, έτσι που την είδε πανέμορφη, της ζήτησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να γίνει γυναίκα του. Η νύμφη υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει το θέλημά του αλλά τον παρακάλεσε να περιμένει λίγο καιρό μέχρι να ετοιμαστεί για το γάμο. Του ζήτησε όμως στο μεταξύ διάστημα να μην πάρει άλλη γυναίκα, αλλά να την περιμένει. Συμφώνησαν μάλιστα ότι όταν θα ήταν έτοιμη αυτή η ίδια θα του έστελνε το μήνυμά της με μία μέλισσα.
Έτσι και έγινε. Ύστερα από αρκετό καιρό, μια ωραία μέρα που ο Ροίκος καθόταν με τους φίλους του κι έπαιζε ζάρια, μία μέλισσα άρχιζε να ζουζουνίζει επίμονα γύρω από το κεφάλι του. Ο Ροίκος απασχολημένος με τα ζάρια ούτε που θυμήθηκε, ούτε που κατάλαβε το μήνυμα που του έστελνε η όμορφη Αμαδρυάδα. Πού να προσέξει και να θυμηθεί, τόσο απασχολημένος και απορροφημένος από το παιχνίδι που ήταν, μια μέλισσα που ζουζούνιζε πάνω του. Νευριασμένος, μάλιστα, γιατί τον ενοχλούσε και δεν τον άφηνε να παίξει τα ζάρια και μην καταλαβαίνοντας το μήνυμα που του έστελνε η Αμαδρυάδα, σκότωσε την ενοχλητική μέλισσα.
Η Αμαδρυάδα θύμωσε πολύ. Ακούς εκεί να είναι τόσο αφοσιωμένος στο παιχνίδι του και να μην καταλαβαίνει το μήνυμα που του στέλνει ένα ερωτευμένο κορίτσι! Ο Ροίκος για τιμωρία του τυφλώθηκε. Τόσο τυφλός που ήταν και δεν καταλάβαινε τίποτε, έτσι του άξιζε. Για να τον τιμωρήσει μάλιστα παραδειγματικά και με τρόπο που να μην ξεχάσει ποτέ το πάθημά του, η νύμφη τον έκανε και ευνούχο. Να μάθει!
Η θεά Δήμητρα έχει συνδεθεί και με άλλους παρόμοιους με του Ερυσίχθονα μύθους. Τους έλεγαν κι αυτούς τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες μαζί με το μύθο για το πάθημα του Ερυσίχθονα και του Ροίκου.
Έτσι, όπως μας λέει ο μυθογράφος, συγγραφέας και γραμματικός Αντωνίνος Λιβεράλης ή Λιβεράλιος, ο οποίος άκμασε περί το 150 μ.Χ. επί Αντωνίνου του Ευσεβούς, η θεά Δήμητρα είχε δώσει στον Πανδάρεο, ένα αγρότη από την Έφεσο, ο οποίος, κατά μία εκδοχή ήταν γιος του Μέροπα, το ιδιαίτερο χάρισμα να μπορεί να τρώει όσο ήθελε, χωρίς ποτέ να βαραίνει το στομάχι του. Του χάρισε, όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι «ευχωνευσίαν βρωμάτων».
Θυμίζουμε στο σημείο αυτό και μία άλλη σχετική ιστορία που ακουγόταν σε τούτα τα μέρη επίσης, την οποία μας την καταθέτει ο Χέννος: Στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, ο Νηρέας, ο πατέρας της νύφης, έδωσε στους νιόπαντρους ως δώρο ένα καλάθι γεμάτο αλάτι. Το αλάτι αυτό είχε την ικανότητα, όταν αλάτιζε κάποιος τα φαγητά του, να μπορεί να τρώει όσο ήθελε και ποτέ του να μην του κόβεται η όρεξη αλλά και ποτέ του να μην στομαχιάζει.

4. Ο Ερυσίχθονας στον Οβίδιο

Ο Γάλλος ακαδημαϊκός και σπουδαίος μελετητής της ελληνικής μυθολογίας Ιωάννης Ρισπέν, στο δίτομο έργο του «Ελληνική Μυθολογία», μεταφέροντας την περιγραφή του Οβίδιου για το πάθημα του Ερυσίχθονα, μας λέει:
«Ο Ερυσίχθονας αισθανόταν ανόσια περιφρόνηση για τους θεούς. Ποτέ του δεν είχε κάμει να καπνίσουν οι βωμοί τους. Και, όπως λένε, με το τσεκούρι στο χέρι τόλμησε να παραβιάσει ένα ιερό δάσος της Δήμητρας και να χτυπήσει δέντρα, που τα είχαν σεβαστεί αιώνες ολόκληροι. Στο δάσος εκείνο υπήρχε μια πολύ μεγάλη βελανιδιά, που μόνη αυτή αποτελούσε ολόκληρο δάσος. Οι ευλαβείς περίοικοι είχαν στολίσει τον κορμό της με κορδέλες, με γιρλάντες και με στίχους, σημάδια ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες τής θεάς. Μα όλα αυτά δεν στάθηκαν αρκετά για να κρατηθεί μακριά από τον ιερό κορμό το ανευλαβές χέρι τού Ερυσίχθονα. Ο γιος του Τριόπα έδωσε διαταγή στους δούλους του να ρίξουν κάτω το δέντρο. Μα επειδή τους είδε να διστάζουν, άρπαξε το τσεκούρι από τα χέρια ενός δούλου, λέγοντας τούτα τα ανίερα λόγια : «Είτε είναι αυτό το δέντρο αγαπητό στη Δήμητρα, είτε είναι η Δήμητρα η ίδια, η κορυφή του θ’ αγγίξει σε λίγο το χώμα». Έπειτα σήκωσε το τσεκούρι και χτύπησε το δέντρο. Η βαλανιδιά ανατρίχιασε και βόγκηξε. Ωχρά έγιναν τα φύλλα της και οι καρποί και οι κλάδοι της.
Με τα πρώτα κτυπήματα, που έκαναν το φλοιό της να πέσει κομματιασμένος και πλήγωσαν τον κορμό της. Κύματα αίματος αναβλύσανε από τις πληγές. Το θαύμα αυτό έκανε όλους όσοι ήταν εκεί, να παγώσουν από φόβο.
Ένας από αυτούς (ένας μόνο είχε το απαιτούμενο θάρρος) θέλησε να συγκρατήσει το ανευλαβές χέρι και να εμποδίσει το έγκλημα. Μα ο Θεσσαλός, κοιτάζοντας με οργισμένο βλέμμα «πάρε», του είπε, «την τιμή του ευλαβικού σου ζήλου», και με μια τσεκουριά τού έκοψε το κεφάλι.
Με διπλασιασμένη ορμή χτυπούσε ύστερα το δέντρο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή που έβγαινε από την πληγή της βελανιδιάς; «Ήμουν Νύμφη αγαπημένη της Δήμητρας», έλεγε, «και ο κορμός αυτός ήταν το άσυλό μου, τρέμε. Η φωνή μου, σβήνοντας, σου παραγγέλνει πως θα τιμωρηθείς για τις κακουργίες σου. Η τιμωρία σου ετοιμάζεται και ο θάνατός σου θα με παρηγορήσει για τον δικό μου»».
Από τη στιγμή εκείνη, έλεγαν τα παραμύθια, άρχισε ένα βασανιστικό μαρτύριο πείνας για τον Ερυσίχθονα. Όσο κι αν έτρωγε , ό,τι κι αν έτρωγε, δεν χόρταινε ποτέ του. Έφαγε όλα του τα κοπάδια του και συνέχισε να πεινάει. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Θύμωσε με τον Ερυσίχθονα, από συμπαράσταση στη Δήμητρα, και ο θεός Διόνυσος κι έκανε και αυτός με τη σειρά του ο Ερυσίχθονας να μην μπορεί ακόμα ποτέ του να χορτάσει το πιοτό και το κρασί. Όσο κι αν έπινε, ό,τι και αν έπινε, δεν μπορούσε ποτέ του να ξεδιψάσει. Έφαγε έτσι όλη του την περιουσία πουλώντας την, για να μπορέσει να χορτάσει την πείνα και την ασταμάτητη δίψα του. Ό,τι και αν έκανε όμως ήταν αδύνατο να κορέσει την πείνα και τη δίψα του.
«Ένας ανεμοστρόβιλος – συνεχίζει ο Οβίδιος, όπως μας τα μεταφέρει ο Ρισπέν – έφερε την Πείνα στο κατώφλι του παλατιού του Ερυσίχθονα. Μπήκε μέσα η Πείνα και πήγε κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι του. Ο ανόσιος κοιμόταν βαθιά. Τον τύλιξε λοιπόν με τα φτερά της, του φύσηξε τα δηλητήριά της μέσα του, γέμισε με την πνοή της το στόμα του, το λαιμό του και το στήθος του και τα έκαμε να πεινάσουν. Μόλις τελείωσε το έργο της η Πείνα, έφυγε από το βασίλειο εκείνο της αφθονίας και ξαναγύρισε στην έρημό της και στο στείρο σπήλαιό της.
Ο Ερυσίχθονας κοιμόταν ακόμη. Κάποιο όνειρο τον ξεγέλασε και ζήτησε, μέσα στον ύπνο του, να φάει. Το στόμα του άρχισε να ανοιγοκλείνει αδιάκοπα, τα δόντια του χτυπούσαν πάνω στα δόντια του, ο φάρυγγάς του κατέβαζε φανταστικές τροφές, μα το κενό ήταν η μόνη τροφή που προσφερόταν στη βουλιμία του. Ξύπνησε. Η πείνα λυσσούσε μέσα στο στόμα του και ξέσχιζε το άδειο στομάχι του. Αμέσως διέταξε ν’ αδειάσουν τον αέρα από τα πουλιά, τη γη από τα ζώα, τη θάλασσα από τα ψάρια, και να του τα φέρουν. Γύρω του βασίλευε η αφθονία, μα αυτόν τον έδερνε λιμός. Το τραπέζι του ήταν γεμάτο από φαγητά, κι αυτός φώναζε να του φέρουν κι άλλα. Ό,τι θα αρκούσε να θρέψει πολιτείες και λαούς ολόκληρους, δεν αρκούσε στον Ερυσίχθονα».

5. Ο Ερυσίχθονας στον Καλλίμαχο

Ο μύθος του Ερυσίχθονα και της ασέβειάς του ήταν πολύ γνωστός και αγαπητός στον απλό λαό, όπως όλες αυτού του είδους οι ιστορίες σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Θεωρούνταν ακόμη πολύ διδακτικός.
Ο Καλλίμαχος στον ύμνο του στη θεά Δήμητρα μας λέει σχετικά:
«τουτάκις ἁ χείρων Ἐρυσίχθονος ἅψατο βωλά.
σεύατ’ ἔχων θεράποντας ἐείκοσι, πάντας ἐν ἀκμᾷ,
πάντας δ’ ἀνδρογίγαντας, ὅλαν πόλιν ἄρκοι ᾆραι,
ἀμφότερον, πελέκεσσι καί ἀξίναισιν ὁπλίσσας,
ἐς δέ τό τᾶς Δάματρος ἀναιδέες ἔδραμον ἄλσος,
ἦς δὲ τις αἴγειρος, μέγα δένδρεον, αἰθέρι κῦρον’
τῷ δ’ ὕπο ταὶ νύμφαι ποτὶ τὤνδιον ἑψιόωντο
ἅ πράτα πλαγεῖσα, κακόν μέλος ἴσχεν ἄλλαις. 40
ᾔσθετο Δαμάτηρ, ὅτι οἱ ξύλον ἱερόν ἀλγεῖ’
εἶπε δέ χωσαμένα, τίς μοι καλά δένδρεα κόπτει;
αὐτίκα Νικίππᾳ, τὰν οἱ πόλις ἀρήτειραν
δαμοσίαν ἔστασαν, ἐείσατο’ γέντο δὲ χειρὶ
στέμματα καί μάκωνα, κατωμαδίαν δ᾿ ἔχε κλᾷδα,
φᾶ δὲ παραψύχοισα κακόν και ἀναιδέα φῶτα’
τέκνον, ὅτις τά θεοῖσιν ἀνειμένα δένδρεα κόπτεις
τέκνον ἐλίνυσον, τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι,
παύεο καὶ θεράποντας ἀπότρεπε’ μὴ τι χαλεφθῇ
πότνια Δαμάτηρ, τᾶς ἱερὸν ἐκκεραϊζεις
Τάν δ’ ἄρ᾿ ὑποβλέψας χαλεπώτερον, ἠέ κυναγόν
ὤρεσιν ἐν Τμαρίοισιν ὑποβλέπει ἄνδρα λέαινα
ὠμοτόκος, (τᾶς φαντί πέλειν βλοσυρώτατον ὄμμα)
χάζευ, ἔφα’ μή τοι πέλεκυν μέγαν ἐν χροί παξῶ.
ταῦτα δ’ ἐμὸν θησεῖ στεγανόν δόμον, ᾧ ἔνι δαῖτας
αἰὲν ἐμοῖς ἑτάροισιν ἄδην θυμαρέας ἀξῶ.
Εἵπεν ὁ παῖς’ Νέμεσις δέ κακάν ἐγράψατο φωνάν.
Δαμάτηρ δ᾿ ἄφατόν τι κοτέσσατο’ γείνατο δ᾿ ἁ θεῦς.
ἴθματα μέν χέρσω, κεφαλά δέ οἱ ἄψατ’ Ὀλύμπω.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἡμιθνῆτες, ἐπεί τάν πότνιαν εἶδον,
ἐξαπίνας ἀπόρουσαν, ἐνί δρυσί χαλκὸν ἀφέντες.
ἁ δ᾿ ἄλλως μέν ἴασεν, (ἀναγκαίᾳ γάρ ἕποντο
δεσποτικάν ὑπό χεῖρα) βαρύν δ᾿ ἀπαμείψατ᾿ ἄνακτα’
ναί, ναί, τεύχεο δῶμα, κύον, κύον, ᾧ ἔνι δαῖτας
ποιησεῖς θαμιναί γάρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι.
Ἁ μὲν τόσσ’ εἰποῖσ’ Ἐρυσίχθονι τεῦχε πονηρά,
αὐτίκα οἱ χαλεπόν τε καί ἄγριον ἔμβαλε λιμόν,
αἴθωνα, κρατερόν’ μεγάλῃ ἐστρεύγετο νούσῳ,
σχέτλιος, ὅσσα πάσαιτο, τόσων ἔχεν ἵμερος αὖτις
εἴκατι δαῖτα πένοντο, δυώδεκα δ’ οἶνον ἄφυσσον’
καί γάρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος,
τόσσα Διώνυσον γάρ ἅ καί Δάματρα χαλέπτει.
οὔτε μιν εἰς ἐράνως οὔτε ξυνδείπνια πέμπον
αἰδόμενοι γονέες’ προχανά δ᾿ εὑρίσκετο πᾶσα.
ἦνθον Ἰτωνιάδος μιν Ἀθαναίας ἐπ᾿ ἄεθλα
Ὀρμενίδαι καλέοντες’ ἀπ᾿ ὦν ἠρνήσατο μάτηρ’
οὐκ ἐνδοῖ, χθιζός γάρ ἐπί Κρανῶνα βέβηκε,
τέλθος ἀπαιτήσων, ἑκατόν βόας, ἦνθε Πολυξώ,
μάτηρ Ἀκτορίωνος, (ἐπεί γάμον ἄρτυε παδί)
ἀμφότερον, Τριόπαν τε καί υἱέα, κικλήσκοισα,
τάν δέ γυνά βαρύθυμος ἀμείβετο δακρυχέοισα’
νεῖταί τοι Τριόπας, Ἐρυσίχθονα δ’ ἤλασε κάπρος
Πίνδον ἀν’ εὐάγκειαν, ὁ δ’ ἐννέα φάεα κεῖται.
δειλαία, φιλότεκνε, τὶ τ’ οὐκ ἐψεύσαο μᾶτερ;
δαίνυεν εἰλαπίνας τις; ἐν ἀλλοτρίοις Ἐρυσίχθων.
ἄγετό τις νύμφαν; Έρυσίχθονα δίσκος ἔτυψεν,
ἤ ἔπεσ’ ἐξ ἵππων, ἤ ἐν Ὄθρυϊ ποίμνι’ ἀμιθρεῖ (Orphica, Procli Hymni, Mysaei, Carmen de Hero et Leandro, Callimachi, Hymni et Epigrammata, Ύμνος εις Δήμητρα, στίχ. 33 -87, σελ. 239 -241, Lipsiae 1905).
Ας χαρούμε το θαυμάσιο αυτό κείμενο σε μία ωραία μετάφραση ενός πολύ αγαπημένου φίλου, του Γιάννη Πανέρη, που πια δεν βρίσκεται ανάμεσά μας:
«Τότε άναψε η χειρότερη απόφαση του Ερυσίχθονα. Όρμησε έχοντας είκοσι βοηθούς, όλους στην ακμή τους, όλους ανδρογίγαντες, ικανούς να σηκώσουν την πόλη ολόκληρη, τον καθένα με τσεκούρια και αξίνες τούς όπλισε κι έτρεξαν αναιδείς στο ιερό άλσος τής Δήμητρας, όπου κάποια λεύκα, μεγάλο δέντρο, έφτανε στον αιθέρα.
Κάτω από αυτό οι Νύμφες το μεσημέρι ευχαριστιόνταν. Αυτή μόλις πληγώθηκε, πικρό τραγούδι ύψωσε στις άλλες, το ένιωσε η Δήμητρα ότι πονά το ιερό της δέντρο και είπε θυμωμένη: ποιος μου κόβει τα όμορφα δέντρα;
Αμέσως με τη Νικίππη, που η πόλη την όρισε (:στη Δήμητρα) δημόσια ιέρεια, εξομοιώθηκε. Πήρε λοιπόν στα χέρια στέφανα και παπαρούνες, είχε στους ώμους κρεμασμένα τα κλειδιά (του ναού) και είπε προσπαθώντας να κατευνάσει τον κακό και ανευλαβή άνδρα: παιδί μου, που κόβεις τα δέντρα τα αφιερωμένα στους θεούς, παιδί μου, ησύχασε, παιδί μου, λατρευτό στους γονείς σου, σταμάτα και εμπόδισε τους υπηρέτες σου μήπως οργιστεί η σεβάσμια Δήμητρα που της καταστρέφεις το ιερό.
Την αγριοκοίταξε σκληρότερος, όπως τον κυνηγό στα βουνά του Τόμαρου τον αγριοκοιτάζει λέαινα που απέβαλε (το βλέμμα της λένε βλοσυρότατο είναι), κοντοστάθηκε, είπε: φύγε, μη σου καρφώσω στη σάρκα το μεγάλο τσεκούρι. Αυτά θα στεγάσουν το παλάτι μου, όπου συμπόσια πάντοτε θα προσφέρω στους φίλους μου πολύ χαρωπά. Είπε ο νιος. Η Νέμεση όμως τους κακούς του λόγους τους έγραψε. Η Δήμητρα δε ανείπωτο πόσο οργίστηκε, και είχε πια θεά γίνει.Τα πατήματά της στο χώμα, το κεφάλι της όμως τον Όλυμπο άγγιζε. Αυτοί μεν μισοπεθαμένοι, μόλις είδαν τη σεπτή, αμέσως σκορπίστηκαν αφήνοντας μες στις βελανιδιές τον χαλκό τους.
Η δε Δήμητρα αλλιώς πορεύτηκε (γιατί ακολουθούσαν αναγκαία κάτω απ’ το κυρίαρχο χέρι της) κι απάντησε στον άγριο άρχοντα: ναι, ναι, φτιάχνε παλάτι, σκύλε, σκύλε, που μέσα του συμπόσια θα κάνεις. Συχνές θα είναι στο εξής οι ευωχίες σου.
Αυτή τόσα είπε και στον Ερυσίχθονα ετοίμασε βάσανα. Αμέσως τού έριξε δύσκολη κι άγρια πείνα, φλογερή, σκληρή, κι από μεγάλη έλιωνε νόσο. Ο δύστυχος όσα γευόταν, τόσα ξανά λαχταρούσε.
Είκοσι ετοίμαζαν γεύμα, δώδεκα φέρναν κρασί, γιατί μαζί με τη Δήμητρα κι ο Διόνυσος θύμωσε. Τα ίδια δηλαδή τον Διόνυσο και τη Δήμητρα οργίζουν.
Ούτε σε συμπόσια συνεισφοράς ούτε σε ομαδικά δείπνα τον έστελναν ντροπιασμένοι οι γονείς του. Κάθε πρόφαση βρισκόταν. Ήρθαν οι Ορμενίδες προσκαλώντας τον σε αγώνες της Ιτωνιάδας Αθηνάς. Το απαρνήθηκε λοιπόν η μητέρα: δεν είναι μέσα, από χθες έχει πάει στην Κρανώνα, για ν’ απαιτήσει ένα χρέος, εκατό βόδια. Ήρθε η Πολυξώ, μητέρα του Ακτορίωνα, (επειδή στο παιδί της ετοίμαζε γάμο), προσκαλώντας και τους δύο, και τον Τριόπα και τον γιο του.
Σ’ αυτήν βαρύθυμη απάντησε η γυναίκα με τα δάκρυά της να τρέχουν: ταξιδεύει ο Τριόπας, τον Ερυσίχθονα τον πλήγωσε αγριόχοιρος στην Πίνδο με τις όμορφες κοιλάδες, εννέα μέρες είναι στο κρεβάτι. Δόλια, φιλότεκνη μάνα, τι ψέμα δεν είπες;
Προσκαλούσε σε συμπόσιο κάποιος; Στα ξένα ο Ερυσίχθονας. Νυμφεύονταν κάποιος; Τον Ερυσίχθονα δίσκος τον χτύπησε ή έπεσε απ’ τ΄ άλογα ή στην Όρθρη κοπάδια μετράει».
Δεν υπάρχουν τόσο αξιόπιστες μαρτυρίες και κυρίως τόσο παλαιές, όσο οι παραπάνω, που να βεβαιώνουν ότι ο σωσμένος από τον κατακλυσμό Δευκαλίωνας βασίλευσε σ” άλλα μέρη.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας βρισκόταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, αλλά και άλλους συγγραφείς και ιστορικούς ερευνητές, η πόλη ή η χώρα που είχε το όνομα Ελλάδα.
Είναι η χώρα ή η πόλη που την ίδρυσε ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και στην οποία κατοικούσαν οι άνθρωποι που πρώτοι έφεραν το όνομα Έλληνες. Οι Έλληνες ονομάστηκαν έτσι, όπως είναι γνωστό, από το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, τον Έλληνα. Τέτοια μαρτυρία όμως, τόσο έγκυρη, σαφής και κατηγορηματική, που να μιλάει για τον τάφο του Έλληνα στην περιοχή τους και για τη βασιλεία του Δευκαλίωνα, δεν υπάρχει για τις περιοχές γύρω από τ΄ άλλα τρία βουνά που διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού του Δευκαλίωνα.
Είναι λοιπόν λογικό να θεωρήσουμε ότι στις μυθοπλαστικές ερμηνευτικές απόπειρες για την αναζήτηση των ριζών του κάθε ελληνικού φύλου πρέπει να ταυτίζεται το μέρος όπου γεννήθηκε ο πρόγονος και επώνυμος ήρωας όλων των Ελλήνων, ο Έλληνας, με το μέρος όπου στάθηκε η κιβωτός με τους γονείς του. Θα ήταν ανακόλουθο στην πρώτη αυθεντική μυθολογική επινόηση να μην ταυτίζονται ο τόπος της πόλης Ελλάδας (ή της χώρας Ελλάδας, εάν η Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ήταν χώρα) και ο τόπος αποβίβασης από την κιβωτό του πρώτου ζευγαριού που σώθηκε, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, των γονιών δηλαδή του Έλληνα».

6. Μήστρα ή Μνήστρα,…η καλή αρραβωνιαστικιά

Πάνω στην Όρθρη μαζί με τον Ερυσίχθονα ζούσε και η κόρη του, η Μήστρα ή Μνήστρα. Πήγε να ζήσει κοντά του γιατί λυπόταν να τον αφήσει μόνο του.
Η Μήστρα είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε όποιο ζώο ήθελε σε οποιαδήποτε στιγμή χρειαζόταν. Την ικανότητα αυτή της Μήστρας τής την είχε δώσει ο θεός Ποσειδώνας που ήταν εραστής της. Ο Ερυσίχθονας εκμεταλλεύθηκε και αυτήν την ικανότητα της κόρης του για να μπορέσει να ικανοποιήσει το πάθος του. Μεταμορφωνόταν σε κάποιο ζώο η Μήστρα, την έπαιρνε ο πατέρας της και την πουλούσε. Με τα χρήματα αυτά αγόραζε να φάει. Το βράδυ όμως η Μήστρα, πάλι μεταμορφωμένη σε άλλο ζώο, έφευγε από το αφεντικό της και γύριζε στον πατέρα της. Πάλι την ξαναπουλούσε ο πατέρας της και έπαιρνε χρήματα, για να μπορέσει να χορτάσει την πείνα του.
Άλλες μυθολογικές εκδοχές έλεγαν ότι ο Ερυσίχθονας πουλώντας τη Μήστρα ως φοράδα ή αγελάδα κάθε μέρα, επειδή την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν χρήματα, την άλλαζε με περισσότερα από ένα μικρά ζώα – πρόβατα, γίδες – και έτσι τρεφόταν.
Ο Σίσυφος, ο βασιλιάς της Κορίνθου, που καταγόταν από τούτα τα μέρη, αφού ήταν εγγονός τού Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας, όταν πληροφορήθηκε τις ικανότητες της Μήστρας, σκέφθηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός και ν’ αυξήσει τα κοπάδια του. Πήγε λοιπόν στον Ερυσίχθονα και ζήτησε να πάρει τη Μήστρα γυναίκα στο γιο του Γλαύκο και σε αντάλλαγμα υποσχόταν να του δώσει πολλά πρόβατα, γίδες και βόδια. Ο Ερυσίχθονας δέχτηκε. Πήρε τη Μήστρα στο σπίτι του ο Σίσυφος αλλά συνεχώς εύρισκε και διάφορες δικαιολογίες και δεν έκανε το γάμο του γιου του μαζί της. Την ανάγκαζε να κάνει ό,τι έκανε μέχρι τώρα στον πατέρα της, για ν’ αυξήσει έτσι τα κοπάδια του. Δεν κράτησε όμως πολύ αυτό. Η Μήστρα γύρισε στον πατέρα της.
Άλλοι μύθοι πάλι έλεγαν ότι ο Ερυσίχθονας δεν πουλούσε την κόρη του μεταμορφωμένη σε κάποιο ζώο, αλλά την αρραβώνιαζε κάθε τόσο και έπαιρνε από τους γαμπρούς του για προίκα ζώα για το φαγητό του. Όταν αυτή πήγαινε στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της, μεταμορφωνόταν σε κάποιο ζώο και με τη μορφή του ζώου αυτού γύριζε στο σπίτι του πατέρα της. Γι’ αυτό, έλεγαν αυτοί, την κόρη του Ερυσίχθονα την ονόμαζαν όχι Μήστρα αλλά Μνήστρα, δηλαδή αρραβωνιαστικιά επειδή «μνηστευόταν», αρραβωνιαζόταν, πολλές φορές για το χατίρι του πατέρα της.
Ανάμεσα στους μύθους οι οποίοι ακούγονταν σε τούτα τα μέρη, ένας άλλος έλεγε ότι η Μήστρα ήταν κόρη του Αίθωνα. Ήταν όμως και ερωμένη του θεού Ποσειδώνα. Όταν κάποτε ο Ερυσίχθονας την κυνηγούσε να την πιάσει, αυτή παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να την κάνει ψάρι να γλιτώσει. Έτσι και έγινε. Την έπιασε όμως και πάλι ο Ερυσίχθονας και την πίεζε συνεχώς να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα, που τα πουλούσε. Από το γεγονός αυτό των συνεχών μεταμορφώσεων της Μήστρας στην αρχαιότητα λεγόταν για κάποιον που ήταν άστατος στον χαρακτήρα του η φράση «μεταβλητότερος Μήστρας».
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στο πάθημα του Ερυσίχθονα.
Ούτε και μ’ αυτό τον τρόπο, με την βοήθεια δηλαδή της Μήστρας ή Μνήστρας, μπόρεσε να γίνει κάτι και να σωθεί η κατάσταση. Θεραπεία για το πάθημα του Ερυσίχθονα δεν βρισκόταν με τίποτε. Η κατάρα της θεάς Δήμητρας τον κυνηγούσε ασταμάτητα μέχρι που αυτός, μην αντέχοντας άλλο την ακόρεστη πείνα του, έφαγε, λέει το πανάρχαιο παραμύθι, τις ίδιες του τις σάρκες και τελείωσε έτσι η άθλια ζωή του.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι υπήρχε και θεότητα γυναικεία με το όνομα Αδηφαγία, προσωποποίηση της λαιμαργίας και της αδηφαγίας, που πρέπει να ήταν μία άλλη υπόσταση της Δήμητρας και μας θυμίζει έντονα τον Ερυσίχθονα και την τιμωρία του από την θεά Δήμητρα.
Η Αδηφαγία παριστανόταν ως μία γυναίκα με πολύ μεγάλη κοιλιά, το στόμα της μπουκωμένο με φαγητό, στο ένα χέρι κρατούσε φαγητά και το άλλο ήταν απλωμένο ν’ αρπάξει πάλι άλλα φαγητά. Στη Σικελία μάλιστα υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά Αδηφαγία. Μέσα στο ναό αυτόν υπήρχε άγαλμα της Σιτώς Δήμητρας: «παρὰ Σικελιώταις . . .Ἀδηφαγίας ἱερὸν . . .καὶ Σιτοῦς Δήμητρος ἄγαλμα».
Μετά τον θάνατο του Ερυσίχθονα η Μήστρα παντρεύτηκε τον Αυτόλυκο. Αυτός ήταν γιος του θεού Ερμή και της Χιόνης. Σύμφωνα μ’ ένα μύθο ακόμη η Μήστρα έγινε από τον Ποσειδώνα η μητέρα του Βελλεροφόντη.

Ο ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Και πάλι όμως δεν έχουν τελειωμό οι θεϊκοί βοσκοί της Όρθρης. Ακόμη και αυτές οι ίδιες οι Μούσες, έλεγαν οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής στα παραμύθια που διηγούνταν στους μεταγενέστερους, είχαν τα κοπάδια των ζώων τους στην περιοχή της Φθίας, δηλαδή στις πλαγιές της Όρθρης, με τα καρπερά λιβάδια της. Τη φύλαξη των κοπαδιών τους αυτών πάνω στην Όρθρη οι Μούσες την είχαν αναθέσει στον Αρισταίο. Ο Αρισταίος ήταν παιδί του Απόλλωνα.
Στη Φθία βρισκόταν ο Αρισταίος, βόσκοντας τα κοπάδια των Μουσών, όταν τον κάλεσαν οι κάτοικοι των Κυκλάδων να τους απαλλάξει από την ξηρασία που μάστιζε τη χώρα τους. Ο Αρισταίος δέχτηκε να τους βοηθήσει με την προϋπόθεση ότι θα τον άφηναν να εγκατασταθεί εκεί.
Μεταξύ των κατοίκων της Κέας, λέει μία παραλλαγή του μύθου αυτού, ζούσαν και πολλές νύμφες. Έφυγαν όμως οι νύμφες και εγκατέλειψαν το νησί τους κυνηγημένες από ένα άγριο λιοντάρι. Η απομάκρυνση αυτή των νυμφών ήταν ακριβώς εκείνη που έφερε συνεχώς συμφορές στο νησί. Στέρεψαν όλες οι πηγές και τα νερά, ξεράθηκαν τα δέντρα και τα χορτάρια, η ανομβρία μάστιζε το νησί και έγινε μεγάλη ξηρασία. Οι άνθρωποι και τα ζώα υπόφεραν από την πείνα και πέθαιναν. «Τα κυνικά καύματα του Σείριου κατέκαψαν τα πάντα.»
Ήρθε όμως ο Αρισταίος από τη Φθία, θυσίασε στον Σείριο και στον Ικμαίο Δία, το θεό δηλαδή της δροσιάς, της βροχής και του ουρανού, και όλα αποκαταστάθηκαν. Φύσηξαν ξανά τα μελτέμια που δροσίζουν τους κατοίκους του νησιού κάθε χρόνο. Οι κάτοικοι της Κέας για να θυμούνται και να τιμούν τις ευεργεσίες αυτές του Αρισταίου παρίσταναν στη μία πλευρά των νομισμάτων τους τον Αρισταίο και στην άλλη τον Σείριο στεφανωμένο με ακτίνες.
Ο Αρισταίος ήταν το αγαπημένο παιδί του θεού Απόλλωνα. Μητέρα του, σύμφωνα με τους μύθους, ήταν η ξακουστή νύμφη Κυρήνη. Αν και η Κυρήνη φέρεται, ως επώνυμη νύμφη της πόλης Κυρήνης και της Κυρηναϊκής της Βόρειας Αφρικής, ωστόσο ήταν νύμφη της Θεσσαλίας, κόρη του Λαπίθη βασιλιά Υψέα και ζούσε στις πλαγιές της Πίνδου. Εκεί βοσκούσε τα κοπάδια του πατέρα της. Εκεί την είδε ο Απόλλωνας την ώρα που αυτή σκότωνε ένα λιοντάρι που απειλούσε τα κοπάδια της, την θαύμασε και την ερωτεύθηκε αμέσως. Την άρπαξε λοιπόν και την έφερε στην θέση που από αυτήν ονομάστηκε Κυρήνη.
Υπάρχουν και παραδόσεις περισσότερο ενισχυτικές της σχέσης της Κυρήνης με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Σύμφωνα μ’ αυτές την Κυρήνη ίδρυσαν κάτοικοι από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Την ίδρυσαν Μυρμιδόνες. Όταν γεννήθηκε ο Αρισταίος, ο πατέρας του τον πήρε και τον πήγε να τον αναθρέψουν η Γαία και οι Ώρες. Κι οι Ώρες ταΐζοντάς τον νέκταρ και αμβροσία τον έκαναν αθάνατο.
Βλέπουμε λοιπόν και στο μύθο αυτό ότι η Γαία εξακολουθεί να λατρεύεται. Αυτό σημαίνει ότι ο μύθος του Αρισταίου είναι πανάρχαιος.
Ο Αρισταίος είναι μια θεϊκή υπόσταση που αξίζει ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη. Ήταν πολύ γνωστή θεότητα στην αρχαιότητα και λατρευόταν σε πάρα πολλά μέρη. Οι Μούσες, έλεγαν οι μύθοι, οι οποίες αγαπούσαν ιδιαίτερα τον Αρισταίο, του είχαν διδάξει τη μαντική, την ιατρική, τη μελισσοκομία, την τυροκομία, την αμπελοκαλλιέργεια, την ελαιοκαλλιέργεια και άλλες τέχνες. Ο Αρισταίος από μόνος του πάλι είχε τελειοποιήσει αυτές τις τέχνες και είχε ανακαλύψει τρόπους της κατεργασίας των μαλλιών, του στησίματος των παγίδων για το κυνήγι των άγριων ζώων και πολλά άλλα. Αυτός ο ίδιος, σύμφωνα με όσα πίστευαν οι αρχαίοι σ’ άλλους μύθους, ανακάλυψε την τέχνη της μελισσοκομίας, την τυροκομική, το λιοτρίβι. Όλες αυτές τις τέχνες ο Αρισταίος τις δίδαξε και στους κατοίκους πάρα πολλών περιοχών στις οποίες ταξίδευε συνεχώς.
Ο Αρισταίος είναι μια αρκετά αινιγματική και προβληματική θεότητα. Ήταν σίγουρα πανάρχαια προλυμπιακή θεότητα, «πρότερος θεός» δηλαδή. Λατρευόταν κυρίως σε πολιτιστικά καθυστερημένες περιοχές. «Φαίνεται ότι αρχικά ήταν θεότητα λαού, ο οποίος ζούσε αποκλειστικά από τη γεωργία και την κτηνοτροφία.. . .Οι σχέσεις του με τους πιο απόκεντρους και πολιτιστικά καθυστερημένους τόπους του ελληνισμού (Αρκαδία, Θεσσαλία) ενισχύουν την άποψη αυτή», διαβάζουμε στην «Ελληνική Μυθολογία» της «Εκδοτικής Αθηνών».
Λαός ο οποίος ζούσε αποκλειστικά από την κτηνοτροφία και τη γεωργία, στην απόμακρη εκείνη εποχή αλλά και σ’ όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέχρι πριν από λίγες δεκάδες χρόνια, ήταν φυσικά και ο λαός της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Οι σχέσεις του Αρισταίου με την Αχαΐα Φθιώτιδα φανερώνονται από το ότι ο Αρισταίος παντρεύτηκε την Αυτονόη, την κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας. Η Αυτονόη ήταν αδελφή της Ινώς, της γυναίκας του Αθάμαντα του ξακουστού βασιλιά της Άλου.
Έτσι ο Αρισταίος είναι σύγαμβρος του τοπικού βασιλιά της Αχαΐας Φθιώτιδας Αθάμαντα. Εξάλλου, το γιο του Αρισταίου και της Αυτονόης, τον Ακταίωνα τον ανάθρεψε ο Χείρωνας, πανάρχαιος ήρωας και προολυμπιακή θεότητα της ίδια περιοχής.
Οι ειδικοί μυθολόγοι, οι οποίοι εξετάζουν τα παρόμοια θέματα, οδηγούνται στο σίγουρο συμπέρασμα ότι ο Αρισταίος είναι θεϊκή προσωπικότητα αρχαιότερη του Δία και του Απόλλωνα, από τους οποίους, όπως σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, απορροφήθηκε και τελικά έμεινε μόνο τ’ όνομά του ενσωματωμένο ως προσδιοριστικό επίθετο στο δικό τους όνομα. Έτσι π. χ. στην Αρκαδία ο Αρισταίος λατρευόταν ως Δίας. Στο νησί Κέα, όπου επιχωριάζουν και πολλοί άλλοι μύθοι για τον Αρισταίο, αναφέρεται θεός με το όνομα Δίας Αρισταίος.
Παρατηρούμε δηλαδή για άλλη μια φορά το φαινόμενο της θεοκρασίας ν’ αποβαίνει, όπως συνήθως, σε βάρος της παλαιότερης θεότητας, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Αρισταίος. Οι θεότητες των καθυστερημένων πολιτιστικά χωρών, στις θεοκρασίες που γίνονταν με θεούς άλλων προηγμένων πολιτιστικά περιοχών, πάντοτε αφομοιώνονταν και υπέκυπταν στους εισαγόμενους θεούς ή επιζούσαν για λίγα χρόνια ως λατρευτικά επίθετα των ισχυρών αυτών νέων θεών μεχρισότου τελικά χαθούν εντελώς και ονοματικά και επιζήσουν μόνο στις λαϊκές «προλήψεις» και στις τοπικές λαϊκές παγανιστικές συνήθειες.
Οι θεοί καθυστερημένων πολιτιστικά περιοχών στο τέλος πάντοτε, παρ” όλη την υπαρκτή αντίδραση και το δεδομένο συντηρητικό πνεύμα των περιοχών αυτών, υποκύπτουν σ’ όσους θεούς επιβάλλονται από λαούς πολιτιστικά περισσότερο ανεβασμένους.
Επιζούν όμως οι τοπικές παραδοχές ως ανεπίσημες λατρευτικές συνήθειες, ως παγανιστικά έθιμα τα οποία γίνονται αναγκαστικά ανεκτά από τη νέα θρησκεία και ενσωματώνονται σ’ αυτήν γιατί είναι αδύνατη η οριστική εκκρίζωσή τους. Είναι η ίδια η ψυχή του λαού αυτά. Και η ψυχή του λαού δεν ξεριζώνεται ποτέ. Είναι οι βάσεις της απλής λαϊκής θρησκείας, η οποία πάντοτε επιζεί δίπλα και παράλληλα με την επίσημη θρησκεία και είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένη.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις στη μυθολογία στις οποίες οι τοπικές προολυμπιακές θεότητες, στις αναγκαστικές θεοκρασίες που έγιναν, πιεζόμενες από την πανελλήνια ακτινοβολία των νέων φωτεινών ολυμπιακών θεοτήτων, επέζησαν ως συνοδευτικά λατρευτικά επίθετα των νέων θεών. Οι ιδιότητες των παλαιών αυτών θεών αποδόθηκαν και στους νέους. Είναι οι ιδιότητες εκείνες που επιζούν στις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες, στη λαϊκή θρησκεία που ζει παράλληλα με την επίσημη θρησκεία.
Απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν και όσα υποστηρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες, φαίνεται ότι ο Αρισταίος ήταν ένας θεός ο οποίος λατρεύτηκε ιδιαιτέρως θερμά στην Αχαΐα Φθιώτιδα ή, σωστότερα, λατρεύτηκε πολύ και με πάθος και στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Σ’ αυτήν εντοπίζονται πολλοί μύθοι που συνδέονται με την προσωπικότητά του.
Είδαμε ότι ο Αρισταίος δόθηκε για να τον αναθρέψει η Γαία η οποία είχε μεγαλώσει και τους Τιτάνες που ήταν παιδιά της. Πανάρχαια θεά η Γαία, σε μέρη όπου κατοικούσαν λαοί που καλλιεργούσαν και στηρίζονταν αποκλειστικά στη γη, δεν μπορεί παρά να έρχεται πάντοτε στους μύθους τους.
Ενισχύει δηλαδή, η ύπαρξη λατρείας της προολυμπιακής θεότητας του Αρισταίου στην Αχαΐα Φθιώτιδα, την άποψη, την οποία υποστηρίζουμε: οι μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά γιατί θα πρέπει να είναι αρχαιότεροι των μύθων πολλών άλλων περιοχών.
Ο Αρισταίος έφερε και τα ονόματα «Αγρεύς» και «Αδρίστας» ή «Δρίστας». Είναι τα ίδια λατρευτικά επίθετα τα οποία συναντούμε να συνοδεύουν και τον θεό Απόλλωνα. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως μία ακόμη ένδειξη ότι ο Απόλλωνας, ως νεότερη θεότητα η οποία κυριάρχησε, απορρόφησε, από τον παλαιότερο θεό Αρισταίο, μαζί με την προσωπικότητά του, και τα λατρευτικά του επίθετα
Ο Διόδωρος Σικελιώτης (4, 81, 2) μας λέει ότι τα ονόματα αυτά τα έδωσαν στο γιο του Απόλλωνα οι νύμφες που τον μεγάλωσαν. «Τόν δ’ οὖν Ἀπόλλω κατά ταύτην τήν χώραν ἐκ Κυρήνης γεννήσαντα υἱόν Ἀρισταῖον, τοῦτον μέν νήπιον ὄντα παραδοῦναι ταῖς νύμφαις τρέφειν• ταύτας δέ τῷ παιδί τρεῖς ὀνομασίας προσάψαι• καλεῖν γάρ αὐτόν Νόμιον, Ἀρισταῖον, Ἀγρέα».
Το «αγρεύς» και τα άλλα λατρευτικά επίθετα του νέου θεού Απόλλωνα, συνδέθηκαν μαζί του με διάφορους μύθους οι οποίοι ερμηνεύουν την εισβολή και επικράτηση των Ολύμπιων θεοτήτων και την αφομοίωση από αυτούς των παλαιοτέρων θεοτήτων. «Αγρεύς» ακόμη επονομαζόταν και ο θεός Βάκχος αλλά και ο Ποσειδώνας.
Σύμφωνα με μία αρχαία επιγραφή του Δ΄ π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε μάλλον στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, ο Απόλλωνας έφερε και το όνομα «Αγυιάτας». Η επιγραφή, αναφερόμενη στον Απόλλωνα, γράφει: «ΤΟΙ ΑΓΥΙΑΤΑΙ»
Κόρη του Αρισταίου ήταν η Μάκριδα, επώνυμη νύμφη και ηρωίδα της Εύβοιας. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή στον Αρισταίο και στη Μάκριδα παραδόθηκε ο θεός Διόνυσος, για να τον αναθρέψουν και όχι, όπως γνωρίζουμε από άλλη εκδοχή, στον Αθάμαντα και στην Ινώ. Η Ήρα για να εκδικηθεί την Μάκριδα που δέχτηκε να μεγαλώσει το νόθο γιο του άντρα της Διόνυσο, την έδιωξε από την Εύβοια. Αυτή τότε μαζί με τον Διόνυσο πήγε στη Κέρκυρα.
Εκεί κατοίκησε σε μία σπηλιά με δύο εισόδους. Είναι η σπηλιά εκείνη μέσα στην οποία, πολλά χρόνια αργότερα έγινε, ο γάμος του Ιάσονα και της Μήδειας.
Έτσι, για εξυπηρέτηση από το ένα μέρος της ανάγκης εξακολούθησης της λατρείας του παλαιού θεού και από το άλλο της ανάγκης της λατρείας της νέας ανατέλλουσας και επιβλητικού κύρους θεότητας του φωτός και του ήλιου, ο παλαιός και ταπεινός θεός Αρισταίος, θεός απλά και μόνο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, υποβιβάστηκε σε ήρωα.
Ως κύριο έργο τώρα του ανατέθηκε να μεσολαβεί ανάμεσα στους νέους θεούς και τους ανθρώπους. Ένας θεός που για αιώνες πολλούς λατρευόταν στην περιοχή και η λατρεία του οποίου είχε βαθιά ποτίσει την πίστη των ανθρώπων δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί εντελώς με την εμφάνιση ενός νέου θεού, όσο λαμπερότερος κι αν ήταν αυτός ο κανούργιος που ερχόταν. Δεν υπήρχε λοιπόν άλλη δυνατότητα παρά μόνο ο συμβιβασμός και ο συγκερασμός των δύο θεοτήτων σε μία.
Ο παλιότερος θεός έπρεπε να συγχωνευθεί με τον καινούργιο και να επιβιώσει κοντά του, έστω ως λατρευτικό επίθετο, δηλαδή ως μία από τις ιδιότητές του, στο τόσο φωτεινό περιβάλλον του καινούργιου. Έτσι ακριβώς επιβιώνουν πάντοτε και για ολόκληρους αιώνες στοιχεία της κάθε παλαιάς θρησκείας που εξαφανίζεται μέσα στις λατρευτικές συνήθειες της νέας.
Εξάλλου οι εργασίες που προστάτευε ο Αρισταίος, γεωργία και κτηνοτροφία, εξαρτιόνταν αποκλειστικά από τον ήλιο, δηλαδή τον Απόλλωνα. Ενυπάρχει δηλαδή στη νέα αντίληψη περί της θεϊκής ουσίας μία πρόοδος στην ανθρώπινη σκέψη, αφού στη νέα αυτή αντίληψη ανακαλύπτεται από την ανθρωπότητα ότι ο κάθε «Αρισταίος», δηλαδή ο κάθε γεωργός και κτηνοτρόφος, εξαρτάται από το ηλιακό φως και την επίδραση που αυτό ασκεί στο ριζοβόλημα και στη βλάστηση των καλλιεργειών του.
Ήταν επομένως υποχρεωτική η παραδοχή της νέας επιστημονικής ανακάλυψης, έστω κι αν αυτό συνεπαγόταν μια οπωσδήποτε οδυνηρή άρνηση της επί αιώνες ολόκληρους βαθιά καθιερωμένης πίστης και ριζωμένης παράδοσης.
Η ανάγκη να βρεθεί κάποιος τρόπος να κυριαρχήσει ο Απόλλωνας, χωρίς να χαθεί οριστικά ο Αρισταίος, ικανοποιήθηκε με την κατασκευή ενός μύθου που τον παρουσιάζει να είναι αυτός γιος του νέου θεού Απόλλωνα.
Έτσι και το μεγαλείο και η λάμψη του ιδρυτή και ιδιοκτήτη του μαντείου των Δελφών, δηλαδή της νέας αλήθειας, ενισχύθηκε και κυριάρχησε ανώδυνα αλλά και η παλαιά τοπική παράδοση επέζησε. Ακόμη και η ίδια η πανάρχαια θεότητα Γαία είχε αναγκαστεί να παραδώσει το μαντείο των Δελφών στον ανατέλλοντα νέο Ήλιο. Ήταν ο αναγκαίος συμβιβασμός και η εξισορρόπηση μεταξύ αντίδρασης της τοπικής παράδοσης στον επαπειλούμενο ολοκληρωτικό εξοβελισμό της από το νέο θεό και της επιβεβλημένης και αναπόφευκτης ανάγκης προσαρμογής της στη νέα εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας.

ΚΕΡΑΜΒΟΣ, Ο ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΣ

Αλλά δεν τελείωσαν οι θεϊκές οντότητες που απασχολούνταν με την κτηνοτροφία πάνω στην Όρθρη. Πάνω στον βουνό των Τιτάνων, τον κυρίαρχο ορεινό όγκο της Αχαΐας Φθιώτιδας, βοσκούσε τα κοπάδια του και ένας ακόμη θεϊκός βοσκός. Ήταν ο Κέραμβος. Και αυτός, όπως και ο Ερυσίχθονας, ήταν εγγονός του Ποσειδώνα.
Όπως και στον μύθο του Ερυσίχθονα έτσι και στον μύθο του Κέραμβου ο Ποσειδώνας παρουσιάζεται στην προολυμπιακή του μορφή, όχι ως θεός της θάλασσας, αλλά ως θεός της στεριάς, της γης. Αυτή ήταν η πρώτη μορφή του θεού Ποσειδώνα, ο οποίος στη Θεσσαλία, φερόταν να είναι στην αρχή, σύζυγος της Γαίας. Αυτός ήταν εκείνος που, όπως πίστευαν στη Θεσσαλία, άνοιξε τα Τέμπη, για να γίνει η Θεσσαλία, από λίμνη, που ήταν αρχικά, στεριά.
Ο Κέραμβος ήταν κι αυτός, όπως γίνεται φανερό απ’ όσα υποδηλώνονται στους μύθους που συνδέονται μαζί του, μία από εκείνες τις προολυμπιακές θεϊκές οντότητες οι οποίες απορροφήθηκαν από τους Ολύμπιους θεούς και ενσωματώθηκαν σ’ αυτούς.
Ήταν κι αυτός ένας από τους θεούς που είχαν έδρα τους την Όρθρη πριν γίνει θεϊκή έδρα ο Όλυμπος. Ήταν κι αυτός ένας θεός που εξουδετερώθηκε και εξαφανίστηκε από το θεϊκό προσκήνιο μέσα από μία αναγκαστική θεοκρασία, η οποία πραγματοποιήθηκε κάτω από το κύρος και τη βίαιη επικράτηση της θεϊκής δυναστείας του Ολύμπου.
Εξάλλου, στην εξελικτική πορεία που ακολούθησε η ανθρώπινη σκέψη για τη σύλληψη της πραγματικής ουσίας της θεϊκής ύπαρξης, οι τερατόμορφες θεϊκές υποστάσεις, όπως π.χ. ο Κέραμβος, που γινόταν σκαθάρι και η Μνήστρα, που μεταμορφωνόταν σε όποιο ζώο επιθυμούσε, είναι πάντοτε θεϊκές μορφές που προηγούνται χρονικά των ανθρωπόμορφων θεοτήτων στην ανοδική πορεία της ανθρώπινης συνείδησης στη σύλληψη της ιδέας του Θεού.
Στις ίδιες σκέψεις οδηγεί και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο η θεά Θέτιδα, όταν προσπαθούσε με κάθε τρόπο ν’ αποφύγει το γάμο της με τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, μεταμορφωνόταν συνεχώς σε διάφορα ζώα.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα λατρείας τερατόμορφων θεοτήτων στη Θεσσαλία. Φαίνεται ότι ο θεϊκός θηριομορφισμός υπήρχε σε μεγάλη έκταση στη Θεσσαλία. Αυτό είναι ασφαλώς μία ακόμη απόδειξη της μεγάλης παλαιότητας των μύθων της. Έτσι και ο Ποσειδώνας, πέρα από το ότι εδώ λατρευόταν ως χθόνια θεότητα και θεωρούνταν σύζυγος της Γαίας, σε ακόμη παλιότερες εποχές λατρευόταν ως άλογο. Γι’ αυτό και τον συναντάμε και με την προσωνυμία «Ίππιος». Αλλά και πολλά από τα παιδιά, που φέρονται να έχουν πατέρα τον Ποσειδώνα, παρουσιάζονται με τερατόμορφη όψη.
Ο Κέραμβος, όπως έλεγαν οι μύθοι που ακούγονταν πάνω στην Όρθρη, ήταν ο μεγάλος αγαπημένος των νυμφών που ζούσαν εκεί, των Ορθρηίδων νυμφών. Όλες οι νύμφες της Όρθρης τον τριγύριζαν με αγάπη και όλες προσπαθούσαν να έχουν τη συντροφιά του. Εξάλλου ήταν γιος μιας πανέμορφης νύμφης της Όρθρης, της Ειδοθέας.
Πατέρας του, κατά μία εκδοχή που την παρουσιάζει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, ήταν ο Εύσειρος, ο γιος του Ποσειδώνα. Μία άλλη εκδοχή παρουσιάζει τον Κέραμβο ή Τέραμβο να έχει πατέρα τον ίδιο τον Ποσειδώνα αλλά μητέρα του πάντα είναι η Ορθρηίδα νύμφη Ειδοθέα.
Εάν, ωστόσο, θυμηθούμε ότι, σύμφωνα με μυθολογικές παραδοχές, οι Τιτάνες ήταν οι άντρες των Νυμφών, εύκολα οδηγούμαστε στη σκέψη ότι ο Κέραμβος συνδέεται με τους «πρότερους» θεούς, τις προολυμπιακές τιτανικές θεϊκές υποστάσεις.
Τόσο πολύ, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι της περιοχής, αγαπούσαν τον Κέραμβο οι νύμφες της Όρθρης, ώστε για χάρη του και μόνο παρουσιάζονταν ολοζώντανες μπροστά του. Και όχι μόνο αυτό. Μία φορά, όλες μαζί, χόρεψαν μπροστά του, για να τον ευχαριστήσουν. Το ίδιο, όπως οι νύμφες, της Όρθρης, αγαπούσε τον Κέραμβο και ο θεός Πάνας. Λένε μάλιστα ότι αυτός συμβούλεψε τον Κέραμβο να κατεβάσει τα κοπάδια του χαμηλότερα για να τα γλιτώσει από τη μεγάλη βαρυχειμωνιά.
Ο Πάνας, σύμφωνα με μία από τις πολλές εκδοχές που υπάρχουν για τη γέννησή του, ήταν γιος του Ουρανού και της Γης. Ήταν επομένως αδερφός των Τιτάνων, των θεϊκών οντοτήτων που είχαν έδρα την Όρθρη, ξεχασμένη προολυμπιακή θεότητα και αυτός. Λησμονημένος Τιτάνας, ταπεινό απομεινάρι της παλιάς θεϊκής δυναστείας, πού αλλού, έξω από την παλιά έδρα τους, την Όρθρη, θα μπορούσε να είχε ξεμείνει; Έτσι η υποστήριξη που παρείχε ο Πάνας σε μία προολυμπιακή θεότητα, όπως ήταν ο Κέραμβος, εξηγείται στα πλαίσια της πάλης μεταξύ των δύο θεϊκών δυναστειών για την τελική επικράτηση.
Η προολυμπιακή θεϊκή δυναστεία πάνω στην Όρθρη αντιστεκόταν στον εκθρονισμό της με κάθε τρόπο. Οι άνθρωποι που ζούσαν πάνω στην απόμακρη και απομονωμένη αυτή γωνιά διατηρούσαν πεισματικά τις δικές τους πανάρχαιες λατρευτικές συνήθειες και αντιστέκονταν στις καινούργιες ιδέες, πολύ περισσότερο όταν αυτές οι νέες ιδέες προσπαθούσαν να τους αλλάξουν τους γνωστούς τους πατροπαράδοτους θεούς τους.
Η αγάπη αυτή των νυμφών της Όρθρης για τον αγαπημένο τους Κέραμβο έγινε ολοφάνερη με το εξής περιστατικό. Κάποτε, λέει, επρόκειτο να πέσει μεγάλη βαρυχειμωνιά πάνω στην Όρθρη και θα κινδύνευαν να καταστραφούν όλα τα κοπάδια όσα θα έμειναν πάνω στο βουνό. Οι νύμφες της Όρθρης, που έμαθαν το μεγάλο κακό που θα συνέβαινε, ήθελαν να προστατέψουν τον αγαπημένο τους και να τον βοηθήσουν να γλιτώσει τα κοπάδια του. Του φανέρωσαν λοιπόν το θέλημα των θεών και τον συμβούλεψαν να κατεβάσει τα κοπάδια του στα χαμηλότερα, όπου ο χειμώνας δεν θα ήταν τόσο δριμύς, αν ήθελε να τα γλιτώσει.
Ο Κέραμβος (ή Τέραμβος κατά τον Αθανάσιο Σταγειρίτη) όμως, έλεγαν τα παραμύθια που ακούγονταν πάνω στην Όρθρη, δεν άκουσε τις συμβουλές τους. Δεν καταδεχόταν αυτός ν’ ακούσει τέτοιες συμβουλές. Γυναικείες κουβέντες ήταν και δεν έπρεπε να τις δίνει σημασία. Ξυπνούσε και πάλι μέσα του η ακαταδεξιά και η περηφάνια των Τιτάνων. Δεν φοβόταν τίποτε αυτός, έλεγε. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Άρχισε να συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς τις νύμφες και να τις κοροϊδεύει για τους φόβους τους και τις ιδέες τους. Τις πρόσβαλε ομαδικά όλες.
Κι ήταν πολλές και περήφανες οι νύμφες πάνω στην Όρθρη. Καμάρωναν για την αρχοντική τους καταγωγή. Η μεγάλη αδερφή τους, η Ορθρηίδα ήταν η μητέρα και πρόγονος όλων των μεγάλων ηρώων και βασιλιάδων τούτης της χώρας. Ήταν εκεί, πάνω στις πλαγιές της Όρθρης και όλες τους τις πρόσβαλε ο Κέραμβος. Ήταν εκεί η πανέμορφη Αντιάνειρα, η περήφανη Διοπάτρη, η πάμπλουτη Πολυμήλα, η αρχοντοπούλα Φθία, η βασιλομάνα Φεραία, η καλόκαρδη Πολυδώρα, η ακριβοθώρητη Ειδοθέα, η πολυαγαπημένη Λαοθόη, η γλυκοπρόσωπη Μελία, η πολυξάκουστη Ιφιμέδεια και πολλές άλλες ακόμη. Όλες αυτές μαζί τις έβριζε ασύστολα ο Κέραμβος και τις περιφρονούσε.
Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Από τη μεγάλη αλαζονεία του όχι μόνο τις κορόιδευε αλλά άρχισε να αμφισβητεί και αυτή ακόμα τη θεϊκή τους καταγωγή.
– Και ποιες είστε εσείς που θα μου κάνετε τις έξυπνες, που μου παριστάνετε ότι τα ξέρετε όλα, τις έλεγε, προσβάλλοντας και περιφρονώντας τις φανερά όλες.
Ξαναζούσε μέσα του η παλιά περηφάνια των ακατάδεχτων Τιτάνων και των τεράστιων στη δύναμη, αλλά μικρών στο μυαλό Γιγάντων. Δεν ήταν, τις έλεγε, κόρες του Δία, όπως πίστευαν και καμάρωναν οι ίδιες, αλλά απλά ήταν κόρες του ποταμού Σπερχειού. Η συμπεριφορά αυτή του Κέραμβου είχε πια ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο.
Ο Σπερχειός ποταμός, που είναι ποταμός της Αχαΐας Φθιώτιδας, είναι ένας άλλος πανάρχαιος προολυμπιακός θεός. Σ’ αυτόν έπρεπε ν’ αφιερώσει τα μαλλιά του ο Αχιλλέας. Ο Σπερχειός ήταν και σύζυγος της αδερφής του Αχιλλέα. Ο ίδιος ποταμός είχε ακόμη κάποτε και το όνομα Ελλάδα
Ξαναγυρίζουμε στον Κέραμβο. Κατηγορούσε λοιπόν ο Κέραμβος τις νύμφες της Όρθρης ότι δεν ήταν κόρες του Δία, αλλά του Σπερχειού ποταμού. Για μια μάλιστα από αυτές, την πανέμορφη Διοπάτρη, είπε φοβερότερες ακόμα και πρωτάκουστες κατηγορίες. Αυτή, όπως κατηγορούσε ο Κέραμβος, και το φώναζε μπροστά σ’ όλες τις νύμφες, τα είχε φτιάξει με τον παππού του, τον Ποσειδώνα, και μάλιστα, όπως ισχυριζόταν ο Κέραμβος, ο Ποσειδώνας, για να μπορεί να χαίρεται τον έρωτα μαζί της χωρίς να ενοχλείται από την παρουσία των άλλων νυμφών, τις μεταμόρφωνε όλες, για όση ώρα χρειαζόταν, σε λεύκες και, ύστερα, σαν τελείωνε τη δουλειά του, τις ξανάδινε πάλι την πραγματική μορφή τους.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι για τον υπερόπτη Κέραμβο, που δεν έλεγε να καταλάβει τις καινούργιες ιδέες και να συμβιβαστεί μ’ αυτές και τις νέες ανάγκες που παρουσιάζονταν. Με τη συμπεριφορά του όμως αυτή ο Κέραμβος είχε ξεπεράσει κάθε όριο ανυπακοής προς το Θείο. Η προσβολή στις θεομάνες Ορθρηίδες νύμφες ήταν μεγάλη κι ασυγχώρετη. Είχε διαπράξει την «ύβρη» της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί.
Πλάκωσε λοιπόν, όπως είχαν προειδοποιήσει οι νύμφες, η μεγάλη βαρυχειμωνιά πάνω στην Όρθρη. Όλα τα κοπάδια καταστράφηκαν. Μαζί τους και τα κοπάδια του Κέραμβου. Τον ίδιο μάλιστα τον Κέραμβο, για να τον τιμωρήσουν, οι νύμφες της Όρθρης από πανέμορφο και πολύ γοητευτικό νέο που όλες τον αγαπούσαν και τον ήθελαν παρέα τους, τον μεταμόρφωσαν σε άσχημο σκαθάρι, έτσι που να μην μπορεί να τον αντικρίσει κανένας. Μεταμορφώθηκε στο σκαθάρι που ακόμα και σήμερα ζει και λέγεται Κεράμβυκας
Ωστόσο υπήρχαν και μυθολογικές εκδοχές οι οποίες ερμήνευαν την μεταμόρφωσή του σε σκαθάρι, όχι ως τιμωρία του αλλά ως κάποια μορφή θεϊκής ευσπλαχνίας προς αυτόν, αφού έτσι, έστω και μ’ αυτή τη μορφή της ζωής, θα επιζούσε.
Όπως και να είναι ο Κέραμβος έγινε σκαθάρι. Είναι εκείνο το σκαθάρι που ζει ακόμη πάνω στα βουνά και φυσικά πάνω στην Όρθρη και ονομάζεται χαρακτηριστικά, από το όνομα του Κέραμβου, Κεράμβυκας. Το κεφάλι του Κεράμβυκα συνήθιζαν στα χωριά της Όρθρης να το κρεμούν με μία κλωστή από τον λαιμό των παιδιών, για να εμποδίζει την βασκανία τους. Θεωρούσαν το κεφάλι του Κεράμβυκα ένα είδος φυλακτού. Είναι αυτή η συνήθεια οπωσδήποτε ένα αξιοσημείωτο λατρευτικό κατάλοιπο με πανάρχαιες καταβολές που επέζησε μέχρι τις μέρες μας.
Είναι κατάλοιπα της λαϊκής θρησκείας, που σ’ όλες τις εποχές και ανεξάρτητα από το ποια είναι η επίσημη κρατική θρησκεία, ζουν πάντοτε στην ψυχή του λαού, ο οποίος μπορεί και βρίσκει πάντοτε τρόπο να τα συνδυάζει, χωρίς συνειδησιακούς προβληματισμούς, με κάθε νέα θρησκεία και λατρεία. Το κεφάλι του κεράμβυκα κρεμασμένο στο λαιμό των μικρών παιδιών ήταν ένα είδος «φυλαχτού», ένα σύγχρονο «χαϊμαλί».
Υπάρχει και μία άλλη μυθολογική εκδοχή που δέχεται ότι ο Κέραμβος σώθηκε πάνω στην Όρθρη από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Είδαμε την εκδοχή αυτή στο μέρος εκείνο της εργασίας μας στο οποίο παραθέταμε τα επιχειρήματά μας για τη στήριξη της άποψής μας ότι η κιβωτός του Δευκαλίωνα, όταν σταμάτησε η βροχή, στάθηκε πάνω στην Όρθρη.
Στο μύθο του Κέραμβου βλέπουμε μια πρωτόγονη μορφή κτηνοτροφίας στην οποία δεν φαίνεται να έχει ανακαλυφθεί ακόμη η νομαδική κτηνοτροφία ούτε και αυτή ακόμα η απλή μετακίνηση των κοπαδιών κατά τη διάρκεια του χειμώνα προς τα χειμαδιά. Είναι μια εποχή κατά την οποία μερικοί φωτισμένοι άνθρωποι, κάποιοι «Αρισταίοι», θέλουν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στη χρησιμοποίηση κάποιων επιστημονικών ιδεών αλλά συναντούν αντιδράσεις.
Δεν έχει κυριαρχήσει ακόμα απόλυτα ο θεός του φωτός Απόλλωνας. Η «αντίδραση» υπάρχει μεν, αλλά τιμωρείται, για να γίνει σιγά σιγά στην ανθρωπότητα «το πάθημα μάθημα». Φυσικά κάθε αντίδραση και αντίσταση στην πρόοδο και στην εξέλιξη στο τέλος δεν μπορεί παρά να υποκύψει, αναγκαστικά και με βία ή με τιμωρία, μεχρισότου επικρατήσει οριστικά το «φως της αλήθειας».
Ωστόσο, ο Κέραμβος, παρ” όλο τον πρωτογονισμό της σκέψης του από τον οποίο, φαίνεται να διακατέχεται, ήταν εκείνος που ανακάλυψε τη λύρα και τη σύριγγα, δηλαδή τον ποιμενικό αυλό, η ανακάλυψη των οποίων αποδίδεται, όπως είναι γνωστό, στον Απόλλωνα και στον Πάνα.
Έχουμε επομένως και εδώ, όπως γίνεται φανερό για ακόμα μια φορά, μια προϋπάρχουσα προολυμπιακή, θεϊκή οντότητα, η οποία απορροφήθηκε από νεότερες. Οι μύθοι που υπήρχαν γι’ αυτήν, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, επειδή δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, ενσωματώθηκαν και αποδόθηκαν στις νεότερες θεότητες, οι οποίες επικράτησαν στην ανθρώπινη συνείδηση στην εξελικτική αντίληψη περί του θείου. Όλες οι ανάγκες λατρείας παλαιών και νέων θεοτήτων βολεύτηκαν με μία ακόμη θεοκρασία.
Η ύπαρξη και η λατρεία τόσων προολυμπιακών θεοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Όρθρης, όπως και αυτή των Τιτάνων που είχαν έδρα τους το ίδιο βουνό, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως ένα ακόμα ενισχυτικό επιχείρημα της άποψης ότι οι μύθοι αυτής της περιοχής πρέπει να εξετάζονται και με την προοπτική της ανακάλυψης σ’ αυτούς των πρώτων πρωταρχικών των ελληνικών μύθων και λαϊκής λατρείας.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (12η συνέχεια)

Ο θΕΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ
1. Η τιμωρία του Απόλλωνα

