Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (2η συνέχεια)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Ο μύθος ως πανανθρώπινη ψυχική ανάγκη
και ιδιαίτερο φυλετικό χαρακτηριστικό

                   Ο μύθος, από την πρωτόγονη ακόμα εποχή, ήταν μία από τις βασικές ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου και αποτελούσε το πρωταρχικό απαραίτητο σκαλοπάτι στην εξελικτική ανοδική πορεία του. Ο άοπλος, ανίσχυρος και ισχυρά προβληματισμένος από τον άγνωστο γύρω του κόσμο πρωτόγονος άνθρωπος, για να επιβιώσει μέσα σ’ αυτό το οπωσδήποτε εχθρικό και αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον του, έπρεπε καταρχήν να το υποτάξει στις δικές του ερμηνευτικές αντιλήψεις και ικανότητες. Έτσι μόνο θα μπορούσε να νιώσει ότι βρίσκεται σε οικείο και φιλικό, σε δικό του και γνωστό, χώρο. Αυτό ήταν – και τηρούμενων των αναλογιών το ίδιο ισχύει σε κάθε εποχή – μία βασική προϋπόθεση για ν’ αποκτηθεί η απαραίτητη για την επιβίωσή του αίσθηση ασφάλειας. Έτσι μόνο θα ήταν δυνατόν, απαλλαγμένος από το φόβο τού ξένου, άφιλου και άγνωστου, περιβάλλοντος, να επιβιώσει και να ισορροπήσει μέσα σ’ αυτό. Έτσι θα ένιωθε ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο δικό του και έτσι θα μπορούσε ν’ αποκτήσει σαφή και κατανοητή, από τις δικές του αντιληπτικές ικανότητες, γνώση της θέσης και του ρόλου του στον κόσμο που τον περιτριγύριζε.
Η λυτρωτική αυτή επίδραση της περιβαλλοντικής εξοικείωσης και της γνώσης τού ρόλου τού κάθε ατόμου μέσα στον γύρω του κόσμο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αποσαφήνιση και την ερμηνεία, με τη σαφή αντίληψη και την κατανόηση των όσων υπάρχουν και συμβαίνουν τριγύρω του. Η λυτρωτική αυτή επίδραση του «γνωστού και οικείου περιβάλλοντος» είναι στον ίδιο πάντοτε βαθμό ευεργετική και επιδρά το ίδιο πάντοτε αποτελεσματικά και επιτυχημένα, ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία που δίνεται στα φαινόμενα είναι επιστημονική ή φανταστική (μυθολογική), σωστή ή λαθεμένη. Είναι αρκετό μόνο το ότι αυτή η κατανόηση και αποσαφήνιση της υπάρχουσας σχέσης μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντός του ικανοποιεί και ανακουφίζει προσωπικά τον ίδιο τον προβληματιζόμενο και τις νοητικές του ικανότητες και τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται σε γνωστό και δικό του χώρο, για όσο καιρό τουλάχιστο τίποτε διαφορετικό δεν έρχεται να διαψεύσει αυτή του την πίστη και να τον αναστατώσει, να διαταράξει την αρμονική του σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο.
Κι εκείνος ο πρωτόγονος και ακατατόπιστος επιστημονικά άνθρωπος που στα βάθη της ζούγκλας της Αφρικής πιστεύει ότι οι διάφορες φάσεις της σελήνης οφείλονται στο ότι κάποιο μεγάλο άγριο ζώο δαγκώνει κάθε τόσο από ένα κομμάτι σελήνης αλλά και ο μορφωμένος και κατατοπισμένος άνθρωπος της εποχής μας που γνωρίζει τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια, έχουν στον ίδιο βαθμό, ο καθένας για τον εαυτό του, ισορροπήσει τη σχέση τους με το φαινόμενο. Είναι και οι δύο στον ίδιο βαθμό βέβαιοι ότι κατέχουν την αλήθεια για την ερμηνεία του φαινομένου και ησυχάζουν. Είναι στον ίδιο βαθμό λυτρωμένοι κι ελεύθεροι. Δεν τους απασχολεί το φαινόμενο ως ένα πρόβλημα που χρειάζεται λύση. Έτσι έχουν και οι δύο στον ίδιο βαθμό συμβιβαστεί με το γεγονός, έστω κι αν αυτό ισχύει προσωρινά μεχρισότου βρουν κάποια άλλη περισσότερο ικανοποιητική εξήγηση. Έχουν και οι δύο βρει την ισορροπία και τη γαλήνη τους. Το περιβάλλον γύρω τους έγινε οικείο και το φαινόμενο κατανοητό. Μπορούν εξίσου ελεύθεροι πια και οι δύο ν’ ασχοληθούν με τ’ άλλα τους προβλήματα και κυρίως μ’ αυτά της καθημερινότητας και της επιβίωσής τους.
Η απορία και ο προβληματισμός που δημιουργείται με την εξαφάνιση του ήλιου στη δύση το βράδυ και την επανεμφάνισή του στην ανατολή το πρωί λύνεται εξίσου λυτρωτικά και για εκείνον που πιστεύει ότι οφείλεται στην περιστροφή της γης και για εκείνον που πιστεύει ότι ο ήλιος ξεκουράζεται και κοιμάται τη νύχτα ταξιδεύοντας με μια βάρκα από τη δύση ως την ανατολή, για να ξυπνήσει ξεκούραστος το πρωί. Και οι δύο ησυχάζουν αναπαυμένοι όπως κοιμούνται ήσυχα τόσο το μικρό παιδί με το παραμύθι της γιαγιάς όσο και ο επιστήμονας που βρήκε τη λύση τού φυσικού φαινομένου που τον απασχολούσε.
Κάθε λαός έχει τη δική του μυθολογία. Έχει αναπτύξει δηλαδή το δικό του τρόπο σκέψης στην αναγκαστική και επιβεβλημένη προσπάθειά του να βρει την πρώτη αρχή του κόσμου και να εξηγήσει και κατανοήσει τις δικές του αναφορές και σχέσεις ως ανθρώπου και το δικό του προσωπικό ρόλο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.                              Κάθε λαός, ως ανθρώπινο σύνολο, αλλά και κάθε άτομο ξεχωριστά, έχει επινοήσει μια «ερμηνεία» του κόσμου και με την ερμηνεία αυτή, την όποια δική του προσωπική ερμηνεία, έχει βρει την ησυχία του και την προσαρμογή του και μπορεί, απαλλαγμένος από τέτοια προβλήματα, απερίσκεπτος πλέον, να παλέψει για την επιβίωσή του.
Για το λόγο αυτό η λεπτομερειακή εξέταση και η προσεχτική μελέτη των μυθολογημάτων ενός λαού, η μελέτη δηλαδή του ειδικού και ξεχωριστού τρόπου σκέψης του, μπορεί να οδηγήσει σε άκρως ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Η μελέτη αυτού του ξεχωριστού τρόπου σκέψης κάθε λαού προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, προκειμένου να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της δικής του νοοτροπίας και αντίληψης, ως ιδιαίτερου λαού, «το ξεχωριστό» της εθνικής και φιλοσοφικής αντίληψης και της δικής του ιδιαίτερης χαρακτηριστικής νοητικής προσπάθειας για την ερμηνεία τού κόσμου τούτου.
Η μυθολογία κάθε λαού, η οποία αναπτύσσεται με σκοπό να δώσει την εξήγηση της πρώτης αρχής του σύμπαντος και του περιβάλλοντος κόσμου και την ερμηνεία άλλων γεγονότων και φυσικών φαινομένων και να καταστήσει οικείο και κατανοητό το περιβάλλον, είναι ένα ιδιαίτερο δικό του ατομικό χαρακτηριστικό, όπως ιδιαίτερη ατομική και δική του ξεχωριστή είναι και η όλη του συνολική φιλοσοφική τοποθέτηση για τη ζωή και τον κόσμο.
Η προσεχτική εξέταση, η αιτιολογημένη ερμηνεία και η συσχέτιση της όλης φιλοσοφικής τοποθέτησης ενός λαού με τη συνακόλουθη προσπάθεια της μυθολογικής ερμηνείας τού περιβάλλοντος κόσμου μπορεί να οδηγήσει και στην κατανόηση και αποσαφήνιση πολλών άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής ιδιαιτερότητάς του και να χρωματίσει την διάκριση και φυλετική του διαφοροποίηση, σε σχέση με τους άλλους γειτονικούς ή μακρινούς λαούς.

                                                                                            2. Μυθολογία: Φαντασία και πραγματικότητα
Στην απώτατη εκείνη εποχή, κατά την οποία η ανθρώπινη ψυχή, μην έχοντας άλλη δυνατότητα οικειοποίησης και κατανόησης του «Αγνώστου», μυθολογούσε, προκειμένου να ερμηνεύσει τον περιβάλλοντα κόσμο, πέρα από τα φυσικά φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία ζητούσαν επιτακτικά την ερμηνεία και την κατανόησή τους, υπήρχαν και πραγματικά – ιστορικά – γεγονότα που φόβιζαν, προκαλούσαν και εντυπωσίαζαν τον άνθρωπο.
                 Τα γεγονότα αυτά, με την πάροδο των αιώνων, διατηρημένα μόνο στην μνήμη και με την προφορική, από στόμα σε στόμα κι από πατέρα σε γιο, παράδοση, επικαλύφθηκαν, με την πάροδο των αιώνων, με προσθήκες οι οποίες ήταν καθαρά δημιουργήματα της φαντασίας των ανθρώπων ή ήταν αυτόματες συμπληρώσεις των δημιουργούμενων, εξαιτίας της αναπόφευκτης λησμοσύνης, κενών. Επικαλύφθηκαν ακόμα και με πρόσθετα μυθολογικά κατασκευάσματα τα οποία ήταν απόρροιες της κατάπληξης και του θαυμασμού που αυτά προκαλούσαν. Πάντοτε ένα πολύ θαυμαστό και εντυπωσιακό γεγονός, ύστερα από πολύ καιρό, επικαλύπτεται από πρόσθετα μυθολογικά δημιουργήματα. Όλα αυτά, τα σκεπασμένα με μυθικές επινοήσεις και προσθήκες ιστορικά γεγονότα, συνταιριασμένα και συμπληρωμένα με μύθους, σκόπιμα δημιουργημένους για λόγους κάλυψης των παρουσιαζόμενων ερμηνευτικών κενών ή εξαιτίας της ιδιαίτερης προσωπικής αντίληψης ή και για άλλους σκοπούς, αποτέλεσαν τη μυθολογία κάθε λαού.
             Αυτό επιβεβαιώνει τη γενική παραδοχή ότι μέσα στη μυθολογία τού κάθε λαού, και παρ” όλες τις σχετικές και δικαιολογημένες επιφυλάξεις, που μπορεί να υπάρχουν, παρ” όλες τις δυσκολίες και τις διαφορές των μελετητών ως προς τα αναλογούντα ποσοστά αυτής της συνύπαρξης ιστορίας και μυθολογίας στην κάθε διήγηση, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι ενυπάρχουν και ατμίδες έστω ιστορικών στοιχείων, όσο και αν αυτές είναι πολύ δυσδιάκριτες. Μύθος, στην πρώτη του τουλάχιστο μορφή, «εκ του μηδενός και άνευ λόγου» δεν δημιουργείται, αν εξαιρεθεί ίσως – και αυτό όχι πάντοτε – το καθαρά παιδικό, το «φτιαχτό» σημερινό παραμύθι, όχι όμως και το παραδοσιακό λαϊκό παραμύθι.
