Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (5η συνέχεια)

Ανάγκη προσεκτικής μελέτης των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας.

                 Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν και επιβεβαιώνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την ανάγκη της προσεκτικής εξέτασης εκείνων των μύθων που σχετίζονται με την Αχαΐα Φθιώτιδα, και επομένως και με την περιοχή της περιφέρειας του Αλμυρού και του ορεινού όγκου της Όθρης, για την οποία περιοχή η εργασία τούτη δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η εξέταση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία αφού με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να εντοπισθούν αρχαϊκές μορφές μύθων και να επιβεβαιωθούν έτσι οι μετακινήσεις λαών από αυτή την περιοχή σε άλλες περιοχές. Με την προσεκτική εξέταση, από ειδικούς επιστήμονες μυθολόγους, των μύθων των περιοχών εκείνων στις οποίες μετανάστευσαν λαοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα μπορούν να εντοπιστούν αναμνήσεις των γεγονότων αυτών των μεταναστεύσεων.
Για όλους τους παραπάνω λόγους εκτιμούμε ότι η μελέτη της μυθολογίας της Αχαΐας Φθιώτιδας, και κυρίως η συσχέτισή της με τους μύθους των περιοχών στις οποίες κατοίκησαν άνθρωποι που έφυγαν από αυτήν, έχει ιδιαίτερη σημασία και επομένως θα πρέπει να γίνεται πολύ προσεχτικά.
Επαρκής αντιμετώπιση αυτής της συγκριτικής διάστασης του θέματος δεν περιλαμβάνεται στους σκοπούς τούτης της εργασίας. Μία τέτοια επιδίωξη θα αλλοίωνε τα επιδιωκόμενα και επιθυμητά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και το σκοπό της εργασίας αυτής, γιατί το θέμα θα επεκτεινόταν πολύ. Εκτός αυτού πιστεύουμε ότι είναι υπερβολικά δύσκολο, περίπου ακατόρθωτο, να γίνει συνολική σύγκριση με πλήρη ανάλυση των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων για την υποστήριξη καθεμιάς από τις υπάρχουσες εκδοχές των πολλών σχετικών μύθων που υπάρχουν. Μια τέτοια συγκριτική μελέτη των επιμέρους μυθολογιών ξεπερνά τις επιδιώξεις μας.
Αλλά και για άλλους ακόμη λόγους γενικότερους, τους οποίους θ’ αναπτύξουμε παρακάτω, έχουμε τη γνώμη ότι η μυθολογία αυτής της περιοχής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επομένως η προσεκτική μελέτη της θα πρέπει ν’ αναμένεται ότι θ’ αποζημιώσει τον επίμονο ερευνητή με χρήσιμα συμπεράσματα.
Τόποι άσημοι και άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα, είναι τόποι που ποτέ τους δεν μπόρεσαν να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορία της πατρίδας. Ποτέ τους σχεδόν δεν μπόρεσαν – ή δεν βοήθησαν οι περιστάσεις και οι ιστορικές και οι γεωπολιτικές συνθήκες – να γίνουν μεγάλες δυνάμεις, όπως η Σπάρτη, η Αθήνα, η Θήβα, η Κόρινθος. Οι άσημοι αυτοί τόποι επιπλέον ούτε τα γράμματα και τις τέχνες καλλιέργησαν σε κάποιο αξιοζήλευτο βαθμό για να υπάρχει έτσι η δυνατότητα οι μύθοι τους να διαδοθούν και σε άλλες περιοχές. Αυτοί οι τόποι όμως είναι εκείνοι που, για τους παραπάνω ακριβώς λόγους, διατηρούν ατόφια και αμόλυντη την πρωταρχική μορφή των μύθων τους.
Τέτοιοι τόποι προκειμένου να ενισχύσουν το μικρό ή ανύπαρκτο κύρος τους και την αδύνατη ούτως ή άλλως επιβολή τους σε άλλους λαούς δεν χρειάστηκε, δεν στάθηκε μπορετό, να διεκδικήσουν και να προσπαθήσουν ν’ αποδείξουν ή να επιβάλλουν την αυτοχθονία των βασιλιάδων τους ή τη θεϊκή καταγωγή τους, πλάθοντας σχετικούς μύθους ή τροποποιώντας τους υπάρχοντες, κατά το συμφέρον και τις επιταγές των αρχόντων τους. Κάτι τέτοιο κατά πρώτο και κύριο λόγο δεν το χρειάζονταν και κατά δεύτερο δεν τους ήταν δυνατόν να το κάνουν. Η ανυπαρξία οικονομικής ανάπτυξης και γενικότερης ακμής και η συνακόλουθη έλλειψη της καλλιέργειας των γραμμάτων και των τεχνών δεν επέτρεπε στις περιοχές αυτές την πολυτέλεια της ενασχόλησης με την τροποποίηση και την σκόπιμη, σύμφωνη με τις επιδιώξεις τους, επέμβαση στους υπάρχοντες μύθους. Τους ήταν εντελώς περιττή αλλά και ανεπίτρεπτη πολυτέλεια.
Δεν έζησαν εδώ τραγικοί ποιητές του ύψους του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αισχύλου ικανοί να δημιουργήσουν νέους μύθους ή να τροποποιήσουν παλαιούς και να τους επιβάλουν είτε για να εμπλουτίσουν το πνευματικό τους έργο και να διεκδικήσουν βραβεία πνευματικών αγώνων είτε για να εξυπηρετήσουν επιδιώξεις ισχυρών αρχόντων.
Ο θρησκειολόγος Μάρτιν Νίλσον, κατηγορηματικότατος και σαφέστατος στην προκειμένη περίπτωση, λέει σχετικά με τις μεθόδους δικαιολόγησης της επεκτατικής πολιτικής εκ μέρους των ισχυρών πολιτικών ανδρών μερικών κρατών: «οι μύθοι χρησίμευαν για να δικαιολογήσουν κατοχές χωρών και περιοχών, όταν χρειαζόταν να υποστηριχτεί απέναντι στην κοινή γνώμη η πολιτική αυτή».
Τα κράτη που αναπτύχθηκαν στην περιοχή του ορεινού όγκου της Όθρης και των προποδικών προεκτάσεών της, αν εξαιρέσουμε ίσως το κράτος των Φερών, και αυτό για λίγα μόνο χρόνια, και της Φθίας στην εποχή των τριών γενεών του Πηλέα, του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου, δεν ανάπτυξαν ποτέ τους επεκτατική πολιτική.
Συμπερασματικά μπορούμε με ασφάλεια να καταλήξουμε ότι σε τέτοιους τόπους, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα, με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε, η μυθολογία είναι περισσότερο από άλλες αυθεντική, επειδή στους τόπους αυτούς διατηρείται στην αγνή της μορφή, όπως την διαμόρφωσαν οι πρωταρχικές ανάγκες ερμηνείας του περιβάλλοντος κόσμου και των φαινομένων του, και όπως πιεστικά επέβαλαν οι πραγματικές ανάγκες στον απλοϊκό άνθρωπο της φύσης, χωρίς σκοπιμότητες.
Η αναμφισβήτητη αυτή αυθεντικότητα των μύθων και των γενικότερων μυθολογικών αναφορών και δημιουργημάτων τέτοιων τόπων εξασφαλίζει την δυνατότητα ανίχνευσης της πρωταρχικής μορφής κάποιων μύθων και επομένως ανόθευτης της όποιας υποκρυπτόμενης σ’ αυτούς τους μύθους ιστορικής πραγματικότητας.
Συμβαίνει δηλαδή με την μυθολογία των περιοχών αυτών ό,τι συμβαίνει με την αναζήτηση στη σημερινή εποχή των ανόθευτων λαογραφικών εθίμων που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε όσο το δυνατόν απομακρυσμένα και απομονωμένα μέρη στα οποία δεν έχει φθάσει ο σύγχρονος πολιτισμός και δεν έχει προφθάσει να τα νοθεύσει. Αυτό όμως γίνεται όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο δύσκολο.
Αυτή ακριβώς η δυνατότητα που έχει ο επιστήμονας μυθολόγος ν’ ανακαλύψει την αγνή και πρωταρχική μορφή της μυθοπλαστικής δημιουργίας είναι εκείνη που επιβάλλει την προσεχτική και συστηματική τους εξέταση για την ανίχνευση των πρώτων πηγών των μύθων.
Οι σκέψεις αυτές ενισχύουν την ελπίδα μας ότι τούτη η προσπάθειά μας, να συγκεντρώσουμε τους μύθους της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, της περιοχής δηλαδή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, σε μία ενιαία κατάθεση, πέραν από τον επιδιωκόμενο κυρίως σκοπό μας, την καταγραφή δηλαδή των πρώτων αρχών της ιστορίας τούτου του τόπου, βοηθάει τον αναγνώστη και σε άλλους γενικότερους προσανατολισμούς και προβληματισμούς της ιστορικής του σκέψης.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (4η συνέχεια)

                          Μαρτυρίες της αρχαιοελληνικής γραμματείας για μεταναστεύσεις λαῶν από την Φθιώτιδα Αχαΐα

Στα συγγράμματα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων βρίσκουμε αρκετά αποσπάσματα που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω απόψεις. Επιβεβαιώνουν τις μετοικήσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα και επομένως επιβεβαιώνουν ότι οι μύθοι της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας που μνημονεύουν αυτές τις μετοικήσεις πρέπει να θεωρούνται σημαντικοί και άξιοι ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης.
Ενδεικτικά παραθέτουμε στη συνέχεια μερικά από αυτά τα αποσπάσματα:
1. «Ἀχαιούς γάρ τούς Φθιώτας φασί συγκατελθόντας Πέλοπι εἰς τήν Πελοπόννησον οἰκῆσαι τήν Λακωνικήν, τοσοῦτον δ’ ἀρετῇ διενεγκεῖν ὥστε τήν Πελοπόννησον, ἐκ πολλῶν ἤδη χρόνων Ἄργος λεγομένην, τότε Ἀχαϊκόν Ἄργος λεχθῆναι, καί οὐ μόνον γε τήν Πελοπόννησον ἀλλά καἰ ἰδίως τήν Λακωνικήν οὕτω προσαγορευθῆναι». (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, 5).
Δηλαδή: «Λοιπόν οι Αχαιοί της Φθιώτιδας αφού κατέβηκαν με τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν στη Λακωνική. Τόσο δε πολύ διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ώστε η Πελοπόννησος, η οποία από πολλά χρόνια λεγόταν Άργος, να ονομαστεί τότε Αχαϊκό Άργος. Και όχι μόνο η Πελοπόννησος αλλά και ιδιαίτερα η Λακωνική πήρε την ονομασία αυτή».
2. «Φασί δέ Δευκαλίωνος μέν Ἕλληνα εἶναι, τοῦτον δὲ περί τήν Φθίαν τῶν μεταξύ Πηνειοῦ καί Ἀσωποῦ δυναστεύοντα τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν παίδων παραδοῦναι τήν ἀρχήν, τούς δ’ ἄλλους ἔξω διαπέμψαι ζητήσοντας ἵδρυσιν ἕκαστον αὐτῷ• ὧν Δῶρος μέν τούς περί Παρνασσόν Δωριέας συνοικίσας κατέλιπεν ἐπωνύμους αὐτοῦ, Ξοῦθος δὲ τήν Ἐρεχθέως θυγατέρα γήμας ᾤκισε τήν τετράπολιν τῆς Ἀττικῆς, Οἰνόην, Μαραθῶνα, Προβάλινθον καί Τρικόρυνθον. Τῶν δέ τούτου παίδων Ἀχαιός μέν φόνον ἀκούσιον πράξας ἔφυγεν εἰς Λακεδαίμονα καί Ἀχαιούς τούς ἐκεῖ κληθῆναι παρεσκεύασεν. Ἴων δέ τούς μετ’ Εὐμόλπου νικήσας Θρᾶκας οὓτως ηὐδοκίμησεν ὥστ’ ἐπέτρεψαν αύτῷ τήν πολιτείαν Ἀθηναῖοι.» (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, 7, 1)
Δηλαδή: «Λένε ότι ο Έλληνας ήταν γιος του Δευκαλίωνα και βασίλευε στη Φθία, στους λαούς που περιλαμβάνονταν μεταξύ του Ασωπού και του Πηνειού. Αυτός παρέδωσε την εξουσία στο μεγαλύτερο παιδί του και ζήτησε από τους άλλους να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν όπου ήθελαν. Από αυτούς (τους άλλους γιους του Έλληνα) λοιπόν ο Δώρος ένωσε σ’ ένα κράτος τους κατοίκους γύρω από τον Παρνασσό που ονομάστηκαν από το όνομά του Δωριείς, ο δε Ξούθος, αφού παντρεύτηκε την θυγατέρα του Ερεχθέα, ίδρυσε την τετράπολη της Αττικής, που αποτελούνταν από την Οινόνη, τον Μαραθώνα, τον Προβάλινθο και την Τρικόρυνθο. Από τα παιδιά αυτού (του Ξούθου) ο μεν Αχαιός, ύστερα από ένα ακούσιο φόνο που διέπραξε, έφυγε στη Λακωνία και ονόμασε τους εκεί λαούς Αχαιούς, ο δε Ίωνας αφού νίκησε τον Εύμολπο και τους Θράκες που ήταν μαζί με αυτόν, τόσο πολύ δοξάστηκε, ώστε οι Αθηναίοι του ανέθεσαν την διοίκηση της πολιτείας τους».
3. «Οἱ δέ Ἀχαιοί Φθιῶται μέν ᾖσαν τό γένος, ᾤκησαν δ’ ἐν Λακεδαίμονι, τῶν δ’ Ἡρακλειδῶν ἐπικρατησάντων ἀναληφθέντες ὑπό Τισαμενοῦ τοῦ Ὀρέστου παιδὸς, ὡς προειρήκαμεν, τοῖς Ἴωσιν ἐπέθεντο, καἰ γενόμενοι κρείττους τούς μέν ἐξέβαλον, αὐτοί δέ κατέσχον τὴν γῆν, καὶ διαφύλαξαν τόν αὐτόν τῆς χώρας μερισμόν ὃνπερ καί παρέλαβον. Οὕτω δ’ ἴσχυσαν ὥστε τήν ἄλλην Πελοπόννησον ἐχόντων τῶν Ἡρακλειδῶν ὧν ἀπέστησαν, ἀντεῖχον ὅμως πρός ἅπαντας Ἀχαΐαν ὀνομάσαντες τήν χώραν.» (Στράβωνος, Γεωγραφικά, Η, C 384, 1.)
Δηλαδή: «Οι Αχαιοί, ήταν Φθιώτες μεν στην καταγωγή και κατοίκησαν στη Λακεδαίμονα. Όταν όμως επικράτησαν στην Πελοπόννησο οι Ηρακλείδες, καθώς προαναφέραμε, αυτοί συγκεντρώθηκαν κάτω από τις διαταγές του Τισαμενού του γιου του Ορέστη, επιτέθηκαν στους Ίωνες και, αφού τους νίκησαν, τους έδιωξαν από την Πελοπόννησο, κατέλαβαν δε τη χώρα τους και διατήρησαν την διαίρεση της χώρας όπως την παρέλαβαν. Τόσο δε μεγάλη δύναμη απόκτησαν, ώστε ενώ την άλλη Πελοπόννησο την κατείχαν οι Ηρακλείδες, από τους οποίους αποστάτησαν, μόνοι τους άντεξαν εναντίον όλων και ονόμασαν την χώρα τους Αχαΐα».
4. «Ἡ μὲν οὖν Κορώνεια ἐγγύς τοῦ Ἑλικῶνός ἔστιν ἐφ’ ὕψους ἱδρυμένη, κατελάβοντο δ’ αὐτήν ἐπανιόντες ἐκ τῆς Θετταλικῆς Ἄρνης οἱ Βοιωτοί μετά τά Τρωικά, ὅτε περ καὶ τόν Ὀρχομενόν ἔσχον• κρατήσαντες δέ τῆς Κορωνείας ἐν τῷ πρό αὐτῆς πεδίῳ τό τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἱερόν ἱδρύσαντο ὁομώνυμον τῷ Θετταλικῷ καί τόν παραρρέοντα ποταμόν Κουάριον προσηγόρευσαν ὁμοφώνως τῷ ἐκεῖ. Άλκαῖος δὲ καλεῖ Κωράλιον λέγων «<ὦ᾿ ν῾ >ασσ’ Ἀθανάα πολεμηδόκος, ἃ ποι Κορωνείας ἐπιλαΐῳ ναύω πάροιθεν ἀμφι<βαίνεις> Κωραλίῳ ποταμῷ παρ’ ὄχθαις. Ἐνταῦθα δέ καί τά Παμβοιώτια συνετέλουν» (Στράβωνος , Γεωγραφικά, Θ, 29).
Δηλαδή: «Η μεν λοιπόν Κορώνεια είναι κτισμένη επάνω σε ύψωμα κοντά στον Ελικώνα, την κυρίευσαν δε, επανερχόμενοι από τη θεσσαλική Άρνη οι Βοιωτοί, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, οπότε κατέλαβαν και τον Ορχομενό. Έπειτα, αφού έγιναν κύριοι της Κορώνειας, έκτισαν, στην πεδιάδα που βρίσκεται μπροστά από αυτήν, το ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς δίνοντας σ’ αυτό το ίδιο όνομα με το ομώνυμο θεσσαλικό ιερό και ονόμασαν τον ποταμό που κυλούσε εκεί δίπλα τα νερά του Κουάριον, όπως και τον ομώνυμο ποταμό στη Θεσσαλία. Ο Αλκαίος ονομάζει τον ποταμό αυτό Κωράλιο λέγοντας : «Ω, βασίλισσα Αθηνά, θεά του πολέμου, συ, που τον χτισμένο πάνω σε βράχους ναό της Κορώνειας, προστατεύεις με την παρουσία σου στην είσοδό του στις όχθες του Κωράλιου ποταμού». Στο ναό αυτόν οι Βοιωτοί γιόρταζαν τα Παμβοιώτια».
5. «Χρόνῳ δέ ὕστερον ἀποθανόντος Ἕλληνος Ξοῦθον οἱ λοιποί τοῦ Ἕλληνος παῖδες διώκουσιν ἐκ Θεσσαλίας, ἐπενεγκόντες αἰτίαν ὡς ἰδίᾳ χρήματα ὑφελόμενος ἔχοι τῶν πατρῴων• ὁ δέ ἐς Ἀθήνας φυγών θυγατέρα Ἐρεχθέως ἠξιώθη λαβεῖν καί παῖδας Ἀχαιόν καί Ἴωνα ἔσχεν ἐξ αὐτῆς. Ἀποθανόντος δέ Ἐρεχθέως τοῖς παισὶν αὐτοῦ δικαστής Ξοῦθος ἐγένετο ὑπέρ τῆς ἀρχῆς, (καί ἔγνω γάρ τόν πρεσβύτατον Κέκροπα βασιλέα εἶναι) οἱ λοιποί τοῦ Ἐρεχθέως παῖδες ἐξελαύνουσιν ἐκ τῆς χώρας αὐτόν• ἀφικομένῳ δέ ἐς τόν Αἰγιαλόν καί οἰκήσαντι αὐτῷ μὲν ἐγένετο ἐνταῦθα ἡ τελευτή, τῶν δέ οἱ παίδων Ἀχαιός μέν ἐκ τοῦ Αἰγιαλοῦ παραλαβών καί ἐξ Ἀθηνῶν ἐπικούρους, κατῆλθεν ἐς Θεσσαλίαν καί ἔσχε τὴν πατρᾠαν ἀρχήν. Ἴωνι δἐ ἐπί τοὺς Αἰγιαλεῖς στρατιάν καί ἐπί Σελινοῦντα τόν βασιλέα αὐτῶν ἀθροίζοντι ἀγγέλους ἔπεμπεν ὁ Σελινοῦς, τήν θυγατέρα Ἐλίκην, ἥ μόνη οἱ παῖς ἦν, γυναῖκα αὐτῷ διδούς καίὶ αὐτόν Ἴωνα ἐπί τῇ ἀρχῇ παῖδα ποιούμενος». (Παυσανίου, Αχαϊκά, 1, 2 – 4).
Δηλαδή: «Ύστερα από καιρό, όταν πέθανε ο Έλληνας, τα υπόλοιπα παιδιά του έδιωξαν τον Ξούθο από τη Θεσσαλία με την δικαιολογία ότι καταχράστηκε την πατρική περιουσία. Ο Ξούθος, αφού κατάφυγε στην Αθήνα, αξιώθηκε να πάρει γυναίκα την κόρη τού Ερεχθέα και απόκτησε με αυτή δυο παιδιά τον Αχαιό και τον ΄Ιωνα. Αφού δε πέθανε ο Ερεχθέας, ο Ξούθος έγινε δικαστής μεταξύ των παιδιών του ποιος θα πάρει την αρχή και επειδή ανακήρυξε βασιλιά τον μεγαλύτερο από όλους, τον Κέκροπα, τα άλλα παιδιά τού Ερεχθέα έδιωξαν τον Ξούθο από τη χώρα. Αφού δε ήρθε ο Ξούθος στον Αιγιαλό αυτός μεν πέθανε εκεί από δε τα παιδιά του ο μεν Αχαιός, αφού πήρε από τον Αιγιαλό καθώς και από την Αθήνα συμπολεμιστές, κατέβηκε στη Θεσσαλία και πήρε την πατρική εξουσία, στον Ίωνα δε, που συγκέντρωνε στρατό για να εκστρατεύσει κατά των Αιγιαλέων και του βασιλιά τους Σελινούντα, ο Σελινούντας έστειλε αγγελιαφόρους να του δώσει την μοναχοκόρη του Ελίκη γυναίκα και να τον κάνει διάδοχό του».
6. Ο Παυσανίας, ενισχύοντας έτσι τις παραπάνω απόψεις μας, λέει ότι οι κάτοικοι της Μαντινείας έδειχναν στον τόπο τους τον τάφο των θυγατέρων του Πελία, οι οποίες για ν’ αποφύγουν την κατηγορία για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν καταφύγει εκεί:
«Εἰ δέ ἀπό τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος ἐς ἀριστεράν ἐκτραπῆναι θελήσειας, σταδίους τε ἥξεις μάλιστά που πέντε καί ἐπί τῶν Πελίου θυγατέρων ἀφίξῃ τοὺς τάφους. Ταύτας φασίν οἱ Μαντινεῖς μετοικῆσαι <παρά> σφᾶς, τά ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός ὀνείδη φευγούσας. Ὡς γάρ δή ἀφίκετο ἡ Μήδεια ἐς Ἰωλκόν, αὐτίκα ἐπεβούλευε τῷ Πελίᾳ, τῷ ἔργῳ μὲν συμπράσσουσα τῷ Ἰάσονι, τῷ λόγῳ δὲ ἀπεχθανομένῃ. Ἐπαγγέλλεται τοῦ Πελίου ταῖς θυγατράσιν ὡς τὸν πατέρα αὐταῖς, ἣν ἐθέλωσιν, ἀποφανοῖ νέον ἀντί γέροντος παλαιοῦ. Κατασφάξασα δὲ ὅτῳ <δὴ> τρόπῳ κριόν τά κρέα ὁμοῦ φαρμάκοις ἐν λέβητι ἤψησεν, οἷς ἐκ τοῦ λέβητος τόν κριόν τόν ἑψόμενον ἄρνα ἐξήγαγε ζῶντα. Παραλαμβάνει τε δή τόν Πελίαν κατακόψασα ἑψῆσαι, καί αὐτόν ἐκομίσαντο αἱ θυγατέρες οὐδέ ἐς ταφήν ἔτι ἐπιτήδειον. Τοῦτο ὴνάγκασε τάς γυναῖκας ἐς Ἀρκαδίαν μετοικῆσαι καί ἀποθανούσας τά μνήματα ἐχώσθη σφίσιν αὐτοῦ• ὀνόματα δέ αὐταῖς ποιητής μὲν ἔθετο οὐδεὶς, ὅσα γε ἐπελεξάμεθα ἡμεῖς. Μίκων δέ ὁ ζωγράφος Ἀστερόπειάν τε εἶναι καί Ἀντινόην ἐπί ταῖς εἰκόσιν αὐτῶν ἐπέγραψεν». (Παυσανίας VIII, 11, 1 – 3).
Δηλαδή: «Αν θελήσεις από το ιερό του Ποσειδώνα να λοξοδρομήσεις προς τ’ αριστερά, θα βαδίσεις πέντε περίπου στάδια και θα φθάσεις στους τάφους των θυγατέρων τού Πελία. Οι Μαντινείς λένε πως αυτές, φεύγοντας τις ντροπές για το θάνατο του πατέρα τους, είχαν εγκατασταθεί κοντά τους. Όταν δηλαδή η Μήδεια είχε φτάσει στην Ιωλκό, αμέσως σκέφτηκε κακό για τον Πελία, συνεργαζόμενη στην πραγματικότητα με τον Ιάσονα, προς τον οποίο φαινομενικά βρισκόταν σε αντίθεση. Υποσχέθηκε στις κόρες του Πελία πως, αν θελήσουν, θα δώσει τη νεότητα στον πατέρα τους που ήταν πολύ γέρος. Έσφαξε πάντως ένα κριάρι και έβρασε σε καζάνι τα κρέατά του μαζί με φάρμακα, με τη βοήθεια των οποίων έβγαλε από το καζάνι ζωντανό αρνί. Παρέλαβε λοιπόν τον Πελία και τον κομμάτιασε για να τον βράσει και οι κόρες του τον πήραν σε κατάσταση που δεν μπορούσαν ούτε να τον θάψουν. Το περιστατικό αυτό ανάγκασε τις γυναίκες να μετοικήσουν στην Αρκαδία, όπου πέθαναν και όπου έγιναν οι τάφοι τους με επισώρευση χώματος. Κανένας ποιητής απ’ όσους διάβασα δεν χρησιμοποίησε ονόματα γι’ αυτές. Ο ζωγράφος Μίκων όμως έγραψε πάνω στις εικόνες τους Αστερόπεια και Αντινόη».
Ο Διόδωρος (4, 53, 2) γράφει ότι στο φόνο του Πελία δεν έλαβε μέρος από τις θυγατέρες του μόνο η Άλκηστη. Σύμφωνα με μερικούς οι Πελιάδες εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους για το φόνο του πατέρα τους ενώ σύμφωνα με άλλους (Υγίνος 24, 4) αυτές έφυγαν μόνες τους.
7. Μαρτυρίες για μετανάστευση κατοίκων της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας προς την Πελοπόννησο έχουμε και άλλες πολύ σαφέστερες και συγκεκριμένες.
Από το Πτελεό, που στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου ανήκε, όπως μαρτυρεί ο Όμηρος, στο βασίλειο του Πρωτεσίλαου, αναφέρεται αποικισμός του στην Πελοπόννησο. Ο Στράβωνας γράφει για το θέμα αυτό:
«Τό δέ Πτελεόν κτίσμα μὲν γέγονε τῶν ἐκ Πτελεοῦ τοῦ Θετταλικοῦ ἐποικησάντων• λέγεται γὰρ κἀκεῖ «Ἀγχίαλον τ’ Ἀντρῶνα ἰδέ Πτελεόν λεχεποίην». Ἔστι δέ δρυμῶδες χωρίον ἀοίκητον, Πτελεάσιον καλούμενον». (Γεωγραφικά, Η, 25).
Δηλαδή : «Το δε Πτελεό χτίστηκε από τους κατοίκους του Πτελεού της Θεσσαλίας. Διότι λέγεται και εκεί «την παραλιακή Αντρώνα και το χλοερό Πτελεό». Υπάρχει δε και δασωμένο χωριό ακατοίκητο που καλείται Πτελεάσιο».
Για τον εντοπισμό της θέσης του Ομηρικού Πτελεού βλέπε: Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αλμυρού ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ Β΄, Πρακτικά του Β΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Ιστορία, Αρχαιολογία, Λαογραφία Αχαϊας Φθιώτιδας 3 – 4 Ιουνίου 1995, Τόμος β΄, Αλμυρός 1997, σελ. 13 – 22, Παναγιώτης Μακρυγιάννης – Ματαπάς, Εντοπισμός και μελέτη του Ομηρικού Πτελεού.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρονται για το Πτελεό, την αποικία του Πτελεού της Αχαΐας Φθιώτιδας και του ομώνυμου σημερινού χωριού της επαρχίας Αλμυρού:
«Οἳ δὲ Πύλον τ’ ἐνέμοντο καί Ἀρήνην ἐρατεινήν
καί Θρύον, Ἀλφειοῖο πόρον, καί ἐΰκτιτον Αἰπύ,
καί Κυπαρισσήεντα καί Ἀμφιγένειαν ἔναιον,
καί Πτελεόν καί Ἕλος καί Δώριον» (Β 591-594).
Δηλαδή (Έστειλαν άντρες στην Τροία): «Αυτοί που είχανε την Πύλο και την λατρευτή Αρήνη και το Θρύο, πέρασμα του Αλφειού, και τ’ ομορφόκτιστο Αιπύ, και κατοικούσαν τον Κυπαρισσήεντα και την Αμφιγένεια και την Πτελεό και το Έλος και το Δώριο»
Ο μοναχός και λόγιος Στέφανος Κομμητάς, καταγόμενος από τους Κωφούς του Αλμυρού, «εκ Φθίας, εκ Χωραρχίας μεν Κοκοσίου, Κώμης δε Κωφών», όπως συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του, στην σχολιασμένη από τον ίδιο έκδοση της Ιλιάδας του Ομήρου, σχολιάζοντας το παραπάνω απόσπασμα του Ομήρου, γράφει για το Πτελεό, την αποικία του Θεσσαλικού Πτελεού.: «Πτελεόν. Πτελεός δε, ή Πτελεόν ουδετέρως, εστί και Ιωνίας πόλις και Τρωάδοςι έτι δε και των περί Θετταλίαν Αχαιώνι καλείται δε, φασίν, ούτως, ότι πολλάς έχει πτελέας. Ο πολίτης, Πτελεάτης, και Πτελεούσιος, και Πτελεεύς. Έστι δε και Πτελέα δήμος φυλής Αττικής της λεγομένης Οινηίδος, ης ο δημότης, Πτελεάσιος. Ο δε Στράβων λέγει ότι το Πτελεόν, κτίσμα εστί του (γρ. των) εκ Πτελεού του Θετταλικού, ον ο ποιητής ερείεν τοις εξής, Πτελεόν λεχεποίηνι έστι δε, φησί, δρυμώδες χωρίον αοίκητον, Πτελεάσιμον καλούμενον».
Την παραπάνω άποψη του Στέφανου Κομμητά ότι το Πτελεό χρωστάει το όνομά του στις πολλές φτελιές που υπήρχαν εκεί, φαίνεται ότι, στα νεότερα χρόνια, υιοθέτησε και ο αρχαιολόγος Π. Ευστρατιάδης, ο οποίος, μετά την δημιουργία των Δήμων της Ελλάδας, αποφάσισε η σφραγίδα του Δήμου Πτελεού να έχει ως έμβλημα μία σπηλιά και έξω από αυτή μία φτελιά.
Ίσως δεν είναι άσχετο ν” αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι και ένα επίγραμμα, το οποίο δημοσιεύουμε σε άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, θέλει τον τάφο του Πρωτεσίλαου, του βασιλιά του Πτελεού, να τον ισκιώνουν φτελιές.
8. Η Καλύκη ήταν μία από τις κόρες του Αίολου, του εγγονού του Έλληνα, και της Εναρέτης. Γιος της Καλύκης και του Αέθλιου ήταν ο Ενδυμίωνας. Ο Ενδυμίωνας παίρνοντας από τούτα τα μέρη Αιολείς εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Μας τα λέει ο Απολλόδωρος:               «Καλύκης δέ καί Ἀεθλίου παῖς Ἐνδυμίων γίνεται, ὃστις ἐκ Θεσσαλίας Αἰολέας ἀγαγών Ἦλιν ᾤκισε ». (Βιβλιοθήκη, 1, 7, 5).

