Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (11η συνέχεια)

ΘΕΪΚΟΙ ΒΟΣΚΟΙ ΚΑΙ ΕΡΩΤΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΡΘΡΗ
ΙΦΙΚΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΑΜΠΟΔΑΣ

1. Τα κοπάδια του Ίφικλου της Φυλάκης
και ο μάντης Μελάμποδας στην Όρθρη

Η κτηνοτροφία, όπως γίνεται δεκτό από τους ειδικούς, ήταν η ασχολία με την οποία καταπιάστηκε ο άνθρωπος για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του εφόδια, μετά την ενασχόλησή του με το κυνήγι.
Στην μυθολογία υπάρχουν αρκετοί μύθοι οι οποίοι, με κεντρικούς ήρωες τσοπάνηδες, έχουν τόπο αναφοράς τους την Όρθρη. Ονομαστά κοπάδια βασιλιάδων και θεϊκών οντοτήτων βοσκούσαν στα χλοερά βοσκολίβαδά της. Ήρωες ξακουστοί και μεγάλοι θεοί ήταν τσοπάνηδες οι οποίοι βοσκούσαν τα κοπάδια τους στα βουνά και στους κάμπους της Αχαΐας Φθιώτιδας. Θεοί γίνονταν βουκόλοι και ξεπλάνευαν νύμφες, βοσκοπούλες και βασιλοπούλες στις όμορφες ερωτικές λαγκαδιές και στις ηλιόλουστες ειδυλλιακές ρεματιές τής Όρθρης.
Στης Όρθρης τα παχιά λιβάδια από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια, όπως λέει η μυθολογία, βοσκούσαν τα ονομαστά κοπάδια του βασιλιά της Φυλάκης Ίφικλου. Κι ήταν ο Ίφικλος αυτός ο περήφανος γιος του Φύλακου, του ξακουστού πρώτου μυθικού βασιλιά και ιδρυτή της Φυλάκης. Κι ήταν η Φυλάκη η πατρίδα του μεγάλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου, του λεοντόκαρδου Πρωτεσίλαου. Το βασίλειο της Φυλάκης βρισκόταν πάνω στην Όρθρη, δίπλα στο ομώνυμο σημερινό μικρούλικο χωριό Φυλάκη της επαρχίας Αλμυρού. Πάντοτε η Φυλάκη θεωρούνταν ότι ανήκε στην Όθρη. (Βλέπε σχετικά: Φερεκύδης F. Gr. Hist. 3F 53, Θεόκριτος Ειδύλλια 3, 43).
Είναι το χωριό που παλιότερα ήταν γνωστό ως Κιτίκι. Ο Στράβωνας λέει για την θέση της Φυλάκης: «Καθάπερ δέ ἡ Φυλάκη ἡ ὑπό Πρωτεσιλάῳ τῆς Φθιώτιδός ἐστι».
Κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή ήθελε πιο υστερότερη την καταγωγή του Ίφικλου, όπως την είδαμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας μας αυτής.
Δηλαδή ο Δευκαλίωνας γέννησε τον Έλληνα, ο Έλληνας γέννησε τον Αίολο, ο Αίολος γέννησε τον Δηιόνα, ο Δηιόνας γέννησε τον Φύλακο τον άντρα της Κλυμένης, ο Φύλακος γέννησε τον Ίφικλο (άλλος Ίφικλος αυτός, ο Ίφικλος ο πρώτος), ο Ίφικλος γέννησε τον Φύλακο (τον δεύτερο), ο Φύλακος (ο δεύτερος) γέννησε τον Ποίαντα, ο Ποίαντας τον Φιλοκτήτη και τον Ίφικλο (τον δεύτερο) και ο Ίφικλος (ο δεύτερος) γέννησε τον Ποδάρκη και τον Πρωτεσίλαο.
Όπως όμως κι αν είχαν τα πράγματα για την καταγωγή του Ίφικλου από τη Φυλάκη και για την συνέχεια της ιστορίας, όπως θα τη δούμε παρακάτω, όλοι συμφωνούσαν ότι τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου ήταν ξακουστά σ’ όλη την Ελλάδα. Πολλοί, μεγάλοι άρχοντες και περήφανοι βασιλιάδες, ήταν εκείνοι που τα ζήλευαν. Όλοι τα λαχταρούσαν και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τα κάνουν δικά τους.
Ο Φύλακος ήταν γιος του Δηιόνα και της Διομήδης. Ο Δηιόνας ήταν εγγονός του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα και της μεγαλώνυμης νύμφης της Όρθρης, της αρχόντισσας Ορθρηίδας. Ο Φύλακος παντρεύτηκε την ξακουστή Κλυμένη, την κόρη του βασιλιά Μινύα.
Εδώ, με την μυθολογική αυτή αναφορά της ύπαρξης του Μινύα, εντοπίζεται και ενισχύεται, η βεβαιωμένη εξάλλου και από ιστορικά δεδομένα, κατοίκηση του φύλου των Μινύων στην περιοχή αυτή.
Ο Φύλακος, έλεγαν οι μύθοι της περιοχής, απόκτησε από την Κλυμένη ένα γιο, τον Ίφικλο, και μία ξακουστή για την ομορφάδα της κόρη, την Αλκιμέδη.
Η Αλκιμέδη, σαν ήρθε σε ώρα γάμου, παντρεύτηκε τον Αίσονα και έγινε έτσι μητέρα του ήρωα Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας. Ο Ιάσονας, λοιπόν, ήταν ανεψιός του βασιλιά της Φυλάκης Ίφικλου, μακρινός και αυτός απόγονος της μεγάλης πρωτονύμφης Ορθρηίδας, της πρωτομάνας όλων των Ελλήνων.
Ο Ίφικλος, ο γιος του Φύλακου, μαζί με το θρόνο της Φυλάκης κληρονόμησε από τον πατέρα του και τα ξακουστά σ’ όλη την Ελλάδα κοπάδια των ζηλεμένων βοδιών. Από την πρώτη στιγμή που πήρε στα χέρια του τα ξακουστά κοπάδια των βοδιών τού πατέρα του, γνώριζε πολύ καλά ότι πολλοί ήταν εκείνοι που τα επιθυμούσαν και θα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τ’ αποκτήσουν.
Φρόντιζε λοιπόν πολύ, παίρνοντας τα κατάλληλα και τα πιο αυστηρά μέτρα, να τ’ ασφαλίσει από τον κίνδυνο της κλεψιάς όσο μπορούσε καλύτερα. Πιστοί και αφοσιωμένοι τσοπάνηδες και κυρίως άγρυπνα θεριόμορφα άγρια σκυλιά τα φρουρούσαν ασταμάτητα νύχτα μέρα. Έτσι το ν’ αποπειραθεί να κλέψει κάποιος τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου θεωρούνταν κάτι το αδιανόητο. Κανένας δεν το αποτολμούσε.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που τα είχαν βάλει στο μάτι ήταν και ο βασιλιάς της Πύλου, ο Νηλέας, ο οποίος καταγόταν από τα μέρη κοντά στη Φυλάκη. Ήταν, όπως αναφέρθηκε και αλλού, γιος και αυτός του Κρηθέα και εγγονός του Αίολου.
Ο Νηλέας ισχυριζόταν ότι τα κοπάδια του Ίφικλου ανήκαν στην πραγματικότητα σ’ αυτόν, από τότε που τον είχαν διώξει από τούτα τα μέρη. Ο Φύλακος, ο οποίος τα κατακρατούσε, ήταν γιος του Δηιόνα και επομένως και αυτός εγγονός του Αίολου. Νηλέας και Φύλακος λοιπόν ήταν πρώτα ξαδέλφια.
Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του λέει για το θέμα αυτό: «Ὁ δ’ οὖν Ὰφαρεύς τήν πόλιν τε ἔκτισε ἐν τῇ Μεσσηνίᾳ τήν Ἀρήνην καί Νηλέα τόν Κρηθέως τοῦ Αἰόλου, Ποσειδῶνος δέ ἐπίκλησιν, ἀνεψιόν ὄντα αὐτοῦ, φεύγοντα ἐξ Ἰωλκοῦ Πελίαν ἐδέξατο οἴκῳ καί τῆς γῆς οἱ ἔδωκε τά ἐπί θαλάσσῃ ἐν οἷς ἄλλαι τε πόλεις καί ἡ Πύλος, ἔνθα ᾤκησε καί τό βασίλειον κατεστήσατο ὁ Νηλεύς» (Παυσανίας, Μεσσηνιακά, 2, 4).
Δηλαδή: «Ο Αφαρέας λοιπόν έκτισε στη Μεσσηνία την πόλη Αρήνη και δέχτηκε στον οίκο του τον ξάδερφό του Νηλέα, παιδί του Κρηθέα του γιου του Αίολου, που τον έλεγαν και γιο του Ποσειδώνα, ο οποίος έφυγε από την Ιωλκό, κυνηγημένος από τον Πελία. Σ’ αυτόν έδωσε τα παραθαλάσσια μέρη της χώρας, όπου, εκτός από τις άλλες πόλεις, βρίσκεται και η Πύλος, στην οποία κατοίκησε ο Νηλέας και ίδρυσε το βασίλειό του».
Ο Νηλέας είχε μια πολύ όμορφη κόρη, ξακουστή για την ομορφάδα της σ’ όλη την Ελλάδα, την Πηρώ. Πολλά παλικάρια απ’ όλα τα μέρη ζητούσαν να την κάνουν γυναίκα τους.
Ο Νηλέας βρήκε την ευκαιρία την οποία ζητούσε. Το είχε τάξει λοιπόν και επίμενε πολύ σ’ αυτή του την απαίτηση: Μόνος άξιος να πάρει γυναίκα του την πανέμορφη κόρη του Πηρώ θα ήταν εκείνος που θα κατόρθωνε να πάρει από την μακρινή Φυλάκη και να κουβαλήσει στην τωρινή πατρίδα του, την Πύλο, τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου, που βόσκαγαν στα καρπερά λιβάδια της Όρθρης.
Όλοι οι υποψήφιοι γαμπροί, μπροστά στο μεγάλο αυτόν άθλο, τον οποίο θεωρούσαν ακατόρθωτο, παρ” όλη τη μεγάλη τους λαχτάρα να κάνουν γυναίκα τους την Πηρώ, υποχωρούσαν και παραιτούνταν από το αίτημά τους. Ήξεραν όλοι τους πολύ καλά ότι αυτό το οποίο ζητούσε ο Νηλέας να καταφέρουν ήταν αδύνατο να γίνει, σχεδόν ακατόρθωτο.
Θα πρέπει ίσως, κάνοντας μια παρένθεση εδώ ἡ οποία θα μας βοηθήσει να συσχετίσουμε την σύγχρονη εποχή με την μακρινή εκείνη των μύθων, να θυμηθούμε ότι μέχρι και στα νεότερα χρόνια, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, στα ορεινά χωριά της περιοχής Αλμυρού αλλά και του κάμπου, η ικανότητα του να μπορεί κάποιος να κλέψει ζώα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, ήταν κάτι που θαυμαζόταν.

