Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (10η συνέχεια)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΔΩΡΟΥ

              Γιος όμως του Έλληνα και της Ορθρηίδας ήταν και ο Δώρος. Από αυτόν πήρε το όνομά της η Δωρίδα της Θεσσαλίας, δηλαδή η περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Εστιαιώτιδα ή Ιστιαιώτιδα: «Δῶρος δέ αὐτήν εἴληχε τά πρῶτα καί Δωρὶς ἀπ᾿ ἐκείνου ἐκαλεῖτο πρότερον, ὕστερον δε Ἰστιαιῶτις μετωνομάσθη». (Μπάμπης Γ. Ιντζεσίλογλου, Ο μύθος του Αιάτου και της Πολύκλειας. Ο τελευταίος προθεσσαλικός μύθος, Καρδιτσιώτικα Χρονικά, τόμος 1. σελ. 15, Καρδίτσα 1995).
Ο Δώρος αργότερα έφυγε από την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στην Παρνασίδα. Εκεί έχτισε τις πόλεις Βοιό, Κυτίνιο και Ερινεό. Από τον Δώρο οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης ονομάστηκαν Δωριείς και η περιοχή τους Δωρίδα.
α) Ο γιος του Δώρου Τέκταμος, παίρνοντας μαζί του ένα μέρος Δωριέων, ένα μέρος Αχαιών και ένα μέρος Πελασγών, ταξίδεψε ως την Κρήτη. Εκεί παντρεύτηκε μία κόρη του Κρηθέα και απόκτησε ένα γιο, τον Αστέριο ή Αστερίωνα και έγινε βασιλιάς του τόπου.
Ο Αστέριος ή Αστερίωνας διαδέχτηκε τον πατέρα του στη βασιλεία. Τον καιρό που βασίλευε ο Αστέριος στην Κρήτη έφερε εκεί ο Δίας την Ευρώπη.
Ο Δίας από την Ευρώπη απόκτησε τρεις γιους, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Κατόπιν, όπως γινόταν πάντοτε με τις ερωμένες του Δία, άφησε εκεί την Ευρώπη και τα παιδιά της κι έφυγε. Μετά από αυτό ο Αστέριος ή Αστερίωνας παντρεύτηκε την Ευρώπη και, επειδή ο ίδιος δεν είχε παιδιά, υιοθέτησε τους τρεις γιους της Ευρώπης από το Δία:
«Τέκταμος ὁ Δώρου τοῦ ῞Ελληνος τοῦ Δευκαλίωνος εἰς Κρήτην πλεύσας μετά Αἰολέων καί Πελασγῶν ἐβασίλευσε τῆς νήσου, γήμας δέ τήν Κρηθέως θυγατέρα ἐγέννησεν Ἀστέριον, οὗ βασιλεύοντος ἐν τῇ Κρήτῃ Ζεύς, ὥς φασιν, Εὐρώπην ἁρπάσας ἐκ Φοινίκης καὶ διακομίσας εἰς Κρήτην ἐπί ταύρου, μιγείς αὐτῇ τρεῖς υἱούς ἐγέννησε, Μίνω καί ῾Ραδάμανθυν καί Σαρπηδόνα, μετά δέ ταῦτα τήν Εὐρώπην Ἀστέριος ὁ βασιλεύς τῆς Κρήτης ἔγημεν, ἄπαις δέ ὤν τούς τοῦ Διὸς παῖδας υἱοποιησάμενος διαδόχους τῆς βασιλείας ἀπέλιπε». (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Τετάρτη, 60).
β) Γιος του Δώρου ήταν και ο Αιγιμιός (Πίνδαρος, Πυθιονίκης 1, 64). Ο Αιγιμιός ήταν ο πρώτος βασιλιάς και νομοθέτης των Δωριέων. Οι Δωριείς αρχικά, κατά την περίοδο της βασιλείας του Αιγιμιού, κατοικούσαν στην Εστιαιώτιδα της Θεσσαλίας. Εκεί ήρθαν σε προστριβές με τους Λαπίθες και ο Αιγιμιός ζήτησε τη βοήθεια του Ηρακλή. Στον πόλεμο που έγινε νικήθηκαν οι Λαπίθες και σκοτώθηκε ο βασιλιάς τους Κόρωνος. (Διόδωρος Σικελιώτης, 4, 37).
Αποτέλεσμα ήταν οι Δωριείς να επεκταθούν και να φτάσουν στη χώρα μεταξύ Οίτης και Παρνασσού, στη «μητρόπολιν ἁπάντων τῶν Δωριέων» (Στράβωνας 9, 427).
Οι Δωριείς της Σπάρτης ήθελαν πάντοτε και προσπαθούσαν να παραμένουν πιστοί στους νόμους που είχε θεσπίσει γι’ αυτούς ο Αιγιμιός, ακόμα και στον 5ο π. Χ. αιώνα, όπως μας βεβαιώνει ο Πίνδαρος. (Πυθιόνικος 1, 64).
Παιδιά του Αιγιμιού ήταν ο Πάμφυλος και ο Δύμαντας ή Δυμάνας. Ήταν οι επώνυμοι ήρωες και γενάρχες των δύο από τους τρεις κλάδους της δωρικής φυλής, του κλάδου των Παμφύλων και του κλάδου των Δυμάνων. Επώνυμος ήρωας και γενάρχης του τρίτου κλάδου, της δωρικής φυλής, του κλάδου των Υλλέων, ήταν ο γιος του Ηρακλή Ύλλος, τον οποίον όμως είχε υιοθετήσει ο Αιγιμιός για να ευχαριστήσει τον Ηρακλή για τη βοήθεια που του έδωσε στον πόλεμο κατά των Λαπιθών:
«Ὕλλον γάρ εἰσεποιήσατο τόν πρεσβύτατον Ἡρακλέους παίδων», αναφέρει ο Στράβωνας (Θ 4, 10).
