ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ ΦΙΛΑΡΧΑΙΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ:
«ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ» ΣΤΗ ΜΕΛΙΤΑΙΑ

                    Η Φιλάρχαιος Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ» οργανώνει «αρχαιολογική εκδρομή», ακολουθώντας το παράδειγμα του ιδρυτού της Νικόλαου Γιαννόπουλου, στην Αρχαία Μελιταία, μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδος.
Η εκδρομή θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 2021.
Επειδή η επίσκεψη με λεωφορείο είναι δύσκολη λόγω συνθηκών, θα πάμε με δικά μας αυτοκίνητα. Όσοι μπορούμε θα κανονίσουμε να πάρουμε και κάποιους δικούς μας για να διευκολύνουμε την μετάβαση όλων.
Η αναχώρηση θα γίνει στις 10:30 το πρωί από το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλμυρού, όπου θα συγκεντρωθούμε και θα ξεκινήσουμε όλοι μαζί.
Θα διασχίσουμε ένα όμορφο τμήμα του βουνού μας, της Όθρυος, θα περάσουμε την Ανάβρα (Γούρα) και θα φθάσουμε στη Φιλιαδώνα (Χιλιαδού), όπου θα μας περιμένουν αρχαιολόγοι της περιοχής για να μας οδηγήσουν στη Μελιταία.
Θα επισκεφθούμε και θα ξεναγηθούμε αρχικά στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μελιταίας, μιάς από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδος στους βόρειους πρόποδες της Όθρυος και κοντά στον μυθικό ποταμό Ενιπέα. Η θέση της ήταν ιδιαιτέρως σημαντική και στρατηγική, αφού ήλεγχε την κύρια οδική αρτηρία που ένωνε την Θεσσαλία με τη Στερεά Ελλάδα.
Η ξενάγηση θα συνεχισθεί στην Μονή της Αγίας Τριάδος, μεγάλης ιστορικής σημασίας, που κτίσθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με υλικά από το τείχος της Μελιταίας.
Εν συνεχεία θα επιστρέψουμε στη Φιλιαδώνα, όπου (αν και όσοι το επιθυμούμε) θα μείνουμε για φαγητό.
Επιστρέφοντας για Αλμυρό, μετά τη Γούρα, θα σταματήσουμε να δούμε τα κάστρα στο Τσουρνάτι και στη Γριντιά.
Όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν παρακαλούνται να επικοινωνήσουν στα τηλέφωνα :
2421070660, 6973388946- κ. Τσουρνάβα Λ., 2422024082, 6973801227-κ. Κοντογεωργάκη Χ., ή σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του Δ.Σ.
και να ενημερώσουν για την πρόθεσή τους, ούτως ώστε να γνωρίζουμε τα άτομα που θα περιμένουμε το πρωί για αναχώρηση.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (14η συνέχεια)

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ ΣΤΙΑ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΣ ΞΕΠΛΑΝΕΥΕΙ ΝΥΜΦΡΕΣ ΟΡΘΡΗΙΔΕ 

     Αλλά και ο ίδιος ο Ποσειδώνας είχε τις δραστηριότητές του στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Η πανέμορφη Τυρώ ζούσε μακριά από τον πατέρα της, τον Σαλμωνέα, κοντά στο θείο της Κρηθέα, τον ιδρυτή της Ιωλκού.

                   ΅Η Τυρώ αγάπησε με πάθος τον ποταμό Ενιπέα και περνούσε τις ώρες της στις όχθες του, προσπαθώντας με χίλια δυο καμώματα και νάζια να τον κάνει να την προσέξει και να την αγαπήσει κι αυτός. Ο Ενιπέας όμως, αδιάφορος για τον μεγάλο έρωτα του κοριτσιού, κυλούσε ήσυχα τα νερά του στις πλαγιές της Όρθρης.
Ο πονηρός θεός Ποσειδώνας, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, βλέποντας τον απελπισμένο έρωτα της Τυρώς και την ταυτόχρονη αδιαφορία του αγαπημένου της Ενιπέα, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός. Πήρε λοιπόν ο ίδιος, σαν θεός που ήταν κι όλα τα μπορούσε, την μορφή του ποταμού Ενιπέα, παρουσιάστηκε μπροστά της κι έτσι ενώθηκε με την Τυρώ.
Από την ένωση αυτή γεννήθηκαν δυο παιδιά δίδυμα, ο Πελίας και ο Νηλέας. Το ένα από αυτά, ο Νηλέας, βασίλεψε στην Πύλο κι ήταν ο πατέρας της Πηρώς. Ήταν εκείνος, που όπως είδαμε, ζητούσε να του φέρουν από τη Φυλάκη τα βόδια του Ίφικλου προκειμένου να συγκατατεθεί στο γάμο της κόρης του Πηρώς.
Το άλλο παιδί του Ποσειδώνα και της Τυρώς, ο Πελίας, βασίλεψε στην Ιωλκό κι ήταν ο πατέρας του Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1, 9, 8, 1), μιλώντας για την Τυρώ, λέει τα εξής:
«Τυρώ δέ ἡ Σαλμωνέως θυγάτηρ καί Ἀλκιδίκης παρά Κρηθεῖ τῷ Σαλμωνέως ἀδελφῷ τρεφομένη ἔρωτα ἴσχει Ἐνιπέως τοῦ ποταμοῦ, καί συνεχῶς ἐπί τά τούτου ῥεῖθρα φοιτῶσα τούτοις ἐπωδύρετο. Ποσειδῶν δέ εἰκασθείς Ἐνιπεῖ συγκατεκλίθη αὐτῇ• ἣ δέ γεννήσασα κρύφα διδύμους παῖδας ἐκτίθησιν».
Δηλαδή (σ’ ελεύθερη απόδοση): Η Τυρώ λοιπόν, η κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης, (εγγονή του Αίολου, του γιου του Έλληνα, ζούσε κοντά στο θείο της, τον αδερφό του πατέρα της, τον Κρηθέα, (τον ιδρυτή της Ιωλκού). Η Τυρώ ερωτεύθηκε τον ποταμό Ενιπέα και σύχναζε στις όχθες του κλαίγοντας για τη μεγάλη αδιαφορία του αγαπημένου της. Ο Ποσειδώνας, παίρνοντας την μορφή του Ενιπέα, κοιμήθηκε μαζί της. Αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν από την Τυρώ δίδυμα αγόρια, τα οποία όμως αυτή τα εγκατέλειψε.
Ο Όμηρος, παρουσιάζοντας τον Οδυσσέα να διηγείται όσα είδε στον Κάτω Κόσμο, λέει αναφερόμενος στην Τυρώ:
«῎Ενθ’ ᾗ τοι πρώτην Τυρώ ἴδον εὐπατέρειαν,
ἥ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι,
φῆ δέ Κρηθῆος γυνή ἔμμεναι Αἰολίδαο
ἥ ποταμοῦ ἠράσατ’, Ἐνιπῆος θείοιο,
ὃς πολύ κάλλιστος ποταμῶν ἐπί γαῖαν ἴησιν.
καί ῥ’ ἐπ’ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλά ῥέεθρα.
Τῷ δ’ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος,
πορφύρεον δ’ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον,
κυρτωθέν, κρύψεν δέ θεόν θνητήν τε γυναῖκα.
<Λῦσε δέ παρθενίην ζώνην, κατά δ’ ὕπνον ἔχευεν.>
Αὐτάρ ἐπεί ῥ’ ἐτέλεσε θεός φιλοτήσια ἔργα,
ἔν τ’ ἄρα οἱ φῦ χειρί ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζεν.
«Χαῖρε, γύναι, φιλότητι, περιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ
τέξεις ἀγλαά τέκνα, ἐπεί οὐκ ἀποφώλιαι εὐναί
ἀθανάτων. σύ δέ τούς κομέειν ἀτιταλέμεναί τε.
Νῦν δ’ ἔρχεν πρός δῶμα, καί ἴσχεο μηδ’ ἀνομήνῃς.
αὐτάρ ἐγώ τοι εἰμί Ποσειδάων ἐνοσίχθων».
῞Ως εἰπών ὑπό πόντον ἐδύσατο κυμαίνοντα.
Ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καί Νηλήα,
τώ κρατερώ θεράποντε Διός μεγάλοιο γενάσθην
ἀμφοτέρω. Πελίης μέν ἐν εὐρυχώρῳ Ἰαωλκῷ
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ’ ἄρ’ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι.
Τούς δ’ ἑτέρους Κρηθῆι τέκεν βασίλεια γυναικῶν,
Αἴσονά τε τ’ ἠδὲ Φέρητ᾿ Ἀμυθάονά θ’ ἱππιοχάρμην» (Ὅμηρος Ὀδύσσεια, λ, 225-249).
Δηλαδή: «Εκεί λοιπόν είδα την αρχοντογεννημένη Τυρώ, που έλεγε πως ήταν κόρη του ευγενικού Σαλμωνέα και γυναίκα του Κρηθέα του γιου του Αίολου. Αυτή πόθησε τον θεϊκό ποταμό Ενιπέα, που είναι ο ομορφότερος από τους ποταμούς που τρέχουνε πάνω στη γη, και σύχναζε στα όμορφα νερά του.
Όμοιος μ’ αυτόν, λοιπόν, ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας πλάγιασε δίπλα της στο μέρος που χύνεται ο ορμητικός ποταμός. Και τους περικύκλωσε ένα κύμα σκοτεινό, σαν βουνό μεγάλο, που κυρτώθηκε σκεπάζοντας το θεό και τη θνητή γυναίκα. Και της έβγαλε την παρθενική ζώνη και την αποκοίμισε. Κι όταν ο θεός τέλειωσε τα ερωτικά παιχνίδια, της έπιασε σφιχτά το χέρι και είπε προσφωνώντας την:
«Νάχεις χαρά, γυναίκα, για το αγκάλιασμα. Στο πέρασμα του χρόνου θα γεννήσεις έξοχα παιδιά, γιατί τα θεϊκά αγκαλιάσματα δεν είναι χωρίς αποτέλεσμα. Και συ να τα μεγαλώσεις με μεγάλη περιποίηση. Μα τώρα πήγαινε στο σπίτι σου και συγκρατήσου, μη μαρτυρήσεις τίποτε. Λοιπόν εγώ είμαι ο κοσμοσείστης Ποσειδώνας».
Έτσι μίλησε και χώθηκε μέσα στη φουσκωμένη θάλασσα. Και η Τυρώ που έμεινε έγκυος γέννησε τον Πελία και τον Νηλέα, που και οι δυο τους έγιναν υπηρέτες δυνατοί του μεγάλου Δία. Ο Πελίας με τα πολλά του κοπάδια κατοικούσε στην απλόχωρη Ιωλκό, ο άλλος πάλι στην Πύλο με την όμορφη αμμουδιά. Τους άλλους, η βασίλισσα μες στις γυναίκες, τους γέννησε απ’ τον Κρηθέα, δηλαδή τον Αίσονα και τον Φέρητα και τον Αμυθάονα τον αρματομάχο».
Αξίζει να δούμε το ίδιο κομμάτι σε μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη:
«Και πρώτη εκεί ’δα την Τυρώ την καλογεννημένη,
που έλεγε γένος του λαμπρού πως είταν Σαλμωνέα
και πως την είχε ταίρι του Αίολου ο γιος Κρηθέας.
Τον Ενιπέα αγάπησε τον ποταμό το θείο,
που είταν απ΄ όλους πιο όμορφος τους ποταμούς του κόσμου,
και στους πανώριους όχτους του συνήθαε να πλανιέται.
Μ’ εκείνον μοιάζοντας της γης ο σαλευτής και ζώστης
σιμά της στου αφροκύλιστου του ποταμού το στόμα
πλάγιασε• κύμα σκοτεινό τους έζωσε σαν όρος
γερτό, να κρύψει το θεό και τη θνητή γυναίκα.
Εκεί ο θεός της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη,
την κοίμισε, και του έρωτα σαν τέλεσε το έργο,
το χέρι της γλυκόσφιξε, και φώναξέ την κι είπε:
«Χαίρου που εγώ σ’ αγκάλιασα, κι άμα γυρίσει ο χρόνος
θάχεις πανόμορφα παιδιά, τι των θεών η αγάπη
δεν πάει του κάκου• νοιάζου τα και μοσχανάθρεφέ τα.
Πήγαινε τώρα σύχαζε, και μην το ξεστομίσεις’
μα ο Ποσειδώνας, ξέρε το, έγώ ’μαι ο κοσμοσείστης».
Αυτά είπε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Κ’ εκείνη γέννησε τους δυο, Πελία και Νηλέα,
που ήρωες βγήκανε πιστοί του Δία του μεγάλου.
Στην Ιωλκό βασίλεψεν ο θεόπλουτος Πελίας,
στην Πύλο την αμμουδερή ο ήρωας Νηλέας.
Κι ακόμα η ρήγισσα Τυρώ γέννησε του Κρηθέα,
τον Αίσονα, τον αμαξά Αμυθάονα, το Φέρη».