Το να μπορεί κάποιος να κλέψει ζώα θεωρούνταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή του και ένα σπουδαίο προσόν για να θεωρείται άξιος να παντρευτεί και να γίνει γαμπρός. Η άρνηση του πατέρα μιας υποψήφιας για γάμο κόρης στον υποψήφιο γαμπρό τον οποίο θεωρούσε ακατάλληλο, συνοδευόταν συνήθως περιφρονητικά με το χαρακτηριστικό: «αυτός δεν είναι άξιος ούτε μια γίδα να κλέψει.»
Ο Βίαντας όμως, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, υποψήφιος και αυτός μνηστήρας της πανέμορφης Πηρώς, ήταν πολύ βαθιά και αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Όταν έμαθε ποιο μεγάλο κατόρθωμα έπρεπε να καταφέρει, έπεσε του θανατά, απογοητευμένος και χτυπημένος βαριά από τη μεγάλη του λύπη και τον έρωτά του.
Αν και γνώριζε ότι δεν μπορούσε ποτέ του να καταφέρει ο ίδιος τον μεγάλο αυτό άθλο, με κανένα τρόπο και για τίποτε δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σκοπό του. Έπρεπε λοιπόν κάτι να σκεφτεί. Έπρεπε κάτι να κάνει.
Στη μεγάλη του απελπισία αναγκάστηκε, ρίχνοντας τον εγωισμό του, να πέσει στα πόδια και να παρακαλέσει θερμά τον αδερφό του Μελάμποδα, ο οποίος ήταν ένας περίφημος μεγάλος μάγος και μάντης. Τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει με όποιο τρόπο, σαν μάγος και μάντης που ήταν, μπορούσε. Ο Μελάμποδας, αν και ως μάντης που ήταν, γνώριζε πάρα πολύ καλά τι τον περίμενε στην περιπέτειά του αυτή, όμως, για το χατίρι του αρρωστημένα ερωτευμένου αδελφού του, δέχτηκε να τον βοηθήσει.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Μελάμποδας απ’ την μακρινή Μεσσηνία να φτάσει στη Φυλάκη, πάνω στην Όρθρη, αποφασισμένος ν’ αρπάξει με κάθε τρόπο τα βόδια του Ίφικλου, να τα παραδώσει στον ερωτοχτυπημένο αδερφό του για να μπορέσει έτσι αυτός να πάρει γυναίκα του την πανέμορφη Πηρώ και να βρει τη γιατρειά του.
Για την αξίωσή του αυτή, να του φέρουν ως προίκα της Πηρώς τα κοπάδια των βοδιών του Ίφικλου, είχε τη δικαιολογία του ο Νηλέας. Έλεγε ότι τα περίφημα κοπάδια των βοδιών, ανήκαν στη γιαγιά της Πηρώς, την επίσης ξακουστή για την ομορφάδα της, Τυρώ. Όλοι την έλεγαν Τυρώ γιατί ήταν άσπρη και αφράτη σαν το τυρί.
Η Τυρώ ήταν μητέρα του Νηλέα και κόρη του Σαλμωνέα. Ο Σαλμωνέας ήταν αδερφός του Δηιόνα, ο οποίος ήταν πατέρας του Φύλακου του πατέρα του Ίφικλου. Επομένως ο Φύλακος και η Τυρώ ήταν πρώτα εξαδέλφια και, όπως ισχυριζόταν ο Νηλέας, τα βόδια του Ίφικλου ήταν προίκα της μητέρας του Τυρώς, την οποία είχε κατακρατήσει ο Φύλακος. Εξάλλου και το όνομα της Τυρώς φανέρωνε τη σχέση της με το γάλα και το τυρί και επομένως και τις αγελάδες.
Ο Μελάμποδας, ύστερα από μακρινό ταξίδι, έφτασε στη Φυλάκη και μέρες ολόκληρες κρυβόταν στις πλαγιές και στα δάση της Όρθρης και, παρακολουθώντας τα ξακουστά βόδια, σκεφτόταν και σχεδίαζε προσπαθώντας να βρει τρόπο να πετύχει το σκοπό του. Στην προσπάθειά του να πλησιάσει και να κλέψει τα βόδια του Ίφικλου και να τα οδηγήσει στην Πελοπόννησο, πιάστηκε και φυλακίστηκε.
Η φυλακή του ήταν μια μεγάλη σπηλιά πάνω στην Όρθρη, διαμορφωμένη κατάλληλα και σκεπασμένη με μια ξύλινη σκεπή με χοντρά ξύλα. Ένα χρόνο έμεινε ο Μελάμποδας κλεισμένος στη σπηλιά αυτή. Και θα έμενε για πάντα εκεί φυλακισμένος, γιατί ήταν αδύνατο, λέει, να ξεφύγει κανείς από εκείνη τη φυλακή. Τον έσωσαν όμως οι καταπληκτικές μαντικές του ικανότητες.
Πρέπει στη θέση τούτη να σημειώσουμε και κάτι ακόμα. Τόσο ο ερωτευμένος με την Πηρώ Βίαντας όσο και ο αδερφός του Μελάμποδας δεν ήταν εντελώς άσχετοι με τούτα τα μέρη. Μητέρα των δύο ήταν η Ειδομένη, η οποία ήταν κόρη του Φέρητα, του ιδρυτή της γειτονικής με τη Φυλάκη πόλης Φερές.
Πατέρας τους ήταν ο Αμυθάονας, ο οποίος ήταν γιος του Κρηθέα του ιδρυτή της Ιωλκού και της Τυρώς. Άλλοι πάλι έλεγαν, χωρίς ν’ αμφισβητούν ότι τόσο ο Βίαντας όσο και ο Μελάμποδας κατάγονταν από τούτα τα μέρη, ότι μητέρα τους ήταν η Αγλαΐα, κόρη και αυτή, του Φέρητα και της Κλυμένης. Και άλλοι ήθελαν μητέρα του Βίαντα και του Μελάμποδα να είναι η Αιολία, επίσης και αυτή κόρη του Φέρητα.
Όποια εκδοχή από αυτές και αν δεχτούμε, ένα είναι γεγονός, ότι τα δυο αδέλφια, ο Βίαντας και ο Μελάμποδας, ήταν εγγόνια του βασιλιά των Φερών Φέρητα. Η κόρη του Βίαντα εξάλλου, η Αναξιβία, η οποία γεννήθηκε ύστερα από χρόνια, παντρεύτηκε τον Πελία και απ’ αυτόν έγινε μητέρα του Άκαστου, της Πεισιδίκης, της Πελόπειας, της Ιπποθόης και της Άλκηστης. Ο Αμυθάονας ήταν αδερφός του Αίσονα και του Φέρητα και είχε πάει μαζί με τον Νηλέα στην Πύλο, νικημένος και διωγμένος από τα αδέλφια του.

