Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (13η συνέχεια)

Ο ΑΧΟΡΤΑΓΟΣ ΕΡΥΣΙΧΘΟΝΑΣ ΒΟΣΚΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΡΗ

1. Ο Τριόπας

Αλλά οι θεϊκοί τσοπάνηδες πάνω στο κεντρικό βουνό της Αχαΐας Φθιώτιδας, την Όρθρη, δεν έχουν τελειωμό.
Πάνω στην Όρθρη λοιπόν ακόμα έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα του, Τριόπα, και ο Ερυσίχθονας. Ο Τριόπας ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης ή, όπως έλεγαν κάποιοι άλλοι, γιος του Ήλιου.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Ο Τριόπας ήταν γιος του Απόλλωνα, έλεγαν αυτοί. Βεβαίως ο Απόλλωνας ταυτιζόταν με τον Ήλιο και έτσι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στις δυο απόψεις.
Μερικοί άλλοι ωστόσο τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά. Ούτε ο Ποσειδώνας, ούτε ο Ήλιος, ούτε ο Απόλλωνας ήταν πατέρας τού Τριόπα. Ο Τριόπας ήταν γιος του Λαπίθη και της Ορσινόμης.
Τέλος υπάρχει και η άποψη ότι ο Τριόπας ήταν γιος του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας.
Οι άνθρωποι πάνω στην Όρθρη αρέσκονταν, περισσότερο απ’ όλες τις παραπάνω εκδοχές να πιστεύουν ότι ο Τριόπας ήταν εγγονός του Έλληνα και της Ορθρηίδας και αυτό υποστήριζαν στους μύθους τους. Ο Τριόπας, όπως έλεγαν αυτοί και το πίστευαν, ήταν εγγονός της νύμφης Ορθρηίδας.
Και επειδή ο Τριόπας είχε γίνει γνωστός και σ’ άλλα μέρη τα οποία κατοικήθηκαν από ανθρώπους που εγκατέλειψαν την Φθιώτιδα Αχαΐα, δημιουργήθηκαν και στα μέρη εκείνα σχετικοί μύθοι. Πολλοί σε διάφορους τόπους δημιούργησαν μύθους που παρουσίαζαν τον Τριόπα ως δικό τους ντόπιο ήρωα.
Έτσι στο Άργος θεωρούσαν τον Τριόπα γιο του Φόρβαντα και της Εύβοιας και τον θεωρούσαν απόγονο της Νιόβης. Από την Μεσσήνη, την κόρη αυτού του Τριόπα, του γιου τού Φόρβαντα, πήρε το όνομά της η πόλη Μεσσήνη και η Μεσσηνία. Στην πόλη Μεσσήνη υπήρχε ναός και άγαλμα της Μεσσήνης από μάρμαρο της Πάρου και χρυσάφι. Μας το βεβαιώνει ο Παυσανίας: «Ἔστι δὲ καὶ Μεσσήνης τῆς Τριόπα ναὸς καὶ ἄγαλμα χρυσοῦ καὶ λίθου παρίου» (Παυσανίας IV, 31, 11),
Άλλοι πάλι ήθελαν τα πράγματα να είναι εντελώς αντίθετα. Δεν ήταν ο Τριόπας γιος του Φόρβαντα. Αντίθετα ο Φόρβαντας ήταν γιος του Τριόπα και της Ορσινόμης.
Οι κάτοικοι της Ρόδου, όπως και της Αχαΐας Φθιώτιδας, θεωρούσαν τον Τριόπα γιο του Ήλιου. Στη Ρόδο όμως, μητέρα του Τριόπα ήθελαν, όπως ήταν φυσικό, να είναι μια δική τους νύμφη. Έτσι έπλασαν το μύθο ότι μητέρα του ήταν η νύμφη Ρόδος.
Στο νησί Κως θεωρούσαν τον Τριόπα πατέρα του Μέροπα. Στην Κνίδο έλεγαν ότι ο Τριόπας πήγε στα μέρη τους και εκεί έχτισε ιερό, που το έλεγαν Τριόπιο, για να τιμάται μέσα σ’ αυτό ο Απόλλωνας.
Ο Φόρβαντας, γιος ή, σύμφωνα με άλλους, πατέρας του Τριόπα, συνδέθηκε ακόμη και με σχετικούς μύθους στην Ηλεία. Ο Φόρβαντας, έλεγαν στην περιοχή της Ηλείας, έφθασε στην Ώλενο κι εκεί συμπαραστάθηκε στον βασιλιά τους, τον Αλέκτορα, στον αγώνα του εναντίον του Πέλοπα με τον οποίον ο Αλέκτορας βρισκόταν σε διαμάχες. Γι’ ανταμοιβή του ο Αλέκτορας έδωσε στον Φόρβαντα το μισό βασίλειό του και τον πάντρεψε με την κόρη του, την Διογένεια.
Έτσι ο γιος, ή πατέρας, του Τριόπα, ο Φόρβαντας, από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, πήγε και έγινε βασιλιάς στην Ηλεία.
Αργότερα ο Φόρβαντας, σύμφωνα με άλλους μύθους, έγινε πατέρας τού βασιλιά Αυγεία, του γνωστού για τους περίφημους στάβλους του που τους καθάρισε ο Ηρακλής. Παιδί του Φόρβαντα, επίσης από την Διογένεια, την κόρη του Αλέκτορα, ήταν και ο Άκτορας.
Όλα αυτά, τις λεπτομέρειες των οποίων αποφεύγουμε να εκθέσουμε γιατί αποπροσανατολίζουν την εργασία μας από τον κύριο άξονά της, ασφαλώς δείχνουν τις μετακινήσεις λαών από τη Θεσσαλία προς άλλα μέρη της Ελλάδας και τις επιδράσεις που υπήρχαν μεταξύ των διαφόρων ελληνικών φύλων. Όλα είναι ενδείξεις ότι πάντοτε γινόταν μεταφορά μύθων από μία περιοχή σ’ άλλη και ανάλογες κάθε φορά προσαρμογές των μύθων. Είναι ακόμη ολοφάνερες οι προσπάθειες οικειοοίησης από μερικούς μύθων άλλων περιοχών.
Ο Τριόπας, έλεγαν οι μύθοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, είχε βοηθήσει τον Δευκαλίωνα, τον πρώτο μετά τον κατακλυσμό βασιλιά του τόπου αυτού, να διώξει τους παλιούς κατοίκους του τόπου, τους Πελασγούς. Ο Δευκαλίωνας γι’ ανταμοιβή αυτών των υπηρεσιών έδωσε στον Τριόπα ως δώρο το «Δώτιον πεδίον»: «εἰς Θετταλίαν πλεῦσαι ἐπί συμμαχίαν τοῖς Δευκαλίωνος παισί, καί συνεκβαλεῖν ἐκ τῆς Θετταλίας τούς Πελασγούς, καί μερίσασθαι τό καλούμενον Δώτιον πεδίον» (Διόδωρος Σικελιώτης, 5, 61, 1).
Το «Δώτιον πεδίον» ονομάστηκε έτσι από τον Δώτο, τον γιο του Πελασγού. Γι’ αυτό, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ο Φόρβαντας, γιος του Τριόπα, παρουσιάζεται να ζει και να δραστηριοποιείται στο Δώτιο πεδίο απ’ όπου μετανάστευσε στη Κνίδο ή στη Ρόδο ή, όπως ήθελαν οι Ηλείοι, στην Ηλεία όπου έγινε βασιλιάς. Στην πόλη Ιαλυσό μάλιστα της Ρόδου τον λάτρευαν ως μεγάλο ευεργέτη της πόλης και των κατοίκων της. Γίνεται και πάλι φανερή η προσπάθεια πολλών φύλων να συνδέσουν την καταγωγή τους με την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Άλλοι πάλι μύθοι έλεγαν ότι ο κάμπος αυτός ονομάστηκε «Δώτιον Πεδίον» γιατί επώνυμος ήρωάς του ήταν ο Δώτις, ο γιος του Αστερίου και της Αμφικτυόνης, της κόρης του Φθίου.
Και στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε μία ακόμη ένδειξη ενισχυτική της άποψης ότι η μυθολογική εκδοχή που θέλει τον Δευκαλίωνα με την Πύρρα να αποβιβάζονται, μετά τον κατακλυσμό στην Όρθρη, πρέπει να είναι η αυθεντικότερη.
Την παλαιότητα ακόμη των τοπικών μύθων της περιοχής αυτής αποδεικνύει και η αναφορά που γίνεται στον Ποσειδώνα, τον πατέρα του Τριόπα, που τον θέλει γήινη θεϊκή οντότητα. Δεν είχε γίνει ακόμα ο Ποσειδώνας θαλασσινή θεϊκή οντότητα. Αργότερα μεταμορφώθηκε σε τέτοια.