Ἡ Τυρώ, όταν γέννησε τα δυο παιδιά του Ποσειδώνα, φοβήθηκε την οργή του πατέρα της και τα παράτησε μόνα τους. Τα βρήκε όμως ο αλογοβοσκός του Σαλμωνέα, τα περιμάζεψε και, μαζί με την γυναίκα του, τα μεγάλωσε στο σπίτι του.
Πολλά χρόνια αργότερα ο άντρας της Τυρώς, ο Κρηθέας, έμαθε τα νεανικά καμώματα της γυναίκας του. Για να την εκδικηθεί, σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, πήρε άλλη γυναίκα, την Σιδηρώ, η οποία προηγουμένως ήταν υπηρέτριά του. Η Σιδηρώ φρόντιζε με κάθε τρόπο να βασανίζει την Τυρώ. Την έδιωξε μάλιστα από το παλάτι της. Όταν πέθανε ο Κρηθέας, η Σιδηρώ φανέρωσε στα δυο προγόνια της, τον Πελία και τον Νηλέα, ποιοι ήταν οι πραγματικοί γονείς τους και τα δυο παιδιά ξεκίνησαν να βρουν τη μητέρα τους.
Όταν την βρήκαν ήταν σε άθλια κατάσταση. Έμαθαν τα όσα είχε τραβήξει η πραγματική τους μητέρα από την Σιδηρώ και γύρισαν να πάρουν εκδίκηση. Η Σιδηρώ, που κατάλαβε τι την περίμενε, έτρεξε να βρει άσυλο στο ναό της Ήρας, πιστεύοντας ότι εκεί μέσα στον ιερό χώρο, όπως συνηθιζόταν σε τέτοιες περιπτώσεις, θα ήταν ασφαλής. Παρ” όλα αυτά ο Πελίας, αδιαφορώντας για την οργή της Ήρας, σκότωσε τη Σιδηρώ. Για την φοβερή αυτή πράξη του ο Πελίας αργότερα τιμωρήθηκε πολύ σκληρά. Τον έσφαξαν τα ίδια τα κορίτσια του, όταν ήταν πια γέρος, γιατί εκείνα πίστεψαν τα λόγια της μάγισσας Μήδειας, της γυναίκας του Ιάσονα, που τις ξεγέλασε κάνοντάς τις να πιστέψουν ότι μπορούσε να τον κάνει πάλι νέο.
Ο Ενιπέας, που θα τον δούμε και σ’ άλλους μύθους, ήταν κι αυτός, απ’ όσα μπορεί να συμπεράνει κάποιος, πανάρχαιος ποτάμιος θεός ή ήρωας της Θεσσαλίας. Θεός λοιπόν και αυτός της Αχαΐας Φθιώτιδας λατρευόταν μαζί με άλλους πανάρχαιους θεούς στις πλαγιές και στις ρεματιές της Όρθρης. Η Μήδεια στις όχθες του Ενιπέα ποταμού μάζεψε τα βότανα με τα οποία έδωσε τη νιότη στο γερασμένο κριάρι, για να πείσει έτσι και να ξεγελάσει τις κόρες του Πελία να της εμπιστευθούν το ξανάνιωμα του γέρου πατέρα τους, με σκοπό να τον σκοτώσει. Υπονοείται έτσι με τον μύθο αυτό ότι ο Ενιπέας, παλαιός θεός της μαγείας δίδαξε στη Μήδεια τη χρήση των μαγικών βοτάνων.
Στο μύθο αυτόν με την αντικατάσταση, στον έρωτα της Τυρώς, του θεού Ενιπέα από τον Ποσειδώνα, υποδηλώνεται η σταδιακή εγκατάλειψη της λατρείας του παλιού θεού Ενιπέα και η μεταμόρφωσή σ’ ένα εντελώς δευτερεύον πρόσωπο. Σύμφωνα με τις γνώμες των ειδικών μυθολόγων, ο σχετικός μύθος πήρε τη μορφή αυτή στα πρωτοϊστορικά χρόνια, όταν οι Ολύμπιοι θεοί επικάθονταν και αντικαθιστούσαν τις τοπικές θεότητες και παραδόσεις των Πρωτοελλήνων.
Η πανελλήνια γενική αναγνώριση και επικράτηση του ολυμπιακού δωδεκάθεου είχε ως αποτέλεσμα ν’ αντικατασταθούν τελικά όλες οι προϋπάρχουσες τοπικές προολυμπιακές θεότητες και να ενσωματωθούν στη νέα μορφή της θρησκείας.

Η ΠΗΡΩ ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

                Η Πηρώ, η πανέμορφη κόρη του Νηλέα και εγγονή της επίσης πανέμορφης Τυρώς, τράβηξε και αυτή, όπως και η γιαγιά της, την προσοχή του Ποσειδώνα. Πολλά έλεγαν οι άνθρωποι που ζούσαν γύρω από την κοιλάδα του Ενιπέα για τις σχέσεις του Ποσειδώνα και της Πηρώς. Σίγουρα πρόκειται για πανάρχαιες προολυμπιακές θεότητες από εκείνες που, μετά την πανελλήνια επικράτηση των θεών του Ολύμπου, υποβιβάστηκαν σε ήρωες και ηρωίδες για την εξυπηρέτηση των νέων λατρευτικών αναγκών, ώσπου τελικά έγιναν απλά ποτάμια και νεράιδες των σύγχρονων παραμυθιών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μία από τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές για την καταγωγή του Ασωπού ποταμού, αυτός ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρώς. Ο Ασωπός ποταμός, ο γιος της Πηρώς, σύμφωνα με την παραπάνω εκδοχή, απόκτησε δυο γιους και είκοσι θυγατέρες ενώ κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη οι θυαγατέρες του Ασωπού ήταν δώδεκα.
Όλα τα ονόματα των θυγατέρων του Ασωπού και εγγονών της Πηρώς είναι ονόματα ελληνικών πόλεων και χωρών. Είναι ονόματα που έδωσαν σ’ αυτές οι κάτοικοί τους και τα οποία ασφαλώς υποδηλώνουν την προσπάθειά τους να οδηγήσουν την καταγωγή τους σε θεϊκή ρίζα στο βάθος του χρόνου κάτι που θα εξασφάλιζε η αναγωγή τους στην πρώτη κοιτίδα των Ελλήνων, την Αχαΐα Φθιώτιδα, αφού η Πηρώ ήταν κατευθείαν απόγονος του Έλληνας και της Ορθρηίδας.
Αναφέρουμε τα δεκαοκτώ γνωστά ονόματα θυγατέρων του Ασωπού, όπως τα μνημονεύει ο Στέφανος Κομμητάς στην «Ελληνική Μυθολογία» του, έκδοση «Εκάτη», σελ. 431: Αίγινα, Κέρκυρα, Σαλαμίνα, Πειρήνη, Κλεώνη, Θήβη, Τανάγρα, Θεσπία, Ασωπίδα, Σινώπη, Οινία, Χαλκίδα, Εύβοια, Αρπίνη, Πλάταια, Αντιόπη, Αερόπη και Νεμέα.
Τα ονόματα των δύο άλλων θυγατέρων του Ασωπού, που τα εντοπίσαμε εμείς και αναφέρονται σ’ άλλα σημεία της εργασίας μας αυτής, είναι η Θίσβη και η Ωερόη.
Την πρωτοθυγατέρα του Ασωπού και εγγονή της Πηρώς, την όμορφη Αίγινα την λιμπίστηκε ο Δίας και την άρπαξε προκειμένου να την κάνει δική του. Για να χαρεί τον έρωτά της, την έφερε στο ακατοίκητο μέχρι τότε νησί Οινώνη. Μετά από αυτό και για να τιμηθεί η αγαπημένη του Δία, το νησί μετονομάστηκε σε Αίγινα. Από αυτή την ένωση του Δία και της Αίγινας γεννήθηκε ο Αιακός.
Μόνος του όμως ο Αιακός πάνω στο νησί στενοχωριόταν πολύ. Γι’ αυτό ο Δίας μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια μιας μυρμηγκοφωλιάς που ήταν στο νησί σε ανθρώπους:
«…πατὴρ δ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, ὅσσοι ἔσαν μύρμηκες ἐπηράτου ἔνδοθι νήσου, τοὺς ἄνδρας ποίησε βαθυζώνους τε γυναῖκας».
Δηλαδή: «….τότε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, όλα τα μυρμήγκια που ζούσαν πάνω στο μαγευτικό νησί, τα έκαμε άντρες και κομψές γυναίκες». (Ἡσιόδου, Ἀποσπάσματα Ἠοιῶν, 32 (76) ).
Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτή την εκδοχή, έγινε ο λαός των Μυρμιδόνων οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι γιατί έγιναν από τα μυρμήγκια μιας μυρμηγκοφωλιάς της Αίγινας.
Υπάρχει όμως και η εκδοχή πως το όνομα Μυρμιδόνες προέρχεται από το «μύρμος», που σημαίνει τρόμος (όπως τώρα περίπου η «Μορμώ», στοιχειό που προκαλεί τρόμο). Οι Μυρμηδόνες ήταν τόσο φοβεροί πολεμιστές ώστε προκαλούσαν τον «μύρμο», δηλαδή τον τρόμο, στους αντιπάλους τους.
Ο Αιακός πήρε γυναίκα του την Ενδηίδα, την κόρη του Χείρωνα, και απόκτησε δυο αγόρια τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ο Αιακός όμως απόκτησε κι άλλο γιο, τον Φώκο, από την νηρηίδα Ψαμάθη, την όμορφη κόρη του Νηρέα. Τα δυο αδέλφια, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδερφό τους Φώκο και για το λόγο αυτόν αναγκάστηκαν να φύγουν από το νησί.
Ο Πηλέας ήρθε στη Φθία για να βρει καταφύγιο στην αυλή του βασιλιά της Ευρυτίονα, από τον οποίο και ζήτησε να τον εξαγνίσει. Ο Ευρυτίονας, αφού τον εξάγνισε για τον φόνο του Φώκου, του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αντιγόνη και το ένα τρίτο του βασιλείου του για να βασιλέψει σ’ αυτό.
Ο Πηλέας πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου στο οποίο κατά λάθος σκότωσε τον πεθερό του. Τότε έφυγε και πήγε στην Ιωλκό όπου εξαγνίστηκε για τον νέο αυτό φόνο από τον Άκαστο. Τον καιρό όμως που φιλοξενούνταν στο παλάτι της Ιωλκού τον ερωτεύτηκε η Αστυδάμεια, η γυναίκα του βασιλιά Άκαστου.
Σύμφωνα με μία διαφορετική μυθολογική εκδοχή, η γυναίκα του Άκαστου, η οποία ερωτεύθηκε τον Πηλέα, λεγόταν Ιππολύτη. Ο Πηλέας όμως αρνήθηκε ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της και η Αστυδάμεια (ή η Ιππολύτη, σύμφωνα με την άλλη γνωστή μυθολογική εκδοχή) για εκδίκηση έστειλε συκοφαντικό μήνυμα στην γυναίκα του Πηλέα, την Αντιγόνη, στη Φθία, παραγγέλλοντάς την ότι ο Πηλέας ήταν άπιστος απέναντί της.
Η γυναίκα του Πηλέα, η πιστή και αφοσιωμένη Αντιγόνη, μόλις πήρε το μήνυμα της Αστυδάμειας, στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που από τη μεγάλη της πίκρα αυτοκτόνησε. Αλλά δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό το κακό που προκάλεσε η Αστυδάμεια. Αφού έστειλε το ψεύτικο μήνυμα στην Αντιγόνη, κατηγόρησε τον Πηλέα στον άντρα της, τον Άκαστο, λέγοντας ότι της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς.
Ο Άκαστος δεν μπορούσε να σκοτώσει τον Πηλέα, όπως πολύ το επιθυμούσε, γιατί κάτι τέτοιο απαγορευόταν, επειδή ο ίδιος τον είχε εξαγνίσει για φονικό. Φρόντισε λοιπόν να τον εξοντώσει μ’ άλλο τρόπο. Κανόνισε να γίνει ένας διαγωνισμός κυνηγιού στα δάση του Πηλίου στον οποίο έλαβαν μέρος πολλοί ήρωες και μαζί ο Πηλέας.
Στο κυνήγι αυτό ο Άκαστος τα κανόνισε και ο Πηλέας έμεινε μόνος χωρίς όπλα, πιστεύοντας ότι έτσι θα κατασπαρασόταν από τ’ άγρια θηρία. Τον γλίτωσε ευτυχώς την τελευταία στιγμή ο Κένταυρος Χείρωνας φανερώνοντας σ’ αυτόν τα κρυμμένα του όπλα.
Έτσι γλίτωσε ο Πηλέας. Αλλά και ο νεφεληγερέτης Δίας που είδε από ψηλά την αρετή του Πηλέα ν’ αρνηθεί τον άνομο έρωτα που τού πρότεινε η Αστυδάμεια, τον επιβράβευσε. Τότε ήταν που του υποσχέθηκε, μια και στο μεταξύ τόσο άδικα είχε πεθάνει η γυναίκα του Αντιγόνη, να του δώσει γυναίκα μια από τις «χρυσηλάκατες Νηρηίδες» (Νεμεόνικος, Δ, 56, κ. εξ.).
Αργότερα, όταν ο Πηλέας γύρισε στη Φθία, πρώτη δουλειά ήταν να εκδικηθεί την Αστυδάμεια και τον Άκαστο για το κακό που του έκαμαν. Ξεκίνησε από τη Φθία με στρατό για την Ιωλκό, την κυρίευσε και σκότωσε το βασιλικό ζευγάρι του Άκαστου και της γυναίκας του, έχοντας βοηθούς και συμπαραστάτες τους τον Ιάσονα και τους Διόσκουρους.
Αργότερα, έπειτα από πολλές περιπέτειες, ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά Θέτιδα, την κόρη του ποτάμιου θεού Νηρέα, όπως του είχε υποσχεθεί ο Δίας, που ήταν και παππούς του. Από το γάμο αυτό του Πηλέα και της Θέτιδας γεννήθηκαν έξι γιοι αλλά όλοι τους πέθαναν στην προσπάθεια της μητέρας τους να τους κάνει αθάνατους. Ο έβδομος γιος της είναι ο μεγάλος ήρωας του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή, η Θέτιδα, δεν ήταν κόρη του Νηρέα. Ήταν κόρη του Άκτορα, του γιου του Μυρμιδόνα και το πρώτο όνομά της δεν ήταν Θέτιδα αλλά Φιλομήλα.
Ύστερα από πολλά χρόνια τα παιδιά του Άκαστου κατόρθωσαν και νίκησαν τον Πηλέα και τον έδιωξαν από τη Φθία. Κυνηγημένος έφθασε στην Ίκο (σημερινή Αλόννησο) όπου τελικά πέθανε. Μετά το θάνατό του πήγε στη χώρα των Μακάρων όπου συναντήθηκε με το γιο του Αχιλλέα.
Άλλες βέβαια μυθολογικές εκδοχές παρουσιάζουν τον Πηλέα να είναι μεν ζωντανός αλλά περιφρονημένος και κυνηγημένος μέχρι τότε που γύρισε από την Τροία ο εγγονός του Νεοπτόλεμος. Αυτός φρόντισε και τον αποκατέστησε στις παλιές του τιμές.

