Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (12η συνέχεια)

Ο θΕΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΧΑΪΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑ
1. Η τιμωρία του Απόλλωνα

Στην Όρθρη επάνω, εκτός από τα κοπάδια του Ίφικλου, έβοσκαν και τα κοπάδια ενός άλλου ξακουστού βασιλιά της ίδιας περίπου περιοχής. Ήταν τα κοπάδια του Άδμητου, του βασιλιά των Φερών. Αυτός είχε το παλάτι του, στο οποίο ζούσε μαζί με την οικογένειά του, στις αρχαίες Φερές, κοντά στο σημερινό Βελεστίνο.
Το βασίλειο του Άδμητου στην εποχή που αναφέρεται ο συγκεκριμένος μύθος έφτανε, όπως φαίνεται, ως τον σημερινό Αλμυρό και τις πλαγιές της Όρθρης. Αυτό προκύπτει από το ότι τα κοπάδια του Άδμητου έβοσκαν στα λιβάδια της Όρθρης και δροσίζονταν στα νερά του γνωστού στην αρχαιότητα Άμφρυσου ποταμού, της σημερινής δηλαδή Κεφάλωσης, έξω από το χωριό Πλάτανος της επαρχίας Αλμυρού.
Βοσκός των κοπαδιών του Άδμητου ήταν ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Ο Δίας, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι της περιοχής, είχε τιμωρήσει, τον Απόλλωνα να υπηρετήσει, αν και ήταν θεός αθάνατος, για «ἓνα μεγάλον ἐνιαυτόν», που θα πει για εννιά ολόκληρα χρόνια, ή, σύμφωνα με άλλους, για οκτώ χρόνια, κοντά σ’ ένα θνητό, το βασιλιά των Φερών Άδμητο.
Γιατί δόθηκε αυτή η τιμωρία στον Απόλλωνα; Ο Δίας είχε σκοτώσει με κεραυνό τον αγαπημένο γιο του Απόλλωνα, τον Ασκληπιό. Σκότωσε τον Ασκληπιό γιατί, επειδή ήταν πολύ καλός γιατρός, θεράπευε όλους τους αρρώστους και έτσι δεν πέθαινε κανένας. Έτσι όμως η γη κινδύνευε να βουλιάξει από το πολύ βάρος. Ο Απόλλωνας για να εκδικηθεί τον Δία σκότωσε με τη σειρά του, τους Κύκλωπες γιατί αυτοί ήταν εκείνοι που είχαν κατασκευάσει και παραδώσει στον Δία τον κεραυνό, με τον οποίο αυτός είχε σκοτώσει τον Ασκληπιό.
Άλλοι όμως τα έλεγαν διαφορετικά. Δεν ήταν δυνατό να σκοτώσει ο Απόλλωνας τους Κύκλωπες, αφού οι Κύκλωπες ήταν αθάνατοι και επομένως δεν σκοτώνονταν. Άλλη ήταν η εκδίκηση που θέλησε να πάρει ο Απόλλωνας για τον θάνατο του Ασκληπιού. Σκότωσε τα παιδιά των Κυκλώπων, που δεν ήταν αθάνατα.
Αφού λοιπόν σκότωσε τους Κύκλωπες ή, όπως λένε άλλοι, τα παιδιά των Κυκλώπων, ο Απόλλωνας, καταλαβαίνοντας ότι τον περιμένει ο μεγάλος θυμός και η τιμωρία τού Δία, έτρεξε να βρει καταφύγιο στους Υπερβόρειους. Μόνο εκεί πίστευε ότι ήταν δυνατόν να γλιτώσει. Ο Όμηρος φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη των Υπερβορείων ενώ ο Ηρόδοτος τους θεωρούσε υπαρκτό λαό. Ο Στράβωνας λέει ότι οι Έλληνες ονόμαζαν Υπερβόρειους τους λαούς που ζούσαν βορείως του Εύξεινου Πόντου και του Δούναβη.
Οι Υπερβόρειοι ζούσαν εκεί που τελειώνει ο κόσμος, πιο πάνω από τα Ριπαία βουνά, εκεί από όπου πήγαζε ο ποταμός Ίστρος, δηλαδή ο σημερινός Δούναβης. Πήγε να κρυφτεί στα Ριπαία βουνά τα οποία, όπως πίστευαν οι άρχαίοι Έληνες, ταυτίζονταν με τα Ουράλια Όρη. Από τα Ριπαία Βουνά ξεκινούσαν και κατέβαιναν προς τα κάτω οι «ριπές του ανέμου», «πνοαῖς ὄπισθεν Βορέα ψυχροῦ».
Οι Υπερβόρειοι ήταν ένας πολύ ευτυχισμένος λαός. Πάντοτε στον τόπο τους είχαν γιορτές και πανηγύρια. Κανένας δεν τους ενοχλούσε εκεί μακριά που ήταν. Εκεί δεν γέραζαν και δεν πέθαιναν ποτέ τους. Μόνο όταν γινόντουσαν χίλιων χρονών ο καθένας κι είχαν χορτάσει τον Επάνω Κόσμο, ευτυχισμένοι πλέον έδιναν τέρμα στη ζωή τους μόνοι τους, πέφτοντας από ένα ψηλό βράχο στη θάλασσα, στεφανωμένοι και γελαστοί, αφού προηγουμένως είχαν γλεντήσει με τους φίλους και τους αγαπημένους του σ’ ένα πολύ πλούσιο συμπόσιο.
Οι Υπερβόρειοι ήταν φίλοι του Απόλλωνα από πολύ παλιά και τον δέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Εξάλλου, σύμφωνα με μία εκδοχή του σχετικού μύθου, οι Υπερβόρειοι χρωστούσαν το όνομά τους στον Υπερβόρειο, ο οποίος ήταν κι αυτός Θεσσαλός.
Έκρυψαν λοιπόν οι Υπερβόρειοι καλά τον ίδιο τον Απόλλωνα. Έκρυψαν ακόμα πολύ καλά και το βέλος με το οποίο είχε κάνει το φόνο, ώστε να μην βρεθεί αποδεικτικό στοιχείο της πράξης του. Ο Δίας όμως τον βρήκε και εκεί μακριά που βρισκόταν και τον έφερε πίσω για να τον τιμωρήσει πολύ σκληρά, όπως ταιριάζει σ’ όσους εναντιώνονταν στο θέλημά του.
Άλλοι πάλι τα έλεγαν εντελώς διαφορετικά όλα όσα είχαν γίνει. Δεν είχε σκοτώσει ο Απόλλωνας, έλεγαν αυτοί, ούτε τους Κύκλωπες ούτε τα παιδιά τους. Δεν ήταν αυτή η αιτία της τιμωρίας του. Τιμωρήθηκε σκληρά επειδή σκότωσε, «κατετόξευσεν», όπως έλεγαν, το μεγάλο φίδι, τον Πύθωνα, που φύλαγε το μαντείο των Δελφών. Ο τόπος όπου σκοτώθηκε το φίδι ονομάστηκε για το λόγο αυτό «Πυθώ» και ο Απόλλωνας «Πύθιος».
Το Μαντείο των Δελφών τότε δεν ανήκε ακόμη στον Απόλλωνα – αυτό έγινε πολύ αργότερα – αλλά στη Γη, τη Γαία. Και το σημείο αυτό των τοπικών μυθολογικών αναφορών, που μνημονεύει το μαντείο των Δελφών όχι ως μαντείο ολυμπιακής αλλά προολυμπιακής θεότητας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη στήριγμα της άποψης ότι οι μυθολογικές αναφορές του τόπου τούτου είναι πανάρχαιες.
