Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (7η συνέχεια)

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Ο κατακλυσμός και η σωτηρία του Δευκαλίωνα

Η Όρθρη και η Αχαΐα Φθιώτιδα, παρά την απώλεια της κυριαρχίας των μεγάλων της αφεντικών, των Τιτάνων, δεν έπαψαν να υπάρχουν και ν’ αναφέρονται στη μυθολογία. Πώς ήταν δυνατόν εξάλλου να γίνει κάτι τέτοιο, όταν οι ρίζες και των νέων «Θεών» ήταν εκεί! Οι απλοϊκοί άνθρωποι διατηρούν, σε πείσμα των «προοδευτικών», τις δικές τους πεποιθήσεις.
Τώρα βεβαίως η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία ήταν ένα παλιό «ξεχασμένο αρχοντικό», γεμάτο ίσως «φαντάσματα» και σκεπασμένο με αράχνες, αλλά πάντοτε με πολλές αναμνήσεις. Οι σχετικές μυθολογικές αναφορές εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και το κύριο ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σ’ άλλα μέρη. Οι μύθοι οι οποίοι δημιουργήθηκαν απ’ το λαό για την μετά το τέλος των Τιτάνων εποχή, δεν ήταν δυνατό παρά να ξαναγυρίσουν στα παλιά λημέρια των θεών, στην Όρθρη. Εκεί οδηγούσαν όλες οι μυθοπλάστρες αναμνήσεις, έστω κι αν όλοι αναγνώριζαν ως έδρα των θεών πια τον Όλυμπο. Η λαϊκή θρησκεία δεν ξεριζώνεται εύκολα από τις ψυχές των απλών ανθρώπων και όταν ακόμα τυπικά αυτοί δείχνουν ότι συμβιβάζονται με τα γενικώς παραδεκτά, έστω και αν φαινομενικῶς και για τους τύπους ακολουθούν τα καινούργια δόγματα.
Κάποτε, λοιπόν, λέει ένας μύθος, ύστερα από πολλά χρόνια, ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει με κατακλυσμό όλον τον κόσμο. Είχε πλεονάσει η κακία και η αμαρτία στους ανθρώπους. Χρειαζόταν ριζική αλλαγή και δεν χωρούσε καμιά γιατρειά. Ό,τι το παλαιό έπρεπε να χαλάσει και να σβήσει οριστικά.
Άρχισε λοιπόν ο Δίας να βρέχει ασταμάτητα με σκοπό να πνίξει όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη. Η γη σκεπάστηκε από νερά και πλημμύρισε. Όλοι οι άνθρωποι πνίγηκαν από τα πολλά νερά που διάταξε ο Δίας να σκεπάσουν την αμαρτωλή γη. Έβρεχε επί εννιά ολόκληρες μέρες και εννιά νύχτες.
Ένα μόνο ζευγάρι ανθρώπων γλίτωσε από την καταστροφή. Ήταν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, οι αγαπημένοι των νέων θεών του Ολύμπου και κυρίως του αρχηγού τους, του μεγάλου Δία. Αυτοί οι δυο ήταν καλοί κι εφάρμοζαν πάντοτε στη ζωή τους το θέλημα των θεών. Πάντοτε στις μεγάλες καταστροφές κάποιος καλός, αγαπημένος των θεών, πρέπει να γλιτώσει. Ο κόσμος πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει.
Γλίτωσαν, λέει ο σχετικός μύθος, γιατί, ύστερα από προσωπική σ’ αυτούς μυστική θεϊκή συμβουλή του ίδιου του Δία, κλείστηκαν μέσα σε μία κιβωτό, σε μία «λάρνακα». Έπλεαν έτσι ασφαλείς, τις εννιά μέρες και τις εννιά νύχτες, κλεισμένοι μέσα στην κιβωτό τους πάνω στα νερά που είχαν σκεπάσει όλη τη γη.
Κάποιοι άλλοι μύθοι έλεγαν ότι ο Δευκαλίωνας ήταν γιος του Προμηθέα και ότι ο Προμηθέας ήταν εκείνος που συμβούλεψε το γιο του να κατασκευάσει την κιβωτό για να γλιτώσει από την καταστροφή, παρά το αντίθετο θέλημα του Δία. Όλοι ωστόσο οι μύθοι συμφωνούν ότι γλίτωσε ένα ζευγάρι ανθρώπων, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα.
Όταν κάποτε η βροχή σταμάτησε και σιγά σιγά αποτραβήχτηκαν τα νερά και άρχισε να φαίνεται και πάλι η ξηρά, η κιβωτός ήρθε και στάθηκε, ακούμπησε, πάνω στην κορφή ενός βουνού.
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές τέσσερα βουνά διεκδικούν αυτή την τιμή: ο Παρνασός, ο Άθως, η Δωδώνη και η Όρθρη.

2. Η κιβωτός σταμάτησε πάνω στην Όρθρη

Από τις μυθολογικές εκδοχές που υπάρχουν για το μέρος που σταμάτησε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας προγενέστερη και αυθεντικότερη πρέπει να είναι αυτή που δέχεται ως τόπο αράγματος του πλοίου των πρώτων αυτών ανθρώπων του νέου κόσμου, την Όρθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, για τους παρακάτω λόγους:
Η Όρθρη, το κυρίαρχο γεωγραφικό στοιχείο στην περιοχή αυτή, είναι το μοναδικό βουνό της Αχαΐας Φθιώτιδας. Η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία, όπως προκύπτει τόσο από τα ιστορικά δεδομένα όσο και από τις μυθολογικές παραδόσεις που είδαμε σε προηγούμενες σελίδες, ήταν η κοιτίδα της πρώτης αφετηρίας και εξόρμησης προς άλλα μέρη πολλών ελληνικών φύλων.
Είναι πολύ φυσικό να δεχθούμε ότι τα διάφορα ελληνικά φύλα θα ήθελαν και θα προσπάθησαν στις μυθολογικές τους δημιουργίες και αναμνήσεις, οι οποίες αναφέρονταν στην πρώτη τους κοιτίδα, να ταυτίσουν αυτήν την πρώτη τους αρχή με το μέρος από τον οποίο, μετά τον κατακλυσμό, ξεκίνησε ο καινούργιος κόσμος. Γι’ αυτό και έτσι μυθολόγησαν την αρχή τους.
Θα ήταν ανακόλουθο οι μεν ιστορικές αναμνήσεις των περισσότερων ελληνικών φύλων, όπως προκύπτουν από τις αναφορές και τα αποσπάσματα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που μνημονεύτηκαν παραπάνω, να θέλουν την Αχαΐα Φθιώτιδα ως την κοιτίδα προέλευσής τους ή έστω ως το βασικό και κεντρικό διαμετακομιστικό σταθμό προς τις τελικές πατρίδες τους, και να μην συμφωνούν μ’ αυτές τις αναμνήσεις οι μυθολογικές παραδόσεις, που δημιουργούνταν για το θέμα του τόπου της πρώτης αφετηρίας των προγόνων τους.
Ήταν επόμενο, αφού ως αρχική τους κοιτίδα θεωρούσαν την περιοχή γύρω από την Όρθρη, οι μύθοι, που έπλασαν γι’ αυτή τους την πρώτη αρχή και κοιτίδα τους μετά τον κατακλυσμό, να συμφωνούν με όσα οι ιστορικές αναμνήσεις τους τόνιζαν. Έτσι ο μύθος για τον τόπο στάθμευσης της κιβωτού με το πρώτο ζευγάρι των ανθρώπων, δηλαδή των αρχικών προπατόρων τους, δεν θα ήταν δυνατόν να αναφέρει άλλο τόπο παρά μόνο την Όρθρη, αφού αυτό ήταν το μοναδικό βουνό στην περιοχή.
Για το λόγο αυτό οι άλλες εκδοχές πρέπει να θεωρηθούν κατοπινές δημιουργίες, σκόπιμα δημιουργημένες μυθολογικές εκδοχές.
Οι άλλες μυθολογικές εκδοχές, δημιουργήθηκαν αργότερα, όταν οι λαοί, νιώθοντας ανεξαρτοποιημένοι και αυτοδύναμοι στις καινούργιες πατρίδες τους, συνειδητοποίησαν ότι θα ήταν τιμητικότερο γι’ αυτούς να μυθοπλάσουν ως πρώτη αφετηρία τους τον δικό τους τόπο για να μπορούν να θεωρηθούν και να περηφανεύονται ως αυτόχθονες.
