Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (4η συνέχεια)

                          Μαρτυρίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας για μεταναστεύσεις λαῶν από την Φθιώτιδα Αχαΐα

Στα συγγράμματα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων βρίσκουμε αρκετά αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω απόψεις. Επιβεβαιώνουν τις μετοικήσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα και επομένως επιβεβαιώνουν ότι οι μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας που μνημονεύουν αυτές τις μετοικήσεις πρέπει να θεωρούνται σημαντικοί και άξιοι ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.
Ενδεικτικά παραθέτουμε στη συνέχεια μερικά από αυτά τα αποσπάσματα:
1. «Ἀχαιούς γάρ τούς Φθιώτας φασί συγκατελθόντας Πέλοπι εἰς τήν Πελοπόννησον οἰκῆσαι τήν Λακωνικήν, τοσοῦτον δ’ ἀρετῇ διενεγκεῖν ὥστε τήν Πελοπόννησον, ἐκ πολλῶν ἤδη χρόνων Ἄργος λεγομένην, τότε Ἀχαϊκόν Ἄργος λεχθῆναι, καί οὐ μόνον γε τήν Πελοπόννησον ἀλλά καἰ ἰδίως τήν Λακωνικήν οὕτω προσαγορευθῆναι». (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, 5).
Δηλαδή: «Λοιπόν οι Αχαιοί της Φθιώτιδας αφού κατέβηκαν με τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν στη Λακωνική. Τόσο δε πολύ διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ώστε η Πελοπόννησος, η οποία από πολλά χρόνια λεγόταν Άργος, να ονομαστεί τότε Αχαϊκό Άργος. Και όχι μόνο η Πελοπόννησος αλλά και ιδιαίτερα η Λακωνική πήρε την ονομασία αυτή».
2. «Φασί δέ Δευκαλίωνος μέν Ἕλληνα εἶναι, τοῦτον δὲ περί τήν Φθίαν τῶν μεταξύ Πηνειοῦ καί Ἀσωποῦ δυναστεύοντα τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν παίδων παραδοῦναι τήν ἀρχήν, τούς δ’ ἄλλους ἔξω διαπέμψαι ζητήσοντας ἵδρυσιν ἕκαστον αὐτῷ• ὧν Δῶρος μέν τούς περί Παρνασσόν Δωριέας συνοικίσας κατέλιπεν ἐπωνύμους αὐτοῦ, Ξοῦθος δὲ τήν Ἐρεχθέως θυγατέρα γήμας ᾤκισε τήν τετράπολιν τῆς Ἀττικῆς, Οἰνόην, Μαραθῶνα, Προβάλινθον καί Τρικόρυνθον. Τῶν δέ τούτου παίδων Ἀχαιός μέν φόνον ἀκούσιον πράξας ἔφυγεν εἰς Λακεδαίμονα καί Ἀχαιούς τούς ἐκεῖ κληθῆναι παρεσκεύασεν. Ἴων δέ τούς μετ’ Εὐμόλπου νικήσας Θρᾶκας οὓτως ηὐδοκίμησεν ὥστ’ ἐπέτρεψαν αύτῷ τήν πολιτείαν Ἀθηναῖοι.» (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, 7, 1)
Δηλαδή: «Λένε ότι ο Έλληνας ήταν γιος του Δευκαλίωνα και βασίλευε στη Φθία, στους λαούς που περιλαμβάνονταν μεταξύ του Ασωπού και του Πηνειού. Αυτός παρέδωσε την εξουσία στο μεγαλύτερο παιδί του και ζήτησε από τους άλλους να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν όπου ήθελαν. Από αυτούς (τους άλλους γιους του Έλληνα) λοιπόν ο Δώρος ένωσε σ’ ένα κράτος τους κατοίκους γύρω από τον Παρνασσό που ονομάστηκαν από το όνομά του Δωριείς, ο δε Ξούθος, αφού παντρεύτηκε την θυγατέρα του Ερεχθέα, ίδρυσε την τετράπολη της Αττικής, που αποτελούνταν από την Οινόνη, τον Μαραθώνα, τον Προβάλινθο και την Τρικόρυνθο. Από τα παιδιά αυτού (του Ξούθου) ο μεν Αχαιός, ύστερα από ένα ακούσιο φόνο που διέπραξε, έφυγε στη Λακωνία και ονόμασε τους εκεί λαούς Αχαιούς, ο δε Ίωνας αφού νίκησε τον Εύμολπο και τους Θράκες που ήταν μαζί με αυτόν, τόσο πολύ δοξάστηκε, ώστε οι Αθηναίοι του ανέθεσαν την διοίκηση της πολιτείας τους».