2. Πως έγινε μάντης ο Μελάμποδας

Πολλά έλεγαν στη Φυλάκη και στη γύρω περιοχή για τις μαντικές ικανότητες του Μελάμποδα και για τον τρόπο με τον οποίο τις είχε αποκτήσει.
Όταν ο Μελάμποδας ήταν μικρός ακόμη, τον είχε αφήσει η μητέρα του στον ίσκιο ενός δέντρου, για να κάνει αυτή κάποιες δουλειές. Ο ίσκιος όμως του δέντρου σκέπαζε μόνο το σώμα του παιδιού. Δεν έφτανε να σκεπάσει και τα πόδια του. Έτσι τα πόδια του παιδιού από τον πολύ χρόνο που έμειναν εκτεθειμένα στον ήλιο μαύρισαν και από τότε πήρε το όνομα Μελάμποδας, που σημαίνει Μαυροπόδαρος.
Αλλά και κάτι άλλο περίεργο έγινε όταν ο Μελάμποδας, ήταν μικρός. Όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, είχε σώσει τα νεογνά ενός ζευγαριού φιδιών από κάποιο μεγάλο κίνδυνο. Είχαν σκοτωθεί οι γονείς των μικρών αυτών φιδιών και κινδύνευαν να πεθάνουν και τα ίδια, αν δεν τα φρόντιζε κάποιος. Ο Μελάμποδας σπλαχνίστηκε τα δυο φιδάκια. Περιποιήθηκε θάβοντας πρώτα τους νεκρούς γονείς των φιδιών. Ύστερα πήρε κοντά του και βοήθησε, όπως μπορούσε, να μεγαλώσουν τα μικρά φιδάκια, τα ὁποία είχαν μείνει χωρίς γονείς και κινδύνευαν να πεθάνουν.
Τα δυο φιδάκια, από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη και σωτήρα τους, τον καλόκαρδο Μελάμποδα, ήθελαν να του ανταποδώσουν το καλό που τους έκανε. Όταν λοιπόν κάποια φορά αυτός είχε αποκοιμηθεί, σύρθηκαν σιγά σιγά ως τους ώμους του και καθάρισαν με τη γλώσσα τους τ’ αυτιά του πολύ προσεκτικά. Το ένα καθάρισε το δεξιό αυτί και τ’ άλλο το αριστερό. Με το καθάρισμα των αυτιών του, ο Μελάμποδας, απόκτησε μια θαυμαστή ικανότητα. Είχε πια το χάρισμα ν’ ακούει πολύ καλά και να καταλαβαίνει τις φωνές όλων των ζώων πάνω στη γη.
Ο Ησίοδος μας τα λέει όλα αυτά πολύ καθαρά: «τόν Μελάμποδα λαβεῖν καί θάψαι, τά δέ τούτου ἔκγονα τραφέντα ὑπό τούτου λείχειν τά ὦτα καί ἐμπνεῦσαι αὐτῷ τήν μαντικήν». (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, 149 (168), Lipsiae MCMII (1902), σελ. 175).
Στον Μελάμποδα έγινε και κάτι πολύ καλό ακόμη. Ύστερα από μία συνάντηση που είχε με τον Απόλλωνα, ο θεός της μαντικής τον συμπάθησε πολύ και τον βοήθησε να γίνει και ένας πολύ καλός μάντης.

