Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (8η συνέχεια)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΘΡΗΙΔΑΣ
α. ΑΙΟΛΟΣ

                  Για να παρακολουθήσουμε εύκολα και να επιβεβαιώσουμε ότι στον Έλληνα και την Ορθρηίδα ανάγεται η καταγωγή των περισσότερων επώνυμων ηρώων των ελληνικών πόλεων και χωρών θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα του Απολλόδωρου για τα παιδιά που γεννήθηκαν από τον Αίολο, το γιο του Έλληνα και της Ορθρηίδας:
«Αἴολος δέ βασιλεύων τῶν περί τήν Θεσσαλίαν τόπων τούς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καί γήμας Ἐναρέτην τήν Δηιμάχου παῖδας μέν ἐγέννησε ἑπτά, Κρηθέα, Σίσυφον, Ἀθάμαντα, Σαλμωνέα, Δηιόνα, Μάγνητα, Περιήρην, θυγατέρας δὲ πέντε, Κανάκην, Ἀλκυόνην, Πεισιδίκην, Καλύκην, Περιμήδην». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη. 1, 7, 3, 3).
Δηλαδή «Ο Αίολος (Αίολος σημαίνει «ευκίνητος» και «πολύχρωμος») βασιλεύοντας στους τόπους της Θεσσαλίας ονόμασε όσους κατοικούσαν σ’ αυτήν Αιολείς και, αφού παντρεύτηκε την Εναρέτη, την κόρη του Δηίμαχου, γέννησε εφτά μεν γιους, τον Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον Μάγνητα , τον Περιήρη, πέντε δε θυγατέρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την Πεισιδίκη, την Καλύκη, την Περιμήδη»
Σύμφωνα με άλλους μυθογράφους στους γιους του Αίολου περιλαμβάνονται και ο Μακαρέας (Παυσανίας, 10, 38, 4. Υγίνου Fabulae 242), ο Αέθλιος (Παυσανίας 5, 8, 2), ο Μίμαντας (Διόδωρος Σικελιώτης 4, 67), ο Ιόκαστος. Με το ότι ο Μίμαντας ήταν γιος του Αίολου συμφωνεί επίσης και ο Αθανάσιος Σταγειρίτης στην πεντάτομη Μυθολογία του «Ωγυγία». Στις κόρες του Αίολου ο Παυσανίας (9, 20, 1) προσθέτει την Τανάγρα και την Άρνη, ενώ ο σχολιαστής του Πίνδαρου (Πυθιόνικος 4, 120) την Τριτογένεια και την Μελανίππη.
Γίνεται φανερή από τις προσθήκες αυτές η προσπάθεια να οδηγηθεί η καταγωγή πολλών επώνυμων ηρώων και βασιλιάδων στους κατευθείαν απόγονους του Έλληνα και της Ορθρηίδας, για να εξασφαλισθεί έτσι η καταγωγή τους από το πρώτο ζευγάρι των ανθρώπων που έζησε μετά τον κατακλυσμό.
Θα παραθέσουμε ένα κατάλογο απογόνων των παραπάνω παιδιών του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Ορθρηίδας. Για κάθε γιο και κάθε θυγατέρα από τα παραπάνω παιδιά του Αίολου, πρόγονου και επώνυμου ήρωα των Αιολέων, πρώτων κατοίκων της Θεσσαλίας, θ’ αναφέρουμε λίγα μόνο στοιχεία για τη ζωή τους και για τους απόγονους τους. Δεν είναι στις προθέσεις μας ν’ αναφέρουμε πάρα πολλά ονόματα εξαντλώντας το πλήρες γενεαλογικό δέντρο όλων των ηρώων και βασιλιάδων. Και με τα λίγα όμως αυτά παραδείγματα θα γίνει φανερό ότι οι γενεαλογικοί μύθοι των επώνυμων ηρώων πολλών λαών, φυλών, πόλεων και βασιλιάδων τους οδηγούν στην πρώτη τους κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Πιστεύουμε όμως ότι και για πολλούς άλλους επώνυμους ήρωες και βασιλιάδες ελληνικών πόλεων και φύλων, για τους οποίους δεν γίνεται εδώ κάποια αναφορά, υπήρχαν ανάλογοι μύθοι που οδηγούσαν την καταγωγή τους στον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα, αφού, όπως πιστεύουμε, όλοι θα επιθυμούσαν η αρχική καταγωγή τους να φτάνει μέχρι τον Δευκαλίωνα. Οι μύθοι αυτοί δεν έχουν εντοπιστεί όλοι από την έρευνα αυτή.
Όταν οι Έλληνες συνειδητοποίησαν, ή θέλησαν να θεμελιώσουν, την κοινή τους καταγωγή, έπλασαν οπωσδήποτε τέτοιους μύθους που το επιβεβαίωναν. Όταν αργότερα το αίσθημα της αυτογνωσίας, της αυτοδυναμίας και της αυτονομίας των λαών χρειάστηκε να ενισχυθεί και με ξεχωριστή δική τους φυλετική και πολιτειακή ανεξαρτησία και αυθυπαρξία, με αυτοχθονία και εντοπιότητα των ηγετών τους και των ίδιων των λαών, οι αρχικοί αυτοί μύθοι ατόνησαν και σιγά σιγά λησμονήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από άλλους που βόλευαν και ικανοποιούσαν τα νέα αυτά αισθήματα και τις καινούργιες ανάγκες που δημιουργήθηκαν.

1. Η γενιά του Κρηθέα

Ο Κρηθέας, ο πρώτος γιος του Αίολου, ίδρυσε την Ιωλκό, της οποίας και έγινε πρώτος βασιλιάς. Παντρεύτηκε την Τυρώ, την κόρη του Σαλμωνέα, πρώτη του ξαδέλφη, και απόκτησε πέντε γιους: τον Πελία, τον Νηλέα, τον Αίσονα, τον Αμυθάονα και τον Φέρητα. Τον Πελία και τον Νηλέα κάποιοι μύθοι τους έλεγαν και παιδιά του Ποσειδώνα,
Από τα παιδιά του Κρηθέα:
α) Πελίας πήρε τον θρόνο της Ιωλκού. Παντρεύτηκε την Αναξιβία, την κόρη του Αμφίονα, και απόκτησε τον Άκαστο, την Πεισιδίκη, την Πελόπεια, την Ιπποθόη και την Άλκηστη, η οποία παντρεύτηκε τον Άδμητο, το βασιλιά των Φερών.
Ο Άκαστος διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο, παντρεύτηκε την Αστυδάμεια και απόκτησε τον Μελάνιππο, τον Πλησθένη, την Λαοδάμεια (η οποία παντρεύτηκε τον Πρωτεσίλαο, τον βασιλιά της Φυλάκης και ήρωα του Τρωικού Πολέμου), την Στερόπη και την Σθενέλη, η οποία έγινε γυναίκα του Μενοίτιου, του γιου του Άκτορα και της Αίγινας, της κόρης του Ασωπού (Πίνδαρος, Ολύμπια 9, 68 κ. εξ.).