9. Γιος του παραπάνω αναφερόμενου Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας ή, όπως λένε μερικοί, της Ιφιάνασσας, ήταν ο Αιτωλός, από το όνομα του οποίου ονομάστηκε η Αιτωλία. Ο Αιτωλός, λοιπόν, ο γιος του Ενδυμίωνα και της νύμφης Νηίδας, επειδή σκότωσε τον Άπι, τον γιο του Φορωνέα, για να αποφύγει την τιμωρία, κατέφυγε στην χώρα Κουρήτιδα και εκεί αφού, όπως είδαμε και πιο πάνω, εξουδετέρωσε σκοτώνοντας τους γιους της Φθίας και του Απόλλωνα, Δώρο, Λαοδόκο και Πολυποίτη, ονόμασε από τον εαυτόν του τη χώρα Αιτωλία:
«Ἐνδυμίωνος δέ καί Νηίδος νύμφης ὥς τινες Ἰφιανάσσης, Αἰτωλός, ὃς ἀποκτείνας Ἆπιν τόν Φορωνέως καί φυγών εἰς τήν Κουρήτιδα χώραν κτείνας τούς ὑποδεξαμένους Φθίας καί Ἀπόλλωνος υἱοὺς, Δῶρον καί Λαοδόκον καί Πολυποίτην ἀφ’ ἑαυτοῦ τήν χώραν Αἰτωλίαν ἐκάλεσεν». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 6).
10. Γιος του Αίολου ήταν και ο Αθάμαντας, ο οποίος απόκτησε από τη Νεφέλη ένα γιο, τον Φρίξο, και μία κόρη, την Έλλη και έγινε βασιλιάς στην Βοιωτία:
«Τῶν δέ Αἰόλου παίδων Ἀθάμας, δυναστεύων Βοιωτίας, ἐκ Νεφέλης τεκνοῖ παῖδα μέν Φρῖξον, θυγατέρα δέ Ἕλλην». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 8, 9, 1.)
11. Γιος του Αίολου επίσης ήταν και ο Σίσυφος, ο οποίος έκτισε την Εφύρα, εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν και παντρεύτηκε την κόρη του Άτλαντα, τη Μερόπη. Η Εφύρα είναι η πόλη η οποία αργότερα ονομάστηκε Κόρινθος:
«Σίσυφος δέ Αἰόλου κτίσας Ἐφύραν τήν νῦν λεγομένην Κόρινθον (νυμφεύεται) Μερόπην τήν Ἄτλαντος». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 3, 1).
12. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σ’ ένα απόσπασμά του μιλάει για τους Ίωνες της Πελοποννήσου που πήραν το όνομά τους από τον Ίωνα, το γιο του Ξούθου, του γιου του Έλληνα, ενώ προηγουμένως ονομάζονταν Πελασγοί Αιγιαλείς:
«Ἴωνες δέ ὅσον μέν χρόνον ἐν Πελοποννήσῳ οἴκεον τήν νῦν λεγομένην Ἀχαίην, καί πρίν Δαναόν τε καί Ξοῦθον ἀπικέσθαι ἐς Πελοπόννησον, ὡς Ἕλληνες λέγουσι, ἐκαλέοντο Πελασγοί Αἰγιαλέες, ἐπί δὲ Ἴωνος τοῦ Ξούθου Ἴωνες».
13. Ο Σαλμωνέας, ο οποίος επίσης καταγόταν από τούτα τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, κατέφυγε στην Ήλιδα και εκεί έχτισε πόλη:
«Σαλμωνεύς δὲ τό πρῶτον περί Θεσσαλίαν κατῴκει, παραγενόμενος δὲ αὖθις εἰς Ἦλιν ἐκεῖ πόλιν ἔκτισεν». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 7),
14. Ο Λυκούργος, ο γιος του ιδρυτή των Φερών Φέρητα, του γιου του Κρηθέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα (Δία), είναι εκείνος που από τούτα τα μέρη πήγε και κατοίκησε στη Νεμέα:
«Φέρης δέ ὁ Κρηθέως Φεράς ἐν Θεσσαλίᾳ κτίσας ἐγέννησεν Ἄδμητον καί Λυκοῦργον. Λυκοῦργος μὲν οὖν περί Νεμέαν κατῴκησε». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 9, 14).
15. Σχετικό και ενισχυτικό των ίδιων απόψεων είναι και το παρακάτω απόσπασμα:
«Ἔδειμαν δέ Φωκέες τό τεῖχος < τῶν Θερμοπυλῶν> δείσαντες, ἐπεί Θεσσαλοί ἦλθον ἐκ Θεσπρωτῶν οἰκήσοντες γῆν τήν Αἰολίδα, τήν περ νῦν ἐκτέαται». (Ηρόδοτος VII, 176.27).
Δηλαδή: «Οι Φωκείς έχτισαν το τείχος των Θερμοπυλών από φόβο, επειδή Θεσσαλοί από την περιοχή των Θεσπρωτών ήλθαν για να εγκατασταθούν στην περιοχή Αιολίδα, την οποία και τώρα κατέχουν».
16. Ο Θουκυδίδης, επίκουρος των παραπάνω, γράφει για την εποίκιση της Βοιωτίας από τους Βοιωτούς οι οποίοι έφυγαν από την Άρνη της Θεσσαλίας, εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η Βοιωτία προηγουμένως λεγόταν Καδμηίδα:
«Βοιωτοί τε γάρ οἱ νῦν ἑξηκοστῷ ἔτει μετά Ἰλίου ἅλωσιν ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπό Θεσσαλῶν τήν νῦν μέν Βοιωτίαν, πρότερον δέ Καδμηίδα γῆν καλουμένην ᾤκισαν (ἦν δέ αὐτῶν καί ἀποδασμός πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, ἀφ’ ὧν καί ἐς Ἴλιον ἐστράτευσαν.» ( Ι, 12. 3).
Δηλαδή: «Οι Βοιωτοί, που το εξηκοστό έτος μετά την άλωση της Τροίας εκδιώχτηκαν από την Άρνη υπό Θεσσαλών, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που τώρα λέγεται Βοιωτία, αλλά πιο πριν λεγόταν Καδμηίδα (έγινε δε νωρίτερα και διαχωρισμός τους στον τόπο αυτό, από εκείνους που εκστράτευσαν στην Τροία)».
17. Η Τέως ήταν μία αρχαία πόλη της Ιωνίας. Αυτή κατοικούνταν από Μινύες που είχαν έρθει από τον Ορχομενό με αρχηγό τον Αθάμαντα, απόγονο του Αθάμαντα του γιου του Αίολου:
«Τέων δέ ᾤκουν μέν Ὀρχομένιοι Μινύαι σύν Ἀθάμαντι ἐς αὐτήν ἐλθόντες• λέγεται δέ ὁ Ἀθάμας οὗτος ἀπόγονος Ἀθάμαντος εἶναι τοῦ Αἰόλου». (Παυσανίας, 7, 3, 6).
Δηλαδή: «Την Τέω την κατοικούσαν Μινύες του Ορχομενού που ήλθαν σ’ αυτήν με τον Αθάμαντα. Λένε δε ότι ο Αθάμαντας αυτός ήταν απόγονος του Αθάμαντα του γιου τού Αίολου»
Η μελέτη των παραπάνω ενδεικτικών αποσπασμάτων των αρχαίων συγγραφέων – όπως και πολλών άλλων αποσπασμάτων που βρίσκονται σκορπισμένα στην αρχαία ελληνική γραμματεία -που είναι ένα μικρό δείγμα των πολλών πληροφοριών που υπάρχουν σ’ αυτήν φανερώνουν μεταναστεύσεις λαών από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη του κυρίως ελλαδικού χώρου αλλά και άλλων μερών.
Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που είπαμε από την αρχή, ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν μια περιοχή από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα για να εγκατασταθούν στα μέρη όπου έζησαν οριστικά. Έμειναν πολύ καιρό εδώ και ύστερα μετανάστευσαν, για διάφορους λόγους το καθένα.
Φυσικό λοιπόν είναι, έπειτα από αυτές τις σκέψεις, να εκτιμήσουμε, ότι τα φύλα αυτά τα οποία από την Αχαΐα Φθιώτιδα ταξίδεψαν σε διάφορα μέρη, είτε ήταν αυτόχθονα είτε έζησαν αρκετά χρόνια σ’ αυτήν, κουβάλησαν στις καινούργιες πατρίδες τους ήθη, έθιμα, θεούς, λατρείες και μύθους από την πρώτη τους αφετηριακή κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Επομένως είναι φυσικό επακόλουθο να υποθέσουμε ότι στις μυθολογίες αυτών των λαών, όπως διαμορφώθηκαν στις χώρες όπου εγκαταστάθηκαν, πρέπει να μπορούν να εντοπιστούν μυθολογικά στοιχεία τα οποία απηχούν τους μύθους και τις παραδόσεις που βρήκαν και αφομοίωσαν στον καιρό που ζούσαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και οι πολλές και διάφορες μυθολογικές εκδοχές, που υπάρχουν στη σχετική ελληνική γραμματεία, για την καταγωγή και τη συγγενική σχέση ενός άλλου σπουδαίου τοπικού επώνυμου ήρωα της περιοχής αυτής, του Φθίου, με τους επώνυμους ήρωες και γενάρχες πολλών ελληνικών φύλων, αποδεικνύουν ότι η περιοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αρχική κοιτίδα ή αφετηρία, από την οποία ξεκίνησαν πολλά ελληνικά φύλα ή τουλάχιστον, ότι πολλά ελληνικά φύλα είχαν μύθους που οδηγούσαν την καταγωγή τους στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Έτσι, σύμφωνα με τις διάφορες μυθολογικές εκδοχές, ο Φθίος φέρεται αλλού ως πατέρας του Έλληνα, αλλού ως εγγονός του Δαναού, αλλού ως εγγονός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Αχαιού, αλλού ως αδερφός του Πελασγού και αλλού ως εγγονός του Πελασγού. Οι διάφορες αυτές μυθολογικές εκδοχές για τις συγγενικές σχέσεις του Φθίου, επώνυμου ήρωα των Φθιωτών, με τόσους άλλους επώνυμους ήρωες άλλων ελληνικών φύλων, δεν μπορεί παρά σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από πόση αλήθεια ή μύθο περιέχει η κάθε μία εκδοχή, να θεωρηθούν οπωσδήποτε ως ερμηνευτικές προσπάθειες για κάποια εξήγηση ή διεκδίκηση των υπαρχουσών σχέσεων καταγωγής ή συγγένειας των διάφορων αναφερόμενων ελληνικών φύλων (Δαναών, Αχαιών, Πελασγών κ.τ.λ.) με τους κατοίκους της Φθίας, που ήταν αρχική κοιτίδα όλων.
Αλλά και το ίδιο το όνομα της Φθίας είναι μία ακόμη απόδειξη της παλαιότητας των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας. Το όνομα Φθία αποδεικνύει την ύπαρξη στην περιοχή λατρείας των θεών του Κάτω Κόσμου, την αρχαιότερη που υπήρχε στην περιοχή πριν ακόμη έρθουν οι Θεσσαλοί.
Το όνομα Φθία, κατά τον Ν. Παπαχατζή, ο οποίος διατυπώνει τις απόψεις στη μελέτη του «Προθεσσαλικές λατρείες στη Θεσσαλία των ιστορικών χρόνων», ἡ οποία δημοσιεύθηκε στα «Ανθρωπολογικά, 2 (1981)», αλλά και κατὰ πολλούς άλλους ερευνητές και μελετητές, οφείλεται στη ύπαρξη εκεί κοντά ενός ιερού «τῶν φθιμένων», δηλαδή των φθαρθέντων, όσων έχουν πεθάνει, αφού η λέξη παράγεται από το «φθίω» ή «φθίνω» που σημαίνει χάνομαι, σβήνω.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (3η συνέχεια)

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
1. Η Αχαΐα Φθιώτιδα κοιτίδα αρχαίων ελληνικών φύλων