2. Η ασέβεια και η τιμωρία του Ερυσίχθονα

Ο Ερυσίχθονας, ο γιος του Τριόπα, θέλησε κάποτε να κατασκευάσει μια καινούργια αίθουσα στο παλάτι του. Ήθελε να συγκεντρώνει εκεί τους φίλους του για τα συμπόσιά του. Για το σκοπό αυτό κατέβηκε, ακολουθούμενος από είκοσι δούλους του στο «Δώτιον πεδίον».
Ήταν η μεγάλη πεδιάδα με πολλά δέντρα που ο Δευκαλίωνας είχε χαρίσει στον πατέρα του Ερυσίχθονα, τον Τριόπα, για τη βοήθεια που του είχε δώσει να διώξει τους Πελασγούς. Πήγε λοιπόν στο Δώτιο πεδίο να κόψει τα δέντρα που θα του χρειάζονταν για τη δουλειά αυτή. Στο «Δώτιον πεδίον» υπήρχε και το ιερό άλσος της θεάς Δήμητρας. Το είχαν φυτέψει μάλιστα, για χάρη της θεάς Δήμητρας, ο Ίασος, γιος και αυτός του Τριόπα, μαζί με τον αδερφό του, τον Πελασγό. Εκεί πήγε ο Ερυσίχθονας να κόψει δέντρα,
Καθώς ετοιμαζόταν ο Ερυσίχθονας να κόψει ένα πανύψηλο δέντρο (μερικοί έλεγαν ότι ήταν λεύκα, άλλοι έλεγαν ότι ήταν βελανιδιά), παρουσιάστηκε μπροστά του η θεά Δήμητρα. Δεν είχε την αληθινή της όμως μορφή. Παρουσιάστηκε αρχικά με την μορφή της μεγάλης ιέρειάς της, που υπηρετούσε στο ιερό «Δημήτρειο», της σεβαστής από όλους στα μέρη εκείνα Νικίππης.
Ειδικά εκείνο το μεγάλο δέντρο που διάλεξε να κόψει ο Ερυσίχθονας ήταν το αγαπημένο δέντρο της θεάς Δήμητρας. Η ιέρεια Νικίππη, η οποία στην πραγματικότητα ήταν η ίδια η θεά Δήμητρα, προσπάθησε να τον σταματήσει από το ανοσιούργημα που επρόκειτο να κάνει κόβοντας δέντρο ιερό προειδοποιώντας τον ότι θα θυμώσει η μεγάλη θεά Δήμητρα. Ο Ερυσίχθονας αδιαφόρησε για την προειδοποίηση της Νικίππης και συνέχισε τη δουλειά του, βρίζοντας μάλιστα με πολλή ασέβεια σκληρά και την ιέρεια Νικίππη και τη θεά Δήμητρα.
Το αμάρτημά του ήταν πολύ μεγάλο. Δεν μπορούσε παρά να τιμωρηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά.
Παρουσιάστηκε τότε μπροστά του μ’ όλη της την μεγαλοπρέπειά η ίδια η Δήμητρα. Πανύψηλη, πανέμορφη, αστραφτερή, γεμάτη θεϊκό μεγαλείο. Η θεά. αφού τον μάλωσε αυστηρά και τον παρατήρησε για την ασέβειά του, τού έδωσε την τιμωρία που του άξιζε. Αφού τόσο πολύ νοιαζόταν για τα συμπόσιά του και αδιαφορούσε για το θέλημα των θεών, τον καταράστηκε, από την ώρα εκείνη και στο εξής, να μη μπορέσει να κορέσει ποτέ του την μεγάλη πείνα που θα τον βασάνιζε πια σ’ όλη του τη ζωή.
Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις, 7, 771) λέει ότι την ώρα που έκοβε το δέντρο ο Ερυσίχθονας, ακούστηκε από μέσα από το δέντρο η φωνή της νύμφης να λέει: «κάτω από αυτό το ξύλο της τρισχαριτωμένης Δήμητρας είμαι εγώ η νύμφη».
Πολλά παραμύθια έλεγαν σε τούτα τα μέρη για τον Ερυσίχθονα και το πάθημά του.
Όταν, έλεγαν, έπεσε κάτω η βελανιδιά, κομμένη από τα χέρια του Ερυσίχθονα, η Αμαδρυάδα, που κατοικούσε μέσα στη βελανιδιά εκείνη, πεθαίνοντας καταράστηκε τον Ερυσίχθονα, γιατί οι Αμαδρυάδες, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, πέθαιναν και οι ίδιες όταν έκοβαν το δέντρο τους.
Οι αδερφές της Αμαδρυάδας, αυτής που ζούσε μέσα σ’ εκείνο το δέντρο, παρακάλεσαν τότε την θεά Δήμητρα να τιμωρήσει τον Ερυσίχθονα για τον θάνατο της αδερφής τους. Η Δήμητρα, λέει ο σχετικός μύθος, κάλεσε από την Σκυθία την «Πείνα» και αυτή, ικανοποιώντας την θέληση της Δήμητρας, έκανε τον Ερυσίχθονα να είναι πάντοτε πεινασμένος και να μην μπορεί να χορτάσει ποτέ του.
Οι γονείς του Ερυσίχθονα, έλεγαν οι μύθοι της περιοχής για πολλά χρόνια αργότερα, δεν ήξεραν τι να κάνουν με το μεγάλο πάθημα του γιου τους. Ντρέπονταν για το πάθος και το πάθημα του παιδιού τους κι από τους συγγενείς αλλά κι από τους άλλους γνωστούς τους. Δεν τολμούσαν να τον πάρουν κάπου μαζί τους σε σπίτια και σε τραπέζια που τους καλούσαν. Έτρωγε ό,τι βρισκόταν πάνω στα τραπέζια και δεν σταματούσε με τίποτε.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή του μύθου, που μας την διέσωσε ο Διόδωρος (5, 61, 1 κ. εξ.), δεν έκοψε το ιερό δέντρο ο Ερυσίχθονας, αλλά ο ίδιος ο Τριόπας και γι’ αυτό τον λόγο οι κάτοικοι της χώρας του τον έδιωξαν από κοντά τους. Τότε ήταν που ο Τριόπας κατέφυγε στην Κνίδο. Εκεί λάτρευαν τον Τριόπα ως θεό με το όνομα Τριόπιος Απόλλωνας (Ηρόδοτος 1, 144). Οι Κνίδιοι ακόμα είχαν αφιερώσει στους Δελφούς άγαλμα του Τριόπα, γιατί τον θεωρούσαν οικιστή τους, σύμφωνα με τον Παυσανία «Κνίδιοι δὲ ἐκόμισαν ἀγάλματα ἐς Δελφοὺς Τριόπαν οἰκιστὴν παρεστῶτα ἵππῳ.». (Οι Κνίδιοι έφεραν στους Δελφούς τα εξής αγάλματα: τον Τριόπα,τον οικιστή της Κνίδου, όρθιο πλάι σε ένα άλογο. . .) (Παυσανίας Χ,11, 1).
Πρόκειται ασφαλώς και στην περίπτωση αυτή για μια άλλη ακόμα θεοκρασία στην οποία ο παλιός θεός Τριόπας ενσωματώθηκε στον καινούργιο Απόλλωνα ως λατρευτικό του επίθετο και έγινε ο Τριόπιος Απόλλωνας.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον Ερυσίχθονα. Οι γονείς του λοιπόν ντρέπονταν πολύ και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Απόφευγαν να πάνε όπου τους καλούσαν γιατί ντρέπονταν για το γιο τους. Δεν τον έπαιρναν μαζί τους. Χίλιες δυο δικαιολογίες προσπαθούσαν να βρουν για να δικαιολογήσουν την απομάκρυνσή του από κοντά τους. Άλλοτε έλεγαν ότι τον χτύπησε ένα αγριογούρουνο, άλλοτε ότι ταξίδεψε στα ξένα, άλλοτε ότι τον άρπαξε μία νύμφη, άλλοτε ότι καθώς έτρεχε με το άλογό του έπεσε και χτύπησε και άλλοτε, τέλος, ότι ζούσε πάνω στις πλαγιές και στα λιβάδια της Όρθρης βόσκοντας τα κοπάδια τους.
Ακουγόταν και η άποψη ότι ο Ερυσίχθονας δεν ήταν γιος του Τριόπα αλλά του Μυρμιδόνα και ότι είχε και το όνομα Αίθωνας. «Ἑλλάνικος. . . Ἐρυσίχθονά φησι τόν Μυρμιδόνος, ὅτι ἦν ἄπληστος βορᾶς, Αἴθωνα κληθῆναι» μας λέει ο Αθήναιος στο πρώτο του βιβλίο των «Δευκαλιονείων».
Υπάρχει λοιπόν μία μυθολογική εκδοχή που δέχεται ότι τα δύο πρόσωπα, Ερυσίχθονας και Αίθωνας, είναι στην πραγματικότητα ένα και παρουσιάζεται με δύο ονόματα και μία άλλη που δέχεται ότι ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα που ταυτίστηκαν γιατί και τα δύο είχαν τιμωρηθεί με την ίδια τιμωρία: να μην μπορούν ποτέ τους να χορτάσουν την πείνα τους.
Ο Πίνδαρος, στο απόσπασμα 165, .μας κάνει μία ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ των νυμφών που λέγονταν Δρυάδες και αυτών που λέγονταν Αμαδρυάδες. Δρυάδες ονομάζονταν οι νύμφες που ήταν μόνιμες κάτοικοι ενός δέντρου και είχαν το προνόμιο να παραμένουν πάντοτε νέες και όμορφες. Αμαδρυάδες ήταν εκείνες που πέθαιναν αμέσως μόλις πέθαινε το δέντρο μέσα στο οποίο ζούσαν. Αυτές είχαν «βίον ισόδενδρον». Γι’ αυτό και ονομάζονταν Αμαδρυάδες, «διά τὸ ἅμα ταῖς δρυσί γεννᾶσθαι ἤ φθείρεσθαι».
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι Νύμφες ζούσαν πολλά χρόνια. Πίστευαν μάλιστα ότι ζούσαν ακριβώς εννιά χιλιάδες εφτακόσιες είκοσι φορές περισσότερο από όσο ζει ο άνθρωπος. «’Εννέα τοι ζώει γενεάς λακέρυζα κορώνη ἀνδρῶν ἡβώντων• ἔλαφος δέ τε τετρακόρωνος, τρεῖς δ’ ἐλάφους ὁ κόραξ γηράσκεται• αὐτάρ ὁ φοῖνιξ ἐννέα τοὺς κόρακας’ δέκα δ’ ἡμεῖς τοὺς φοίνικας, νύμφαι ἐυπολόκαμοι, κοῦραι Διός αἰγιόχοιο» (Χείρωνος Ὑποθῆκαι, Ησίοδος, Fragmenta 171.), Δηλαδή «Εννιά φορές όσο ζούν οι άνθρωποι ζει η φλύαρη καρακάξα. Το ελάφι ζει τόσο όσο τέσσερις καρακάξες. Τρεις φορές όσο ένα ελάφι φτάνει το κοράκι. Εννιά φορές όσο ζει το κοράκι ζει ο φοίνικας. Δέκα φορές όσο ζει ο φοίνικας ζουν οι καλλίκομες Νύμφες οι κόρες του Διός». Δηλαδή οι Νύμφες ζούσαν :1 Χ 9 Χ 4 Χ 3 Χ 9 Χ 10 = 9.720 φορές τη ζωή του ανθρώπου.