Ο Δύμαντας (που κατά τον Έφορο λεγόταν Δυμάντας) μαζί τον αδερφό του Πάμφυλο πραγματοποίησαν εισβολή στην Πελοπόννησο αλλά σκοτώθηκαν σε μία μάχη εναντίον του Τισαμενού του γιου του Ορέστη.
Οι τρεις λοιπόν κλάδοι της φυλής των Δωριέων της Σπάρτης, οι Δυμάνες, οι Πάμφυλοι και οι Υλλείς, έχουν επώνυμους ήρωες και αρχικούς προγόνους τους τρεις γιους του Αιγιμιού, του γιου του Δώρου, του γιου του Έλληνα και της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας.
Από το όνομα του Δύμαντα οι Δωριείς που κατάγονταν απ’ αυτόν, σύμφωνα με τον Λυκόφρονα, λέγονταν «Δυμάντειος σπορά». Ο Δύμαντας θεωρείται επίσης επώνυμος ήρωας και οικιστής της πόλης Δύμη, η θέση της οποίας εντοπίζεται στη νότια ακτή του Πατραϊκού κόλπου.
γ) Κόρη του Δώρου ήταν ακόμη και η Ιφθίμη. Ο θεός Ερμής αγάπησε την Ιφθίμη και από την ένωσή του μαζί της γεννήθηκαν οι Σάτυροι, οι ακόλουθοι του θεού Διόνυσου.
Έτσι άλλη μία μακρότατη σειρά επώνυμων ηρώων και άλλων θεϊκών και μη θεϊκών οντοτήτων έλκουν την καταγωγή τους από το ίδιο κοινό προγονικό ζευγάρι του Έλληνα και της νύφης Ορθρηίδας.

ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΞΟΥΘΟΥ

          Ο Ξούθος, ο τρίτος γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας, διωγμένος από τα μέρη του από τ’ άλλα τ’ αδέλφια του, έφυγε από τη Θεσσαλία και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στην Αττική. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Ερεχθέα, την Κρέουσα, και απόκτησε δυο αγόρια, τον Αχαιό και τον Ίωνα. Στην Αττική ο Ξούθος έχτισε τέσσερες πόλεις: την Οινόη, τον Μαραθώνα, τον Προβάλινθο και την Τρικόρινθο.
Μόλις όμως πέθανε ο Ερεχθέας, οι απόγονοί του, που διεκδικούσαν το θρόνο της Αθήνας, έδιωξαν τον Ξούθο από την Αθήνα. Τον έδιωξαν γιατί ο Ξούθος αντί να δώσει το θρόνο της Αθήνας στους απόγονους του Ερεχθέα, τον έδωσε στον Κέκροπα. Ο Ξούθος, μετά απ’ αυτό, παίρνοντας τα δυο του παιδιά πήγε στην Πελοπόννησο, στην περιοχή η οποία λεγόταν Αιγιαλεία και η οποία αργότερα ονομάστηκε Αχαΐα.
α) Ο Αχαιός, ο πρώτος γιος του Ξούθου, απόκτησε δυο αγόρια, τον Άρχανδρο και τον Αρχιτέλη. Τα δυο αυτά αγόρια του Αχαιού παντρεύτηκαν δυο κόρες του Δαναού. Ο Άρχανδρος πήρε την Σκαιά και ο Αρχιτέλης την Αυτομάτη.
Αργότερα ο Αχαιός επέστρεψε στην πατρίδα του, την Θεσσαλία, διεκδίκησε και πήρε το πατρικό του μερίδιο, το οποίο ονόμασε Αχαΐα. Είναι αυτή η περιοχή, της οποίας τη μυθολογία εξετάζουμε, που ονομάστηκε Αχαΐα Φθιώτιδα.
β) Ο Ίωνας, ο άλλος γιος του Ξούθου, έμεινε στην Πελοπόννησο και παντρεύτηκε την βασιλοπούλα της χώρας αυτής, την Ελίκη, την πανέμορφη κόρη του Σελινούντα. Από τον Ίωνα πήραν το όνομά τους οι Ίωνες.
Και αυτός όμως δεν έμεινε πολύ εκεί. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν πόλεμο με τους Ελευσίνιους, τον κάλεσαν κοντά τους να τους βοηθήσει. Ο Ίωνας δέχτηκε την πρόσκληση, πήγε στην Αθήνα, μπήκε αρχηγός στο στρατό των Αθηναίων και νίκησε τους Ελευσίνιους. Έτσι έγινε βασιλιάς και βασίλευε στην Αθήνα. Από το γάμο του με την Ελίκη απόκτησε τέσσερες γιους: τον Γελέοντα ή Τελέοντα, τον Αιγόκερω, τον Αργειάδη ή Αργάδη και τον Οπλέα.
Στον Ίωνα και στα τέσσερα αυτά παιδιά του οφείλουν την επωνυμία τους οι Ίωνες και οι τέσσερες φυλές τους στην Αττική. Οι φυλές των Ιώνων στην Αττική, όπως είναι γνωστό, ήταν οι Γελέοντες (απόγονοι του Γελέοντα), οι Αιγικορείς (απόγονοι του Αιγόκερω), οι Αργειαδείς ή Αργαδείς – οι οποίοι κατά τον Πλούταρχο λέγονταν και Εργάδεις – (απόγονοι του Αργειάδη ή Αργάδη) και οι Όπλητες (απόγονοι του Οπλέα). (Ηρόδοτος 5, 66).