                 Η Αχαΐα Φθιώτιδα αρχικά λεγόταν απλά «Aχαΐα» ή «Aχαιίς». Ήταν η πατρίδα των πρώτων Αχαιών, των Πρωταχαιών. Η επιστημονική στήριξη της άποψης αυτής δεν είναι σκοπός της εργασίας αυτής. Υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι αρμόδιοι οι οποίοι την στηρίζουν. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε το εξής: «ο καθηγητής κ. Prentice εις μελέτην του επιγραφομένην The Achaeans (Εν A. J. A. XXXIII, 1929, σελ. 206 κ. εξ.) δέχεται ότι οι Αχαιοί ανήκον εις φυλήν. ήτις. . εγκατεστάθη εις την Φθιώτιδα της Θεσσαλίας», ὀπως ἀναφέρετι στὴν Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1930, στην εργασία «Οι προϊστορικοί κάτοικοι της Ελλάδος και τα ιστορικά ελληνικά φύλλα».
Αργότερα προστέθηκε στο όνομά της «Αχαΐας» το διευκρινιστικό «Φθιώτις», για να γίνεται η διάκρισή της από την ομώνυμη Αχαΐα της Πελοποννήσου, αν και μια κάποια προσδιοριστική και διευκρινιστική προσθήκη θα έπρεπε να γίνει στο όνομα της δεύτερης Αχαΐας, της πελοποννησιακής, αφού αυτή ήταν υστερότερο δημιούργημα και αυτή πήρε το όνομά της από τους Αχαιούς οι οποίοι πήγαν σ’ εκείνα τα μέρη από την εδώ Αχαΐα, την «φθιωτική». Για τον ίδιο λόγο στο όνομα της πόλης «Θήβαι» της ίδιας περιοχής, που βρισκόταν δίπλα στις σημερινές Μικροθήβες της επαρχίας Αλμυρού, προστέθηκε το «Φθιωτικαί» για να γίνεται διάκριση από τις Θήβες της Βοιωτίας και παραμένει έκτοτε ως απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα, αν και δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο τέτοιο διευκρινιστικό προσδιοριστικό στοιχείο. Δυστυχώς η ηχηρή «επωνυμία» κάποιων οδηγεί τους ασήμαντους να προσθέσουν στ’ όνομά τους αναγκαστικούς διευκρινιστικούς προσδιορισμούς.
Ο ουσιαστικότερος ρόλος που διαδραμάτισαν στην ιστορία της Ελλάδας η πελοποννησιακή Αχαΐα και η βοιωτική Θήβα στάθηκε αρκετός να τις κάνει ευρύτερα γνωστές με μόνο τα ονόματα Αχαΐα και Θήβα. Είναι και αυτό ένα δείγμα του δευτερεύοντος ρόλου της πρώτης, της Αχαΐας Φθιώτιδας, και μια απόδειξη ότι οι δευτερεύοντος ρόλου τόποι όχι μόνο τους μύθους τους είναι δυνατό να χάνουν αλλά και αυτό ακόμη τ’ όνομά τους μαζί με τα ονόματα των ηρώων, των βασιλιάδων αλλά   και αυτών των θεών τους, ονόματα και πρόσωπα τα οποία τις περισσότερες φορές ταυτίζονται.
Η Αχαΐα Φθιώτιδα, το κεντρικότερο μέρος της οποίας ήταν πάντοτε η σημερινή επαρχία Αλμυρού, αποτέλεσε κατά την αρχαιότητα τη βασική κοιτίδα των Αχαιών. Αφού εγκαταστάθηκαν και έζησαν σ’ αυτήν για πολλούς αιώνες, στη συνέχεια πιεζόμενοι από τους Δωριείς, αλλά και για διάφορους άλλους λόγους, έφυγαν για να εγκατασταθούν μόνιμα σ’ άλλα μέρη.
Αλλά και αρκετά από τ’ άλλα γνωστά ελληνικά φύλα έζησαν για ένα διάστημα στην ίδια περιοχή ή απλώς πέρασαν από αυτή και τελικώς εγκαταστάθηκαν σ’ άλλες περιοχές. Από την άποψη αυτή λοιπόν δικαίως η Αχαΐα Φθιώτιδα θεωρείται λίκνο πολλών ελληνικών φύλων.
Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ένας ακόμη σοβαρός λόγος για την προσεκτική εξέταση των μύθων της περιοχής αυτής. Ακόμη είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι λαοί, οι οποίοι από τούτα τα μέρη μετακινήθηκαν σ’ άλλα, κουβάλησαν μαζί τους μύθους τους, τους θεούς τους, τους οποίους θα πρέπει να μπορούμε να τους βρούμε στις καινούργιες πατρίδες τους.
Επομένως είναι δυνατή και πιθανή η εντόπιση και γνησιότερων ιστορικών στοιχείων που υποκρύπτονται μέσα σ’ αυτούς τους «μετατοπισμένους» μύθους.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας εντοπίζονται αναμνήσεις αλλά και άμεσες ειδήσεις για ένα από τα πρώτα φύλα που έζησαν στον τόπο αυτόν, τους Πελασγούς:
«Τούς δέ Πελασγούς, ὅτι μέν  ἀρχαῖόν τι φῦλον κατά τήν  Ἑλλάδα πᾶσαν ἐπιπολάσαν καί μάλιστα παρά τοῖς Αἰολεῦσι τοῖς κατά Θετταλίαν, ὁμολογοῦσιν ἅπαντες σχεδόν τι . . . Καί ὀτ  Πελασγικόν Ἄργος ἡ Θετταλία λέγεται, τό μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν Θερμοπυλῶν ἕως τῆς ὀρεινῆς τῆς κατὰ Πίνδον, διὰ τὸ ἐπάρξαι τούτων τοὺς Πελασγούς», αναφέρει ο Στράβων (Γεωγραφικά Ε, 2,4).
Δηλαδή: «Ως προς τους Πελασγούς όλοι σχεδόν ομολογούν ότι ήταν μία αρχαία φυλή η οποία επεκράτησε σ’ όλη την Ελλάδα και κυρίως στο χώρο των Αιολέων που ζούσαν στη Θεσσαλία . . . Και Πελασγικό Άργος λέγεται η Θεσσαλία, δηλαδή η χώρα που απλώνεται μεταξύ των εκβολών του Πηνειού και των Θερμοπυλών μέχρι την ορεινή χώρα κοντά στην Πίνδο, διότι στους τόπους αυτούς επεκράτησαν οι Πελασγοί».
Το ότι οι Πελασγοί κατοικούσαν και στη Θεσσαλία – και ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες και έρευνες, τις οποίες δεν εξετάζουμε στην εργασία μας αυτή αφού ασχολούμαστε κυρίως με τις υπάρχουσες μυθολογικές αναφορές – φανερώνει επίσης και ένα επίγραμμα που βρέθηκε στη Λάρισα, «εν τη οικία φαρμακοποιού Γιώτα παρά το ταχυδρομείον», και σύμφωνα με το οποίο η νύμφη Μελία παρουσιάζεται να λέει η ίδια ότι γέννησε τον Αίμονα, το «χάρμα» των «Πελασγιαδών», όχι από κάποιο θνητό αλλά από τον Δία.
Το επίγραμμα είναι του Α΄ αιώνα π. Χ. και είναι το ακόλουθο: «Οὐδενός ἐκ θνατοῦ Μελία, [Ζα]νός δ‘ ἐλόχευσα χάρμα Πελασγιάδαις Αἵμονα γειναμένα».
Εδώ εντοπίζεται ένα ακόμη σημείο το οποίο αποδεικνύει την παλαιότητα των μύθων της περιοχής και επομένως την ανάγκη της προσεκτικής μελέτης τους αφού η νύμφη Μελία θεωρείται παλαιότατη θεϊκή υπόσταση, γιατί, σύμφωνα με ένα μύθο, είναι μία από τις Ωκεανίδες και κόρη του Πόντου.
Ο Αίμονας είναι, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, πατέρας του Θεσσαλού, του επώνυμου ήρωα της Θεσσαλίας και των Θεσσαλών. Έτσι μας βεβαιώνει ο Ριανός στο σχολιαστή του Απολλωνίου Ροδίου ΙΙΙ, 1090) :
«Πυρραίην ποτέ τήν γε παλαιότερον καλέεσκον,
Πύρρης Δευκαλίωνος ἀπ’ ἀρχαίης ἀλόχοιο,
Αἱμονίην δ’ ἐξαῦτις ἀφ’ Αἵμονος, ὃν ῥα Πελασγός
γείνατο φέρτατον υἱόν, ὁ δ’ αὖ τέκε Θεσσαλόν Αἵμων,
τοῦ δ’ ἀπό Θεσσαλίην λαοί μετεφημίζοντο.»
Έτσι, σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο, η Θεσσαλία αρχικά λεγόταν Πυρραία, αργότερα Αιμονία και ακόμη αργότερα Θεσσαλία.
Ο Αίμονας είναι ο επώνυμος του ενός από τα δύο τμήματα αυτής της περιοχής η οποία αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία, του τμήματος της Αιμονίας, λέει μία άλλη άποψη. Σύμφωνα δηλαδή με τον Στράβωνα παλιότεροι απ’ αυτόν συγγραφείς βεβαίωναν ότι η Θεσσαλία αρχικά διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τα οποία το νότιο ονομάστηκε «Πανδώρα» και το βόρειο «Αιμονία». Αργότερα η περιοχή «Πανδώρα» πήρε το όνομα «Ελλάδα» από τον Έλληνα και η περιοχή Αιμονία μετονομάστηκε σε Θεσσαλία από τον Θεσσαλό, τον γιο του Αίμονα.
Τον Αίμονα ως πατέρα του Θεσσαλού τον παρουσιάζει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, αλλά πατέρας του Αίμονα, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ο Χλωρός. Μας βεβαιώνει δε, ότι την ίδια άποψη, εκτός από τον ίδιο και τον Ριανό, έχουν και άλλοι: «Αἵμων υἱός μὲν Χλώρου τοῦ Πελασγικοῦ, πατήρ δέ Θεσσαλοῦ, ὡς Ῥιανὸς καί ἄλλοι».
Ωστόσο στους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας ακουγόταν και η αντίθετη εκδοχή. Δεν ήταν ο Αίμονας πατέρας του Θεσσαλού αλλά αντίθετα ο Θεσσαλός ήταν πατέρας του Αίμονα.
Την εκδοχή αυτή μας την παραδίδει ο Ευστάθιος: «Τούτου ἦρξε τοῦ τόπου Θεσσαλός, ἀφ’ οὗ ἡ χώρα Θεσσαλία, οὗ Αἵμων, ὅθεν Αἵμονες, μοῖρα Θετταλική, οὗ καί Λαρίσσης γυναικός Ἀργείας Πελασγός καί Φθίος καί Ἀχαιός.»
Η παλαιότητα των θεσσαλικών μύθων και της νύμφης Μελίας φανερώνεται και από το εξής. Ακόμα και η πανάρχαια Αμάλθεια, που υπήρξε τροφός του Δία, παρουσιάζεται να είναι θυγατέρα του Αίμονα, του γιου της νύμφης Μελίας. Ήταν δηλαδή η Αμάλθεια, η τροφός του Δία, εγγονή της Μελίας, όπως ἀναφέρεται στον Φερεκύδη (Fragmenta 37).
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αρχικά η Θεσσαλία ήταν μία τεράστια λίμνη που τα νερά της διέφυγαν προς το Αιγαίο όταν ο θεός Ποσειδώνας έσχισε τα Τέμπη.( Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14, 639).
Ακόμη, σύμφωνα με άλλο θεσσαλικό μύθο, ο Πελασγός, επώνυμος ήρωας των Πελασγών, ήταν γιος του Τριόπα, θεσσαλού πανάρχαιου προολυμπιακού ήρωα ή θεού.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Τσούντα, ωστόσο, απόδειξη της ύπαρξης Πελασγών στη Θεσσαλία θεωρείται επιπλέον και η λατρεία του φαλλού, η οποία ήταν πελασγική λατρευτική συνήθεια. Στον νεολιθικό οικισμό των Ζερελίων του Αλμυρού, όπως αποδεικνύεται από ένα ιθυφαλλικό αγαλματίδιο που βρέθηκε εκεί, λατρευόταν ο φαλλός. Απόδειξη της λατρείας του φαλλού στη Θεσσαλία θεωρείται επίσης και η εύρεση στις διάφορες ανασκαφές ιθυφαλλικών Ερμών.
Η ίδια νύμφη Μελία, η μητέρα του Αίμονα, σύμφωνα μ’ έναν μύθο, γέννησε από τον Σιληνό, τον Δολίωνα, πρόγονο και επώνυμο ήρωα ενός άλλου πελασγικού φύλου, των Δολιόνων, όπως μας λέει ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός στον Στράβωνα.
Οι Δολίονες, όπως λέει ένας μύθος, διέκειντο εχθρικά προς τους κατοίκους της Θεσσαλίας και της Μαγνησίας για το λόγο ότι οι τελευταίοι έδιωξαν τους Δολίονες από τούτα τα μέρη. Μας τα λέει ο Έφορος στον σχολιαστή του Απολλωνίου του Ροδίου:
«Ἔφορος μέν γάρ φησι τούς Δολίονας Πελασγούς ὄντας καί ἐχθρωδῶς πρός τούς τήν Θεσσαλίαν καὶ Μαγνησίαν κατοικοῦντας διά τό ἀπελαθῆναι ὑπ’ αὐτῶν ἐπιθέσθαι αὐτοῖς νύκτωρ γράφων ἐν τῇ ἐννάτῃ».
Οι Λέλεγες, ένας από τους κυριότερους πελασγικούς λαούς, εντοπίζονται επίσης να έζησαν και στους χώρους της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Αλλά και για τους Δαναούς παρατηρούνται μυθολογικά και ονοματικά ίχνη στην περιοχή αυτήν.
Κυρίως όμως εδώ γίνεται έντονα φανερή η παρουσία του κυριότερου ελληνικού φύλου, αυτού των Αχαιών, των οποίων το όνομα πήραν αργότερα όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας. Ο Όμηρος αναφέρει τους Αχαιούς ως εγκαταστημένους κυρίως στην περιοχή αυτή που καλούμε Αχαΐα Φθιώτιδα, στην περιοχή δηλαδή γύρω από την σημερινή Όρθρη (Ιλιάδα Β΄, 681 -684).
Αυτή η περιοχή αποτελούνταν από τη σημερινή επαρχία Αλμυρού, την κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού και τις δυτικές πλαγιές της Όρθρης και ως τα ανατολικά παράλια του Μαλιακού κόλπου, τα οποία σήμερα ανήκουν στο νομό Φθιώτιδας.
Περιοριζόμαστε εδώ σ’ αυτήν την όχι λεπτομερή περιγραφή αλλά απλά και μόνο σε μία μάλλον προσεγγιστική οριοθέτηση της περιοχής, η εξέταση των μύθων της οποίας αποτελεί αντικείμενο τούτης της εργασίας.
Ο Στράβωνας μιλώντας για την έκταση της Αχαΐας Φθιώτιδας γράφει σχετικά: «Ἔχει δ’ ἡ μέν Φθιῶτις τά νότια τά παρά τήν Οἴτην ἀπό τοῦ Μαλιακοῦ Κόλπου καί Πυλαϊκοῦ μέχρι τῆς Δολοπίας καί τῆς Πίνδου διατείνοντα, πλατυνόμενα δέ μέχρι Φαρσάλου καί τῶν πεδίων τῶν Θετταλικῶν» (Γεωγραφικά, Θ, C, 430, 3).
Δηλαδή: «Έχει δε η Φθιώτιδα τα νότια μέρη τα γειτονικά προς την Οίτη από τον Μαλιακό κόλπο και τον Πυλαϊκό που απλώνονται σε μήκος μέχρι τη Δολοπία και την Πίνδο και σε πλάτος μέχρι τη Φάρσαλο και τις θεσσαλικές πεδιάδες».
Το ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας είναι η αρχική πατρίδα πολλών ελληνικών φύλων στηρίζεται στο μύθο που θέλει τον πρώτο άνθρωπο πάνω στη γη, μετά τον κατακλυσμό, να ζει και να βασιλεύει σ’ αυτήν. Ο πρώτος άνθρωπος που έζησε μετά τον κατακλυσμό που έκανε ο Δίας, δηλαδή ο Δευκαλίωνας, ο πατέρας του Έλληνα, έζησε σε τούτα τα μέρη, όπως θ’ αναπτύξουμε λεπτομερέστερα σ’ επόμενες σελίδες.
«Προμηθέως δέ παῖς Δευκαλίων ἐγένετο. Οὗτος βασιλεύων τῶν περί τήν Φθίαν τόπων (νυμφεύεται) Πύρραν τήν Ἐπιμηθέως καί Πανδώρας, ἣν ἔπλασαν οἱ θεοί πρώτην γυναῖκα.» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 2, 1).
Δηλαδή: «Του Προμηθέα παιδί έγινε ο Δευκαλίωνας. Αυτός βασιλεύοντας στους τόπους γύρω από τη Φθία νυμφεύτηκε την Πύρρα την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, την οποία έπλασαν πρώτη γυναίκα»
Σύμφωνα ακόμη με τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά, Α, 14) ο κατακλυσμός έγινε «περί τήν Ἑλλάδα τήν ἀρχαίαν» δηλαδή «περί Δωδώνην καί Ἀχελῶον».
Ασφαλώς εδώ πρόκειται περί της πρώτης, της θεσσαλικής Δωδώνης, πριν δηλαδή αυτή «μεταφερθεί» στην Ήπειρο. Κατά τον Σουΐδα, όπως είναι γνωστό, η αρχαία κοιτίδα της λατρείας του Δωδωναίου Διός, βρισκόταν στην ομηρική πόλη Σκοτούσα στην περιοχή των Φαρσάλων.
Βεβαίως δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι και άλλοι τόποι στην Ελλάδα είχαν μύθους σύμφωνα με τους οποίους ο πρώτος μετά τον κατακλυσμό άνθρωπος έζησε σ’ αυτούς. Εμείς, στην εργασία μας, παρουσιάζουμε τους μύθους που ως ακούσματα έτρεφαν τις συνειδήσεις και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων τούτης της περιοχής. Δεν μας απασχολεί η μελέτη των άλλων μυθολογικών εκδοχών για το θέμα αυτό.
Για την καταγωγή του Δευκαλίωνα στο έργο του Ησιόδου «Ηοίες» διαβάζουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ενώ οι περισσότεροι από τους αρχαίους συμφωνούν ότι πατέρας του Δευκαλίωνα ήταν ο Προμηθέας και μητέρα του η Κλυμένη, ο Ησίοδος ισχυρίζεται ότι μητέρα του ήταν η Προνόη, ενώ ο Ακουσίλαος λέει ότι μητέρα του Δευκαλίωνα ήταν η Ησιόνη, η κόρη του Ωκεανού.
Τα διαβάζουμε στο παρακάτω απόσπασμα:
«Δευκαλίων, ἐφ’ οὗ ὁ κατακλυσμός γέγονε, Προμηθέως μέν ἦν υἱός, μητρός δέ, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, Κλυμένης, ὡς δὲ Ἡσίοδος, Προνόης, ὡς δὲ Ἀκουσίλαος, Ἡσιόνης τῆς Ὠκεανοῦ» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 3 (22), έκδ. Lipsiae 1902, σελ. 131).
Δηλαδή: «Ο Δευκαλίων, στα χρόνια του οποίου έγινε ο κατακλυσμός, ήταν γιος του Προμηθέα και είχε μητέρα, όπως λένε οι πιο πολλοί, την Κλυμένη, όπως όμως λέει ο Ησίοδος την Προνόη και, όπως εξάλλου λέει ο Ακουσίλαος, την Ησιόνη, κόρη του Ωκεανού».
Σύμφωνα ωστόσο με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη ο Δευκαλίωνας ήταν γιος τού Αλίφρονα και της νύμφης Ιοφώσας. Αλίφρονας σημαίνει αυτός που διαθέτει, που συγκεντρώνει, αρκετή φρόνηση, ενώ Προμηθέας αυτός που σκέπτεται πριν ενεργήσει σε αντίθεση με τον αδερφό του Επιμηθέα, που, όπως σημαίνει το όνομά του, σκεπτόταν αφού ήδη είχε ενεργήσει.
Η σπουδαιότητα του προσώπου του Δευκαλίωνα για τους Έλληνες φανερώνεται από την συστηματική προσπάθεια ν’ αναχθεί η καταγωγή των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του ελληνικού χώρου σ’ αυτόν.
Έτσι, π. χ. – για ν’ αναφέρουμε μία μόνο αλλά έντονα χαρακτηριστική για την ιδιαιτερότητά της περίπτωση – σύμφωνα με τις παραδοχές που υπήρχαν, από τη γενιά του Δευκαλίωνα κατάγονταν πάντοτε οι πέντε αρχιερείς των Δελφών. Σ’ αυτούς ανήκαν κι εκείνοι που έδιναν τους χρησμούς. Ήταν αυτοί που ονομάζονταν «ὅσιοι». Ο έφορος των θυσιών ονομαζόταν «ὁσιωτήρ» και ο έφορος των χρησμών «ἀφήτωρ». Και οι δύο έπρεπε να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα. Οι «ὅσιοι» ήταν αυτοί που τελούσαν στους Δελφούς την «ἀπόρρητη θυσία». Ήταν η θυσία που αντιστοιχούσε στο σπαραγμό του Διονύσου από τους Τιτάνες. Οι κάτοικοι των Δελφών μάλιστα πίστευαν ότι στο περίφημο σ’ όλη την Ελλάδα Μαντείο τους φυλάσσονταν τα υπολείμματα του κατασπαραγμένου από τους Τιτάνες Διόνυσου.
Αλλά και το Μαντείο της Δωδώνης θεωρούσε ιδρυτή του τον Δευκαλίωνα και οι ιερείς του υποστήριζαν ότι ο Δευκαλίωνας μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε εκεί.
Εκτός από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνα, για τον οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω, από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκε, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, και μία κόρη, η Πανδώρα. Αυτήν τίμησε με τον έρωτά του ο ίδιος ο Δίας με αποτέλεσμα αυτή να γεννήσει τον Γραίκο ή Γραικό, επώνυμο ήρωα των Γραικών.
«Κούρη δ’ ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος
Πανδώρη Διὶ πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων,
Μειχθεῖσ’ ἐν φιλότητι τέκεν Γραῖκον μενεχάρμην» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Ηοίαι, 4 (24), ό. π. σ. 132).
Δηλαδή: «Η κόρη Πανδώρα στα μέγαρα του θαυμαστού Δευκαλίωνα, αφού σμίχτηκε ερωτικά με τον πατέρα Δία, άρχοντα όλων των θεών, γέννησε τον ανδρείο στις μάχες Γραίκο»
Σύμφωνα ακόμη με το «Πάριο Χρονικό» ο Γραικός, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις μνημονεύεται και παροξύτονα, δηλαδή Γραίκος, ήταν γιος του Θεσσαλού και το όνομα «Γραικοί» προηγούνταν εκείνου των Ελλήνων:
«Ἀφ’ ὅτου ὁ Ἕλλην, ὁ υἱός τοῦ Δευκαλίωνος, ἐβασίλευσε τῆς Φθιώτιδος καί ὠνομάσθησαν Ἕλληνες οἱ καλούμενοι πρότερον Γραικοί.»
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το Γραικός αρχαιότερο του Έλλην. Ο FicK συσχέτιζε το Γραικοί με το όνομα Γραία ως όνομα της θεάς Δήμητρας. Ωστόσο και οι Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, κατοικούσαν εκεί που έγινε ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνα, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος ταυτίζει τον Γραικό και τον Έλληνα.
Δεν θ’ αναφερθούμε περισσότερο εδώ στα προβλήματα και τις πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τους Γραικούς και τη σχέση τους με τους Έλληνες γιατί ξεφεύγει από τους σκοπούς μας. Η εργασία αυτή αναζητά και συγκεντρώνει τους μύθους που κυκλοφορούσαν στην περιοχή Αλμυρού, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας γενικά, χωρίς απορριπτικές προτάσεις. Ψάχνει για τη «μυθική αλήθεια», αφού, μόλο που υπάρχει κάποια ιστορική «αλήθεια» στον πυρήνα κάποιων μύθων, η αντιφατικότητά τους δεν προσφέρεται για πλήρη αποκρυπτογράφηση ούτε για επιλεκτική απόρριψη. Καταγράφει λοιπόν η εργασία αυτή τα μυθολογικά ακούσματα, – αν ήταν ψέματα ή αλήθεια στην πραγματικότητα μάς είναι αδιάφορο αφού η επίδρασή τους σ’ εκείνους, επειδή ήταν παραδεκτά, ήταν στον ίδιο βαθμό αποτελεσματική – με τα οποία μεγάλωναν οι άνθρωποί της. Μας αρκεί αυτό, προκειμένου να ενισχύσουμε τις θέσεις μας για την σπουδαιότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Έχει ωστόσο για το θέμα μας μεγάλη σημασία η επισήμανση ότι τόσο ο Έλληνας όσο και ο Γραικός, πρόγονοι και επώνυμοι ήρωες των Ελλήνων και των Γραικών, έχουν τον ίδιο πατέρα, τον Δευκαλίωνα, ο οποίος μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε και έζησε στην περιοχή της Όθρης.
Για το ζήτημα της ονομασίας των Ελλήνων (Γραικοί – Έλληνες) μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει περισσότερες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες στις εργασίες Αντ. Χατζή στην «Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών», 1935 – 1936, σελ. 128 κ. εξ. και Παν. Χρήστου «Αι περιπέτειαι των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», Θεσσαλονίκη 1960, κυρίως σελ. 13 κ. εξ.
Μια άλλη κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ήταν η Θυία. Από τη Θυία γεννήθηκαν δύο επώνυμοι ήρωες ελληνικών φύλων, ο Μάγνητας, επώνυμος ήρωας των Μαγνήτων και ο Μακεδόνας, ήρωας των Μακεδόνων:
«Ἡ δ’ (ενν. Θυία) ὑποκυσαμένη Διί γείνατο τερπικεραύνῳ
υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα θ’ ἱππιοχάρμην,
οἳ περί Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δώματ’ ἔναιον» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, ιοᾳι 5 (25), ό. π. σ. 132).
Δηλαδή: «Αυτή λοιπόν (δηλ. η Θυία), αφού έμεινε έγκυος από τον Δία, που χαίρεται τους κεραυνούς του, γέννησε δυο γιους, τον Μάγνητα και τον έφιππο μαχόμενο Μακεδόνα, οι οποίοι κατοικούσαν σε μέγαρα στην Πιερία και στον Όλυμπο.»
Σύμφωνα με τον Παυσανία η Θυία ήταν επίσης και μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα και ιδρυτή των Δελφών. Στους Δελφούς εξάλλου υπήρχε και μία θέση που ονομαζόταν Θυία: «ἐξ ἧς καὶ ὁ χῶρος οὗτος τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει», όπως μας λέει ο Ηρόδοτος. (7, 178).
Υπάρχει ωστόσο και άλλη μυθολογική εκδοχή που υποστηρίζει ότι μητέρα τού Δελφού δεν ήταν η Θυία, αλλά μία άλλη κόρη, πάλι όμως κόρη τού Δευκαλίωνα, η Μελανθώ. Ο Ποσειδώνας, έχοντας μορφή δελφινιού, ενώθηκε με την Μελανθώ και έτσι γεννήθηκε ο Δελφός (δελφίνι > Δελφός ), ο επώνυμος ήρωας των Δελφών.
Ο Δελφός λοιπόν, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μυθολογικές απόψεις – είτε η μία άποψη είναι σωστή είτε η άλλη – καταγόταν οπωσδήποτε από τον Δευκαλίωνα. Αυτή είναι και η εξήγηση που δινόταν στην απαίτηση που υπήρχε οι ιερείς των Δελφών, οι λεγόμενοι «ὅσιοι», να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Όμηρο, στην Αχαΐα Φθιώτιδα βρισκόταν η πόλη ή – σύμφωνα με μερικούς – η χώρα που λεγόταν Ελλάδα και της οποίας οι κάτοικοι ονομάζονταν Έλληνες, πρώτοι αυτοί, πριν όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας μας πάρουν αυτό το όνομα. Έτσι στην Ιλιάδα του Ομήρου (Β 681-685) διαβάζουμε:
« Νῦν αὖ τούς ὅσσοι τό Πελσγικόν Ἄργος ἔναιον,
οἳ τ’ Ἄλον οἳ τ’ Ἀλόπην οἳ τε Τρηχῆν’ ἐνέμοντο,
οἳ τ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
Μυρμιδόνες δέ καλεῦντο καί Ἕλληνες καί Ἀχαιοί,
τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχός Ἀχιλλεύς.»
Δηλαδή : «Και απ’ τ’ Άργος το Πελασγικό όσ’ ήρθαν και απ’ την Άλο
και απ΄ την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπη όσοι
κι όσοι απ΄ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν,
και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λέγονταν,
είχαν πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ο Πηλείδης» (Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά.)