Από τον Μενοίτιο και την Σθενέλη γεννήθηκε ο ήρωας του Τρωικού Πολέμου, και αδελφικός φίλος του Αχιλλέα, Πάτροκλος.
Ο Μενοίτιος ήταν γιος του Άκτορα και εγγονός του Δηιόνα, του γιου του Αίολου. Μετά τον κατακλυσμό που έγινε στην εποχή του Δευκαλίωνα, ο Μενοίτιος έφυγε από τούτα τα μέρη και εγκαταστάθηκε, δημιουργώντας εποικισμό, στον Οπούντα της Λοκρίδας, ο οποίος, όπως λέει ο σχετικός μύθος, είχε ερημωθεί από ανθρώπους γιατί όλοι είχαν πνιγεί από τον κατακλυσμό.
Εμμέσως, αλλά με αφοπλιστική σαφήνεια, και ο μύθος αυτός του εποικισμού μιας ερημωμένης από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα πόλης, με ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα επιβεβαιώνει την αναγωγή της καταγωγής πολλών ελληνικών φύλων σ’ αυτήν και ενισχύει το μύθο που θέλει τόπο στάθμευσης της κιβωτού του Δευκαλίωνα την Όρθρη.
β) Ο δευτερότοκος γιος του Κρηθέα, ο Νηλέας, διωγμένος από τον Πελία, πρωτότοκο και φυσικό διάδοχο του θρόνου, έφτασε με πολλούς Πελασγούς στη Μεσσηνία, όπου εγκαταστάθηκε και έχτισε την Πύλο. Εκεί παντρεύτηκε την Χλωρίδα, την κόρη του Αμφίονα, και απόκτησε δώδεκα γιους: τον Ταύρο, τον Αστέριο, τον Πυλάωνα, τον Δηίμαχο, τον Ευρύβιο, τον Επίδαο, τον Ράδιο, τον Ευρυμένη, τον Ευαγόρα, τον Αλάστορα, τον Νέστορα, και τον Περικλύμενο, και μία κόρη, την πανέμορφη Πηρώ, την οποία θα δούμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής. Ο Νηλέας ως βασιλιάς δόξασε τόσο πολύ την Πύλο, ώστε ο Όμηρος στα ποιήματά του να την ονομάζει «πόλη του Νηλέα» («Πύλον, Νηλήος εϋκτίμενον πτολίεθρον» (Οδύσσεια, γ 4)), μας λέει ο Παυσανίας (IV, 36, 1).
Από τους δώδεκα γιους του Νηλέα, ο Νέστορας, ο σοφός βασιλιάς της Πύλου και ήρωας του Τρωικού Πολέμου, παντρεύτηκε την Αναξιβία, την κόρη του Κρατιέα, και απόκτησε τον Περσέα, τον Στράτιχο, τον Άρητο, τον Εχέφρονα, τον Πεισίστρατο, τον Αντίλοχο, τον Θρασυμήδη, την Πεισιδίκη και την Πολυκάστη.
Από αυτούς ο Αντίλοχος είχε γιο τον Παίονα, ο οποίος έγινε ο επώνυμος των Παιονιδών Αθηναίων, και ο Θρασυμήδης είχε γιο τον Αλκμαίονα, τον επώνυμο των Αλκμαιονιδών Αθηναίων, από τους οποίους κατάγεται ο τύραννος της Αθήνας Πεισίστρατος.
Ένας άλλος γιος του Νηλέα, ο Περικλύμενος, γέννησε τον Πένθιλο, ο οποίος γέννησε τον Βώρο, ο οποίος γέννησε τον Ανδρόπομπο, ο οποίος γέννησε τον Μέλανθο.
Ο Μέλανθος αυτός έγινε η αιτία, σύμφωνα με τη μία από τις υπάρχουσες μυθολογικές εκδοχές, της ίδρυσης στην Αθήνα της γιορτής των Απατουρίων.
Ήρθε ο Μέλανθος στην Αττική, λέει ο μύθος, την εποχή που οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε πολεμικές προστριβές με τους κατοίκους της Βοιωτίας. Επειδή οι προστριβές αυτές δεν έλεγαν να πάρουν ένα τέλος οι δυο στρατοί συμφώνησαν να μονομαχήσουν οι βασιλιάδες τους και η νίκη του βασιλιά τους να θεωρηθεί νίκη και του στρατού του.
Ο βασιλιάς όμως των Αθηναίων, ο Θυμοίτης, ήταν γέρος και ασθενικός, ενώ ο βασιλιάς των Βοιωτών, ο Ξάνθος, ήταν πολύ δυνατός. Ήταν φανερό ότι θα νικούσε ο Ξάνθος. Οι Αθηναίοι δυσκολεύονταν να συμφωνήσουν. Από τη δύσκολη στιγμή και τον κίνδυνο, στον οποίο βρέθηκαν οι Αθηναίοι, τους έβγαλε ο Μέλανθος. Δέχτηκε να πάρει αυτός τη θέση του ασθενικού Θυμοίτη, τον οποίο, όπως λέει ο σχετικός μύθος, δεν γνώριζαν προσωπικά οι Βοιωτοί, και ν’ αγωνιστεί αυτός με τον Ξάνθο στη θέση του ασθενικού βασιλιά των Αθηναίων. Ο Μέλανθος όμως το δέχτηκε αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γίνει βασιλιάς αυτός μετά τον θάνατο του Θυμοίτη. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν.
Ο Μέλανθος, μόλις κατέβηκαν ν’ αγωνιστούν, ξεγέλασε τον Ξάνθο λέγοντάς του ότι δεν είναι σωστό να έχει βοηθό, όπως είχε ο Ξάνθος αυτόν τον άντρα που στεκόταν πίσω του. Γύρισε ο Ξάνθος πίσω του να δει αυτόν τον ανύπαρκτο βοηθό του κι εκείνη την στιγμή έριξε ο Μέλανθος και τον σκότωσε.
Έτσι ο Μέλανθος βγήκε νικητής από αυτόν τον αγώνα και οι Αθηναίοι τον τίμησαν και, μετά τον θάνατο του Θυμοίτη, τον έκαναν βασιλιά τους. Γιος αυτού του Μέλανθου ήταν ο κατοπινός γνωστός και ξακουστός βασιλιάς των Αθηναίων Κόδρος (Στράβων, Θ 1, 7 : «Κόδρος της Αττικής εβασίλευε τότε ο του Μελάνθου παις»). Ωστόσο ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι ο Θυμοίτης ήταν ο τελευταίος από τους απόγονους του Θησέα που έγινε βασιλιάς των Αθηνών.