3. Η απελευθέρωση του Μελάμποδα

Γυρίζουμε και πάλι στη φυλακή της Φυλάκης. Κλεισμένος και απελπισμένος λοιπόν ο Μελάμποδας ζούσε στη απομονωμένη και ιδιότυπη φυλακή της Φυλάκης. Μια νύχτα κατά την οποία, για καλή του τύχη, ήταν ξάγρυπνος, άκουσε τα σαράκια, τα σκουλήκια, που ζούσαν μέσα στα ξύλα της σκεπής της φυλακής του, να μιλάνε μεταξύ τους. Πρόσεξε καλά και άκουσε να λένε ότι εκείνη την νύχτα, τα σαρακοφαγωμένα, από αυτά τα ίδια, ξύλα της σκεπής δεν θα άντεχαν περισσότερο και θα έσπαζαν. Η σκεπή της φυλακής θα έπεφτε εκείνο το βράδυ και θα πλάκωνε όλους όσους ήταν μέσα.
Τρομαγμένος ο Μελάμποδας, μόλις άκουσε τα όσα σιγομουρμούριζαν τα σκουλήκια της σκεπής, άρχισε να φωνάζει δυνατά να τον βγάλουν από τη φυλακή γιατί θα πέσει η σκεπή και θα σκοτωθούν όλοι εκεί μέσα.
Δύο ήταν οι φύλακες του Μελάμποδα, ένας άντρας και μια γυναίκα, αντρόγυνο μεταξύ τους. Την ώρα που έβαλε τις φωνές ο Μελάμποδας οι δυο φύλακες κοιμόντουσαν. Για να έχουν σίγουρα ασφαλισμένο όμως τον Μελάμποδα, και να μη βρουν το μπελά τους, αν τυχόν τους ξέφευγε, όλες τις νύχτες κοιμούνταν δεμένοι μαζί του, ο ένας αριστερά του και ο άλλος δεξιά του.
Για καλή τύχη του Μελάμποδα αλλά και δική τους, οι δύο φύλακες που τον άκουσαν να φωνάζει τον πίστεψαν και τον έβγαλαν έξω, βγαίνοντας και αυτοί. δεμένοι όλοι μεταξύ τους από τα χέρια τους. Πραγματικά ύστερα από λίγο η σκεπή της φυλακής, όπως ακριβώς είχε μαντέψει ο Μελάμποδας, έπεσε.
Κάποιοι όμως έλεγαν ότι τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Σύμφωνα μ’ αυτήν την μυθολογική εκδοχή, από τους δυο φύλακες του Μελάμποδα ο άνδρας ήταν καλός και σπλαχνικός μαζί του. Τον λυπόταν και προσπαθούσε. όσο μπορούσε, να του γλυκάνει τη ζωή και να του την κάνει καλύτερη. Αντίθετα η γυναίκα ήταν πολύ κακιά και κάθε τόσο τον βασάνιζε, όσο μπορούσε περισσότερο. Έτσι όταν έπεσε η σκεπή γλίτωσε μόνο ο Μελάμποδας και ο άντρας φύλακας ενώ η γυναίκα, ίσως γιατί δεν πίστεψε κι έμεινε μέσα, ίσως γιατί δεν την ειδοποίησε ο Μελάμποδας, πλακώθηκε από τη σκεπή και σκοτώθηκε. Τιμωρήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο για την μεγάλη κακία της.
Οι φύλακες θαύμασαν γι’ αυτό το θαύμα που είδαν ολοζώντανο κι έτρεξαν αμέσως στο παλάτι και φανέρωσαν όλα όσα έγιναν στο βασιλιά τους Ίφικλο. Θαύμασε και ο Ίφικλος γι’ αυτό που άκουσε.
Μεγάλος μάντης πρέπει να είναι αυτός ο φυλακισμένος Μελάμποδας και αγαπημένος από τους θεούς, σκέφτηκε ο Ίφικλος. Αμέσως τότε θυμήθηκε το πρόβλημα που τον στενοχωρούσε και βασάνιζε χρόνια τώρα αυτόν και το λαό του.
Ένας τόσο καλός μάντης, που μπορούσε να καταλαβαίνει πότε θα πέσει η σκεπή της φυλακής, θα μπορούσε ίσως να θεραπεύσει και την στειρότητα του ίδιου από την οποία έπασχε. Έτσι θα μπορούσε ν’ αποχτήσει και αυτός διάδοχο και να ευχαριστηθούν όλοι όσοι ανησυχούσαν από το γεγονός της στειρότητάς του. και να χαρεί και ο ίδιος. Αμέσως έδωσε διαταγή να ελευθερώσουν τον Μελάμποδα και να τον φέρουν μπροστά του.

4. Η ατεκνία του Ίφικλου

Ευτυχισμένος βασιλιάς ήταν ο Ίφικλος. Ένα ήταν μόνο το μεγάλο παρόπονό του. Δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει παιδί για να έχει διάδοχο στο θρόνο του.
Για την στειρότητα αυτή του Ίφικλου λέγονταν πολλά στη γύρω περιοχή και στο βασίλειό του στη Φυλάκη αλλά και ανάμεσα στους υπηκόους του οι οποίοι έβλεπαν να μένουν χωρίς διάδοχο.
Κάποτε, έλεγαν οι γεροντότεροι κάτοικοι της Φυλάκης αλλά και των γειτονικών βασιλείων, οι οποίοι θυμούνταν και γνώριζαν πολλά για το θέμα αυτό, ο πατέρας του Ίφικλου, ο ξακουστός Φύλακος, ο οποίος ήταν και ο ιδρυτής της Φυλάκης, ευνούχιζε κριάρια. Ο μικρός Ίφικλος που είδε ξαφνικά το ματωμένο μαχαίρι και την φρικτή πράξη του πατέρα του, φοβήθηκε πολύ και από την μεγάλη τρομάρα που ένιωσε έπαθε τη στείρωση από την οποία έπασχε.
Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα αλλά διαφορετική ήταν η αιτία της ατεκνίας του βασιλιά τους. Από κάποια απροσεξία του, έλεγαν αυτοί, χτυπήθηκε ο Ίφικλος μόνος του με το μαχαίρι του πατέρα του και πληγώθηκε στην ήβη. Αυτός ήταν ο λόγος που έπαθε ό,τι έπαθε ο βασιλιάς της Φυλάκης.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Ούτε το ένα ούτε το άλλο ήταν σωστά. Όταν ήταν μικρό παιδί ακόμα ο Ίφικλος, έλεγαν αυτοί, έκανε μια αταξία και ο πατέρας του αστειευόμενος πήρε το μαχαίρι και τον κυνηγούσε αγριεμένος, τάχα για να τον σφάξει. Ο Ίφικλος όμως, που ήταν μικρό παιδί, φοβήθηκε πραγματικά πάρα πολύ, γιατί δεν κατάλαβε τα αστεία του πατέρα του. Τρόμαξε πολύ και αυτός ακριβώς ο μεγάλος φόβος που ένιωσε τότε ήταν εκείνος που έγινε αιτία να γίνει το κακό που τον είχε βρει να μην μπορεί ν’ αποχτήσει παιδιά.
Η ιστορία αυτή του κυνηγητού του Ίφικλου από τον πατέρα του Φύλακο, είχε στη συνέχεια και άλλα αποτελέσματα. Μην κατορθώνοντας ο Φύλακος να φτάσει τον Ίφικλο, γιατί ήταν πάρα πολύ γρήγορος, νευρίασε τούτη τη φορά πραγματικά και έμπηξε με μεγάλη ορμή το μαχαίρι σε μια ιερή βελανιδιά που βρέθηκε εκεί δίπλα του. Τα χρόνια πέρασαν και το δέντρο μεγαλώνοντας έκλεισε μέσα στον κορμό του το μαχαίρι, που έμεινε έτσι για πάντα κλεισμένο εκεί.
Κανένας, ύστερα από τα τόσα χρόνια που είχαν περάσει από τότε, δεν θυμόταν πια αυτό το περιστατικό. Όλοι το είχαν ξεχάσει.
Το μαχαίρι ήταν χωμένο στον κορμό της ιερής βελανιδιάς ξεχασμένο απ’ όλους. Αλλά και να το θυμόταν κάποιος δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ότι αυτό και μόνο ήταν η αιτία της στείρωσης που βασάνιζε και στενοχωρούσε πολύ το βασιλικό ζευγάρι και ολόκληρο το λαό της Φυλάκης. Τι σχέση μπορούσε να έχει ένα ξεχασμένο και σκουριασμένο μαχαίρι, χωμένο μέσα σε μια βελανιδιά, με την στειρότητα του βασιλιά τους!