Στην Όρθρη επάνω, εκτός από τα κοπάδια του Ίφικλου, έβοσκαν και τα κοπάδια ενός άλλου ξακουστού βασιλιά της ίδιας περίπου περιοχής. Ήταν τα κοπάδια του Άδμητου, του βασιλιά των Φερών. Αυτός είχε το παλάτι του, στο οποίο ζούσε μαζί με την οικογένειά του, στις αρχαίες Φερές, κοντά στο σημερινό Βελεστίνο.
Το βασίλειο του Άδμητου στην εποχή που αναφέρεται ο συγκεκριμένος μύθος έφτανε, όπως φαίνεται, ως τον σημερινό Αλμυρό και τις πλαγιές της Όρθρης. Αυτό προκύπτει από το ότι τα κοπάδια του Άδμητου έβοσκαν στα λιβάδια της Όρθρης και δροσίζονταν στα νερά του γνωστού στην αρχαιότητα Άμφρυσου ποταμού, της σημερινής δηλαδή Κεφάλωσης, έξω από το χωριό Πλάτανος της επαρχίας Αλμυρού.
Βοσκός των κοπαδιών του Άδμητου ήταν ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Ο Δίας, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι της περιοχής, είχε τιμωρήσει, τον Απόλλωνα να υπηρετήσει, αν και ήταν θεός αθάνατος, για «ἓνα μεγάλον ἐνιαυτόν», που θα πει για εννιά ολόκληρα χρόνια, ή, σύμφωνα με άλλους, για οκτώ χρόνια, κοντά σ’ ένα θνητό, το βασιλιά των Φερών Άδμητο.
Γιατί δόθηκε αυτή η τιμωρία στον Απόλλωνα; Ο Δίας είχε σκοτώσει με κεραυνό τον αγαπημένο γιο του Απόλλωνα, τον Ασκληπιό. Σκότωσε τον Ασκληπιό γιατί, επειδή ήταν πολύ καλός γιατρός, θεράπευε όλους τους αρρώστους και έτσι δεν πέθαινε κανένας. Έτσι όμως η γη κινδύνευε να βουλιάξει από το πολύ βάρος. Ο Απόλλωνας για να εκδικηθεί τον Δία σκότωσε με τη σειρά του, τους Κύκλωπες γιατί αυτοί ήταν εκείνοι που είχαν κατασκευάσει και παραδώσει στον Δία τον κεραυνό, με τον οποίο αυτός είχε σκοτώσει τον Ασκληπιό.
Άλλοι όμως τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν ήταν δυνατό να σκοτώσει ο Απόλλωνας τους Κύκλωπες, αφού οι Κύκλωπες ήταν αθάνατοι και επομένως δεν σκοτώνονταν. Άλλη ήταν η εκδίκηση που θέλησε να πάρει ο Απόλλωνας για τον θάνατο του Ασκληπιού. Σκότωσε τα παιδιά των Κυκλώπων, που δεν ήταν αθάνατα.
Αφού λοιπόν σκότωσε τους Κύκλωπες ή, όπως λένε άλλοι, τα παιδιά των Κυκλώπων, ο Απόλλωνας, καταλαβαίνοντας ότι τον περιμένει ο μεγάλος θυμός και η τιμωρία τού Δία, έτρεξε να βρει καταφύγιο στους Υπερβόρειους. Μόνο εκεί πίστευε ότι ήταν δυνατόν να γλιτώσει. Ο Όμηρος φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη των Υπερβορείων ενώ ο Ηρόδοτος τους θεωρούσε υπαρκτό λαό. Ο Στράβωνας λέει ότι οι Έλληνες ονόμαζαν Υπερβόρειους τους λαούς που ζούσαν βορείως του Εύξεινου Πόντου και του Δούναβη.
Οι Υπερβόρειοι ζούσαν εκεί που τελειώνει ο κόσμος, πιο πάνω από τα Ριπαία βουνά, εκεί από όπου πήγαζε ο ποταμός Ίστρος, δηλαδή ο σημερινός Δούναβης. Πήγε να κρυφτεί στα Ριπαία βουνά τα οποία, όπως πίστευαν οι άρχαίοι Έληνες, ταυτίζονταν με τα Ουράλια Όρη. Από τα Ριπαία Βουνά ξεκινούσαν και κατέβαιναν προς τα κάτω οι «ριπές του ανέμου», «πνοαῖς ὄπισθεν Βορέα ψυχροῦ».
Οι Υπερβόρειοι ήταν ένας πολύ ευτυχισμένος λαός. Πάντοτε στον τόπο τους είχαν γιορτές και πανηγύρια. Κανένας δεν τους ενοχλούσε εκεί μακριά που ήταν. Εκεί δεν γέραζαν και δεν πέθαιναν ποτέ τους. Μόνο όταν γινόντουσαν χίλιων χρονών ο καθένας κι είχαν χορτάσει τον Επάνω Κόσμο, ευτυχισμένοι πλέον έδιναν τέρμα στη ζωή τους μόνοι τους, πέφτοντας από ένα ψηλό βράχο στη θάλασσα, στεφανωμένοι και γελαστοί, αφού προηγουμένως είχαν γλεντήσει με τους φίλους και τους αγαπημένους του σ’ ένα πολύ πλούσιο συμπόσιο.
Οι Υπερβόρειοι ήταν φίλοι του Απόλλωνα από πολύ παλιά και τον δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Εξάλλου, σύμφωνα με μία εκδοχή του σχετικού μύθου, οι Υπερβόρειοι χρωστούσαν το όνομά τους στον Υπερβόρειο, ο οποίος ήταν κι αυτός Θεσσαλός.
Έκρυψαν λοιπόν οι Υπερβόρειοι καλά τον ίδιο τον Απόλλωνα. Έκρυψαν ακόμα πολύ καλά και το βέλος με το οποίο είχε κάνει το φόνο, ώστε να μην βρεθεί αποδεικτικό στοιχείο της πράξης του. Ο Δίας όμως τον βρήκε και εκεί μακριά που βρισκόταν και τον έφερε πίσω για να τον τιμωρήσει πολύ σκληρά, όπως ταιριάζει σ’ όσους εναντιώνονταν στο θέλημά του.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά όλα όσα είχαν γίνει. Δεν είχε σκοτώσει ο Απόλλωνας, έλεγαν αυτοί, ούτε τους Κύκλωπες ούτε τα παιδιά τους. Δεν ήταν αυτή η αιτία της τιμωρίας του. Τιμωρήθηκε σκληρά επειδή σκότωσε, «κατετόξευσεν», όπως έλεγαν, το μεγάλο φίδι, τον Πύθωνα, που φύλαγε το μαντείο των Δελφών. Ο τόπος όπου σκοτώθηκε το φίδι ονομάστηκε για το λόγο αυτό «Πυθώ» και ο Απόλλωνας «Πύθιος».
Το Μαντείο των Δελφών τότε δεν ανήκε ακόμη στον Απόλλωνα – αυτό έγινε πολύ αργότερα – αλλά στη Γη, τη Γαία. Και το σημείο αυτό των τοπικών μυθολογικών αναφορών, που μνημονεύει το μαντείο των Δελφών όχι ως μαντείο ολυμπιακής αλλά προολυμπιακής θεότητας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη στήριγμα της άποψης ότι οι μυθολογικές αναφορές του τόπου τούτου είναι πανάρχαιες.
Όσο όμως και αν διέφεραν μεταξύ τους οι μυθολογικές εκδοχές για το σφάλμα εκείνο του θεού Απόλλωνα που έγινε αιτία να εξοργιστεί ο Δίας, σ’ ένα όλοι συμφωνούσαν: Ο Δίας για να τιμωρήσει τον Απόλλωνα αποφάσισε να τον ρίξει οριστικά στα Τάρταρα και να μείνει εκεί για πάντα θαμμένος.
Και θα το πραγματοποιούσε οπωσδήποτε αυτό ο μεγάλος και παντοδύναμος Δίας, αν η πανέμορφη Λητώ, η μητέρα του θεού Απόλλωνα, δεν έπεφτε στα πόδια τού μεγάλου Δία να τον παρακαλέσει να λυπηθεί αυτήν και για χάρη της να μετριάσει κάπως την τιμωρία του αγαπημένου της γιου και να τον βάλει να υπηρετήσει κάποιον άνθρωπο. Μας το μαρτυρούν ο Ησίοδος και ο Ακουσίλαος, ένας ιστορικός και μυθογράφος, ο οποίος έζησε πριν από τους περσικούς πολέμους: «Ἡσίοδος δὲ καὶ Ἀκουσίλαος μέλλειν μὲν εἰς τὸν Τάρταρον ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐμβληθῆναι, τῆς Λητοῦς δ᾿ ἱκετευουσάσης ἀνδρὶ θητεῦσαι» (Ησίοδος, Αποσπάσματα 126 (110), Hesiodi Carmina, Lipsiae MCMII (1902), σελ. 169).
Ο Δίας πραγματικά άκουσε τα παρακάλια της Λητώς και δέχτηκε να μετριάσει την ποινή του Απόλλωνα. Τον υποχρέωσε λοιπόν αντί να μείνει για πάντα θαμμένος στα Τάρταρα να «θητεύσει», να μπει δηλαδή ο θεός Απόλλωνας, αν και ήταν αθάνατος, υπηρέτης, στον θνητό βασιλιά των Φερών Άδμητο και ταυτόχρονα να χάσει την θεϊκή του ιδιότητα για όσο διάστημα θα υπηρετούσε εκεί. Του στέρησε δηλαδή τα θεϊκά του δικαιώματα. Έτσι μόνο θα γινόταν η κάθαρσή του. Έπρεπε από θεός που ήταν να κατεβεί από τον Όλυμπο στη γη, από τον ουρανό στη γη, να γίνει άνθρωπος και αυτός και να υποφέρει υπηρετώντας τους ανθρώπους ως βοσκός
Άλλοι έλεγαν ότι ο Απόλλωνας τιμωρήθηκε με τον τρόπο αυτό, γιατί σκότωσε τη δράκαινα Δελφύνη στους Δελφούς. Για τον εξαγνισμό του από τον φόνο αυτόν έκανε την πορεία από τους Δελφούς με σκοπό να υπηρετήσει σ’ ένα ναό του κάμπου της Θεσσαλίας και τον Άδμητο (Πλούταρχος, Ηθικά, 293 β, 418 β, 421 β).
Στο σημείο αυτό, κάνοντας μία παρέμβαση, θα πρέπει να θυμηθούμε και να συσχετίσουμε το γεγονός ότι στα Τάρταρα είχε θάψει ο Δίας τους μεγάλους του αντιπάλους, τους Τιτάνες της Όρθρης. Θα πρέπει να θυμηθούμε ακόμη ότι ο Απόλλωνας λατρευόταν πάνω στην Όρθρη ως προολυμπιακή θεϊκή υπόσταση μ’ άλλα ονόματα, που θα τα δούμε παρακάτω. Η θέληση αυτή του Δία να θάψει στα Τάρταρα τον Απόλλωνα απηχεί την παρόμοια τιμωρία των μεγάλων αντιπάλων του, των Τιτάνων.
Η μετατροπή της αρχικής αυτής σκληρής απόφασης του Δία, για τελεσίδικη τιμωρία και παντοτινή εξαφάνιση του Απόλλωνα, σε μια άλλη απόφαση με ηπιότερη και προσωρινή τιμωρία τελικά υποδηλώνει την πραγματική αδυναμία εξαφάνισης από τις ανθρώπινες συνειδήσεις της ισχυρής θεϊκής υπόστασης του Απόλλωνα. Αυτό βεβαιώνεται από την εξακολούθηση της ύπαρξης και επιβίωσης της προολυμπιακής θεϊκής υπόστασης του «προτέρου θεού» Απόλλωνα, έστω και μεταλλαγμένης, και στην επόμενη θεϊκή δυναστεία, την ολυμπιακή.
Ο Απόλλωνας, στο χώρο της Αχαΐας Φθιώτιδας, φερόταν ως μια προολυμπιακή θεότητα που δήλωσε υποταγή στον Δία ή ήταν μία ισχυρή θεότητα που μπόρεσε και επέζησε και στη νέα θεϊκή κυριαρχία. Ήταν σίγουρα «πρότερος θεός», μία πανάρχαια προολυμπιακή τιτάνια θεότητα, βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των ανθρώπων, των οποίων η ανάγκη να διατηρήσουν την πίστη τους έπλαθε μύθους βολικούς για όλες τις ανάγκες.

2. Ο Απόλλωνας τσοπάνος στις πλαγιές της Όρθρης

Ο Άδμητος δέχτηκε τον Απόλλωνα στην υπηρεσία του και τον έβαλε βοσκό στα κοπάδια του. Κι ο Απόλλωνας έγινε καλός υπηρέτης και τσοπάνος. Βοσκούσε με μεγάλη επιμέλεια και πολύ προσεχτικά τα κοπάδια του αφεντικού του. Ο Απόλλωνας «εβουφόρβει» πιστά, μας λένε οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Έκανε πολύ καλά λοιπόν τη δουλειά του. Πηγαινοέφερνε βόσκοντας όλα τα κοπάδια του Άδμητου, πρόβατα, γίδια, άλογα, βόδια, από τον κάμπο των Φερών και την Υπέρεια πηγή ως τα παχιά βοσκολίβαδα της Όρθρης και τις πηγές του ιερού ποταμού Άμφρυσου, ανάλογα με την εποχή και τη βοσκή που παρουσιαζόταν.
Από τότε ο Άμφρυσος ποταμός, που δεν είναι άλλος από τη σημερινή Κεφάλωση, το μικρό ποταμάκι έξω από τον Πλάτανο του Αλμυρού, θεωρούνταν ιερός, αφού εκεί πότιζε τα φημισμένα βασιλοκόπαδα ο θεός Απόλλωνας. Πολλές αναφορές υπάρχουν στην αρχαιοελληνική γραμματεία και μαρτυρούν την ιερότητα του Άμφρυσου ποταμού. Αλλά και ο Οβίδιος αναφέρεται στον Άμφρυσο ποταμό λέγοντας: «Apidanusque senex, lenisque Amphrisos et Aias»
Ο Ευριπίδης στο έργο του «Άλκηστις» αναφέρεται ιδιαίτερα σ’ αυτές τις ικανότητες του Απόλλωνα να βόσκει αποτελεσματικά τα κοπάδια του Άδμητου. Μας μιλάει και για τις μουσικές ικανότητές του θεϊκού βοσκού με τις οποίες κατόρθωνε και εξημέρωνε ακόμα και τ’ άγρια λιοντάρια. Έτσι αυτά όχι μόνον δεν κατάστρεφαν τα κοπάδια που έβοσκε ο Απόλλωνας αλλά αντίθετα κατέβαιναν από την Όθρη και κάθονταν ήσυχα στα πόδια του. Βάζει λοιπόν ο μεγάλος Ευριπίδης στην τραγωδία του αυτή το χορό να μιλάει για τις ικανότητες αυτές του Απόλλωνα:
«῏Ω πολύξεινος καὶ ἐλευθέρου ἀνδρός ἀεί πότ’ οἶκος.
σέ τοι καί ὁ Πύθιος εὐλύρας Ἀπόλλων
ἠξίωσε ναίειν,
ἔτλα δὲ σοῖσι μηλονόμας
ἐν νόμοις γενέσθαι
δοχμιᾶν διά κλιτύων
βοσκήμασι σοῖσι συρίζων
ποιμνίτας ὑμεναίους.
Σὺν δ᾿ ἐποιμαίνοντο χαρᾶ μελέων βαλιαί τε λύγκες,
ἔβα δὲ λιποῦσ᾿ Ὄθρυος νάπαν λεόντων
ἅ δαφοινὸς ἵλα
χόρευσε δ᾿ ἀμφί σάν κιθάραν,
Φοῖβε, ποικιλόθριξ
νεβρός ὑψικόμων πέραν
βαίνουσ᾿ ἐλατᾶν σφυρῷ κούφῳ,
χαίρουσ’ εὔφρονι μολπᾷ» (Άλκηστις, 569 -584).
Δηλαδή: «Ω, σπίτι πάντα στους ξένους ανοιχτό, ω σπίτι αρχοντάνθρωπου, εσένα σε βρήκε άξιο να καθίσει κι ο Πύθιος Απόλλωνας, ο ασύγκριτος λυράρης, και δέχτηκε να γίνει πιστικός στα βοσκοτόπια του και με το σουραύλι του έπαιξε ποιμενικούς γαμήλιους για τα κοπάδια σου σκοπούς ανάμεσα στων λόφων τις πλαγιαστές κατηφοριές.
Ολόχαροι από τα γλυκά τραγούδια βόσκαγαν με τα κοπάδια του και λύγκες πλουμιστοί κι ήρθε απ’ της Όρθρης το λαγκάδι των λιονταριών η ξανθότριχη αγέλη.
Παρδαλότριχο ελαφάκι, Φοίβε, ήρθε μ’ ελαφρό ποδάρι πέρα από τα ψηλόκορφα τα έλατα και χαρούμενο από το γλυκό σκοπό χόρεψε τριγύρω απ’ την κιθάρα σου».

Υπήρχαν βέβαια και άλλοι κουτσομπόληδες που, βλέποντας τον Απόλλωνα, ολόκληρος θεός ολύμπιος αυτός, να καταδέχεται να βόσκει τα κοπάδια ενός θνητού, τα έλεγαν διαφορετικά. Άλλες σχέσεις, πονηρές, είχαν μεταξύ τους, οι δύο άντρες και γι’ αυτό χρόνια τώρα ο Απόλλωνας τριγυρνάει κοντά στον Άδμητο και δεν λέει να φύγει από κοντά του. Έτσι κουτσομπόλευαν μερικοί και κατηγορούσαν θεό και άνθρωπο για ανωμαλίες. Ο Απόλλωνας καιγόταν από έρωτα για τον Άδμητο. Ήταν «ὑπ’ ἕρωτι κεκαυμένος Ἀδμήτοιο», μας λέει ο Καλλίμαχος στον Ύμνο στον Απολλωνα, στον 49 στίχο. .
Και δεν είχαν βέβαια άδικο να κάνουν τέτοιες πονηρές σκέψεις για τον Απόλλωνα, αφού τον έβλεπαν να έχει τις ίδιες σχέσεις και με τον Υμέναιο, τον πανέμορφο γιο του Μάγνητα.
Όσα όμως κι αν έλεγαν και όπως και αν τα έλεγαν οι παραμυθάδες, όποιες διαφωνίες κι αν είχαν, σ’ ένα όλοι τους συμφωνούσαν. Είτε αναγκαστικά, εξαιτίας της τιμωρίας του από τον Δία, έμεινε κοντά στον Άδμητο ο Απόλλωνας, είτε με την θέλησή του, επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα, την δουλειά του την έκανε πάρα πολύ καλά.
Τα βασιλοκόπαδα του Άδμητου από τότε που είχαν ένα θεό για τσοπάνο προόδευαν κι αύξαιναν καταπληκτικά αφού όλα γεννούσαν δίδυμα. Ο Απόλλωνας, όπως μας λέει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 3, 10, 4, 2), βόσκοντας με επιμέλεια τις αγελάδες του Άδμητου, τις έκανε όλες να γεννούν δίδυμα:
«ὁ δέ παραγενόμενος εἰς Φεράς πρός Ἄδμητον τόν Φέρητος τούτῳ λατρεύων ἐποίμαινε, καἰ τάς θηλείας βόας πάσας διδυμοτόκους ἐποίησεν».
Για το θέμα αυτό έχουμε πολλές μαρτυρίες από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Στον ύμνο προς τον Απόλλωνα του Καλλίμαχου γίνεται αναφορά, ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα, και για εκείνο τον άλλο, τον πονηρό λόγο, που έκανε τον Απόλλωνα να θέλει να βρίσκεται κοντά στον Άδμητο:
«Φοῖβον καί Νόμιον κικλήσκομεν, ἐξέτι κεῖνον,
ἐξότ’ ἐπ’ Ἀμφρυσῷ ζευγήτιδας ἔτρεφε ἳππους,
ἠϊθέου ὑπ’ ἔρωτι κεκαυμένος Ἀδμήτοιο.
ῥεῖά τε βουβόσιον τελέθοι πλέον, οὐδέ κεν αἶγες
δεύοιντο βρεφέων ἔπι μηκάδες, ἦσιν Ἀπόλλων
βοσκομένῃς ὀοφθαλμόν ἐπήγαγεν’ οὐδ’ ἀγάλακτες
ὄϊες, οὐδ᾿ ἄκυθοι, πᾶσαι δὲ κεν εἶεν ὒπαρνοι,
ἡ δέ κε μουνοτόκος, διδυμοτόκος αἶψα γένοιτο» (Callimachi, Hymni et Epigrammata, Ύμνος στον Απόλλωνα, στιχ. 47 – 54. ( Lipsiae 1905)).
Δηλαδή: «Τον Φοίβο τον αποκαλούμε και ποιμενικό και πιο πολύ εκείνον, αφότου έτρεφε τα ζευγάρια άλογα στον Άμφρυσο ποταμό, επειδή καιγόταν από έρωτα για τον νεαρό Άδμητο. Τώρα πια υπάρχει τόπος για τη βοσκή των βοδιών και οι γίδες, που βελάζουν, δεν στερούνται από τα νεογέννητα μικρά τους, εκείνες τις οποίες ενώ βοσκούν, τις εποπτεύει με τα μάτια του ο Απόλλωνας. Ούτε τα πρόβατα είναι χωρίς γάλα, ούτε άγονα αλλά όλα έχουν αρνιά και η προβατίνα που έκανε ένα αρνί γρήγορα μπορεί να γεννάει δύο.»
Ο Απόλλωνας ήταν επίσης εκείνος που, όταν η Άρτεμη από εκδίκηση γιατί δεν την κάλεσαν στους γάμους του Άδμητου και της Άλκηστης, γέμισε με φίδια το βασιλικό σπίτι, βοήθησε να το καθαρίσουν, παρακαλώντας γι’ αυτό θερμά την αδερφή του την Άρτεμη.
Αλλά και τα άλογα του Άδμητου, που κι αυτά τα βοσκούσε ο Απόλλωνας πάνω στις πλαγιές της Όθρης, ήταν ξακουστά. Δεν μπορούσε εξάλλου να γίνει διαφορετικά. Τ’ άλογα όλης της περιοχής ήταν περίφημα για την ταχύτητά τους. Όπως μας λέει ο Όμηρος, τα άλογα του Εύμηλου, διαδόχου του Άδμητου στο θρόνο των Φερών, ήταν τα ταχύτερα άλογα των Αχαιών, μετά φυσικά από αυτά του Αχιλλέα, επίσης μεγαλωμένα στην ίδια περιοχή. Τα δύο ταχύτατα άλογα του Αχιλλέα, ο Ξάνθος και ο Βάλιος είχαν γεννηθεί από την Άρπυια Ποδάργη (γρήγορη στα πόδια) και τον Ζέφυρο. Δεν μπορούσε λοιπόν παρά να είναι πολύ γρήγορα.
«Και τ’ άτια αμέσως ο Αυτομέδοντας τα γρήγορα, τον Ξάνθο και το Βαλίο, που σαν τον άνεμο γοργοπετούσαν, ζεύει. Τα ‘χε γεννήσει με το Ζέφυρο μιαν Άρπια, η Φτεροπόδα, μια μέρα σε λιβάδι ως έβοσκε, στού Ωκεανού τους όχτους» (Ιλιάδα, Π, 148 -151. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, έκδοση Οργανισμού Έκδοσης Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1987, σελ. 344).
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, που την αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Βάλιος και ο Ξάνθος ήταν παλιότερα Τιτάνες. Κατά την Τιτανομαχία, αντίθετα με τους άλλους Τιτάνες, αυτοί οι δυο συνεργάστηκαν με τον Δία και τον Ποσειδώνα. Μετανιωμένοι για την προδοσία τους αυτή, μετά τη λήξη του αγώνα, ζήτησαν να γίνουν – όπως και έγιναν – άλογα, τα οποία ο Ποσειδώνας τα δώρισε στον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα.
Είναι και αυτή η μυθολογική εκδοχή μία ακόμη ένδειξη της αρχαιότητας των μύθων της περιοχής αυτής. Εξάλλου ολόκληρη η Θεσσαλία φημιζόταν για τα υπέροχα άλογά της έτσι ώστε να αποκαλείται «Ιππόβοτον Άργος» (Ομήρου Ιλιάδα).
Δεν θα ήταν άσκοπο ν’ αναφερθεί εδώ ότι και το περίφημο άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Βουκεφάλας, πάνω στις πλαγιές της Όθρης μεγάλωσε, αφού, όπως λένε οι πληροφορίες, το αγόρασε ο Φίλιππος Β΄, στα Φάρσαλα, από τον Θεσσαλό Φιλόνεικο δίνοντας δεκατρία τάλαντα:
«Ἐπεί δέ Φιλονείκου τοῦ Θετταλοῦ τόν Βουκεφάλαν ἀναγαγόντος ὤνιον τῷ Φιλίππῳ τρισκαίδεκα ταλάντων κατέβασαν εἰς τό πεδίον δοκιμάσοντες τόν ἵππον» (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 61).

3. Μια ερμηνευτική προσπάθεια

Από το παραπάνω απόσπασμα του Καλλίμαχου διαφαίνεται η σημαντική βοήθεια που έδωσε ο Απόλλωνας στον Άδμητο. Η ορθολογιστική ερμηνεία του αποσπάσματος αυτού μας οδηγεί βεβαίως στη σκέψη ότι ο ισχυρός βασιλικός οίκος του Άδμητου είχε συνεργαστεί με το ιερατείο για ν’ αυξήσει τη δύναμή του. Έτσι, μετά τη συνεργασία αυτή και την παροχή της εύνοιας του ιερατείου προς τον βασιλικό οίκο των Φερών, αυξήθηκε η επικράτειά του. Γι’ αυτό μας λέει ο Καλλίμαχος στο πιο πάνω απόσπασμα «τώρα πια υπάρχει τόπος για τη βοσκή» (Στ. 50 – 51).
«Τώρα» δηλαδή μετά τη βοήθεια του Απόλλωνα, μετά δηλαδή την συνεργασία του βασιλικού οίκου των Φερών με το ιερατείο, εξασφαλίστηκε τόπος για τη βοσκή, ενώ προηγουμένως (όπως αφήνεται να εννοηθεί από το εμφαντικό τώρα) δεν υπήρχε. Και βεβαίως τώρα πια υπάρχει τόπος για τη βοσκή των κοπαδιών του βασιλικού οίκου των Φερών, αφού μπορούν να βόσκουν από τις Φερές μέχρι και τον κάμπο του Αλμυρού, στις όχθες του ιερού ποταμού Άμφρυσου.
Εξάλλου ο Απόλλωνας είχε δείξει την αγάπη του για τον Άδμητο και άλλες φορές. Ο Απόλλωνας ήταν εκείνος που βοήθησε τον Άδμητο να ζέψει στο άρμα του ένα λιοντάρι και ένα αγριογούρουνο και να μπορέσει έτσι να ζητήσει την Άλκηστη γυναίκα του, όπως απαιτούσε ο πατέρας της. Θα την έδινε μόνο «τῷ δυναμένῳ συζεῦξαι λέοντι κάπρον» (Απολλόδωρος, 3, 10, 4. Hygini Fabulae 49, 51).
Άδμητος εξάλλου σημαίνει «ακαταδάμαστος», αυτός δηλαδή που δεν είναι δυνατόν να μπει κάτω από τα δεσμά άλλου. Για να γίνει όμως πραγματικά «ακαταδάμαστος» ο Άδμητος, για να γίνει «άδμητος» έπρεπε να πάρει την Άλκηστη. Άλκηστη σημαίνει «Δυνατή», δηλαδή δύναμη και κατ’ επέκταση εξουσία. Για ν’ αποκτήσει την «Δύναμη» αυτή, την εξουσία, ο Άδμητος, για να παντρευτεί δηλαδή την Άλκηστη έπρεπε να ζέψει στο άρμα του, να υποτάξει δηλαδή στο άρμα της εξουσίας του, ένα λιοντάρι κι ένα αγριογούρουνο, δυο μεγάλους δηλαδή εχθρούς που είχαν ως εμβλήματα ο ένας το λιοντάρι κι ο άλλος το αγριογούρουνο. Έτσι ερμηνεύουν ορθολογικά τον μύθο οι ειδικοί επιστήμονες.
Ο Αμυθάονας, αδελφός του Φέρητα και επομένως διεκδικητής και αυτός του θρόνου των Φερών, είχε απομακρυνθεί κυνηγημένος από τις Φερές και είχε καταφύγει στην Αμυθαονία της Ήλιδας. Κοντά στον Αμυθάονα είχε καταφύγει και τον παντρεύτηκε η Ειδομένη. Η Ειδομένη ήταν αδελφή του Άδμητου, διεκδικήτρια επομένως και αυτή κάποιων προνομίων του θρόνου των Φερών.
Ο Άδραστος ήταν απόγονος της Ειδομένης και του Αμυθάονα και επομένως κι αυτός κληρονόμος διεκδικητής του θρόνου των Φερών. Τις δυο κόρες του Άδραστου τις παντρεύτηκαν ο Πολυνείκης και ο Τυδέας κι έγιναν, με τη σειρά τους, διεκδικητές του θρόνου των Φερών και αυτοί, αφού ο Άδραστος δεν είχε αποκτήσει δικό του γιο, παρά μόνο αυτές τις δυο κόρες. Ο Πολυνείκης και ο Τυδέας, γαμπροί και κληρονόμοι των δικαιωμάτων του Άδραστου, είχαν στις ασπίδες τους ως εμβλήματα ο πρώτος το λιοντάρι και ο δεύτερος το αγριογούρουνο. Ο Άδραστος, παντρεύοντάς τους με τις κόρες του, τους έδωσε την υπόσχεση να τους αποκαταστήσει στην εξουσία. Δεν αποκαταστάθηκαν όμως ποτέ τους. Ο Απόλλωνας φρόντισε και έζεψε στον ζυγό του αγαπημένου του Άδμητου το «λιοντάρι» και το «αγριογούρουνο», εξουδετέρωσε δηλαδή τους διεκδικητές της εξουσίας του, και έτσι μπόρεσε αυτός και πήρε γυναίκα του την Άλκηστη, δηλαδή την «Δυνατή», την «Δύναμη» την εξουσία.
Δεν είναι μόνο όμως ο Άδμητος που φροντίζει ν’ αποκτήσει δύναμη, εξουδετερώνοντας με την βοήθεια του ιερατείου τους αντεκδικητές του θρόνου του. Και η Άλκηστη, η γυναίκα του, για να παραμείνει μόνη αυτή «Δυνατή», φροντίζει ν’ απαλλαγεί από τις αδελφές της που θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν προβλήματα. Η Μήδεια βάζει όλες τις άλλες κόρες του Πελία, εκτός από την Άλκηστη, να παίρνουν μέρος στον φόνο του πατέρα τους Πελία, του βασιλιά της Ιωλκού. Η μεγάλη αυτή κατηγορία τις αναγκάζει όλες στην συνέχεια να καταφύγουν στην Πελοπόννησο. «Ταύτας φασίν οι Μαντινιείς μετοικήσαι <παρά> σφας τα επί τω θανάτω του πατρός ονείδη φευγούσας. . . Τούτο ηνάγκασε τας γυναίκας ες Αρκαδίαν μετοικήσαι και αποθανούσας τα μνήματα εχώσθη σφίσιν αυτού» (Παυσανίας, Αρκαδικά, 11, 1 -2).
Ακόμη και αυτός ο Ιάσονας, διεκδικητής και διάδοχος του θρόνου της Ιωλκού, αν και έκανε ένα τόσο μεγάλο αγώνα, ολόκληρη Αργοναυτική Εκστρατεία, για να πάρει αυτόν ακριβώς τον θρόνο, φεύγει μαζί με την Μήδεια στην Κόρινθο. Η Μήδεια, που παρασέρνει τον Ιάσονα, στην Κόρινθο, είναι, κατά μία μυθολογική εκδοχή, κόρη της Εκάτης, της κόρης της Φεραίας. Απομακρύνοντας με τον τρόπο αυτό τον Ιάσονα από την Ιωλκό διευκολύνει τον πατρικό της βασιλικό οίκο των Φερών στα διεκδικητικά του σχέδια. Απομακρύνθηκαν όλα τ’ άλλα πρόσωπα. Ο θρόνος της Ιωλκού έμεινε στην εξουσία του βασιλικού οίκου των Φερών. Έτσι ο γιος του Άδμητου, ο Εύμηλος, παίρνει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο έχοντας κάτω από την κυριαρχία του και την «ἐϋκτιμένην Ἰαωλκὸν».
Η εύνοια του ιερατείου προς τον βασιλικό οίκο των Φερών, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τον έρωτα του Απόλλωνα για τον Άδμητο, συνεχίστηκε και σ’ επόμενες γενιές του οίκου αυτού. Ο Απόλλωνας φέρεται να είναι «ερωτευμένος» για πολλά χρόνια με τους Φεραίους αφού η θεϊκή αυτή «εύνοια» εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και τον δισέγγονο του Άδμητου, τον Υμέναιο.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης, βεβαιώνοντάς μας γι’ αυτόν τον «έρωτα» του Απόλλωνα για τον Υμέναιο, λέει: «ἐγένετο δ’ αὐτῷ παῖς περίβλεπτος τήν ὄψιν Ὑμέναιος• ἐπεί δ’ Ἀπόλλωνα ἔρως ἔλαβε τοῦ παιδός καί οὐκ ἐξελίμπανε τά οἰκία τοῦ Μάγνητος» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, σελ. 176, απόσπασμα 153 (176) ἔκδ. Lipsiae, in Aebius B.G. TEYBNERI MCMII (1902)).
Σύμφωνα με κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή η εύνοια του Απόλλωνα προς τον βασιλικό οίκο των Φερών δεν προερχόταν από το ότι ο Υμέναιος ήταν δισέγγονος του αγαπημένου του Άδμητου αλλά γιατί ο Υμέναιος ήταν γιος του ίδιου του Απόλλωνα.
Αυτό, ορθολογιστικά ερμηνευόμενο, σημαίνει ότι έπειτα από τόσα χρόνια όχι μόνο εξακολουθούσε να υπάρχει η εύνοια του ιερατείου προς τον βασιλικό οίκο των Φερών αλλά τώρα υπάρχει επιπλέον και οικογενειακή συγγενική σχέση μεταξύ τους. Πολιτική και θρησκευτική εξουσία βρίσκονταν σε αγαστή συνεργασία μεταξύ και έτσι έδωσαν στο κράτος των Φερών την μεγάλη ακμή του.
Για την περίοδο ακριβώς αυτή της μεγάλης ακμής του κράτους των Φερών υπάρχουν και διασώθηκαν πολλές μυθολογικές εκδοχές. Έτσι επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι τα ισχυρά κράτη μπορούν και διατηρούν και διαφυλάσσουν ασύλητους τους μύθους τους από άλλους ισχυρούς.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης, επιπλέον, ενισχύοντας τις σκέψεις μας αυτές για την ακμή του κράτους των Φερών κάτω από την αγαστή συνεργασία κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας, μας λέει ότι ολόκληρη η Μαγνησία πήρε το όνομά της από τον Μάγνητα, που ήταν εγγονός του Άδμητου, από την κόρη του Περιμήλη. Πήρε δηλαδή την ονομασία αυτή όταν ακριβώς το κράτος των Φερών βρισκόταν στην ακμή του: «Ἄργου δέ τοῦ Φρίξου καί Περιμήλης τῆς Ἀδμήτου θυγατρός ἐγένετο Μάγνης. Οὗτος ᾤκησεν ἐγγύς Θεσσαλίας καί τήν γῆν ταύτην ἀπ’ αὐτοῦ Μαγνησίαν προσηγόρευσαν οἰ ἄνθρωποι» (Hesiodi Carmina, ό. π). Η ονομασία του χώρου «Μαγνησία» υποδηλώνει την κτητική σχέση της με τον Μάγνητα, γόνο του φεραϊκού οίκου.
Αλλά και όταν ακόμη σε κάποια άλλη κατοπινή εποχή παρουσιάζεται να κινδυνεύει η εξουσία του Άδμητου και πάλι επεμβαίνουν οι θεοί, δηλαδή το ιερατείο, για να δώσουν τη λύση και την απαραίτητη αποτελεσματική τους συμπαράσταση.
Ο Άδμητος, σύμφωνα με όσα είχαν γράψει γι’ αυτόν οι Μοίρες, μας λέει ο μύθος, όταν θα ερχόταν η ώρα να πεθάνει, θα γλίτωνε μόνο αν κάποιος άλλος θα δεχόταν να θυσιαστεί στη θέση του. Πράγματι, όταν ήρθε αυτή η ώρα, δέχτηκε να χαθεί η «Άλκηστη». Ο Άδμητος δηλαδή δέχτηκε να παραχωρήσει την «Άλκηστη», να παραχωρήσει την «Δυνατή», να παραχωρήσει δηλαδή την «Δύναμη», να παραχωρήσει μ’ άλλα λόγια την «Εξουσία», προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή του. Χάθηκε λοιπόν η «Εξουσία» (δηλ. Άλκηστη) και ο Άδμητος έπαψε να είναι «Άδμητος» , δηλαδή ανίκητος, «Ακαταδάμαστος». Χάνοντας την Άλκηστη, τη δύναμη, υποτάχθηκε, και επομένως έπαψε να είναι «ακαταδάμαστος».
Πολύ λίγο όμως κράτησε αυτό. Πάλι η θρησκευτική εξουσία έσωσε την κατάσταση. Ένας άλλος θεός τώρα, άλλος δηλαδή εκπρόσωπος του ιερατείου, ο Ηρακλής, «ερωτευμένος». . . «κατά σύμπτωση!» και αυτός με τον Άδμητο, έρχεται την τελευταία στιγμή, περνώντας. . . «τυχαία» από εκεί και ξαναφέρνει την «Άλκηστη» από τον Άδη, δηλαδή από την εξαφάνιση, κοντά στον Άδμητο. Οι θεοί, δηλαδή το ιερατείο, έσωσαν και πάλι την κατάσταση. Ο βασιλικός οίκος των Φερών έγινε και πάλι «Άδμητος», δηλαδή «ακαταδάμαστος» αφού η «Άλκηστη», δηλαδή η «Δυνατή», δηλαδή η «Δύναμη», δηλαδή η «εξουσία», με τη βοήθεια των θεών, ήρθε και πάλι κοντά του.

4. Ο Ερμής κλέβει τα βόδια του Απόλλωνα

Κοπάδια του βασιλιά Άδμητου ήταν εκείνα που βοσκούσε ο Απόλλωνας σε τούτα τα μέρη, όταν τα είδε και τα λιμπίστηκε ο θεός Ερμής. Γι’ αυτό κι αποφάσισε να τα κλέψει. Βρήκε δε την κατάλληλη ευκαιρία γιατί εκείνο τον καιρό ο Απόλλωνας ήταν, λένε οι σχετικοί μύθοι, τρελά ερωτευμένος με τον όμορφο Υμέναιο, το γιο του Μάγνητα, ενός άλλου τοπικού ήρωα και βασιλιά. Ο αγαπημένος τού Απόλλωνα, ο Υμέναιος, ήταν δισέγγονος του Φρίξου αλλά και του Άδμητου. Πού τον έχανες, λοιπόν, πού τον έβρισκες τον Απόλλωνα, ολημερίς και ολονυχτίς στο σπίτι του Μάγνητα για να είναι όσο μπορούσε περισσότερο κοντά στον αγαπημένο του Υμέναιο. Ξεχνούσε έτσι τη δουλειά του και άφηνε τα κοπάδια που του είχε εμπιστευθεί ο Άδμητος να βόσκουν αφύλαχτα μόνα τους.
Κάποιοι άλλοι βέβαια δεν πίστευαν ότι ο Απόλλωνας είχε τέτοιες σχέσεις με τον Υμέναιο. Πώς μπορούσε να έχει τέτοιες σχέσεις αφού ο Υμέναιος, έλεγαν αυτοί, ήταν γιος του Απόλλωνα, τον οποίο είχε αποκτήσει με τη Μούσα Καλλιόπη, και τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Απόλλωνας κρατούσε κοντά του στις βουνοπλαγιές της Όθρης τον Υμέναιο και περνούσε τις ώρες μαζί του. Ήταν γιος του.
Ό,τι πάντως και αν συνέβαινε ο Απόλλωνας πολύ απασχολούνταν με τον Υμέναιο γιατί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τον αγαπούσε πολύ, και παραμελούσε τη βοσκή. Τα είδε αυτά ο Ερμής – που και αυτός εκεί κοντά τριγύριζε στις όχθες του Άμφρυσου, της σημερινής Κεφάλωσης, και ξελόγιαζε τις νύμφες που τριγυρνούσαν εκεί – και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Κατάφερε λοιπόν ο Ερμής να κάνει τα σκυλιά που φύλαγαν τα κοπάδια τού Απόλλωνα να πέσουν σε λήθαργο και για να είναι ακόμη πιο ασφαλής και σίγουρος ότι θα μπορέσει να κάνει καλά τη δουλειά του και χωρίς προβλήματα, έκανε το λαιμό τους να πονά πολύ, ώστε να μην μπορούν να γαβγίζουν.
Με τον τρόπο αυτόν κατάφερε κι έκλεψε δώδεκα νεαρές αγελάδες («πόρτιας»), εκατό μεγάλες αγελάδες που δεν είχαν μπει σε ζυγό («άζυγας») και ένα ταύρο. Έπειτα τραβώντας τα ζώα από τις ουρές και περπατώντας προς τα πίσω, «παλιμπυγηδόν», ώστε τα ίχνη τους να μπερδεύουν όποιον θα προσπαθούσε να τα βρει, πέρασε την χώρα των Πελασγών, πέρασε την Αχαΐα Φθιώτιδα, την Λοκρίδα, την Βοιωτία και την Μεγαρίδα και έφτασε στην Πελοπόννησο.
Μια άλλη εκδοχή του μύθου λέει ότι ο Ερμής δεν οδήγησε τις κλεμμένες αγελάδες από τις ουρές, «παλιμπυγηδόν», αλλά απλά έδεσε στις ουρές τους κλαδιά δέντρων, που σέρνοντας πίσω τους έσβηναν τα ίχνη τους. Άλλοι λένε ότι έδεσε από μια φούντα χορτάρια σε κάθε πόδι αγελάδας. Τα κλαδιά αυτά σέρνονταν στο χώμα και έτσι έσβηναν τα ίχνη των αγελάδων. Έτσι δεν γινόταν φανερή η πορεία τους. Για να μη φαίνονται και τα δικά του ίχνη, ο Ερμής φόρεσε τα πέδιλά του ανάποδα.
Έτσι, για άλλη μια φορά, ένα κοπάδι βόδια από τις πλαγιές της Όθρης, όπως εκείνα που πήρε ο Μελάμποδας από τη Φυλάκη, οδηγήθηκε ως την Πελοπόννησο.
Είναι χαρακτηριστικό να θυμηθούμε ότι ακόμη και στα νεότερα χρόνια στα χωριά τουλάχιστον της περιοχής Αλμυρού, από όπου έχουμε προσωπικές μαρτυρίες, οι «αλογοκλέφτες» πετάλωναν τα κλεμμένα άλογα με τέτοιο τρόπο ώστε τα πέταλα να καρφώνονται ανάποδα. Με τον τρόπο αυτό τα ίχνη των ποδιών των κλεμμένων ζώων οδηγούσαν όσους τα αναζητούσαν σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή των κλεφτών. Στα ορεινά χωριά της Όθρης αλλά και της Ευρυτανίας οι κλέφτες των προβάτων, σε παλιότερες εποχές, μπορούσαν με μία ειδική επέμβαση που έκαναν στο λαιμό των κλεμμένων ζώων να τα καθιστούν ανίκανα να βελάζουν ώστε να μην προδίδουν με το βέλασμα την παρουσία τους. Μπορούσαν δηλαδή μέχρι τα τελευταία χρόνια οι βοσκοί της Όθρης να κάνουν αυτό που έκανε ο Ερμής στα σκυλιά του Απόλλωνα.
Αξίζει να διαβάσουμε όλα όσα έγιναν με το κλέψιμο των βοδιών που έβοσκε ο Απόλλωνας από τον Ερμή, όπως μας τα περιγράφει ο μυθογράφος Αντωνίνος Λιβεράλης:
«Ἄργου τοῦ Φρίξου καί Περιμήλης τῆς Ἀδμήτου θυγατρός ἐγένετο Μάγνης, οὗτος ᾤκησεν ἐγγύς Θεσσαλίας καί τήν γῆν ταύτην ἀπ’ αὐτοῦ Μαγνησίαν προσηγόρευσαν οἱ ἄνθρωποι, ἐγένετο δ’ αὐτῷ παῖς περίβλεπτος τὴν ὄψιν Ὑμέναιος. Ἐπεί δ’ Ἀπόλλωνα ἰδόντα ἔρως ἔλαβε τοῦ παιδός καί οὐκ ἐξελίμπανε τά οἰκία τοῦ Μάγνητος, Ἑρμῆς ἐπιβουλεύει τῇ ἀγέλῃ τῶν βοῶν τοῦ Ἀπόλλωνος. Αἱ δέ ἐνέμοντο, ἵνα περ ἦσαν αἱ Ἀδμήτου βόες, καί πρῶτα μέν ἐμβάλλει ταῖς κυσίν, αἵ ἐφύλαττον αὐτάς, λήθαργον καί κυνάγχην. Αἵ δὲ ἐξελάθοντο τῶν βοῶν καί τήν ὑλακήν ἀπώλεσαν. Εἶτα δ’ ἀπελαύνει πόρτιας δώδεκα καί ἑκατὸν βοῦς ἄζυγας καί ταῦρον, ὃς ταῖς βουσίν ἐπέβαινεν. Ἐξῆπτε δὲ ἐκ τῆς οὐρᾶς πρὸς ἕκαστον ὕλην, ὡς ἄν τὰ ἴχνη τῶν βοῶν ἀφανίσῃ• καὶ ἧγεν αὐτάς ἐλαύνων διά τε Πελασγῶν καί δι’ Ἀχαΐας τῆς Φθιώτιδος καί διά Λοκρίδος καί Βοιωτίας καί Μεγαρίδος καί ἐντεῦθεν εἰς Πελοπόννησον» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Μεγάλαι Ηοίαι, 153 (176), Antonius Liber. XXIII, σελ. 176 -177, έκδοση Lipsiae MCMII (1902)).

5. Γιορτές και πανηγύρια για τον Απόλλωνα

Για να τιμούν τον Απόλλωνα, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και ειδικά σε τούτα τα μέρη, γινόταν ανάμεσα σε πολλές άλλες γιορτές και η γιορτή που λεγόταν «Σεπτήρια» ή «Στεπτήρια». Αυτή γινόταν κάθε εννέα χρόνια, δηλαδή κάθε ένα «μεγάλο ενιαυτό», όσο κράτησε και η «θητεία» τού θεού κοντά στον Άδμητο. Ήταν μια μεγάλη τελετή που άρχιζε με πανηγυρική πομπή από το μαντείο των Δελφών. Εκεί γινόταν αναπαράσταση του φόνου του Πύθωνα. Κατασκεύαζαν μία καλύβα που παρίστανε την φωλιά τού Πύθωνα και μετά την έκαιγαν παρακολουθώντας όλοι το θέαμα σιωπηλοί. Η πομπή ξεκινούσε από τους Δελφούς και περνώντας από όλα τα ενδιάμεσα μέρη, κατέληγε στα Τέμπη όπου γινόταν μία τελετή αναπαράστασης του εξαγνισμού του Απόλλωνα από τον φόνο και την σφαγή του Πύθωνα. Από τους Δελφούς στέλνονταν στην κοιλάδα των Τεμπών κάθε ένατο χρόνο ευγενείς νέοι οι οποίοι αφού πραγματοποιούσαν μεγαλοπρεπείς θυσίες για εξαγνισμό, έπλεκαν στεφάνια από την ιερή δάφνη του Απόλλωνα:
«Καί ἔτι καί νῦν ἔτους ἐννάτου οἱ Δελφοὶ παῖδας εὐγενεῖς πέμπουσι καί ἀρχιθέωρον ἕνα σφῶν αὐτῶν. Οἱ δέ, παραγενόμενοι καί μεγαλοπρεπῶς θύσαντες ἐν τοῖς Τέμπεσιν, ἀπίασι πάντες στεφάνους μέν ἀπό τῆς δάφνης διαπλέξαντες, ἀφ’ ἧς περ οὖν καί τότε ὁ Θεὸς ἐστεφανώσατο» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 3, 1).
Μετά την τελετή του εξαγνισμού άρχιζε η θριαμβευτική πομπή της επιστροφής του εξαγνισμένου και λυτρωμένου πια από τα κρίματά του θεού, ακολουθώντας την ιερά οδό που ονομαζόταν «Πυθιάς».
Η γιορτή λεγόταν και «Σεπτήριον» ή «Στεπτήριον» ή «Στεπήριον» και περιλάμβανε πολλές μικρότερες μιμικές τελετές. Υπάρχει και η άποψη ότι η γιορτή γινόταν όχι κάθε εννέα αλλά κάθε οχτώ χρόνια.
Οι κάτοικοι της περιοχής Αλμυρού, και κυρίως εκείνοι γύρω από τον ιερό Άμφρυσο ποταμό, ζούσαν ασφαλώς έντονες στιγμές θρησκευτικού δέους κάθε εννέα ή κάθε οκτώ χρόνια, όπως λέει μια άλλη άποψη, καθώς η πομπή, ακολουθώντας την «Πυθιάδα» περνούσε και από το δικό τους ιερό ποτάμι της σημερινής Κεφάλωσης, στο οποίο ο θεός Απόλλωνας βοσκούσε κάποτε τα κοπάδια του Άδμητου και στις όχθες του οποίου κατέβαιναν και κάθονταν ημερωμένα δίπλα στα θεϊκά πόδια και τα λιοντάρια από την Όθρη. Εξάλλου τα εννέα χρόνια της θητείας για τον εξαγνισμό του Απόλλωνα για τα οποία γίνονταν τα «Στεπτήρια», ο θεός τα υπηρέτησε σε τούτα τα μέρη, και μάλιστα δουλεύοντας σκληρά ως τσοπάνος. Τι ακριβώς γινόταν όταν η πομπή περνούσε από τον Άμφρυσο ποταμό (την Κεφάλωση του Αλμυρού) δεν είναι γνωστό. Οπωσδήποτε όμως θα σχετιζόταν με τις εργασίες βοσκής των κοπαδιών του Άδμητου από τον Απόλλωνα.
Σύμφωνα μ’ όσα υποστηρίζουν μερικοί «Πυθιάς» δεν λεγόταν μόνο η διαδρομή από τα Τέμπη ως τους Δελφούς αλλά και η ειδική γιορτή που γινόταν για να τιμήσουν την νύμφη Δάφνη, την οποία ερωτεύθηκε ο Απόλλωνας και η οποία, για ν’ αποφύγει τον έρωτα του θεού, μεταμορφώθηκε από τον Δία στο ομώνυμο φυτό δάφνη. Στη γιορτή αυτή, που συνεορταζόταν με τα Στεπτήρια, την πομπή ακολουθούσε μια ομάδα νέων που κρατούσαν δάφνες στα χέρια τους. Ήταν οι λεγόμενοι «Δαφνηφόροι». Τα «Σεπτήρια» γίνονταν κατά τον μήνα Θαργηλιώνα (μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου).
Το αξίωμα του «δαφνηφόρου» ήταν πολύ τιμητικό για εκείνους που επιλέγονταν κάθε φορά από τους υπεύθυνους της τελετής. Σύμφωνα με τον Παυσανία επιλέγονταν για την τιμή αυτή οι πλουσιότεροι νέοι. Γι’ αυτό και οι «δαφνηφόροι» ή «δαυχναφόροι», όπως λέγονταν σύμφωνα με το θεσσαλικό γλωσσικό ιδίωμα, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ευχαριστήσουν τον Απόλλωνα για την ιδιαίτερη τιμή που τους έγινε. Τις ευχαριστίες τους αυτές προς τον Απόλλωνα τις εκδήλωναν με προσφορές και αφιερωτήριες επιγραφές. Βρέθηκαν τέτοιες αφιερωτήριες επιγραφές ανθρώπων που «εδαυχνάρευσαν» στις εορταστικές εκδηλώσεις. Συνήθως αφιέρωναν στον Απόλλωνα ένα χάλκινο τρίποδα.
Ο Αριστίωνας ήταν ένας «δαυχναφόρος». Μαζί του ήταν και άλλοι «συνδαυχναφόροι». Όλοι μαζί μετά το πέρας της τελετής θεώρησαν υποχρέωσή τους για την τιμή που τους έγινε ν’ αφιερώσουν κάτι στον Λεσχαίο Απόλλωνα. Δεν γνωρίζουμε τι ήταν αυτό που αφιέρωσαν.
Μέχρι σε μας σώθηκε μόνο η αφιερωτήρια επιγραφή «Ἄπλουνι Λεσχαῖοι Ἀριστίον ἐνέθηκε καί συνδαυχναφόροι. Πρόνος ἐργάξατο» (IG XII 2, 1207), δηλαδή: Στον Λεσχαίο Απόλλωνα το αφιερώνει ο Αριστίωνας και οι συνδαφνηφόροι του.
Ο Θεσσαλός Αριστίωνας και οι συνδαφνηφόροι του το αφιέρωσαν στον Λεσχαίο Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας λεγόταν «Λεσχαίος» και «Λεσχηνόριος» επειδή ήταν αφιερωμένες σ’ αυτόν όλες οι λέσχες. Αυτές οι λέσχες ήταν οικήματα στα οποία, εκείνοι οι οποίοι αποτελούσαν μία λέσχη συναθροίζονταν και συζητούσαν.
Ο Αριστίωνας λοιπόν και οι φίλοι του, που ασφαλώς θα ανήκαν σε μία τέτοια ομάδα και όλοι μαζί ήταν «δαυχναφόροι», μετά την τελετή, τίμησαν με κάποια αφιέρωση τον Λεσχαίο Απόλλωνα. Μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ο Λεσχαίος Απόλλωνας λατρευόταν και στη Λάρισα. Ίσως μάλιστα το «λεσχαίος» να είναι καθαρά θεσσαλική επίκληση του Απόλλωνα, σύμφωνα με ένα δημοσίευμα: «Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη παράρτημα αρ. 63, Κωνσταντίνος Ρακατσάνης – Αθανάσιος Τζιαφάλιας, Λατρείες και Ιερά στηνΑρχαία Θεσσαλία, Ιωάννινα 1997, σελ. 21, σημ. 61».
Ο Σωσίπατρις ήταν ένας άλλος Θεσσαλός νέος ο οποίος αξιώθηκε να διατελέσει ταυτόχρονα και ιερομνήμων και αρχιδαφνηφόρος. Το μαρτυράει το αφιέρωμά του στον Κερδώο Απόλλωνα, αυτή τη φορά:
«Ἄπλουνι Κερδοίου Σουσίπατρις
Πολεμαρχίδαιος ὁ θύτας
ὀνέθεικε ἱεραμναμονεύσας
καὶ ἀρχιδαυχναρείσας».
Δηλαδή : «Στον Κερδώο Απόλλωνα ο Σωσίπατρις,
ο γιος του Πολεμαρχίδα ο θύτης
το αφιέρωσε γιατί έγινε ιερομνήμονας
και αρχιδαφνηφόρος».
Τι ήταν αυτό που ο γιος του Πολεμαρχίδα Σωσίπατρις, από ευγνωμοσύνη γιατί αξιώθηκε να γίνει ιερομνήμονας και αρχηγός ομάδας δαφνηφόρων, αφιέρωσε στον Κερδώο Απόλλωνα δεν το γνωρίζουμε. Ο πανδαμάτορας χρόνος το εξαφάνισε. Μας έμεινε μόνο η αφιερωτήρια επιγραφή που η ευγνωμοσύνη του στο θεό τον ενέπνευσε για την χάρη που του έγινε.
Δαφνηφορίες γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Αναφέρεται ότι δαφνηφόρος χρημάτισε και ο ίδιος ο Ηρακλής.
Υπάρχουν μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι η γιορτή της Πυθιάδας γινόταν στα μέρη τούτα μέχρι και την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η γιορτή συνεχιζόταν και στους Δελφούς, όπου γίνονταν αγώνες. Υπάρχει μαρτυρία ότι τα Πύθια, που πρώτα γίνονταν κάθε εννέα χρόνια και γι’ αυτό λέγονταν «εννεαετηρικοί αγώνες», αργότερα γίνονταν ανά πενταετία.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (11η συνέχεια)

ΘΕΪΚΟΙ ΒΟΣΚΟΙ ΚΑΙ ΕΡΩΤΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΡΘΡΗ
ΙΦΙΚΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΑΜΠΟΔΑΣ

1. Τα κοπάδια του Ίφικλου της Φυλάκης
και ο μάντης Μελάμποδας στην Όρθρη

Η κτηνοτροφία, όπως γίνεται δεκτό από τους ειδικούς, ήταν η ασχολία με την οποία καταπιάστηκε ο άνθρωπος για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του εφόδια, μετά την ενασχόλησή του με το κυνήγι.
Στην μυθολογία υπάρχουν αρκετοί μύθοι οι οποίοι, με κεντρικούς ήρωες τσοπάνηδες, έχουν τόπο αναφοράς τους την Όρθρη. Ονομαστά κοπάδια βασιλιάδων και θεϊκών οντοτήτων βοσκούσαν στα χλοερά βοσκολίβαδά της. Ήρωες ξακουστοί και μεγάλοι θεοί ήταν τσοπάνηδες οι οποίοι βοσκούσαν τα κοπάδια τους στα βουνά και στους κάμπους της Αχαΐας Φθιώτιδας. Θεοί γίνονταν βουκόλοι και ξεπλάνευαν νύμφες, βοσκοπούλες και βασιλοπούλες στις όμορφες ερωτικές λαγκαδιές και στις ηλιόλουστες ειδυλλιακές ρεματιές τής Όρθρης.
Στης Όρθρης τα παχιά λιβάδια από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια, όπως λέει η μυθολογία, βοσκούσαν τα ονομαστά κοπάδια του βασιλιά της Φυλάκης Ίφικλου. Κι ήταν ο Ίφικλος αυτός ο περήφανος γιος του Φύλακου, του ξακουστού πρώτου μυθικού βασιλιά και ιδρυτή της Φυλάκης. Κι ήταν η Φυλάκη η πατρίδα του μεγάλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου, του λεοντόκαρδου Πρωτεσίλαου. Το βασίλειο της Φυλάκης βρισκόταν πάνω στην Όρθρη, δίπλα στο ομώνυμο σημερινό μικρούλικο χωριό Φυλάκη της επαρχίας Αλμυρού. Πάντοτε η Φυλάκη θεωρούνταν ότι ανήκε στην Όθρη. (Βλέπε σχετικά: Φερεκύδης F. Gr. Hist. 3F 53, Θεόκριτος Ειδύλλια 3, 43).
Είναι το χωριό που παλιότερα ήταν γνωστό ως Κιτίκι. Ο Στράβωνας λέει για την θέση της Φυλάκης: «Καθάπερ δέ ἡ Φυλάκη ἡ ὑπό Πρωτεσιλάῳ τῆς Φθιώτιδός ἐστι».
Κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή ήθελε πιο υστερότερη την καταγωγή του Ίφικλου, όπως την είδαμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας μας αυτής.
Δηλαδή ο Δευκαλίωνας γέννησε τον Έλληνα, ο Έλληνας γέννησε τον Αίολο, ο Αίολος γέννησε τον Δηιόνα, ο Δηιόνας γέννησε τον Φύλακο τον άντρα της Κλυμένης, ο Φύλακος γέννησε τον Ίφικλο (άλλος Ίφικλος αυτός, ο Ίφικλος ο πρώτος), ο Ίφικλος γέννησε τον Φύλακο (τον δεύτερο), ο Φύλακος (ο δεύτερος) γέννησε τον Ποίαντα, ο Ποίαντας τον Φιλοκτήτη και τον Ίφικλο (τον δεύτερο) και ο Ίφικλος (ο δεύτερος) γέννησε τον Ποδάρκη και τον Πρωτεσίλαο.
Όπως όμως κι αν είχαν τα πράγματα για την καταγωγή του Ίφικλου από τη Φυλάκη και για την συνέχεια της ιστορίας, όπως θα τη δούμε παρακάτω, όλοι συμφωνούσαν ότι τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου ήταν ξακουστά σ’ όλη την Ελλάδα. Πολλοί, μεγάλοι άρχοντες και περήφανοι βασιλιάδες, ήταν εκείνοι που τα ζήλευαν. Όλοι τα λαχταρούσαν και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα κάνουν δικά τους.
Ο Φύλακος ήταν γιος του Δηιόνα και της Διομήδης. Ο Δηιόνας ήταν εγγονός του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα και της μεγαλώνυμης νύμφης της Όρθρης, της αρχόντισσας Ορθρηίδας. Ο Φύλακος παντρεύτηκε την ξακουστή Κλυμένη, την κόρη του βασιλιά Μινύα.
Εδώ, με την μυθολογική αυτή αναφορά της ύπαρξης του Μινύα, εντοπίζεται και ενισχύεται, η βεβαιωμένη εξάλλου και από ιστορικά δεδομένα, κατοίκηση του φύλου των Μινύων στην περιοχή αυτή.
Ο Φύλακος, έλεγαν οι μύθοι της περιοχής, απόκτησε από την Κλυμένη ένα γιο, τον Ίφικλο, και μία ξακουστή για την ομορφάδα της κόρη, την Αλκιμέδη.
Η Αλκιμέδη, σαν ήρθε σε ώρα γάμου, παντρεύτηκε τον Αίσονα και έγινε έτσι μητέρα του ήρωα Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Ο Ιάσονας, λοιπόν, ήταν ανεψιός του βασιλιά της Φυλάκης Ίφικλου, μακρινός και αυτός απόγονος της μεγάλης πρωτονύμφης Ορθρηίδας, της πρωτομάνας όλων των Ελλήνων.
Ο Ίφικλος, ο γιος του Φύλακου, μαζί με το θρόνο της Φυλάκης κληρονόμησε από τον πατέρα του και τα ξακουστά σ’ όλη την Ελλάδα κοπάδια των ζηλεμένων βοδιών. Από την πρώτη στιγμή που πήρε στα χέρια του τα ξακουστά κοπάδια των βοδιών τού πατέρα του, γνώριζε πολύ καλά ότι πολλοί ήταν εκείνοι που τα επιθυμούσαν και θα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τ’ αποκτήσουν.
Φρόντιζε λοιπόν πολύ, παίρνοντας τα κατάλληλα και τα πιο αυστηρά μέτρα, να τ’ ασφαλίσει από τον κίνδυνο της κλεψιάς όσο μπορούσε καλύτερα. Πιστοί και αφοσιωμένοι τσοπάνηδες και κυρίως άγρυπνα θεριόμορφα άγρια σκυλιά τα φρουρούσαν ασταμάτητα νύχτα μέρα. Έτσι το ν’ αποπειραθεί να κλέψει κάποιος τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου θεωρούνταν κάτι το αδιανόητο. Κανένας δεν το αποτολμούσε.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που τα είχαν βάλει στο μάτι ήταν και ο βασιλιάς της Πύλου, ο Νηλέας, ο οποίος καταγόταν από τα μέρη κοντά στη Φυλάκη. Ήταν, όπως αναφέρθηκε και αλλού, γιος και αυτός του Κρηθέα και εγγονός του Αίολου.
Ο Νηλέας ισχυριζόταν ότι τα κοπάδια του Ίφικλου ανήκαν στην πραγματικότητα σ’ αυτόν, από τότε που τον είχαν διώξει από τούτα τα μέρη. Ο Φύλακος, ο οποίος τα κατακρατούσε, ήταν γιος του Δηιόνα και επομένως και αυτός εγγονός του Αίολου. Νηλέας και Φύλακος λοιπόν ήταν πρώτα ξαδέλφια.
Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του λέει για το θέμα αυτό: «Ὁ δ’ οὖν Ὰφαρεύς τήν πόλιν τε ἔκτισε ἐν τῇ Μεσσηνίᾳ τήν Ἀρήνην καί Νηλέα τόν Κρηθέως τοῦ Αἰόλου, Ποσειδῶνος δέ ἐπίκλησιν, ἀνεψιόν ὄντα αὐτοῦ, φεύγοντα ἐξ Ἰωλκοῦ Πελίαν ἐδέξατο οἴκῳ καί τῆς γῆς οἱ ἔδωκε τά ἐπί θαλάσσῃ ἐν οἷς ἄλλαι τε πόλεις καί ἡ Πύλος, ἔνθα ᾤκησε καί τό βασίλειον κατεστήσατο ὁ Νηλεύς» (Παυσανίας, Μεσσηνιακά, 2, 4).
Δηλαδή: «Ο Αφαρέας λοιπόν έκτισε στη Μεσσηνία την πόλη Αρήνη και δέχτηκε στον οίκο του τον ξάδερφό του Νηλέα, παιδί του Κρηθέα του γιου του Αίολου, που τον έλεγαν και γιο του Ποσειδώνα, ο οποίος έφυγε από την Ιωλκό, κυνηγημένος από τον Πελία. Σ’ αυτόν έδωσε τα παραθαλάσσια μέρη της χώρας, όπου, εκτός από τις άλλες πόλεις, βρίσκεται και η Πύλος, στην οποία κατοίκησε ο Νηλέας και ίδρυσε το βασίλειό του».
Ο Νηλέας είχε μια πολύ όμορφη κόρη, ξακουστή για την ομορφάδα της σ’ όλη την Ελλάδα, την Πηρώ. Πολλά παλικάρια απ’ όλα τα μέρη ζητούσαν να την κάνουν γυναίκα τους.
Ο Νηλέας βρήκε την ευκαιρία την οποία ζητούσε. Το είχε τάξει λοιπόν και επίμενε πολύ σ’ αυτή του την απαίτηση: Μόνος άξιος να πάρει γυναίκα του την πανέμορφη κόρη του Πηρώ θα ήταν εκείνος που θα κατόρθωνε να πάρει από την μακρινή Φυλάκη και να κουβαλήσει στην τωρινή πατρίδα του, την Πύλο, τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου, που βόσκαγαν στα καρπερά λιβάδια της Όρθρης.
Όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί, μπροστά στο μεγάλο αυτόν άθλο, τον οποίο θεωρούσαν ακατόρθωτο, παρ” όλη τη μεγάλη τους λαχτάρα να κάνουν γυναίκα τους την Πηρώ, υποχωρούσαν και παραιτούνταν από το αίτημά τους. Ήξεραν όλοι τους πολύ καλά ότι αυτό το οποίο ζητούσε ο Νηλέας να καταφέρουν ήταν αδύνατο να γίνει, σχεδόν ακατόρθωτο.
Θα πρέπει ίσως, κάνοντας μια παρένθεση εδώ ἡ οποία θα μας βοηθήσει να συσχετίσουμε την σύγχρονη εποχή με την μακρινή εκείνη των μύθων, να θυμηθούμε ότι μέχρι και στα νεότερα χρόνια, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, στα ορεινά χωριά της περιοχής Αλμυρού αλλά και του κάμπου, η ικανότητα του να μπορεί κάποιος να κλέψει ζώα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, ήταν κάτι που θαυμαζόταν.