Όσο όμως και αν διέφεραν μεταξύ τους οι μυθολογικές εκδοχές για το σφάλμα εκείνο του θεού Απόλλωνα που έγινε αιτία να εξοργιστεί ο Δίας, σ’ ένα όλοι συμφωνούσαν: Ο Δίας για να τιμωρήσει τον Απόλλωνα αποφάσισε να τον ρίξει οριστικά στα Τάρταρα και να μείνει εκεί για πάντα θαμμένος.
Και θα το πραγματοποιούσε οπωσδήποτε αυτό ο μεγάλος και παντοδύναμος Δίας, αν η πανέμορφη Λητώ, η μητέρα του θεού Απόλλωνα, δεν έπεφτε στα πόδια τού μεγάλου Δία να τον παρακαλέσει να λυπηθεί αυτήν και για χάρη της να μετριάσει κάπως την τιμωρία του αγαπημένου της γιου και να τον βάλει να υπηρετήσει κάποιον άνθρωπο. Μας το μαρτυρούν ο Ησίοδος και ο Ακουσίλαος, ένας ιστορικός και μυθογράφος, ο οποίος έζησε πριν από τους περσικούς πολέμους: «Ἡσίοδος δὲ καὶ Ἀκουσίλαος μέλλειν μὲν εἰς τὸν Τάρταρον ὑπὸ τοῦ Διὸς ἐμβληθῆναι, τῆς Λητοῦς δ᾿ ἱκετευουσάσης ἀνδρὶ θητεῦσαι» (Ησίοδος, Αποσπάσματα 126 (110), Hesiodi Carmina, Lipsiae MCMII (1902), σελ. 169).
Ο Δίας πραγματικά άκουσε τα παρακάλια της Λητώς και δέχτηκε να μετριάσει την ποινή του Απόλλωνα. Τον υποχρέωσε λοιπόν αντί να μείνει για πάντα θαμμένος στα Τάρταρα να «θητεύσει», να μπει δηλαδή ο θεός Απόλλωνας, αν και ήταν αθάνατος, υπηρέτης, στον θνητό βασιλιά των Φερών Άδμητο και ταυτόχρονα να χάσει την θεϊκή του ιδιότητα για όσο διάστημα θα υπηρετούσε εκεί. Του στέρησε δηλαδή τα θεϊκά του δικαιώματα. Έτσι μόνο θα γινόταν η κάθαρσή του. Έπρεπε από θεός που ήταν να κατεβεί από τον Όλυμπο στη γη, από τον ουρανό στη γη, να γίνει άνθρωπος και αυτός και να υποφέρει υπηρετώντας τους ανθρώπους ως βοσκός
Άλλοι έλεγαν ότι ο Απόλλωνας τιμωρήθηκε με τον τρόπο αυτό, γιατί σκότωσε τη δράκαινα Δελφύνη στους Δελφούς. Για τον εξαγνισμό του από τον φόνο αυτόν έκανε την πορεία από τους Δελφούς με σκοπό να υπηρετήσει σ’ ένα ναό του κάμπου της Θεσσαλίας και τον Άδμητο (Πλούταρχος, Ηθικά, 293 β, 418 β, 421 β).
Στο σημείο αυτό, κάνοντας μία παρέμβαση, θα πρέπει να θυμηθούμε και να συσχετίσουμε το γεγονός ότι στα Τάρταρα είχε θάψει ο Δίας τους μεγάλους του αντιπάλους, τους Τιτάνες της Όρθρης. Θα πρέπει να θυμηθούμε ακόμη ότι ο Απόλλωνας λατρευόταν πάνω στην Όρθρη ως προολυμπιακή θεϊκή υπόσταση μ’ άλλα ονόματα, που θα τα δούμε παρακάτω. Η θέληση αυτή του Δία να θάψει στα Τάρταρα τον Απόλλωνα απηχεί την παρόμοια τιμωρία των μεγάλων αντιπάλων του, των Τιτάνων.
Η μετατροπή της αρχικής αυτής σκληρής απόφασης του Δία, για τελεσίδικη τιμωρία και παντοτινή εξαφάνιση του Απόλλωνα, σε μια άλλη απόφαση με ηπιότερη και προσωρινή τιμωρία τελικά υποδηλώνει την πραγματική αδυναμία εξαφάνισης από τις ανθρώπινες συνειδήσεις της ισχυρής θεϊκής υπόστασης του Απόλλωνα. Αυτό βεβαιώνεται από την εξακολούθηση της ύπαρξης και επιβίωσης της προολυμπιακής θεϊκής υπόστασης του «προτέρου θεού» Απόλλωνα, έστω και μεταλλαγμένης, και στην επόμενη θεϊκή δυναστεία, την ολυμπιακή.
Ο Απόλλωνας, στο χώρο της Αχαΐας Φθιώτιδας, φερόταν ως μια προολυμπιακή θεότητα που δήλωσε υποταγή στον Δία ή ήταν μία ισχυρή θεότητα που μπόρεσε και επέζησε και στη νέα θεϊκή κυριαρχία. Ήταν σίγουρα «πρότερος θεός», μία πανάρχαια προολυμπιακή τιτάνια θεότητα, βαθιά ριζωμένη στις ψυχές των ανθρώπων, των οποίων η ανάγκη να διατηρήσουν την πίστη τους έπλαθε μύθους βολικούς για όλες τις ανάγκες.

2. Ο Απόλλωνας τσοπάνος στις πλαγιές της Όρθρης

Ο Άδμητος δέχτηκε τον Απόλλωνα στην υπηρεσία του και τον έβαλε βοσκό στα κοπάδια του. Κι ο Απόλλωνας έγινε καλός υπηρέτης και τσοπάνος. Βοσκούσε με μεγάλη επιμέλεια και πολύ προσεχτικά τα κοπάδια του αφεντικού του. Ο Απόλλωνας «εβουφόρβει» πιστά, μας λένε οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Έκανε πολύ καλά λοιπόν τη δουλειά του. Πηγαινοέφερνε βόσκοντας όλα τα κοπάδια του Άδμητου, πρόβατα, γίδια, άλογα, βόδια, από τον κάμπο των Φερών και την Υπέρεια πηγή ως τα παχιά βοσκολίβαδα της Όρθρης και τις πηγές του ιερού ποταμού Άμφρυσου, ανάλογα με την εποχή και τη βοσκή που παρουσιαζόταν.