5. Η γρηγοράδα του Ίφικλου

Ο Φύλακος, όπως είπαμε, δεν μπορούσε να φτάσει τον Ίφικλο που τον κυνηγούσε κι ας ήταν ακόμη μικρό παιδί. Ήταν ξακουστός για τη γρηγοράδα των ποδιών σ’ όλους εκεί τριγύρω ο Ίφικλος.
Για τη γρηγοράδα αυτή του Ίφικλου είχαν να λένε πολλά τα παραμύθια που ακούγονταν για πολλά χρόνια από τους κατοίκους της περιοχής της Φυλάκης και της υπόλοιπης Αχαΐας Φθιώτιδας.
Έτρεχε, έλεγαν, τόσο πολύ γρήγορα όσο και ο άνεμος. Τόση ήταν η γρηγοράδα του, που μπορούσε να περνάει πετώντας πάνω από τα ανθισμένα στάχυα των σιταριών στα χωράφια και τα στάχυα να μην ταράζονται καν.
Μας το βεβαιώνουν αρχαία κείμενα: «῎Ακρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέεν οὐδέ κατέκλα, ἀλλ᾿ ἐπί πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσι κοὔ συνέσκετο καρπόν». (Hesiodi Carmina, ό. π. απόσπασμα 117 (143), σελ. 166).
Δηλαδή: «Έτρεχε πάνω στα φυτά του σιταριού (ο Ίφικλος) και τον καρπό στην κορυφή τους δεν τον έσπαζε, αλλά πάνω στα πύρινα άγανα (των σταχυών) ροβολούσε με τα πόδια του κι ούτε χαλούσε τον καρπό».
Και ένα άλλο σχετικό απόσπασμα από την αρχαιοελληνική γραμματεία μας λέει ξαναβεβαιώνοντας τα ίδια:
«Κλυμένη. . .῎Ιφικλον τίκτει ποδώκη παῖδα. Τοῦτον λέγεται διά τήν τῶν ποδῶν ἀρετήν συναμιλλᾶσθαι τοῖς ἀνέμοις ἐπί τε τῶν ἀσταχύων διέρχεσθαι, καὶ διά τοῦ τάχους τὴν κουφότητα μὴ περικλᾶν τοὺς ἀθέρας».
Δηλαδή: «Η Κλυμένη γεννά τον Ίφικλο, παιδί γοργοπόδαρο. Αυτός, λένε, με την αξιοσύνη των ποδιών του συναγωνιζόταν τους ανέμους και περνούσε πάνω από τα στάχυα (σύρριζα) και λόγω της ανάλαφρης διαπεραστικότητας της ταχύτητάς του δεν έσπαζε τ’ αγάνια των σταχυών»
Ακόμη για τη γρηγοράδα του Ίφικλου διαβάζουμε σ’ άλλο κείμενο: «οὐδ’ ἦν Ἰφίκλοιο θοώτερος αὐδάζοιο ὃςτε καὶ ἀνθερίκεσσιν ἐπέτρεχεν, οὐδέ τι καρπόν σίνετ’ ἀήσυρα ἐλαφρὰ γυῖα φέρων ἐπί λήϊον αὖον καὶ ἕτερα μυρία». (Orphica, Procli Hymni, Musaei, Carmen de Hero et Leandro, Callimachi, Hymni et epigrammata, Lipsiae, 1905, Fragmenta Inedita, 174).
Δηλαδή: «Και ούτε υπήρχε κανένας ταχύτερος απ’ τον περίφημο Ίφικλο που έτρεχε πάνω από τα στάχυα και καθόλου δεν κακοποιούσε τον καρπό περνώντας με τ’ ανάλαφρα σαν άνεμος πόδια του πάνω (και σύρριζα) από τα ξερά και έτοιμα για θερισμό σιταροχώραφα και μύρια άλλα».
Τόσο γρηγοροπόδαρος ήταν ο Ίφικλος, έλεγαν πάνω στην Όθρη, ώστε μπορούσε να τρέχει ακόμη και πάνω από τη θάλασσα και πάνω απ’ τ΄ αφρισμένα κύματα και από τη γρηγοράδα του να μη προφταίνει να βουλιάζει στο νερό.

6. Πώς γιατρεύτηκε η στειρότητα του Ίφικλου

Ας έρθουμε όμως και πάλι στην στειρότητα του Ίφικλου και στον μάντη Μελάμποδα. Όποια κι αν ήταν η αιτία της στειρότητας του Ίφικλου, ο Μελάμποδας, τον οποίο ο άκληρος βασιλιάς τον κάλεσε αμέσως κοντά του, βεβαίωσε κατηγορηματικά ότι μπορεί να την θεραπεύσει.
Το αντάλλαγμα όμως, για την θεραπεία της ανημποριάς αυτής του Ίφικλου, έπρεπε να είναι μεγάλο. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Μελάμποδας ζητούσε να του δοθούν ως αντάλλαγμα τα περίφημα κοπάδια των βοδιών του. Εξάλλου για τον σκοπό αυτό και μόνο είχε έρθει από τόσο μακριά και είχε μείνει ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή. Δεν θα άφηνε τώρα ανεκμετάλλευτη την μοναδική ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Ο ερωτευμένος εξάλλου και αγαπημένος του αδελφός Βίαντας, πεσμένος του θανατά από την μεγάλη του επιθυμία να παντρευτεί την αγαπημένη του Πηρώ, τον περίμενε να του λύσει το πρόβλημα. Και ο Μελάμποδας είχε υποσχεθεί να κάνει ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει.
Ο Ίφικλος, που είχε μεγάλη ανάγκη ν’ αποχτήσει διάδοχο, γιατί διαφορετικά κινδύνευε να χάσει και τον ίδιο του τον θρόνο του και από το άλλο μέρος είχε και τον λαό του που επίμονα του ζητούσε διάδοχο, αναγκάστηκε να δεχτεί τους βαρείς όρους του Μελάμποδα. Τι τα χρειαζόταν τα βόδια όσο πολύτιμα κι αν του ήταν, αφού δεν είχε παιδιά και κινδύνευε από πάνω, χωρίς διάδοχο, να χάσει το θρόνο του!
Ο Μελάμποδας τότε – έλεγαν οι παραμυθάδες της περιοχής και βεβαίωναν ότι όλα ήταν αληθινά – κάλεσε όλα τα πετεινά του ουρανού, αφού ήξερε τη γλώσσα τους, να συγκεντρωθούν απ’ όλο τον κόσμο, όπου κι αν βρίσκονταν, έξω από τη Φυλάκη. Σε λίγη ώρα γέμισε ο τόπος από πουλιά. Όλου του κόσμου τα πουλιά μαζεύτηκαν στη Φυλάκη.
Χωρίς να χάσει καιρό τα ρώτησε να του πουν, αυτά που όλα τα βλέπουν από εκεί ψηλά που πετούν, ποια ήταν η αιτία της προσβλητικής αυτής ανημποριάς του βασιλιά της Φυλάκης Ίφικλου.
Κανένας βέβαια από αυτούς τους παραμυθάδες, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί, αφού και ο ίδιος ο Μελάμποδας ήταν μάντης και μάλιστα τόσο μεγάλος, δεν μπορούσε να βρει την αιτία της στειρότητας μόνος του και έπρεπε να καταφύγει και να ρωτήσει τα πετεινά του ουρανού. Έτσι όμως γίνεται με τα παραμύθια. Δεν εξηγούνται όλα λογικά. Για το λόγο αυτό και είναι παραμύθια. Πολλά που δεν τα ξέρουν ακόμα οι άνθρωποι, και όσοι ακόμα είναι μάντεις, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ρωτούν τα πετεινά του ουρανού να τα μάθουν. Αυτά γνωρίζουν πιο πολλά γιατί από εκεί ψηλά που πετούν τα βλέπουν όλα.
Ούτε όμως κάποιο από όλα αυτά τα πουλιά, που μαζεύτηκαν κοντά στον Μελάμποδα, γνώριζε κάτι σχετικό. Δεν είχαν ιδεί τίποτε και δεν μπορούσαν να πουν κάτι. Αυτό που τους ζητούσε ο Μελάμποδας να του πουν δεν ήταν από τα εύκολα, εκείνα που μπορεί να τα ξέρει όποιος κι όποιος, ακόμα κι αν είναι πετούμενο τ’ ουρανού. Ήταν πολύ δύσκολο.
Τότε, πάνω στην πολλή σκέψη και στην μεγάλη στενοχώρια τους, κάποιο από αυτά θυμήθηκε ότι εκεί κοντά ζούσε και κάποιος πολύ γερασμένος, σχεδόν κατάκοιτος, κόρακας, που από τα πολλά του γεράματα δεν μπόρεσε να έρθει στη γενική αυτή συνέλευσή τους, στη Φυλάκη. Είχε καθίσει, τόσο ανήμπορος που ήταν, μόνος του στη φωλιά του.
Έτρεξαν λοιπόν τα πουλιά – συνέχιζαν οι παραμυθάδες – να πάρουν και την γνώμη του γερασμένου και κατάκοιτου κόρακα. Αυτός πραγματικά τους έδωσε την απάντηση που περίμεναν:
Για να γιατρευτεί η στειρότητα του βασιλιά της Φυλάκης, τους είπε, ένας μόνο τρόπος υπάρχει. Θα γιατρευόταν με το ίδιο μέσο που του έκανε το κακό. Έπρεπε ο Ίφικλος να ποτιστεί επί δέκα μέρες με νερό μέσα στο οποίο θα έριχναν σκουριά απ’ το σκουριασμένο μαχαίρι που βρισκόταν ενσωματωμένο μέσα στον κορμό της ιερής μεγάλης και γέρικης ιερής βελανιδιάς που βρισκόταν στο δρόμο λίγο έξω από το κάστρο της Φυλάκης:
«Ἔλεγεν οὖν, εὑρεθείσης τῆς μαχαίρας εἰ ξύων τόν ἰόν ἐπί ἡμέρας δέκα Ἰφίκλῳ δῷ πιεῖν, παῖδα γεννήσειν. Ταῦτα μαθών παρ’ αἰγυπιοῦ Μελάμπους τήν μέν μάχαιραν εὗρε, τῷ δὲ Ἰφίκλῳ τόν ἰόν ἐπί ἡμέρας δέκα ἒδωκε πιεῖν, καἰ παῖς αύτῷ Ποδάρκης ἐγένετο». (Απολλόδωρος, 1, 9, 12, 7).
Δηλαδή: «Έλεγε λοιπόν ότι όταν βρεθεί το μαχαίρι εάν ξύσει (κάποιος) την σκουριά και δώσει στον Ίφικλο να πιει επί δέκα μέρες θα γεννήσει παιδί. Όταν έμαθε αυτά από ένα μαυροκόρακα ο Μελάμποδας βρήκε το μαχαίρι και έδωσε στον Ίφικλο να πιει επί δέκα ημέρες και έτσι γεννήθηκε ο Ποδάρκης».
Είπαν λοιπόν τα πουλιά το μυστικό στον Μελάμποδα κι αυτός έκανε ό,τι είπε ο σοφός κόρακας. Έτσι ο Ίφικλος θεραπεύτηκε και απόκτησε τον διάδοχο του θρόνου του, τον Πρωτεσίλαο.
Υπάρχουν διάφορες μυθολογικές εκδοχές για τον Ποδάρκη και τον Πρωτεσίλαο. Και οι δύο, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές, φέρονται ως γιοι του Ίφικλου. Άλλες θεωρούν ότι αποτέλεσμα της θεραπείας της στειρότητας του Ίφικλου ήταν η γέννηση του Ποδάρκη και άλλες η γέννηση του Πρωτεσίλαου. Κάποιες άλλες εκδοχές, συνδυάζοντας τις δύο απόψεις, δέχονται το ποδάρκης (δηλ. γρηγοροπόδαρος) ως προσδιοριστικό επίθετο του Πρωτεσίλαου.
Ο Πρωτεσίλαος ο οποίος ήρθε στον κόσμο έπειτα από τις συμβουλές του Μελάμποδα, είναι ο βασιλιάς της Φυλάκης που αργότερα ταξίδεψε στην Τροία, όπου και σκοτώθηκε πρώτος απ’ όλους τους Έλληνες.
Ο Μελάμποδας, έπειτα από αυτό, πήρε ως αντάλλαγμα του μεγάλου καλού που έκανε, τα βόδια του Ίφικλου και τα οδήγησε στη Μεσσηνία. Εκεί, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει, τα παρέδωσε στον αδερφό του κι έτσι ο ερωτευμένος Βίαντας, έδωσε στον Νηλέα ό,τι ακριβώς είχε ζητήσει και παντρεύτηκε την καλή του, την πανέμορφη Πηρώ.