                 Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι φρόνιμο και επιβεβλημένο από μεν τους ιστορικούς ερευνητές να μην απορρίπτεται προκαταβολικά κάθε εξέταση των περιεχομένων της μυθολογίας για τη διευκρίνηση των ιστορικών γεγονότων και τη λύση των συναφών προβλημάτων, από δε τους μυθολόγους να μην παραλείπεται η μελέτη της καθαρής ιστορίας και η καταφυγή σ’ αυτήν προκειμένου να διαλευκανθούν τα προβλήματα ερμηνείας, κατανόησης και επίλυσης των διάφορων μυθολογικών ζητημάτων που συχνότατα παρουσιάζονται.
Βεβαίως η εξαγωγή ασφαλών και επιστημονικώς τεκμηριωμένων, παραδεκτών απ’ όλους, συμπερασμάτων για την κάθε μία ιδιαίτερη περίπτωση ως προς τα ακριβή διαχωριστικά όρια ενός καθαρού μυθολογήματος και ενός καθαρά ιστορικού γεγονότος, τα οποία, με το πέρασμα πολλών αιώνων και τις επεμβάσεις των ανθρώπων, αναμίχθηκαν σε κάποια αφήγηση που μας άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς, δεν είναι εύκολη εργασία. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρόβλημα του καθορισμού των ποσοστών συμμετοχής του μύθου και της ιστορίας σε καθένα από αυτά τα σύνολα, τα οποία παρουσιάζονται ανάμικτα σε μία αφήγηση. Ο διαχωρισμός των δύο στοιχείων, μυθολογικού και ιστορικού, πρέπει να είναι πάντοτε μια πολύ προσεγμένη και υπεύθυνη εργασία και πάντοτε να γίνεται με πολλές και σοβαρές επιφυλάξεις. Είναι το μεγάλο πρόβλημα των επιστημόνων μυθολόγων αλλά και των ερευνητών της ιστορίας.
Εμείς, όπως προαναφέραμε, στην εργασία αυτή δεν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα αυτό. Ίσως μάλιστα να μην είναι και χρήσιμη ή και ευχάριστη αυτή η «απομυθοποίηση». Ακόμα και στην εποχή μας – ή και ίσως ιδιαίτερα στην εποχή μας – χρειάζεται λίγο «παραμύθι». Ίσως στην σημερινή ιδιαίτερα εποχή κάποια «παραμυθία» να είναι πολύ χρήσιμη και ανακουφιστική.
Έτσι η μελέτη των μυθολογικών διηγήσεων ενός λαού είναι ενδιαφέρουσα τόσο για τους ιστορικούς όσο και για τους μυθολόγους. Εξάλλου είναι γνωστόν ότι, όπως πολλά ιστορικά γεγονότα – κυρίως βέβαια του απώτερου παρελθόντος – αλλοιώθηκαν με μυθολογικές προσθήκες, έτσι και πολλοί καθαροί μύθοι υιοθετήθηκαν σκοπίμως ως ιστορικά γεγονότα. Πολλοί είναι οι μύθοι που «βαπτίστηκαν» ιστορικά γεγονότα όπως ήταν στην αρχική τους μορφή, γιατί έτσι αρχικά βόλευαν, ή και όπως τροποποιήθηκαν αργότερα, σύμφωνα με προσωπικές αντιλήψεις και ανάγκες των νεότερων. Αλλά και νέοι μύθοι κατασκευάστηκαν σκοπίμως και «υιοθετήθηκαν» ως ιστορικά γεγονότα από εκείνους που είχαν ανάγκη ή ήθελαν να θεμελιώσουν συμφέροντα και να ικανοποιήσουν απαιτήσεις.
Πολλές λοιπόν είναι οι μυθολογικές εκδοχές, οι οποίες, είτε στην πρώτη τους άδολη και ανόθευτη, είτε στην σκόπιμα ή και αθέλητα, κατοπινή τροποποιημένη τους μορφή, υιοθετήθηκαν και βαφτίστηκαν ιστορικά, δηλαδή πραγματικά γεγονότα. Είναι αυτή μία σκόπιμη παραποίηση της ιστορίας και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα των επιστημόνων ερευνητών. Είναι η «στρατευμένη» ιστοριογραφία. Άλλοι μύθοι πάλι κατασκευάστηκαν ύστερα από παραγγελία ισχυρών ανθρώπων, σε ειδικούς και ικανούς μυθογράφους, τραγικούς συγγραφείς, ποιητές, τραγωδούς, για ιδιοτελείς σκοπούς κυρίως δυναμικών αρχόντων, εκπροσώπων κάποιων ισχυρών πόλεων ή και οργανωμένων συμφερόντων κάποιων κοινωνικών ομάδων ή φύλων.
Υπήρχαν ασφαλώς στα παλιά εκείνα χρόνια ισχυρές και ακτινοβολούσες προσωπικότητες για τις οποίες ο θαυμασμός και η έκπληξη του λαού, η λογική του οποίου μην μπορώντας να εξηγήσει διαφορετικά τη δύναμή τους και τις πρωτοποριακές τους δραστηριότητες, επειδή τις έκρινε με τα δικά του, περιορισμένης δυνατότητας, κριτήρια, τις θεώρησε θεογέννητες. Ήταν οι «διογενείς» ή «διοτρεφείς» ή γενικά «θεογενείς», όπως τους ονόμαζαν, άρχοντες και ηγεμόνες. Για τον ερχομό των αρχόντων αυτών στον κόσμο οι άνθρωποι δημιουργούσαν σχετικές ερμηνείες μυθοπλάθοντας επισκέψεις θεών στις κρεβατοκάμαρες των θνητών γυναικών τών βασιλιάδων. Και υπάρχουν και ελάχιστες περιπτώσεις που θεές κοιμήθηκαν με θνητούς. Έπλαθαν τους μύθους αυτούς οι υπήκοοι για τον βασιλιά τους, γιατί κυρίως έτσι, δηλαδή «θεογενή», τον ήθελαν οι ίδιοι. Έτσι ακόμα βόλευε και τους ίδιους τους άρχοντες και τους αυλικούς τους.
             Υπήρξαν όμως και άλλοι άνθρωποι, κυρίως άρχοντες κάθε μορφής, που είχαν ανάγκη να στερεώσουν την υπακοή και την πειθαρχία των υπηκόων τους και να αποτρέψουν κάποιους φιλόδοξους αμφισβητίες του θρόνου τους. Στην προσπάθειά τους αυτή, μόνοι τους οι άρχοντες ή με τη βοήθεια του αυλικού τους περιβάλλοντος, στο οποίο περιλαμβανόταν συνήθως και κυρίως το ιερατείο, ως το μόνο αρμόδιο όργανο για τέτοιες γνωματεύσεις, ονόμασαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους «διογενείς» ή γενικά «θεογενείς», μυθοπλάθοντας επισκέψεις θεών στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας τους και επέβαλαν αυτή τους την εσκεμμένη φαντασίωση στους γύρω τους ανθρώπους «αναγκάζοντάς» τους να την πιστέψουν.
               Υπάρχουν ακόμη στην αρχαία Ελλάδα πολλές περιπτώσεις βασιλιάδων, ηρώων και αρχόντων, οι οποίοι προκειμένου να καρπωθούν και αυτοί και να ενισχύσουν το κύρος τους με θεϊκή καταγωγή, αλλά και συγχρόνως για να απομακρύνουν και να διαγράψουν την συμμετοχή τού τόσον ορατού, φυσικού τους ανθρώπινου πατέρα στην πράξη της γέννησής τους, και να θεωρείται έτσι ως ουδέτερη και αμέτοχη η παρουσία του και η ύπαρξή του δίπλα στην μητέρα τους, μυθόπλασαν οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι, φυσική ανικανότητά του και αναγκαστική – ένεκα θείας εντολής – υιοθέτηση των παιδιών του θεού. Πολλοί είναι οι άρχοντες μεγάλων κυρίως πόλεων στην αρχαία Ελλάδα που είχαν δύο πατέρες, ένα θνητό «πατέρα», ο οποίος έπαιζε το ρόλο του απλού προστάτη στη ζωή τους, αυτού που θα φρόντιζε να τον αναθρέψει, αλλά και ένα φυσικό πατέρα, ο οποίος θα ήταν πάντοτε κάποιος μεγάλος θεός και ο οποίος τον προστάτευε και τον βοηθούσε σ’ όλες του τις ενέργειες. Η θεϊκή πατρότητα απότρεπε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης και αρπαγής της δοσμένης «εκ Θεού» εξουσίας τους. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις «βολεύονταν» τα πράγματα αλλά και οι συνειδήσεις των ανθρώπων και κάποιοι ίσως αμφισβητίες με τη γέννηση διδύμων, από τα οποία το ένα είχε πατέρα τον θνητό και το άλλο τον Θεό.

3. Η υπεροχή της Ελληνικής Μυθολογίας

                Η Ελληνική Μυθολογία, σε σύγκριση με τις μυθολογίες άλλων λαών χαρακτηρίζεται – όπως αυτό βεβαιώνεται απ’ όλους τους ειδικούς μελετητές επιστήμονες της μυθολογίας – από μία εντελώς ιδιαίτερη γοητεία. Αυτή η ιδιαίτερη γοητεία της οφείλεται στην καταπληκτική πλοκή των μύθων της, στο μεγάλο πλούτο των επινοημάτων και την ποικιλία των διαφορετικών εκδοχών, στην καθαρότητα της διάρθρωσης, στη σαφήνεια της αιτιολόγησης των δρώμενων, στη φυσικότητα της ροής των γεγονότων και στην άριστη ανάπτυξή τους σε επίπεδα σαφώς κατανοητά και κυρίως στην ανάπτυξή της σε επίπεδα ανεκτά και παραδεκτά, για τα μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας, και επομένως εύκολα αποδεκτά και υιοθετούμενα από αυτή.
Η παραπάνω άποψη των ειδικών γίνεται εύκολα και γρήγορα αποδεκτή και από οποιονδήποτε μη «ειδικό», αμερόληπτο μελετητή, ο οποίος θα θελήσει να επιδοθεί προσεχτικά στη μελέτη των μυθολογιών των διάφορων λαών. Δεν χρειάζεται να έχει προκαταβολικά ειδικές γνώσεις. Γίνεται αμέσως αντιληπτή η υπεροχή της Ελληνικής Μυθολογίας από την πρώτη σύγκριση.
Και αυτοί ακριβώς είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελληνική Μυθολογία διαδόθηκε κι έγινε πολύ ευρύτερα γνωστή και ιδιαίτερα αγαπητή σε παγκόσμιο επίπεδο, σε αντίθεση με τις μυθολογίες άλλων λαών, οι οποίες δεν αγαπήθηκαν ποτέ τους ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό ούτε από τους ίδιους τους δημιουργούς λαούς τους και κυρίως δεν έγιναν αγαπητές και αποδεκτές σε παγκόσμια κλίμακα. Το σπουδαιότερο αίτιο αυτής της περιορισμένης διάδοσης και μη αναγνώρισης των μυθολογιών των άλλων λαών είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν αγαπητές και αποδεκτές εξαιτίας των συνήθως χονδροειδών, εξωπραγματικών και ακατανόητων δομών και πλοκών τους. Λείπει η λεπτότητα του δημιουργήματος μιας αναπτυγμένης και καλλιεργημένης διανόησης. Όταν συγκρίνει κάποιος τις μυθολογίες αυτές με την ελληνική, την οποία η δημιουργική και δομικά πειθαρχημένη ελληνική διάνοια και καθαρότητα της σκέψης οδήγησε σε παγκόσμια αναγνώριση, απογοητεύεται από εκείνες και γοητεύεται, αγαπά και λατρεύει την Ελληνική Μυθολογία.