Από τότε ο Άμφρυσος ποταμός, που δεν είναι άλλος από τη σημερινή Κεφάλωση, το μικρό ποταμάκι έξω από τον Πλάτανο του Αλμυρού, θεωρούνταν ιερός, αφού εκεί πότιζε τα φημισμένα βασιλοκόπαδα ο θεός Απόλλωνας. Πολλές αναφορές υπάρχουν στην αρχαιοελληνική γραμματεία και μαρτυρούν την ιερότητα του Άμφρυσου ποταμού. Αλλά και ο Οβίδιος αναφέρεται στον Άμφρυσο ποταμό λέγοντας: «Apidanusque senex, lenisque Amphrisos et Aias»
Ο Ευριπίδης στο έργο του «Άλκηστις» αναφέρεται ιδιαίτερα σ’ αυτές τις ικανότητες του Απόλλωνα να βόσκει αποτελεσματικά τα κοπάδια του Άδμητου. Μας μιλάει και για τις μουσικές ικανότητές του θεϊκού βοσκού με τις οποίες κατόρθωνε και εξημέρωνε ακόμα και τ’ άγρια λιοντάρια. Έτσι αυτά όχι μόνον δεν κατάστρεφαν τα κοπάδια που έβοσκε ο Απόλλωνας αλλά αντίθετα κατέβαιναν από την Όθρη και κάθονταν ήσυχα στα πόδια του. Βάζει λοιπόν ο μεγάλος Ευριπίδης στην τραγωδία του αυτή το χορό να μιλάει για τις ικανότητες αυτές του Απόλλωνα:
«῏Ω πολύξεινος καὶ ἐλευθέρου ἀνδρός ἀεί πότ’ οἶκος.
σέ τοι καί ὁ Πύθιος εὐλύρας Ἀπόλλων
ἠξίωσε ναίειν,
ἔτλα δὲ σοῖσι μηλονόμας
ἐν νόμοις γενέσθαι
δοχμιᾶν διά κλιτύων
βοσκήμασι σοῖσι συρίζων
ποιμνίτας ὑμεναίους.
Σὺν δ᾿ ἐποιμαίνοντο χαρᾶ μελέων βαλιαί τε λύγκες,
ἔβα δὲ λιποῦσ᾿ Ὄθρυος νάπαν λεόντων
ἅ δαφοινὸς ἵλα
χόρευσε δ᾿ ἀμφί σάν κιθάραν,
Φοῖβε, ποικιλόθριξ
νεβρός ὑψικόμων πέραν
βαίνουσ᾿ ἐλατᾶν σφυρῷ κούφῳ,
χαίρουσ’ εὔφρονι μολπᾷ» (Άλκηστις, 569 -584).
Δηλαδή: «Ω, σπίτι πάντα στους ξένους ανοιχτό, ω σπίτι αρχοντάνθρωπου, εσένα σε βρήκε άξιο να καθίσει κι ο Πύθιος Απόλλωνας, ο ασύγκριτος λυράρης, και δέχτηκε να γίνει πιστικός στα βοσκοτόπια του και με το σουραύλι του έπαιξε ποιμενικούς γαμήλιους για τα κοπάδια σου σκοπούς ανάμεσα στων λόφων τις πλαγιαστές κατηφοριές.
Ολόχαροι από τα γλυκά τραγούδια βόσκαγαν με τα κοπάδια του και λύγκες πλουμιστοί κι ήρθε απ’ της Όρθρης το λαγκάδι των λιονταριών η ξανθότριχη αγέλη.
Παρδαλότριχο ελαφάκι, Φοίβε, ήρθε μ’ ελαφρό ποδάρι πέρα από τα ψηλόκορφα τα έλατα και χαρούμενο από το γλυκό σκοπό χόρεψε τριγύρω απ’ την κιθάρα σου».

Υπήρχαν βέβαια και άλλοι κουτσομπόληδες που, βλέποντας τον Απόλλωνα, ολόκληρος θεός ολύμπιος αυτός, να καταδέχεται να βόσκει τα κοπάδια ενός θνητού, τα έλεγαν διαφορετικά. Άλλες σχέσεις, πονηρές, είχαν μεταξύ τους, οι δύο άντρες και γι’ αυτό χρόνια τώρα ο Απόλλωνας τριγυρνάει κοντά στον Άδμητο και δεν λέει να φύγει από κοντά του. Έτσι κουτσομπόλευαν μερικοί και κατηγορούσαν θεό και άνθρωπο για ανωμαλίες. Ο Απόλλωνας καιγόταν από έρωτα για τον Άδμητο. Ήταν «ὑπ’ ἕρωτι κεκαυμένος Ἀδμήτοιο», μας λέει ο Καλλίμαχος στον Ύμνο στον Απολλωνα, στον 49 στίχο. .
Και δεν είχαν βέβαια άδικο να κάνουν τέτοιες πονηρές σκέψεις για τον Απόλλωνα, αφού τον έβλεπαν να έχει τις ίδιες σχέσεις και με τον Υμέναιο, τον πανέμορφο γιο του Μάγνητα.
Όσα όμως κι αν έλεγαν και όπως και αν τα έλεγαν οι παραμυθάδες, όποιες διαφωνίες κι αν είχαν, σ’ ένα όλοι τους συμφωνούσαν. Είτε αναγκαστικά, εξαιτίας της τιμωρίας του από τον Δία, έμεινε κοντά στον Άδμητο ο Απόλλωνας, είτε με την θέλησή του, επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα, την δουλειά του την έκανε πάρα πολύ καλά.
Τα βασιλοκόπαδα του Άδμητου από τότε που είχαν ένα θεό για τσοπάνο προόδευαν κι αύξαιναν καταπληκτικά αφού όλα γεννούσαν δίδυμα. Ο Απόλλωνας, όπως μας λέει ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη, 3, 10, 4, 2), βόσκοντας με επιμέλεια τις αγελάδες του Άδμητου, τις έκανε όλες να γεννούν δίδυμα:
«ὁ δέ παραγενόμενος εἰς Φεράς πρός Ἄδμητον τόν Φέρητος τούτῳ λατρεύων ἐποίμαινε, καἰ τάς θηλείας βόας πάσας διδυμοτόκους ἐποίησεν».
Για το θέμα αυτό έχουμε πολλές μαρτυρίες από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Στον ύμνο προς τον Απόλλωνα του Καλλίμαχου γίνεται αναφορά, ανάμεσα σε πολλά άλλα ενδιαφέροντα, και για εκείνο τον άλλο, τον πονηρό λόγο, που έκανε τον Απόλλωνα να θέλει να βρίσκεται κοντά στον Άδμητο:
«Φοῖβον καί Νόμιον κικλήσκομεν, ἐξέτι κεῖνον,
ἐξότ’ ἐπ’ Ἀμφρυσῷ ζευγήτιδας ἔτρεφε ἳππους,
ἠϊθέου ὑπ’ ἔρωτι κεκαυμένος Ἀδμήτοιο.
ῥεῖά τε βουβόσιον τελέθοι πλέον, οὐδέ κεν αἶγες
δεύοιντο βρεφέων ἔπι μηκάδες, ἦσιν Ἀπόλλων
βοσκομένῃς ὀοφθαλμόν ἐπήγαγεν’ οὐδ’ ἀγάλακτες
ὄϊες, οὐδ᾿ ἄκυθοι, πᾶσαι δὲ κεν εἶεν ὒπαρνοι,
ἡ δέ κε μουνοτόκος, διδυμοτόκος αἶψα γένοιτο» (Callimachi, Hymni et Epigrammata, Ύμνος στον Απόλλωνα, στιχ. 47 – 54. ( Lipsiae 1905)).
Δηλαδή: «Τον Φοίβο τον αποκαλούμε και ποιμενικό και πιο πολύ εκείνον, αφότου έτρεφε τα ζευγάρια άλογα στον Άμφρυσο ποταμό, επειδή καιγόταν από έρωτα για τον νεαρό Άδμητο. Τώρα πια υπάρχει τόπος για τη βοσκή των βοδιών και οι γίδες, που βελάζουν, δεν στερούνται από τα νεογέννητα μικρά τους, εκείνες τις οποίες ενώ βοσκούν, τις εποπτεύει με τα μάτια του ο Απόλλωνας. Ούτε τα πρόβατα είναι χωρίς γάλα, ούτε άγονα αλλά όλα έχουν αρνιά και η προβατίνα που έκανε ένα αρνί γρήγορα μπορεί να γεννάει δύο.»