Πολλές μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων εξάλλου βεβαιώνουν την παρουσία και την βασιλεία του Δευκαλίωνα στη Θεσσαλία:
«Οἱ ἀπό Δευκαλίωνος τό γένος ἐβασίλευον Θεσσαλίας, ὥς φησιν Ἑκαταῖος καί Ἠσίοδος». (Ησιόδου αποσπάσματα 8 (28). (Hesiodi Carmina, Lipsiae, MCMII (1902), σελ. 133)).
«Προμηθέως δέ παῖς Δευκαλίων ἐγένετο. Οὗτος βασιλεύων τῶν περί τήν Φθίαν τόπων…». (Απολλόδωρος, 1, 7, 2, 1).
Δεν υπάρχουν τόσο αξιόπιστες μαρτυρίες και κυρίως τόσο παλαιές, όσο οι παραπάνω, που να βεβαιώνουν ότι ο σωσμένος από τον κατακλυσμό Δευκαλίωνας βασίλευσε σ” άλλα μέρη.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας βρισκόταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, αλλά και άλλους συγγραφείς και ιστορικούς ερευνητές, η πόλη ή η χώρα που είχε το όνομα Ελλάδα. Είναι η χώρα ή η πόλη που την ίδρυσε ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και στην οποία κατοικούσαν οι άνθρωποι που πρώτοι έφεραν το όνομα Έλληνες. Οι Έλληνες ονομάστηκαν έτσι, όπως είναι γνωστό, από το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, τον Έλληνα. Τέτοια μαρτυρία όμως, τόσο έγκυρη, σαφής και κατηγορηματική, που να μιλάει για τον τάφο του Έλληνα στην περιοχή τους και για τη βασιλεία του Δευκαλίωνα, δεν υπάρχει για τις περιοχές γύρω από τ΄ άλλα τρία βουνά που διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού του Δευκαλίωνα.
Είναι λοιπόν λογικό να θεωρήσουμε ότι στις μυθοπλαστικές ερμηνευτικές απόπειρες για την αναζήτηση των ριζών του κάθε ελληνικού φύλου πρέπει να ταυτίζεται το μέρος όπου γεννήθηκε ο πρόγονος και επώνυμος ήρωας όλων των Ελλήνων, ο Έλληνας, με το μέρος όπου στάθηκε η κιβωτός με τους γονείς του.
Θα ήταν ανακόλουθο στην πρώτη αυθεντική μυθολογική επινόηση να μην ταυτίζονται ο τόπος της πόλης Ελλάδας (ή της χώρας Ελλάδας, εάν η Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ήταν χώρα) και ο τόπος αποβίβασης από την κιβωτό του πρώτου ζευγαριού που σώθηκε, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, των γονιών δηλαδή του Έλληνα,
Ενισχυτικό επιχείρημα υπέρ της υποστηριζόμενης άποψης θεωρούμε ακόμη και το ότι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας επιχωριάζουν συχνά τα ονόματα Δευκαλίων και Πύρρα, των πρώτων δηλαδή ανθρώπων του νέου κόσμου. Το γεγονός αυτό δεν είναι κάτι που συναντάται, σε τόση έκταση, σ” άλλη περιοχή της Ελλάδας.
Έτσι στον Παγασητικό κόλπο έχουμε από εκείνα ακόμη τα χρόνια ακρωτήριο με το όνομα Πύρρα και δυο μικρά νησιά με τα ονόματα Δευκαλίων και Πύρρα:
«Εἶτα ἄκρα Πύρρα καί δύο νησία πλησίον, ὧν τό μέν Πύρρα τό δέ Δευκαλίων καλεῖται• ἐνταῦθα δὲ καὶ ἡ Φθιῶτίς πως τελευτᾷ». (Στράβωνος, Γεωγραφικά Θ, 14).
Δηλαδή: «Έπειτα είναι το ακρωτήριο Πύρρα και δυο νησάκια από τα οποία το ένα λέγεται Πύρρα και το άλλο Δευκαλίων. Και κάπου εδώ τελειώνει η Φθιώτιδα».
«Πύρρα» επίσης λεγόταν σε παλιότερες εποχές και η πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας Μελιταία. Στο σχετικό απόσπασμα του Στράβωνα, το οποίο βεβαιώνει το παραπάνω, υπάρχουν και άλλες σχετικές με το θέμα μας ενδιαφέρουσες πληροφορίες:
«Μελιταιεῖς δ’ ἄπωθεν ἑαυτῶν ὅσον δέκα σταδίους οἰκεῖσθαι τήν Ἑλλάδα πέραν τοῦ Ἐνιπέως, ἡνίκα ἡ ἑαυτῶν πόλις Πύρρα ὠνομάζετο, ἐκ δέ τῆς Ἑλλάδος ἐν ταπεινῷ χωρίῳ κειμένης εἰς τήν ἑαυτῶν μετοικῆσαι τούς Ἕλληνας• μαρτύριον δ’ εἶναι τόν ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ σφετέρᾳ τάφον τοῦ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος υἱοῦ καί Πύρρας. Ἱστορεῖται γάρ ὁ Δευκαλίων τῆς Φθιώτιδος ἄρξαι καί ἁπλῶς τῆς Θετταλίας…» (Στράβωνος, Γεωγραφικά. Θ. 6).
Δηλαδή: «Οι κάτοικοι της Μελιταίας (δείχνουν ως τέτοια τοποθεσία) σε απόσταση δέκα σταδίων από την πόλη τους, πέρα από τον Ενιπέα, όπου ήταν κτισμένη η πόλη Ελλάδα από τα χρόνια που η πόλη τους λεγόταν Πύρρα και οι Έλληνες, επειδή η τοποθεσία της πόλης τους ήταν πολύ χαμηλή, εγκαταστάθηκαν μαζί μ’ αυτούς στην Πύρρα. Απόδειξη δε αυτού, έλεγαν, είναι η ύπαρξη στην αγορά της πόλης τους του τάφου του Έλληνα του γιου του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Όπως λέει η ιστορία, ο Δευκαλίων είχε την εξουσία της Φθιώτιδας και γενικώς της Θεσσαλίας».
Αλλά και ο Αχιλλέας, ο κυριότερος ήρωας του Τρωικού Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε για την Τροία από την Αχαΐα Φθιώτιδα, στην οποία βασίλευε, λεγόταν και Πύρρος ή Πυρράν.
Πύρρος επίσης λεγόταν και ο γιος του Αχιλλέα, (Πλούταρχος, Πύρρος 1, 2) ο γνωστότερος ως Νεοπτόλεμος, ο οποίος ονομάστηκε Πύρρος, σύμφωνα με κάποια μυθολογική εκδοχή, από τον παππού του Λυκομήδη, επειδή είχε κόκκινα μαλλιά. (Παυσανίας 10, 26, 4).
Πύρρα ακόμη λεγόταν, σύμφωνα με κάποια εκδοχή, και η γυναίκα του Αχιλλέα, η κόρη του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη, η γνωστή ευρύτερα ως Δηιδάμεια. (Υγίνος, Μυθολογία 16, 1).
Τέλος το όνομα Πυρραία είχε παλιότερα και όλη η Θεσσαλία, όνομα που το πήρε από την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα:
«Τά καθ’ ἕκαστα μέν ταῦτα περί Θετταλίας, καθ’ ὅλου ὅτι Πυρραία πρότερον ἐκαλεῖτο ἀπό Πύρρας τῆς Δευκαλίωνος γυναικός». (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Θ 23).
Ακόμη και σήμερα στην περιοχή Τρικάλων υπάρχει χωριό με το όνομα Πύρρα.
Νομίζουμε ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί τυχαίο και άσχετο με το θέμα που εξετάζουμε και την άποψη που υποστηρίζουμε το γεγονός της τόσο μεγάλης συρροής της ονοματοδοσίας του Δευκαλίωνα και της Πύρρας στην περιοχή γύρω γενικώς από τον ορεινό όγκο της Όρθρης.