3. Η ευσέβεια και . . . η τιμωρία του Ροίκου

Ένας άλλος ωραίος σχετικός μύθος ακουγόταν σε τούτα τα μέρη, όταν γινόταν αναφορά στον μύθο του Ερυσίχθονα, αν και, όπως έλεγαν, τα όσα αναφέρονταν στο μύθο αυτό δεν είχαν γίνει εδώ αλλά πολύ μακριά. Ο μύθος αυτός αναφερόταν παράλληλα και συμπληρωματικά με τον μύθο για την τιμωρία του Ερυσίχθονα – για παραδειγματισμό και επιβεβαίωση – σε μια συμπεριφορά εντελώς αντίθετη από αυτή του Ερυσίχθονα.
Ο Ροίκος καταγόταν από την Κνίδο. Ζούσε όμως πολύ μακριά, στη Νίνο της Ασσυρίας. Εκεί ο Ροίκος είδε, μια φορά κι έναν καιρό, μια βελανιδιά που κόντευε να πέσει. Είχαν αποκαλυφθεί οι ρίζες της από μια νεροποντή και είχε γείρει κινδυνεύοντας να πέσει. Ο Ροίκος, που γνώριζε ότι μαζί με την βελανιδιά θα πέθαινε και η Αμαδρυάδα, που ζούσε μέσα της, αποφάσισε να σώσει και τις δύο. Μάζεψε λοιπόν πέτρες και χώμα, τα συγκέντρωσε γύρω από τον κορμό της και την στερέωσε καλά. Έτσι η βελανιδιά γλίτωσε και δεν ξεριζώθηκε. Μαζί γλίτωσε τη ζωή της και η Αμαδρυάδα του δέντρου. Η Αμαδρυάδα, η νύμφη, που ζούσε μέσα στη βελανιδιά – γιατί μέσα σε κάθε δέντρο ζούσε μια νύμφη – παρουσιάστηκε τότε μπροστά του πανέμορφη και ολοζώντανη και για να τον ευχαριστήσει για το μεγάλο καλό που της έκανε του και είπε να της ζητήσει όποια χάρη ήθελε.
Ο Ροίκος, έτσι που την είδε πανέμορφη, της ζήτησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να γίνει γυναίκα του. Η νύμφη υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει το θέλημά του αλλά τον παρακάλεσε να περιμένει λίγο καιρό μέχρι να ετοιμαστεί για το γάμο. Του ζήτησε όμως στο μεταξύ διάστημα να μην πάρει άλλη γυναίκα, αλλά να την περιμένει. Συμφώνησαν μάλιστα ότι όταν θα ήταν έτοιμη αυτή η ίδια θα του έστελνε το μήνυμά της με μία μέλισσα.
Έτσι και έγινε. Ύστερα από αρκετό καιρό, μια ωραία μέρα που ο Ροίκος καθόταν με τους φίλους του κι έπαιζε ζάρια, μία μέλισσα άρχιζε να ζουζουνίζει επίμονα γύρω από το κεφάλι του. Ο Ροίκος απασχολημένος με τα ζάρια ούτε που θυμήθηκε, ούτε που κατάλαβε το μήνυμα που του έστελνε η όμορφη Αμαδρυάδα. Πού να προσέξει και να θυμηθεί, τόσο απασχολημένος και απορροφημένος από το παιχνίδι που ήταν, μια μέλισσα που ζουζούνιζε πάνω του. Νευριασμένος, μάλιστα, γιατί τον ενοχλούσε και δεν τον άφηνε να παίξει τα ζάρια και μην καταλαβαίνοντας το μήνυμα που του έστελνε η Αμαδρυάδα, σκότωσε την ενοχλητική μέλισσα.
Η Αμαδρυάδα θύμωσε πολύ. Ακούς εκεί να είναι τόσο αφοσιωμένος στο παιχνίδι του και να μην καταλαβαίνει το μήνυμα που του στέλνει ένα ερωτευμένο κορίτσι! Ο Ροίκος για τιμωρία του τυφλώθηκε. Τόσο τυφλός που ήταν και δεν καταλάβαινε τίποτε, έτσι του άξιζε. Για να τον τιμωρήσει μάλιστα παραδειγματικά και με τρόπο που να μην ξεχάσει ποτέ το πάθημά του, η νύμφη τον έκανε και ευνούχο. Να μάθει!
Η θεά Δήμητρα έχει συνδεθεί και με άλλους παρόμοιους με του Ερυσίχθονα μύθους. Τους έλεγαν κι αυτούς τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες μαζί με το μύθο για το πάθημα του Ερυσίχθονα και του Ροίκου.
Έτσι, όπως μας λέει ο μυθογράφος, συγγραφέας και γραμματικός Αντωνίνος Λιβεράλης ή Λιβεράλιος, ο οποίος άκμασε περί το 150 μ.Χ. επί Αντωνίνου του Ευσεβούς, η θεά Δήμητρα είχε δώσει στον Πανδάρεο, ένα αγρότη από την Έφεσο, ο οποίος, κατά μία εκδοχή ήταν γιος του Μέροπα, το ιδιαίτερο χάρισμα να μπορεί να τρώει όσο ήθελε, χωρίς ποτέ να βαραίνει το στομάχι του. Του χάρισε, όπως έλεγαν οι σχετικοί μύθοι «ευχωνευσίαν βρωμάτων».
Θυμίζουμε στο σημείο αυτό και μία άλλη σχετική ιστορία που ακουγόταν σε τούτα τα μέρη επίσης, την οποία μας την καταθέτει ο Χέννος: Στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, ο Νηρέας, ο πατέρας της νύφης, έδωσε στους νιόπαντρους ως δώρο ένα καλάθι γεμάτο αλάτι. Το αλάτι αυτό είχε την ικανότητα, όταν αλάτιζε κάποιος τα φαγητά του, να μπορεί να τρώει όσο ήθελε και ποτέ του να μην του κόβεται η όρεξη αλλά και ποτέ του να μην στομαχιάζει.

4. Ο Ερυσίχθονας στον Οβίδιο

Ο Γάλλος ακαδημαϊκός και σπουδαίος μελετητής της ελληνικής μυθολογίας Ιωάννης Ρισπέν, στο δίτομο έργο του «Ελληνική Μυθολογία», μεταφέροντας την περιγραφή του Οβίδιου για το πάθημα του Ερυσίχθονα, μας λέει:
«Ο Ερυσίχθονας αισθανόταν ανόσια περιφρόνηση για τους θεούς. Ποτέ του δεν είχε κάμει να καπνίσουν οι βωμοί τους. Και, όπως λένε, με το τσεκούρι στο χέρι τόλμησε να παραβιάσει ένα ιερό δάσος της Δήμητρας και να χτυπήσει δέντρα, που τα είχαν σεβαστεί αιώνες ολόκληροι. Στο δάσος εκείνο υπήρχε μια πολύ μεγάλη βελανιδιά, που μόνη αυτή αποτελούσε ολόκληρο δάσος. Οι ευλαβείς περίοικοι είχαν στολίσει τον κορμό της με κορδέλες, με γιρλάντες και με στίχους, σημάδια ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες τής θεάς. Μα όλα αυτά δεν στάθηκαν αρκετά για να κρατηθεί μακριά από τον ιερό κορμό το ανευλαβές χέρι τού Ερυσίχθονα. Ο γιος του Τριόπα έδωσε διαταγή στους δούλους του να ρίξουν κάτω το δέντρο. Μα επειδή τους είδε να διστάζουν, άρπαξε το τσεκούρι από τα χέρια ενός δούλου, λέγοντας τούτα τα ανίερα λόγια : «Είτε είναι αυτό το δέντρο αγαπητό στη Δήμητρα, είτε είναι η Δήμητρα η ίδια, η κορυφή του θ’ αγγίξει σε λίγο το χώμα». Έπειτα σήκωσε το τσεκούρι και χτύπησε το δέντρο. Η βαλανιδιά ανατρίχιασε και βόγκηξε. Ωχρά έγιναν τα φύλλα της και οι καρποί και οι κλάδοι της.
Με τα πρώτα κτυπήματα, που έκαναν το φλοιό της να πέσει κομματιασμένος και πλήγωσαν τον κορμό της. Κύματα αίματος αναβλύσανε από τις πληγές. Το θαύμα αυτό έκανε όλους όσοι ήταν εκεί, να παγώσουν από φόβο.
Ένας από αυτούς (ένας μόνο είχε το απαιτούμενο θάρρος) θέλησε να συγκρατήσει το ανευλαβές χέρι και να εμποδίσει το έγκλημα. Μα ο Θεσσαλός, κοιτάζοντας με οργισμένο βλέμμα «πάρε», του είπε, «την τιμή του ευλαβικού σου ζήλου», και με μια τσεκουριά τού έκοψε το κεφάλι.
Με διπλασιασμένη ορμή χτυπούσε ύστερα το δέντρο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή που έβγαινε από την πληγή της βελανιδιάς; «Ήμουν Νύμφη αγαπημένη της Δήμητρας», έλεγε, «και ο κορμός αυτός ήταν το άσυλό μου, τρέμε. Η φωνή μου, σβήνοντας, σου παραγγέλνει πως θα τιμωρηθείς για τις κακουργίες σου. Η τιμωρία σου ετοιμάζεται και ο θάνατός σου θα με παρηγορήσει για τον δικό μου»».
Από τη στιγμή εκείνη, έλεγαν τα παραμύθια, άρχισε ένα βασανιστικό μαρτύριο πείνας για τον Ερυσίχθονα. Όσο κι αν έτρωγε , ό,τι κι αν έτρωγε, δεν χόρταινε ποτέ του. Έφαγε όλα του τα κοπάδια του και συνέχισε να πεινάει. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Θύμωσε με τον Ερυσίχθονα, από συμπαράσταση στη Δήμητρα, και ο θεός Διόνυσος κι έκανε και αυτός με τη σειρά του ο Ερυσίχθονας να μην μπορεί ακόμα ποτέ του να χορτάσει το πιοτό και το κρασί. Όσο κι αν έπινε, ό,τι και αν έπινε, δεν μπορούσε ποτέ του να ξεδιψάσει. Έφαγε έτσι όλη του την περιουσία πουλώντας την, για να μπορέσει να χορτάσει την πείνα και την ασταμάτητη δίψα του. Ό,τι και αν έκανε όμως ήταν αδύνατο να κορέσει την πείνα και τη δίψα του.
«Ένας ανεμοστρόβιλος – συνεχίζει ο Οβίδιος, όπως μας τα μεταφέρει ο Ρισπέν – έφερε την Πείνα στο κατώφλι του παλατιού του Ερυσίχθονα. Μπήκε μέσα η Πείνα και πήγε κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι του. Ο ανόσιος κοιμόταν βαθιά. Τον τύλιξε λοιπόν με τα φτερά της, του φύσηξε τα δηλητήριά της μέσα του, γέμισε με την πνοή της το στόμα του, το λαιμό του και το στήθος του και τα έκαμε να πεινάσουν. Μόλις τελείωσε το έργο της η Πείνα, έφυγε από το βασίλειο εκείνο της αφθονίας και ξαναγύρισε στην έρημό της και στο στείρο σπήλαιό της.
Ο Ερυσίχθονας κοιμόταν ακόμη. Κάποιο όνειρο τον ξεγέλασε και ζήτησε, μέσα στον ύπνο του, να φάει. Το στόμα του άρχισε να ανοιγοκλείνει αδιάκοπα, τα δόντια του χτυπούσαν πάνω στα δόντια του, ο φάρυγγάς του κατέβαζε φανταστικές τροφές, μα το κενό ήταν η μόνη τροφή που προσφερόταν στη βουλιμία του. Ξύπνησε. Η πείνα λυσσούσε μέσα στο στόμα του και ξέσχιζε το άδειο στομάχι του. Αμέσως διέταξε ν’ αδειάσουν τον αέρα από τα πουλιά, τη γη από τα ζώα, τη θάλασσα από τα ψάρια, και να του τα φέρουν. Γύρω του βασίλευε η αφθονία, μα αυτόν τον έδερνε λιμός. Το τραπέζι του ήταν γεμάτο από φαγητά, κι αυτός φώναζε να του φέρουν κι άλλα. Ό,τι θα αρκούσε να θρέψει πολιτείες και λαούς ολόκληρους, δεν αρκούσε στον Ερυσίχθονα».