Το να μπορεί κάποιος να κλέψει ζώα θεωρούνταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή του και ένα σπουδαίο προσόν για να θεωρείται άξιος να παντρευτεί και να γίνει γαμπρός. Η άρνηση του πατέρα μιας υποψήφιας για γάμο κόρης στον υποψήφιο γαμπρό τον οποίο θεωρούσε ακατάλληλο, συνοδευόταν συνήθως περιφρονητικά με το χαρακτηριστικό: «αυτός δεν είναι άξιος ούτε μια γίδα να κλέψει.»
Ο Βίαντας όμως, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, υποψήφιος και αυτός μνηστήρας της πανέμορφης Πηρώς, ήταν πολύ βαθιά και αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Όταν έμαθε ποιο μεγάλο κατόρθωμα έπρεπε να καταφέρει, έπεσε του θανατά, απογοητευμένος και χτυπημένος βαριά από τη μεγάλη του λύπη και τον έρωτά του.
Αν και γνώριζε ότι δεν μπορούσε ποτέ του να καταφέρει ο ίδιος τον μεγάλο αυτό άθλο, με κανένα τρόπο και για τίποτε δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σκοπό του. Έπρεπε λοιπόν κάτι να σκεφτεί. Έπρεπε κάτι να κάνει.
Στη μεγάλη του απελπισία αναγκάστηκε, ρίχνοντας τον εγωισμό του, να πέσει στα πόδια και να παρακαλέσει θερμά τον αδερφό του Μελάμποδα, ο οποίος ήταν ένας περίφημος μεγάλος μάγος και μάντης. Τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει με όποιο τρόπο, σαν μάγος και μάντης που ήταν, μπορούσε. Ο Μελάμποδας, αν και ως μάντης που ήταν, γνώριζε πάρα πολύ καλά τι τον περίμενε στην περιπέτειά του αυτή, όμως, για το χατίρι του αρρωστημένα ερωτευμένου αδελφού του, δέχτηκε να τον βοηθήσει.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Μελάμποδας απ’ την μακρινή Μεσσηνία να φτάσει στη Φυλάκη, πάνω στην Όρθρη, αποφασισμένος ν’ αρπάξει με κάθε τρόπο τα βόδια του Ίφικλου, να τα παραδώσει στον ερωτοχτυπημένο αδερφό του για να μπορέσει έτσι αυτός να πάρει γυναίκα του την πανέμορφη Πηρώ και να βρει τη γιατρειά του.
Για την αξίωσή του αυτή, να του φέρουν ως προίκα της Πηρώς τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου, είχε τη δικαιολογία του ο Νηλέας. Έλεγε ότι τα περίφημα κοπάδια των βοδιών, ανήκαν στη γιαγιά της Πηρώς, την επίσης ξακουστή για την ομορφάδα της, Τυρώ. Όλοι την έλεγαν Τυρώ γιατί ήταν άσπρη και αφράτη σαν το τυρί.
Η Τυρώ ήταν μητέρα του Νηλέα και κόρη του Σαλμωνέα. Ο Σαλμωνέας ήταν αδερφός του Δηιόνα, ο οποίος ήταν πατέρας του Φύλακου του πατέρα του Ίφικλου. Επομένως ο Φύλακος και η Τυρώ ήταν πρώτα εξαδέλφια και, όπως ισχυριζόταν ο Νηλέας, τα βόδια του Ίφικλου ήταν προίκα της μητέρας του Τυρώς, την οποία είχε κατακρατήσει ο Φύλακος. Εξάλλου και το όνομα της Τυρώς φανέρωνε τη σχέση της με το γάλα και το τυρί και επομένως και τις αγελάδες.
Ο Μελάμποδας, ύστερα από μακρινό ταξίδι, έφτασε στη Φυλάκη και μέρες ολόκληρες κρυβόταν στις πλαγιές και στα δάση της Όρθρης και, παρακολουθώντας τα ξακουστά βόδια, σκεφτόταν και σχεδίαζε προσπαθώντας να βρει τρόπο να πετύχει το σκοπό του. Στην προσπάθειά του να πλησιάσει και να κλέψει τα βόδια του Ίφικλου και να τα οδηγήσει στην Πελοπόννησο, πιάστηκε και φυλακίστηκε.
Η φυλακή του ήταν μια μεγάλη σπηλιά πάνω στην Όρθρη, διαμορφωμένη κατάλληλα και σκεπασμένη με μια ξύλινη σκεπή με χοντρά ξύλα. Ένα χρόνο έμεινε ο Μελάμποδας κλεισμένος στη σπηλιά αυτή. Και θα έμενε για πάντα εκεί φυλακισμένος, γιατί ήταν αδύνατο, λέει, να ξεφύγει κανείς από εκείνη τη φυλακή. Τον έσωσαν όμως οι καταπληκτικές μαντικές του ικανότητες.
Πρέπει στη θέση τούτη να σημειώσουμε και κάτι ακόμα. Τόσο ο ερωτευμένος με την Πηρώ Βίαντας όσο και ο αδερφός του Μελάμποδας δεν ήταν εντελώς άσχετοι με τούτα τα μέρη. Μητέρα των δύο ήταν η Ειδομένη, η οποία ήταν κόρη του Φέρητα, του ιδρυτή της γειτονικής με τη Φυλάκη πόλης Φερές.
Πατέρας τους ήταν ο Αμυθάονας, ο οποίος ήταν γιος του Κρηθέα του ιδρυτή της Ιωλκού και της Τυρώς. Άλλοι πάλι έλεγαν, χωρίς ν’ αμφισβητούν ότι τόσο ο Βίαντας όσο και ο Μελάμποδας κατάγονταν από τούτα τα μέρη, ότι μητέρα τους ήταν η Αγλαΐα, κόρη και αυτή, του Φέρητα και της Κλυμένης. Και άλλοι ήθελαν μητέρα του Βίαντα και του Μελάμποδα να είναι η Αιολία, επίσης και αυτή κόρη του Φέρητα.
Όποια εκδοχή από αυτές και αν δεχτούμε, ένα είναι γεγονός, ότι τα δυο αδέλφια, ο Βίαντας και ο Μελάμποδας, ήταν εγγόνια του βασιλιά των Φερών Φέρητα. Η κόρη του Βίαντα εξάλλου, η Αναξιβία, η οποία γεννήθηκε ύστερα από χρόνια, παντρεύτηκε τον Πελία και απ’ αυτόν έγινε μητέρα του Άκαστου, της Πεισιδίκης, της Πελόπειας, της Ιπποθόης και της Άλκηστης. Ο Αμυθάονας ήταν αδερφός του Αίσονα και του Φέρητα και είχε πάει μαζί με τον Νηλέα στην Πύλο, νικημένος και διωγμένος από τα αδέλφια του.

2. Πως έγινε μάντης ο Μελάμποδας

Πολλά έλεγαν στη Φυλάκη και στη γύρω περιοχή για τις μαντικές ικανότητες του Μελάμποδα και για τον τρόπο με τον οποίο τις είχε αποκτήσει.
Όταν ο Μελάμποδας ήταν μικρός ακόμη, τον είχε αφήσει η μητέρα του στον ίσκιο ενός δέντρου, για να κάνει αυτή κάποιες δουλειές. Ο ίσκιος όμως του δέντρου σκέπαζε μόνο το σώμα του παιδιού. Δεν έφτανε να σκεπάσει και τα πόδια του. Έτσι τα πόδια του παιδιού από τον πολύ χρόνο που έμειναν εκτεθειμένα στον ήλιο μαύρισαν και από τότε πήρε το όνομα Μελάμποδας, που σημαίνει Μαυροπόδαρος.
Αλλά και κάτι άλλο περίεργο έγινε όταν ο Μελάμποδας, ήταν μικρός. Όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, είχε σώσει τα νεογνά ενός ζευγαριού φιδιών από κάποιο μεγάλο κίνδυνο. Είχαν σκοτωθεί οι γονείς των μικρών αυτών φιδιών και κινδύνευαν να πεθάνουν και τα ίδια, αν δεν τα φρόντιζε κάποιος. Ο Μελάμποδας σπλαχνίστηκε τα δυο φιδάκια. Περιποιήθηκε θάβοντας πρώτα τους νεκρούς γονείς των φιδιών. Ύστερα πήρε κοντά του και βοήθησε, όπως μπορούσε, να μεγαλώσουν τα μικρά φιδάκια, τα ὁποία είχαν μείνει χωρίς γονείς και κινδύνευαν να πεθάνουν.
Τα δυο φιδάκια, από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη και σωτήρα τους, τον καλόκαρδο Μελάμποδα, ήθελαν να του ανταποδώσουν το καλό που τους έκανε. Όταν λοιπόν κάποια φορά αυτός είχε αποκοιμηθεί, σύρθηκαν σιγά σιγά ως τους ώμους του και καθάρισαν με τη γλώσσα τους τ’ αυτιά του πολύ προσεκτικά. Το ένα καθάρισε το δεξιό αυτί και τ’ άλλο το αριστερό. Με το καθάρισμα των αυτιών του, ο Μελάμποδας, απόκτησε μια θαυμαστή ικανότητα. Είχε πια το χάρισμα ν’ ακούει πολύ καλά και να καταλαβαίνει τις φωνές όλων των ζώων πάνω στη γη.
Ο Ησίοδος μας τα λέει όλα αυτά πολύ καθαρά: «τόν Μελάμποδα λαβεῖν καί θάψαι, τά δέ τούτου ἔκγονα τραφέντα ὑπό τούτου λείχειν τά ὦτα καί ἐμπνεῦσαι αὐτῷ τήν μαντικήν». (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, 149 (168), Lipsiae MCMII (1902), σελ. 175).
Στον Μελάμποδα έγινε και κάτι πολύ καλό ακόμη. Ύστερα από μία συνάντηση που είχε με τον Απόλλωνα, ο θεός της μαντικής τον συμπάθησε πολύ και τον βοήθησε να γίνει και ένας πολύ καλός μάντης.

3. Η απελευθέρωση του Μελάμποδα

Γυρίζουμε και πάλι στη φυλακή της Φυλάκης. Κλεισμένος και απελπισμένος λοιπόν ο Μελάμποδας ζούσε στη απομονωμένη και ιδιότυπη φυλακή της Φυλάκης. Μια νύχτα κατά την οποία, για καλή του τύχη, ήταν ξάγρυπνος, άκουσε τα σαράκια, τα σκουλήκια, που ζούσαν μέσα στα ξύλα της σκεπής της φυλακής του, να μιλάνε μεταξύ τους. Πρόσεξε καλά και άκουσε να λένε ότι εκείνη την νύχτα, τα σαρακοφαγωμένα, από αυτά τα ίδια, ξύλα της σκεπής δεν θα άντεχαν περισσότερο και θα έσπαζαν. Η σκεπή της φυλακής θα έπεφτε εκείνο το βράδυ και θα πλάκωνε όλους όσους ήταν μέσα.
Τρομαγμένος ο Μελάμποδας, μόλις άκουσε τα όσα σιγομουρμούριζαν τα σκουλήκια της σκεπής, άρχισε να φωνάζει δυνατά να τον βγάλουν από τη φυλακή γιατί θα πέσει η σκεπή και θα σκοτωθούν όλοι εκεί μέσα.
Δύο ήταν οι φύλακες του Μελάμποδα, ένας άντρας και μια γυναίκα, αντρόγυνο μεταξύ τους. Την ώρα που έβαλε τις φωνές ο Μελάμποδας οι δυο φύλακες κοιμόντουσαν. Για να έχουν σίγουρα ασφαλισμένο όμως τον Μελάμποδα, και να μη βρουν το μπελά τους, αν τυχόν τους ξέφευγε, όλες τις νύχτες κοιμούνταν δεμένοι μαζί του, ο ένας αριστερά του και ο άλλος δεξιά του.
Για καλή τύχη του Μελάμποδα αλλά και δική τους, οι δύο φύλακες που τον άκουσαν να φωνάζει τον πίστεψαν και τον έβγαλαν έξω, βγαίνοντας και αυτοί. δεμένοι όλοι μεταξύ τους από τα χέρια τους. Πραγματικά ύστερα από λίγο η σκεπή της φυλακής, όπως ακριβώς είχε μαντέψει ο Μελάμποδας, έπεσε.
Κάποιοι όμως έλεγαν ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Σύμφωνα μ’ αυτήν την μυθολογική εκδοχή, από τους δυο φύλακες του Μελάμποδα ο άνδρας ήταν καλός και σπλαχνικός μαζί του. Τον λυπόταν και προσπαθούσε. όσο μπορούσε, να του γλυκάνει τη ζωή και να του την κάνει καλύτερη. Αντίθετα η γυναίκα ήταν πολύ κακιά και κάθε τόσο τον βασάνιζε, όσο μπορούσε περισσότερο. Έτσι όταν έπεσε η σκεπή γλίτωσε μόνο ο Μελάμποδας και ο άντρας φύλακας ενώ η γυναίκα, ίσως γιατί δεν πίστεψε κι έμεινε μέσα, ίσως γιατί δεν την ειδοποίησε ο Μελάμποδας, πλακώθηκε από τη σκεπή και σκοτώθηκε. Τιμωρήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο για την μεγάλη κακία της.
Οι φύλακες θαύμασαν γι’ αυτό το θαύμα που είδαν ολοζώντανο κι έτρεξαν αμέσως στο παλάτι και φανέρωσαν όλα όσα έγιναν στο βασιλιά τους Ίφικλο. Θαύμασε και ο Ίφικλος γι’ αυτό που άκουσε.
Μεγάλος μάντης πρέπει να είναι αυτός ο φυλακισμένος Μελάμποδας και αγαπημένος από τους θεούς, σκέφτηκε ο Ίφικλος. Αμέσως τότε θυμήθηκε το πρόβλημα που τον στενοχωρούσε και βασάνιζε χρόνια τώρα αυτόν και το λαό του.
Ένας τόσο καλός μάντης, που μπορούσε να καταλαβαίνει πότε θα πέσει η σκεπή της φυλακής, θα μπορούσε ίσως να θεραπεύσει και την στειρότητα του ίδιου από την οποία έπασχε. Έτσι θα μπορούσε ν’ αποχτήσει και αυτός διάδοχο και να ευχαριστηθούν όλοι όσοι ανησυχούσαν από το γεγονός της στειρότητάς του. και να χαρεί και ο ίδιος. Αμέσως έδωσε διαταγή να ελευθερώσουν τον Μελάμποδα και να τον φέρουν μπροστά του.

4. Η ατεκνία του Ίφικλου

Ευτυχισμένος βασιλιάς ήταν ο Ίφικλος. Ένα ήταν μόνο το μεγάλο παρόπονό του. Δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδί για να έχει διάδοχο στο θρόνο του.
Για την στειρότητα αυτή του Ίφικλου λέγονταν πολλά στη γύρω περιοχή και στο βασίλειό του στη Φυλάκη αλλά και ανάμεσα στους υπηκόους του οι οποίοι έβλεπαν να μένουν χωρίς διάδοχο.
Κάποτε, έλεγαν οι γεροντότεροι κάτοικοι της Φυλάκης αλλά και των γειτονικών βασιλείων, οι οποίοι θυμούνταν και γνώριζαν πολλά για το θέμα αυτό, ο πατέρας του Ίφικλου, ο ξακουστός Φύλακος, ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της Φυλάκης, ευνούχιζε κριάρια. Ο μικρός Ίφικλος που είδε ξαφνικά το ματωμένο μαχαίρι και την φρικτή πράξη του πατέρα του, φοβήθηκε πολύ και από την μεγάλη τρομάρα που ένιωσε έπαθε τη στείρωση από την οποία έπασχε.
Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα αλλά διαφορετική ήταν η αιτία της ατεκνίας του βασιλιά τους. Από κάποια απροσεξία του, έλεγαν αυτοί, χτυπήθηκε ο Ίφικλος μόνος του με το μαχαίρι του πατέρα του και πληγώθηκε στην ήβη. Αυτός ήταν ο λόγος που έπαθε ό,τι έπαθε ο βασιλιάς της Φυλάκης.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν σωστά. Όταν ήταν μικρό παιδί ακόμα ο Ίφικλος, έλεγαν αυτοί, έκανε μια αταξία και ο πατέρας του αστειευόμενος πήρε το μαχαίρι και τον κυνηγούσε αγριεμένος, τάχα για να τον σφάξει. Ο Ίφικλος όμως, που ήταν μικρό παιδί, φοβήθηκε πραγματικά πάρα πολύ, γιατί δεν κατάλαβε τα αστεία του πατέρα του. Τρόμαξε πολύ και αυτός ακριβώς ο μεγάλος φόβος που ένιωσε τότε ήταν εκείνος που έγινε αιτία να γίνει το κακό που τον είχε βρει να μην μπορεί ν’ αποχτήσει παιδιά.
Η ιστορία αυτή του κυνηγητού του Ίφικλου από τον πατέρα του Φύλακο, είχε στη συνέχεια και άλλα αποτελέσματα. Μην κατορθώνοντας ο Φύλακος να φτάσει τον Ίφικλο, γιατί ήταν πάρα πολύ γρήγορος, νευρίασε τούτη τη φορά πραγματικά και έμπηξε με μεγάλη ορμή το μαχαίρι σε μια ιερή βελανιδιά που βρέθηκε εκεί δίπλα του. Τα χρόνια πέρασαν και το δέντρο μεγαλώνοντας έκλεισε μέσα στον κορμό του το μαχαίρι, που έμεινε έτσι για πάντα κλεισμένο εκεί.
Κανένας, ύστερα από τα τόσα χρόνια που είχαν περάσει από τότε, δεν θυμόταν πια αυτό το περιστατικό. Όλοι το είχαν ξεχάσει.
Το μαχαίρι ήταν χωμένο στον κορμό της ιερής βελανιδιάς ξεχασμένο απ’ όλους. Αλλά και να το θυμόταν κάποιος δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτό και μόνο ήταν η αιτία της στείρωσης που βασάνιζε και στενοχωρούσε πολύ το βασιλικό ζευγάρι και ολόκληρο το λαό της Φυλάκης. Τι σχέση μπορούσε να έχει ένα ξεχασμένο και σκουριασμένο μαχαίρι, χωμένο μέσα σε μια βελανιδιά, με την στειρότητα του βασιλιά τους!

5. Η γρηγοράδα του Ίφικλου

Ο Φύλακος, όπως είπαμε, δεν μπορούσε να φτάσει τον Ίφικλο που τον κυνηγούσε κι ας ήταν ακόμη μικρό παιδί. Ήταν ξακουστός για τη γρηγοράδα των ποδιών σ’ όλους εκεί τριγύρω ο Ίφικλος.
Για τη γρηγοράδα αυτή του Ίφικλου είχαν να λένε πολλά τα παραμύθια που ακούγονταν για πολλά χρόνια από τους κατοίκους της περιοχής της Φυλάκης και της υπόλοιπης Αχαΐας Φθιώτιδας.
Έτρεχε, έλεγαν, τόσο πολύ γρήγορα όσο και ο άνεμος. Τόση ήταν η γρηγοράδα του, που μπορούσε να περνάει πετώντας πάνω από τα ανθισμένα στάχυα των σιταριών στα χωράφια και τα στάχυα να μην ταράζονται καν.
Μας το βεβαιώνουν αρχαία κείμενα: «῎Ακρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέεν οὐδέ κατέκλα, ἀλλ᾿ ἐπί πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσι κοὔ συνέσκετο καρπόν». (Hesiodi Carmina, ό. π. απόσπασμα 117 (143), σελ. 166).
Δηλαδή: «Έτρεχε πάνω στα φυτά του σιταριού (ο Ίφικλος) και τον καρπό στην κορυφή τους δεν τον έσπαζε, αλλά πάνω στα πύρινα άγανα (των σταχυών) ροβολούσε με τα πόδια του κι ούτε χαλούσε τον καρπό».
Και ένα άλλο σχετικό απόσπασμα από την αρχαιοελληνική γραμματεία μας λέει ξαναβεβαιώνοντας τα ίδια:
«Κλυμένη. . .῎Ιφικλον τίκτει ποδώκη παῖδα. Τοῦτον λέγεται διά τήν τῶν ποδῶν ἀρετήν συναμιλλᾶσθαι τοῖς ἀνέμοις ἐπί τε τῶν ἀσταχύων διέρχεσθαι, καὶ διά τοῦ τάχους τὴν κουφότητα μὴ περικλᾶν τοὺς ἀθέρας».
Δηλαδή: «Η Κλυμένη γεννά τον Ίφικλο, παιδί γοργοπόδαρο. Αυτός, λένε, με την αξιοσύνη των ποδιών του συναγωνιζόταν τους ανέμους και περνούσε πάνω από τα στάχυα (σύρριζα) και λόγω της ανάλαφρης διαπεραστικότητας της ταχύτητάς του δεν έσπαζε τ’ αγάνια των σταχυών»
Ακόμη για τη γρηγοράδα του Ίφικλου διαβάζουμε σ’ άλλο κείμενο: «οὐδ’ ἦν Ἰφίκλοιο θοώτερος αὐδάζοιο ὃςτε καὶ ἀνθερίκεσσιν ἐπέτρεχεν, οὐδέ τι καρπόν σίνετ’ ἀήσυρα ἐλαφρὰ γυῖα φέρων ἐπί λήϊον αὖον καὶ ἕτερα μυρία». (Orphica, Procli Hymni, Musaei, Carmen de Hero et Leandro, Callimachi, Hymni et epigrammata, Lipsiae, 1905, Fragmenta Inedita, 174).
Δηλαδή: «Και ούτε υπήρχε κανένας ταχύτερος απ’ τον περίφημο Ίφικλο που έτρεχε πάνω από τα στάχυα και καθόλου δεν κακοποιούσε τον καρπό περνώντας με τ’ ανάλαφρα σαν άνεμος πόδια του πάνω (και σύρριζα) από τα ξερά και έτοιμα για θερισμό σιταροχώραφα και μύρια άλλα».
Τόσο γρηγοροπόδαρος ήταν ο Ίφικλος, έλεγαν πάνω στην Όθρη, ώστε μπορούσε να τρέχει ακόμη και πάνω από τη θάλασσα και πάνω απ’ τ΄ αφρισμένα κύματα και από τη γρηγοράδα του να μη προφταίνει να βουλιάζει στο νερό.

6. Πώς γιατρεύτηκε η στειρότητα του Ίφικλου

Ας έρθουμε όμως και πάλι στην στειρότητα του Ίφικλου και στον μάντη Μελάμποδα. Όποια κι αν ήταν η αιτία της στειρότητας του Ίφικλου, ο Μελάμποδας, τον οποίο ο άκληρος βασιλιάς τον κάλεσε αμέσως κοντά του, βεβαίωσε κατηγορηματικά ότι μπορεί να την θεραπεύσει.
Το αντάλλαγμα όμως, για την θεραπεία της ανημποριάς αυτής του Ίφικλου, έπρεπε να είναι μεγάλο. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Μελάμποδας ζητούσε να του δοθούν ως αντάλλαγμα τα περίφημα κοπάδια των βοδιών του. Εξάλλου για τον σκοπό αυτό και μόνο είχε έρθει από τόσο μακριά και είχε μείνει ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή. Δεν θα άφηνε τώρα ανεκμετάλλευτη την μοναδική ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Ο ερωτευμένος εξάλλου και αγαπημένος του αδελφός Βίαντας, πεσμένος του θανατά από την μεγάλη του επιθυμία να παντρευτεί την αγαπημένη του Πηρώ, τον περίμενε να του λύσει το πρόβλημα. Και ο Μελάμποδας είχε υποσχεθεί να κάνει ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει.
Ο Ίφικλος, που είχε μεγάλη ανάγκη ν’ αποχτήσει διάδοχο, γιατί διαφορετικά κινδύνευε να χάσει και τον ίδιο του τον θρόνο του και από το άλλο μέρος είχε και τον λαό του που επίμονα του ζητούσε διάδοχο, αναγκάστηκε να δεχτεί τους βαρείς όρους του Μελάμποδα. Τι τα χρειαζόταν τα βόδια όσο πολύτιμα κι αν του ήταν, αφού δεν είχε παιδιά και κινδύνευε από πάνω, χωρίς διάδοχο, να χάσει το θρόνο του!
Ο Μελάμποδας τότε – έλεγαν οι παραμυθάδες της περιοχής και βεβαίωναν ότι όλα ήταν αληθινά – κάλεσε όλα τα πετεινά του ουρανού, αφού ήξερε τη γλώσσα τους, να συγκεντρωθούν απ’ όλο τον κόσμο, όπου κι αν βρίσκονταν, έξω από τη Φυλάκη. Σε λίγη ώρα γέμισε ο τόπος από πουλιά. Όλου του κόσμου τα πουλιά μαζεύτηκαν στη Φυλάκη.
Χωρίς να χάσει καιρό τα ρώτησε να του πουν, αυτά που όλα τα βλέπουν από εκεί ψηλά που πετούν, ποια ήταν η αιτία της προσβλητικής αυτής ανημποριάς του βασιλιά της Φυλάκης Ίφικλου.
Κανένας βέβαια από αυτούς τους παραμυθάδες, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί, αφού και ο ίδιος ο Μελάμποδας ήταν μάντης και μάλιστα τόσο μεγάλος, δεν μπορούσε να βρει την αιτία της στειρότητας μόνος του και έπρεπε να καταφύγει και να ρωτήσει τα πετεινά του ουρανού. Έτσι όμως γίνεται με τα παραμύθια. Δεν εξηγούνται όλα λογικά. Για το λόγο αυτό και είναι παραμύθια. Πολλά που δεν τα ξέρουν ακόμα οι άνθρωποι, και όσοι ακόμα είναι μάντεις, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ρωτούν τα πετεινά του ουρανού να τα μάθουν. Αυτά γνωρίζουν πιο πολλά γιατί από εκεί ψηλά που πετούν τα βλέπουν όλα.
Ούτε όμως κάποιο από όλα αυτά τα πουλιά, που μαζεύτηκαν κοντά στον Μελάμποδα, γνώριζε κάτι σχετικό. Δεν είχαν ιδεί τίποτε και δεν μπορούσαν να πουν κάτι. Αυτό που τους ζητούσε ο Μελάμποδας να του πουν δεν ήταν από τα εύκολα, εκείνα που μπορεί να τα ξέρει όποιος κι όποιος, ακόμα κι αν είναι πετούμενο τ’ ουρανού. Ήταν πολύ δύσκολο.
Τότε, πάνω στην πολλή σκέψη και στην μεγάλη στενοχώρια τους, κάποιο από αυτά θυμήθηκε ότι εκεί κοντά ζούσε και κάποιος πολύ γερασμένος, σχεδόν κατάκοιτος, κόρακας, που από τα πολλά του γεράματα δεν μπόρεσε να έρθει στη γενική αυτή συνέλευσή τους, στη Φυλάκη. Είχε καθίσει, τόσο ανήμπορος που ήταν, μόνος του στη φωλιά του.
Έτρεξαν λοιπόν τα πουλιά – συνέχιζαν οι παραμυθάδες – να πάρουν και την γνώμη του γερασμένου και κατάκοιτου κόρακα. Αυτός πραγματικά τους έδωσε την απάντηση που περίμεναν:
Για να γιατρευτεί η στειρότητα του βασιλιά της Φυλάκης, τους είπε, ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Θα γιατρευόταν με το ίδιο μέσο που του έκανε το κακό. Έπρεπε ο Ίφικλος να ποτιστεί επί δέκα μέρες με νερό μέσα στο οποίο θα έριχναν σκουριά απ’ το σκουριασμένο μαχαίρι που βρισκόταν ενσωματωμένο μέσα στον κορμό της ιερής μεγάλης και γέρικης ιερής βελανιδιάς που βρισκόταν στο δρόμο λίγο έξω από το κάστρο της Φυλάκης:
«Ἔλεγεν οὖν, εὑρεθείσης τῆς μαχαίρας εἰ ξύων τόν ἰόν ἐπί ἡμέρας δέκα Ἰφίκλῳ δῷ πιεῖν, παῖδα γεννήσειν. Ταῦτα μαθών παρ’ αἰγυπιοῦ Μελάμπους τήν μέν μάχαιραν εὗρε, τῷ δὲ Ἰφίκλῳ τόν ἰόν ἐπί ἡμέρας δέκα ἒδωκε πιεῖν, καἰ παῖς αύτῷ Ποδάρκης ἐγένετο». (Απολλόδωρος, 1, 9, 12, 7).
Δηλαδή: «Έλεγε λοιπόν ότι όταν βρεθεί το μαχαίρι εάν ξύσει (κάποιος) την σκουριά και δώσει στον Ίφικλο να πιει επί δέκα μέρες θα γεννήσει παιδί. Όταν έμαθε αυτά από ένα μαυροκόρακα ο Μελάμποδας βρήκε το μαχαίρι και έδωσε στον Ίφικλο να πιει επί δέκα ημέρες και έτσι γεννήθηκε ο Ποδάρκης».
Είπαν λοιπόν τα πουλιά το μυστικό στον Μελάμποδα κι αυτός έκανε ό,τι είπε ο σοφός κόρακας. Έτσι ο Ίφικλος θεραπεύτηκε και απόκτησε τον διάδοχο του θρόνου του, τον Πρωτεσίλαο.
Υπάρχουν διάφορες μυθολογικές εκδοχές για τον Ποδάρκη και τον Πρωτεσίλαο. Και οι δύο, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, φέρονται ως γιοι του Ίφικλου. Άλλες θεωρούν ότι αποτέλεσμα της θεραπείας της στειρότητας του Ίφικλου ήταν η γέννηση του Ποδάρκη και άλλες η γέννηση του Πρωτεσίλαου. Κάποιες άλλες εκδοχές, συνδυάζοντας τις δύο απόψεις, δέχονται το ποδάρκης (δηλ. γρηγοροπόδαρος) ως προσδιοριστικό επίθετο του Πρωτεσίλαου.
Ο Πρωτεσίλαος ο οποίος ήρθε στον κόσμο έπειτα από τις συμβουλές του Μελάμποδα, είναι ο βασιλιάς της Φυλάκης που αργότερα ταξίδεψε στην Τροία, όπου και σκοτώθηκε πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες.
Ο Μελάμποδας, έπειτα από αυτό, πήρε ως αντάλλαγμα του μεγάλου καλού που έκανε, τα βόδια του Ίφικλου και τα οδήγησε στη Μεσσηνία. Εκεί, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει, τα παρέδωσε στον αδερφό του κι έτσι ο ερωτευμένος Βίαντας, έδωσε στον Νηλέα ό,τι ακριβώς είχε ζητήσει και παντρεύτηκε την καλή του, την πανέμορφη Πηρώ.

7. Ο Μελάμποδας στην αρχαιοελληνική γραμματεία

Ο μάντης Μελάμποδας έχει μια πολύ σημαντική παρουσία στην αρχαιοελληνική γραμματεία και μυθολογία. Πολλοί είναι οι μύθοι που υπάρχουν γι’ αυτόν και τις μαντικές ικανότητές του. Στον αγώνα του βασιλιά της Αργολίδας Περσέα εναντίον του Διόνυσου, η θεά Ήρα, που ποτέ της δεν συμπάθησε τον Διόνυσο και πάντοτε τον πολεμούσε, πήρε μέρος στο πλευρό του Περσέα έχοντας την μορφή του Μελάμποδα.
Θεωρούμε χρήσιμο στη θέση αυτή να παραθέσουμε μερικά από τα αποσπάσματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας τα οποία αναφέρονται στον Μελάμποδα και τα κατορθώματά του από τα οποία αντλούμε και άλλες χρήσιμες πληροφορίες. Είναι οι γραπτές μαρτυρίες που βεβαιώνουν για τα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία μεγάλωνε και διαμόρφωνε την συνείδησή του ο λαός της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του αναφέρει σχετικά με τα βόδια του Ίφικλου τα οποία οδηγήθηκαν στη Νηλεία και το κατόρθωμα του Μελάμποδα τα εξής:
«Καί σπήλαιόν ἐστιν ἐντός τῆς πόλεως, βοῦς δέ ἐνταῦθα τάς Νέστορος καί ἔτι πρότερον Νηλέως αὐλίζεσθαι. Εἴη δ’ ἄν θεσσαλικόν τό γένος τῶν βοῶν τούτων, Ἰφίκλου ποτέ τοῦ Πρωτεσίλαου πατρός. Ταύτας γὰρ δή τάς βοῦς Νηλεύς ἓδνα ἐπί τῇ θυγατρὶ ᾔτει τούς μνωμένους, καί τούτων ἕνεκα ὁ Μελάμπους χαριζόμενος τῷ ἀδελφῷ Βίαντι ἀφίκετο ἐς τήν Θεσσαλίαν, καί ἐδέθη μέν ὑπό τῶν βουκόλων τοῦ ῾Ιφίκλου, λαμβάνει δέ μισθόν ἐφ’ οἷς αὐτῷ δεηθέντι ἐμαντεύσατο». (Παυσανίας, 4, 36, 2- 3).
Δηλαδή: «Μέσα στην πόλη υπάρχει ακόμη και μια σπηλιά όπου σταβλίζονται τα κοπάδια των βοδιών του Νέστορα και παλιότερα του Νηλέα. Τα κοπάδια αυτά κατάγονταν από την Θεσσαλία και κάποτε ανήκαν στον Ίφικλο τον πατέρα του Πρωτεσίλαου. Αυτά τα κοπάδια ζητούσε ο Νηλέας ως γαμήλιο δώρο από εκείνους που ζητούσαν τη θυγατέρα σε γάμο. Γι’ αυτά τα κοπάδια λοιπόν ο Μελάμποδας, για χάρη του αδελφού του Βίαντα, πήγε στη Θεσσαλία και συνελήφθη μεν και φυλακίστηκε από τους βοσκούς του Ίφικλου, πήρε όμως τα κοπάδια ως ανταμοιβή για τις προφητείες που έδωσε σ’ αυτόν ύστερα από παράκλησή του».
Αλλά και ο Όμηρος στην «Οδύσσειά» του κάνει σχετική μνεία για το ίδιο θέμα των ξακουστών βοδιών της Φυλάκης και την απαίτηση του Νηλέα να του τα φέρουν νυφικά δώρα για να συγκατατεθεί να τους δώσει γυναίκα την κόρη του, την πανέμορφη Πηρώ:
«Τοῖσι δ’ ἐπ᾿ ἰφθίμην Πηρώ τέκε θαῦμα βροτοῖσιν,
τήν πάντες μνώοντο περικτίται• οὐ δέ τι Νηλεύς
τῷ ἐδίδου, ὃς μή ἓλικας βόας εὐρυμετώπους
ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικλιείης
ἀργαλέας. Τάς δ’ οἷος ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων
ἐξελάσαν• χαλεπὴ δὲ θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησεν,
δεσμοί τ’ ἀργαλέοι καί βουκόλοι ἀγροιῶται.
Ἀλλ᾿ ὅτε δή μῆνὲς τε καί ἡμέραι ἐξετελεῦντο
ἄψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καί τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη,
θέσφατα πάντ᾿ εἰπόντα• Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή.» (Όμηρος, Οδύσσεια, λ. 287 – 297).
Δηλαδή: «Κι ύστερα απ’ αυτούς γέννησε την ζηλευτή Πηρώ, μές στους ανθρώπους θαύμα, που όλοι απ’ τα γύρω μέρη την ζητούσανε σε γάμο. Όμως ο Νηλέας δεν ήθελε να την δώσει παρά σ” εκείνον που θα κατάφερνε να φέρει απ’ την Φυλάκη τα καμπυλοκέρατα πλατυμέτωπα βόδια, τα φοβερά του γενναίου Ίφικλου. Και μονάχα ένας μάντης αξιέπαινος ανέλαβε να τ’ αρπάξει. Μα οργισμένη μοίρα κάποιου θεού τον μπέρδεψε και μερικοί γελαδοβοσκοί ξωτάρηδες τον δέσανε σφιχτά. Όταν όμως τέλειωσαν οι μήνες και οι μέρες και με το γύρισμα του χρόνου ξανάρχισαν οι ώρες να κυλάνε, τότε πια ο γενναίος Ίφικλος τον άφησε ελεύθερο, μια και του είπε κάθε θεϊκή μαντεία και γινόταν έτσι το θέλημα του Δία».
Ο Αργύρης Εφταλιώτης σε δική του ωραία μετάφραση του παραπάνω αποσπάσματος, παρουσιάζει το θέμα ως εξής:
( Και γέννησε):
«την λεβεντόκαρδη Πηρώ, του κόσμου το καμάρι,
που νύφη τη ζητούσανε παντούθε, μα ο Νηλέας
μόνε εκεινού την έδινε που θά ’φερνε στην Πύλο
του Ίφικλου τα λοξόποδα και κουτελάτα βόδια
απ’ τη Φυλάκη τ’ αγριωπά’ και θείος μάντης τότες
να του τα φέρη βάλθηκε, μα οργή θεού τού πέφτει
και με δεσμά τον έζωσαν βοϊδοβοσκοί στους κάμπους.
Μα οι μήνες σάνε διάβηκαν κ’ οι μέρες σαν τελειώσαν,
κ’ έκλεινε ο χρόνος, κ’ έσωναν τον κύκλο τους οι ώρες,
τότε ο αντρείος ο Ίφικλος ξεδέσμεψε το μάντη,
τη μοίρα σαν προφήτεψε, κατά του Δία το θέλει.»

8. Κι έζησαν αυτοί καλά . . . κι εμείς καλύτερα

Oδηγώντας o Μελάμποδας, τα περίφημα κοπάδια του Ίφικλου απ’ τη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, έφτασε στην μακρινή Μεσσηνία και τα παράδωσε στον Βίαντα. Ο Βίαντας, χωρίς να χάσει καιρό τα πήρε, πήγε στον Νηλέα, του έδωσε τα ξακουστά βόδια που απαιτούσε για προίκα της Πηρώς και έτσι έγινε ο γάμος.
Από τον γάμο του Βίαντα και της Πηρώς γεννήθηκαν ο Λαόδοκος ή Λεώδοκος, ο Ταλαός, ο Αρήιος και η Αναξιβία.
Ο Λαόδοκος έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στην εκστρατεία των «Επτά επί Θήβαις». Πήρε ακόμα μέρος στους επιτάφιους αγώνες που έγιναν στη Νεμέα για να τιμήσουν τον Αρχέμαχο και νίκησε στο ακόντιο.
Ο Ταλαός πήρε γυναίκα του την ανεψιά του, τη Λυσιμάχη, την αδελφή του μάντη Ίδμονα (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 139 κ. εξ.) και κόρη του Άβαντα του γιου τού Μελάμποδα. (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 13).
Η μοναχοκόρη του Βίαντα και της Πηρώς, η Αναξιβία, ήρθε στην παλιά πατρίδα του παππού της Νηλέα, στην Ιωλκό. Εκεί έγινε γυναίκα του βασιλιά της Ιωλκού Πελία. Από το γάμο αυτόν του Πελία και της Αναξιβίας γεννήθηκαν ο Άκαστος, η Πεισιδίκη, η Πελόπεια, η Ιπποθόη και η Άλκηστη. (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 10).
Ο Άκαστος, παρά την αντίθετη θέληση του πατέρα του, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 27).
Αργότερα έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό. Κόρη του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, ήταν η Λαοδάμεια, η οποία παντρεύτηκε τον βασιλιά της Φυλάκης Πρωτεσίλαο. Η Άλκηστη έγινε γυναίκα του Άδμητου, του βασιλιά των Φερών.
Τόσο πανέμορφη που ήταν η Πηρώ δεν ήταν δυνατό παρά να τραβήξει την προσοχή και των θεών. Έτσι ο θεός Ποσειδώνας την επισκέφθηκε και την έκανε μητέρα του ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός, ο γιος της Πηρώς, έγινε πατέρας πολλών θυγατέρων, οι οποίες έγιναν επώνυμες ηρωίδες ελληνικών πόλεων, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής:
«Ὁ δε Ἀσωπός ποταμός Ὠκεανοῦ καί Τιθύος, ὡς δε Ἀκουσίλαος λέγει, Πηροῦς καί Ποσειδῶνος. . . οὗτος Μετώπην γημάμενος (Λάδωνος δέ τοῦ ποταμοῦ θυγάτηρ αὕτη) δύο μέν παῖδας ἐγέννησεν, Ἰσμηνόν καί Πελάγοντα, εἴκοσι δέ θυγατέρας». (Απολλόδωρος, ό. π. 3, 12, 6, 5).

9. Η περιπέτεια του Μελάμποδα στον Απολλόδωρο

Θεωρούμε σκόπιμο στη θέση αυτή να παραθέσουμε την ιστορία του Μελάμποδα όπως ακριβώς την περιγράφει ο Απολλόδωρος:
«Ο Πελίας κατοικούσε στη Θεσσαλία και παντρεύτηκε την Αναξιβία, την κόρη του Βίαντα. Μερικοί λένε ότι παντρεύτηκε την Φυλομάχη, την κόρη του Αμφίονα. Από τον γάμο αυτόν του Πελία γεννήθηκαν ο Άκαστος, η Πεισιδίκη, η Πελόπεια, η Ιπποθόη και η Άλκηστη.
Ο Κρηθέας, αφού έκτισε την Ιωλκό παντρεύτηκε την Τυρώ, την κόρη τού Σαλμωνέα, από την οποία απόκτησε τον Αίσονα, τον Αμυθάονα και τον Φέρητα. Ο Αμυθάονας λοιπόν, κατοικώντας στην Πύλο, παντρεύτηκε την Ειδομένη, την κόρη του Φέρητα και απόκτησε δύο παιδιά, τον Βίαντα και τον Μελάμποδα.
Μπροστά από το σπίτι του Μελάμποδα βρισκόταν μια βελανιδιά στον κορμό της οποίας υπήρχε μια φωλιά φιδιών. Όταν οι υπηρέτες του σκότωσαν τα φίδια, ο Μελάμποδας, αφού μάζεψε ξύλα, έκαψε μεν τα φίδια, τα μικρά τους όμως φιδάκια τα περιποιήθηκε και τα μεγάλωσε.
Τα (δυο) φιδάκια, όταν πια μεγάλωσαν κι έγιναν τέλεια φίδια, ανέβηκαν, ενώ αυτός κοιμόταν, στους ώμους τού Μελάμποδα και με τις γλώσσες τους καθάρισαν προσεκτικά το καθένα από ένα αυτί του, ἀφού τα φίδια, ζώντας κάτω από το έδαφος, λατρεύονταν ως σύμβολα υποχθόνιων και χθόνιων θεοτήτων.
Όταν ξύπνησε ο Μελάμποδας, φοβήθηκε, πολύ από αυτό που τού έγινε, γιατί αμέσως αντιλήφθηκε ότι καταλάβαινε τις φωνές των πουλιών που πετούσαν στον αέρα και έτσι μαθαίνοντας από αυτά μπορούσε να μαντεύει όσα επρόκειτο να συμβούν στους ανθρώπους. Απόκτησε δε και την μαντική ικανότητα με τα ιερά, γιατί συναντήθηκε με τον Απόλλωνα στον Αλφειό ποταμό και έτσι έγινε άριστος μάντης.
Ο Βίαντας αγαπούσε πολύ και ζητούσε να πάρει γυναίκα του την Πηρώ, την κόρη του Νηλέα. Ο Νηλέας, επειδή ζητούσαν την θυγατέρα του πολλοί, είπε ότι θα την δώσει σ’ εκείνον που θα τού έφερνε τις αγελάδες του Ίφικλου.
Αυτές βρίσκονταν στη Φυλάκη και τις φύλαγε ένα σκυλί στο οποίο ούτε άνθρωπος ούτε θηρίο μπορούσε να πλησιάσει. Αυτές επειδή ο Βίαντας αδυνατούσε να κλέψει παρακαλούσε τον αδερφό του να τις πιάσει.
Ο Μελάμποδας υποσχέθηκε και μάντεψε ότι θα τον πιάσουν, όταν θα προσπαθήσει να τις κλέψει, («φωραθήσεται κλέπτων») και ότι θα μείνει φυλακισμένος ένα χρόνο και έτσι θα τις πάρει («καί δεθείς ἐνιαυτόν οὕτω τάς βόας λήψεται»).
Μετά την υπόσχεσή του έφυγε στη Φυλάκη και, όπως είχε μαντέψει, πιάστηκε όταν τις έκλεβε και οδηγήθηκε δεμένος σ’ ένα οίκημα. Ενώ δε λίγο έλειπε να συμπληρωθεί ένας χρόνος, άκουσε ένα από τα σκουλήκια που ζούσαν κρυφά στη στέγη να ρωτάει πόσο κομμάτι του δοκαριού της σκεπής έχει σαρακοφαγωθεί. Τα άλλα σκουλήκια απάντησαν ότι ελάχιστο κομμάτι έχει απομείνει: «Τοῦ μὲν ἐρωτῶντος πόσον ἤδη μέρος τοῦ δοκοῦ διαβέβρωται, τῶν δέ ἀποκρινομένων λοιπόν ἐλάχιστον εἶναι» (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 12, 4).
Άρχισε γρήγορα να φωνάζει να τον μεταφέρουν σ’ άλλο οίκημα. Όταν έγινε αυτό ύστερα από λίγο έπεσε το οίκημα. Ο Φύλακος θαύμασε πολύ για το γεγονός αυτό και όταν έμαθε ότι ο Μελάμποδας είναι άριστος μάντης, αφού τον έλυσε τον παρακάλεσε να του πει πώς θα μπορούσε ο γιος του Ίφικλος ν’ αποχτήσει παιδιά:
«Καὶ ταχέως ἐκέλευσεν αὐτόν εἰς ἕτερον οἴκημα μεταγαγεῖν, γενομένου δὲ τούτου μετ’ οὐ πολύ συνέπεσε τό οἴκημα. Θαυμάσας δέ Φύλακος, καί μαθών ὅτι ἔστι μάντις ἄριστος, λύσας παρεκάλεσεν εἰπεῖν ὅπως αὐτοῦ τῷ παιδί Ἰφίκλῳ παῖδες γεννῶνται» (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 12, 4 – 5).
Ο Μελάμποδας υποσχέθηκε να τον βοηθήσει ν’ αποκτήσει παιδιά εφόσον πάρει τις αγελάδες. Αφού λοιπόν θυσίασε δύο ταύρους και τους διαμέλισε κάλεσε τα πετεινά του ουρανού. Από ένα δε όρνιο που παραβρέθηκε έμαθε ότι κάποτε που ο Φύλακος ευνούχιζε κριάρια ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι κοντά στον Ίφικλο. Επειδή δε το παιδί φοβήθηκε και απομακρύνθηκε, ο Φύλακος έμπηξε το μαχαίρι στην ιερή βελανιδιά.
Ο φλοιός της βελανιδιάς που σιγά σιγά φούσκωσε και από τις δυο μεριές, τύλιξε το μαχαίρι. Είπε ακόμη ότι εάν ξύσουν την σκουριά του μαχαιριού και την δώσουν στον Ίφικλο να την πιει επί δέκα μέρες, θ’ αποχτήσει παιδιά.
Ο Μελάμποδας βρήκε το μαχαίρι και έδωσε στον Ίφικλο να πιει τη σκουριά του επί δέκα μέρες και έτσι γεννήθηκε ο Ποδάρκης:
«Μελάμπους τήν μέν μάχαιραν εὗρε, τῷ δέ Ἰφίκλῳ τόν ἰόν ξύσας έπί ἡμέρας δέκα ἔδωκε πιεῖν, καί παῖς αὐτῷ Ποδάρκης ἐγένετο». (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 12, 8).
Έτσι οδήγησε τις αγελάδες στην Πύλο και αφού πήρε τη θυγατέρα του Νηλέα, την παρέδωσε στον αδερφό του.
Ο Μελάμποδας συνδέεται με χθόνιες θεότητες και λατρείες. Την μαντική του π. χ. ικανότητα του την έδωσαν τα φίδια, κατεξοχήν χθόνιες λατρευτικές οντότητες. Η προσπάθεια για την σύνδεσή του με την απολλώνια λατρεία υποσημειώνει τον αγώνα αφομοίωσης των προολυμπιακών θεοτήτων στη νέα πραγματικότητα. Έτσι αυτή η προσπάθεια για την οπωσδήποτε μείωση του κύρους και της αποδοχής που είχαν οι παλαιές θεότητες στον απλό λαό, κυρίως των υποβαθμισμένων περιοχών, και την υποταγή τους στους νέους θεούς, οδήγησε στην ανάγκη της δημιουργίας του μύθου που παρουσιάζει τον παλαιότερο θεό Μελάμποδα ως μαθητή του νεότερου Απόλλωνα. Έτσι θα μειωνόταν το αναμφισβήτητο κύρος του Μελάμποδα στον απλό λαό και θα γινόταν αποδεκτός ο παραμερισμός του από τον νεότερο Απόλλωνα.
Ο Μελάμποδας θεωρούνταν μάλλον προφήτης και κήρυκας της λατρείας του Διόνυσου (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, τεύχος 18, (Χειμώνας 1997), Βόλος, Κική Λαλαγιάννη, «Ο αρχαίος ελληνικός μύθος του Maurice de Guerin», σελ. 11), της οποίας τα φαλλικά έθιμα είχε εισαγάγει στους Έλληνες (Ηρόδοτος, 2, 49, 2) σαν κυρίαρχος κάποιας πόλης.
Ο Βιργίλιος ταυτίζει τον Μελάμποδα με τον Κένταυρο Χείρωνα, πανάρχαια και αυτή τοπική θεότητα, που είχε τις ίδιες μ’ αυτόν μαντικές και θεραπευτικές ικανότητες (Γεωργικά, ΙΙΙ, στίχ. 549 – 550. (Περιοδικό Έλευσις, ό. π. )).

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (10η συνέχεια)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΔΩΡΟΥ

              Γιος όμως του Έλληνα και της Ορθρηίδας ήταν και ο Δώρος. Από αυτόν πήρε το όνομά της η Δωρίδα της Θεσσαλίας, δηλαδή η περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Εστιαιώτιδα ή Ιστιαιώτιδα: «Δῶρος δέ αὐτήν εἴληχε τά πρῶτα καί Δωρὶς ἀπ᾿ ἐκείνου ἐκαλεῖτο πρότερον, ὕστερον δε Ἰστιαιῶτις μετωνομάσθη». (Μπάμπης Γ. Ιντζεσίλογλου, Ο μύθος του Αιάτου και της Πολύκλειας. Ο τελευταίος προθεσσαλικός μύθος, Καρδιτσιώτικα Χρονικά, τόμος 1. σελ. 15, Καρδίτσα 1995).
Ο Δώρος αργότερα έφυγε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στην Παρνασίδα. Εκεί έχτισε τις πόλεις Βοιό, Κυτίνιο και Ερινεό. Από τον Δώρο οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης ονομάστηκαν Δωριείς και η περιοχή τους Δωρίδα.
α) Ο γιος του Δώρου Τέκταμος, παίρνοντας μαζί του ένα μέρος Δωριέων, ένα μέρος Αχαιών και ένα μέρος Πελασγών, ταξίδεψε ως την Κρήτη. Εκεί παντρεύτηκε μία κόρη του Κρηθέα και απόκτησε ένα γιο, τον Αστέριο ή Αστερίωνα και έγινε βασιλιάς του τόπου.
Ο Αστέριος ή Αστερίωνας διαδέχτηκε τον πατέρα του στη βασιλεία. Τον καιρό που βασίλευε ο Αστέριος στην Κρήτη έφερε εκεί ο Δίας την Ευρώπη.
Ο Δίας από την Ευρώπη απόκτησε τρεις γιους, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Κατόπιν, όπως γινόταν πάντοτε με τις ερωμένες του Δία, άφησε εκεί την Ευρώπη και τα παιδιά της κι έφυγε. Μετά από αυτό ο Αστέριος ή Αστερίωνας παντρεύτηκε την Ευρώπη και, επειδή ο ίδιος δεν είχε παιδιά, υιοθέτησε τους τρεις γιους της Ευρώπης από το Δία:
«Τέκταμος ὁ Δώρου τοῦ ῞Ελληνος τοῦ Δευκαλίωνος εἰς Κρήτην πλεύσας μετά Αἰολέων καί Πελασγῶν ἐβασίλευσε τῆς νήσου, γήμας δέ τήν Κρηθέως θυγατέρα ἐγέννησεν Ἀστέριον, οὗ βασιλεύοντος ἐν τῇ Κρήτῃ Ζεύς, ὥς φασιν, Εὐρώπην ἁρπάσας ἐκ Φοινίκης καὶ διακομίσας εἰς Κρήτην ἐπί ταύρου, μιγείς αὐτῇ τρεῖς υἱούς ἐγέννησε, Μίνω καί ῾Ραδάμανθυν καί Σαρπηδόνα, μετά δέ ταῦτα τήν Εὐρώπην Ἀστέριος ὁ βασιλεύς τῆς Κρήτης ἔγημεν, ἄπαις δέ ὤν τούς τοῦ Διὸς παῖδας υἱοποιησάμενος διαδόχους τῆς βασιλείας ἀπέλιπε». (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Τετάρτη, 60).
β) Γιος του Δώρου ήταν και ο Αιγιμιός (Πίνδαρος, Πυθιονίκης 1, 64). Ο Αιγιμιός ήταν ο πρώτος βασιλιάς και νομοθέτης των Δωριέων. Οι Δωριείς αρχικά, κατά την περίοδο της βασιλείας του Αιγιμιού, κατοικούσαν στην Εστιαιώτιδα της Θεσσαλίας. Εκεί ήρθαν σε προστριβές με τους Λαπίθες και ο Αιγιμιός ζήτησε τη βοήθεια του Ηρακλή. Στον πόλεμο που έγινε νικήθηκαν οι Λαπίθες και σκοτώθηκε ο βασιλιάς τους Κόρωνος. (Διόδωρος Σικελιώτης, 4, 37).
Αποτέλεσμα ήταν οι Δωριείς να επεκταθούν και να φτάσουν στη χώρα μεταξύ Οίτης και Παρνασσού, στη «μητρόπολιν ἁπάντων τῶν Δωριέων» (Στράβωνας 9, 427).
Οι Δωριείς της Σπάρτης ήθελαν πάντοτε και προσπαθούσαν να παραμένουν πιστοί στους νόμους που είχε θεσπίσει γι’ αυτούς ο Αιγιμιός, ακόμα και στον 5ο π. Χ. αιώνα, όπως μας βεβαιώνει ο Πίνδαρος. (Πυθιόνικος 1, 64).
Παιδιά του Αιγιμιού ήταν ο Πάμφυλος και ο Δύμαντας ή Δυμάνας. Ήταν οι επώνυμοι ήρωες και γενάρχες των δύο από τους τρεις κλάδους της δωρικής φυλής, του κλάδου των Παμφύλων και του κλάδου των Δυμάνων. Επώνυμος ήρωας και γενάρχης του τρίτου κλάδου, της δωρικής φυλής, του κλάδου των Υλλέων, ήταν ο γιος του Ηρακλή Ύλλος, τον οποίον όμως είχε υιοθετήσει ο Αιγιμιός για να ευχαριστήσει τον Ηρακλή για τη βοήθεια που του έδωσε στον πόλεμο κατά των Λαπιθών:
«Ὕλλον γάρ εἰσεποιήσατο τόν πρεσβύτατον Ἡρακλέους παίδων», αναφέρει ο Στράβωνας (Θ 4, 10).
Ο Δύμαντας (που κατά τον Έφορο λεγόταν Δυμάντας) μαζί τον αδερφό του Πάμφυλο πραγματοποίησαν εισβολή στην Πελοπόννησο αλλά σκοτώθηκαν σε μία μάχη εναντίον του Τισαμενού του γιου του Ορέστη.
Οι τρεις λοιπόν κλάδοι της φυλής των Δωριέων της Σπάρτης, οι Δυμάνες, οι Πάμφυλοι και οι Υλλείς, έχουν επώνυμους ήρωες και αρχικούς προγόνους τους τρεις γιους του Αιγιμιού, του γιου του Δώρου, του γιου του Έλληνα και της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας.
Από το όνομα του Δύμαντα οι Δωριείς που κατάγονταν απ’ αυτόν, σύμφωνα με τον Λυκόφρονα, λέγονταν «Δυμάντειος σπορά». Ο Δύμαντας θεωρείται επίσης επώνυμος ήρωας και οικιστής της πόλης Δύμη, η θέση της οποίας εντοπίζεται στη νότια ακτή του Πατραϊκού κόλπου.
γ) Κόρη του Δώρου ήταν ακόμη και η Ιφθίμη. Ο θεός Ερμής αγάπησε την Ιφθίμη και από την ένωσή του μαζί της γεννήθηκαν οι Σάτυροι, οι ακόλουθοι του θεού Διόνυσου.
Έτσι άλλη μία μακρότατη σειρά επώνυμων ηρώων και άλλων θεϊκών και μη θεϊκών οντοτήτων έλκουν την καταγωγή τους από το ίδιο κοινό προγονικό ζευγάρι του Έλληνα και της νύφης Ορθρηίδας.

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΞΟΥΘΟΥ

          Ο Ξούθος, ο τρίτος γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας, διωγμένος από τα μέρη του από τ’ άλλα τ’ αδέλφια του, έφυγε από τη Θεσσαλία και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Αττική. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα, την Κρέουσα, και απόκτησε δυο αγόρια, τον Αχαιό και τον Ίωνα. Στην Αττική ο Ξούθος έχτισε τέσσερες πόλεις: την Οινόη, τον Μαραθώνα, τον Προβάλινθο και την Τρικόρινθο.
Μόλις όμως πέθανε ο Ερεχθέας, οι απόγονοί του, που διεκδικούσαν το θρόνο της Αθήνας, έδιωξαν τον Ξούθο από την Αθήνα. Τον έδιωξαν γιατί ο Ξούθος αντί να δώσει το θρόνο της Αθήνας στους απόγονους του Ερεχθέα, τον έδωσε στον Κέκροπα. Ο Ξούθος, μετά απ’ αυτό, παίρνοντας τα δυο του παιδιά πήγε στην Πελοπόννησο, στην περιοχή η οποία λεγόταν Αιγιαλεία και η οποία αργότερα ονομάστηκε Αχαΐα.
α) Ο Αχαιός, ο πρώτος γιος του Ξούθου, απόκτησε δυο αγόρια, τον Άρχανδρο και τον Αρχιτέλη. Τα δυο αυτά αγόρια του Αχαιού παντρεύτηκαν δυο κόρες του Δαναού. Ο Άρχανδρος πήρε την Σκαιά και ο Αρχιτέλης την Αυτομάτη.
Αργότερα ο Αχαιός επέστρεψε στην πατρίδα του, την Θεσσαλία, διεκδίκησε και πήρε το πατρικό του μερίδιο, το οποίο ονόμασε Αχαΐα. Είναι αυτή η περιοχή, της οποίας τη μυθολογία εξετάζουμε, που ονομάστηκε Αχαΐα Φθιώτιδα.
β) Ο Ίωνας, ο άλλος γιος του Ξούθου, έμεινε στην Πελοπόννησο και παντρεύτηκε την βασιλοπούλα της χώρας αυτής, την Ελίκη, την πανέμορφη κόρη του Σελινούντα. Από τον Ίωνα πήραν το όνομά τους οι Ίωνες.
Και αυτός όμως δεν έμεινε πολύ εκεί. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν πόλεμο με τους Ελευσίνιους, τον κάλεσαν κοντά τους να τους βοηθήσει. Ο Ίωνας δέχτηκε την πρόσκληση, πήγε στην Αθήνα, μπήκε αρχηγός στο στρατό των Αθηναίων και νίκησε τους Ελευσίνιους. Έτσι έγινε βασιλιάς και βασίλευε στην Αθήνα. Από το γάμο του με την Ελίκη απόκτησε τέσσερες γιους: τον Γελέοντα ή Τελέοντα, τον Αιγόκερω, τον Αργειάδη ή Αργάδη και τον Οπλέα.
Στον Ίωνα και στα τέσσερα αυτά παιδιά του οφείλουν την επωνυμία τους οι Ίωνες και οι τέσσερες φυλές τους στην Αττική. Οι φυλές των Ιώνων στην Αττική, όπως είναι γνωστό, ήταν οι Γελέοντες (απόγονοι του Γελέοντα), οι Αιγικορείς (απόγονοι του Αιγόκερω), οι Αργειαδείς ή Αργαδείς – οι οποίοι κατά τον Πλούταρχο λέγονταν και Εργάδεις – (απόγονοι του Αργειάδη ή Αργάδη) και οι Όπλητες (απόγονοι του Οπλέα). (Ηρόδοτος 5, 66).
Υπάρχει βεβαίως και μία άλλη διαφορετική άποψη η οποία, περιφρονώντας και παραβλέποντας την μυθολογική αυτή παράδοση, υποστηρίζει ότι οι τέσσερες φυλές των Ιώνων οφείλουν τα ονόματά τους στα επαγγέλματα που αυτές εξασκούσαν:
«Καί τάς φυλάς εἰσίν οἱ λέγοντες οὐκ ἀπό τῶν ῎Ιωνος υἱῶν, ἀλλά ἀπό τῶν γενῶν, εἰς ἃ διῃρέθησαν οἱ βίοι τό πρῶτον ὠνομάσθαι, τό μέν μάχιμον Ὁπλίτας, τό δέ ἐργατικόν Ἐργάδεις, δυοῖν δὲ τῶν λοιπῶν Γελέοντας μέν τούς γεωργούς, Αἰγικορεῖς δὲ τούς ἐπί νομαῖς καί προβατείαις διατρίβοντας». (Πλούταρχος, Σόλων 23).
Το πρόβλημα που προκύπτει για το ποια από τις δυο απόψεις είναι η ορθή, όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις, το παραβλέπουμε, αφού σκοπός μας είναι να καταγράψουμε απλά και μόνο, όσα μυθολογικά ακούσματα πότιζαν τις ψυχές των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ακούγονταν και οι δύο απόψεις, η άποψη του μύθου και η άποψη της λογικής ερμηνείας. Τον απλό λαό γοήτευε ο μύθος. Αυτός ήταν και είναι πάντοτε πιο κοντά στην καρδιά του. Του αρέσει περισσότερο. Κάποιοι προσπαθούν, στο όνομα της προόδου και της διαφώτισης, στεγνώνοντας την καρδιά του, να του πουν την «αλήθεια» τους. Σιγά σιγά πάντοτε σχεδόν το καταφέρνουν. Ωστόσο αυτός μυστικά κρατάει μέσα στα βάθη της καρδιάς του τον μύθο.

Ξούθος – Κρέουσα – ΄Ιωνας

            Αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής ότι, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή – την οποία καλλιέργησαν και διέδωσαν οι Αθηναίοι θέλοντας να υποστηρίξουν την αυτοχθονία και την θεϊκή καταγωγή των βασιλιάδων τους – ο Ίωνας δεν ήταν γιος του Ξούθου αλλά του θεού Απόλλωνα.
Όλοι, όπως αναφέρθηκε, ήθελαν οι βασιλιάδες τους να έχουν θεϊκή καταγωγή. Στην προσπάθειά τους αυτή να δώσουν στους άρχοντές τους αθάνατους προγόνους, κατασκεύαζαν μύθους οι οποίοι με διάφορους τρόπους δικαιολογούσαν την θεϊκή τους γέννηση.
Ο σχετικός μύθος για την ανικανότητα του Ξούθου ν’ αποκτήσει απόγονους, είναι ένα καθαρά σκόπιμο δημιούργημα των τραγικών ποιητών της Αθήνας. Ο μύθος ακουγόταν πολύ και η ομορφιά της πλοκής του βοήθησε στην ευρύτερη διάδοσή του. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενισχυτικό της άποψής μας ότι πολλοί μύθοι διάφορων περιοχών είναι μεταγενέστερα σκόπιμα δημιουργήματα, τα οποία επέβαλλε σε βάρος των πρώτων δημιουργών η κυρίαρχη δύναμη κάποιων ισχυρών άλλων και η καλλιέπεια και η λογοτεχνική επεξεργασία με τις οποίες περιβλήθηκαν τα δημιουργήματα αυτά από τους τραγικούς ποιητές, τους δημιουργούς τους.
Είναι πολύ όμορφος ο μύθος του Ξούθου και της γυναίκας του Κρέουσας, όπως τον είχαν διαμορφώσει οι Αθηναίοι. Τον παραθέτουμε στη συνέχεια για να φανεί η διαφορά ανάμεσα στους σκοπίμως ή κατόπιν παραγγελίας διαμορφωμένους μύθους και στους αγνούς και ανόθευτους. Τον καταγράφουμε σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, για να φανεί έτσι η διαφορά μεταξύ των «καλλιεργημένων» μύθων των προηγμένων και «καλλιεργημένων» λαών και των αγνών και ανόθευτων των «μη καλλιεργημένων», των «καθυστερημένων» λαών ως προς την καλλιέπεια και λογοτεχνική τους πλοκή. Η διαφορά αυτή είναι πάντοτε φυσικά υπέρ των πρώτων και είναι χαρακτηριστικό σημάδι διάκρισής τους.
«Μάζευε κρόκους η Κρέουσα και τους συγκέντρωνε στην ποδιά της. Είχε γεμίσει λοιπόν την ποδιά το κορίτσι από κρόκους και ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του. Ξαφνικά ένιωσε να την αγκαλιάζουν σφιχτά δυο αντρικά χέρια. Λαχτάρησε. Ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας. Την άρπαξε και με τη βία την οδήγησε σε μια σπηλιά που ήταν εκεί κοντά και το κακό που φοβόταν το κορίτσι έγινε.
Όταν πέρασαν οι μήνες και ήρθε η ώρα να γεννήσει, η Κρέουσα, κρυφά απ’ όλους γιατί δεν τολμούσε να μαρτυρήσει το κακό που την βρήκε πουθενά, πήγε στην γνωστή της σπηλιά κι εκεί γέννησε ένα αγοράκι. Το τύλιξε προσεκτικά και το σπαργάνωσε μέσα στο κεντημένο από την ίδια πέπλο της. Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε αφήνοντας το μωρό μόνο του μέσα στην σπηλιά.
Σε λίγο όμως μετάνιωσε. Μάνα ήταν, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήθελε να δει το παιδί της. Ξεκίνησε κρυφά πάλι και ήρθε στη σπηλιά. Μπήκε μέσα με λαχτάρα. Πάγωσε από την τρομάρα της. Ούτε παιδί, ούτε πέπλο βρήκε. Ούτε όμως και αίματα είδε. Και αυτό, για εκείνη την ώρα τουλάχιστο, της φάνηκε καλό, γιατί ήταν σημάδι ότι το παιδί δεν το είχαν σπαράξει άγρια θηρία. Αυτός ήταν ο μεγάλος της φόβος και φαίνεται ότι αυτό δεν είχε γίνει. Η μόνη δυνατή εξήγηση που μπορούσε να δοθεί ήταν ότι κάποιος το είχε πάρει. Έτσι παρηγορήθηκε ότι ήταν δυνατό κάπου κάποτε να συναντήσει τον γιο της.
Πέρασαν χρόνια. Κανένας δεν είχε μάθει το μεγάλο μυστικό της Κρέουσας. Ούτε όμως και η Κρέουσα, αν κι έψαχνε πάντοτε, μπόρεσε κάτι να μάθει για το χαμένο παιδί της.
Αργότερα η Κρέουσα παντρεύτηκε και έγινε γυναίκα του Ξούθου, του γιου του Αίολου. Τα χρόνια όμως περνούσαν και δεν αποκτούσε παιδί με τον άντρα της. Η στενοχώρια της ήταν μεγάλη. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η στενοχώρια του άντρα της. Ο Ξούθος έπρεπε ν’ αποκτήσει οπωσδήποτε διάδοχο.
Ξεκίνησαν λοιπόν, ο Ξούθος και η Κρέουσα, όπως έκαναν όλοι σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν εξαντλούνταν τα γιατροσόφια και τα μαντζούνια όλων των μάγων και των μαγισσών, να πάνε στο Μαντείο των Δελφών να ρωτήσουν αν πρόκειται ν’ αποκτήσουν παιδί και τι πρέπει να κάνουν για το σκοπό αυτόν.
Ενώ λοιπόν ο Ξούθος καθόταν και κουβέντιαζε με τους ιερείς το πρόβλημα που τον απασχολούσε και τις διαδικασίες που θ’ ακολουθούσαν για να πάρουν το χρησμό του θεού, η Κρέουσα ανέβηκε μόνη της στο ιερό να προσευχηθεί. Εκεί είδε ένα όμορφο αγόρι που φορούσε ρούχα ιερέα. Τραγουδούσε ο νεαρός ιερέας ένα ύμνο στον θεό Απόλλωνα ενώ ετοιμαζόταν να καθαρίσει τον ιερό χώρο. Στα χέρια του κρατούσε μια χρυσή στάμνα με νερό.
Ο νέος ιερέας κοίταξε με καλοσύνη την ωραία και γεμάτη αριστοκρατική μεγαλοπρέπεια γυναίκα, την αρχόντισσα Κρέουσα. Κατάλαβε ότι η επισκέπτρια ήταν μια ξεχωριστή γυναίκα. Θαύμασε και η Κρέουσα με τη σειρά της την μεγάλη ομορφιά του ιερέα και έπιασαν οι δυο τους κουβέντα.
– Ασφαλώς κάποια μεγάλη αρχόντισσα θα είσαι, της είπε. Το παρουσιαστικό σου δείχνει αριστοκρατική καταγωγή. Πρέπει να είσαι πολύ ευνοημένη από τους θεούς και την τύχη.
– Μακάρι να ήταν, έστω και σ’ ένα μικρό μόνο μέρος τους, αληθινά τα λόγια σου, απάντησε λυπημένη η Κρέουσα. Κακή τύχη όμως και μεγάλη λύπη δέρνει εμένα και τον άντρα μου.
Μια μεγάλη λύπη απλώθηκε στα μάτια του νέου σαν άκουσε τα λόγια της ωραίας γυναίκας. Η Κρέουσα, βλέποντας την συμπάθεια απλωμένη στο πρόσωπο του ιερέα, ξαναβρήκε την ψυχραιμία και την αριστοκρατική της συμπεριφορά και ενδιαφέρθηκε για τη ζωή του νέου.
– Πώς εσύ, τόσο νέο και τόσο όμορφο παλικάρι, έχεις αφοσιωθεί στη λατρεία του θεού και μάλιστα με τόση αγάπη. Από ποιον τόπο και από ποιους γονείς περηφανεύεσαι πως είσαι;
Ο ιερέας απάντησε ότι τον λένε Ίωνα και δεν γνωρίζει ούτε ποιοι είναι οι γονείς του ούτε ποια είναι η πατρίδα του. Κάποιο πρωινό, πριν από αρκετά χρόνια, τον βρήκε η ιέρεια στο κεφαλόσκαλο του ναού του θεού και αυτή τον μεγάλωσε σαν αληθινή μητέρα του. Ήταν ευτυχισμένος και χαρούμενος, γιατί υπηρετούσε το θεό, γι’ αυτό και πάντοτε τραγουδούσε.
Η Κρέουσα εξομολογήθηκε και τα δικά της. Ο ιερέας τρόμαξε απ’ όσα του έλεγε η συμπαθητική αρχόντισσα. Ο άντρας της – όπως είπε η Κρέουσα – είχε έρθει να ρωτήσει τον Απόλλωνα με πιο τρόπο θα αποκτούσε γιο. Η ίδια όμως δεν θα ρωτούσε ποτέ της το θεό. Αυτή δεν ήρθε για το σκοπό αυτό. Αυτή έψαχνε να βρει τον χαμένο γιο της που ήταν γιος δικός της αλλά και γιος του. …. και ετοιμαζόταν να αναφέρει το όνομα του Απόλλωνα.
Σταμάτησε όμως απότομα. Δεν ήθελε να τα φανερώσει όλα. Δεν τόλμησε να φανερώσει το όνομα του πατέρα του παιδιού της. Δεν ήθελε να φανερώσει ότι πατέρας του ήταν ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Άλλαξε λοιπόν όσα έλεγε και είπε ότι έψαχνε να βρει το παιδί μιας φίλης της που ήταν και παιδί του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας, αν και το χαμένο παιδί της φίλης της, ήταν και δικό του παιδί, παράτησε την φίλη της μόνη και αυτή, μην ξέροντας τι να κάνει, άφησε μόνο του το παιδί που γέννησε. Σίγουρα τώρα θα είναι νεκρό, είπε Κρέουσα, αλλά η φίλη μου θέλει να το μάθει.
Ο νεαρός ιερέας φαινόταν νευριασμένος: δεν ήταν σωστό να κάθεται και να ακούει να κατηγορούν ένα θεό, τον θεό που με τόση πίστη και αφοσίωση υπηρετούσε τόσα και τόσα χρόνια από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, και μάλιστα να έρχονται στο ιερό του να ρωτήσουν τον ίδιο θεό που τον κατηγορούσαν για μια τόσο σκληρή αδιαφορία.
Εκείνη την ώρα έφτασε εκεί και ο Ξούθος. Ήταν χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Είχε πάρει το χρησμό του θεού. Είχε πάρει χρησμό να υιοθετήσει το πρώτο παιδί που θα έβλεπε βγαίνοντας από το ιερό. Βλέποντας λοιπόν τον νεαρό ιερέα έτρεξε να τον αγκαλιάσει λέγοντας εσύ είσαι ο γιος μου, μου το είπε πριν από λίγο ο Απόλλωνας.
Ο νεαρός ιερέας σάστισε και τραβήχτηκε πίσω. Η Κρέουσα, λίγο αγανακτισμένη και θυμωμένη που ο άντρας της είχε γιο, ρώτησε;
– Γιος σου είναι; Και ποια είναι η μητέρα του;
– Δεν ξέρω, Ξέρω μόνο ότι είναι γιος μου. Ίσως μου τον χάρισε ο θεός.
Τότε έφτασε και η γερόντισσα ιέρεια η οποία πριν πολλά χρόνια είχε βρει ένα μωρό στα σκαλιά του ιερού του Απόλλωνα. Στα χέρια της κρατούσε ένα πέπλο και ένα κοριτσίστικο μανδύα.
Η Κρέουσα αναπήδησε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς κοίταζε τα χέρια της ιέρειας.
Η σεβαστή γερόντισσα ιέρεια πλησίασε στον νεαρό ιερέα και του είπε:
–                   Παιδί μου, τώρα που θα πας κοντά στον πατέρα σου στην Αθήνα πρέπει να πάρεις και αυτά μαζί σου. Είναι τα ρούχα μέσα στα οποία ήσουν τυλιγμένος όταν σε βρήκα στα σκαλιά του ναού.
– Θα είναι τα ρούχα με τα οποία με τύλιξε η μητέρα μου, είπε ο ιερέας. Θα τα πάρω και θα ψάξω σ’ όλο τον κόσμο να τη βρω.
Η Κρέουσα είχε συνέλθει από τη λαχτάρα της. Πετάχτηκε και αγκάλιασε τον ιερέα:
– Παιδί μου, φώναξε, και τον τύλιξε στα μπράτσα της.
Ο Ίωνας προσπάθησε να απαλλαχτεί.
– Πρέπει να είναι τρελή! Πάρτε την, φώναξε.
–                  Δεν είμαι τρελή, φώναζε η Κρέουσα. Κράτα τον πέπλο να σου φανερώσω ένα ένα όλα τα κεντίδια που έχω κεντήσει πάνω του με τα χέρια μου. Είναι ο δικός μου πέπλος.
Δεν άργησε να γίνει η διαπίστωση. Ο Ίωνας έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας του αλλά πάλι κάποια αμφιβολία τον θέρισε:
– Μα τότε, αν είσαι εσύ η μητέρα μου, πώς ο Απόλλωνας είπε ότι είμαι γιος του Ξούθου.
– Δεν είπε ότι είσαι γιος του Ξούθου. Σε χάρισε ο Απόλλωνας στον Ξούθο.
Ξαφνικά μια ουράνια λάμψη έκανε όλους να στραφούν προς τα πάνω. Ήταν η θεά Αθηνά.
– Με στέλνει ο Απόλλωνας να σας πω ότι ο Ίωνας είναι γιος του αλλά πρέπει να γίνει και γιος του Ξούθου. Αυτός τον πήρε μωρό από τη σπηλιά και το έφερε εδώ να το προστατέψει. Πάρτε τον μαζί σας στην Αθήνα. Έτσι πρέπει να γίνει, γιατί είναι άξιος να βασιλέψει εκεί»
Μία άλλη εκδοχή του μύθου αυτού λέει ότι ο Ξούθος ονόμασε τον νεαρό ιερέα που συνάντησε βγαίνοντας από το ιερό Ίωνα επειδή ««ἰόντι συνήντετο» επειδή δηλαδή τον συνάντησε καθώς περπατούσε.
Στη σπηλιά όπου ο Απόλλωνας ενώθηκε με την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα, υπήρχε ιερό του Απόλλωνα, όπως μας το βεβαιώνει ο Παυσανίας (Ι, 28, 4).
«Καταβάσι δέ οὐκ ἐς τήν κάτω πόλιν ἀλλ’ ὅσον ὑπό τά προπύλαια πηγή τε ὕδατός ἐστι καί πλησίον Ἀπόλλωνος ἱερόν ἐν σπηλαίῳ Κρεούςῃ δέ θυγατρί Ἐρεχθέως Ἀπόλλωνα ἐνταῦθα συγγενέσθαι νομίζουσι».
Δηλαδή: Κατεβαίνοντας κανείς όχι ως την κάτω πόλη, αλλά αμέσως κάτω από τα προπύλαια συναντά μία πηγή νερού και κοντά σ’ αυτήν ένα ιερό του Απόλλωνα μέσα σε σπηλιά. Πιστεύουν πως εδώ ο Απόλλωνας συνευρέθη με την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα.
Όλα τα παραπάνω τα μυθόπλασε ο Ευριπίδης, γιατί έτσι μπορούσε να ικανοποιήσει τους Αθηναίους οι οποίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους βασιλιάδες τους θεϊκή καταγωγή.
Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα μυθόπλασε ο Ευριπίδης. Ο Ξούθος και η Κρέουσα είχαν αποκτήσει δύο δικά τους παιδιά, τον Αχαιό και τον Ίωνα. Μας το βεβαιώνουν ο Στράβωνας (8, 383), ο Απολλόδωρος (1, 7, 3) και ο Παυσανίας (7, 1, 2). Το είδαμε και πιο πάνω.
Είναι φανερό ότι ο παραπάνω μύθος είναι ένα δείγμα των κατασκευασμένων από τους τραγικούς ποιητές πλαστούς μύθους για τους δικούς τους σκοπούς και επιδιώξεις.
Ωστόσο η κατασκευή τέτοιων πλαστών μύθων και η ευρύτερη διάδοσή τους έγιναν αιτία να λησμονηθούν οι αρχικοί και ανόθευτοι μύθοι κάποιων τόπων που δεν είχαν την δύναμη και τις δυνατότητες να τις κάνουν γνωστές. Δεν είχαν καν τη δύναμη και τη διάθεση να διαμαρτυρηθούν και να φωνάξουν για την παραποίηση.
Έτσι αυτοί οι αγνοί μύθοι των αδύναμων και πολιτιστικά καθυστερημένων λαών λεηλατήθηκαν και αρπάχτηκαν και αλλοιώθηκαν από άλλους λαούς που ήταν ισχυροί και είχαν τα κατάλληλα μέσα και τους κατάλληλους ανθρώπους, γιατί έτσι εξυπηρετούνταν τα συμφέροντά τους. Έτσι αλλοιώθηκε η αγνή, πραγματική και αυθεντική ψυχή του λαού και μαζί μ’ αυτήν βεβαίως και η όποια ιστορική αλήθεια κρυβόταν στους μύθους που έπλαθε.

