Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (6η συνέχεια)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

ΟΙ «ΠΡΟΤΕΡΟΙ ΘΕΟΙ» ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ
1. Τιτάνες. Η πρώτη θεϊκή δυναστεία

Σύμφωνα μ’ όλες τις υπάρχουσες εκδοχές της Ελληνικής Μυθολογίας για τη δημιουργία του κόσμου και το ρόλο των θεών σ’ αυτήν, πριν επικρατήσει η δυναστεία των θεών του Ολύμπου, ήταν κυρίαρχη η δυναστεία άλλων θεών, των Τιτάνων.
Αυτοί είχαν αρχηγό τους τον Κρόνο, το γιο του Ουρανού και της Γαίας. Οι Τιτάνες αυτοί λέγονταν και Ουρανίωνες, γιατί ήταν γιοι του Ουρανού. Αυτοί ήταν οι πρώτοι θεοί, οι «πρότεροι θεοί», όπως τους ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Οι Τιτάνες ήταν δώδεκα. Ήταν όλοι τους παιδιά του Ουρανού και της Γαίας. Έξι από αυτούς ήταν άντρες (Τιτάνες): ο Ωκεανός, ο Κοίος, ο Κρείος (ή Κρίος ή Κριός), ο Υπερίωνας, ο Ιαπετός και ο Κρόνος. Οι άλλοι έξι ήταν γυναίκες (Τιτανίδες): η Τηθύς, η Φοίβη, η Θεία, η Ρέα, η Θέμιδα (Κατά τον Μένανδρο η Θέμιδα ήταν μητέρα του Κρόνου και όχι αδελφή του) και η Μνημοσύνη:

« . . . . . . . . . . . αὐτάρ ἔπειτα
Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ’ Ὠκεανόν βαθυδίνην,
Κοῖόν τε Κρῖόν θ’ Ὑπερίονά τ’ Ἰαπετόν τε
Θείαν τε Ῥείαν τε Θέμιν τε Μνημνοσύνην τε
Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τ’ ἐρατεινήν.
Τοὺς δὲ μέθ’ ὁπλότατος γένετο Κρόνος ἀγκυλομήτης
δεινότατος παίδων• θαλερὸν δ’ ἤχθηρε τοκῆα». (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 132 – 138)

Δηλαδή : « ……. . .. . . . . . . . . . . έπειτα δε (η Γαία),
αφού έσμιξε με τον Ουρανό, γέννησε τον βαθύ Ωκεανό,
τον Κοίο, τον Κρίο, τον Υπερίωνα, τον Ιαπετό
τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη
τη χρυσοστεφανωμένη Φοίβη και την χαριτωμένη Τηθύ.
Μετά απ’ αυτούς γεννήθηκε ο πονηρός Κρόνος
ο φοβερότερος απ’ όλα τα παιδιά, που μίσησε το θαλερό γονιό του.»

Ωστόσο υπάρχουν και άλλες μυθολογικές εκδοχές οι οποίες δέχονται ότι οι Τιτάνες δεν ήταν μόνο δώδεκα αλλά ανήκαν σ’ αυτούς και άλλες θεϊκές οντότητες. Ο Απολλόδωρος μνημονεύει ως Τιτανίδα τη Διώνη και κάποιοι άλλοι τον Άτλαντα και τη Θέτιδα. Ο Kerenyi (K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, σελ. 30) θεωρεί ότι το όνομα Θέτις αντηχεί ως Τιθύς (Τηθύς). Υπάρχει και η εκδοχή ότι Τιτάνες ήταν επίσης και οι δυο γιοι του Αλωέα, ο Ώτος και ο Εφιάλτης, που θα τους δούμε σ’ άλλες σελίδες.
Τιτάνες, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ήταν ακόμη ο Αστραίος, ο Λήλας, ο Συκέας, ο Πορφυρίων, ο Αλκυονέας, ο Κλυτίος, ο Εύρυτος, ο Μίμαντας, ο Εγκέλαδος, ο Πολυβώτης, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Άγριος, ο Θόωνας, ο Ερυσίχθων, ο Χθονόφυλλος, ο Οπλόδαμος, η Λητώ, η Βασίλεια και, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Βαλίος και ο Ξάνθος, τα δυο μυθικά άλογα του Αχιλλέα.
Τιτάνας, ήταν επίσης, ο φιδόμορφος Λάδωνας όπως και ο Οφίονας. Αυτός ο τελευταίος ήταν σύζυγος της Ωκεανίδας Ευρυνόμης και βασίλευε στον Ουρανό πριν από τον Κρόνο. Ρίχτηκε και αυτός όμως, όταν νικήθηκε, στα Τάρταρα. (Απολλώνιος Ρόδιος, 1, 503).
Τα πολλά αυτά ονόματα των Τιτάνων οφείλονται και στο ότι μερικές φορές παρατηρείται σύγχυση ή και ταύτιση μεταξύ των Τιτάνων και των Γιγάντων.
Παιδιά του Ουρανού και της Γαίας, αδέλφια επομένως των Τιτάνων, ήταν και οι Κύκλωπες, που ονομάστηκαν έτσι από το ένα μεγάλο στρογγυλό μάτι που είχαν στη μέση του μετώπου τους, αλλά και οι Εκατόγχειρες, που είχαν ο καθένας τους εκατό χέρια και πενήντα κεφάλια. (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 139 – 152).
Οι Κύκλωπες ήταν τρεις: ο Άργης, ο Στερόπης και ο Βρόντης. Τρεις ήταν και οι Εκατόγχειρες: Ο Βριάρεως, ο Γύης και ο Κόττος.
Οι τέσσερις από τους παραπάνω έξι κύριους Τιτάνες, αυτούς δηλαδή που μνημονεύει ο Ησίοδος στη «Θεογονία», ζευγαρώθηκαν με τις τέσσερις αδερφές τους.
Ο Ωκεανός πήρε την Τηθύ. Από την ένωση αυτών των δύο αδελφών Τιτάνων γεννήθηκαν οι ποταμοί, οι τρεις χιλιάδες Ωκεανίδες νύμφες, οι νύμφες των πηγών και των λιμνών και ακόμα άλλοι τρεις χιλιάδες γιοι και τρεις χιλιάδες κόρες (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 362 – 370).
Ο Κοίος πήρε την Φοίβη. Από αυτούς γεννήθηκαν η Αστερία, που γέννησε την Εκάτη και τη Λητώ, η οποία γέννησε με τη σειρά της τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Κατά τον Kerenyi όμως, ο Απόλλωνας και η Άρτεμη δεν ήταν παιδιά της Λητώς αλλά ήταν και αυτά παιδιά του Κοίου και της Φοίβης. (Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Έκδοση Βιβλιοπωλείο «Εστίας», (μετάφραση Δημ. Σταθοπούλου) σελ. 34).
Ο Υπερίωνας παντρεύτηκε την Θεία και από το γάμο τους γεννήθηκαν ο Ήλιος, η Σελήνη και η Ηώς. Υπάρχει και η εκδοχή ότι γιος του Υπερίωνα ήταν και ο Αστραίος.
Ο Υπερίωνας ήταν ο πρώτος που κατανόησε, με την προσεκτική παρατήρηση, την κίνηση του Ηλίου, της Σελήνης και των άλλων άστρων, καθώς επίσης και τις εποχές που προέρχονται από την κίνηση αυτών των ουρανίων σωμάτων. Αυτός τα έκανε γνωστά σ” όλους τους ανθρώπους και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε πατέρας αυτών των σωμάτων, αφού αυτός γέννησε, κατά κάποιο τρόπο, την παρατήρηση και τη φύση τους» (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 5, 67).
Ο Αστραίος, γιος του Υπερίωνα, ήταν πρόγονος του Βορέα και των Βορεαδών. Αυτοί ήταν κυβερνήτες των Υπερβόρειων. Ο Αστραίος πήρε γυναίκα του την Ηώ που γέννησε τους ανέμους, τον Βορρά, τον Νότο, τον Εύρο (σορόκος) και τον Ζέφυρο (δυτικός άνεμος).
Κατά μία άλλη μυθολογική εκδοχή ο Υπερίωνας πήρε γυναίκα του όχι τη Θεία αλλά τη Βασίλεια, την πιο μεγάλη κόρη του Ουρανού και της Τιταίας. Η Τιταία, που ταυτίζεται με την Γαία, ήταν μητέρα των Τιτάνων και σ’ αυτήν, κατά μία άποψη, οφείλουν τ’ όνομά τους.
Ο Κρόνος πήρε γυναίκα τη Ρέα και από το γάμο τους γεννήθηκαν η Εστία, η Δήμητρα, η Ήρα, ο Άδης, ο Ποσειδώνας και ο Δίας.
Από τους άλλους δύο Τιτάνες ο μεν Ιαπετός παντρεύτηκε την Ωκεανίδα Κλυμένη ή, σύμφωνα μ’ άλλη μυθολογική εκδοχή, την Ασία και από την ένωσή τους γεννήθηκαν ο Άτλαντας, ο Μενοίτιος, ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας, ο δε Κρείος παντρεύτηκε την Ευρυβία, την κόρη του Πόντου και απόκτησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα και τον Πέρση. Από τα παιδιά αυτά ο Αστραίος πήρε γυναίκα την Ηώ και απόκτησε τον Βορρά, τον Νότο, τον Εύρο και τον Ζέφυρο, ο Πάλλαντας πήρε την Στύγα και απόκτησε το Κράτος, τη Βία, τον Ζήλο και την Νίκη και ο Πέρσης πήρε την Αστερία, την κόρη του Κοίου, και από το γάμο τους γεννήθηκε η θεά Εκάτη.
Τις δύο άλλες Τιτανίδες, την Θέμιδα και την Μνημοσύνη, τις παντρεύτηκε ο Δίας. Από τον Δία η Θέμιδα έγινε μητέρα της Ευνομίας, της Δίκης και της Ειρήνης και η Μνημοσύνη έγινε μητέρα των εννέα Μουσών, της Κλειώς, της Ευτέρπης, της Θάλειας, της Τερψιχόρης. της Ερατώς, της Πολύμνιας, της Ουρανίας, της Μελπομένης και της Καλλιόπης.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι δύο Τιτανίδες, που έγιναν γυναίκες του Δία, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ήταν οι μόνες που δεν είχαν πάρει μέρος στην Τιτανομαχία. Και έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε αυτές να μείνουν μακριά από αυτή τη θανατηφόρα θεϊκή σύγκρουση γιατί δεν έπρεπε να χαθεί από τη γη ολόκληρο το θηλυκό τιτανικό γένος. Έπρεπε να επιζήσει η υποχθόνια και χθόνια αντίληψη στη νέα εξελικτική θεώρηση του θείου. Γι’ αυτό και ήταν οι μόνες από τις Τιτανίδες που επέζησαν και αξιώθηκαν να γίνουν γυναίκες του Δία.
Οι Τιτάνες θεωρούνται χθόνιες θεότητες. Αυτό συμπεραίνεται και από το ότι, κατά μία εκδοχή, μητέρα των Τιτάνων ήταν η Χθόνα (Χθων), η οποία συνήθως ταυτίζεται με τη Γαία. Μητέρα των Τιτάνων ήταν λοιπόν η Τιταία ή η Γαία ή η Χθόνα και πατέρας τους ο Ουρανός. Η ταύτιση της Χθόνας και της Γαίας επιβεβαιώνεται και από το ότι η Χθόνα φέρεται σε κάποιες μυθολογικές εκδοχές και αυτή, όπως η Γαία, ως μητέρα και των Γιγάντων (Νόννου Διονυσιακά, 25, 453) αλλά και μητέρα του Τυφώνα.
Ο Κρόνος, που έγινε αρχηγός των Τιτάνων, έκοψε με τη συμβουλή και τη βοήθεια της μητέρας του Γαίας, τα γεννητικά όργανα του πατέρα του και έτσι κατόρθωσε και τον έδιωξε από τη θεϊκή εξουσία αναλαμβάνοντας την αρχή ο ίδιος. Κόβοντας τα γεννητικά όργανα του πατέρα και καθιστώντας τον, με τον τρόπο αυτό, ανίκανο πήρε απ’ αυτόν την δύναμη της εξουσίας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή μητέρα των Τιτάνων ήταν η Τίταια ή Τιταία, η οποία τους απόκτησε αφού ζευγαρώθηκε με έναν από τους Κούρητες.
Τίταια ή Τιταία σημαίνει γη. Ταυτίζεται έτσι με την Γαία και τη Χθόνα. Γαία, Τιταία ή Τίταια και Χθόνα ταυτίζονται. Τα παιδιά της Τιταίας λέγονταν Τιταίονες, που σημαίνει Τιτάνες, δηλαδή παιδιά της γης. Η Τιταία, κατά μία εκδοχή, ήταν η μία από τις γυναίκες τού Ουρανού. Ζούσε, λέει κάποιος σχετικός μύθος, μία πολύ μυαλωμένη γυναίκα, το ίδιο σοφή όπως η μητέρα Γαία. Η μυαλωμένη αυτή γυναίκα ευεργέτησε πολύ τους ανθρώπους και γι’ αυτό μετά το θάνατό της, μετονομάστηκε απ’ αυτούς που ευεργετήθηκαν, σε Γαία (Γη).
Μας το λέει και αυτό ο Διόδωρος Σικελιώτης: «Τήν δή Τιταίαν σώφρονα οὖσαν καί πολλῶν ἀγαθῶν αἰτίαν γενομένην τοῖς λαοῖς, ἀποθεωθῆναι μετά τήν τελευτήν ὑπό τῶν εὖ παθόντων Γῆν μετονομασθεῖσαν», γράφει ο Διόδωρος Σικελιώτης, (3, 57, 2).
Δηλαδή: «Και η Τιταία, η οποία ήταν συνετή και έφερε στους λαούς πολλά αγαθά, θεοποιήθηκε μετά τον θάνατόν της, από όσους ευεργετήθηκαν και μετονομάστηκε Γη». Έτσι το Γαία φαίνεται να είναι ένας τιμητικός τίτλος που απονεμήθηκε στην Τιταία.
Ο Κρόνος, για να μην του πάρει την εξουσία κάποιο από τα παιδιά του, όπως υπήρχε κίνδυνος γιατί του το είχαν προφητέψει, τα εξαφάνιζε όλα, καταπίνοντάς τα:
« Ῥείη δὲ δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα,
῾Ιστίην, Δήμητρα καί ῞Ηρην χρυσοπέδιλον
ἰφθιμόν ‘ Ἀΐδην, ὃς ὑπό χθονί δώματα ναίει
νηλεές ἦτορ ἔχων, καἰ ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον
Ζῆνά τε μητιόεντα, θεῶν πατέρ᾿ ἠδέ καί ἀνδρῶν,
τοῦ καί ὑπό βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθών.
Καί τούς μέν κατέπινε μέγας Κρόνος, ὥς τις καστος
νηδύος ἐξ ἱερῆς μητρός πρός γούναθ᾿ ἵκοιτο,
τά φρονέων, ἵνα μή τις ἀγαυῶν Οὐρανιώνων
ἄλλος ἐν ἀθανάτοισιν ἔχοι βασιληίδα τιμήν.
πεύθετο γὰρ Γαίης τε καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος,
οὕνεκά οἱ πέπρωτο ἑῷ ὑπὸ παιδὶ δαμῆναι
καὶ κρατερῷ περ ἐόντι…» (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 453 – 465).
Δηλαδή:
« Η δε Ρέα υποταγμένη στον Κρόνο τού γέννησε λαμπρά παιδιά την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλη Ήρα τον δυνατό Άδη, που κατοικεί στα παλάτια του κάτω από τη γη και έχει άσπλαχνη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον αποτελεσματικό Δία , πατέρα θεών και ανθρώπων, με του οποίου τη βροντή ταράζεται η πλατειά γη. Και αυτούς τους κατάπινε ο μεγάλος Κρόνος, μόλις ο καθένας έπεφτε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας στα γόνατά της, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους αγέρωχους Ουρανίωνες του πάρει το βασιλικό αξίωμα ανάμεσα στους αθάνατους γιατί είχε μάθει από τη Γαία και το γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι του ήταν γραφτό να νικηθεί από ένα παιδί του αν και ο ίδιος ήταν δυνατός…»
Γλίτωσε όμως ένα από αυτά, ο Δίας. Γλίτωσε γιατί μόλις γεννήθηκε το παιδί, η μητέρα του, η Ρέα, αντί να παραδώσει το νεογέννητο στον Κρόνο να το καταπιεί, όπως τα άλλα μέχρι τότε παιδιά της, του έδωσε, ξεγελώντας τον, μια πέτρα τυλιγμένη στα σπάργανα.