Για να θυμούνται το γεγονός της νίκης του Μέλανθου οι Αθηναίοι είχαν μια γιορτή που την ονόμαζαν «Απατούρια», διότι με «απάτη» ξεγέλασε ο Μέλανθος τον Ξάνθο και τον νίκησε. Τα Απατούρια γίνονταν κατά τον μήνα Πυανεψιώνα.
Αυτή είναι η μία μυθολογική εκδοχή που σχετίζεται με τον Μέλανθο, τον μακρινό απόγονο του Έλληνα και της Οθρηίδας. Ήταν ένα μυθολογικό άκουσμα σε τούτη την περιοχή.
Υπάρχει βέβαια και άλλη άποψη για την ονομασία των Απατουρίων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα Απατούρια δεν πήραν το όνομά τους από την απάτη που έκανε ο Μέλανθος στον Ξάνθο αλλά, επειδή την ημέρα αυτή οι Αθηναίοι παρουσίαζαν τους γιους τους επίσημα, αναγνωρίζοντάς τους, για να γραφούν στις διάφορες φρατρίες. Μέχρι τότε οι νεαροί Αθηναίοι επισήμως θεωρούνταν χωρίς πατέρα, «απάτορες». Ονομάστηκε λοιπόν η εορτή Απατόρια και Απατούρια.
γ) Ο Αίσονας, ο τρίτος γιος του Κρηθέα, παντρεύτηκε την Αμφινόμη (ή Πολυμήδη), την κόρη του Αυτόλυκου. Ο Αίσονας είναι ο πατέρας του γνωστού Ιάσονα, του αρχηγού της Αργοναυτικής Εκστρατείας, και του Πρόμαχου.
δ) Ο Αμυθάονας, ο άλλος γιος του Κρηθέα, βασίλεψε στο μέρος της Ήλιδας που από αυτόν ονομάστηκε Αμυθαονία. Παντρεύτηκε την Ειδομένη, την κόρη του αδερφού του Φέρητα, και έγινε πατέρας δύο γιων, του μάντη Μελάμποδα και του Βίαντα, τους οποίους θα δούμε και σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, και μιας κόρης, της Αιολίας.
Ο μάντης Μελάμποδας έγινε πατέρας του Αντιφάτη, του Άβαντα, του Μάντιου, της Μαντώς και της Προνόης.
Ο γιος του Αντιφάτη Οϊκλής βασίλεψε στην Αρκαδία.
Η κόρη του Άβαντα Λυσιμάχη παντρεύτηκε το γιο του Βίαντα, τον Ταλαό, και απόκτησε τον μάντη Ίδμονα, τον Άδραστο, ο οποίος βασίλεψε στη Σικυώνα και αργότερα στο Άργος, τον Παρθενοπαίο, τον Πρώνακτα, τον Μηκιστέα, τον Αριστόμαχο και την Εριφύλη.
Τον μάντη Ίδμονα θα τον δούμε σε πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής.
ε) Ο τελευταίος γιος του Κρηθέα, ο Φέρης (ή Φέρητας) είναι ο ιδρυτής των Φερών και πατέρας του Άδμητου, του Λυκούργου και της Ειδομένης, η οποία έγινε γυναίκα του Αμυθάονα.
Ο Άδμητος παντρεύτηκε την Άλκηστη και έγινε πατέρας του Εύμηλου, του ξακουστού βασιλιά των Φερών και ήρωα του Τρωικού Πολέμου.
Ο Λυκούργος παντρεύτηκε την Ευρυδίκη και έγινε βασιλιάς στη Νεμέα και συγχρόνως ιερέας εκεί σε ναό του Δία. Γιος του Λυκούργου και της Ευρυδίκης ήταν ο Οφέλτης, που είχε τροφό τη βασίλισσα της Λήμνου Υψιπύλη. Για να τιμήσουν το θάνατο του Οφέλτη ιδρύθηκαν οι αγώνες Νέμεα (Απολλόδωρος 3, 6, 4). Στη Νεμέα, όπως μας βεβαιώνει ο Παυσανίας, υπήρχε ο τάφος του Οφέλτη (Παυσανίας 2, 15, 3).
Αναφέρουμε όλα τα παραπάνω πολύ περιληπτικά για να δώσουμε απλά ένα δείγμα των πάμπολλων διασυνδέσεων και συσχετίσεων που υπάρχουν μεταξύ των μύθων που αναφέρονται για όλους αυτούς τους ήρωες τους διασκορπισμένους σ’ όλο τον ελληνικό χώρο με τους μύθους της περιοχής του ορεινού όγκου της Όθρης, του Έλληνα και της νύμφης Οθρηίδας

2. Η θεά Εκάτη

Με τον Φέρητα, τον τελευταίο γιο του Κρηθέα, σχετίζεται και ένας άλλος μύθος. Τον θεωρούμε και αυτόν πανάρχαιο και μια ακόμη απόδειξη του ισχυρισμού μας ότι οι μύθοι τούτης της περιοχής απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και μελέτη.
Η Φεραία ήταν νύμφη – μάλλον προολυμπιακή και αυτή θεότητα – που ζούσε κοντά στις Φερές. Διάφορες μυθολογικές εκδοχές υπάρχουν για τον πατέρα της. Την θέλουν κόρη του Αίολου ή του Αρισταίου ή του Τάρταρου ή κόρη της Νύκτας.
Στις Φερές συνάντησε την Φεραία ο Δίας και την βίασε. Έτσι γεννήθηκε η θεά Εκάτη. Η Φεραία άφησε το νεογέννητο αυτό κορίτσι της, την Εκάτη, σ’ ένα τρίστρατο. Εκεί το βρήκαν οι τσοπάνηδες του Φέρητα, το περιμάζεψαν και το μεγάλωσαν. Επειδή η Εκάτη βρέθηκε σε τρίστρατο όλες οι «τρίοδοι», τα τρίστρατα, δηλαδή τα «σταυροδρόμια», ήταν αφιερωμένες σ’ αυτήν.
Η Εκάτη (περισσότερα για την Εκάτη και τη μυθολογία των αρχαίων Φερών βλ. ΥΤΠΕΡΕΙΑ , τόμος τρίτος, Πρακτικά Γ΄ Διεθνούς Συνεδρίου (Βελεστίνο, 2-5 Οκτωβρίου 1997, Βίκτωρος Κοντονάτσιου, Μυθολογικές και λατρευτικές καταβολές των αρχαίων Φερών, σελ. 95 – 117), έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, είχε βοηθήσει τον Δία κατά την Τιτανομαχία και την Γιγαντομαχία, στους αγώνες του δηλαδή εναντίον των Τιτάνων και των Γιγάντων. Αυτή ήταν που σκότωσε τον γίγαντα Κλυτίο.