Η καταγωγή των Ελλήνων

               Σχετικό και επιβεβαιωτικό της καταγωγής των Ελλήνων από τον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, είναι και το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που μας βεβαιώνει ότι από τον Έλληνα, τον φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος, ο επώνυμος ήρωας των Δωριέων, ο Ξούθος, από τον οποίον αργότερα γεννήθηκαν ο Ίωνας, ο επώνυμος ήρωας των Ιώνων και ο Αχαιός, ο επώνυμος ήρωας των Αχαιών, και ο Αίολος, ο καβαλάρης πολεμιστής, ο επώνυμος ήρωας των Αιολέων, από τον οποίον και κατάγονταν οι βασιλιάδες που απένειμαν το δίκαιο ο Αθάμαντας, ο Σίσυφος, ο Σαλμωνέας και ο Περιήρης:
«Ἕλληνος δέ ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος
Δῶρός τε Ξοῦθός τε καί Αἴολος ἱππιοχάρμης.
Αἰολίδαι δ’ ἐγένοντο θεμιστοπόλοι βασιλῆες
Κρηθεύς ἠδ’ Ἀθάμας καί Σίσυφος αἰολόμητις
Σαλμωνεύς τ’ ἄδικος καί ὑπέρθυμος Περιήρης». (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Ηοίαι 7 (27), έκδ. Lipsiae MCMII (1902), σελ. 132 – 133).
Δηλαδή: «Από τον Έλληνα, φιλοπόλεμο βασιλιά, έγιναν (γεννήθηκαν) και ο Δώρος και ο Ξούθος και ο έφιππος μαχόμενος Αίολος. Παιδιά του Αίολου ήταν οι δικαστές βασιλιάδες Κρηθέας και Αθάμαντας και ο ποικιλόβουλος Σίσυφος και ο άδικος Σαλμωνέας και ο ανδρείος Περιήρης»
Μητέρα πραγματική του Ίωνα και του Αχαιού, από τον Ξούθο, ήταν, κατά μία εκδοχή, την οποία είδαμε πιο πάνω, η Κρέουσα, η κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας.
Ωστόσο ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ίων», αμφισβητώντας την παραπάνω εκδοχή για τους δικούς του ασφαλώς λόγους, λέει ότι ο Ξούθος δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και ότι η Κρέουσα ενώθηκε με τη βία με το θεό Απόλλωνα σε μια σπηλιά κάτω από την Ακρόπολη και έτσι γεννήθηκε ο Ίωνας.
Για να δικαιολογήσει δε το πώς ο Ίωνας ήταν παιδί του Ξούθου λέει ότι πήγαν στο μαντείο των Δελφών και ο Ξούθος, έπειτα από το χρησμό που έλαβε εκεί, αναγνώρισε τον Ίωνα για δικό του παιδί (Ευριπίδης, Ἴων, στ. 5301), όπως είδαμε να περιγράφεται με λεπτομέρειες παραπάνω.
Είναι μία από τις πολλές χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατά τις οποίες – όπως προαναφέραμε – διάφοροι άρχοντες και βασιλιάδες, προκειμένου ν’ αυξήσουν το κύρος τους απέναντι στους υπηκόους τους και ν’ αποτρέψουν επικίνδυνες αμφισβητήσεις τους, παράγγειλαν σε τραγωδοποιούς να δημιουργήσουν έργα στα οποία θα παρουσίαζαν τον φυσικό τους πατέρα ανίκανο να τεκνοποιήσει και να σκηνοθετήσουν, σε αντικατάστασή του, θεϊκή επίσκεψη στη μητέρα τους.
Σε απόσπασμα του Ησιόδου διαβάζουμε ότι οι απόγονοι του Δευκαλίωνα βασίλευαν στη Θεσσαλία:
«Οἱ ἀπὸ Δευκαλίωνος τὸ γένος ἔχοντες ἐβασίλευον Θεσσαλίας, ὥς φησιν Ἑκαταῖος καὶ Ἡσίοδος». (Hesiodι, ό. π. 8 (28) σελ. 133).
O Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα (ή του Δία), ίδρυσε στην περιοχή στην οποία αποβιβάστηκαν οι γονείς του, την επώνυμή του πόλη και πρωτεύουσα του βασιλείου του «Ελλάδα».
Αυτή όμως, είτε ήταν πόλη, όπως πιστεύουν μερικοί, είτε ήταν χώρα, όπως νομίζουν άλλοι (θέμα που δεν το αντιμετωπίζουμε στη θέση αυτή) βρισκόταν, πέρα από κάθε αμφιβολία και άσχετα με μικροδιαφορές των ειδικών ως προς την ακριβή θέση της, στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Γιατί και αν ακόμη ο ισχυρισμός των κατοίκων της Μελιταίας, που είδαμε πιο πάνω, δεν αληθεύει, υπάρχουν και οι Φαρσάλιοι, της ίδιας πάντοτε περιοχής, που ισχυρίζονταν ότι η Ελλάδα ήταν στην περιοχή τους.
Το σχετικό απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει και άλλες χρήσιμες σχετικές πληροφορίες:
«Αὐτά δέ λεχθέντα περί τῶν ὑπ’ <Ἀχιλλεῖ> ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστί. Τό τε γάρ Ἄργος τό Πελασγικόν <οἱ μὲν> καί πόλιν δέχονται Θετταλικήὴν περὶ Λάρισαν ἱδρυμένην ποτὲ νῦν δ’ οὐκέτι οὖσαν• οἱ δ’ οὐ πόλιν ἀλλά τό τῶν Θετταλῶν πεδίον οὕτως ὀνοματικῶς λεγόμενον, θεμένου τοὔνομα Ἄβαντος ἐξ Ἄργους δεῦρ’ ἀποικίσαντος. Φθίαν τε οἱ μέν τήν αὐτήν εἶναι τῇ Ἑλλάδι καί Ἀχαΐᾳ, ταύτας δ’ εἶναι διατεμνομένης τῆς συμπάσης Θετταλίας θάττερον μέρος τό νότιον, οἱ δὲ διαιροῦσιν. Ἕοικε δ’ ὁ ποιητής δύο ποιεῖν τήν τε Φθίαν καί τήν Ἑλλάδα, ὅταν οὕτως φῇ «οἱ τ‘ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα», ὡς δυοῖν οὐσῶν• καὶ ὅταν οὕτως «φεῦ<γον> ἔπειτ’ άπάνευθε δι’ Ἑλλάδος εὐρυχόροιο. Φθίην δ’ ἐξικόμην», καὶ ὅτι πολλαί <Ἀχαιίδε>ς εἰσίν ἀν’ Ἑλλάδα τε Φθίην τε». Ὁ μέν οὖν ποιητὴς δύο ποιεῖ, πότερον δέ πόλεις ἤ χώρας ὑποδηλοῖ. Οἱ δ’ ὕστερον τὴν Ἑλλάδα οἱ μέν εἰπόντες χώραν διατετάσθαι φασίν εἰς τάς Θήβας τάς Φθιώτιδας ἀπό Παλαιοφαρσάλου (ἐν δὲ τῇ χώρᾳ ταύτῃ καί τό Θετίδειον ἔστι πλησίον τῶν Φαρσάλων ἀμφοῖν τῆς τε παλαιᾶς καί τῆς νέας, κἀκ τοῦ Θετιδείου τεκμαιρόμενοι τῆς ὑπό τῷ Ἀχιλλεῖ μέρος εἷναι καί τήνδε τήν χώραν), οἱ δέ εἰπόντες πόλιν Φαρσάλιοι μέν δεικνύουσιν ἀπό ἑξήκοντα σταδίων τῆς ἑαυτῶν πόλεως κατεσκαμμένην πόλιν ἣν πεπιστεύκασιν εἶναι τὴν Ἑλλάδα».
Δηλαδή: «Αυτά που είπε ο Όμηρος για τις χώρες που ήταν υπό την κυριαρχία του Αχιλλέα δημιουργούν πολλές αντιλογίες. Το «Άργος το Πελασγικόν», που σύμφωνα με μερικούς δηλώνει πόλη θεσσαλική κοντά στη Λάρισα η οποία δεν υπάρχει τώρα και σύμφωνα με άλλους θα μπορούσε να είναι απλή ονομασία πόλης αλλά θα ήταν γενική ονομασία της θεσσαλικής πεδιάδας που υπενθύμιζε την εγκατάσταση εδώ των Αργείων αποίκων υπό την αρχηγία του Άβαντα. Η ίδια διαφωνία υπάρχει και για τη Φθία, διότι, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με την Ελλάδα και την Αχαΐα και υποστηρίζουν ότι με τις τρεις αυτές ονομασίες ο ποιητής φανερώνει μία από τις μεγάλες υποδιαιρέσεις της Θεσσαλίας, δηλαδή το μισό προς τον νότο, άλλοι βλέπουν εδώ τρία ονόματα και τρεις χώρες. Πράγματι ο ποιητής φαίνεται ότι θέλει να διακρίνει την Φθία από την Ελλάδα όταν λέει: «εκείνοι επίσης από τη Φθία και την Ελλάδα όπου υπάρχουν ωραίες γυναίκες» σα να επρόκειτο για δύο διαφορετικές περιοχές.

Και αλλού λέει: «έφυγα τότε μακριά και διασχίζοντας τις απέραντες εκτάσεις έφθασα ύστερα από λίγο στη Φθία» και αλλού ακόμη «οι γυναίκες των Αχαιών δε λείπουν στην Ελλάδα ούτε στη Φθία.» Καίτοι δε ο ποιητής χρησιμοποιεί δύο ονομασίες, δε δηλώνει εάν με αυτές εννοεί πόλεις ή χώρες. Μεταξύ των νεοτέρων άλλοι μεν υποστηρίζουν ότι η ονομασία Ελλάδα ήταν ονομασία χώρας και φανέρωνε όλη την περιοχή που απλώνεται από Παλιοφάρσαλα μέχρι τις Φθιώτιδες Θήβες. Επειδή δε στο μέρος αυτό μεταξύ Παλιοφαρσάλων και Νεοφαρσάλων υπάρχει ονομασία Θετίδειον, συμπέραναν από μόνο αυτή την ονομασία ότι όλη η περιοχή αυτή αποτελούσε μέρος της χώρας της εξουσίας του Αχιλλέα. Άλλοι αντίθετα υποστηρίζουν ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν πόλη, ενώ οι κάτοικοι των Φαρσάλων δείχνουν σε απόσταση εξήντα σταδίων από την πόλη τους πόλη ερειπωμένη την οποία δε διστάζουν να ταυτίσουν με την Ελλάδα».
Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου η οποία ακουγόταν στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας ιδρυτής της πόλης Φθία ήταν ο Φθως, ο γιος του Αχαιού και δισέγγονος του Έλληνα, και ιδρυτής της πόλης Ελλάς, ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα.
Από την άποψη αυτή, εάν υποθέσουμε πως αρχαιότερος γενεαλογικά ιδρυτής μιας πόλης σημαίνει και αρχαιότερη πόλη, θα πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι η Φθία ήταν πολύ νεότερη πόλη σε σχέση με την Ελλάδα.
Ως προς το ζήτημα αυτό, εάν δηλαδή η Ελλάδα και η Φθία ήταν πόλεις ή χώρες, νομίζουμε ως σωστότερη την άποψη – χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε στο σχετικό πρόβλημα με κατάθεση δικής μας άποψης – ότι πρέπει να συνέβαιναν και τα δύο. Υπήρχε πόλη που λεγόταν Ελλάδα και η οποία ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που επίσης λεγόταν Ελλάδα, όπως υπήρχε και πόλη που λεγόταν Φθία και ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που λεγόταν Φθία.
Πάντως, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις διαφορετικές απόψεις που διατυπώνονται, όλοι συμφωνούν ότι οι δύο αυτές πόλεις και περιοχές ήταν γύρω από τον ορεινό όγκο της Όρθρης.

Και αυτό είναι εκείνο το οποίο στην περίπτωσή μας ενδιαφέρει, αφού στόχος μας δεν είναι η εξέταση και προπαντός η λύση των ιστορικών προβλημάτων αλλά η επισήμανση της σπουδαιότητας των μυθολογικών αναφορών της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Δευκαλίωνας ήταν βασιλιάς «τῶν περί τήν Φθίαν τόπων»
Για τον Έλληνα μας μιλάει και ο Θουκυδίδης, ο οποίος τον παρουσιάζει μάλιστα όχι πρόσωπο της μυθολογίας αλλά ως φυσικό υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο αγωνίστηκε προκειμένου να επιβληθεί και ότι πρώτοι οι υπήκοοι του Αχιλλέα της Αχαΐας Φθιώτιδας είχαν το όνομα Έλληνες και από αυτούς μετά το πήραν και όλοι οι άλλοι:
«Ἕλληνος δέ καί τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ίσχυσάντων, καί ἐπαγομένων αὐτούς ἐπ’ ὠφελείᾳ ἐς τάς ἄλλας πόλεις, καθ’ ἑκάστους μέν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου ἐδύνατο καί ἅπασιν ἐκνικῆσαι. Τεκμηριοῖ δέ μάλιστα Ὅμηρος• πολλῷ γάρ ὕστερον ἔτι καί τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ <οὕτω> τούς ξύμπαντας ὠνόμασεν οὐδ’ ἄλλους ἤ τούς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἳπερ καί πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν». (Θουκυδίδου Ιστοριών Α , 3. 2-3).
Δηλαδή «Όταν δε ο Έλληνας και τα παιδιά του απόκτησαν μεγάλη δύναμη στη Φθιώτιδα και οι άνθρωποι τους καλούσαν σε άλλες πόλεις για βοήθεια, καθένας χωριστά μεν στην αρχή, από την συναναστροφή τους (με τον Έλληνα και τους δικούς του) ονομάζονταν Έλληνες, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό με όλους πριν περάσει αρκετός χρόνος. Το τεκμηριώνει αυτό ιδιαιτέρως ο Όμηρος. Διότι επειδή έζησε πολύ αργότερα από τον Τρωικό Πόλεμο πουθενά δεν ονόμασε έτσι όλους αλλά μόνο τους συντρόφους του Αχιλλέα από τη Φθιώτιδα, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες».
Και ο Θουκυδίδης λοιπόν, όπως βλέπουμε, με τις μαρτυρίες του, έρχεται να ενισχύσει την ίδια άποψη.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (9η συνέχεια)

ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΙΔΑΣ  (Συνέχεια)

5. Ο μύθος των Π(ε)λειάδων

Η Μερόπη, η γυναίκα του Σίσυφου, ήταν, όπως είπαμε, κόρη του Άτλαντα, εκείνου του περίφημου γίγαντα που είχε καταδικαστεί να κρατάει στους ώμους του τις δυο κολώνες που στήριζαν τον ουρανό: «Ἄτλαντος δέ καί τῆς Ὠκεανοῦ Πληιόνης ἐγένοντο θυγατέρες ἑπτά ἐν Κυλήνῃ τῆς Ἀρκαδίας, αἱ Πληιάδες προσαγορευθεῖσαι, Ἀλκυόνη, Μερόπη, Κελαινώ, Ἠλέκτρα, Στερόπη, Ταϋγέτη, Μαῖα». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3. 10, 10).
Η Μερόπη είχε λοιπόν άλλες έξι αδερφές. Όλες είναι γνωστές με το όνομα Πλειάδες ή Πληιάδες γιατί η μητέρα τους λεγόταν Πλειόνη ή, σύμφωνα με άλλες εκδοχές, Πληιόνη. Οι εφτά αυτές κόρες ήταν η Αλκυόνη, η Μερόπη, η Κελαινώ, η Ηλέκτρα, η Στερόπη ή Αστερόπη, η Ταϋγέτη και η Μαία:
«Τηϋγέτη τ’ ἐρόεσσα καί Ἠλέκτρη κυανῶπις Ἀλκυόνη τε καί Ἀστερόπη δίη τε Κελαινὼ Μαῖά τε καὶ Μερόπη, τάς γείνατο φαίδιμος Ἄτλας». (Hesiodi Carmina, Lipsiae 1902, σελ. 212, απόσπασμα 275 (12)). Η Μαία ήταν αυτή που έγινε μητέρα του θεού Ερμή.
Όλες οι θυγατέρες του Άτλαντα είχαν παντρευτεί με θεούς. Μία μόνο από αυτές είχε ξεπέσει και είχε παντρευτεί θνητό. Ήταν η Μερόπη που παντρεύτηκε τον Σίσυφο. Η Μερόπη πολύ στενοχωριόταν που μόνο αυτή είχε θνητό άντρα, ενώ όλες οι αδερφές της είχαν άντρες θεούς και ντρεπόταν γι’ αυτό.
Αλλά και όλες μαζί οι αδερφάδες Πλειάδες είχαν μια μεγάλη στενοχώρια. Δεν μπορούσαν να βλέπουν τον αγαπημένο τους πατέρα, τον Άτλαντα, να βασανίζεται σ’ όλη του τη ζωή κρατώντας στους ώμους του τις κολώνες που κράταγαν τον ουρανό πάνω από τον κόσμο. Για το λόγο αυτό οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις έκαναν αστέρια. Τις έβαλαν όλες μαζί ν’ αποτελούν έναν αστερισμό που λέγεται Πλειάδες. Είναι η γνωστή στον λαό μας, από τα παραμύθια του, Πούλια. Είναι ο «εφταπάρθενος χορός» των σημερινών παραμυθιών του λαού μας.
Ένα παραμύθι, που ακούγεται ακόμα και στην εποχή μας στην περιοχή του Αλμυρού, λέει τα εξής:
«Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχαν ένα πολύ όμορφο κορίτσι που το έλεγαν Πούλια. Ύστερα από πολλά χρόνια πέθανε η βασίλισσα κι ο βασιλιάς πήρε άλλη γυναίκα. Η καινούργια βασίλισσα γέννησε ένα αγόρι που το είπαν Αυγερινό. Η καινούργια βασίλισσα αγαπούσε πολύ το δικό της παιδί, τον Αυγερινό, αλλά δεν αγαπούσε καθόλου την Πούλια. Καθημερινά την βασάνιζε, την έβαζε να κάνει όλες τις σκληρές δουλειές και την άφηνε νηστική. Κάποτε μάλιστα πήρε την απόφαση να την σκοτώσει. Αυτό το έμαθε ο Αυγερινός και το φανέρωσε στην Πούλια. Τότε ο Αυγερινός και η Πούλια αποφάσισαν να φύγουν μαζί μακριά από το παλάτι. Πριν όμως ξεκινήσουν της είπε ο Αυγερινός να ρωτήσουν κάποια μάγισσα να τους φανερώσει τι πρέπει να κάνουν. Έτσι και έγινε. Η μάγισσα έδωσε στην Πούλια ένα μαχαίρι, μια χτένα κι ένα σακούλι αλάτι. Όταν θα σας κυνηγάει και θα σας πλησιάσει να σας πιάσει η βασίλισσα θα πετάξεις πρώτα το μαχαίρι, ύστερα τη χτένα και τέλος το αλάτι, τους είπε η μάγισσα.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός ξεκίνησαν να φύγουν. Η κακιά βασίλισσα τους είδε που έφυγαν και άρχισε να τους κυνηγάει. Μόλις πλησίασε η κακιά βασίλισσα να φτάσει τα δυο παιδιά, η Πούλια έριξε πίσω της το μαχαίρι. Αμέσως εκεί που έπεσε το μαχαίρι παρουσιάστηκε ένας βάλτος. Η κακιά βασίλισσα δυσκολεύτηκε και άργησε να περάσει τον βάλτο. Έτσι τα δυο παιδιά πρόφτασαν κι απομακρύνθηκαν λίγο. Πάλι όμως τα πλησίασε και τα παιδιά κινδύνευαν να πιαστούν. Η Πούλια έριξε τότε πίσω της τη χτένα. Αμέσως φύτρωσε ένα πολύ πυκνό δάσος πίσω τους. Η κακιά βασίλισσα παιδεύτηκε πολύ μέχρι να διασχίσει το πυκνό δάσος και καθυστέρησε για μια ακόμα φορά. Τα δυο παιδιά πρόφτασαν κι ξέφυγαν μακριά. Πάλι όμως η βασίλισσα τα πλησίασε και σε λίγο θα τα έπιανε. Τότε η Πούλια έριξε και το αλάτι. Αμέσως εκεί που έπεσε το αλάτι δημιουργήθηκε μια μεγάλη λίμνη. Η κακιά βασίλισσα τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να περάσει την λίμνη κι έμεινε πίσω. Τότε καταράστηκε μουρμουριστά τον Αυγερινό γιατί ακολούθησε την Πούλια: Να διψάς σ’ όλη σου τη ζωή, να πίνεις νερό από τις λακκούβες που κάνουν οι πατημασιές των ζώων και να γίνεσαι σαν κι αυτά. Τα λόγια αυτά δεν τ’ άκουσε ο Αυγερινός. Τ’ άκουσε όμως η Πούλια.
Στο δρόμο που πήγαιναν δίψασε ο Αυγερινός. Μπροστά τους βρήκαν μια πατημασιά από λύκο που είχε νερό. Η Πούλια δεν τον άφησε να πιει γιατί θα γινόταν λύκος. Πιο πέρα βρήκαν μια πατημασιά από λαγό αλλά η Πούλια δεν τον άφησε και πάλι να πιει για να μη γίνει ο Αυγερινός λαγός. Ύστερα βρήκαν μια πατημασιά από αρνάκι. Η Πούλια δεν πρόσεξε κι ο Αυγερινός έσκυψε και ήπιε. Αμέσως ο Αυγερινός έγινε ένα αρνάκι που βέλαζε και πήγαινε πίσω από την Πούλια. Όταν είδε το κακό που έγινε η Πούλια αγκάλιασε το αρνάκι κι έκλαιγε πολύ.
Το βράδυ σταμάτησαν κι ανέβηκαν σ’ ένα δέντρο να περάσουν τη νύχτα και να γλιτώσουν από τους λύκους. Έλαμπε ο τόπος από την ομορφιά της Πούλιας. Το βασιλόπουλο εκείνης της χώρας είδε την λάμψη, πήγε εκεί κοντά, είδε την Πούλια και είπε στους στρατιώτες τους να την φέρουν στο παλάτι του.
– Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου, της είπε.
– Θέλω απάντησε αυτή αλλά θέλω να έχω μαζί μου και το αρνάκι μου.
Το βασιλόπουλο έφερε και το αρνάκι και το έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο. Η βασίλισσα της χώρας όμως, η μητέρα δηλαδή του βασιλόπουλου, δεν αγαπούσε την Πούλια. Έτσι μια μέρα που έλειπε το βασιλόπουλο την πήρε τάχα να πάνε μαζί βόλτα και την έριξε σ’ ένα πηγάδι. Ύστερα γύρισε στο παλάτι και πήρε να σφάξει το αρνάκι. Το αρνάκι πρόφτασε και φώναξε δυνατά: Πούλια με σφάζουν. Άκουσε η Πούλια μέσα απ’ το πηγάδι και παρακάλεσε να βγάλει φτερά και να πετάξει να φτάσει γρήγορα. Έτσι έγινε. Δεν πρόφτασε όμως. Είχαν σφάξει το αρνάκι κι έβαλαν και το μαγείρεψαν. Κάθισαν ύστερα κι έφαγαν. Η Πούλια δεν έφαγε. Μάζεψε μόνο τα κόκαλα και τα έθαψε στον κήπο.
Εκεί που έθαψε τα κόκαλα φύτρωσε μια πορτοκαλιά που έγινε ψηλή ίσαμε το παλάτι κι έβγαλε ένα μόνο πορτοκάλι στην κορυφή της. Πήγε η βασίλισσα να κόψει το πορτοκάλι και τα κλαδιά της πορτοκαλιάς έγειραν και της έβγαλαν τα μάτια. Πήγε η Πούλια να κόψει το πορτοκάλι και τα κλαδιά έγειραν απαλά μόνα τους μέχρι που το πορτοκάλι έπεσε στην αγκαλιά της.
– Σφίξε με σφιχτά, Πούλια, φώναξε το πορτοκάλι να πάμε ως τον Ουρανό. Έπειτα τα δυο αδελφάκια αγκαλιασμένα άρχισαν να πετάνε ως τον ουρανό κι έγιναν αστέρια. Είναι τα δυο αστέρια που βλέπουμε εκεί ψηλά, o Αυγερινός και η Πούλια.»
Ο λαός μας ονομάζει τον αστερισμό των Πλειάδων και «Εφταπάρθενος χορός», γιατί είναι ένας χορός από εφτά κορίτσια. Όποιος κοιτάξει στον ουρανό όμως, όσο προσεκτικά κι αν παρατηρήσει βλέπει μόνο έξι αστέρια. Είναι τ’ αστέρια των έξι αδερφάδων της Μερόπης. Η Μερόπη, και ως αστέρι ακόμη, επειδή εξακολουθεί να ντρέπεται που μόνη αυτή από όλες τις αδερφάδες της πήρε άντρα θνητό, κρύβεται. Δεν θέλει να την βλέπουν οι άνθρωποι.
Υπήρχε και ένας ακόμη μύθος, διαφορετικός, για τις Πλειάδες.
Επειδή οι Πλειάδες στενοχωριούνταν για τα βασανιστήρια του πατέρα τους παρακάλεσαν τον Δία και τις έκανε πουλιά. Έγιναν περιστέρια. Λέγονταν Πελειάδες που θα πει περιστέρια. Από το Πελειάδες έγινε το Πλειάδες. Έτσι εξηγούσε αυτή η εκδοχή το όνομά τους.
Μία άλλη εκδοχή του ίδιου μύθου έλεγε τα πράγματα διαφορετικά.
Οι Πλειάδες ήταν εκείνες που έτρεφαν, κουβαλώντας του τροφή, τον Δία, όταν αυτός ήταν ακόμη μωρό και κρυβόταν στην Κρήτη να μην τον βρει ο πατέρας του Κρόνος. Ο Δίας για να τις ευχαριστήσει για τις υπηρεσίες που του πρόσφεραν τις έκανε περιστέρια (Πελειάδες). Η σημερινή λαϊκή ονομασία των Πλειάδων «Πούλια» (δηλ. πουλιά) φαίνεται να συμφωνεί με αυτή την εκδοχή.
Οι Πελειάδες, κατά μία άλλη μυθολογική εκδοχή, ήταν αρχαιότατες μάντισσες που ζούσαν πριν ακόμη από την περίφημη Φημονόη, (Σημ. Η Φημονόη ήταν κόρη του Απόλλωνα και η πρώτη Πυθία. Λένε ότι αυτή είχε εφεύρει τον εξάμετρο στίχο και αυτή ήταν που είχε γράψει στο δελφικό μαντείο το «γνώθι σαυτόν») που ήταν η πρώτη μάντιδα του Απόλλωνα: «Πρώτην δε Φημονόην γενέσθαι φασί Πυθίαν» (Στράβων θ 3, 5).
Αυτή η ύπαρξή τους από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια και η «προτερική» θεϊκή τους υπόσταση αποδεικνύεται από το ότι αυτές παρουσιάζονται να λατρεύουν υμνώντας την πανάρχαια θεά Μητέρα Γαία:
«Τάς Πελειάδας δέ Φημονόης τε ἔτι προτέρας γενέσθαι λέγουσι καί ᾆσαι γυναικῶν πρώτας τάδε τά ἔπη: Ζεύς ἦν, Ζεύς ἐστί, Ζεὺς ἔσσεται’ ὦ μεγάλε Ζεῦ. Γᾶ καρπούς ἀνίει, διό κλῄζετε Ματέρα Γαῖαν» (Παυσανίας, Χ, 12, 10).
Δηλαδή: «Λένε ότι οι Πελειάδες ήταν αρχαιότερες ακόμη και από τη Φημονόη και ότι από όλες τις γυναίκες πρώτες αυτές έψαλαν τους παρακάτω στίχους: ο Ζευς υπήρχε, ο Ζευς υπάρχει, ο Ζευς θα υπάρχει. Ω, μεγάλε Δία. Η Γη παράγει καρπούς, γι’ αυτό δοξάζετε τη Μητέρα Γη.»
Άλλη εκδοχή του μύθου έλεγε ότι τις κόρες του Άτλαντα τις κυνηγούσε επί πέντε ολόκληρα χρόνια, να τις πιάσει, επειδή τις είχε ερωτευθεί και τις ποθούσε, ο Ωρίωνας. Παρακάλεσαν λοιπόν τότε αυτές τον Δία να τις γλιτώσει από το κακό που τις περίμενε και ο Δίας άκουσε τις προσευχές τους και έκανε να γίνουν περιστέρια ή, όπως λένε άλλοι, αστέρια.
Για μία από αυτές, την Ηλέκτρα, έλεγαν και έναν άλλο μύθο. Επειδή από αυτήν κατάγονταν οι Τρώες, αφού έγινε μητέρα του Δαρδάνου, προγόνου των Τρώων. «Ἐκ Διός καί Ἠλέκτρας, μιᾶς τῶν Ἀτλαντίδων, γενέσθαι Δάρδανον», γράφει ο Διόδωρος Σικελιώτης (5, 48)). Όταν καταστράφηκε η Τροία από τους Έλληνες, η Ηλέκτρα άφησε τις αδερφάδες της, έφυγε από τον αστερισμό των Πλειάδων και έγινε κομήτης. Αυτή λοιπόν είναι εκείνη από τις εφτά αδερφάδες που κρύβεται και δεν φαίνεται και γι’ αυτό η Πούλια παρουσιάζεται να έχει έξι αστέρια. Δεν κρύβεται η Μερόπη. Η Μερόπη δεν ντρεπόταν για τον άντρα της που ήταν θνητός, αφού αυτός μπορούσε και ξεγελούσε με την εξυπνάδα του ακόμη και αυτούς τους θεούς. Κρύβεται η Ηλέκτρα γιατί λυπάται για την πτώση και την καταστροφή της Τροίας.

6. Η γενιά του Αθάμαντα

Ο Αθάμαντας ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος βασιλιάς της Άλου. Έτσι δυο αδέλφια, παιδιά και οι δύο του Αίολου και εγγόνια της Ορθρηίδας, ο Κρηθέας και ο Αθάμαντας, ίδρυσαν τις δυο σπουδαιότερες και γειτονικές πόλεις της εποχής εκείνης, την Ιωλκό και την Άλο, προδρόμους των δύο σημερινών πόλεων του νομού Μαγνησίας Βόλου και Αλμυρού.
Ο Αθάμαντας παντρεύτηκε την Νεφέλη και απόκτησε τον Φρίξο και την Έλλη. Αργότερα, όταν πέθανε η Νεφέλη, ο Αθάμαντας παντρεύτηκε την Ινώ και απόκτησε τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη και αργότερα παντρεύτηκε την Θεμιστώ και απόκτησε τον Λεύκωνα, τον Ερύθριο, τον Σχοινέα (που έχτισε τις πόλεις Σχοίνος και Σχοινούντας της Βοιωτίας) και τον Πτώο. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή κόρη του Σχοινέα, του γιου του Αθάμαντα, ήταν και η Αταλάντη.
Θα παραλείψουμε την γνωστή εκδοχή του μύθου για τη θυσία του Φρίξου και της Έλλης και την φυγή τους στην Κολχίδα με το χρυσόμαλλο κριάρι, γιατί είναι σ’ όλους γνωστά, και θ’ αναφέρουμε άλλα μυθολογικά ακούσματα στις περιοχές της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας λιγότερο γνωστά.
Η Νεφέλη ήταν θεά των νεφών και της βροχής της τόσο ευεργετικής για τους γεωργούς και συνδέεται άμεσα με τους μύθους του Αθάμαντα και της Άλου.
Ακούγονταν και άλλοι μύθοι σχετικοί με τις γυναίκες του Αθάμαντα. Σύμφωνα με ένα μύθο το μίσος της μητριάς του Φρίξου, της Ινώς, για τον Φρίξο και την Έλλη, δεν οφειλόταν στο ότι αυτή ήθελε να εξοντώσει τον Φρίξο για να γίνουν διάδοχοι του θρόνου τα δικά της παιδιά. Άλλος ήταν ο λόγος. Η μητριά του Φρίξου, η Ινώ, τον ερωτεύθηκε και επειδή ο Φρίξος δεν ανταποκρίθηκε στις ανήθικες προτάσεις της μητριάς του, αυτή τον κατηγόρησε στον πατέρα του ότι αυτός της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που ο βασιλιάς Αθάμαντας έδιωξε από κοντά του το γιο του.
Σύμφωνα με μία λίγο διαφορετική εκδοχή του μύθου, μητριά του Φρίξου δεν ήταν η Ινώ αλλά η Δημοδίκη ή, όπως έλεγαν άλλοι, η Γοργώνη. Σύμφωνα με άλλους πάλι μύθους η Δημοδίκη ήταν γυναίκα του Κρηθέα, που ήταν αδελφός του Αθάμαντα. Και για τη Δημοδίκη λοιπόν έλεγαν ότι ερωτεύθηκε τον ανεψιό της Φρίξο και επειδή αυτός δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της η Δημοδίκη τον κατηγόρησε στον άντρα της τον Κρηθέα ότι της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς. Ο Κρηθέας μαρτύρησε, όσα ψέματα του είπε η γυναίκα του, στον Αθάμαντα απαιτώντας να τον τιμωρήσει. Έτσι ο Αθάμαντας έδιωξε τον Φρίξο.
Ακουγόταν μάλιστα και μια άλλη άποψη. Πραγματική μητέρα του Φρίξου δεν ήταν η Νεφέλη αλλά η Ινώ και μητριά του ήταν η Νεφέλη. (Τζέτζης, Σχόλια στον Λυκόφρονα 22. Ευστάθιος, Σχόλια στην Ιλιάδα Η 86).
Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ξηρασία και η ακαρπία της γης της Άλου, ως φυσική συνέπεια της αναβροχιάς, οφειλόταν στο μίσος της Νεφέλης κατά του Φρίξου, ο οποίος είχε αρνηθεί τις ανήθικες προτάσεις της. Ως θεά λοιπόν των νεφών και της βροχής η Νεφέλη έπαψε να στέλνει τη βροχή στη γη και άρχισε έτσι η ακαρπία των χωραφιών.
Για να προκαλέσουν βροχόπτωση οι κάτοικοι της Άλου συνήθιζαν να εξευμενίζουν τον Λαφύστιο Δία προσφέροντας σ’ αυτόν ανθρωποθυσίες. Όπως σε πολλούς τέτοιους μύθους που αναφέρουν ότι ένας τόπος κινδυνεύει, έτσι και εδώ, η πρώτη θυσία που ζητούσε ο θυμωμένος θεός ήταν εκείνη της κόρης του βασιλιά, της βασιλοπούλας.
Ο Αθάμαντας με την δεύτερη γυναίκα του, την Ινώ, πήραν να μεγαλώσουν στην Άλο τον Διόνυσο, τον νόθο γιο του Δία. Γι’ αυτό και καταδιώχτηκαν σκληρά από την Ήρα. Έτσι τους έκανε να πέσουν σε φοβερή μανία με αποτέλεσμα πάνω στη μανία τους να σκοτώσουν, ο μεν Αθάμαντας τον Λέαρχο, η δε Ινώ να πέσει στη θάλασσα μαζί με τον Μελικέρτη και να πνιγούν. Οι άλλοι θεοί τους λυπήθηκαν και τους μεταμόρφωσαν σε θαλάσσιους θεούς. Η Ινώ έγινε η θεά Λευκοθέα και ο Μελικέρτης έγινε ο θεός Παλαίμονας. Η Ινώ, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, ήταν κόρη της Αρμονίας, η οποία ήταν κόρη της Αφροδίτης. Έτσι όταν η Ινώ έπεσε στη θάλασσα, η γιαγιά της, η Αφροδίτη, παρακάλεσε τον Ποσειδώνα κι αυτός τους μεταμόρφωσε σε θαλάσσιους θεούς. Η Ινώ έγινε η θεά Λευκοθέα και ο Μελικέρτης ο θεός Παλαίμονας.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο τον οποίον παρουσίασε ο Ευριπίδης στο δράμα του «Ινώ», το οποίο δυστυχώς χάθηκε, όταν ο Αθάμαντας παράτησε την Ινώ, για χάρη της τρίτης γυναίκας του της Θεμιστώς, η Ινώ μεταμορφώθηκε σε δούλη και παρουσιάστηκε στην Θεμιστώ ζητώντας δουλειά. Η Θεμιστώ, χωρίς να γνωρίζει με ποια ήταν αυτή που της ζητούσε δουλειά, την πήρε στην υπηρεσία της και την όρισε παραμάνα των παιδιών της.
Στο σπίτι του Αθάμαντα όμως η Ινώ αναγνωρίστηκε από τον Αθάμαντα και άρχισαν πάλι οι δυο τους τις παλιές ερωτικές τους σχέσεις. Στο σπίτι του Αθάμαντα, μαζί με τα παιδιά της Θεμιστώς, μεγάλωναν και τα παιδιά της Ινώς, που είχαν παραμείνει εκεί, όταν την έδιωξε ο Αθάμαντας. Έτσι η Ινώ, ως υπηρέτρια τώρα και συγχρόνως παραμάνα, μαζί με τα παιδιά της Θεμιστώς, περιποιούνταν και μεγάλωνε και τα δικά της παιδιά.
Η Θεμιστώ, που δεν ήξερε ποια ήταν η δούλη που μεγάλωνε τα παιδιά της, θέλοντας να εξοντώσει τα παιδιά της Ινώς, έδωσε διαταγή στην Ινώ, όταν τα παιδιά θα πέσουν το βράδυ να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους, να φορέσει σκουρόχρωμα νυχτικά στα ξένα παιδιά, δηλαδή στα παιδιά της Ινώς, και ανοιχτόχρωμα στα δικά της παιδιά, δηλαδή στα παιδιά της Θεμιστώς. Είχε σκοπό τη νύχτα να σκοτώσει τα παιδιά της Ινώς και, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς έκανε, μαρτύρησε τον σκοπό της αυτόν στην Ινώ, καλώντας την να συνεργαστεί μαζί της στο φονικό. Η Ινώ, για να γλιτώσει τα παιδιά της από το κακό που τα περίμενε, έκανε το αντίθετο από ό,τι της είπε η Θεμιστώ. Έτσι η Θεμιστώ, χωρίς να γνωρίζει τι είχε γίνει, τη νύχτα σκότωσε πάνω στον ύπνο τους τα δικά της παιδιά και άφησε άθικτα της Ινώς.
Είναι σαφέστατη η μεταφορά του μύθου αυτού στις μέρες μας στο παραμύθι του Κοντορεβυθούλη. Ο Κοντορεβυθούλης και τα αδέλφια του, φευγάτα από το σπίτι τους, έφτασαν στο σπίτι του Δράκου, όπου η Δράκαινα τα φιλοξένησε. Όταν έφτασε όμως το βράδυ ο Δράκος, είπε στην Δράκαινα να φορέσει μαύρα σκουφιά στον Κοντορεβυθούλη και τα αδέλφια του και άσπρα στα Δρακόπουλα, σκοπεύοντας να σηκωθεί τη νύχτα να σκοτώσει τα ξένα παιδιά. Έτσι έγινε. Ο Κοντορεβυθούλης όμως, που είχε ακούσει την εντολή του Δράκου, σηκώθηκε και άλλαξε τα σκουφιά. Έτσι ο Δράκος σκότωσε τα δικά του παιδιά, τα Δρακόπουλα, και ο Κοντορεβυθούλης με τ’ αδέλφια του γλίτωσε «κι έζησαν καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα»
Η ανάπτυξη των σχετικών μύθων που υπάρχουν για την ανατροφή του Διόνυσου από τον Αθάμαντα και την Ινώ και για την Λευκοθέα (Ινώ) και τον Παλαίμονα (Μελικέρτη) θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αλλά ξεφεύγει από τον κύριο άξονα της εργασίας αυτής που δεν είναι κυρίως να δώσει μυθολογικές πληροφορίες, άσχετες με το κεντρικό θέμα, αλλά να καταδείξει απλά και μόνο τη σχέση τους με την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και την αναφορά τους σ’ αυτή.
Ο Φρίξος, ο γιος του Αθάμαντα, παντρεύτηκε την Χαλκιόπη και έγινε πατέρας του Άργου, του Μέλανα, του Φρόντη, του Κυτίσσωρου, του Πρέσβωνα και του Έλληνα.
Ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης, πολύ γνωστός σε όλους, δεν αναπτύσσεται σε τούτη τη θέση αλλά σ’ άλλες σελίδες με κάποια διαφορετική όμως προσέγγιση.

7. Η γενιά του Σαλμωνέα

Ο Σαλμωνέας, ο άλλος γιος του Αίολου, ζούσε αρχικά στη Θεσσαλία. Κατόπιν πήγε στην Ήλιδα, όπου έχτισε την πόλη Σαλμωνία ή Σαλμώνη. Εκεί παντρεύτηκε την Αλκιδίκη, την κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας Αλεού ή Αλέου, και απόκτησε την πανέμορφη Τυρώ, η οποία έγινε γυναίκα του Κρηθέα και η οποία συνδέεται επίσης με πολλούς μύθους, που υπάρχουν σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής:
«Σαλμωνεύς ἧν υἱός Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος’ οὗτος δ’ ἐκ τῆς Αἰολίδος ὁρμηθείς μετά πλειόνων Αἰολέων ᾤκησε τῆς Ἠλείας παρά τόν Ἀλφειόν ποταμόν, καί πόλιν ἔκτισεν ἀφ’ ἑαυτοῦ Σαλμωνίαν. Γήμας δέ Ἀλκιδίκην τήν Ἀλέου, ἐγέννησε θυγατέρα τήν προσαγορευθεῖσαν Τυρώ, κάλλει διαφέρουσαν». (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη Βίβλος Δ΄, 68, 1).
Αργότερα η Αλκιδίκη πέθανε και ο Σαλμωνέας παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με την Σιδηρώ. Η Σιδηρώ κακομεταχειριζόταν την πανέμορφη Τυρώ, όπως κακομεταχειρίζονται στα παραμύθια όλες οι μητριές τις όμορφες προγονές τους:
«Τῆς δέ γυναικός Ἀλκιδίκης ἀποθανούσης, ἐπέγημε τήν ὀνομαζομένην Σιδηρώ. Αὔτη δὲ χαλεπῶς διετέθη πρός τήν Τυρώ, ὡς ἄν μητρυιά». (Διόδωρος Σικελιώτης, ό. π., 68, 2).
Υπάρχει και μυθολογική εκδοχή, που την αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες, η οποία θέλει την Σιδηρώ δεύτερη γυναίκα, όχι του Σαλμωνέα αλλά του Κρηθέα.
Κατά μία άλλη εκδοχή του σχετικού μύθου ο Σαλμωνέας θεωρείται γιος όχι του Αίολου αλλά του Αθάμαντα. Το όνομά του ίσως να σχετίζεται και με τη θεσσαλική πόλη Αλμωνία.
Η πανέμορφη κόρη του Σαλμωνέα Τυρώ έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Πελία και του Νηλέα. Ο Πελίας έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό και ο Νηλέας στην Πύλο.
Ο Σαλμωνέας ήταν και αυτός ένας από τους επίσημους κολασμένους στον Άδη, όπως ο αδερφός του Σίσυφος. Τιμωρήθηκε να είναι διαρκώς ξαπλωμένος δίπλα στη Χίμαιρα και ήταν καταδικασμένος στο μαρτύριο να βλέπει συνεχώς ένα κεραυνό που έπεφτε πάνω του έτοιμος να τον χτυπήσει.
Τιμωρήθηκε, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, μ’ αυτόν το σκληρό τρόπο, γιατί όταν ήταν βασιλιάς, επειδή είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη, θεοποίησε τον εαυτό του και απαγόρεψε στους οπαδούς του να προσφέρουν θυσίες στον Δία. Έδωσε μάλιστα διαταγή στους υπηκόους του να προσφέρουν θυσίες σ’ αυτόν τον ίδιο (Απολλόδωρος 1, 9, 7).
Αλλά δεν σταμάτησε μέχρις εδώ. Κατασκεύασε μία ψηλή χάλκινη γέφυρα πάνω από την οποία περνούσε με το άρμα του σέρνοντας πίσω του χάλκινα καζάνια και φουσκωμένα δέρματα για να κάνουν θόρυβο για να φαίνεται έτσι ότι και αυτός ρίχνει κεραυνούς, όπως ο Δίας. Έριχνε ακόμη από εκεί ψηλά λαμπάδες αναμμένες για να φαίνεται ότι και αυτός, όπως ο Δίας, ρίχνει αστραπές. (Βιργίλιος, Αινειάς 6, 586. Ευριπίδης, Fragmenta 14).
Είχε ξεπεράσει με τον τρόπο αυτό τα επιτρεπόμενα σε θνητούς όρια περηφάνιας. Είχε φτάσει στα όρια της «ύβρης» και έπρεπε να τιμωρηθεί. Ένας κεραυνός, πραγματικός αυτή τη φορά, σταλμένος από τον Δία, τον άφησε νεκρό:
«Μετά δέ ταῦτα Σαλμωνεύς, ὑβριστής ὤν καί ἀσεβής, ὑπό μέν τῶν ὑποτεταγμένων ἐμισήθη, ὑπό δέ Διός διά τήν ἀσέβειαν ἐκεραυνώθη». (Διόδωρος Σικελιώτης, Βίβλος Δ΄ 68, 2).
Αλλά, όπως, πολύ σωστά, παρατηρούν κάποιοι ερευνητές, ο τρόπος αυτός της τιμωρίας με κεραυνό, ο «κεραύνιος θάνατος», όπως τον ονόμαζαν οι αρχαίοι, θεωρούνταν από τους αρχαίους τιμητικός. Έτσι πολλοί δεν δέχονται το σχετικό μύθο, αφού ο Σαλμωνέας με τον θάνατο που του επιβλήθηκε δεν τιμήθηκε από τον Δία αλλά τιμωρήθηκε.
Στον μύθο αυτό του Σαλμωνέα, στον οποίο παρουσιάζεται να περιφρονείται ο ολύμπιος Δίας βλέπουμε να υποδηλώνεται, για άλλη μια φορά, η αντίσταση των ανθρώπων τούτης της περιοχής στην επιβολή και επικράτηση των νέων θεών και την επιχειρούμενη εξουδετέρωση και εξαφάνιση των παλαιών. Ίσως ο Σαλμωνέας αντιπροσωπεύει κάποια προελληνική θεότητα που υποβιβάστηκε σε βασιλιά. Τα καμώματά του για μίμηση του Δία μπορεί να είναι μια παμπάλαια τελετουργική συνήθεια για πρόκληση βροχής, αφού στη γειτονική θεσσαλική πόλη Κρανώνα σε περιόδους ξηρασίας συνηθίζονταν στην αρχαία εποχή τέτοιες μιμικές τελετουργίες. Μετακινούσαν ένα χάλκινο αμάξι για να μιμηθούν τις βροντές και να προκαλέσουν έτσι την πτώση βροχής.

8. Η γενιά του Δηιόνα

Ο Δηιόνας (που λεγόταν και Δηιονέας), γιος κι αυτός του Αίολου και εγγονός του Έλληνα και της Ορθρηίδας, βασίλεψε στη Φωκίδα. Παντρεύτηκε την Διομήδη, την κόρη του Ξούθου (επομένως πρώτη του ξαδέλφη) και απόκτησε τον Αινετό, τον Άκτορα, τον Φύλακο, τον Κέφαλο και την Αστερόπεια ή Αστεροδία ή Αστεροθία.
Από αυτά τα παιδιά του Δηιόνα:
α) Ο Άκτορας έγινε βασιλιάς στον Οπούντα και εκεί απόκτησε ένα γιο, τον Μενοίτιο, ο οποίος αργότερα έγινε πατέρας του Πάτροκλου, του αδερφικού φίλου του Αχιλλέα. Από τον Οπούντα, ο Πάτροκλος, επειδή εκεί σκότωσε κατά λάθος ένα φίλο του, τον Κλεισώνυμο, ήρθε στη Φθία και έγινε αδερφικός φίλος του Αχιλλέα τον οποίο και ακολούθησε στον Τρωικό Πόλεμο.
β) Ο Φύλακος βασίλεψε στη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, κοντά στον σημερινό Αλμυρό. Παντρεύτηκε την Κλυμένη, την κόρη του Μινύα, και απόκτησε τον Ίφικλο και τον Φύλακο (τον β΄). Ο Φύλακος (β΄) γέννησε τον Ποίαντα, τον πατέρα του βασιλιά Φιλοκτήτη και τον Ίφικλο (τον β΄). Αυτός ο Ίφικλος (β΄) γέννησε τον Ποδάρκη και τον ξακουστό Πρωτεσίλαο, που πρώτος αυτός απ’ όλους τους Έλληνες σκοτώθηκε στην Τροία.
γ) Ο Κέφαλος εγκαταστάθηκε στο Δήμο Θορικού της Αττικής. Εκεί παντρεύτηκε την Πρόκριδα, την κόρη του Ερεχθέα, και της Πραξιθέας, και απόκτησε τον Κηλέα, ο οποίος αργότερα έγινε πατέρας του Αρκείσιου. Γιος του Κέφαλου και της Ηούς ήταν ο Άωος, που έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου. Ο Αρκείσιος, ο γιος του Κηλέα, του γιου του Κέφαλου, έγινε, από την Χαλκομέδουσα, πατέρας του Λαέρτη, του πατέρα του μεγάλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου Οδυσσέα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι και αυτός ακόμη ο Οδυσσέας, ο βασιλιάς της τόσο μακρινής Ιθάκης και μεγάλος ήρωας του Τρωικού Πολέμου έλκει την καταγωγή του από τους ανθρώπους που έζησαν και μεγάλωσαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι, νομίζω, ισχυρό επιχείρημα της βασικής μας θέσης σ’ αυτή την εργασία. Σε άλλο σημείο αυτής της εργασίας είδαμε και μία άλλη εκδοχή για την καταγωγή του Οδυσσέα, η οποία επίσης τον θέλει να κατάγεται από τούτα τα μέρη και μάλιστα και πάλι από τη νύμφη της Όρθρης, την Ορθρηίδα.

9. Κέφαλος και Ηώς

Τον Κέφαλο, τον γιο του Δηιόνα, τον αγάπησε με πάθος η Ηώς και κάποια μέρα, αρπάζοντάς τον με τη βία, τον έφερε στο παλάτι της. Ο Κέφαλος πιστός στην αγάπη του για τη γυναίκα του, την Πρόκριδα, δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα της Ηούς. Αυτή, για να τον καταφέρει να υποκύψει στις προτάσεις της, κατηγόρησε την Πρόκριδα για απιστία. Ο Κέφαλος, που δεν πίστευε και ζητούσε αποδείξεις, παρουσιάστηκε στην Πρόκριδα, σύμφωνα με τις συμβουλές της Ηούς, μεταμορφωμένος σε πλούσιο και ωραίο νέο, και κατάφερε με τα πλούσια δώρα του να παρασύρει την Πρόκριδα και να του δοθεί. Μετά από αυτό ο Κέφαλος αποκαλύφθηκε και η Πρόκριδα ντροπιασμένη έφυγε τρέχοντας να κρυφτεί. Απελπισμένη έτρεξε και παρουσιάστηκε στην Άρτεμη ζητώντας τη βοήθειά της.
Η Άρτεμη συγκινήθηκε από την πολλή αγάπη και τον πόνο της Πρόκριδας. Για να την βοηθήσει, την μεταμόρφωσε σε ωραίο νέο και την εφοδίασε μ’ ένα θαυμάσιο τόξο και πολύ ικανά κυνηγετικά σκυλιά από τα οποία τίποτε δεν μπορούσε να ξεφύγει. Έπειτα την συμβούλεψε, έτσι μεταμορφωμένη που ήταν και δεν μπορούσαν να την γνωρίσουν, να καλέσει σε κυνηγητικό αγώνα τον άντρα της, τον Κέφαλο. Στον αγώνα αυτόν ο Κέφαλος νικήθηκε. Καταλαβαίνοντας ο Κέφαλος ότι η νίκη του ανταγωνιστή του, (που δεν γνώριζε ότι αυτός ο ανταγωνιστής του κυνηγός ήταν η γυναίκα του Πρόκριδα) οφειλόταν στα θαυμάσια σκυλιά του και το υπέροχο τόξο του, ζήτησε από την Πρόκριδα, να του χαρίσει τα θαυμαστά σκυλιά της. Η Πρόκριδα δέχτηκε αλλά με αντάλλαγμα ν’ ανταποκριθεί πρώτα στον έρωτά της. Ο Κέφαλος δέχτηκε. Κατόπιν η Πρόκριδα αποκαλύφθηκε και έτσι αποδείχτηκε ότι και ο Κέφαλος ήταν άπιστος και μάλιστα αυτός θα πήγαινε με άντρα. Τέλος, μετά από αμοιβαίες μεταξύ τους εξηγήσεις, οι δύο σύζυγοι συμφιλιώθηκαν.
Αυτή είναι μία από τις πολλές υπάρχουσες εκδοχές του μύθου του Κέφαλου και της Πρόκριδας. Η αναφορά της δεν σημαίνει, όπως έχει εξηγηθεί σε άλλα σημεία, ότι θεωρούμε αυτήν και μόνο ως την αυθεντικότερη. Είναι απλά μία από τις υπάρχουσες εκδοχές. Αποκτά όμως κάποια ιδιαίτερη σημασία στον γενικότερο προβληματισμό μας για την παλαιότητα και παρθενικότητα των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας, την οποία και ενισχύει περισσότερο το γεγονός ότι η Ηώς θεωρούνταν, σύμφωνα με τον Ορφικό Ύμνο, αγγελιαφόρος των Τιτάνων, η οποία προσκαλούσε το άρμα του Ήλιου. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην Θεογονία του Ησιόδου, η Ηώς θεωρούνταν μαζί με τον Ήλιο και τη Σελήνη παιδιά του τιτανικού ζευγαριού του Υπερίωνα και της Θείας. Θα πρέπει ακόμη να πούμε, ως ενισχυτικό της σκέψης μας αυτής, ότι γιος του Κέφαλου και της Ηούς ήταν, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ο Φαέθωνας.

10. Η γενιά του Μάγνητα

Ο Μάγνητας βασίλεψε στη Μαγνησία της Θεσσαλίας. Παντρεύτηκε τη νύμφη Ναϊάδα και απόκτησε παιδιά τον Πολυδέκτη, τον Δίκτη, τον Πίερο και τον Αλέκτορα.
Από τα παιδιά αυτά ο Πολυδέκτης και ο Δίκτης πήγαν και εγκαταστάθηκαν στη Σέριφο και ο Πίερος βασίλεψε στη χώρα η οποία από αυτόν ονομάστηκε Πιερία. Εκεί η μούσα Κλειώ ερωτεύθηκε τον Πίερο και έτσι ο Πίερος έγινε από την Κλειώ πατέρας του Υάκινθου.
Την Κλειώ, αν και ήταν μούσα, η παντοδύναμη θεά του έρωτα Αφροδίτη, για να την τιμωρήσει, επειδή αυτή κορόιδευε που η Αφροδίτη είχε ερωτευθεί τον Άδωνη, την έκανε να ερωτευθεί τον Πίερο. Τον Υάκινθο, τον γιο της Κλειώς και του Πίερου, τον ερωτεύθηκε ο Θάμαρης, ο γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Έτσι ο Θάμαρης είναι ο πρώτος που έκανε την αρχή να ερωτεύονται οι άντρες μεταξύ τους:
«Κλειώ δέ Πιέρου τοῦ Μάγνητος ἠράσθη κατά μῆνιν Ἀφροδίτης (ὠνείδιζε γάρ αὐτῇ τὸν τοῦ Ἀδώνιδος ἔρωτα), συνελθοῦσα δὲ ἐγέννησεν ἐξ αὐτοῦ παῖδα Ὑάκινθον, οὗ Θάμαρις ὁ Φιλάμμωνος καί Ἀργιόπης νύμφης ἔσχεν ἔρωτα, πρῶτος ἀρξάμενος ἐρᾶν ἀρρένων». (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 3, 1).
Σύμφωνα μ’ έναν άλλο μύθο ο Πίερος απόκτησε από την Ευδίππη εννέα θυγατέρες. Τα πραγματικά τους ονόματα ήταν: Κολυμβάς, Ίυξ, Κεχρίς, Κίσσα, Χλωρίς, Ακαλανθίς, Νήσσα, Πιπώ, και Δρακοντίς. Ο Πίερος όμως άλλαξε τα ονόματά τους και έδωσε σ’ αυτές τα ονόματα των εννέα Μουσών: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία , Μελπομένη και Καλλιόπη. «Χρόνῳ δὲ ὓστερόν φασιν Πίερον Μακεδόνα, ἀφ᾿ οὗ καί Μακεδόσιν ὠνόμασται τό ὄρος, τοῦτον ἐλθόντα ἐς Θεσπιάς ἐννέα τε μούσας καυαστήσασθαι καί τά ὀνόματα τά νῦν μεταθέσθαι σφίσι», γράφει ο Παυσανίας (9, 29, 3).
Αυτό ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τις Μούσες. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οι Πιερίδες αυτές (δηλαδή οι κόρες του Πίερου) όχι μόνο πήραν τα ονόματα των Μουσών αλλά καμάρωναν και ισχυρίζονταν σ’ όλους ότι ξεπερνούσαν σε χάρη, ομορφάδα και αξιάδα τις ίδιες τις Μούσες. Τόλμησαν μάλιστα να διαγωνιστούν με τις Μούσες. Στον αγώνα αυτόν, όπως ήταν επόμενο, οι κόρες του Πίερου νικήθηκαν. Έπειτα από αυτό αυτές οι Πιερίδες, οι κόρες δηλαδή του Πίερου (όχι οι πραγματικές Πιερίδες Μούσες, οι Μούσες δηλαδή των Πιερίων), μεταμορφώθηκαν σε πουλιά. (Νίκανδρος στον «Αντωνίνο Λιβεράλη», 9. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 5, 295 κ. εξ. 670 κ.εξ).
Ωστόσο οι κόρες του Πίερου είχαν φαίνεται μία σημαντική σχέση με τη μουσική αφού, σύμφωνα με μία εκδοχή, μία από αυτές έγινε μητέρα του μεγάλου μουσικού Ορφέα.
Ο Αλέκτορας, πού ήταν και ο πρωτότοκος γιος του Μάγνητα, διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο και έγινε βασιλιάς στη Μαγνησία. Εκεί έγινε πατέρας του Αίμονα, που γέννησε τον Υπέροχο, που γέννησε τον Τευθρηδόνα, που γέννησε τον Πρόθοο, τον ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο Πρόθοος, μετά πολλές περιπέτειες, ήρθε κοντά στον Μαίανδρο ποταμό και εκεί έχτισε πόλη την οποία ονόμασε Μαγνησία, για να τιμήσει τον τόπο καταγωγής του.
Η Μαγνησία λοιπόν της Μικράς Ασίας οφείλει το όνομά της στη Μαγνησία του σημερινού νομού Μαγνησίας και δεν συμβαίνει το αντίστροφο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Οφείλει και αυτή το όνομά της στον Μάγνητα, τον γιο του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας.
Εδώ θα διακινδυνεύσουμε μία ακόμη σκέψη μας που την καταθέτουμε για δημιουργία προβληματισμού, έστω και αν είναι δυνατόν να θεωρηθεί εξεζητημένη προέκταση.
Σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής αναφέρεται ότι η Ανδρομάχη, η γυναίκα του ήρωα της Τροίας Έκτορα, ίσως ήταν μια πριγκίπισσα της πόλης των Φθιωτίδων Θηβών της Αχαΐας Φθιώτιδας και όχι των Υποπλακίων Θηβών της Κιλικίας και ότι οι Υποπλάκιες Θήβες που μνημονεύει ο Όμηρος είναι οι Φθιώτιδες Θήβες της περιοχής του Αλμυρού. Η υπόθεση αυτή, πέρα από τους ισχυρισμούς που αναπτύσσονται στην οικεία θέση, μπορεί να ενισχυθεί και από την παραπάνω διαφαινόμενη σχέση της Μαγνησίας του νομού Μαγνησίας με την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. (Βλ. ΔΕΛΤΙΟ της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς», Δεύτερη περίοδος, τεύχος 1, Ι. Ρ. Πανέρης, «Εγκωμιαστικό Ελεγείο τού H.v. Gartingen για την Εταιρεία μας. Η διαρκής ακτινοβολία της και η λειτουργική αυτογεφύρωσή της», σελ. 86 – 92.)