7. Ο Μελάμποδας στην αρχαιοελληνική γραμματεία

Ο μάντης Μελάμποδας έχει μια πολύ σημαντική παρουσία στην αρχαιοελληνική γραμματεία και μυθολογία. Πολλοί είναι οι μύθοι που υπάρχουν γι’ αυτόν και τις μαντικές ικανότητές του. Στον αγώνα του βασιλιά της Αργολίδας Περσέα εναντίον του Διόνυσου, η θεά Ήρα, που ποτέ της δεν συμπάθησε τον Διόνυσο και πάντοτε τον πολεμούσε, πήρε μέρος στο πλευρό του Περσέα έχοντας την μορφή του Μελάμποδα.
Θεωρούμε χρήσιμο στη θέση αυτή να παραθέσουμε μερικά από τα αποσπάσματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας τα οποία αναφέρονται στον Μελάμποδα και τα κατορθώματά του από τα οποία αντλούμε και άλλες χρήσιμες πληροφορίες. Είναι οι γραπτές μαρτυρίες που βεβαιώνουν για τα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία μεγάλωνε και διαμόρφωνε την συνείδησή του ο λαός της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά» του αναφέρει σχετικά με τα βόδια του Ίφικλου τα οποία οδηγήθηκαν στη Νηλεία και το κατόρθωμα του Μελάμποδα τα εξής:
«Καί σπήλαιόν ἐστιν ἐντός τῆς πόλεως, βοῦς δέ ἐνταῦθα τάς Νέστορος καί ἔτι πρότερον Νηλέως αὐλίζεσθαι. Εἴη δ’ ἄν θεσσαλικόν τό γένος τῶν βοῶν τούτων, Ἰφίκλου ποτέ τοῦ Πρωτεσίλαου πατρός. Ταύτας γὰρ δή τάς βοῦς Νηλεύς ἓδνα ἐπί τῇ θυγατρὶ ᾔτει τούς μνωμένους, καί τούτων ἕνεκα ὁ Μελάμπους χαριζόμενος τῷ ἀδελφῷ Βίαντι ἀφίκετο ἐς τήν Θεσσαλίαν, καί ἐδέθη μέν ὑπό τῶν βουκόλων τοῦ ῾Ιφίκλου, λαμβάνει δέ μισθόν ἐφ’ οἷς αὐτῷ δεηθέντι ἐμαντεύσατο». (Παυσανίας, 4, 36, 2- 3).
Δηλαδή: «Μέσα στην πόλη υπάρχει ακόμη και μια σπηλιά όπου σταβλίζονται τα κοπάδια των βοδιών του Νέστορα και παλιότερα του Νηλέα. Τα κοπάδια αυτά κατάγονταν από την Θεσσαλία και κάποτε ανήκαν στον Ίφικλο τον πατέρα του Πρωτεσίλαου. Αυτά τα κοπάδια ζητούσε ο Νηλέας ως γαμήλιο δώρο από εκείνους που ζητούσαν τη θυγατέρα σε γάμο. Γι’ αυτά τα κοπάδια λοιπόν ο Μελάμποδας, για χάρη του αδελφού του Βίαντα, πήγε στη Θεσσαλία και συνελήφθη μεν και φυλακίστηκε από τους βοσκούς του Ίφικλου, πήρε όμως τα κοπάδια ως ανταμοιβή για τις προφητείες που έδωσε σ’ αυτόν ύστερα από παράκλησή του».
Αλλά και ο Όμηρος στην «Οδύσσειά» του κάνει σχετική μνεία για το ίδιο θέμα των ξακουστών βοδιών της Φυλάκης και την απαίτηση του Νηλέα να του τα φέρουν νυφικά δώρα για να συγκατατεθεί να τους δώσει γυναίκα την κόρη του, την πανέμορφη Πηρώ:
«Τοῖσι δ’ ἐπ᾿ ἰφθίμην Πηρώ τέκε θαῦμα βροτοῖσιν,
τήν πάντες μνώοντο περικτίται• οὐ δέ τι Νηλεύς
τῷ ἐδίδου, ὃς μή ἓλικας βόας εὐρυμετώπους
ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικλιείης
ἀργαλέας. Τάς δ’ οἷος ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων
ἐξελάσαν• χαλεπὴ δὲ θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησεν,
δεσμοί τ’ ἀργαλέοι καί βουκόλοι ἀγροιῶται.
Ἀλλ᾿ ὅτε δή μῆνὲς τε καί ἡμέραι ἐξετελεῦντο
ἄψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
καί τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη,
θέσφατα πάντ᾿ εἰπόντα• Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή.» (Όμηρος, Οδύσσεια, λ. 287 – 297).
Δηλαδή: «Κι ύστερα απ’ αυτούς γέννησε την ζηλευτή Πηρώ, μές στους ανθρώπους θαύμα, που όλοι απ’ τα γύρω μέρη την ζητούσανε σε γάμο. Όμως ο Νηλέας δεν ήθελε να την δώσει παρά σ” εκείνον που θα κατάφερνε να φέρει απ’ την Φυλάκη τα καμπυλοκέρατα πλατυμέτωπα βόδια, τα φοβερά του γενναίου Ίφικλου. Και μονάχα ένας μάντης αξιέπαινος ανέλαβε να τ’ αρπάξει. Μα οργισμένη μοίρα κάποιου θεού τον μπέρδεψε και μερικοί γελαδοβοσκοί ξωτάρηδες τον δέσανε σφιχτά. Όταν όμως τέλειωσαν οι μήνες και οι μέρες και με το γύρισμα του χρόνου ξανάρχισαν οι ώρες να κυλάνε, τότε πια ο γενναίος Ίφικλος τον άφησε ελεύθερο, μια και του είπε κάθε θεϊκή μαντεία και γινόταν έτσι το θέλημα του Δία».
Ο Αργύρης Εφταλιώτης σε δική του ωραία μετάφραση του παραπάνω αποσπάσματος, παρουσιάζει το θέμα ως εξής:
( Και γέννησε):
«την λεβεντόκαρδη Πηρώ, του κόσμου το καμάρι,
που νύφη τη ζητούσανε παντούθε, μα ο Νηλέας
μόνε εκεινού την έδινε που θά ’φερνε στην Πύλο
του Ίφικλου τα λοξόποδα και κουτελάτα βόδια
απ’ τη Φυλάκη τ’ αγριωπά’ και θείος μάντης τότες
να του τα φέρη βάλθηκε, μα οργή θεού τού πέφτει
και με δεσμά τον έζωσαν βοϊδοβοσκοί στους κάμπους.
Μα οι μήνες σάνε διάβηκαν κ’ οι μέρες σαν τελειώσαν,
κ’ έκλεινε ο χρόνος, κ’ έσωναν τον κύκλο τους οι ώρες,
τότε ο αντρείος ο Ίφικλος ξεδέσμεψε το μάντη,
τη μοίρα σαν προφήτεψε, κατά του Δία το θέλει.»