Ο Δίας, για να την τιμήσει για τη βοήθειά της αυτή, της έδωσε το ιδιαίτερο δικαίωμα να έχει εξουσία στον ουρανό, στη γη και στον άδη. Ακόμη της έδωσε το προνόμιο και την ιδιαίτερη χάρη όσοι επικαλούνταν το όνομά της να τους δίνεται ό,τι ζητήσουν. Μερικοί λένε ότι προηγήθηκε η χάρη του Δία προς την Εκάτη και έπειτα αυτή από ευγνωμοσύνη προς τον Δία, για την εύνοιά του αυτή, πολέμησε στο πλευρό του εναντίον των Γιγάντων και γι’ αυτό αυτή σκότωσε τον γίγαντα Κλυτίο καίγοντάς τον με τις δάδες της.
Η τριπλή εξουσία που της έδωσε ο Δίας γινόταν φανερή στη λατρεία της Εκάτης. Λατρευόταν και ταυτιζόταν, στους μύθους και στις παραδόσεις, με την Σελήνη στον ουρανό, με την Άρτεμη στη γη και με την Περσεφόνη στον άδη.
Η σχέση της Εκάτης με την Άρτεμη, σύμφωνα με μία άποψη, εξηγείται από το ότι το όνομά της θεωρείται το θηλυκό του Ἕκατος, που είναι επίθετο του Απόλλωνα, αδελφού της Άρτεμης.
Το επίθετο «ἑκατηβόλος» (Ησίοδος, Ασπίς Ηαακλέους 58) του Απόλλωνα και της Άρτεμης (δηλ. Σελήνης δηλ. Εκάτης), που το συναντάμε και στις μορφές «ἑκηβόλος» (Ησίοδος, Θεογονία 94) ή «ἑκατηβελέαος» (Ησίοδος, Ασπίς Ηρακλέους 100) σημαίνει αυτόν που βάλλει από μακριά (Απόλλωνας, Άρτεμη) ή αυτόν που λάμπει από μακριά (Σελήνη, Εκάτη)
Εκάτη σημαίνει, για άλλους, αυτή που βρίσκεται μακριά, αυτή που είναι απομακρυσμένη, γιατί τ’ όνομά της παράγεται από το «ἑκὰς» που σημαίνει μακριά.
Στον Κάτω Κόσμο η Εκάτη προστάτευε τους νεκρούς εκείνους που τα σώματά τους εγκαταλείπονταν άταφα. Οι νεκροί των οποίων τα σώματα ήταν άταφα έπρεπε να παραμείνουν για εκατό ολόκληρα χρόνια έξω από τον Άδη.
Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη (Ωγυγία, τόμ. Γ΄) το Εκάτη είναι πιθανόν να παράγεται και από το εκατό ή ακόμα και γιατί η θεά εξιλεωνόταν με εκατό θυσίες ή γιατί εκατό χρόνια οι άταφοι νεκροί έμεναν έξω από τον Άδη και κατά την διάρκεια αυτή είχαν την προστασία της Εκάτης.
Μία άλλη εκδοχή δέχεται ότι το όνομα Εκάτη παράγεται από τη φοινικική λέξη «έκα» που σημαίνει μόνος, επειδή και η Σελήνη, εκεί ψηλά στον ουρανό που βρίσκεται, είναι μόνη της.
Για την λατρεία της Εκάτης συνήθιζαν να θυσιάζουν άσπρα σκυλιά, επειδή τις νύχτες γάβγιζαν σηκώνοντας το κεφάλι τους προς τη Σελήνη και έτσι ενοχλούσαν τη θεά. Η Εκάτη λατρευόταν ιδιαίτερα από τους νυχτοδιαβάτες οι οποίοι επικαλούνταν τη βοήθειά της για να τους φωτίζει τη νύχτα στα ταξίδια τους. Ζητούσαν τη βοήθειά της ακόμη κι εκείνοι που μέσα στα σκοτάδια της νύχτας έχαναν τα δρόμο τους. ή έψαχναν να βρουν κάτι.
Ένα τραγούδι σημερινό λέει: «Φεγγάρι μου λαμπρό λαμπρό και λαμπροφορεμένο, αυτού ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες την αγάπη μου, την αγαπητικιά μου; Έχω τρεις μέρες να τη δω και τρεις να της μιλήσω».
Επειδή ακόμη, από εκεί ψηλά που βρισκόταν η Εκάτη – Σελήνη, μπορούσε να τα ιδεί όλα και επομένως και τα κρυφά καμώματα της νύχτας, οι άνθρωποι ζητούσαν τη βοήθεια της σε κάθε αδικία.
Στην Αθήνα ονόμαζαν την Εκάτη «Επιπυργία», επειδή φώτιζε πάνω στους πύργους και έτσι βοηθούσε του φρουρούς στην αποστολή τους.
Η Εκάτη ήταν εκείνη που έστελνε στους ανθρώπους τα τρομακτικά όνειρα και τα φαντάσματα. Γι’ αυτό το λόγο τα τρομακτικά όνειρα λέγονταν «Εκαταία». Για τον ίδιο λόγο η Εκάτη λεγόταν και ονειροπομπός και φασματοπομπός. Ο Οδυσσέας για να εξευμενίσει την Εκάτη και να μην του στέλνει στο ύπνο του τρομακτικά όνειρα και φαντάσματα (φάσματα τα λέει ο Αθανάσιος Σταγειρίτης), έχτισε στη Σικελία ναό στο όνομά της. Στη γη η Εκάτη προστάτευε ιδιαίτερα τη μαγεία, της οποίας θεωρούνταν θεά.
Αυτή η ιδιαίτερη σχέση της Εκάτης με τούτη την περιοχή, και η λατρεία της, ίσως είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες της Θεσσαλίας θεωρούνταν πολύ ικανές μάγισσες. Είχαν αναπτύξει και καλλιεργήσει την τέχνη της μαγείας μέχρι του βαθμού που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να κατεβάσουν κάτω στη γη την σελήνη. Μπορούσαν δηλαδή να κατεβάσουν την Εκάτη, την προστάτιδά τους θεά, κάτω στη γη προσφέροντας σ’ αυτήν θυσίες, αφού την θεωρούσαν συνεργάτιδά τους στα μάγια που μπορούσαν να κάνουν, και να της ζητήσουν να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων που τους απασχολούσαν.
Αναφέρεται ότι κάποια θεσσαλή μάγισσα, η Αγλαονίκη (η οποία αναφέρεται και ως Αγλανίκη ή Αγανίκη), κόρη κάποιου Θεσσαλού ο οποίος λεγόταν Ηγήνορας ή Ηγήτορας, ήταν τόσο πολύ καλά καταρτισμένη και ικανή στα ζητήματα της αστρονομίας, ώστε μπορούσε με ακρίβεια να προβλέπει τις εκλείψεις της σελήνης. Εκμεταλλευόταν λοιπόν αυτή την ικανότητά της και, γνωρίζοντας πότε θα γινόταν έκλειψη σελήνης, ισχυριζόταν («μάντευε») ότι εκείνη την ορισμένη ώρα της έκλειψης, θα εξαφάνιζε από τον ουρανό τη σελήνη και θα την κατέβαζε στη γη. Έτσι η Αγλαονίκη απόκτησε μεγάλη φήμη. Αργότερα όμως τιμωρήθηκε από τους θεούς γι’ αυτή της την προκλητική συμπεριφορά (Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο, Δ΄ 59).