Υπάρχει βεβαίως και μία άλλη διαφορετική άποψη η οποία, περιφρονώντας και παραβλέποντας την μυθολογική αυτή παράδοση, υποστηρίζει ότι οι τέσσερες φυλές των Ιώνων οφείλουν τα ονόματά τους στα επαγγέλματα που αυτές εξασκούσαν:
«Καί τάς φυλάς εἰσίν οἱ λέγοντες οὐκ ἀπό τῶν ῎Ιωνος υἱῶν, ἀλλά ἀπό τῶν γενῶν, εἰς ἃ διῃρέθησαν οἱ βίοι τό πρῶτον ὠνομάσθαι, τό μέν μάχιμον Ὁπλίτας, τό δέ ἐργατικόν Ἐργάδεις, δυοῖν δὲ τῶν λοιπῶν Γελέοντας μέν τούς γεωργούς, Αἰγικορεῖς δὲ τούς ἐπί νομαῖς καί προβατείαις διατρίβοντας». (Πλούταρχος, Σόλων 23).
Το πρόβλημα που προκύπτει για το ποια από τις δυο απόψεις είναι η ορθή, όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις, το παραβλέπουμε, αφού σκοπός μας είναι να καταγράψουμε απλά και μόνο, όσα μυθολογικά ακούσματα πότιζαν τις ψυχές των ανθρώπων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ακούγονταν και οι δύο απόψεις, η άποψη του μύθου και η άποψη της λογικής ερμηνείας. Τον απλό λαό γοήτευε ο μύθος. Αυτός ήταν και είναι πάντοτε πιο κοντά στην καρδιά του. Του αρέσει περισσότερο. Κάποιοι προσπαθούν, στο όνομα της προόδου και της διαφώτισης, στεγνώνοντας την καρδιά του, να του πουν την «αλήθεια» τους. Σιγά σιγά πάντοτε σχεδόν το καταφέρνουν. Ωστόσο αυτός μυστικά κρατάει μέσα στα βάθη της καρδιάς του τον μύθο.

Ξούθος – Κρέουσα – ΄Ιωνας

            Αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής ότι, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή – την οποία καλλιέργησαν και διέδωσαν οι Αθηναίοι θέλοντας να υποστηρίξουν την αυτοχθονία και την θεϊκή καταγωγή των βασιλιάδων τους – ο Ίωνας δεν ήταν γιος του Ξούθου αλλά του θεού Απόλλωνα.
Όλοι, όπως αναφέρθηκε, ήθελαν οι βασιλιάδες τους να έχουν θεϊκή καταγωγή. Στην προσπάθειά τους αυτή να δώσουν στους άρχοντές τους αθάνατους προγόνους, κατασκεύαζαν μύθους οι οποίοι με διάφορους τρόπους δικαιολογούσαν την θεϊκή τους γέννηση.
Ο σχετικός μύθος για την ανικανότητα του Ξούθου ν’ αποκτήσει απόγονους, είναι ένα καθαρά σκόπιμο δημιούργημα των τραγικών ποιητών της Αθήνας. Ο μύθος ακουγόταν πολύ και η ομορφιά της πλοκής του βοήθησε στην ευρύτερη διάδοσή του. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενισχυτικό της άποψής μας ότι πολλοί μύθοι διάφορων περιοχών είναι μεταγενέστερα σκόπιμα δημιουργήματα, τα οποία επέβαλλε σε βάρος των πρώτων δημιουργών η κυρίαρχη δύναμη κάποιων ισχυρών άλλων και η καλλιέπεια και η λογοτεχνική επεξεργασία με τις οποίες περιβλήθηκαν τα δημιουργήματα αυτά από τους τραγικούς ποιητές, τους δημιουργούς τους.
Είναι πολύ όμορφος ο μύθος του Ξούθου και της γυναίκας του Κρέουσας, όπως τον είχαν διαμορφώσει οι Αθηναίοι. Τον παραθέτουμε στη συνέχεια για να φανεί η διαφορά ανάμεσα στους σκοπίμως ή κατόπιν παραγγελίας διαμορφωμένους μύθους και στους αγνούς και ανόθευτους. Τον καταγράφουμε σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, για να φανεί έτσι η διαφορά μεταξύ των «καλλιεργημένων» μύθων των προηγμένων και «καλλιεργημένων» λαών και των αγνών και ανόθευτων των «μη καλλιεργημένων», των «καθυστερημένων» λαών ως προς την καλλιέπεια και λογοτεχνική τους πλοκή. Η διαφορά αυτή είναι πάντοτε φυσικά υπέρ των πρώτων και είναι χαρακτηριστικό σημάδι διάκρισής τους.
«Μάζευε κρόκους η Κρέουσα και τους συγκέντρωνε στην ποδιά της. Είχε γεμίσει λοιπόν την ποδιά το κορίτσι από κρόκους και ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του. Ξαφνικά ένιωσε να την αγκαλιάζουν σφιχτά δυο αντρικά χέρια. Λαχτάρησε. Ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας. Την άρπαξε και με τη βία την οδήγησε σε μια σπηλιά που ήταν εκεί κοντά και το κακό που φοβόταν το κορίτσι έγινε.
Όταν πέρασαν οι μήνες και ήρθε η ώρα να γεννήσει, η Κρέουσα, κρυφά απ’ όλους γιατί δεν τολμούσε να μαρτυρήσει το κακό που την βρήκε πουθενά, πήγε στην γνωστή της σπηλιά κι εκεί γέννησε ένα αγοράκι. Το τύλιξε προσεκτικά και το σπαργάνωσε μέσα στο κεντημένο από την ίδια πέπλο της. Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε αφήνοντας το μωρό μόνο του μέσα στην σπηλιά.