Ο Απόλλωνας ήταν επίσης εκείνος που, όταν η Άρτεμη από εκδίκηση γιατί δεν την κάλεσαν στους γάμους του Άδμητου και της Άλκηστης, γέμισε με φίδια το βασιλικό σπίτι, βοήθησε να το καθαρίσουν, παρακαλώντας γι’ αυτό θερμά την αδερφή του την Άρτεμη.
Αλλά και τα άλογα του Άδμητου, που κι αυτά τα βοσκούσε ο Απόλλωνας πάνω στις πλαγιές της Όθρης, ήταν ξακουστά. Δεν μπορούσε εξάλλου να γίνει διαφορετικά. Τ’ άλογα όλης της περιοχής ήταν περίφημα για την ταχύτητά τους. Όπως μας λέει ο Όμηρος, τα άλογα του Εύμηλου, διαδόχου του Άδμητου στο θρόνο των Φερών, ήταν τα ταχύτερα άλογα των Αχαιών, μετά φυσικά από αυτά του Αχιλλέα, επίσης μεγαλωμένα στην ίδια περιοχή. Τα δύο ταχύτατα άλογα του Αχιλλέα, ο Ξάνθος και ο Βάλιος είχαν γεννηθεί από την Άρπυια Ποδάργη (γρήγορη στα πόδια) και τον Ζέφυρο. Δεν μπορούσε λοιπόν παρά να είναι πολύ γρήγορα.
«Και τ’ άτια αμέσως ο Αυτομέδοντας τα γρήγορα, τον Ξάνθο και το Βαλίο, που σαν τον άνεμο γοργοπετούσαν, ζεύει. Τα ‘χε γεννήσει με το Ζέφυρο μιαν Άρπια, η Φτεροπόδα, μια μέρα σε λιβάδι ως έβοσκε, στού Ωκεανού τους όχτους» (Ιλιάδα, Π, 148 -151. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή, έκδοση Οργανισμού Έκδοσης Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1987, σελ. 344).
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, που την αναφέρει ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Βάλιος και ο Ξάνθος ήταν παλιότερα Τιτάνες. Κατά την Τιτανομαχία, αντίθετα με τους άλλους Τιτάνες, αυτοί οι δυο συνεργάστηκαν με τον Δία και τον Ποσειδώνα. Μετανιωμένοι για την προδοσία τους αυτή, μετά τη λήξη του αγώνα, ζήτησαν να γίνουν – όπως και έγιναν – άλογα, τα οποία ο Ποσειδώνας τα δώρισε στον Πηλέα, τον πατέρα του Αχιλλέα.
Είναι και αυτή η μυθολογική εκδοχή μία ακόμη ένδειξη της αρχαιότητας των μύθων της περιοχής αυτής. Εξάλλου ολόκληρη η Θεσσαλία φημιζόταν για τα υπέροχα άλογά της έτσι ώστε να αποκαλείται «Ιππόβοτον Άργος» (Ομήρου Ιλιάδα).
Δεν θα ήταν άσκοπο ν’ αναφερθεί εδώ ότι και το περίφημο άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Βουκεφάλας, πάνω στις πλαγιές της Όθρης μεγάλωσε, αφού, όπως λένε οι πληροφορίες, το αγόρασε ο Φίλιππος Β΄, στα Φάρσαλα, από τον Θεσσαλό Φιλόνεικο δίνοντας δεκατρία τάλαντα:
«Ἐπεί δέ Φιλονείκου τοῦ Θετταλοῦ τόν Βουκεφάλαν ἀναγαγόντος ὤνιον τῷ Φιλίππῳ τρισκαίδεκα ταλάντων κατέβασαν εἰς τό πεδίον δοκιμάσοντες τόν ἵππον» (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 61).

3. Μια ερμηνευτική προσπάθεια

Από το παραπάνω απόσπασμα του Καλλίμαχου διαφαίνεται η σημαντική βοήθεια που έδωσε ο Απόλλωνας στον Άδμητο. Η ορθολογιστική ερμηνεία του αποσπάσματος αυτού μας οδηγεί βεβαίως στη σκέψη ότι ο ισχυρός βασιλικός οίκος του Άδμητου είχε συνεργαστεί με το ιερατείο για ν’ αυξήσει τη δύναμή του. Έτσι, μετά τη συνεργασία αυτή και την παροχή της εύνοιας του ιερατείου προς τον βασιλικό οίκο των Φερών, αυξήθηκε η επικράτειά του. Γι’ αυτό μας λέει ο Καλλίμαχος στο πιο πάνω απόσπασμα «τώρα πια υπάρχει τόπος για τη βοσκή» (Στ. 50 – 51).
«Τώρα» δηλαδή μετά τη βοήθεια του Απόλλωνα, μετά δηλαδή την συνεργασία του βασιλικού οίκου των Φερών με το ιερατείο, εξασφαλίστηκε τόπος για τη βοσκή, ενώ προηγουμένως (όπως αφήνεται να εννοηθεί από το εμφαντικό τώρα) δεν υπήρχε. Και βεβαίως τώρα πια υπάρχει τόπος για τη βοσκή των κοπαδιών του βασιλικού οίκου των Φερών, αφού μπορούν να βόσκουν από τις Φερές μέχρι και τον κάμπο του Αλμυρού, στις όχθες του ιερού ποταμού Άμφρυσου.
Εξάλλου ο Απόλλωνας είχε δείξει την αγάπη του για τον Άδμητο και άλλες φορές. Ο Απόλλωνας ήταν εκείνος που βοήθησε τον Άδμητο να ζέψει στο άρμα του ένα λιοντάρι και ένα αγριογούρουνο και να μπορέσει έτσι να ζητήσει την Άλκηστη γυναίκα του, όπως απαιτούσε ο πατέρας της. Θα την έδινε μόνο «τῷ δυναμένῳ συζεῦξαι λέοντι κάπρον» (Απολλόδωρος, 3, 10, 4. Hygini Fabulae 49, 51).
Άδμητος εξάλλου σημαίνει «ακαταδάμαστος», αυτός δηλαδή που δεν είναι δυνατόν να μπει κάτω από τα δεσμά άλλου. Για να γίνει όμως πραγματικά «ακαταδάμαστος» ο Άδμητος, για να γίνει «άδμητος» έπρεπε να πάρει την Άλκηστη. Άλκηστη σημαίνει «Δυνατή», δηλαδή δύναμη και κατ’ επέκταση εξουσία. Για ν’ αποκτήσει την «Δύναμη» αυτή, την εξουσία, ο Άδμητος, για να παντρευτεί δηλαδή την Άλκηστη έπρεπε να ζέψει στο άρμα του, να υποτάξει δηλαδή στο άρμα της εξουσίας του, ένα λιοντάρι κι ένα αγριογούρουνο, δυο μεγάλους δηλαδή εχθρούς που είχαν ως εμβλήματα ο ένας το λιοντάρι κι ο άλλος το αγριογούρουνο. Έτσι ερμηνεύουν ορθολογικά τον μύθο οι ειδικοί επιστήμονες.