Ο Αριστοφάνης, διακωμωδώντας όλα αυτά, παρουσιάζει κάποιον που επιθυμούσε να αγοράσει μία θεσσαλή μάγισσα για να του κατεβάσει το φεγγάρι:
«γυναῖκα φαρμακίδ’ εἰ πριάμενος Θετταλήν
καθέλοιμι νύκτωρ τήν σελήνην, εἶτα δή
αὐτήν καθείρξαιμ’ εἰς λοφεῖον στρογγύλον
ὥσπερ κάτοπτρον, κᾆτα τηροίην ἔχων» (Αριστοφάνης, Νεφέλαι 749 – 752).
Δηλαδή: «Αν αγόραζα μια θεσσαλή γυναίκα μάγισσα
θα κατέβαζα τη νύχτα το φεγγάρι και έπειτα
θα το φυλάκιζα σε στρογγυλή θήκη
όπως ένα καθρεφτάκι και εκεί θα το κρατούσα»

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ακόμα ζούσε στον Αλμυρό – και τη θυμούνται πολλοί Αλμυριώτες ακόμη και σήμερα – μια γριά η οποία ισχυριζόταν ότι όχι μόνο μπορούσε να κατεβάζει τη σελήνη στη γη αλλά ακόμη ότι ήταν σε θέση και να την «αρμέξει» και με το γάλα αυτό της σελήνης να παρασκευάσει τα κατάλληλα για την κάθε περίσταση φάρμακα και μαγικά παρασκευάσματα ικανά να λύνουν οποιαδήποτε μάγια.
Ο Στέφανος Κομμητάς, στα σχόλια που κάνει στον νεκρικό διάλογο του Λουκιανού «Διογένης και Πολυδεύκης», λέει ότι πρόσφεραν στην Εκάτη «βρωτά άττα, οίον ωά και τα τοιαύτα καθάρσια καλούμενα», τα οποία τα τοποθετούσαν στα σταυροδρόμια.
Στα μέρη όπου λατρευόταν η Εκάτη πιστευόταν ότι η Σελήνη κατέβαινε και έπαιρνε από εκεί όσα τοποθετούσαν και τα έτρωγε. Κατέβαινε δηλαδή η Εκάτη και έτρωγε όσα τρόφιμα τοποθετούσαν οι γυναίκες στα σταυροδρόμια. Γι’ αυτό και τα όσα υπόλοιπα τροφών τοποθετούνταν στα σταυροδρόμια λέγονταν «Εκάτης δείπνον». Ήταν συνήθως και κυρίως τα απομεινάρια των νεκρικών δείπνων.
Ακόμη σε κάθε νέα σελήνη οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια τους και έβγαζαν τα απομεινάρια των τροφών στα τρίστρατα. «Επιστεύετο γαρ», λέει ο Κομμητάς, «ὅτι πάντα ταῦτα τά τῶν καθαρθέντων κακά αναλαμβάνοντα, εἰς οὐδέν ἐστίν χρήσιμα». Ήταν δηλαδή αυτά τα υπολείμματα των τροφών «καθάρματα». Τα Εκαταία ή Εκάτανα, που θεωρούνταν ακάθαρτα, τα έτρωγαν οι επαίτες.
Η Εκάτη έγινε από τον Τρίτωνα μητέρα της Κραταίιδας. Η Κραταίιδα ήταν η μητέρα της Σκύλλας. Όταν ο Οδυσσέας ρώτησε την Κίρκη αν μπορούσε να βγει στην πλώρη του καραβιού του αρματωμένος και ν’ αντιμετωπίσει την Σκύλλα, η Κίρκη του απάντησε ότι μόνο αν επικαλεστεί το όνομα της Κραταίιδας, της μητέρας της Σκύλλας, θα ήταν δυνατό να καταφέρει να μην του αρπάξει η Σκύλλα και άλλους έξι συντρόφους του (Ομήρου Οδύσσεια, μ 112 – 127).
Η Εκάτη, λοιπόν, κόρη της τοπικής νύμφης ή καλύτερα της πανάρχαιας προολυμπιακής θεότητας, Φεραίας, σύμφωνα με τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ήταν γιαγιά της Σκύλλας. Η Εκάτη ακόμη αναφέρεται από τον Διόδωρο το Σικελιώτη και ως μητέρα της Κίρκης και της Μήδειας. Αυτό δείχνει πόσο πανάρχαια τοπική θεότητα πρέπει να θεωρηθεί η Φεραία και πόσο πανάρχαιοι ήταν οι σχετικοί μύθοι της περιοχής.
Θα πρέπει ν’ αναφέρουμε στη θέση αυτή ότι μια άλλη θεά που επίσης λατρευόταν στις Φερές ήταν Ενοδία ή Εννοδία. Κατά τον Στέφανο Κομμητά το όνομα Ενοδία (δηλ. ἡ ἐν ὁδοῖς) είναι ένα άλλο όνομα της θεάς Εκάτης.
Ο Ευριπίδης (Ίων, 1046) λέει ότι για τους Θεσσαλούς η Ενοδία ήταν θυγατέρα της θεάς Δήμητρας. Η σχέση της Ενοδίας και της Εκάτης καταδεικνύεται και από το ότι και η Ενοδία, όπως και η Εκάτη, παριστανόταν έφιππη κρατώντας δάδες για να φωτίζει την νύχτα.
Η Εκάτη στις ζωγραφιές και στις άλλες απεικονίσεις της παριστανόταν αρχικά μονόμορφη με μία δάδα στα χέρια. Αργότερα παριστανόταν τρικέφαλη και με έξι χέρια. Τα τρία κεφάλια φανέρωναν την τριπλή εξουσία της, στον ουρανό, στη γη και στον άδη. Το δεξιό κεφάλι ήταν σκυλίσιο, το αριστερό αλογίσιο και το μεσαίο αγριογουρουνίσιο. Ο μύθος μας θυμίζει ότι και η Χίμαιρα, η οποία, κατά μία άποψη, θεωρούνταν απόγονος της Εκάτης, είχε και αυτή τρία κεφάλια, ένα λιονταριού, ένα γίδας και ένα φιδιού.