Ενισχυτικό της άποψής μας ότι η εκδοχή πως η Όρθρη είναι ο τόπος όπου στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είναι η αυθεντικότερη από όλες τις υπάρχουσες, πρέπει να θεωρηθεί επίσης και τούτο: Το πλοίο με το οποίο διασώθηκαν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, δηλαδή η κιβωτός, λεγόταν «Αργώ» (Μέγα Ετυμολογικό, 176, 34 λ. Αφέσιος Ζευς), όνομα επίσης γνωστό και οικείο στη ίδια περιοχή και από την Αργοναυτική Εκστρατεία και το ομώνυμο καράβι του Ιάσονα, που από την ίδια περιοχή ξεκίνησε για την Αργοναυτική Εκστρατεία.
Στο νότιο, τέλος, μέρος της Πίνδου, συνέχεια του οποίου είναι η οροσειρά της Όρθρης, βρίσκεται μία κορυφή που σήμερα λέγεται Καράβα. Η Καράβα, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ἡ οποία ακόμα και σήμερα ακούγεται στη γύρω περιοχή, ονομάστηκε έτσι επειδή πάνω της στάθηκε το καράβι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
«Ἐκλήθη δὲ οὕτως ἡ κορυφή αὔτη, διότι ἐνταῦθα κατά τήν ὲν τῷ τόπῳ παράδοσιν ἐπεκάθησεν ἡ ναῦς τοῦ Δευκαλίωνος κατά τόν ὁμώνυμον ἐν Θεσσαλίᾳ ἐπισυμβάντα κατακλυσμόν. Εἰς τοῦτο δέ ἀποδίδεται ὑπὸ τῆς παραδόσεως καί τό πεπλατυσμένον τῆς κορυφῆς τῆς Καράβας, φερούσης εὐρύ καί ὡραῖον ὀροπέδιον, ἐνῷ ἅπασαι αἱ παρακείμεναι κορυφαί τοῦ ὅρους ἀπολήγουσιν εἰς ὀξύ». (Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Εν Αθήναις 1880, σελ. 43).
Αλλά και ο Αριστοτέλης, ενισχύοντας τις παραπάνω σκέψεις, συμφωνεί σ’ αυτό λέγοντας ότι ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έγινε στην πόλη Ελλάδα της Θεσσαλίας.
Σημαντικότατο όμως υποστηρικτή της άποψής μου θεωρώ τον αρχαίο Έλληνα συγγραφέα Ελλάνικο. Ο Ελλάνικος ήταν ένας σημαντικός γενεαλόγος και πολυγραφότατος ιστορικός. Γεννημένος στη Μυτιλήνη γύρω στο 490 π.Χ., ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μυθική παράδοση και έγραψε τα βιβλία του στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Είναι επομένως αρχαιότερος του Απολλόδωρου, σύγχρονος ή και λίγο αρχαιότερος του Ηροδότου, οι οποίοι υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ελλάνικο η κιβωτός του Δευκαλίωνα σταμάτησε πάνω στην Όρθρη.
Η γνώμη του Ελλάνικου για το βουνό στην κορυφή του οποίου στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, αποκλείοντας τον Παρνασό, είναι σαφέστατη υπέρ της Όρθρης: «Ὀ δέ Ἑλλάνικος καί τήν λάρνακα οὐ τῷ Παρνασῷ φησι προσενεχθῆναι, ἀλλά περί τὴν Ὄθρυν τῆς Θεσσαλίας». (Fragmenta Historicorum Graecorum, ‘Εκδοση Muller, Parisiis MCMXXVIII (1928), σελ. 48, απόσπασμα 16).
Όλοι οι παραπάνω λόγοι είναι, νομίζω, ικανοί να επιβεβαιώσουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι από τις υπάρχουσες εκδοχές τις σχετικές με τον τόπο αράγματος της κιβωτού του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, μετά το σταμάτημα του κατακλυσμού ο οποίος κατέστρεψε τον κόσμο, η εκδοχή η οποία δέχεται την Όρθρη, είναι η αρχαιότερη και η αυθεντικότερη.
Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό ν’ αναφέρουμε τις πηγές οἱ οποίες μνημονεύουν τους διάφορους άλλους τόπους στους οποίους σταμάτησε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και να γίνει μία συγκριτική μελέτη. Δεν θα το επιχειρήσουμε όμως. Είναι όλες τους νεότερες από αυτή του Ελλάνικου. Δημιουργήθηκαν απλά για να οικειοποιηθούν κάποιοι άλλοι την πρώτη αρχή του κόσμου.
Μνημονεύουμε ωστόσο μόνο λίγα τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα άλλων πηγών με διαφορετικές από τις δικές μας απόψεις.
Το Πάριο Χρονικό π.χ., τὸ οποίο λέει ότι ο Δευκαλίωνας βασίλευε στη Λυκώρεια του Παρνασού, γράφτηκε το 264 ή το 263 π.Χ., δηλαδή διακόσια τριάντα χρόνια περίπου μετά τον Ελλάνικο και – αυτό είναι το σπουδαιότερο – γράφτηκε «κατά παραγγελία», με ό,τι μπορεί να σημαίνει το «κατά παραγγελία».
Ο Άθως, ως τόπος αράγματος της κιβωτού του Δευκαλίωνα, αναφέρεται από τον Σέρβιο, τον Ρωμαίο ρητοροδιδάσκαλο, ο οποίος άκμασε γύρω στο 390 μ.Χ., οχτακόσια ογδόντα ολόκληρα χρόνια δηλαδή μετά τον Ελλάνικο. Ο Άθως αναφέρεται επίσης από τον Βιργίλιο, ο οποίος έζησε από το 70 – 19 π. Χ, τετρακόσια πενήντα περίπου χρόνια μετά. (Εκλογαί, VI, 41).
Τέλος, για ν’ αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σκόπιμης παραποιητικής μυθοπλασίας, ο Λατίνος συγγραφέας και μυθογράφος Υγίνος (συγγραφέας του βιβλίου Genealogiae. Το βιβλίο αυτό δέχτηκε πολλές αλλαγές) ο οποίος έζησε τον δεύτερο αιώνα μ. Χ., πρόσθεσε, κοντά στις τόσες άλλες υπάρχουσες εκδοχές, και μία νέα δική του, εντελώς αυθαίρετη και αστήρικτη και σαφέστατα λατινίζουσα άποψη. Αναφέρει λοιπόν ο Υγίνος, αυξάνοντας τον αριθμό των θέσεων αράγματος της κιβωτού, ότι ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα αποβιβάστηκαν στην Αίτνα!

3. Μία άλλη συνηγορία.
Ο Κέραμβος, ζώντας στην Όρθρη, σώζεται από τον κατακλυσμό

Υποστηρίζουμε ότι η μυθολογική εκδοχή που δέχεται ότι η Όρθρη είναι ο τόπος όπου σταμάτησε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είναι η αρχαιότερη και αυθεντικότερη και ότι οι άλλες εκδοχές είναι νεότερες και ανυποστήρικτες από άλλες συνηγορίες.
Η άποψή μας αυτή ενισχύεται από έναν άλλο, ιδιαίτερο αλλά παράλληλο και σχετικό, μύθο, ο οποίος επίσης αναφέρεται στην Όρθρη. Ο μύθος αυτός, κατά την άποψή μας, δεν πρέπει να παραλείπεται στην συνεκτίμηση των επιχειρημάτων για την τεκμηρίωση των σχετικών απόψεων που αναφέρονται στην Όρθρη. Είναι πολύ σημαντικός και δεν έχει προσεχθεί πολύ.
Σύμφωνα λοιπόν με μια μυθολογική παράδοση την οποία μας διέσωσε ο Οβίδιος, (Μεταμορφώσεις 7, 353 κ. εξ.) εκτός από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, το ζευγάρι που σώθηκε από τον κατακλυσμό, επειδή κλείστηκαν μέσα στην κιβωτό, γλίτωσε και ένας ακόμη άνθρωπος, αν και αυτός βρισκόταν έξω από την κιβωτό. Ήταν ο μοναδικός εκτός κιβωτού σωσμένος από τον κατακλυσμό άνθρωπος. Αυτός ήταν ένας εγγονός του θεού Ποσειδώνα, ο Κέραμβος.