5. Ο Ερυσίχθονας στον Καλλίμαχο

Ο μύθος του Ερυσίχθονα και της ασέβειάς του ήταν πολύ γνωστός και αγαπητός στον απλό λαό, όπως όλες αυτού του είδους οι ιστορίες σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους λαούς. Θεωρούνταν ακόμη πολύ διδακτικός.
Ο Καλλίμαχος στον ύμνο του στη θεά Δήμητρα μας λέει σχετικά:
«τουτάκις ἁ χείρων Ἐρυσίχθονος ἅψατο βωλά.
σεύατ’ ἔχων θεράποντας ἐείκοσι, πάντας ἐν ἀκμᾷ,
πάντας δ’ ἀνδρογίγαντας, ὅλαν πόλιν ἄρκοι ᾆραι,
ἀμφότερον, πελέκεσσι καί ἀξίναισιν ὁπλίσσας,
ἐς δέ τό τᾶς Δάματρος ἀναιδέες ἔδραμον ἄλσος,
ἦς δὲ τις αἴγειρος, μέγα δένδρεον, αἰθέρι κῦρον’
τῷ δ’ ὕπο ταὶ νύμφαι ποτὶ τὤνδιον ἑψιόωντο
ἅ πράτα πλαγεῖσα, κακόν μέλος ἴσχεν ἄλλαις. 40
ᾔσθετο Δαμάτηρ, ὅτι οἱ ξύλον ἱερόν ἀλγεῖ’
εἶπε δέ χωσαμένα, τίς μοι καλά δένδρεα κόπτει;
αὐτίκα Νικίππᾳ, τὰν οἱ πόλις ἀρήτειραν
δαμοσίαν ἔστασαν, ἐείσατο’ γέντο δὲ χειρὶ
στέμματα καί μάκωνα, κατωμαδίαν δ᾿ ἔχε κλᾷδα,
φᾶ δὲ παραψύχοισα κακόν και ἀναιδέα φῶτα’
τέκνον, ὅτις τά θεοῖσιν ἀνειμένα δένδρεα κόπτεις
τέκνον ἐλίνυσον, τέκνον πολύθεστε τοκεῦσι,
παύεο καὶ θεράποντας ἀπότρεπε’ μὴ τι χαλεφθῇ
πότνια Δαμάτηρ, τᾶς ἱερὸν ἐκκεραϊζεις
Τάν δ’ ἄρ᾿ ὑποβλέψας χαλεπώτερον, ἠέ κυναγόν
ὤρεσιν ἐν Τμαρίοισιν ὑποβλέπει ἄνδρα λέαινα
ὠμοτόκος, (τᾶς φαντί πέλειν βλοσυρώτατον ὄμμα)
χάζευ, ἔφα’ μή τοι πέλεκυν μέγαν ἐν χροί παξῶ.
ταῦτα δ’ ἐμὸν θησεῖ στεγανόν δόμον, ᾧ ἔνι δαῖτας
αἰὲν ἐμοῖς ἑτάροισιν ἄδην θυμαρέας ἀξῶ.
Εἵπεν ὁ παῖς’ Νέμεσις δέ κακάν ἐγράψατο φωνάν.
Δαμάτηρ δ᾿ ἄφατόν τι κοτέσσατο’ γείνατο δ᾿ ἁ θεῦς.
ἴθματα μέν χέρσω, κεφαλά δέ οἱ ἄψατ’ Ὀλύμπω.
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἡμιθνῆτες, ἐπεί τάν πότνιαν εἶδον,
ἐξαπίνας ἀπόρουσαν, ἐνί δρυσί χαλκὸν ἀφέντες.
ἁ δ᾿ ἄλλως μέν ἴασεν, (ἀναγκαίᾳ γάρ ἕποντο
δεσποτικάν ὑπό χεῖρα) βαρύν δ᾿ ἀπαμείψατ᾿ ἄνακτα’
ναί, ναί, τεύχεο δῶμα, κύον, κύον, ᾧ ἔνι δαῖτας
ποιησεῖς θαμιναί γάρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι.
Ἁ μὲν τόσσ’ εἰποῖσ’ Ἐρυσίχθονι τεῦχε πονηρά,
αὐτίκα οἱ χαλεπόν τε καί ἄγριον ἔμβαλε λιμόν,
αἴθωνα, κρατερόν’ μεγάλῃ ἐστρεύγετο νούσῳ,
σχέτλιος, ὅσσα πάσαιτο, τόσων ἔχεν ἵμερος αὖτις
εἴκατι δαῖτα πένοντο, δυώδεκα δ’ οἶνον ἄφυσσον’
καί γάρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος,
τόσσα Διώνυσον γάρ ἅ καί Δάματρα χαλέπτει.
οὔτε μιν εἰς ἐράνως οὔτε ξυνδείπνια πέμπον
αἰδόμενοι γονέες’ προχανά δ᾿ εὑρίσκετο πᾶσα.
ἦνθον Ἰτωνιάδος μιν Ἀθαναίας ἐπ᾿ ἄεθλα
Ὀρμενίδαι καλέοντες’ ἀπ᾿ ὦν ἠρνήσατο μάτηρ’
οὐκ ἐνδοῖ, χθιζός γάρ ἐπί Κρανῶνα βέβηκε,
τέλθος ἀπαιτήσων, ἑκατόν βόας, ἦνθε Πολυξώ,
μάτηρ Ἀκτορίωνος, (ἐπεί γάμον ἄρτυε παδί)
ἀμφότερον, Τριόπαν τε καί υἱέα, κικλήσκοισα,
τάν δέ γυνά βαρύθυμος ἀμείβετο δακρυχέοισα’
νεῖταί τοι Τριόπας, Ἐρυσίχθονα δ’ ἤλασε κάπρος
Πίνδον ἀν’ εὐάγκειαν, ὁ δ’ ἐννέα φάεα κεῖται.
δειλαία, φιλότεκνε, τὶ τ’ οὐκ ἐψεύσαο μᾶτερ;
δαίνυεν εἰλαπίνας τις; ἐν ἀλλοτρίοις Ἐρυσίχθων.
ἄγετό τις νύμφαν; Έρυσίχθονα δίσκος ἔτυψεν,
ἤ ἔπεσ’ ἐξ ἵππων, ἤ ἐν Ὄθρυϊ ποίμνι’ ἀμιθρεῖ (Orphica, Procli Hymni, Mysaei, Carmen de Hero et Leandro, Callimachi, Hymni et Epigrammata, Ύμνος εις Δήμητρα, στίχ. 33 -87, σελ. 239 -241, Lipsiae 1905).
Ας χαρούμε το θαυμάσιο αυτό κείμενο σε μία ωραία μετάφραση ενός πολύ αγαπημένου φίλου, του Γιάννη Πανέρη, που πια δεν βρίσκεται ανάμεσά μας:
«Τότε άναψε η χειρότερη απόφαση του Ερυσίχθονα. Όρμησε έχοντας είκοσι βοηθούς, όλους στην ακμή τους, όλους ανδρογίγαντες, ικανούς να σηκώσουν την πόλη ολόκληρη, τον καθένα με τσεκούρια και αξίνες τούς όπλισε κι έτρεξαν αναιδείς στο ιερό άλσος τής Δήμητρας, όπου κάποια λεύκα, μεγάλο δέντρο, έφτανε στον αιθέρα.
Κάτω από αυτό οι Νύμφες το μεσημέρι ευχαριστιόνταν. Αυτή μόλις πληγώθηκε, πικρό τραγούδι ύψωσε στις άλλες, το ένιωσε η Δήμητρα ότι πονά το ιερό της δέντρο και είπε θυμωμένη: ποιος μου κόβει τα όμορφα δέντρα;
Αμέσως με τη Νικίππη, που η πόλη την όρισε (:στη Δήμητρα) δημόσια ιέρεια, εξομοιώθηκε. Πήρε λοιπόν στα χέρια στέφανα και παπαρούνες, είχε στους ώμους κρεμασμένα τα κλειδιά (του ναού) και είπε προσπαθώντας να κατευνάσει τον κακό και ανευλαβή άνδρα: παιδί μου, που κόβεις τα δέντρα τα αφιερωμένα στους θεούς, παιδί μου, ησύχασε, παιδί μου, λατρευτό στους γονείς σου, σταμάτα και εμπόδισε τους υπηρέτες σου μήπως οργιστεί η σεβάσμια Δήμητρα που της καταστρέφεις το ιερό.
Την αγριοκοίταξε σκληρότερος, όπως τον κυνηγό στα βουνά του Τόμαρου τον αγριοκοιτάζει λέαινα που απέβαλε (το βλέμμα της λένε βλοσυρότατο είναι), κοντοστάθηκε, είπε: φύγε, μη σου καρφώσω στη σάρκα το μεγάλο τσεκούρι. Αυτά θα στεγάσουν το παλάτι μου, όπου συμπόσια πάντοτε θα προσφέρω στους φίλους μου πολύ χαρωπά. Είπε ο νιος. Η Νέμεση όμως τους κακούς του λόγους τους έγραψε. Η Δήμητρα δε ανείπωτο πόσο οργίστηκε, και είχε πια θεά γίνει.Τα πατήματά της στο χώμα, το κεφάλι της όμως τον Όλυμπο άγγιζε. Αυτοί μεν μισοπεθαμένοι, μόλις είδαν τη σεπτή, αμέσως σκορπίστηκαν αφήνοντας μες στις βελανιδιές τον χαλκό τους.
Η δε Δήμητρα αλλιώς πορεύτηκε (γιατί ακολουθούσαν αναγκαία κάτω απ’ το κυρίαρχο χέρι της) κι απάντησε στον άγριο άρχοντα: ναι, ναι, φτιάχνε παλάτι, σκύλε, σκύλε, που μέσα του συμπόσια θα κάνεις. Συχνές θα είναι στο εξής οι ευωχίες σου.
Αυτή τόσα είπε και στον Ερυσίχθονα ετοίμασε βάσανα. Αμέσως τού έριξε δύσκολη κι άγρια πείνα, φλογερή, σκληρή, κι από μεγάλη έλιωνε νόσο. Ο δύστυχος όσα γευόταν, τόσα ξανά λαχταρούσε.
Είκοσι ετοίμαζαν γεύμα, δώδεκα φέρναν κρασί, γιατί μαζί με τη Δήμητρα κι ο Διόνυσος θύμωσε. Τα ίδια δηλαδή τον Διόνυσο και τη Δήμητρα οργίζουν.
Ούτε σε συμπόσια συνεισφοράς ούτε σε ομαδικά δείπνα τον έστελναν ντροπιασμένοι οι γονείς του. Κάθε πρόφαση βρισκόταν. Ήρθαν οι Ορμενίδες προσκαλώντας τον σε αγώνες της Ιτωνιάδας Αθηνάς. Το απαρνήθηκε λοιπόν η μητέρα: δεν είναι μέσα, από χθες έχει πάει στην Κρανώνα, για ν’ απαιτήσει ένα χρέος, εκατό βόδια. Ήρθε η Πολυξώ, μητέρα του Ακτορίωνα, (επειδή στο παιδί της ετοίμαζε γάμο), προσκαλώντας και τους δύο, και τον Τριόπα και τον γιο του.
Σ’ αυτήν βαρύθυμη απάντησε η γυναίκα με τα δάκρυά της να τρέχουν: ταξιδεύει ο Τριόπας, τον Ερυσίχθονα τον πλήγωσε αγριόχοιρος στην Πίνδο με τις όμορφες κοιλάδες, εννέα μέρες είναι στο κρεβάτι. Δόλια, φιλότεκνη μάνα, τι ψέμα δεν είπες;
Προσκαλούσε σε συμπόσιο κάποιος; Στα ξένα ο Ερυσίχθονας. Νυμφεύονταν κάποιος; Τον Ερυσίχθονα δίσκος τον χτύπησε ή έπεσε απ’ τ΄ άλογα ή στην Όρθρη κοπάδια μετράει».
Δεν υπάρχουν τόσο αξιόπιστες μαρτυρίες και κυρίως τόσο παλαιές, όσο οι παραπάνω, που να βεβαιώνουν ότι ο σωσμένος από τον κατακλυσμό Δευκαλίωνας βασίλευσε σ” άλλα μέρη.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας βρισκόταν, σύμφωνα με τον Όμηρο, αλλά και άλλους συγγραφείς και ιστορικούς ερευνητές, η πόλη ή η χώρα που είχε το όνομα Ελλάδα.
Είναι η χώρα ή η πόλη που την ίδρυσε ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και στην οποία κατοικούσαν οι άνθρωποι που πρώτοι έφεραν το όνομα Έλληνες. Οι Έλληνες ονομάστηκαν έτσι, όπως είναι γνωστό, από το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, τον Έλληνα. Τέτοια μαρτυρία όμως, τόσο έγκυρη, σαφής και κατηγορηματική, που να μιλάει για τον τάφο του Έλληνα στην περιοχή τους και για τη βασιλεία του Δευκαλίωνα, δεν υπάρχει για τις περιοχές γύρω από τ΄ άλλα τρία βουνά που διεκδικούν το άραγμα της κιβωτού του Δευκαλίωνα.
Είναι λοιπόν λογικό να θεωρήσουμε ότι στις μυθοπλαστικές ερμηνευτικές απόπειρες για την αναζήτηση των ριζών του κάθε ελληνικού φύλου πρέπει να ταυτίζεται το μέρος όπου γεννήθηκε ο πρόγονος και επώνυμος ήρωας όλων των Ελλήνων, ο Έλληνας, με το μέρος όπου στάθηκε η κιβωτός με τους γονείς του. Θα ήταν ανακόλουθο στην πρώτη αυθεντική μυθολογική επινόηση να μην ταυτίζονται ο τόπος της πόλης Ελλάδας (ή της χώρας Ελλάδας, εάν η Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, ήταν χώρα) και ο τόπος αποβίβασης από την κιβωτό του πρώτου ζευγαριού που σώθηκε, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, των γονιών δηλαδή του Έλληνα».