2. Η Αχαΐα Φθιώτιδα αφετηρία ελληνικών φύλων

                  Οι Αχαιοί της Αχαΐας Φθιώτιδας, ιδιαίτερα της Άλου, της πατρίδας του Φρίξου και της Έλλης, ήταν εκείνοι που πέρασαν πρώτοι τον Ελλήσποντο, όπως διαφαίνεται από το μύθο του Φρίξου και της Έλλης – πολύ πριν γίνει η Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Τρωικός Πόλεμος – ανάπτυξαν υπερπόντιο εμπόριο και οι αποικίες τους έφθασαν ως τον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα και στην Κασπία. Από τους αποικισμούς των Αχαιών Φθιωτών στην Πελοπόννησο έγιναν κατόπιν οι αποικισμοί στην Κάτω Ιταλία, η οποία και ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα από την Ελλάδα του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έγιναν επίσης αποικισμοί σε νησιά των μικρασιατικών παραλίων και στο αιολικό τμήμα της Μικρασίας.
(Πληροφορίες σχετικές μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στην εργασία του Ιωάννη Ρ. Πανέρη «Οι Αλείς και οι άλλοι», Δήμος Αλμυρού, ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ, Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Αλμυρός 1993, σελ. 61 – 92.)
Μεταναστεύσεις Αχαιών Φθιωτών σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου μαρτυρούνται από αρχαίους συγγραφείς και ιστορικούς όχι μόνο προς την Πελοπόννησο, αλλά και προς την Αιτωλία και προς τη Ρόδο και προς τα άλλα νησιά του νότιου Αιγαίου, όπως και προς την Ακαρνανία, όπου κατά τον Θουκυδίδη έχουμε ακόμη και πόλη της οποίας και μόνο το όνομα «Φθία» ίσως και να μπορεί να επιβεβαιώσει την αλήθεια της μετανάστευσης αυτής.
Αλλά και προς πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας μαρτυρούνται μεταναστεύσεις φύλων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Θ’ αναφέρουμε μερικά ακόμα παραδείγματα, που ενισχύουν, με τις σχετικές τους μυθολογικές αναφορές, αυτήν μας την άποψη. Είναι μύθοι που αναφέρονται σε μεταναστεύσεις ηρώων από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας – τμήματα και οι δύο της ευρύτερης σημερινής περιοχής του Αλμυρού γύρω από την Όθρη – σε διάφορα μέρη τού ελληνικού χώρου.
Στο νησί Κως ακούγονταν πολλοί μύθοι που συνέδεαν το νησί αυτό με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Η Μήστρα ή Μνήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τους μύθους του Τριόπα, το Δώτιο πεδίο, την Θεσσαλία γενικότερα και την Όθρη ειδικότερα, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω, σύμφωνα με μύθους της Κω, έζησε εκεί. Όπως αναφέρουν οι τοπικοί μύθοι της Κω, η Μνήστρα έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Ευρύπυλου. Είναι μάλιστα πολύ αξιοπρόσεχτο το ότι ακόμη και στη σημερινή εποχή στο νησί της Κω ακούγεται ένα παραμύθι που θυμίζει πολύ έντονα τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον αχόρταγο Ερυσίχθονα.
Το νησί Κως πήρε το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τη νύμφη Κω, την κόρη του θεσσαλού, ως προς την καταγωγή του, Μέροπα. Αλλά και το προηγούμενο όνομα του νησιού είχε θεσσαλική καταγωγή. Από τον Μέροπα, τον γιο του θεσσαλού Τριόπα, η Κως, πριν ονομαστεί έτσι λεγόταν Μερόπη. Αυτός ο Μέροπας, σύμφωνα με μία παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα, του πατέρα του Ερυσίχθονα. Με άλλα λόγια ο Μέροπας ο πρώτος οικιστής της Κω και ο Ερυσίχθονας της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν αδέλφια. Γιος του Μέροπα της Κω, εξάλλου, φέρεται και κάποιος Εύμηλος, όνομα που θυμίζει έντονα και παραπέμπει στον ομώνυμό του ήρωα των Φερών. Κόρη του Μέροπα, σύμφωνα με μία παράδοση που ακουγόταν επίσης στην Κω, ήταν η Ηπιόνη που φέρεται ότι ήταν μητέρα του Μαχάονα και σύζυγος του θεσσαλού θεού και ήρωα Ασκληπιού.
Σύμφωνα με μία εκδοχή γυναίκα του Μέροπα ήταν η Κλυμένη (Ευριπίδη, Fragmenta 771). Το όνομα Κλυμένη θυμίζει την ομώνυμη μητέρα του Δευκαλίωνα. Το ίδιο όνομα είχε και η μητέρα του Φαέθωνα, αφού ήταν γιος του Ήλιου και της Κλυμένης και αυτός. Αν μάλιστα θυμηθούμε ότι, κατά μία άποψη (K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, έκδοση Βιβλιοπωλείου Εστίας, σελ. 186), το όνομα Μέροπας πιθανό να σήμαινε τον ίδιο τον Ήλιο, οι αναμνήσεις των ονομάτων αυτών της Κλυμένης και οι συσχετίσεις και αναγωγές που κάνουμε δεν είναι αδικαιολόγητες.
Σε μία διήγηση που ακουγόταν στην Κω αναφέρεται ότι όλοι οι άνθρωποι ονομάζονταν Μέροπες, δηλαδή παιδιά του Μέροπα, δηλαδή του Ήλιου:
«Κώς δ” ερατή Μερόπων πρέσβυν εγηροτρόφει» (= Κι η Κως, των Μερόπων η αγάπη, πρεσβύτην τον γηροκόμησε.) (Παλατινή Ανθολογία, Μελέαγρος VII 419. Μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη. ΄Εκδοση Κέδρος 1972.
Το όνομα Κλυμένη ήταν ακόμη ένα από τα ονόματα της Περσεφόνης, ως θεάς των νεκρών. Έλεγαν μάλιστα, δικαιολογώντας αυτήν την ταυτωνυμία της Κλυμένης και της Περσεφόνης, ότι όπως η Περσεφόνη έτσι και η Κλυμένη, η γυναίκα του Μέροπα, βυθίστηκε πρόωρα στο βασίλειο των νεκρών, όπως ἀναφέρεται στο Υγίνος, Astronomica 2. 16.
Αλλά και στο νησί της Λέσβου εντοπίζονται μύθοι που φαίνεται να συνδέουν το νησί με την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Λέσβου, σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών της ιστορίας, ήταν Πελασγοί. Ήρθαν στο νησί αυτό από τη Θεσσαλία και ιδιαίτερα μάλιστα από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Μετοίκησαν στο νησί, όπως λένε οι σχετικοί μύθοι, με αρχηγό τον Ξάνθο, που κι αυτός επίσης ήταν γιος του Τριόπα, του βασιλιά της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ήταν δηλαδή ο Ξάνθος αδερφός του Μέροπα, του οικιστή της Κω. Οικιστές, δηλαδή, της Λέσβου και της Κω ήταν δύο αδέλφια,
ο Μέροπας και ο Ξάνθος, που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ο Ξάνθος ήταν αυτός που ονόμασε αρχικά τη Λέσβο Πελασγία. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο Τριόπας ήταν εκείνος που έδιωξε από τη Θεσσαλία τους Πελασγούς, εύκολα καταλήγουμε, αν στηριχθούμε σε όσα μας λένε οι μύθοι, στην άποψη ότι η Λέσβος αρχικά κατοικήθηκε από πελασγικό φύλο που ξεκίνησε, ίσως κυνηγημένο, όπως λένε οι μύθοι για τον Τριόπα, από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και το όνομα του νησιού, Λέσβος, οφείλεται, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, στον Λέσβο, τον γαμπρό του Μακαρέα στην κόρη του Μήθυμνα.
Αργότερα, εφτά γενιές μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Λέσβο ο Μακαρέας. Ο Μακαρέας θεωρείται και αυτός οικιστής της Λέσβου, σύμφωνα με τον Αθήναιος 111, 105, για τον οποίο κάποιοι μύθοι λένε ότι προηγήθηκε του Ξάνθου.
Από τον Μακαρέα το νησί Λέσβος ονομάστηκε «Μακαρία» άναφέρεται στον ομηρικό Ύμνος στο Απόλλωνα ή «Μακάρων νῆσος» ή «Μάκαρος ἕδος», όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, Ω, 544.
Σ’ αποσπάσματα του Ησιόδου βλέπουμε επίσης ότι μετά τον κατακλυσμό, που έγινε τον καιρό του Δευκαλίωνα, ο Μακαρέας ήρθε στη Λέσβο και, όταν είδε την ομορφιά του νησιού, κατοίκησε σ’ αυτό: «Μετὰ δὲ ταῦτα (δηλαδή μετά τον κατακλυσμό κατά την εποχή του Δευκαλίωνα) Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν (τήν Λέσβον) ἀφικόμενος καί τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν».(Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 75 (99) Diodorus V 81, έκδ. Lipsiae MCMII, (1902), σελ. 150)
Το γεγονός της αποίκισης της Λέσβου από τον Μακαρέα το μαρτυρεί και σε άλλα σημεία ο Διόδωρος Σικελιώτης:
«Ὕστερον δὲ γεννεαῖς ἑπτὰ γενομένου τῷ κατὰ Δευκαλίωνα κατακλυσμῷ, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἀπολομένων, συνέβη καὶ τὴν Λέσβον διὰ τὴν ἐπομβρίαν ἐρημωθῆναι. Μετὰ δὲ ταῦτα Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν ἀφικόμενος, καὶ τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν». ( 5, 81, 3).
Η εποίκιση της Λέσβου, λοιπόν, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα, η οποία είχε ερημωθεί από τους κατοίκους της «διά τήν ἐπομβρίαν», δηλαδή από την πολλή βροχή, με άλλα λόγια από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα, έγινε από ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία επιβεβαίωση της άποψής μας ότι οι πρώτες μυθολογικές καταθέσεις πολλών περιοχών, οι οποίες αναφέρονται στον τόπο της αρχικής καταγωγής των κατοίκων τους, μνημόνευαν ως τέτοιο την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και ο ίδιος ο Μακαρέας, ο οικιστής της Λέσβου, φέρεται να συνδέεται άμεσα με την Αχαΐα Φθιώτιδα και με μία ακόμα μυθολογική εκδοχή.
Ο Μακαρέας ήταν γιος, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, της ονομαστής νύμφης της Όθρης, μητέρας και προγόνου πλείστων ηρώων της Ελλάδας. Ένδειξη παράλληλη της μυθολογικής αυτής εκδοχής για την καταγωγή του Μακαρέα είναι το ότι ο Μακαρέας έφερε και το όνομα «Αἰολίων», που σημαίνει γιος του Αίολου. Ο Μακαρέας μάλιστα, ως «Αἰολίων», μνημονεύεται στον μύθο ακριβώς εκείνο που τον θέλει βασιλιά και πρώτο οικιστή της Λέσβου, όπως μας βεβαιώνει ο Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα, 37.
Η επιθυμία αυτή των κατοίκων της Λέσβου να θέλουν να δώσουν με τους μύθους τους στον πρώτο τους οικιστή ως προγόνους του τον γιο του Δευκαλίωνα, τον Έλληνα, και την ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, δείχνει ασφαλώς την πίστη τους ότι η πρώτη αρχή της ζωής μετά την καταστροφή του κόσμου, που έγινε με τον κατακλυσμό, ξεκίνησε από την Όθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και ότι αρχικοί πρόγονοι όλων των Ελλήνων ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα.
Ο Μακαρέας, ο εγγονός της Οθρηίδας και οικιστής της Λέσβου, απόκτησε δέκα παιδιά. Τα τέσσερα ήταν αγόρια: ο Κυδρόλαος, ο Νέανδρος, ο Λεύκιππος και ο Έρεσος. Τα τέσσερα αγόρια του Μακαρέα, σύμφωνα με υπάρχουσες τοπικές μυθολογικές εκδοχές της Λέσβου, ίδρυσαν αποικίες στη Χίο, στη Σάμο, στην Κω και στη Ρόδο. Τα υπόλοιπα έξι παιδιά του ήταν κορίτσια. Ήταν η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη, η Ίσσα και η Αγαμήδη (η οποία ονομαζόταν και Πύρρα). Οι έξι κόρες του Μακαρέα έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμές τους πόλεις της Λέσβου.
Η Μήθυμνα μάλιστα, επώνυμη νύμφη και ηρωίδα της ομώνυμης πόλης της Λέσβου, φέρεται, σε μερικούς μύθους, ως σύζυγος όχι του Λέσβου, του επώνυμου ήρωα του νησιού, αλλά κάποιου άλλου ήρωα που καταγόταν από τη Λέσβο. Ο σύζυγος αυτός της Μήθυμνας ονομαζόταν Θεσσαλός. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη μια ένδειξη ότι οι μύθοι για την καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου οδηγούσαν στη Θεσσαλία.
Ενδεικτικό της θεσσαλικής καταγωγής του Μακαρέα μπορεί να θεωρηθεί και το ότι ο Οβίδιος ταυτίζει τον Μακαρέα με τον Κένταυρο Χείρωνα. Το γεγονός αναφέρεται στις Μεταμορφώσεις 6, στίχ. 122 -125. (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, τεύχος 18, Βόλος (Χειμώνας 1997), Κική Λαλαγιάννη, Ο αρχαίος ελληνικός μύθος στον Κένταυρο του. . . ., σ. 12). ή με τον Κένταυρο Νέσσο.( Μεταμορφώσεις 7, στίχ. 452 – 455. (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, ό. π. ).
Ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνει, ως επιστημονικό πια τεκμήριο, την ιστορική αλήθεια των μύθων για τη θεσσαλική καταγωγή των πρώτων κατοίκων της Λέσβου, είναι ότι στις ευρισκόμενες στο νησί επιγραφές, κατά τις ανασκαφές των αρχαιολόγων, συναντώνται οι ονομασίες των πόλεων άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνα, Αρίσβα και άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνη, Αρίσβη. Οι γραφές όμως Μυτιλήνα και Αρίσβα είναι αιολικές, δηλαδή θεσσαλικές γραφές και μάλιστα θεωρούνται από τους ειδικούς αρχαιότερες των αντίστοιχων αττικών γραφών Μυτιλήνη και Αρίσβη που επίσης ανευρίσκονται εκεί.
Η τελευταία κόρη του Μακαρέα, με το δεύτερο όνομά της Πύρρα, θυμίζει επίσης την Αχαΐα Φθιώτιδα και ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί μία ακόμη ένδειξη των αναμνήσεων για την αρχική καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απηχεί, δίχως άλλο, τον αποικισμό των νησιών του Αιγαίου από Αχαιούς Φθιώτες και αναμνήσεις από την ονομαστή τους προγιαγιά, την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα.
Ο Αίκλος, ένας ονομαστός ήρωας της μυθολογίας των Ιώνων, ήταν και αυτός, σύμφωνα μ’ ένα μύθο, γιος του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Μαζί με το φίλο του Κόθο και με όσους Ίωνες τους ακολουθούσαν – λέει ένας άλλος μύθος – ήθελαν να μεταναστεύσουν από την Αχαΐα Φθιώτιδα στην Εύβοια. Το μαντείο, στο οποίο πήγαν να πάρουν οδηγίες, όπως έκαναν όλοι οι άποικοι, πριν ξεκινήσουν τη μεγάλη τους περιπέτεια, τους έδωσε χρησμό ότι, για να πετύχουν το σκοπό τους, πρέπει να καταφέρουν ν’ αγοράσουν έστω και ένα, το πιο μικρό, κομμάτι γης της Εύβοιας.
Ο Αίκλος και ο Κόθος, παριστάνοντας τους εμπόρους παιχνιδιών, πήγαν στην Εύβοια. Εκεί συνάντησαν μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν με πέτρες και χώματα. Οι δύο ήρωες προσφέροντας στα παιδιά παιχνίδια, απ’ αυτά που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, ζήτησαν να πληρωθούν με πέτρες και χώμα. Τα παιδιά δέχτηκαν πολύ ευχαρίστως τη συναλλαγή αυτή κι έτσι ο Αίκλος κι ο Κόθος, «αγόρασαν» ένα μικρό κομμάτι από «γη» της Εύβοιας και, σύμφωνα με το χρησμό, μπόρεσαν και κυρίευσαν ολόκληρη την Εύβοια. Εγκατέστησαν εκεί τους Ίωνες που τους ακολουθούσαν διώχνοντας τους Αιολείς που ζούσαν μέχρι τότε. Με το μύθο αυτόν εξηγούσαν την εγκατάσταση των Ιώνων στην Εύβοια.
Ένας παρόμοιος μύθος λέγεται και για την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα των Ιναχιέων. Το Μαντείο των Δελφών είχε ορίσει ότι αν οι Ιναχιείς δώσουν στους Αινιάνες, με τη θέλησή τους λίγη γη, τότε οι Αινιάνες θα πάρουν ολόκληρη τη χώρα. Ο Αινιάνας Τέμονας, παριστάνοντας τον ζητιάνο, πήγε στη χώρα των Ιναχιέων. Εκεί κάποιος, για να τον κοροϊδέψει, αντί για ψωμί του πέταξε ένα σβώλο χώματος. Έτσι οι Αινιάνες παίροντας δωρεάν λίγη γη έγιναν κάτοχοι όλης της χώρας.                                   Περισσότερες πληροφορίες και βιβλιογραφία βρίσκονται στα «Φθιωτικά Χρονικά, τόμος 16ος (1995), Λαμία, Κωνσταντία Καλέντζου – Τερλιέμη, Η λειτουργιά στις πηγές του Ίναχου, σελ. 23 -37.
Ο Μάλος, ένας άλλος ήρωας της μυθολογίας και επώνυμος ήρωας των Μαλιέων, ήταν γιος του Αμφικτύωνα, γιου, κατά την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, του σωσμένου από τον κατακλυσμό και πρώτου βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα. Και οι Μαλιείς λοιπόν είχαν μύθους για την αρχική καταγωγή τους που οδηγούσαν στην περιοχή της Όθρης, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας.
Η Μελανθώ ήταν μία κόρη του Δευκαλίωνα. Έτσι έλεγαν κάποιοι μύθοι. Από τον μεγάλο θεό Ποσειδώνα, που την ερωτεύθηκε, η Μελανθώ έγινε μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα των Δελφών, όπως είδαμε και πιο πάνω. Άλλοι ωστόσο μύθοι έλεγαν ότι η Μελανθώ δεν ήταν μητέρα αλλά γιαγιά του Δελφού.
Ό,τι πάντως και να ήταν η Μελανθώ για τον Δελφό, ένα είναι το βέβαιο συμπέρασμα: και οι κάτοικοι των Δελφών στους μύθους τους ήθελαν να μνημονεύουν ότι οι πρώτες τους ρίζες βρίσκονταν εκεί που ήταν και όλων των άλλων Ελλήνων, στην Αχαΐα Φθιώτιδα και τη Φθία. Εξάλλου και οι ιερείς του Μαντείου τους κατάγονταν από τον Δευκαλίωνα.
Η Μελανίππη, μια άλλη κόρη του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και της Ιππώς ή Ίππης, ήταν, σύμφωνα μα άλλο μύθο, κόρη του Κένταυρου Χείρωνα. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή η Μελανίππη, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Αίολου και του Βοιωτού, επώνυμων ηρώων των Αιολών και των Βοιωτών.
Ο Κένταυρος Χείρωνας ήταν, όπως πιστεύεται από τους ειδικούς ερευνητές, τοπική προολυμπιακή θεϊκή υπόσταση της ίδιας περιοχής, του οποίου η λατρεία, όπως και πολλών άλλων προολυμπιακών θεοτήτων, υποκύπτοντας στην ακτινοβολία της ολυμπιακής θεϊκής δυναστείας, δεν απόκτησε ποτέ της πανελλήνια κυριαρχία. Υποτάχθηκε και χάθηκε, όπως τόσες άλλες τοπικές θεϊκές υποστάσεις, κάτω από την πανελλήνια λαμπρότητα των θεών του Ολύμπου.
Η Άμφισσα ήταν μία κόρη του Μακαρέα ή Μάκαρα και εγγονή του Αίολου. Είναι εκείνη που έδωσε το όνομά της στην Άμφισσα των Οζολών ή Εσπερίων Λοκρών. Η Άμφισσα ήταν ερωμένη του θεού Απόλλωνα. Στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της πόλης της Άμφισσας έδειχναν στην πόλη τους τον τάφο της κόρης του Μακαρέα Άμφισσας. Και οι κάτοικοι της Άμφισσας λοιπόν ισχυρίζονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι η καταγωγή τους είχε τις ρίζες της στην Αχαΐα Φθιώτιδα όπου ζούσε ο παππούς της επώνυμης ηρωίδας τους, ο Αίολος, ο μεγάλος πρωτογιός της Οθρηίδας.
Η Πέργαμος της Μικράς Ασίας οφείλει το όνομά της στον Πέργαμο, το γιο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, του μεγάλου ήρωα της Αχαΐας Φθιώτιδας στον Τρωικό Πόλεμο. Καμάρωναν λοιπόν και οι κάτοικοι της Περγάμου ότι και αυτοί δεν υστερούσαν από τους άλλους. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα καταγόταν ο πρώτος οικιστής της πόλης τους, που ήταν και εγγονός του ξακουστού Αχιλλέα.
Ο Αγήνορας, ο βασιλιάς του Άργους, ήταν ένας από τους γιους του Τριόπα, που βασίλευε στο Δώτιο πεδίο της Θεσσαλίας. Θεωρούνταν αδερφός του Ίασου. Σύμφωνα μ’ άλλες πηγές ο Αγήνορας ήταν αδερφός του Πελασγού. Καταγόταν λοιπόν και αυτός, όποια μυθολογική εκδοχή και αν δεχθούμε, από τούτα τα μέρη,
Όταν ο Δίας έκλεψε την Ευρώπη και την έφερε στην Κρήτη, την πάντρεψε με τον βασιλιά της Κρήτης, τον Αστέριο. Αυτός ο βασιλιάς της Κρήτης Αστέριος καταγόταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τον Δευκαλίωνα: Ο Δευκαλίωνας γέννησε τον Έλληνα, ο Έλληνας γέννησε τον Δώρο, ο Δώρος γέννησε τον Τέκταμο και ο Τέκταμος, που ήρθε στην Κρήτη φεύγοντας από την Αχαΐα Φθιώτιδα και έχοντας γυναίκα την κόρη του Κρηθέα, γέννησε τον Αστέριο, τον άντρα της Ευρώπης.