Ο Κέραμβος λοιπόν αυτός, τον οποίο ο Αθανάσιος Σταγειρίτης ονομάζει Τέραμβο, ζούσε, σύμφωνα με τη μυθολογία, πάνω στην Όρθρη, εκεί δηλαδή ακριβώς που στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Ζούσε δηλαδή στον τόπο σωτηρίας. Καμία άλλη διαφορετική άποψη δεν διατυπώθηκε για τον τόπο παραμονής του Κέραμβου.
Και ήταν οι νύμφες της Όρθρης εκείνες οι οποίες, κατά την μυθολογική αυτή παράδοση, που μας διέσωσε ο Οβίδιος, επειδή τον αγαπούσαν ξεχωριστά, για να τον γλιτώσουν από τον βέβαιο πνιγμό που τον περίμενε, τον μεταμόρφωσαν σε σκαθάρι. Το σκαθάρι αυτό, που και σήμερα ζει πάνω στα βουνά και φυσικά και πάνω στην Όρθρη, το λένε Κεράμβυκα από το όνομα του Κέραμβου. Είναι ένα σκαθάρι που τα κέρατά παρουσιάζονται σε σχήμα λύρας.
Γράφει ο Οβίδιος: «Κέραμβος <ὁ> Εὐσείρου τοῦ Ποσειδῶνος καί Εἰδοθέας νύμφης Ὀθρηίδος ὤκει ἐν τῇ γῇ τῶν Μηλιέων παρά τήν ὑπώρειαν τῆς Ὄθρυος. Ἐγένετο δέ αὐτῷ θρέμματα πλεῖστα καί αὐτά ἐποίμαινεν αὐτός. Νύμφαι δέ συνελάμβανον αὐτῶ, διότι αὐτάς ἐν τοῖς ὄρεσι συνθεῖναι καί λύρᾳ πρῶτος ἀνθρώπων κεχρῆσθαι πλεῖστα τε καί κάλλιστα μέλη ποιῆσαι. Τούτων οὖν χάριν λέγουσιν ὀφθῆναι αὐτῷ ποτε νύμφας καί χορεῦσαι πρός τά κρούματα τοῦ Κεράμβου. Πᾶνα δέ τοῦτο κατ’ εὐμένειαν αὐτῷ παραγγεῖλαι καταλιπόντι τήν Ὄθρυν ἐν τῷ πεδίῳ τά πρόβατα ποιμαίνειν. Ἐξαίσιον γάρ τι καὶ ἄπιστον χρῆμα χειμῶνος ἐπεῖναι μέλλειν. Ὁ δέ Κέραμβος ὑπό μεγαλαυχίας ἐκ νεότητος οἷα θεοβλαβής ἀπελαύνειν μὲν ἐκ τῆς Ὄθρυος εἰς τό πεδίον οὐκ ἐγίγνωσκεν, ἀπέρριψε δέ λόγον ἄχαρίν τε καὶ ἀνόητον εἰς τάς νύμφας, ὅτι γένος μέν εἰσιν οὐκ ἐκ Διός, ἀλλ’ ἔτεκεν αὐτάς ἡ Δεινώ τῷ Σπερχειῷ, Ποσειδῶν δέ πόθῳ αὐτῶν Διοπάτρης τάς ἀδελφάς ἐρρίζωσε καί ἐποίησεν αἰγείρους ἄχρι<ς> αὐτός κορεσθείς τῆς εὐνῆς ἀνέλυσε καί πάλιν αὐταῖς ἀπέδωκε τήν ἐξ ἀρχῆς φύσιν. Τοιαῦτα μέν ὁ Κέραμβος ἐκερτόμησεν εἰς τάς νύμφας. Μετά δέ χρόνον ὀλίγον ἐξαίφνης ἐγένετο κρυμός καί ἐπάγησαν αἱ χαράδραι καί πολλή κατέπεσε χιών, καί τά ποίμνια τοῦ Κεράμβου σύν αὐταῖς ἀτραποῖς καί δένδρεσιν ἠφανίσθη. Νύμφαι δέὲ κατέβαλον κατ’ ὀργήν τόν Κέραμβον, ὅτι αὐταῖς ἐλοιδόρησε, καί ἐγένετο [ὑλοφάγος] κεράμβυξ. Φαίνεται δέ ἐπί τῶν ξύλων καί ἔστιν ἀγγύλος ἐκ τῶν ὀδόντων καί συνεχῶς τά γένεια κινεῖ, μέλας, παραμήκης, πτέρυγας στερεας ἔχων, ἐοικώς τοῖς μεγάλοις κανθάροις. Οὗτος [ξ]ὑλοφάγος βοῦς καλεῖται, παρά δέ Θετταλοῖς κεράμβυξ. Τοῦτον οἱ παῖδες παίγνιον ἔχουσι καί τήν κεφαλήν ἀποτέμνοντες φέρουσιν, ἡ δέ ἔοικε σύν τοῖς κέρασι λύρᾳ τῇ ἐκ τῆς χελώνης».
Ο Κέραμβος, κατά τις μυθολογικές εκδοχές που σχετίζονται μ’ αυτόν, πολύ πριν από τον θεό Απόλλωνα, είχε ανακαλύψει και κατασκευάσει τη λύρα. (Νίκανδρος στον Αντωνίνο Λιβεράλη 22). Πρόκειται μάλλον και στην περίπτωση αυτή για αρχαιότατη προολυμπιακή θεότητα που αργότερα με θεοκρασία αφομοιώθηκε από τον Απόλλωνα.
Θα μπορούσε άραγε κάποιος εύκολα να ισχυρισθεί ότι και ο μύθος αυτός του Κέραμβου (ή Τέραμβου) είναι άσχετος με την υποστηριζόμενη άποψή μας; Γιατί άραγε ο μύθος αυτός να θέλει ο Κέραμβος, ο μόνος που σώθηκε από τον κατακλυσμό, να σώζεται και αυτός πάνω στην Όρθρη, εκεί ακριβώς που ο μύθος θέλει να σώζεται ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα; Και γιατί οι νύμφες που φρόντισαν να γλιτώσει ο Κέραμβος από την καταστροφή μεταμορφώνοντάς τον σε σκαθάρι να είναι νύμφες της Όρθρης; Γιατί ένα ανάλογο παράδειγμα διάσωσης δεν υπάρχει στις μυθολογικές εκδοχές και για τα άλλα βουνά τα οποία διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού; Τυχαίο θα θεωρήσουμε το γεγονός ότι δύο μύθοι, εντελώς άσχετοι μεταξύ τους, οι οποίοι όμως μιλούν για ανθρώπους που σώθηκαν από τον κατακλυσμό, αναφέρουν ως τόπο διάσωσής τους την Όρθρη; Η βιαστική παραποίηση του αρχικού μύθου του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και η προσπάθεια οικειοποίησής του από άλλες περιοχές δεν φρόντισε να εξαφανίσει ή να τροποποιήσει παράλληλα και τον ξεχασμένο μύθο του σωσμένου από τις νύμφες της Όρθρης Κέραμβου.
Υπάρχουν μάλιστα, ενισχυτικές του παραπάνω ισχυρισμού μας, κάποιες άλλες μυθολογικές αναφορές άλλων περιοχών για ανθρώπους που σώθηκαν και αυτοί από τον κατακλυσμό. Στις περιπτώσεις αυτές όμως – και εδώ βρίσκεται ένα άλλο αξιοπρόσεκτο και επιβεβαιωτικό της υποστηριζόμενης άποψής μας σημείο – εκείνοι που σώθηκαν, γλίτωσαν όχι παραμένοντας στον τόπο τους αλλά κολυμπώντας και απομακρυνόμενοι από τις πατρίδες τους, επειδή εκεί θα πνίγονταν, γιατί αυτές σκεπάστηκαν από τα νερά.

4. Ορθρηίδα, η μητέρα όλων των Ελλήνων.
Το πιο ισχυρό επιχείρημα

Στη συνέχεια του μύθου για τον κατακλυσμό βρίσκουμε και ένα ακόμη επιχείρημα ενισχυτικό της άποψής μας ότι η εκδοχή που θέλει την κιβωτό του Δευκαλίωνα να σταματάει πάνω στην Όρθρη είναι η αρχαιότερη, η γνησιότερη και η αυθεντικότερη από όλες τις άλλες. Είναι, θαρρώ, το πλέον ισχυρό επιχείρημα, ικανό να καταρρίψει κάθε αντίθετό του. Γι’ αυτό και το αφήσαμε τελευταίο.