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΘΙΑ
1. Η Ιφιμέδεια και ο Ποσειδώνας – Ενιπέας

                    Υπήρχε και άλλη μια πανέμορφη κόρη στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας που, όπως έλεγαν οι παραμυθάδες της εποχής εκείνης, ζευγαρώθηκε με το θεό Ποσειδώνα. Και αυτή τη φορά ο πονηρός Ποσειδώνας πήρε πάλι τη μορφή του Ενιπέα ποταμού, που πηγάζει από τις πλαγιές της Όρθρης. Η εκλεκτή του Ποσειδώνα, αυτή τη φορά, ήταν η ξακουστή Ιφιμέδεια, η κόρη του βασιλιά Τριόπα. Η Ιφιμέδεια, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, τον καιρό που επιθυμούσε να ζευγαρώσει με τον Ποσειδώνα, ήταν παντρεμένη με τον Αλωέα. Άλλη μυθολογική εκδοχή όμως δέχεται ότι η Ιφιμέδεια ήταν ανύπαντρη όταν είχε σχέσεις με τον Ποσειδώνα και ότι αργότερα παντρεύτηκε τον Αλωέα.
Η Ιφιμέδεια, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Τυρώ, δεν ήταν ερωτευμένη με τον Ενιπέα αλλά με τον ίδιον τον Ποσειδώνα. Κατέβαινε λοιπόν η ερωτευμένη Ιφιμέδεια στη θάλασσα προσπαθώντας να συγκινήσει τον Ποσειδώνα.
Εκεί έπαιρνε με τις χούφτες της θαλασσινό νερό και το έριχνε στην αγκαλιά της καλώντας απελπισμένα και προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τον ίδιο τον θεό της θάλασσας, τον αγαπημένο της Ποσειδώνα, να την αγκαλιάσει. Έτσι μας λέει ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» του (6, 616).
Ο Ποσειδώνας, βλέποντας όλα αυτά τα καμώματα της Ιφιμέδειας, άλλο που δεν ήθελε. Δεν στάθηκε αδιάφορος. Πήρε όμως και πάλι – κι εδώ είναι το αξιοπερίεργο – την μορφή του Ενιπέα ποταμού και ενώθηκε με την κόρη. Και επειδή τα αγκαλιάσματα των θεών, όπως είχε πει ο Ποσειδώνας στην Τυρώ, δεν μένουν χωρίς αποτελέσματα, η Ιφιμέδεια απόκτησε δυο παιδιά δίδυμα, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Είναι περίεργο αλλά τις περισσότερες φορές που ζευγάρωνε ο Ποσειδώνας γεννιούνταν δίδυμα παιδιά.
Ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1,7,4,2), συνδυάζοντας τα παραπάνω γεγονότα και με γάμο της Ιφιμέδειας και του Αλωέα, λέει:
«Ἀλωεύς μέν οὖν ἔγημεν ’Ιφιμέδειαν τήν Τρίοπος, ἥτις Ποσειδῶνος ἠράσθη, καί συνεχῶς φοιτῶσα ἐπί τήν θάλασσαν χερσίν ἀρυομένη τά κύματα τοῖς κόλποις ἐνεφόρει, συνελθών δέ αὐτῇ Ποσειδῶν δύο ἐγέννησε παῖδας, Ὦτον καί Ὲφιάλτην, τούς Ἀλωάδας λεγομένους».
Τώρα γιατί και πώς, αφού η Ιφιμέδεια ήθελε να έχει εραστή τον τον Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας προτίμησε και πάλι να πάρει την μορφή του Ενιπέα και να παρουσιαστεί μπροστά της και γιατί η Ιφιμέδεια δέχτηκε ν’ αντικαταστήσει τον αγαπημένο της Ποσειδώνα με τον άγνωστό της Ενιπέα, αυτά είναι από τα πράγματα που στη Μυθολογία λέγονται χωρίς πολλές εξηγήσεις.
Ωστόσο δημιουργούν στους ειδικούς μυθολόγους ερμηνευτικά προβλήματα. Δημιουργείται ένα ερώτημα: Ο Ποσειδώνας, όπως παρουσιάζεται ως εραστής, στους δύο μύθους των δύο περιπτώσεων της Ιφιμέδειας και της Πηρώς εκπροσωπεί άραγε την προολυμπιακή ή την κατοπινή, την ολυμπιακή, θεϊκή του υπόσταση; Μήπως οι δύο μύθοι με τις εναλλαγές που παρουσιάζουν μεταξύ του Ενιπέα και του Ποσειδώνα, απηχούν την εποχή τού αγώνα για την επικράτηση της μίας εκ των δύο θεϊκών δυναστειών; Φαίνεται ότι ο Ποσειδώνας είναι από τις λίγες περιπτώσεις οι οποίες εξακολούθησαν να υπάρχουν και ονοματικά τόσο στην προολυμπιακή θεϊκή δυναστεία, στους «προτέρους θεούς», όπως τους έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή στην εποχή της δυναστείας των Τιτάνων, όσο και στην εποχή των θεών του Ολύμπου.
Όσοι τα έλεγαν έτσι τα πράγματα, ότι δηλαδή η Ιφιμέδεια ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Ποσειδώνα, θεωρούσαν ότι ο Ποσειδώνας ήταν προολυμπιακή τιτανική θεότητα.
Κάποιοι όμως μύθοι τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν ήταν ποτέ της ερωτευμένη με τον Ποσειδώνα η Ιφιμέδεια. Δεν τον ήθελε. Αν ενώθηκε με τον Ποσειδώνα, αυτό έγινε με τη βία. Έτσι εξηγείται και η εχθρότητα που ένιωθαν, και την φανέρωναν με κάθε τρόπο, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, για τους ολύμπιους θεούς, τα δυο παιδιά της Ιφιμέδειας, οι Αλωάδες. Οι μύθοι αυτοί θεωρούν τον Ποσειδώνα ως μία καθαρά ολυμπιακή θεότητα.
Ωστόσο και στην περίπτωση του μύθου της Ιφιμέδειας, όπου και πάλι μια πανάρχαια θεσσαλική θεότητα, ο Ενιπέας, αντικαθίσταται από τον Ποσειδώνα στη νέα του υπόσταση, εκείνη του ολυμπιακού Δωδεκαθέου, εύκολα διαπιστώνει κανείς την μεταβατική εκείνη περίοδο κατά την οποία οι Πρωτοέλληνες άρχισαν ν’ αποκτούν κάποια αόριστη έστω συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινών παραδόσεων. Άρχισε να δημιουργείται η ανάγκη αντικατάστασης των μικρών τοπικών θεοτήτων τους με κοινούς και αναγνωρισμένους από όλους θεούς.