3. «Οἱ δέ Ἀχαιοί Φθιῶται μέν ᾖσαν τό γένος, ᾤκησαν δ’ ἐν Λακεδαίμονι, τῶν δ’ Ἡρακλειδῶν ἐπικρατησάντων ἀναληφθέντες ὑπό Τισαμενοῦ τοῦ Ὀρέστου παιδὸς, ὡς προειρήκαμεν, τοῖς Ἴωσιν ἐπέθεντο, καἰ γενόμενοι κρείττους τούς μέν ἐξέβαλον, αὐτοί δέ κατέσχον τὴν γῆν, καὶ διαφύλαξαν τόν αὐτόν τῆς χώρας μερισμόν ὃνπερ καί παρέλαβον. Οὕτω δ’ ἴσχυσαν ὥστε τήν ἄλλην Πελοπόννησον ἐχόντων τῶν Ἡρακλειδῶν ὧν ἀπέστησαν, ἀντεῖχον ὅμως πρός ἅπαντας Ἀχαΐαν ὀνομάσαντες τήν χώραν.» (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, C 384, 1.)
Δηλαδή: «Οι Αχαιοί, ήταν Φθιώτες μεν στην καταγωγή και κατοίκησαν στη Λακεδαίμονα. Όταν όμως επικράτησαν στην Πελοπόννησο οι Ηρακλείδες, καθώς προαναφέραμε, αυτοί συγκεντρώθηκαν κάτω από τις διαταγές του Τισαμενού του γιου του Ορέστη, επιτέθηκαν στους Ίωνες και, αφού τους νίκησαν, τους έδιωξαν από την Πελοπόννησο, κατέλαβαν δε τη χώρα τους και διατήρησαν την διαίρεση της χώρας όπως την παρέλαβαν. Τόσο δε μεγάλη δύναμη απόκτησαν, ώστε ενώ την άλλη Πελοπόννησο την κατείχαν οι Ηρακλείδες, από τους οποίους αποστάτησαν, μόνοι τους άντεξαν εναντίον όλων και ονόμασαν την χώρα τους Αχαΐα».
4. «Ἡ μὲν οὖν Κορώνεια ἐγγύς τοῦ Ἑλικῶνός ἔστιν ἐφ’ ὕψους ἱδρυμένη, κατελάβοντο δ’ αὐτήν ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοί μετά τά Τρωικά, ὅτε περ καὶ τόν Ὀρχομενόν ἔσχον• κρατήσαντες δέ τῆς Κορωνείας ἐν τῷ πρό αὐτῆς πεδίῳ τό τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερόν ἱδρύσαντο ὁομώνυμον τῷ Θετταλικῷ καί τόν παραρρέοντα ποταμόν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ. Άλκαῖος δὲ καλεῖ Κωράλιον λέγων «<ὦ᾿ ν῾ >ασσ’ Ἀθανάα πολεμηδόκος, ἃ ποι Κορωνείας ἐπιλαΐῳ ναύω πάροιθεν ἀμφι<βαίνεις> Κωραλίῳ ποταμῷ παρ’ ὄχθαις. Ἐνταῦθα δέ καί τά Παμβοιώτια συνετέλουν» (Στράβωνος , Γεωγραφικά, Θ, 29).
Δηλαδή: «Η μεν λοιπόν Κορώνεια είναι κτισμένη επάνω σε ύψωμα κοντά στον Ελικώνα, την κυρίευσαν δε, επανερχόμενοι από τη θεσσαλική Άρνη οι Βοιωτοί, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, οπότε κατέλαβαν και τον Ορχομενό. Έπειτα, αφού έγιναν κύριοι της Κορώνειας, έκτισαν, στην πεδιάδα που βρίσκεται μπροστά από αυτήν, το ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς δίνοντας σ’ αυτό το ίδιο όνομα με το ομώνυμο θεσσαλικό ιερό και ονόμασαν τον ποταμό που κυλούσε εκεί δίπλα τα νερά του Κουάριον, όπως και τον ομώνυμο ποταμό στη Θεσσαλία. Ο Αλκαίος ονομάζει τον ποταμό αυτό Κωράλιο λέγοντας : «Ω, βασίλισσα Αθηνά, θεά του πολέμου, συ, που τον χτισμένο πάνω σε βράχους ναό της Κορώνειας, προστατεύεις με την παρουσία σου στην είσοδό του στις όχθες του Κωράλιου ποταμού». Στο ναό αυτόν οι Βοιωτοί γιόρταζαν τα Παμβοιώτια».