Μετά το τέλος του κατακλυσμού, λένε οι σχετικοί μύθοι, όταν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα βγήκαν από την κιβωτό, βρέθηκαν μόνοι τους πάνω στη γη. Δεν μπορούσαν όμως να ζήσουν χωρίς να έχουν και άλλους ανθρώπους κοντά τους. Παρακάλεσαν τότε τον καλό τους προστάτη Δία, που τους αγαπούσε ιδιαίτερα, να δημιουργήσει και πάλι ανθρώπους για να μην είναι μόνοι τους στον κόσμο. Τον παρακάλεσαν να δημιουργηθούν και πάλι άνθρωποι.
Ο Δίας, λένε οι σχετικοί μύθοι, άκουσε την προσευχή των αγαπημένων του και τους συμβούλεψε να κάνουν το εξής: Καθώς θα περπατούσαν πάνω στη γη ολομόναχοι, να «ρίχνουν πίσω τους τα κόκαλα της μάνας τους».
Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, αφού σκέφτηκαν λίγο τα θεϊκά λόγια, κατάλαβαν, λέει ο μύθος, ότι «μάνα» τους δεν μπορούσε να ήταν άλλη παρά η γη (Γαία) και τα «κόκαλά» της δεν μπορούσε να ήταν τίποτε άλλο παρά το σκληρό μέρος της μάνας τους γης (Γαίας), δηλαδή οι πέτρες της γης.
Στο σημείο αυτό δεν μπορεί βεβαίως να μη συνυπολογίζεται το ότι η Γαία (γη) ήταν η μητέρα, «μάνα», των Τιτάνων, των πρώτων θεών που, όπως είδαμε στον πόλεμο με τους θεούς του Ολύμπου, είχαν έδρα την Όρθρη, και απόγονοί τους ήταν όλοι οι άνθρωποι. Δεν είχε δηλαδή η αναφορά της Γαίας ως μητέρας του Δευκαλίωνα και της Πύρρας μεταφορική σημασία αλλά κυριολεκτική. Στις αναμνήσεις των ανθρώπων υπήρχε σταθερή η εντύπωση ότι η Γαία ήταν η μεγάλη μητέρα όλων.
Άρχισαν λοιπόν ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα να πετούν πίσω τους πέτρες και το θαύμα έγινε. Οι πέτρες που έριχναν πίσω τους μεταμορφώνονταν αμέσως σε ανθρώπους. Οι πέτρες του Δευκαλίωνα γίνονταν άντρες και οι πέτρες της Πύρρας γυναίκες. (Πίνδαρος, Oλύμπια, 9, 44 κ. εξ).
Ο Απολλόδωρος λέει για το θέμα αυτό : «Καὶ Διὸς εἰπόντος ὑπὲρ κεφαλῆς αἴρων ἔβαλε λίθους, καὶ οὓς μὲν ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς δὲ Πύρρα, γυναῖκες» (Βιβλιοθήκη 1. 7, 2, 5).
Κατά τον Απολλόδωρο, (Βιβλιοθήκη, 1, 7, 2, 5. «Όθεν και λαοί μεταφορικώς ονομάσθησαν από το λας δηλ. λίθος») αλλά και σύμφωνα με τους ετυμολόγους επιστήμονες, οι διάφοροι λαοί της γης ονομάστηκαν έτσι από τη λέξη «λᾶας» (γενική: τοῦ λᾶος) γιατί έγιναν από το «λᾶας» που σημαίνει λίθος, πέτρα.
Εξάλλου, σύμφωνα με μία άποψη, η λέξη «λᾶας» είναι σύστοιχη του ρήματος «κλύω» που σημαίνει και υπακούω, και επομένως «λᾶας» σημαίνει και υπήκοος. Ρίζα της λέξης «λᾶας» είναι το θέμα «λᾶ», που και μόνο του σημαίνει δᾶ, γῆ. Κατά τον Ησίοδο οι πρώτοι αυτοί άνθρωποι, που κυριολεκτικά έγιναν από τις πέτρες, ήταν οι Λέλεγες. Έτσι, συνεχίζει ο μύθος, από τις πέτρες που έριχναν οι δύο αγαπημένοι του Δία, έγιναν όλοι οι λαοί, πάνω στη γη.
Της ίδιας ρίζας προφανώς με το λάας είναι και οι λέξεις: λάλλαι (βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθες ποταμού), λάας και λεία και λέα (πληθ. λαιοί) (πέτρες με το βάρος των οποίων κρατούσαν τεντωμένες τις κλωστές του στημονιού του όρθιου αργαλειού), λαϊβολώ (λιθοβολώ), λαϊβολία (λιθοβολισμός), λαιός (πετροκότσυφας), λάινος (1. κατασκευασμένος από μάρμαρο 2. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά), λαϊνότευκτος (πέτρινος), λαϊνυφής (πέτρινος), λαΐτης (άνθρωπος του λαού), λαΐνθη (πέτρινη λάρνακα), λαίλας (ο τύραννος ή άρχοντας που δεν κατάγεται από κάποιο γένος αλλά από τον απλό λαό), λάιγξ (1. μικρός λίθος 2, (γενικά) λίθος). Στην Κύπρο τη λέξη λαός την αποδίδουν με τη λέξη οι λάας (Βλέπε: ΓΛΩΣΣΑ, ειδικό ένθετο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, της 24 Ιουλίου 1999, σελ. 3).
Το μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας για τη δημιουργία των ανθρώπων από τις πέτρες που έριχναν πίσω τους μιμήθηκαν κάπως και οι κατασκευαστές ενός άλλου μύθου. Ο Κέκροπας, ο βασιλιάς των Αθηνών, θέλησε κάποτε να μετρήσει τους Αθηναίους. Παράγγειλε λοιπόν κάθε κάτοικος να έρχεται στο τόπο καταγραφής και να ρίχνει από μία πέτρα. Στο μύθο του Δευκαλίωνα έγιναν τόσοι άνθρωποι όσες πέτρες ρίχτηκαν. Στο μύθο του Κέκροπα ρίχτηκαν τόσες πέτρες όσοι ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στην Αθήνα.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής (Ποικίλη Στοά, 1887, σελ. 200 – 207) και μ’ αυτό συμφωνεί και η επιστήμη της ετυμολογίας – υποστηρίζει ότι και η λέξη Λάρισα, (πόλη της Θεσσαλίας αλλά και ειδικότερα μία πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας πάνω στην Όρθρη, η γνωστή ως Κρεμαστή Λάρισα, όπως και άλλες πόλεις με το ίδιο όνομα) της οποίας η αρχική μορφή ήταν λάρσα, παράγεται από τη λέξη λᾶας και ότι αρχικά λεγόταν και λάσσα. Λάρισα εξάλλου σημαίνει φρούριο, οχυρό.
Ένα δημοτικό τραγούδι που τραγουδιέται σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά και στην περιφέρεια Αλμυρού λέει: «Λαλούδι της Μονεμβασιάς και Κάστρο της Λαμίας και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού ν’ ανοίξεις νά ‘μπω μέσα. . .». Έχω ζωηρή την εντύπωση ότι η λέξη «Λαλούδι» του τραγουδιού αυτού (και όχι «Λελούδι» ή «Λουλούδι», που από παραποίηση, λόγω άγνοιας, λέγεται σε κάποιες παραλλαγές) έχει την ίδια ρίζα «λας» και σημαίνει κάστρο, φρούριο, οχυρό. Τόσο το δεύτερο από τα αναφερόμενα τρία στοιχεία, το «Κάστρο της Λαμίας» όσο και το τρίτο, το «Παλαμήδι τ’ Αναπλιού» είναι φρούρια, κάστρα, οχυρά. Η συνηθισμένη αντιμετώπιση των τριών ομοίων στοιχείων στα δημοτικά τραγούδια οδηγεί στη σκέψη ότι δεν μπορεί παρά και το πρώτο, το «Λαλούδι της Μονεμβασιάς», να σημαίνει το ίδιο δηλαδή κάστρο, φρούριο, οχυρό.