2. Συλλογιστικά παιχνιδίσματα. . .χωρίς αποτέλεσμα

                  Θα μπορούσε κάποιος να διακινδυνεύσει μερικές σκέψεις για τις ομοιότητες ή τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των δύο παρόμοιων μύθων της Τυρώς και της Ιφιμέδειας, προκειμένου να βγάλει κάποια συμπεράσματα.
Η Τυρώ και η Ιφιμέδεια ζούσαν και οι δύο στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Σχετίζονται με τον πανάρχαιο τοπικό θεό Ενιπέα σε μια εποχή κατά την οποία οι «πρότεροι θεοί», τιτάνιες και γενικά προολυμπιακές θεϊκές οντότητες, και οι «νέοι» θεοί, οι Ολύμπιοι, παλεύουν μέσα στις ανθρώπινες συνειδήσεις για την οριστική επικράτηση.
Και στις δυο περιπτώσεις ο μεγάλος «Εραστής», ο «κερδισμένος», ο μεγάλος «Αγαπημένος» είναι ο Ποσειδώνας, μεταμορφωμένος όμως σε Ενιπέα. Αυτός ουσιαστικά κερδίζει και απολαμβάνει τον έρωτα, δηλαδή την λατρεία, των δύο γυναικών.
Φαίνεται να είναι ο καινούργιος ολυμπιακός θεός. Ο παλιός, ο Ενιπέας, και στις δυο περιπτώσεις, είτε τον λατρεύει η ηρωίδα και προσκυνήτρια και τον επικαλείται, όπως στην περίπτωση της Τυρώς, είτε αυτή δεν τον λατρεύει και δεν αναζητά την αγάπη του, όπως στην περίπτωση της Ιφιμέδειας, έρωτα και λατρεία στην πραγματικότητα δεν απολαμβάνει, έστω κι αν και στις δύο περιπτώσεις οι ερωτευμένες προσκυνήτριες νομίζουν ότι απολαμβάνουν την εύνοιά του. Και οι δύο γυναίκες δεν γνωρίζουν ότι ο πραγματικός Ερωμένος τους δεν είναι ο Ενιπέας, έστω κι αν τον βλέπουν ολοζώντανο μπροστά τους, και ότι αυτός που κρατούν στην αγκαλιά τους έχει μόνο την εικόνα του.
Πραγματικός Εραστής είναι ο Ποσειδώνας που έχει πάρει τη μορφή του Ενιπέα. Ο Ποσειδώνας απολαμβάνει τον έρωτά τους. Αυτός είναι που δέχεται την προσφορά τους, την λατρεία τους. Και στους δύο μύθους ωστόσο γίνεται ολοφάνερη μια πάλη αντικατάστασης της παλιάς θεότητας με μια καινούργια.
Ποιος άραγε από τους δυο μύθους προηγείται χρονικά στην πορεία της εξέλιξης της θρησκευτικής συνείδησης των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας για τη βαθμιαία αντικατάσταση των προολυμπιακών θεοτήτων με τις ολυμπιακές;
Ποια από τις δυο ερωτευμένες γυναίκες, την Τυρώ και την Ιφιμέδεια, έχει σε μεγαλύτερο βαθμό υιοθετήσει την επερχόμενη αντικατάσταση; Ποια γυναίκα δηλαδή θέλει να λατρέψει τον παλιό θεό και ποια τον καινούργιο; Ποια είναι η «συντηρητική» και ποια η «προοδευτική»; Ποιος μύθος προηγείται χρονικά; Ποιος από τους δυο μύθους δείχνει να γέρνει η πλάστιγγα της θρησκεύουσας συνείδησης προς την παλιά πίστη και ποιος προς την καινούργια;
1. Η Τυρώ αγαπάει και λατρεύει τον Ενιπέα. Αυτόν παρακαλεί ν’ ανταποκριθεί στον έρωτά της. Αυτού την εύνοια θέλει και επικαλείται. Στις όχθες του Ενιπέα τριγυρίζει. Αυτόν πιστεύει ως Θεό. Αυτόν θέλει να λατρέψει. Τον Ποσειδώνα δεν τον επικαλείται. Φαίνεται να τον αγνοεί. Ο Ποσειδώνας, για ν’ απολαύσει τον έρωτά της, δεν τολμάει να παρουσιαστεί με τη δική του μορφή και παίρνει τη μορφή του Ενιπέα. Ο Ενιπέας όμως αδιαφορεί γι’ αυτήν και για τον έρωτά της. Δεν ενδιαφέρεται και δεν δέχεται την λατρεία της. Αρνείται να εισακούσει τις ικεσίες της. Σωπαίνει. Σαν να μην υπάρχει. Κι έρχεται ο Ποσειδώνας να τον αντικαταστήσει, παίρνοντας όμως τη μορφή του Ενιπέα.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο Ενιπέας έπαψε να υπάρχει στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως θεός και επομένως δεν μπορεί να εισακούσει τις δεήσεις των πιστών του; Σημαίνει δηλαδή ότι ο Ενιπέας, ως παλαιός θεός, δεν μπορεί πλέον να ικανοποιήσει τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών του; Να θέλει να σημειώσει ο μύθος ότι οι πιστοί, κάτω από παλιά ονόματα θεών, κάλυπταν καινούργιες στην πραγματικότητα θεϊκές υποστάσεις; Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Τυρώ έπαιρνε από τον Ενιπέα ή από την σιωπή του μια απάντηση σαν εκείνη που πήρε, πολλά χρόνια αργότερα, ο Ιουλιανός από την Πυθία, όταν αυτός προσπαθούσε να ξαναφέρει την ειδωλολατρεία, ενώ ήδη είχε επικρατήσει οριστικά η καινούργια θρησκεία, ο χριστιανισμός: «Να πείτε στο βασιλιά ότι ο Απόλλωνας δεν έχει πια μαντική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει».
Οπωσδήποτε ωστόσο πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι πρόκειται για το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το αποτέλεσμα της αναζητούμενης και πραγματοποιούμενης θεοκρασίας δεν είχε ακόμα οριστικοποιηθεί.
Η Ιφιμέδεια αντίθετα αγαπάει και λατρεύει τον Ποσειδώνα. Αυτόν παρακαλεί να έρθει σε βοήθειά της. Από αυτόν ζητάει να εισακούσει τις ικεσίες της. Πηγαίνει στη θάλασσα και παίρνει χούφτες θαλασσινό νερό και το ρίχνει στην αγκαλιά της. Και όμως ο Ποσειδώνας, αν και καλείται, προκαλείται και προσκαλείται ο ίδιος προσωπικά, παίρνει και πάλι την μορφή τού μη αγαπώμενου και μη επικαλούμενου Ενιπέα, για να ενωθεί μαζί της. Δεν παρουσιάζεται στην μορφή με την οποία τον επικαλούνται. Να σημαίνει αυτό ότι δεν έχει εδραιωθεί ουσιαστικά ακόμα στη συνείδηση των πιστών η λατρεία των ολυμπιακών θεοτήτων και ότι λατρεύονται ακόμη οι παλιότεροι θεοί; Να θέλει να δείξει ο μύθος ότι μόνο οι παλαιοί θεοί μπορούν να ικανοποιήσουν τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών και ότι μάταια προσπαθούν κάποιοι να βρουν παρηγοριά και να στηρίξουν τις ελπίδες τους στους καινούργιους θεούς; Φώναζε η Ιφιμέδεια, έκλαιγε, παρακαλούσε, άρπαζε απελπισμένη με τις χούφτες της θάλασσα, ζητώντας να παρουσιαστεί μπροστά της ο θεός ως θαλάσσιος. Τίποτε όμως. Πραγματικός, ζωντανός, παρουσιάζεται μπροστά της μόνο ο παλιός θεός, ο Ενιπέας. Αυτός φαίνεται μόνο να υπάρχει.
Αν είναι σωστές οι παραπάνω σκέψεις θα πρέπει χρονικά να προηγείται ο μύθος της Ιφιμέδειας και να έπεται της Τυρώς. Η Ιφιμέδεια προσπαθεί να βρει παρηγοριά στον καινούργιο θεό αλλά ουσιαστική ικανοποίηση βρίσκει στη λατρεία του παλαιού. Η Τυρώ λατρεύει τον παλαιό θεό που όμως δεν υπάρχει, δεν παρουσιάζεται μπροστά της, παρ” όλες τις ικεσίες της. Ο Ποσειδώνας και μόνο αυτός υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά απλά παίρνει τη μορφή του μη ανταποκρινόμενου, του μη υπάρχοντος Ενιπέα, για να ξεγελαστούν οι άνθρωποι μέχρι να συνειδητοποιήσουν οριστικά την αντικατάσταση των παλιών θεών με τους καινούργιους.
2. Ωστόσο η Ιφιμέδεια λατρεύει και επικαλείται τον Ποσειδώνα, τον νεότερο θεό. Τον αναζητάει μάλιστα στην νεότερη, στη μοντέρνα, την νέα του κατοικία, στη θάλασσα. Αρπάζει με τις χούφτες της την θάλασσα και την ρίχνει στην αγκαλιά της. Και όμως ο Ποσειδώνας δεν της αποκαλύπτεται με την αληθινή του μορφή, αυτή με την οποία τον ζητάει, αλλά μ’ εκείνη του Ενιπέα, του παλαιότερου θεού που πια δεν λατρεύεται. Η Τυρώ αντίθετα δεν αναγνωρίζει τον Ποσειδώνα. Λατρεύει και παρακαλεί τον Ενιπέα, αυτόν που της είναι γνωστός. Δεν πηγαίνει στη θάλασσα. Στις όχθες του ποταμού, στις πηγές του, ζητάει τον αγαπημένο της.

Τον Ποσειδώνα της θάλασσας δεν τον γνωρίζει καθόλου έτσι ώστε αυτός ν’ αναγκαστεί, μεταμορφωμένος και μόνο όταν είχε ικανοποιήσει τις ικεσίες της προσκυνήτριας, να δηλώσει μόνος του την ταυτότητά του και να της ειπεί ότι αυτός που την ικανοποίησε δεν είναι ο Ενιπέας αλλά ο Ποσειδώνας.
Αν σκεφτούμε έτσι, πρέπει να συμπεράνουμε ότι προηγείται χρονικά ο μύθος της Τυρώς και έπεται της Ιφιμέδειας. Ο Ποσειδώνας, ο νέος θεός, είναι αυτός που υπάρχει. Ο Ενιπέας, ο παλαιός θεός, αδιαφορεί, δεν υπάρχει.

Παιχνιδίσματα της σκέψης είναι τα παραπάνω. Ένα μικρό διάλειμμα, έτσι για κάτι διαφορετικό από το πνεύμα της εργασίας μας. Σταματάμε εδώ το παιχνίδισμά μας αυτό. Μπορεί να το συνεχίσει ο αναγνώστης που έχει διάθεση για τέτοια παιχνίδια. Σίγουρα δεν θα βρει κάποια άκρη στους συλλογισμούς του. Θα μπερδευτεί και αυτός, όπως μπερδεύτηκαν η Τυρώ και η Ιφιμέδεια, που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν αυτόν που αγαπούσαν κι αυτόν που αγκάλιαζαν.
Ο Λουκιανός, στο έργο του Ενάλιοι Διάλογοι (13), βάζει τον Ενιπέα να συνομιλεί με τον Ποσειδώνα για το γεγονός της αποπλάνησης της Τυρώς από τον Ποσειδώνα. Ο Ενιπέας παραπονείται στον Ποσειδώνα ότι του έκλεψε και ξεγέλασε την αγαπημένη του. Ο Ποσειδώνας όμως απαντά ότι δεν φταίει αυτός αλλά ο ίδιος ο Ενιπέας που από περηφάνια δεν καταδεχόταν τον έρωτα του κοριτσιού και δεν ανταποκρινόταν στα παρακάλια του. Έτσι αυτός, που λυπήθηκε και δεν μπορούσε να βλέπει ένα ερωτευμένο κορίτσι να κλαίει, έσπευσε να το παρηγορήσει.
Μία σύνθεση των παραπάνω παιχνιδισμάτων σκέψης και βοήθεια για κάποια πραγματιστική και λογική ερμηνευτική απάντηση ίσως μπορούσε να είναι η άποψη του Kerenyi ««Ενιπέας σήμαινε αυτόν που «αντιβουίζει». Με ένα τέτοιο όνομα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κάθε ποταμός που χοχλάκιζε, ακόμα και η ίδια η θάλασσα. Κι ο Ποσειδών το είχε σαν προσωνυμία» (Σχόλια στον Λυκόφρονα, 722 και K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, έκδοση Βιβλιοπωλείου «Εστία», σελ. 321).
Τα παραπάνω τα παραθέτουμε για εκείνους που επιμένουν να μην χαίρονται απλά τα παραμύθια και να ευχαριστούνται από αυτά, αλλά να ψάχνουν σ’ αυτά για κάποιες κρυμμένες αλήθειες.
3. Ένα άλλο κοίταγμα του προβλήματος θα μπορούσε να γίνει μέσα από το αποτέλεσμα του ζευγαρώματος του Ποσειδώνα με τις δύο γυναίκες. Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, τα παιδιά της Ιφιμέδειας, φαίνεται να είναι προολυμπιακές θεότητες και άρα προηγούνται χρονικά των παιδιών της Τυρώς, του Νηλέα και του Πελία, Άρα προηγείται ο μύθος της Ιφιμέδειας και έπεται της Τυρώς.
4. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι τα δυο παιδιά της Τυρώς, ο Νηλέας και ο Πελίας, που τα ονόματά τους σημαίνουν «Ανελέητος» και «Πελιδνός» αντίστοιχα, είναι στην πραγματικότητα και οι δύο πανάρχαιες χθόνιες θεότητες και ως τέτοιες πιθανόν να προηγήθηκαν του Ώτου και του Εφιάλτη και άρα ο μύθος της Τυρώς να είναι αρχαιότερος του μύθου της Ιφιμέδειας.
Πάλι μπερδευτήκαμε όμως. Ήταν ένα νέο παιχνίδισμα της σκέψης μας αυτό. Έτσι για να δείξουμε από πόσες πολλές μεριές μπορεί να κοιταχτεί το θέμα.