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης μας βεβαιώνει ότι στη Λάρισα υπήρχε σε κάποιο τουρκικό σπίτι ωραιότατο άγαλμα της Εκάτης. Το άγαλμα αυτό αφαιρέθηκε από ένα περιηγητή. «Οὕτως ὁ Δανός περιηγητής Ουσίνγ ὁμολογεῖ, ὅτι συναπέφερε μεθ’ ἑαυτοῦ μαρμάρινον ἀγαλμάτιον κομψότατον τῆς Ἑκάτης, ἀνευρεθέν ἐν τῇ αὐλῇ τουρκικῆς οἰκίας. Ἡ τριπρόσωπος θεά παρίσταται καί ἐνταῦθα ὡς συνήθως. Τρεῖς γυναικεῖαι μορφαί ἐρείδονται διά τῶν νώτων ἐπὶ στρογγύλου κίονος, κρατοῦσαι δάδας ἐν τῇ ἀριστερᾷ, ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ ἡ μέν μία κάλπην (ὑδρίαν), ἡ ἑτέρα κύπελον, καί ἡ τρίτη φέρει τήν χεῖρα ἐπὶ τοῦ στήθους, ποδήρεις δὲ χιτῶνες μετά κανονικῶν καί κομψοτάτων πτυχῶν παριβάλλουσιν αὐτάς, ἐνῶ οἱ ὡραῖοι βόστρυχοι καταπίπτουσιν ἐπὶ τοῦ στήθους. Το ἀγαλμάτιον τοῦτο μεθ’ ἑτέρου ὁμοίου, παριστῶντος τήν Περσεφόνην ὡς καί ἕτερον καλῆς τέχνης μετεφέρθησαν κλαπέντα καί εὑρίσκονται ἤδη ἐν τῷ ἀρχαιολογικῷ μουσείῳ τῆς Κοπενάγης» (α) Επαμεινώνδας Φαρμακίδης, Η Λάρισα, Βόλος 1926 σελ. 157. β) Νικόλαος Γεωργιάδης Θεσσαλία, Εν Αθήναις 1880, σελ. 249 γ) Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία, (Γ΄ έκδοση) , σελ. 161. Λάρισα 1995. Το κείμενο που παραθέτουμε διαμορφώθηκε από συνδυασμό των κειμένων των τριών αυτών παραπομπών).

3. Η Εκάτη στη «Θεογονία» του Ησιόδου

Η Εκάτη ήταν πανάρχαια προολυμπιακή θεότητα, «προτέρα θεά», όπως τόσες άλλες θεότητες της Αχαΐας Φθιώτιδας. Λατρευόταν ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και στη Θεσσαλία γενικότερα. Για το λόγο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τη Θεογονία του Ησιόδου που αναφέρεται στην Εκάτη και στη λατρεία της.
«Και αυτή (η Φεραία) έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Δίας, ο γιος του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει και απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη θάλασσα.
Αλλά και στον γεμάτο αστέρια ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει, κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη. Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερίδιο.
Και ούτε σε τίποτε ο γιος του Κρόνου την εκβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς, τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ό,τι απ’ την αρχή ήταν το μερτικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Δίας.
Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί. Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες και στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τα άρματα οι άντρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα.
Και είναι καλή όταν παραβγαίνουν οι άντρες σ’ αγώνα και εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ και επιμονή το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονείς του περήφανους.
Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει. Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά αλλά και εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους. Κι είναι καλή στους σταύλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή.
Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν και η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ΄ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές» (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 411 – 452).

4. Η γενιά του Σίσυφου

Ο Σίσυφος, ο δεύτερος γιος του Αίολου, έφυγε από την πατρίδα του, την Αχαΐα Φθιώτιδα, και πήγε και έχτισε την Εφύρα της οποίας έγινε βασιλιάς. Η Εφύρα ήταν η πόλη που αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος.
Εκεί παντρεύτηκε την Μερόπη, την κόρη του Άτλαντα, και απόκτησε πέντε παιδιά, όλα αγόρια: τον Γλαύκο, τον Κρέοντα, τον Ορνυτίονα, τον Θέρσανδρο και τον Άλμο. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή ο Σίσυφος παρέλαβε την εξουσία από τη Μήδεια (Σχόλια στον Πίνδαρο Εις Ολυμπιονίκας 13, 74), όταν αυτή εγκαταλείποντας την Κόρινθο έφυγε για την Αθήνα και στη συνέχεια ταξίδεψε για την Αία («τούτων δε ένεκα απελθείν και Μήδειαν παραδούσαν Σισύφω την αρχήν» (και η Μήδεια κατόπιν τούτου παρέδωσε την εξουσίαν στο Σίσυφο και έφυγε και αυτή). (Παυσανίας ΙΙ, 3, &)).
Από τα παιδιά αυτά του Σίσυφου:
Ο Γλαύκος παντρεύτηκε την Ευρυμήδη και έγινε πατέρας του Βαλλερεφόντη, του γνωστού ήρωα με το φτερωτό άλογο Πήγασος. Ο Γλαύκος σκοτώθηκε στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για τον πατέρα του. Ο τάφος του βρισκόταν στον Ισθμό της Κορίνθου και θεωρούνταν τόπος «ταράξιππος», ένα μέρος δηλαδή από το οποίο όταν περνούσαν τα άλογα ταράσσονταν (Παυσανίας VI, 20, 19).
Ο Ορνυτίονας βασίλεψε στην Κόρινθο και έγινε πατέρας του Φώκου. Ο Φώκος πήγε και βασίλεψε στη χώρα που από αυτόν ονομάστηκε Φωκίδα. Ο Φώκος φημίζονταν ως γιος του Ποσειδώνα. Ο Φώκος αποίκισε την Τιθορέα, την πόλη της χώρας που τώρα ονομάζεται Φωκίδα. (Παυσανίας, ΙΙ, 4, 3). Εκεί παντρεύτηκε την Αντιόπη και έγινε πατέρας του Ορνυτίονα (του Β΄) και του Θόοντα.
Από τον Θέρσανδρο γεννήθηκαν ο Αλίαρτος, που έχτισε την πόλη Αλίαρτο, ο Κορωνός, που έχτισε την πόλη Κορώνεια, και ο Προίτος.
Ο Άλμος έχτισε την πόλη Άλμο της Βοιωτίας. Από τον Άλμο οι κάτοικοι εκείνης της περιοχής ονομάστηκαν Άλμωνες.
Ο Σίσυφος ήταν ένας από τους επίσημους κολασμένους στον Άδη. Κατατάχθηκε στην ομάδα των μεγάλων «ὑβριστῶν».
Η τιμωρία του στον Κάτω Κόσμο ήταν να σπρώχνει συνεχώς ένα μεγάλο βράχο προσπαθώντας να τον φτάσει στην κορυφή ενός λόφου. Μόλις όμως κόντευε να φτάσει ο βράχος τού ξέφευγε και κυλούσε πάλι ως τους πρόποδες του λόφου. Ο Σίσυφος άρχιζε πάλι από την αρχή τον αγώνα του και το μαρτύριό του συνεχιζόταν διαρκώς:
«Κολάζεται δέ Σίσυφος ἐν ᾌδῃ πέτρον ταῖς χερσί καὶ τῇ κεφαλῇ κυλίων, καί τοῦτον ὑπερβάλλειν θέλων. Οὗτος δέ ὠθούμενος ὑπ’ αὐτοῦ ὠθεῖται πάλιν εἰς τοὐπίσω» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 3, 2).