11. Η γενιά του Περιήρη

Ο γιος του Αίολου Περιήρης παντρεύτηκε την Γοργοφόνη, την κόρη του Περσέα και έγινε βασιλιάς στην Μεσσηνία. Απόκτησε τέσσερις γιους, τον Αφαρέα, τον Τυνδάρεο, τον Λεύκιππο και τον Ικάριο. Υπάρχει και η άποψη ότι γιος του Περιήρη ήταν επίσης και ο Πίσος επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Πίσας. (Παυσανίας VI, 22, 2.)
Η Γοργοφόνη ήταν η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που όταν χήρεψε παντρεύτηκε άλλον άντρα. Μέχρι τότε, όπως μας λέει ο Παυσανίας, όσες γυναίκες χήρευαν συνηθιζόταν να παραμένουν σ’ όλη τους την υπόλοιπη ζωή χήρες: «Καθεστήκει ταῖς γυναιξὶν ἐπί ἀνδρί ἀποθανόντι χηρεύειν». Η Γοργοφόνη όμως, παρά την συνήθεια που υπήρχε, μετά τον θάνατο του Περιήρη, παντρεύτηκε τον Οίβαλο.
Από τα παιδιά αυτά του Περιήρη:
α) Ο Αφαρέας πήρε, μετά τον θάνατο του πατέρα του Περιήρη, τον θρόνο του βασιλείου της Μεσσηνίας. Παντρεύτηκε την Αρήνη, η οποία ήταν αδερφή του, αφού ήταν κόρη της μητέρας του Γοργοφόνης και του δεύτερου άντρα της του Οίβαλου. Παιδιά τού Αφαρέα ήταν ο Ίδας και ο Λυγκέας. Τα δυο αδέλφια, Ίδας και Λυγκέας, είναι γνωστά ως Αφαρίδες. Στον Αφαρέα ζήτησε καταφύγιο ο Νηλέας, όταν τον έδιωξε ο αδερφός του Πελίας. Ο Αφαρέας έδωσε στον Νηλέα, που ήταν πρώτος ξάδερφός του, ένα τμήμα παραλιακό του βασιλείου του και εκεί ο Νηλέας έχτισε το ανάκτορό του. (Παυσανίας, IV, 2, 5).
β) Ο Τυνδάρεος, ο δεύτερος γιος του Περιήρη, έγινε βασιλιάς στη Σπάρτη. Παντρεύτηκε τη Λήδα και έτσι έγινε ο θνητός πατέρας (γιατί θεϊκός και πραγματικός θεωρούνταν ο ίδιος ο Δίας) της ωραίας Ελένης, της γυναίκας του Μενέλαου. Ο Μενέλαος αργότερα διαδέχτηκε τον Τυνδάρεο στο θρόνο της Σπάρτης. Κόρη του Τυνδάρεου ήταν ακόμη και η Κλυταιμήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα. Παιδιά του Τυνδάρεου ήταν και οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης. Και αυτοί οι δύο αδελφοί, οι Διόσκουροι, θεωρούνταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, παιδιά του Δία (Διόσκουροι δηλ. κούροι του Δία). Ο Τυνδάρεος ήταν ακόμη πατέρας της Τιμάνδρας και της Φιλονόμης.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική άποψη, ωστόσο, ο Τυνδάρεος θεωρούνταν γιος του δεύτερου άντρα της Γοργοφόνης, του Οίβαλου.
γ) Ο Λεύκιππος, ο τρίτος γιος του Περιήρη, τον οποίον επίσης κάποιοι θέλουν γιο του Οίβαλου, (Απολλόδωρος 1, 9, 5 και 3, 10, 3) μετά τον θάνατο του πατέρα του, βασίλεψε στην Μεσσηνία μαζί με τον αδερφό του Αφαρέα. Παντρεύτηκε τη Φιλοδίκη και απόκτησε τρεις θυγατέρες, την Ιλάειρα, την Φοίβη και την Αρσινόη, που έγιναν γνωστές ως Λευκιππίδες.
Οι δύο Αφαρίδες, ο Ίδας και ο Λυγκέας, οι δύο Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, και οι δύο από τις ξαδέλφες τους τις Λευκιππίδες, η Ιλάειρα και η Φοίβη, συνδέονται μεταξύ τους με πολλούς και ενδιαφέροντες μύθους. Η αναφορά αυτών των μύθων ξεφεύγει από τον κύριο σκοπό της εργασίας μας αυτής, γιατί δεν εγγίζουν άμεσα την μυθολογία του χώρου που εξετάζουμε
δ) Ο Ικάριος, ο τελευταίος γιος του Περιήρη, που και γι’ αυτόν έλεγαν ότι ήταν γιος του Οίβαλου, είναι ο πατέρας της Πηνελόπης, της γυναίκας του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα. Επειδή πολλοί ζητούσαν να κάνουν γυναίκα τους την Πηνελόπη, ο Ικάριος προκάλεσε αγώνα δρόμου μεταξύ των υποψήφιων μνηστήρων. Στον αγώνα νίκησε ο Οδυσσέας.
Ο Ικάριος ζήτησε από τον Οδυσσέα να μείνει στην Σπάρτη. Ο Οδυσσέας αρνήθηκε και τότε ο Ικάριος πρότεινε στην Πηνελόπη να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη έσκυψε το κεφάλι της ταπεινά, δείχνοντας έτσι ότι προτιμά ν’ ακολουθήσει τον αγαπημένο της. Για να τιμήσει το γεγονός αυτό ο Ικάριος έστησε στη θέση εκείνη το άγαλμα της Αιδούς.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου η Πηνελόπη δόθηκε στον Οδυσσέα, όχι γιατί νίκησε στον αγώνα, αλλά γιατί ήταν αυτός που έδωσε στον Ικάριο τη συμβουλή να ορκιστούν εκ των προτέρων όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες ότι θα συμπαρασταθούν σ’ αυτόν που τελικά θα είναι ο εκλεκτός, αν τυχόν κάποτε βρεθεί σε ανάγκη. Είναι φανερή η ομοιότητα του μύθου αυτού και του παρόμοιου μύθου για τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης, που ήταν πρώτη ξαδέλφη της Πηνελόπης.
Κατά τον Αθανάσιο Σταγειρίτη γιος του Περιήρη ήταν ακόμη και ο Σπερχειός ποταμός, ο οποίος επωνομαζόταν και Βώρος. Ο Σπερχειός απόκτησε από την Πολυδώρα, την κόρη του Πηλέα και της Αντιγόνης, τον Μενέσθιο.

12. Η γενιά του Μίμαντα

Το τελευταίο από τα αγόρια του Αίολου, ο Μίμαντας, βασίλευσε στην Αιολίδα, στη χώρα δηλαδή του πατέρα του, τη Θεσσαλία: «Αιολίδα νυν δε Θετταλίαν καλουμένην» (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Τετάρτη, 67).
Ο Μίμαντας αφού παντρεύτηκε την Μελανίππη, έγινε πατέρας του Ιππότη, ο οποίος έγινε πατέρας του Αίολου (του β΄), ο οποίος έγινε πατέρας της Άρνης. Η Άρνη έμεινε έγκυος από τον Ποσειδώνα. Ο πατέρας της Άρνης έφερε πολύ βαριά την εγκυμοσύνη της ανύπαντρης κόρης του και με την πρώτη ευκαιρία την έδιωξε από κοντά του. Με κάποιο ξένο, που βρέθηκε τυχαία στο παλάτι του Μίμαντα, τον Μετάποντο, από το Μεταπόντιο, μία πόλη στον κόλπο του Τάραντα της Ιταλίας, ο Αίολος έστειλε την Άρνη στο Μεταπόντιο. Εκεί η Άρνη γέννησε τον Βοιωτό και τον Αίολο (τον γ΄): «Μίμαντος δέ Ἱππότης γενόμενος ἐκ Μελανίππης ἐτέκνωσεν Αἰόλον. Τούτου δὲ Ἄρνη γενομένη θυγάτηρ Ποσειδῶνι μιγεῖσα ἔγκυος ἐγένετο. Αἰόλος δ᾿ ἀπιστῶν εἰ τῷ Ποσειδῶνι ἐμίγη, καί τῇ φθορᾷ μεμφόμενος, παρέδωκε τὴν Ἄρνην Μεταποντίῳ ξένῳ κατά τύχην παρεπιδημοῦντι, προστάξας ἀπάγειν εἰς Μεταπόντιον, τούτου δέ πράξαντος τό προσταχθέν, ἡ ῎Αρνη τρεφομένη ἐν Μεταποντίῳ ἐηέννησεν Αἰόλον καί Βοιωτόν». (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Τετάρτη, 67).
Από τα δυο αυτά παιδιά της Άρνης ο μεν Βοιωτός εγκαταστάθηκε και έδωσε το όνομά του στη Βοιωτία. Εκεί έγινε πατέρας δυο γιων, του Ιτωνού και του Ογχηστού και μιας κόρης, της Ερμίππης.
Ο Ιτωνός έγινε πατέρας του Ιππάλκιμου, του Ηλεκτρύονα, του Αρχίλυκου και του Αλεγήνορα. Παιδιά όλων αυτών των παιδιών του Ιτωνού έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Ογχηστός εγκαταστάθηκε κοντά στην Αλίαρτο όπου και έχτισε μία πόλη που την ονόμασε Ογχηστό. Η Ερμίππη παντρεύτηκε τον Ορχομενό, τον επώνυμο ήρωα της ομώνυμης πόλης.
Ο άλλος γιος της Άρνης, ο Αίολος (ο γ΄), παντρεύτηκε την Κυάνη και εγκαταστάθηκε στα Αιόλια νησιά, κοντά στη Σικελία. Ο Αίολος και η Κυάνη απόκτησαν έξι αγόρια και έξι κορίτσια. Τα έξι αυτά αγόρια και τα έξι κορίτσια έγιναν βασιλιάδες και βασίλισσες και επώνυμοι ήρωες και ηρωίδες πόλεων στην Ιταλία. Θεωρούμε κουραστικό να αναφέρουμε όλων τα ονόματα και τις πόλεις που εποίκισαν οι γιοι και οι κόρες του Αίολου και της Κυάνης στη νότιο Ιταλία.
Ο Μίμαντας, κατά μία μυθολογική άποψη, ήταν ένας από τους Γίγαντες που πολέμησαν στη Γιγαντομαχία εναντίον των Ολύμπιων θεών. Μετά τον θάνατό του θάφτηκε κάτω από το βουνό Ερυθρές, απέναντι από τη Χίο.

13. Η γενιά της Κανάκης

Η Κανάκη, η πρώτη κόρη του Αίολου, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Οπλέα, του Νηρέα, του Αλκέα του Τριόπα και του Εποπέα: «Κανάκη δὲ ἐγέννησεν ἐκ Ποσειδῶνος Ὁπλέα καί Νηρέα και Ἐπωπέα καί Ἀλωέα καὶ Τρίοπα» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 2).
Η Κανάκη ερωτεύθηκε όμως τον αδερφό της Μακαρέα και για το λόγο αυτόν της αιμομιξίας εξαναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει με ξίφος που της έστειλε ο πατέρας της ή, σύμφωνα με άλλη μυθολογική εκδοχή, την σκότωσε ο ίδιος ο πατέρας της.
Από τα πέντε αυτά παιδιά της Κανάκης:
α) Ο Αλκέας ο οποίος, σύμφωνα με άλλη γραφή, λέγεται και Αλωέας έγινε από την Ιφιμέδεια, ο θνητός και θετός πατέρας του Ώτου και του Εφιάλτη. Λέμε έγινε ο θνητός και θετός πατέρας του Ώτου και του Εφιάλτη γιατί θεϊκός και πραγματικός τους πατέρας ήταν ο Ποσειδώνας. Γι’ αυτούς του δυο γιους του Αλωέα, που είναι γνωστοί στην αρχαιοελληνική γραμματεία και με την ονομασία Αλωάδες, μιλάμε σε άλλο σημείο αυτής της εργασίας.
β) Ο Τριόπας έγινε πατέρας του Ερυσίχθονα, την ιστορία και τις περιπέτειες του οποίου επίσης παραθέτουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής. Ο Τριόπας έζησε στη Θεσσαλία. Είναι εκείνος που, σύμφωνα μ’ έναν μύθο, έδιωξε από τη Θεσσαλία τους παλιούς κατοίκους της, τους Πελασγούς.
γ) Ο Εποπέας έζησε στην ανατολική παραλία της Αττικής. Γιος του Εποπέα ήταν ο Μαραθώνας από τον οποίο πήρε το όνομά της ο γνωστός κάμπος του Μαραθώνα. Ο γιος του Μαραθώνα, ο Σικυώνας, έκτισε την ομώνυμη πόλη Σικυώνα.
Ο Εποπέας, που το όνομά του σημαίνει αυτόν που βλέπει από πάνω, αυτόν που εποπτεύει, θεωρείται προσωποποίηση μιας θεότητας που λατρευόταν στην Σικυώνα μαζί με την Δήμητρα Εποπίδα. Το όνομά του το συναντάμε και ως λατρευτικό επίθετο του Απόλλωνα (Ήλιου) που και αυτός εποπτεύει από ψηλά αλλά και ως λατρευτικό επίθετο ακόμη και του ίδιου του Δία. Ασφαλώς πρόκειται και στην περίπτωση αυτή για προολυμπιακή θεότητα θεσσαλικής καταγωγής. Η θεότητα αυτή, μετά την επικράτηση σ’ όλη την Ελλάδα της ολυμπιακής θεϊκής δυναστείας, απορροφήθηκε από τις λάμπουσες ολυμπιακές θεότητες και, επέζησε για ένα διάστημα συλλατρευόμενη με διάφορους θεούς, οι ναοί των οποίων αντικατέστησαν δικούς της βωμούς. Έγινε έτσι, στην αναγκαστική θεοκρασία που επακολούθησε, αρχικά λατρευτικό τους επίθετο ώσπου τελικά έσβησε κι αυτό οριστικά. Στην λαϊκή λατρεία ποτέ το νεότερο δεν απορρίπτει ή δεν μπορεί να διώξει εντελώς το παλιό. Συνήθως σπεύδει και το περιβάλλει με καινούργιο κύρος ή να το καταυγάσει με νέο φως.
δ) Απομένει να πούμε λίγα λόγια για τον Νηρέα, τον άλλο γιο της Κανάκης.
Ο Νηρέας, σύμφωνα με όσα είναι γνωστά από τη μυθολογία, είναι παλαιότατος θεός της θάλασσας, προγενέστερος ασφαλώς του ολυμπιακού Ποσειδώνα, αφού η γυναίκα του Ποσειδώνα η Αμφιτρίτη είναι μία από της Νηρηίδες, τις κόρες του Νηρέα. Νηρηίδα ακόμη ήταν και η Θέτιδα, πανάρχαια και αυτή θαλάσσια θεότητα, αλλά και η Γαλάτεια, η γυναίκα του Κύκλωπα Πολύφημου.
Αποκτά δε ιδιαίτερη σημασία αλλά και δημιουργεί προβληματισμούς και ερωτήματα, στο γενικό προσανατολισμό αυτής της εργασίας, αν αναφέρουμε και την άλλη εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία ο Νηρέας ήταν γιος της Γαίας και του Πόντου.
Όλα αυτά αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά πόσο πανάρχαιες ρίζες έχουν οι μυθολογικές αναφορές της Αχαΐας Φθιώτιδας. Μας αρκεί αυτή η διαπίστωση. Η επέκταση της εργασίας μας με παρεμβολές σ’ όλες τις ατραπούς που φανερώνονται κάθε τόσο στην πορεία τούτης της μυθολογικής εξερεύνησης θα δημιουργούσε πολύ περισσότερους διαδρόμους απ’ όσους είχε ο Λαβύρινθος στον οποίο μπήκε ο Θησέας. Και σε μια τέτοια πορεία φοβούμαι ότι οποιοσδήποτε μίτος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει τον αναγνώστη σε κάποια έξοδο.

14. Η γενιά της Αλκυόνης

Η Αλκυόνη, κόρη και αυτή του Αίολου – που μερικοί την μπερδεύουν και τη λένε και Αλκυνόη -, παντρεύτηκε τον Κήυκα, γιο του Εωσφόρου και βασιλιά των Τραχινίων, και έτσι έγινε μητέρα του Ίππασου και του Ύλα.
Για την Αλκυόνη έλεγαν και άλλα. Μητέρα της ήταν η Αιγιάλεια, έλεγαν κάποιοι άλλοι μύθοι. Υπάρχει και η άποψη ότι η Αλκυόνη δεν ήταν κόρη του Αίολου αυτού, που ήταν γιος του Έλληνα και της Ορθρηίδας, αλλά του άλλου Αίολου του θεού των ανέμων.
Η σύγχυση αυτή δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να ξεχωρίσουν τους μύθους που μνημονεύουν την Αλκυόνη σε δυο ομάδες, σ΄ εκείνους που αναφέρονται στην Αλκυόνη, ως κόρη του Αίολου, του γιου του Έλληνα και σ’ εκείνους που αναφέρονται στην Αλκυόνη, ως κόρη του Αίολου του θεού των ανέμων. Εμείς δεν κάνουμε κάποια προσπάθεια διαχωρισμού τους. Στα μυθολογικά ακούσματα των ανθρώπων της περιοχής της οποίας τους μύθους εξετάζουμε, όλα αυτά ήταν συγκεχυμένα γιατί οι δυο αυτές Αλκυόνες στις περισσότερες φορές ταυτίζονταν. Με την ίδια αυτή προοπτική της ταύτισης των δύο αντιμετωπίζουμε κι εμείς το θέμα. Πιστεύουμε δε ότι αυτή ήταν και η πραγματικότητα. Ο διαχωρισμός γινόταν και γίνεται από τους επιστημονολογούντες μυθολόγους που πάντοτε ψάχνουν να βρουν στα παραμύθια του λαού τη δική τους λογική ερμηνεία. Αυτό όμως δεν γινόταν ποτέ στην αγνή και ανόθευτη λαϊκή μυθολογία, που τα άκουγε και τα δεχόταν όλα.
Ο Κήυκας, ο σύζυγος της Αλκυόνης, ήταν βασιλιάς στην Τραχίνα και συγγενής και φίλος του Ηρακλή. Όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Εύνομο, πήγε στο παλάτι του Κήυκα για να βρει άσυλο. Ο Κήυκας ήταν εκείνος που έδωσε αργότερα άσυλο και καταφύγιο στα παιδιά του Ηρακλή όταν τα κυνηγούσε ο Ευρυσθέας. Ο Κήυκας ακόμη θεωρούνταν, σύμφωνα με κάποιους άλλους μύθους, αδερφός του Δευκαλίωνα. Αυτό δείχνει ότι πρόκειται ασφαλώς για μια πανάρχαια ύπαρξη της ίδιας περιοχής.
Ο Ίππασος, ο πρώτος γιος του Κήυκα και της Αλκυόνης, ακολούθησε τον Ηρακλή στην εκστρατεία του κατά της Οιχαλίας και εκεί σκοτώθηκε.
Ο άλλος γιος της Αλκυόνης, ο Ύλας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ήταν ξακουστός για την ομορφιά του. Όταν η Αργώ προσορμίσθηκε στη Βιθυνία ο Ύλας βγήκε έξω για να προμηθευτεί νερό. Οι νύμφες της πηγής, στην οποία πήγε να πάρει νερό, θαμπώθηκαν από την ομορφιά του και τον τράβηξαν κοντά τους. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος οι κάτοικοι της Βιθυνίας σε μία συγκεκριμένη μέρα του χρόνου συνήθιζαν να βγαίνουν έξω και να αναζητούν τον Ύλα φωνάζοντάς τον με το όνομά του : «Ύλα, Ύλα, Ύλα». Όπως μας βεβαιώνει ο Στράβωνας η γιορτή αυτή γινόταν ακόμη και στα χρόνια του. (Στράβωνας, 12, 4, 3).
Υπάρχει και η άποψη ότι ο Ύλας δεν ήταν γιος του Κήυκα, αλλά γιος του βασιλιά των Δρυόπων Θειοδάμαντα.
Κόρη του Κήυκα και της Αλκυόνης ήταν η Θεμιστονόη. Αυτή πήρε άντρα της τον Κύκνο, τον γιο του θεού του πολέμου Άρη. Για τον Κύκνο, τον άντρα της Θεμιστονόης, αναφερόμαστε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας μας αυτής.

15. Ο Ηρακλής και η βασίλισσα Ομφάλη.

Η Ομφάλη, σύμφωνα με την πιο γνωστή και περισσότερο δεκτή μορφή του σχετικού μύθου, ήταν βασίλισσα της Λυδίας της Μικράς Ασίας.
Ο Εύρυτος, ο βασιλιάς της Οιχαλίας, είχε μια όμορφη κόρη, την Ιόλη. Ο Εύρυτος έλεγε παντού ότι την Ιόλη θα την δώσει γυναίκα σ’ όποιον νικήσει στον αγώνα τής τοξοβολίας που θα οργανώσει. Ο Ηρακλής νίκησε στον αγώνα αυτόν αλλά ο Εύρυτος δεν του έδωσε την Ιόλη και ο Ηρακλής νευριασμένος σκότωσε τον αδερφό της Ιόλης, τον Ίφιτο, και όλη την οικογένειά του.
Ο Ηρακλής, επειδή είχε σκοτώσει τον Ίφιτο και την οικογένειά του και έπρεπε να εξαγνιστεί από το φονικό αυτό, πήγε, ύστερα από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών στην αυλή της Ομφάλης για να υπηρετήσει εκεί ως δούλος επί τρία ολόκληρα χρόνια. Στα τρία αυτά χρόνια ο Ηρακλής, εκτελώντας διαταγές της Ομφάλης, έκανε πολλά και σπουδαία κατορθώματα. Στα κατορθώματα αυτά περιλαμβάνονται ο αγώνας του κατά των Κερκώπων, η αποστολή του κατά του Συλέα στο Πήλιο και η εκστρατεία του κατά των Ιτώνων, οι οποίοι λεηλατούσαν τη χώρα της Ομφάλης.
Κατά τη διάρκεια αυτής της δουλείας η Ομφάλη ερωτεύθηκε τον Ηρακλή και απόκτησε μαζί του δυο παιδιά, τον Λάμο και τον Αγέλαο. Οι δυο ερωτευμένοι, λένε οι σχετικοί μύθοι, συνήθιζαν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους τα ρούχα τους. Η Ομφάλη ντυνόταν με τη λεοντή και ο Ηρακλής φορούσε τα γυναικεία ρούχα της Ομφάλης.
Αυτή σε συντομία είναι η επισήμως δεκτή και ευρύτερα γνωστή εκδοχή του μύθου. Δεν θα σταθούμε σ’ άλλες λεπτομέρειες αλλά σε κάτι που έχει σχέση με το αντικείμενο και τους σκοπούς τούτης της εργασίας μας.
Όλα, στο μύθο αυτό για τις σχέσεις του Ηρακλή και της Ομφάλης δείχνουν ότι πρόκειται, ακόμη μια φορά, για μία μεταφορά μύθου. Ο μύθος για την Ομφάλη και όλα όσα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του Ηρακλή κοντά της δεν έγιναν στην μακρινή Λυδία της Μικράς Ασίας. Έγιναν στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και από την Αχαΐα Φθιώτιδα όλος ο μύθος μεταφέρθηκε στη Λυδία, όπως έγινε και με άλλους τοπικούς μύθους ετούτης της περιοχής για τους λόγους που έχουμε αναπτύξει σ’ άλλες θέσεις της εργασίας αυτής.
Ας δούμε τους λόγους που οδηγούν στη διατύπωση αυτής της άποψης.
Η Οιχαλία, η πόλη στην οποία βασίλευε ο Εύρυτος, ο πατέρας της πανέμορφης Ιόλης, όπως μας βεβαιώνει ο Όμηρος, βρισκόταν στην Θεσσαλία. (Ιλιάς, Β΄, 730).
Όλα τα κατορθώματα που έγιναν από τον Ηρακλή κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του στην αυλή της Ομφάλης αναφέρονται σε περιοχές και μέρη του ίδιου τούτου τόπου, της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Οι Κέρκωπες, εναντίον των οποίων πολέμησε ο Ηρακλής, ήταν δυο αδέλφια που ζούσαν σ’ ένα βράχο κοντά στις Θερμοπύλες. (Ηρόδοτος, 7, 216).
Ο Συλέας, κατά μία από τις υπάρχουσες εκδοχές, την περισσότερο αποδεκτή, ζούσε στο Πήλιο.
Οι Ίτωνες ήταν οι κάτοικοι της γνωστής πόλης Ίτων ή Ίτωνος της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ζούσαν δηλαδή κάπου στην σημερινή ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού.
Ο Ηρακλής, όπως μας λέει ο Διόδωρος (4, 31, 7) από την αυλή της Ομφάλης, όπου υπηρετούσε, ήρθε, εξολόθρεψε τους Ίτωνες και πυρπόλησε την πόλη τους, επειδή αυτοί κατάστρεφαν τη χώρα της Ομφάλης! Οι κάτοικοι δηλαδή της Ίτωνος, αν δεχτούμε ότι η χώρα της Ομφάλης βρισκόταν στη Μικρά Ασία, πρέπει να πήγαιναν από το ακατοίκητο σήμερα χωριό Καραντζάνταλι του Αλμυρού – διότι εκεί κοντά πρέπει να βρισκόταν η Ίτων – στη Λυδία και να κατάστρεφαν την χώρα της ισχυρής βασίλισσας Ομφάλης!
Η Ομφάλη ήταν πόλη της Θεσσαλίας, στα δυτικά σύνορα της Δολοπίας, στην οποία υπήρχε και ιερό της θεάς Ομφάλης. Το όνομά της ασφαλώς οφειλόταν στην Ομφάλη, που φαίνεται να είναι πανάρχαια χθόνια θεσσαλική δαιμονική οντότητα.
Ο Λάμος, γιος της Ομφάλης και του Ηρακλή, είναι ο επώνυμος ήρωας της πόλης Λαμία.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι ο μύθος του Ηρακλή και της Ομφάλης, σίγουρα μεταφέρθηκε στη Λυδία από τούτα τα μέρη. Φαίνεται μάλιστα ότι μεταφέρθηκε στη Λυδία στην εποχή του ισχυρού βασιλιά της Κροίσου, ο οποίος ήθελε με κάθε τρόπο, ενισχύοντας το κύρος του, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι βασιλιάδες, να οδηγήσει την καταγωγή του στον Ηρακλή. Έτσι ο Αγέλαος, προπάππος του βασιλιά των Λυδών Κροίσου, σύμφωνα με μία ασφαλώς πλαστή μυθολογική εκδοχή δημιούργημα του ίδιου του Κροίσου ή των αυλικών του κολάκων, φέρεται να είναι γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης (Απολλόδωρος, 2, 7, 8).
Η τοποθέτηση της Ομφάλης στη Λυδία είναι μια τελική εξέλιξη του μύθου όπως κωδικοποιήθηκε από τους μυθογράφους. ώσπου να μεταφερθεί στη Μικρά Ασία και πρέπει να γνώρισε δύο άλλες φάσεις στην εξέλιξή του. Αρχικά τοποθετείται στην Ήπειρο όπου Ομφάλη είναι η επώνυμη ηρωίδα της φυλής των Ομφαλών και της πόλης Ομφάλιον, ενώ σύμφωνα με τον Στέφανον Βυζάντιο (στη λ. Ομφάλιον) υπήρχε και μια πόλη στη Θεσσαλία, όπου στα δυτικά σύνορα των Δολόπων υπήρχε ιερό της Ομφάλης. Σε μια δεύτερη φάση μετατοπίστηκε η Ομφάλη στον Μαλιακό κόλπο, στην περιοχή της Τραχίνας, και έμεινε δεμένη με τον υπόλοιπο μύθο που διαδραματίζεται εδώ. Οι ενδείξεις από τον ίδιο το μύθο της Ομφάλης είναι αρκετές. Οι αποστολές που πραγματοποίησε ο Ηρακλής στη διάρκεια της δουλείας του, ίσως με εντολή ή επιθυμία της, βρίσκονται στην περιοχή: οι Κέρκωπες ζούσαν στις Θερμοπύλες, ο Συλέας στο Πήλιο, οι Ίτωνες, που λεηλατούσαν τη χώρα της Ομφάλης και ο Ηρακλής τους εξολόθρεψε και πυρπόλησε την πόλη τους, ήταν στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Κάτι ακόμη που θεωρούμε σημαντικό για την Οιχαλία και νομίζουμε ότι πρέπει ν’ αναφερθεί: Οι δύο Οιχαλίες που αναφέρεται ότι υπήρχαν στον θεσσαλικό χώρο βρίσκονταν η μία στην περιοχή Τρίκκης και η άλλη στην περιοχή Οίτης. Οφείλουν την ονομασία τους στους ομώνυμους χώρους που ήταν αφιερωμένοι στους θεούς του Κάτω Κόσμου και στους νεκρούς, δηλαδή ήταν ιερά των «οιχομένων», εκείνων που φεύγουν. Στην Οιχαλία της Οίτης υπήρχε ιερό στο όνομα του Εύρυτου, το «Ευρύτιον» (Παυσανίας,4,2,3). Σχετίζονται δηλαδή με προθεσσαλικές λατρείες υποχθόνιων θεοτήτων που υπήρχαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα πριν επικρατήσουν οι Ολύμπιοι θεοί. Οιχαλία είναι εξάλλου η πόλη των «οιχομένων», αυτών δηλαδή που φεύγουν (από τούτο τον κόσμο), δηλαδή των πεθαμένων. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στον ίδιο περίπου χώρο με την Οιχαλία, τη χώρα των «οιχομένων», βρισκόταν και η Φθία, η χώρα των «φθιμένων», των φθαρθέντων, δηλαδή και πάλι των πεθαμένων.

16. Ο Ηρακλής, ο Κύκνος και οι Ίτωνες

Πηγαίνοντας ο Ηρακλής να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων, πέρασε κι από τη Θεσσαλία, για να επισκεφθεί τον φίλο του Κήυκα, τον άντρα της Αλκυόνης, που βασίλευε στην Τραχίνα, λέει ο σχετικός μύθος. Στο ταξίδι του αυτό ο Ηρακλής πέρασε και από την πόλη Ίτωνα. Ενώ ο Ηρακλής περνούσε την Ίτωνα, δέχτηκε πρόσκληση του Κύκνου να παλέψουν.
Μας τα λέει ο Απολλόδωρος: «Παριόντα δέ ῎Ιτωνα εἰς μονομαχίαν προεκαλέσατο αὐτόν Κύκνος Ἄρεως καὶ Πελοπίας, συστάς δέ καί τοῦτον ἀπέκτεινεν, ὡς δέ εἰς Ὀρμένιον ἦκεν, Ἀμύντωρ αὐτόν ὁ βασιλεύς οὐκ εἴα διέρχεσθαι. Κωλυόμενος δέ παριέναι καί τοῦτον ἀπέκτεινεν».
Και τα επαναλαμβάνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης: «Ἐπανιών δ᾿ εἰς Τραχῖνα καί προσκληθείς ὑπό Κύκνου τοῦ ῎Αρεως, τοῦτον μέν ἀπέκτεινεν, ἐκ δέ τῆς Ἰτώνου πορευόμενος καί διά τῆς Πελασγιώτιδος γῆς βαδίζων Ὀρμενίῳ τῷ βασιλεῖ συνέμιξεν, οὗ τήν θυγατέρα ἐμνήστευεν Ἀστυδάμειαν». (Διόδωρος Σικελιώτης 4, 37, 4).
Ο Κύκνος είχε πιάσει το δρόμο που οδηγούσε στους Δελφούς. Εκεί καταλήστευε όσους προσκυνητές περνούσαν πηγαίνοντας για το ιερό και τους σκότωνε. Με τα κρανία τους, που τα συγκέντρωνε όλα, σκόπευε να χτίσει ναό αφιερωμένο στον πατέρα του Άρη ή, όπως λένε μερικοί άλλοι, στον Απόλλωνα. Ο Κύκνος, σύμφωνα με το ψευτοησιόδειο έργο «Ασπίς Ηρακλέους», είχε εγκατασταθεί μαζί με τον πατέρα του Άρη στο τέμενος του Απόλλωνα και έχοντας αυτό έδρα του λήστευε όσους περνούσαν από εκεί. Γι’ αυτό λοιπόν πήγε εκεί ο Ηρακλής. Πήγε σταλμένος από τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τον καταπατητή του τεμένους του. Ο Κύκνος, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, είχε το λημέρι του, κάπου κοντὰ στὶς ἀρχαῖες Παγασὲς και στὶς ὄχθες του Ἄναυρου (σημερινοῦ Ξηριά), κοντά στις αρχαίες Αμφανές.
Μας το βεβαιώνουν οι στίχοι του Ησίοδου:
« Κύκνον δ᾿ αὖ Κῆυξ θάπτεν καί λαός ἀπείρων,
οἳ ῥ᾿ ἐγγύς ναῖον πόλιος κλειτοῦ βασιλῆος
Ἄνθην Μυρμιδόνων τε πόλιν κλειτήν τ᾿ ᾿Ιαωλκόν
Ἄρνην τ᾿ ἠδ᾿ Ἑλίκην, πολλός δ᾿ ἠγείρετο λαός,
τιμῶντες Κήυκα, φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν,
τοῦ δέ τάφον καί σῆμ᾿ ἀιδές ποίησεν Ἄναυρος
ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων». (Ασπίς Ηρακλέους, 472 – 478) .
Δηλ.: «Τον Κύκνο όμως ο Κήυκας τον έθαψε και αμέτρητα πλήθη όσοι βέβαια κατοικούσαν κοντά στην πόλη τού ένδοξου βασιλιά στην Άνθη και στην πόλη των Μυρμιδόνων και στην ξακουστή Ιωλκό και στην Άρνη και στην Ελίκη. Πολύς δε λαός ξεσηκώθηκε, τιμώντας τον Κήυκα, αγαπητό στους μακάριους θεούς, τάφο σ’ αυτόν (τον Κύκνο) και στήλη επιτύμβια αόρατη ο Άναυρος έκαμε από βροχή χειμερινή πλημμυρισμένος.»
Αλλά και ο Ευριπίδης (Ηρακλής μαινόμενος, 389 – 393) .μας βεβαιώνει ότι ο Κύκνος ζούσε κοντά στις όχθες του Άναυρου (Ξηριά) και στις γειτονικές Αμφανές:
«Τὴν τε Πηλιάδ᾿ ἀκτήν Ἀναύρου παρά πηγάς, Κύκνον δὲ ξενοδαΐκταν τόξοις ὤλεσεν, Ἀμφαναίας οἰκήτορ᾿ ἄμικτον»
Δηλ.: «Και την ακτή τού Πηλίου κοντά στις πηγές τού Αναύρου τον δε Κύκνο, που σκότωνε τους ξένους, με τόξα τον εξόντωσε (ο Ηρακλής) ενώ εκείνος (ο Κύκνος) ήταν άδηλος στον κάτοικο των Αμφανών».
Ο Ηρακλής, λοιπόν, δέχτηκε την πρόσκληση του Κύκνου ή πήγε εκεί μόνος του, πάλεψε μαζί του και τον σκότωσε.
Ο Κήυκας και η γυναίκα του Αλκυόνη έθαψαν με μεγάλες τιμές τον γαμπρό τους Κύκνο, τον άντρα της κόρης τους, της Θεμιστονόης.
Στην κηδεία του Κύκνου πήγαν οι κάτοικοι όλων των γειτονικών πόλεων, της Άνθης, της πόλης των Μυρμιδόνων (της πρωτεύουσας δηλ. των Μυρμιδόνων), της Ιωλκού, της Άρνης και της Ελίκης. Η συγκέντρωση του λαού τόσων πόλεων έγινε βεβαίως για να τιμήσουν τον Κήυκα, τον αγαπητό στους θεούς, τον «φίλον μακάρεσσι θεοίσιν» και όχι τον νεκρό Κύκνο, που ήταν σ’ όλους μισητός.
Ξεφεύγει από τους σκοπούς της εργασίας μας ο εντοπισμός των αναφερομένων παραπάνω πόλεων των οποίων ο λαός παραβρέθηκε στην κηδεία του Κύκνου.
Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος σ’ ένα άρθρο του με τίτλο «Ο τάφος του Κύκνου», που δημοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό «ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ», στα τεύχη 265 – 273, υποστηρίζει ότι ο τάφος του Κύκνου βρισκόταν κάπου κοντά στο σημερινό Καπακλὶ του Βόλου.
Ωστόσο ο Αθανάσιος Σταγειρίτης επιμένει ότι η συνάντηση του Κύκνου και του Ηρακλή έγινε στην Ίτωνα της Αχαΐας Φθιώτιδας, πόλη η οποία βρισκόταν κάπου κοντά στὸ σημερινὸ ακατοίκητο χωριό της επαρχίας Αλμυρού Καραντζάνταλι. Φαίνεται ότι ο Ηρακλής πέρασε από την Ίτωνο και ύστερα πορεύτηκε προς τις Παγασές όπου συναντήθηκε με τον Κύκνο.
Ο Κύκνος χάρηκε που συνάντησε τον Ηρακλή νομίζοντας ότι θα μπορέσει να τον σκοτώσει και να πάρει τα όπλα του. Στάθηκε λοιπόν στη μέση του δρόμου και καθισμένος πάνω στο άρμα του περίμενε. Όταν ο Ηρακλής έφτασε κοντά είπε στον Κύκνο να παραμερίσει για να περάσει. Ο Κύκνος αρνήθηκε. Τότε ανέβηκαν και οι δύο στα άρματά τους και άρχισε ένας φοβερός αγώνας. Τόσος ήταν ο θόρυβος, και η ταραχή που γινόταν ώστε ταράχτηκαν οι γύρω πόλεις, οι Παγασές, η Ιωλκός και άλλες.
Κατά μία τοπική παράδοση της περιοχής Αλμυρού, η Τραχίνα βρισκόταν στο βουνό της επαρχίας Αλμυρού, που βρίσκεται στα σύνορα με το νομό Φθιώτιδας, το Τραχοβούνι, το οποίο τώρα λέγεται Τραγοβούνι και κοντά στο ερειπωμένο σήμερα χωριό Τραχήλι. Τόσο το Τραχοβούνι όσο και το Τραχήλι τουλάχιστο ηχητικά θυμίζουν έντονα την Τραχίνα. (Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, Το Αχίλλειο Αλμυρού, Ιστορική αναδρομή, Έκδοση Πολιτιστικού Οργανισμού Αχιλλείου, Βόλος 1999).
Το Τραχοβούνι ή Τραγοβούνι πάντως δεν είναι τόσο πολύ μακριά από τη θέση όπου πιστεύεται γενικώς ότι βρισκόταν η Τραχίνα, έτσι ώστε η φαινομενικώς αστήρικτη επιστημονικά προφορική αυτή παράδοση της επαρχίας Αλμυρού να μη μπορεί ν’ απορρίπτεται ασυζητητί και χωρίς κανένα ενδοιασμό. Η νότια πλευρά του Τραγόβουνου ή Τραχόβουνου βρίκεται απέναντι από την βόρειο Εύβοια. Στη νότια αυτή πλευρά βρισκόταν η αρχαία Αντρώνα.
Ο Αθανάσιος ο Σταγειρίτης ωστόσο ισχυρίζεται ότι άλλος ήταν ο Κύκνος που κάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία και άλλος εκείνος που ήταν γαμπρός του Κήυκα.

17. Κήυκας και Αλκυόνη

Ο Κήυκας και η Αλκυόνη ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. Τόσο πολύ αγαπούσε και θαύμαζε ο ένας τον άλλον, ώστε ο Κήυκας ονόμαζε τη γυναίκα του Ήρα και αυτή τον αποκαλούσε Δία.
Κάποτε ο Κήυκας, όπως μας λέει ο Λουκιανός, αποφάσισε να πάει στο μαντείο των Δελφών να ρωτήσει για κάτι που τον απασχολούσε. Όταν ανακοίνωσε την απόφασή του αυτή στην αγαπημένη του Αλκυόνη, αυτή στενοχωρήθηκε. Δεν ήθελε να μείνει μόνη της. Φοβόταν μήπως στο ταξίδι αυτό πάθει κάποιο κακό ο αγαπημένος της άντρας και δεν θα βρίσκεται κοντά του. Ό,τι και αν συνέβαινε ήθελε να είναι μαζί του. Αλλά και ο Κήυκας, που την αγαπούσε πολύ, επέμενε. Δεν έπρεπε να κινδυνέψει και αυτή σε τόσο επικίνδυνο ταξίδι. Έτσι η Αλκυόνη υποχώρησε και ο Κήυκας ξεκίνησε μόνος του.
Η Αλκυόνη, για να περνούν οι ώρες της, άρχισε να υφαίνει έναν ωραίο χιτώνα για τον άντρα της. Σκόπευε να του τον χαρίσει όταν θα επέστρεφε. Ύφανε και έναν πολύ όμορφο δικό της. Ήθελε να τον φορέσει, για να είναι πολύ όμορφη όταν θα τον υποδεχόταν.
Γυρίζοντας όμως από το ταξίδι του ο Κήυκας έπεσε πάνω σε φοβερή κακοκαιρία. Γρήγορα έγινε ολοφάνερο ότι τους περίμενε όλους ο πνιγμός. Όλοι άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν. Μόνο ο Κήυκας ήταν ευχαριστημένος. Αν και ο ίδιος καταλάβαινε ότι σε λίγο θα πνιγόταν, χαιρόταν γιατί δεν ήταν κοντά του η αγαπημένη του Αλκυόνη και έτσι αυτή δεν θα χανόταν. Ψιθύριζε γεμάτος από αγάπη το όνομα της αγαπημένης του Αλκυόνης όταν ένα μεγάλο κύμα τον σκέπασε και έχασε την ζωή του.
Η Αλκυόνη, μην ξέροντας τίποτε, εξακολουθούσε να ετοιμάζει τους δυο χιτώνες και να κάνει τα όνειρά της. Το σώμα του άντρα της έπλεε πάνω στα κύματα άθαφτο και άκλαυτο. Κάποιος έπρεπε να το πει στην Αλκυόνη. Η Ήρα, που αγαπούσε πάντοτε πολύ τα ερωτευμένα νόμιμα ζευγάρια, κάλεσε κοντά της την αγγελιαφόρο των θεών, την Ίριδα, και την παρακάλεσε να πάει στο παλάτι του Ύπνου, του θεού του ύπνου και να τον παρακαλέσει να στείλει ένα όνειρο στην Αλκυόνη για να μάθει έτσι το κακό που την βρήκε και να φροντίσει για την κηδεία του άντρα της.
Γρήγορα έφτασε η Ίριδα στο παλάτι του Ύπνου. Σιγαλιά απόλυτη επικρατούσε εκεί. Μήτε σκυλιά γάβγιζαν, μήτε κοκόρια λαλούσαν, μήτε αέρας φυσούσε στα κλαδιά των δέντρων, μήτε πουλιά κελαηδούσαν. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν το σιγαλό κελάρυσμα του ποταμιού της Λήθης που νανούριζε γλυκά όλους για να ξεχνούν τα βάσανά τους και να κοιμούνται. Μπροστά στην πόρτα του παλατιού του Ύπνου ήταν φυτρωμένες παπαρούνες υπνοφόρες και άλλα παρόμοια φυτά που φέρνουν τον ύπνο στους ανθρώπους.
Μπήκε μέσα η Ίριδα περνώντας πάνω από το ουράνιο τόξο και φωτίστηκε ολόκληρο το παλάτι από το λαμπρό της ντύσιμο. Όμως ο θεός Ύπνος κοιμόταν. Δυσκολεύτηκε πολύ να τον ξυπνήσει και να του δώσει να καταλάβει το σκοπό της επίσκεψής της. Σαν τέλειωσε την αποστολή της σηκώθηκε βιαστικά να φύγει. Φοβήθηκε η Ίριδα μήπως την πάρει και αυτή ο ύπνος.
Σηκώθηκε ο Ύπνος και πήγε να ξυπνήσει το γιο του, τον Μορφέα. Αυτός ήταν ο ειδικός για την αποστολή αυτήν. Αυτός έστελνε τα όνειρα στους ανθρώπους.
Ο Μορφέας ξεκίνησε αμέσως. Πετούσε με τα φτερά του, που δεν κάνουν κανένα θόρυβο, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, για το παλάτι της Αλκυόνης. Έφτασε. Στάθηκε δίπλα στο μαξιλάρι της, πήρε τη μορφή του θαλασσοπνιγμένου άντρα της, του Κήυκα, αλλά με κορμί γεμάτο φύκια και να στάζει αλμύρα, κι άρχισε να της λέει:
– Κοιμάσαι, κακόμοιρη; Με γνωρίζεις; Άλλαξα τόσο πολύ λοιπόν που δε με γνωρίζεις; Ο άντρας σου είμαι. Μέχρι την τελευταία στιγμή τ’ όνομά σου είχα στα χείλη μου, μέχρι που με σκέπασαν τα νερά και χάθηκα. Πάει, τέλειωσε η ζωή μου. Αλλά να πάω και άκλαυτος; Να πάω στη χώρα των Σκιών χωρίς ένα δάκρυ;
– Περίμενέ με θα έρθω, φώναξε τρομαγμένη μέσα στον ύπνο της η Αλκυόνη.
Ξύπνησε. αμέσως κατατρομαγμένη η Αλκυόνη. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό. Δεν είχε καμία αμφιβολία. Ήταν όνειρο που θα έβγαινε αληθινό. Γνώρισε το μέρος που της έδειξε το όνειρο. Ήταν η ακρογιαλιά όπου τον είχε αποχαιρετήσει ξεπροβοδίζοντάς τον. Ήταν κάπου στη σημερινή παραλιακή θέση «Φανός» του χωριού Γλύφα του νομού Φθιώτιδας, σύμφωνα με την ανεπιβεβαίωτη επιστημονικά προφορική παράδοση που ακουγόταν στην περιοχή. Έτρεξε στην ακρογιαλιά να ιδεί. Από μακριά είδε ένα πτώμα που επέπλεε στη θάλασσα και οι κυματισμοί το έφερναν προς την ακρογιαλιά. Το γνώρισε. Ήταν του αγαπημένου της Κήυκα. Ρίχτηκε και αυτή στη θάλασσα και το αγκάλιασε με πάθος, αποφασισμένη να πνιγεί.
Οι θεοί συγκινήθηκαν από την τόση αγάπη και μεταμόρφωσαν τους δύο συζύγους σε πουλιά. Είναι τα πουλιά που λέγονται αλκυόνες. Άλλοι έλεγαν ότι ο Κήυκας μεταμορφώθηκε στο πουλί κήυκα και η Αλκυόνη στο πουλί αλκυόνη. Ο πατέρας της Αλκυόνης, ο Αίολος, που κυβερνά τους ανέμους, σταματά για χάρη τους τους ανέμους για λίγες μέρες μέσα στο καταχείμωνο, για να κλωσήσει τα αυγά της η αγαπημένη του κόρη. Είναι οι μέρες που τις λέμε αλκυονίδες.
Σε πουλί είχε μεταμορφωθεί από τους θεούς και ο αδερφός του Κήυκα, ο Δαιδαλίονας. Έγινε ένα όρνιο με πολύ μεγάλες και μυτερές φτερούγες και πολύ γαμψά, σαν άγγιστρα, νύχια, αγγυλωτό στόμα και ζούσε στην αυλή του Κήυκα. Και ακριβώς για το λόγο αυτό, για να ρωτήσει γιατί ο Δαιδαλίονας είχε μεταμορφωθεί σε πουλί είχε πάει ο Κήυκας στο Μαντείο των Δελφών.

18. Η γενιά της Πεισιδίκης

Η Πεισιδίκη, η άλλη κόρη του Αίολου και εγγονή της Ορθρηίδας, παντρεύτηκε τον Μυρμιδόνα, το γιο του Δία και της Ευρυμέδουσας, και έγινε έτσι μητέρα του Άντιφου και του Άκτορα.
Ο Άκτορας έγινε βασιλιάς στη Φθία, παντρεύτηκε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, και γέννησε την Πολυμήλη ή Φιλομήλη, τον Μενοίτιο και τον Ευρυτίονα. Για τον Μενοίτιο υπάρχει και η εκδοχή ότι ήταν γιος άλλου Άκτορα, του γιου του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδης.
Η Πολυμήλη παντρεύτηκε τον Πηλέα, πριν από τον γάμο του Πηλέα με την Θέτιδα. Υπάρχει και η παράδοση που θέλει την Πολυμήλη όχι γυναίκα αλλά κόρη του Πηλέα, γυναίκα του Μενοίτιου και μητέρα του Πάτροκλου.
Ο Μενοίτιος εποίκισε τον Οπούντα της Λοκρίδας, γιατί μετά τον κατακλυσμό επί του Δευκαλίωνα, o τόπος εκεί είχε ερημωθεί. Στον Οπούντα ο Μενοίτιος παντρεύτηκε την Σθενέλη, την κόρη του Άκαστου ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, την Πολυμήλη, την κόρη του Πηλέα, και απόκτησε τον Πάτροκλο. Μια μέρα ο Πάτροκλος σκότωσε, κατά λάθος, τον φίλο και συνομήλικό του Κλεισώνυμο. Έτσι ο Μενοίτιος αναγκάστηκε να φέρει τον Πάτροκλο στη Φθία, όπου τον δέχτηκε ο Πηλέας και τον μεγάλωσε μαζί με τον γιο του Αχιλλέα.
Ο Ευρυτίωνας, ο άλλος γιος του Άκτορα, έγινε βασιλιάς στη Φθία. Ο Πηλέας, ο γιος του Αιακού, ο οποίος στην πατρίδα του είχε σκοτώσει τον αδερφό του Φώκο, πήγε στην αυλή του Ευρυτίωνα να τον εξιλεώσει. Ο Ευρυτίωνας εξάγνισε τον Πηλέα από το μίασμα του φόνου και του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αντιγόνη και το ένα τρίτο της χώρας του να βασιλέψει. Στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου όμως ο Ευρυτίωνας σκοτώθηκε από τα ίδια τα χέρια του εξαγνισθέντος γαμπρού του Πηλέα.

19. Η γενιά της Καλύκης

Η Καλύκη, κόρη και αυτή του Αίολου και εγγονή του Έλληνα και της Ορθρηίδας, παντρεύτηκε τον Αέθλιο, το γιο του Δία και της Πρωτογένειας, και έγινε μητέρα του Ενδυμίωνα. Ο Αέθλιος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Ήλιδας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή (Παυσανίας, 5, 8, 2) και ο Αέθλιος ήταν γιος του Αίολου, του γιου της Ορθρηίδας. Ήταν επομένως αδερφός και συγχρόνως σύζυγος της Καλύκης. Θυμίζουμε εδώ ότι σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή ο άλλος γνωστός στη μυθολογία Αίολος, ο θεός του ανέμου είχε έξι γιους και έξι θυγατέρες και είχε παντρέψει τους έξι γιους του με τις έξι θυγατέρες του. Η μυθολογική αυτή εκδοχή και η σύγχυση που υπάρχει για τους δυο Αίολους, τον ένα τον γιο του Έλληνα και τον άλλο το θεό των ανέμων, φαίνεται να έχει δημιουργήσει και την μυθολογική αυτή εκδοχή κατά την οποία ο Αέθλιος και η Καλύκη φέρονται να είναι ταυτόχρονα αδέλφια και σύζυγοι. Το ίδιο είδαμε να συμβαίνει με τον Μακαρέα και την αδελφή του Κανάκη.
Ο Αέθλιος ήταν εκείνος που, μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, καθιέρωσε και πάλι το καθεστώς των αθλημάτων μεταξύ των ανθρώπων.
Ο Ενδυμίωνας, παίρνοντας μαζί του Αιολείς από τη Θεσσαλία, εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Γυναίκες του Ενδυμίωνα αναφέρονται, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές, η Ναϊάδα, η Ιφιάνασσα, η Αστεροδία, η Χρομία και η Υπερίππη.
Ο Αιτωλός, γιος του Ενδυμίωνα και της Ιφιάνασσας, εγκαταστάθηκε στη χώρα η οποία από αυτόν ονομάστηκε Αιτωλία.
Γιος του επίσης του Ενδυμίωνα είναι ο Παίονας που εγκαταστάθηκε στη χώρα, η οποία πήρε από αυτόν το όνομά της, την Παιονία.
Ο Επειός, άλλος γιος του Ενδυμίωνα, αναφέρεται ως νικητής του αγώνα δρόμου στην Ολυμπία. Ο ίδιος φέρεται και ως επώνυμος ήρωας των Επειών.
Η Ευρυκύδη, κόρη του Ενδυμίωνα, έγινε ερωμένη του Ποσειδώνα και μητέρα από αυτόν του Ηλείου, ο οποίος είναι ο πατέρας του βασιλιά Αυγεία, του γνωστού για τους περίφημους στάβλους του που καθάρισε ο Ηρακλής.
Ο Ενδυμίωνας ήταν, όπως πιστεύεται από τους ειδικούς μία προολυμπιακή θεότητα. Μαρτυρίες για την λατρεία του υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, της Αρκαδίας, της Ηλείας και της Αιτωλίας με τις οποίες συνδέονται άμεσα σχετικοί μ’ αυτόν μύθοι.
Σύμφωνα μ’ ένα γνωστό γι’ αυτόν μύθο, η Σελήνη ερωτεύθηκε τον Ενδυμίωνα. Από το γάμο τους γεννήθηκαν πενήντα θυγατέρες. Η Σελήνη είναι βέβαια μια άλλη πανάρχαια θεότητα που λατρεύτηκε και κάτω από το όνομα Εκάτη, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, και αναφέρεται ως κόρη της τοπικής νύμφης των Φερών Φεραίας. Μετά τη γέννηση των πενήντα θυγατέρων του, με ένα φίλημα της Σελήνης, ο Ενδυμίωνας έπεσε σε αιώνιο ύπνο, για να παραμείνει πάντοτε νέος και όμορφος, χωρίς να γεράζει και να μπορεί έτσι η Σελήνη να θαυμάζει την ομορφιά του παντοτινά.
Για τον Ενδυμίωνα παραδίδεται ακόμη ότι ο αιώνιος ύπνος ήταν δώρο του θεϊκού πατέρα του Δία, γιατί ήθελε έτσι να διατηρήσει αιωνίως την πολύ μεγάλη ομορφιά του. Άλλοι λένε ότι ο αιώνιος ύπνος δεν του δόθηκε ως δώρο αλλά ως τιμωρία. Ο Δίας θαμπωμένος από την ομορφιά του Ενδυμίωνα τον έφερε επάνω στον Όλυμπο. Εκεί όμως ο Ενδυμίωνας ερωτεύθηκε την Ήρα με αποτέλεσμα ο Δίας να τον τιμωρήσει κάνοντάς τον να κοιμάται αιωνίως και έτσι να μην είναι επικίνδυνος.
Παρατηρούμε λοιπόν και στο σημείο αυτό μία ατέλειωτη σειρά ηρώων, σκορπισμένων σ’ όλη την Ελλάδα, οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους από το ζευγάρι του Έλληνα και της Ορθρηίδας, των προγόνων όλων των Ελλήνων με αρχική τους κοιτίδα τον ορεινό όγκο της Όρθρης. Για τους λόγους που έχουμε αναλύσει σ’ άλλη θέση δεν είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι μύθοι να είναι πλαστοί. Αντίθετα πρέπει να θεωρηθούν πρωταρχικοί, αγνοί και ανόθευτοι.

20. Η γενιά της Περιμήδης

Η Περιμήδη, άλλη εγγονή της Ορθρηίδας και του Έλληνα, θυγατέρα κι αυτή του Αίολου, γέννησε από τον ποταμό Αχελώο, τον Ιπποδάμαντα και τον Ορέστη. Κόρη του Ιπποδάμαντα ήταν η Ευρύτη την οποία παντρεύτηκε ο Παρθάονας, ο βασιλιάς της Καλυδώνας. (Απολλόδωρος 1, 7, 10).
Παιδιά του Παρθάονα και της Ευρύτης είναι πέντε γιοι: ο Οινέας, ο Άγριος, ο Αλκάθιος, ο Μέλανας, ο Λευκοπέας και μία κόρη, η Στερόπη.
Ο Οινέας παντρεύτηκε την Αλθαία και απόκτησε απ’ αυτήν τον Μελέαγρο, τον Τοξέα και τη Γόργη.
Ο Άγριος παντρεύτηκε τη Δία και απόκτησε τον Θερσίτη, τον Ογχηστό, τον Πρόθοο, τον Κελεύτορα, τον Λυκοπέα και τον Μελάνιππο.
Η Στερόπη έγινε, από τον Αχελώο, μητέρα των Σειρήνων, των μυθικών τεράτων που σαγήνευαν με το τραγούδι τους όσους ναυτικούς περνούσαν από τα στενά τους.
Υπάρχουν ενδιαφέροντες μύθοι στη μυθολογία για όλους αυτούς, όπως και για τους άλλους απόγονους της Περιμήδης. Η αναφορά τους θα γινόταν κουραστική. Αρκεί μόνο η μνημόνευση των ονομάτων τους για να ενισχυθεί για άλλη μία φορά η άποψή μας ότι οι υπάρχοντες σχετικοί με την καταγωγή των ελληνικών ηρώων μύθοι οδηγούν την καταγωγή συσσωρευτικά στο πρώτο, μετά τον κατακλυσμό ζευγάρι, του Έλληνα και της νύμφης της Όρθρης, Ορθρηίδας. Και αυτή ακριβώς η μαζική και συσσωρευτική αναγωγή της καταγωγής στο ίδιο ζευγάρι ενισχύει ακαταμάχητα την άποψη ότι η πρώτη εστία των όλων των φύλων των Ελλήνων αναγόταν, σύμφωνα με τους αρχικούς μύθους των, στην Αχαΐα Φθιώτιδα.

21. Οι γενιές των άλλων παιδιών του Αίολου Μακαρέας, Αέθλιος, Ιόκαστος, Τανάγρα,
Άρνη, Τριτογένεια, Μελανίππη

Παιδιά του Αίολου – και επομένως εγγόνια της Ορθρηίδας και του Έλληνα – ήταν ακόμη, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές διάσπαρτες στην αρχαιοελληνική γραμματεία, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες, ο Μακαρέας, ο Αέθλιος, ο Ιόκαστος, η Τανάγρα, η Άρνη, η Τριτογένεια και η Μελανίππη.
Σε διάφορα άλλα μέρη της εργασίας αυτής γίνεται σποραδικά αναφορά και στα παιδιά αυτά του Αίολου. Οι πληροφορίες ωστόσο παρουσιάζονται πολύ συγκεχυμένες.
Ο Μακαρέας, ο γιος του Αίολου, από τον οποίο ονομαζόταν και Αιολίων (Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα 37), ταυτίζεται σύμφωνα με κάποιες απόψεις, με τον ομώνυμό του οικιστή της Λέσβου από τον οποίο η Λέσβος ονομαζόταν «Μάκαρος έδος» (Ομήρου Ιλιάδα Ω 544).
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή κόρη του Μακαρέα ήταν η Άμφισσα, νύμφη και επώνυμη ηρωίδα της ομώνυμης πόλης της Λοκρίδας (Παυσανίας Χ, 38. 4).
Άλλα παιδιά του Μακαρέα ήταν ο Κυδρόλαος, ο Νέανδρος, ο Λεύκιππος, ο Έρεσος, η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη, η Ίσσα, και η Αγαμήδη ή Πύρρα. Όλα είναι επώνυμοι ήρωες και οικιστές πόλεων στο νησί της Λέσβου και άλλα γειτονικά νησιά. Έχουμε γράψει σχετικά στα κεφάλαια της εργασίας αυτής με τίτλους «Η Φθιώτιδα Αχαΐα αφετηρία ελληνικών φύλων» και «Απόγονοι της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας, επώνυμοι ιδρυτές και ήρωες πόλεων και χωρών.»
Ο Αέθλιος παντρεύτηκε την αδελφή του Καλύκη και έγινε πατέρας του Ενδυμίωνα, όπως είδαμε στο κεφάλαιο για τη γενιά της Καλύκης.
Για τον Ιόκαστο οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι πολύ ασαφείς έτσι που σχεδόν να θεωρούνται ανύπαρκτες.
Η Τανάγρα παντρεύτηκε τον Ποίμανδρο, απόγονο δύο θεών του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα. Από αυτήν πήρε το όνομά της η πόλη Τανάγρα. Σύμφωνα με κάποιους μύθους η Τανάγρα ήταν κόρη του Ασωπού ποταμού. Η Τανάγρα έζησε πάρα πολλά χρόνια και γι’ αυτό είχε και την ονομασία Γραία, προσωνυμία που την πήρε και η ομώνυμη πόλη.
Η Άρνη, κόρη του Αίολου και αυτή, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Αιτωλού και του Βοιωτού. Είναι επώνυμη ηρωίδα της θεσσαλικής πόλης Άρνης αλλά και της ομώνυμής, της βοιωτικής Άρνης.
Για την Τριτογένεια, μία άλλη κόρη του Αίολου, που κάποιοι την θέλουν να λέγεται Πρωτογένεια, δεν υπάρχουν παρά πολύ ελάχιστες πληροφορίες. Ο Ποσειδώνας έσμιξε μαζί της και την έκανε μητέρα του Μινύα. Αυτός είναι ο πρώτος από τους Μινύες και έχτισε τον Ορχομενό. Κάποιες άλλες αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ονομάζουν την μητέρα του Μινύα, την Τριτογένεια ή Πρωτογένεια, Χρυσογόνη, κόρη και αυτή του Αίολου.
Η Μελανίππη, κόρη του Αίολου και της Ίππης, έγινε από τον Ποσειδώνα – ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την απουσία του πατέρα της και μπήκε στο δωμάτιό της – μητέρα δυο γιων, του Αίολου (του νεότερου) και του Βοιωτού. Τα μαθαίνουμε αυτά από την τραγωδία του Ευριπίδη «Μελανίππη ἡ σοφή» (Στίχ. 480 – 488. Spengel, Rhetores Graeci 7, 1313. 6), η οποία χάθηκε μεν αλλά σώθηκαν κάποιες πληροφορίες για το περιεχόμενό της.
Όταν ο Αίολος έμαθε την εγκυμοσύνη της κόρης του Μελανίππης, μην πιστεύοντας ότι πατέρας των παιδιών της κόρης του ήταν ο Ποσειδώνας, όπως αυτή ισχυριζόταν, έδιωξε την Μελανίππη από το παλάτι του και την παρέδωσε σ’ έναν ξένο που είχε έρθει από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας. Αυτά τα μαθαίνουμε από μία άλλη, επίσης χαμένη, τραγωδία του Ευριπίδη «Μελανίππη η δεσμώτις» (Στίχ. 489 – 514) για το περιεχόμενο της οποίας έχουν διασωθεί μερικές μόνο πληροφορίες.
Το όνομα της κόρης του Αίολου Μελανίππη (μαύρη φοράδα) μας οδηγεί στη σκέψη ότι ο Ποσειδώνας ενώθηκε μαζί της έχοντας μορφή αλόγου (Kerenyi, Die Mythologie der griechen, ό. π. 216), που δηλώνει την πανάρχαια προολυμπιακή υπόστασή του, ως θεού της γης ή και ως υποχθόνιας θεότητας.
Υπήρχε ακόμη και μία άλλη κόρη του Αίολου, η Αντιόπη. Έγινε και αυτή ερωμένη του Ποσειδώνα και μητέρα από αυτόν δύο γιων, του Έλληνα (του νεότερου) και του Βοιωτού.
Όλοι οι παραπάνω είναι οι απόγονοι του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας από το πρώτο τους γιο, τον Αίολο.
Για όλους τους παραπάνω ήρωες και ηρωίδες υπάρχουν πολλοί άλλοι μύθοι που αναφέρονται στις δραστηριότητές τους και στους απόγονους τους, αλλά δεν εμπίπτει στις προθέσεις μας η αναφορά τους για λόγους που έχουμε αναφέρει.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (8η συνέχεια)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΘΡΗΙΔΑΣ
α. ΑΙΟΛΟΣ

                  Για να παρακολουθήσουμε εύκολα και να επιβεβαιώσουμε ότι στον Έλληνα και την Ορθρηίδα ανάγεται η καταγωγή των περισσότερων επώνυμων ηρώων των ελληνικών πόλεων και χωρών θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα του Απολλόδωρου για τα παιδιά που γεννήθηκαν από τον Αίολο, το γιο του Έλληνα και της Ορθρηίδας:
«Αἴολος δέ βασιλεύων τῶν περί τήν Θεσσαλίαν τόπων τούς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καί γήμας Ἐναρέτην τήν Δηιμάχου παῖδας μέν ἐγέννησε ἑπτά, Κρηθέα, Σίσυφον, Ἀθάμαντα, Σαλμωνέα, Δηιόνα, Μάγνητα, Περιήρην, θυγατέρας δὲ πέντε, Κανάκην, Ἀλκυόνην, Πεισιδίκην, Καλύκην, Περιμήδην». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη. 1, 7, 3, 3).
Δηλαδή «Ο Αίολος (Αίολος σημαίνει «ευκίνητος» και «πολύχρωμος») βασιλεύοντας στους τόπους της Θεσσαλίας ονόμασε όσους κατοικούσαν σ’ αυτήν Αιολείς και, αφού παντρεύτηκε την Εναρέτη, την κόρη του Δηίμαχου, γέννησε εφτά μεν γιους, τον Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον Μάγνητα , τον Περιήρη, πέντε δε θυγατέρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την Πεισιδίκη, την Καλύκη, την Περιμήδη»
Σύμφωνα με άλλους μυθογράφους στους γιους του Αίολου περιλαμβάνονται και ο Μακαρέας (Παυσανίας, 10, 38, 4. Υγίνου Fabulae 242), ο Αέθλιος (Παυσανίας 5, 8, 2), ο Μίμαντας (Διόδωρος Σικελιώτης 4, 67), ο Ιόκαστος. Με το ότι ο Μίμαντας ήταν γιος του Αίολου συμφωνεί επίσης και ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην πεντάτομη Μυθολογία του «Ωγυγία». Στις κόρες του Αίολου ο Παυσανίας (9, 20, 1) προσθέτει την Τανάγρα και την Άρνη, ενώ ο σχολιαστής του Πίνδαρου (Πυθιόνικος 4, 120) την Τριτογένεια και την Μελανίππη.
Γίνεται φανερή από τις προσθήκες αυτές η προσπάθεια να οδηγηθεί η καταγωγή πολλών επώνυμων ηρώων και βασιλιάδων στους κατευθείαν απόγονους του Έλληνα και της Ορθρηίδας, για να εξασφαλισθεί έτσι η καταγωγή τους από το πρώτο ζευγάρι των ανθρώπων που έζησε μετά τον κατακλυσμό.
Θα παραθέσουμε ένα κατάλογο απογόνων των παραπάνω παιδιών του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. Για κάθε γιο και κάθε θυγατέρα από τα παραπάνω παιδιά του Αίολου, πρόγονου και επώνυμου ήρωα των Αιολέων, πρώτων κατοίκων της Θεσσαλίας, θ’ αναφέρουμε λίγα μόνο στοιχεία για τη ζωή τους και για τους απόγονους τους. Δεν είναι στις προθέσεις μας ν’ αναφέρουμε πάρα πολλά ονόματα εξαντλώντας το πλήρες γενεαλογικό δέντρο όλων των ηρώων και βασιλιάδων. Και με τα λίγα όμως αυτά παραδείγματα θα γίνει φανερό ότι οι γενεαλογικοί μύθοι των επώνυμων ηρώων πολλών λαών, φυλών, πόλεων και βασιλιάδων τους οδηγούν στην πρώτη τους κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Πιστεύουμε όμως ότι και για πολλούς άλλους επώνυμους ήρωες και βασιλιάδες ελληνικών πόλεων και φύλων, για τους οποίους δεν γίνεται εδώ κάποια αναφορά, υπήρχαν ανάλογοι μύθοι που οδηγούσαν την καταγωγή τους στον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα, αφού, όπως πιστεύουμε, όλοι θα επιθυμούσαν η αρχική καταγωγή τους να φτάνει μέχρι τον Δευκαλίωνα. Οι μύθοι αυτοί δεν έχουν εντοπιστεί όλοι από την έρευνα αυτή.
Όταν οι Έλληνες συνειδητοποίησαν, ή θέλησαν να θεμελιώσουν, την κοινή τους καταγωγή, έπλασαν οπωσδήποτε τέτοιους μύθους που το επιβεβαίωναν. Όταν αργότερα το αίσθημα της αυτογνωσίας, της αυτοδυναμίας και της αυτονομίας των λαών χρειάστηκε να ενισχυθεί και με ξεχωριστή δική τους φυλετική και πολιτειακή ανεξαρτησία και αυθυπαρξία, με αυτοχθονία και εντοπιότητα των ηγετών τους και των ίδιων των λαών, οι αρχικοί αυτοί μύθοι ατόνησαν και σιγά σιγά λησμονήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από άλλους που βόλευαν και ικανοποιούσαν τα νέα αυτά αισθήματα και τις καινούργιες ανάγκες που δημιουργήθηκαν.