Σύμφωνα μ’ ένα μύθο, ο Τέκταμος, ο εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας, επικεφαλής Δωριέων, Αχαιών και Πελασγών, έφυγε από την Αχαΐα Φθιώτιδα και ήρθε στην Κρήτη, την οποία εποίκισε και έγινε βασιλιάς της.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή ο Αίολος, ο γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, ήταν πατέρας και της Άρνης, της επώνυμης νύμφης και ηρωίδας της θεσσαλικής πόλης Άρνης.
Ο Μάγνητας, όπως θ’ αναφερθεί σ’ επόμενες σελίδες, ήταν ένας άλλος τοπικός ήρωας, επώνυμος των Μαγνήτων. Αυτός έγινε, από κάποια Ναϊάδα, πατέρας δυο αγοριών, του Πολυδέκτη και του Δίκτη. Ο Πολυδέκτης και ο Δίκτης, σύμφωνα με κάποιους από τους μύθους που συνδέονται μαζί τους, έφυγαν από τη Θεσσαλία και «Σέριφον ώκισαν».
Και οι κάτοικοι λοιπόν του νησιού Σέριφος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες, δεν ήθελαν να έχουν κατώτερη καταγωγή και έτσι οι μύθοι τους έλεγαν ότι οι πρώτες τους ρίζες έφταναν στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Αλλά τα παραμύθια τους αυτά φαίνεται να είναι αληθινά και να έχουν ιστορική βάση. Πραγματικά οι ιστορικοί ερευνητές και τ’ ανασκαφικά δεδομένα των αρχαιολόγων, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια του μύθου, υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου ήταν και αυτοί Αιολείς που ήρθαν από τη Θεσσαλία.
Ο Έλλοπας, που ήταν γιος του Ίωνα, του γιου του Αίολου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, έγινε ο επώνυμος ήρωας της Ελλοπίας, μιας έκτασης στην περιοχή της Ιστιαιώτιδας, της Εύβοιας. Οι κάτοικοι της Ελλοπίας – για την ακριβή θέση και τα όρια κυριαρχίας της οποίας δεν υπάρχει βεβαιότητα – λέγονταν Ελλοπιείς και θεωρούνταν λαός θεσσαλικής καταγωγής. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στράβωνα ολόκληρη η Εύβοια ονομαζόταν Ελλοπία. Έτσι άλλος ένας ελληνικός λαός, οι Ελλοπιείς, θυμούνταν και περιφανεύονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι και αυτοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα είχαν ξεκινήσει για να έρθουν στην τωρινή τους πατρίδα. Πρώτοι τους μεγάλοι και ξακουστοί πρόγονοι ήταν ο γιος του Δευκαλίωνα, ο ξακουστός Έλληνας και η νύμφη Οθρηίδα.
Ο γιος του Απόλλωνα και της Φθίας, της επώνυμης νύμφης της ομώνυμης χώρας αλλά και πόλης τούτης της περιοχής, ο Λαόδοκος, έγινε βασιλιάς στη χώρα των Κουρήτων στη σημερινή Αιτωλία. Ο Λαόδοκος, κατά μία εκδοχή, θεωρούνταν αδερφός του Δώρου και του Πολυποίτη.
Οι τρεις αδερφοί, Λαόδοκος, Δώρος και Πολυποίτης, βασίλεψαν στην περιοχή της «Αιτωλίας», η οποία ονομάστηκε «Κουρήτιδα» από τους τρεις αυτούς γιους, τους τρεις «κούρους», του Απόλλωνα και της Φθίας. Ο Αιτωλός πέρασε αργότερα από εκεί, σκότωσε τους τρεις «κούρους», Λαόδοκο, Δώρο και Πολυποίτη, έγινε αυτός βασιλιάς της χώρας και από τότε η Κουρήτιδα μετονομάστηκε σε Αιτωλία. Τόσο λοιπόν το αρχαιότερο όνομα της περιοχής, «Κουρήτιδα», όσο και το κατοπινό, «Αιτωλία», οφείλονται σε αποίκους που πήγαν εκεί από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ακόμη και ο Θησέας, κατά μία εκδοχή, είχε θεσσαλική καταγωγή, αφού θεωρείται θεσσαλός Λαπίθης ήρωας που μεταφέρθηκε στην Αττική.
Ο Κόδρος, ο βασιλιάς των Αθηνών, είχε έρθει στην Αθήνα από την Πύλο. Η καταγωγή του όμως αναγόταν στον Νηλέα, ο οποίος καταγόταν και αυτός από το βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα.
Ο Κλύμενος, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο της Βοιωτίας τον Ορχομενό, το γιο του Μινύα – επειδή ο Ορχομενός δεν άφησε διάδοχο – ήταν εγγονός του Φρίξου, του γιου του Αθάμαντα, του βασιλιά της Άλου. Ο Αθάμαντας ήταν και αυτός γιος του Αίολου και εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας
Ο Περιήρης, που ήταν βασιλιάς στην Ανδανία, ήταν γιος του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Η κόρη του Περσέα Γοργοφόνη, έγινε γυναίκα του Περιήρη και του χάρισε δυο γιους, τον Λεύκιππο και τον Αφαρέα, που έγιναν βασιλιάδες στην Μεσσηνία. Έτσι και οι Μεσσήνιοι μπορούσαν να περηφανεύονται ότι δεν υστερούσαν στην καταγωγή τους, αφού και αυτοί είχαν προπάππο και προγιαγιά, τον Έλληνα και την Οθρηίδα.
Ο Αιακός, ο βασιλιάς της Αίγινας και αρχηγός των Μυρμιδόνων, κατά μία, την επικρατέστερη, άποψη, ήταν γιος της νύμφης Αίγινας. Η Αίγινα αυτή ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός ήταν γιος της Πηρώς, η οποία ήταν κόρη του Νηλέα. Ο Νηλέας καταγόταν από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού ήταν και αυτός εγγονός του Έλληνα και της νύμφης της Όθρης Οθρηίδας.
Οι Μυρμιδόνες επομένως, οι οποίοι φέρονται, σύμφωνα με τον πιο παραδεκτό και γνωστό στους πολλούς μύθο, ότι ήλθαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα από την Αίγινα με αρχηγό τους τον γιο του Αιακού Πηλέα, είχαν τις μακρινές ρίζες της καταγωγής τους σε τούτα τα μέρη. Δεν ήρθαν οι Μυρμιδόνες από την Αίγινα στην Αχαΐα Φθιώτιδα αλλά απλά από την Αίγινα, επανήλθαν στην πρώτη τους κοιτίδα.
Ο Φεραίμονας, γιος του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, καταγόταν από τούτα τα μέρη. Ο Φεραίμονας λατρευόταν ως θεός στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) και στη Μεσσηνία. Ακόμα λοιπόν και τους θεούς τους κάποιοι λαοί ήθελαν στους μύθους τους να έχουν την καταγωγή τους στην πρώτη τους κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Πώς αλλιώς άλλωστε θα μπορούσαν οι θεοί τους να θεωρούνταν πατροπαράδοτοι; Μήπως όταν ξεκινούσαν για να εποικίσουν κάποιο μακρινό μέρος δεν έπαιρναν μαζί τους πρώτα και κύρια τους πατρώους θεούς τους;
Η Πριήνη, πόλη της Ιωνίας της Μικράς Ασίας, ιδρύθηκε από τον Αίπυτο. Αυτός ήταν γιος του Νηλέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας. Έτσι και οι κάτοικοι της Πριήνης πίστευαν ότι μακρινοί τους πρόγονοι ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Οφέλτας ήταν μυθικός βασιλιάς των Βοιωτών. Ο σχετικός μύθος αναφέρει ότι ο Οφέλτας μαζί με τον ιερέα Περιπόλτα οδήγησε το λαό του από τη θεσσαλική Αρναία, από όπου τον έδιωξαν οι Θεσσαλοί, στην Βοιωτία, όπου ίδρυσε την πόλη Άρνη, ομώνυμη της θεσσαλικής Άρνης.
Πολλές ακόμα είναι οι μετακινήσεις ελληνικών φύλων και φυλετικών ομάδων από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι μετακινήσεις αυτές έχουν περάσει στη μυθολογία άλλες φορές ως γάμοι ηγεμόνων και βασιλιάδων, άλλες φορές ως αποτέλεσμα διωγμών από τον τόπο τους και επιστροφής των ίδιων ή των απογόνων τους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, άλλες φορές ως εκστρατείες για απόδοση δικαιοσύνης ή για τιμωρία εχθρών και για διάφορους άλλους λόγους.
Από τις λίγες ωστόσο παραπάνω ενδεικτικές αναφορές διαφαίνεται η σημαντικότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απόηχους από τους πρώτους αρχικούς μύθους της περιοχής αυτής θα πρέπει να μπορεί κάποιος να αφουγκρασθεί σ’ όλα τα μέρη του ελλαδικού κόσμου.
Αν δεν μπορούν ίσως να εντοπισθούν οι μύθοι αυτοί ατόφιοι δεν θα πρέπει να διστάζουμε, όταν βρίσκουμε στους όποιους μύθους τους κάποιες συσχετίσεις και αναγωγές στην Αχαΐα Φθιώτιδα, να τις επισημαίνουμε. Αυτή η επιβεβαιωμένη πλέον άποψη, περί της Αχαΐας Φθιώτιδας ως αρχικής κοιτίδας πολλών ελληνικών φύλων, μας οδηγεί στη σκέψη ότι όταν εντοπίζουμε μυθολογικές αναφορές που οδηγούν σε μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ακόμα και σ’ εκείνες τις περιοχές για τις οποίες δεν έχουμε κάποιες άλλες σχετικές ιστορικές επιβεβαιώσεις ή ενδείξεις, δεν θα πρέπει να διστάζουμε να σκεφτόμαστε μια πιθανή συσχέτισή τους με τούτη την περιοχή.
Όλα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι θα πρέπει και στις περιοχές αυτές να υπήρχαν επιβεβαιωτικοί μύθοι και να έχουν ξεχασθεί. Φαίνεται, ότι, αρχικά τουλάχιστον, θα πρέπει να ήταν κοινή πίστη όλων των Ελλήνων ότι η πρώτη τους καταγωγή ήταν κάπου στην Αχαΐα Φθιώτιδα και στη Θεσσαλία. Όταν, αργότερα, άρχισε ν’ αναπτύσσεται μεταξύ των διαφόρων διασκορπισμένων ελληνικών φύλων το αίσθημα της κοινής τους εθνικής καταγωγής, δεν θα πρέπει να υπήρχε φυλετική ομάδα στην Ελλάδα που να μην ήθελε να καταγόταν από τον Έλληνα και να μην είχε τέτοιους σχετικούς απόγονους του επώνυμου ήρωα των Ελλήνων, του Έλληνα και της γυναίκας του Οθρηίδας.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (2η συνέχεια)

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Ο μύθος ως πανανθρώπινη ψυχική ανάγκη
και ιδιαίτερο φυλετικό χαρακτηριστικό