Ας δεχτούμε λοιπόν – για να ησυχάσουμε οριστικά και να γυρίσουμε στο δρόμο που ακολουθούσαμε ως τώρα στην εργασία μας αυτή – ότι δεν βρίσκεται άκρη και καλά θα κάνουμε να τα δεχόμαστε όλα αυτά ως μύθους και τίποτε περισσότερο. Πιστεύω ότι την ίδια σύγχυση με μας θα είχαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας, οι πρόγονοι εκείνοι εννοώ που ζούσαν στην άσημη και απομονωμένη, την περιφρονημένη και «απολίτιστη» γωνιά της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο απλός λαός δηλαδή. Γι’ αυτό και δεν τα εξέταζαν τέτοια ζητήματα. Τ’ άκουγαν απλά και τα δέχονταν όπως ακριβώς ακούγονταν, όπως κάνουν οι απλοί άνθρωποι του λαού σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Ήταν τα μυθολογικά τους ακούσματα αυτά. Αυτά τους έτρεφαν και τους διαμόρφωναν στη ζωή τους. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς και ως τέτοια ας τα χαιρόμαστε.

3. Ώτος και Εφιάλτης, οι Τιτάνες

                           Γυρίζουμε στο μύθο της Ιφιμέδειας. Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, τα δυο δίδυμα παιδιά που γεννήθηκαν από την ένωση της Ιφιμέδειας και του Ποσειδώνα, ήταν δυο τεράστιοι στο σώμα τους γίγαντες.
Μεγάλωναν, λένε οι μύθοι, μ’ έναν καταπληκτικό ρυθμό. Κάθε χρόνο μεγάλωναν μία πήχη σε πλάτος και μια οργιά σε ύψος. Έτσι στα εννιά τους χρόνια είχαν εννιά πήχες πλάτος και εννιά οργιές ύψος. Τόσο δυνατοί και μεγάλοι ένιωθαν που σκέφτονταν να πολεμήσουν και να τα βάλουν με τους θεούς του Ολύμπου:
«Οὗτοι κατ’ ἐνιαυτὸν ηὔξανον πλάτος μέν πηχυαῖον μῆκος δέ ὀργυιαῖον• ἐννέα δέ ἐτῶν γενόμενοι, καί τό μέν πλάτος πηχῶν ἔχοντες ἐννέα τό δέ μέγεθος ὀργυιῶν ἐννέα, πρός θεούς μάχεσθαι διενοοῦντο», γράφει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 7, 4, 3).
Κάθε μήνα μεγάλωναν εννιά δακτύλους μας, λέει ειδικότερα και λεπτομερέστερα μια άλλη παραλλαγή του μύθου, την οποία αναφέρει ο Υγίνος.
Ο καταπληκτικός αυτός ρυθμός της ανάπτυξης, με τον οποίο μεγάλωναν οι δυο γιοι της Ιφιμέδειας, μας θυμίζει έναν άλλο παρόμοιο μύθο της ίδιας περιοχής που αναφέρεται στον Πρωτεσίλαο. Και γι’ αυτόν, όπως θα δούμε σ’ άλλες σελίδες, λεγόταν πως μεγάλωνε με τον ίδιο ρυθμό. Και θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο και αυτός, αν δεν πέθαινε τόσο νωρίς, μόλις είκοσι ετών, όπως ακριβώς και οι δυο Αλωάδες.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, όπως διαφαίνεται από την περιγραφή τους και τα κατορθώματά τους, ήταν Τιτάνες που πάλευαν εναντίον των Ολυμπίων θεών και αντιστέκονταν σθεναρά στην επικράτησή τους. Είναι και αυτοί «πρότεροι θεοί», όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους προολυμπιακούς θεούς. Ο εντοπισμός της δραστηριότητάς τους στο χώρο της Θεσσαλίας, η γέννησή τους στις όχθες του Ενιπέα ποταμού από θεσσαλή ηρωίδα και οι άλλες ενέργειές τους επιβεβαιώνουν την αρχαιότητα των θεσσαλικών μύθων και την αντίσταση που παρουσιάστηκε από τους ανθρώπους των υποβαθμισμένων πολιτιστικά περιοχών στην εισαγωγή των νέων λατρευτικών συνηθειών.
Εξάλλου υπάρχει στη μυθολογία και η εκδοχή ότι οι Αλωάδες ήταν παιδιά της Γης (Γαίας), όπως οι άλλοι γνωστοί μας Τιτάνες, και ότι η Ιφιμέδεια απλώς είχε αναλάβει το μεγάλωμά τους.
Για το λόγο αυτό κάποιοι άλλοι μύθοι τους κατατάσσουν στους Γίγαντες που έλαβαν μέρος στη Γιγαντομαχία. Βάλθηκαν, έλεγαν οι μύθοι, να φτάσουν πάνω στον Ουρανό. Είχαν ορκιστεί μάλιστα στα νερά της Στύγας, να κάνουν οπωσδήποτε δικές τους, ο Ώτος την Άρτεμη και ο Εφιάλτης την Ήρα. Γι’ αυτό και άρχισαν να σωριάζουν πάνω στον Όλυμπο την Όσσα και από πάνω το Πήλιο (Hygini Fabulae, 25).
Ο Απολλόδωρος λέει για το θέμα αυτό:
«Πρός θεούς μάχεσθαι διενοοῦντο, καί τήν μέν ῎Οσσαν ἐπί τόν Ὄλυμπον ἔθεσαν, ἐπί δέ τήν ῎Οσσαν θέντες τὸ Πήλιον διά τῶν ὀρῶν τούτων ἠπείλουν εἰς οὐρανόν ἀναβήσεσθαι, καί τήν μέν θάλασσαν χώσαντες τοῖς ὄρεσι ποιήσειν ἔλεγον ἤπειρον, τήν δέ γῆν θάλασσαν» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 3).
Η ερωτευμένη Ιφιμέδεια δεν ήταν κοπέλα, λέει ένας άλλος μύθος. Ήταν παντρεμένη, όπως προαναφέραμε, με τον Αλωέα. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίοι οι δυο γίγαντες, Ώτος και Εφιάλτης, αν και ήταν πραγματικά παιδιά τού Ποσειδώνα, έγιναν γνωστοί ως Αλωάδες, δηλαδή παιδιά του Αλωέα. Έλεγαν μάλιστα ότι ο Αλωέας, ο άντρας της Ιφιμέδειας, ήταν αδερφός του Τριόπα και γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης, της κόρης του Αίολου.

4. Η Ιφιμέδεια, ο Ώτος και ο Εφιάλτης στον Όμηρο

                          Στην Οδύσσεια του Ομήρου, (λ , 311 – 326), υπάρχουν πληροφορίες για την περιπέτεια της Ιφιμέδειας με τον Ποσειδώνα. Παραθέτουμε το κομμάτι αυτό όπως μεταφράστηκε από τον Ζήσιμο Σιδέρη.
«Είδα την Ιφιμέδεια, το ταίρι του Αλωέα,
πόλεγε πως κοιμήθηκε σιμά στον Ποσειδώνα,
και δυο παιδιά τής έφερε λιγόχρονα στον κόσμο,
τον Ώτο τον ισόθεο, τον ξακουστό Εφιάλτη,
που ‘ταν οι πιο ψηλότεροι απ’ όσους θρέφει η πλάση,
κι ύστερα απ’ τον Ωρίωνα, οι πιο όμορφοι στα κάλλη.
Εννιά χρονών σαν έγιναν, πήχες εννιά είχαν πλάτος
κι οργιές εννιά το μάκρος τους που κάνανε είχε φτάσει
και τους θεούς φοβέρισαν πως στα ψηλά ουράνια
τη λύσσα τού συνταραχτή θα στήσουν του πολέμου.
Να βάλουν σοφιστήκανε τον Όλυμπο στην Όσσα,
στερνά το Πήλιο το πυκνό, στον ουρανό να φτάσουν.
Κι αν ζούσαν και μεγάλωναν, θα το ‘χαν κατορθώσει.
Μα ο γιος του Δία, που η Λητώ τον γέννησε η πανώρια,
τους πήρε, πριν το χνούδι τους ανθίσει στα μηλίγγια,
και πριν φυτρώσουν τα πυκνά στα μάγουλά τους γένια».
Οι δυο Αλωάδες, τα δίδυμα παιδιά της Ιφιμέδειας, ήταν λοιπόν – όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι – πολύ όμορφοι, τόσο που μοναχά ο πανέμορφος Ωρίωνας τους ξεπερνούσε στην ομορφιά. Τα είχαν όμως βάλει και αντιμάχονταν με τους θεούς του Ολύμπου. Ίσως αυτό να είναι ένα ακόμη σημείο στο οποίο μπορούμε να δούμε την διαμάχη των παλιών θεών των Τιτάνων, των «προτέρων θεών» και των Ολυμπίων.
Αξίζει εδώ να δούμε πώς έδωσε σε μετάφραση το κομμάτι αυτό της Οδύσσειας ο Αργύρης Εφταλιώτης:
«Κι είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα,
που έλεγε πως με το θεό κοιμήθη Ποσειδώνα,
και δυο τού γέννησε παιδιά, μα ζωή πολλή δεν είχαν’
τον Ώτο τον ισόθεο, και το λαμπρό Εφιάλτη,
που απ’ όσους η γης έθρεψε πιο αψηλόκορμοι ήταν,
και που μονάχα ο Ωρίωνας στα κάλλη τους περνούσε’
εννιά χρονών είταν παιδιά, κ’ εννιά είχαν πήχες πλάτος
κι ανέβαινε το μπόγι τους οργιές εννιά του ύψου
και τους αθάνατους αυτοί φοβέριζαν πως θάρθουν
να φέρουνε στον Όλυμπο πολέμου αχό κι αντάρα.
Την Όσσα πά στον Όλυμπο πασκίζανε να στήσουν,
το Πήλιο με τ’ ανεμιστά κλωνιά στην Όσσα απάνω,
ν’ ανέβουνε στον ουρανό. Κι αν ζούσανε να φτάσουν
στα χρόνια της παλληκαριάς, θα κάναν το σκοπό τους.
Μα ο γιος του Δία και της Λητώς της ομορφομαλλούσας
τους χάλασε πριν βγάλουνε σγουρά στα μαγουλά τους
και πριν το χνούδι τ’ ανθερό τους σκιώσει το πηγούνι.»
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης, όπως έλεγαν κάποιοι μύθοι, ήταν τόσο πολύ δυνατοί ώστε κάποτε έδεσαν και αυτόν το θεό του πολέμου, τον Άρη και τον έκλεισαν σ’ ένα χάλκινο πιθάρι για δεκατρείς ολόκληρους μήνες. Και θα έμενε εκεί για πάντα, έστω και αν ήταν θεός, άμα δεν τον έσωζε ο Ερμής: «ἔδησαν δέ καί ῎Αρην, τοῦτον μὲν οὖν Ἑρμῆς ἑξέκλεψεν» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 4).
Μας τα λέει πολύ καλά και ο Όμηρος (Ιλιάδα, Ε, 385 – 391). Σε μετάφραση του Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή το σχετικό κομμάτι λέει:
«Πολλά τυράννια κι ο Άρης τράβηξε, που μ’ αλυσίδες στέριες
ο Εφιάλτης κι ο Ώτος, οι αντροδύναμοι γιοι του Αλωέα, τον δέσαν,
και μήνες δεκατρείς τον έκλεισαν σε χάλκινο πιθάρι.
Κι ο Άρης της μάχης ο ανεχόρταγος, θα ‘χε χαθεί κει μέσα,
η μητρυγιά τους αν δεν έτρεχε του Ερμή να το μηνύσει,
η όμορφη Ηερίβοια’ τους τον ξέκλεψε τον Άρη εκείνος τότε,
που ’χε αποκάμει πια απ΄ τις άλυσες, βαριά που τον παιδεύαν».