Σε λίγο όμως μετάνιωσε. Μάνα ήταν, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήθελε να δει το παιδί της. Ξεκίνησε κρυφά πάλι και ήρθε στη σπηλιά. Μπήκε μέσα με λαχτάρα. Πάγωσε από την τρομάρα της. Ούτε παιδί, ούτε πέπλο βρήκε. Ούτε όμως και αίματα είδε. Και αυτό, για εκείνη την ώρα τουλάχιστο, της φάνηκε καλό, γιατί ήταν σημάδι ότι το παιδί δεν το είχαν σπαράξει άγρια θηρία. Αυτός ήταν ο μεγάλος της φόβος και φαίνεται ότι αυτό δεν είχε γίνει. Η μόνη δυνατή εξήγηση που μπορούσε να δοθεί ήταν ότι κάποιος το είχε πάρει. Έτσι παρηγορήθηκε ότι ήταν δυνατό κάπου κάποτε να συναντήσει τον γιο της.
Πέρασαν χρόνια. Κανένας δεν είχε μάθει το μεγάλο μυστικό της Κρέουσας. Ούτε όμως και η Κρέουσα, αν κι έψαχνε πάντοτε, μπόρεσε κάτι να μάθει για το χαμένο παιδί της.
Αργότερα η Κρέουσα παντρεύτηκε και έγινε γυναίκα του Ξούθου, του γιου του Αίολου. Τα χρόνια όμως περνούσαν και δεν αποκτούσε παιδί με τον άντρα της. Η στενοχώρια της ήταν μεγάλη. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η στενοχώρια του άντρα της. Ο Ξούθος έπρεπε ν’ αποκτήσει οπωσδήποτε διάδοχο.
Ξεκίνησαν λοιπόν, ο Ξούθος και η Κρέουσα, όπως έκαναν όλοι σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν εξαντλούνταν τα γιατροσόφια και τα μαντζούνια όλων των μάγων και των μαγισσών, να πάνε στο Μαντείο των Δελφών να ρωτήσουν αν πρόκειται ν’ αποκτήσουν παιδί και τι πρέπει να κάνουν για το σκοπό αυτόν.
Ενώ λοιπόν ο Ξούθος καθόταν και κουβέντιαζε με τους ιερείς το πρόβλημα που τον απασχολούσε και τις διαδικασίες που θ’ ακολουθούσαν για να πάρουν το χρησμό του θεού, η Κρέουσα ανέβηκε μόνη της στο ιερό να προσευχηθεί. Εκεί είδε ένα όμορφο αγόρι που φορούσε ρούχα ιερέα. Τραγουδούσε ο νεαρός ιερέας ένα ύμνο στον θεό Απόλλωνα ενώ ετοιμαζόταν να καθαρίσει τον ιερό χώρο. Στα χέρια του κρατούσε μια χρυσή στάμνα με νερό.
Ο νέος ιερέας κοίταξε με καλοσύνη την ωραία και γεμάτη αριστοκρατική μεγαλοπρέπεια γυναίκα, την αρχόντισσα Κρέουσα. Κατάλαβε ότι η επισκέπτρια ήταν μια ξεχωριστή γυναίκα. Θαύμασε και η Κρέουσα με τη σειρά της την μεγάλη ομορφιά του ιερέα και έπιασαν οι δυο τους κουβέντα.
– Ασφαλώς κάποια μεγάλη αρχόντισσα θα είσαι, της είπε. Το παρουσιαστικό σου δείχνει αριστοκρατική καταγωγή. Πρέπει να είσαι πολύ ευνοημένη από τους θεούς και την τύχη.
– Μακάρι να ήταν, έστω και σ’ ένα μικρό μόνο μέρος τους, αληθινά τα λόγια σου, απάντησε λυπημένη η Κρέουσα. Κακή τύχη όμως και μεγάλη λύπη δέρνει εμένα και τον άντρα μου.
Μια μεγάλη λύπη απλώθηκε στα μάτια του νέου σαν άκουσε τα λόγια της ωραίας γυναίκας. Η Κρέουσα, βλέποντας την συμπάθεια απλωμένη στο πρόσωπο του ιερέα, ξαναβρήκε την ψυχραιμία και την αριστοκρατική της συμπεριφορά και ενδιαφέρθηκε για τη ζωή του νέου.
– Πώς εσύ, τόσο νέο και τόσο όμορφο παλικάρι, έχεις αφοσιωθεί στη λατρεία του θεού και μάλιστα με τόση αγάπη. Από ποιον τόπο και από ποιους γονείς περηφανεύεσαι πως είσαι;
Ο ιερέας απάντησε ότι τον λένε Ίωνα και δεν γνωρίζει ούτε ποιοι είναι οι γονείς του ούτε ποια είναι η πατρίδα του. Κάποιο πρωινό, πριν από αρκετά χρόνια, τον βρήκε η ιέρεια στο κεφαλόσκαλο του ναού του θεού και αυτή τον μεγάλωσε σαν αληθινή μητέρα του. Ήταν ευτυχισμένος και χαρούμενος, γιατί υπηρετούσε το θεό, γι’ αυτό και πάντοτε τραγουδούσε.
Η Κρέουσα εξομολογήθηκε και τα δικά της. Ο ιερέας τρόμαξε απ’ όσα του έλεγε η συμπαθητική αρχόντισσα. Ο άντρας της – όπως είπε η Κρέουσα – είχε έρθει να ρωτήσει τον Απόλλωνα με πιο τρόπο θα αποκτούσε γιο. Η ίδια όμως δεν θα ρωτούσε ποτέ της το θεό. Αυτή δεν ήρθε για το σκοπό αυτό. Αυτή έψαχνε να βρει τον χαμένο γιο της που ήταν γιος δικός της αλλά και γιος του. …. και ετοιμαζόταν να αναφέρει το όνομα του Απόλλωνα.