6. Μήστρα ή Μνήστρα,…η καλή αρραβωνιαστικιά

Πάνω στην Όρθρη μαζί με τον Ερυσίχθονα ζούσε και η κόρη του, η Μήστρα ή Μνήστρα. Πήγε να ζήσει κοντά του γιατί λυπόταν να τον αφήσει μόνο του.
Η Μήστρα είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε όποιο ζώο ήθελε σε οποιαδήποτε στιγμή χρειαζόταν. Την ικανότητα αυτή της Μήστρας τής την είχε δώσει ο θεός Ποσειδώνας που ήταν εραστής της. Ο Ερυσίχθονας εκμεταλλεύθηκε και αυτήν την ικανότητα της κόρης του για να μπορέσει να ικανοποιήσει το πάθος του. Μεταμορφωνόταν σε κάποιο ζώο η Μήστρα, την έπαιρνε ο πατέρας της και την πουλούσε. Με τα χρήματα αυτά αγόραζε να φάει. Το βράδυ όμως η Μήστρα, πάλι μεταμορφωμένη σε άλλο ζώο, έφευγε από το αφεντικό της και γύριζε στον πατέρα της. Πάλι την ξαναπουλούσε ο πατέρας της και έπαιρνε χρήματα, για να μπορέσει να χορτάσει την πείνα του.
Άλλες μυθολογικές εκδοχές έλεγαν ότι ο Ερυσίχθονας πουλώντας τη Μήστρα ως φοράδα ή αγελάδα κάθε μέρα, επειδή την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν χρήματα, την άλλαζε με περισσότερα από ένα μικρά ζώα – πρόβατα, γίδες – και έτσι τρεφόταν.
Ο Σίσυφος, ο βασιλιάς της Κορίνθου, που καταγόταν από τούτα τα μέρη, αφού ήταν εγγονός τού Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας, όταν πληροφορήθηκε τις ικανότητες της Μήστρας, σκέφθηκε να εκμεταλλευτεί το γεγονός και ν’ αυξήσει τα κοπάδια του. Πήγε λοιπόν στον Ερυσίχθονα και ζήτησε να πάρει τη Μήστρα γυναίκα στο γιο του Γλαύκο και σε αντάλλαγμα υποσχόταν να του δώσει πολλά πρόβατα, γίδες και βόδια. Ο Ερυσίχθονας δέχτηκε. Πήρε τη Μήστρα στο σπίτι του ο Σίσυφος αλλά συνεχώς εύρισκε και διάφορες δικαιολογίες και δεν έκανε το γάμο του γιου του μαζί της. Την ανάγκαζε να κάνει ό,τι έκανε μέχρι τώρα στον πατέρα της, για ν’ αυξήσει έτσι τα κοπάδια του. Δεν κράτησε όμως πολύ αυτό. Η Μήστρα γύρισε στον πατέρα της.
Άλλοι μύθοι πάλι έλεγαν ότι ο Ερυσίχθονας δεν πουλούσε την κόρη του μεταμορφωμένη σε κάποιο ζώο, αλλά την αρραβώνιαζε κάθε τόσο και έπαιρνε από τους γαμπρούς του για προίκα ζώα για το φαγητό του. Όταν αυτή πήγαινε στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της, μεταμορφωνόταν σε κάποιο ζώο και με τη μορφή του ζώου αυτού γύριζε στο σπίτι του πατέρα της. Γι’ αυτό, έλεγαν αυτοί, την κόρη του Ερυσίχθονα την ονόμαζαν όχι Μήστρα αλλά Μνήστρα, δηλαδή αρραβωνιαστικιά επειδή «μνηστευόταν», αρραβωνιαζόταν, πολλές φορές για το χατίρι του πατέρα της.
Ανάμεσα στους μύθους οι οποίοι ακούγονταν σε τούτα τα μέρη, ένας άλλος έλεγε ότι η Μήστρα ήταν κόρη του Αίθωνα. Ήταν όμως και ερωμένη του θεού Ποσειδώνα. Όταν κάποτε ο Ερυσίχθονας την κυνηγούσε να την πιάσει, αυτή παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να την κάνει ψάρι να γλιτώσει. Έτσι και έγινε. Την έπιασε όμως και πάλι ο Ερυσίχθονας και την πίεζε συνεχώς να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα, που τα πουλούσε. Από το γεγονός αυτό των συνεχών μεταμορφώσεων της Μήστρας στην αρχαιότητα λεγόταν για κάποιον που ήταν άστατος στον χαρακτήρα του η φράση «μεταβλητότερος Μήστρας».
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι στο πάθημα του Ερυσίχθονα.
Ούτε και μ’ αυτό τον τρόπο, με την βοήθεια δηλαδή της Μήστρας ή Μνήστρας, μπόρεσε να γίνει κάτι και να σωθεί η κατάσταση. Θεραπεία για το πάθημα του Ερυσίχθονα δεν βρισκόταν με τίποτε. Η κατάρα της θεάς Δήμητρας τον κυνηγούσε ασταμάτητα μέχρι που αυτός, μην αντέχοντας άλλο την ακόρεστη πείνα του, έφαγε, λέει το πανάρχαιο παραμύθι, τις ίδιες του τις σάρκες και τελείωσε έτσι η άθλια ζωή του.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι υπήρχε και θεότητα γυναικεία με το όνομα Αδηφαγία, προσωποποίηση της λαιμαργίας και της αδηφαγίας, που πρέπει να ήταν μία άλλη υπόσταση της Δήμητρας και μας θυμίζει έντονα τον Ερυσίχθονα και την τιμωρία του από την θεά Δήμητρα.
Η Αδηφαγία παριστανόταν ως μία γυναίκα με πολύ μεγάλη κοιλιά, το στόμα της μπουκωμένο με φαγητό, στο ένα χέρι κρατούσε φαγητά και το άλλο ήταν απλωμένο ν’ αρπάξει πάλι άλλα φαγητά. Στη Σικελία μάλιστα υπήρχε ναός αφιερωμένος στη θεά Αδηφαγία. Μέσα στο ναό αυτόν υπήρχε άγαλμα της Σιτώς Δήμητρας: «παρὰ Σικελιώταις . . .Ἀδηφαγίας ἱερὸν . . .καὶ Σιτοῦς Δήμητρος ἄγαλμα».
Μετά τον θάνατο του Ερυσίχθονα η Μήστρα παντρεύτηκε τον Αυτόλυκο. Αυτός ήταν γιος του θεού Ερμή και της Χιόνης. Σύμφωνα μ’ ένα μύθο ακόμη η Μήστρα έγινε από τον Ποσειδώνα η μητέρα του Βελλεροφόντη.