1. Η γενιά του Κρηθέα

Ο Κρηθέας, ο πρώτος γιος του Αίολου, ίδρυσε την Ιωλκό, της οποίας και έγινε πρώτος βασιλιάς. Παντρεύτηκε την Τυρώ, την κόρη του Σαλμωνέα, πρώτη του ξαδέλφη, και απόκτησε πέντε γιους: τον Πελία, τον Νηλέα, τον Αίσονα, τον Αμυθάονα και τον Φέρητα. Τον Πελία και τον Νηλέα κάποιοι μύθοι τους έλεγαν και παιδιά του Ποσειδώνα,
Από τα παιδιά του Κρηθέα:
α) Πελίας πήρε τον θρόνο της Ιωλκού. Παντρεύτηκε την Αναξιβία, την κόρη του Αμφίονα, και απόκτησε τον Άκαστο, την Πεισιδίκη, την Πελόπεια, την Ιπποθόη και την Άλκηστη, η οποία παντρεύτηκε τον Άδμητο, το βασιλιά των Φερών.
Ο Άκαστος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο, παντρεύτηκε την Αστυδάμεια και απόκτησε τον Μελάνιππο, τον Πλησθένη, την Λαοδάμεια (η οποία παντρεύτηκε τον Πρωτεσίλαο, τον βασιλιά της Φυλάκης και ήρωα του Τρωικού Πολέμου), την Στερόπη και την Σθενέλη, η οποία έγινε γυναίκα του Μενοίτιου, του γιου του Άκτορα και της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού (Πίνδαρος, Ολύμπια 9, 68 κ. εξ.).
Από τον Μενοίτιο και την Σθενέλη γεννήθηκε ο ήρωας του Τρωικού Πολέμου, και αδελφικός φίλος του Αχιλλέα, Πάτροκλος.
Ο Μενοίτιος ήταν γιος του Άκτορα και εγγονός του Δηιόνα, του γιου του Αίολου. Μετά τον κατακλυσμό που έγινε στην εποχή του Δευκαλίωνα, ο Μενοίτιος έφυγε από τούτα τα μέρη και εγκαταστάθηκε, δημιουργώντας εποικισμό, στον Οπούντα της Λοκρίδας, ο οποίος, όπως λέει ο σχετικός μύθος, είχε ερημωθεί από ανθρώπους γιατί όλοι είχαν πνιγεί από τον κατακλυσμό.
Εμμέσως, αλλά με αφοπλιστική σαφήνεια, και ο μύθος αυτός του εποικισμού μιας ερημωμένης από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα πόλης, με ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα επιβεβαιώνει την αναγωγή της καταγωγής πολλών ελληνικών φύλων σ’ αυτήν και ενισχύει το μύθο που θέλει τόπο στάθμευσης της κιβωτού του Δευκαλίωνα την Όρθρη.
β) Ο δευτερότοκος γιος του Κρηθέα, ο Νηλέας, διωγμένος από τον Πελία, πρωτότοκο και φυσικό διάδοχο του θρόνου, έφτασε με πολλούς Πελασγούς στη Μεσσηνία, όπου εγκαταστάθηκε και έχτισε την Πύλο. Εκεί παντρεύτηκε την Χλωρίδα, την κόρη του Αμφίονα, και απόκτησε δώδεκα γιους: τον Ταύρο, τον Αστέριο, τον Πυλάωνα, τον Δηίμαχο, τον Ευρύβιο, τον Επίδαο, τον Ράδιο, τον Ευρυμένη, τον Ευαγόρα, τον Αλάστορα, τον Νέστορα, και τον Περικλύμενο, και μία κόρη, την πανέμορφη Πηρώ, την οποία θα δούμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής. Ο Νηλέας ως βασιλιάς δόξασε τόσο πολύ την Πύλο, ώστε ο Όμηρος στα ποιήματά του να την ονομάζει «πόλη του Νηλέα» («Πύλον, Νηλήος εϋκτίμενον πτολίεθρον» (Οδύσσεια, γ 4)), μας λέει ο Παυσανίας (IV, 36, 1).
Από τους δώδεκα γιους του Νηλέα, ο Νέστορας, ο σοφός βασιλιάς της Πύλου και ήρωας του Τρωικού Πολέμου, παντρεύτηκε την Αναξιβία, την κόρη του Κρατιέα, και απόκτησε τον Περσέα, τον Στράτιχο, τον Άρητο, τον Εχέφρονα, τον Πεισίστρατο, τον Αντίλοχο, τον Θρασυμήδη, την Πεισιδίκη και την Πολυκάστη.
Από αυτούς ο Αντίλοχος είχε γιο τον Παίονα, ο οποίος έγινε ο επώνυμος των Παιονιδών Αθηναίων, και ο Θρασυμήδης είχε γιο τον Αλκμαίονα, τον επώνυμο των Αλκμαιονιδών Αθηναίων, από τους οποίους κατάγεται ο τύραννος της Αθήνας Πεισίστρατος.
Ένας άλλος γιος του Νηλέα, ο Περικλύμενος, γέννησε τον Πένθιλο, ο οποίος γέννησε τον Βώρο, ο οποίος γέννησε τον Ανδρόπομπο, ο οποίος γέννησε τον Μέλανθο.
Ο Μέλανθος αυτός έγινε η αιτία, σύμφωνα με τη μία από τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές, της ίδρυσης στην Αθήνα της γιορτής των Απατουρίων.
Ήρθε ο Μέλανθος στην Αττική, λέει ο μύθος, την εποχή που οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε πολεμικές προστριβές με τους κατοίκους της Βοιωτίας. Επειδή οι προστριβές αυτές δεν έλεγαν να πάρουν ένα τέλος οι δυο στρατοί συμφώνησαν να μονομαχήσουν οι βασιλιάδες τους και η νίκη του βασιλιά τους να θεωρηθεί νίκη και του στρατού του.
Ο βασιλιάς όμως των Αθηναίων, ο Θυμοίτης, ήταν γέρος και ασθενικός, ενώ ο βασιλιάς των Βοιωτών, ο Ξάνθος, ήταν πολύ δυνατός. Ήταν φανερό ότι θα νικούσε ο Ξάνθος. Οι Αθηναίοι δυσκολεύονταν να συμφωνήσουν. Από τη δύσκολη στιγμή και τον κίνδυνο, στον οποίο βρέθηκαν οι Αθηναίοι, τους έβγαλε ο Μέλανθος. Δέχτηκε να πάρει αυτός τη θέση του ασθενικού Θυμοίτη, τον οποίο, όπως λέει ο σχετικός μύθος, δεν γνώριζαν προσωπικά οι Βοιωτοί, και ν’ αγωνιστεί αυτός με τον Ξάνθο στη θέση του ασθενικού βασιλιά των Αθηναίων. Ο Μέλανθος όμως το δέχτηκε αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γίνει βασιλιάς αυτός μετά τον θάνατο του Θυμοίτη. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν.
Ο Μέλανθος, μόλις κατέβηκαν ν’ αγωνιστούν, ξεγέλασε τον Ξάνθο λέγοντάς του ότι δεν είναι σωστό να έχει βοηθό, όπως είχε ο Ξάνθος αυτόν τον άντρα που στεκόταν πίσω του. Γύρισε ο Ξάνθος πίσω του να δει αυτόν τον ανύπαρκτο βοηθό του κι εκείνη την στιγμή έριξε ο Μέλανθος και τον σκότωσε.
Έτσι ο Μέλανθος βγήκε νικητής από αυτόν τον αγώνα και οι Αθηναίοι τον τίμησαν και, μετά τον θάνατο του Θυμοίτη, τον έκαναν βασιλιά τους. Γιος αυτού του Μέλανθου ήταν ο κατοπινός γνωστός και ξακουστός βασιλιάς των Αθηναίων Κόδρος (Στράβων, Θ 1, 7 : «Κόδρος της Αττικής εβασίλευε τότε ο του Μελάνθου παις»). Ωστόσο ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι ο Θυμοίτης ήταν ο τελευταίος από τους απόγονους του Θησέα που έγινε βασιλιάς των Αθηνών.
Για να θυμούνται το γεγονός της νίκης του Μέλανθου οι Αθηναίοι είχαν μια γιορτή που την ονόμαζαν «Απατούρια», διότι με «απάτη» ξεγέλασε ο Μέλανθος τον Ξάνθο και τον νίκησε. Τα Απατούρια γίνονταν κατά τον μήνα Πυανεψιώνα.
Αυτή είναι η μία μυθολογική εκδοχή που σχετίζεται με τον Μέλανθο, τον μακρινό απόγονο του Έλληνα και της Οθρηίδας. Ήταν ένα μυθολογικό άκουσμα σε τούτη την περιοχή.
Υπάρχει βέβαια και άλλη άποψη για την ονομασία των Απατουρίων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα Απατούρια δεν πήραν το όνομά τους από την απάτη που έκανε ο Μέλανθος στον Ξάνθο αλλά, επειδή την ημέρα αυτή οι Αθηναίοι παρουσίαζαν τους γιους τους επίσημα, αναγνωρίζοντάς τους, για να γραφούν στις διάφορες φρατρίες. Μέχρι τότε οι νεαροί Αθηναίοι επισήμως θεωρούνταν χωρίς πατέρα, «απάτορες». Ονομάστηκε λοιπόν η εορτή Απατόρια και Απατούρια.
γ) Ο Αίσονας, ο τρίτος γιος του Κρηθέα, παντρεύτηκε την Αμφινόμη (ή Πολυμήδη), την κόρη του Αυτόλυκου. Ο Αίσονας είναι ο πατέρας του γνωστού Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας, και του Πρόμαχου.
δ) Ο Αμυθάονας, ο άλλος γιος του Κρηθέα, βασίλεψε στο μέρος της Ήλιδας που από αυτόν ονομάστηκε Αμυθαονία. Παντρεύτηκε την Ειδομένη, την κόρη του αδερφού του Φέρητα, και έγινε πατέρας δύο γιων, του μάντη Μελάμποδα και του Βίαντα, τους οποίους θα δούμε και σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, και μιας κόρης, της Αιολίας.
Ο μάντης Μελάμποδας έγινε πατέρας του Αντιφάτη, του Άβαντα, του Μάντιου, της Μαντώς και της Προνόης.
Ο γιος του Αντιφάτη Οϊκλής βασίλεψε στην Αρκαδία.
Η κόρη του Άβαντα Λυσιμάχη παντρεύτηκε το γιο του Βίαντα, τον Ταλαό, και απόκτησε τον μάντη Ίδμονα, τον Άδραστο, ο οποίος βασίλεψε στη Σικυώνα και αργότερα στο Άργος, τον Παρθενοπαίο, τον Πρώνακτα, τον Μηκιστέα, τον Αριστόμαχο και την Εριφύλη.
Τον μάντη Ίδμονα θα τον δούμε σε πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής.
ε) Ο τελευταίος γιος του Κρηθέα, ο Φέρης (ή Φέρητας) είναι ο ιδρυτής των Φερών και πατέρας του Άδμητου, του Λυκούργου και της Ειδομένης, η οποία έγινε γυναίκα του Αμυθάονα.
Ο Άδμητος παντρεύτηκε την Άλκηστη και έγινε πατέρας του Εύμηλου, του ξακουστού βασιλιά των Φερών και ήρωα του Τρωικού Πολέμου.
Ο Λυκούργος παντρεύτηκε την Ευρυδίκη και έγινε βασιλιάς στη Νεμέα και συγχρόνως ιερέας εκεί σε ναό του Δία. Γιος του Λυκούργου και της Ευρυδίκης ήταν ο Οφέλτης, που είχε τροφό τη βασίλισσα της Λήμνου Υψιπύλη. Για να τιμήσουν το θάνατο του Οφέλτη ιδρύθηκαν οι αγώνες Νέμεα (Απολλόδωρος 3, 6, 4). Στη Νεμέα, όπως μας βεβαιώνει ο Παυσανίας, υπήρχε ο τάφος του Οφέλτη (Παυσανίας 2, 15, 3).
Αναφέρουμε όλα τα παραπάνω πολύ περιληπτικά για να δώσουμε απλά ένα δείγμα των πάμπολλων διασυνδέσεων και συσχετίσεων που υπάρχουν μεταξύ των μύθων που αναφέρονται για όλους αυτούς τους ήρωες τους διασκορπισμένους σ’ όλο τον ελληνικό χώρο με τους μύθους της περιοχής του ορεινού όγκου της Όθρης, του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας

2. Η θεά Εκάτη

Με τον Φέρητα, τον τελευταίο γιο του Κρηθέα, σχετίζεται και ένας άλλος μύθος. Τον θεωρούμε και αυτόν πανάρχαιο και μια ακόμη απόδειξη του ισχυρισμού μας ότι οι μύθοι τούτης της περιοχής απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη.
Η Φεραία ήταν νύμφη – μάλλον προολυμπιακή και αυτή θεότητα – που ζούσε κοντά στις Φερές. Διάφορες μυθολογικές εκδοχές υπάρχουν για τον πατέρα της. Την θέλουν κόρη του Αίολου ή του Αρισταίου ή του Τάρταρου ή κόρη της Νύκτας.
Στις Φερές συνάντησε την Φεραία ο Δίας και την βίασε. Έτσι γεννήθηκε η θεά Εκάτη. Η Φεραία άφησε το νεογέννητο αυτό κορίτσι της, την Εκάτη, σ’ ένα τρίστρατο. Εκεί το βρήκαν οι τσοπάνηδες του Φέρητα, το περιμάζεψαν και το μεγάλωσαν. Επειδή η Εκάτη βρέθηκε σε τρίστρατο όλες οι «τρίοδοι», τα τρίστρατα, δηλαδή τα «σταυροδρόμια», ήταν αφιερωμένες σ’ αυτήν.
Η Εκάτη (περισσότερα για την Εκάτη και τη μυθολογία των αρχαίων Φερών βλ. ΥΤΠΕΡΕΙΑ , τόμος τρίτος, Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου (Βελεστίνο, 2-5 Οκτωβρίου 1997, Βίκτωρος Κοντονάτσιου, Μυθολογικές και λατρευτικές καταβολές των αρχαίων Φερών, σελ. 95 – 117), έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, είχε βοηθήσει τον Δία κατά την Τιτανομαχία και την Γιγαντομαχία, στους αγώνες του δηλαδή εναντίον των Τιτάνων και των Γιγάντων. Αυτή ήταν που σκότωσε τον γίγαντα Κλυτίο.
Ο Δίας, για να την τιμήσει για τη βοήθειά της αυτή, της έδωσε το ιδιαίτερο δικαίωμα να έχει εξουσία στον ουρανό, στη γη και στον άδη. Ακόμη της έδωσε το προνόμιο και την ιδιαίτερη χάρη όσοι επικαλούνταν το όνομά της να τους δίνεται ό,τι ζητήσουν. Μερικοί λένε ότι προηγήθηκε η χάρη του Δία προς την Εκάτη και έπειτα αυτή από ευγνωμοσύνη προς τον Δία, για την εύνοιά του αυτή, πολέμησε στο πλευρό του εναντίον των Γιγάντων και γι’ αυτό αυτή σκότωσε τον γίγαντα Κλυτίο καίγοντάς τον με τις δάδες της.
Η τριπλή εξουσία που της έδωσε ο Δίας γινόταν φανερή στη λατρεία της Εκάτης. Λατρευόταν και ταυτιζόταν, στους μύθους και στις παραδόσεις, με την Σελήνη στον ουρανό, με την Άρτεμη στη γη και με την Περσεφόνη στον άδη.
Η σχέση της Εκάτης με την Άρτεμη, σύμφωνα με μία άποψη, εξηγείται από το ότι το όνομά της θεωρείται το θηλυκό του Ἕκατος, που είναι επίθετο του Απόλλωνα, αδελφού της Άρτεμης.
Το επίθετο «ἑκατηβόλος» (Ησίοδος, Ασπίς Ηαακλέους 58) του Απόλλωνα και της Άρτεμης (δηλ. Σελήνης δηλ. Εκάτης), που το συναντάμε και στις μορφές «ἑκηβόλος» (Ησίοδος, Θεογονία 94) ή «ἑκατηβελέαος» (Ησίοδος, Ασπίς Ηρακλέους 100) σημαίνει αυτόν που βάλλει από μακριά (Απόλλωνας, Άρτεμη) ή αυτόν που λάμπει από μακριά (Σελήνη, Εκάτη)
Εκάτη σημαίνει, για άλλους, αυτή που βρίσκεται μακριά, αυτή που είναι απομακρυσμένη, γιατί τ’ όνομά της παράγεται από το «ἑκὰς» που σημαίνει μακριά.
Στον Κάτω Κόσμο η Εκάτη προστάτευε τους νεκρούς εκείνους που τα σώματά τους εγκαταλείπονταν άταφα. Οι νεκροί των οποίων τα σώματα ήταν άταφα έπρεπε να παραμείνουν για εκατό ολόκληρα χρόνια έξω από τον Άδη.
Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη (Ωγυγία, τόμ. Γ΄) το Εκάτη είναι πιθανόν να παράγεται και από το εκατό ή ακόμα και γιατί η θεά εξιλεωνόταν με εκατό θυσίες ή γιατί εκατό χρόνια οι άταφοι νεκροί έμεναν έξω από τον Άδη και κατά την διάρκεια αυτή είχαν την προστασία της Εκάτης.
Μία άλλη εκδοχή δέχεται ότι το όνομα Εκάτη παράγεται από τη φοινικική λέξη «έκα» που σημαίνει μόνος, επειδή και η Σελήνη, εκεί ψηλά στον ουρανό που βρίσκεται, είναι μόνη της.
Για την λατρεία της Εκάτης συνήθιζαν να θυσιάζουν άσπρα σκυλιά, επειδή τις νύχτες γάβγιζαν σηκώνοντας το κεφάλι τους προς τη Σελήνη και έτσι ενοχλούσαν τη θεά. Η Εκάτη λατρευόταν ιδιαίτερα από τους νυχτοδιαβάτες οι οποίοι επικαλούνταν τη βοήθειά της για να τους φωτίζει τη νύχτα στα ταξίδια τους. Ζητούσαν τη βοήθειά της ακόμη κι εκείνοι που μέσα στα σκοτάδια της νύχτας έχαναν τα δρόμο τους. ή έψαχναν να βρουν κάτι.
Ένα τραγούδι σημερινό λέει: «Φεγγάρι μου λαμπρό λαμπρό και λαμπροφορεμένο, αυτού ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες την αγάπη μου, την αγαπητικιά μου; Έχω τρεις μέρες να τη δω και τρεις να της μιλήσω».
Επειδή ακόμη, από εκεί ψηλά που βρισκόταν η Εκάτη – Σελήνη, μπορούσε να τα ιδεί όλα και επομένως και τα κρυφά καμώματα της νύχτας, οι άνθρωποι ζητούσαν τη βοήθεια της σε κάθε αδικία.
Στην Αθήνα ονόμαζαν την Εκάτη «Επιπυργία», επειδή φώτιζε πάνω στους πύργους και έτσι βοηθούσε του φρουρούς στην αποστολή τους.
Η Εκάτη ήταν εκείνη που έστελνε στους ανθρώπους τα τρομακτικά όνειρα και τα φαντάσματα. Γι’ αυτό το λόγο τα τρομακτικά όνειρα λέγονταν «Εκαταία». Για τον ίδιο λόγο η Εκάτη λεγόταν και ονειροπομπός και φασματοπομπός. Ο Οδυσσέας για να εξευμενίσει την Εκάτη και να μην του στέλνει στο ύπνο του τρομακτικά όνειρα και φαντάσματα (φάσματα τα λέει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης), έχτισε στη Σικελία ναό στο όνομά της. Στη γη η Εκάτη προστάτευε ιδιαίτερα τη μαγεία, της οποίας θεωρούνταν θεά.
Αυτή η ιδιαίτερη σχέση της Εκάτης με τούτη την περιοχή, και η λατρεία της, ίσως είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες της Θεσσαλίας θεωρούνταν πολύ ικανές μάγισσες. Είχαν αναπτύξει και καλλιεργήσει την τέχνη της μαγείας μέχρι του βαθμού που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να κατεβάσουν κάτω στη γη την σελήνη. Μπορούσαν δηλαδή να κατεβάσουν την Εκάτη, την προστάτιδά τους θεά, κάτω στη γη προσφέροντας σ’ αυτήν θυσίες, αφού την θεωρούσαν συνεργάτιδά τους στα μάγια που μπορούσαν να κάνουν, και να της ζητήσουν να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων που τους απασχολούσαν.
Αναφέρεται ότι κάποια θεσσαλή μάγισσα, η Αγλαονίκη (η οποία αναφέρεται και ως Αγλανίκη ή Αγανίκη), κόρη κάποιου Θεσσαλού ο οποίος λεγόταν Ηγήνορας ή Ηγήτορας, ήταν τόσο πολύ καλά καταρτισμένη και ικανή στα ζητήματα της αστρονομίας, ώστε μπορούσε με ακρίβεια να προβλέπει τις εκλείψεις της σελήνης. Εκμεταλλευόταν λοιπόν αυτή την ικανότητά της και, γνωρίζοντας πότε θα γινόταν έκλειψη σελήνης, ισχυριζόταν («μάντευε») ότι εκείνη την ορισμένη ώρα της έκλειψης, θα εξαφάνιζε από τον ουρανό τη σελήνη και θα την κατέβαζε στη γη. Έτσι η Αγλαονίκη απόκτησε μεγάλη φήμη. Αργότερα όμως τιμωρήθηκε από τους θεούς γι’ αυτή της την προκλητική συμπεριφορά (Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο, Δ΄ 59).
Ο Αριστοφάνης, διακωμωδώντας όλα αυτά, παρουσιάζει κάποιον που επιθυμούσε να αγοράσει μία θεσσαλή μάγισσα για να του κατεβάσει το φεγγάρι:
«γυναῖκα φαρμακίδ’ εἰ πριάμενος Θετταλήν
καθέλοιμι νύκτωρ τήν σελήνην, εἶτα δή
αὐτήν καθείρξαιμ’ εἰς λοφεῖον στρογγύλον
ὥσπερ κάτοπτρον, κᾆτα τηροίην ἔχων» (Αριστοφάνης, Νεφέλαι 749 – 752).
Δηλαδή: «Αν αγόραζα μια θεσσαλή γυναίκα μάγισσα
θα κατέβαζα τη νύχτα το φεγγάρι και έπειτα
θα το φυλάκιζα σε στρογγυλή θήκη
όπως ένα καθρεφτάκι και εκεί θα το κρατούσα»

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ακόμα ζούσε στον Αλμυρό – και τη θυμούνται πολλοί Αλμυριώτες ακόμη και σήμερα – μια γριά η οποία ισχυριζόταν ότι όχι μόνο μπορούσε να κατεβάζει τη σελήνη στη γη αλλά ακόμη ότι ήταν σε θέση και να την «αρμέξει» και με το γάλα αυτό της σελήνης να παρασκευάσει τα κατάλληλα για την κάθε περίσταση φάρμακα και μαγικά παρασκευάσματα ικανά να λύνουν οποιαδήποτε μάγια.
Ο Στέφανος Κομμητάς, στα σχόλια που κάνει στον νεκρικό διάλογο του Λουκιανού «Διογένης και Πολυδεύκης», λέει ότι πρόσφεραν στην Εκάτη «βρωτά άττα, οίον ωά και τα τοιαύτα καθάρσια καλούμενα», τα οποία τα τοποθετούσαν στα σταυροδρόμια.
Στα μέρη όπου λατρευόταν η Εκάτη πιστευόταν ότι η Σελήνη κατέβαινε και έπαιρνε από εκεί όσα τοποθετούσαν και τα έτρωγε. Κατέβαινε δηλαδή η Εκάτη και έτρωγε όσα τρόφιμα τοποθετούσαν οι γυναίκες στα σταυροδρόμια. Γι’ αυτό και τα όσα υπόλοιπα τροφών τοποθετούνταν στα σταυροδρόμια λέγονταν «Εκάτης δείπνον». Ήταν συνήθως και κυρίως τα απομεινάρια των νεκρικών δείπνων.
Ακόμη σε κάθε νέα σελήνη οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια τους και έβγαζαν τα απομεινάρια των τροφών στα τρίστρατα. «Επιστεύετο γαρ», λέει ο Κομμητάς, «ὅτι πάντα ταῦτα τά τῶν καθαρθέντων κακά αναλαμβάνοντα, εἰς οὐδέν ἐστίν χρήσιμα». Ήταν δηλαδή αυτά τα υπολείμματα των τροφών «καθάρματα». Τα Εκαταία ή Εκάτανα, που θεωρούνταν ακάθαρτα, τα έτρωγαν οι επαίτες.
Η Εκάτη έγινε από τον Τρίτωνα μητέρα της Κραταίιδας. Η Κραταίιδα ήταν η μητέρα της Σκύλλας. Όταν ο Οδυσσέας ρώτησε την Κίρκη αν μπορούσε να βγει στην πλώρη του καραβιού του αρματωμένος και ν’ αντιμετωπίσει την Σκύλλα, η Κίρκη του απάντησε ότι μόνο αν επικαλεστεί το όνομα της Κραταίιδας, της μητέρας της Σκύλλας, θα ήταν δυνατό να καταφέρει να μην του αρπάξει η Σκύλλα και άλλους έξι συντρόφους του (Ομήρου Οδύσσεια, μ 112 – 127).
Η Εκάτη, λοιπόν, κόρη της τοπικής νύμφης ή καλύτερα της πανάρχαιας προολυμπιακής θεότητας, Φεραίας, σύμφωνα με τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ήταν γιαγιά της Σκύλλας. Η Εκάτη ακόμη αναφέρεται από τον Διόδωρο το Σικελιώτη και ως μητέρα της Κίρκης και της Μήδειας. Αυτό δείχνει πόσο πανάρχαια τοπική θεότητα πρέπει να θεωρηθεί η Φεραία και πόσο πανάρχαιοι ήταν οι σχετικοί μύθοι της περιοχής.
Θα πρέπει ν’ αναφέρουμε στη θέση αυτή ότι μια άλλη θεά που επίσης λατρευόταν στις Φερές ήταν Ενοδία ή Εννοδία. Κατά τον Στέφανο Κομμητά το όνομα Ενοδία (δηλ. ἡ ἐν ὁδοῖς) είναι ένα άλλο όνομα της θεάς Εκάτης.
Ο Ευριπίδης (Ίων, 1046) λέει ότι για τους Θεσσαλούς η Ενοδία ήταν θυγατέρα της θεάς Δήμητρας. Η σχέση της Ενοδίας και της Εκάτης καταδεικνύεται και από το ότι και η Ενοδία, όπως και η Εκάτη, παριστανόταν έφιππη κρατώντας δάδες για να φωτίζει την νύχτα.
Η Εκάτη στις ζωγραφιές και στις άλλες απεικονίσεις της παριστανόταν αρχικά μονόμορφη με μία δάδα στα χέρια. Αργότερα παριστανόταν τρικέφαλη και με έξι χέρια. Τα τρία κεφάλια φανέρωναν την τριπλή εξουσία της, στον ουρανό, στη γη και στον άδη. Το δεξιό κεφάλι ήταν σκυλίσιο, το αριστερό αλογίσιο και το μεσαίο αγριογουρουνίσιο. Ο μύθος μας θυμίζει ότι και η Χίμαιρα, η οποία, κατά μία άποψη, θεωρούνταν απόγονος της Εκάτης, είχε και αυτή τρία κεφάλια, ένα λιονταριού, ένα γίδας και ένα φιδιού.
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης μας βεβαιώνει ότι στη Λάρισα υπήρχε σε κάποιο τουρκικό σπίτι ωραιότατο άγαλμα της Εκάτης. Το άγαλμα αυτό αφαιρέθηκε από ένα περιηγητή. «Οὕτως ὁ Δανός περιηγητής Ουσίνγ ὁμολογεῖ, ὅτι συναπέφερε μεθ’ ἑαυτοῦ μαρμάρινον ἀγαλμάτιον κομψότατον τῆς Ἑκάτης, ἀνευρεθέν ἐν τῇ αὐλῇ τουρκικῆς οἰκίας. Ἡ τριπρόσωπος θεά παρίσταται καί ἐνταῦθα ὡς συνήθως. Τρεῖς γυναικεῖαι μορφαί ἐρείδονται διά τῶν νώτων ἐπὶ στρογγύλου κίονος, κρατοῦσαι δάδας ἐν τῇ ἀριστερᾷ, ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ ἡ μέν μία κάλπην (ὑδρίαν), ἡ ἑτέρα κύπελον, καί ἡ τρίτη φέρει τήν χεῖρα ἐπὶ τοῦ στήθους, ποδήρεις δὲ χιτῶνες μετά κανονικῶν καί κομψοτάτων πτυχῶν παριβάλλουσιν αὐτάς, ἐνῶ οἱ ὡραῖοι βόστρυχοι καταπίπτουσιν ἐπὶ τοῦ στήθους. Το ἀγαλμάτιον τοῦτο μεθ’ ἑτέρου ὁμοίου, παριστῶντος τήν Περσεφόνην ὡς καί ἕτερον καλῆς τέχνης μετεφέρθησαν κλαπέντα καί εὑρίσκονται ἤδη ἐν τῷ ἀρχαιολογικῷ μουσείῳ τῆς Κοπενάγης» (α) Επαμεινώνδας Φαρμακίδης, Η Λάρισα, Βόλος 1926 σελ. 157. β) Νικόλαος Γεωργιάδης Θεσσαλία, Εν Αθήναις 1880, σελ. 249 γ) Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία, (Γ΄ έκδοση) , σελ. 161. Λάρισα 1995. Το κείμενο που παραθέτουμε διαμορφώθηκε από συνδυασμό των κειμένων των τριών αυτών παραπομπών).

3. Η Εκάτη στη «Θεογονία» του Ησιόδου

Η Εκάτη ήταν πανάρχαια προολυμπιακή θεότητα, «προτέρα θεά», όπως τόσες άλλες θεότητες της Αχαΐας Φθιώτιδας. Λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και στη Θεσσαλία γενικότερα. Για το λόγο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τη Θεογονία του Ησιόδου που αναφέρεται στην Εκάτη και στη λατρεία της.
«Και αυτή (η Φεραία) έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Δίας, ο γιος του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει και απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη θάλασσα.
Αλλά και στον γεμάτο αστέρια ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει, κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη. Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερίδιο.
Και ούτε σε τίποτε ο γιος του Κρόνου την εκβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς, τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ό,τι απ’ την αρχή ήταν το μερτικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Δίας.
Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί. Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες και στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τα άρματα οι άντρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα.
Και είναι καλή όταν παραβγαίνουν οι άντρες σ’ αγώνα και εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ και επιμονή το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονείς του περήφανους.
Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει. Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά αλλά και εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους. Κι είναι καλή στους σταύλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή.
Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν και η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ΄ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 411 – 452).

4. Η γενιά του Σίσυφου

Ο Σίσυφος, ο δεύτερος γιος του Αίολου, έφυγε από την πατρίδα του, την Αχαΐα Φθιώτιδα, και πήγε και έχτισε την Εφύρα της οποίας έγινε βασιλιάς. Η Εφύρα ήταν η πόλη που αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος.
Εκεί παντρεύτηκε την Μερόπη, την κόρη του Άτλαντα, και απόκτησε πέντε παιδιά, όλα αγόρια: τον Γλαύκο, τον Κρέοντα, τον Ορνυτίονα, τον Θέρσανδρο και τον Άλμο. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή ο Σίσυφος παρέλαβε την εξουσία από τη Μήδεια (Σχόλια στον Πίνδαρο Εις Ολυμπιονίκας 13, 74), όταν αυτή εγκαταλείποντας την Κόρινθο έφυγε για την Αθήνα και στη συνέχεια ταξίδεψε για την Αία («τούτων δε ένεκα απελθείν και Μήδειαν παραδούσαν Σισύφω την αρχήν» (και η Μήδεια κατόπιν τούτου παρέδωσε την εξουσίαν στο Σίσυφο και έφυγε και αυτή). (Παυσανίας ΙΙ, 3, &)).
Από τα παιδιά αυτά του Σίσυφου:
Ο Γλαύκος παντρεύτηκε την Ευρυμήδη και έγινε πατέρας του Βαλλερεφόντη, του γνωστού ήρωα με το φτερωτό άλογο Πήγασος. Ο Γλαύκος σκοτώθηκε στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για τον πατέρα του. Ο τάφος του βρισκόταν στον Ισθμό της Κορίνθου και θεωρούνταν τόπος «ταράξιππος», ένα μέρος δηλαδή από το οποίο όταν περνούσαν τα άλογα ταράσσονταν (Παυσανίας VI, 20, 19).
Ο Ορνυτίονας βασίλεψε στην Κόρινθο και έγινε πατέρας του Φώκου. Ο Φώκος πήγε και βασίλεψε στη χώρα που από αυτόν ονομάστηκε Φωκίδα. Ο Φώκος φημίζονταν ως γιος του Ποσειδώνα. Ο Φώκος αποίκισε την Τιθορέα, την πόλη της χώρας που τώρα ονομάζεται Φωκίδα. (Παυσανίας, ΙΙ, 4, 3). Εκεί παντρεύτηκε την Αντιόπη και έγινε πατέρας του Ορνυτίονα (του Β΄) και του Θόοντα.
Από τον Θέρσανδρο γεννήθηκαν ο Αλίαρτος, που έχτισε την πόλη Αλίαρτο, ο Κορωνός, που έχτισε την πόλη Κορώνεια, και ο Προίτος.
Ο Άλμος έχτισε την πόλη Άλμο της Βοιωτίας. Από τον Άλμο οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής ονομάστηκαν Άλμωνες.
Ο Σίσυφος ήταν ένας από τους επίσημους κολασμένους στον Άδη. Κατατάχθηκε στην ομάδα των μεγάλων «ὑβριστῶν».
Η τιμωρία του στον Κάτω Κόσμο ήταν να σπρώχνει συνεχώς ένα μεγάλο βράχο προσπαθώντας να τον φτάσει στην κορυφή ενός λόφου. Μόλις όμως κόντευε να φτάσει ο βράχος τού ξέφευγε και κυλούσε πάλι ως τους πρόποδες του λόφου. Ο Σίσυφος άρχιζε πάλι από την αρχή τον αγώνα του και το μαρτύριό του συνεχιζόταν διαρκώς:
«Κολάζεται δέ Σίσυφος ἐν ᾌδῃ πέτρον ταῖς χερσί καὶ τῇ κεφαλῇ κυλίων, καί τοῦτον ὑπερβάλλειν θέλων. Οὗτος δέ ὠθούμενος ὑπ’ αὐτοῦ ὠθεῖται πάλιν εἰς τοὐπίσω» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 3, 2).
Ο βράχος που έσπρωχνε ο Σίσυφος σταμάτησε να κυλάει για λίγες μόνο στιγμές, όση ώρα χρειάστηκε ο Ορφέας όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο να πάρει την Ευρυδίκη και έπαιξε τη γλυκιά του μουσική (Παυσανίας 9. 30. 4 – 12).
Η τιμωρία αυτή δόθηκε στον Σίσυφο από τον Δία για τον εξής λόγο: Ο Σίσυφος είδε μια μέρα έναν τεράστιο αετό, μεγαλύτερο από κάθε άλλο πουλί στον κόσμο, να πετάει ψηλά στον ουρανό κρατώντας με τα νύχια του μια κοπέλα και να πηγαίνει προς ένα νησί που ήταν εκεί κοντά.
Η κοπέλα, που κρατούσε ο αετός, ήταν η Αίγινα, η πανέμορφη κόρη του Ασωπού ποταμού. Ο Ασωπός, σαν έχασε την κόρη του και δεν ήξερε που βρισκόταν, άρχισε να ψάχνει παντού. Υποπτευόταν όμως πως την είχε αρπάξει ο Δίας. Βρήκε και τον Σίσυφο και τον ρώτησε μήπως είδε τίποτε.
Ο Σίσυφος μαρτύρησε τι είχε ιδεί. Ο Ασωπός κατάλαβε τι είχε γίνει. Ο Δίας, σαν θεός που ήταν και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, έγινε αετός κι άρπαξε την κόρη τού Ασωπού. Για την εξυπηρέτηση που είχε προσφέρει ο Σίσυφος στον Ασωπό, μαρτυρώντας του την αρπαγή της κόρης του, πήρε από αυτόν ως δώρο μία πηγή, την Πειρήνη, την οποία μάλιστα ο Ασωπός την έκανε ν’ αναβλύσει νερό, αν και βρισκόταν πάνω στον κατάξερο Ακροκόρινθο.
Η πηγή που υπάρχει πίσω από το ναό λένε πως είναι δώρο του Ασωπού στο Σίσυφο. Ο Σίσυφος δηλαδή ήξερε πως ο Δίας είχε αρπάξει την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού και είπε στον Ασωπό που την αναζητούσε πως δε θα το φανερώσει προτού πηγάσει νερό για χάρη του και στον Ακροκόρινθο. Όταν ο Ασωπός έδωσε την πηγή, το φανέρωσε, και για το φανέρωμα αυτό – για όσους δίνουν πίστη σ’ αυτή την παράδοση – τιμωρείται στον Άδη. Άκουσα ακόμη να ισχυρίζονται πως η πηγή αυτή είναι η Πειρήνη και πως το νερό από εδώ πάει στην πόλη, κάτω από το έδαφος», γράφει ὁ Παυσανίας (ΙΙ, 5, 1).
Επειδή λοιπόν ο Σίσυφος μαρτύρησε τα καμώματα του Δία τιμωρήθηκε από αυτόν να κουβαλάει ολημερίς κι ολονυχτίς έναν τεράστιο βράχο ως την κορυφή ενός βουνού και μόλις τον έφτανε ως την κορυφή να κατρακυλάει πάλι κάτω.
Ο Ασωπός βέβαια δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε για να γλιτώσει την κόρη του. Έφτασε, αναζητώντας την κόρη του Αίγινα, ως το νησί που από τότε ονομάστηκε Αίγινα, αλλά ο Δίας μ’ έναν κεραυνό τον έδιωξε μακριά. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στη θέληση των θεών! Έτσι από την ένωση αυτή του Δία και της Αίγινας γεννήθηκε ο Αιακός.
Ο Αιακός απόκτησε από την Ενδηίδα τον Πηλέα, τον πατέρα του μεγάλου ήρωα Αχιλλέα και τον Τελαμώνα, τον πατέρα του άλλου μεγάλου ήρωα, του Αίαντα.
Οι δύο αδερφοί, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, διώχτηκαν από την πατρίδα τους γιατί σκότωσαν τον ετεροθαλή αδερφό τους Φώκο, τον οποίο ο Αιακός είχε αποκτήσει από την Ψαμάθη.
Ο Αιακός έγινε αρχηγός των Μυρμιδόνων. Τους Μυρμιδόνες τους πήρε ο Πηλέας και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στη Φθία. «Διά τόν φόνον Πηλεύς ὑπό τοῦ πατρός φυγαδευθείς τῆς νῦν Θετταλίας καλουμένης εἰς Φθίαν καί καθαρθείς ὑπό Ἄκτορος τοῦ βασιλέως διεδέξατο τήν βασιλείαν ἄπαιδος ὄντος τοῦ Ἄκτορος» (Διόδωρος Σικελιώτης 4, 72, 6). Ο Αιακός ίδρυσε στη Θεσσαλία την πόλη Δία για να τιμήσει τον πατέρα του.
Επειδή, λοιπόν, ο Σίσυφος μαρτύρησε όσα είδε στον Ασωπό, τιμωρήθηκε στον Άδη να σπρώχνει συνεχώς το βράχο. Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Ο Σίσυφος ήταν ένας φοβερός ληστής που κυλούσε από τον Ακροκόρινθο βράχους και σκότωνε τους περαστικούς. Γι’ αυτό καταδικάστηκε στον Κάτω Κόσμο να σπρώχνει συνεχώς ένα βράχο. Το μαρτύριό του αυτό ήταν παντοτινό και μόνο για λίγη ώρα σταμάτησε, όταν ο Ορφέας κατέβηκε με τη λύρα του στον Άδη και ζήτησε από τον Πλούτωνα την Ευρυδίκη.
Για τον Σίσυφο έλεγαν ακόμη ότι ήταν ο πραγματικός πατέρας του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, γιατί αυτός ήταν που είχε κοιμηθεί με την Αντίκλεια, λίγο πριν αυτή παντρευτεί τον Λαέρτη.
Να πώς το δικαιολογούσαν οι σχετικοί μύθοι αυτό. Ο Αυτόλυκος, έλεγαν, ο γιος του Ερμή και της Χιόνης, η οποία ήταν κόρη του Κήυκα και της Αλκυόνης, ήταν ένας μεγάλος και φοβερός κλέφτης ζώων. Αυτό το χρωστούσε στην ικανότητα που είχε να μεταμορφώνει τα ζώα που έκλεβε, έτσι ώστε να μην μπορεί να τα αναγνωρίζει ο ιδιοκτήτης τους. Έκλεβε μαύρα πρόβατα, τα οδηγούσε στο κοπάδι του και τα έκανε άσπρα. Έκλεβε άσπρα, τα έκανε μαύρα ή παρδαλά ή με άλλα χαρακτηριστικά σημάδια έτσι ώστε να μην μπορεί να τα γνωρίσει κάποιος. Έκλεβε ζώα που είχαν κέρατα και τα έκανε να χάσουν τα κέρατά τους ή, αν δεν είχαν κέρατα, τα έκανε ν’ αποκτήσουν:
«Οὗτος ὁ Αὐτόλυκος κλεπτοσύνῃ πάντας ὑπερέβαλε. Κλέπτων γάρ πάντων ἵππους τε καί βόας καί ποίμνια, τάς σφραγίδας αὐτῶν μετεποίει καί ἐλάνθανε τούς δεσπότας αὐτῶν, ὥς φησι καί Ἡσίοδος» (Τζέτζης στον Λυκόφρονα, 344) «καἰ γάρ ὁ αὐτός, κλέπτης ὤν, ἔκλεπτε τούς ἵππους . . . ἐνήλλασσε δέ τάς χροιάς αὐτῶν» (Ησιόδου αποσπάσματα 112 (136), Hesiodi Carmina, Lipsiae MCMII 91902), σελ. 163).
Δίπλα στα κοπάδια του Αυτόλυκου έβοσκαν τα κοπάδια του Σίσυφου. Με τις κλεψιές του Αυτόλυκου τα κοπάδια του συνεχώς μεγάλωναν ενώ του Σίσυφου όλο και λιγόστευαν. Το έβλεπε αυτό ο Σίσυφος και υποψιάστηκε τον Αυτόλυκο. Δεν μπορούσε όμως να βρει τα πρόβατά του. Σκέφτηκε τότε, έξυπνος πολύ καθώς ήταν, και χάραξε το μονόγραμμά του κάτω από τις οπλές των ζώων του.
Έτσι όταν ο Αυτόλυκος ισχυρίστηκε ότι δεν έκλεψε τα πρόβατα του διαμαρτυρόμενου Σίσυφου, αυτός σήκωσε τα πόδια των κλεμμένων ζώων του και διαπιστώθηκε η αλήθεια, αφού ο Αυτόλυκος είχε μεν αλλάξει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ζώων αλλά δεν είχε σκεφτεί και τις πονηριές του Σίσυφου που ήταν ακόμη μεγαλύτερες από τις δικές του.
Ο Αυτόλυκος αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Ο Σίσυφος θύμωσε πολύ. Ο Αυτόλυκος για να τον αποζημιώσει και να τον κάνει να ησυχάσει τον άφησε να κοιμηθεί με την κόρη του Αντίκλεια, την παραμονή του γάμου της με τον Λαέρτη.
Έτσι η Αντίκλεια γέννησε τον Οδυσσέα, που ήταν πραγματικό παιδί του Σίσυφου και όχι του Λαέρτη. Έτσι εξηγούσαν το γιατί ο Σίσυφος ήταν ο πραγματικός πατέρας του Οδυσσέα. Στον πανέξυπνο Σίσυφο λοιπόν, τον εγγονό της νύμφης Ορθρηίδας, που ήταν πολύ πανούργος, χρωστούσε την μεγάλη του εξυπνάδα, για την οποία και χαρακτηριζόταν, ο τετραπέρατος και ονομαστός βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας. Να λοιπόν που και ο τετραπέρατος βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, ήταν κι αυτός απόγονος της Ορθρηίδας.
Ο Όμηρος ονομάζει τον Σίσυφο «κέρδιστον ἀνδρῶν» (Ζ, 153) δηλαδή τον πιο πανούργο ανάμεσα στους ανθρώπους. Αλλά και το όνομά του το ίδιο, Σίσυφος, ως λέξη, σημαίνει θεόσοφος (Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό στη λέξη Σίσυφος, Ευστάθιος 631, 25 στο Ζ 153).
Τόσο έξυπνος ήταν ο Σίσυφος, λέει γι’ αυτόν ένας άλλος μύθος, ώστε ξεγέλασε ακόμη και τον ίδιο τον Θάνατο. Είχε βάλει, λέει, την γυναίκα του να του υποσχεθεί όσο ήταν ακόμα ζωντανός ότι, όταν κάποτε πεθάνει, δεν θα τον θάψει αλλά θα τον αφήσει άταφο και μάλιστα δεν θα προσφέρει ούτε τις απαραίτητες σε τέτοιες περιπτώσεις θυσίες στους θεούς του Κάτω Κόσμου.
Ό,τι είχε παραγγείλει για μετά το θάνατό του ο Σίσυφος, έγινε. Έτσι, όταν ο Σίσυφος κατέβηκε στον Άδη, ενώ το πτώμα του παρέμεινε άταφο, παρακάλεσε την Περσεφόνη να του επιτρέψει να γυρίσει στον Επάνω Κόσμο προκειμένου να φροντίσει ο ίδιος για την ταφή τού σώματός του και ύστερα θα επέστρεφε πάλι στη θέση του στον Άδη.
Η Περσεφόνη τον πίστεψε και τον άφησε να γυρίσει στη γη. Ο πονηρός Σίσυφος, που άλλο από αυτό δεν περίμενε, δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Έμεινε πάνω στη γη και δεν επέστρεψε στον Άδη. Έτσι ο ψυχοπομπός Ερμής, για πρώτη φορά στα χρονικά του, αναγκάστηκε να ανεβεί και πάλι στη γη και να οδηγήσει τον Σίσυφο με τη βία και πάλι στον Άδη. Ο Σίσυφος ήταν έτσι ένας από τους λίγους ανθρώπους στην αρχαία Ελλάδα που δυο φορές διάβηκε την πόρτα του Κάτω Κόσμου.
Ο Σίσυφος ήταν εκείνος που έχτισε τα τείχη του Ακροκόρινθου με τέτοιο τρόπο ώστε να εισπράττει διόδια από όσους περνούσαν από εκεί. Σύμφωνα με τον Διόδωρο και τον Στράβωνα τα ανάκτορα του Σίσυφου ήταν τεράστια.
Ο Σίσυφος, σύμφωνα με μία άποψη (Σχόλια στον Απολλώνιο τον Ρόδιο, 3, 1240), είναι εκείνος που ίδρυσε τους αγώνες Ίσθμια για να τιμήσει, μετά την αποθέωσή του, τον Μελικέρτη – Παλαίμονα, το πτώμα του οποίου ξεβράστηκε στην περιοχή του (Παυσανίας, 8. 48. 2. και Kerenyi, Die Mythologie der Griechen 257). .Εξάλλου ο Μελικέρτης, ως γιος του αδελφού του Αθάμαντα, ήταν και ανεψιός του. Σύμφωνα με άλλους τα Ίσθμια ιδρύθηκαν από τον ίδιο τον Ποσειδώνα για τη νίκη του κατά του Ηλίου (Παυσανίας 2, 1, 6).

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (7η συνέχεια)

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Ο κατακλυσμός και η σωτηρία του Δευκαλίωνα

Η Όρθρη και η Αχαΐα Φθιώτιδα, παρά την απώλεια της κυριαρχίας των μεγάλων της αφεντικών, των Τιτάνων, δεν έπαψαν να υπάρχουν και ν’ αναφέρονται στη μυθολογία. Πώς ήταν δυνατόν εξάλλου να γίνει κάτι τέτοιο, όταν οι ρίζες και των νέων «Θεών» ήταν εκεί! Οι απλοϊκοί άνθρωποι διατηρούν, σε πείσμα των «προοδευτικών», τις δικές τους πεποιθήσεις.
Τώρα βεβαίως η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία ήταν ένα παλιό «ξεχασμένο αρχοντικό», γεμάτο ίσως «φαντάσματα» και σκεπασμένο με αράχνες, αλλά πάντοτε με πολλές αναμνήσεις. Οι σχετικές μυθολογικές αναφορές εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και το κύριο ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σ’ άλλα μέρη. Οι μύθοι οι οποίοι δημιουργήθηκαν απ’ το λαό για την μετά το τέλος των Τιτάνων εποχή, δεν ήταν δυνατό παρά να ξαναγυρίσουν στα παλιά λημέρια των θεών, στην Όρθρη. Εκεί οδηγούσαν όλες οι μυθοπλάστρες αναμνήσεις, έστω κι αν όλοι αναγνώριζαν ως έδρα των θεών πια τον Όλυμπο. Η λαϊκή θρησκεία δεν ξεριζώνεται εύκολα από τις ψυχές των απλών ανθρώπων και όταν ακόμα τυπικά αυτοί δείχνουν ότι συμβιβάζονται με τα γενικώς παραδεκτά, έστω και αν φαινομενικῶς και για τους τύπους ακολουθούν τα καινούργια δόγματα.
Κάποτε, λοιπόν, λέει ένας μύθος, ύστερα από πολλά χρόνια, ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει με κατακλυσμό όλον τον κόσμο. Είχε πλεονάσει η κακία και η αμαρτία στους ανθρώπους. Χρειαζόταν ριζική αλλαγή και δεν χωρούσε καμιά γιατρειά. Ό,τι το παλαιό έπρεπε να χαλάσει και να σβήσει οριστικά.
Άρχισε λοιπόν ο Δίας να βρέχει ασταμάτητα με σκοπό να πνίξει όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη. Η γη σκεπάστηκε από νερά και πλημμύρισε. Όλοι οι άνθρωποι πνίγηκαν από τα πολλά νερά που διάταξε ο Δίας να σκεπάσουν την αμαρτωλή γη. Έβρεχε επί εννιά ολόκληρες μέρες και εννιά νύχτες.
Ένα μόνο ζευγάρι ανθρώπων γλίτωσε από την καταστροφή. Ήταν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, οι αγαπημένοι των νέων θεών του Ολύμπου και κυρίως του αρχηγού τους, του μεγάλου Δία. Αυτοί οι δυο ήταν καλοί κι εφάρμοζαν πάντοτε στη ζωή τους το θέλημα των θεών. Πάντοτε στις μεγάλες καταστροφές κάποιος καλός, αγαπημένος των θεών, πρέπει να γλιτώσει. Ο κόσμος πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει.
Γλίτωσαν, λέει ο σχετικός μύθος, γιατί, ύστερα από προσωπική σ’ αυτούς μυστική θεϊκή συμβουλή του ίδιου του Δία, κλείστηκαν μέσα σε μία κιβωτό, σε μία «λάρνακα». Έπλεαν έτσι ασφαλείς, τις εννιά μέρες και τις εννιά νύχτες, κλεισμένοι μέσα στην κιβωτό τους πάνω στα νερά που είχαν σκεπάσει όλη τη γη.
Κάποιοι άλλοι μύθοι έλεγαν ότι ο Δευκαλίωνας ήταν γιος του Προμηθέα και ότι ο Προμηθέας ήταν εκείνος που συμβούλεψε το γιο του να κατασκευάσει την κιβωτό για να γλιτώσει από την καταστροφή, παρά το αντίθετο θέλημα του Δία. Όλοι ωστόσο οι μύθοι συμφωνούν ότι γλίτωσε ένα ζευγάρι ανθρώπων, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα.
Όταν κάποτε η βροχή σταμάτησε και σιγά σιγά αποτραβήχτηκαν τα νερά και άρχισε να φαίνεται και πάλι η ξηρά, η κιβωτός ήρθε και στάθηκε, ακούμπησε, πάνω στην κορφή ενός βουνού.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές τέσσερα βουνά διεκδικούν αυτή την τιμή: ο Παρνασός, ο Άθως, η Δωδώνη και η Όρθρη.

2. Η κιβωτός σταμάτησε πάνω στην Όρθρη

Από τις μυθολογικές εκδοχές που υπάρχουν για το μέρος που σταμάτησε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας προγενέστερη και αυθεντικότερη πρέπει να είναι αυτή που δέχεται ως τόπο αράγματος του πλοίου των πρώτων αυτών ανθρώπων του νέου κόσμου, την Όρθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, για τους παρακάτω λόγους:
Η Όρθρη, το κυρίαρχο γεωγραφικό στοιχείο στην περιοχή αυτή, είναι το μοναδικό βουνό της Αχαΐας Φθιώτιδας. Η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία, όπως προκύπτει τόσο από τα ιστορικά δεδομένα όσο και από τις μυθολογικές παραδόσεις που είδαμε σε προηγούμενες σελίδες, ήταν η κοιτίδα της πρώτης αφετηρίας και εξόρμησης προς άλλα μέρη πολλών ελληνικών φύλων.
Είναι πολύ φυσικό να δεχθούμε ότι τα διάφορα ελληνικά φύλα θα ήθελαν και θα προσπάθησαν στις μυθολογικές τους δημιουργίες και αναμνήσεις, οι οποίες αναφέρονταν στην πρώτη τους κοιτίδα, να ταυτίσουν αυτήν την πρώτη τους αρχή με το μέρος από τον οποίο, μετά τον κατακλυσμό, ξεκίνησε ο καινούργιος κόσμος. Γι’ αυτό και έτσι μυθολόγησαν την αρχή τους.
Θα ήταν ανακόλουθο οι μεν ιστορικές αναμνήσεις των περισσότερων ελληνικών φύλων, όπως προκύπτουν από τις αναφορές και τα αποσπάσματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που μνημονεύτηκαν παραπάνω, να θέλουν την Αχαΐα Φθιώτιδα ως την κοιτίδα προέλευσής τους ή έστω ως το βασικό και κεντρικό διαμετακομιστικό σταθμό προς τις τελικές πατρίδες τους, και να μην συμφωνούν μ’ αυτές τις αναμνήσεις οι μυθολογικές παραδόσεις, που δημιουργούνταν για το θέμα του τόπου της πρώτης αφετηρίας των προγόνων τους.
Ήταν επόμενο, αφού ως αρχική τους κοιτίδα θεωρούσαν την περιοχή γύρω από την Όρθρη, οι μύθοι, που έπλασαν γι’ αυτή τους την πρώτη αρχή και κοιτίδα τους μετά τον κατακλυσμό, να συμφωνούν με όσα οι ιστορικές αναμνήσεις τους τόνιζαν. Έτσι ο μύθος για τον τόπο στάθμευσης της κιβωτού με το πρώτο ζευγάρι των ανθρώπων, δηλαδή των αρχικών προπατόρων τους, δεν θα ήταν δυνατόν να αναφέρει άλλο τόπο παρά μόνο την Όρθρη, αφού αυτό ήταν το μοναδικό βουνό στην περιοχή.
Για το λόγο αυτό οι άλλες εκδοχές πρέπει να θεωρηθούν κατοπινές δημιουργίες, σκόπιμα δημιουργημένες μυθολογικές εκδοχές.
Οι άλλες μυθολογικές εκδοχές, δημιουργήθηκαν αργότερα, όταν οι λαοί, νιώθοντας ανεξαρτοποιημένοι και αυτοδύναμοι στις καινούργιες πατρίδες τους, συνειδητοποίησαν ότι θα ήταν τιμητικότερο γι’ αυτούς να μυθοπλάσουν ως πρώτη αφετηρία τους τον δικό τους τόπο για να μπορούν να θεωρηθούν και να περηφανεύονται ως αυτόχθονες.
Πολλές μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων εξάλλου βεβαιώνουν την παρουσία και την βασιλεία του Δευκαλίωνα στη Θεσσαλία:
«Οἱ ἀπό Δευκαλίωνος τό γένος ἐβασίλευον Θεσσαλίας, ὥς φησιν Ἑκαταῖος καί Ἠσίοδος». (Ησιόδου αποσπάσματα 8 (28). (Hesiodi Carmina, Lipsiae, MCMII (1902), σελ. 133)).
«Προμηθέως δέ παῖς Δευκαλίων ἐγένετο. Οὗτος βασιλεύων τῶν περί τήν Φθίαν τόπων…». (Απολλόδωρος, 1, 7, 2, 1).
Δεν υπάρχουν τόσο αξιόπιστες μαρτυρίες και κυρίως τόσο παλαιές, όσο οι παραπάνω, που να βεβαιώνουν ότι ο σωσμένος από τον κατακλυσμό Δευκαλίωνας βασίλευσε σ” άλλα μέρη.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας βρισκόταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, αλλά και άλλους συγγραφείς και ιστορικούς ερευνητές, η πόλη ή η χώρα που είχε το όνομα Ελλάδα. Είναι η χώρα ή η πόλη που την ίδρυσε ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και στην οποία κατοικούσαν οι άνθρωποι που πρώτοι έφεραν το όνομα Έλληνες. Οι Έλληνες ονομάστηκαν έτσι, όπως είναι γνωστό, από το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, τον Έλληνα. Τέτοια μαρτυρία όμως, τόσο έγκυρη, σαφής και κατηγορηματική, που να μιλάει για τον τάφο του Έλληνα στην περιοχή τους και για τη βασιλεία του Δευκαλίωνα, δεν υπάρχει για τις περιοχές γύρω από τ΄ άλλα τρία βουνά που διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού του Δευκαλίωνα.
Είναι λοιπόν λογικό να θεωρήσουμε ότι στις μυθοπλαστικές ερμηνευτικές απόπειρες για την αναζήτηση των ριζών του κάθε ελληνικού φύλου πρέπει να ταυτίζεται το μέρος όπου γεννήθηκε ο πρόγονος και επώνυμος ήρωας όλων των Ελλήνων, ο Έλληνας, με το μέρος όπου στάθηκε η κιβωτός με τους γονείς του.
Θα ήταν ανακόλουθο στην πρώτη αυθεντική μυθολογική επινόηση να μην ταυτίζονται ο τόπος της πόλης Ελλάδας (ή της χώρας Ελλάδας, εάν η Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ήταν χώρα) και ο τόπος αποβίβασης από την κιβωτό του πρώτου ζευγαριού που σώθηκε, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, των γονιών δηλαδή του Έλληνα,
Ενισχυτικό επιχείρημα υπέρ της υποστηριζόμενης άποψης θεωρούμε ακόμη και το ότι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας επιχωριάζουν συχνά τα ονόματα Δευκαλίων και Πύρρα, των πρώτων δηλαδή ανθρώπων του νέου κόσμου. Το γεγονός αυτό δεν είναι κάτι που συναντάται, σε τόση έκταση, σ” άλλη περιοχή της Ελλάδας.
Έτσι στον Παγασητικό κόλπο έχουμε από εκείνα ακόμη τα χρόνια ακρωτήριο με το όνομα Πύρρα και δυο μικρά νησιά με τα ονόματα Δευκαλίων και Πύρρα:
«Εἶτα ἄκρα Πύρρα καί δύο νησία πλησίον, ὧν τό μέν Πύρρα τό δέ Δευκαλίων καλεῖται• ἐνταῦθα δὲ καὶ ἡ Φθιῶτίς πως τελευτᾷ». (Στράβωνος, Γεωγραφικά Θ, 14).
Δηλαδή: «Έπειτα είναι το ακρωτήριο Πύρρα και δυο νησάκια από τα οποία το ένα λέγεται Πύρρα και το άλλο Δευκαλίων. Και κάπου εδώ τελειώνει η Φθιώτιδα».
«Πύρρα» επίσης λεγόταν σε παλιότερες εποχές και η πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας Μελιταία. Στο σχετικό απόσπασμα του Στράβωνα, το οποίο βεβαιώνει το παραπάνω, υπάρχουν και άλλες σχετικές με το θέμα μας ενδιαφέρουσες πληροφορίες:
«Μελιταιεῖς δ’ ἄπωθεν ἑαυτῶν ὅσον δέκα σταδίους οἰκεῖσθαι τήν Ἑλλάδα πέραν τοῦ Ἐνιπέως, ἡνίκα ἡ ἑαυτῶν πόλις Πύρρα ὠνομάζετο, ἐκ δέ τῆς Ἑλλάδος ἐν ταπεινῷ χωρίῳ κειμένης εἰς τήν ἑαυτῶν μετοικῆσαι τούς Ἕλληνας• μαρτύριον δ’ εἶναι τόν ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ σφετέρᾳ τάφον τοῦ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος υἱοῦ καί Πύρρας. Ἱστορεῖται γάρ ὁ Δευκαλίων τῆς Φθιώτιδος ἄρξαι καί ἁπλῶς τῆς Θετταλίας…» (Στράβωνος, Γεωγραφικά. Θ. 6).
Δηλαδή: «Οι κάτοικοι της Μελιταίας (δείχνουν ως τέτοια τοποθεσία) σε απόσταση δέκα σταδίων από την πόλη τους, πέρα από τον Ενιπέα, όπου ήταν κτισμένη η πόλη Ελλάδα από τα χρόνια που η πόλη τους λεγόταν Πύρρα και οι Έλληνες, επειδή η τοποθεσία της πόλης τους ήταν πολύ χαμηλή, εγκαταστάθηκαν μαζί μ’ αυτούς στην Πύρρα. Απόδειξη δε αυτού, έλεγαν, είναι η ύπαρξη στην αγορά της πόλης τους του τάφου του Έλληνα του γιου του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Όπως λέει η ιστορία, ο Δευκαλίων είχε την εξουσία της Φθιώτιδας και γενικώς της Θεσσαλίας».
Αλλά και ο Αχιλλέας, ο κυριότερος ήρωας του Τρωικού Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε για την Τροία από την Αχαΐα Φθιώτιδα, στην οποία βασίλευε, λεγόταν και Πύρρος ή Πυρράν.
Πύρρος επίσης λεγόταν και ο γιος του Αχιλλέα, (Πλούταρχος, Πύρρος 1, 2) ο γνωστότερος ως Νεοπτόλεμος, ο οποίος ονομάστηκε Πύρρος, σύμφωνα με κάποια μυθολογική εκδοχή, από τον παππού του Λυκομήδη, επειδή είχε κόκκινα μαλλιά. (Παυσανίας 10, 26, 4).
Πύρρα ακόμη λεγόταν, σύμφωνα με κάποια εκδοχή, και η γυναίκα του Αχιλλέα, η κόρη του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, η γνωστή ευρύτερα ως Δηιδάμεια. (Υγίνος, Μυθολογία 16, 1).
Τέλος το όνομα Πυρραία είχε παλιότερα και όλη η Θεσσαλία, όνομα που το πήρε από την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα:
«Τά καθ’ ἕκαστα μέν ταῦτα περί Θετταλίας, καθ’ ὅλου ὅτι Πυρραία πρότερον ἐκαλεῖτο ἀπό Πύρρας τῆς Δευκαλίωνος γυναικός». (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Θ 23).
Ακόμη και σήμερα στην περιοχή Τρικάλων υπάρχει χωριό με το όνομα Πύρρα.
Νομίζουμε ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί τυχαίο και άσχετο με το θέμα που εξετάζουμε και την άποψη που υποστηρίζουμε το γεγονός της τόσο μεγάλης συρροής της ονοματοδοσίας του Δευκαλίωνα και της Πύρρας στην περιοχή γύρω γενικώς από τον ορεινό όγκο της Όρθρης.
Ενισχυτικό της άποψής μας ότι η εκδοχή πως η Όρθρη είναι ο τόπος όπου στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είναι η αυθεντικότερη από όλες τις υπάρχουσες, πρέπει να θεωρηθεί επίσης και τούτο: Το πλοίο με το οποίο διασώθηκαν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, δηλαδή η κιβωτός, λεγόταν «Αργώ» (Μέγα Ετυμολογικό, 176, 34 λ. Αφέσιος Ζευς), όνομα επίσης γνωστό και οικείο στη ίδια περιοχή και από την Αργοναυτική Εκστρατεία και το ομώνυμο καράβι του Ιάσονα, που από την ίδια περιοχή ξεκίνησε για την Αργοναυτική Εκστρατεία.
Στο νότιο, τέλος, μέρος της Πίνδου, συνέχεια του οποίου είναι η οροσειρά της Όρθρης, βρίσκεται μία κορυφή που σήμερα λέγεται Καράβα. Η Καράβα, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ἡ οποία ακόμα και σήμερα ακούγεται στη γύρω περιοχή, ονομάστηκε έτσι επειδή πάνω της στάθηκε το καράβι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
«Ἐκλήθη δὲ οὕτως ἡ κορυφή αὔτη, διότι ἐνταῦθα κατά τήν ὲν τῷ τόπῳ παράδοσιν ἐπεκάθησεν ἡ ναῦς τοῦ Δευκαλίωνος κατά τόν ὁμώνυμον ἐν Θεσσαλίᾳ ἐπισυμβάντα κατακλυσμόν. Εἰς τοῦτο δέ ἀποδίδεται ὑπὸ τῆς παραδόσεως καί τό πεπλατυσμένον τῆς κορυφῆς τῆς Καράβας, φερούσης εὐρύ καί ὡραῖον ὀροπέδιον, ἐνῷ ἅπασαι αἱ παρακείμεναι κορυφαί τοῦ ὅρους ἀπολήγουσιν εἰς ὀξύ». (Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Εν Αθήναις 1880, σελ. 43).
Αλλά και ο Αριστοτέλης, ενισχύοντας τις παραπάνω σκέψεις, συμφωνεί σ’ αυτό λέγοντας ότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έγινε στην πόλη Ελλάδα της Θεσσαλίας.
Σημαντικότατο όμως υποστηρικτή της άποψής μου θεωρώ τον αρχαίο Έλληνα συγγραφέα Ελλάνικο. Ο Ελλάνικος ήταν ένας σημαντικός γενεαλόγος και πολυγραφότατος ιστορικός. Γεννημένος στη Μυτιλήνη γύρω στο 490 π.Χ., ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μυθική παράδοση και έγραψε τα βιβλία του στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Είναι επομένως αρχαιότερος του Απολλόδωρου, σύγχρονος ή και λίγο αρχαιότερος του Ηροδότου, οι οποίοι υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ελλάνικο η κιβωτός του Δευκαλίωνα σταμάτησε πάνω στην Όρθρη.
Η γνώμη του Ελλάνικου για το βουνό στην κορυφή του οποίου στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, αποκλείοντας τον Παρνασό, είναι σαφέστατη υπέρ της Όρθρης: «Ὀ δέ Ἑλλάνικος καί τήν λάρνακα οὐ τῷ Παρνασῷ φησι προσενεχθῆναι, ἀλλά περί τὴν Ὄθρυν τῆς Θεσσαλίας». (Fragmenta Historicorum Graecorum, ‘Εκδοση Muller, Parisiis MCMXXVIII (1928), σελ. 48, απόσπασμα 16).
Όλοι οι παραπάνω λόγοι είναι, νομίζω, ικανοί να επιβεβαιώσουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι από τις υπάρχουσες εκδοχές τις σχετικές με τον τόπο αράγματος της κιβωτού του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, μετά το σταμάτημα του κατακλυσμού ο οποίος κατέστρεψε τον κόσμο, η εκδοχή η οποία δέχεται την Όρθρη, είναι η αρχαιότερη και η αυθεντικότερη.
Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό ν’ αναφέρουμε τις πηγές οἱ οποίες μνημονεύουν τους διάφορους άλλους τόπους στους οποίους σταμάτησε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και να γίνει μία συγκριτική μελέτη. Δεν θα το επιχειρήσουμε όμως. Είναι όλες τους νεότερες από αυτή του Ελλάνικου. Δημιουργήθηκαν απλά για να οικειοποιηθούν κάποιοι άλλοι την πρώτη αρχή του κόσμου.
Μνημονεύουμε ωστόσο μόνο λίγα τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων πηγών με διαφορετικές από τις δικές μας απόψεις.
Το Πάριο Χρονικό π.χ., τὸ οποίο λέει ότι ο Δευκαλίωνας βασίλευε στη Λυκώρεια του Παρνασού, γράφτηκε το 264 ή το 263 π.Χ., δηλαδή διακόσια τριάντα χρόνια περίπου μετά τον Ελλάνικο και – αυτό είναι το σπουδαιότερο – γράφτηκε «κατά παραγγελία», με ό,τι μπορεί να σημαίνει το «κατά παραγγελία».
Ο Άθως, ως τόπος αράγματος της κιβωτού του Δευκαλίωνα, αναφέρεται από τον Σέρβιο, τον Ρωμαίο ρητοροδιδάσκαλο, ο οποίος άκμασε γύρω στο 390 μ.Χ., οχτακόσια ογδόντα ολόκληρα χρόνια δηλαδή μετά τον Ελλάνικο. Ο Άθως αναφέρεται επίσης από τον Βιργίλιο, ο οποίος έζησε από το 70 – 19 π. Χ, τετρακόσια πενήντα περίπου χρόνια μετά. (Εκλογαί, VI, 41).
Τέλος, για ν’ αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σκόπιμης παραποιητικής μυθοπλασίας, ο Λατίνος συγγραφέας και μυθογράφος Υγίνος (συγγραφέας του βιβλίου Genealogiae. Το βιβλίο αυτό δέχτηκε πολλές αλλαγές) ο οποίος έζησε τον δεύτερο αιώνα μ. Χ., πρόσθεσε, κοντά στις τόσες άλλες υπάρχουσες εκδοχές, και μία νέα δική του, εντελώς αυθαίρετη και αστήρικτη και σαφέστατα λατινίζουσα άποψη. Αναφέρει λοιπόν ο Υγίνος, αυξάνοντας τον αριθμό των θέσεων αράγματος της κιβωτού, ότι ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα αποβιβάστηκαν στην Αίτνα!