5. «Χρόνῳ δέ ὕστερον ἀποθανόντος Ἕλληνος Ξοῦθον οἱ λοιποί τοῦ Ἕλληνος παῖδες διώκουσιν ἐκ Θεσσαλίας, ἐπενεγκόντες αἰτίαν ὡς ἰδίᾳ χρήματα ὑφελόμενος ἔχοι τῶν πατρῴων• ὁ δέ ἐς Ἀθήνας φυγών θυγατέρα Ἐρεχθέως ἠξιώθη λαβεῖν καί παῖδας Ἀχαιόν καί Ἴωνα ἔσχεν ἐξ αὐτῆς. Ἀποθανόντος δέ Ἐρεχθέως τοῖς παισὶν αὐτοῦ δικαστής Ξοῦθος ἐγένετο ὑπέρ τῆς ἀρχῆς, (καί ἔγνω γάρ τόν πρεσβύτατον Κέκροπα βασιλέα εἶναι) οἱ λοιποί τοῦ Ἐρεχθέως παῖδες ἐξελαύνουσιν ἐκ τῆς χώρας αὐτόν• ἀφικομένῳ δέ ἐς τόν Αἰγιαλόν καί οἰκήσαντι αὐτῷ μὲν ἐγένετο ἐνταῦθα ἡ τελευτή, τῶν δέ οἱ παίδων Ἀχαιός μέν ἐκ τοῦ Αἰγιαλοῦ παραλαβών καί ἐξ Ἀθηνῶν ἐπικούρους, κατῆλθεν ἐς Θεσσαλίαν καί ἔσχε τὴν πατρᾠαν ἀρχήν. Ἴωνι δἐ ἐπί τοὺς Αἰγιαλεῖς στρατιάν καί ἐπί Σελινοῦντα τόν βασιλέα αὐτῶν ἀθροίζοντι ἀγγέλους ἔπεμπεν ὁ Σελινοῦς, τήν θυγατέρα Ἐλίκην, ἥ μόνη οἱ παῖς ἦν, γυναῖκα αὐτῷ διδούς καίὶ αὐτόν Ἴωνα ἐπί τῇ ἀρχῇ παῖδα ποιούμενος». (Παυσανίου, Αχαϊκά, 1, 2 – 4).
Δηλαδή: «Ύστερα από καιρό, όταν πέθανε ο Έλληνας, τα υπόλοιπα παιδιά του έδιωξαν τον Ξούθο από τη Θεσσαλία με την δικαιολογία ότι καταχράστηκε την πατρική περιουσία. Ο Ξούθος, αφού κατάφυγε στην Αθήνα, αξιώθηκε να πάρει γυναίκα την κόρη τού Ερεχθέα και απόκτησε με αυτή δυο παιδιά τον Αχαιό και τον ΄Ιωνα. Αφού δε πέθανε ο Ερεχθέας, ο Ξούθος έγινε δικαστής μεταξύ των παιδιών του ποιος θα πάρει την αρχή και επειδή ανακήρυξε βασιλιά τον μεγαλύτερο από όλους, τον Κέκροπα, τα άλλα παιδιά τού Ερεχθέα έδιωξαν τον Ξούθο από τη χώρα. Αφού δε ήρθε ο Ξούθος στον Αιγιαλό αυτός μεν πέθανε εκεί από δε τα παιδιά του ο μεν Αχαιός, αφού πήρε από τον Αιγιαλό καθώς και από την Αθήνα συμπολεμιστές, κατέβηκε στη Θεσσαλία και πήρε την πατρική εξουσία, στον Ίωνα δε, που συγκέντρωνε στρατό για να εκστρατεύσει κατά των Αιγιαλέων και του βασιλιά τους Σελινούντα, ο Σελινούντας έστειλε αγγελιαφόρους να του δώσει την μοναχοκόρη του Ελίκη γυναίκα και να τον κάνει διάδοχό του».