Ο βράχος που έσπρωχνε ο Σίσυφος σταμάτησε να κυλάει για λίγες μόνο στιγμές, όση ώρα χρειάστηκε ο Ορφέας όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο να πάρει την Ευρυδίκη και έπαιξε τη γλυκιά του μουσική (Παυσανίας 9. 30. 4 – 12).
Η τιμωρία αυτή δόθηκε στον Σίσυφο από τον Δία για τον εξής λόγο: Ο Σίσυφος είδε μια μέρα έναν τεράστιο αετό, μεγαλύτερο από κάθε άλλο πουλί στον κόσμο, να πετάει ψηλά στον ουρανό κρατώντας με τα νύχια του μια κοπέλα και να πηγαίνει προς ένα νησί που ήταν εκεί κοντά.
Η κοπέλα, που κρατούσε ο αετός, ήταν η Αίγινα, η πανέμορφη κόρη του Ασωπού ποταμού. Ο Ασωπός, σαν έχασε την κόρη του και δεν ήξερε που βρισκόταν, άρχισε να ψάχνει παντού. Υποπτευόταν όμως πως την είχε αρπάξει ο Δίας. Βρήκε και τον Σίσυφο και τον ρώτησε μήπως είδε τίποτε.
Ο Σίσυφος μαρτύρησε τι είχε ιδεί. Ο Ασωπός κατάλαβε τι είχε γίνει. Ο Δίας, σαν θεός που ήταν και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, έγινε αετός κι άρπαξε την κόρη τού Ασωπού. Για την εξυπηρέτηση που είχε προσφέρει ο Σίσυφος στον Ασωπό, μαρτυρώντας του την αρπαγή της κόρης του, πήρε από αυτόν ως δώρο μία πηγή, την Πειρήνη, την οποία μάλιστα ο Ασωπός την έκανε ν’ αναβλύσει νερό, αν και βρισκόταν πάνω στον κατάξερο Ακροκόρινθο.
Η πηγή που υπάρχει πίσω από το ναό λένε πως είναι δώρο του Ασωπού στο Σίσυφο. Ο Σίσυφος δηλαδή ήξερε πως ο Δίας είχε αρπάξει την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού και είπε στον Ασωπό που την αναζητούσε πως δε θα το φανερώσει προτού πηγάσει νερό για χάρη του και στον Ακροκόρινθο. Όταν ο Ασωπός έδωσε την πηγή, το φανέρωσε, και για το φανέρωμα αυτό – για όσους δίνουν πίστη σ’ αυτή την παράδοση – τιμωρείται στον Άδη. Άκουσα ακόμη να ισχυρίζονται πως η πηγή αυτή είναι η Πειρήνη και πως το νερό από εδώ πάει στην πόλη, κάτω από το έδαφος», γράφει ὁ Παυσανίας (ΙΙ, 5, 1).
Επειδή λοιπόν ο Σίσυφος μαρτύρησε τα καμώματα του Δία τιμωρήθηκε από αυτόν να κουβαλάει ολημερίς κι ολονυχτίς έναν τεράστιο βράχο ως την κορυφή ενός βουνού και μόλις τον έφτανε ως την κορυφή να κατρακυλάει πάλι κάτω.
Ο Ασωπός βέβαια δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε για να γλιτώσει την κόρη του. Έφτασε, αναζητώντας την κόρη του Αίγινα, ως το νησί που από τότε ονομάστηκε Αίγινα, αλλά ο Δίας μ’ έναν κεραυνό τον έδιωξε μακριά. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στη θέληση των θεών! Έτσι από την ένωση αυτή του Δία και της Αίγινας γεννήθηκε ο Αιακός.
Ο Αιακός απόκτησε από την Ενδηίδα τον Πηλέα, τον πατέρα του μεγάλου ήρωα Αχιλλέα και τον Τελαμώνα, τον πατέρα του άλλου μεγάλου ήρωα, του Αίαντα.
Οι δύο αδερφοί, ο Πηλέας και ο Τελαμώνας, διώχτηκαν από την πατρίδα τους γιατί σκότωσαν τον ετεροθαλή αδερφό τους Φώκο, τον οποίο ο Αιακός είχε αποκτήσει από την Ψαμάθη.
Ο Αιακός έγινε αρχηγός των Μυρμιδόνων. Τους Μυρμιδόνες τους πήρε ο Πηλέας και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στη Φθία. «Διά τόν φόνον Πηλεύς ὑπό τοῦ πατρός φυγαδευθείς τῆς νῦν Θετταλίας καλουμένης εἰς Φθίαν καί καθαρθείς ὑπό Ἄκτορος τοῦ βασιλέως διεδέξατο τήν βασιλείαν ἄπαιδος ὄντος τοῦ Ἄκτορος» (Διόδωρος Σικελιώτης 4, 72, 6). Ο Αιακός ίδρυσε στη Θεσσαλία την πόλη Δία για να τιμήσει τον πατέρα του.
Επειδή, λοιπόν, ο Σίσυφος μαρτύρησε όσα είδε στον Ασωπό, τιμωρήθηκε στον Άδη να σπρώχνει συνεχώς το βράχο. Άλλοι πάλι τα έλεγαν διαφορετικά. Ο Σίσυφος ήταν ένας φοβερός ληστής που κυλούσε από τον Ακροκόρινθο βράχους και σκότωνε τους περαστικούς. Γι’ αυτό καταδικάστηκε στον Κάτω Κόσμο να σπρώχνει συνεχώς ένα βράχο. Το μαρτύριό του αυτό ήταν παντοτινό και μόνο για λίγη ώρα σταμάτησε, όταν ο Ορφέας κατέβηκε με τη λύρα του στον Άδη και ζήτησε από τον Πλούτωνα την Ευρυδίκη.
Για τον Σίσυφο έλεγαν ακόμη ότι ήταν ο πραγματικός πατέρας του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα, γιατί αυτός ήταν που είχε κοιμηθεί με την Αντίκλεια, λίγο πριν αυτή παντρευτεί τον Λαέρτη.