                                                5. Η εξόντωση των Αλωάδων

                         Τα καμώματα αυτά του Ώτου και του Εφιάλτη και η απόπειρά τους να προσπαθήσουν να φτάσουν τους θεούς του Ολύμπου, να αλυσοδέσουν τον Άρη και προπαντός η μεγάλη ασέβειά τους να θέλουν να ζευγαρωθούν με τις θεές Άρτεμη και Ήρα, εξόργισαν τους ολύμπιους θεούς και αυτοί αποφάσισαν να τους εξοντώσουν. Η «ύβρη» τους είχε ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο και έπρεπε να τιμωρηθούν σκληρά.
Ο Απόλλωνας, ο γιος του Δία και της Λητώς, ήταν εκείνος που σταμάτησε τα σχέδια των δυο παιδιών της κόρης του Τριόπα, της Ιφιμέδειας. Ο Απόλλωνας, λέει ο μύθος, γνώριζε ότι ήταν γραφτό ο Ώτος και ο Εφιάλτης να μην μπορούν να σκοτωθούν ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο. Σκέφτηκε λοιπόν πολύ και βρήκε τη λύση. Αφού ούτε από θεό ούτε από άνθρωπο μπορούσαν να σκοτωθούν, δεν έμεινε παρά μόνο μια λύση: τα δυο αδέλφια να σκοτωθούν μεταξύ τους.
Έβαλε λοιπόν ο Απόλλωνας σε εφαρμογή το σχέδιό του. Η Άρτεμη, που τόσο πολύ την ποθούσε ο Ώτος, πείστηκε από τον Απόλλωνα να ειδοποιήσει τον ερωτευμένο Αλωάδα ότι τάχα τον θέλει κι αυτή και ότι τον περιμένει ν’ ανταμώσουν στη Νάξο. Έτρεξε πρόθυμα ο Ώτος. Μαζί του έτρεξε και ο Εφιάλτης νομίζοντας ότι κι αυτός μπορεί να ανταμώσει εκεί την Ήρα, που τόσο πολύ την επιθυμούσε.
Η Άρτεμη πραγματικά, σύμφωνα με την υπόδειξη του Απόλλωνα, ήταν εκεί. Δεν ήταν όμως η Ήρα. Βλέποντας αυτό ο Εφιάλτης ζήτησε από τον αδερφό του να του επιτρέψει να πάει με την Άρτεμη και αυτός. Ο Ώτος αρνήθηκε και άρχισε μεγάλος καυγάς μεταξύ τους. Τα δυο αδέλφια ήταν έτοιμα να κονταροχτυπηθούν. Την ώρα εκείνη η Άρτεμη, μεταμορφωμένη σε ελαφίνα, πέρασε ανάμεσα στα δυο αδέλφια που ετοιμάζονταν να πετάξουν τα κοντάρια τους. Τα δυο αδέλφια πέταξαν τώρα τα κοντάρια τους στη λαφίνα. Αυτή όμως πέρασε γρήγορα και τα δυο κοντάρια βρήκαν ως στόχο τους το καθένα από έναν αδελφό. Έτσι πέτυχε το σχέδιο του Απόλλωνα και οι δυο Αλωάδες αλληλοσκοτώθηκαν.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης είχαν και μία αδελφή, την Ελάτη. Είχε και αυτή τεράστιο ανάστημα όπως τα αδέλφια της. Όταν έμαθε τον θάνατο των αδερφών της μεταμορφώθηκε από τη μεγάλη της λύπη σε έλατο.
Ο Δίας όμως δεν ήταν ικανοποιημένος από την τιμωρία αυτή των Αλωάδων. Για ακόμη μεγαλύτερη τιμωρία τους οι δυο Αλωάδες καταδικάστηκαν στον Κάτω Κόσμο να είναι μαζί με τους άλλους μεγάλους κολασμένους. Καταδικάστηκαν να είναι δεμένοι οι δυο τους, πλάτη με πλάτη, σ᾿ ένα στύλο και να τους περιζώνουν φίδια που τους δάγκωναν. Ταυτόχρονα μια κουκουβάγια έκρωζε ανατριχιαστικά συνεχώς στα αυτιά τους και τους ξεκούφαινε. Ήταν μάλιστα δεμένοι, λέει ο σχετικός μύθος, σε μέρος κοντά στη Στύγα, στα νερά της οποίας είχαν ορκιστεί ότι θα κάνουν δικές τους την Ήρα και την Άρτεμη.
Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι η λέξη Ώτος σημαίνει κουκουβάγια.

6. Μια αλλιώτικη εκδοχή του μύθου, όπως ακουγόταν στην Αχαΐα Φθιώτιδα,
που μπορεί να είναι και η μόνη αληθινή και αυθεντική

                          Έλεγαν κι άλλα οι μύθοι της Αχαΐας Φθιώτιδας για τα δυο παιδιά του Ενιπέα – Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. Δεν πήγαν στη Νάξο τα δυο παιδιά, έλεγαν αυτοί οι μύθοι, για να συναντήσουν την Άρτεμη και την Ήρα. Δεν είχαν τέτοιο σκοπό ο Ώτος και ο Εφιάλτης πηγαίνοντας στη Νάξο. Πήγαν εκεί να βρουν τη μάνα τους και την αδερφή τους, που είχαν χαθεί.
Ο Ώτος και ο Εφιάλτης είχαν, έλεγαν οι μυθολογικές εκδοχές που ακούγονταν περισσότερο στην Αχαΐα Φθιώτιδα, εκτός από την Ελάτη, μία ακόμα αδελφή, την Παγκράτιδα. Την Παγκράτιδα λοιπόν, την αδελφή τους, και την Ιφιμέδεια, την μητέρα τους, τις είχαν αρπάξει ληστές και τις είχαν φέρει στη Νάξο.
Να πως έγινε αυτή η αρπαγή. Η Ιφιμέδεια με την Παγκράτιδα ήταν πάνω στο βουνό Δρίος της Αχαΐας Φθιώτιδας (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη, 5, 50, 4 -6). Μαζί με άλλες γυναίκες έπαιρναν μέρος στη διονυσιακή λατρεία που γινόταν πάνω στο βουνό αυτό. Από το βουνό λοιπόν Δρίος, κάποιο παρακλάδι της Όρθρης, άρπαξαν τις δυο γυναίκες , μάνα και κόρη, οι ληστές μαζί με πολλές άλλες «διονυσιάζουσες» γυναίκες και τις είχαν μεταφέρει στη Νάξο όπου υπήρχε μεγάλη έλλειψη γυναικών.
Ο πατέρας τους, ο Αλωέας, όταν είδε να χάνονται η γυναίκα και η κόρη του, έστειλε τα δυο παιδιά του να ψάξουν και να βρουν τη μάνα τους και την αδερφή τους οπωσδήποτε, διαφορετικά να μην γυρίσουν πίσω. Πήγαν πραγματικά, λοιπόν, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, στη Νάξο, όπως έλεγαν όλοι, σταλμένοι όμως εκεί από τον πατέρα τους για να φέρουν πίσω τη μάνα τους και την αδερφή τους και όχι για να συναντήσουν την Άρτεμη και την Ήρα, όπως έλεγαν οι άλλοι. Όταν έφτασαν στη Νάξο όχι μόνο πέτυχαν το σκοπό τους και απελευθέρωσαν τη μητέρα τους και την αδελφή τους, αλλά στη συνέχεια κατόρθωσαν και πήραν την εξουσία του νησιού.
Πολύ αργότερα και για άλλο λόγο μάλωσαν μεταξύ τους και σκοτώθηκαν. Ο Πίνδαρος (Πυθιόνικοι 4, 88 -89) γράφει: «ἐν δὲ Νάξῳ φαντί θανεῖν λιπαρᾷ Ἰφιμεδείας παῖδας, ᾮτον καί σέ, τολμάεις Ἐφιάλτα ἄναξ». Ωστόσο, κατά τον Παυσανία, ο τάφος των Αλωάδων βρισκόταν στην πόλη Ανθηδόνα της Βοιωτίας. «Ἐνταῦθά εἰσι μέν τάφοι τῶν Ἰφιμεδείας καί Ἀλωέως παίδω. . .» ( IX, 22, 6)

7. Η συγγενική γενεαλογία των Αλωάδων

                             Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφέρουμε κάποια ακόμη στοιχεία για τη γενεαλογία ηρώων σε σχέση με πρόσωπα που εμφανίζονται στην Αχαΐα Φθιώτιδα και που αναφέρονται στην Κανάκη, την κόρη του Αίολου και πεθερά της Ιφιμέδειας. Είναι στοιχεία που παραπέμπουν σε εποικίσεις μερών από ανθρώπους της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο πατέρας της Κανάκης, ο Αίολος, ήταν γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα. Ο Αίολος λοιπόν, ο γιος του Έλληνα, πήρε γυναίκα του την Ευαρέτη, την κόρη του Δηίμαχου. Από το γάμο τους γεννήθηκαν εφτά γιοι: Ο Κρηθέας, ο Σίσυφος, ο Αθάμαντας, ο Σαλμωνέας, ο Δηιόνας, ο Μάγνητας και ο Περιήρης και πέντε κόρες: η Κανάκη, η Αλκυόνη, η Πεισιδίκη, η Καλύκη και η Περιμήδη.
Γιος επίσης της Κανάκης από τον Ποσειδώνα, εκτός από τον Αλωέα, που είδαμε παραπάνω, ήταν και ο Εποπέας. Γιος του Εποπέα ήταν ο Μαραθώνας, ο οποίος αποίκισε την ομώνυμη περιοχή στην ανατολική παραλία της Αττικής.
Γιος της Καλύκης, της άλλης κόρης του Αίολου, ήταν ο Ενδυμίονας. Ο Ενδυμίονας, ακολουθούμενος από Αιολείς (απόγονους του Αίολου) αποίκισε την Ήλιδα .
Γιος αυτού του Ενδυμίονα, του εγγονού του Αίολου, και της Υπερίμνης, ήταν ο Αιτωλός, που έγινε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς των Αιτωλών.
Γιος επίσης αυτού του Ενδυμίονα ήταν και ο Παίονας, που έγινε ο επώνυμος ήρωας και πρώτος βασιλιάς των Παιόνων.
Γιος επίσης του Ενδυμίονα αυτού και της Υπερίμνης ήταν και ο Επειός, ο οποίος έγινε γενάρχης των Επειών, που ήταν ένας προϊστορικός λαός της Πελοποννήσου και κατοικούσε στο βορειοδυτικό τμήμα της.
Μία κόρη του ίδιου αυτού Ενδυμίονα ήταν η Ευρυκύδη. Γιος της Ευρυκύδης αυτής και του Ποσειδώνα, ήταν ο Ηλείος, ο οποίος έγινε αργότερα πατέρας του βασιλιά Αυγεία, τους στάβλους του οποίου καθάρισε ο Ηρακλής. Από τον Ηλείο, τον πατέρα του Αυγεία ένα μέρος των Επειών, ονομάστηκαν Ηλείοι.
Οι παραπάνω μύθοι αλλά και άλλοι σχετικοί αποδεικνύουν και ενισχύουν την άποψη ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα είναι η αρχική κοιτίδα πολλών ελληνικών φύλων.

Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΜΕΛΙΤΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΑΣΠΑΛΙΔΑ.

                          Την πιο ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, που, όπως είδαμε την τίμησε με τον έρωτά του ο γιος του Δευκαλίωνα, ο Έλληνας και την έκανε μητέρα και πρόγονο όλων των Ελλήνων, την ερωτεύθηκε και ο ίδιος ο Δίας. Ήρθε λοιπόν μια μέρα και ο Δίας πάνω στην Όθρη, την έδρα των παλιών θεών που ο ίδιος την είχε αντικαταστήσει με τον Όλυμπο, και ενώθηκε με την Οθρηίδα. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ένα αγόρι. Η νύμφη Οθρηίδα φοβήθηκε πολύ την οργή της ζηλιάρας γυναίκας του Δία, της Ήρας και γι’ αυτό παράτησε το νεογέννητο παιδί της μόνο του και έφυγε μακριά κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτε.
Τα παιδιά όμως των θεών, και μάλιστα πολύ περισσότερο του Δία, δεν είναι δυνατόν να πάθουν κακό. Ο Δίας έστειλε – έτσι έλεγαν οι άνθρωποι πάνω και γύρω από την Όθρη στους μύθους τους – αμέσως ένα σμήνος μελισσών που με το μέλι τους τάιζαν το βρέφος τις πρώτες μέρες της ζωής του. Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες ο Δίας πάλι φρόντισε για το γιο του. Οδήγησε προς τα εκεί τα βήματα ενός τσοπάνη της Όθρης και έτσι αυτός βρήκε το παρατημένο από τη μάνα του παιδί. Το συμμάζεψε και το πήρε στο σπίτι του να το μεγαλώσει. Επειδή δε, την ώρα που ο τσοπάνος βρήκε το μωρό, είδε να το τρέφουν οι μέλισσες βάφτισε το μωρό Μελιτέα. Τον τσοπάνο αυτόν τον έλεγαν Φάγρο.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης γράφει για το γεγονός αυτό:
«Διός καί νύμφης Ὀρθρηίδος ἐγένετο παῖς Μελιτεύς. Τοῦτον ἡ μήτηρ ἐξέθηκεν εἰς τὴν ὕλην κατά δέος Ἥρας, ὅτι αὐτῇ Ζεύς ἐμίχθη. Ὁ δέ παῖς Διός βουλῇ οὐκ ἠφανίσθη ἀλλ’ ηὔξετο τροφόμενος ὑπό μελισσῶν. Ἐνέτυχε δέ αὐτῷ ποιμαίνων πρόβατα Φάγρος ὁ Ἀπόλλωνος καί Ὀρθρηίδος νύμφης, ἥτις ἔτεκε Μελιτέα τόν ἐν τῇ ὕλῃ παῖδα. Θαυμάσας δέ πρός τόν ὄγκον τοῦ σώματος καί ἔτι πλέον πρός τάς μελίσσας ἀνείλετο καί ἀπήνεγκεν εἰς τά οἰκία καί ἔτρεφεν ἐν πολλῇ σπουδῇ θέμενος αὐτῷ Μελιτέα ὄνομα, διότι ὑπό μελισσῶν ἐτράφη. Ὑπῆλθε <γὰρ> αὐτόν καί χρησμός, ἐν ὧ ποτε θεός εἶπε σώζειν ὁμόγνιον ὄντα τόν ὑπό τῶν μελισσῶν τρεφόμενον. Ὁ δὲ παῖς ἐπεί τάχιστα ἠνδρώθη, ἀνήρ ἐγένετο γενναῖος καί πλείστων ἦρξε περιοίκων καί πόλιν ἔκτισεν ἐν τῇ Φθίᾳ προσαγορεῦσας Μελίτην. Ἐν ταύτῃ τῇ Μελίτῃ τύραννος ἐγένετο βίαιος καί ὑβριστής, ὃν οἱ μὲν ἐγχώριοι ούδ’ ὀνομάζουσιν. ὑπό δε τῶν ξένων Τάρταρος ἐκαλεῖτο. Οὗτος εἴ τις διαβοηθείη παρθένος ἐπί κάλλει τῶν ἐγχωρίων, ἀπῆγεν αὐτήν καί ἐμίγνυτο πρό γάμου κατά βίαν. Τότε δ’ οὖν εἴρητο πρός τούς θέραπας ἀπάγειν Ἀσπαλίδα τήν θυγατέρα τήν Ἀργαίου τῶν οὐκ ἀσήμων. Ἡ δέ παῖς, ὡς ἔκπυστος ὁ λόγος ἐγένετο, πρὶν ἀφικέσθαι τούς ἀπάξοντας ἀνήρτησεν ἑαυτήν. Τῆς δέ πράξεως οὔπω διαβοηθείσης ἀδελφός ὁ τῆς Ἀσπαλίδος Ἀστυγίτης ὤμοσεν, ὅτι πρότερον τίσεται τόν τύραννον ἤ τό σῶμα καθαιρήσει τό τῆς ἀδελφῆς. Ἐνδύς δέ τάχιστα τήν στολήν τῆς Ἀσπαλίδος καί κρύψας παρά τήν εὐώνυμον πλευράν τό ξίφος ἔλαθε πρός τήν ὄψιν ἀντίπαις ὤν. Παρελθών δ’ εἰς τά οἰκία γυμνόν ὄντα καί ἀφύλακτον τόν τύραννον κτείνει. Οἱ δέ Μελιτεῖς τόν μέν Ἀστυγίτην ἐστεφάνουν καὶ μετά παιάνων προέπεμπον, τὸ δὲ σῶμα τοῦ τυράννου κατεπόντισαν εἰς ποταμόν ἐμβάλοντες, ὃν ἔτι νῦν ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου Τάρταρον καλοῦσι. Τό δέ σῶμα τό τῆς Ἀσπαλίδος ἐξερευνῶντες πάντα τρόπον, ὅπως κηδεύσωσιν ἐπισήμως, οὐκ ήδυνήθησαν εὑρεῖν, ἀλλά τοῦτο μέν ἠφανίσθη κατά θεόν, ἀντί δέ τοῦ σώματος ἐφάνη ξόανον παρά τό τῆς Ἀρτἐμιδος ἐστηκός. Ὀνομάζεται δέ παρά τοῖς ἐγχωρίοις τοῦτο τὸ ξόανον Ἀσπαλίς Ἀμειλίτη Ἑκαέργη, ὧ καθ’ ἕκαστον ἔτος αἱ παρθένοι χίμαρον ἄθορον ἐκρήμνων, ὅτι καί ἡ Ἀσπαλίς παρθένος οὖσα ἑαυτήν ἀπηγχόνισεν».
Όταν ο Μελιτέας μεγάλωσε αρκετά, κατόρθωσε κι έγινε ισχυρός άρχοντας. Έχτισε μάλιστα και μια πόλη στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, της οποίας έγινε βασιλιάς. Την πόλη αυτή την ονόμασε από το όνομά του Μελιταία. Είναι η πόλη που βρίσκεται ακόμη μέχρι και σήμερα στην ίδια περιοχή, έξω από το Δομοκό. Βρισκόταν στις όχθες του Ενιπέα ποταμού δέκα στάδια μακριά από την αρχαία πόλη Ελλάδα.
Πολλά είναι οι μύθοι που λέγονταν στην περιοχή για τον Μελιτέα και τα κατορθώματά του.
Ο Μελιτέας έγινε ένας σκληρός και απάνθρωπος άρχοντας. Ήταν ο φόβος κι ο τρόμος όλων των κατοίκων της περιοχής. Οι κάτοικοι της Μελιταίας τόσο πολύ τον μισούσαν ώστε, όταν αναφέρονταν σ’ αυτόν, δεν τον αποκαλούσαν με το πραγματικό όνομά του, Μελιτέα, αλλά τον ονόμαζαν Τάρταρο. Με την ονομασία αυτή φανέρωναν την μεγάλη τους επιθυμία και ταυτόχρονα την κατάρα να πάει και να χαθεί στα Τάρταρα. Είναι κι αυτή μια ακόμα μαρτυρία για τη γνωστή στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας τιμωρία των εχθρών με τον καταποντισμό τους στα Τάρταρα.
Ο Μελιτέας, μόλις μάθαινε ότι κάπου στην περιοχή του βασιλείου του υπήρχε κάποιο κορίτσι που ξεχώριζε για την ομορφιά του, έστελνε ανθρώπους δικούς του να το πάρουν και να του το φέρουν στο παλάτι του. Ήθελε να είναι αυτός ο πρώτος που θα χαιρόταν τις χάρες του κοριτσιού πριν προλάβει και το παντρευτεί κάποιος άλλος.
Ένα τέτοιο πανέμορφο κορίτσι που ζούσε στη Μελιταία ήταν και η Ασπαλίδα. Ήταν κόρη ενός από τους άρχοντες της Μελιταίας (ή Μελίτης), του ξακουστού Αργαίου. Όλοι τριγύρω είχαν να λένε για τις χάρες της και όλοι μιλούσαν για τη μεγάλη ομορφιά της. Δεν άργησε φυσικά να το πληροφορηθεί αυτό και ο Μελιτέας. Έστειλε λοιπόν, όπως συνήθιζε, τους δικούς του ανθρώπους ν’ αρπάξουν την Ασπαλίδα από το σπίτι της και να την οδηγήσουν στο παλάτι του.
Η Ασπαλίδα, που γνώριζε πολύ καλά τι την περίμενε όταν θα πήγαινε στο παλάτι, μόλις πληροφορήθηκε ότι ξεκίνησαν οι άνθρωποι του Μελιτέα για το σπίτι της, πήρε τη μεγάλη απόφασή της. Πήρε ένα σχοινί το πέρασε στο λαιμό της και κρεμάστηκε πριν προλάβουν ακόμη να έρθουν να την πάρουν και να την οδηγήσουν στον σκληρό άρχοντα. Προτίμησε έτσι το θάνατο από την μεγάλη ντροπή και ατίμωση που την περίμενε στο παλάτι του Μελιτέα.
Ο αδερφός της κοπέλας, ο Αστυγίτης, αγανακτισμένος εδώ και πολύ καιρό, όπως όλοι οι συμπατριώτες του, εναντίον του τύραννου για τα φερσίματά του, αποφάσισε, ύστερα από αυτό το τελευταίο προσωπικό κακό που τον βρήκε, να εκδικηθεί ο ίδιος προσωπικά και εκ μέρους όλων των κατοίκων της Μελιταίας για όσα είχε καμωμένα ο απάνθρωπος τύραννος. Ορκίστηκε μάλιστα στους θεούς ότι δεν θα κατεβάσει το πτώμα της αδερφής του από το σχοινί της κρεμάλας, αν προηγουμένως δεν τιμωρήσει σκληρά, όπως έπρεπε, τον τύραννο.
Πριν λοιπόν ακόμη φτάσουν στο σπίτι του οι άνθρωποι του Μελιτέα, που έρχονταν να πάρουν το κορίτσι, χωρίς να έχουν ακόμα πληροφορηθεί το θάνατο της Ασπαλίδας, ο Αστυγίτης ντύθηκε με τα ρούχα της αδερφής του και παριστάνοντας την Ασπαλίδα περίμενε τους ανθρώπους του Μελιτέα, έχοντας κρυμμένο στα ρούχα του ένα σπαθί. Έτσι, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους ανθρώπους του σκληρού άρχοντα, οδηγήθηκε στο δωμάτιο του Μελιτέα σαν Ασπαλίδα. Εκεί, στην κατάλληλη στιγμή, όταν έμειναν μόνοι οι δυο τους, ο Αστυγίτης έβγαλε το σπαθί του και σκότωσε τον τύραννο. Έτσι οι κάτοικοι της Μελιταίας απαλλάχτηκαν από την παρουσία στη χώρα τους του σκληρού τυράννου και γλίτωσαν από τα βάσανά τους. Αυτά έλεγαν οι μύθοι σ’ όλη την γύρω περιοχή.
Οι κάτοικοι της Μελιταίας τίμησαν, όπως άρμοζε στην περίπτωση, με πολλές τιμές τον Αστυγίτη, ως τυραννοκτόνο και ελευθερωτή. Το πτώμα του Μελιτέα δεν το έθαψαν, αλλά το πέταξαν σ’ ένα ποτάμι, εκεί κοντά, το οποίο από τότε ονομάστηκε Τάρταρος. Έτσι, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μελιτέας πήγε στα Τάρταρα, όπως τόσα και τόσα χρόνια εύχονταν όλοι από μέσα τους με το να τον ονομάζουν Τάρταρο.
Όταν, μετά την εκδίκησή του ο Αστυγίτης, μαζί με τους άλλους κατοίκους της Μελιταίας, σύμφωνα με το τάμα που είχε κάνει, πήγαν να ξεκρεμάσουν το πτώμα της Ασπαλίδας και να του αποδώσουν τις τιμές που έπρεπε, δεν το βρήκαν εκεί, σαν κάποιος να είχε φροντίσει να το πάρει. Στη θέση του πτώματός της βρήκαν μόνο ένα ξόανο, ένα ξύλινο δηλαδή ομοίωμα της ενάρετης κοπέλας. Αργότερα κατάλαβαν και έδωσαν την εξήγηση που έπρεπε, εκείνοι που μπορούσαν να εξηγούν την συμπεριφορά και το θέλημα των θεών σε τέτοιες περιπτώσεις. Την Ασπαλίδα, εξήγησαν, που πέθανε μένοντας παρθένος μέχρι το θάνατό της, την τίμησε όπως ταίριαζε η Άρτεμη, η θεά της αγνότητας και της εκούσιας παρθενίας. Την πήρε κοντά της και στη θέση του πτώματός της άφησε το ξόανο. Αυτό το ξόανο που άφησε η Άρτεμη, το λάτρευαν και το τιμούσαν πολύ στα κατοπινά χρόνια όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής μαζί με την ίδια τη θεά Άρτεμη. Το ονόμαζαν Ασπαλίδα ή Αμειλήτη ή Εκαέργη. Εκαέργη είναι ένα από τα λατρευτικά επίθετα της θεάς Άρτεμης.