Ο Αμυθάονας, αδελφός του Φέρητα και επομένως διεκδικητής και αυτός του θρόνου των Φερών, είχε απομακρυνθεί κυνηγημένος από τις Φερές και είχε καταφύγει στην Αμυθαονία της Ήλιδας. Κοντά στον Αμυθάονα είχε καταφύγει και τον παντρεύτηκε η Ειδομένη. Η Ειδομένη ήταν αδελφή του Άδμητου, διεκδικήτρια επομένως και αυτή κάποιων προνομίων του θρόνου των Φερών.
Ο Άδραστος ήταν απόγονος της Ειδομένης και του Αμυθάονα και επομένως κι αυτός κληρονόμος διεκδικητής του θρόνου των Φερών. Τις δυο κόρες του Άδραστου τις παντρεύτηκαν ο Πολυνείκης και ο Τυδέας κι έγιναν, με τη σειρά τους, διεκδικητές του θρόνου των Φερών και αυτοί, αφού ο Άδραστος δεν είχε αποκτήσει δικό του γιο, παρά μόνο αυτές τις δυο κόρες. Ο Πολυνείκης και ο Τυδέας, γαμπροί και κληρονόμοι των δικαιωμάτων του Άδραστου, είχαν στις ασπίδες τους ως εμβλήματα ο πρώτος το λιοντάρι και ο δεύτερος το αγριογούρουνο. Ο Άδραστος, παντρεύοντάς τους με τις κόρες του, τους έδωσε την υπόσχεση να τους αποκαταστήσει στην εξουσία. Δεν αποκαταστάθηκαν όμως ποτέ τους. Ο Απόλλωνας φρόντισε και έζεψε στον ζυγό του αγαπημένου του Άδμητου το «λιοντάρι» και το «αγριογούρουνο», εξουδετέρωσε δηλαδή τους διεκδικητές της εξουσίας του, και έτσι μπόρεσε αυτός και πήρε γυναίκα του την Άλκηστη, δηλαδή την «Δυνατή», την «Δύναμη» την εξουσία.
Δεν είναι μόνο όμως ο Άδμητος που φροντίζει ν’ αποκτήσει δύναμη, εξουδετερώνοντας με την βοήθεια του ιερατείου τους αντεκδικητές του θρόνου του. Και η Άλκηστη, η γυναίκα του, για να παραμείνει μόνη αυτή «Δυνατή», φροντίζει ν’ απαλλαγεί από τις αδελφές της που θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν προβλήματα. Η Μήδεια βάζει όλες τις άλλες κόρες του Πελία, εκτός από την Άλκηστη, να παίρνουν μέρος στον φόνο του πατέρα τους Πελία, του βασιλιά της Ιωλκού. Η μεγάλη αυτή κατηγορία τις αναγκάζει όλες στην συνέχεια να καταφύγουν στην Πελοπόννησο. «Ταύτας φασίν οι Μαντινιείς μετοικήσαι <παρά> σφας τα επί τω θανάτω του πατρός ονείδη φευγούσας. . . Τούτο ηνάγκασε τας γυναίκας ες Αρκαδίαν μετοικήσαι και αποθανούσας τα μνήματα εχώσθη σφίσιν αυτού» (Παυσανίας, Αρκαδικά, 11, 1 -2).
Ακόμη και αυτός ο Ιάσονας, διεκδικητής και διάδοχος του θρόνου της Ιωλκού, αν και έκανε ένα τόσο μεγάλο αγώνα, ολόκληρη Αργοναυτική Εκστρατεία, για να πάρει αυτόν ακριβώς τον θρόνο, φεύγει μαζί με την Μήδεια στην Κόρινθο. Η Μήδεια, που παρασέρνει τον Ιάσονα, στην Κόρινθο, είναι, κατά μία μυθολογική εκδοχή, κόρη της Εκάτης, της κόρης της Φεραίας. Απομακρύνοντας με τον τρόπο αυτό τον Ιάσονα από την Ιωλκό διευκολύνει τον πατρικό της βασιλικό οίκο των Φερών στα διεκδικητικά του σχέδια. Απομακρύνθηκαν όλα τ’ άλλα πρόσωπα. Ο θρόνος της Ιωλκού έμεινε στην εξουσία του βασιλικού οίκου των Φερών. Έτσι ο γιος του Άδμητου, ο Εύμηλος, παίρνει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο έχοντας κάτω από την κυριαρχία του και την «ἐϋκτιμένην Ἰαωλκὸν».
Η εύνοια του ιερατείου προς τον βασιλικό οίκο των Φερών, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τον έρωτα του Απόλλωνα για τον Άδμητο, συνεχίστηκε και σ’ επόμενες γενιές του οίκου αυτού. Ο Απόλλωνας φέρεται να είναι «ερωτευμένος» για πολλά χρόνια με τους Φεραίους αφού η θεϊκή αυτή «εύνοια» εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και τον δισέγγονο του Άδμητου, τον Υμέναιο.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης, βεβαιώνοντάς μας γι’ αυτόν τον «έρωτα» του Απόλλωνα για τον Υμέναιο, λέει: «ἐγένετο δ’ αὐτῷ παῖς περίβλεπτος τήν ὄψιν Ὑμέναιος• ἐπεί δ’ Ἀπόλλωνα ἔρως ἔλαβε τοῦ παιδός καί οὐκ ἐξελίμπανε τά οἰκία τοῦ Μάγνητος» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, σελ. 176, απόσπασμα 153 (176) ἔκδ. Lipsiae, in Aebius B.G. TEYBNERI MCMII (1902)).
Σύμφωνα με κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή η εύνοια του Απόλλωνα προς τον βασιλικό οίκο των Φερών δεν προερχόταν από το ότι ο Υμέναιος ήταν δισέγγονος του αγαπημένου του Άδμητου αλλά γιατί ο Υμέναιος ήταν γιος του ίδιου του Απόλλωνα.
Αυτό, ορθολογιστικά ερμηνευόμενο, σημαίνει ότι έπειτα από τόσα χρόνια όχι μόνο εξακολουθούσε να υπάρχει η εύνοια του ιερατείου προς τον βασιλικό οίκο των Φερών αλλά τώρα υπάρχει επιπλέον και οικογενειακή συγγενική σχέση μεταξύ τους. Πολιτική και θρησκευτική εξουσία βρίσκονταν σε αγαστή συνεργασία μεταξύ και έτσι έδωσαν στο κράτος των Φερών την μεγάλη ακμή του.
Για την περίοδο ακριβώς αυτή της μεγάλης ακμής του κράτους των Φερών υπάρχουν και διασώθηκαν πολλές μυθολογικές εκδοχές. Έτσι επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι τα ισχυρά κράτη μπορούν και διατηρούν και διαφυλάσσουν ασύλητους τους μύθους τους από άλλους ισχυρούς.