Να πώς το δικαιολογούσαν οι σχετικοί μύθοι αυτό. Ο Αυτόλυκος, έλεγαν, ο γιος του Ερμή και της Χιόνης, η οποία ήταν κόρη του Κήυκα και της Αλκυόνης, ήταν ένας μεγάλος και φοβερός κλέφτης ζώων. Αυτό το χρωστούσε στην ικανότητα που είχε να μεταμορφώνει τα ζώα που έκλεβε, έτσι ώστε να μην μπορεί να τα αναγνωρίζει ο ιδιοκτήτης τους. Έκλεβε μαύρα πρόβατα, τα οδηγούσε στο κοπάδι του και τα έκανε άσπρα. Έκλεβε άσπρα, τα έκανε μαύρα ή παρδαλά ή με άλλα χαρακτηριστικά σημάδια έτσι ώστε να μην μπορεί να τα γνωρίσει κάποιος. Έκλεβε ζώα που είχαν κέρατα και τα έκανε να χάσουν τα κέρατά τους ή, αν δεν είχαν κέρατα, τα έκανε ν’ αποκτήσουν:
«Οὗτος ὁ Αὐτόλυκος κλεπτοσύνῃ πάντας ὑπερέβαλε. Κλέπτων γάρ πάντων ἵππους τε καί βόας καί ποίμνια, τάς σφραγίδας αὐτῶν μετεποίει καί ἐλάνθανε τούς δεσπότας αὐτῶν, ὥς φησι καί Ἡσίοδος» (Τζέτζης στον Λυκόφρονα, 344) «καἰ γάρ ὁ αὐτός, κλέπτης ὤν, ἔκλεπτε τούς ἵππους . . . ἐνήλλασσε δέ τάς χροιάς αὐτῶν» (Ησιόδου αποσπάσματα 112 (136), Hesiodi Carmina, Lipsiae MCMII 91902), σελ. 163).
Δίπλα στα κοπάδια του Αυτόλυκου έβοσκαν τα κοπάδια του Σίσυφου. Με τις κλεψιές του Αυτόλυκου τα κοπάδια του συνεχώς μεγάλωναν ενώ του Σίσυφου όλο και λιγόστευαν. Το έβλεπε αυτό ο Σίσυφος και υποψιάστηκε τον Αυτόλυκο. Δεν μπορούσε όμως να βρει τα πρόβατά του. Σκέφτηκε τότε, έξυπνος πολύ καθώς ήταν, και χάραξε το μονόγραμμά του κάτω από τις οπλές των ζώων του.
Έτσι όταν ο Αυτόλυκος ισχυρίστηκε ότι δεν έκλεψε τα πρόβατα του διαμαρτυρόμενου Σίσυφου, αυτός σήκωσε τα πόδια των κλεμμένων ζώων του και διαπιστώθηκε η αλήθεια, αφού ο Αυτόλυκος είχε μεν αλλάξει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ζώων αλλά δεν είχε σκεφτεί και τις πονηριές του Σίσυφου που ήταν ακόμη μεγαλύτερες από τις δικές του.
Ο Αυτόλυκος αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Ο Σίσυφος θύμωσε πολύ. Ο Αυτόλυκος για να τον αποζημιώσει και να τον κάνει να ησυχάσει τον άφησε να κοιμηθεί με την κόρη του Αντίκλεια, την παραμονή του γάμου της με τον Λαέρτη.
Έτσι η Αντίκλεια γέννησε τον Οδυσσέα, που ήταν πραγματικό παιδί του Σίσυφου και όχι του Λαέρτη. Έτσι εξηγούσαν το γιατί ο Σίσυφος ήταν ο πραγματικός πατέρας του Οδυσσέα. Στον πανέξυπνο Σίσυφο λοιπόν, τον εγγονό της νύμφης Ορθρηίδας, που ήταν πολύ πανούργος, χρωστούσε την μεγάλη του εξυπνάδα, για την οποία και χαρακτηριζόταν, ο τετραπέρατος και ονομαστός βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας. Να λοιπόν που και ο τετραπέρατος βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας, ήταν κι αυτός απόγονος της Ορθρηίδας.
Ο Όμηρος ονομάζει τον Σίσυφο «κέρδιστον ἀνδρῶν» (Ζ, 153) δηλαδή τον πιο πανούργο ανάμεσα στους ανθρώπους. Αλλά και το όνομά του το ίδιο, Σίσυφος, ως λέξη, σημαίνει θεόσοφος (Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό στη λέξη Σίσυφος, Ευστάθιος 631, 25 στο Ζ 153).
Τόσο έξυπνος ήταν ο Σίσυφος, λέει γι’ αυτόν ένας άλλος μύθος, ώστε ξεγέλασε ακόμη και τον ίδιο τον Θάνατο. Είχε βάλει, λέει, την γυναίκα του να του υποσχεθεί όσο ήταν ακόμα ζωντανός ότι, όταν κάποτε πεθάνει, δεν θα τον θάψει αλλά θα τον αφήσει άταφο και μάλιστα δεν θα προσφέρει ούτε τις απαραίτητες σε τέτοιες περιπτώσεις θυσίες στους θεούς του Κάτω Κόσμου.
Ό,τι είχε παραγγείλει για μετά το θάνατό του ο Σίσυφος, έγινε. Έτσι, όταν ο Σίσυφος κατέβηκε στον Άδη, ενώ το πτώμα του παρέμεινε άταφο, παρακάλεσε την Περσεφόνη να του επιτρέψει να γυρίσει στον Επάνω Κόσμο προκειμένου να φροντίσει ο ίδιος για την ταφή τού σώματός του και ύστερα θα επέστρεφε πάλι στη θέση του στον Άδη.
Η Περσεφόνη τον πίστεψε και τον άφησε να γυρίσει στη γη. Ο πονηρός Σίσυφος, που άλλο από αυτό δεν περίμενε, δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Έμεινε πάνω στη γη και δεν επέστρεψε στον Άδη. Έτσι ο ψυχοπομπός Ερμής, για πρώτη φορά στα χρονικά του, αναγκάστηκε να ανεβεί και πάλι στη γη και να οδηγήσει τον Σίσυφο με τη βία και πάλι στον Άδη. Ο Σίσυφος ήταν έτσι ένας από τους λίγους ανθρώπους στην αρχαία Ελλάδα που δυο φορές διάβηκε την πόρτα του Κάτω Κόσμου.
Ο Σίσυφος ήταν εκείνος που έχτισε τα τείχη του Ακροκόρινθου με τέτοιο τρόπο ώστε να εισπράττει διόδια από όσους περνούσαν από εκεί. Σύμφωνα με τον Διόδωρο και τον Στράβωνα τα ανάκτορα του Σίσυφου ήταν τεράστια.
Ο Σίσυφος, σύμφωνα με μία άποψη (Σχόλια στον Απολλώνιο τον Ρόδιο, 3, 1240), είναι εκείνος που ίδρυσε τους αγώνες Ίσθμια για να τιμήσει, μετά την αποθέωσή του, τον Μελικέρτη – Παλαίμονα, το πτώμα του οποίου ξεβράστηκε στην περιοχή του (Παυσανίας, 8. 48. 2. και Kerenyi, Die Mythologie der Griechen 257). .Εξάλλου ο Μελικέρτης, ως γιος του αδελφού του Αθάμαντα, ήταν και ανεψιός του. Σύμφωνα με άλλους τα Ίσθμια ιδρύθηκαν από τον ίδιο τον Ποσειδώνα για τη νίκη του κατά του Ηλίου (Παυσανίας 2, 1, 6).