                   Ο μύθος, από την πρωτόγονη ακόμα εποχή, ήταν μία από τις βασικές ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου και αποτελούσε το πρωταρχικό απαραίτητο σκαλοπάτι στην εξελικτική ανοδική πορεία του. Ο άοπλος, ανίσχυρος και ισχυρά προβληματισμένος από τον άγνωστο γύρω του κόσμο πρωτόγονος άνθρωπος, για να επιβιώσει μέσα σ’ αυτό το οπωσδήποτε εχθρικό και αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον του, έπρεπε καταρχήν να το υποτάξει στις δικές του ερμηνευτικές αντιλήψεις και ικανότητες. Έτσι μόνο θα μπορούσε να νιώσει ότι βρίσκεται σε οικείο και φιλικό, σε δικό του και γνωστό, χώρο. Αυτό ήταν – και τηρούμενων των αναλογιών το ίδιο ισχύει σε κάθε εποχή – μία βασική προϋπόθεση για ν’ αποκτηθεί η απαραίτητη για την επιβίωσή του αίσθηση ασφάλειας. Έτσι μόνο θα ήταν δυνατόν, απαλλαγμένος από το φόβο τού ξένου, άφιλου και άγνωστου, περιβάλλοντος, να επιβιώσει και να ισορροπήσει μέσα σ’ αυτό. Έτσι θα ένιωθε ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο δικό του και έτσι θα μπορούσε ν’ αποκτήσει σαφή και κατανοητή, από τις δικές του αντιληπτικές ικανότητες, γνώση της θέσης και του ρόλου του στον κόσμο που τον περιτριγύριζε.
Η λυτρωτική αυτή επίδραση της περιβαλλοντικής εξοικείωσης και της γνώσης τού ρόλου τού κάθε ατόμου μέσα στον γύρω του κόσμο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την αποσαφήνιση και την ερμηνεία, με τη σαφή αντίληψη και την κατανόηση των όσων υπάρχουν και συμβαίνουν τριγύρω του. Η λυτρωτική αυτή επίδραση του «γνωστού και οικείου περιβάλλοντος» είναι στον ίδιο πάντοτε βαθμό ευεργετική και επιδρά το ίδιο πάντοτε αποτελεσματικά και επιτυχημένα, ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία που δίνεται στα φαινόμενα είναι επιστημονική ή φανταστική (μυθολογική), σωστή ή λαθεμένη. Είναι αρκετό μόνο το ότι αυτή η κατανόηση και αποσαφήνιση της υπάρχουσας σχέσης μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντός του ικανοποιεί και ανακουφίζει προσωπικά τον ίδιο τον προβληματιζόμενο και τις νοητικές του ικανότητες και τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται σε γνωστό και δικό του χώρο, για όσο καιρό τουλάχιστο τίποτε διαφορετικό δεν έρχεται να διαψεύσει αυτή του την πίστη και να τον αναστατώσει, να διαταράξει την αρμονική του σχέση με τον περιβάλλοντα κόσμο.
Κι εκείνος ο πρωτόγονος και ακατατόπιστος επιστημονικά άνθρωπος που στα βάθη της ζούγκλας της Αφρικής πιστεύει ότι οι διάφορες φάσεις της σελήνης οφείλονται στο ότι κάποιο μεγάλο άγριο ζώο δαγκώνει κάθε τόσο από ένα κομμάτι σελήνης αλλά και ο μορφωμένος και κατατοπισμένος άνθρωπος της εποχής μας που γνωρίζει τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια, έχουν στον ίδιο βαθμό, ο καθένας για τον εαυτό του, ισορροπήσει τη σχέση τους με το φαινόμενο. Είναι και οι δύο στον ίδιο βαθμό βέβαιοι ότι κατέχουν την αλήθεια για την ερμηνεία του φαινομένου και ησυχάζουν. Είναι στον ίδιο βαθμό λυτρωμένοι κι ελεύθεροι. Δεν τους απασχολεί το φαινόμενο ως ένα πρόβλημα που χρειάζεται λύση. Έτσι έχουν και οι δύο στον ίδιο βαθμό συμβιβαστεί με το γεγονός, έστω κι αν αυτό ισχύει προσωρινά μεχρισότου βρουν κάποια άλλη περισσότερο ικανοποιητική εξήγηση. Έχουν και οι δύο βρει την ισορροπία και τη γαλήνη τους. Το περιβάλλον γύρω τους έγινε οικείο και το φαινόμενο κατανοητό. Μπορούν εξίσου ελεύθεροι πια και οι δύο ν’ ασχοληθούν με τ’ άλλα τους προβλήματα και κυρίως μ’ αυτά της καθημερινότητας και της επιβίωσής τους.
Η απορία και ο προβληματισμός που δημιουργείται με την εξαφάνιση του ήλιου στη δύση το βράδυ και την επανεμφάνισή του στην ανατολή το πρωί λύνεται εξίσου λυτρωτικά και για εκείνον που πιστεύει ότι οφείλεται στην περιστροφή της γης και για εκείνον που πιστεύει ότι ο ήλιος ξεκουράζεται και κοιμάται τη νύχτα ταξιδεύοντας με μια βάρκα από τη δύση ως την ανατολή, για να ξυπνήσει ξεκούραστος το πρωί. Και οι δύο ησυχάζουν αναπαυμένοι όπως κοιμούνται ήσυχα τόσο το μικρό παιδί με το παραμύθι της γιαγιάς όσο και ο επιστήμονας που βρήκε τη λύση τού φυσικού φαινομένου που τον απασχολούσε.
Κάθε λαός έχει τη δική του μυθολογία. Έχει αναπτύξει δηλαδή το δικό του τρόπο σκέψης στην αναγκαστική και επιβεβλημένη προσπάθειά του να βρει την πρώτη αρχή του κόσμου και να εξηγήσει και κατανοήσει τις δικές του αναφορές και σχέσεις ως ανθρώπου και το δικό του προσωπικό ρόλο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.                              Κάθε λαός, ως ανθρώπινο σύνολο, αλλά και κάθε άτομο ξεχωριστά, έχει επινοήσει μια «ερμηνεία» του κόσμου και με την ερμηνεία αυτή, την όποια δική του προσωπική ερμηνεία, έχει βρει την ησυχία του και την προσαρμογή του και μπορεί, απαλλαγμένος από τέτοια προβλήματα, απερίσκεπτος πλέον, να παλέψει για την επιβίωσή του.
Για το λόγο αυτό η λεπτομερειακή εξέταση και η προσεχτική μελέτη των μυθολογημάτων ενός λαού, η μελέτη δηλαδή του ειδικού και ξεχωριστού τρόπου σκέψης του, μπορεί να οδηγήσει σε άκρως ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Η μελέτη αυτού του ξεχωριστού τρόπου σκέψης κάθε λαού προσφέρει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα, προκειμένου να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της δικής του νοοτροπίας και αντίληψης, ως ιδιαίτερου λαού, «το ξεχωριστό» της εθνικής και φιλοσοφικής αντίληψης και της δικής του ιδιαίτερης χαρακτηριστικής νοητικής προσπάθειας για την ερμηνεία τού κόσμου τούτου.
Η μυθολογία κάθε λαού, η οποία αναπτύσσεται με σκοπό να δώσει την εξήγηση της πρώτης αρχής του σύμπαντος και του περιβάλλοντος κόσμου και την ερμηνεία άλλων γεγονότων και φυσικών φαινομένων και να καταστήσει οικείο και κατανοητό το περιβάλλον, είναι ένα ιδιαίτερο δικό του ατομικό χαρακτηριστικό, όπως ιδιαίτερη ατομική και δική του ξεχωριστή είναι και η όλη του συνολική φιλοσοφική τοποθέτηση για τη ζωή και τον κόσμο.
Η προσεχτική εξέταση, η αιτιολογημένη ερμηνεία και η συσχέτιση της όλης φιλοσοφικής τοποθέτησης ενός λαού με τη συνακόλουθη προσπάθεια της μυθολογικής ερμηνείας τού περιβάλλοντος κόσμου μπορεί να οδηγήσει και στην κατανόηση και αποσαφήνιση πολλών άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τής ιδιαιτερότητάς του και να χρωματίσει την διάκριση και φυλετική του διαφοροποίηση, σε σχέση με τους άλλους γειτονικούς ή μακρινούς λαούς.

                                                                                            2. Μυθολογία: Φαντασία και πραγματικότητα
Στην απώτατη εκείνη εποχή, κατά την οποία η ανθρώπινη ψυχή, μην έχοντας άλλη δυνατότητα οικειοποίησης και κατανόησης του «Αγνώστου», μυθολογούσε, προκειμένου να ερμηνεύσει τον περιβάλλοντα κόσμο, πέρα από τα φυσικά φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία ζητούσαν επιτακτικά την ερμηνεία και την κατανόησή τους, υπήρχαν και πραγματικά – ιστορικά – γεγονότα που φόβιζαν, προκαλούσαν και εντυπωσίαζαν τον άνθρωπο.
                 Τα γεγονότα αυτά, με την πάροδο των αιώνων, διατηρημένα μόνο στην μνήμη και με την προφορική, από στόμα σε στόμα κι από πατέρα σε γιο, παράδοση, επικαλύφθηκαν, με την πάροδο των αιώνων, με προσθήκες οι οποίες ήταν καθαρά δημιουργήματα της φαντασίας των ανθρώπων ή ήταν αυτόματες συμπληρώσεις των δημιουργούμενων, εξαιτίας της αναπόφευκτης λησμοσύνης, κενών. Επικαλύφθηκαν ακόμα και με πρόσθετα μυθολογικά κατασκευάσματα τα οποία ήταν απόρροιες της κατάπληξης και του θαυμασμού που αυτά προκαλούσαν. Πάντοτε ένα πολύ θαυμαστό και εντυπωσιακό γεγονός, ύστερα από πολύ καιρό, επικαλύπτεται από πρόσθετα μυθολογικά δημιουργήματα. Όλα αυτά, τα σκεπασμένα με μυθικές επινοήσεις και προσθήκες ιστορικά γεγονότα, συνταιριασμένα και συμπληρωμένα με μύθους, σκόπιμα δημιουργημένους για λόγους κάλυψης των παρουσιαζόμενων ερμηνευτικών κενών ή εξαιτίας της ιδιαίτερης προσωπικής αντίληψης ή και για άλλους σκοπούς, αποτέλεσαν τη μυθολογία κάθε λαού.
             Αυτό επιβεβαιώνει τη γενική παραδοχή ότι μέσα στη μυθολογία τού κάθε λαού, και παρ” όλες τις σχετικές και δικαιολογημένες επιφυλάξεις, που μπορεί να υπάρχουν, παρ” όλες τις δυσκολίες και τις διαφορές των μελετητών ως προς τα αναλογούντα ποσοστά αυτής της συνύπαρξης ιστορίας και μυθολογίας στην κάθε διήγηση, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι ενυπάρχουν και ατμίδες έστω ιστορικών στοιχείων, όσο και αν αυτές είναι πολύ δυσδιάκριτες. Μύθος, στην πρώτη του τουλάχιστο μορφή, «εκ του μηδενός και άνευ λόγου» δεν δημιουργείται, αν εξαιρεθεί ίσως – και αυτό όχι πάντοτε – το καθαρά παιδικό, το «φτιαχτό» σημερινό παραμύθι, όχι όμως και το παραδοσιακό λαϊκό παραμύθι.
                 Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι φρόνιμο και επιβεβλημένο από μεν τους ιστορικούς ερευνητές να μην απορρίπτεται προκαταβολικά κάθε εξέταση των περιεχομένων της μυθολογίας για τη διευκρίνηση των ιστορικών γεγονότων και τη λύση των συναφών προβλημάτων, από δε τους μυθολόγους να μην παραλείπεται η μελέτη της καθαρής ιστορίας και η καταφυγή σ’ αυτήν προκειμένου να διαλευκανθούν τα προβλήματα ερμηνείας, κατανόησης και επίλυσης των διάφορων μυθολογικών ζητημάτων που συχνότατα παρουσιάζονται.
Βεβαίως η εξαγωγή ασφαλών και επιστημονικώς τεκμηριωμένων, παραδεκτών απ’ όλους, συμπερασμάτων για την κάθε μία ιδιαίτερη περίπτωση ως προς τα ακριβή διαχωριστικά όρια ενός καθαρού μυθολογήματος και ενός καθαρά ιστορικού γεγονότος, τα οποία, με το πέρασμα πολλών αιώνων και τις επεμβάσεις των ανθρώπων, αναμίχθηκαν σε κάποια αφήγηση που μας άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς, δεν είναι εύκολη εργασία. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρόβλημα του καθορισμού των ποσοστών συμμετοχής του μύθου και της ιστορίας σε καθένα από αυτά τα σύνολα, τα οποία παρουσιάζονται ανάμικτα σε μία αφήγηση. Ο διαχωρισμός των δύο στοιχείων, μυθολογικού και ιστορικού, πρέπει να είναι πάντοτε μια πολύ προσεγμένη και υπεύθυνη εργασία και πάντοτε να γίνεται με πολλές και σοβαρές επιφυλάξεις. Είναι το μεγάλο πρόβλημα των επιστημόνων μυθολόγων αλλά και των ερευνητών της ιστορίας.
Εμείς, όπως προαναφέραμε, στην εργασία αυτή δεν αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα αυτό. Ίσως μάλιστα να μην είναι και χρήσιμη ή και ευχάριστη αυτή η «απομυθοποίηση». Ακόμα και στην εποχή μας – ή και ίσως ιδιαίτερα στην εποχή μας – χρειάζεται λίγο «παραμύθι». Ίσως στην σημερινή ιδιαίτερα εποχή κάποια «παραμυθία» να είναι πολύ χρήσιμη και ανακουφιστική.
Έτσι η μελέτη των μυθολογικών διηγήσεων ενός λαού είναι ενδιαφέρουσα τόσο για τους ιστορικούς όσο και για τους μυθολόγους. Εξάλλου είναι γνωστόν ότι, όπως πολλά ιστορικά γεγονότα – κυρίως βέβαια του απώτερου παρελθόντος – αλλοιώθηκαν με μυθολογικές προσθήκες, έτσι και πολλοί καθαροί μύθοι υιοθετήθηκαν σκοπίμως ως ιστορικά γεγονότα. Πολλοί είναι οι μύθοι που «βαπτίστηκαν» ιστορικά γεγονότα όπως ήταν στην αρχική τους μορφή, γιατί έτσι αρχικά βόλευαν, ή και όπως τροποποιήθηκαν αργότερα, σύμφωνα με προσωπικές αντιλήψεις και ανάγκες των νεότερων. Αλλά και νέοι μύθοι κατασκευάστηκαν σκοπίμως και «υιοθετήθηκαν» ως ιστορικά γεγονότα από εκείνους που είχαν ανάγκη ή ήθελαν να θεμελιώσουν συμφέροντα και να ικανοποιήσουν απαιτήσεις.
Πολλές λοιπόν είναι οι μυθολογικές εκδοχές, οι οποίες, είτε στην πρώτη τους άδολη και ανόθευτη, είτε στην σκόπιμα ή και αθέλητα, κατοπινή τροποποιημένη τους μορφή, υιοθετήθηκαν και βαφτίστηκαν ιστορικά, δηλαδή πραγματικά γεγονότα. Είναι αυτή μία σκόπιμη παραποίηση της ιστορίας και αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα των επιστημόνων ερευνητών. Είναι η «στρατευμένη» ιστοριογραφία. Άλλοι μύθοι πάλι κατασκευάστηκαν ύστερα από παραγγελία ισχυρών ανθρώπων, σε ειδικούς και ικανούς μυθογράφους, τραγικούς συγγραφείς, ποιητές, τραγωδούς, για ιδιοτελείς σκοπούς κυρίως δυναμικών αρχόντων, εκπροσώπων κάποιων ισχυρών πόλεων ή και οργανωμένων συμφερόντων κάποιων κοινωνικών ομάδων ή φύλων.
Υπήρχαν ασφαλώς στα παλιά εκείνα χρόνια ισχυρές και ακτινοβολούσες προσωπικότητες για τις οποίες ο θαυμασμός και η έκπληξη του λαού, η λογική του οποίου μην μπορώντας να εξηγήσει διαφορετικά τη δύναμή τους και τις πρωτοποριακές τους δραστηριότητες, επειδή τις έκρινε με τα δικά του, περιορισμένης δυνατότητας, κριτήρια, τις θεώρησε θεογέννητες. Ήταν οι «διογενείς» ή «διοτρεφείς» ή γενικά «θεογενείς», όπως τους ονόμαζαν, άρχοντες και ηγεμόνες. Για τον ερχομό των αρχόντων αυτών στον κόσμο οι άνθρωποι δημιουργούσαν σχετικές ερμηνείες μυθοπλάθοντας επισκέψεις θεών στις κρεβατοκάμαρες των θνητών γυναικών τών βασιλιάδων. Και υπάρχουν και ελάχιστες περιπτώσεις που θεές κοιμήθηκαν με θνητούς. Έπλαθαν τους μύθους αυτούς οι υπήκοοι για τον βασιλιά τους, γιατί κυρίως έτσι, δηλαδή «θεογενή», τον ήθελαν οι ίδιοι. Έτσι ακόμα βόλευε και τους ίδιους τους άρχοντες και τους αυλικούς τους.
             Υπήρξαν όμως και άλλοι άνθρωποι, κυρίως άρχοντες κάθε μορφής, που είχαν ανάγκη να στερεώσουν την υπακοή και την πειθαρχία των υπηκόων τους και να αποτρέψουν κάποιους φιλόδοξους αμφισβητίες του θρόνου τους. Στην προσπάθειά τους αυτή, μόνοι τους οι άρχοντες ή με τη βοήθεια του αυλικού τους περιβάλλοντος, στο οποίο περιλαμβανόταν συνήθως και κυρίως το ιερατείο, ως το μόνο αρμόδιο όργανο για τέτοιες γνωματεύσεις, ονόμασαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους «διογενείς» ή γενικά «θεογενείς», μυθοπλάθοντας επισκέψεις θεών στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας τους και επέβαλαν αυτή τους την εσκεμμένη φαντασίωση στους γύρω τους ανθρώπους «αναγκάζοντάς» τους να την πιστέψουν.
               Υπάρχουν ακόμη στην αρχαία Ελλάδα πολλές περιπτώσεις βασιλιάδων, ηρώων και αρχόντων, οι οποίοι προκειμένου να καρπωθούν και αυτοί και να ενισχύσουν το κύρος τους με θεϊκή καταγωγή, αλλά και συγχρόνως για να απομακρύνουν και να διαγράψουν την συμμετοχή τού τόσον ορατού, φυσικού τους ανθρώπινου πατέρα στην πράξη της γέννησής τους, και να θεωρείται έτσι ως ουδέτερη και αμέτοχη η παρουσία του και η ύπαρξή του δίπλα στην μητέρα τους, μυθόπλασαν οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι, φυσική ανικανότητά του και αναγκαστική – ένεκα θείας εντολής – υιοθέτηση των παιδιών του θεού. Πολλοί είναι οι άρχοντες μεγάλων κυρίως πόλεων στην αρχαία Ελλάδα που είχαν δύο πατέρες, ένα θνητό «πατέρα», ο οποίος έπαιζε το ρόλο του απλού προστάτη στη ζωή τους, αυτού που θα φρόντιζε να τον αναθρέψει, αλλά και ένα φυσικό πατέρα, ο οποίος θα ήταν πάντοτε κάποιος μεγάλος θεός και ο οποίος τον προστάτευε και τον βοηθούσε σ’ όλες του τις ενέργειες. Η θεϊκή πατρότητα απότρεπε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης και αρπαγής της δοσμένης «εκ Θεού» εξουσίας τους. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις «βολεύονταν» τα πράγματα αλλά και οι συνειδήσεις των ανθρώπων και κάποιοι ίσως αμφισβητίες με τη γέννηση διδύμων, από τα οποία το ένα είχε πατέρα τον θνητό και το άλλο τον Θεό.

3. Η υπεροχή της Ελληνικής Μυθολογίας

                Η Ελληνική Μυθολογία, σε σύγκριση με τις μυθολογίες άλλων λαών χαρακτηρίζεται – όπως αυτό βεβαιώνεται απ’ όλους τους ειδικούς μελετητές επιστήμονες της μυθολογίας – από μία εντελώς ιδιαίτερη γοητεία. Αυτή η ιδιαίτερη γοητεία της οφείλεται στην καταπληκτική πλοκή των μύθων της, στο μεγάλο πλούτο των επινοημάτων και την ποικιλία των διαφορετικών εκδοχών, στην καθαρότητα της διάρθρωσης, στη σαφήνεια της αιτιολόγησης των δρώμενων, στη φυσικότητα της ροής των γεγονότων και στην άριστη ανάπτυξή τους σε επίπεδα σαφώς κατανοητά και κυρίως στην ανάπτυξή της σε επίπεδα ανεκτά και παραδεκτά, για τα μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας, και επομένως εύκολα αποδεκτά και υιοθετούμενα από αυτή.
Η παραπάνω άποψη των ειδικών γίνεται εύκολα και γρήγορα αποδεκτή και από οποιονδήποτε μη «ειδικό», αμερόληπτο μελετητή, ο οποίος θα θελήσει να επιδοθεί προσεχτικά στη μελέτη των μυθολογιών των διάφορων λαών. Δεν χρειάζεται να έχει προκαταβολικά ειδικές γνώσεις. Γίνεται αμέσως αντιληπτή η υπεροχή της Ελληνικής Μυθολογίας από την πρώτη σύγκριση.
Και αυτοί ακριβώς είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελληνική Μυθολογία διαδόθηκε κι έγινε πολύ ευρύτερα γνωστή και ιδιαίτερα αγαπητή σε παγκόσμιο επίπεδο, σε αντίθεση με τις μυθολογίες άλλων λαών, οι οποίες δεν αγαπήθηκαν ποτέ τους ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό ούτε από τους ίδιους τους δημιουργούς λαούς τους και κυρίως δεν έγιναν αγαπητές και αποδεκτές σε παγκόσμια κλίμακα. Το σπουδαιότερο αίτιο αυτής της περιορισμένης διάδοσης και μη αναγνώρισης των μυθολογιών των άλλων λαών είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν αγαπητές και αποδεκτές εξαιτίας των συνήθως χονδροειδών, εξωπραγματικών και ακατανόητων δομών και πλοκών τους. Λείπει η λεπτότητα του δημιουργήματος μιας αναπτυγμένης και καλλιεργημένης διανόησης. Όταν συγκρίνει κάποιος τις μυθολογίες αυτές με την ελληνική, την οποία η δημιουργική και δομικά πειθαρχημένη ελληνική διάνοια και καθαρότητα της σκέψης οδήγησε σε παγκόσμια αναγνώριση, απογοητεύεται από εκείνες και γοητεύεται, αγαπά και λατρεύει την Ελληνική Μυθολογία.
Είναι βεβαίως σ’ όλους γνωστό και γενικά παραδεκτό ότι ο Όμηρος, με τα δύο κοσμαγάπητα μεγάλα έπη του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, είναι εκείνος ο οποίος κυρίως βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στην ευρύτατη διάδοση των ελληνικών μύθων. Τα ομηρικά έπη, τα οποία περικλείουν ασφαλώς και ιστορικούς πυρήνες, αποτελούν την κορύφωση της ανθρώπινης επικής δημιουργίας. Η αναμφισβήτητη αυτή γοητεία τους έχει συντελέσει στην παγκόσμια αναγνώρισή τους και στην ευρύτερη διάδοση των περιεχομένων σ’ αυτά μύθων.
Δεν είναι αρκετή όμως απλά και μόνο η ύπαρξη ενός, έστω και τόσο «μεγάλου», Ομήρου να δικαιολογήσει την παγκόσμια διάδοση της Ελληνικής Μυθολογίας και την γενική αναγνώριση της υπεροχής της. Πρωταρχικά υπήρχαν οι ωραίοι μύθοι, υπήρχε η προικισμένη δημιουργός ψυχή του λαού αυτού, υπήρχε ο εμπνευσμένος πλάστης ελληνικός λαός, και ύστερα βρέθηκε ένας Όμηρος για να κάνει, τους μύθους που δημιούργησε ο λαός αυτός, ευρύτερα γνωστούς με την ποίησή του. Ύστερα βρέθηκαν οι τραγικοί ποιητές για να τους καλλιεργήσουν περισσότερο και να τους διαδώσουν. Υπήρχε η ευγενής γη, βρέθηκε ο ευγενής σπόρος, έγινε σωστή καλλιέργεια και προήλθε ο ευγενής καρπός.
Επινοήσεις και μύθοι όπως π. χ. πως η γη στηρίζεται στην πλάτη ενός μεγάλου ελέφαντα ο οποίος πατάει στη ράχη μιας τεράστιας χελώνας και η οποία με τη σειρά της στηρίζεται πάνω σ’ ένα αυγό, όπως λένε οι μυθολογίες κάποιων άλλων λαών, είναι αδύνατο να γίνουν αποδεκτές από την ελληνική σκέψη, αλλά και την παγκόσμια, χωρίς ένα ειρωνικό χαμόγελο για την απαράδεκτα χονδροειδή αυτή σύλληψη. Πολύ περισσότερο φυσικά δεν είναι δυνατόν τέτοιοι μύθοι να τραγουδηθούν από κάποιον έλληνα Ησίοδο και να εμπνεύσουν καλλιτέχνες. Τέτοιοι μύθοι δεν τραγουδιούνται ποτέ από έναν Όμηρο και όταν ακόμη αυτός ο Όμηρος είναι δυνατόν να υπάρχει σε κάποιο λαό. Χοντροειδείς στη σύλληψη μυθολογικές επινοήσεις δεν είναι δυνατό να γίνουν τραγωδίες του ύψους των δημιουργημάτων της ελληνικής δραματουργίας.
Δεν υπάρχει επομένως επίπεδο σύγκρισης των τέτοιων μυθολογικών επινοημάτων με τους ωραίους ελληνικούς μύθους, τους γεμάτους χάρη, φυσικότητα, ομορφιά και πλασμένους σε ανθρώπινες διαστάσεις. Γι’ αυτό και οι μυθολογίες των λαών αυτών δεν έγιναν γνωστές, πέρα από τα στενά περιορισμένα δικά τους τοπικά όρια. Γι’ αυτό δεν ενέπνευσαν ποιητές, δεν τραγουδήθηκαν, δεν αποτέλεσαν θέματα τραγωδιών, δεν μπόρεσαν να εμπνεύσουν την δημιουργία ποιητικών αριστουργημάτων ή καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.
Αυτή η ευλογημένη ιδιαιτερότητα της ελληνικής ψυχής και αυτή η χαρισματική υπεροχή της αρχαίας ελληνικής διανόησης είναι εκείνα που έκαναν τα δημιουργήματα της αρχαίας μυθολογίας τούτης της χώρας να κερδίσουν την παγκόσμια αναγνώριση και τον γενικό θαυμασμό.