Είναι βεβαίως σ’ όλους γνωστό και γενικά παραδεκτό ότι ο Όμηρος, με τα δύο κοσμαγάπητα μεγάλα έπη του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, είναι εκείνος ο οποίος κυρίως βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στην ευρύτατη διάδοση των ελληνικών μύθων. Τα ομηρικά έπη, τα οποία περικλείουν ασφαλώς και ιστορικούς πυρήνες, αποτελούν την κορύφωση της ανθρώπινης επικής δημιουργίας. Η αναμφισβήτητη αυτή γοητεία τους έχει συντελέσει στην παγκόσμια αναγνώρισή τους και στην ευρύτερη διάδοση των περιεχομένων σ’ αυτά μύθων.
Δεν είναι αρκετή όμως απλά και μόνο η ύπαρξη ενός, έστω και τόσο «μεγάλου», Ομήρου να δικαιολογήσει την παγκόσμια διάδοση της Ελληνικής Μυθολογίας και την γενική αναγνώριση της υπεροχής της. Πρωταρχικά υπήρχαν οι ωραίοι μύθοι, υπήρχε η προικισμένη δημιουργός ψυχή του λαού αυτού, υπήρχε ο εμπνευσμένος πλάστης ελληνικός λαός, και ύστερα βρέθηκε ένας Όμηρος για να κάνει, τους μύθους που δημιούργησε ο λαός αυτός, ευρύτερα γνωστούς με την ποίησή του. Ύστερα βρέθηκαν οι τραγικοί ποιητές για να τους καλλιεργήσουν περισσότερο και να τους διαδώσουν. Υπήρχε η ευγενής γη, βρέθηκε ο ευγενής σπόρος, έγινε σωστή καλλιέργεια και προήλθε ο ευγενής καρπός.
Επινοήσεις και μύθοι όπως π. χ. πως η γη στηρίζεται στην πλάτη ενός μεγάλου ελέφαντα ο οποίος πατάει στη ράχη μιας τεράστιας χελώνας και η οποία με τη σειρά της στηρίζεται πάνω σ’ ένα αυγό, όπως λένε οι μυθολογίες κάποιων άλλων λαών, είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτές από την ελληνική σκέψη, αλλά και την παγκόσμια, χωρίς ένα ειρωνικό χαμόγελο για την απαράδεκτα χονδροειδή αυτή σύλληψη. Πολύ περισσότερο φυσικά δεν είναι δυνατόν τέτοιοι μύθοι να τραγουδηθούν από κάποιον έλληνα Ησίοδο και να εμπνεύσουν καλλιτέχνες. Τέτοιοι μύθοι δεν τραγουδιούνται ποτέ από έναν Όμηρο και όταν ακόμη αυτός ο Όμηρος είναι δυνατόν να υπάρχει σε κάποιο λαό. Χοντροειδείς στη σύλληψη μυθολογικές επινοήσεις δεν είναι δυνατό να γίνουν τραγωδίες του ύψους των δημιουργημάτων της ελληνικής δραματουργίας.
Δεν υπάρχει επομένως επίπεδο σύγκρισης των τέτοιων μυθολογικών επινοημάτων με τους ωραίους ελληνικούς μύθους, τους γεμάτους χάρη, φυσικότητα, ομορφιά και πλασμένους σε ανθρώπινες διαστάσεις. Γι’ αυτό και οι μυθολογίες των λαών αυτών δεν έγιναν γνωστές, πέρα από τα στενά περιορισμένα δικά τους τοπικά όρια. Γι’ αυτό δεν ενέπνευσαν ποιητές, δεν τραγουδήθηκαν, δεν αποτέλεσαν θέματα τραγωδιών, δεν μπόρεσαν να εμπνεύσουν την δημιουργία ποιητικών αριστουργημάτων ή καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.
Αυτή η ευλογημένη ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχής και αυτή η χαρισματική υπεροχή της αρχαίας ελληνικής διανόησης είναι εκείνα που έκαναν τα δημιουργήματα της αρχαίας μυθολογίας τούτης της χώρας να κερδίσουν την παγκόσμια αναγνώριση και τον γενικό θαυμασμό.

4. Η άνιση κατανομή των μύθων

             Ωστόσο, η Ελληνική Μυθολογία δεν φαίνεται να παρουσιάζει σ’ όλες τις περιοχές τής Ελλάδας τον ίδιο πλούτο μύθων. Δεν συναντούμε παντού τον ίδιο βαθμό ποικιλίας εκδοχών των διάφορων τοπικών μύθων, ούτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας και φυσικότητας στην πλοκή τους. Δεν φαίνεται να έχουν, στην πρώτη τους τουλάχιστον πρόχειρη εξέταση, όλες οι περιοχές της Ελλάδας πολλούς και συναρπαστικούς μύθους. Κάποιες μάλιστα περιοχές, σε μια πρώτη πρόχειρη εξέταση, ίσως παρουσιάζονται στερημένες παντελώς από μυθολογικές αναφορές.
Αντίθετα μερικές άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ ευρύτερα γνωστές για τη μυθολογία τους. Κάποιες μάλιστα έγιναν ονομαστές, ακριβώς για τους τοπικούς μύθους τους, σε τέτοιο βαθμό που να γίνονται «επώνυμες» μέχρι βαθμού συνταύτισής τους με τις μυθικές ωραιοποιήσεις τους, ακριβώς για τους μύθους τους και τους ήρωες που αναφέρονται σ’ αυτούς. Έτσι και μόνο με την αναφορά του ονόματος κάποιων περιοχών έρχεται συνειρμικά στη μνήμη ο σχετικός μύθος.                      Και μόνο η αναφορά του ονόματος «Νεμέα» π. χ. φέρνει αμέσως στη θύμηση το μύθο του λιονταριού της Νεμέας. Όμοια η Ικαρία μας θυμίζει τον Ίκαρο και το Δαίδαλο, το Πήλιο τον Κένταυρο Χείρωνα, η Κρήτη τον Μινώταυρο και τον Λαβύρινθο.
Ο Όλυμπος με τους δώδεκα θεούς, οι Δελφοί με το Μαντείο τους και τον Απόλλωνα, η Πελοπόννησος με τους άθλους του Ηρακλή, η Κρήτη με το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου, ο Ελλήσποντος με την Έλλη, αλλά και πολλά άλλα μέρη, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τόπων οι οποίοι φαίνεται να οικειοποιούνται και να μονοπωλούν το ενδιαφέρον από την άποψη της μυθολογίας και να χαρακτηρίζονται έντονα και ν’ αναγνωρίζονται «επώνυμοι» από τους αναφερόμενους σ’ αυτούς μύθους.
Είναι πολύ σπάνιο και μάλλον απίθανο να συναντήσει κάποιος ανθρώπους, ενός στοιχειώδους τουλάχιστον μορφωτικού επιπέδου, που ν’ αγνοούν τους μύθους της Λερναίας Ύδρας, των θεών του Ολύμπου ή των περιπετειών του Οδυσσέα και της αρπαγής της Ωραίας Ελένης, του Τρωικού Πολέμου.
Μερικές άλλες περιοχές, αντίθετα προς τις παραπάνω, φαίνεται να μην θυμίζουν τίποτε σχετικό με μυθολογία. Η αναφορά του ονόματός τους δεν φέρνει στη μνήμη τού ακροατή κανένα σχετικό μύθο. Δεν εντοπίζονται μυθολογικές αναφορές στα οποιαδήποτε δημοσιεύματα για τους τόπους αυτούς. Μάταια οι επισκέπτες των περιοχών αυτών αναζητούν μία ιδιαίτερη μνεία στη μυθολογία, ένα ιδιαίτερο τοπικό μυθολογικό χαρακτηριστικό αφήγημα. Άδικα οι παράγοντες, οι ενδιαφερόμενοι για την ανάπτυξη του τουρισμού και την προβολή του τόπου αυτού, ψάχνουν να βρουν κάποια μυθολογική αναφορά να την επισημάνουν στους τουριστικούς οδηγούς και να την γνωστοποιήσουν έτσι στους ενδιαφερόμενους επισκέπτες της περιοχής τους.
Φαίνεται σαν να μην έζησαν άνθρωποι στους τόπους αυτούς κατά την εποχή τής δημιουργίας των μύθων ή σαν οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτούς τους τόπους να ήταν καμωμένοι από μία εντελώς διαφορετική πάστα, από κάποιο υλικό εντελώς διάφορο. Εύκολα μπορεί να καταλήξει κάποιος στην άποψη αυτή, εάν δεν μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποια άλλη αιτία αυτής της ανυπαρξίας μύθων. Εύκολα δημιουργείται μια τέτοια πεποίθηση ιδιαίτερα όταν αυτός ο απληροφόρητος γνωρίζει, αφού είναι γενικά παραδεκτό, ότι κάθε λαός, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, μυθολογεί και ότι η μυθολογία είναι επιτακτική βιολογική ανθρώπινη ανάγκη, ότι είναι πρωταρχική και ζωτική ανάγκη επιβίωσης.
Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιοχές που στην πρώτη τους θεώρηση φαίνονται στερημένες μυθολογημάτων. Η αρίθμηση και η μνημόνευσή τους στη θέση αυτή δεν κρίνεται σκόπιμη. Μία ωστόσο τέτοια περιοχή, τουλάχιστο για το ευρύτερο κοινό και όσους δεν έχουν ασχοληθεί ειδικά με το θέμα, είναι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, η περιοχή δηλαδή που έχει κεντρικό και κυρίαρχο γεωγραφικό χαρακτηριστικό της την ραχοκοκαλιά της οροσειράς της Όθρης.                              Είναι η ευρύτερη περιφέρεια της σημερινής περιοχής Αλμυρού.
Με ειδική όμως και επιμελημένη έρευνα και με προσεκτικές και διεισδυτικές αποκρυπτογραφήσεις αποδεικνύεται ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία – αλλά και οι άλλες περιοχές της ίδιας κατηγορίας – έχουν και αυτές τη μυθολογία τους. Για να την γνωρίσει όμως κάποιος πρέπει να ψάξει στο υπέδαφος της γνωστής σ’ όλους, της ρέουσας δηλαδή και ηχηρής ελληνικής μυθολογίας. Και αυτό ακριβώς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε διεξοδικά στη συνέχεια.
Η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας είναι αυτή ακριβώς η περιοχή της οποίας τους μύθους θα επιχειρήσουμε να συγκεντρώσουμε στην εργασία μας αυτή.

5. Όλοι οι άνθρωποι μυθολογούν

             Η φαινομενική αυτή ανυπαρξία μύθων σε κάποιους τόπους δεν μπορεί βεβαίως να σημαίνει ότι αυτοί δεν αναφέρονται στη μυθολογία. Όλοι οι άνθρωποι μυθολογούν, αφού ο μύθος, όπως προαναφέρθηκε, είναι μία πρωταρχική, βασική, επιτακτική και κυρίαρχη ανάγκη της επιβίωσης και έκφρασης του ανθρώπου. Πρωτόγονος άνθρωπος, όπως ο άνθρωπος της εποχής της δημιουργίας των μύθων, και επομένως ιδεολογικά άοπλος, ανίσχυρος και απροσανατόλιστος, είναι αδύνατο να μη σπεύσει να κατασκευάσει γύρω του ένα δικό του κατανοητό κόσμο, ένα κόσμο που θα γίνει οικείος και προσπελάσιμος στις δικές του αντιληπτικές ικανότητες. Αυτό είναι γενική και αναγκαία προϋπόθεση για την ακώλυτη ενασχόληση του ανθρώπου με τον αγώνα της επιβίωσής του.