3. Μία άλλη συνηγορία.
Ο Κέραμβος, ζώντας στην Όρθρη, σώζεται από τον κατακλυσμό

Υποστηρίζουμε ότι η μυθολογική εκδοχή που δέχεται ότι η Όρθρη είναι ο τόπος όπου σταμάτησε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είναι η αρχαιότερη και αυθεντικότερη και ότι οι άλλες εκδοχές είναι νεότερες και ανυποστήρικτες από άλλες συνηγορίες.
Η άποψή μας αυτή ενισχύεται από έναν άλλο, ιδιαίτερο αλλά παράλληλο και σχετικό, μύθο, ο οποίος επίσης αναφέρεται στην Όρθρη. Ο μύθος αυτός, κατά την άποψή μας, δεν πρέπει να παραλείπεται στην συνεκτίμηση των επιχειρημάτων για την τεκμηρίωση των σχετικών απόψεων που αναφέρονται στην Όρθρη. Είναι πολύ σημαντικός και δεν έχει προσεχθεί πολύ.
Σύμφωνα λοιπόν με μια μυθολογική παράδοση την οποία μας διέσωσε ο Οβίδιος, (Μεταμορφώσεις 7, 353 κ. εξ.) εκτός από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, το ζευγάρι που σώθηκε από τον κατακλυσμό, επειδή κλείστηκαν μέσα στην κιβωτό, γλίτωσε και ένας ακόμη άνθρωπος, αν και αυτός βρισκόταν έξω από την κιβωτό. Ήταν ο μοναδικός εκτός κιβωτού σωσμένος από τον κατακλυσμό άνθρωπος. Αυτός ήταν ένας εγγονός του θεού Ποσειδώνα, ο Κέραμβος.
Ο Κέραμβος λοιπόν αυτός, τον οποίο ο Αθανάσιος Σταγειρίτης ονομάζει Τέραμβο, ζούσε, σύμφωνα με τη μυθολογία, πάνω στην Όρθρη, εκεί δηλαδή ακριβώς που στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Ζούσε δηλαδή στον τόπο σωτηρίας. Καμία άλλη διαφορετική άποψη δεν διατυπώθηκε για τον τόπο παραμονής του Κέραμβου.
Και ήταν οι νύμφες της Όρθρης εκείνες οι οποίες, κατά την μυθολογική αυτή παράδοση, που μας διέσωσε ο Οβίδιος, επειδή τον αγαπούσαν ξεχωριστά, για να τον γλιτώσουν από τον βέβαιο πνιγμό που τον περίμενε, τον μεταμόρφωσαν σε σκαθάρι. Το σκαθάρι αυτό, που και σήμερα ζει πάνω στα βουνά και φυσικά και πάνω στην Όρθρη, το λένε Κεράμβυκα από το όνομα του Κέραμβου. Είναι ένα σκαθάρι που τα κέρατά παρουσιάζονται σε σχήμα λύρας.
Γράφει ο Οβίδιος: «Κέραμβος <ὁ> Εὐσείρου τοῦ Ποσειδῶνος καί Εἰδοθέας νύμφης Ὀθρηίδος ὤκει ἐν τῇ γῇ τῶν Μηλιέων παρά τήν ὑπώρειαν τῆς Ὄθρυος. Ἐγένετο δέ αὐτῷ θρέμματα πλεῖστα καί αὐτά ἐποίμαινεν αὐτός. Νύμφαι δέ συνελάμβανον αὐτῶ, διότι αὐτάς ἐν τοῖς ὄρεσι συνθεῖναι καί λύρᾳ πρῶτος ἀνθρώπων κεχρῆσθαι πλεῖστα τε καί κάλλιστα μέλη ποιῆσαι. Τούτων οὖν χάριν λέγουσιν ὀφθῆναι αὐτῷ ποτε νύμφας καί χορεῦσαι πρός τά κρούματα τοῦ Κεράμβου. Πᾶνα δέ τοῦτο κατ’ εὐμένειαν αὐτῷ παραγγεῖλαι καταλιπόντι τήν Ὄθρυν ἐν τῷ πεδίῳ τά πρόβατα ποιμαίνειν. Ἐξαίσιον γάρ τι καὶ ἄπιστον χρῆμα χειμῶνος ἐπεῖναι μέλλειν. Ὁ δέ Κέραμβος ὑπό μεγαλαυχίας ἐκ νεότητος οἷα θεοβλαβής ἀπελαύνειν μὲν ἐκ τῆς Ὄθρυος εἰς τό πεδίον οὐκ ἐγίγνωσκεν, ἀπέρριψε δέ λόγον ἄχαρίν τε καὶ ἀνόητον εἰς τάς νύμφας, ὅτι γένος μέν εἰσιν οὐκ ἐκ Διός, ἀλλ’ ἔτεκεν αὐτάς ἡ Δεινώ τῷ Σπερχειῷ, Ποσειδῶν δέ πόθῳ αὐτῶν Διοπάτρης τάς ἀδελφάς ἐρρίζωσε καί ἐποίησεν αἰγείρους ἄχρι<ς> αὐτός κορεσθείς τῆς εὐνῆς ἀνέλυσε καί πάλιν αὐταῖς ἀπέδωκε τήν ἐξ ἀρχῆς φύσιν. Τοιαῦτα μέν ὁ Κέραμβος ἐκερτόμησεν εἰς τάς νύμφας. Μετά δέ χρόνον ὀλίγον ἐξαίφνης ἐγένετο κρυμός καί ἐπάγησαν αἱ χαράδραι καί πολλή κατέπεσε χιών, καί τά ποίμνια τοῦ Κεράμβου σύν αὐταῖς ἀτραποῖς καί δένδρεσιν ἠφανίσθη. Νύμφαι δέὲ κατέβαλον κατ’ ὀργήν τόν Κέραμβον, ὅτι αὐταῖς ἐλοιδόρησε, καί ἐγένετο [ὑλοφάγος] κεράμβυξ. Φαίνεται δέ ἐπί τῶν ξύλων καί ἔστιν ἀγγύλος ἐκ τῶν ὀδόντων καί συνεχῶς τά γένεια κινεῖ, μέλας, παραμήκης, πτέρυγας στερεας ἔχων, ἐοικώς τοῖς μεγάλοις κανθάροις. Οὗτος [ξ]ὑλοφάγος βοῦς καλεῖται, παρά δέ Θετταλοῖς κεράμβυξ. Τοῦτον οἱ παῖδες παίγνιον ἔχουσι καί τήν κεφαλήν ἀποτέμνοντες φέρουσιν, ἡ δέ ἔοικε σύν τοῖς κέρασι λύρᾳ τῇ ἐκ τῆς χελώνης».
Ο Κέραμβος, κατά τις μυθολογικές εκδοχές που σχετίζονται μ’ αυτόν, πολύ πριν από τον θεό Απόλλωνα, είχε ανακαλύψει και κατασκευάσει τη λύρα. (Νίκανδρος στον Αντωνίνο Λιβεράλη 22). Πρόκειται μάλλον και στην περίπτωση αυτή για αρχαιότατη προολυμπιακή θεότητα που αργότερα με θεοκρασία αφομοιώθηκε από τον Απόλλωνα.
Θα μπορούσε άραγε κάποιος εύκολα να ισχυρισθεί ότι και ο μύθος αυτός του Κέραμβου (ή Τέραμβου) είναι άσχετος με την υποστηριζόμενη άποψή μας; Γιατί άραγε ο μύθος αυτός να θέλει ο Κέραμβος, ο μόνος που σώθηκε από τον κατακλυσμό, να σώζεται και αυτός πάνω στην Όρθρη, εκεί ακριβώς που ο μύθος θέλει να σώζεται ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα; Και γιατί οι νύμφες που φρόντισαν να γλιτώσει ο Κέραμβος από την καταστροφή μεταμορφώνοντάς τον σε σκαθάρι να είναι νύμφες της Όρθρης; Γιατί ένα ανάλογο παράδειγμα διάσωσης δεν υπάρχει στις μυθολογικές εκδοχές και για τα άλλα βουνά τα οποία διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού; Τυχαίο θα θεωρήσουμε το γεγονός ότι δύο μύθοι, εντελώς άσχετοι μεταξύ τους, οι οποίοι όμως μιλούν για ανθρώπους που σώθηκαν από τον κατακλυσμό, αναφέρουν ως τόπο διάσωσής τους την Όρθρη; Η βιαστική παραποίηση του αρχικού μύθου του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και η προσπάθεια οικειοποίησής του από άλλες περιοχές δεν φρόντισε να εξαφανίσει ή να τροποποιήσει παράλληλα και τον ξεχασμένο μύθο του σωσμένου από τις νύμφες της Όρθρης Κέραμβου.
Υπάρχουν μάλιστα, ενισχυτικές του παραπάνω ισχυρισμού μας, κάποιες άλλες μυθολογικές αναφορές άλλων περιοχών για ανθρώπους που σώθηκαν και αυτοί από τον κατακλυσμό. Στις περιπτώσεις αυτές όμως – και εδώ βρίσκεται ένα άλλο αξιοπρόσεκτο και επιβεβαιωτικό της υποστηριζόμενης άποψής μας σημείο – εκείνοι που σώθηκαν, γλίτωσαν όχι παραμένοντας στον τόπο τους αλλά κολυμπώντας και απομακρυνόμενοι από τις πατρίδες τους, επειδή εκεί θα πνίγονταν, γιατί αυτές σκεπάστηκαν από τα νερά.

4. Ορθρηίδα, η μητέρα όλων των Ελλήνων.
Το πιο ισχυρό επιχείρημα

Στη συνέχεια του μύθου για τον κατακλυσμό βρίσκουμε και ένα ακόμη επιχείρημα ενισχυτικό της άποψής μας ότι η εκδοχή που θέλει την κιβωτό του Δευκαλίωνα να σταματάει πάνω στην Όρθρη είναι η αρχαιότερη, η γνησιότερη και η αυθεντικότερη από όλες τις άλλες. Είναι, θαρρώ, το πλέον ισχυρό επιχείρημα, ικανό να καταρρίψει κάθε αντίθετό του. Γι’ αυτό και το αφήσαμε τελευταίο.
Μετά το τέλος του κατακλυσμού, λένε οι σχετικοί μύθοι, όταν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα βγήκαν από την κιβωτό, βρέθηκαν μόνοι τους πάνω στη γη. Δεν μπορούσαν όμως να ζήσουν χωρίς να έχουν και άλλους ανθρώπους κοντά τους. Παρακάλεσαν τότε τον καλό τους προστάτη Δία, που τους αγαπούσε ιδιαίτερα, να δημιουργήσει και πάλι ανθρώπους για να μην είναι μόνοι τους στον κόσμο. Τον παρακάλεσαν να δημιουργηθούν και πάλι άνθρωποι.
Ο Δίας, λένε οι σχετικοί μύθοι, άκουσε την προσευχή των αγαπημένων του και τους συμβούλεψε να κάνουν το εξής: Καθώς θα περπατούσαν πάνω στη γη ολομόναχοι, να «ρίχνουν πίσω τους τα κόκαλα της μάνας τους».
Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, αφού σκέφτηκαν λίγο τα θεϊκά λόγια, κατάλαβαν, λέει ο μύθος, ότι «μάνα» τους δεν μπορούσε να ήταν άλλη παρά η γη (Γαία) και τα «κόκαλά» της δεν μπορούσε να ήταν τίποτε άλλο παρά το σκληρό μέρος της μάνας τους γης (Γαίας), δηλαδή οι πέτρες της γης.
Στο σημείο αυτό δεν μπορεί βεβαίως να μη συνυπολογίζεται το ότι η Γαία (γη) ήταν η μητέρα, «μάνα», των Τιτάνων, των πρώτων θεών που, όπως είδαμε στον πόλεμο με τους θεούς του Ολύμπου, είχαν έδρα την Όρθρη, και απόγονοί τους ήταν όλοι οι άνθρωποι. Δεν είχε δηλαδή η αναφορά της Γαίας ως μητέρας του Δευκαλίωνα και της Πύρρας μεταφορική σημασία αλλά κυριολεκτική. Στις αναμνήσεις των ανθρώπων υπήρχε σταθερή η εντύπωση ότι η Γαία ήταν η μεγάλη μητέρα όλων.
Άρχισαν λοιπόν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα να πετούν πίσω τους πέτρες και το θαύμα έγινε. Οι πέτρες που έριχναν πίσω τους μεταμορφώνονταν αμέσως σε ανθρώπους. Οι πέτρες του Δευκαλίωνα γίνονταν άντρες και οι πέτρες της Πύρρας γυναίκες. (Πίνδαρος, Oλύμπια, 9, 44 κ. εξ).
Ο Απολλόδωρος λέει για το θέμα αυτό : «Καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς αἴρων ἔβαλε λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες» (Βιβλιοθήκη 1. 7, 2, 5).
Κατά τον Απολλόδωρο, (Βιβλιοθήκη, 1, 7, 2, 5. «Όθεν και λαοί μεταφορικώς ονομάσθησαν από το λας δηλ. λίθος») αλλά και σύμφωνα με τους ετυμολόγους επιστήμονες, οι διάφοροι λαοί της γης ονομάστηκαν έτσι από τη λέξη «λᾶας» (γενική: τοῦ λᾶος) γιατί έγιναν από το «λᾶας» που σημαίνει λίθος, πέτρα.
Εξάλλου, σύμφωνα με μία άποψη, η λέξη «λᾶας» είναι σύστοιχη του ρήματος «κλύω» που σημαίνει και υπακούω, και επομένως «λᾶας» σημαίνει και υπήκοος. Ρίζα της λέξης «λᾶας» είναι το θέμα «λᾶ», που και μόνο του σημαίνει δᾶ, γῆ. Κατά τον Ησίοδο οι πρώτοι αυτοί άνθρωποι, που κυριολεκτικά έγιναν από τις πέτρες, ήταν οι Λέλεγες. Έτσι, συνεχίζει ο μύθος, από τις πέτρες που έριχναν οι δύο αγαπημένοι του Δία, έγιναν όλοι οι λαοί, πάνω στη γη.
Της ίδιας ρίζας προφανώς με το λάας είναι και οι λέξεις: λάλλαι (βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθες ποταμού), λάας και λεία και λέα (πληθ. λαιοί) (πέτρες με το βάρος των οποίων κρατούσαν τεντωμένες τις κλωστές του στημονιού του όρθιου αργαλειού), λαϊβολώ (λιθοβολώ), λαϊβολία (λιθοβολισμός), λαιός (πετροκότσυφας), λάινος (1. κατασκευασμένος από μάρμαρο 2. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά), λαϊνότευκτος (πέτρινος), λαϊνυφής (πέτρινος), λαΐτης (άνθρωπος του λαού), λαΐνθη (πέτρινη λάρνακα), λαίλας (ο τύραννος ή άρχοντας που δεν κατάγεται από κάποιο γένος αλλά από τον απλό λαό), λάιγξ (1. μικρός λίθος 2, (γενικά) λίθος). Στην Κύπρο τη λέξη λαός την αποδίδουν με τη λέξη οι λάας (Βλέπε: ΓΛΩΣΣΑ, ειδικό ένθετο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, της 24 Ιουλίου 1999, σελ. 3).
Το μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας για τη δημιουργία των ανθρώπων από τις πέτρες που έριχναν πίσω τους μιμήθηκαν κάπως και οι κατασκευαστές ενός άλλου μύθου. Ο Κέκροπας, ο βασιλιάς των Αθηνών, θέλησε κάποτε να μετρήσει τους Αθηναίους. Παράγγειλε λοιπόν κάθε κάτοικος να έρχεται στο τόπο καταγραφής και να ρίχνει από μία πέτρα. Στο μύθο του Δευκαλίωνα έγιναν τόσοι άνθρωποι όσες πέτρες ρίχτηκαν. Στο μύθο του Κέκροπα ρίχτηκαν τόσες πέτρες όσοι ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στην Αθήνα.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής (Ποικίλη Στοά, 1887, σελ. 200 – 207) και μ’ αυτό συμφωνεί και η επιστήμη της ετυμολογίας – υποστηρίζει ότι και η λέξη Λάρισα, (πόλη της Θεσσαλίας αλλά και ειδικότερα μία πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας πάνω στην Όρθρη, η γνωστή ως Κρεμαστή Λάρισα, όπως και άλλες πόλεις με το ίδιο όνομα) της οποίας η αρχική μορφή ήταν λάρσα, παράγεται από τη λέξη λᾶας και ότι αρχικά λεγόταν και λάσσα. Λάρισα εξάλλου σημαίνει φρούριο, οχυρό.
Ένα δημοτικό τραγούδι που τραγουδιέται σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και στην περιφέρεια Αλμυρού λέει: «Λαλούδι της Μονεμβασιάς και Κάστρο της Λαμίας και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού ν’ ανοίξεις νά ‘μπω μέσα. . .». Έχω ζωηρή την εντύπωση ότι η λέξη «Λαλούδι» του τραγουδιού αυτού (και όχι «Λελούδι» ή «Λουλούδι», που από παραποίηση, λόγω άγνοιας, λέγεται σε κάποιες παραλλαγές) έχει την ίδια ρίζα «λας» και σημαίνει κάστρο, φρούριο, οχυρό. Τόσο το δεύτερο από τα αναφερόμενα τρία στοιχεία, το «Κάστρο της Λαμίας» όσο και το τρίτο, το «Παλαμήδι τ’ Αναπλιού» είναι φρούρια, κάστρα, οχυρά. Η συνηθισμένη αντιμετώπιση των τριών ομοίων στοιχείων στα δημοτικά τραγούδια οδηγεί στη σκέψη ότι δεν μπορεί παρά και το πρώτο, το «Λαλούδι της Μονεμβασιάς», να σημαίνει το ίδιο δηλαδή κάστρο, φρούριο, οχυρό.
Προσωπικά θυμάμαι τον παππού μου, τον οποίο εμείς, τα «γραμματισμένα» εγγόνια του προσπαθούσαμε να τον διορθώσουμε, όταν το τραγουδούσε, και να πει «Λουλούδι της Μονεμβασιάς», αν και έδειχνε ότι μας πίστευε, γιατί δεν είχε επιχειρήματα πειστικά, να παρασύρεται από τις μακροχρόνιες, άδολες και «αδιόρθωτες» αναμνήσεις του, όταν του ερχόταν το κέφι να τραγουδήσει και να ξαναλέει επιμένοντας σ’ ό,τι αυτός ήξερε «Λαλούδι της Μονεμβασιάς. . .». Τώρα σκέφτομαι πόσο εμείς «οι γραμματισμένοι» πρέπει ν’ ακούμε προσεχτικά όσα λέει ο σοφός λαός μας.
Δεν έγιναν όμως και οι Έλληνες, για να γυρίσουμε στο μύθο μας, με τον ίδιο τρόπο, όπως οι άλλοι λαοί. Οι Έλληνες δεν έγιναν από πέτρες! Πώς θα ήταν δυνατόν, εξάλλου, για τους Έλληνες στους μύθους, τους οποίους οι ίδιοι κατασκεύαζαν, να επιτρέψουν ν’ αναφέρεται και για τους εαυτούς τους ο ίδιος, τόσο απλοϊκός, κοινός και ταπεινωτικός τρόπος δημιουργίας τους, με τον οποίο δημιουργήθηκαν οι άλλοι λαοί! Να γίνουν και οι Έλληνες από τις πέτρες! Όχι δα! Έπρεπε, μέσα στον όλο μύθο, να βρεθεί τρόπος να εξασφαλιστεί το «περιούσιον» του λαού τους, η ιδιαιτερότητά τους και η ανωτερότητα της φυλής τους! Αυτοί έπρεπε οπωσδήποτε να ξεχωρίζουν. Όλοι οι λαοί στις μυθολογίες τους, εξάλλου, θέλουν να παρουσιάζονται ως περιούσιοι.
Πολλοί λαοί ισχυρίστηκαν με μύθους που έπλασαν, κατά καιρούς, ότι ήταν ο εκλεκτός λαός του θεού, ο «περιούσιος». Κανένας τους όμως δεν μυθόπλασε, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του αυτό, ωραιότερη αλλά και απλούστερη ιστορία από αυτή των Ελλήνων. Κανένας λαός, διεκδικώντας, ανάμεσα στους άλλους λαούς, για τον εαυτό του το «περιούσιον», δεν προσδιόρισε με τόσο όμορφο αλλά και φυσικό τρόπο την υπάρχουσα διαφορά του από τους άλλους. Να γιατί η Ελληνική Μυθολογία είναι η ωραιότερη στον κόσμο και να γιατί έγινε αγαπητή και γνωστή σ’ όλο τον κόσμο.
Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, γέννησαν, λοιπόν, λέει ο σχετικός μύθος, και δικά τους παιδιά, όχι σαν αυτά που έγιναν από πέτρες, αλλά με τον κανονικό τρόπο με τον οποίο γεννιούνται τα παιδιά.
Ένα από αυτά τα παιδιά, το πρώτο και σημαντικότερο, ήταν αυτό που ονομάστηκε Έλληνας. Αυτός είναι εκείνος που έγινε πατέρας, πρόγονος και επώνυμος ήρωας όλων των Ελλήνων!
Ο τάφος του Έλληνα, όπως αναφέραμε παραπάνω, βρισκόταν στην Όρθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας. Οι κάτοικοι της Μελιταίας μάλιστα έδειχναν τον τάφο αυτόν στον τόπο τους. Ο Έλληνας έχτισε εκεί κοντά μία πόλη που την ονόμασε Ελλάδα. Και αυτή η πόλη βρισκόταν πάνω στην Όρθρη. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν υπάρχει και δεν αναφέρεται για κανένα απ’ όλα τ’ άλλα βουνά που διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
Από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκαν, εκτός από τον Έλληνα, ο Αμφικτύονας και η Πρωτογένεια και άλλα παιδιά. Ο Αμφικτύονας πήγε στην Αττική όπου παντρεύτηκε την κόρη του Κραναού. Έδιωξε από τον θρόνο τον πεθερό του κι έγινε αυτός βασιλιάς. Διοικούσε όμως άσχημα και έτσι στα δώδεκα χρόνια της βασιλείας του ξεσηκώθηκε ο λαός με αρχηγό τον Εριχθόνιο και τον έδιωξαν.
Αργότερα κάποιοι άλλοι Έλληνες μυθοπλάστες δεν ένιωθαν και τόση ικανοποίηση για την ιδιαιτερότητα και την ανωτερότητα της φυλής τους και δεν ικανοποιούνταν με τόσο μόνο «περιούσιον», απλά και μόνο δηλαδή με το να κατάγονται οι Έλληνες από τον φυσικό γιο του Δευκαλίωνα και οι άλλες φυλές της γης από τις πέτρες.
Δεν υπήρχε στη μορφή αυτή του μύθου αρκετό «περιούσιον». Δεν τους φαινόταν πολύ μεγάλη και αξιόλογη η διαφορά τους αυτή στην καταγωγή. Έπρεπε αυτή η απόστασή τους από τους άλλους λαούς να γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Εξάλλου πίστευαν ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Είπαν λοιπόν και διέδωσαν παντού ότι, για να γεννηθεί ο Έλληνας, δεν βοήθησε καθόλου ο Δευκαλίωνας. Ο ίδιος ο Δίας επισκέφθηκε και πλάγιασε με την Πύρρα.
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία στο μύθο μας, για την ενίσχυση της υποστηριζόμενης άποψής μας, δεν είναι μόνο ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες γεννήθηκαν από τον Έλληνα, ανεξαρτήτως του αν αυτός ήταν γιος του Δευκαλίωνα ή του Δία, ούτε ακόμα και το ότι ο Έλληνας έζησε πάνω στην Όρθρη και θάφτηκε σ’ αυτή.
Ο Έλληνας, γιος του πρώτου ζευγαριού, ζούσε πάνω στην Όρθρη. Ωστόσο το αξιοπρόσεκτο σημείο, που θέλουμε να τονίσουμε, για το θέμα που μας απασχολεί, δεν είναι μόνο ποιος ήταν ο πατέρας του Έλληνα, ούτε ακόμη μόνο το ότι ο Έλληνας ήταν ο πρόγονος και επώνυμος ήρωας των Ελλήνων. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και μάλιστα καθοριστική και κυρίαρχη σε σχέση με την Όρθρη και την Αχαΐα Φθιώτιδα και την υποστηριζόμενη άποψή μας είναι το ποια ήταν η μητέρα των Ελλήνων. Εξάλλου «η γενιά κρατάει από τη μήτρα».
Ποια ήταν λοιπόν η γυναίκα με την οποία ζευγαρώθηκε ο Έλληνας και η οποία έγινε έτσι η μητέρα όλων των Ελλήνων;
Ο Έλληνας, συνεχίζει ο μύθος, ζευγαρώθηκε με μία νύμφη, τη νύμφη Ορθρηίδα. Ο Στέφανος Κομμητάς, στο βιβλίο του «Ελληνική Μυθολογία», το οποίο είναι μία πολύ καλή συνοπτική έκδοση της Μυθολογίας του Αθανασίου Σταγειρίτη, της «Ωγυγίας», αναφέρει τις νύμφες της Όρθρης με την γενική προσωνυμία «Ορθρυΐδες» αλλά μνημονεύει και μία συγκεκριμένη νύμφη με όνομα Ορθρυΐδα, όπως και μία άλλη νύμφη με όνομα Ορσηίδα. Η διαφορά στη λέξη μεταξύ της γραφής Ορθρηίδας και της γραφής Οθρηίδας οφείλεται στις δύο γραφές του ονόματος που υπάρχουν για το ίδιο αυτό βουνό: Όρθρη και Όθρη ή σε παλαιότερη μορφή Όρθρυς και Όθρυς.

5. Το πρόβλημα με τη νύμφη Οθρηίδα ή Ορσηίδα

Γυναίκα λοιπόν του Έλληνα και μητέρα επομένως των παιδιών του, των Ελλήνων, ήταν μία νύμφη της Όρθρης. Θα επιμείνουμε στο σημείο αυτό γιατί είναι κάτι που μερικοί ερευνητές φαίνεται να το παρακάμπτουν ή δεν το αντιμετωπίζουν με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα.
Το όνομα της νύμφης που έγινε γυναίκα του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και μητέρα του Δώρου, του Αίολου και του Ξούθου – και από αυτούς πρόγονος όλων των Ελλήνων – παρουσιάζεται στους διάφορους συγγραφείς με τις μορφές: Ὀρσηίς, Ὀρθρηίς, Ὀρθρυΐς.
Κάποιοι λοιπόν αναφέρουν το όνομα Ορσηίδα και άλλοι το Ορθρηίδα ή Ορθρυΐδα. Αρκετοί, μελετητές θέλοντας προφανώς ν’ αποφύγουν την διερεύνηση του προβλήματος αυτού δέχονται ότι και οι δύο γραφές αναφέρονται σε μία και την ίδια νύμφη και άλλοι φαίνεται να δέχονται ότι υπήρχαν δύο διαφορετικές νύμφες, με δύο διαφορετικά ονόματα, η Ορσηίδα και η Ορθρηίδα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια νύμφη, η οποία, ζούσε πάνω στην Όρθρη πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και αμέσως μετά τον κατακλυσμό μαζί με τον άντρα της, τον Έλληνα. Ο Έλληνας και η Ορθρηίδα είχαν παιδιά τους, σύμφωνα με πολλούς μυθογράφους, τον Δώρο, τον Αίολο, τον Ξούθο και σύμφωνα με τον Ελλάνικο και την Ξενοπάτρα.
Κατά τον Απολλόδωρο:
«Ἕλληνος δέ καί νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος, Ξοῦθος, Αἴολος. Αὐτός μέν οὖν ἀφ’ αὑτοῦ τούς καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δέ παισίν ἐμέρισε τὴν χώραν καί Ξοῦθος μέν λαβών τήὴν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιόν ἐγέννησε καί Ἴωνα, ἀφ’ ὧν Ἀχαιοί καί Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δέ τήν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβών τούς κατοίκους ἀφ’ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δέ βασιλεύων τῶν περί τήν Θεσσαλίαν τόπων τούς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσεν». (Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Ι, 7, 3).
Στην «Ελληνική Μυθολογία» της «Εκδοτικής Αθηνών» (Τόμος 3ος, σελ. 117) ο Ιωάννης Θ. Κακριδής, τεκμηριώνοντας τα όσα γράφει για τον Αίολο αθροιστικά με τα εξής αποσπάσματα: 1) Ησίοδος, απόσπ. 10, 2) Στησίχορος, απόσπ. 50 P, 3) Απολλόδωρος 1, 51 και 1, 87 πρβ. και 3, 117 4) Παυσανίας 4, 2, 2 και 4, 3, 7, γράφει με σαφέστατο τρόπο: «Ο Αίολος ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας και επομένως εγγονός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και αδερφός του Δώρου και του Ξούθου».
Κατά τον Ελλάνικο, γεννημένο γύρω στα 490 π.Χ., γενεαλόγο και πολυγραφότατο ιστορικό, που έγραψε τα έργα του στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., πολύ αρχαιότερο του Απολλόδωρου, σύγχρονο ή και λίγο αρχαιότερο του Ηροδότου, η «νύμφη» αυτή (η σύζυγος του Έλληνα) ονομαζόταν «Ὀρθρηίς». Πληρέστερος μάλιστα ο Ελλάνικος του Απολλόδωρου, αναφέρει ότι εκτός από τα τρία αγόρια (Δώρος, Αίολος, Ξούθος) η Ορθρηίδα είχε και μία κόρη, την Ξενοπάτρα. (Ελλάνικος, Fragmenta Historicorum Graecorum, Έκδ. Muller, Parisiis MCMXXVIII (1928), σελ. 47, απόσπασμα 10).
Ορθρηίδα επίσης αποκαλεί τη «νύμφη» και ο αρχαίος Σχολιαστής τού Πλάτωνα («Συμπόσιο» P. 208 d.), που συμπληρώνει τα λόγια του Πλάτωνα για τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο κ. ά.
Αλλά ο Ελλάνικος είναι πληρέστερος και από τον παραπάνω Σχολιαστή του «Συμποσίου» του Πλάτωνα. Αναφέρει λοιπόν τη «νύμφη» με το όνομα Ορθρηίδα: «Γίνεται γάρ Δευκαλίωνος μέν καί Πύῤῥας, ὡς δέ τινες, Διός καί Πύρρας, Ἕλλην• Ἕλληνος δὲ καὶ Ὀρθρηΐδος, Ξοῦθος, Αἴολος, Δῶρος, Ξενοπάτρα». (Ελλάνικος, Fragmenta κ.τ.λ. ό. π. σελ.. 47).
Παρ” όλες όμως τις σαφέστατες παραπάνω αναφορές των αρχαίων συγγραφέων ως προς την ορθή γραφή του ονόματος της νύμφης, η στάση των ερευνητών, όπως μπορεί να διαπιστώσει ένας προσεκτικός μελετητής του θέματος, δείχνει μία δυσκολία και αποφυγή αποκλεισμού τού ενός ή του άλλου ονόματος. Δεν φαίνεται να θέλουν να λύσουν το πρόβλημα. Δεν φαίνεται μάλλον και να τους απασχολεί το πρόβλημα έντονα. Δεν έγινε το θέμα αυτό αντικείμενο κάποιας συστηματικής έρευνας και μελέτης. Δέχτηκαν οι περισσότεροι αρκετά αβασάνιστα τη διάζευξη «Ορθρυΐς» ή «Ορσηίς» χωρίς, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, ειδική, συστηματική και διεξοδική έρευνα. Δεν τους απασχόλησε το θέμα ιδιαίτερα, ίσως ως επουσιώδες.
Ειδικότερα οι Muller – Graupa στο άρθρο «Όρσηίς» αναφέρουν τα δύο ονόματα διαζευκτικά και ισοδύναμα: η «νύμφη» λεγόταν «Ὀρσηίς» ή «Ὀρθρηίς» (Real Enzykloradie Band 2).
Ο Απόστολος Σ. Αρβανιτόπουλος γράφει για την Ορσηίδα, αναφερόμενος στο θέμα μας: «Νύμφη, σύζυγος τοῦ Ἕλληνος, μήτηρ τοῦ Δώρου, Ξούθου καί Αἰόλου καί τῆς Ξενοπάτρας. Ἕτερος τύπος τοῦ ὀνόματος Ὀρθρηίς». (Άρθρο «Ορσηίς» στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη).
Ο Ulrich von Willamowitz Moelendorf («Der Glaube der Hellenen», Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 1959 (ανατύπωση), τόμος 1, σελ. 64 και σημείωση 7 και σελ. 65) μιλώντας για τη γενεαλογία του Δευκαλίωνα, της Πύρρας και του Ιαπετού, δίνει κάποια στοιχεία: «Ἕλλην» και «νύμφη» με τέκνα Δώρος, Ξούθος, Αίολος, Ξενοπάτρα και επιμένει στη «νύμφην» και στην «Ὄρθρυν». Λέει : «Το όνομα της νύμφης δεν είναι σίγουρο αν ήταν «Ὀχρηίς» (υποθέτω πως αποτελεί παραδρομή του «Ὀρσηίς») ή «Ὀθρυΐς»». Η νύμφη ωστόσο χαρακτηρίζεται από τον Ultrich von Willamowitz «νύμφη της Όθρυος» (Nymphe der Othrys), «κάτι που καθορίζει την κατοικία της νύμφης (φυσικά και του συζύγου της Έλληνα) στην Ελλάδα τού Ομήρου» (…vas seinem Wohnsitz in dem Hellas Homers Festlegt…)
Λέει ακόμη ο Willamowitz ότι η Όρθρη είναι σπάνια στους μύθους ή θρύλους (Sagen), αλλά συμφωνεί με τον Ησίοδο (Θεογονία, στ. 632) ότι από την Όρθρη) οι Τιτάνες πήγαιναν εναντίον των Ολυμπίων θεών. Οι άνδρες των νυμφών ήταν Τιτάνες.
Αλλά και ο Απολλόδωρος, όπως είδαμε, συνδέει την «Ορσηίδα» μέσω τού γιου της Αίολου με τους θεσσαλικούς τόπους.
Ο Στέφανος Κομμητάς, αναφέροντας τις ομάδες των νυμφών με τα γενικά ομαδικά ονόματά τους, ονόματα που παράγονταν συνήθως από τον τόπο καταγωγής και διαβίωσης ή και από άλλα πρόσωπα και γεγονότα, μνημονεύει, ανάμεσα στις άλλες, νύμφες με τη γενική ονομασία «Ὀρθρυΐδες, ἀπὸ Ὄρθρυος, ὄρους τῆς Θεσσαλίας». Στον ονομαστικό κατάλογο δε των επισημοτέρων και γνωστοτέρων νυμφών αναφέρει δύο νύμφες, μία το όνομα «Ὀρθρυΐς» και μία δεύτερη με το όνομα «Ὀρσηΐς». Αναφέρει ακόμα «Τούτων δέ, πολλαί μέν μιγεῖσαι ἤ μέ θεοὺς ἤ μέ ἄνδρας ἐγέννησαν τέκνα, οἷον … .Ἡ Ὀρσηΐς ἐγέννησεν ἐκ τοῦ Ἕλληνος τὸν Δῶρον, τὸν Ξοῦθον καὶ τὸν Αἴολον». Άρα η Ὀρσηίς έχει στον Κομμητά τα συγγενικά γνωρίσματα της Ὀθρυΐδος.
Από πλευράς ερευνητών επομένως, σε συνδυασμό και με τις αρχαίες πηγές, το όνομα της «νύμφης» ήταν «Ὀρσηίς» ή «Ὀρθρηίς» (Muller – Graupa), το «Ὀρσηίς» αποτελεί άλλον τύπο του «Ὀρθρηίς» (Αρβανιτόπουλος). Είτε «Ὀρσηίς» (από παραδρομή «Ὀχρηίς», όπως υποθέσαμε) λεγόταν η νύμφη που έγινε σύζυγος του Έλληνα, είτε «Ὀρθρυΐς», η «νύμφη» χαρακτηρίζεται «νύμφη τῆς Ὄθρυος», «σύζυγος του Έλληνα» με επικράτεια την περιοχή τής «Ὄθρυος» που συμπίπτει με την ομηρική Ελλάδα φτάνοντας ως τους Τιτάνες της Θεογονίας τού Ησιόδου (Willamovitz).
Ορθρηίδα, ασφαλώς, πέρα από κάθε αμφιβολία, σημαίνει νύμφη της Όθρης, είτε αυτή θεωρηθεί ως μία επώνυμη και συγκεκριμένη νύμφη είτε ως γενική τοπική προσωνυμία των νυμφών της Όθρης, των Οθρηίδων.
Από το γάμο αυτό του Έλληνα και της Οθρηίδας γεννήθηκαν ο Αίολος, πρόγονος και επώνυμος ήρωας των Αιολέων, ο Δώρος που έγινε επώνυμος ήρωας και πρόγονος των Δωριέων, και ο Ξούθος, από τον οποίο αργότερα γεννήθηκαν ο Αχαιός και ο Ίωνας, πρόγονοι και επώνυμοι ήρωες αντίστοιχα των Αχαιών και των Ιώνων.
Όλες λοιπόν οι βασικές ελληνικές φυλές, Αχαιοί, Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς, κατάγονταν από τον Έλληνα και την νύμφη της Όρθρης της Αχαΐας Φθιώτιδας, την ονομαζόμενη Ορθρηίδα ή έστω μία Ορθρηίδα νύμφη. Αυτά είδαμε να επιβεβαιώνονται και από τα σχετικά αποσπάσματα του Στράβωνα.
Έπειτα από αυτά σε συνδυασμό και με προσωπικές εκτιμήσεις μας που στηρίζονται και σε άλλους σχετικούς μύθους που αναφέρονται σε άλλα σημεία της εργασίας μας, αλλά και την εξέταση του «έτυμου» της λέξης, καταλήγουμε στα ακόλουθα:
Το όνομα της «νύμφης» είναι παράγωγο της λέξης «Ὄ(ρ)θρυς», η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή σηκώνεται, υψώνεται («ὄρνυται») στο κέντρο περίπου του χώρου τής ομηρικής επικράτειας του Αχιλλέα. Ὄρνυμαι σημαίνει επίσης «ορμώ με μανία εναντίον κάποιου», επιτίθεμαι, έννοιες που παραπέμπουν στους ορμητικούς αγώνες των Τιτάνων από την Ό(ρ)θρη (=ορμητήριο).
Κατά τον Ησύχιο στους Κρήτες η λέξη Ὄθρυν σήμαινε βουνό. Από την ίδια ρίζα «ορ» (λατινικό orior) προκύπτουν και το «Ὀρθρυΐς» (ή «Ὀρθρηίς») και το «Ὀρσηίς».
Το «Ὀρσηίς» φαίνεται αμεσότερο παράγωγο της προστακτικής αορίστου «ὄρσο» ή «ὅρσεο» και το «Ὀρθρηίς» αμεσότερο παράγωγο του απαρεμφάτου «ὄρθαι». Ετυμολογικά συγγενικές είναι και οι λέξεις «ὄρθρος», «ὀρθρίζω», «ὀρσίμαχος», «ὀρσινεφής».
Ακουστικά και ετυμολογικά πιο κοντά στο ρήμα βρίσκεται, νομίζουμε, το «Ὀρθρηίς» ή «Ὀρθρυΐς», που απηχεί τον απαρεμφατικό παρακείμενο με σημασία ενεστώτα «ὄρθαι» και φαίνεται αρχαιότερος τύπος τού «Ὀρσηίς», που έχει άμεση αφετηρία αόριστο. Το «Ὀρσηίς» και περισσότερο το «Ὀρθρηίς» ή «Ὀρθρυΐς» (κάτι που διαβλέπουμε και πιο πάνω στον Willamowitz) συνδέει τη «νύμφη» με την «Ὄ(ρ)θρυν» και ονοματικά. Οι ιδιότητές της ως συζύγου τού Έλληνα, ως μητέρας των τριών φυλετικών προπατόρων μας «Δώρου», «Αιόλου» και «Ξούθου», ως βασίλισσας και κατοίκου τής ομηρικής Ελλάδας μάς οδηγούν τελικώς στο συμπέρασμα ότι «ἡ νύμφη τῆς Ὄθρυος», (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τού Willamowitz) και μαζί της η «Ὄθρυς» βρίσκονται στη φυλογενετική απαρχή όλων των Ελλήνων.
Στη θέση αυτή θα πρέπει να μνημονεύσουμε, ως ενισχυτική της άποψής μας και τη γνώμη του Ελλάνικου που βεβαιώνει ότι η λάρνακα (κιβωτός) του Δευκαλίωνα και της Πύρρας σταμάτησε πάνω στην Όθρη, όπως αναφέραμε προηγουμένως.
Ωστόσο όλη αυτή η παραπάνω λεπτομερής ανάλυση για το «έτυμο» του ονόματος της νύμφης μπορεί να θεωρηθεί περιττή για το θέμα που μας απασχολεί. Είτε τη νύμφη την ονόμαζαν Ορθρηίδα, είτε Οθρηίδα, είτε Ορσηίδα είναι βέβαιο ότι το όνομά της δείχνει την καταγωγή της και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη παρά το βουνό Όθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Για ποιο λόγο, αν η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είχε σταθεί στον Παρνασσό, η νύμφη που συνάντησε εκεί ο Έλληνας δεν ήταν η Παρνασσίδα, ή Παρνασσηίδα ή κάτι που να θυμίζει το βουνό αυτό; Και αν σταμάτησε στη Δωδώνη γιατί εκεί ο Έλληνας δε βρήκε τη Δωδωνίδα ή τη Δωδωνιάδα ή τη Δωδώνη ή κάτι ανάλογο και ομόρριζο; Γιατί η νύμφη δεν λεγόταν Αθωνίδα ή Αθωνιάδα εάν υποθέσουμε ότι τόπος αράγματος της κιβωτού ήταν ο Άθως; Θεωρούμε βεβαίως περιττό να σχολιάσουμε και την πολύ νεότερη και σαφώς και εντόνως λατινίζουσα εκδοχή της Αίτνας.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (6η συνέχεια)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

ΟΙ «ΠΡΟΤΕΡΟΙ ΘΕΟΙ» ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ
1. Τιτάνες. Η πρώτη θεϊκή δυναστεία

Σύμφωνα μ’ όλες τις υπάρχουσες εκδοχές της Ελληνικής Μυθολογίας για τη δημιουργία του κόσμου και το ρόλο των θεών σ’ αυτήν, πριν επικρατήσει η δυναστεία των θεών του Ολύμπου, ήταν κυρίαρχη η δυναστεία άλλων θεών, των Τιτάνων.
Αυτοί είχαν αρχηγό τους τον Κρόνο, το γιο του Ουρανού και της Γαίας. Οι Τιτάνες αυτοί λέγονταν και Ουρανίωνες, γιατί ήταν γιοι του Ουρανού. Αυτοί ήταν οι πρώτοι θεοί, οι «πρότεροι θεοί», όπως τους ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Οι Τιτάνες ήταν δώδεκα. Ήταν όλοι τους παιδιά του Ουρανού και της Γαίας. Έξι από αυτούς ήταν άντρες (Τιτάνες): ο Ωκεανός, ο Κοίος, ο Κρείος (ή Κρίος ή Κριός), ο Υπερίωνας, ο Ιαπετός και ο Κρόνος. Οι άλλοι έξι ήταν γυναίκες (Τιτανίδες): η Τηθύς, η Φοίβη, η Θεία, η Ρέα, η Θέμιδα (Κατά τον Μένανδρο η Θέμιδα ήταν μητέρα του Κρόνου και όχι αδελφή του) και η Μνημοσύνη:

« . . . . . . . . . . . αὐτάρ ἔπειτα
Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ’ Ὠκεανόν βαθυδίνην,
Κοῖόν τε Κρῖόν θ’ Ὑπερίονά τ’ Ἰαπετόν τε
Θείαν τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημνοσύνην τε
Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ’ ἐρατεινήν.
Τοὺς δὲ μέθ’ ὁπλότατος γένετο Κρόνος ἀγκυλομήτης
δεινότατος παίδων• θαλερὸν δ’ ἤχθηρε τοκῆα». (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 132 – 138)

Δηλαδή : « ……. . .. . . . . . . . . . . έπειτα δε (η Γαία),
αφού έσμιξε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό,
τον Κοίο, τον Κρίο, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό
τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη
τη χρυσοστεφανωμένη Φοίβη και την χαριτωμένη Τηθύ.
Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο πονηρός Κρόνος
ο φοβερότερος απ’ όλα τα παιδιά, που μίσησε το θαλερό γονιό του.»

Ωστόσο υπάρχουν και άλλες μυθολογικές εκδοχές οι οποίες δέχονται ότι οι Τιτάνες δεν ήταν μόνο δώδεκα αλλά ανήκαν σ’ αυτούς και άλλες θεϊκές οντότητες. Ο Απολλόδωρος μνημονεύει ως Τιτανίδα τη Διώνη και κάποιοι άλλοι τον Άτλαντα και τη Θέτιδα. Ο Kerenyi (K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, σελ. 30) θεωρεί ότι το όνομα Θέτις αντηχεί ως Τιθύς (Τηθύς). Υπάρχει και η εκδοχή ότι Τιτάνες ήταν επίσης και οι δυο γιοι του Αλωέα, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, που θα τους δούμε σ’ άλλες σελίδες.
Τιτάνες, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ήταν ακόμη ο Αστραίος, ο Λήλας, ο Συκέας, ο Πορφυρίων, ο Αλκυονέας, ο Κλυτίος, ο Εύρυτος, ο Μίμαντας, ο Εγκέλαδος, ο Πολυβώτης, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Άγριος, ο Θόωνας, ο Ερυσίχθων, ο Χθονόφυλλος, ο Οπλόδαμος, η Λητώ, η Βασίλεια και, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Βαλίος και ο Ξάνθος, τα δυο μυθικά άλογα του Αχιλλέα.
Τιτάνας, ήταν επίσης, ο φιδόμορφος Λάδωνας όπως και ο Οφίονας. Αυτός ο τελευταίος ήταν σύζυγος της Ωκεανίδας Ευρυνόμης και βασίλευε στον Ουρανό πριν από τον Κρόνο. Ρίχτηκε και αυτός όμως, όταν νικήθηκε, στα Τάρταρα. (Απολλώνιος Ρόδιος, 1, 503).
Τα πολλά αυτά ονόματα των Τιτάνων οφείλονται και στο ότι μερικές φορές παρατηρείται σύγχυση ή και ταύτιση μεταξύ των Τιτάνων και των Γιγάντων.
Παιδιά του Ουρανού και της Γαίας, αδέλφια επομένως των Τιτάνων, ήταν και οι Κύκλωπες, που ονομάστηκαν έτσι από το ένα μεγάλο στρογγυλό μάτι που είχαν στη μέση του μετώπου τους, αλλά και οι Εκατόγχειρες, που είχαν ο καθένας τους εκατό χέρια και πενήντα κεφάλια. (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 139 – 152).
Οι Κύκλωπες ήταν τρεις: ο Άργης, ο Στερόπης και ο Βρόντης. Τρεις ήταν και οι Εκατόγχειρες: Ο Βριάρεως, ο Γύης και ο Κόττος.
Οι τέσσερις από τους παραπάνω έξι κύριους Τιτάνες, αυτούς δηλαδή που μνημονεύει ο Ησίοδος στη «Θεογονία», ζευγαρώθηκαν με τις τέσσερις αδερφές τους.
Ο Ωκεανός πήρε την Τηθύ. Από την ένωση αυτών των δύο αδελφών Τιτάνων γεννήθηκαν οι ποταμοί, οι τρεις χιλιάδες Ωκεανίδες νύμφες, οι νύμφες των πηγών και των λιμνών και ακόμα άλλοι τρεις χιλιάδες γιοι και τρεις χιλιάδες κόρες (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 362 – 370).
Ο Κοίος πήρε την Φοίβη. Από αυτούς γεννήθηκαν η Αστερία, που γέννησε την Εκάτη και τη Λητώ, η οποία γέννησε με τη σειρά της τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Κατά τον Kerenyi όμως, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη δεν ήταν παιδιά της Λητώς αλλά ήταν και αυτά παιδιά του Κοίου και της Φοίβης. (Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Έκδοση Βιβλιοπωλείο «Εστίας», (μετάφραση Δημ. Σταθοπούλου) σελ. 34).
Ο Υπερίωνας παντρεύτηκε την Θεία και από το γάμο τους γεννήθηκαν ο Ήλιος, η Σελήνη και η Ηώς. Υπάρχει και η εκδοχή ότι γιος του Υπερίωνα ήταν και ο Αστραίος.
Ο Υπερίωνας ήταν ο πρώτος που κατανόησε, με την προσεκτική παρατήρηση, την κίνηση του Ηλίου, της Σελήνης και των άλλων άστρων, καθώς επίσης και τις εποχές που προέρχονται από την κίνηση αυτών των ουρανίων σωμάτων. Αυτός τα έκανε γνωστά σ” όλους τους ανθρώπους και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε πατέρας αυτών των σωμάτων, αφού αυτός γέννησε, κατά κάποιο τρόπο, την παρατήρηση και τη φύση τους» (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 5, 67).
Ο Αστραίος, γιος του Υπερίωνα, ήταν πρόγονος του Βορέα και των Βορεαδών. Αυτοί ήταν κυβερνήτες των Υπερβόρειων. Ο Αστραίος πήρε γυναίκα του την Ηώ που γέννησε τους ανέμους, τον Βορρά, τον Νότο, τον Εύρο (σορόκος) και τον Ζέφυρο (δυτικός άνεμος).
Κατά μία άλλη μυθολογική εκδοχή ο Υπερίωνας πήρε γυναίκα του όχι τη Θεία αλλά τη Βασίλεια, την πιο μεγάλη κόρη του Ουρανού και της Τιταίας. Η Τιταία, που ταυτίζεται με την Γαία, ήταν μητέρα των Τιτάνων και σ’ αυτήν, κατά μία άποψη, οφείλουν τ’ όνομά τους.
Ο Κρόνος πήρε γυναίκα τη Ρέα και από το γάμο τους γεννήθηκαν η Εστία, η Δήμητρα, η Ήρα, ο Άδης, ο Ποσειδώνας και ο Δίας.
Από τους άλλους δύο Τιτάνες ο μεν Ιαπετός παντρεύτηκε την Ωκεανίδα Κλυμένη ή, σύμφωνα μ’ άλλη μυθολογική εκδοχή, την Ασία και από την ένωσή τους γεννήθηκαν ο Άτλαντας, ο Μενοίτιος, ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας, ο δε Κρείος παντρεύτηκε την Ευρυβία, την κόρη του Πόντου και απόκτησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα και τον Πέρση. Από τα παιδιά αυτά ο Αστραίος πήρε γυναίκα την Ηώ και απόκτησε τον Βορρά, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο, ο Πάλλαντας πήρε την Στύγα και απόκτησε το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και την Νίκη και ο Πέρσης πήρε την Αστερία, την κόρη του Κοίου, και από το γάμο τους γεννήθηκε η θεά Εκάτη.
Τις δύο άλλες Τιτανίδες, την Θέμιδα και την Μνημοσύνη, τις παντρεύτηκε ο Δίας. Από τον Δία η Θέμιδα έγινε μητέρα της Ευνομίας, της Δίκης και της Ειρήνης και η Μνημοσύνη έγινε μητέρα των εννέα Μουσών, της Κλειώς, της Ευτέρπης, της Θάλειας, της Τερψιχόρης. της Ερατώς, της Πολύμνιας, της Ουρανίας, της Μελπομένης και της Καλλιόπης.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι δύο Τιτανίδες, που έγιναν γυναίκες του Δία, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ήταν οι μόνες που δεν είχαν πάρει μέρος στην Τιτανομαχία. Και έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε αυτές να μείνουν μακριά από αυτή τη θανατηφόρα θεϊκή σύγκρουση γιατί δεν έπρεπε να χαθεί από τη γη ολόκληρο το θηλυκό τιτανικό γένος. Έπρεπε να επιζήσει η υποχθόνια και χθόνια αντίληψη στη νέα εξελικτική θεώρηση του θείου. Γι’ αυτό και ήταν οι μόνες από τις Τιτανίδες που επέζησαν και αξιώθηκαν να γίνουν γυναίκες του Δία.
Οι Τιτάνες θεωρούνται χθόνιες θεότητες. Αυτό συμπεραίνεται και από το ότι, κατά μία εκδοχή, μητέρα των Τιτάνων ήταν η Χθόνα (Χθων), η οποία συνήθως ταυτίζεται με τη Γαία. Μητέρα των Τιτάνων ήταν λοιπόν η Τιταία ή η Γαία ή η Χθόνα και πατέρας τους ο Ουρανός. Η ταύτιση της Χθόνας και της Γαίας επιβεβαιώνεται και από το ότι η Χθόνα φέρεται σε κάποιες μυθολογικές εκδοχές και αυτή, όπως η Γαία, ως μητέρα και των Γιγάντων (Νόννου Διονυσιακά, 25, 453) αλλά και μητέρα του Τυφώνα.
Ο Κρόνος, που έγινε αρχηγός των Τιτάνων, έκοψε με τη συμβουλή και τη βοήθεια της μητέρας του Γαίας, τα γεννητικά όργανα του πατέρα του και έτσι κατόρθωσε και τον έδιωξε από τη θεϊκή εξουσία αναλαμβάνοντας την αρχή ο ίδιος. Κόβοντας τα γεννητικά όργανα του πατέρα και καθιστώντας τον, με τον τρόπο αυτό, ανίκανο πήρε απ’ αυτόν την δύναμη της εξουσίας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή μητέρα των Τιτάνων ήταν η Τίταια ή Τιταία, η οποία τους απόκτησε αφού ζευγαρώθηκε με έναν από τους Κούρητες.
Τίταια ή Τιταία σημαίνει γη. Ταυτίζεται έτσι με την Γαία και τη Χθόνα. Γαία, Τιταία ή Τίταια και Χθόνα ταυτίζονται. Τα παιδιά της Τιταίας λέγονταν Τιταίονες, που σημαίνει Τιτάνες, δηλαδή παιδιά της γης. Η Τιταία, κατά μία εκδοχή, ήταν η μία από τις γυναίκες τού Ουρανού. Ζούσε, λέει κάποιος σχετικός μύθος, μία πολύ μυαλωμένη γυναίκα, το ίδιο σοφή όπως η μητέρα Γαία. Η μυαλωμένη αυτή γυναίκα ευεργέτησε πολύ τους ανθρώπους και γι’ αυτό μετά το θάνατό της, μετονομάστηκε απ’ αυτούς που ευεργετήθηκαν, σε Γαία (Γη).
Μας το λέει και αυτό ο Διόδωρος Σικελιώτης: «Τήν δή Τιταίαν σώφρονα οὖσαν καί πολλῶν ἀγαθῶν αἰτίαν γενομένην τοῖς λαοῖς, ἀποθεωθῆναι μετά τήν τελευτήν ὑπό τῶν εὖ παθόντων Γῆν μετονομασθεῖσαν», γράφει ο Διόδωρος Σικελιώτης, (3, 57, 2).
Δηλαδή: «Και η Τιταία, η οποία ήταν συνετή και έφερε στους λαούς πολλά αγαθά, θεοποιήθηκε μετά τον θάνατόν της, από όσους ευεργετήθηκαν και μετονομάστηκε Γη». Έτσι το Γαία φαίνεται να είναι ένας τιμητικός τίτλος που απονεμήθηκε στην Τιταία.
Ο Κρόνος, για να μην του πάρει την εξουσία κάποιο από τα παιδιά του, όπως υπήρχε κίνδυνος γιατί του το είχαν προφητέψει, τα εξαφάνιζε όλα, καταπίνοντάς τα:
« Ῥείη δὲ δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα,
῾Ιστίην, Δήμητρα καί ῞Ηρην χρυσοπέδιλον
ἰφθιμόν ‘ Ἀΐδην, ὃς ὑπό χθονί δώματα ναίει
νηλεές ἦτορ ἔχων, καἰ ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον
Ζῆνά τε μητιόεντα, θεῶν πατέρ᾿ ἠδέ καί ἀνδρῶν,
τοῦ καί ὑπό βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθών.
Καί τούς μέν κατέπινε μέγας Κρόνος, ὥς τις καστος
νηδύος ἐξ ἱερῆς μητρός πρός γούναθ᾿ ἵκοιτο,
τά φρονέων, ἵνα μή τις ἀγαυῶν Οὐρανιώνων
ἄλλος ἐν ἀθανάτοισιν ἔχοι βασιληίδα τιμήν.
πεύθετο γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
οὕνεκά οἱ πέπρωτο ἑῷ ὑπὸ παιδὶ δαμῆναι
καὶ κρατερῷ περ ἐόντι…» (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 453 – 465).
Δηλαδή:
« Η δε Ρέα υποταγμένη στον Κρόνο τού γέννησε λαμπρά παιδιά την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλη Ήρα τον δυνατό Άδη, που κατοικεί στα παλάτια του κάτω από τη γη και έχει άσπλαχνη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον αποτελεσματικό Δία , πατέρα θεών και ανθρώπων, με του οποίου τη βροντή ταράζεται η πλατειά γη. Και αυτούς τους κατάπινε ο μεγάλος Κρόνος, μόλις ο καθένας έπεφτε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας στα γόνατά της, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους αγέρωχους Ουρανίωνες του πάρει το βασιλικό αξίωμα ανάμεσα στους αθάνατους γιατί είχε μάθει από τη Γαία και το γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι του ήταν γραφτό να νικηθεί από ένα παιδί του αν και ο ίδιος ήταν δυνατός…»
Γλίτωσε όμως ένα από αυτά, ο Δίας. Γλίτωσε γιατί μόλις γεννήθηκε το παιδί, η μητέρα του, η Ρέα, αντί να παραδώσει το νεογέννητο στον Κρόνο να το καταπιεί, όπως τα άλλα μέχρι τότε παιδιά της, του έδωσε, ξεγελώντας τον, μια πέτρα τυλιγμένη στα σπάργανα.