Ο ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Και πάλι όμως δεν έχουν τελειωμό οι θεϊκοί βοσκοί της Όρθρης. Ακόμη και αυτές οι ίδιες οι Μούσες, έλεγαν οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής στα παραμύθια που διηγούνταν στους μεταγενέστερους, είχαν τα κοπάδια των ζώων τους στην περιοχή της Φθίας, δηλαδή στις πλαγιές της Όρθρης, με τα καρπερά λιβάδια της. Τη φύλαξη των κοπαδιών τους αυτών πάνω στην Όρθρη οι Μούσες την είχαν αναθέσει στον Αρισταίο. Ο Αρισταίος ήταν παιδί του Απόλλωνα.
Στη Φθία βρισκόταν ο Αρισταίος, βόσκοντας τα κοπάδια των Μουσών, όταν τον κάλεσαν οι κάτοικοι των Κυκλάδων να τους απαλλάξει από την ξηρασία που μάστιζε τη χώρα τους. Ο Αρισταίος δέχτηκε να τους βοηθήσει με την προϋπόθεση ότι θα τον άφηναν να εγκατασταθεί εκεί.
Μεταξύ των κατοίκων της Κέας, λέει μία παραλλαγή του μύθου αυτού, ζούσαν και πολλές νύμφες. Έφυγαν όμως οι νύμφες και εγκατέλειψαν το νησί τους κυνηγημένες από ένα άγριο λιοντάρι. Η απομάκρυνση αυτή των νυμφών ήταν ακριβώς εκείνη που έφερε συνεχώς συμφορές στο νησί. Στέρεψαν όλες οι πηγές και τα νερά, ξεράθηκαν τα δέντρα και τα χορτάρια, η ανομβρία μάστιζε το νησί και έγινε μεγάλη ξηρασία. Οι άνθρωποι και τα ζώα υπόφεραν από την πείνα και πέθαιναν. «Τα κυνικά καύματα του Σείριου κατέκαψαν τα πάντα.»
Ήρθε όμως ο Αρισταίος από τη Φθία, θυσίασε στον Σείριο και στον Ικμαίο Δία, το θεό δηλαδή της δροσιάς, της βροχής και του ουρανού, και όλα αποκαταστάθηκαν. Φύσηξαν ξανά τα μελτέμια που δροσίζουν τους κατοίκους του νησιού κάθε χρόνο. Οι κάτοικοι της Κέας για να θυμούνται και να τιμούν τις ευεργεσίες αυτές του Αρισταίου παρίσταναν στη μία πλευρά των νομισμάτων τους τον Αρισταίο και στην άλλη τον Σείριο στεφανωμένο με ακτίνες.
Ο Αρισταίος ήταν το αγαπημένο παιδί του θεού Απόλλωνα. Μητέρα του, σύμφωνα με τους μύθους, ήταν η ξακουστή νύμφη Κυρήνη. Αν και η Κυρήνη φέρεται, ως επώνυμη νύμφη της πόλης Κυρήνης και της Κυρηναϊκής της Βόρειας Αφρικής, ωστόσο ήταν νύμφη της Θεσσαλίας, κόρη του Λαπίθη βασιλιά Υψέα και ζούσε στις πλαγιές της Πίνδου. Εκεί βοσκούσε τα κοπάδια του πατέρα της. Εκεί την είδε ο Απόλλωνας την ώρα που αυτή σκότωνε ένα λιοντάρι που απειλούσε τα κοπάδια της, την θαύμασε και την ερωτεύθηκε αμέσως. Την άρπαξε λοιπόν και την έφερε στην θέση που από αυτήν ονομάστηκε Κυρήνη.
Υπάρχουν και παραδόσεις περισσότερο ενισχυτικές της σχέσης της Κυρήνης με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Σύμφωνα μ’ αυτές την Κυρήνη ίδρυσαν κάτοικοι από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Την ίδρυσαν Μυρμιδόνες. Όταν γεννήθηκε ο Αρισταίος, ο πατέρας του τον πήρε και τον πήγε να τον αναθρέψουν η Γαία και οι Ώρες. Κι οι Ώρες ταΐζοντάς τον νέκταρ και αμβροσία τον έκαναν αθάνατο.
Βλέπουμε λοιπόν και στο μύθο αυτό ότι η Γαία εξακολουθεί να λατρεύεται. Αυτό σημαίνει ότι ο μύθος του Αρισταίου είναι πανάρχαιος.
Ο Αρισταίος είναι μια θεϊκή υπόσταση που αξίζει ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη. Ήταν πολύ γνωστή θεότητα στην αρχαιότητα και λατρευόταν σε πάρα πολλά μέρη. Οι Μούσες, έλεγαν οι μύθοι, οι οποίες αγαπούσαν ιδιαίτερα τον Αρισταίο, του είχαν διδάξει τη μαντική, την ιατρική, τη μελισσοκομία, την τυροκομία, την αμπελοκαλλιέργεια, την ελαιοκαλλιέργεια και άλλες τέχνες. Ο Αρισταίος από μόνος του πάλι είχε τελειοποιήσει αυτές τις τέχνες και είχε ανακαλύψει τρόπους της κατεργασίας των μαλλιών, του στησίματος των παγίδων για το κυνήγι των άγριων ζώων και πολλά άλλα. Αυτός ο ίδιος, σύμφωνα με όσα πίστευαν οι αρχαίοι σ’ άλλους μύθους, ανακάλυψε την τέχνη της μελισσοκομίας, την τυροκομική, το λιοτρίβι. Όλες αυτές τις τέχνες ο Αρισταίος τις δίδαξε και στους κατοίκους πάρα πολλών περιοχών στις οποίες ταξίδευε συνεχώς.
Ο Αρισταίος είναι μια αρκετά αινιγματική και προβληματική θεότητα. Ήταν σίγουρα πανάρχαια προλυμπιακή θεότητα, «πρότερος θεός» δηλαδή. Λατρευόταν κυρίως σε πολιτιστικά καθυστερημένες περιοχές. «Φαίνεται ότι αρχικά ήταν θεότητα λαού, ο οποίος ζούσε αποκλειστικά από τη γεωργία και την κτηνοτροφία.. . .Οι σχέσεις του με τους πιο απόκεντρους και πολιτιστικά καθυστερημένους τόπους του ελληνισμού (Αρκαδία, Θεσσαλία) ενισχύουν την άποψη αυτή», διαβάζουμε στην «Ελληνική Μυθολογία» της «Εκδοτικής Αθηνών».
Λαός ο οποίος ζούσε αποκλειστικά από την κτηνοτροφία και τη γεωργία, στην απόμακρη εκείνη εποχή αλλά και σ’ όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέχρι πριν από λίγες δεκάδες χρόνια, ήταν φυσικά και ο λαός της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Οι σχέσεις του Αρισταίου με την Αχαΐα Φθιώτιδα φανερώνονται από το ότι ο Αρισταίος παντρεύτηκε την Αυτονόη, την κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας. Η Αυτονόη ήταν αδελφή της Ινώς, της γυναίκας του Αθάμαντα του ξακουστού βασιλιά της Άλου.
Έτσι ο Αρισταίος είναι σύγαμβρος του τοπικού βασιλιά της Αχαΐας Φθιώτιδας Αθάμαντα. Εξάλλου, το γιο του Αρισταίου και της Αυτονόης, τον Ακταίωνα τον ανάθρεψε ο Χείρωνας, πανάρχαιος ήρωας και προολυμπιακή θεότητα της ίδια περιοχής.
Οι ειδικοί μυθολόγοι, οι οποίοι εξετάζουν τα παρόμοια θέματα, οδηγούνται στο σίγουρο συμπέρασμα ότι ο Αρισταίος είναι θεϊκή προσωπικότητα αρχαιότερη του Δία και του Απόλλωνα, από τους οποίους, όπως σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, απορροφήθηκε και τελικά έμεινε μόνο τ’ όνομά του ενσωματωμένο ως προσδιοριστικό επίθετο στο δικό τους όνομα. Έτσι π. χ. στην Αρκαδία ο Αρισταίος λατρευόταν ως Δίας. Στο νησί Κέα, όπου επιχωριάζουν και πολλοί άλλοι μύθοι για τον Αρισταίο, αναφέρεται θεός με το όνομα Δίας Αρισταίος.
Παρατηρούμε δηλαδή για άλλη μια φορά το φαινόμενο της θεοκρασίας ν’ αποβαίνει, όπως συνήθως, σε βάρος της παλαιότερης θεότητας, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Αρισταίος. Οι θεότητες των καθυστερημένων πολιτιστικά χωρών, στις θεοκρασίες που γίνονταν με θεούς άλλων προηγμένων πολιτιστικά περιοχών, πάντοτε αφομοιώνονταν και υπέκυπταν στους εισαγόμενους θεούς ή επιζούσαν για λίγα χρόνια ως λατρευτικά επίθετα των ισχυρών αυτών νέων θεών μεχρισότου τελικά χαθούν εντελώς και ονοματικά και επιζήσουν μόνο στις λαϊκές «προλήψεις» και στις τοπικές λαϊκές παγανιστικές συνήθειες.
Οι θεοί καθυστερημένων πολιτιστικά περιοχών στο τέλος πάντοτε, παρ” όλη την υπαρκτή αντίδραση και το δεδομένο συντηρητικό πνεύμα των περιοχών αυτών, υποκύπτουν σ’ όσους θεούς επιβάλλονται από λαούς πολιτιστικά περισσότερο ανεβασμένους.
Επιζούν όμως οι τοπικές παραδοχές ως ανεπίσημες λατρευτικές συνήθειες, ως παγανιστικά έθιμα τα οποία γίνονται αναγκαστικά ανεκτά από τη νέα θρησκεία και ενσωματώνονται σ’ αυτήν γιατί είναι αδύνατη η οριστική εκκρίζωσή τους. Είναι η ίδια η ψυχή του λαού αυτά. Και η ψυχή του λαού δεν ξεριζώνεται ποτέ. Είναι οι βάσεις της απλής λαϊκής θρησκείας, η οποία πάντοτε επιζεί δίπλα και παράλληλα με την επίσημη θρησκεία και είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένη.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις στη μυθολογία στις οποίες οι τοπικές προολυμπιακές θεότητες, στις αναγκαστικές θεοκρασίες που έγιναν, πιεζόμενες από την πανελλήνια ακτινοβολία των νέων φωτεινών ολυμπιακών θεοτήτων, επέζησαν ως συνοδευτικά λατρευτικά επίθετα των νέων θεών. Οι ιδιότητες των παλαιών αυτών θεών αποδόθηκαν και στους νέους. Είναι οι ιδιότητες εκείνες που επιζούν στις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες, στη λαϊκή θρησκεία που ζει παράλληλα με την επίσημη θρησκεία.
Απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν και όσα υποστηρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες, φαίνεται ότι ο Αρισταίος ήταν ένας θεός ο οποίος λατρεύτηκε ιδιαιτέρως θερμά στην Αχαΐα Φθιώτιδα ή, σωστότερα, λατρεύτηκε πολύ και με πάθος και στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Σ’ αυτήν εντοπίζονται πολλοί μύθοι που συνδέονται με την προσωπικότητά του.
Είδαμε ότι ο Αρισταίος δόθηκε για να τον αναθρέψει η Γαία η οποία είχε μεγαλώσει και τους Τιτάνες που ήταν παιδιά της. Πανάρχαια θεά η Γαία, σε μέρη όπου κατοικούσαν λαοί που καλλιεργούσαν και στηρίζονταν αποκλειστικά στη γη, δεν μπορεί παρά να έρχεται πάντοτε στους μύθους τους.
Ενισχύει δηλαδή, η ύπαρξη λατρείας της προολυμπιακής θεότητας του Αρισταίου στην Αχαΐα Φθιώτιδα, την άποψη, την οποία υποστηρίζουμε: οι μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά γιατί θα πρέπει να είναι αρχαιότεροι των μύθων πολλών άλλων περιοχών.
Ο Αρισταίος έφερε και τα ονόματα «Αγρεύς» και «Αδρίστας» ή «Δρίστας». Είναι τα ίδια λατρευτικά επίθετα τα οποία συναντούμε να συνοδεύουν και τον θεό Απόλλωνα. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως μία ακόμη ένδειξη ότι ο Απόλλωνας, ως νεότερη θεότητα η οποία κυριάρχησε, απορρόφησε, από τον παλαιότερο θεό Αρισταίο, μαζί με την προσωπικότητά του, και τα λατρευτικά του επίθετα
Ο Διόδωρος Σικελιώτης (4, 81, 2) μας λέει ότι τα ονόματα αυτά τα έδωσαν στο γιο του Απόλλωνα οι νύμφες που τον μεγάλωσαν. «Τόν δ’ οὖν Ἀπόλλω κατά ταύτην τήν χώραν ἐκ Κυρήνης γεννήσαντα υἱόν Ἀρισταῖον, τοῦτον μέν νήπιον ὄντα παραδοῦναι ταῖς νύμφαις τρέφειν• ταύτας δέ τῷ παιδί τρεῖς ὀνομασίας προσάψαι• καλεῖν γάρ αὐτόν Νόμιον, Ἀρισταῖον, Ἀγρέα».
Το «αγρεύς» και τα άλλα λατρευτικά επίθετα του νέου θεού Απόλλωνα, συνδέθηκαν μαζί του με διάφορους μύθους οι οποίοι ερμηνεύουν την εισβολή και επικράτηση των Ολύμπιων θεοτήτων και την αφομοίωση από αυτούς των παλαιοτέρων θεοτήτων. «Αγρεύς» ακόμη επονομαζόταν και ο θεός Βάκχος αλλά και ο Ποσειδώνας.
Σύμφωνα με μία αρχαία επιγραφή του Δ΄ π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε μάλλον στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, ο Απόλλωνας έφερε και το όνομα «Αγυιάτας». Η επιγραφή, αναφερόμενη στον Απόλλωνα, γράφει: «ΤΟΙ ΑΓΥΙΑΤΑΙ»
Κόρη του Αρισταίου ήταν η Μάκριδα, επώνυμη νύμφη και ηρωίδα της Εύβοιας. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή στον Αρισταίο και στη Μάκριδα παραδόθηκε ο θεός Διόνυσος, για να τον αναθρέψουν και όχι, όπως γνωρίζουμε από άλλη εκδοχή, στον Αθάμαντα και στην Ινώ. Η Ήρα για να εκδικηθεί την Μάκριδα που δέχτηκε να μεγαλώσει το νόθο γιο του άντρα της Διόνυσο, την έδιωξε από την Εύβοια. Αυτή τότε μαζί με τον Διόνυσο πήγε στη Κέρκυρα.
Εκεί κατοίκησε σε μία σπηλιά με δύο εισόδους. Είναι η σπηλιά εκείνη μέσα στην οποία, πολλά χρόνια αργότερα έγινε, ο γάμος του Ιάσονα και της Μήδειας.
Έτσι, για εξυπηρέτηση από το ένα μέρος της ανάγκης εξακολούθησης της λατρείας του παλαιού θεού και από το άλλο της ανάγκης της λατρείας της νέας ανατέλλουσας και επιβλητικού κύρους θεότητας του φωτός και του ήλιου, ο παλαιός και ταπεινός θεός Αρισταίος, θεός απλά και μόνο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, υποβιβάστηκε σε ήρωα.
Ως κύριο έργο τώρα του ανατέθηκε να μεσολαβεί ανάμεσα στους νέους θεούς και τους ανθρώπους. Ένας θεός που για αιώνες πολλούς λατρευόταν στην περιοχή και η λατρεία του οποίου είχε βαθιά ποτίσει την πίστη των ανθρώπων δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί εντελώς με την εμφάνιση ενός νέου θεού, όσο λαμπερότερος κι αν ήταν αυτός ο κανούργιος που ερχόταν. Δεν υπήρχε λοιπόν άλλη δυνατότητα παρά μόνο ο συμβιβασμός και ο συγκερασμός των δύο θεοτήτων σε μία.
Ο παλιότερος θεός έπρεπε να συγχωνευθεί με τον καινούργιο και να επιβιώσει κοντά του, έστω ως λατρευτικό επίθετο, δηλαδή ως μία από τις ιδιότητές του, στο τόσο φωτεινό περιβάλλον του καινούργιου. Έτσι ακριβώς επιβιώνουν πάντοτε και για ολόκληρους αιώνες στοιχεία της κάθε παλαιάς θρησκείας που εξαφανίζεται μέσα στις λατρευτικές συνήθειες της νέας.
Εξάλλου οι εργασίες που προστάτευε ο Αρισταίος, γεωργία και κτηνοτροφία, εξαρτιόνταν αποκλειστικά από τον ήλιο, δηλαδή τον Απόλλωνα. Ενυπάρχει δηλαδή στη νέα αντίληψη περί της θεϊκής ουσίας μία πρόοδος στην ανθρώπινη σκέψη, αφού στη νέα αυτή αντίληψη ανακαλύπτεται από την ανθρωπότητα ότι ο κάθε «Αρισταίος», δηλαδή ο κάθε γεωργός και κτηνοτρόφος, εξαρτάται από το ηλιακό φως και την επίδραση που αυτό ασκεί στο ριζοβόλημα και στη βλάστηση των καλλιεργειών του.
Ήταν επομένως υποχρεωτική η παραδοχή της νέας επιστημονικής ανακάλυψης, έστω κι αν αυτό συνεπαγόταν μια οπωσδήποτε οδυνηρή άρνηση της επί αιώνες ολόκληρους βαθιά καθιερωμένης πίστης και ριζωμένης παράδοσης.
Η ανάγκη να βρεθεί κάποιος τρόπος να κυριαρχήσει ο Απόλλωνας, χωρίς να χαθεί οριστικά ο Αρισταίος, ικανοποιήθηκε με την κατασκευή ενός μύθου που τον παρουσιάζει να είναι αυτός γιος του νέου θεού Απόλλωνα.
Έτσι και το μεγαλείο και η λάμψη του ιδρυτή και ιδιοκτήτη του μαντείου των Δελφών, δηλαδή της νέας αλήθειας, ενισχύθηκε και κυριάρχησε ανώδυνα αλλά και η παλαιά τοπική παράδοση επέζησε. Ακόμη και η ίδια η πανάρχαια θεότητα Γαία είχε αναγκαστεί να παραδώσει το μαντείο των Δελφών στον ανατέλλοντα νέο Ήλιο. Ήταν ο αναγκαίος συμβιβασμός και η εξισορρόπηση μεταξύ αντίδρασης της τοπικής παράδοσης στον επαπειλούμενο ολοκληρωτικό εξοβελισμό της από το νέο θεό και της επιβεβλημένης και αναπόφευκτης ανάγκης προσαρμογής της στη νέα εξελικτική πορεία της ανθρωπότητας.