Σταμάτησε όμως απότομα. Δεν ήθελε να τα φανερώσει όλα. Δεν τόλμησε να φανερώσει το όνομα του πατέρα του παιδιού της. Δεν ήθελε να φανερώσει ότι πατέρας του ήταν ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Άλλαξε λοιπόν όσα έλεγε και είπε ότι έψαχνε να βρει το παιδί μιας φίλης της που ήταν και παιδί του Απόλλωνα. Ο Απόλλωνας, αν και το χαμένο παιδί της φίλης της, ήταν και δικό του παιδί, παράτησε την φίλη της μόνη και αυτή, μην ξέροντας τι να κάνει, άφησε μόνο του το παιδί που γέννησε. Σίγουρα τώρα θα είναι νεκρό, είπε Κρέουσα, αλλά η φίλη μου θέλει να το μάθει.
Ο νεαρός ιερέας φαινόταν νευριασμένος: δεν ήταν σωστό να κάθεται και να ακούει να κατηγορούν ένα θεό, τον θεό που με τόση πίστη και αφοσίωση υπηρετούσε τόσα και τόσα χρόνια από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, και μάλιστα να έρχονται στο ιερό του να ρωτήσουν τον ίδιο θεό που τον κατηγορούσαν για μια τόσο σκληρή αδιαφορία.
Εκείνη την ώρα έφτασε εκεί και ο Ξούθος. Ήταν χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Είχε πάρει το χρησμό του θεού. Είχε πάρει χρησμό να υιοθετήσει το πρώτο παιδί που θα έβλεπε βγαίνοντας από το ιερό. Βλέποντας λοιπόν τον νεαρό ιερέα έτρεξε να τον αγκαλιάσει λέγοντας εσύ είσαι ο γιος μου, μου το είπε πριν από λίγο ο Απόλλωνας.
Ο νεαρός ιερέας σάστισε και τραβήχτηκε πίσω. Η Κρέουσα, λίγο αγανακτισμένη και θυμωμένη που ο άντρας της είχε γιο, ρώτησε;
– Γιος σου είναι; Και ποια είναι η μητέρα του;
– Δεν ξέρω, Ξέρω μόνο ότι είναι γιος μου. Ίσως μου τον χάρισε ο θεός.
Τότε έφτασε και η γερόντισσα ιέρεια η οποία πριν πολλά χρόνια είχε βρει ένα μωρό στα σκαλιά του ιερού του Απόλλωνα. Στα χέρια της κρατούσε ένα πέπλο και ένα κοριτσίστικο μανδύα.
Η Κρέουσα αναπήδησε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς κοίταζε τα χέρια της ιέρειας.
Η σεβαστή γερόντισσα ιέρεια πλησίασε στον νεαρό ιερέα και του είπε:
–                   Παιδί μου, τώρα που θα πας κοντά στον πατέρα σου στην Αθήνα πρέπει να πάρεις και αυτά μαζί σου. Είναι τα ρούχα μέσα στα οποία ήσουν τυλιγμένος όταν σε βρήκα στα σκαλιά του ναού.
– Θα είναι τα ρούχα με τα οποία με τύλιξε η μητέρα μου, είπε ο ιερέας. Θα τα πάρω και θα ψάξω σ’ όλο τον κόσμο να τη βρω.
Η Κρέουσα είχε συνέλθει από τη λαχτάρα της. Πετάχτηκε και αγκάλιασε τον ιερέα:
– Παιδί μου, φώναξε, και τον τύλιξε στα μπράτσα της.
Ο Ίωνας προσπάθησε να απαλλαχτεί.
– Πρέπει να είναι τρελή! Πάρτε την, φώναξε.
–                  Δεν είμαι τρελή, φώναζε η Κρέουσα. Κράτα τον πέπλο να σου φανερώσω ένα ένα όλα τα κεντίδια που έχω κεντήσει πάνω του με τα χέρια μου. Είναι ο δικός μου πέπλος.
Δεν άργησε να γίνει η διαπίστωση. Ο Ίωνας έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας του αλλά πάλι κάποια αμφιβολία τον θέρισε:
– Μα τότε, αν είσαι εσύ η μητέρα μου, πώς ο Απόλλωνας είπε ότι είμαι γιος του Ξούθου.
– Δεν είπε ότι είσαι γιος του Ξούθου. Σε χάρισε ο Απόλλωνας στον Ξούθο.
Ξαφνικά μια ουράνια λάμψη έκανε όλους να στραφούν προς τα πάνω. Ήταν η θεά Αθηνά.
– Με στέλνει ο Απόλλωνας να σας πω ότι ο Ίωνας είναι γιος του αλλά πρέπει να γίνει και γιος του Ξούθου. Αυτός τον πήρε μωρό από τη σπηλιά και το έφερε εδώ να το προστατέψει. Πάρτε τον μαζί σας στην Αθήνα. Έτσι πρέπει να γίνει, γιατί είναι άξιος να βασιλέψει εκεί»
Μία άλλη εκδοχή του μύθου αυτού λέει ότι ο Ξούθος ονόμασε τον νεαρό ιερέα που συνάντησε βγαίνοντας από το ιερό Ίωνα επειδή ««ἰόντι συνήντετο» επειδή δηλαδή τον συνάντησε καθώς περπατούσε.
Στη σπηλιά όπου ο Απόλλωνας ενώθηκε με την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα, υπήρχε ιερό του Απόλλωνα, όπως μας το βεβαιώνει ο Παυσανίας (Ι, 28, 4).
«Καταβάσι δέ οὐκ ἐς τήν κάτω πόλιν ἀλλ’ ὅσον ὑπό τά προπύλαια πηγή τε ὕδατός ἐστι καί πλησίον Ἀπόλλωνος ἱερόν ἐν σπηλαίῳ Κρεούςῃ δέ θυγατρί Ἐρεχθέως Ἀπόλλωνα ἐνταῦθα συγγενέσθαι νομίζουσι».