6. Ο Παυσανίας, ενισχύοντας έτσι τις παραπάνω απόψεις μας, λέει ότι οι κάτοικοι της Μαντινείας έδειχναν στον τόπο τους τον τάφο των θυγατέρων του Πελία, οι οποίες για ν’ αποφύγουν την κατηγορία για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν καταφύγει εκεί:
«Εἰ δέ ἀπό τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος ἐς ἀριστεράν ἐκτραπῆναι θελήσειας, σταδίους τε ἥξεις μάλιστά που πέντε καί ἐπί τῶν Πελίου θυγατέρων ἀφίξῃ τοὺς τάφους. Ταύτας φασίν οἱ Μαντινεῖς μετοικῆσαι <παρά> σφᾶς, τά ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός ὀνείδη φευγούσας. Ὡς γάρ δή ἀφίκετο ἡ Μήδεια ἐς Ἰωλκόν, αὐτίκα ἐπεβούλευε τῷ Πελίᾳ, τῷ ἔργῳ μὲν συμπράσσουσα τῷ Ἰάσονι, τῷ λόγῳ δὲ ἀπεχθανομένῃ. Ἐπαγγέλλεται τοῦ Πελίου ταῖς θυγατράσιν ὡς τὸν πατέρα αὐταῖς, ἣν ἐθέλωσιν, ἀποφανοῖ νέον ἀντί γέροντος παλαιοῦ. Κατασφάξασα δὲ ὅτῳ <δὴ> τρόπῳ κριόν τά κρέα ὁμοῦ φαρμάκοις ἐν λέβητι ἤψησεν, οἷς ἐκ τοῦ λέβητος τόν κριόν τόν ἑψόμενον ἄρνα ἐξήγαγε ζῶντα. Παραλαμβάνει τε δή τόν Πελίαν κατακόψασα ἑψῆσαι, καί αὐτόν ἐκομίσαντο αἱ θυγατέρες οὐδέ ἐς ταφήν ἔτι ἐπιτήδειον. Τοῦτο ὴνάγκασε τάς γυναῖκας ἐς Ἀρκαδίαν μετοικῆσαι καί ἀποθανούσας τά μνήματα ἐχώσθη σφίσιν αὐτοῦ• ὀνόματα δέ αὐταῖς ποιητής μὲν ἔθετο οὐδεὶς, ὅσα γε ἐπελεξάμεθα ἡμεῖς. Μίκων δέ ὁ ζωγράφος Ἀστερόπειάν τε εἶναι καί Ἀντινόην ἐπί ταῖς εἰκόσιν αὐτῶν ἐπέγραψεν». (Παυσανίας VIII, 11, 1 – 3).
Δηλαδή: «Αν θελήσεις από το ιερό του Ποσειδώνα να λοξοδρομήσεις προς τ’ αριστερά, θα βαδίσεις πέντε περίπου στάδια και θα φθάσεις στους τάφους των θυγατέρων τού Πελία. Οι Μαντινείς λένε πως αυτές, φεύγοντας τις ντροπές για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν εγκατασταθεί κοντά τους. Όταν δηλαδή η Μήδεια είχε φτάσει στην Ιωλκό, αμέσως σκέφτηκε κακό για τον Πελία, συνεργαζόμενη στην πραγματικότητα με τον Ιάσονα, προς τον οποίο φαινομενικά βρισκόταν σε αντίθεση. Υποσχέθηκε στις κόρες του Πελία πως, αν θελήσουν, θα δώσει τη νεότητα στον πατέρα τους που ήταν πολύ γέρος. Έσφαξε πάντως ένα κριάρι και έβρασε σε καζάνι τα κρέατά του μαζί με φάρμακα, με τη βοήθεια των οποίων έβγαλε από το καζάνι ζωντανό αρνί. Παρέλαβε λοιπόν τον Πελία και τον κομμάτιασε για να τον βράσει και οι κόρες του τον πήραν σε κατάσταση που δεν μπορούσαν ούτε να τον θάψουν. Το περιστατικό αυτό ανάγκασε τις γυναίκες να μετοικήσουν στην Αρκαδία, όπου πέθαναν και όπου έγιναν οι τάφοι τους με επισώρευση χώματος. Κανένας ποιητής απ’ όσους διάβασα δεν χρησιμοποίησε ονόματα γι’ αυτές. Ο ζωγράφος Μίκων όμως έγραψε πάνω στις εικόνες τους Αστερόπεια και Αντινόη».