Αυτό ισχύει, σε μικρότερο ίσως βαθμό, και στους μετά την πρωτόγονη εποχή χρόνους. Ο άνθρωπος δεν πέρασε αμέσως από τον άλογο μύθο του «απολίτιστου πρωτόγονου» στη λογική ερμηνεία του «σύγχρονου πολιτισμένου». Εξάλλου και σε προχωρημένα στάδια του πολιτισμού – και πάντοτε ακόμη και στη σημερινή εποχή των διαστημικών ταξιδιών – ο μύθος αποτελεί ανακούφιση της ανθρώπινης ψυχής. Αναπνέει πιο ελεύθερα ο άνθρωπος στο χώρο του υπερλογικού. Ο μύθος είναι μια ανακουφιστική ανάσα της ανθρώπινης ψυχής κι ένα ταξίδι τόνωσης και αναψυχής στον πρωταρχικό παρθενικό αγέρα της, στον χαμένο παράδεισό της. Το παραμύθι μάς χρειάζεται και μπορεί ν’ ανακουφίζει ακόμα και σήμερα και ίσως μάλιστα σήμερα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και στους άλλους πλανήτες, στους οποίους ασφαλώς ο γίγαντας της επιστήμης άνθρωπος σύντομα θα ταξιδέψει, θα υπάρχουν στιγμές που θ’ αναζητάει παραμύθια. Κι ίσως εκείνες οι στιγμές να είναι και τότε και πάντοτε οι πιο γαληνεμένες του. Ίσως εκείνες οι στιγμές να είναι οι μόνες αληθινά ανθρώπινες στιγμές, οι στιγμές της νοσταλγίας του μακρινού και οριστικά χαμένου παραδεισένιου παρελθόντος του.
Παντού η ανθρώπινη ψυχή, στις πρώτες ιδίως αρχές της υπόστασής της και στα πρώτα σκαλοπάτια της σταδιακής απόκτησης της αυτοσυνείδησής της, έχει ανάγκη να εξηγεί τον περιβάλλοντα κόσμο, έχει ανάγκη να φιλοσοφεί ή να παρηγορείται μυθολογώντας. «Η υποκατάσταση της μυθολογούσας συνείδησης από τη λογική είναι πάντοτε μερική, γιατί, πλάι στη λογική, μια περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης θα διακατέχεται πάντα από άλογες δυνάμεις»
Οι μύθοι των ανθρώπων ενός τόπου, στην αρχική τους τουλάχιστο, την πρώτη, την αγνή και αυθόρμητα γεννημένη μορφή τους, δεν επινοήθηκαν από κάποιους καλλιεργημένους ανθρώπους ύστερα από σκόπιμη ενασχόληση με το θέμα αυτό. Δεν είναι ο αρχικός μύθος αποτέλεσμα και συνέπεια και κυρίως δεν είναι προϋπόθεση κάποιας ιδιαίτερης πνευματικής ανάπτυξης. Δεν είναι οι μύθοι, στην πρώτη τους, την ανόθευτη μορφή, δημιουργήματα αργόσχολων ανθρώπων τους οποίους δεν τους απασχολούσαν τα έντονα προβλήματα του αγώνα επιβίωσης. Η κατανόηση του περιβάλλοντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν από την έναρξη του αγώνα επιβίωσης και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Υπήρχε στον άνθρωπο ο νους, ο οποίος – σε αντίθεση με τα άλλα ζώα τα οποία στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο στα ένστικτά τους – πρωταρχικά και πιεστικά τον οδηγούσε στην καταβολή πνευματικής προσπάθειας για κάποια ερευνητική και ερμηνευτική υποταγή τού γύρω του κόσμου.
Εξάλλου από τη στιγμή που η δημιουργία των μύθων κάποιου λαού παύει να είναι αυθόρμητη και πηγαία έκφραση της πρώτης πιεστικής ερμηνευτικής ανάγκης τού περιβάλλοντος κόσμου και γίνεται σκόπιμη δημιουργική ενασχόληση, οι μύθοι του δημιουργούν πάμπολλα ερμηνευτικά προβλήματα, δικαιολογημένες αμφισβητήσεις και έντονους προβληματισμούς. Οι πραγματικοί, οι αγνοί, οι αυθόρμητοι και χωρίς σκόπιμες επεμβάσεις μύθοι, είναι εκείνοι που είναι το τελικό καταστάλαγμα πάμπολλων αιώνων λαϊκής σοφίας, παρατήρησης και πείρας. Οι πραγματικοί μύθοι είναι απόσταγμα της ανόθευτης μακροχρόνιας συνολικής σκέψης πολλών χιλιάδων ανθρώπων, σκέψης που πέρασε και διαμορφώθηκε μέσα από αναρίθμητες πίστεις και πεποιθήσεις και μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά με συνεχείς ανεπαίσθητες επεμβάσεις, τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, ποτέ όμως σκόπιμες, ποτέ «στρατευμένες» σε κάποια σκοπιμότητα. Αυτή και μόνο η μυθοπλασία είναι εκείνη που τη λέμε και τη θεωρούμε πρωταρχική και επιβεβλημένη υπαρξιακή ανάγκη. Η πηγαία, η μη σκόπιμη, μυθοπλασία είναι φυσικό υπαρξιακό ανθρώπινο δημιούργημα.
Ένα τέτοιο λοιπόν καταστάλαγμα ανθρώπινης σκέψης μέσα από μια σειρά πολλών αιώνων δεν μπορεί ποτέ να είναι προνόμιο ενός μόνο λαού ή των ανθρώπων κάποιων μόνο περιοχών. Η μυθοπλασία είναι γενική και πανανθρώπινα συναντώμενη επινόηση και φυσικό επακόλουθο της ανάγκης επιβίωσης οποιασδήποτε κοινωνίας. Είναι πανανθρώπινη ανάγκη επιβεβλημένη, εξαιτίας της ανυπαρξίας άλλων επιλογών. Είναι ένας αναγκαίος ανθρώπινος φυσικός κοινωνικός προσαρμοστικός μηχανισμός.
Επομένως πρέπει να θεωρείται αφύσικο για τους ανθρώπους των τόπων εκείνων οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, όπως και για τους ανθρώπους οποιουδήποτε λαού πάνω στη γη, να μην έχουν μυθολογήσει. Όλοι οι άνθρωποι αντιμετώπισαν την υπαρξιακή ανάγκη της ερμηνευτικής υποταγής και οικειοποίησης του εχθρικού και άγνωστου πρώτου περιβάλλοντος. Όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη μυθόπλασαν, γιατί δε μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Ήταν στη φύση τους μέσα. Ήταν πρωταρχική τους ανάγκη.

6. Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν

            Έπειτα από τα παραπάνω απομένει ως μόνη λογική απάντηση ότι και στους τόπους αυτούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, οι άνθρωποι μυθολόγησαν αλλά οι μύθοι τους δεν έγιναν γνωστοί ευρύτερα και λησμονήθηκαν.
Γιατί όμως οι μύθοι κάποιων περιοχών έγιναν γνωστοί, καταγράφηκαν και διαδόθηκαν ευρύτερα και τους γνωρίζουμε όλοι, ενώ οι μύθοι κάποιων άλλων περιοχών και κάποιων λαών σκεπάστηκαν από την αφάνεια; Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν;
Να είναι μήπως η γοητευτικότητα της διήγησης, της ροής των γεγονότων και ο πλούτος των αναφερόμενων στοιχείων των μύθων των περιοχών αυτών εκείνο που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοσή τους; Αλλά τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο και αυτοί πρωτόγονοι και άοπλοι ιδεολογικά, όπως όλοι οι άλλοι, γεννήθηκαν με την αποκλειστική και χαρισματική ικανότητα να μυθολογούν γοητευτικά.
Να είναι μήπως η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων των αναφερόμενων επεισοδίων, τα πολύ μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των μυθολογούμενων προσώπων ή κάποιο άλλο στοιχείο αυτών καθαυτών των μύθων, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου δημιουργήθηκαν, εκείνα τα στοιχεία που συνετέλεσαν στην ευρύτερη διάδοσή τους; Και πάλι θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιοι τόποι είχαν ανθρώπους προικισμένους με ιδιαίτερες μυθοπλαστικές ικανότητες και δημιουργική φαντασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, αν και αυτοί ήταν το ίδιο πρωτόγονοι όπως όλοι.
Δεν φαίνεται όμως να είναι ούτε η γοητευτικότητα των μύθων κάποιου τόπου, τουλάχιστον στην πρώτη τους ακατέργαστη μορφή, εκείνη που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς, ούτε η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων.
Είναι βέβαιο ότι το «κατεργασμένο» είναι σκοπίμως και εκ των υστέρων τροποποιημένο. Είναι «επέμβαση». Είναι «αλλοίωση». Δεν είναι άδολο, απλό και γνήσιο δημιούργημα. Δεν είναι δυνατό – θα το ξαναπούμε – να γίνει δεκτό ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο πρωτόγονοι και αυτοί, όπως και όλοι οι άλλοι δίπλα τους και με τις ίδιες βασικές βιοτικές ανάγκες, κάτω από τις ίδιες σκληρές και αντίξοες συνθήκες ζωής, είχαν συγκεντρωμένη την ικανότητα μυθολογικής ερμηνείας των γεγονότων και των φαινομένων του κόσμου ή και την πολυτέλεια του χρόνου, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό από τους διπλανούς τους. Όλοι μυθολογούσαν κάτω από την ανάγκη επιβίωσης. Η όποια διαφορά παρατηρείται βρίσκεται μόνο μεταξύ μύθων «δουλεμένων», μύθων που δημιουργήθηκαν και επεξεργάστηκαν δηλαδή σε χρόνο σχόλης και άνεσης, και «ακατέργαστων», μύθων, αφημένων στην πρώτη τους μορφή.
Αλλά και εάν ακόμη δεχτούμε μία τέτοια διαφορά μυθοπλαστικής ικανότητας, όπως πράγματι παρατηρείται, μεταξύ λαών που ζούσαν σε πολύ διαφορετικά και πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους περιβάλλοντα, όπως οι λαοί π.χ. της Αφρικής σε σχέση με τους απομακρυσμένους από αυτούς λαούς της Αμερικής ή της Αυστραλίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει για ανθρώπους της ίδιας φυλής και του ίδιου γεωγραφικού περιβάλλοντος. Τέτοιες διαφορές, όπως αναφέρουμε στο κεφάλαιο για την υπεροχή της ελληνικής μυθοπλαστικής ικανότητας σε σχέση με άλλες φυλές, παρατηρούνται. Αλλά για τις διαφορές αυτές υπάρχουν άλλοι λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν θέση στην εργασία αυτή.
Είναι αφύσικο και ίσως παρακινδυνευμένο όμως να δεχτούμε ότι οι κάτοικοι π.χ. της Πελοποννήσου, της Αττικής ή της Κρήτης είχαν τόσο μεγαλύτερη ικανότητα μυθοπλαστικής ερμηνευτικής διεισδυτικότητας στο περιβάλλον από τους κατοίκους που ζούσαν σ” άλλα γειτονικά μέρη, όπως π.χ. στη Θεσσαλία, πάνω στα Άγραφα, στον κάμπο της Λάρισας, στα Καμβούνια, στον Αλμυρό, στα Χάσια, στην Όθρη.
Πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι η σημαντικότητα του πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου, που έπαιξαν στην όλη εθνική ιστορία κάποιοι τόποι, είναι η κύρια αιτία της επικράτησης και της ευρύτερης διάδοσης των μύθων της περιοχής τους. Η σημαντικότητα και η ακμή κάποιων περιοχών βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξή τους και την ταυτόχρονη, ως συνακόλουθο αποτέλεσμα, ύπαρξη αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων, συγγραφέων και ποιητών. Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι δούλεψαν κάτω από την προστασία ή και κάτω από την επιβολή ισχυρών και φιλόδοξων ηγεμόνων, βοήθησαν στην ταυτόχρονη πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του τόπου. Ένα από τα αποτελέσματα της ανάπτυξης αυτής ήταν η καταγραφή και η «λογοτεχνική» επεξεργασία και συμπλήρωση των υπαρχόντων μυθολογικών αγνών λαϊκών δημιουργημάτων. Ταυτόχρονο όμως αποτέλεσμα και συνέπεια της ανάπτυξης αυτής ήταν και η «καλλιέργεια» και η «μεταλλαγή» πολλών τέτοιων αρχικών μύθων σε εκδοχές «ομορφότερες» και κυρίως «βολικότερες» για κάποιους.
Μ’ αυτή όμως τη λογική συνέπεια θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι μύθοι της μορφής αυτής, της «καλλιεργημένης», είναι τροποποιημένες μορφές που έγιναν με σκόπιμες κατοπινές επεμβάσεις και αλλοιώσεις ή, το λιγότερο, πρέπει να είναι μύθοι πιθανώς ύποπτοι ως προς την αυθεντικότητα τους. Δεν είναι οι μύθοι αυτοί η πρώτη και αρχική δημιουργία που έγινε από την πιεστική ανάγκη ερμηνείας του περιβάλλοντος. Και δημιουργίες, οι οποίες δεν επιβάλλονται από ανάγκες επιβίωσης, δεν γίνονται παρά μόνο από συμφεροντολογικούς σκοπούς ή έστω, στην καλύτερη περίπτωση, για «καλλιτεχνικούς» σκοπούς, για κάποια ωραιοποίησή τους. Οι αλλοιώσεις και οι επεμβάσεις είναι δημιουργήματα που έγιναν κατά το χρόνο της ανάπαυσης του ανθρώπου και βεβαίως αφού είχε προηγηθεί η λύση των επιτακτικών προβλημάτων επιβίωσης. Δεν περιέχουν επομένως οι μύθοι αυτοί την πρώτη αγνή, την επιβεβλημένη από βιοτικές ανάγκες ερμηνευτική και προσαρμοστική μυθολογική δημιουργία, εκείνη δηλαδή που έγινε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα για την επιβίωση του ανθρώπου.
Η πραγματική μυθοπλασία, εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί και να εξετασθεί ως συστατικό στοιχείο για την κατανόηση της ψυχοσύστασης ενός λαού, δεν είναι το δημιούργημα μιας αργόσχολης ενασχόλησης. Τα μυθολογικά δημιουργήματα της πρωταρχικής ανάγκης της επιβίωσης και της ερμηνευτικής υποταγής και οικείωσης του περιβάλλοντος κόσμου είναι αγνά και «απονήρευτα». Αυτά είναι τα ουσιαστικά και δηλωτικά στοιχεία της πραγματικής υπόστασης του δημιουργού λαού. Τ’ άλλα, τα δημιουργήματα της σχόλης, είναι η «γκλίτσα με τα πολλά κεντίδια και στολίδια» που την βάλαμε και την έχουμε στο σαλόνι για να καμαρώνουμε. Δεν είναι η γκλίτσα του τσομπάνη που αναγκαστήκαμε να την φτιάξουμε και να την χρησιμοποιούμε για να πιάσουμε το κατσίκι από το πόδι. Είναι αντικείμενο «λογοτεχνικής» επεξεργασίας.
Ο κυρίαρχος π. χ. ρόλος του κράτους των Αθηνών στο ιστορικό προσκήνιο της αρχαίας Ελλάδας, με τη βοήθεια της συνακόλουθης πνευματικής ανάπτυξης και καλλιτεχνικής δημιουργίας των μεγάλων τραγικών ποιητών που έζησαν σ’ αυτήν, ήταν ισχυρός παρεμβατικός παράγοντας στην διαμόρφωση της ελληνικής μυθοπλαστικής δημιουργίας. Η ωραιοποιημένη και καλλιεργημένη αυτή μυθοπλασία των τραγικών ποιητών ήταν εκείνη που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοση των δικών τους εκδοχών και στον παράλληλο εξοβελισμό κάθε άλλης εκδοχής, έστω κι αν αυτή η άλλη ήταν η πρώτη, η αυθεντικότερη και η γνησιότερη εκδοχή.
Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και οι άλλοι τραγικοί ποιητές και οι κωμωδιογράφοι όχι μόνο χρησιμοποίησαν τους μύθους που βρήκαν να υπάρχουν στη λαϊκή παράδοση αλλά και πολλούς απ’ αυτούς, όσους τους ενδιέφεραν, τους τροποποίησαν, και μάλιστα σε πολλές και διαφορετικές ο καθένας τους εκδοχές, σύμφωνα με τις ανάγκες των έργων τους και τις εκάστοτε επιδιώξεις τους. Αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι τραγικοί ποιητές δημιούργησαν εξαρχής νέους, δικής τους έμπνευσης, μύθους. Πήραν την γκλίτσα του τσοπάνη και την στόλισαν με «μπιχλιμπίδια» γιατί έτσι θα πουλιόνταν καλύτερα και έτσι θα άρεσε περισσότερο.                           Έτσι θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους ή τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των εντολέων αφεντικών τους. Έτσι θα περνούσαν τα συνθήματά τους, έστω και αν αυτά δικαιολογούνταν γιατί χρησιμοποιούνταν σε πολλές περιπτώσεις για να «διδάξουν» το λαό τους. Έτσι θα ικανοποιούσαν και την ατομική τους προβολή. Έτσι μόνο θα έπαιρναν τα βραβεία στους σχετικούς διαγωνισμούς. Στην προσπάθειά τους όμως αυτή χρησιμοποίησαν και μύθους άλλων περιοχών, τους οποίους μετέφεραν στην δική τους περιοχή και τους οικειοποιήθηκαν, γιατί τους βόλευαν και τους συνέφεραν, γιατί τους πρόσφεραν ό,τι τους χρειαζόταν.
Λέγεται π. χ., και φαίνεται να είναι η πραγματικότητα, ότι οι Κορίνθιοι ήταν εκείνοι που έσφαξαν ή λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου τα παιδιά της Μήδειας, για να μην γίνουν αυτά διάδοχοι και απαιτητές του θρόνου της Κορίνθου. Αυτό είναι, κατά τους ισχυρισμούς ειδικών μυθολόγων ερμηνευτών και ιστορικών ερευνητών, το αληθινό και σκεπασμένο με μυθικό επικάλυμμα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Η παλιά κορινθιακή παράδοση μιλούσε γι’ αυτό το γεγονός. Η Ήρα μάλιστα, έλεγε ο σχετικός αρχικός μύθος, για να τιμωρήσει αυτούς που έκαναν το φοβερό έγκλημα, δηλαδή τους Κορίνθιους, έστειλε λοιμό, που αφάνιζε τους κατοίκους της. Ο λοιμός σταμάτησε μόνο όταν οι Κορίνθιοι, για ν’ απαλλαγούν από την οργή των θεών, καθιέρωσαν ειδική γιορτή στην οποία τιμούσαν την Ακραία Ήρα και τα παιδιά τής Μήδειας. Κατ’ άλλους πάλι το φόνο των παιδιών της Μήδειας τον έκαναν οι συγγενείς του Κρέοντα. Κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή, επιβεβαιώνοντας και αυτή, για τρίτη φορά, το ότι δεν σκότωσε η Μήδεια τα παιδιά της, λέει ότι τα παιδιά της φονεύθηκαν με λιθοβολισμό από τους Κορίνθιους γιατί αυτά είχαν φέρει στη Γλαύκη, την αγαπημένη του πατέρα τους, «τόν μεμαγευμένον φαρμάκω αυλόν». Η Μήδεια, που κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν αθάνατη, μεταφέρθηκε ζωντανή στα Ηλύσια πεδία ή στη νήσο των Μακάρων, όπου παντρεύτηκε τον Αχιλλέα. Γι’ αυτό για τους Κορίνθιους η Μήδεια είναι ίσως η Ήρα σε ξαναπλασμένη μορφή της. Έτσι η Ακραία Ήρα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη Μήδεια. Η Μήδεια, μ’ αυτή τη υπόστασή της, της προολυμπιακής δηλαδή Ήρας, ήταν εκείνη που έστειλε τους Τιτάνες να κατασπαράξουν τον Διόνυσο Ζαγρέα.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας μάλωναν διεκδικώντας και οι δύο την Κόρινθο. Τελικά συμβιβάστηκαν. Ο Βριάρεως, που ορίστηκε δικαστής, τους συμβίβασε και ο μεν Ήλιος πήρε τον Ακροκόρινθο ο δε Ποσειδώνας τον Ισθμό.
Ο Αιήτης, λοιπόν, που ήταν γιος του Ήλιου, διαδέχτηκε τον πατέρα του και έγινε βασιλιάς στην Κόρινθο. Αργότερα ο Αιήτης άφησε την Κόρινθο και έφυγε στην Κολχίδα. Φεύγοντας όμως από την Κόρινθο, και μην έχοντας τότε ακόμα δικό του διάδοχο, παράδωσε προσωρινά το θρόνο της Κορίνθου στο Βούνο, γιο του Ερμή και της Αλκιδάμειας, διατηρώντας για τον εαυτό του και τους μελλοντικούς απόγονους του τα δικαιώματά του στο θρόνο της Κορίνθου. Γι’ αυτό φεύγοντας είχε δώσει εντολή στους υπηκόους του να παραδώσουν το θρόνο της Κορίνθου στον πρώτο απόγονό του που θα έφτανε εκεί.
Μετά το θάνατο του Βούνου ο θρόνος της Κορίνθου πέρασε στον αδερφό τού Αιήτη, τον Αλωέα. Ο δισέγγονος του Αλωέα, ο Κόρινθος, έδωσε τ’ όνομά του στην πόλη, που μέχρι τότε λεγόταν Εφύρα. Τον καιρό που πέθανε ο Κόρινθος, χωρίς να αφήσει απόγονους, ο Ιάσονας και η Μήδεια μόλις είχαν επιστρέψει από την Κολχίδα και βρίσκονταν στην Ιωλκό. Οι Κορίνθιοι έστειλαν τότε και κάλεσαν τον Ιάσονα και τη Μήδεια στην πόλη τους για παραδώσουν, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, σ’ αυτήν ή στα παιδιά της το θρόνο, αφού αυτή ήταν κόρη του Αιήτη και επομένως η πρώτη και νόμιμη διάδοχός του που έφτασε στην Ελλάδα. Ο αδελφός της, ο Άψυρτος, είχε σκοτωθεί από την ίδια. Για το λόγο αυτό λοιπόν, λένε όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή, ο Ιάσονας φεύγοντας από την Ιωλκό πήγε στην Κόρινθο. Πήγε δηλαδή να διεκδικήσει, για τα παιδιά της Μήδειας και τα δικά του, το θρόνο της Κορίνθου. Αυτό δεν συνέφερε όμως στον τότε βασιλιά και τους άλλους ισχυρούς της Κορίνθου και τα εξόντωσαν. Από την σφαγή αυτή των παιδιών της Μήδειας γλίτωσε ένα μόνο, ο Θεσσαλός, ο οποίος δεν διεκδικούσε τον θρόνο της Κορίνθου – και επομένως ήταν ακίνδυνος – γιατί αυτός διεκδικούσε, όντας διάδοχος του Ιάσονα, το θρόνο της Ιωλκού.