Ο Αντωνίνος Λιβεράλης, επιπλέον, ενισχύοντας τις σκέψεις μας αυτές για την ακμή του κράτους των Φερών κάτω από την αγαστή συνεργασία κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας, μας λέει ότι ολόκληρη η Μαγνησία πήρε το όνομά της από τον Μάγνητα, που ήταν εγγονός του Άδμητου, από την κόρη του Περιμήλη. Πήρε δηλαδή την ονομασία αυτή όταν ακριβώς το κράτος των Φερών βρισκόταν στην ακμή του: «Ἄργου δέ τοῦ Φρίξου καί Περιμήλης τῆς Ἀδμήτου θυγατρός ἐγένετο Μάγνης. Οὗτος ᾤκησεν ἐγγύς Θεσσαλίας καί τήν γῆν ταύτην ἀπ’ αὐτοῦ Μαγνησίαν προσηγόρευσαν οἰ ἄνθρωποι» (Hesiodi Carmina, ό. π). Η ονομασία του χώρου «Μαγνησία» υποδηλώνει την κτητική σχέση της με τον Μάγνητα, γόνο του φεραϊκού οίκου.
Αλλά και όταν ακόμη σε κάποια άλλη κατοπινή εποχή παρουσιάζεται να κινδυνεύει η εξουσία του Άδμητου και πάλι επεμβαίνουν οι θεοί, δηλαδή το ιερατείο, για να δώσουν τη λύση και την απαραίτητη αποτελεσματική τους συμπαράσταση.
Ο Άδμητος, σύμφωνα με όσα είχαν γράψει γι’ αυτόν οι Μοίρες, μας λέει ο μύθος, όταν θα ερχόταν η ώρα να πεθάνει, θα γλίτωνε μόνο αν κάποιος άλλος θα δεχόταν να θυσιαστεί στη θέση του. Πράγματι, όταν ήρθε αυτή η ώρα, δέχτηκε να χαθεί η «Άλκηστη». Ο Άδμητος δηλαδή δέχτηκε να παραχωρήσει την «Άλκηστη», να παραχωρήσει την «Δυνατή», να παραχωρήσει δηλαδή την «Δύναμη», να παραχωρήσει μ’ άλλα λόγια την «Εξουσία», προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή του. Χάθηκε λοιπόν η «Εξουσία» (δηλ. Άλκηστη) και ο Άδμητος έπαψε να είναι «Άδμητος» , δηλαδή ανίκητος, «Ακαταδάμαστος». Χάνοντας την Άλκηστη, τη δύναμη, υποτάχθηκε, και επομένως έπαψε να είναι «ακαταδάμαστος».
Πολύ λίγο όμως κράτησε αυτό. Πάλι η θρησκευτική εξουσία έσωσε την κατάσταση. Ένας άλλος θεός τώρα, άλλος δηλαδή εκπρόσωπος του ιερατείου, ο Ηρακλής, «ερωτευμένος». . . «κατά σύμπτωση!» και αυτός με τον Άδμητο, έρχεται την τελευταία στιγμή, περνώντας. . . «τυχαία» από εκεί και ξαναφέρνει την «Άλκηστη» από τον Άδη, δηλαδή από την εξαφάνιση, κοντά στον Άδμητο. Οι θεοί, δηλαδή το ιερατείο, έσωσαν και πάλι την κατάσταση. Ο βασιλικός οίκος των Φερών έγινε και πάλι «Άδμητος», δηλαδή «ακαταδάμαστος» αφού η «Άλκηστη», δηλαδή η «Δυνατή», δηλαδή η «Δύναμη», δηλαδή η «εξουσία», με τη βοήθεια των θεών, ήρθε και πάλι κοντά του.

4. Ο Ερμής κλέβει τα βόδια του Απόλλωνα

Κοπάδια του βασιλιά Άδμητου ήταν εκείνα που βοσκούσε ο Απόλλωνας σε τούτα τα μέρη, όταν τα είδε και τα λιμπίστηκε ο θεός Ερμής. Γι’ αυτό κι αποφάσισε να τα κλέψει. Βρήκε δε την κατάλληλη ευκαιρία γιατί εκείνο τον καιρό ο Απόλλωνας ήταν, λένε οι σχετικοί μύθοι, τρελά ερωτευμένος με τον όμορφο Υμέναιο, το γιο του Μάγνητα, ενός άλλου τοπικού ήρωα και βασιλιά. Ο αγαπημένος τού Απόλλωνα, ο Υμέναιος, ήταν δισέγγονος του Φρίξου αλλά και του Άδμητου. Πού τον έχανες, λοιπόν, πού τον έβρισκες τον Απόλλωνα, ολημερίς και ολονυχτίς στο σπίτι του Μάγνητα για να είναι όσο μπορούσε περισσότερο κοντά στον αγαπημένο του Υμέναιο. Ξεχνούσε έτσι τη δουλειά του και άφηνε τα κοπάδια που του είχε εμπιστευθεί ο Άδμητος να βόσκουν αφύλαχτα μόνα τους.
Κάποιοι άλλοι βέβαια δεν πίστευαν ότι ο Απόλλωνας είχε τέτοιες σχέσεις με τον Υμέναιο. Πώς μπορούσε να έχει τέτοιες σχέσεις αφού ο Υμέναιος, έλεγαν αυτοί, ήταν γιος του Απόλλωνα, τον οποίο είχε αποκτήσει με τη Μούσα Καλλιόπη, και τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που ο Απόλλωνας κρατούσε κοντά του στις βουνοπλαγιές της Όθρης τον Υμέναιο και περνούσε τις ώρες μαζί του. Ήταν γιος του.
Ό,τι πάντως και αν συνέβαινε ο Απόλλωνας πολύ απασχολούνταν με τον Υμέναιο γιατί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο τον αγαπούσε πολύ, και παραμελούσε τη βοσκή. Τα είδε αυτά ο Ερμής – που και αυτός εκεί κοντά τριγύριζε στις όχθες του Άμφρυσου, της σημερινής Κεφάλωσης, και ξελόγιαζε τις νύμφες που τριγυρνούσαν εκεί – και δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Κατάφερε λοιπόν ο Ερμής να κάνει τα σκυλιά που φύλαγαν τα κοπάδια τού Απόλλωνα να πέσουν σε λήθαργο και για να είναι ακόμη πιο ασφαλής και σίγουρος ότι θα μπορέσει να κάνει καλά τη δουλειά του και χωρίς προβλήματα, έκανε το λαιμό τους να πονά πολύ, ώστε να μην μπορούν να γαβγίζουν.
Με τον τρόπο αυτόν κατάφερε κι έκλεψε δώδεκα νεαρές αγελάδες («πόρτιας»), εκατό μεγάλες αγελάδες που δεν είχαν μπει σε ζυγό («άζυγας») και ένα ταύρο. Έπειτα τραβώντας τα ζώα από τις ουρές και περπατώντας προς τα πίσω, «παλιμπυγηδόν», ώστε τα ίχνη τους να μπερδεύουν όποιον θα προσπαθούσε να τα βρει, πέρασε την χώρα των Πελασγών, πέρασε την Αχαΐα Φθιώτιδα, την Λοκρίδα, την Βοιωτία και την Μεγαρίδα και έφτασε στην Πελοπόννησο.
Μια άλλη εκδοχή του μύθου λέει ότι ο Ερμής δεν οδήγησε τις κλεμμένες αγελάδες από τις ουρές, «παλιμπυγηδόν», αλλά απλά έδεσε στις ουρές τους κλαδιά δέντρων, που σέρνοντας πίσω τους έσβηναν τα ίχνη τους. Άλλοι λένε ότι έδεσε από μια φούντα χορτάρια σε κάθε πόδι αγελάδας. Τα κλαδιά αυτά σέρνονταν στο χώμα και έτσι έσβηναν τα ίχνη των αγελάδων. Έτσι δεν γινόταν φανερή η πορεία τους. Για να μη φαίνονται και τα δικά του ίχνη, ο Ερμής φόρεσε τα πέδιλά του ανάποδα.