Δηλαδή: Κατεβαίνοντας κανείς όχι ως την κάτω πόλη, αλλά αμέσως κάτω από τα προπύλαια συναντά μία πηγή νερού και κοντά σ’ αυτήν ένα ιερό του Απόλλωνα μέσα σε σπηλιά. Πιστεύουν πως εδώ ο Απόλλωνας συνευρέθη με την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα.
Όλα τα παραπάνω τα μυθόπλασε ο Ευριπίδης, γιατί έτσι μπορούσε να ικανοποιήσει τους Αθηναίους οι οποίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους βασιλιάδες τους θεϊκή καταγωγή.
Ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα μυθόπλασε ο Ευριπίδης. Ο Ξούθος και η Κρέουσα είχαν αποκτήσει δύο δικά τους παιδιά, τον Αχαιό και τον Ίωνα. Μας το βεβαιώνουν ο Στράβωνας (8, 383), ο Απολλόδωρος (1, 7, 3) και ο Παυσανίας (7, 1, 2). Το είδαμε και πιο πάνω.
Είναι φανερό ότι ο παραπάνω μύθος είναι ένα δείγμα των κατασκευασμένων από τους τραγικούς ποιητές πλαστούς μύθους για τους δικούς τους σκοπούς και επιδιώξεις.
Ωστόσο η κατασκευή τέτοιων πλαστών μύθων και η ευρύτερη διάδοσή τους έγιναν αιτία να λησμονηθούν οι αρχικοί και ανόθευτοι μύθοι κάποιων τόπων που δεν είχαν την δύναμη και τις δυνατότητες να τις κάνουν γνωστές. Δεν είχαν καν τη δύναμη και τη διάθεση να διαμαρτυρηθούν και να φωνάξουν για την παραποίηση.
Έτσι αυτοί οι αγνοί μύθοι των αδύναμων και πολιτιστικά καθυστερημένων λαών λεηλατήθηκαν και αρπάχτηκαν και αλλοιώθηκαν από άλλους λαούς που ήταν ισχυροί και είχαν τα κατάλληλα μέσα και τους κατάλληλους ανθρώπους, γιατί έτσι εξυπηρετούνταν τα συμφέροντά τους. Έτσι αλλοιώθηκε η αγνή, πραγματική και αυθεντική ψυχή του λαού και μαζί μ’ αυτήν βεβαίως και η όποια ιστορική αλήθεια κρυβόταν στους μύθους που έπλαθε.

Η καταγωγή των Ελλήνων

               Σχετικό και επιβεβαιωτικό της καταγωγής των Ελλήνων από τον Έλληνα, το γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, είναι και το παρακάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που μας βεβαιώνει ότι από τον Έλληνα, τον φιλοπόλεμο βασιλιά, γεννήθηκαν ο Δώρος, ο επώνυμος ήρωας των Δωριέων, ο Ξούθος, από τον οποίον αργότερα γεννήθηκαν ο Ίωνας, ο επώνυμος ήρωας των Ιώνων και ο Αχαιός, ο επώνυμος ήρωας των Αχαιών, και ο Αίολος, ο καβαλάρης πολεμιστής, ο επώνυμος ήρωας των Αιολέων, από τον οποίον και κατάγονταν οι βασιλιάδες που απένειμαν το δίκαιο ο Αθάμαντας, ο Σίσυφος, ο Σαλμωνέας και ο Περιήρης:
«Ἕλληνος δέ ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος
Δῶρός τε Ξοῦθός τε καί Αἴολος ἱππιοχάρμης.
Αἰολίδαι δ’ ἐγένοντο θεμιστοπόλοι βασιλῆες
Κρηθεύς ἠδ’ Ἀθάμας καί Σίσυφος αἰολόμητις
Σαλμωνεύς τ’ ἄδικος καί ὑπέρθυμος Περιήρης». (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Ηοίαι 7 (27), έκδ. Lipsiae MCMII (1902), σελ. 132 – 133).
Δηλαδή: «Από τον Έλληνα, φιλοπόλεμο βασιλιά, έγιναν (γεννήθηκαν) και ο Δώρος και ο Ξούθος και ο έφιππος μαχόμενος Αίολος. Παιδιά του Αίολου ήταν οι δικαστές βασιλιάδες Κρηθέας και Αθάμαντας και ο ποικιλόβουλος Σίσυφος και ο άδικος Σαλμωνέας και ο ανδρείος Περιήρης»
Μητέρα πραγματική του Ίωνα και του Αχαιού, από τον Ξούθο, ήταν, κατά μία εκδοχή, την οποία είδαμε πιο πάνω, η Κρέουσα, η κόρη του Ερεχθέα και της Πραξιθέας.
Ωστόσο ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του «Ίων», αμφισβητώντας την παραπάνω εκδοχή για τους δικούς του ασφαλώς λόγους, λέει ότι ο Ξούθος δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και ότι η Κρέουσα ενώθηκε με τη βία με το θεό Απόλλωνα σε μια σπηλιά κάτω από την Ακρόπολη και έτσι γεννήθηκε ο Ίωνας.
Για να δικαιολογήσει δε το πώς ο Ίωνας ήταν παιδί του Ξούθου λέει ότι πήγαν στο μαντείο των Δελφών και ο Ξούθος, έπειτα από το χρησμό που έλαβε εκεί, αναγνώρισε τον Ίωνα για δικό του παιδί (Ευριπίδης, Ἴων, στ. 5301), όπως είδαμε να περιγράφεται με λεπτομέρειες παραπάνω.
Είναι μία από τις πολλές χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατά τις οποίες – όπως προαναφέραμε – διάφοροι άρχοντες και βασιλιάδες, προκειμένου ν’ αυξήσουν το κύρος τους απέναντι στους υπηκόους τους και ν’ αποτρέψουν επικίνδυνες αμφισβητήσεις τους, παράγγειλαν σε τραγωδοποιούς να δημιουργήσουν έργα στα οποία θα παρουσίαζαν τον φυσικό τους πατέρα ανίκανο να τεκνοποιήσει και να σκηνοθετήσουν, σε αντικατάστασή του, θεϊκή επίσκεψη στη μητέρα τους.