ΚΕΡΑΜΒΟΣ, Ο ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΩΝ ΝΥΜΦΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΣ

Αλλά δεν τελείωσαν οι θεϊκές οντότητες που απασχολούνταν με την κτηνοτροφία πάνω στην Όρθρη. Πάνω στον βουνό των Τιτάνων, τον κυρίαρχο ορεινό όγκο της Αχαΐας Φθιώτιδας, βοσκούσε τα κοπάδια του και ένας ακόμη θεϊκός βοσκός. Ήταν ο Κέραμβος. Και αυτός, όπως και ο Ερυσίχθονας, ήταν εγγονός του Ποσειδώνα.
Όπως και στον μύθο του Ερυσίχθονα έτσι και στον μύθο του Κέραμβου ο Ποσειδώνας παρουσιάζεται στην προολυμπιακή του μορφή, όχι ως θεός της θάλασσας, αλλά ως θεός της στεριάς, της γης. Αυτή ήταν η πρώτη μορφή του θεού Ποσειδώνα, ο οποίος στη Θεσσαλία, φερόταν να είναι στην αρχή, σύζυγος της Γαίας. Αυτός ήταν εκείνος που, όπως πίστευαν στη Θεσσαλία, άνοιξε τα Τέμπη, για να γίνει η Θεσσαλία, από λίμνη, που ήταν αρχικά, στεριά.
Ο Κέραμβος ήταν κι αυτός, όπως γίνεται φανερό απ’ όσα υποδηλώνονται στους μύθους που συνδέονται μαζί του, μία από εκείνες τις προολυμπιακές θεϊκές οντότητες οι οποίες απορροφήθηκαν από τους Ολύμπιους θεούς και ενσωματώθηκαν σ’ αυτούς.
Ήταν κι αυτός ένας από τους θεούς που είχαν έδρα τους την Όρθρη πριν γίνει θεϊκή έδρα ο Όλυμπος. Ήταν κι αυτός ένας θεός που εξουδετερώθηκε και εξαφανίστηκε από το θεϊκό προσκήνιο μέσα από μία αναγκαστική θεοκρασία, η οποία πραγματοποιήθηκε κάτω από το κύρος και τη βίαιη επικράτηση της θεϊκής δυναστείας του Ολύμπου.
Εξάλλου, στην εξελικτική πορεία που ακολούθησε η ανθρώπινη σκέψη για τη σύλληψη της πραγματικής ουσίας της θεϊκής ύπαρξης, οι τερατόμορφες θεϊκές υποστάσεις, όπως π.χ. ο Κέραμβος, που γινόταν σκαθάρι και η Μνήστρα, που μεταμορφωνόταν σε όποιο ζώο επιθυμούσε, είναι πάντοτε θεϊκές μορφές που προηγούνται χρονικά των ανθρωπόμορφων θεοτήτων στην ανοδική πορεία της ανθρώπινης συνείδησης στη σύλληψη της ιδέας του Θεού.
Στις ίδιες σκέψεις οδηγεί και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο η θεά Θέτιδα, όταν προσπαθούσε με κάθε τρόπο ν’ αποφύγει το γάμο της με τον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα, μεταμορφωνόταν συνεχώς σε διάφορα ζώα.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα λατρείας τερατόμορφων θεοτήτων στη Θεσσαλία. Φαίνεται ότι ο θεϊκός θηριομορφισμός υπήρχε σε μεγάλη έκταση στη Θεσσαλία. Αυτό είναι ασφαλώς μία ακόμη απόδειξη της μεγάλης παλαιότητας των μύθων της. Έτσι και ο Ποσειδώνας, πέρα από το ότι εδώ λατρευόταν ως χθόνια θεότητα και θεωρούνταν σύζυγος της Γαίας, σε ακόμη παλιότερες εποχές λατρευόταν ως άλογο. Γι’ αυτό και τον συναντάμε και με την προσωνυμία «Ίππιος». Αλλά και πολλά από τα παιδιά, που φέρονται να έχουν πατέρα τον Ποσειδώνα, παρουσιάζονται με τερατόμορφη όψη.
Ο Κέραμβος, όπως έλεγαν οι μύθοι που ακούγονταν πάνω στην Όρθρη, ήταν ο μεγάλος αγαπημένος των νυμφών που ζούσαν εκεί, των Ορθρηίδων νυμφών. Όλες οι νύμφες της Όρθρης τον τριγύριζαν με αγάπη και όλες προσπαθούσαν να έχουν τη συντροφιά του. Εξάλλου ήταν γιος μιας πανέμορφης νύμφης της Όρθρης, της Ειδοθέας.
Πατέρας του, κατά μία εκδοχή που την παρουσιάζει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης, ήταν ο Εύσειρος, ο γιος του Ποσειδώνα. Μία άλλη εκδοχή παρουσιάζει τον Κέραμβο ή Τέραμβο να έχει πατέρα τον ίδιο τον Ποσειδώνα αλλά μητέρα του πάντα είναι η Ορθρηίδα νύμφη Ειδοθέα.
Εάν, ωστόσο, θυμηθούμε ότι, σύμφωνα με μυθολογικές παραδοχές, οι Τιτάνες ήταν οι άντρες των Νυμφών, εύκολα οδηγούμαστε στη σκέψη ότι ο Κέραμβος συνδέεται με τους «πρότερους» θεούς, τις προολυμπιακές τιτανικές θεϊκές υποστάσεις.
Τόσο πολύ, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι της περιοχής, αγαπούσαν τον Κέραμβο οι νύμφες της Όρθρης, ώστε για χάρη του και μόνο παρουσιάζονταν ολοζώντανες μπροστά του. Και όχι μόνο αυτό. Μία φορά, όλες μαζί, χόρεψαν μπροστά του, για να τον ευχαριστήσουν. Το ίδιο, όπως οι νύμφες, της Όρθρης, αγαπούσε τον Κέραμβο και ο θεός Πάνας. Λένε μάλιστα ότι αυτός συμβούλεψε τον Κέραμβο να κατεβάσει τα κοπάδια του χαμηλότερα για να τα γλιτώσει από τη μεγάλη βαρυχειμωνιά.
Ο Πάνας, σύμφωνα με μία από τις πολλές εκδοχές που υπάρχουν για τη γέννησή του, ήταν γιος του Ουρανού και της Γης. Ήταν επομένως αδερφός των Τιτάνων, των θεϊκών οντοτήτων που είχαν έδρα την Όρθρη, ξεχασμένη προολυμπιακή θεότητα και αυτός. Λησμονημένος Τιτάνας, ταπεινό απομεινάρι της παλιάς θεϊκής δυναστείας, πού αλλού, έξω από την παλιά έδρα τους, την Όρθρη, θα μπορούσε να είχε ξεμείνει; Έτσι η υποστήριξη που παρείχε ο Πάνας σε μία προολυμπιακή θεότητα, όπως ήταν ο Κέραμβος, εξηγείται στα πλαίσια της πάλης μεταξύ των δύο θεϊκών δυναστειών για την τελική επικράτηση.
Η προολυμπιακή θεϊκή δυναστεία πάνω στην Όρθρη αντιστεκόταν στον εκθρονισμό της με κάθε τρόπο. Οι άνθρωποι που ζούσαν πάνω στην απόμακρη και απομονωμένη αυτή γωνιά διατηρούσαν πεισματικά τις δικές τους πανάρχαιες λατρευτικές συνήθειες και αντιστέκονταν στις καινούργιες ιδέες, πολύ περισσότερο όταν αυτές οι νέες ιδέες προσπαθούσαν να τους αλλάξουν τους γνωστούς τους πατροπαράδοτους θεούς τους.
Η αγάπη αυτή των νυμφών της Όρθρης για τον αγαπημένο τους Κέραμβο έγινε ολοφάνερη με το εξής περιστατικό. Κάποτε, λέει, επρόκειτο να πέσει μεγάλη βαρυχειμωνιά πάνω στην Όρθρη και θα κινδύνευαν να καταστραφούν όλα τα κοπάδια όσα θα έμειναν πάνω στο βουνό. Οι νύμφες της Όρθρης, που έμαθαν το μεγάλο κακό που θα συνέβαινε, ήθελαν να προστατέψουν τον αγαπημένο τους και να τον βοηθήσουν να γλιτώσει τα κοπάδια του. Του φανέρωσαν λοιπόν το θέλημα των θεών και τον συμβούλεψαν να κατεβάσει τα κοπάδια του στα χαμηλότερα, όπου ο χειμώνας δεν θα ήταν τόσο δριμύς, αν ήθελε να τα γλιτώσει.
Ο Κέραμβος (ή Τέραμβος κατά τον Αθανάσιο Σταγειρίτη) όμως, έλεγαν τα παραμύθια που ακούγονταν πάνω στην Όρθρη, δεν άκουσε τις συμβουλές τους. Δεν καταδεχόταν αυτός ν’ ακούσει τέτοιες συμβουλές. Γυναικείες κουβέντες ήταν και δεν έπρεπε να τις δίνει σημασία. Ξυπνούσε και πάλι μέσα του η ακαταδεξιά και η περηφάνια των Τιτάνων. Δεν φοβόταν τίποτε αυτός, έλεγε. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Άρχισε να συμπεριφέρεται περιφρονητικά προς τις νύμφες και να τις κοροϊδεύει για τους φόβους τους και τις ιδέες τους. Τις πρόσβαλε ομαδικά όλες.