2. Η Τιτανομαχία

Ο Δίας, κρυφά μεγαλωμένος στην Κρήτη, αποφάσισε, όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, να πάρει την εξουσία από τον πατέρα του αρχίζοντας πόλεμο εναντίον του.
Ο Δίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας, και όσοι από τους άλλους θεούς και τους ήρωες δέχτηκαν να τον ακολουθήσουν στην ανταρσία κατά του πατέρα του, ξεκίνησαν τον πόλεμο ενάντια στους Τιτάνες που είχαν αρχηγό τους τον Κρόνο. Ξεκίνησε λοιπόν ένας μεγάλος αγώνας μεταξύ των δύο θεϊκών ομάδων με αντικείμενο διεκδίκησης την κυριαρχία του κόσμου. Ο αγώνας κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια και είναι γνωστός στη Ελληνική Μυθολογία με το όνομα Τιτανομαχία. Αρχηγοί στις δύο παρατάξεις ήταν ο πατέρας Κρόνος από τη μία μεριά και ο γιος του Δίας από την άλλη.
Ο Δίας κάλεσε κοντά του πολλούς να τον βοηθήσουν. Έδωσε από την αρχή σ’ όλους πολλές υποσχέσεις. Πρώτα πρώτα, τους είπε, ότι κανένας, από όσους θα συνεργάζονταν μαζί με τον Δία, δεν θα έχανε όποιο αξίωμα είχε στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά θα εξακολουθούσε να το κρατά, αρκεί να πολεμούσε στο πλευρό του εναντίον των Τιτάνων:
«. . . .Πάντας Ὀλύμπιος ἀστεροπητής
ἀθανάτους ἐκάλεσσε θεοὺς ἐς μακρὸν Ὄλυμπον,
εἶπε δ’ ὃς ἂν μετὰ εἶο θεῶν Τιτῆσι μάχοιτο,
μή τιν’ ἀπορραίσειν γεράων, τιμὴν δὲ ἕκαστον
ἐξέμεν, ἣν τὸ πάρος γε μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσιν» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 390 – 394).
Δηλαδή: «…Ο αστραποβόλος Δίας όλους κάλεσε τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος από τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες δεν θα έχανε κανένα αξίωμα αλλά θα εξακολουθούσε να έχει το αξίωμα που είχε πριν μέσα στους αθάνατους θεούς»
Ακόμα και εκείνοι που δεν είχαν πάρει αξίωμα ή κάποια τιμή, όταν είχε την εξουσία ο Κρόνος, εκείνοι δηλαδή που ήταν «άτιμοι», θα έπαιρναν τώρα, αμέσως μετά την νίκη τους, κάποια κυβερνητική θέση :
«Τὸν δ’ ἔφαθ’ ὃς ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ’ ἀγέραστος,
τιμῆς καί γεράων ἐπιβησέμεν, ἧ θέμις ἐστίν» (Ησίοδος, Θεογονία, στίχ. 395 – 396).
Οι Τιτάνες, όπως μας λέει ο Ησίοδος στη «Θεογονία» του, στον μεγάλο αυτό αγώνα εναντίον του Δία και των οπαδών του, είχαν έδρα την Όρθρη, το κεντρικό βουνό της Αχαΐας Φθιώτιδας, ενώ οι καινούργιοι διεκδικητές της εξουσίας έπιασαν τον Όλυμπο και από εκεί προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν.
Η Όρθρη λοιπόν, το κεντρικό και μοναδικό βουνό που υψώνεται στο κέντρο του χώρου της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, ήταν η πανάρχαια έδρα της πρώτης θεϊκής δυναστείας πριν ακόμα ο Όλυμπος αξιωθεί μια τέτοιας τιμής:
«Τιτῆνές τε θεοὶ καὶ ὅσοι Κρόνου ἐξεγένοντο,
οἳ μέν ἀφ’ ὑψηλῆς Ὄθρυος Τιτῆνες ἀγαυοί,
οἳ δ’ ἄρ’ ἀπ’ Οὐλύμποιο θεοί, δωτῆρες ἐάων,
οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ εὐνηθεῖσα,
οἳ ῥα τότ’ ἀλλήλοισι χόλον θυμαλγέ’ ἔχοντες
συνεχέως ἐμάχοντο δέκα πλείους ἐνιαυτούς.
Οὐδὲ τις ἦν ἔριδος χαλεπῆς λύσις οὐδέ τελευτή
οὐδετέροις, ἶσον δέ τέλος τέτατο πτολέμοιο» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 630, 632 – 638).
Το παραπάνω κείμενο, σε μία ελεύθερη απόδοση, που τη θεωρούμε αρκετή και σωστότερη για το σκοπό τούτης της εργασίας, λέει τα εξής:
«Οι θεοί Τιτάνες και αυτοί που γεννήθηκαν από τον Κρόνο, αυτοί οι περήφανοι Τιτάνες, από το ψηλό βουνό της Όρθρης κι εκείνοι οι άλλοι από τον Όλυμπο, οι θεοί που ήταν οι δωρητές των αγαθών, τους οποίους γέννησε η ομορφομαλλούσα Ρέα από τον έρωτα του Κρόνου, έχοντας μεγάλο μίσος μεταξύ τους πολεμούσαν δέκα γεμάτα χρόνια και δε φαινόταν να υπάρχει κάποια λύση στον καυγά τους ούτε τέλος του πολέμου για κανένα».
Ο γερμανός φιλόλογος και μυθολόγος Κάρολος Σιττλ, σε σχόλια που κάνει στο βιβλίο του για τη «Θεογονία» του Ησιόδου δικαιολογώντας γιατί οι Τιτάνες διάλεξαν για έδρα τους την Όρθρη, προσπαθώντας να προσδώσει την ίδια με τον Όλυμπο λαμπρότητα στην πρώτη θεϊκή έδρα, λέει ότι «η Όρθρη αποτελεί μεγαλοφανές θέατρον άξιον θεών».
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία παρένθεση για δημιουργία σκέψεων και προβληματισμού.
Στον χειρόγραφο κώδικα του Κύριλλου Καστανοφύλλη, παλαιού αρχιμανδρίτη και ηγούμενου της Μονής της Παναγίας Προυσσιώτισσας, στην Ευρυτανία, ο οποίος φυλάσσεται στο αρχείο του μοναστηριού, αναφέρονται ανάμεσα σε άλλα και τα εξής:
«Στα μέρη τής κάποτε περίφημης και τώρα ταπεινωμένης Ελλάδας στην επαρχία Λιτσάς (Λιτζάς) και Αγράφων υπάρχει ένα βουνό μεγάλο και ψηλό, που οι παλαιοί Έλληνες το έλεγαν Όθρυ. Το έλεγαν έτσι γιατί το ύψος του ορθρίζει, βλέπει δηλαδή τον ήλιο πρωτύτερα από τα άλλα βουνά της Ελλάδας, όπως της Λοκρίδας, της Αιτωλοακαρνανίας και των Αγράφων. Το βουνό αυτό σήμερα λέγεται Δελούχι ή Βελούχι κι αποτελεί την ψηλότερη κορυφή της οροσειράς Οίτης» (Ιερή Διήγηση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Προυσιώτισσας, Έκδοση Ιερής Μονής Προυσσού, Αθήνα 1996, σελ. 12).
Στον ίδιο κώδικα, ανάμεσα σε κάποια γεωγραφικά συμπληρωματικά σημειώματα, είναι γραμμένη η εξής πληροφορία, που επιβεβαιώνει και πάλι την ταύτιση της Όρθρης με το Βελούχι:
«Τὸ δέ Ὄρθρυς ἤτοι τό Βελοῦχι, εἶναι τρίπους ἤτοι ἐξ ἀνατολῶν μέχρι τῆς Ὀμώλης, ἀπό μεσημβρίας μέχρι τοῦ Καλλιδρομίου, καί πρός δυσμάς μέχρι τοῦ Χελιδῶνος καί εἶναι μία κορυφή τῆς Οἲτης». (Νέος Ελληνομνήμων, τόμ. 10ος (1916), Κατάλογος των κωδίκων της Ιεράς μονής Προυσού, σελ. 307).
Την ίδια άποψη για την ταύτιση του Βελουχιού και της Όρθρης την βρίσκουμε και στη «Δευτέρα Επιστολή του Νέου Ιατρού, Καθρέπτης Επιπληκτικός καλουμένη, προς τον αυτού αυτάδελφον» με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1824 όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής για τη θέση όπου πρέπει να ανεγερθεί μνημείο για τον Μάρκο Μπότσαρη: «και θέλει ανεγείρει μνημείον εις τιμήν σου, και τον ανδριάντα σου θέλει τον στήσει εις τον ένδοξον καιρόν της επάνω εις την υψηλήν κωνικήν κορυφήν του όρους Όρθρυος (Βελούχι) διά να φαίνηται απ’ όλην την Ελλάδα, και να λάμπη εν τω μέσω αυτής» (Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου 1783 – 1842, Επιστολαί Διαφόρων, Αθήνα 1964 , σελ. 455).
Ο Στράβωνας (Γεωγραφικά Θ 433) φαίνεται ότι έχει συμβάλει στη σύγχυση αυτή των νεοτέρων, αφού παρουσιάζει την Όρθρη να απλώνεται και να ενώνεται με τον Τυμφρηστό:
Ὁ δέ Φθιωτικός Ἄλος ὑπό τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄρθρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον κειμένου τῇ Φθιώτιδι, ὁμόρου δέ τῷ Τυμφρηστῷ καί τοῖς Δόλοψιν, κἀνθένδε παρατείνοντος εἰς τὰ πλησίον τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου».
Θα πρέπει, στη θέση αυτή, για όσους θέλουν να προβληματίζονται σε σχέση με το όνομα Βελούχι ή Δελούχι, «την ψηλότερη κορυφή της οροσειράς Οίτης», που ο χειρόγραφος κώδικας του Κύριλου Καστανοφύλλη την ταυτίζει με την «Όρθρυ» (ή έστω την ονομάζει απλά και μόνο «Όρθρυ»), να παραθέσουμε την πληροφορία ότι η Όρθρη της επαρχίας Αλμυρού, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λεγόταν και «Δελεχά», όπως αναφέρεται στην «Νεωτερική Γεωγραφία», εκδόσεων Ερμής, Αθήνα 1988, των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά στη σελίδα 35.
Υπάρχει κάποια σχέση άραγε ανάμεσα στο «Δελεχά», βεβαιωμένη παλιά ονομασία της Όρθρης, και στο «Δελούχι», που φαίνεται, κατά τον Κύριλλο Καστανοφύλλη να είναι παλιότερη ονομασία του Βελουχιού; Δεν γνωρίζουμε που στήριζε ο Κύριλλος Καστανοφύλλης την άποψη ότι το Βελούχι ή Δελούχι, η ψηλότερη κορυφή της Οίτης, παλιότερα ονομαζόταν Όρθρυς. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι ίσως υποκρύπτεται μία προσπάθεια μετατόπισης της Όρθρης για να γίνει παράλληλα έτσι ευκολότερη και η οικειοποίηση των σχετικών με τον κατακλυσμό και τον Δευκαλίωνα μύθων.