8. Κι έζησαν αυτοί καλά . . . κι εμείς καλύτερα

Oδηγώντας o Μελάμποδας, τα περίφημα κοπάδια του Ίφικλου απ’ τη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, έφτασε στην μακρινή Μεσσηνία και τα παράδωσε στον Βίαντα. Ο Βίαντας, χωρίς να χάσει καιρό τα πήρε, πήγε στον Νηλέα, του έδωσε τα ξακουστά βόδια που απαιτούσε για προίκα της Πηρώς και έτσι έγινε ο γάμος.
Από τον γάμο του Βίαντα και της Πηρώς γεννήθηκαν ο Λαόδοκος ή Λεώδοκος, ο Ταλαός, ο Αρήιος και η Αναξιβία.
Ο Λαόδοκος έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στην εκστρατεία των «Επτά επί Θήβαις». Πήρε ακόμα μέρος στους επιτάφιους αγώνες που έγιναν στη Νεμέα για να τιμήσουν τον Αρχέμαχο και νίκησε στο ακόντιο.
Ο Ταλαός πήρε γυναίκα του την ανεψιά του, τη Λυσιμάχη, την αδελφή του μάντη Ίδμονα (Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1, 139 κ. εξ.) και κόρη του Άβαντα του γιου τού Μελάμποδα. (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 13).
Η μοναχοκόρη του Βίαντα και της Πηρώς, η Αναξιβία, ήρθε στην παλιά πατρίδα του παππού της Νηλέα, στην Ιωλκό. Εκεί έγινε γυναίκα του βασιλιά της Ιωλκού Πελία. Από το γάμο αυτόν του Πελία και της Αναξιβίας γεννήθηκαν ο Άκαστος, η Πεισιδίκη, η Πελόπεια, η Ιπποθόη και η Άλκηστη. (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 10).
Ο Άκαστος, παρά την αντίθετη θέληση του πατέρα του, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 27).
Αργότερα έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό. Κόρη του Άκαστου, του βασιλιά της Ιωλκού, ήταν η Λαοδάμεια, η οποία παντρεύτηκε τον βασιλιά της Φυλάκης Πρωτεσίλαο. Η Άλκηστη έγινε γυναίκα του Άδμητου, του βασιλιά των Φερών.
Τόσο πανέμορφη που ήταν η Πηρώ δεν ήταν δυνατό παρά να τραβήξει την προσοχή και των θεών. Έτσι ο θεός Ποσειδώνας την επισκέφθηκε και την έκανε μητέρα του ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός, ο γιος της Πηρώς, έγινε πατέρας πολλών θυγατέρων, οι οποίες έγιναν επώνυμες ηρωίδες ελληνικών πόλεων, όπως αναφέρουμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής:
«Ὁ δε Ἀσωπός ποταμός Ὠκεανοῦ καί Τιθύος, ὡς δε Ἀκουσίλαος λέγει, Πηροῦς καί Ποσειδῶνος. . . οὗτος Μετώπην γημάμενος (Λάδωνος δέ τοῦ ποταμοῦ θυγάτηρ αὕτη) δύο μέν παῖδας ἐγέννησεν, Ἰσμηνόν καί Πελάγοντα, εἴκοσι δέ θυγατέρας». (Απολλόδωρος, ό. π. 3, 12, 6, 5).