2. Η Τιτανομαχία

Ο Δίας, κρυφά μεγαλωμένος στην Κρήτη, αποφάσισε, όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, να πάρει την εξουσία από τον πατέρα του αρχίζοντας πόλεμο εναντίον του.
Ο Δίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας, και όσοι από τους άλλους θεούς και τους ήρωες δέχτηκαν να τον ακολουθήσουν στην ανταρσία κατά του πατέρα του, ξεκίνησαν τον πόλεμο ενάντια στους Τιτάνες που είχαν αρχηγό τους τον Κρόνο. Ξεκίνησε λοιπόν ένας μεγάλος αγώνας μεταξύ των δύο θεϊκών ομάδων με αντικείμενο διεκδίκησης την κυριαρχία του κόσμου. Ο αγώνας κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια και είναι γνωστός στη Ελληνική Μυθολογία με το όνομα Τιτανομαχία. Αρχηγοί στις δύο παρατάξεις ήταν ο πατέρας Κρόνος από τη μία μεριά και ο γιος του Δίας από την άλλη.
Ο Δίας κάλεσε κοντά του πολλούς να τον βοηθήσουν. Έδωσε από την αρχή σ’ όλους πολλές υποσχέσεις. Πρώτα πρώτα, τους είπε, ότι κανένας, από όσους θα συνεργάζονταν μαζί με τον Δία, δεν θα έχανε όποιο αξίωμα είχε στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά θα εξακολουθούσε να το κρατά, αρκεί να πολεμούσε στο πλευρό του εναντίον των Τιτάνων:
«. . . .Πάντας Ὀλύμπιος ἀστεροπητής
ἀθανάτους ἐκάλεσσε θεοὺς ἐς μακρὸν Ὄλυμπον,
εἶπε δ’ ὃς ἂν μετὰ εἶο θεῶν Τιτῆσι μάχοιτο,
μή τιν’ ἀπορραίσειν γεράων, τιμὴν δὲ ἕκαστον
ἐξέμεν, ἣν τὸ πάρος γε μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσιν» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 390 – 394).
Δηλαδή: «…Ο αστραποβόλος Δίας όλους κάλεσε τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος από τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες δεν θα έχανε κανένα αξίωμα αλλά θα εξακολουθούσε να έχει το αξίωμα που είχε πριν μέσα στους αθάνατους θεούς»
Ακόμα και εκείνοι που δεν είχαν πάρει αξίωμα ή κάποια τιμή, όταν είχε την εξουσία ο Κρόνος, εκείνοι δηλαδή που ήταν «άτιμοι», θα έπαιρναν τώρα, αμέσως μετά την νίκη τους, κάποια κυβερνητική θέση :
«Τὸν δ’ ἔφαθ’ ὃς ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ’ ἀγέραστος,
τιμῆς καί γεράων ἐπιβησέμεν, ἧ θέμις ἐστίν» (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 395 – 396).
Οι Τιτάνες, όπως μας λέει ο Ησίοδος στη «Θεογονία» του, στον μεγάλο αυτό αγώνα εναντίον του Δία και των οπαδών του, είχαν έδρα την Όρθρη, το κεντρικό βουνό της Αχαΐας Φθιώτιδας, ενώ οι καινούργιοι διεκδικητές της εξουσίας έπιασαν τον Όλυμπο και από εκεί προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν.
Η Όρθρη λοιπόν, το κεντρικό και μοναδικό βουνό που υψώνεται στο κέντρο του χώρου της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, ήταν η πανάρχαια έδρα της πρώτης θεϊκής δυναστείας πριν ακόμα ο Όλυμπος αξιωθεί μια τέτοιας τιμής:
«Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
οἳ μέν ἀφ’ ὑψηλῆς Ὄθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί,
οἳ δ’ ἄρ’ ἀπ’ Οὐλύμποιο θεοί, δωτῆρες ἐάων,
οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ εὐνηθεῖσα,
οἳ ῥα τότ’ ἀλλήλοισι χόλον θυμαλγέ’ ἔχοντες
συνεχέως ἐμάχοντο δέκα πλείους ἐνιαυτούς.
Οὐδὲ τις ἦν ἔριδος χαλεπῆς λύσις οὐδέ τελευτή
οὐδετέροις, ἶσον δέ τέλος τέτατο πτολέμοιο» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 630, 632 – 638).
Το παραπάνω κείμενο, σε μία ελεύθερη απόδοση, που τη θεωρούμε αρκετή και σωστότερη για το σκοπό τούτης της εργασίας, λέει τα εξής:
«Οι θεοί Τιτάνες και αυτοί που γεννήθηκαν από τον Κρόνο, αυτοί οι περήφανοι Τιτάνες, από το ψηλό βουνό της Όρθρης κι εκείνοι οι άλλοι από τον Όλυμπο, οι θεοί που ήταν οι δωρητές των αγαθών, τους οποίους γέννησε η ομορφομαλλούσα Ρέα από τον έρωτα του Κρόνου, έχοντας μεγάλο μίσος μεταξύ τους πολεμούσαν δέκα γεμάτα χρόνια και δε φαινόταν να υπάρχει κάποια λύση στον καυγά τους ούτε τέλος του πολέμου για κανένα».
Ο γερμανός φιλόλογος και μυθολόγος Κάρολος Σιττλ, σε σχόλια που κάνει στο βιβλίο του για τη «Θεογονία» του Ησιόδου δικαιολογώντας γιατί οι Τιτάνες διάλεξαν για έδρα τους την Όρθρη, προσπαθώντας να προσδώσει την ίδια με τον Όλυμπο λαμπρότητα στην πρώτη θεϊκή έδρα, λέει ότι «η Όρθρη αποτελεί μεγαλοφανές θέατρον άξιον θεών».
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία παρένθεση για δημιουργία σκέψεων και προβληματισμού.
Στον χειρόγραφο κώδικα του Κύριλλου Καστανοφύλλη, παλαιού αρχιμανδρίτη και ηγούμενου της Μονής της Παναγίας Προυσσιώτισσας, στην Ευρυτανία, ο οποίος φυλάσσεται στο αρχείο του μοναστηριού, αναφέρονται ανάμεσα σε άλλα και τα εξής:
«Στα μέρη τής κάποτε περίφημης και τώρα ταπεινωμένης Ελλάδας στην επαρχία Λιτσάς (Λιτζάς) και Αγράφων υπάρχει ένα βουνό μεγάλο και ψηλό, που οι παλαιοί Έλληνες το έλεγαν Όθρυ. Το έλεγαν έτσι γιατί το ύψος του ορθρίζει, βλέπει δηλαδή τον ήλιο πρωτύτερα από τα άλλα βουνά της Ελλάδας, όπως της Λοκρίδας, της Αιτωλοακαρνανίας και των Αγράφων. Το βουνό αυτό σήμερα λέγεται Δελούχι ή Βελούχι κι αποτελεί την ψηλότερη κορυφή της οροσειράς Οίτης» (Ιερή Διήγηση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Προυσιώτισσας, Έκδοση Ιερής Μονής Προυσσού, Αθήνα 1996, σελ. 12).
Στον ίδιο κώδικα, ανάμεσα σε κάποια γεωγραφικά συμπληρωματικά σημειώματα, είναι γραμμένη η εξής πληροφορία, που επιβεβαιώνει και πάλι την ταύτιση της Όρθρης με το Βελούχι:
«Τὸ δέ Ὄρθρυς ἤτοι τό Βελοῦχι, εἶναι τρίπους ἤτοι ἐξ ἀνατολῶν μέχρι τῆς Ὀμώλης, ἀπό μεσημβρίας μέχρι τοῦ Καλλιδρομίου, καί πρός δυσμάς μέχρι τοῦ Χελιδῶνος καί εἶναι μία κορυφή τῆς Οἲτης». (Νέος Ελληνομνήμων, τόμ. 10ος (1916), Κατάλογος των κωδίκων της Ιεράς μονής Προυσού, σελ. 307).
Την ίδια άποψη για την ταύτιση του Βελουχιού και της Όρθρης την βρίσκουμε και στη «Δευτέρα Επιστολή του Νέου Ιατρού, Καθρέπτης Επιπληκτικός καλουμένη, προς τον αυτού αυτάδελφον» με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1824 όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής για τη θέση όπου πρέπει να ανεγερθεί μνημείο για τον Μάρκο Μπότσαρη: «και θέλει ανεγείρει μνημείον εις τιμήν σου, και τον ανδριάντα σου θέλει τον στήσει εις τον ένδοξον καιρόν της επάνω εις την υψηλήν κωνικήν κορυφήν του όρους Όρθρυος (Βελούχι) διά να φαίνηται απ’ όλην την Ελλάδα, και να λάμπη εν τω μέσω αυτής» (Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου 1783 – 1842, Επιστολαί Διαφόρων, Αθήνα 1964 , σελ. 455).
Ο Στράβωνας (Γεωγραφικά Θ 433) φαίνεται ότι έχει συμβάλει στη σύγχυση αυτή των νεοτέρων, αφού παρουσιάζει την Όρθρη να απλώνεται και να ενώνεται με τον Τυμφρηστό:
Ὁ δέ Φθιωτικός Ἄλος ὑπό τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄρθρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον κειμένου τῇ Φθιώτιδι, ὁμόρου δέ τῷ Τυμφρηστῷ καί τοῖς Δόλοψιν, κἀνθένδε παρατείνοντος εἰς τὰ πλησίον τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου».
Θα πρέπει, στη θέση αυτή, για όσους θέλουν να προβληματίζονται σε σχέση με το όνομα Βελούχι ή Δελούχι, «την ψηλότερη κορυφή της οροσειράς Οίτης», που ο χειρόγραφος κώδικας του Κύριλου Καστανοφύλλη την ταυτίζει με την «Όρθρυ» (ή έστω την ονομάζει απλά και μόνο «Όρθρυ»), να παραθέσουμε την πληροφορία ότι η Όρθρη της επαρχίας Αλμυρού, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λεγόταν και «Δελεχά», όπως αναφέρεται στην «Νεωτερική Γεωγραφία», εκδόσεων Ερμής, Αθήνα 1988, των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά στη σελίδα 35.
Υπάρχει κάποια σχέση άραγε ανάμεσα στο «Δελεχά», βεβαιωμένη παλιά ονομασία της Όρθρης, και στο «Δελούχι», που φαίνεται, κατά τον Κύριλλο Καστανοφύλλη να είναι παλιότερη ονομασία του Βελουχιού; Δεν γνωρίζουμε που στήριζε ο Κύριλλος Καστανοφύλλης την άποψη ότι το Βελούχι ή Δελούχι, η ψηλότερη κορυφή της Οίτης, παλιότερα ονομαζόταν Όρθρυς. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι ίσως υποκρύπτεται μία προσπάθεια μετατόπισης της Όρθρης για να γίνει παράλληλα έτσι ευκολότερη και η οικειοποίηση των σχετικών με τον κατακλυσμό και τον Δευκαλίωνα μύθων.
Κλείνουμε την παρένθεση, αφήνοντας αναπάντητα τα όποια ερωτήματα δημιουργούνται στη διάθεση άλλων μελετητών, γιατί ξεφεύγουν από τους σκοπούς αυτής της μελέτης, και συνεχίζουμε.
Οι Τιτάνες, οι οποίοι, όταν πολεμούσαν με τους Ολύμπιους θεούς, είχαν την έδρα τους, όπως είπαμε, πάνω στην Όρθρη, ήταν παιδιά του Ουρανού και της Γης και θεωρούνται οι πρόγονοι όλων των ανθρώπων της γης, όλων των πατέρων μας.
Πριν οι Τιτάνες θαφτούν από τον νικητή τους Δία στα Τάρταρα, κατοικούσαν και αυτοί πάνω στη Γη. Μας το λένε οι ύμνοι του Ορφέα:
« Τιτῆνες, Γαίης τε ί Οὐρανοῦ άγλαά τέκνα,
ἡμετέρων πρόγονοι πατέρων, γαίης ὑπένερθεν
οἴκοις ταρταρίοισι μυχῷ χθονός ἐνναίοντες,
ἀρχαί καί πηγαί πάντων θνητῶν πολυμόχθων,
εἰναλίων, πτηνῶν τε, καί οἵ χθόνα ναιετάουσιν» (Ορφέως Ύμνοι, Τιτάνων θυμίαμα, λίβανον, στ. 1 – 5, Lipsiae 1905).
Δηλαδή: «Τιτάνες, της Γης και τ’ Ουρανού λαμπρά παιδιά, πρόγονοι των πατέρων μας, που ζούσατε άλλοτε υπεράνω της γης, αλλά που κατοικείτε τώρα στα σπίτια του Τάρταρου στο βάθος του Άδη, σεις είστε οι αρχές και οι πηγές όλων των πολυβασανισμένων θνητών, των θαλασσίων και των πτηνών και όσων κατοικούν στη γη».
Στον αγώνα αυτόν μεταξύ των δύο θεϊκών ομάδων για την κυριαρχία του κόσμου, την Τιτανομαχία, τελικά νίκησαν οι θεοί του Ολύμπου.
Η «αρχαιότερη», «χαμηλότερη», «μικρότερη» και «σκοτεινότερη» πρώτη κατοικία των Θεών, η Όρθρη, υποτάχθηκε στην νέα έδρα, στον «νεότερο», «ψηλότερο», «μεγαλύτερο» και «φωτεινότερο» Όλυμπο. Οι υποχθόνιες και χθόνιες θεότητες της Όθρης και της Φθίας, οι θεότητες «της χώρας των φθιμένων», υπόκυψαν στις ουράνιες θεότητες. Οι Τιτάνες είχαν την ακαταδεξιά των πολύ μεγάλων, των ασυμβίβαστων και δυνατών. Ζούσαν απόμακρα, περήφανοι, ακατάδεχτοι και απρόσιτοι, μακριά από συχνές επαφές και σχέσεις με τους ταπεινούς και ξένους προς τη δική τους φύση ανθρώπους. Ούτε τις θυσίες τους δέχονταν αλλά ούτε συμπαραστάτες και ευεργέτες των ανθρώπων ήθελαν να είναι. Άφηναν τους ανθρώπους να ξεφύγουν από τον ζωικό πρωτογονισμό τους παλεύοντας μόνοι τους. Τους άφηναν ν’ αγωνιστούν για να ξεφυτρώσει μόνη της από μέσα τους, να βγει από το κουκούλι όπου μεταμορφωνόταν σιγά σιγά, χωρίς καμιά θεϊκή βοήθεια, η ανθρωποσύνη. Τους άφηναν να ξεκολλήσουν μόνοι τους πάνω από τους εαυτούς τους το πρωταρχικό πρωτόγονο ζωικό περίβλημα και να φανεί από μέσα ο λογικός άνθρωπος.
Ο Νίκος Παπαχατζής, στο δημοσίευμά του «Προθεσσαλικές λατρείες στή Θεσσαλία των ιστορικών χρόνων», (Ανθρωπολογικά 2, Ιούνιος 1981), λέει:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι άνθρωποι των νεολιθικών χρόνων επιδίδονταν στον ίδιο σκληρό αγώνα κατά των πάντοτε εχθρικών φυσικών δυνάμεων, δεν είχαν όμως αρχίσει να ζητούν την συμπαράσταση θεϊκών υπάρξεων. Υπήρχαν τότε οι μαγικές ιερουργίες, που και αυτές μπορούσαν να εμψυχώνουν τους ανθρώπους στον αγώνα για την επιβίωση, πάντοτε όμως καθεαυτές και χωρίς την παρέμβαση των γνωστών από την θρησκεία υπεραισθητών υπάρξεων».
Αντίθετα οι καινούργιοι θεοί με την νέα τους, ομορφότερη και επιβλητική «πρωτεύουσα», την ψηλότερη θέση τους, με τα λαμπρά τους ανάκτορα, υπόσχονταν πολλά. Αυτοί εδώ οι καινούργιοι θεοί έρχονταν να γίνουν «δωρητές αγαθών». Όλα τα καλά του κόσμου υποσχόταν η νέα κυβέρνηση. Ήταν μια εξελιγμένη μορφή διακυβέρνησης. Ήταν «ανθρωπινότεροι» θεοί. Ακόμη και ειδικευμένους «θεούς-υπουργούς» για κάθε τομέα είχαν ορίσει. Για την υγεία είχαν τον Ασκληπιό, για το εμπόριο τον Ερμή, για τη γεωργία τη Δήμητρα, για το κυνήγι την Άρτεμη, για τα νοικοκυριά την Ήρα, για τα σπίτια την Εστία. Ακόμη και για τον έρωτα δεν είχαν αδιαφορήσει. Είχαν ορίσει ειδικό αρμόδιο θεό-υπουργό, την πανέμορφη και λαχταριστή Αφροδίτη.
Τέτοιους κυβερνήτες ήθελαν τώρα πια οι άνθρωποι. Τέτοιους θεούς χρειάζονταν. Κυβερνήτες από τους οποίους θα μπορούσαν, προσφέροντάς τους δώρα και θυσίες, να εξασφαλίζουν την εύνοιά τους. Οι άνθρωποι πια ήθελαν θεούς που να είναι κοντά τους. Έπρεπε επιτέλους να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα γήινα προς τα ουράνια. Οι θεοί τους έπρεπε να βρίσκονται πιο ψηλά από αυτούς αλλά να εξακολουθούν να είναι «ανθρώπινοι». Οι άνθρωποι τώρα εκτός από τη γη ένιωσαν ότι είχαν ανάγκη και από τον ουρανό. Ήθελαν όμως και τους θεούς τους πολύ κοντά τους, σχεδόν ανθρώπινους, όμοιους μ’ αυτούς, να έχουν ανθρώπινα ελαττώματα, να τους μοιάζουν λίγο, να μπορούν να τους παρακαλέσουν, να μπορούν να χρησιμοποιήσουν και μεσολαβητές για να κερδίσουν την εύνοιά τους.
Νικήθηκαν λοιπόν οι υποχθόνιες και χθόνιες, οι γήινες, θεότητες της Όρθρης και νίκησαν οι ουράνιες. Ήταν πια καιρός οι θεοί να τοποθετηθούν στην ανθρώπινη συνείδηση, «λίγο ψηλότερα», έστω προσωρινά, σαν ένα πρώτο σκαλοπάτι προς τον Ουρανό, στον Όλυμπο για να μπορούν και οι άνθρωποι να σηκώνουν προς τα πάνω τα μάτια τους όταν ζητούσαν τη βοήθειά τους και ν’ απευθύνονται σ’ αυτούς ελπίζοντας και προσδοκώντας. Να σηκώσουν από τη γη τα μάτια τους κοιτάζοντας στον Ουρανό.
Τι μπορούσαν σ’ όλα αυτά να υποσχεθούν και ν’ αντιπαρατάξουν οι παλαιοί θεοί; Τίποτε! Οι Τιτάνες λοιπόν νικήθηκαν, παρά την πεισματώδη και μεγάλη αντίστασή τους, όπως νικιέται συνήθως το παλαιό μπροστά στο καινούργιο που έρχεται και εκπροσωπεί την εξέλιξη και την πρόοδο. Οι Τιτάνες πάνω στη αρχέγονη, την «συντηρητική», την πεζή, τη «γήινη» Όρθρη, εκπροσωπώντας αποκλειστικά και μόνο την άλογη βία και δύναμη και την πρωτόγονη και απόμακρη ακαταδεξιά, υποτάχθηκαν στον «λόγο», στον «νου», στην «τέχνη», στην «πρόοδο», στην συστηματική οργάνωση και στην «εξέλιξη», προσόντα που διαπίστωσαν ότι τα είχαν ανάγκη οι άνθρωποι και τα κατείχε, τα εκπροσωπούσε και μπορούσε να τα υποσχεθεί η νέα θεϊκή γενιά.
Η ανθρώπινη διάνοια στην ανοδική εξελικτική της πορεία προς όλο και καλύτερες και ανώτερες συλλήψεις, ανεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι, έφθασε σε κάποια άλλη τελειότερη μορφή του θείου, αφήνοντας πίσω οριστικά την πρώτη της απλοϊκή σκέψη.
Ωστόσο ακόμα «η θεότητα ήταν συναρπαστικά επιβλητική, όχι όμως ακόμα γνήσια θρησκευτική, γιατί οι παλιές αυτοδύναμες ιερουργίες εξακολουθούσαν ν’ ασκούνται σε μεγάλη έκταση. Η θεότητα, αν και μεγαλειώδης ύπαρξη, είχε στην αρχή διακοσμητική μόνο θέση στη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων. Τ’ αποφασιστικά βήματα προς την καθαρή θρησκεία έγιναν στα υπομηκυναϊκά χρόνια, την κατεξοχήν εποχή της ελληνικής ευλάβειας. Τότε (2η χιλιετία π. Χ.) διαμορφώθηκε σε γνήσιες θρησκευτικές βάσεις η λατρεία των θεών του Ολύμπου, με ειδικό τελετουργικό, ενώ παράλληλα με την έξαρση των χθόνιων λατρειών και των μυστικών ρευμάτων χρειάστηκε να διαμορφωθεί ιδιαίτερο τελετουργικό για τους ήρωες και για τους χθόνιους θεούς και δαίμονες, που για πρώτη φορά πήραν εξαιρετική θέση στην ελληνική θρησκευτική ζωή».
Κατά τον Ησίοδο, εξάλλου, η λέξη Τιτάνες παράγεται από το ρήμα τιταίνειν που σημαίνει ανοηταίνειν. Ήταν αμετακίνητα «ανόητοι» οι Τιτάνες. Δεν μπορούσαν με τίποτε να εξελιχθούν σε ανώτερες μορφές του Θείου. Τους Τιτάνες «τους ονόμασε έτσι με μια επίπληξη και συγχρόνως με ένα λογοπαίγνιο δίνοντάς τους το όνομα Τιτάνες. Ο χαρακτηρισμός αυτός σα να ερχόταν από το «τιταίνειν» (τεντώνομαι) και από τη λέξη «τίσις» (τιμωρία): οι Τιτάνες πάνω στην τόλμη τους «ανοίχτηκαν», για να τελειώσουν ένα μεγάλο έργο, και γι’ αυτό αργότερα τιμωρήθηκαν» (Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Έκδοση Βιβλιοπωλείου «Εστίας» , σελ. 197).
Ο Ησίοδος μας λέει ότι αυτούς (τους Τιτάνες) ο πατέρας τους, ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους αποκάλεσε Τιτάνες γιατί έλεγε πως «τεντώνοντας» την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα την πληρώσουν:
«Τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός’ φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, τοῖο δ᾿ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι.» (Θεογονία 207 – 210). Ωστόσο ακουγόταν και μία διαφορετική άποψη για την ονομασία τους. Ονομάστηκαν Τιτάνες επειδή αυτοί τιμώρησαν τον Ουρανό:
«Κούρους δ’ οὐρανίους ἐγείνατο πότνια Γαῖα, οὓς καί Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέουσιν, οὕνεκα τισάσθην μέγαν Οὐρανόν ἀστερόεντα».
Δηλαδή: «Η σεβαστή Γαία γέννησε γιους ουράνιους τους οποίους αποκαλούν και Τιτάνες γιατί τιμώρησαν τον μέγα Ουρανό, που έχει πολλά αστέρια».
Με την άποψη αυτή δεν συμφωνεί ο Ησύχιος που, διατυπώνοντας μια τρίτη άποψη λέει ότι το Τιτάνες παράγεται από τη λέξη τιτήνη που σημαίνει βασίλισσα και από το τίταξ που σημαίνει έντιμος, δυνάστης, βασιλιάς.
Η Γαία, μητέρα των Τιτάνων, ως διαχρονική ύπαρξη, κατάλαβε, μας λέει στη συνέχεια ο μύθος, ότι ήταν αδύνατη η καταπολέμηση της νέας αλήθειας, η καταπολέμηση της «νέας τάξης πραγμάτων» και ότι αν δεν άλλαζαν συμπεριφορά ήταν σίγουρη πια η κυριαρχία της νέας θεϊκής αντίληψης.
Δασκάλεψε λοιπόν τον Προμηθέα, που εκπροσωπούσε το νου και τη σκέψη, να προσπαθήσει να πείσει τους Τιτάνες ότι πρέπει ν’ αλλάξουν μυαλά και να προσπαθήσουν να προσαρμοσθούν στις καινούργιες ανάγκες, γιατί μοναδική τους ελπίδα να κρατηθούν στην εξουσία και να εξακολουθήσουν να κυριαρχούν στον κόσμο και να μπορέσουν να είναι αποδεκτοί από τους ανθρώπους ήταν να συμβιβαστούν με τη νέα πραγματικότητα, να υιοθετήσουν αλλαγές και ν’ ακούσουν τα σχέδιά του.
Δεν έπρεπε οι άνθρωποι να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη γη. Έπρεπε να στρέφονται και προς τα ουράνια. Η Γαία (Γη), η μεγάλη μητέρα των ανθρώπων, που μέχρι τότε ονομαζόταν και «Πανδώρα», επειδή αυτή μέχρι τότε «δώριζε τα πάντα» στους ανθρώπους αλλά και «Ανησιδώρα», αυτή δηλαδή που «ανεβάζει τα δώρα», ανεβάζει από τα βάθη του εδάφους στην επιφάνεια της γης τη ζωή και όλα τα δώρα, δεν μπορούσε πλέον μόνη της αυτή να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ανθρώπων. Χρειαζόταν και ο Ουρανός. Χρειαζόταν η βοήθειά του. Έγινε αντιληπτό ότι απ’ εκεί πάνω ερχόταν η απαραίτητη γονιμοποιός δύναμη, η βροχή, η ευεργετική επίδραση της οποίας άρχισε να γίνεται πιστευτή.
«Ανησιδώρα», μετά την επικράτηση των θεών του Ολύμπου, επονομαζόταν και η θεά Δήμητρα γιατί κι αυτή, όπως η Γαία, ήταν εκείνη τώρα που έστελνε στους ανθρώπους τα δώρα της στην επιφάνεια του εδάφους μέσα από τα βάθη της γης. Αυτή μάλιστα δίδασκε τους ανθρώπους πώς να κάνουν καλύτερα αυτή τη δουλειά. Στις θεοκρασίες οι νέοι θεοί κληρονομούν τα λατρευτικά επίθετα και τις ιδιότητες των προκατόχων τους.
Η επέμβαση του Προμηθέα στη διαμάχη αυτή δικαιολογείται, διότι σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ο Προμηθέας ήταν γιος κι αυτός της Γαίας και επομένως ήταν και αυτός Τιτάνας. Άλλοι βεβαίως ήθελαν τον Προμηθέα γιο της Τιτανίδας Θέμιδας, άρα ξάδερφο των θεών του Ολύμπου. Όπως και να είναι, ο Προμηθέας ήταν κάτι μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ιδεολογιών και γι’ αυτό κλήθηκε να παίξει αυτόν τον μεσολαβητικό ρόλο στη μεταβατική αυτή περίοδο.
Οι Τιτάνες όμως εξακολούθησαν να είναι ακατάδεχτοι και ασυμβίβαστοι. Δεν θέλησαν να καταλάβουν και να παραδεχτούν ότι είχαν αλλάξει τα πράγματα και ότι, για να κυριαρχεί κάποιος, δεν αρκεί μόνο η δύναμη και η βία, στην οποία αποκλειστικά και μόνο στηρίζονταν οι ίδιοι, αλλά χρειάζεται νους και σκέψη. Δεν συμφώνησαν λοιπόν με τις συμβουλές του Προμηθέα, όπως συμβαίνει μ’ όλους όσοι θέλουν να κυβερνούν μόνο με τη βία. Βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στη δύναμή τους και τη βία. Ούτε λόγος για λίγες «παροχές», για λίγη συγκατάβαση. Προτίμησαν να θαφτούν στη Γη, να επιστρέψουν στην αγκαλιά της μάνας τους, παρά να συμβιβαστούν με τα νέα δεδομένα.
Οι άνθρωποι της Αχαΐας Φθιώτιδας, ζώντας απόμακρα στο δικό τους συντηρητικό κόσμο, κρατούσαν τις δικές τους παραδόσεις και συνήθειες. Αντιδρούσαν σε κάθε αλλαγή, σ’ ο,τιδήποτε θα τους άλλαζε τη ζωή τους και τις πατροπαράδοτες παραδοχές και παραδόσεις τους. Ήταν από τους τελευταίους που έμειναν πιστοί στους δικούς τους «προτέρους», θεούς. Υπήρχε πάντοτε στους κατοίκους της Αχαΐας Φθιώτιδας η ανάλογη νοοτροπία και πίστη, όπως αυτή των κατοίκων της Ιωλκού, γύρω στα 250 π. Χ., οι οποίοι μετά τον συνοικισμό τους με άλλες «κώμες» στη Δημητριάδα και το χτίσιμο του «κοινού ιερού αρχηγετών και κτιστών», αποφάσισαν να επαναφέρουν τη λατρεία των τοπικών τους θεών «ὅπως μηδέν τι ἐκεῖθεν μήνισμα γίνηται τῇ πόλει ὀλιγορουμένων τῶν ἡρώων.»
Οι Τιτάνες, μετά την ήττα τους αυτή τιμωρήθηκαν. Θάφτηκαν στα Τάρταρα. Ένας μόνο Τιτάνας, λέει κάποιος μύθος, γλίτωσε. Ήταν ο Συκέας. Αυτός δεν θάφτηκε στα Τάρταρα, μετά το τέλος της Τιτανομαχίας. Ο Δίας τον κυνηγούσε να τον πιάσει κι αυτόν. Η μάνα του όμως, η Γαία, τον μεταμόρφωσε, την τελευταία στιγμή, στο ομώνυμο δέντρο, την συκιά, και έτσι γλίτωσε.
Όταν η θεά Δήμητρα από τη μεγάλη της λύπη για την απώλεια της θυγατέρας της Περσεφόνης, έκανε να μην βλαστήσουν όλα τα φυτά και τα δέντρα της γης, για ένα μόνο έκανε εξαίρεση, για τη συκιά. Αυτή ήταν το μόνο δέντρο που εξακολουθούσε να βλαστάνει πάνω στη γη. Ήταν ο Τιτάνας Συκέας που εξακολουθούσε να ζει ως δέντρο πια.
Η Δήμητρα, η οποία κατ’ εξαίρεση άφησε τη συκιά – τον μεταμορφωμένο και αγαπημένο γιο της Γαίας Τιτάνα Συκέα – να βλαστάνει, στην πρώτη θεϊκή προολυμπιακή της υπόσταση ταυτίζεται, κατά τους ερμηνευτές μυθολόγους επιστήμονες με τη Γαία. Η μητέρα Γαία, ως Δήμητρα, μπόρεσε έτσι να γλιτώσει ένα της παιδί.
Η συκιά ήταν γνωστή και καλλιεργούνταν από τα πανάρχαια χρόνια στην Ελλάδα. Αντέχει και επιβιώνει και στις πιο μεγάλες εποχές ξηρασίας. Ακόμα και όταν ξηραθεί ο βασικός κορμός της εξακολουθεί να βγάζει καινούργιους βλαστούς. Τα σύκα, νωπά ή ξηραμένα, θεωρούνταν εξαιρετική τροφή στην αρχαία Ελλάδα. Σ’ εποχές αφορίας της γης οι Αθηναίοι απαγόρευαν την εξαγωγή σύκων. Όποιος φανέρωνε στις υπεύθυνες αρχές κάποιον που εξήγαγε σύκα λεγόταν «συκοφάντης».
Το ήπαρ (συκώτι) θεωρούνταν πάντοτε βασικό και ζωτικό όργανο για την υγεία του ανθρώπου. Σήμερα όταν απειλούμε κάποιον του λέμε «θα σου φάω το συκώτι». Στην αρχαία Ελλάδα το ήπαρ θεωρούνταν το καλύτερο μέσο μαντικής για τους οιωνοσκόπους. Μέσα σ’ αυτό πίστευαν ότι κρύβονταν τα μυστικά μηνύματα των θεών για την ζωή των ανθρώπων. Το ίδιο γίνεται και στην εποχή μας. Η λαϊκή μαντεία ισχυρίζεται ότι στο συκώτι βρίσκει σημεία με τα οποία, εξετάζοντις τα, μπορεί να προλέγει το μέλλον. Το ήπαρ στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν μία εξαιρετική τροφή. Το ίδιο πιστεύεται και σήμερα. Σήμερα για τον πολύ γερό άνθρωπο λέμε ότι έχει «γερό συκώτι».
Το καλύτερο, θρεπτικότερο και νοστιμότερο ήπαρ για τους αρχαίους Έλληνες ήταν το «συκωτόν ήπαρ», δηλαδή το ήπαρ του ζώου εκείνου που τρεφόταν με σύκα. Πιστεύοντας κι εμείς στη σημερινή εποχή το ίδιο, ίσως χωρίς να ξέρουμε το λόγο, από το «συκωτόν ήπαρ», κρατήσαμε μόνο το «συκωτόν» και έτσι το ήπαρ το λέμε σήμερα συκώτι.
Σημείωση: Οι τελευταίες αυτές προεκτάσεις, πέραν και έξω ασφαλώς από το κυρίως θέμα της εργασίας μας, δεν έγιναν επειδή παρασυρθήκαμε. Έγιναν με πλήρη γνώση της «παρεκτροπής» για να δείξουμε ότι ο προσεκτικός και παρατηρητικός μελετητής μπορεί στην σύγχρονη εποχή να επισημάνει χαρακτηριστικά σημεία τής συνέχειας και της αείρροης συνοχής της σκέψης τούτου του λαού. Έγιναν, αυτές οι προεκτάσεις, σε στιγμές που η σκέψη αφέθηκε ελεύθερα να ξεφύγει από το «τι πρέπει, τι δεν πρέπει» και αφέθηκαν σκοπίμως για ν’ αποτελέσουν, για όσους ήθελαν, κέντρισμα για δημιουργία τέτοιων σκέψεων και σε άλλες περιπτώσεις. Και αυτές οι περιπτώσεις είναι πάρα πολλές.

3. Η Γιγαντομαχία

Η Γαία, ωστόσο, γήινη πάντοτε ύπαρξη και ζώντας πολύ μακριά από τον Ουρανό, δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα και ότι ήρθε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος της δικής της κυριαρχίας και των παιδιών της.
Για να βοηθήσει τους Τιτάνες, τα σκληρόκαρδα και αμετανόητα παιδιά της, τα οποία πεισματικά αντιστέκονταν, παραμένοντας, πάνω στην Όρθρη, πιστά στις ιδέες τους, σαν μια ύστατη προσπάθεια αντίστασης και τελευταίας βοήθειας στα δικά της παιδιά, γέννησε, λέει η μυθολογία, (Νόννος, Διονυσιακά 25, 453) τους Γίγαντες, φοβερούς στην όψη, πελώριους στο ανάστημα, ακατάβλητους στη δύναμη:
«Γῆ δὲ περί Τιτάνων ἀγανακτοῦσα γεννᾷ Γίγαντας ἐξ Οὐρανοῦ, μεγέθει μὲν σωμάτων ἀνυπερβλήτους, δυνάμει δέ ἀκαταγωνίστους» γράφει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1, 6, 1).
Η Γαία δεν θα προσπαθούσε, λέει σε μία διαφορετική του εκδοχή ο σχετικός μύθος, να συνεχίσει τον αγώνα, αν οι καινούργιοι θεοί την τιμούσαν και αυτήν. Αν φρόντιζαν να της δώσουν κάποια θέση στη νέα τάξη πραγμάτων. Δεν την τιμούσαν όμως ως μητέρα θεών και γι’ αυτό για εκδίκηση, γέννησε τους Γίγαντες.
Οι Γίγαντες ρίχτηκαν και αυτοί στον αγώνα, θερμοί υπερασπιστές των ίδιων αντιλήψεων με τους Τιτάνες, εναντίον των καινούργιων διεκδικητών της θεϊκής εξουσίας, εναντίον των μεταρρυθμιστών. Εξακολουθούσαν ν’ αρνούνται και αυτοί κάποιο συμβιβασμό με την εξέλιξη. Άρχισε έτσι ένας νέος αγώνας εναντίον των θεών του Ολύμπου, η Γιγαντομαχία. Οι Γίγαντες, λέει ο μύθος, πετούσαν στον ουρανό χώματα, βράχους, πέτρες, φωτιά και δέντρα αναμμένα.
Αλλά και αυτός ο αγώνας των «προτέρων θεών», και αυτή η ύστατη προσπάθεια, όπως ήταν επόμενο, έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο αγώνας τους δεν ήταν παρά μόνο μια ακόμη αμήχανη και απελπισμένη προσπάθεια, σπασμωδική επανάληψη της προηγούμενης, καταδικασμένη ν’ αποτύχει. Ήταν λοιπόν μοιραίο και οι ύστατοι αυτοί πεισματάρηδες «συντηρητικοί» και αμετανόητοι εχθροί τής προόδου να υποκύψουν στο ανατέλλον, το ακατανίκητο και λαμπρό «Ολύμπιο Φως». Η «αλλαγή», παρά τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις, ήταν επόμενο να επικρατήσει οριστικά. Οι άνθρωποι παράτησαν τις παλιές τους θρησκευτικές αντιλήψεις και υιοθέτησαν τις καινούργιες περί θεού ιδέες.
Έτρεμαν, λέει, τα βουνά, στον καινούργιο αγώνα, τη Γιγαντομαχία, εναντίον του επαναστάτη Δία. Έτριζε ολόκληρη η γη στο γκρέμισμα του παλιού κόσμου. Ο Όλυμπος, η Όσσα, το Πήλιο έτρεμαν στη νέα και ύστατη φοβερή αυτή σύγκρουση, που θα έφερνε το τέλος του παλιού κόσμου και τη χαραυγή του καινούργιου. Περισσότερο ακόμα έτρεμε η Όρθρη, η έδρα των Τιτάνων.
Ο Εγκέλαδος ήταν ένας από τους Γίγαντες. Ήταν ο βασιλιάς ή ο ηγεμόνας τους. Ήταν γιος του Τάρταρου και της Γαίας. Στη Γιγαντομαχία, ως αρχηγός των Γιγάντων, είχε αντίπαλό του τον Δία , τον αρχηγό των θεών του Ολύμπου.
Ο Δίας στο τέλος βέβαια κατάφερε και τον κατακεραύνωσε κι αυτόν. Έπειτα τον έθαψε και, σύμφωνα με μία από τις εκδοχές που υπάρχουν, και την οποία παρουσιάζει στον «Οιταίο Ηρακλή» ο ψευδο – Σενέκας, (στ. 1140): «Et fiat Othrys pondus Encelado leve», «=κι έγινε η Όρθρη ελαφρό βάρος για τον Εγκέλαδο», τον σκέπασε βάζοντας επάνω του το βουνό Όρθρη.
Η περισσότερο γνωστή εκδοχή ότι ο Εγκέλαδος καταπλακώθηκε κάτω από την Αίτνα από την Αθηνά είναι νεότερη άποψη του Βεργιλίου και των άλλων λατίνων ποιητών, που κυριάρχησε επειδή έγινε αντικείμενο καλλιτεχνικών παραστάσεων.
Ένας άλλος γνωστός Γίγαντας ήταν ο Δάμυσος. Ήταν ο πιο γοργοπόδαρος από τους Γίγαντες. Τ’ όνομά του συνδέεται με τη μυθολογία της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ο Κένταυρος Χείρωνας, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, όταν θέλησε να θεραπεύσει τον καμένο από απροσεξία της Θέτιδας αστράγαλο του Αχιλλέα, ξέθαψε τον Δάμυσο, πήρε τον αστράγαλό του και μ’ αυτόν αντικατέστησε τον καταστραμμένο αστράγαλο του Αχιλλέα. Έτσι επισκευάστηκε προσωρινά το τρωτό του σημείο.
Στον Τρωικό Πόλεμο όμως, την ώρα που ο Απόλλωνας κυνηγούσε τον Αχιλλέα, έφυγε από το πόδι του ο αστράγαλος του Δάμυσου. Έτσι ο Αχιλλέας χτυπήθηκε στο σημείο του σώματός του που, μετά αυτό το ατύχημα, είχε γίνει και πάλι τρωτό, και σκοτώθηκε. Πόσο ωραίος και αυθεντικός μοιάζει έτσι ο μύθος!
Ονομαστοί γίγαντες ήταν ακόμη ο Πολυβότης, ο Πορφυρίωνας, ο Εφιάλτης, ο Κλυτίος, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Εύρυτος, ο Άγριος, ο Θέωνας και άλλοι. Σύμφωνα με μία εκδοχή οι Γίγαντες έφταναν τους είκοσι τέσσαρες. Δυο φορές όσο οι Ολύμπιοι θεοί.
Σπουδαίο και καταλυτικό για το τέλος της Γιγαντομαχίας ρόλο έπαιξε ο Δίας και η Αθηνά. Γι’ αυτό οι δύο αυτοί θεοί ονομάστηκαν «γιγαντοφόντης» και «γιγαντολέτωρ» ο Δίας και «γιγαντοφόντις» και «γιγαντολέτειρα» ή «γιγαντολέτις» η Αθηνά.

4. Ο Τυφώνας

Η Γη (Γαία) θύμωσε πολύ και οργίστηκε, όταν νικήθηκαν και οι Γίγαντες. Σε μια ύστατη λοιπόν προσπάθειά της, να συνεχίσει τον αγώνα της, ζευγάρωσε με τον Τάρταρο και γέννησε τον Τυφώνα. «Ὡς δέ ἐκράτησαν οἱ θεοί τῶν Γιγάντων, Γῆ μᾶλλον χολωθεῖσα μίγνυται Ταρτάρῳ, καὶ γεννᾶ Τυφῶνα». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 6, 3, 1).
Αυτός ήταν ένας φοβερός και ακαταμάχητος γίγαντας. Ξεπερνούσε όλους όσοι είχαν γεννηθεί μέχρι τότε. Ήταν μόνο ένας. Δεν χρειαζόταν άλλους. Το κεφάλι του έφτανε μέχρι τ’ αστέρια και όταν άπλωνε τα δυο του χέρια του, το ένα έφτανε στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση:
«Αὐτὰρ ἐπεί Τιτῆνας ἀπ’ οὐρανοῦ ἐξέλασεν Ζεύς,
ὁπλότατον τέκεν παῖδα Τυφωέα Γαῖα πελώρη
Ταρτάρου ἐν φιλότητι διά χρυσέην Ἀφροδίτην’
οὗ χεῖρες μὲν ἕασιν ἐπ’ ἰσχύι ἔργματ’ ἒχουσαι,
καὶ πόδες ἀκάματοι κρατεροῦ θεοῦ» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 820 – 824).
Δηλαδή: «Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γιο της, τον Τυφωέα, σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια του ήταν φτιαγμένα για έργα που χρειάζονταν δύναμη και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα».
Οι θεοί του Ολύμπου, όταν είδαν να έρχεται εναντίον τους ο Τυφώνας, φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Πήγαν και κρύφτηκαν στην Αίγυπτο μεταμορφωμένοι σε ζώα:
«Τοιοῦτος ὤν ὁ Τυφών καί τηλικοῦτος ἠμμένας βάλλων πέτρας ἐπ’ αὐτόν τὸν οὐρανόν μετά συριγμῶν ὁμοῦ καί βοῆς ἐφέρετο».(Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 6, 3, 5).
Δηλαδή: «Τέτοιος όντας ο Τυφώνας και τόσο μεγάλος ρίχνοντας αναμμένες πέτρες ακόμα και στον ουρανό με σφυρίγματα και με βοή ορμούσε».
Έριχνε λοιπόν ο Τυφώνας πέτρες αναμμένες που έφταναν μέχρι τον ουρανό και σφύριζαν και βούιζαν, προξενώντας σ’ όλους τον τρόμο. Πανικοβλήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί κι έτρεξαν να εξαφανιστούν. Ο Απόλλωνας από το φόβο του μεταμορφώθηκε σε γεράκι ή, όπως λένε άλλοι, σε κοράκι. Ο Ερμής μεταμορφώθηκε σε ίβιδα (πελαργόμορφο πτηνό), ο Άρης σε λεπιδωτό ψάρι, η Άρτεμη σε γάτα, ο Διόνυσος σε τράγο, ο Ηρακλής σε ελάφι, η Αφροδίτη σε ψάρι, που πήγε και κρύφτηκε στον Ευφράτη ποταμό, ο Πάνας, που ήταν αυτός που συμβούλεψε όλους να μεταμορφωθούν σε ζώα, έγινε αιγόκερως και γι’ αυτό μετά τον θάνατό του έγινε ο αστερισμός του Αιγόκερω. Ακόμα και σε φυτά μεταμορφώθηκαν κάποιοι θεοί για να γλιτώσουν από τον τρομερό Τυφωέα ή Τυφώνα.
Έμειναν μόνο ο Δίας, ο θεός των κεραυνών, και η Αθηνά, η θεά της σοφίας, να αντιμετωπίσουν τον Τυφώνα. Έμειναν δηλαδή η εξουσία και η σοφία. Κι όταν η εξουσία συνοδεύεται από τη σοφία όλα πηγαίνουν καλά. Ο Δίας χτυπούσε τον Τυφώνα (ή Τυφωέα) με κεραυνούς και αστραπές και τον κυνήγησε μέχρι την Αραβία.
Ο Τυφωέας ή Τυφώνας όμως στο τέλος, λένε οι σχετικοί μύθοι, κατάφερε και έπιασε αιχμάλωτο τον Δία. Ύστερα του έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών και τους έκρυψε μέσα σε ένα τομάρι αρκούδας. «Τά τε τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν διέτεμε νεῦρα… κρύψας ἄρκτου δορᾷ κεῖθι ἀπέθετο» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 6, 3, 5, 9).
Στην άσχημη αυτή θέση που βρέθηκε ο Δίας βοηθήθηκε από τον Ερμή. Ο Ερμής και ο Αιγίπαν κατάφεραν και βρήκαν μέσα στο Κωρύκειο άντρο της Κιλικίας τους κρυμμένους στο τομάρι της αρκούδας τένοντες του Δία. Τους πήρε ο Ερμής, σαν φοβερός κλέφτης που ήταν, και τους ξανατοποθέτησε στα χέρια και τα πόδια του Δία. Έτσι ο Δίας μπόρεσε ν’ αποκτήσει και πάλι τις δυνάμεις του κι άρχισε ξανά τον αγώνα του κατά του Τυφώνα. Μπόρεσε μάλιστα τούτη τη φορά να τον τραυματίσει. Ο Τυφώνας έχασε πολύ αίμα από το τραύμα αυτό. Από το αίμα που χύθηκε σχηματίστηκε το βουνό Αίμος. Τελικά ο Δίας κατάφερε και πλάκωσε τον Τυφώνα κάτω από την Αίτνα και έτσι οριστικοποιήθηκε η νίκη του. Οι καπνοί και οι φωτιές της Αίτνας δεν είναι παρά οι στεναγμοί του Τυφώνα. «Ἐξ οὗ μέχρι δεῦρό φασιν ἀπό τῶν βληθέντων κεραυνῶν γίνεσθαι πυρός ἀναφυσήματα».
Άλλοι βέβαια τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έγινε ο Αίμος από το αίμα του Τυφώνα. Ο Αίμος ήταν ένας βασιλιάς της Θράκης, γιος του Βορρέα και της Ωρείθυιας. Ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε την αδερφή του, τη Ροδόπη, και απόκτησαν ένα γιο, τον Έβρο. Ο Αίμος και η Ροδόπη ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Tόσο πολύ ευτυχισμένοι ήταν που τολμούσαν και σύγκριναν τους εαυτούς τους με τον Δία και την Ήρα. Γι’ αυτόν τον κομπασμό τους τιμωρήθηκαν από τον Δία και έγιναν βουνά. Έτσι έγιναν τα δύο βουνά ο Αίμος και η Ροδόπη.

Μια παρένθεση και στη θέση αυτή για προβληματισμό

Όλη η δύναμη του Δία έφυγε από πάνω του όταν ο Τυφώνας έκοψε τους τένοντές του. Η χαμένη του δύναμη βρισκόταν τελικά κρυμμένη μέσα σ’ ένα τομάρι αρκούδας. Από εκεί μόνο θα μπορούσε να πάρει τη δύναμή του και πάλι. Από εκεί μέσα μόνο μπορούσε να δυναμώσει και πάλι ο χτυπημένος και αδύναμος Δίας.
Στα ορεινά χωριά της Όθρης και των Αγράφων, τουλάχιστον όπως, από προσωπική ἐμπειρία γνωρίζω, συνήθιζαν, σε παλιότερες εποχές, τους πολύ βαριά πληγωμένους και τραυματισμένους να τους τυλίγουν ολόγυμνους μέσα σε φρεσκογδαρμένα τομάρια γελαδιών, γιδιών ή προβάτων για να γιατρευτούν οι πληγές τους. Εκεί μέσα τυλιγμένοι σφιχτά, σε άμεση και στενή επαφή του βαριά τραυματισμένου, ματωμένου και γυμνού σώματός τους με το ματωμένο ακόμα εσωτερικό του φρεσκογδαρμένου τομαριού του ζώου, σιγά σιγά αποκτούσαν τις απαραίτητες δυνάμεις τα κορμιά τους και γιατρεύονταν. Εκεί μέσα σιγά σιγά οι «τένοντές» τους ξαναλειτουργούσαν.
Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας μιας θαυματουργής τέτοιας θεραπείας ενός σακατεμένου μαθητή μου στα Μεγάλα Βραγγιανά της Ευρυτανίας. Παλιότερα, όπως μου έλεγαν εκεί οι γεροντότεροι, θυμούνταν να τους λένε οι γονείς τους ότι, όταν στα βουνά αυτά υπήρχαν αρκούδες, τους τραυματισμένους τους τύλιγαν σε φρεσκογδαρμένα τομάρια αρκούδας.
Σήμερα για κάποιον πολύ βαριά ξυλοδαρμένο λέμε μια φράση που μας θυμίζει τα παραπάνω : «τον έκαναν για τα τομάρια», δηλαδή τον χτύπησαν τόσο πολύ ώστε να πρέπει να τον τοποθετήσουν σε τομάρι για να γίνει καλά.

5. Το τέλος των θεϊκών αγώνων

Με την εξουδετέρωση και του Τυφώνα ο παλιός θεϊκός κόσμος, ο κόσμος των «προτέρων θεών», έσβησε οριστικά. Το βασίλειο των Τιτάνων της Όρθρης έπαψε να υπάρχει. Οι Τιτάνες θάφτηκαν στη γη. Οι χθόνιες και υποχθόνιες θεότητες, χωρίς βεβαίως να εξαφανιστούν ολότελα από την λατρεία, γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει ποτέ οριστικά, εξακολούθησαν να υπάρχουν ως θεοί λαϊκής κυρίως λατρείας και ως θεοί που λατρεύονταν σε απόμακρες, μακριά από τον πολιτισμό περιοχές.
Και η Όρθρη, η πρώτη θεϊκή πρωτεύουσα, τελευταία σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα αντιστασιακή κοιτίδα στην επικράτηση της νέας τάξης των θεϊκών πραγμάτων, έπεσε στην αφάνεια και την περιφρόνηση των «μοντέρνων», και, όπως συχνά συμβαίνει με τις παλιές πρωτεύουσες, λησμονήθηκε από όλους. Κανένας δεν ασχολούνταν μαζί της. Όλοι πια στρέφονταν προς τον Όλυμπο και προσκυνούσαν τους καινούργιους θεούς.
Οι θεοί, επιτέλους, τοποθετήθηκαν από τους ανθρώπους οριστικά στον ουρανό, στην πραγματική τους θέση. Η Όρθρη, σαν παλιό λησμονημένο ξωκλήσι αφέθηκε μόνη της. Έμεινε κάτω στην ταπεινή γη, λησμονημένη, αλλά περήφανη. Είχε πια ολοκληρώσει το ρόλο που από τη Μοίρα τής έλαχε, το ρόλο τού τόπου όπου γεννήθηκαν, φιλοξενήθηκαν, τοποθετήθηκαν και καλλιεργήθηκαν τα πρώτα αρχικά πετάγματα της ανθρώπινης διανόησης για το μεγάλο και μακρινό ταξίδι της προς τις όλο και υψηλότερες ιδέες για το Θεό. Η Όρθρη έμεινε τώρα πια μόνη στη θέση της ως ένα αντικείμενο εξερεύνησης των μύθων της από κάποιους ρομαντικούς και ερωτευμένους ακόμα μαζί της «αργόσχολους».
Σύμφωνα με κάποιον άλλο μύθο στο τέλος του μεγάλου αυτού αγώνα και αυτή ακόμα η Γαία, η μητέρα των Τιτάνων, των Γιγάντων και των Κυκλώπων, άλλαξε διαθέσεις και βοηθούσε τον Δία. Αυτή ήταν, έλεγαν, εκείνη που συμβούλεψε τον Δία να ελευθερώσει τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες τους οποίους κρατούσε αιχμαλώτους ο Κρόνος και έτσι μόνο μπόρεσε και έγειρε ο αγώνας προς το μέρος των θεών του Ολύμπου:
«Μαχομένων δέ αὐτῶν ἐνιαυτούς δέκα, ἡ Γῆ τῷ Διὶ ἔχρησε τήν νίκην, τούς καταταρταρωθέντας ἄν ἔχῃ συμμάχους» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 2, 2).
Δηλαδή «Ενώ συνέχιζαν να μάχονται για δέκα χρόνια, η Γη χρησμοδότησε ότι ο Δίας θα νικήσει, αν έχει συμμάχους αυτούς που είχαν κλειστεί στα Τάρταρα».
Παρά το τόσο σκληρό τέλος που είχαν οι Τιτάνες ακουγόταν και ένας μύθος διαφορετικός. Η μυθολογική αυτή εκδοχή ήθελε τον Δία τελικά να φέρεται φιλεύσπλαχνα προς τους αντιπάλους του Τιτάνες. Τους ελευθέρωσε και τους έβαλε να ζήσουν στα νησιά των Μακάρων έχοντας κι εκεί αρχηγό τους τον Κρόνο.
Φαίνεται ότι η τελευταία αυτή εκδοχή του μύθου έγινε όταν πια και ο άγριος, αιμοβόρος, ο τρομερός και αχόρταγος «Λαφύστιος Δίας» της Άλου έγινε ο «Μειλίχιος Δίας» των Φθιωτίδων Θηβών.
Υπήρχε, όπως φαίνεται, από εκείνα τα χρόνια ακόμη ή ίσως τότε άρχισε να δημιουργείται, γιατί έτσι πια έπρεπε, η αντίληψη ότι η ευσπλαχνία του Θεού δεν μπορεί παρά κάποτε να συγχωρήσει και να καλέσει κοντά του όλους τους κολασμένους, τους «νηστεύσαντες» και τους «μη νηστεύσαντες».
Οι Κύκλωπες τους οποίους ελευθέρωσε ο Δίας λέγονταν Ουράνιοι ή Ουρανίωνες. Ήταν τρεις: ο Βρόντης, ο Στερόπης ή Αστερόπης και ο Άργης. Κατά τον Αθανάσιο Σταγειρίτη, ωστόσο, ο τρίτος Ουράνιος Κύκλωπας λεγόταν Πυράκμονας. Δεν είναι οι τρεις αυτοί Κύκλωπες οι γνωστοί σε μας από άλλες διηγήσεις Κύκλωπες. Δεν ήταν αυτοί οι Σικελικοί, που ζούσαν στην Σικελία, ούτε οι Λυκιακοί που ζούσαν στην Λυκία. Οι τρεις αυτοί, οι Ουράνιοι Κύκλωπες, έδωσαν στον Δία τη βροντή (ο Βρόντης), την αστραπή (ο Στερόπης) και τον κεραυνό (ο Πυράκμονας ή Άργης). Με τα όπλα αυτά ήρθε το τέλος των Τιτάνων.
Ο Στέφανος Κομμητάς στην «Ελληνική Μυθολογία» του, αναφέρει, επιβεβαιώνοντας στοιχεία από την «Ωγυγία» του Αθανασίου Σταγειρίτη, ότι υπήρχε και άλλη μια κατηγορία Κυκλώπων, οι Χειρογάστορες, που είχαν τα χέρια τους να ξεφυτρώνουν από την κοιλιά τους. Αυτοί ήταν εκείνοι που έχτισαν τα κυκλώπεια τείχη στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες και στο Άργος με τεράστιες πέτρες, τη μικρότερη από τις οποίες δεν μπορούσαν να μετακινήσουν δυο μουλάρια.
Έχουμε την εντύπωση ότι και μόνο αυτή η αναφορά της Όρθρης, ανάμεσα σε τόσα και τόσα άλλα βουνά της Ελλάδας, ως έδρας κυρίαρχης δυναστείας σ’ αυτή την πρώτη πάλη των «θεϊκών δυνάμεων» του κόσμου, θ’ αρκούσε ν’ αποτελέσει σπουδαίο λόγο προσεκτικής εξέτασης των σχετικών με αυτήν μύθων.
Αν και στη σχετική γραμματεία για όλα τ’ άλλα ζητήματα της μυθολογίας υπάρχουν και υποστηρίζονται ποικίλες και διαφορετικές εκδοχές, για το θέμα της έδρας των «προτέρων θεών», των Τιτάνων, κατά την Τιτανομαχία, τον αγώνα τους δηλαδή εναντίον των νέων, των Ολυμπίων θεών, δεν υπάρχει δεύτερη εκδοχή. Μία και μοναδική άποψη υπάρχει: οι Τιτάνες στον αγώνα τους κατά των νέων θεών είχαν έδρα την Όρθρη.
Και συμβαίνει αυτό – η μη αμφισβήτηση δηλαδή της Όρθρης ως έδρας των Τιτάνων και η μη ύπαρξη ή δημιουργία μιας δεύτερης μυθολογικής εκδοχής – επειδή το σχετικό θέμα θεωρείται απρόσφορο για εκμετάλλευση. Δεν υπήρχαν συμφέροντα για κάποιους να βρεθεί και μια άλλη μυθολογική εκδοχή ή να κατασκευασθεί κάποια διαφορετική. Ούτε πόλεις, ούτε άρχοντες, ούτε βασιλιάδες είχαν συμφέροντα να διεκδικήσουν για τον τόπο τους την έδρα των Τιτάνων.
Οι Τιτάνες δεν είχαν σχέσεις με θνητούς. Δεν άφησαν θνητούς διαδόχους. Δεν υπήρχε άρχοντας ή βασιλιάς που να διεκδικούσε θεϊκή καταγωγή από Τιτάνες. Κανένας δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Κανένας βασιλιάς δεν ήθελε να κατάγεται από τους «βάρβαρους» και «απολίτιστους» Τιτάνες. Καμιά περιοχή δεν ήθελε να διεκδικήσει την έδρα του νικημένου, του «προτέρου θεού», του υποβαθμισμένου. Δεν ήταν τιμητικό και συμφέρον. Όλοι ήθελαν να κατάγονται από τους νέους, τους σύγχρονους θεούς, τους Ολύμπιους.
Έτσι κανένας δεν φρόντισε να τροποποιήσει αυτόν το μύθο, γιατί κανέναν δεν ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Κανένας τόπος δεν ήθελε να διεκδικήσει την έδρα του νικημένου ή την καταγωγή του από αυτόν. Κανένας τόπος δεν ήθελε να είναι η έδρα των «βαρβάρων», των «ανοήτων» και «αμετανοήτων» Τιτάνων. Κανένας τόπος δεν ήθελε τους θεούς του να είναι τιμωρημένοι και θαμμένοι στα Τάρταρα. Την μειονεκτική αυτή ιδιαιτερότητα την άφησαν για την ασήμαντη και περιφρονημένη Όρθρη. Ίσως και να της την έδωσαν περιφρονητικά. Κι αυτή δεν νοιάστηκε, δεν ενδιαφέρθηκε να την αποποιηθεί. Ούτε τη διάθεση ούτε την δύναμη είχε για κάτι τέτοιο. Εξάλλου εξακολουθούσε για πολλά χρόνια να λατρεύει τις χθόνιες θεότητες. Και έτσι έμεινε ο μύθος αυτός ανόθευτος κι ολότελα δικός της.
Ωστόσο οι Τιτάνες, λέει μία μυθολογική εκδοχή, για να εκδικηθούν τον Δία που τους νίκησε στην Τιτανομαχία πρόλαβαν, πριν καταπλακωθούν οριστικά στα Τάρταρα, και σκότωσαν τον γιο του Δία, τον Διόνυσο Ζαγρέα. Τον διαμέλισαν και τον έφαγαν ολόκληρο ωμό, εκτός από την καρδιά του. Αυτήν πρόλαβε και την γλίτωσε η Αθηνά. Η καρδιά του Διόνυσου Ζαγρέα έγινε αργότερα η καρδιά του νεότερου Διόνυσου, γιου και αυτού του Δία και της Σεμέλης. Μετά το κακούργημά τους αυτό οι Τιτάνες κατακεραυνώθηκαν από τον Δία. Από τη στάχτη των Τιτάνων, κατά μία εκδοχή, δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι.
Σύμφωνα με τις απόψεις μιας ομάδας ορθολογιστών ερμηνευτών των μύθων η Τιτανομαχία και η Γιγαντομαχία απηχούν αναμνήσεις τεράστιων γεωλογικών γεγονότων και μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων. Η λάβα που πεταγόταν από τους κρατήρες των ηφαιστείων έγινε, στις αναμνήσεις των ανθρώπων, πέτρες, χώματα, βράχια, φωτιά και δέντρα αναμμένα που πετάγονταν εναντίον των θεών του Ολύμπου. Πέτρες αναμμένες που σφύριζαν και βούιζαν πετούσε εναντίον των θεών του Ολύμπου και ο Τυφώνας. Δεν ήταν παρά η συνέχιση της δραστηριότητας των ηφαιστείων. Όταν κάποτε τα ηφαίστεια αυτά έπαψαν να είναι ενεργά και καταλάγιασε μέσα τους η αναβράζουσα επαναστατημένη λάβα, οι άνθρωποι μυθόπλασαν το τέλος των Τιτάνων και των Γιγάντων και το οριστικό θάψιμό τους κάτω από τη γη, στα Τάρταρα.
Τέτοια νεκρά τώρα ηφαίστεια, που όμως, όπως βεβαιώνουν οι ειδικοί, ήταν ενεργά πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, εντοπίζονται σήμερα στην περιοχή του Αλμυρού τουλάχιστον δύο. Τα δύο νεκρωμένα ηφαίστεια βρίσκονται ακριβώς στα δύο απέναντι άκρα της σημερινής περιοχής της επαρχίας Αλμυρού. Βρίσκονται στα δυο ακροτελεύτια ακρόβουνα της οροσειράς της Όθρης. Είναι τα ακρόβουνα εκείνα ακριβώς που και σήμερα περιχαράζουν την επαρχία Αλμυρού.
Το ένα βρίσκεται στη θέση Κρούνια, στο Τραγοβούνι, το νότιο παρακλάδι της Όρθρης, ανάμεσα στο σημερινό χωριό του Αλμυρού Αχίλλειο και τη Γλύφα του νομού Φθιώτιδας. Το ηφαιστειογενές υλικό του ηφαιστείου αυτού μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών σε οικοδομικές και άλλες εργασίες. Λίγο πιο πέρα από το ανενεργό αυτό ηφαίστειο αποκαλύφθηκε πρόσφατα ένα Νυμφαίο, ένας δηλαδή χώρος λατρείας νυμφών. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ιερού αυτού διατηρούνται ως τα σήμερα ακόμα ακέραια.
Το ηφαίστειο αυτό πάνω στα Κρούνια έχει το χαρακτηριστικό όνομα Υπερίων, το όνομα δηλαδή του ομώνυμου Τιτάνα. Αλλά και η όλη τοποθεσία του ηφαιστείου φέρει σήμερα το όνομα Κρούνια ή Κρόνια που μπορεί και να προέρχεται από το όνομα του αρχηγού των Τιτάνων, του Κρόνου. Οι πέτρες που οι χωρικοί των γύρω χωριών έπαιρναν για τις ανάγκες τους λέγονται κρουνόπετρες ή κρονόπετρες.
Πιστεύουμε ότι τόσο η ονομασία του ηφαιστείου «Υπερίων» του Τεταρτογενούς αιώνα όσο και η ονομασία Κρούνια, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία και συμπτωματική αλλά ότι μπορεί να υποσημειώνουν την παραπάνω θέση μας. Ο μύθος της θανάτωσης του Λίχα από τον Ηρακλή και η δημιουργία των νήσων Λιχάδων στη γειτονική βόρειο Εύβοια θεωρείται επίσης απήχηση ηφαιστειακών εκρήξεων της ίδιας εποχής.
Το άλλο παρόμοιο ηφαίστειο, της εποχής του Τεταρτογενούς αιώνα, βρίσκεται στην άλλη άκρη της επαρχίας Αλμυρού, την ακριβώς απέναντι από την πρώτη, στο βουνό πίσω από το σημερινό χωριό του Αλμυρού Μικροθήβες. Το ηφαιστειογενές υλικό του ηφαιστείου αυτού χρησιμοποιήθηκε βεβαιωμένα στην κατασκευή του θεάτρου των Φθιωτίδων Θηβών. Αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής προμηθεύονταν σε παλιότερες εποχές πέτρες από εκεί για τις διάφορες ανάγκες τους.
Τα παραπάνω δύο ηφαίστεια βρίσκονται στα δύο ακριβώς απέναντι άκρα της περιοχής του Αλμυρού και της αρχαίας Αχαΐας Φθιώτιδας, προς το νότο το πρώτο και προς το βορρά το δεύτερο. Τα δύο ηφαίστεια της Όρθρης εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έχουν σβήσει οριστικά, όπως οριστικά έσβησαν και οι Τιτάνες που τους εκπροσωπούσαν πάνω στην Όρθρη. Η βροντή, η αστραπή και ο κεραυνός όμως του Δία εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά το σβήσιμο των ηφαιστείων. Βομβαρδίζουν συνεχώς τους θαμμένους Τιτάνες. Εξακολουθούν, κεραυνοί, αστραπές και βροντές, να υπάρχουν, για να βεβαιώνουν στη μνήμη των ανθρώπων τον οριστικό θάνατο των ηφαιστείων – Τιτάνων της Όρθρης και την μόνιμη κυριαρχία του νέου θεού, του Δία, του θεού των κεραυνών, των βροντών και των αστραπών.
Τα νεκρωμένα ηφαίστεια δεν μπορούσαν ν’ αντιπαλέψουν. Έσβησαν οριστικά υποδεικνύοντας στους μυθοποιούς να μυθοπλάσουν το θάψιμό τους κάτω από τα βουνά από τα οποία πεταγόταν η λάβα τους λέγοντας ότι εκεί θάφτηκαν οριστικά οι μεγάλοι θυμωμένοι Τιτάνες και Γίγαντες.
Σήμερα, πού και πού, κάποιος ταπεινός τσοπάνος βρίσκεται εκεί με το κοπάδι του ατάραχος και αδιάφορος. Κανένας δε βρίσκεται να του πει ότι εκεί είναι θαμμένοι οι θεοί που λάτρευαν οι μακρινοί παππούδες του, ότι εκεί θάφτηκαν οριστικά και αμετάκλητα τα πρώτα φτερουγίσματα της ανθρώπινης διάνοιας στην μακρινή πορεία της για την κατάκτηση της ιδέας του Θείου.

6. Απόηχοι των θεϊκών αγώνων

Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονευθούν κάποιοι σχετικοί μύθοι που ακούγονταν στο νησί Κως, το οποίο, όπως προαναφέραμε, σχετίζεται στενά με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι μύθοι που σχετίζονται με τους Τιτάνες, τους πρώτους θεϊκούς δυνάστες με έδρα την Όρθρη και την αντίσταση των ανθρώπων στην αντικατάσταση των παραδοσιακών θεών, που λάτρευαν μέχρι τότε, με νεότερους.
Αναφέρεται, λοιπόν, σε μία μυθολογική εκδοχή που ακουγόταν στην Κω, ότι ο Τιτάνας Κοίος είναι ο επώνυμος ήρωας του νησιού. Το όνομα Κως παράγεται, σύμφωνα με αυτή την μυθολογική εκδοχή, από το Κοίος.
Δεν θεωρούμε επίσης άσχετο για την σχέση του νησιού με τη Θεσσαλία το ότι, σύμφωνα μ’ ένα μύθο, αφού ο Ηρακλής νίκησε τους Μέροπες της Κω, ενώθηκε με την κόρη του Ευρύπυλου, του βασιλιά των Μερόπων, την Χαλκιόπη, και απόκτησε ένα γιο που ονομάστηκε Θεσσαλός.
Στην Κω, ακόμη, λέει ο σχετικός μύθος, τρία από τα παιδιά του Εύμηλου, του γιου του Μέροπα, η Βύσσα, η Μεροπίδα και ο Άγρωνας, τιμούσαν μόνο τη θεά Γαία και περιφρονούσαν, βλαστημώντας τους μάλιστα άγρια, τον Δία και όλους τους άλλους νέους ομοίους του θεούς, τους Ολύμπιους. Για το λόγο αυτό ο Εύμηλος και τα παιδιά του μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε πουλιά. Η Μεροπίδα έγινε κουκουβάγια, η Βύσσα γλάρος, ο Άγρωνας χαραδριός και ο Εύμηλος νυχτοκόρακας.
Είναι άραγε εύκολο σε κάποιον προσεκτικό μελετητή ν’ αρνηθεί ότι ο μύθος αυτός απηχεί την άρνηση των ανθρώπων, κατοίκων των απομακρυσμένων περιοχών, όπως η Κως, να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που έρχονταν και προσπαθούσαν να τους αντικαταστήσουν την πίστη τους και την επιμονή τους στην λατρεία των παλιών θεών;
Χρειάζεται πολλή σκέψη για να συνδυάσει κάποιος την άρνηση των παιδιών του Μέροπα να λατρέψουν τους Ολύμπιους θεούς και να επιμένουν να λατρεύουν την Γαία (γη) με την άρνηση των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας να λατρέψουν τους νέους Ολύμπιους θεούς και να επιμένουν στην λατρεία των προολυμπιακών θεοτήτων τους;
Βεβαίως και πρέπει στο σημείο αυτό να συνεκτιμηθεί ότι οι κάτοικοι της Κω, σύμφωνα με την μυθολογία, ήλθαν στο νησί τους από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Νομίζουμε ότι και στην περίπτωση αυτήν αντιμετωπίζουμε ακόμη μία μεταφορά μύθων από την μητέρα πατρίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα, σε κάποια «αποικία», την Κω.
Την άρνηση ωστόσο της λατρείας των νέων θεών την εκφράζουν – πρέπει να επισημανθεί – πεισματάρηδες που κατάγονται από τον Μέροπα. Ο Μέροπας, ο γιος του Τριόπα, καταγόταν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ήταν γιος της Κανάκης, η οποία ήταν εγγονή της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας.
Σύμφωνα μ’ ένα άλλο μύθο, ο οποίος ακουγόταν επίσης στην Κω, γυναίκα του Μέροπα ήταν η νύμφη Εθημαία. Κι αυτή περιφρονούσε τους καινούργιους, τους Ολύμπιους θεούς. Δεν τιμούσε την Άρτεμη, και γι’ αυτό το λόγο η Άρτεμη χτύπησε την Εθημαία με το τόξο της. Η Εθημαία, η οποία, σύμφωνα με μία άλλη άποψη, λεγόταν Εχέμεια, πονούσε φοβερά από το χτύπημα και, μην μπορώντας να υποφέρει τους πόνους, προτίμησε να πάει στον Άδη ζωντανή. Ο Μέροπας, μην αντέχοντας τον χωρισμό από την αγαπημένη του γυναίκα, αυτοκτόνησε από τη λύπη του. Η Ήρα τον μεταμόρφωσε σε αετό και τον έκανε αστερισμό στον ουρανό.
Είναι οι μύθοι αυτοί ασφαλώς αναμνήσεις της διαμάχης μεταξύ της παλιάς θεϊκής δυναστείας των χθόνιων προολυμπιακών θεών και των Ολύμπιων και εντοπίζονται εκεί όπου ακριβώς οι μυθολογικές αναφορές μπορούν να ενισχύσουν την άποψη για την κοιτίδα της πρώτης θεϊκής δυναστείας. Φανερώνουν την επιμονή των ανθρώπων στη λατρεία των Τιτάνων και την αντίστασή τους στις νέες ιδέες, την αγκίστρωσή τους στις παλιές συνήθειες και θρησκευτικές λατρείες.

7. Από τους «προτέρους» στους «νέους» θεούς

Η εξελικτική πορεία της αντίληψης του ανθρώπου προς μια ανώτερη εικόνα του Θείου μπορεί να παρατηρηθεί ανάγλυφα στον θεσσαλικό κόσμο. Στους μύθους και στις παραδόσεις των ανθρώπων του χώρου αυτού μπορεί ο προσεκτικός μελετητής να παρατηρήσει την συνταρακτική και συγκλονιστική, σταδιακή και βραδυπορούσα, μακροχρόνια ανοδική προσπάθεια των ανθρώπων της εποχής εκείνης για να φτάσει η ανθρώπινη διάνοια σε μια τελειότερη αντίληψη της εικόνας του Θεού.
Πρώτοι λατρεύτηκαν οι υποχθόνιοι και οι χθόνιοι θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου. Το μυστήριο και ο φόβος του θανάτου, η αγωνία του ανθρώπου για την πέρα του τάφου ζωή, δημιούργησε τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Για τη λατρεία των θεών αυτών οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν ούτε ναούς, ούτε ιερατεία. Δεν χρειάζονταν ούτε καν υπαίθρια ιερά ή βωμούς. Οι λατρευτικές τους ανάγκες καλύπτονταν με μαγικές τελετουργίες και μιμικές πράξεις που γίνονταν μέσα στις οικογενειακές εστίες από τους αρχηγούς των οικογενειών και τους γεροντότερους της οικογένειας. Αυτοί ήταν εκείνοι που διατηρούσαν την παράδοση. Αυτοί ήταν εκείνοι που γνώριζαν. Εξάλλου συνήθως μέσα εκεί, στα σπίτια τους, είχαν και τους νεκρούς τους, αφού τις περισσότερες φορές τους έθαβαν στο δάπεδο ή στους τοίχους του σπιτιού τους. Οι εκδηλώσεις αυτές δεν ήταν θρησκευτικές. Ήταν απλά μαγικές τελετουργίες.
Με μαγικές τελετουργίες και μιμικές πράξεις προσπαθούσαν να προκαλέσουν τη βροχή, να έχουν επιτυχία στο κυνήγι τους για την εξασφάλιση της τροφής τους, να γλιτώσουν από τους κινδύνους.
«Η μαγεία που ήταν πιο αποτελεσματική από την θέληση των θεών, κάλυπτε όλες τις «θρησκευτικές» ανάγκες. Τα πολλά πήλινα, λίθινα και κοκάλινα φυλαχτά πείθουν πως κάθε άνθρωπος είχε το δικό του φυλαχτό για την αποτροπή κακών επηρειών. Στα αντικείμενα του είδους αυτού πρέπει να καταταγούν και τα ειδώλια των θεών, ως αυτοδύναμα ή εφοδιασμένα με την ίδια μυστική δύναμη, με την οποία και τα άμορφα αντικείμενα.
Υπήρχαν παράλληλα μαγικές ιερουργίες που μπορούσαν να προστατέψουν τον αίσιο τοκετό ή την κατοικία των ανθρώπων, να θεραπεύσουν τους αρρώστους, ιδιαίτερα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη συγκομιδή των καρπών αποτρέποντας την ανέχεια και την πείνα» (Νικόλαος Παπαχατζής, Θεσσαλικές προολυμπιακές θεότητες του κάτω κόσμου, Αρχαιολογική Εφημερίδα 1985, σελ. 45).
Η διάδοση των Ολύμπιων θεών στη Θεσσαλία συνάντησε δυσκολίες. Η βαθιά πίστη των Θεσσαλών στους δικούς τους παλαιούς θεούς, ενισχυμένη από ένα ισχυρό συντηρητικό πνεύμα, αρνούνταν να υιοθετήσει καινούργιες ιδέες.
Ο Πέλωρος, ο προολυμπιακός θεός που άνοιξε τα Τέμπη και ελευθερώθηκε από τα νερά ο θεσσαλικός κάμπος, ήταν ένας μεγάλος τοπικός θεσσαλικός θεός. Τον τιμούσαν με ειδικές γιορτές. Δύσκολα σε πρώτο στάδιο αντικαταστάθηκε από τον γαιοσείστη Ποσειδώνα, αυτόν που έβγαλε μέσα από τους βράχους το άλογο Σκύφιος. Αυτός ήταν ο Πετραίος Ποσειδώνας. «Πετραῖος τιμᾶται Ποσειδῶν παρά Θεσσαλοῖς ὅτι διατεμών τὰ ὄρη, φημί τὰ Τέμπη, πεποίηκε δι’ αὐτῶν ἐπιτρέχειν τὸν ποταμὸν…Φασὶ δὲ καὶ ἀγῶνα διατίθεσθαι τῷ Πετραίῳ Ποσειδῶνι, ὅπου ἀπὸ τῆς πέτρας ἐξεπήδησεν ὁ πρῶτος ἵππος» (Πίνδαρος, Πυθιόνικος 4, 243 κ. εξ.).
Οι Θεσσαλοί για πολλά χρόνια, μετά την αναγνώριση του Ποσειδώνα ως θεού της θάλασσας, εξακολουθούσαν να τον θεωρούν θεό της γης. Έτσι ο Πέλωρος έγινε, και για τους Θεσσαλούς, απλά ο αγγελιαφόρος που έφερε το μήνυμα για το άνοιγμα των Τεμπών από τον Ποσειδώνα. Ωστόσο, αν και οι Θεσσαλοί συμβιβάστηκαν και δέχτηκαν τελικά και αυτοί ότι ο Πέλωρος δεν ήταν ο μεγάλος θεός τους που άνοιξε τα Τέμπη, αλλά απλά ο αγγελιαφόρος του γεγονότος αυτού, την ειδική γιορτή για το γεγονός της διάνοιξης των Τεμπών δεν την αφιέρωναν στον Ποσειδώνα, αλλά στον Πέλωρο και την ονόμαζαν «Πελώρια».
Υιοθέτησαν τον νέο μύθο, δηλαδή την ερμηνεία των άλλων, «των προηγμένων», που ήθελαν τον Ποσειδώνα, γιατί έτσι τους έπεισαν ότι ήταν. Ωστόσο αυτοί στα εσώψυχά τους κράτησαν την δική τους λατρεία, την λατρεία του Πέλωρου, υιοθέτησαν δηλαδή μόνο τον τύπο και κράτησαν ανόθευτη την ουσία της ψυχής τους. Όσες αλλαγές κι αν επιβληθούν στην πίστη του απλοϊκού λαού αυτός στο βάθος θα κρατάει για πολλά χρόνια τη δική του λατρεία.
Τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και μ’ άλλες προολυμπιακές θεότητες, όπως η Ιτωνία μεχρισότου αφομοιωθεί από την Αθηνά, η Εννοδία μεχρισότου αφομοιωθεί στην αρχή από τη Φεραία και στη συνέχεια από την Άρτεμη, ο Λαφύστιος μεχρισότου αφομοιωθεί από τον Δία και άλλοι τέτοιοι τοπικοί θεοί.
Η επικράτηση των Ολύμπιων θεών δεν στάθηκε εύκολη. Το μαντείο των Δελφών δεν μπόρεσε ν‘ αποκτήσει καθολικό κύρος και γενική αναγνώριση παρά μόνο όταν έγινε ολοκληρωτικά αποδεκτός ο συγκερασμός των «προτέρων» με τους «νέους» θεούς.
Ο Αισχύλος, με την μεγάλη σοφία και την οξεία διαίσθηση που διέθετε, στην προσπάθειά του να μην προκαλεί αντιδράσεις του λαϊκού αισθήματος, με το να παραμερίζει και ν’ αγνοεί τους παλιούς θεούς, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτόν τον συγκερασμό αναμειγνύοντας στα δημιουργήματά του, χθόνιες και ολύμπιες θεότητες.
Στα έργα του κρατούσε τις Ερινύες, ως χθόνιες θεότητες και σε τόσο βαθμό κακές όσο τις ήθελε και τις πίστευε ο λαός, ώστε να μην προσκρούουν τα έργα του στο λαϊκό αίσθημα, αφού αυτές ήταν οι γνήσιες θεότητες του κάτω κόσμου, χθόνιες και αμείλιχες.