Έτσι στην Μελιταία οι άνθρωποι λάτρευαν ως θεά την Ασπαλίδα μαζί με την Άρτεμη. Όταν αργότερα έπρεπε να ικανοποιηθεί και να συνταιριαστεί τόσο η λατρεία των παλιών προολυμπιακών θεοτήτων, όπως η Ασπαλίδα, όσο και των καινούργιων καθαρότερων ολυμπιακών θεϊκών οντοτήτων, όπως η Άρτεμη, οι δυο θεές, παλιά και καινούργια, ενώθηκαν σε μία. Έγινε μία ακόμη θεοκρασία.
Οι Μελιταιείς, βολεύοντας όλες τους τις λατρευτικές ανάγκες, των «συντηρητικών» που λάτρευαν την θεά Ασπαλίδα και ήθελαν να διατηρήσουν τη λατρεία της και των «προοδευτικών», που ήθελαν να επιβάλουν τη λατρεία της καινούργιας θεάς της Άρτεμης, λάτρευαν πλέον όλοι μαζί την νέα θεά, αποτέλεσμα θεοκρασίας των δύο αντιπάλων θεοτήτων, την «Ασπαλίδα Άρτεμη».
Με τον τρόπο αυτό, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, έγινε το αρμονικό δέσιμο της μνήμης και του σεβασμού του παρελθόντος και της ανάγκης του παρόντος. Όπως και σ’ άλλες δηλαδή περιπτώσεις, το όνομα της παλιάς θεάς έγινε και επέζησε για χρόνια ως συνοδευτικό λατρευτικό επίθετο της καινούργιας. Η θεοκρασία των δύο θεοτήτων έγινε βεβαίως και πάλι σε βάρος της παλιάς θεότητας, της τοπικής θεότητας της υποβαθμισμένης πολιτιστικά περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Για τη λατρεία της Ασπαλίδας Άρτεμης συνήθιζαν να θυσιάζουν μία κατσίκα, την οποία δεν την είχε πλησιάσει ακόμη τράγος, για να θυμίζει έτσι την Ασπαλίδα που δεν την είχε πλησιάσει άντρας, μέχρι τη στιγμή που πέθανε.
Με το είδος αυτό της θυσίας δε φαίνεται να συμφωνούσαν όμως όλοι. Έτσι για να βολευτούν και οι αντιρρησίες είχαν και μια άλλη συνήθεια στη λατρεία της Ασπαλίδας Άρτεμης. Αντί για κατσίκα που δεν την είχε πλησιάσει τράγος, κάποιοι άλλοι θυσίαζαν ένα τράγο, υποκατάστατο φυσικά του πολυγαμικού Μελιτέα.
Δεν μας είναι γνωστό ποιο από τα δυο είδη θυσίας προηγήθηκε χρονικά ή αν συνυπήρχαν και για πόσο καιρό τα δύο είδη των θυσιών. Το βέβαιο είναι ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις με τα επιχειρήματά της η κάθε μία και με τους πιστούς της. Είναι λίγο δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος και να συμφωνήσει αν το θυσιαζόμενο ζώο έπρεπε να αντιπροσωπεύει και να μιμείται αναπαριστάνοντας την αυτοθυσία και την προσφορά ή την εκδίκηση και την τιμωρία.
Οι Μελιταιείς πάντως, όλοι μαζί και ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τους απόψεις για το είδος του προσφερόμενου ζώου στις θυσίες τους, λάτρευαν με πανηγύρια και τελετές την «Ασπαλίδα Άρτεμη». Είχαν χτίσει, για το σκοπό αυτό και την ικανοποίηση των λατρευτικών τους αναγκών, ιδιαίτερο βωμό προς τιμήν της Ασπαλίδας.
Το ιερό αυτό σωζόταν για αρκετά χρόνια αργότερα και κατά τον Α. Σ. Αρβανιτόπουλο βρισκόταν στο δρόμο από τη Μελιταία προς τη Λαμία, δίπλα στο Σκουριζόρρεμα, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Τα νομίσματα της Μελιταίας, στα ιστορικά πλέον χρόνια, παρίσταναν στη μία πλευρά τους μέλισσα. Αυτό βεβαίως πρέπει να θεωρηθεί, ως ένδειξη ότι οι Μελιταιείς και στα νεότερα χρόνια δέχονταν τον μύθο του Μελιτέα με τις μέλισσες που τον μεγάλωσαν στις πρώτες μέρες της ζωής του καθώς και την ετυμολογία του ονόματος της πόλης τους. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο μύθος εξακολουθούσε να τους είναι γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός.
Αλλά και στα πολύ νεότερα, τα πρόσφατα, χρόνια, όταν μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό χρειάστηκε οι δήμοι που ιδρύθηκαν στο νέο ελληνικό κράτος ν’ αποκτήσουν τις δικές τους ξεχωριστές σφραγίδες μ’ ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό της ιστορίας τους και της παράδοσης έμβλημα, αποφασίστηκε, προφανώς ύστερα από πρόταση των κοινοτικών αρχόντων του χωριού, η οποία εγκρίθηκε με σχετική γνωμοδότηση του υπεύθυνου για την έγκριση αρχαιολόγου Π. Ευστρατιάδη, η σφραγίδα του Δήμου Μελιταίας να έχει στο μέσον «μέλιτταν ορθήν με τας πτέρυγας αναπεπταμένας». (ΒΔ. της 19 -8 – 1883, Φ. Ε. Κ. 340).
Η αντικατάσταση του σώματος της Ασπαλίδας, που επρόκειτο κατά κάποιο τρόπο να θυσιαστεί, μας θυμίζει το παρόμοιο γεγονός της αρπαγής του σώματος της Ιφιγένειας, στην Αυλίδα, την ώρα που επρόκειτο κι αυτή να θυσιαστεί.
Και οι δύο, Ασπαλίδα και Ιφιγένεια, επρόκειτο να «θυσιαστούν» άδικα. Τα πτώματα και των δύο αρπάχτηκαν από την ίδια θεά για να τιμηθούν. Αυτή η αντικατάσταση της Ασπαλίδας με ξόανο που έστειλε η Άρτεμη και στη συνέχεια η λατρεία όχι πλέον της Ασπαλίδας μόνης αλλά της Ασπαλίδας Άρτεμης και τέλος ο υποβιβασμός της Ασπαλίδας σε λατρευτικό επίθετο της Άρτεμης και αυτή καθαυτή η «εξαφάνιση» του πτώματός της είναι άλλη μια ένδειξη της απορρόφησης των τοπικών παλαιών θεοτήτων από τους πανελλήνιας εμβέλειας Ολύμπιους θεούς και τελικά της «εξαφάνισής» τους από την θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων. Η νεότερη θεά Άρτεμη εξαφάνισε βίαια την παλιότερη Ασπαλίδα.
Στο σημείο αυτό νομίζω ότι πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής κάτι που είναι πολύ χαρακτηριστικό. Όλες οι παλαιές τοπικές θεότητες της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως ο Αγρέας, ο Αρισταίος, ο Λαφύστιος, η Ιτωνία, η Ασπαλίδα, ο Φάγρος, υποκύπτοντας στη λάμψη και την πανελλήνια ακτινοβολία του Απόλλωνα, του Δία, της Αθηνάς, της Άρτεμης, ενσωματώθηκαν σ’ αυτούς ως λατρευτικά επίθετα παρέμειναν για ένα διάστημα μαζί και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Όλες δηλαδή οι θεοκρασίες έγιναν σε βάρος των τοπικών θεοτήτων. Η μοίρα των θεών ακολουθεί την μοίρα των ανθρώπων που τους λατρεύουν.                                           Και οι δύο, θεοί και άνθρωποι, υποβαθμισμένων πολιτιστικά και αδύναμων και απόμερων περιοχών, υποκύπτουν πάντοτε στους ισχυροτέρους.
Είναι θαρρώ το γεγονός αυτό μία σαφής ένδειξη, αν όχι απόδειξη, ότι οι τοπικοί αυτοί μύθοι είναι πανάρχαιοι και είναι μύθοι ενός λαού και μιας περιοχής που δεν μπορούσε και για αντικειμενικούς λόγους να τους επιβάλλει και να τους περιβάλλει με πανελλήνια εμβέλεια αλλά και για υποκειμενικούς λόγους που εξηγήσαμε. Γι’ αυτό και οι μύθοι τους ξεχάστηκαν, αλλοιώθηκαν σύμφωνα με τις θελήσεις και τις επιταγές των ισχυρών, αλλά και κάποιοι απ’ αυτούς υιοθετήθηκαν από άλλους λαούς ως δικά τους δημιουργήματα ή και μεταφέρθηκαν σε άλλες δυναμικές περιοχές. Λεηλατήθηκαν όπως οι θησαυροί κατακτημένων χωρών.
Ο Μ. Κοπιδάκης, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά του Μελιτέα, λέει : «Η συμπεριφορά του Μελιτέα απέναντι στις κόρες των υπηκόων του θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν τυπική περίπτωση αυθαιρεσίας ενός τύραννου. Το γεγονός όμως ότι η Μελιταία βρίσκεται στη Θεσσαλία, όπου ίσχυε από τα πανάρχαια χρόνια ο θεσμός της δουλοπαροικίας, μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο βιασμός των κοριτσιών από τον τύραννο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ιδιότυπη μορφή του «δικαιώματος της πρώτης νύχτας», ενός κανόνα του εθιμικού δικαίου της μεσαιωνικής φεουδαλικής κοινωνίας.
Το έθιμο αυτό εμφανίζεται και στο Βυζάντιο και επιβιώνει σε ορισμένες περιοχές του ελληνισμού ως τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα». (Ελληνική Μυθολογία, Ἐκδοτική Αθηνών», τόμ. 3, σελ. 336).
Το «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» που διατηρούσαν οι άρχοντες τέτοιων περιοχών στηριζόταν σε ανάλογη συμπεριφορά των θεών. Είναι πάρα πολλοί στην Ελλάδα οι μύθοι, στους οποίους, αφού οι θεοί (άρχοντες του τόπου) ζευγάρωναν με κάποιο κορίτσι, φρόντιζαν να το παντρέψουν με κάποιο θνητό, για να αποκτήσει το παιδί τους προστάτη και θνητό πατέρα. Ιδιαίτερα για τον μεγάλο θεό, τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, τον Δία, οι μύθοι αυτοί πλεονάζουν.
Είναι γνωστό εξάλλου ότι στη Θεσσαλία κάτι σαν το δικαίωμα της πρώτης νύχτας δεν ήταν πολύ ασυνήθιστο ανάμεσα στις αυθαιρεσίες των μεγαλοτσιφλικάδων, ακόμη και στα πρώτα, μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, χρόνια.