9. Η περιπέτεια του Μελάμποδα στον Απολλόδωρο

Θεωρούμε σκόπιμο στη θέση αυτή να παραθέσουμε την ιστορία του Μελάμποδα όπως ακριβώς την περιγράφει ο Απολλόδωρος:
«Ο Πελίας κατοικούσε στη Θεσσαλία και παντρεύτηκε την Αναξιβία, την κόρη του Βίαντα. Μερικοί λένε ότι παντρεύτηκε την Φυλομάχη, την κόρη του Αμφίονα. Από τον γάμο αυτόν του Πελία γεννήθηκαν ο Άκαστος, η Πεισιδίκη, η Πελόπεια, η Ιπποθόη και η Άλκηστη.
Ο Κρηθέας, αφού έκτισε την Ιωλκό παντρεύτηκε την Τυρώ, την κόρη τού Σαλμωνέα, από την οποία απόκτησε τον Αίσονα, τον Αμυθάονα και τον Φέρητα. Ο Αμυθάονας λοιπόν, κατοικώντας στην Πύλο, παντρεύτηκε την Ειδομένη, την κόρη του Φέρητα και απόκτησε δύο παιδιά, τον Βίαντα και τον Μελάμποδα.
Μπροστά από το σπίτι του Μελάμποδα βρισκόταν μια βελανιδιά στον κορμό της οποίας υπήρχε μια φωλιά φιδιών. Όταν οι υπηρέτες του σκότωσαν τα φίδια, ο Μελάμποδας, αφού μάζεψε ξύλα, έκαψε μεν τα φίδια, τα μικρά τους όμως φιδάκια τα περιποιήθηκε και τα μεγάλωσε.
Τα (δυο) φιδάκια, όταν πια μεγάλωσαν κι έγιναν τέλεια φίδια, ανέβηκαν, ενώ αυτός κοιμόταν, στους ώμους τού Μελάμποδα και με τις γλώσσες τους καθάρισαν προσεκτικά το καθένα από ένα αυτί του, ἀφού τα φίδια, ζώντας κάτω από το έδαφος, λατρεύονταν ως σύμβολα υποχθόνιων και χθόνιων θεοτήτων.
Όταν ξύπνησε ο Μελάμποδας, φοβήθηκε, πολύ από αυτό που τού έγινε, γιατί αμέσως αντιλήφθηκε ότι καταλάβαινε τις φωνές των πουλιών που πετούσαν στον αέρα και έτσι μαθαίνοντας από αυτά μπορούσε να μαντεύει όσα επρόκειτο να συμβούν στους ανθρώπους. Απόκτησε δε και την μαντική ικανότητα με τα ιερά, γιατί συναντήθηκε με τον Απόλλωνα στον Αλφειό ποταμό και έτσι έγινε άριστος μάντης.
Ο Βίαντας αγαπούσε πολύ και ζητούσε να πάρει γυναίκα του την Πηρώ, την κόρη του Νηλέα. Ο Νηλέας, επειδή ζητούσαν την θυγατέρα του πολλοί, είπε ότι θα την δώσει σ’ εκείνον που θα τού έφερνε τις αγελάδες του Ίφικλου.
Αυτές βρίσκονταν στη Φυλάκη και τις φύλαγε ένα σκυλί στο οποίο ούτε άνθρωπος ούτε θηρίο μπορούσε να πλησιάσει. Αυτές επειδή ο Βίαντας αδυνατούσε να κλέψει παρακαλούσε τον αδερφό του να τις πιάσει.
Ο Μελάμποδας υποσχέθηκε και μάντεψε ότι θα τον πιάσουν, όταν θα προσπαθήσει να τις κλέψει, («φωραθήσεται κλέπτων») και ότι θα μείνει φυλακισμένος ένα χρόνο και έτσι θα τις πάρει («καί δεθείς ἐνιαυτόν οὕτω τάς βόας λήψεται»).
Μετά την υπόσχεσή του έφυγε στη Φυλάκη και, όπως είχε μαντέψει, πιάστηκε όταν τις έκλεβε και οδηγήθηκε δεμένος σ’ ένα οίκημα. Ενώ δε λίγο έλειπε να συμπληρωθεί ένας χρόνος, άκουσε ένα από τα σκουλήκια που ζούσαν κρυφά στη στέγη να ρωτάει πόσο κομμάτι του δοκαριού της σκεπής έχει σαρακοφαγωθεί. Τα άλλα σκουλήκια απάντησαν ότι ελάχιστο κομμάτι έχει απομείνει: «Τοῦ μὲν ἐρωτῶντος πόσον ἤδη μέρος τοῦ δοκοῦ διαβέβρωται, τῶν δέ ἀποκρινομένων λοιπόν ἐλάχιστον εἶναι» (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 12, 4).
Άρχισε γρήγορα να φωνάζει να τον μεταφέρουν σ’ άλλο οίκημα. Όταν έγινε αυτό ύστερα από λίγο έπεσε το οίκημα. Ο Φύλακος θαύμασε πολύ για το γεγονός αυτό και όταν έμαθε ότι ο Μελάμποδας είναι άριστος μάντης, αφού τον έλυσε τον παρακάλεσε να του πει πώς θα μπορούσε ο γιος του Ίφικλος ν’ αποχτήσει παιδιά:
«Καὶ ταχέως ἐκέλευσεν αὐτόν εἰς ἕτερον οἴκημα μεταγαγεῖν, γενομένου δὲ τούτου μετ’ οὐ πολύ συνέπεσε τό οἴκημα. Θαυμάσας δέ Φύλακος, καί μαθών ὅτι ἔστι μάντις ἄριστος, λύσας παρεκάλεσεν εἰπεῖν ὅπως αὐτοῦ τῷ παιδί Ἰφίκλῳ παῖδες γεννῶνται» (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 12, 4 – 5).
Ο Μελάμποδας υποσχέθηκε να τον βοηθήσει ν’ αποκτήσει παιδιά εφόσον πάρει τις αγελάδες. Αφού λοιπόν θυσίασε δύο ταύρους και τους διαμέλισε κάλεσε τα πετεινά του ουρανού. Από ένα δε όρνιο που παραβρέθηκε έμαθε ότι κάποτε που ο Φύλακος ευνούχιζε κριάρια ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι κοντά στον Ίφικλο. Επειδή δε το παιδί φοβήθηκε και απομακρύνθηκε, ο Φύλακος έμπηξε το μαχαίρι στην ιερή βελανιδιά.
Ο φλοιός της βελανιδιάς που σιγά σιγά φούσκωσε και από τις δυο μεριές, τύλιξε το μαχαίρι. Είπε ακόμη ότι εάν ξύσουν την σκουριά του μαχαιριού και την δώσουν στον Ίφικλο να την πιει επί δέκα μέρες, θ’ αποχτήσει παιδιά.
Ο Μελάμποδας βρήκε το μαχαίρι και έδωσε στον Ίφικλο να πιει τη σκουριά του επί δέκα μέρες και έτσι γεννήθηκε ο Ποδάρκης:
«Μελάμπους τήν μέν μάχαιραν εὗρε, τῷ δέ Ἰφίκλῳ τόν ἰόν ξύσας έπί ἡμέρας δέκα ἔδωκε πιεῖν, καί παῖς αὐτῷ Ποδάρκης ἐγένετο». (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 9, 12, 8).
Έτσι οδήγησε τις αγελάδες στην Πύλο και αφού πήρε τη θυγατέρα του Νηλέα, την παρέδωσε στον αδερφό του.
Ο Μελάμποδας συνδέεται με χθόνιες θεότητες και λατρείες. Την μαντική του π. χ. ικανότητα του την έδωσαν τα φίδια, κατεξοχήν χθόνιες λατρευτικές οντότητες. Η προσπάθεια για την σύνδεσή του με την απολλώνια λατρεία υποσημειώνει τον αγώνα αφομοίωσης των προολυμπιακών θεοτήτων στη νέα πραγματικότητα. Έτσι αυτή η προσπάθεια για την οπωσδήποτε μείωση του κύρους και της αποδοχής που είχαν οι παλαιές θεότητες στον απλό λαό, κυρίως των υποβαθμισμένων περιοχών, και την υποταγή τους στους νέους θεούς, οδήγησε στην ανάγκη της δημιουργίας του μύθου που παρουσιάζει τον παλαιότερο θεό Μελάμποδα ως μαθητή του νεότερου Απόλλωνα. Έτσι θα μειωνόταν το αναμφισβήτητο κύρος του Μελάμποδα στον απλό λαό και θα γινόταν αποδεκτός ο παραμερισμός του από τον νεότερο Απόλλωνα.
Ο Μελάμποδας θεωρούνταν μάλλον προφήτης και κήρυκας της λατρείας του Διόνυσου (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, τεύχος 18, (Χειμώνας 1997), Βόλος, Κική Λαλαγιάννη, «Ο αρχαίος ελληνικός μύθος του Maurice de Guerin», σελ. 11), της οποίας τα φαλλικά έθιμα είχε εισαγάγει στους Έλληνες (Ηρόδοτος, 2, 49, 2) σαν κυρίαρχος κάποιας πόλης.
Ο Βιργίλιος ταυτίζει τον Μελάμποδα με τον Κένταυρο Χείρωνα, πανάρχαια και αυτή τοπική θεότητα, που είχε τις ίδιες μ’ αυτόν μαντικές και θεραπευτικές ικανότητες (Γεωργικά, ΙΙΙ, στίχ. 549 – 550. (Περιοδικό Έλευσις, ό. π. )).