Ο Θεσσαλός, γλιτώνοντας την σφαγή, γύρισε στην Ιωλκό, όπου επειδή ο Άκαστος πέθανε χωρίς ν’ αφήσει απόγονους, ανέλαβε το θρόνο. Λέγεται μάλιστα, σύμφωνα με μια εκδοχή, ότι από αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής ονομάστηκαν Θεσσαλοί.
Επειδή λοιπόν οι Κορίνθιοι, ή εκείνοι από αυτούς που πραγματοποίησαν την απαίσια αυτή πράξη του φόνου των παιδιών του Ιάσονα και της Μήδειας, ήθελαν να εξαλείψουν από πάνω τους αυτή τη φρικτή κατηγορία, έδωσαν στον Ευριπίδη πέντε τάλαντα με την παραγγελία να γράψει μία τραγωδία στην οποία να παρουσιάζει διαφορετικά τα γεγονότα. Αποτέλεσμα ήταν η «πληρωμένη» γνωστή τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη, στην οποία παρουσιάζεται η «σκληρή» και «άσπλαχνη» Μήδεια να σφάζει η ίδια τα δυο της παιδιά. Έτσι δημιουργήθηκε ο γνωστός σ’ όλους μας μύθος που σκέπασε και εξαφάνισε την αλήθεια. Η πρώτη, η αληθινή μορφή του «μύθου» εξαφανίστηκε. Έμεινε και έγινε γνωστή μόνο η πλαστή, η «πληρωμένη» αλήθεια. Ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτο και περισσότερο αποδεκτό από τους «πολιτισμένους» Έλληνες μία ξένη «βάρβαρη» να είναι εκείνη που σφάζει τα παιδιά της από το να κάνουν το φονικό αυτό τα «πολιτισμένα» ντόπια βασιλόπουλα. Βολεύονταν έτσι όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, και ικανοποιούνταν και το κύρος της ισχυρής Κορίνθου. Βρέθηκε δηλαδή ο «αποδιοπομπαίος τράγος» και όλα τακτοποιήθηκαν.
Εξάλλου ο Ευριπίδης δεν είχε και μεγάλες προσωπικές αντιρρήσεις για κάτι τέτοιο αφού, όπως είναι γνωστό, ήταν βέβαιος ότι ολόκληρος ο μυθικός κόσμος της Ελλάδας δεν ήταν παρά πλάσμα των παλαιότερων γενεών και γι’ αυτό έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα και δικαιολογούνταν να τον μετασχηματίζει αυθαίρετα για να εξυπηρετήσει τους δικούς του ποιητικούς σκοπούς. Ήταν ίσως αυτή του η «πίστη» η αναγκαία τακτοποίηση της εσωτερικής του αντίδρασης και το βόλεμα της συνείδησής του για τις επεμβάσεις του στην όχι πάντοτε βολική για τις δημιουργικές του ανησυχίες υπάρχουσα μορφή της μυθολογίας. «Η μυθική παράδοση αποδείχτηκε σκεύος ακατάλληλο να χωρέσει τον ανήσυχο προβληματισμό του τραγικού μας (Ευριπίδη)»
Φυσικά οι μύθοι αυτοί έγιναν για λόγους καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ισχυροποίησης ενός σοβινιστικού πνεύματος και κάτω από την επιβεβλημένη ανάγκη δημιουργίας μιας νοοτροπίας και αντίληψης περιούσιου λαού. Ήταν απαραίτητες και δικαιολογημένες επεμβάσεις για την δικαιολόγηση της απαίτησης και διεκδίκησης της διαδραμάτισης πρωτευόντων και πρωταγωνιστικών ρόλων. Καμιά πιεστική ερμηνευτική ανάγκη του «άγνωστου», «εχθρικού» και «αφιλόξενου» φυσικού περιβάλλοντος κόσμου δεν επέβαλλε τώρα τη δημιουργία τους. Ο περιβάλλων κόσμος, την εποχή που δημιουργούσαν τους μύθους τους ή τροποποιούσαν τους υπάρχοντες και οικειοποιούνταν ξένους οι τραγικοί ποιητές της Αττικής, είχε από πολύ καιρό ερμηνευθεί και είχε οριστικά υποταχθεί στον ανθρώπινο νου. Δεν ήταν πια εχθρικός και άγνωστος. Ήταν οικείος και προσιτός. Ήταν γνωστός, ήταν δικός τους. Ζούσαν άνετα σ’ αυτόν. Η μυθοπλασία δεν ήταν πια πρωταρχική ερμηνευτική υπαρξιακή ανάγκη. Χρησιμοποιούνταν πλέον ως προσπάθεια για την δικαιολόγηση κάποιας στάσης, κάποιας συμφέρουσας πολιτικής. Η μυθολογία έγινε πλέον παραμύθι. Ήταν ενασχόληση αργίας και πολυτελούς διαβίωσης, επειδή είχαν λυθεί τα προβλήματα επιβίωσης. Ήταν ακόμη – σε πολλές περιπτώσεις – προσπάθεια για την απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας και την σκόπιμη πλαστογράφησή της. Η μυθοπλασία ήταν τώρα η «κεντημένη και λουστραρισμένη γκλίτσα» για να μπαίνει στα σαλόνια. Ήταν στολίδι πολυτέλειας. Δεν ήταν πια εργαλείο επιβίωσης. Ήταν η «στρατευμένη», σε «ύποπτους» σκοπούς, μυθοπλασία.
Διαφορετική επίδραση όμως ασκεί στο λαό ο φυσικός ανόθευτος μύθος από τον πλαστό. Ο γνήσιος μύθος, για την με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο μυθολογούσα συνείδηση αλλά και για τον λαό που τον δέχεται, είναι μία «αλήθεια» στην οποία πιστεύει απόλυτα. Έτσι και η επίδραση που ασκεί ο γνήσιος μύθος είναι πραγματική και ουσιαστική, είναι υπαρκτή. Αντίθετα ο πλαστός μύθος συνυπάρχει με την ταυτόχρονη επίγνωση ότι δεν είναι αληθινός. Ο πλαστός μύθος είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας την εποχή ακριβώς που αυτή η φαντασία έχει αρνηθεί το φανταστικό. Είναι ένα μυθικό ωραίο και σαγηνευτικό κέλυφος, χωρίς γνήσιο μυθικό περιεχόμενο. Ο πλαστός, ο σκόπιμα δημιουργημένος μύθος, δεν παρηγορεί και δεν ανακουφίζει. Δεν είναι απαραίτητος στον ξωμάχο και γι’ αυτό αυτός τον περιφρονεί και τον απορρίπτει. Ο άνθρωπος του πλαστού μύθου έχει πια ξεφύγει από τον αληθινό παράδεισο του αγνού παραμυθιού. Δεν έχει πια ανάγκη «παραμυθίας» ή μάλλον νομίζει ότι δεν του χρειάζεται και γι’ αυτό παίζει μαζί της.
Στην προσπάθειά τους αυτή οι ισχυροί πνευματικοί άνθρωποι και πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες των τόπων, που έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική πορεία του έθνους, όχι μόνο διατήρησαν και τροποποίησαν τους υπάρχοντες δικούς τους μύθους αλλά και οικειοποιήθηκαν, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μύθους και ήρωες και θεούς άλλων περιοχών, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους.
«Από τον 9ο αιώνα π.Χ. ως το τέλος του αρχαίου κόσμου ο ελληνικός μύθος δουλεύεται και ξαναδουλεύεται χωρίς διακοπή. Αμέτρητοι ποιητές, ανώνυμοι στην αρχή και επώνυμοι έπειτα, γνωστοί και άγνωστοι, επικοί, λυρικοί, δραματικοί, σμιλεύουν τις μορφές των Ελλήνων ηρώων, για να προβάλλουν όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής και του ήθους των».
Ένα πολύ έντονο και χαρακτηριστικό παράδειγμα οικειοποίησης μύθου μιας περιοχής από άλλη, ή έστω μεταφοράς από μία περιοχή σε άλλη, είναι ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης, των παιδιών του Αθάμαντα, που μέχρι τα τελευταία χρόνια σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια φερόταν να έγινε στον Ορχομενό, ενώ ο σχετικός μύθος είναι της Άλου της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως θ’ αναφερθεί στις παρακάτω σελίδες. Και όμως επί χρόνια και χρόνια – και μιλάμε για την τωρινή εποχή – και με την παντελώς αδικαιολόγητη πλέον ανοχή και αδιαφορία και του Υπουργείου Παιδείας και των σύγχρονων πνευματικών ανθρώπων χιλιάδες Ελληνόπουλα μάθαιναν μία λανθασμένη μυθολογική εκδοχή ή έστω μάθαιναν την μία μόνο από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου αυτού.
Πώς μπορούσε η ασήμαντη και αδύναμη Άλος, που έβλεπε να της αρπάζουν και να οικειοποιούνται άλλοι τους μύθους της, ν’ αντισταθεί στην παραποίηση της αλήθειας; Εξάλλου η ίδια η Άλος, ως πόλη, είχε από πολύ καιρό πάψει να υπάρχει. Χάθηκε από το προσκήνιο η Άλος και αρπάχτηκαν οι μύθοι της.                             Πώς μπορούσε εξάλλου μια ασήμαντη περιοχή – έστω και αν ακόμη εξακολουθούσε να υπάρχει – να διεκδικήσει ό,τι της ανήκε από το ισχυρό κράτος του Ορχομενού;
Μήπως δεν είναι υπαρκτός και σήμερα ο κίνδυνος, αν περάσουν εκατοντάδες χρόνια και συμβούν κάποια συνταρακτικά γεγονότα, να έρθει εποχή που θα θεωρηθούν και θα παρουσιαστούν τα «ελγίνεια» και όσα είναι γνωστά γι’ αυτά ως αγγλικά και οι μύθοι γύρω από αυτά να μνημονεύουν άγγλους ήρωες; Μήπως δεν υπάρχουν σήμερα προσπάθειες κάποιων λαών να οικειοποιηθούν την καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δεν έχει δημιουργηθεί σε κάποιους λαούς μια τέτοια πίστη;
«Όταν, από λόγους που αγνοούμε σήμερα, η συντεχνία των αοιδών έπαιρνε την απόφαση να δώσει προγόνους σ’ έναν ήρωα μακριά από τους τόπους, όπου η παλαιότερη παράδοση τοποθετούσε τα κατορθώματά του, αναγκαζόταν, για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον τόπο που είχε γεννηθεί να επινοήσει ένα νέο μύθο»
Βεβαίως η στάση αυτή του Υπουργείου και των άλλων παραγόντων που επέτρεπαν τέτοιες παραποιήσεις δικαιολογούνταν απόλυτα από το ότι σε τίποτε δεν ενδιέφερε και σε τίποτε δε θα βοηθούσε μία τέτοια τροποποίηση με την οποία ίσως και να μην συμφωνούσαν όλοι. Εξάλλου κανένας δεν ενδιαφερόταν για το ποια από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου είχε περάσει στα σχολικά βιβλία. Ήταν μία εκδοχή που δεν ζημίωνε και δεν έθιγε συμφέροντα. Ήταν εντελώς ανώδυνη και ήταν επιπλέον και η εκδοχή η περισσότερο γνωστή. Ήταν περιττή πολυτέλεια, μέσα στα τόσα άλλα προβλήματα, το ψάξιμο για μια τόσο αδιάφορη αλήθεια.