Κλείνουμε την παρένθεση, αφήνοντας αναπάντητα τα όποια ερωτήματα δημιουργούνται στη διάθεση άλλων μελετητών, γιατί ξεφεύγουν από τους σκοπούς αυτής της μελέτης, και συνεχίζουμε.
Οι Τιτάνες, οι οποίοι, όταν πολεμούσαν με τους Ολύμπιους θεούς, είχαν την έδρα τους, όπως είπαμε, πάνω στην Όρθρη, ήταν παιδιά του Ουρανού και της Γης και θεωρούνται οι πρόγονοι όλων των ανθρώπων της γης, όλων των πατέρων μας.
Πριν οι Τιτάνες θαφτούν από τον νικητή τους Δία στα Τάρταρα, κατοικούσαν και αυτοί πάνω στη Γη. Μας το λένε οι ύμνοι του Ορφέα:
« Τιτῆνες, Γαίης τε ί Οὐρανοῦ άγλαά τέκνα,
ἡμετέρων πρόγονοι πατέρων, γαίης ὑπένερθεν
οἴκοις ταρταρίοισι μυχῷ χθονός ἐνναίοντες,
ἀρχαί καί πηγαί πάντων θνητῶν πολυμόχθων,
εἰναλίων, πτηνῶν τε, καί οἵ χθόνα ναιετάουσιν» (Ορφέως Ύμνοι, Τιτάνων θυμίαμα, λίβανον, στ. 1 – 5, Lipsiae 1905).
Δηλαδή: «Τιτάνες, της Γης και τ’ Ουρανού λαμπρά παιδιά, πρόγονοι των πατέρων μας, που ζούσατε άλλοτε υπεράνω της γης, αλλά που κατοικείτε τώρα στα σπίτια του Τάρταρου στο βάθος του Άδη, σεις είστε οι αρχές και οι πηγές όλων των πολυβασανισμένων θνητών, των θαλασσίων και των πτηνών και όσων κατοικούν στη γη».
Στον αγώνα αυτόν μεταξύ των δύο θεϊκών ομάδων για την κυριαρχία του κόσμου, την Τιτανομαχία, τελικά νίκησαν οι θεοί του Ολύμπου.
Η «αρχαιότερη», «χαμηλότερη», «μικρότερη» και «σκοτεινότερη» πρώτη κατοικία των Θεών, η Όρθρη, υποτάχθηκε στην νέα έδρα, στον «νεότερο», «ψηλότερο», «μεγαλύτερο» και «φωτεινότερο» Όλυμπο. Οι υποχθόνιες και χθόνιες θεότητες της Όθρης και της Φθίας, οι θεότητες «της χώρας των φθιμένων», υπόκυψαν στις ουράνιες θεότητες. Οι Τιτάνες είχαν την ακαταδεξιά των πολύ μεγάλων, των ασυμβίβαστων και δυνατών. Ζούσαν απόμακρα, περήφανοι, ακατάδεχτοι και απρόσιτοι, μακριά από συχνές επαφές και σχέσεις με τους ταπεινούς και ξένους προς τη δική τους φύση ανθρώπους. Ούτε τις θυσίες τους δέχονταν αλλά ούτε συμπαραστάτες και ευεργέτες των ανθρώπων ήθελαν να είναι. Άφηναν τους ανθρώπους να ξεφύγουν από τον ζωικό πρωτογονισμό τους παλεύοντας μόνοι τους. Τους άφηναν ν’ αγωνιστούν για να ξεφυτρώσει μόνη της από μέσα τους, να βγει από το κουκούλι όπου μεταμορφωνόταν σιγά σιγά, χωρίς καμιά θεϊκή βοήθεια, η ανθρωποσύνη. Τους άφηναν να ξεκολλήσουν μόνοι τους πάνω από τους εαυτούς τους το πρωταρχικό πρωτόγονο ζωικό περίβλημα και να φανεί από μέσα ο λογικός άνθρωπος.
Ο Νίκος Παπαχατζής, στο δημοσίευμά του «Προθεσσαλικές λατρείες στή Θεσσαλία των ιστορικών χρόνων», (Ανθρωπολογικά 2, Ιούνιος 1981), λέει:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι άνθρωποι των νεολιθικών χρόνων επιδίδονταν στον ίδιο σκληρό αγώνα κατά των πάντοτε εχθρικών φυσικών δυνάμεων, δεν είχαν όμως αρχίσει να ζητούν την συμπαράσταση θεϊκών υπάρξεων. Υπήρχαν τότε οι μαγικές ιερουργίες, που και αυτές μπορούσαν να εμψυχώνουν τους ανθρώπους στον αγώνα για την επιβίωση, πάντοτε όμως καθεαυτές και χωρίς την παρέμβαση των γνωστών από την θρησκεία υπεραισθητών υπάρξεων».
Αντίθετα οι καινούργιοι θεοί με την νέα τους, ομορφότερη και επιβλητική «πρωτεύουσα», την ψηλότερη θέση τους, με τα λαμπρά τους ανάκτορα, υπόσχονταν πολλά. Αυτοί εδώ οι καινούργιοι θεοί έρχονταν να γίνουν «δωρητές αγαθών». Όλα τα καλά του κόσμου υποσχόταν η νέα κυβέρνηση. Ήταν μια εξελιγμένη μορφή διακυβέρνησης. Ήταν «ανθρωπινότεροι» θεοί. Ακόμη και ειδικευμένους «θεούς-υπουργούς» για κάθε τομέα είχαν ορίσει. Για την υγεία είχαν τον Ασκληπιό, για το εμπόριο τον Ερμή, για τη γεωργία τη Δήμητρα, για το κυνήγι την Άρτεμη, για τα νοικοκυριά την Ήρα, για τα σπίτια την Εστία. Ακόμη και για τον έρωτα δεν είχαν αδιαφορήσει. Είχαν ορίσει ειδικό αρμόδιο θεό-υπουργό, την πανέμορφη και λαχταριστή Αφροδίτη.
Τέτοιους κυβερνήτες ήθελαν τώρα πια οι άνθρωποι. Τέτοιους θεούς χρειάζονταν. Κυβερνήτες από τους οποίους θα μπορούσαν, προσφέροντάς τους δώρα και θυσίες, να εξασφαλίζουν την εύνοιά τους. Οι άνθρωποι πια ήθελαν θεούς που να είναι κοντά τους. Έπρεπε επιτέλους να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα γήινα προς τα ουράνια. Οι θεοί τους έπρεπε να βρίσκονται πιο ψηλά από αυτούς αλλά να εξακολουθούν να είναι «ανθρώπινοι». Οι άνθρωποι τώρα εκτός από τη γη ένιωσαν ότι είχαν ανάγκη και από τον ουρανό. Ήθελαν όμως και τους θεούς τους πολύ κοντά τους, σχεδόν ανθρώπινους, όμοιους μ’ αυτούς, να έχουν ανθρώπινα ελαττώματα, να τους μοιάζουν λίγο, να μπορούν να τους παρακαλέσουν, να μπορούν να χρησιμοποιήσουν και μεσολαβητές για να κερδίσουν την εύνοιά τους.
Νικήθηκαν λοιπόν οι υποχθόνιες και χθόνιες, οι γήινες, θεότητες της Όρθρης και νίκησαν οι ουράνιες. Ήταν πια καιρός οι θεοί να τοποθετηθούν στην ανθρώπινη συνείδηση, «λίγο ψηλότερα», έστω προσωρινά, σαν ένα πρώτο σκαλοπάτι προς τον Ουρανό, στον Όλυμπο για να μπορούν και οι άνθρωποι να σηκώνουν προς τα πάνω τα μάτια τους όταν ζητούσαν τη βοήθειά τους και ν’ απευθύνονται σ’ αυτούς ελπίζοντας και προσδοκώντας. Να σηκώσουν από τη γη τα μάτια τους κοιτάζοντας στον Ουρανό.
Τι μπορούσαν σ’ όλα αυτά να υποσχεθούν και ν’ αντιπαρατάξουν οι παλαιοί θεοί; Τίποτε! Οι Τιτάνες λοιπόν νικήθηκαν, παρά την πεισματώδη και μεγάλη αντίστασή τους, όπως νικιέται συνήθως το παλαιό μπροστά στο καινούργιο που έρχεται και εκπροσωπεί την εξέλιξη και την πρόοδο. Οι Τιτάνες πάνω στη αρχέγονη, την «συντηρητική», την πεζή, τη «γήινη» Όρθρη, εκπροσωπώντας αποκλειστικά και μόνο την άλογη βία και δύναμη και την πρωτόγονη και απόμακρη ακαταδεξιά, υποτάχθηκαν στον «λόγο», στον «νου», στην «τέχνη», στην «πρόοδο», στην συστηματική οργάνωση και στην «εξέλιξη», προσόντα που διαπίστωσαν ότι τα είχαν ανάγκη οι άνθρωποι και τα κατείχε, τα εκπροσωπούσε και μπορούσε να τα υποσχεθεί η νέα θεϊκή γενιά.
Η ανθρώπινη διάνοια στην ανοδική εξελικτική της πορεία προς όλο και καλύτερες και ανώτερες συλλήψεις, ανεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι, έφθασε σε κάποια άλλη τελειότερη μορφή του θείου, αφήνοντας πίσω οριστικά την πρώτη της απλοϊκή σκέψη.
Ωστόσο ακόμα «η θεότητα ήταν συναρπαστικά επιβλητική, όχι όμως ακόμα γνήσια θρησκευτική, γιατί οι παλιές αυτοδύναμες ιερουργίες εξακολουθούσαν ν’ ασκούνται σε μεγάλη έκταση. Η θεότητα, αν και μεγαλειώδης ύπαρξη, είχε στην αρχή διακοσμητική μόνο θέση στη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων. Τ’ αποφασιστικά βήματα προς την καθαρή θρησκεία έγιναν στα υπομηκυναϊκά χρόνια, την κατεξοχήν εποχή της ελληνικής ευλάβειας. Τότε (2η χιλιετία π. Χ.) διαμορφώθηκε σε γνήσιες θρησκευτικές βάσεις η λατρεία των θεών του Ολύμπου, με ειδικό τελετουργικό, ενώ παράλληλα με την έξαρση των χθόνιων λατρειών και των μυστικών ρευμάτων χρειάστηκε να διαμορφωθεί ιδιαίτερο τελετουργικό για τους ήρωες και για τους χθόνιους θεούς και δαίμονες, που για πρώτη φορά πήραν εξαιρετική θέση στην ελληνική θρησκευτική ζωή».
Κατά τον Ησίοδο, εξάλλου, η λέξη Τιτάνες παράγεται από το ρήμα τιταίνειν που σημαίνει ανοηταίνειν. Ήταν αμετακίνητα «ανόητοι» οι Τιτάνες. Δεν μπορούσαν με τίποτε να εξελιχθούν σε ανώτερες μορφές του Θείου. Τους Τιτάνες «τους ονόμασε έτσι με μια επίπληξη και συγχρόνως με ένα λογοπαίγνιο δίνοντάς τους το όνομα Τιτάνες. Ο χαρακτηρισμός αυτός σα να ερχόταν από το «τιταίνειν» (τεντώνομαι) και από τη λέξη «τίσις» (τιμωρία): οι Τιτάνες πάνω στην τόλμη τους «ανοίχτηκαν», για να τελειώσουν ένα μεγάλο έργο, και γι’ αυτό αργότερα τιμωρήθηκαν» (Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Έκδοση Βιβλιοπωλείου «Εστίας» , σελ. 197).
Ο Ησίοδος μας λέει ότι αυτούς (τους Τιτάνες) ο πατέρας τους, ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους αποκάλεσε Τιτάνες γιατί έλεγε πως «τεντώνοντας» την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα την πληρώσουν:
«Τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός’ φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, τοῖο δ᾿ ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι.» (Θεογονία 207 – 210). Ωστόσο ακουγόταν και μία διαφορετική άποψη για την ονομασία τους. Ονομάστηκαν Τιτάνες επειδή αυτοί τιμώρησαν τον Ουρανό:
«Κούρους δ’ οὐρανίους ἐγείνατο πότνια Γαῖα, οὓς καί Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέουσιν, οὕνεκα τισάσθην μέγαν Οὐρανόν ἀστερόεντα».
Δηλαδή: «Η σεβαστή Γαία γέννησε γιους ουράνιους τους οποίους αποκαλούν και Τιτάνες γιατί τιμώρησαν τον μέγα Ουρανό, που έχει πολλά αστέρια».
Με την άποψη αυτή δεν συμφωνεί ο Ησύχιος που, διατυπώνοντας μια τρίτη άποψη λέει ότι το Τιτάνες παράγεται από τη λέξη τιτήνη που σημαίνει βασίλισσα και από το τίταξ που σημαίνει έντιμος, δυνάστης, βασιλιάς.
Η Γαία, μητέρα των Τιτάνων, ως διαχρονική ύπαρξη, κατάλαβε, μας λέει στη συνέχεια ο μύθος, ότι ήταν αδύνατη η καταπολέμηση της νέας αλήθειας, η καταπολέμηση της «νέας τάξης πραγμάτων» και ότι αν δεν άλλαζαν συμπεριφορά ήταν σίγουρη πια η κυριαρχία της νέας θεϊκής αντίληψης.
Δασκάλεψε λοιπόν τον Προμηθέα, που εκπροσωπούσε το νου και τη σκέψη, να προσπαθήσει να πείσει τους Τιτάνες ότι πρέπει ν’ αλλάξουν μυαλά και να προσπαθήσουν να προσαρμοσθούν στις καινούργιες ανάγκες, γιατί μοναδική τους ελπίδα να κρατηθούν στην εξουσία και να εξακολουθήσουν να κυριαρχούν στον κόσμο και να μπορέσουν να είναι αποδεκτοί από τους ανθρώπους ήταν να συμβιβαστούν με τη νέα πραγματικότητα, να υιοθετήσουν αλλαγές και ν’ ακούσουν τα σχέδιά του.
Δεν έπρεπε οι άνθρωποι να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη γη. Έπρεπε να στρέφονται και προς τα ουράνια. Η Γαία (Γη), η μεγάλη μητέρα των ανθρώπων, που μέχρι τότε ονομαζόταν και «Πανδώρα», επειδή αυτή μέχρι τότε «δώριζε τα πάντα» στους ανθρώπους αλλά και «Ανησιδώρα», αυτή δηλαδή που «ανεβάζει τα δώρα», ανεβάζει από τα βάθη του εδάφους στην επιφάνεια της γης τη ζωή και όλα τα δώρα, δεν μπορούσε πλέον μόνη της αυτή να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ανθρώπων. Χρειαζόταν και ο Ουρανός. Χρειαζόταν η βοήθειά του. Έγινε αντιληπτό ότι απ’ εκεί πάνω ερχόταν η απαραίτητη γονιμοποιός δύναμη, η βροχή, η ευεργετική επίδραση της οποίας άρχισε να γίνεται πιστευτή.
«Ανησιδώρα», μετά την επικράτηση των θεών του Ολύμπου, επονομαζόταν και η θεά Δήμητρα γιατί κι αυτή, όπως η Γαία, ήταν εκείνη τώρα που έστελνε στους ανθρώπους τα δώρα της στην επιφάνεια του εδάφους μέσα από τα βάθη της γης. Αυτή μάλιστα δίδασκε τους ανθρώπους πώς να κάνουν καλύτερα αυτή τη δουλειά. Στις θεοκρασίες οι νέοι θεοί κληρονομούν τα λατρευτικά επίθετα και τις ιδιότητες των προκατόχων τους.
Η επέμβαση του Προμηθέα στη διαμάχη αυτή δικαιολογείται, διότι σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ο Προμηθέας ήταν γιος κι αυτός της Γαίας και επομένως ήταν και αυτός Τιτάνας. Άλλοι βεβαίως ήθελαν τον Προμηθέα γιο της Τιτανίδας Θέμιδας, άρα ξάδερφο των θεών του Ολύμπου. Όπως και να είναι, ο Προμηθέας ήταν κάτι μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων ιδεολογιών και γι’ αυτό κλήθηκε να παίξει αυτόν τον μεσολαβητικό ρόλο στη μεταβατική αυτή περίοδο.
Οι Τιτάνες όμως εξακολούθησαν να είναι ακατάδεχτοι και ασυμβίβαστοι. Δεν θέλησαν να καταλάβουν και να παραδεχτούν ότι είχαν αλλάξει τα πράγματα και ότι, για να κυριαρχεί κάποιος, δεν αρκεί μόνο η δύναμη και η βία, στην οποία αποκλειστικά και μόνο στηρίζονταν οι ίδιοι, αλλά χρειάζεται νους και σκέψη. Δεν συμφώνησαν λοιπόν με τις συμβουλές του Προμηθέα, όπως συμβαίνει μ’ όλους όσοι θέλουν να κυβερνούν μόνο με τη βία. Βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στη δύναμή τους και τη βία. Ούτε λόγος για λίγες «παροχές», για λίγη συγκατάβαση. Προτίμησαν να θαφτούν στη Γη, να επιστρέψουν στην αγκαλιά της μάνας τους, παρά να συμβιβαστούν με τα νέα δεδομένα.
Οι άνθρωποι της Αχαΐας Φθιώτιδας, ζώντας απόμακρα στο δικό τους συντηρητικό κόσμο, κρατούσαν τις δικές τους παραδόσεις και συνήθειες. Αντιδρούσαν σε κάθε αλλαγή, σ’ ο,τιδήποτε θα τους άλλαζε τη ζωή τους και τις πατροπαράδοτες παραδοχές και παραδόσεις τους. Ήταν από τους τελευταίους που έμειναν πιστοί στους δικούς τους «προτέρους», θεούς. Υπήρχε πάντοτε στους κατοίκους της Αχαΐας Φθιώτιδας η ανάλογη νοοτροπία και πίστη, όπως αυτή των κατοίκων της Ιωλκού, γύρω στα 250 π. Χ., οι οποίοι μετά τον συνοικισμό τους με άλλες «κώμες» στη Δημητριάδα και το χτίσιμο του «κοινού ιερού αρχηγετών και κτιστών», αποφάσισαν να επαναφέρουν τη λατρεία των τοπικών τους θεών «ὅπως μηδέν τι ἐκεῖθεν μήνισμα γίνηται τῇ πόλει ὀλιγορουμένων τῶν ἡρώων.»
Οι Τιτάνες, μετά την ήττα τους αυτή τιμωρήθηκαν. Θάφτηκαν στα Τάρταρα. Ένας μόνο Τιτάνας, λέει κάποιος μύθος, γλίτωσε. Ήταν ο Συκέας. Αυτός δεν θάφτηκε στα Τάρταρα, μετά το τέλος της Τιτανομαχίας. Ο Δίας τον κυνηγούσε να τον πιάσει κι αυτόν. Η μάνα του όμως, η Γαία, τον μεταμόρφωσε, την τελευταία στιγμή, στο ομώνυμο δέντρο, την συκιά, και έτσι γλίτωσε.
Όταν η θεά Δήμητρα από τη μεγάλη της λύπη για την απώλεια της θυγατέρας της Περσεφόνης, έκανε να μην βλαστήσουν όλα τα φυτά και τα δέντρα της γης, για ένα μόνο έκανε εξαίρεση, για τη συκιά. Αυτή ήταν το μόνο δέντρο που εξακολουθούσε να βλαστάνει πάνω στη γη. Ήταν ο Τιτάνας Συκέας που εξακολουθούσε να ζει ως δέντρο πια.
Η Δήμητρα, η οποία κατ’ εξαίρεση άφησε τη συκιά – τον μεταμορφωμένο και αγαπημένο γιο της Γαίας Τιτάνα Συκέα – να βλαστάνει, στην πρώτη θεϊκή προολυμπιακή της υπόσταση ταυτίζεται, κατά τους ερμηνευτές μυθολόγους επιστήμονες με τη Γαία. Η μητέρα Γαία, ως Δήμητρα, μπόρεσε έτσι να γλιτώσει ένα της παιδί.
Η συκιά ήταν γνωστή και καλλιεργούνταν από τα πανάρχαια χρόνια στην Ελλάδα. Αντέχει και επιβιώνει και στις πιο μεγάλες εποχές ξηρασίας. Ακόμα και όταν ξηραθεί ο βασικός κορμός της εξακολουθεί να βγάζει καινούργιους βλαστούς. Τα σύκα, νωπά ή ξηραμένα, θεωρούνταν εξαιρετική τροφή στην αρχαία Ελλάδα. Σ’ εποχές αφορίας της γης οι Αθηναίοι απαγόρευαν την εξαγωγή σύκων. Όποιος φανέρωνε στις υπεύθυνες αρχές κάποιον που εξήγαγε σύκα λεγόταν «συκοφάντης».
Το ήπαρ (συκώτι) θεωρούνταν πάντοτε βασικό και ζωτικό όργανο για την υγεία του ανθρώπου. Σήμερα όταν απειλούμε κάποιον του λέμε «θα σου φάω το συκώτι». Στην αρχαία Ελλάδα το ήπαρ θεωρούνταν το καλύτερο μέσο μαντικής για τους οιωνοσκόπους. Μέσα σ’ αυτό πίστευαν ότι κρύβονταν τα μυστικά μηνύματα των θεών για την ζωή των ανθρώπων. Το ίδιο γίνεται και στην εποχή μας. Η λαϊκή μαντεία ισχυρίζεται ότι στο συκώτι βρίσκει σημεία με τα οποία, εξετάζοντις τα, μπορεί να προλέγει το μέλλον. Το ήπαρ στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν μία εξαιρετική τροφή. Το ίδιο πιστεύεται και σήμερα. Σήμερα για τον πολύ γερό άνθρωπο λέμε ότι έχει «γερό συκώτι».
Το καλύτερο, θρεπτικότερο και νοστιμότερο ήπαρ για τους αρχαίους Έλληνες ήταν το «συκωτόν ήπαρ», δηλαδή το ήπαρ του ζώου εκείνου που τρεφόταν με σύκα. Πιστεύοντας κι εμείς στη σημερινή εποχή το ίδιο, ίσως χωρίς να ξέρουμε το λόγο, από το «συκωτόν ήπαρ», κρατήσαμε μόνο το «συκωτόν» και έτσι το ήπαρ το λέμε σήμερα συκώτι.
Σημείωση: Οι τελευταίες αυτές προεκτάσεις, πέραν και έξω ασφαλώς από το κυρίως θέμα της εργασίας μας, δεν έγιναν επειδή παρασυρθήκαμε. Έγιναν με πλήρη γνώση της «παρεκτροπής» για να δείξουμε ότι ο προσεκτικός και παρατηρητικός μελετητής μπορεί στην σύγχρονη εποχή να επισημάνει χαρακτηριστικά σημεία τής συνέχειας και της αείρροης συνοχής της σκέψης τούτου του λαού. Έγιναν, αυτές οι προεκτάσεις, σε στιγμές που η σκέψη αφέθηκε ελεύθερα να ξεφύγει από το «τι πρέπει, τι δεν πρέπει» και αφέθηκαν σκοπίμως για ν’ αποτελέσουν, για όσους ήθελαν, κέντρισμα για δημιουργία τέτοιων σκέψεων και σε άλλες περιπτώσεις. Και αυτές οι περιπτώσεις είναι πάρα πολλές.