Ο Διόδωρος (4, 53, 2) γράφει ότι στο φόνο του Πελία δεν έλαβε μέρος από τις θυγατέρες του μόνο η Άλκηστη. Σύμφωνα με μερικούς οι Πελιάδες εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους για το φόνο του πατέρα τους ενώ σύμφωνα με άλλους (Υγίνος 24, 4) αυτές έφυγαν μόνες τους.
7. Μαρτυρίες για μετανάστευση κατοίκων της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας προς την Πελοπόννησο έχουμε και άλλες πολύ σαφέστερες και συγκεκριμένες.
Από το Πτελεό, που στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου ανήκε, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, αναφέρεται αποικισμός του στην Πελοπόννησο. Ο Στράβωνας γράφει για το θέμα αυτό:
«Τό δέ Πτελεόν κτίσμα μὲν γέγονε τῶν ἐκ Πτελεοῦ τοῦ Θετταλικοῦ ἐποικησάντων• λέγεται γὰρ κἀκεῖ «Ἀγχίαλον τ’ Ἀντρῶνα ἰδέ Πτελεόν λεχεποίην». Ἔστι δέ δρυμῶδες χωρίον ἀοίκητον, Πτελεάσιον καλούμενον». (Γεωγραφικά, Η, 25).
Δηλαδή : «Το δε Πτελεό χτίστηκε από τους κατοίκους του Πτελεού της Θεσσαλίας. Διότι λέγεται και εκεί «την παραλιακή Αντρώνα και το χλοερό Πτελεό». Υπάρχει δε και δασωμένο χωριό ακατοίκητο που καλείται Πτελεάσιο».
Για τον εντοπισμό της θέσης του Ομηρικού Πτελεού βλέπε: Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αλμυρού ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ Β΄, Πρακτικά του Β΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Ιστορία, Αρχαιολογία, Λαογραφία Αχαϊας Φθιώτιδας 3 – 4 Ιουνίου 1995, Τόμος β΄, Αλμυρός 1997, σελ. 13 – 22, Παναγιώτης Μακρυγιάννης – Ματαπάς, Εντοπισμός και μελέτη του Ομηρικού Πτελεού.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρονται για το Πτελεό, την αποικία του Πτελεού της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ομώνυμου σημερινού χωριού της επαρχίας Αλμυρού:
«Οἳ δὲ Πύλον τ’ ἐνέμοντο καί Ἀρήνην ἐρατεινήν
καί Θρύον, Ἀλφειοῖο πόρον, καί ἐΰκτιτον Αἰπύ,
καί Κυπαρισσήεντα καί Ἀμφιγένειαν ἔναιον,
καί Πτελεόν καί Ἕλος καί Δώριον» (Β 591-594).
Δηλαδή (Έστειλαν άντρες στην Τροία): «Αυτοί που είχανε την Πύλο και την λατρευτή Αρήνη και το Θρύο, πέρασμα του Αλφειού, και τ’ ομορφόκτιστο Αιπύ, και κατοικούσαν τον Κυπαρισσήεντα και την Αμφιγένεια και την Πτελεό και το Έλος και το Δώριο»
Ο μοναχός και λόγιος Στέφανος Κομμητάς, καταγόμενος από τους Κωφούς του Αλμυρού, «εκ Φθίας, εκ Χωραρχίας μεν Κοκοσίου, Κώμης δε Κωφών», όπως συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του, στην σχολιασμένη από τον ίδιο έκδοση της Ιλιάδας του Ομήρου, σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του Ομήρου, γράφει για το Πτελεό, την αποικία του Θεσσαλικού Πτελεού.: «Πτελεόν. Πτελεός δε, ή Πτελεόν ουδετέρως, εστί και Ιωνίας πόλις και Τρωάδοςι έτι δε και των περί Θετταλίαν Αχαιώνι καλείται δε, φασίν, ούτως, ότι πολλάς έχει πτελέας. Ο πολίτης, Πτελεάτης, και Πτελεούσιος, και Πτελεεύς. Έστι δε και Πτελέα δήμος φυλής Αττικής της λεγομένης Οινηίδος, ης ο δημότης, Πτελεάσιος. Ο δε Στράβων λέγει ότι το Πτελεόν, κτίσμα εστί του (γρ. των) εκ Πτελεού του Θετταλικού, ον ο ποιητής ερείεν τοις εξής, Πτελεόν λεχεποίηνι έστι δε, φησί, δρυμώδες χωρίον αοίκητον, Πτελεάσιμον καλούμενον».