Άλλο επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα αμφισβητούμενου μύθου ή έστω πιθανολογούμενης «μεταφοράς» του – όπως θ’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στη συνέχεια – είναι ο μύθος της Ανδρομάχης, της κόρης του Ηετίωνα. Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Ηετίωνα, τον πατέρα της Ανδρομάχης, να βασιλεύει στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Και όμως υπάρχουν υπόνοιες πως ο Ηετίωνας ίσως να μην ήταν βασιλιάς στις Θήβες της Κιλικίας αλλά στις Θήβες της Αχαΐας Φθιώτιδας, της αρχαίας πόλης δηλαδή κοντά στις τωρινές Μικροθήβες του Αλμυρού, και η Ανδρομάχη ίσως ήταν πριγκίπισσα των Θηβών της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Και αν τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να θεωρηθούν αμφισβητήσιμα και δημιουργήματα λησμοσύνης και ίσως αποτελέσματα έλλειψης μεγάλου επιστημονικού ερευνητικού ενδιαφέροντος, ή και αδυναμίας εξεύρεσης της ουσιαστικά «αδιάφορης» αλήθειας, υπάρχουν άλλες πολύ γνωστές και αναμφισβήτητες τροποποιήσεις μύθων, αναγνωρισμένες από όσους μπορούν να έχουν λόγο. Και φυσικά αυτές οι τροποποιήσεις και αλλοιώσεις δεν έγιναν χωρίς «επεμβάσεις» και «πιέσεις». Αυτές είναι βέβαιο ότι έγιναν εξαιτίας ιδιοτελών σκοπών των τοπικών αρχόντων – αλλά και των πατρίδων τους – στην υπηρεσία των οποίων τάσσονταν.
Οι μύθοι λοιπόν της ελληνικής μυθολογίας δεν έχουν όλοι πάντοτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας. Υπάρχουν σε πολλούς απ’ αυτούς προσθήκες, τροποποιήσεις και αλλοιώσεις ή και αποσιωπήσεις. Τα αλλοιωτικά αυτά στοιχεία, μερικές φορές, αναμίχθηκαν στην πρώτη μορφή των μύθων, κάποιες φορές αθέλητα και άλλες φορές σκόπιμα. Αθέλητες επεμβάσεις είναι όσες οφείλονται στη λησμοσύνη που επέφερε η πάροδος του χρόνου ή στην άδολη προσωπική προσπάθεια των αφηγητών για κάποια ωραιοποίηση και μεγιστοποίηση που μπορούσε και ν’ αντικαταστήσει ονόματα ηρώων και τόπων με ονόματα οικειότερα στο ακροατήριο. Σκόπιμες θεωρούμε εκείνες που έγιναν κάτω από την πίεση συμφερόντων. Αυτές, σε αντίθεση με τις πρώτες, δεν έγιναν κατά φυσικό τρόπο, αλλά βίαια. Έγιναν «εκ προθέσεως». Δεν επικράτησαν σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα αλλά επιβλήθηκαν ύστερα από εσκεμμένες και προσεκτικά μελετημένες ενέργειες.
Δεν θεωρούμε άσχετη με την προσπάθεια αυτή αποσιώπησης των μύθων τέτοιων «καθυστερημένων πολιτιστικά» περιοχών, όπως αυτή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας γενικότερα, την φρονιματιστικής αντίληψης παιδαγωγική άποψη που ήταν κυρίαρχη την εποχή της ακμής του κράτους της Αθήνας στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν η άποψη που έλεγε ότι επειδή οι μύθοι αυτοί των πολιτιστικά καθυστερημένων περιοχών δεν ήταν πολύ διδακτικοί και ωφέλιμοι στην αγωγή θα πρέπει ν’ αποφεύγεται η διδασκαλία τους. Εξάλλου το «Θέατρο», στο οποίο παρουσιάζονταν οι μύθοι, ως βασικό δομικό στοιχείο των τραγωδιών, έπρεπε να «παιδαγωγεί» και η κάθε τραγωδία που παρακολουθούσε εκεί ο λαός έπρεπε να τελειώνει «δι‘ ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Κάτι τέτοιο όμως δεν υπήρχε στους μύθους των καθυστερημένων πολιτιστικά περιοχών, των περιοχών των «φθιμένων», όπου θεοί και μύθοι ήταν ανελέητοι, «λαφύστιοι», «χθόνιοι», χωρίς ίχνος «ελέου» και οι οποίοι με τίποτε δεν ήταν δυνατό να εξιλεωθούν και να γίνουν «μειλίχιοι»
Αλλά ακόμα και ο ίδιος ο μεγάλος Πλάτωνας συνηγορούσε στον αποκλεισμό των μύθων που θεωρούνταν ακατάλληλοι για παιδαγωγία. Πίστευε ότι τα έργα και τα πάθη του Kρόνου και των Τιτάνων, των βασικών θεών της λατρείας κυρίως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, δεν θα έπρεπε, κι αν ακόμα ήταν αληθινά, ν’ αναφέρονται, και μάλιστα στους άφρονες και στους νέους. Αν δε σε κάποιες περιστάσεις ήταν ανάγκη ν’ ανακοινωθούν τότε θα έπρεπε να λέγονται μυστικά και μόνο σε πολύ λίγους: «τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ υἱέος, οὐδ’ ἄν εἰ ἦν ἀληθῆ ὤμην δῆν ῥαδίως οὕτως λέγεσθαι πρὸς ἄφρονάς τε καὶ νέους, ἀλλὰ μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι, εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι’ ἀπορρήτων ἀκούειν ὡς ὀλιγίστους» Δηλαδή: «Τα δε έργα του Κρόνου και τα όσα έπαθε από το γιο του, κι αν ακόμα ήταν αληθινά, νομίζω ότι δεν πρέπει έτσι εύκολα να λέγονται στους απερίσκεπτους και τους νέους, αλλά μάλιστα να αποσιωπούνται. Εάν δε υπάρχει κάποια ανάγκη να ειπωθούν να τα ακούν με μυστικότητα όσο το δυνατόν λιγότεροι»
Εντοπίζονται θαρρώ στις παραπάνω απόψεις οι λόγοι για τους οποίους οι μύθοι μερικών περιοχών, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία, λησμονήθηκαν ή και κάποιοι άλλοι χάθηκαν οριστικά.

7. Η παρθενικότητα των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας

                    Η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, το κύριο μέρος της οποίας, στη σημερινή γεωγραφική πραγματικότητα, αποτελεί η επαρχία Αλμυρού – με βασικό χαρακτηριστικό και επιβλητικά κυρίαρχο γεωγραφικό στοιχείο τον ορεινό όγκο της Όθρης, – δεν είναι πολύ γνωστή για τις αναφορές της μυθολογίας που σχετίζονται μ’ αυτήν. Η επαρχία Αλμυρού είναι μία από αυτές τις περιοχές των οποίων οι μυθολογικές επινοήσεις των λαών τους δεν φαίνεται, για το ευρύτερο τουλάχιστο κοινό, να υπάρχουν ή να είναι πολύ γνωστές. Είναι μία από τις περιοχές εκείνες των οποίων οι μύθοι λησμονήθηκαν.
Ο ρόλος της Αχαΐας Φθιώτιδας στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας δεν ήταν ποτέ σχεδόν σημαντικός και κυρίαρχος. Η Αχαΐα Φθιώτιδα ποτέ της δεν έπαιξε ηγετικό και καθοριστικό των γεγονότων ρόλο στην ελληνική ιστορία με μόνη ίσως εξαίρεση την σύντομη εποχή του Πηλέα, του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου. Αυτή είναι η μόνη εποχή κατά την οποία ακμάζουν τα κράτη της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Οι βασιλιάδες τους, Πηλέας, Αχιλλέας, Νεοπτόλεμος, Πρωτεσίλαος, Φιλοκτήτης είναι ισχυροί τόσο πολύ την εποχή αυτή, ώστε η συμμετοχή τους στον Τρωικό Πόλεμο, για την επιτυχία του εγχειρήματος, να θεωρείται από την υπάρχουσα μυθολογία απαραίτητη. Γι’ αυτό κι αυτή ακριβώς η εποχή έχει να εμφανίσει πολλούς σχετικούς μύθους και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες κι όλα τα χαρακτηριστικά της «καλλιεργημένης» μορφής των μύθων. Και αυτή ακριβώς η εξαίρεση είναι εκείνη που ενισχύει την παραπάνω άποψή μας. Είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι μύθοι της εποχής αυτής ούτε να οικειοποιηθούν από άλλους ήταν εύκολο ούτε και να αποσιωπηθούν. Οι καλλιεργημένοι μύθοι, ως επεξεργασμένο υλικό, αποκτούν ταυτότητα και δεν είναι δυνατή η οικειοποίησή τους από άλλους.
Σε καμιά άλλη εποχή, σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της, η περιοχή αυτή δεν έκανε κατακτητικούς και επεκτατικούς πολέμους. Αντίθετα, σχεδόν πάντοτε, έπαιζε δευτερεύοντες ρόλους, ρόλους που επιβάλλονταν από άλλους ισχυρούς παράγοντες. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατά καιρούς διεκδικούσαν την κατοχή της περιοχής αυτής. Ήταν πάντοτε αντικείμενο διεκδίκησης και διαφορών μεταξύ των διάφορων κατακτητών. Αυτοί οι άλλοι, οι ισχυροί, αποφάσιζαν για την τύχη της, αυτοί καθόριζαν το μέλλον της, αυτοί άρπαζαν, τροποποιούσαν και λεηλατούσαν επομένως και τους μύθους της και ως άλλα «Ελγίνεια» τα τοποθετούσαν στα δικά τους «μουσεία». Την εποχή μάλιστα που δημιουργούνταν η «καλλιεργημένη» μυθολογία από τους παντοδύναμους και περήφανους νικητές των περσικών πολέμων Αθηναίους και τους άλλους ισχυρούς οι άτυχοι Αχαιοί Φθιώτες και οι άλλοι Θεσσαλοί έσερναν επάνω τους την ντροπιαστική και ανεξίτηλη κατηγορία του «μηδίσαντος» και έπρεπε να πληρώνουν «φόρο υποτελείας» στο αθηναϊκό ταμείο.
Οι συνθήκες αυτές της υποτέλειας και της συνακόλουθης μ’ αυτήν οικονομικής δυσχέρειας της περιοχής δεν επέτρεψαν ούτε την ανάπτυξη των γραμμάτων ούτε και την παρουσία πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών, οι οποίοι θα διέσωζαν την πνευματική δημιουργία του λαού τους. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να διακηρύξουν ότι «αυτά τα μάρμαρα (μύθοι) είναι δικά μας» και να προσπαθήσουν να πείσουν τους ανθρώπους της περιοχής τους ότι «αυτά τα μάρμαρα (μύθοι) θα μας σώσουν».
Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν ήταν δυνατό ν’ αναπτυχθούν στους κατοίκους της περιοχής αυτής αισθήματα περηφάνιας και ξεχωριστής αυτογνωσίας ή εγωιστικής νοοτροπίας μιας αντίληψης περιούσιου και ευνοημένου από τους θεούς λαού. Ούτε οι τοπικοί άρχοντες τούτης της περιοχής – εξαιτίας του δευτερεύοντος και σχεδόν πάντοτε ακούσιου και δορυφόρου ρόλου τους, κάτω από την επιρροή κάποιου άλλου ισχυρότερου – απόκτησαν αίσθημα κάποιας υπεροχής. Έτσι οι τοπικοί άρχοντες της Αχαΐας Φθιώτιδας ποτέ τους δεν επέβαλαν στους υπηκόους τους θεϊκή καταγωγή. για το άτομό τους. Αλλά και όταν – όπως θα φανεί από τα παρακάτω – οι κάτοικοι της περιοχής τους παραχωρούσαν αυτήν την θεϊκή καταγωγή, φανταζόμενοι και μυθολογώντας προκειμένου να εξηγήσουν το μεγαλείο τους, θεϊκές επεμβάσεις, για να μπορούν να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό την υποταγή των υπηκόων και την αποφυγή αμφισβητήσεων και ταραχών, οι άρχοντες τούτου του τόπου δεν φρόντιζαν ούτε τότε να την διατηρήσουν και να την διαδώσουν.
Ακόμα και οι απαραίτητες και επιβαλλόμενες, με το πέρασμα των καιρών, από τις εκάστοτε συναντήσεις θεϊκών οντοτήτων, θεοκρασίες σε τούτους τους τόπους απέβαιναν πάντοτε σε βάρος των τοπικών θεών. Υπόκυπταν και οι θεοί τους όπως οι άρχοντές τους στους εκάστοτε ισχυρότερους εισβολείς ξένους θεούς και κατακτητές άρχοντες. Οι κατακτητές μαζί με τη γη, τους άρχοντες και τους θεούς, άρπαζαν και τους μύθους και οικειοποιούνταν ό,τι από την ιστορία των κατακτημένων προσφερόταν για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεών τους Οι ντόπιοι – όπως γίνεται και στην εποχή μας -ήθελαν να φαίνονται «σύγχρονοι» και «πολιτισμένοι». «Ντρέπονταν» να πιστεύουν σ’ όσα τους άφησαν οι πατεράδες τους και έσπευδαν ν’ απορρίψουν από μέσα τους τον «επαρχιώτη» και φρόντιζαν να τους αναγνωρισθεί ότι πλέον ήταν «σύγχρονοι»
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης επιλέγει για το θέμα αυτό: «Ἀλλὰ δυστυχῶς μετὰ τοῦ Ἀχιλλέως παρέρχεται καὶ ἡ ἐν τῆ παιδικῆ ἡλικίᾳ ἀκμὴ καὶ λάμψις τῆς Θεσσαλίας, καὶ βραδύτερον, ὅτε ἡ ἀνδρωθεῖσα μεσημβρινωτέρα Ἑλλάς ἀνέβη περίλαμπρος ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, διαπράξασα θαυμάσια ἐν τε τῇ ἐπιστήμῃ καὶ τῇ τέχνῃ, ὁ Θεσσαλός, ἐντρυφῶν ἐν τῇ ὡραίᾳ αὐτοῦ γῇ, δέν δύναται νά  ἀμιλληθῇ οὔτε ὑπὸ πολιτικἠν, οὔτε ὑπὸ ἐπιστημονικὴν, οὔτε ὑπὸ καλλιτεχνικὴν ἔποψιν με τοὺς νοτιωτέρους ὁμοφύλους του. Διὸ καὶ σπανίως μνημονεύεται ἡ Θεσσαλία ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἐν τῇ ἱστορικῇ ἐποχῇ»
Όλα αυτά είναι παράγοντες που δυσκολεύουν την ανάπτυξη κλίματος ευνοϊκού για κάποια παρέμβαση στην αγνή και φυσική διαδικασία της λαϊκής μυθοπλασίας.                                 Δεν ευνοούνταν ακόμη ούτε και αυτή έστω η απλή φροντίδα για κάποια στοιχειώδη καταγραφή των όσων τοπικών μύθων και μυθολογικών εκδοχών υπήρχαν και όσων δημιουργούνταν, η οποία φροντίδα θα μας εξασφάλιζε την πρώτη αυθεντική γραφή των μύθων αυτής της περιοχής. Τέτοιες σκόπιμες διεργασίες και παρεμβάσεις στην λαϊκή δημιουργία, για ένα λαό που πάλευε σκληρά απλώς και μόνο για να μπορέσει να επιζήσει και ν’ ανταποκριθεί στις πάντοτε δύσκολες συνθήκες, για ένα λαό που ζούσε στο περιθώριο της ιστορίας, θεωρούνταν περιττές και ανεπίτρεπτες πολυτέλειες. Η ντροπή εξάλλου και η περιφρονητική μεταχείρισή τους εκ μέρους των άλλων, των νοτιότερων Ελλήνων εξαιτίας του μηδισμού τους κατά τους περσικούς πολέμους, παρέλυε ή και απαγόρευε κάθε τέτοια σκέψη.
Οι παραπάνω όμως δύσκολες συνθήκες είναι ακριβώς εκείνες που εξασφαλίζουν την παρθενικότητα όσων μύθων δημιουργήθηκαν στις περιοχές αυτές και με κάποιο τρόπο διασώθηκαν, στην όποια αποσπασματική και κατασπαραγμένη έστω μορφή με την οποία διασώθηκαν. Ταυτόχρονα η μη έγκαιρη και φροντισμένη καταγραφή τους και η παρέλευση πολλού χρόνου μέχρι τη στιγμή που κάποιος μας έδωσε, έστω και αποσπασματικά, την πρώτη τους καταγραφή, είναι οι αιτίες για την έλλειψη των λεπτομερειών στη ροή των γεγονότων και για την ανυπαρξία σ’ αυτούς κάποιας λογοτεχνικής καλλιέπειας και ωραιοποίησης. Η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία ήταν τόσο πολύ απόμακρα από τους τόπους και τους ανθρώπους που ασχολούνταν και επιδίδονταν στην καταγραφή, επεξεργασία και καλλιέργεια των μύθων.
Έτσι στους μύθους τούτης της περιοχής συναντάται η φυσική πρωτογενής αγνότητα των όποιων μύθων της μπορούν να εντοπισθούν. Αυτό σημαίνει αφτιασίδωτο και αγνό πρωτογενές υλικό, το οποίο δεν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα ερευνητικής αποκάθαρσης των μυθολογούμενων. Αλλά ταυτόχρονα αυτό σημαίνει και ύπαρξη δυσαναπλήρωτων κενών και ελλείψεων στους όποιους μύθους ανιχνεύονται, και τα οποία κενά παρουσιάζουν έτσι μεγάλα προβλήματα κάλυψης και εξασφάλισης μιας συνέχειας στη ροή της εξέλιξης. Δεν διασώθηκε στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ολόκληρη η μυθολογία, ολόκληρη η μυθολογική παραγωγή της. Βρέθηκαν κάποια μόνο σπαράγματα. Όσα διασώθηκαν όμως είναι αυθεντικά γιατί δεν υπήρξαν, όπως αναφέρθηκε και αλλού, στην περιοχή αυτή οι λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τις σκόπιμες αλλοιώσεις και οικειοποιήσεις μύθων άλλων περιοχών.

8. Ο σκοπός της προσπάθειάς μας

             Σκοπός της εργασίας μας αυτής είναι μια κάποια προσπάθεια συγκεντρωτικής παρουσίασης των μύθων της ευρύτερης περιοχής Αλμυρού, αυτής δηλαδή που στην αρχαιότητα, όπως αναφέρθηκε, καλυπτόταν και ήταν γνωστή κάτω από τα ονόματα Αχαΐα Φθιώτιδα και Φθία. Θα γίνει προσπάθεια συγκόλλησης και συντήρησης ή έστω απλής παράθεσης των όσων μυθολογικών σπαραγμάτων υπάρχουν.
Πιστεύουμε ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε ν’ αποδείξουμε την παραπάνω βασική μας θέση, ότι δηλαδή και οι άνθρωποι αυτής της περιοχής, όπως και κάθε τόπου, μυθολογούσαν και ότι οι μύθοι αυτοί μπορεί να απηχούν, θαμπά έστω και συγκαλυμμένα, στο βαθμό που αυτό συμβαίνει και με τους αγνούς και ανόθευτους μύθους όλων των άλλων παρόμοιων περιοχών, ιστορικά γεγονότα.
Μελετώντας λοιπόν τους μύθους της περιοχής αυτής και την όλη μυθολογική δημιουργία των ανθρώπων της και καταγράφοντάς την στην εργασία μας αυτή, πιστεύουμε ότι θεμελιώνουμε την πρώτη, την αρχική και απαραίτητη, βαθμίδα της συνολικής εξέτασης και καταγραφής της ιστορίας τής περιοχής τής Αχαΐας Φθιώτιδας.
Τα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία ζούσαν, τρέφονταν, μεγάλωναν και δραστηριοποιούνταν αλλά και αποκτούσαν αυτοσυνείδηση οι άνθρωποι εκείνων των χρόνων – αλλά και των κατοπινών – γενιές και γενιές ολόκληρες σε τούτα τα χώματα, ανεξαρτήτως του εάν αυτά ήταν ντόπια δημιουργήματα ή φερμένα – σε πολύ σπάνιες και κατά τη γνώμη μας ανύπαρκτες περιπτώσεις – από άλλα μέρη, είναι οπωσδήποτε απηχήσεις της χαμένης στα βάθη του χρόνου ιστορικής αυτοσυνείδησης και δραστηριότητάς τους. Είναι θολά απομεινάρια της μνήμης των ιστορικών γεγονότων. Είναι η απαρχή της ιστορικής τους πορείας. Γιατί και αν ακόμη κάποιοι από τους μύθους αυτούς δεν υποκρύπτουν κάποια αλήθεια δεν έπαυσαν ποτέ τους και αυτοί – αφού για τους ανθρώπους τούτου του τόπου ήταν αληθινοί – να επιδρούν ως ακούσματα με την ίδια πάντοτε ενάργεια και δύναμη στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησής τους και αυτογνωσίας. Δεν έπαυσαν για τους ανθρώπους τούτου του τόπου να είναι η πρώτη αρχή της ιστορικής τους μνήμης, δηλαδή η πρώτη αρχή της ιστορίας τους, η βαθύτερη συνολική τους ανάμνηση από την πορεία της δημιουργίας της αυτογνωσίας τους. Ίσως μάλιστα, επειδή αυτοί οι μύθοι περιφρονούνταν και αγνοούνταν από τους άλλους, οι ίδιοι οι δημιουργοί τους με περισσότερη αγάπη αλλά και πείσμα να τους κρατούσαν ως δικά τους ενισχυτικά και δυναμογόνα μυστικά.
Η μυθολογία κάθε τόπου είναι ένα μίγμα της άγνωστης και αγωνιωδώς αναζητούμενης προϊστορίας του και της, μόλις διακρινόμενης στο θαμπό λυκαυγές της πρώτης του παρουσίας, αρχής της ιστορίας του. Η συνολική και διαχρονική παρακολούθηση και εξέταση της ιστορίας ενός τόπου δεν μπορεί λοιπόν παρά ν’ αρχίσει από την μυθολογία του τόπου αυτού, αφού σ’ αυτήν ενυπάρχουν οι πρώτες θαμπές ιστορικές αλήθειες.
Εάν δε αυτό συμβαίνει με την μυθολογία κάθε τόπου και κάθε λαού, ακόμη και όταν αυτή είναι νοθευμένη σε μεγάλο βαθμό, πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η καταγραφή των μύθων μίας περιοχής όταν οι μύθοι της δεν έχουν αλλοιωθεί. Έτσι η αναμφισβήτητη αγνότητα και παρθενικότητα – για τους λόγους που αναφέραμε – των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας επιβάλλει την προσεκτική μελέτη και εξέτασή τους, έστω και αν διασώζονται σε σπαραγμικά απομεινάρια και αποσπασματική μορφή.