3. Η Γιγαντομαχία

Η Γαία, ωστόσο, γήινη πάντοτε ύπαρξη και ζώντας πολύ μακριά από τον Ουρανό, δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα και ότι ήρθε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος της δικής της κυριαρχίας και των παιδιών της.
Για να βοηθήσει τους Τιτάνες, τα σκληρόκαρδα και αμετανόητα παιδιά της, τα οποία πεισματικά αντιστέκονταν, παραμένοντας, πάνω στην Όρθρη, πιστά στις ιδέες τους, σαν μια ύστατη προσπάθεια αντίστασης και τελευταίας βοήθειας στα δικά της παιδιά, γέννησε, λέει η μυθολογία, (Νόννος, Διονυσιακά 25, 453) τους Γίγαντες, φοβερούς στην όψη, πελώριους στο ανάστημα, ακατάβλητους στη δύναμη:
«Γῆ δὲ περί Τιτάνων ἀγανακτοῦσα γεννᾷ Γίγαντας ἐξ Οὐρανοῦ, μεγέθει μὲν σωμάτων ἀνυπερβλήτους, δυνάμει δέ ἀκαταγωνίστους» γράφει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 1, 6, 1).
Η Γαία δεν θα προσπαθούσε, λέει σε μία διαφορετική του εκδοχή ο σχετικός μύθος, να συνεχίσει τον αγώνα, αν οι καινούργιοι θεοί την τιμούσαν και αυτήν. Αν φρόντιζαν να της δώσουν κάποια θέση στη νέα τάξη πραγμάτων. Δεν την τιμούσαν όμως ως μητέρα θεών και γι’ αυτό για εκδίκηση, γέννησε τους Γίγαντες.
Οι Γίγαντες ρίχτηκαν και αυτοί στον αγώνα, θερμοί υπερασπιστές των ίδιων αντιλήψεων με τους Τιτάνες, εναντίον των καινούργιων διεκδικητών της θεϊκής εξουσίας, εναντίον των μεταρρυθμιστών. Εξακολουθούσαν ν’ αρνούνται και αυτοί κάποιο συμβιβασμό με την εξέλιξη. Άρχισε έτσι ένας νέος αγώνας εναντίον των θεών του Ολύμπου, η Γιγαντομαχία. Οι Γίγαντες, λέει ο μύθος, πετούσαν στον ουρανό χώματα, βράχους, πέτρες, φωτιά και δέντρα αναμμένα.
Αλλά και αυτός ο αγώνας των «προτέρων θεών», και αυτή η ύστατη προσπάθεια, όπως ήταν επόμενο, έμεινε χωρίς αποτέλεσμα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο αγώνας τους δεν ήταν παρά μόνο μια ακόμη αμήχανη και απελπισμένη προσπάθεια, σπασμωδική επανάληψη της προηγούμενης, καταδικασμένη ν’ αποτύχει. Ήταν λοιπόν μοιραίο και οι ύστατοι αυτοί πεισματάρηδες «συντηρητικοί» και αμετανόητοι εχθροί τής προόδου να υποκύψουν στο ανατέλλον, το ακατανίκητο και λαμπρό «Ολύμπιο Φως». Η «αλλαγή», παρά τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις, ήταν επόμενο να επικρατήσει οριστικά. Οι άνθρωποι παράτησαν τις παλιές τους θρησκευτικές αντιλήψεις και υιοθέτησαν τις καινούργιες περί θεού ιδέες.
Έτρεμαν, λέει, τα βουνά, στον καινούργιο αγώνα, τη Γιγαντομαχία, εναντίον του επαναστάτη Δία. Έτριζε ολόκληρη η γη στο γκρέμισμα του παλιού κόσμου. Ο Όλυμπος, η Όσσα, το Πήλιο έτρεμαν στη νέα και ύστατη φοβερή αυτή σύγκρουση, που θα έφερνε το τέλος του παλιού κόσμου και τη χαραυγή του καινούργιου. Περισσότερο ακόμα έτρεμε η Όρθρη, η έδρα των Τιτάνων.
Ο Εγκέλαδος ήταν ένας από τους Γίγαντες. Ήταν ο βασιλιάς ή ο ηγεμόνας τους. Ήταν γιος του Τάρταρου και της Γαίας. Στη Γιγαντομαχία, ως αρχηγός των Γιγάντων, είχε αντίπαλό του τον Δία , τον αρχηγό των θεών του Ολύμπου.
Ο Δίας στο τέλος βέβαια κατάφερε και τον κατακεραύνωσε κι αυτόν. Έπειτα τον έθαψε και, σύμφωνα με μία από τις εκδοχές που υπάρχουν, και την οποία παρουσιάζει στον «Οιταίο Ηρακλή» ο ψευδο – Σενέκας, (στ. 1140): «Et fiat Othrys pondus Encelado leve», «=κι έγινε η Όρθρη ελαφρό βάρος για τον Εγκέλαδο», τον σκέπασε βάζοντας επάνω του το βουνό Όρθρη.
Η περισσότερο γνωστή εκδοχή ότι ο Εγκέλαδος καταπλακώθηκε κάτω από την Αίτνα από την Αθηνά είναι νεότερη άποψη του Βεργιλίου και των άλλων λατίνων ποιητών, που κυριάρχησε επειδή έγινε αντικείμενο καλλιτεχνικών παραστάσεων.
Ένας άλλος γνωστός Γίγαντας ήταν ο Δάμυσος. Ήταν ο πιο γοργοπόδαρος από τους Γίγαντες. Τ’ όνομά του συνδέεται με τη μυθολογία της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ο Κένταυρος Χείρωνας, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, όταν θέλησε να θεραπεύσει τον καμένο από απροσεξία της Θέτιδας αστράγαλο του Αχιλλέα, ξέθαψε τον Δάμυσο, πήρε τον αστράγαλό του και μ’ αυτόν αντικατέστησε τον καταστραμμένο αστράγαλο του Αχιλλέα. Έτσι επισκευάστηκε προσωρινά το τρωτό του σημείο.
Στον Τρωικό Πόλεμο όμως, την ώρα που ο Απόλλωνας κυνηγούσε τον Αχιλλέα, έφυγε από το πόδι του ο αστράγαλος του Δάμυσου. Έτσι ο Αχιλλέας χτυπήθηκε στο σημείο του σώματός του που, μετά αυτό το ατύχημα, είχε γίνει και πάλι τρωτό, και σκοτώθηκε. Πόσο ωραίος και αυθεντικός μοιάζει έτσι ο μύθος!
Ονομαστοί γίγαντες ήταν ακόμη ο Πολυβότης, ο Πορφυρίωνας, ο Εφιάλτης, ο Κλυτίος, ο Ιππόλυτος, ο Γρατίωνας, ο Εύρυτος, ο Άγριος, ο Θέωνας και άλλοι. Σύμφωνα με μία εκδοχή οι Γίγαντες έφταναν τους είκοσι τέσσαρες. Δυο φορές όσο οι Ολύμπιοι θεοί.
Σπουδαίο και καταλυτικό για το τέλος της Γιγαντομαχίας ρόλο έπαιξε ο Δίας και η Αθηνά. Γι’ αυτό οι δύο αυτοί θεοί ονομάστηκαν «γιγαντοφόντης» και «γιγαντολέτωρ» ο Δίας και «γιγαντοφόντις» και «γιγαντολέτειρα» ή «γιγαντολέτις» η Αθηνά.