Σε απόσπασμα του Ησιόδου διαβάζουμε ότι οι απόγονοι του Δευκαλίωνα βασίλευαν στη Θεσσαλία:
«Οἱ ἀπὸ Δευκαλίωνος τὸ γένος ἔχοντες ἐβασίλευον Θεσσαλίας, ὥς φησιν Ἑκαταῖος καὶ Ἡσίοδος». (Hesiodι, ό. π. 8 (28) σελ. 133).
O Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα (ή του Δία), ίδρυσε στην περιοχή στην οποία αποβιβάστηκαν οι γονείς του, την επώνυμή του πόλη και πρωτεύουσα του βασιλείου του «Ελλάδα».
Αυτή όμως, είτε ήταν πόλη, όπως πιστεύουν μερικοί, είτε ήταν χώρα, όπως νομίζουν άλλοι (θέμα που δεν το αντιμετωπίζουμε στη θέση αυτή) βρισκόταν, πέρα από κάθε αμφιβολία και άσχετα με μικροδιαφορές των ειδικών ως προς την ακριβή θέση της, στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Γιατί και αν ακόμη ο ισχυρισμός των κατοίκων της Μελιταίας, που είδαμε πιο πάνω, δεν αληθεύει, υπάρχουν και οι Φαρσάλιοι, της ίδιας πάντοτε περιοχής, που ισχυρίζονταν ότι η Ελλάδα ήταν στην περιοχή τους.
Το σχετικό απόσπασμα του Στράβωνα μας δίνει και άλλες χρήσιμες σχετικές πληροφορίες:
«Αὐτά δέ λεχθέντα περί τῶν ὑπ’ <Ἀχιλλεῖ> ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστί. Τό τε γάρ Ἄργος τό Πελασγικόν <οἱ μὲν> καί πόλιν δέχονται Θετταλικήὴν περὶ Λάρισαν ἱδρυμένην ποτὲ νῦν δ’ οὐκέτι οὖσαν• οἱ δ’ οὐ πόλιν ἀλλά τό τῶν Θετταλῶν πεδίον οὕτως ὀνοματικῶς λεγόμενον, θεμένου τοὔνομα Ἄβαντος ἐξ Ἄργους δεῦρ’ ἀποικίσαντος. Φθίαν τε οἱ μέν τήν αὐτήν εἶναι τῇ Ἑλλάδι καί Ἀχαΐᾳ, ταύτας δ’ εἶναι διατεμνομένης τῆς συμπάσης Θετταλίας θάττερον μέρος τό νότιον, οἱ δὲ διαιροῦσιν. Ἕοικε δ’ ὁ ποιητής δύο ποιεῖν τήν τε Φθίαν καί τήν Ἑλλάδα, ὅταν οὕτως φῇ «οἱ τ‘ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα», ὡς δυοῖν οὐσῶν• καὶ ὅταν οὕτως «φεῦ<γον> ἔπειτ’ άπάνευθε δι’ Ἑλλάδος εὐρυχόροιο. Φθίην δ’ ἐξικόμην», καὶ ὅτι πολλαί <Ἀχαιίδε>ς εἰσίν ἀν’ Ἑλλάδα τε Φθίην τε». Ὁ μέν οὖν ποιητὴς δύο ποιεῖ, πότερον δέ πόλεις ἤ χώρας ὑποδηλοῖ. Οἱ δ’ ὕστερον τὴν Ἑλλάδα οἱ μέν εἰπόντες χώραν διατετάσθαι φασίν εἰς τάς Θήβας τάς Φθιώτιδας ἀπό Παλαιοφαρσάλου (ἐν δὲ τῇ χώρᾳ ταύτῃ καί τό Θετίδειον ἔστι πλησίον τῶν Φαρσάλων ἀμφοῖν τῆς τε παλαιᾶς καί τῆς νέας, κἀκ τοῦ Θετιδείου τεκμαιρόμενοι τῆς ὑπό τῷ Ἀχιλλεῖ μέρος εἷναι καί τήνδε τήν χώραν), οἱ δέ εἰπόντες πόλιν Φαρσάλιοι μέν δεικνύουσιν ἀπό ἑξήκοντα σταδίων τῆς ἑαυτῶν πόλεως κατεσκαμμένην πόλιν ἣν πεπιστεύκασιν εἶναι τὴν Ἑλλάδα».
Δηλαδή: «Αυτά που είπε ο Όμηρος για τις χώρες που ήταν υπό την κυριαρχία του Αχιλλέα δημιουργούν πολλές αντιλογίες. Το «Άργος το Πελασγικόν», που σύμφωνα με μερικούς δηλώνει πόλη θεσσαλική κοντά στη Λάρισα η οποία δεν υπάρχει τώρα και σύμφωνα με άλλους θα μπορούσε να είναι απλή ονομασία πόλης αλλά θα ήταν γενική ονομασία της θεσσαλικής πεδιάδας που υπενθύμιζε την εγκατάσταση εδώ των Αργείων αποίκων υπό την αρχηγία του Άβαντα. Η ίδια διαφωνία υπάρχει και για τη Φθία, διότι, ενώ άλλοι την ταυτίζουν με την Ελλάδα και την Αχαΐα και υποστηρίζουν ότι με τις τρεις αυτές ονομασίες ο ποιητής φανερώνει μία από τις μεγάλες υποδιαιρέσεις της Θεσσαλίας, δηλαδή το μισό προς τον νότο, άλλοι βλέπουν εδώ τρία ονόματα και τρεις χώρες. Πράγματι ο ποιητής φαίνεται ότι θέλει να διακρίνει την Φθία από την Ελλάδα όταν λέει: «εκείνοι επίσης από τη Φθία και την Ελλάδα όπου υπάρχουν ωραίες γυναίκες» σα να επρόκειτο για δύο διαφορετικές περιοχές.