Προσωπικά θυμάμαι τον παππού μου, τον οποίο εμείς, τα «γραμματισμένα» εγγόνια του προσπαθούσαμε να τον διορθώσουμε, όταν το τραγουδούσε, και να πει «Λουλούδι της Μονεμβασιάς», αν και έδειχνε ότι μας πίστευε, γιατί δεν είχε επιχειρήματα πειστικά, να παρασύρεται από τις μακροχρόνιες, άδολες και «αδιόρθωτες» αναμνήσεις του, όταν του ερχόταν το κέφι να τραγουδήσει και να ξαναλέει επιμένοντας σ’ ό,τι αυτός ήξερε «Λαλούδι της Μονεμβασιάς. . .». Τώρα σκέφτομαι πόσο εμείς «οι γραμματισμένοι» πρέπει ν’ ακούμε προσεχτικά όσα λέει ο σοφός λαός μας.
Δεν έγιναν όμως και οι Έλληνες, για να γυρίσουμε στο μύθο μας, με τον ίδιο τρόπο, όπως οι άλλοι λαοί. Οι Έλληνες δεν έγιναν από πέτρες! Πώς θα ήταν δυνατόν, εξάλλου, για τους Έλληνες στους μύθους, τους οποίους οι ίδιοι κατασκεύαζαν, να επιτρέψουν ν’ αναφέρεται και για τους εαυτούς τους ο ίδιος, τόσο απλοϊκός, κοινός και ταπεινωτικός τρόπος δημιουργίας τους, με τον οποίο δημιουργήθηκαν οι άλλοι λαοί! Να γίνουν και οι Έλληνες από τις πέτρες! Όχι δα! Έπρεπε, μέσα στον όλο μύθο, να βρεθεί τρόπος να εξασφαλιστεί το «περιούσιον» του λαού τους, η ιδιαιτερότητά τους και η ανωτερότητα της φυλής τους! Αυτοί έπρεπε οπωσδήποτε να ξεχωρίζουν. Όλοι οι λαοί στις μυθολογίες τους, εξάλλου, θέλουν να παρουσιάζονται ως περιούσιοι.
Πολλοί λαοί ισχυρίστηκαν με μύθους που έπλασαν, κατά καιρούς, ότι ήταν ο εκλεκτός λαός του θεού, ο «περιούσιος». Κανένας τους όμως δεν μυθόπλασε, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του αυτό, ωραιότερη αλλά και απλούστερη ιστορία από αυτή των Ελλήνων. Κανένας λαός, διεκδικώντας, ανάμεσα στους άλλους λαούς, για τον εαυτό του το «περιούσιον», δεν προσδιόρισε με τόσο όμορφο αλλά και φυσικό τρόπο την υπάρχουσα διαφορά του από τους άλλους. Να γιατί η Ελληνική Μυθολογία είναι η ωραιότερη στον κόσμο και να γιατί έγινε αγαπητή και γνωστή σ’ όλο τον κόσμο.
Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα, γέννησαν, λοιπόν, λέει ο σχετικός μύθος, και δικά τους παιδιά, όχι σαν αυτά που έγιναν από πέτρες, αλλά με τον κανονικό τρόπο με τον οποίο γεννιούνται τα παιδιά.
Ένα από αυτά τα παιδιά, το πρώτο και σημαντικότερο, ήταν αυτό που ονομάστηκε Έλληνας. Αυτός είναι εκείνος που έγινε πατέρας, πρόγονος και επώνυμος ήρωας όλων των Ελλήνων!
Ο τάφος του Έλληνα, όπως αναφέραμε παραπάνω, βρισκόταν στην Όρθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας. Οι κάτοικοι της Μελιταίας μάλιστα έδειχναν τον τάφο αυτόν στον τόπο τους. Ο Έλληνας έχτισε εκεί κοντά μία πόλη που την ονόμασε Ελλάδα. Και αυτή η πόλη βρισκόταν πάνω στην Όρθρη. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν υπάρχει και δεν αναφέρεται για κανένα απ’ όλα τ’ άλλα βουνά που διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
Από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκαν, εκτός από τον Έλληνα, ο Αμφικτύονας και η Πρωτογένεια και άλλα παιδιά. Ο Αμφικτύονας πήγε στην Αττική όπου παντρεύτηκε την κόρη του Κραναού. Έδιωξε από τον θρόνο τον πεθερό του κι έγινε αυτός βασιλιάς. Διοικούσε όμως άσχημα και έτσι στα δώδεκα χρόνια της βασιλείας του ξεσηκώθηκε ο λαός με αρχηγό τον Εριχθόνιο και τον έδιωξαν.
Αργότερα κάποιοι άλλοι Έλληνες μυθοπλάστες δεν ένιωθαν και τόση ικανοποίηση για την ιδιαιτερότητα και την ανωτερότητα της φυλής τους και δεν ικανοποιούνταν με τόσο μόνο «περιούσιον», απλά και μόνο δηλαδή με το να κατάγονται οι Έλληνες από τον φυσικό γιο του Δευκαλίωνα και οι άλλες φυλές της γης από τις πέτρες.
Δεν υπήρχε στη μορφή αυτή του μύθου αρκετό «περιούσιον». Δεν τους φαινόταν πολύ μεγάλη και αξιόλογη η διαφορά τους αυτή στην καταγωγή. Έπρεπε αυτή η απόστασή τους από τους άλλους λαούς να γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Εξάλλου πίστευαν ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Είπαν λοιπόν και διέδωσαν παντού ότι, για να γεννηθεί ο Έλληνας, δεν βοήθησε καθόλου ο Δευκαλίωνας. Ο ίδιος ο Δίας επισκέφθηκε και πλάγιασε με την Πύρρα.
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία στο μύθο μας, για την ενίσχυση της υποστηριζόμενης άποψής μας, δεν είναι μόνο ο ισχυρισμός ότι οι Έλληνες γεννήθηκαν από τον Έλληνα, ανεξαρτήτως του αν αυτός ήταν γιος του Δευκαλίωνα ή του Δία, ούτε ακόμα και το ότι ο Έλληνας έζησε πάνω στην Όρθρη και θάφτηκε σ’ αυτή.
Ο Έλληνας, γιος του πρώτου ζευγαριού, ζούσε πάνω στην Όρθρη. Ωστόσο το αξιοπρόσεκτο σημείο, που θέλουμε να τονίσουμε, για το θέμα που μας απασχολεί, δεν είναι μόνο ποιος ήταν ο πατέρας του Έλληνα, ούτε ακόμη μόνο το ότι ο Έλληνας ήταν ο πρόγονος και επώνυμος ήρωας των Ελλήνων. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία και μάλιστα καθοριστική και κυρίαρχη σε σχέση με την Όρθρη και την Αχαΐα Φθιώτιδα και την υποστηριζόμενη άποψή μας είναι το ποια ήταν η μητέρα των Ελλήνων. Εξάλλου «η γενιά κρατάει από τη μήτρα».
Ποια ήταν λοιπόν η γυναίκα με την οποία ζευγαρώθηκε ο Έλληνας και η οποία έγινε έτσι η μητέρα όλων των Ελλήνων;
Ο Έλληνας, συνεχίζει ο μύθος, ζευγαρώθηκε με μία νύμφη, τη νύμφη Ορθρηίδα. Ο Στέφανος Κομμητάς, στο βιβλίο του «Ελληνική Μυθολογία», το οποίο είναι μία πολύ καλή συνοπτική έκδοση της Μυθολογίας του Αθανασίου Σταγειρίτη, της «Ωγυγίας», αναφέρει τις νύμφες της Όρθρης με την γενική προσωνυμία «Ορθρυΐδες» αλλά μνημονεύει και μία συγκεκριμένη νύμφη με όνομα Ορθρυΐδα, όπως και μία άλλη νύμφη με όνομα Ορσηίδα. Η διαφορά στη λέξη μεταξύ της γραφής Ορθρηίδας και της γραφής Οθρηίδας οφείλεται στις δύο γραφές του ονόματος που υπάρχουν για το ίδιο αυτό βουνό: Όρθρη και Όθρη ή σε παλαιότερη μορφή Όρθρυς και Όθρυς.

5. Το πρόβλημα με τη νύμφη Οθρηίδα ή Ορσηίδα

Γυναίκα λοιπόν του Έλληνα και μητέρα επομένως των παιδιών του, των Ελλήνων, ήταν μία νύμφη της Όρθρης. Θα επιμείνουμε στο σημείο αυτό γιατί είναι κάτι που μερικοί ερευνητές φαίνεται να το παρακάμπτουν ή δεν το αντιμετωπίζουν με μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα.