4. Ο Τυφώνας

Η Γη (Γαία) θύμωσε πολύ και οργίστηκε, όταν νικήθηκαν και οι Γίγαντες. Σε μια ύστατη λοιπόν προσπάθειά της, να συνεχίσει τον αγώνα της, ζευγάρωσε με τον Τάρταρο και γέννησε τον Τυφώνα. «Ὡς δέ ἐκράτησαν οἱ θεοί τῶν Γιγάντων, Γῆ μᾶλλον χολωθεῖσα μίγνυται Ταρτάρῳ, καὶ γεννᾶ Τυφῶνα». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 6, 3, 1).
Αυτός ήταν ένας φοβερός και ακαταμάχητος γίγαντας. Ξεπερνούσε όλους όσοι είχαν γεννηθεί μέχρι τότε. Ήταν μόνο ένας. Δεν χρειαζόταν άλλους. Το κεφάλι του έφτανε μέχρι τ’ αστέρια και όταν άπλωνε τα δυο του χέρια του, το ένα έφτανε στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση:
«Αὐτὰρ ἐπεί Τιτῆνας ἀπ’ οὐρανοῦ ἐξέλασεν Ζεύς,
ὁπλότατον τέκεν παῖδα Τυφωέα Γαῖα πελώρη
Ταρτάρου ἐν φιλότητι διά χρυσέην Ἀφροδίτην’
οὗ χεῖρες μὲν ἕασιν ἐπ’ ἰσχύι ἔργματ’ ἒχουσαι,
καὶ πόδες ἀκάματοι κρατεροῦ θεοῦ» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 820 – 824).
Δηλαδή: «Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γιο της, τον Τυφωέα, σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια του ήταν φτιαγμένα για έργα που χρειάζονταν δύναμη και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα».
Οι θεοί του Ολύμπου, όταν είδαν να έρχεται εναντίον τους ο Τυφώνας, φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Πήγαν και κρύφτηκαν στην Αίγυπτο μεταμορφωμένοι σε ζώα:
«Τοιοῦτος ὤν ὁ Τυφών καί τηλικοῦτος ἠμμένας βάλλων πέτρας ἐπ’ αὐτόν τὸν οὐρανόν μετά συριγμῶν ὁμοῦ καί βοῆς ἐφέρετο».(Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 6, 3, 5).
Δηλαδή: «Τέτοιος όντας ο Τυφώνας και τόσο μεγάλος ρίχνοντας αναμμένες πέτρες ακόμα και στον ουρανό με σφυρίγματα και με βοή ορμούσε».
Έριχνε λοιπόν ο Τυφώνας πέτρες αναμμένες που έφταναν μέχρι τον ουρανό και σφύριζαν και βούιζαν, προξενώντας σ’ όλους τον τρόμο. Πανικοβλήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί κι έτρεξαν να εξαφανιστούν. Ο Απόλλωνας από το φόβο του μεταμορφώθηκε σε γεράκι ή, όπως λένε άλλοι, σε κοράκι. Ο Ερμής μεταμορφώθηκε σε ίβιδα (πελαργόμορφο πτηνό), ο Άρης σε λεπιδωτό ψάρι, η Άρτεμη σε γάτα, ο Διόνυσος σε τράγο, ο Ηρακλής σε ελάφι, η Αφροδίτη σε ψάρι, που πήγε και κρύφτηκε στον Ευφράτη ποταμό, ο Πάνας, που ήταν αυτός που συμβούλεψε όλους να μεταμορφωθούν σε ζώα, έγινε αιγόκερως και γι’ αυτό μετά τον θάνατό του έγινε ο αστερισμός του Αιγόκερω. Ακόμα και σε φυτά μεταμορφώθηκαν κάποιοι θεοί για να γλιτώσουν από τον τρομερό Τυφωέα ή Τυφώνα.
Έμειναν μόνο ο Δίας, ο θεός των κεραυνών, και η Αθηνά, η θεά της σοφίας, να αντιμετωπίσουν τον Τυφώνα. Έμειναν δηλαδή η εξουσία και η σοφία. Κι όταν η εξουσία συνοδεύεται από τη σοφία όλα πηγαίνουν καλά. Ο Δίας χτυπούσε τον Τυφώνα (ή Τυφωέα) με κεραυνούς και αστραπές και τον κυνήγησε μέχρι την Αραβία.
Ο Τυφωέας ή Τυφώνας όμως στο τέλος, λένε οι σχετικοί μύθοι, κατάφερε και έπιασε αιχμάλωτο τον Δία. Ύστερα του έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών και τους έκρυψε μέσα σε ένα τομάρι αρκούδας. «Τά τε τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν διέτεμε νεῦρα… κρύψας ἄρκτου δορᾷ κεῖθι ἀπέθετο» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 6, 3, 5, 9).
Στην άσχημη αυτή θέση που βρέθηκε ο Δίας βοηθήθηκε από τον Ερμή. Ο Ερμής και ο Αιγίπαν κατάφεραν και βρήκαν μέσα στο Κωρύκειο άντρο της Κιλικίας τους κρυμμένους στο τομάρι της αρκούδας τένοντες του Δία. Τους πήρε ο Ερμής, σαν φοβερός κλέφτης που ήταν, και τους ξανατοποθέτησε στα χέρια και τα πόδια του Δία. Έτσι ο Δίας μπόρεσε ν’ αποκτήσει και πάλι τις δυνάμεις του κι άρχισε ξανά τον αγώνα του κατά του Τυφώνα. Μπόρεσε μάλιστα τούτη τη φορά να τον τραυματίσει. Ο Τυφώνας έχασε πολύ αίμα από το τραύμα αυτό. Από το αίμα που χύθηκε σχηματίστηκε το βουνό Αίμος. Τελικά ο Δίας κατάφερε και πλάκωσε τον Τυφώνα κάτω από την Αίτνα και έτσι οριστικοποιήθηκε η νίκη του. Οι καπνοί και οι φωτιές της Αίτνας δεν είναι παρά οι στεναγμοί του Τυφώνα. «Ἐξ οὗ μέχρι δεῦρό φασιν ἀπό τῶν βληθέντων κεραυνῶν γίνεσθαι πυρός ἀναφυσήματα».
Άλλοι βέβαια τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν έγινε ο Αίμος από το αίμα του Τυφώνα. Ο Αίμος ήταν ένας βασιλιάς της Θράκης, γιος του Βορρέα και της Ωρείθυιας. Ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε την αδερφή του, τη Ροδόπη, και απόκτησαν ένα γιο, τον Έβρο. Ο Αίμος και η Ροδόπη ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Tόσο πολύ ευτυχισμένοι ήταν που τολμούσαν και σύγκριναν τους εαυτούς τους με τον Δία και την Ήρα. Γι’ αυτόν τον κομπασμό τους τιμωρήθηκαν από τον Δία και έγιναν βουνά. Έτσι έγιναν τα δύο βουνά ο Αίμος και η Ροδόπη.

Μια παρένθεση και στη θέση αυτή για προβληματισμό

Όλη η δύναμη του Δία έφυγε από πάνω του όταν ο Τυφώνας έκοψε τους τένοντές του. Η χαμένη του δύναμη βρισκόταν τελικά κρυμμένη μέσα σ’ ένα τομάρι αρκούδας. Από εκεί μόνο θα μπορούσε να πάρει τη δύναμή του και πάλι. Από εκεί μέσα μόνο μπορούσε να δυναμώσει και πάλι ο χτυπημένος και αδύναμος Δίας.
Στα ορεινά χωριά της Όθρης και των Αγράφων, τουλάχιστον όπως, από προσωπική ἐμπειρία γνωρίζω, συνήθιζαν, σε παλιότερες εποχές, τους πολύ βαριά πληγωμένους και τραυματισμένους να τους τυλίγουν ολόγυμνους μέσα σε φρεσκογδαρμένα τομάρια γελαδιών, γιδιών ή προβάτων για να γιατρευτούν οι πληγές τους. Εκεί μέσα τυλιγμένοι σφιχτά, σε άμεση και στενή επαφή του βαριά τραυματισμένου, ματωμένου και γυμνού σώματός τους με το ματωμένο ακόμα εσωτερικό του φρεσκογδαρμένου τομαριού του ζώου, σιγά σιγά αποκτούσαν τις απαραίτητες δυνάμεις τα κορμιά τους και γιατρεύονταν. Εκεί μέσα σιγά σιγά οι «τένοντές» τους ξαναλειτουργούσαν.
Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας μιας θαυματουργής τέτοιας θεραπείας ενός σακατεμένου μαθητή μου στα Μεγάλα Βραγγιανά της Ευρυτανίας. Παλιότερα, όπως μου έλεγαν εκεί οι γεροντότεροι, θυμούνταν να τους λένε οι γονείς τους ότι, όταν στα βουνά αυτά υπήρχαν αρκούδες, τους τραυματισμένους τους τύλιγαν σε φρεσκογδαρμένα τομάρια αρκούδας.
Σήμερα για κάποιον πολύ βαριά ξυλοδαρμένο λέμε μια φράση που μας θυμίζει τα παραπάνω : «τον έκαναν για τα τομάρια», δηλαδή τον χτύπησαν τόσο πολύ ώστε να πρέπει να τον τοποθετήσουν σε τομάρι για να γίνει καλά.