Έτσι, για άλλη μια φορά, ένα κοπάδι βόδια από τις πλαγιές της Όθρης, όπως εκείνα που πήρε ο Μελάμποδας από τη Φυλάκη, οδηγήθηκε ως την Πελοπόννησο.
Είναι χαρακτηριστικό να θυμηθούμε ότι ακόμη και στα νεότερα χρόνια στα χωριά τουλάχιστον της περιοχής Αλμυρού, από όπου έχουμε προσωπικές μαρτυρίες, οι «αλογοκλέφτες» πετάλωναν τα κλεμμένα άλογα με τέτοιο τρόπο ώστε τα πέταλα να καρφώνονται ανάποδα. Με τον τρόπο αυτό τα ίχνη των ποδιών των κλεμμένων ζώων οδηγούσαν όσους τα αναζητούσαν σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή των κλεφτών. Στα ορεινά χωριά της Όθρης αλλά και της Ευρυτανίας οι κλέφτες των προβάτων, σε παλιότερες εποχές, μπορούσαν με μία ειδική επέμβαση που έκαναν στο λαιμό των κλεμμένων ζώων να τα καθιστούν ανίκανα να βελάζουν ώστε να μην προδίδουν με το βέλασμα την παρουσία τους. Μπορούσαν δηλαδή μέχρι τα τελευταία χρόνια οι βοσκοί της Όθρης να κάνουν αυτό που έκανε ο Ερμής στα σκυλιά του Απόλλωνα.
Αξίζει να διαβάσουμε όλα όσα έγιναν με το κλέψιμο των βοδιών που έβοσκε ο Απόλλωνας από τον Ερμή, όπως μας τα περιγράφει ο μυθογράφος Αντωνίνος Λιβεράλης:
«Ἄργου τοῦ Φρίξου καί Περιμήλης τῆς Ἀδμήτου θυγατρός ἐγένετο Μάγνης, οὗτος ᾤκησεν ἐγγύς Θεσσαλίας καί τήν γῆν ταύτην ἀπ’ αὐτοῦ Μαγνησίαν προσηγόρευσαν οἱ ἄνθρωποι, ἐγένετο δ’ αὐτῷ παῖς περίβλεπτος τὴν ὄψιν Ὑμέναιος. Ἐπεί δ’ Ἀπόλλωνα ἰδόντα ἔρως ἔλαβε τοῦ παιδός καί οὐκ ἐξελίμπανε τά οἰκία τοῦ Μάγνητος, Ἑρμῆς ἐπιβουλεύει τῇ ἀγέλῃ τῶν βοῶν τοῦ Ἀπόλλωνος. Αἱ δέ ἐνέμοντο, ἵνα περ ἦσαν αἱ Ἀδμήτου βόες, καί πρῶτα μέν ἐμβάλλει ταῖς κυσίν, αἵ ἐφύλαττον αὐτάς, λήθαργον καί κυνάγχην. Αἵ δὲ ἐξελάθοντο τῶν βοῶν καί τήν ὑλακήν ἀπώλεσαν. Εἶτα δ’ ἀπελαύνει πόρτιας δώδεκα καί ἑκατὸν βοῦς ἄζυγας καί ταῦρον, ὃς ταῖς βουσίν ἐπέβαινεν. Ἐξῆπτε δὲ ἐκ τῆς οὐρᾶς πρὸς ἕκαστον ὕλην, ὡς ἄν τὰ ἴχνη τῶν βοῶν ἀφανίσῃ• καὶ ἧγεν αὐτάς ἐλαύνων διά τε Πελασγῶν καί δι’ Ἀχαΐας τῆς Φθιώτιδος καί διά Λοκρίδος καί Βοιωτίας καί Μεγαρίδος καί ἐντεῦθεν εἰς Πελοπόννησον» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Μεγάλαι Ηοίαι, 153 (176), Antonius Liber. XXIII, σελ. 176 -177, έκδοση Lipsiae MCMII (1902)).

5. Γιορτές και πανηγύρια για τον Απόλλωνα

Για να τιμούν τον Απόλλωνα, σ’ ολόκληρη την Ελλάδα αλλά και ειδικά σε τούτα τα μέρη, γινόταν ανάμεσα σε πολλές άλλες γιορτές και η γιορτή που λεγόταν «Σεπτήρια» ή «Στεπτήρια». Αυτή γινόταν κάθε εννέα χρόνια, δηλαδή κάθε ένα «μεγάλο ενιαυτό», όσο κράτησε και η «θητεία» τού θεού κοντά στον Άδμητο. Ήταν μια μεγάλη τελετή που άρχιζε με πανηγυρική πομπή από το μαντείο των Δελφών. Εκεί γινόταν αναπαράσταση του φόνου του Πύθωνα. Κατασκεύαζαν μία καλύβα που παρίστανε την φωλιά τού Πύθωνα και μετά την έκαιγαν παρακολουθώντας όλοι το θέαμα σιωπηλοί. Η πομπή ξεκινούσε από τους Δελφούς και περνώντας από όλα τα ενδιάμεσα μέρη, κατέληγε στα Τέμπη όπου γινόταν μία τελετή αναπαράστασης του εξαγνισμού του Απόλλωνα από τον φόνο και την σφαγή του Πύθωνα. Από τους Δελφούς στέλνονταν στην κοιλάδα των Τεμπών κάθε ένατο χρόνο ευγενείς νέοι οι οποίοι αφού πραγματοποιούσαν μεγαλοπρεπείς θυσίες για εξαγνισμό, έπλεκαν στεφάνια από την ιερή δάφνη του Απόλλωνα:
«Καί ἔτι καί νῦν ἔτους ἐννάτου οἱ Δελφοὶ παῖδας εὐγενεῖς πέμπουσι καί ἀρχιθέωρον ἕνα σφῶν αὐτῶν. Οἱ δέ, παραγενόμενοι καί μεγαλοπρεπῶς θύσαντες ἐν τοῖς Τέμπεσιν, ἀπίασι πάντες στεφάνους μέν ἀπό τῆς δάφνης διαπλέξαντες, ἀφ’ ἧς περ οὖν καί τότε ὁ Θεὸς ἐστεφανώσατο» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 3, 1).
Μετά την τελετή του εξαγνισμού άρχιζε η θριαμβευτική πομπή της επιστροφής του εξαγνισμένου και λυτρωμένου πια από τα κρίματά του θεού, ακολουθώντας την ιερά οδό που ονομαζόταν «Πυθιάς».
Η γιορτή λεγόταν και «Σεπτήριον» ή «Στεπτήριον» ή «Στεπήριον» και περιλάμβανε πολλές μικρότερες μιμικές τελετές. Υπάρχει και η άποψη ότι η γιορτή γινόταν όχι κάθε εννέα αλλά κάθε οχτώ χρόνια.