Το όνομα της νύμφης που έγινε γυναίκα του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και μητέρα του Δώρου, του Αίολου και του Ξούθου – και από αυτούς πρόγονος όλων των Ελλήνων – παρουσιάζεται στους διάφορους συγγραφείς με τις μορφές: Ὀρσηίς, Ὀρθρηίς, Ὀρθρυΐς.
Κάποιοι λοιπόν αναφέρουν το όνομα Ορσηίδα και άλλοι το Ορθρηίδα ή Ορθρυΐδα. Αρκετοί, μελετητές θέλοντας προφανώς ν’ αποφύγουν την διερεύνηση του προβλήματος αυτού δέχονται ότι και οι δύο γραφές αναφέρονται σε μία και την ίδια νύμφη και άλλοι φαίνεται να δέχονται ότι υπήρχαν δύο διαφορετικές νύμφες, με δύο διαφορετικά ονόματα, η Ορσηίδα και η Ορθρηίδα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια νύμφη, η οποία, ζούσε πάνω στην Όρθρη πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και αμέσως μετά τον κατακλυσμό μαζί με τον άντρα της, τον Έλληνα. Ο Έλληνας και η Ορθρηίδα είχαν παιδιά τους, σύμφωνα με πολλούς μυθογράφους, τον Δώρο, τον Αίολο, τον Ξούθο και σύμφωνα με τον Ελλάνικο και την Ξενοπάτρα.
Κατά τον Απολλόδωρο:
«Ἕλληνος δέ καί νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος, Ξοῦθος, Αἴολος. Αὐτός μέν οὖν ἀφ’ αὑτοῦ τούς καλουμένους Γραικούς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δέ παισίν ἐμέρισε τὴν χώραν καί Ξοῦθος μέν λαβών τήὴν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιόν ἐγέννησε καί Ἴωνα, ἀφ’ ὧν Ἀχαιοί καί Ἴωνες καλοῦνται, Δῶρος δέ τήν πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβών τούς κατοίκους ἀφ’ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν, Αἴολος δέ βασιλεύων τῶν περί τήν Θεσσαλίαν τόπων τούς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσεν». (Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη Ι, 7, 3).
Στην «Ελληνική Μυθολογία» της «Εκδοτικής Αθηνών» (Τόμος 3ος, σελ. 117) ο Ιωάννης Θ. Κακριδής, τεκμηριώνοντας τα όσα γράφει για τον Αίολο αθροιστικά με τα εξής αποσπάσματα: 1) Ησίοδος, απόσπ. 10, 2) Στησίχορος, απόσπ. 50 P, 3) Απολλόδωρος 1, 51 και 1, 87 πρβ. και 3, 117 4) Παυσανίας 4, 2, 2 και 4, 3, 7, γράφει με σαφέστατο τρόπο: «Ο Αίολος ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας και επομένως εγγονός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και αδερφός του Δώρου και του Ξούθου».
Κατά τον Ελλάνικο, γεννημένο γύρω στα 490 π.Χ., γενεαλόγο και πολυγραφότατο ιστορικό, που έγραψε τα έργα του στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., πολύ αρχαιότερο του Απολλόδωρου, σύγχρονο ή και λίγο αρχαιότερο του Ηροδότου, η «νύμφη» αυτή (η σύζυγος του Έλληνα) ονομαζόταν «Ὀρθρηίς». Πληρέστερος μάλιστα ο Ελλάνικος του Απολλόδωρου, αναφέρει ότι εκτός από τα τρία αγόρια (Δώρος, Αίολος, Ξούθος) η Ορθρηίδα είχε και μία κόρη, την Ξενοπάτρα. (Ελλάνικος, Fragmenta Historicorum Graecorum, Έκδ. Muller, Parisiis MCMXXVIII (1928), σελ. 47, απόσπασμα 10).
Ορθρηίδα επίσης αποκαλεί τη «νύμφη» και ο αρχαίος Σχολιαστής τού Πλάτωνα («Συμπόσιο» P. 208 d.), που συμπληρώνει τα λόγια του Πλάτωνα για τον Αχιλλέα, τον Πάτροκλο κ. ά.
Αλλά ο Ελλάνικος είναι πληρέστερος και από τον παραπάνω Σχολιαστή του «Συμποσίου» του Πλάτωνα. Αναφέρει λοιπόν τη «νύμφη» με το όνομα Ορθρηίδα: «Γίνεται γάρ Δευκαλίωνος μέν καί Πύῤῥας, ὡς δέ τινες, Διός καί Πύρρας, Ἕλλην• Ἕλληνος δὲ καὶ Ὀρθρηΐδος, Ξοῦθος, Αἴολος, Δῶρος, Ξενοπάτρα». (Ελλάνικος, Fragmenta κ.τ.λ. ό. π. σελ.. 47).
Παρ” όλες όμως τις σαφέστατες παραπάνω αναφορές των αρχαίων συγγραφέων ως προς την ορθή γραφή του ονόματος της νύμφης, η στάση των ερευνητών, όπως μπορεί να διαπιστώσει ένας προσεκτικός μελετητής του θέματος, δείχνει μία δυσκολία και αποφυγή αποκλεισμού τού ενός ή του άλλου ονόματος. Δεν φαίνεται να θέλουν να λύσουν το πρόβλημα. Δεν φαίνεται μάλλον και να τους απασχολεί το πρόβλημα έντονα. Δεν έγινε το θέμα αυτό αντικείμενο κάποιας συστηματικής έρευνας και μελέτης. Δέχτηκαν οι περισσότεροι αρκετά αβασάνιστα τη διάζευξη «Ορθρυΐς» ή «Ορσηίς» χωρίς, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, ειδική, συστηματική και διεξοδική έρευνα. Δεν τους απασχόλησε το θέμα ιδιαίτερα, ίσως ως επουσιώδες.
Ειδικότερα οι Muller – Graupa στο άρθρο «Όρσηίς» αναφέρουν τα δύο ονόματα διαζευκτικά και ισοδύναμα: η «νύμφη» λεγόταν «Ὀρσηίς» ή «Ὀρθρηίς» (Real Enzykloradie Band 2).
Ο Απόστολος Σ. Αρβανιτόπουλος γράφει για την Ορσηίδα, αναφερόμενος στο θέμα μας: «Νύμφη, σύζυγος τοῦ Ἕλληνος, μήτηρ τοῦ Δώρου, Ξούθου καί Αἰόλου καί τῆς Ξενοπάτρας. Ἕτερος τύπος τοῦ ὀνόματος Ὀρθρηίς». (Άρθρο «Ορσηίς» στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη).
Ο Ulrich von Willamowitz Moelendorf («Der Glaube der Hellenen», Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt 1959 (ανατύπωση), τόμος 1, σελ. 64 και σημείωση 7 και σελ. 65) μιλώντας για τη γενεαλογία του Δευκαλίωνα, της Πύρρας και του Ιαπετού, δίνει κάποια στοιχεία: «Ἕλλην» και «νύμφη» με τέκνα Δώρος, Ξούθος, Αίολος, Ξενοπάτρα και επιμένει στη «νύμφην» και στην «Ὄρθρυν». Λέει : «Το όνομα της νύμφης δεν είναι σίγουρο αν ήταν «Ὀχρηίς» (υποθέτω πως αποτελεί παραδρομή του «Ὀρσηίς») ή «Ὀθρυΐς»». Η νύμφη ωστόσο χαρακτηρίζεται από τον Ultrich von Willamowitz «νύμφη της Όθρυος» (Nymphe der Othrys), «κάτι που καθορίζει την κατοικία της νύμφης (φυσικά και του συζύγου της Έλληνα) στην Ελλάδα τού Ομήρου» (…vas seinem Wohnsitz in dem Hellas Homers Festlegt…)
Λέει ακόμη ο Willamowitz ότι η Όρθρη είναι σπάνια στους μύθους ή θρύλους (Sagen), αλλά συμφωνεί με τον Ησίοδο (Θεογονία, στ. 632) ότι από την Όρθρη) οι Τιτάνες πήγαιναν εναντίον των Ολυμπίων θεών. Οι άνδρες των νυμφών ήταν Τιτάνες.