5. Το τέλος των θεϊκών αγώνων

Με την εξουδετέρωση και του Τυφώνα ο παλιός θεϊκός κόσμος, ο κόσμος των «προτέρων θεών», έσβησε οριστικά. Το βασίλειο των Τιτάνων της Όρθρης έπαψε να υπάρχει. Οι Τιτάνες θάφτηκαν στη γη. Οι χθόνιες και υποχθόνιες θεότητες, χωρίς βεβαίως να εξαφανιστούν ολότελα από την λατρεία, γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει ποτέ οριστικά, εξακολούθησαν να υπάρχουν ως θεοί λαϊκής κυρίως λατρείας και ως θεοί που λατρεύονταν σε απόμακρες, μακριά από τον πολιτισμό περιοχές.
Και η Όρθρη, η πρώτη θεϊκή πρωτεύουσα, τελευταία σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα αντιστασιακή κοιτίδα στην επικράτηση της νέας τάξης των θεϊκών πραγμάτων, έπεσε στην αφάνεια και την περιφρόνηση των «μοντέρνων», και, όπως συχνά συμβαίνει με τις παλιές πρωτεύουσες, λησμονήθηκε από όλους. Κανένας δεν ασχολούνταν μαζί της. Όλοι πια στρέφονταν προς τον Όλυμπο και προσκυνούσαν τους καινούργιους θεούς.
Οι θεοί, επιτέλους, τοποθετήθηκαν από τους ανθρώπους οριστικά στον ουρανό, στην πραγματική τους θέση. Η Όρθρη, σαν παλιό λησμονημένο ξωκλήσι αφέθηκε μόνη της. Έμεινε κάτω στην ταπεινή γη, λησμονημένη, αλλά περήφανη. Είχε πια ολοκληρώσει το ρόλο που από τη Μοίρα τής έλαχε, το ρόλο τού τόπου όπου γεννήθηκαν, φιλοξενήθηκαν, τοποθετήθηκαν και καλλιεργήθηκαν τα πρώτα αρχικά πετάγματα της ανθρώπινης διανόησης για το μεγάλο και μακρινό ταξίδι της προς τις όλο και υψηλότερες ιδέες για το Θεό. Η Όρθρη έμεινε τώρα πια μόνη στη θέση της ως ένα αντικείμενο εξερεύνησης των μύθων της από κάποιους ρομαντικούς και ερωτευμένους ακόμα μαζί της «αργόσχολους».
Σύμφωνα με κάποιον άλλο μύθο στο τέλος του μεγάλου αυτού αγώνα και αυτή ακόμα η Γαία, η μητέρα των Τιτάνων, των Γιγάντων και των Κυκλώπων, άλλαξε διαθέσεις και βοηθούσε τον Δία. Αυτή ήταν, έλεγαν, εκείνη που συμβούλεψε τον Δία να ελευθερώσει τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες τους οποίους κρατούσε αιχμαλώτους ο Κρόνος και έτσι μόνο μπόρεσε και έγειρε ο αγώνας προς το μέρος των θεών του Ολύμπου:
«Μαχομένων δέ αὐτῶν ἐνιαυτούς δέκα, ἡ Γῆ τῷ Διὶ ἔχρησε τήν νίκην, τούς καταταρταρωθέντας ἄν ἔχῃ συμμάχους» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 2, 2).
Δηλαδή «Ενώ συνέχιζαν να μάχονται για δέκα χρόνια, η Γη χρησμοδότησε ότι ο Δίας θα νικήσει, αν έχει συμμάχους αυτούς που είχαν κλειστεί στα Τάρταρα».
Παρά το τόσο σκληρό τέλος που είχαν οι Τιτάνες ακουγόταν και ένας μύθος διαφορετικός. Η μυθολογική αυτή εκδοχή ήθελε τον Δία τελικά να φέρεται φιλεύσπλαχνα προς τους αντιπάλους του Τιτάνες. Τους ελευθέρωσε και τους έβαλε να ζήσουν στα νησιά των Μακάρων έχοντας κι εκεί αρχηγό τους τον Κρόνο.
Φαίνεται ότι η τελευταία αυτή εκδοχή του μύθου έγινε όταν πια και ο άγριος, αιμοβόρος, ο τρομερός και αχόρταγος «Λαφύστιος Δίας» της Άλου έγινε ο «Μειλίχιος Δίας» των Φθιωτίδων Θηβών.
Υπήρχε, όπως φαίνεται, από εκείνα τα χρόνια ακόμη ή ίσως τότε άρχισε να δημιουργείται, γιατί έτσι πια έπρεπε, η αντίληψη ότι η ευσπλαχνία του Θεού δεν μπορεί παρά κάποτε να συγχωρήσει και να καλέσει κοντά του όλους τους κολασμένους, τους «νηστεύσαντες» και τους «μη νηστεύσαντες».
Οι Κύκλωπες τους οποίους ελευθέρωσε ο Δίας λέγονταν Ουράνιοι ή Ουρανίωνες. Ήταν τρεις: ο Βρόντης, ο Στερόπης ή Αστερόπης και ο Άργης. Κατά τον Αθανάσιο Σταγειρίτη, ωστόσο, ο τρίτος Ουράνιος Κύκλωπας λεγόταν Πυράκμονας. Δεν είναι οι τρεις αυτοί Κύκλωπες οι γνωστοί σε μας από άλλες διηγήσεις Κύκλωπες. Δεν ήταν αυτοί οι Σικελικοί, που ζούσαν στην Σικελία, ούτε οι Λυκιακοί που ζούσαν στην Λυκία. Οι τρεις αυτοί, οι Ουράνιοι Κύκλωπες, έδωσαν στον Δία τη βροντή (ο Βρόντης), την αστραπή (ο Στερόπης) και τον κεραυνό (ο Πυράκμονας ή Άργης). Με τα όπλα αυτά ήρθε το τέλος των Τιτάνων.
Ο Στέφανος Κομμητάς στην «Ελληνική Μυθολογία» του, αναφέρει, επιβεβαιώνοντας στοιχεία από την «Ωγυγία» του Αθανασίου Σταγειρίτη, ότι υπήρχε και άλλη μια κατηγορία Κυκλώπων, οι Χειρογάστορες, που είχαν τα χέρια τους να ξεφυτρώνουν από την κοιλιά τους. Αυτοί ήταν εκείνοι που έχτισαν τα κυκλώπεια τείχη στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες και στο Άργος με τεράστιες πέτρες, τη μικρότερη από τις οποίες δεν μπορούσαν να μετακινήσουν δυο μουλάρια.
Έχουμε την εντύπωση ότι και μόνο αυτή η αναφορά της Όρθρης, ανάμεσα σε τόσα και τόσα άλλα βουνά της Ελλάδας, ως έδρας κυρίαρχης δυναστείας σ’ αυτή την πρώτη πάλη των «θεϊκών δυνάμεων» του κόσμου, θ’ αρκούσε ν’ αποτελέσει σπουδαίο λόγο προσεκτικής εξέτασης των σχετικών με αυτήν μύθων.
Αν και στη σχετική γραμματεία για όλα τ’ άλλα ζητήματα της μυθολογίας υπάρχουν και υποστηρίζονται ποικίλες και διαφορετικές εκδοχές, για το θέμα της έδρας των «προτέρων θεών», των Τιτάνων, κατά την Τιτανομαχία, τον αγώνα τους δηλαδή εναντίον των νέων, των Ολυμπίων θεών, δεν υπάρχει δεύτερη εκδοχή. Μία και μοναδική άποψη υπάρχει: οι Τιτάνες στον αγώνα τους κατά των νέων θεών είχαν έδρα την Όρθρη.
Και συμβαίνει αυτό – η μη αμφισβήτηση δηλαδή της Όρθρης ως έδρας των Τιτάνων και η μη ύπαρξη ή δημιουργία μιας δεύτερης μυθολογικής εκδοχής – επειδή το σχετικό θέμα θεωρείται απρόσφορο για εκμετάλλευση. Δεν υπήρχαν συμφέροντα για κάποιους να βρεθεί και μια άλλη μυθολογική εκδοχή ή να κατασκευασθεί κάποια διαφορετική. Ούτε πόλεις, ούτε άρχοντες, ούτε βασιλιάδες είχαν συμφέροντα να διεκδικήσουν για τον τόπο τους την έδρα των Τιτάνων.
Οι Τιτάνες δεν είχαν σχέσεις με θνητούς. Δεν άφησαν θνητούς διαδόχους. Δεν υπήρχε άρχοντας ή βασιλιάς που να διεκδικούσε θεϊκή καταγωγή από Τιτάνες. Κανένας δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Κανένας βασιλιάς δεν ήθελε να κατάγεται από τους «βάρβαρους» και «απολίτιστους» Τιτάνες. Καμιά περιοχή δεν ήθελε να διεκδικήσει την έδρα του νικημένου, του «προτέρου θεού», του υποβαθμισμένου. Δεν ήταν τιμητικό και συμφέρον. Όλοι ήθελαν να κατάγονται από τους νέους, τους σύγχρονους θεούς, τους Ολύμπιους.
Έτσι κανένας δεν φρόντισε να τροποποιήσει αυτόν το μύθο, γιατί κανέναν δεν ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Κανένας τόπος δεν ήθελε να διεκδικήσει την έδρα του νικημένου ή την καταγωγή του από αυτόν. Κανένας τόπος δεν ήθελε να είναι η έδρα των «βαρβάρων», των «ανοήτων» και «αμετανοήτων» Τιτάνων. Κανένας τόπος δεν ήθελε τους θεούς του να είναι τιμωρημένοι και θαμμένοι στα Τάρταρα. Την μειονεκτική αυτή ιδιαιτερότητα την άφησαν για την ασήμαντη και περιφρονημένη Όρθρη. Ίσως και να της την έδωσαν περιφρονητικά. Κι αυτή δεν νοιάστηκε, δεν ενδιαφέρθηκε να την αποποιηθεί. Ούτε τη διάθεση ούτε την δύναμη είχε για κάτι τέτοιο. Εξάλλου εξακολουθούσε για πολλά χρόνια να λατρεύει τις χθόνιες θεότητες. Και έτσι έμεινε ο μύθος αυτός ανόθευτος κι ολότελα δικός της.
Ωστόσο οι Τιτάνες, λέει μία μυθολογική εκδοχή, για να εκδικηθούν τον Δία που τους νίκησε στην Τιτανομαχία πρόλαβαν, πριν καταπλακωθούν οριστικά στα Τάρταρα, και σκότωσαν τον γιο του Δία, τον Διόνυσο Ζαγρέα. Τον διαμέλισαν και τον έφαγαν ολόκληρο ωμό, εκτός από την καρδιά του. Αυτήν πρόλαβε και την γλίτωσε η Αθηνά. Η καρδιά του Διόνυσου Ζαγρέα έγινε αργότερα η καρδιά του νεότερου Διόνυσου, γιου και αυτού του Δία και της Σεμέλης. Μετά το κακούργημά τους αυτό οι Τιτάνες κατακεραυνώθηκαν από τον Δία. Από τη στάχτη των Τιτάνων, κατά μία εκδοχή, δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι.
Σύμφωνα με τις απόψεις μιας ομάδας ορθολογιστών ερμηνευτών των μύθων η Τιτανομαχία και η Γιγαντομαχία απηχούν αναμνήσεις τεράστιων γεωλογικών γεγονότων και μεγάλων ηφαιστειακών εκρήξεων. Η λάβα που πεταγόταν από τους κρατήρες των ηφαιστείων έγινε, στις αναμνήσεις των ανθρώπων, πέτρες, χώματα, βράχια, φωτιά και δέντρα αναμμένα που πετάγονταν εναντίον των θεών του Ολύμπου. Πέτρες αναμμένες που σφύριζαν και βούιζαν πετούσε εναντίον των θεών του Ολύμπου και ο Τυφώνας. Δεν ήταν παρά η συνέχιση της δραστηριότητας των ηφαιστείων. Όταν κάποτε τα ηφαίστεια αυτά έπαψαν να είναι ενεργά και καταλάγιασε μέσα τους η αναβράζουσα επαναστατημένη λάβα, οι άνθρωποι μυθόπλασαν το τέλος των Τιτάνων και των Γιγάντων και το οριστικό θάψιμό τους κάτω από τη γη, στα Τάρταρα.
Τέτοια νεκρά τώρα ηφαίστεια, που όμως, όπως βεβαιώνουν οι ειδικοί, ήταν ενεργά πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, εντοπίζονται σήμερα στην περιοχή του Αλμυρού τουλάχιστον δύο. Τα δύο νεκρωμένα ηφαίστεια βρίσκονται ακριβώς στα δύο απέναντι άκρα της σημερινής περιοχής της επαρχίας Αλμυρού. Βρίσκονται στα δυο ακροτελεύτια ακρόβουνα της οροσειράς της Όθρης. Είναι τα ακρόβουνα εκείνα ακριβώς που και σήμερα περιχαράζουν την επαρχία Αλμυρού.
Το ένα βρίσκεται στη θέση Κρούνια, στο Τραγοβούνι, το νότιο παρακλάδι της Όρθρης, ανάμεσα στο σημερινό χωριό του Αλμυρού Αχίλλειο και τη Γλύφα του νομού Φθιώτιδας. Το ηφαιστειογενές υλικό του ηφαιστείου αυτού μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών σε οικοδομικές και άλλες εργασίες. Λίγο πιο πέρα από το ανενεργό αυτό ηφαίστειο αποκαλύφθηκε πρόσφατα ένα Νυμφαίο, ένας δηλαδή χώρος λατρείας νυμφών. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ιερού αυτού διατηρούνται ως τα σήμερα ακόμα ακέραια.
Το ηφαίστειο αυτό πάνω στα Κρούνια έχει το χαρακτηριστικό όνομα Υπερίων, το όνομα δηλαδή του ομώνυμου Τιτάνα. Αλλά και η όλη τοποθεσία του ηφαιστείου φέρει σήμερα το όνομα Κρούνια ή Κρόνια που μπορεί και να προέρχεται από το όνομα του αρχηγού των Τιτάνων, του Κρόνου. Οι πέτρες που οι χωρικοί των γύρω χωριών έπαιρναν για τις ανάγκες τους λέγονται κρουνόπετρες ή κρονόπετρες.
Πιστεύουμε ότι τόσο η ονομασία του ηφαιστείου «Υπερίων» του Τεταρτογενούς αιώνα όσο και η ονομασία Κρούνια, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία και συμπτωματική αλλά ότι μπορεί να υποσημειώνουν την παραπάνω θέση μας. Ο μύθος της θανάτωσης του Λίχα από τον Ηρακλή και η δημιουργία των νήσων Λιχάδων στη γειτονική βόρειο Εύβοια θεωρείται επίσης απήχηση ηφαιστειακών εκρήξεων της ίδιας εποχής.
Το άλλο παρόμοιο ηφαίστειο, της εποχής του Τεταρτογενούς αιώνα, βρίσκεται στην άλλη άκρη της επαρχίας Αλμυρού, την ακριβώς απέναντι από την πρώτη, στο βουνό πίσω από το σημερινό χωριό του Αλμυρού Μικροθήβες. Το ηφαιστειογενές υλικό του ηφαιστείου αυτού χρησιμοποιήθηκε βεβαιωμένα στην κατασκευή του θεάτρου των Φθιωτίδων Θηβών. Αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής προμηθεύονταν σε παλιότερες εποχές πέτρες από εκεί για τις διάφορες ανάγκες τους.
Τα παραπάνω δύο ηφαίστεια βρίσκονται στα δύο ακριβώς απέναντι άκρα της περιοχής του Αλμυρού και της αρχαίας Αχαΐας Φθιώτιδας, προς το νότο το πρώτο και προς το βορρά το δεύτερο. Τα δύο ηφαίστεια της Όρθρης εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έχουν σβήσει οριστικά, όπως οριστικά έσβησαν και οι Τιτάνες που τους εκπροσωπούσαν πάνω στην Όρθρη. Η βροντή, η αστραπή και ο κεραυνός όμως του Δία εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά το σβήσιμο των ηφαιστείων. Βομβαρδίζουν συνεχώς τους θαμμένους Τιτάνες. Εξακολουθούν, κεραυνοί, αστραπές και βροντές, να υπάρχουν, για να βεβαιώνουν στη μνήμη των ανθρώπων τον οριστικό θάνατο των ηφαιστείων – Τιτάνων της Όρθρης και την μόνιμη κυριαρχία του νέου θεού, του Δία, του θεού των κεραυνών, των βροντών και των αστραπών.
Τα νεκρωμένα ηφαίστεια δεν μπορούσαν ν’ αντιπαλέψουν. Έσβησαν οριστικά υποδεικνύοντας στους μυθοποιούς να μυθοπλάσουν το θάψιμό τους κάτω από τα βουνά από τα οποία πεταγόταν η λάβα τους λέγοντας ότι εκεί θάφτηκαν οριστικά οι μεγάλοι θυμωμένοι Τιτάνες και Γίγαντες.
Σήμερα, πού και πού, κάποιος ταπεινός τσοπάνος βρίσκεται εκεί με το κοπάδι του ατάραχος και αδιάφορος. Κανένας δε βρίσκεται να του πει ότι εκεί είναι θαμμένοι οι θεοί που λάτρευαν οι μακρινοί παππούδες του, ότι εκεί θάφτηκαν οριστικά και αμετάκλητα τα πρώτα φτερουγίσματα της ανθρώπινης διάνοιας στην μακρινή πορεία της για την κατάκτηση της ιδέας του Θείου.