Και αλλού λέει: «έφυγα τότε μακριά και διασχίζοντας τις απέραντες εκτάσεις έφθασα ύστερα από λίγο στη Φθία» και αλλού ακόμη «οι γυναίκες των Αχαιών δε λείπουν στην Ελλάδα ούτε στη Φθία.» Καίτοι δε ο ποιητής χρησιμοποιεί δύο ονομασίες, δε δηλώνει εάν με αυτές εννοεί πόλεις ή χώρες. Μεταξύ των νεοτέρων άλλοι μεν υποστηρίζουν ότι η ονομασία Ελλάδα ήταν ονομασία χώρας και φανέρωνε όλη την περιοχή που απλώνεται από Παλιοφάρσαλα μέχρι τις Φθιώτιδες Θήβες. Επειδή δε στο μέρος αυτό μεταξύ Παλιοφαρσάλων και Νεοφαρσάλων υπάρχει ονομασία Θετίδειον, συμπέραναν από μόνο αυτή την ονομασία ότι όλη η περιοχή αυτή αποτελούσε μέρος της χώρας της εξουσίας του Αχιλλέα. Άλλοι αντίθετα υποστηρίζουν ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν πόλη, ενώ οι κάτοικοι των Φαρσάλων δείχνουν σε απόσταση εξήντα σταδίων από την πόλη τους πόλη ερειπωμένη την οποία δε διστάζουν να ταυτίσουν με την Ελλάδα».
Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου η οποία ακουγόταν στα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας ιδρυτής της πόλης Φθία ήταν ο Φθως, ο γιος του Αχαιού και δισέγγονος του Έλληνα, και ιδρυτής της πόλης Ελλάς, ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα.
Από την άποψη αυτή, εάν υποθέσουμε πως αρχαιότερος γενεαλογικά ιδρυτής μιας πόλης σημαίνει και αρχαιότερη πόλη, θα πρέπει τότε να θεωρηθεί ότι η Φθία ήταν πολύ νεότερη πόλη σε σχέση με την Ελλάδα.
Ως προς το ζήτημα αυτό, εάν δηλαδή η Ελλάδα και η Φθία ήταν πόλεις ή χώρες, νομίζουμε ως σωστότερη την άποψη – χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε στο σχετικό πρόβλημα με κατάθεση δικής μας άποψης – ότι πρέπει να συνέβαιναν και τα δύο. Υπήρχε πόλη που λεγόταν Ελλάδα και η οποία ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που επίσης λεγόταν Ελλάδα, όπως υπήρχε και πόλη που λεγόταν Φθία και ήταν «πρωτεύουσα» μιας χώρας που λεγόταν Φθία.
Πάντως, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις διαφορετικές απόψεις που διατυπώνονται, όλοι συμφωνούν ότι οι δύο αυτές πόλεις και περιοχές ήταν γύρω από τον ορεινό όγκο της Όρθρης.

Και αυτό είναι εκείνο το οποίο στην περίπτωσή μας ενδιαφέρει, αφού στόχος μας δεν είναι η εξέταση και προπαντός η λύση των ιστορικών προβλημάτων αλλά η επισήμανση της σπουδαιότητας των μυθολογικών αναφορών της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Δευκαλίωνας ήταν βασιλιάς «τῶν περί τήν Φθίαν τόπων»
Για τον Έλληνα μας μιλάει και ο Θουκυδίδης, ο οποίος τον παρουσιάζει μάλιστα όχι πρόσωπο της μυθολογίας αλλά ως φυσικό υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο αγωνίστηκε προκειμένου να επιβληθεί και ότι πρώτοι οι υπήκοοι του Αχιλλέα της Αχαΐας Φθιώτιδας είχαν το όνομα Έλληνες και από αυτούς μετά το πήραν και όλοι οι άλλοι:
«Ἕλληνος δέ καί τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ίσχυσάντων, καί ἐπαγομένων αὐτούς ἐπ’ ὠφελείᾳ ἐς τάς ἄλλας πόλεις, καθ’ ἑκάστους μέν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου ἐδύνατο καί ἅπασιν ἐκνικῆσαι. Τεκμηριοῖ δέ μάλιστα Ὅμηρος• πολλῷ γάρ ὕστερον ἔτι καί τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ <οὕτω> τούς ξύμπαντας ὠνόμασεν οὐδ’ ἄλλους ἤ τούς μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἳπερ καί πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν». (Θουκυδίδου Ιστοριών Α , 3. 2-3).
Δηλαδή «Όταν δε ο Έλληνας και τα παιδιά του απόκτησαν μεγάλη δύναμη στη Φθιώτιδα και οι άνθρωποι τους καλούσαν σε άλλες πόλεις για βοήθεια, καθένας χωριστά μεν στην αρχή, από την συναναστροφή τους (με τον Έλληνα και τους δικούς του) ονομάζονταν Έλληνες, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αυτό με όλους πριν περάσει αρκετός χρόνος. Το τεκμηριώνει αυτό ιδιαιτέρως ο Όμηρος. Διότι επειδή έζησε πολύ αργότερα από τον Τρωικό Πόλεμο πουθενά δεν ονόμασε έτσι όλους αλλά μόνο τους συντρόφους του Αχιλλέα από τη Φθιώτιδα, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες».
Και ο Θουκυδίδης λοιπόν, όπως βλέπουμε, με τις μαρτυρίες του, έρχεται να ενισχύσει την ίδια άποψη.