Την παραπάνω άποψη του Στέφανου Κομμητά ότι το Πτελεό χρωστάει το όνομά του στις πολλές φτελιές που υπήρχαν εκεί, φαίνεται ότι, στα νεότερα χρόνια, υιοθέτησε και ο αρχαιολόγος Π. Ευστρατιάδης, ο οποίος, μετά την δημιουργία των Δήμων της Ελλάδας, αποφάσισε η σφραγίδα του Δήμου Πτελεού να έχει ως έμβλημα μία σπηλιά και έξω από αυτή μία φτελιά.
Ίσως δεν είναι άσχετο ν” αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι και ένα επίγραμμα, το οποίο δημοσιεύουμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, θέλει τον τάφο του Πρωτεσίλαου, του βασιλιά του Πτελεού, να τον ισκιώνουν φτελιές.
8. Η Καλύκη ήταν μία από τις κόρες του Αίολου, του εγγονού του Έλληνα, και της Εναρέτης. Γιος της Καλύκης και του Αέθλιου ήταν ο Ενδυμίωνας. Ο Ενδυμίωνας παίρνοντας από τούτα τα μέρη Αιολείς εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Μας τα λέει ο Απολλόδωρος:               «Καλύκης δέ καί Ἀεθλίου παῖς Ἐνδυμίων γίνεται, ὃστις ἐκ Θεσσαλίας Αἰολέας ἀγαγών Ἦλιν ᾤκισε ». (Βιβλιοθήκη, 1, 7, 5).

9. Γιος του παραπάνω αναφερόμενου Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας ή, όπως λένε μερικοί, της Ιφιάνασσας, ήταν ο Αιτωλός, από το όνομα του οποίου ονομάστηκε η Αιτωλία. Ο Αιτωλός, λοιπόν, ο γιος του Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας, επειδή σκότωσε τον Άπι, τον γιο του Φορωνέα, για να αποφύγει την τιμωρία, κατέφυγε στην χώρα Κουρήτιδα και εκεί αφού, όπως είδαμε και πιο πάνω, εξουδετέρωσε σκοτώνοντας τους γιους της Φθίας και του Απόλλωνα, Δώρο, Λαοδόκο και Πολυποίτη, ονόμασε από τον εαυτόν του τη χώρα Αιτωλία:
«Ἐνδυμίωνος δέ καί Νηίδος νύμφης ὥς τινες Ἰφιανάσσης, Αἰτωλός, ὃς ἀποκτείνας Ἆπιν τόν Φορωνέως καί φυγών εἰς τήν Κουρήτιδα χώραν κτείνας τούς ὑποδεξαμένους Φθίας καί Ἀπόλλωνος υἱοὺς, Δῶρον καί Λαοδόκον καί Πολυποίτην ἀφ’ ἑαυτοῦ τήν χώραν Αἰτωλίαν ἐκάλεσεν». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 6).
10. Γιος του Αίολου ήταν και ο Αθάμαντας, ο οποίος απόκτησε από τη Νεφέλη ένα γιο, τον Φρίξο, και μία κόρη, την Έλλη και έγινε βασιλιάς στην Βοιωτία:
«Τῶν δέ Αἰόλου παίδων Ἀθάμας, δυναστεύων Βοιωτίας, ἐκ Νεφέλης τεκνοῖ παῖδα μέν Φρῖξον, θυγατέρα δέ Ἕλλην». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 8, 9, 1.)
11. Γιος του Αίολου επίσης ήταν και ο Σίσυφος, ο οποίος έκτισε την Εφύρα, εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν και παντρεύτηκε την κόρη του Άτλαντα, τη Μερόπη. Η Εφύρα είναι η πόλη η οποία αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος:
«Σίσυφος δέ Αἰόλου κτίσας Ἐφύραν τήν νῦν λεγομένην Κόρινθον (νυμφεύεται) Μερόπην τήν Ἄτλαντος». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 3, 1).
12. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σ’ ένα απόσπασμά του μιλάει για τους Ίωνες της Πελοποννήσου που πήραν το όνομά τους από τον Ίωνα, το γιο του Ξούθου, του γιου του Έλληνα, ενώ προηγουμένως ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς:
«Ἴωνες δέ ὅσον μέν χρόνον ἐν Πελοποννήσῳ οἴκεον τήν νῦν λεγομένην Ἀχαίην, καί πρίν Δαναόν τε καί Ξοῦθον ἀπικέσθαι ἐς Πελοπόννησον, ὡς Ἕλληνες λέγουσι, ἐκαλέοντο Πελασγοί Αἰγιαλέες, ἐπί δὲ Ἴωνος τοῦ Ξούθου Ἴωνες».