6. Απόηχοι των θεϊκών αγώνων

Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονευθούν κάποιοι σχετικοί μύθοι που ακούγονταν στο νησί Κως, το οποίο, όπως προαναφέραμε, σχετίζεται στενά με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι μύθοι που σχετίζονται με τους Τιτάνες, τους πρώτους θεϊκούς δυνάστες με έδρα την Όρθρη και την αντίσταση των ανθρώπων στην αντικατάσταση των παραδοσιακών θεών, που λάτρευαν μέχρι τότε, με νεότερους.
Αναφέρεται, λοιπόν, σε μία μυθολογική εκδοχή που ακουγόταν στην Κω, ότι ο Τιτάνας Κοίος είναι ο επώνυμος ήρωας του νησιού. Το όνομα Κως παράγεται, σύμφωνα με αυτή την μυθολογική εκδοχή, από το Κοίος.
Δεν θεωρούμε επίσης άσχετο για την σχέση του νησιού με τη Θεσσαλία το ότι, σύμφωνα μ’ ένα μύθο, αφού ο Ηρακλής νίκησε τους Μέροπες της Κω, ενώθηκε με την κόρη του Ευρύπυλου, του βασιλιά των Μερόπων, την Χαλκιόπη, και απόκτησε ένα γιο που ονομάστηκε Θεσσαλός.
Στην Κω, ακόμη, λέει ο σχετικός μύθος, τρία από τα παιδιά του Εύμηλου, του γιου του Μέροπα, η Βύσσα, η Μεροπίδα και ο Άγρωνας, τιμούσαν μόνο τη θεά Γαία και περιφρονούσαν, βλαστημώντας τους μάλιστα άγρια, τον Δία και όλους τους άλλους νέους ομοίους του θεούς, τους Ολύμπιους. Για το λόγο αυτό ο Εύμηλος και τα παιδιά του μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε πουλιά. Η Μεροπίδα έγινε κουκουβάγια, η Βύσσα γλάρος, ο Άγρωνας χαραδριός και ο Εύμηλος νυχτοκόρακας.
Είναι άραγε εύκολο σε κάποιον προσεκτικό μελετητή ν’ αρνηθεί ότι ο μύθος αυτός απηχεί την άρνηση των ανθρώπων, κατοίκων των απομακρυσμένων περιοχών, όπως η Κως, να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που έρχονταν και προσπαθούσαν να τους αντικαταστήσουν την πίστη τους και την επιμονή τους στην λατρεία των παλιών θεών;
Χρειάζεται πολλή σκέψη για να συνδυάσει κάποιος την άρνηση των παιδιών του Μέροπα να λατρέψουν τους Ολύμπιους θεούς και να επιμένουν να λατρεύουν την Γαία (γη) με την άρνηση των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας να λατρέψουν τους νέους Ολύμπιους θεούς και να επιμένουν στην λατρεία των προολυμπιακών θεοτήτων τους;
Βεβαίως και πρέπει στο σημείο αυτό να συνεκτιμηθεί ότι οι κάτοικοι της Κω, σύμφωνα με την μυθολογία, ήλθαν στο νησί τους από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Νομίζουμε ότι και στην περίπτωση αυτήν αντιμετωπίζουμε ακόμη μία μεταφορά μύθων από την μητέρα πατρίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα, σε κάποια «αποικία», την Κω.
Την άρνηση ωστόσο της λατρείας των νέων θεών την εκφράζουν – πρέπει να επισημανθεί – πεισματάρηδες που κατάγονται από τον Μέροπα. Ο Μέροπας, ο γιος του Τριόπα, καταγόταν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ήταν γιος της Κανάκης, η οποία ήταν εγγονή της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας.
Σύμφωνα μ’ ένα άλλο μύθο, ο οποίος ακουγόταν επίσης στην Κω, γυναίκα του Μέροπα ήταν η νύμφη Εθημαία. Κι αυτή περιφρονούσε τους καινούργιους, τους Ολύμπιους θεούς. Δεν τιμούσε την Άρτεμη, και γι’ αυτό το λόγο η Άρτεμη χτύπησε την Εθημαία με το τόξο της. Η Εθημαία, η οποία, σύμφωνα με μία άλλη άποψη, λεγόταν Εχέμεια, πονούσε φοβερά από το χτύπημα και, μην μπορώντας να υποφέρει τους πόνους, προτίμησε να πάει στον Άδη ζωντανή. Ο Μέροπας, μην αντέχοντας τον χωρισμό από την αγαπημένη του γυναίκα, αυτοκτόνησε από τη λύπη του. Η Ήρα τον μεταμόρφωσε σε αετό και τον έκανε αστερισμό στον ουρανό.
Είναι οι μύθοι αυτοί ασφαλώς αναμνήσεις της διαμάχης μεταξύ της παλιάς θεϊκής δυναστείας των χθόνιων προολυμπιακών θεών και των Ολύμπιων και εντοπίζονται εκεί όπου ακριβώς οι μυθολογικές αναφορές μπορούν να ενισχύσουν την άποψη για την κοιτίδα της πρώτης θεϊκής δυναστείας. Φανερώνουν την επιμονή των ανθρώπων στη λατρεία των Τιτάνων και την αντίστασή τους στις νέες ιδέες, την αγκίστρωσή τους στις παλιές συνήθειες και θρησκευτικές λατρείες.

7. Από τους «προτέρους» στους «νέους» θεούς

Η εξελικτική πορεία της αντίληψης του ανθρώπου προς μια ανώτερη εικόνα του Θείου μπορεί να παρατηρηθεί ανάγλυφα στον θεσσαλικό κόσμο. Στους μύθους και στις παραδόσεις των ανθρώπων του χώρου αυτού μπορεί ο προσεκτικός μελετητής να παρατηρήσει την συνταρακτική και συγκλονιστική, σταδιακή και βραδυπορούσα, μακροχρόνια ανοδική προσπάθεια των ανθρώπων της εποχής εκείνης για να φτάσει η ανθρώπινη διάνοια σε μια τελειότερη αντίληψη της εικόνας του Θεού.
Πρώτοι λατρεύτηκαν οι υποχθόνιοι και οι χθόνιοι θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου. Το μυστήριο και ο φόβος του θανάτου, η αγωνία του ανθρώπου για την πέρα του τάφου ζωή, δημιούργησε τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Για τη λατρεία των θεών αυτών οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν ούτε ναούς, ούτε ιερατεία. Δεν χρειάζονταν ούτε καν υπαίθρια ιερά ή βωμούς. Οι λατρευτικές τους ανάγκες καλύπτονταν με μαγικές τελετουργίες και μιμικές πράξεις που γίνονταν μέσα στις οικογενειακές εστίες από τους αρχηγούς των οικογενειών και τους γεροντότερους της οικογένειας. Αυτοί ήταν εκείνοι που διατηρούσαν την παράδοση. Αυτοί ήταν εκείνοι που γνώριζαν. Εξάλλου συνήθως μέσα εκεί, στα σπίτια τους, είχαν και τους νεκρούς τους, αφού τις περισσότερες φορές τους έθαβαν στο δάπεδο ή στους τοίχους του σπιτιού τους. Οι εκδηλώσεις αυτές δεν ήταν θρησκευτικές. Ήταν απλά μαγικές τελετουργίες.
Με μαγικές τελετουργίες και μιμικές πράξεις προσπαθούσαν να προκαλέσουν τη βροχή, να έχουν επιτυχία στο κυνήγι τους για την εξασφάλιση της τροφής τους, να γλιτώσουν από τους κινδύνους.
«Η μαγεία που ήταν πιο αποτελεσματική από την θέληση των θεών, κάλυπτε όλες τις «θρησκευτικές» ανάγκες. Τα πολλά πήλινα, λίθινα και κοκάλινα φυλαχτά πείθουν πως κάθε άνθρωπος είχε το δικό του φυλαχτό για την αποτροπή κακών επηρειών. Στα αντικείμενα του είδους αυτού πρέπει να καταταγούν και τα ειδώλια των θεών, ως αυτοδύναμα ή εφοδιασμένα με την ίδια μυστική δύναμη, με την οποία και τα άμορφα αντικείμενα.
Υπήρχαν παράλληλα μαγικές ιερουργίες που μπορούσαν να προστατέψουν τον αίσιο τοκετό ή την κατοικία των ανθρώπων, να θεραπεύσουν τους αρρώστους, ιδιαίτερα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη συγκομιδή των καρπών αποτρέποντας την ανέχεια και την πείνα» (Νικόλαος Παπαχατζής, Θεσσαλικές προολυμπιακές θεότητες του κάτω κόσμου, Αρχαιολογική Εφημερίδα 1985, σελ. 45).
Η διάδοση των Ολύμπιων θεών στη Θεσσαλία συνάντησε δυσκολίες. Η βαθιά πίστη των Θεσσαλών στους δικούς τους παλαιούς θεούς, ενισχυμένη από ένα ισχυρό συντηρητικό πνεύμα, αρνούνταν να υιοθετήσει καινούργιες ιδέες.
Ο Πέλωρος, ο προολυμπιακός θεός που άνοιξε τα Τέμπη και ελευθερώθηκε από τα νερά ο θεσσαλικός κάμπος, ήταν ένας μεγάλος τοπικός θεσσαλικός θεός. Τον τιμούσαν με ειδικές γιορτές. Δύσκολα σε πρώτο στάδιο αντικαταστάθηκε από τον γαιοσείστη Ποσειδώνα, αυτόν που έβγαλε μέσα από τους βράχους το άλογο Σκύφιος. Αυτός ήταν ο Πετραίος Ποσειδώνας. «Πετραῖος τιμᾶται Ποσειδῶν παρά Θεσσαλοῖς ὅτι διατεμών τὰ ὄρη, φημί τὰ Τέμπη, πεποίηκε δι’ αὐτῶν ἐπιτρέχειν τὸν ποταμὸν…Φασὶ δὲ καὶ ἀγῶνα διατίθεσθαι τῷ Πετραίῳ Ποσειδῶνι, ὅπου ἀπὸ τῆς πέτρας ἐξεπήδησεν ὁ πρῶτος ἵππος» (Πίνδαρος, Πυθιόνικος 4, 243 κ. εξ.).
Οι Θεσσαλοί για πολλά χρόνια, μετά την αναγνώριση του Ποσειδώνα ως θεού της θάλασσας, εξακολουθούσαν να τον θεωρούν θεό της γης. Έτσι ο Πέλωρος έγινε, και για τους Θεσσαλούς, απλά ο αγγελιαφόρος που έφερε το μήνυμα για το άνοιγμα των Τεμπών από τον Ποσειδώνα. Ωστόσο, αν και οι Θεσσαλοί συμβιβάστηκαν και δέχτηκαν τελικά και αυτοί ότι ο Πέλωρος δεν ήταν ο μεγάλος θεός τους που άνοιξε τα Τέμπη, αλλά απλά ο αγγελιαφόρος του γεγονότος αυτού, την ειδική γιορτή για το γεγονός της διάνοιξης των Τεμπών δεν την αφιέρωναν στον Ποσειδώνα, αλλά στον Πέλωρο και την ονόμαζαν «Πελώρια».
Υιοθέτησαν τον νέο μύθο, δηλαδή την ερμηνεία των άλλων, «των προηγμένων», που ήθελαν τον Ποσειδώνα, γιατί έτσι τους έπεισαν ότι ήταν. Ωστόσο αυτοί στα εσώψυχά τους κράτησαν την δική τους λατρεία, την λατρεία του Πέλωρου, υιοθέτησαν δηλαδή μόνο τον τύπο και κράτησαν ανόθευτη την ουσία της ψυχής τους. Όσες αλλαγές κι αν επιβληθούν στην πίστη του απλοϊκού λαού αυτός στο βάθος θα κρατάει για πολλά χρόνια τη δική του λατρεία.
Τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και μ’ άλλες προολυμπιακές θεότητες, όπως η Ιτωνία μεχρισότου αφομοιωθεί από την Αθηνά, η Εννοδία μεχρισότου αφομοιωθεί στην αρχή από τη Φεραία και στη συνέχεια από την Άρτεμη, ο Λαφύστιος μεχρισότου αφομοιωθεί από τον Δία και άλλοι τέτοιοι τοπικοί θεοί.
Η επικράτηση των Ολύμπιων θεών δεν στάθηκε εύκολη. Το μαντείο των Δελφών δεν μπόρεσε ν‘ αποκτήσει καθολικό κύρος και γενική αναγνώριση παρά μόνο όταν έγινε ολοκληρωτικά αποδεκτός ο συγκερασμός των «προτέρων» με τους «νέους» θεούς.
Ο Αισχύλος, με την μεγάλη σοφία και την οξεία διαίσθηση που διέθετε, στην προσπάθειά του να μην προκαλεί αντιδράσεις του λαϊκού αισθήματος, με το να παραμερίζει και ν’ αγνοεί τους παλιούς θεούς, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτόν τον συγκερασμό αναμειγνύοντας στα δημιουργήματά του, χθόνιες και ολύμπιες θεότητες.
Στα έργα του κρατούσε τις Ερινύες, ως χθόνιες θεότητες και σε τόσο βαθμό κακές όσο τις ήθελε και τις πίστευε ο λαός, ώστε να μην προσκρούουν τα έργα του στο λαϊκό αίσθημα, αφού αυτές ήταν οι γνήσιες θεότητες του κάτω κόσμου, χθόνιες και αμείλιχες.