Κι ήταν πολλές και περήφανες οι νύμφες πάνω στην Όρθρη. Καμάρωναν για την αρχοντική τους καταγωγή. Η μεγάλη αδερφή τους, η Ορθρηίδα ήταν η μητέρα και πρόγονος όλων των μεγάλων ηρώων και βασιλιάδων τούτης της χώρας. Ήταν εκεί, πάνω στις πλαγιές της Όρθρης και όλες τους τις πρόσβαλε ο Κέραμβος. Ήταν εκεί η πανέμορφη Αντιάνειρα, η περήφανη Διοπάτρη, η πάμπλουτη Πολυμήλα, η αρχοντοπούλα Φθία, η βασιλομάνα Φεραία, η καλόκαρδη Πολυδώρα, η ακριβοθώρητη Ειδοθέα, η πολυαγαπημένη Λαοθόη, η γλυκοπρόσωπη Μελία, η πολυξάκουστη Ιφιμέδεια και πολλές άλλες ακόμη. Όλες αυτές μαζί τις έβριζε ασύστολα ο Κέραμβος και τις περιφρονούσε.
Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Από τη μεγάλη αλαζονεία του όχι μόνο τις κορόιδευε αλλά άρχισε να αμφισβητεί και αυτή ακόμα τη θεϊκή τους καταγωγή.
– Και ποιες είστε εσείς που θα μου κάνετε τις έξυπνες, που μου παριστάνετε ότι τα ξέρετε όλα, τις έλεγε, προσβάλλοντας και περιφρονώντας τις φανερά όλες.
Ξαναζούσε μέσα του η παλιά περηφάνια των ακατάδεχτων Τιτάνων και των τεράστιων στη δύναμη, αλλά μικρών στο μυαλό Γιγάντων. Δεν ήταν, τις έλεγε, κόρες του Δία, όπως πίστευαν και καμάρωναν οι ίδιες, αλλά απλά ήταν κόρες του ποταμού Σπερχειού. Η συμπεριφορά αυτή του Κέραμβου είχε πια ξεπεράσει κάθε επιτρεπτό όριο.
Ο Σπερχειός ποταμός, που είναι ποταμός της Αχαΐας Φθιώτιδας, είναι ένας άλλος πανάρχαιος προολυμπιακός θεός. Σ’ αυτόν έπρεπε ν’ αφιερώσει τα μαλλιά του ο Αχιλλέας. Ο Σπερχειός ήταν και σύζυγος της αδερφής του Αχιλλέα. Ο ίδιος ποταμός είχε ακόμη κάποτε και το όνομα Ελλάδα
Ξαναγυρίζουμε στον Κέραμβο. Κατηγορούσε λοιπόν ο Κέραμβος τις νύμφες της Όρθρης ότι δεν ήταν κόρες του Δία, αλλά του Σπερχειού ποταμού. Για μια μάλιστα από αυτές, την πανέμορφη Διοπάτρη, είπε φοβερότερες ακόμα και πρωτάκουστες κατηγορίες. Αυτή, όπως κατηγορούσε ο Κέραμβος, και το φώναζε μπροστά σ’ όλες τις νύμφες, τα είχε φτιάξει με τον παππού του, τον Ποσειδώνα, και μάλιστα, όπως ισχυριζόταν ο Κέραμβος, ο Ποσειδώνας, για να μπορεί να χαίρεται τον έρωτα μαζί της χωρίς να ενοχλείται από την παρουσία των άλλων νυμφών, τις μεταμόρφωνε όλες, για όση ώρα χρειαζόταν, σε λεύκες και, ύστερα, σαν τελείωνε τη δουλειά του, τις ξανάδινε πάλι την πραγματική μορφή τους.
Αυτά έλεγαν οι μύθοι για τον υπερόπτη Κέραμβο, που δεν έλεγε να καταλάβει τις καινούργιες ιδέες και να συμβιβαστεί μ’ αυτές και τις νέες ανάγκες που παρουσιάζονταν. Με τη συμπεριφορά του όμως αυτή ο Κέραμβος είχε ξεπεράσει κάθε όριο ανυπακοής προς το Θείο. Η προσβολή στις θεομάνες Ορθρηίδες νύμφες ήταν μεγάλη κι ασυγχώρετη. Είχε διαπράξει την «ύβρη» της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί.
Πλάκωσε λοιπόν, όπως είχαν προειδοποιήσει οι νύμφες, η μεγάλη βαρυχειμωνιά πάνω στην Όρθρη. Όλα τα κοπάδια καταστράφηκαν. Μαζί τους και τα κοπάδια του Κέραμβου. Τον ίδιο μάλιστα τον Κέραμβο, για να τον τιμωρήσουν, οι νύμφες της Όρθρης από πανέμορφο και πολύ γοητευτικό νέο που όλες τον αγαπούσαν και τον ήθελαν παρέα τους, τον μεταμόρφωσαν σε άσχημο σκαθάρι, έτσι που να μην μπορεί να τον αντικρίσει κανένας. Μεταμορφώθηκε στο σκαθάρι που ακόμα και σήμερα ζει και λέγεται Κεράμβυκας
Ωστόσο υπήρχαν και μυθολογικές εκδοχές οι οποίες ερμήνευαν την μεταμόρφωσή του σε σκαθάρι, όχι ως τιμωρία του αλλά ως κάποια μορφή θεϊκής ευσπλαχνίας προς αυτόν, αφού έτσι, έστω και μ’ αυτή τη μορφή της ζωής, θα επιζούσε.
Όπως και να είναι ο Κέραμβος έγινε σκαθάρι. Είναι εκείνο το σκαθάρι που ζει ακόμη πάνω στα βουνά και φυσικά πάνω στην Όρθρη και ονομάζεται χαρακτηριστικά, από το όνομα του Κέραμβου, Κεράμβυκας. Το κεφάλι του Κεράμβυκα συνήθιζαν στα χωριά της Όρθρης να το κρεμούν με μία κλωστή από τον λαιμό των παιδιών, για να εμποδίζει την βασκανία τους. Θεωρούσαν το κεφάλι του Κεράμβυκα ένα είδος φυλακτού. Είναι αυτή η συνήθεια οπωσδήποτε ένα αξιοσημείωτο λατρευτικό κατάλοιπο με πανάρχαιες καταβολές που επέζησε μέχρι τις μέρες μας.
Είναι κατάλοιπα της λαϊκής θρησκείας, που σ’ όλες τις εποχές και ανεξάρτητα από το ποια είναι η επίσημη κρατική θρησκεία, ζουν πάντοτε στην ψυχή του λαού, ο οποίος μπορεί και βρίσκει πάντοτε τρόπο να τα συνδυάζει, χωρίς συνειδησιακούς προβληματισμούς, με κάθε νέα θρησκεία και λατρεία. Το κεφάλι του κεράμβυκα κρεμασμένο στο λαιμό των μικρών παιδιών ήταν ένα είδος «φυλαχτού», ένα σύγχρονο «χαϊμαλί».
Υπάρχει και μία άλλη μυθολογική εκδοχή που δέχεται ότι ο Κέραμβος σώθηκε πάνω στην Όρθρη από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Είδαμε την εκδοχή αυτή στο μέρος εκείνο της εργασίας μας στο οποίο παραθέταμε τα επιχειρήματά μας για τη στήριξη της άποψής μας ότι η κιβωτός του Δευκαλίωνα, όταν σταμάτησε η βροχή, στάθηκε πάνω στην Όρθρη.
Στο μύθο του Κέραμβου βλέπουμε μια πρωτόγονη μορφή κτηνοτροφίας στην οποία δεν φαίνεται να έχει ανακαλυφθεί ακόμη η νομαδική κτηνοτροφία ούτε και αυτή ακόμα η απλή μετακίνηση των κοπαδιών κατά τη διάρκεια του χειμώνα προς τα χειμαδιά. Είναι μια εποχή κατά την οποία μερικοί φωτισμένοι άνθρωποι, κάποιοι «Αρισταίοι», θέλουν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στη χρησιμοποίηση κάποιων επιστημονικών ιδεών αλλά συναντούν αντιδράσεις.
Δεν έχει κυριαρχήσει ακόμα απόλυτα ο θεός του φωτός Απόλλωνας. Η «αντίδραση» υπάρχει μεν, αλλά τιμωρείται, για να γίνει σιγά σιγά στην ανθρωπότητα «το πάθημα μάθημα». Φυσικά κάθε αντίδραση και αντίσταση στην πρόοδο και στην εξέλιξη στο τέλος δεν μπορεί παρά να υποκύψει, αναγκαστικά και με βία ή με τιμωρία, μεχρισότου επικρατήσει οριστικά το «φως της αλήθειας».
Ωστόσο, ο Κέραμβος, παρ” όλο τον πρωτογονισμό της σκέψης του από τον οποίο, φαίνεται να διακατέχεται, ήταν εκείνος που ανακάλυψε τη λύρα και τη σύριγγα, δηλαδή τον ποιμενικό αυλό, η ανακάλυψη των οποίων αποδίδεται, όπως είναι γνωστό, στον Απόλλωνα και στον Πάνα.
Έχουμε επομένως και εδώ, όπως γίνεται φανερό για ακόμα μια φορά, μια προϋπάρχουσα προολυμπιακή, θεϊκή οντότητα, η οποία απορροφήθηκε από νεότερες. Οι μύθοι που υπήρχαν γι’ αυτήν, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, επειδή δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, ενσωματώθηκαν και αποδόθηκαν στις νεότερες θεότητες, οι οποίες επικράτησαν στην ανθρώπινη συνείδηση στην εξελικτική αντίληψη περί του θείου. Όλες οι ανάγκες λατρείας παλαιών και νέων θεοτήτων βολεύτηκαν με μία ακόμη θεοκρασία.
Η ύπαρξη και η λατρεία τόσων προολυμπιακών θεοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Όρθρης, όπως και αυτή των Τιτάνων που είχαν έδρα τους το ίδιο βουνό, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως ένα ακόμα ενισχυτικό επιχείρημα της άποψης ότι οι μύθοι αυτής της περιοχής πρέπει να εξετάζονται και με την προοπτική της ανακάλυψης σ’ αυτούς των πρώτων πρωταρχικών των ελληνικών μύθων και λαϊκής λατρείας.