13. Ο Σαλμωνέας, ο οποίος επίσης καταγόταν από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, κατέφυγε στην Ήλιδα και εκεί έχτισε πόλη:
«Σαλμωνεύς δὲ τό πρῶτον περί Θεσσαλίαν κατῴκει, παραγενόμενος δὲ αὖθις εἰς Ἦλιν ἐκεῖ πόλιν ἔκτισεν». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 7),
14. Ο Λυκούργος, ο γιος του ιδρυτή των Φερών Φέρητα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα (Δία), είναι εκείνος που από τούτα τα μέρη πήγε και κατοίκησε στη Νεμέα:
«Φέρης δέ ὁ Κρηθέως Φεράς ἐν Θεσσαλίᾳ κτίσας ἐγέννησεν Ἄδμητον καί Λυκοῦργον. Λυκοῦργος μὲν οὖν περί Νεμέαν κατῴκησε». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 14).
15. Σχετικό και ενισχυτικό των ίδιων απόψεων είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ἔδειμαν δέ Φωκέες τό τεῖχος < τῶν Θερμοπυλῶν> δείσαντες, ἐπεί Θεσσαλοί ἦλθον ἐκ Θεσπρωτῶν οἰκήσοντες γῆν τήν Αἰολίδα, τήν περ νῦν ἐκτέαται». (Ηρόδοτος VII, 176.27).
Δηλαδή: «Οι Φωκείς έχτισαν το τείχος των Θερμοπυλών από φόβο, επειδή Θεσσαλοί από την περιοχή των Θεσπρωτών ήλθαν για να εγκατασταθούν στην περιοχή Αιολίδα, την οποία και τώρα κατέχουν».
16. Ο Θουκυδίδης, επίκουρος των παραπάνω, γράφει για την εποίκιση της Βοιωτίας από τους Βοιωτούς οι οποίοι έφυγαν από την Άρνη της Θεσσαλίας, εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η Βοιωτία προηγουμένως λεγόταν Καδμηίδα:
«Βοιωτοί τε γάρ οἱ νῦν ἑξηκοστῷ ἔτει μετά Ἰλίου ἅλωσιν ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπό Θεσσαλῶν τήν νῦν μέν Βοιωτίαν, πρότερον δέ Καδμηίδα γῆν καλουμένην ᾤκισαν (ἦν δέ αὐτῶν καί ἀποδασμός πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, ἀφ’ ὧν καί ἐς Ἴλιον ἐστράτευσαν.» ( Ι, 12. 3).
Δηλαδή: «Οι Βοιωτοί, που το εξηκοστό έτος μετά την άλωση της Τροίας εκδιώχτηκαν από την Άρνη υπό Θεσσαλών, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που τώρα λέγεται Βοιωτία, αλλά πιο πριν λεγόταν Καδμηίδα (έγινε δε νωρίτερα και διαχωρισμός τους στον τόπο αυτό, από εκείνους που εκστράτευσαν στην Τροία)».
17. Η Τέως ήταν μία αρχαία πόλη της Ιωνίας. Αυτή κατοικούνταν από Μινύες που είχαν έρθει από τον Ορχομενό με αρχηγό τον Αθάμαντα, απόγονο του Αθάμαντα του γιου του Αίολου:
«Τέων δέ ᾤκουν μέν Ὀρχομένιοι Μινύαι σύν Ἀθάμαντι ἐς αὐτήν ἐλθόντες• λέγεται δέ ὁ Ἀθάμας οὗτος ἀπόγονος Ἀθάμαντος εἶναι τοῦ Αἰόλου». (Παυσανίας, 7, 3, 6).
Δηλαδή: «Την Τέω την κατοικούσαν Μινύες του Ορχομενού που ήλθαν σ’ αυτήν με τον Αθάμαντα. Λένε δε ότι ο Αθάμαντας αυτός ήταν απόγονος του Αθάμαντα του γιου τού Αίολου»
Η μελέτη των παραπάνω ενδεικτικών αποσπασμάτων των αρχαίων συγγραφέων – όπως και πολλών άλλων αποσπασμάτων που βρίσκονται σκορπισμένα στην αρχαία ελληνική γραμματεία -που είναι ένα μικρό δείγμα των πολλών πληροφοριών που υπάρχουν σ’ αυτήν φανερώνουν μεταναστεύσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη του κυρίως ελλαδικού χώρου αλλά και άλλων μερών.
Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που είπαμε από την αρχή, ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν μια περιοχή από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα για να εγκατασταθούν στα μέρη όπου έζησαν οριστικά. Έμειναν πολύ καιρό εδώ και ύστερα μετανάστευσαν, για διάφορους λόγους το καθένα.
Φυσικό λοιπόν είναι, έπειτα από αυτές τις σκέψεις, να εκτιμήσουμε, ότι τα φύλα αυτά τα οποία από την Αχαΐα Φθιώτιδα ταξίδεψαν σε διάφορα μέρη, είτε ήταν αυτόχθονα είτε έζησαν αρκετά χρόνια σ’ αυτήν, κουβάλησαν στις καινούργιες πατρίδες τους ήθη, έθιμα, θεούς, λατρείες και μύθους από την πρώτη τους αφετηριακή κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Επομένως είναι φυσικό επακόλουθο να υποθέσουμε ότι στις μυθολογίες αυτών των λαών, όπως διαμορφώθηκαν στις χώρες όπου εγκαταστάθηκαν, πρέπει να μπορούν να εντοπιστούν μυθολογικά στοιχεία τα οποία απηχούν τους μύθους και τις παραδόσεις που βρήκαν και αφομοίωσαν στον καιρό που ζούσαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και οι πολλές και διάφορες μυθολογικές εκδοχές, που υπάρχουν στη σχετική ελληνική γραμματεία, για την καταγωγή και τη συγγενική σχέση ενός άλλου σπουδαίου τοπικού επώνυμου ήρωα της περιοχής αυτής, του Φθίου, με τους επώνυμους ήρωες και γενάρχες πολλών ελληνικών φύλων, αποδεικνύουν ότι η περιοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αρχική κοιτίδα ή αφετηρία, από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα ή τουλάχιστον, ότι πολλά ελληνικά φύλα είχαν μύθους που οδηγούσαν την καταγωγή τους στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Έτσι, σύμφωνα με τις διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ο Φθίος φέρεται αλλού ως πατέρας του Έλληνα, αλλού ως εγγονός του Δαναού, αλλού ως εγγονός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Πελασγού και αλλού ως εγγονός του Πελασγού. Οι διάφορες αυτές μυθολογικές εκδοχές για τις συγγενικές σχέσεις του Φθίου, επώνυμου ήρωα των Φθιωτών, με τόσους άλλους επώνυμους ήρωες άλλων ελληνικών φύλων, δεν μπορεί παρά σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από πόση αλήθεια ή μύθο περιέχει η κάθε μία εκδοχή, να θεωρηθούν οπωσδήποτε ως ερμηνευτικές προσπάθειες για κάποια εξήγηση ή διεκδίκηση των υπαρχουσών σχέσεων καταγωγής ή συγγένειας των διάφορων αναφερόμενων ελληνικών φύλων (Δαναών, Αχαιών, Πελασγών κ.τ.λ.) με τους κατοίκους της Φθίας, που ήταν αρχική κοιτίδα όλων.
Αλλά και το ίδιο το όνομα της Φθίας είναι μία ακόμη απόδειξη της παλαιότητας των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας. Το όνομα Φθία αποδεικνύει την ύπαρξη στην περιοχή λατρείας των θεών του Κάτω Κόσμου, την αρχαιότερη που υπήρχε στην περιοχή πριν ακόμη έρθουν οι Θεσσαλοί.
Το όνομα Φθία, κατά τον Ν. Παπαχατζή, ο οποίος διατυπώνει τις απόψεις στη μελέτη του «Προθεσσαλικές λατρείες στη Θεσσαλία των ιστορικών χρόνων», ἡ οποία δημοσιεύθηκε στα «Ανθρωπολογικά, 2 (1981)», αλλά και κατὰ πολλούς άλλους ερευνητές και μελετητές, οφείλεται στη ύπαρξη εκεί κοντά ενός ιερού «τῶν φθιμένων», δηλαδή των φθαρθέντων, όσων έχουν πεθάνει, αφού η λέξη παράγεται από το «φθίω» ή «φθίνω» που σημαίνει χάνομαι, σβήνω.