Αλλά και ο Απολλόδωρος, όπως είδαμε, συνδέει την «Ορσηίδα» μέσω τού γιου της Αίολου με τους θεσσαλικούς τόπους.
Ο Στέφανος Κομμητάς, αναφέροντας τις ομάδες των νυμφών με τα γενικά ομαδικά ονόματά τους, ονόματα που παράγονταν συνήθως από τον τόπο καταγωγής και διαβίωσης ή και από άλλα πρόσωπα και γεγονότα, μνημονεύει, ανάμεσα στις άλλες, νύμφες με τη γενική ονομασία «Ὀρθρυΐδες, ἀπὸ Ὄρθρυος, ὄρους τῆς Θεσσαλίας». Στον ονομαστικό κατάλογο δε των επισημοτέρων και γνωστοτέρων νυμφών αναφέρει δύο νύμφες, μία το όνομα «Ὀρθρυΐς» και μία δεύτερη με το όνομα «Ὀρσηΐς». Αναφέρει ακόμα «Τούτων δέ, πολλαί μέν μιγεῖσαι ἤ μέ θεοὺς ἤ μέ ἄνδρας ἐγέννησαν τέκνα, οἷον … .Ἡ Ὀρσηΐς ἐγέννησεν ἐκ τοῦ Ἕλληνος τὸν Δῶρον, τὸν Ξοῦθον καὶ τὸν Αἴολον». Άρα η Ὀρσηίς έχει στον Κομμητά τα συγγενικά γνωρίσματα της Ὀθρυΐδος.
Από πλευράς ερευνητών επομένως, σε συνδυασμό και με τις αρχαίες πηγές, το όνομα της «νύμφης» ήταν «Ὀρσηίς» ή «Ὀρθρηίς» (Muller – Graupa), το «Ὀρσηίς» αποτελεί άλλον τύπο του «Ὀρθρηίς» (Αρβανιτόπουλος). Είτε «Ὀρσηίς» (από παραδρομή «Ὀχρηίς», όπως υποθέσαμε) λεγόταν η νύμφη που έγινε σύζυγος του Έλληνα, είτε «Ὀρθρυΐς», η «νύμφη» χαρακτηρίζεται «νύμφη τῆς Ὄθρυος», «σύζυγος του Έλληνα» με επικράτεια την περιοχή τής «Ὄθρυος» που συμπίπτει με την ομηρική Ελλάδα φτάνοντας ως τους Τιτάνες της Θεογονίας τού Ησιόδου (Willamovitz).
Ορθρηίδα, ασφαλώς, πέρα από κάθε αμφιβολία, σημαίνει νύμφη της Όθρης, είτε αυτή θεωρηθεί ως μία επώνυμη και συγκεκριμένη νύμφη είτε ως γενική τοπική προσωνυμία των νυμφών της Όθρης, των Οθρηίδων.
Από το γάμο αυτό του Έλληνα και της Οθρηίδας γεννήθηκαν ο Αίολος, πρόγονος και επώνυμος ήρωας των Αιολέων, ο Δώρος που έγινε επώνυμος ήρωας και πρόγονος των Δωριέων, και ο Ξούθος, από τον οποίο αργότερα γεννήθηκαν ο Αχαιός και ο Ίωνας, πρόγονοι και επώνυμοι ήρωες αντίστοιχα των Αχαιών και των Ιώνων.
Όλες λοιπόν οι βασικές ελληνικές φυλές, Αχαιοί, Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς, κατάγονταν από τον Έλληνα και την νύμφη της Όρθρης της Αχαΐας Φθιώτιδας, την ονομαζόμενη Ορθρηίδα ή έστω μία Ορθρηίδα νύμφη. Αυτά είδαμε να επιβεβαιώνονται και από τα σχετικά αποσπάσματα του Στράβωνα.
Έπειτα από αυτά σε συνδυασμό και με προσωπικές εκτιμήσεις μας που στηρίζονται και σε άλλους σχετικούς μύθους που αναφέρονται σε άλλα σημεία της εργασίας μας, αλλά και την εξέταση του «έτυμου» της λέξης, καταλήγουμε στα ακόλουθα:
Το όνομα της «νύμφης» είναι παράγωγο της λέξης «Ὄ(ρ)θρυς», η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή σηκώνεται, υψώνεται («ὄρνυται») στο κέντρο περίπου του χώρου τής ομηρικής επικράτειας του Αχιλλέα. Ὄρνυμαι σημαίνει επίσης «ορμώ με μανία εναντίον κάποιου», επιτίθεμαι, έννοιες που παραπέμπουν στους ορμητικούς αγώνες των Τιτάνων από την Ό(ρ)θρη (=ορμητήριο).
Κατά τον Ησύχιο στους Κρήτες η λέξη Ὄθρυν σήμαινε βουνό. Από την ίδια ρίζα «ορ» (λατινικό orior) προκύπτουν και το «Ὀρθρυΐς» (ή «Ὀρθρηίς») και το «Ὀρσηίς».
Το «Ὀρσηίς» φαίνεται αμεσότερο παράγωγο της προστακτικής αορίστου «ὄρσο» ή «ὅρσεο» και το «Ὀρθρηίς» αμεσότερο παράγωγο του απαρεμφάτου «ὄρθαι». Ετυμολογικά συγγενικές είναι και οι λέξεις «ὄρθρος», «ὀρθρίζω», «ὀρσίμαχος», «ὀρσινεφής».
Ακουστικά και ετυμολογικά πιο κοντά στο ρήμα βρίσκεται, νομίζουμε, το «Ὀρθρηίς» ή «Ὀρθρυΐς», που απηχεί τον απαρεμφατικό παρακείμενο με σημασία ενεστώτα «ὄρθαι» και φαίνεται αρχαιότερος τύπος τού «Ὀρσηίς», που έχει άμεση αφετηρία αόριστο. Το «Ὀρσηίς» και περισσότερο το «Ὀρθρηίς» ή «Ὀρθρυΐς» (κάτι που διαβλέπουμε και πιο πάνω στον Willamowitz) συνδέει τη «νύμφη» με την «Ὄ(ρ)θρυν» και ονοματικά. Οι ιδιότητές της ως συζύγου τού Έλληνα, ως μητέρας των τριών φυλετικών προπατόρων μας «Δώρου», «Αιόλου» και «Ξούθου», ως βασίλισσας και κατοίκου τής ομηρικής Ελλάδας μάς οδηγούν τελικώς στο συμπέρασμα ότι «ἡ νύμφη τῆς Ὄθρυος», (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τού Willamowitz) και μαζί της η «Ὄθρυς» βρίσκονται στη φυλογενετική απαρχή όλων των Ελλήνων.
Στη θέση αυτή θα πρέπει να μνημονεύσουμε, ως ενισχυτική της άποψής μας και τη γνώμη του Ελλάνικου που βεβαιώνει ότι η λάρνακα (κιβωτός) του Δευκαλίωνα και της Πύρρας σταμάτησε πάνω στην Όθρη, όπως αναφέραμε προηγουμένως.
Ωστόσο όλη αυτή η παραπάνω λεπτομερής ανάλυση για το «έτυμο» του ονόματος της νύμφης μπορεί να θεωρηθεί περιττή για το θέμα που μας απασχολεί. Είτε τη νύμφη την ονόμαζαν Ορθρηίδα, είτε Οθρηίδα, είτε Ορσηίδα είναι βέβαιο ότι το όνομά της δείχνει την καταγωγή της και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη παρά το βουνό Όθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Για ποιο λόγο, αν η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας είχε σταθεί στον Παρνασσό, η νύμφη που συνάντησε εκεί ο Έλληνας δεν ήταν η Παρνασσίδα, ή Παρνασσηίδα ή κάτι που να θυμίζει το βουνό αυτό; Και αν σταμάτησε στη Δωδώνη γιατί εκεί ο Έλληνας δε βρήκε τη Δωδωνίδα ή τη Δωδωνιάδα ή τη Δωδώνη ή κάτι ανάλογο και ομόρριζο; Γιατί η νύμφη δεν λεγόταν Αθωνίδα ή Αθωνιάδα εάν υποθέσουμε ότι τόπος αράγματος της κιβωτού ήταν ο Άθως; Θεωρούμε βεβαίως περιττό να σχολιάσουμε και την πολύ νεότερη και σαφώς και εντόνως λατινίζουσα εκδοχή της Αίτνας.