Οι κάτοικοι της περιοχής Αλμυρού, και κυρίως εκείνοι γύρω από τον ιερό Άμφρυσο ποταμό, ζούσαν ασφαλώς έντονες στιγμές θρησκευτικού δέους κάθε εννέα ή κάθε οκτώ χρόνια, όπως λέει μια άλλη άποψη, καθώς η πομπή, ακολουθώντας την «Πυθιάδα» περνούσε και από το δικό τους ιερό ποτάμι της σημερινής Κεφάλωσης, στο οποίο ο θεός Απόλλωνας βοσκούσε κάποτε τα κοπάδια του Άδμητου και στις όχθες του οποίου κατέβαιναν και κάθονταν ημερωμένα δίπλα στα θεϊκά πόδια και τα λιοντάρια από την Όθρη. Εξάλλου τα εννέα χρόνια της θητείας για τον εξαγνισμό του Απόλλωνα για τα οποία γίνονταν τα «Στεπτήρια», ο θεός τα υπηρέτησε σε τούτα τα μέρη, και μάλιστα δουλεύοντας σκληρά ως τσοπάνος. Τι ακριβώς γινόταν όταν η πομπή περνούσε από τον Άμφρυσο ποταμό (την Κεφάλωση του Αλμυρού) δεν είναι γνωστό. Οπωσδήποτε όμως θα σχετιζόταν με τις εργασίες βοσκής των κοπαδιών του Άδμητου από τον Απόλλωνα.
Σύμφωνα μ’ όσα υποστηρίζουν μερικοί «Πυθιάς» δεν λεγόταν μόνο η διαδρομή από τα Τέμπη ως τους Δελφούς αλλά και η ειδική γιορτή που γινόταν για να τιμήσουν την νύμφη Δάφνη, την οποία ερωτεύθηκε ο Απόλλωνας και η οποία, για ν’ αποφύγει τον έρωτα του θεού, μεταμορφώθηκε από τον Δία στο ομώνυμο φυτό δάφνη. Στη γιορτή αυτή, που συνεορταζόταν με τα Στεπτήρια, την πομπή ακολουθούσε μια ομάδα νέων που κρατούσαν δάφνες στα χέρια τους. Ήταν οι λεγόμενοι «Δαφνηφόροι». Τα «Σεπτήρια» γίνονταν κατά τον μήνα Θαργηλιώνα (μέσα Μαΐου – μέσα Ιουνίου).
Το αξίωμα του «δαφνηφόρου» ήταν πολύ τιμητικό για εκείνους που επιλέγονταν κάθε φορά από τους υπεύθυνους της τελετής. Σύμφωνα με τον Παυσανία επιλέγονταν για την τιμή αυτή οι πλουσιότεροι νέοι. Γι’ αυτό και οι «δαφνηφόροι» ή «δαυχναφόροι», όπως λέγονταν σύμφωνα με το θεσσαλικό γλωσσικό ιδίωμα, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ευχαριστήσουν τον Απόλλωνα για την ιδιαίτερη τιμή που τους έγινε. Τις ευχαριστίες τους αυτές προς τον Απόλλωνα τις εκδήλωναν με προσφορές και αφιερωτήριες επιγραφές. Βρέθηκαν τέτοιες αφιερωτήριες επιγραφές ανθρώπων που «εδαυχνάρευσαν» στις εορταστικές εκδηλώσεις. Συνήθως αφιέρωναν στον Απόλλωνα ένα χάλκινο τρίποδα.
Ο Αριστίωνας ήταν ένας «δαυχναφόρος». Μαζί του ήταν και άλλοι «συνδαυχναφόροι». Όλοι μαζί μετά το πέρας της τελετής θεώρησαν υποχρέωσή τους για την τιμή που τους έγινε ν’ αφιερώσουν κάτι στον Λεσχαίο Απόλλωνα. Δεν γνωρίζουμε τι ήταν αυτό που αφιέρωσαν.
Μέχρι σε μας σώθηκε μόνο η αφιερωτήρια επιγραφή «Ἄπλουνι Λεσχαῖοι Ἀριστίον ἐνέθηκε καί συνδαυχναφόροι. Πρόνος ἐργάξατο» (IG XII 2, 1207), δηλαδή: Στον Λεσχαίο Απόλλωνα το αφιερώνει ο Αριστίωνας και οι συνδαφνηφόροι του.
Ο Θεσσαλός Αριστίωνας και οι συνδαφνηφόροι του το αφιέρωσαν στον Λεσχαίο Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας λεγόταν «Λεσχαίος» και «Λεσχηνόριος» επειδή ήταν αφιερωμένες σ’ αυτόν όλες οι λέσχες. Αυτές οι λέσχες ήταν οικήματα στα οποία, εκείνοι οι οποίοι αποτελούσαν μία λέσχη συναθροίζονταν και συζητούσαν.
Ο Αριστίωνας λοιπόν και οι φίλοι του, που ασφαλώς θα ανήκαν σε μία τέτοια ομάδα και όλοι μαζί ήταν «δαυχναφόροι», μετά την τελετή, τίμησαν με κάποια αφιέρωση τον Λεσχαίο Απόλλωνα. Μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ο Λεσχαίος Απόλλωνας λατρευόταν και στη Λάρισα. Ίσως μάλιστα το «λεσχαίος» να είναι καθαρά θεσσαλική επίκληση του Απόλλωνα, σύμφωνα με ένα δημοσίευμα: «Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη παράρτημα αρ. 63, Κωνσταντίνος Ρακατσάνης – Αθανάσιος Τζιαφάλιας, Λατρείες και Ιερά στηνΑρχαία Θεσσαλία, Ιωάννινα 1997, σελ. 21, σημ. 61».
Ο Σωσίπατρις ήταν ένας άλλος Θεσσαλός νέος ο οποίος αξιώθηκε να διατελέσει ταυτόχρονα και ιερομνήμων και αρχιδαφνηφόρος. Το μαρτυράει το αφιέρωμά του στον Κερδώο Απόλλωνα, αυτή τη φορά:
«Ἄπλουνι Κερδοίου Σουσίπατρις
Πολεμαρχίδαιος ὁ θύτας
ὀνέθεικε ἱεραμναμονεύσας
καὶ ἀρχιδαυχναρείσας».
Δηλαδή : «Στον Κερδώο Απόλλωνα ο Σωσίπατρις,
ο γιος του Πολεμαρχίδα ο θύτης
το αφιέρωσε γιατί έγινε ιερομνήμονας
και αρχιδαφνηφόρος».
Τι ήταν αυτό που ο γιος του Πολεμαρχίδα Σωσίπατρις, από ευγνωμοσύνη γιατί αξιώθηκε να γίνει ιερομνήμονας και αρχηγός ομάδας δαφνηφόρων, αφιέρωσε στον Κερδώο Απόλλωνα δεν το γνωρίζουμε. Ο πανδαμάτορας χρόνος το εξαφάνισε. Μας έμεινε μόνο η αφιερωτήρια επιγραφή που η ευγνωμοσύνη του στο θεό τον ενέπνευσε για την χάρη που του έγινε.
Δαφνηφορίες γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Αναφέρεται ότι δαφνηφόρος χρημάτισε και ο ίδιος ο Ηρακλής.
Υπάρχουν μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι η γιορτή της Πυθιάδας γινόταν στα μέρη τούτα μέχρι και την επικράτηση του Χριστιανισμού. Η γιορτή συνεχιζόταν και στους Δελφούς, όπου γίνονταν αγώνες. Υπάρχει μαρτυρία ότι τα Πύθια, που πρώτα γίνονταν κάθε εννέα χρόνια και γι’ αυτό λέγονταν «εννεαετηρικοί αγώνες», αργότερα γίνονταν ανά πενταετία.