4. Η άνιση κατανομή των μύθων

             Ωστόσο, η Ελληνική Μυθολογία δεν φαίνεται να παρουσιάζει σ’ όλες τις περιοχές τής Ελλάδας τον ίδιο πλούτο μύθων. Δεν συναντούμε παντού τον ίδιο βαθμό ποικιλίας εκδοχών των διάφορων τοπικών μύθων, ούτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας και φυσικότητας στην πλοκή τους. Δεν φαίνεται να έχουν, στην πρώτη τους τουλάχιστον πρόχειρη εξέταση, όλες οι περιοχές της Ελλάδας πολλούς και συναρπαστικούς μύθους. Κάποιες μάλιστα περιοχές, σε μια πρώτη πρόχειρη εξέταση, ίσως παρουσιάζονται στερημένες παντελώς από μυθολογικές αναφορές.
Αντίθετα μερικές άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ ευρύτερα γνωστές για τη μυθολογία τους. Κάποιες μάλιστα έγιναν ονομαστές, ακριβώς για τους τοπικούς μύθους τους, σε τέτοιο βαθμό που να γίνονται «επώνυμες» μέχρι βαθμού συνταύτισής τους με τις μυθικές ωραιοποιήσεις τους, ακριβώς για τους μύθους τους και τους ήρωες που αναφέρονται σ’ αυτούς. Έτσι και μόνο με την αναφορά του ονόματος κάποιων περιοχών έρχεται συνειρμικά στη μνήμη ο σχετικός μύθος.                      Και μόνο η αναφορά του ονόματος «Νεμέα» π. χ. φέρνει αμέσως στη θύμηση το μύθο του λιονταριού της Νεμέας. Όμοια η Ικαρία μας θυμίζει τον Ίκαρο και το Δαίδαλο, το Πήλιο τον Κένταυρο Χείρωνα, η Κρήτη τον Μινώταυρο και τον Λαβύρινθο.
Ο Όλυμπος με τους δώδεκα θεούς, οι Δελφοί με το Μαντείο τους και τον Απόλλωνα, η Πελοπόννησος με τους άθλους του Ηρακλή, η Κρήτη με το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου, ο Ελλήσποντος με την Έλλη, αλλά και πολλά άλλα μέρη, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τόπων οι οποίοι φαίνεται να οικειοποιούνται και να μονοπωλούν το ενδιαφέρον από την άποψη της μυθολογίας και να χαρακτηρίζονται έντονα και ν’ αναγνωρίζονται «επώνυμοι» από τους αναφερόμενους σ’ αυτούς μύθους.
Είναι πολύ σπάνιο και μάλλον απίθανο να συναντήσει κάποιος ανθρώπους, ενός στοιχειώδους τουλάχιστον μορφωτικού επιπέδου, που ν’ αγνοούν τους μύθους της Λερναίας Ύδρας, των θεών του Ολύμπου ή των περιπετειών του Οδυσσέα και της αρπαγής της Ωραίας Ελένης, του Τρωικού Πολέμου.
Μερικές άλλες περιοχές, αντίθετα προς τις παραπάνω, φαίνεται να μην θυμίζουν τίποτε σχετικό με μυθολογία. Η αναφορά του ονόματός τους δεν φέρνει στη μνήμη τού ακροατή κανένα σχετικό μύθο. Δεν εντοπίζονται μυθολογικές αναφορές στα οποιαδήποτε δημοσιεύματα για τους τόπους αυτούς. Μάταια οι επισκέπτες των περιοχών αυτών αναζητούν μία ιδιαίτερη μνεία στη μυθολογία, ένα ιδιαίτερο τοπικό μυθολογικό χαρακτηριστικό αφήγημα. Άδικα οι παράγοντες, οι ενδιαφερόμενοι για την ανάπτυξη του τουρισμού και την προβολή του τόπου αυτού, ψάχνουν να βρουν κάποια μυθολογική αναφορά να την επισημάνουν στους τουριστικούς οδηγούς και να την γνωστοποιήσουν έτσι στους ενδιαφερόμενους επισκέπτες της περιοχής τους.
Φαίνεται σαν να μην έζησαν άνθρωποι στους τόπους αυτούς κατά την εποχή τής δημιουργίας των μύθων ή σαν οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτούς τους τόπους να ήταν καμωμένοι από μία εντελώς διαφορετική πάστα, από κάποιο υλικό εντελώς διάφορο. Εύκολα μπορεί να καταλήξει κάποιος στην άποψη αυτή, εάν δεν μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποια άλλη αιτία αυτής της ανυπαρξίας μύθων. Εύκολα δημιουργείται μια τέτοια πεποίθηση ιδιαίτερα όταν αυτός ο απληροφόρητος γνωρίζει, αφού είναι γενικά παραδεκτό, ότι κάθε λαός, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, μυθολογεί και ότι η μυθολογία είναι επιτακτική βιολογική ανθρώπινη ανάγκη, ότι είναι πρωταρχική και ζωτική ανάγκη επιβίωσης.
Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιοχές που στην πρώτη τους θεώρηση φαίνονται στερημένες μυθολογημάτων. Η αρίθμηση και η μνημόνευσή τους στη θέση αυτή δεν κρίνεται σκόπιμη. Μία ωστόσο τέτοια περιοχή, τουλάχιστο για το ευρύτερο κοινό και όσους δεν έχουν ασχοληθεί ειδικά με το θέμα, είναι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, η περιοχή δηλαδή που έχει κεντρικό και κυρίαρχο γεωγραφικό χαρακτηριστικό της την ραχοκοκαλιά της οροσειράς της Όθρης.                              Είναι η ευρύτερη περιφέρεια της σημερινής περιοχής Αλμυρού.
Με ειδική όμως και επιμελημένη έρευνα και με προσεκτικές και διεισδυτικές αποκρυπτογραφήσεις αποδεικνύεται ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία – αλλά και οι άλλες περιοχές της ίδιας κατηγορίας – έχουν και αυτές τη μυθολογία τους. Για να την γνωρίσει όμως κάποιος πρέπει να ψάξει στο υπέδαφος της γνωστής σ’ όλους, της ρέουσας δηλαδή και ηχηρής ελληνικής μυθολογίας. Και αυτό ακριβώς θα προσπαθήσουμε να κάνουμε διεξοδικά στη συνέχεια.
Η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας είναι αυτή ακριβώς η περιοχή της οποίας τους μύθους θα επιχειρήσουμε να συγκεντρώσουμε στην εργασία μας αυτή.

5. Όλοι οι άνθρωποι μυθολογούν

             Η φαινομενική αυτή ανυπαρξία μύθων σε κάποιους τόπους δεν μπορεί βεβαίως να σημαίνει ότι αυτοί δεν αναφέρονται στη μυθολογία. Όλοι οι άνθρωποι μυθολογούν, αφού ο μύθος, όπως προαναφέρθηκε, είναι μία πρωταρχική, βασική, επιτακτική και κυρίαρχη ανάγκη της επιβίωσης και έκφρασης του ανθρώπου. Πρωτόγονος άνθρωπος, όπως ο άνθρωπος της εποχής της δημιουργίας των μύθων, και επομένως ιδεολογικά άοπλος, ανίσχυρος και απροσανατόλιστος, είναι αδύνατο να μη σπεύσει να κατασκευάσει γύρω του ένα δικό του κατανοητό κόσμο, ένα κόσμο που θα γίνει οικείος και προσπελάσιμος στις δικές του αντιληπτικές ικανότητες. Αυτό είναι γενική και αναγκαία προϋπόθεση για την ακώλυτη ενασχόληση του ανθρώπου με τον αγώνα της επιβίωσής του.
Αυτό ισχύει, σε μικρότερο ίσως βαθμό, και στους μετά την πρωτόγονη εποχή χρόνους. Ο άνθρωπος δεν πέρασε αμέσως από τον άλογο μύθο του «απολίτιστου πρωτόγονου» στη λογική ερμηνεία του «σύγχρονου πολιτισμένου». Εξάλλου και σε προχωρημένα στάδια του πολιτισμού – και πάντοτε ακόμη και στη σημερινή εποχή των διαστημικών ταξιδιών – ο μύθος αποτελεί ανακούφιση της ανθρώπινης ψυχής. Αναπνέει πιο ελεύθερα ο άνθρωπος στο χώρο του υπερλογικού. Ο μύθος είναι μια ανακουφιστική ανάσα της ανθρώπινης ψυχής κι ένα ταξίδι τόνωσης και αναψυχής στον πρωταρχικό παρθενικό αγέρα της, στον χαμένο παράδεισό της. Το παραμύθι μάς χρειάζεται και μπορεί ν’ ανακουφίζει ακόμα και σήμερα και ίσως μάλιστα σήμερα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και στους άλλους πλανήτες, στους οποίους ασφαλώς ο γίγαντας της επιστήμης άνθρωπος σύντομα θα ταξιδέψει, θα υπάρχουν στιγμές που θ’ αναζητάει παραμύθια. Κι ίσως εκείνες οι στιγμές να είναι και τότε και πάντοτε οι πιο γαληνεμένες του. Ίσως εκείνες οι στιγμές να είναι οι μόνες αληθινά ανθρώπινες στιγμές, οι στιγμές της νοσταλγίας του μακρινού και οριστικά χαμένου παραδεισένιου παρελθόντος του.
Παντού η ανθρώπινη ψυχή, στις πρώτες ιδίως αρχές της υπόστασής της και στα πρώτα σκαλοπάτια της σταδιακής απόκτησης της αυτοσυνείδησής της, έχει ανάγκη να εξηγεί τον περιβάλλοντα κόσμο, έχει ανάγκη να φιλοσοφεί ή να παρηγορείται μυθολογώντας. «Η υποκατάσταση της μυθολογούσας συνείδησης από τη λογική είναι πάντοτε μερική, γιατί, πλάι στη λογική, μια περιοχή της ανθρώπινης συνείδησης θα διακατέχεται πάντα από άλογες δυνάμεις»
Οι μύθοι των ανθρώπων ενός τόπου, στην αρχική τους τουλάχιστο, την πρώτη, την αγνή και αυθόρμητα γεννημένη μορφή τους, δεν επινοήθηκαν από κάποιους καλλιεργημένους ανθρώπους ύστερα από σκόπιμη ενασχόληση με το θέμα αυτό. Δεν είναι ο αρχικός μύθος αποτέλεσμα και συνέπεια και κυρίως δεν είναι προϋπόθεση κάποιας ιδιαίτερης πνευματικής ανάπτυξης. Δεν είναι οι μύθοι, στην πρώτη τους, την ανόθευτη μορφή, δημιουργήματα αργόσχολων ανθρώπων τους οποίους δεν τους απασχολούσαν τα έντονα προβλήματα του αγώνα επιβίωσης. Η κατανόηση του περιβάλλοντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν από την έναρξη του αγώνα επιβίωσης και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Υπήρχε στον άνθρωπο ο νους, ο οποίος – σε αντίθεση με τα άλλα ζώα τα οποία στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο στα ένστικτά τους – πρωταρχικά και πιεστικά τον οδηγούσε στην καταβολή πνευματικής προσπάθειας για κάποια ερευνητική και ερμηνευτική υποταγή τού γύρω του κόσμου.
Εξάλλου από τη στιγμή που η δημιουργία των μύθων κάποιου λαού παύει να είναι αυθόρμητη και πηγαία έκφραση της πρώτης πιεστικής ερμηνευτικής ανάγκης τού περιβάλλοντος κόσμου και γίνεται σκόπιμη δημιουργική ενασχόληση, οι μύθοι του δημιουργούν πάμπολλα ερμηνευτικά προβλήματα, δικαιολογημένες αμφισβητήσεις και έντονους προβληματισμούς. Οι πραγματικοί, οι αγνοί, οι αυθόρμητοι και χωρίς σκόπιμες επεμβάσεις μύθοι, είναι εκείνοι που είναι το τελικό καταστάλαγμα πάμπολλων αιώνων λαϊκής σοφίας, παρατήρησης και πείρας. Οι πραγματικοί μύθοι είναι απόσταγμα της ανόθευτης μακροχρόνιας συνολικής σκέψης πολλών χιλιάδων ανθρώπων, σκέψης που πέρασε και διαμορφώθηκε μέσα από αναρίθμητες πίστεις και πεποιθήσεις και μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά με συνεχείς ανεπαίσθητες επεμβάσεις, τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, ποτέ όμως σκόπιμες, ποτέ «στρατευμένες» σε κάποια σκοπιμότητα. Αυτή και μόνο η μυθοπλασία είναι εκείνη που τη λέμε και τη θεωρούμε πρωταρχική και επιβεβλημένη υπαρξιακή ανάγκη. Η πηγαία, η μη σκόπιμη, μυθοπλασία είναι φυσικό υπαρξιακό ανθρώπινο δημιούργημα.
Ένα τέτοιο λοιπόν καταστάλαγμα ανθρώπινης σκέψης μέσα από μια σειρά πολλών αιώνων δεν μπορεί ποτέ να είναι προνόμιο ενός μόνο λαού ή των ανθρώπων κάποιων μόνο περιοχών. Η μυθοπλασία είναι γενική και πανανθρώπινα συναντώμενη επινόηση και φυσικό επακόλουθο της ανάγκης επιβίωσης οποιασδήποτε κοινωνίας. Είναι πανανθρώπινη ανάγκη επιβεβλημένη, εξαιτίας της ανυπαρξίας άλλων επιλογών. Είναι ένας αναγκαίος ανθρώπινος φυσικός κοινωνικός προσαρμοστικός μηχανισμός.
Επομένως πρέπει να θεωρείται αφύσικο για τους ανθρώπους των τόπων εκείνων οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, όπως και για τους ανθρώπους οποιουδήποτε λαού πάνω στη γη, να μην έχουν μυθολογήσει. Όλοι οι άνθρωποι αντιμετώπισαν την υπαρξιακή ανάγκη της ερμηνευτικής υποταγής και οικειοποίησης του εχθρικού και άγνωστου πρώτου περιβάλλοντος. Όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη μυθόπλασαν, γιατί δε μπορούσαν να πράξουν διαφορετικά. Ήταν στη φύση τους μέσα. Ήταν πρωταρχική τους ανάγκη.

6. Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν

            Έπειτα από τα παραπάνω απομένει ως μόνη λογική απάντηση ότι και στους τόπους αυτούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, οι άνθρωποι μυθολόγησαν αλλά οι μύθοι τους δεν έγιναν γνωστοί ευρύτερα και λησμονήθηκαν.
Γιατί όμως οι μύθοι κάποιων περιοχών έγιναν γνωστοί, καταγράφηκαν και διαδόθηκαν ευρύτερα και τους γνωρίζουμε όλοι, ενώ οι μύθοι κάποιων άλλων περιοχών και κάποιων λαών σκεπάστηκαν από την αφάνεια; Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν;
Να είναι μήπως η γοητευτικότητα της διήγησης, της ροής των γεγονότων και ο πλούτος των αναφερόμενων στοιχείων των μύθων των περιοχών αυτών εκείνο που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοσή τους; Αλλά τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο και αυτοί πρωτόγονοι και άοπλοι ιδεολογικά, όπως όλοι οι άλλοι, γεννήθηκαν με την αποκλειστική και χαρισματική ικανότητα να μυθολογούν γοητευτικά.
Να είναι μήπως η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων των αναφερόμενων επεισοδίων, τα πολύ μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των μυθολογούμενων προσώπων ή κάποιο άλλο στοιχείο αυτών καθαυτών των μύθων, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου δημιουργήθηκαν, εκείνα τα στοιχεία που συνετέλεσαν στην ευρύτερη διάδοσή τους; Και πάλι θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιοι τόποι είχαν ανθρώπους προικισμένους με ιδιαίτερες μυθοπλαστικές ικανότητες και δημιουργική φαντασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, αν και αυτοί ήταν το ίδιο πρωτόγονοι όπως όλοι.
Δεν φαίνεται όμως να είναι ούτε η γοητευτικότητα των μύθων κάποιου τόπου, τουλάχιστον στην πρώτη τους ακατέργαστη μορφή, εκείνη που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς, ούτε η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων.
Είναι βέβαιο ότι το «κατεργασμένο» είναι σκοπίμως και εκ των υστέρων τροποποιημένο. Είναι «επέμβαση». Είναι «αλλοίωση». Δεν είναι άδολο, απλό και γνήσιο δημιούργημα. Δεν είναι δυνατό – θα το ξαναπούμε – να γίνει δεκτό ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο πρωτόγονοι και αυτοί, όπως και όλοι οι άλλοι δίπλα τους και με τις ίδιες βασικές βιοτικές ανάγκες, κάτω από τις ίδιες σκληρές και αντίξοες συνθήκες ζωής, είχαν συγκεντρωμένη την ικανότητα μυθολογικής ερμηνείας των γεγονότων και των φαινομένων του κόσμου ή και την πολυτέλεια του χρόνου, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό από τους διπλανούς τους. Όλοι μυθολογούσαν κάτω από την ανάγκη επιβίωσης. Η όποια διαφορά παρατηρείται βρίσκεται μόνο μεταξύ μύθων «δουλεμένων», μύθων που δημιουργήθηκαν και επεξεργάστηκαν δηλαδή σε χρόνο σχόλης και άνεσης, και «ακατέργαστων», μύθων, αφημένων στην πρώτη τους μορφή.
Αλλά και εάν ακόμη δεχτούμε μία τέτοια διαφορά μυθοπλαστικής ικανότητας, όπως πράγματι παρατηρείται, μεταξύ λαών που ζούσαν σε πολύ διαφορετικά και πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους περιβάλλοντα, όπως οι λαοί π.χ. της Αφρικής σε σχέση με τους απομακρυσμένους από αυτούς λαούς της Αμερικής ή της Αυστραλίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει για ανθρώπους της ίδιας φυλής και του ίδιου γεωγραφικού περιβάλλοντος. Τέτοιες διαφορές, όπως αναφέρουμε στο κεφάλαιο για την υπεροχή της ελληνικής μυθοπλαστικής ικανότητας σε σχέση με άλλες φυλές, παρατηρούνται. Αλλά για τις διαφορές αυτές υπάρχουν άλλοι λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν θέση στην εργασία αυτή.
Είναι αφύσικο και ίσως παρακινδυνευμένο όμως να δεχτούμε ότι οι κάτοικοι π.χ. της Πελοποννήσου, της Αττικής ή της Κρήτης είχαν τόσο μεγαλύτερη ικανότητα μυθοπλαστικής ερμηνευτικής διεισδυτικότητας στο περιβάλλον από τους κατοίκους που ζούσαν σ” άλλα γειτονικά μέρη, όπως π.χ. στη Θεσσαλία, πάνω στα Άγραφα, στον κάμπο της Λάρισας, στα Καμβούνια, στον Αλμυρό, στα Χάσια, στην Όθρη.
Πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι η σημαντικότητα του πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου, που έπαιξαν στην όλη εθνική ιστορία κάποιοι τόποι, είναι η κύρια αιτία της επικράτησης και της ευρύτερης διάδοσης των μύθων της περιοχής τους. Η σημαντικότητα και η ακμή κάποιων περιοχών βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξή τους και την ταυτόχρονη, ως συνακόλουθο αποτέλεσμα, ύπαρξη αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων, συγγραφέων και ποιητών. Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι δούλεψαν κάτω από την προστασία ή και κάτω από την επιβολή ισχυρών και φιλόδοξων ηγεμόνων, βοήθησαν στην ταυτόχρονη πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του τόπου. Ένα από τα αποτελέσματα της ανάπτυξης αυτής ήταν η καταγραφή και η «λογοτεχνική» επεξεργασία και συμπλήρωση των υπαρχόντων μυθολογικών αγνών λαϊκών δημιουργημάτων. Ταυτόχρονο όμως αποτέλεσμα και συνέπεια της ανάπτυξης αυτής ήταν και η «καλλιέργεια» και η «μεταλλαγή» πολλών τέτοιων αρχικών μύθων σε εκδοχές «ομορφότερες» και κυρίως «βολικότερες» για κάποιους.
Μ’ αυτή όμως τη λογική συνέπεια θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι μύθοι της μορφής αυτής, της «καλλιεργημένης», είναι τροποποιημένες μορφές που έγιναν με σκόπιμες κατοπινές επεμβάσεις και αλλοιώσεις ή, το λιγότερο, πρέπει να είναι μύθοι πιθανώς ύποπτοι ως προς την αυθεντικότητα τους. Δεν είναι οι μύθοι αυτοί η πρώτη και αρχική δημιουργία που έγινε από την πιεστική ανάγκη ερμηνείας του περιβάλλοντος. Και δημιουργίες, οι οποίες δεν επιβάλλονται από ανάγκες επιβίωσης, δεν γίνονται παρά μόνο από συμφεροντολογικούς σκοπούς ή έστω, στην καλύτερη περίπτωση, για «καλλιτεχνικούς» σκοπούς, για κάποια ωραιοποίησή τους. Οι αλλοιώσεις και οι επεμβάσεις είναι δημιουργήματα που έγιναν κατά το χρόνο της ανάπαυσης του ανθρώπου και βεβαίως αφού είχε προηγηθεί η λύση των επιτακτικών προβλημάτων επιβίωσης. Δεν περιέχουν επομένως οι μύθοι αυτοί την πρώτη αγνή, την επιβεβλημένη από βιοτικές ανάγκες ερμηνευτική και προσαρμοστική μυθολογική δημιουργία, εκείνη δηλαδή που έγινε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα για την επιβίωση του ανθρώπου.
Η πραγματική μυθοπλασία, εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί και να εξετασθεί ως συστατικό στοιχείο για την κατανόηση της ψυχοσύστασης ενός λαού, δεν είναι το δημιούργημα μιας αργόσχολης ενασχόλησης. Τα μυθολογικά δημιουργήματα της πρωταρχικής ανάγκης της επιβίωσης και της ερμηνευτικής υποταγής και οικείωσης του περιβάλλοντος κόσμου είναι αγνά και «απονήρευτα». Αυτά είναι τα ουσιαστικά και δηλωτικά στοιχεία της πραγματικής υπόστασης του δημιουργού λαού. Τ’ άλλα, τα δημιουργήματα της σχόλης, είναι η «γκλίτσα με τα πολλά κεντίδια και στολίδια» που την βάλαμε και την έχουμε στο σαλόνι για να καμαρώνουμε. Δεν είναι η γκλίτσα του τσομπάνη που αναγκαστήκαμε να την φτιάξουμε και να την χρησιμοποιούμε για να πιάσουμε το κατσίκι από το πόδι. Είναι αντικείμενο «λογοτεχνικής» επεξεργασίας.
Ο κυρίαρχος π. χ. ρόλος του κράτους των Αθηνών στο ιστορικό προσκήνιο της αρχαίας Ελλάδας, με τη βοήθεια της συνακόλουθης πνευματικής ανάπτυξης και καλλιτεχνικής δημιουργίας των μεγάλων τραγικών ποιητών που έζησαν σ’ αυτήν, ήταν ισχυρός παρεμβατικός παράγοντας στην διαμόρφωση της ελληνικής μυθοπλαστικής δημιουργίας. Η ωραιοποιημένη και καλλιεργημένη αυτή μυθοπλασία των τραγικών ποιητών ήταν εκείνη που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοση των δικών τους εκδοχών και στον παράλληλο εξοβελισμό κάθε άλλης εκδοχής, έστω κι αν αυτή η άλλη ήταν η πρώτη, η αυθεντικότερη και η γνησιότερη εκδοχή.
Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και οι άλλοι τραγικοί ποιητές και οι κωμωδιογράφοι όχι μόνο χρησιμοποίησαν τους μύθους που βρήκαν να υπάρχουν στη λαϊκή παράδοση αλλά και πολλούς απ’ αυτούς, όσους τους ενδιέφεραν, τους τροποποίησαν, και μάλιστα σε πολλές και διαφορετικές ο καθένας τους εκδοχές, σύμφωνα με τις ανάγκες των έργων τους και τις εκάστοτε επιδιώξεις τους. Αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι τραγικοί ποιητές δημιούργησαν εξαρχής νέους, δικής τους έμπνευσης, μύθους. Πήραν την γκλίτσα του τσοπάνη και την στόλισαν με «μπιχλιμπίδια» γιατί έτσι θα πουλιόνταν καλύτερα και έτσι θα άρεσε περισσότερο.                           Έτσι θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους ή τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των εντολέων αφεντικών τους. Έτσι θα περνούσαν τα συνθήματά τους, έστω και αν αυτά δικαιολογούνταν γιατί χρησιμοποιούνταν σε πολλές περιπτώσεις για να «διδάξουν» το λαό τους. Έτσι θα ικανοποιούσαν και την ατομική τους προβολή. Έτσι μόνο θα έπαιρναν τα βραβεία στους σχετικούς διαγωνισμούς. Στην προσπάθειά τους όμως αυτή χρησιμοποίησαν και μύθους άλλων περιοχών, τους οποίους μετέφεραν στην δική τους περιοχή και τους οικειοποιήθηκαν, γιατί τους βόλευαν και τους συνέφεραν, γιατί τους πρόσφεραν ό,τι τους χρειαζόταν.
Λέγεται π. χ., και φαίνεται να είναι η πραγματικότητα, ότι οι Κορίνθιοι ήταν εκείνοι που έσφαξαν ή λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου τα παιδιά της Μήδειας, για να μην γίνουν αυτά διάδοχοι και απαιτητές του θρόνου της Κορίνθου. Αυτό είναι, κατά τους ισχυρισμούς ειδικών μυθολόγων ερμηνευτών και ιστορικών ερευνητών, το αληθινό και σκεπασμένο με μυθικό επικάλυμμα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Η παλιά κορινθιακή παράδοση μιλούσε γι’ αυτό το γεγονός. Η Ήρα μάλιστα, έλεγε ο σχετικός αρχικός μύθος, για να τιμωρήσει αυτούς που έκαναν το φοβερό έγκλημα, δηλαδή τους Κορίνθιους, έστειλε λοιμό, που αφάνιζε τους κατοίκους της. Ο λοιμός σταμάτησε μόνο όταν οι Κορίνθιοι, για ν’ απαλλαγούν από την οργή των θεών, καθιέρωσαν ειδική γιορτή στην οποία τιμούσαν την Ακραία Ήρα και τα παιδιά τής Μήδειας. Κατ’ άλλους πάλι το φόνο των παιδιών της Μήδειας τον έκαναν οι συγγενείς του Κρέοντα. Κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή, επιβεβαιώνοντας και αυτή, για τρίτη φορά, το ότι δεν σκότωσε η Μήδεια τα παιδιά της, λέει ότι τα παιδιά της φονεύθηκαν με λιθοβολισμό από τους Κορίνθιους γιατί αυτά είχαν φέρει στη Γλαύκη, την αγαπημένη του πατέρα τους, «τόν μεμαγευμένον φαρμάκω αυλόν». Η Μήδεια, που κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν αθάνατη, μεταφέρθηκε ζωντανή στα Ηλύσια πεδία ή στη νήσο των Μακάρων, όπου παντρεύτηκε τον Αχιλλέα. Γι’ αυτό για τους Κορίνθιους η Μήδεια είναι ίσως η Ήρα σε ξαναπλασμένη μορφή της. Έτσι η Ακραία Ήρα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη Μήδεια. Η Μήδεια, μ’ αυτή τη υπόστασή της, της προολυμπιακής δηλαδή Ήρας, ήταν εκείνη που έστειλε τους Τιτάνες να κατασπαράξουν τον Διόνυσο Ζαγρέα.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας μάλωναν διεκδικώντας και οι δύο την Κόρινθο. Τελικά συμβιβάστηκαν. Ο Βριάρεως, που ορίστηκε δικαστής, τους συμβίβασε και ο μεν Ήλιος πήρε τον Ακροκόρινθο ο δε Ποσειδώνας τον Ισθμό.
Ο Αιήτης, λοιπόν, που ήταν γιος του Ήλιου, διαδέχτηκε τον πατέρα του και έγινε βασιλιάς στην Κόρινθο. Αργότερα ο Αιήτης άφησε την Κόρινθο και έφυγε στην Κολχίδα. Φεύγοντας όμως από την Κόρινθο, και μην έχοντας τότε ακόμα δικό του διάδοχο, παράδωσε προσωρινά το θρόνο της Κορίνθου στο Βούνο, γιο του Ερμή και της Αλκιδάμειας, διατηρώντας για τον εαυτό του και τους μελλοντικούς απόγονους του τα δικαιώματά του στο θρόνο της Κορίνθου. Γι’ αυτό φεύγοντας είχε δώσει εντολή στους υπηκόους του να παραδώσουν το θρόνο της Κορίνθου στον πρώτο απόγονό του που θα έφτανε εκεί.
Μετά το θάνατο του Βούνου ο θρόνος της Κορίνθου πέρασε στον αδερφό τού Αιήτη, τον Αλωέα. Ο δισέγγονος του Αλωέα, ο Κόρινθος, έδωσε τ’ όνομά του στην πόλη, που μέχρι τότε λεγόταν Εφύρα. Τον καιρό που πέθανε ο Κόρινθος, χωρίς να αφήσει απόγονους, ο Ιάσονας και η Μήδεια μόλις είχαν επιστρέψει από την Κολχίδα και βρίσκονταν στην Ιωλκό. Οι Κορίνθιοι έστειλαν τότε και κάλεσαν τον Ιάσονα και τη Μήδεια στην πόλη τους για παραδώσουν, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, σ’ αυτήν ή στα παιδιά της το θρόνο, αφού αυτή ήταν κόρη του Αιήτη και επομένως η πρώτη και νόμιμη διάδοχός του που έφτασε στην Ελλάδα. Ο αδελφός της, ο Άψυρτος, είχε σκοτωθεί από την ίδια. Για το λόγο αυτό λοιπόν, λένε όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή, ο Ιάσονας φεύγοντας από την Ιωλκό πήγε στην Κόρινθο. Πήγε δηλαδή να διεκδικήσει, για τα παιδιά της Μήδειας και τα δικά του, το θρόνο της Κορίνθου. Αυτό δεν συνέφερε όμως στον τότε βασιλιά και τους άλλους ισχυρούς της Κορίνθου και τα εξόντωσαν. Από την σφαγή αυτή των παιδιών της Μήδειας γλίτωσε ένα μόνο, ο Θεσσαλός, ο οποίος δεν διεκδικούσε τον θρόνο της Κορίνθου – και επομένως ήταν ακίνδυνος – γιατί αυτός διεκδικούσε, όντας διάδοχος του Ιάσονα, το θρόνο της Ιωλκού.
Ο Θεσσαλός, γλιτώνοντας την σφαγή, γύρισε στην Ιωλκό, όπου επειδή ο Άκαστος πέθανε χωρίς ν’ αφήσει απόγονους, ανέλαβε το θρόνο. Λέγεται μάλιστα, σύμφωνα με μια εκδοχή, ότι από αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής ονομάστηκαν Θεσσαλοί.
Επειδή λοιπόν οι Κορίνθιοι, ή εκείνοι από αυτούς που πραγματοποίησαν την απαίσια αυτή πράξη του φόνου των παιδιών του Ιάσονα και της Μήδειας, ήθελαν να εξαλείψουν από πάνω τους αυτή τη φρικτή κατηγορία, έδωσαν στον Ευριπίδη πέντε τάλαντα με την παραγγελία να γράψει μία τραγωδία στην οποία να παρουσιάζει διαφορετικά τα γεγονότα. Αποτέλεσμα ήταν η «πληρωμένη» γνωστή τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη, στην οποία παρουσιάζεται η «σκληρή» και «άσπλαχνη» Μήδεια να σφάζει η ίδια τα δυο της παιδιά. Έτσι δημιουργήθηκε ο γνωστός σ’ όλους μας μύθος που σκέπασε και εξαφάνισε την αλήθεια. Η πρώτη, η αληθινή μορφή του «μύθου» εξαφανίστηκε. Έμεινε και έγινε γνωστή μόνο η πλαστή, η «πληρωμένη» αλήθεια. Ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτο και περισσότερο αποδεκτό από τους «πολιτισμένους» Έλληνες μία ξένη «βάρβαρη» να είναι εκείνη που σφάζει τα παιδιά της από το να κάνουν το φονικό αυτό τα «πολιτισμένα» ντόπια βασιλόπουλα. Βολεύονταν έτσι όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, και ικανοποιούνταν και το κύρος της ισχυρής Κορίνθου. Βρέθηκε δηλαδή ο «αποδιοπομπαίος τράγος» και όλα τακτοποιήθηκαν.
Εξάλλου ο Ευριπίδης δεν είχε και μεγάλες προσωπικές αντιρρήσεις για κάτι τέτοιο αφού, όπως είναι γνωστό, ήταν βέβαιος ότι ολόκληρος ο μυθικός κόσμος της Ελλάδας δεν ήταν παρά πλάσμα των παλαιότερων γενεών και γι’ αυτό έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα και δικαιολογούνταν να τον μετασχηματίζει αυθαίρετα για να εξυπηρετήσει τους δικούς του ποιητικούς σκοπούς. Ήταν ίσως αυτή του η «πίστη» η αναγκαία τακτοποίηση της εσωτερικής του αντίδρασης και το βόλεμα της συνείδησής του για τις επεμβάσεις του στην όχι πάντοτε βολική για τις δημιουργικές του ανησυχίες υπάρχουσα μορφή της μυθολογίας. «Η μυθική παράδοση αποδείχτηκε σκεύος ακατάλληλο να χωρέσει τον ανήσυχο προβληματισμό του τραγικού μας (Ευριπίδη)»
Φυσικά οι μύθοι αυτοί έγιναν για λόγους καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ισχυροποίησης ενός σοβινιστικού πνεύματος και κάτω από την επιβεβλημένη ανάγκη δημιουργίας μιας νοοτροπίας και αντίληψης περιούσιου λαού. Ήταν απαραίτητες και δικαιολογημένες επεμβάσεις για την δικαιολόγηση της απαίτησης και διεκδίκησης της διαδραμάτισης πρωτευόντων και πρωταγωνιστικών ρόλων. Καμιά πιεστική ερμηνευτική ανάγκη του «άγνωστου», «εχθρικού» και «αφιλόξενου» φυσικού περιβάλλοντος κόσμου δεν επέβαλλε τώρα τη δημιουργία τους. Ο περιβάλλων κόσμος, την εποχή που δημιουργούσαν τους μύθους τους ή τροποποιούσαν τους υπάρχοντες και οικειοποιούνταν ξένους οι τραγικοί ποιητές της Αττικής, είχε από πολύ καιρό ερμηνευθεί και είχε οριστικά υποταχθεί στον ανθρώπινο νου. Δεν ήταν πια εχθρικός και άγνωστος. Ήταν οικείος και προσιτός. Ήταν γνωστός, ήταν δικός τους. Ζούσαν άνετα σ’ αυτόν. Η μυθοπλασία δεν ήταν πια πρωταρχική ερμηνευτική υπαρξιακή ανάγκη. Χρησιμοποιούνταν πλέον ως προσπάθεια για την δικαιολόγηση κάποιας στάσης, κάποιας συμφέρουσας πολιτικής. Η μυθολογία έγινε πλέον παραμύθι. Ήταν ενασχόληση αργίας και πολυτελούς διαβίωσης, επειδή είχαν λυθεί τα προβλήματα επιβίωσης. Ήταν ακόμη – σε πολλές περιπτώσεις – προσπάθεια για την απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας και την σκόπιμη πλαστογράφησή της. Η μυθοπλασία ήταν τώρα η «κεντημένη και λουστραρισμένη γκλίτσα» για να μπαίνει στα σαλόνια. Ήταν στολίδι πολυτέλειας. Δεν ήταν πια εργαλείο επιβίωσης. Ήταν η «στρατευμένη», σε «ύποπτους» σκοπούς, μυθοπλασία.
Διαφορετική επίδραση όμως ασκεί στο λαό ο φυσικός ανόθευτος μύθος από τον πλαστό. Ο γνήσιος μύθος, για την με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο μυθολογούσα συνείδηση αλλά και για τον λαό που τον δέχεται, είναι μία «αλήθεια» στην οποία πιστεύει απόλυτα. Έτσι και η επίδραση που ασκεί ο γνήσιος μύθος είναι πραγματική και ουσιαστική, είναι υπαρκτή. Αντίθετα ο πλαστός μύθος συνυπάρχει με την ταυτόχρονη επίγνωση ότι δεν είναι αληθινός. Ο πλαστός μύθος είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας την εποχή ακριβώς που αυτή η φαντασία έχει αρνηθεί το φανταστικό. Είναι ένα μυθικό ωραίο και σαγηνευτικό κέλυφος, χωρίς γνήσιο μυθικό περιεχόμενο. Ο πλαστός, ο σκόπιμα δημιουργημένος μύθος, δεν παρηγορεί και δεν ανακουφίζει. Δεν είναι απαραίτητος στον ξωμάχο και γι’ αυτό αυτός τον περιφρονεί και τον απορρίπτει. Ο άνθρωπος του πλαστού μύθου έχει πια ξεφύγει από τον αληθινό παράδεισο του αγνού παραμυθιού. Δεν έχει πια ανάγκη «παραμυθίας» ή μάλλον νομίζει ότι δεν του χρειάζεται και γι’ αυτό παίζει μαζί της.
Στην προσπάθειά τους αυτή οι ισχυροί πνευματικοί άνθρωποι και πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες των τόπων, που έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική πορεία του έθνους, όχι μόνο διατήρησαν και τροποποίησαν τους υπάρχοντες δικούς τους μύθους αλλά και οικειοποιήθηκαν, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μύθους και ήρωες και θεούς άλλων περιοχών, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους.
«Από τον 9ο αιώνα π.Χ. ως το τέλος του αρχαίου κόσμου ο ελληνικός μύθος δουλεύεται και ξαναδουλεύεται χωρίς διακοπή. Αμέτρητοι ποιητές, ανώνυμοι στην αρχή και επώνυμοι έπειτα, γνωστοί και άγνωστοι, επικοί, λυρικοί, δραματικοί, σμιλεύουν τις μορφές των Ελλήνων ηρώων, για να προβάλλουν όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής και του ήθους των».
Ένα πολύ έντονο και χαρακτηριστικό παράδειγμα οικειοποίησης μύθου μιας περιοχής από άλλη, ή έστω μεταφοράς από μία περιοχή σε άλλη, είναι ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης, των παιδιών του Αθάμαντα, που μέχρι τα τελευταία χρόνια σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια φερόταν να έγινε στον Ορχομενό, ενώ ο σχετικός μύθος είναι της Άλου της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως θ’ αναφερθεί στις παρακάτω σελίδες. Και όμως επί χρόνια και χρόνια – και μιλάμε για την τωρινή εποχή – και με την παντελώς αδικαιολόγητη πλέον ανοχή και αδιαφορία και του Υπουργείου Παιδείας και των σύγχρονων πνευματικών ανθρώπων χιλιάδες Ελληνόπουλα μάθαιναν μία λανθασμένη μυθολογική εκδοχή ή έστω μάθαιναν την μία μόνο από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου αυτού.
Πώς μπορούσε η ασήμαντη και αδύναμη Άλος, που έβλεπε να της αρπάζουν και να οικειοποιούνται άλλοι τους μύθους της, ν’ αντισταθεί στην παραποίηση της αλήθειας; Εξάλλου η ίδια η Άλος, ως πόλη, είχε από πολύ καιρό πάψει να υπάρχει. Χάθηκε από το προσκήνιο η Άλος και αρπάχτηκαν οι μύθοι της.                             Πώς μπορούσε εξάλλου μια ασήμαντη περιοχή – έστω και αν ακόμη εξακολουθούσε να υπάρχει – να διεκδικήσει ό,τι της ανήκε από το ισχυρό κράτος του Ορχομενού;
Μήπως δεν είναι υπαρκτός και σήμερα ο κίνδυνος, αν περάσουν εκατοντάδες χρόνια και συμβούν κάποια συνταρακτικά γεγονότα, να έρθει εποχή που θα θεωρηθούν και θα παρουσιαστούν τα «ελγίνεια» και όσα είναι γνωστά γι’ αυτά ως αγγλικά και οι μύθοι γύρω από αυτά να μνημονεύουν άγγλους ήρωες; Μήπως δεν υπάρχουν σήμερα προσπάθειες κάποιων λαών να οικειοποιηθούν την καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δεν έχει δημιουργηθεί σε κάποιους λαούς μια τέτοια πίστη;
«Όταν, από λόγους που αγνοούμε σήμερα, η συντεχνία των αοιδών έπαιρνε την απόφαση να δώσει προγόνους σ’ έναν ήρωα μακριά από τους τόπους, όπου η παλαιότερη παράδοση τοποθετούσε τα κατορθώματά του, αναγκαζόταν, για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον τόπο που είχε γεννηθεί να επινοήσει ένα νέο μύθο»
Βεβαίως η στάση αυτή του Υπουργείου και των άλλων παραγόντων που επέτρεπαν τέτοιες παραποιήσεις δικαιολογούνταν απόλυτα από το ότι σε τίποτε δεν ενδιέφερε και σε τίποτε δε θα βοηθούσε μία τέτοια τροποποίηση με την οποία ίσως και να μην συμφωνούσαν όλοι. Εξάλλου κανένας δεν ενδιαφερόταν για το ποια από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου είχε περάσει στα σχολικά βιβλία. Ήταν μία εκδοχή που δεν ζημίωνε και δεν έθιγε συμφέροντα. Ήταν εντελώς ανώδυνη και ήταν επιπλέον και η εκδοχή η περισσότερο γνωστή. Ήταν περιττή πολυτέλεια, μέσα στα τόσα άλλα προβλήματα, το ψάξιμο για μια τόσο αδιάφορη αλήθεια.
Άλλο επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα αμφισβητούμενου μύθου ή έστω πιθανολογούμενης «μεταφοράς» του – όπως θ’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στη συνέχεια – είναι ο μύθος της Ανδρομάχης, της κόρης του Ηετίωνα. Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Ηετίωνα, τον πατέρα της Ανδρομάχης, να βασιλεύει στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Και όμως υπάρχουν υπόνοιες πως ο Ηετίωνας ίσως να μην ήταν βασιλιάς στις Θήβες της Κιλικίας αλλά στις Θήβες της Αχαΐας Φθιώτιδας, της αρχαίας πόλης δηλαδή κοντά στις τωρινές Μικροθήβες του Αλμυρού, και η Ανδρομάχη ίσως ήταν πριγκίπισσα των Θηβών της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Και αν τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να θεωρηθούν αμφισβητήσιμα και δημιουργήματα λησμοσύνης και ίσως αποτελέσματα έλλειψης μεγάλου επιστημονικού ερευνητικού ενδιαφέροντος, ή και αδυναμίας εξεύρεσης της ουσιαστικά «αδιάφορης» αλήθειας, υπάρχουν άλλες πολύ γνωστές και αναμφισβήτητες τροποποιήσεις μύθων, αναγνωρισμένες από όσους μπορούν να έχουν λόγο. Και φυσικά αυτές οι τροποποιήσεις και αλλοιώσεις δεν έγιναν χωρίς «επεμβάσεις» και «πιέσεις». Αυτές είναι βέβαιο ότι έγιναν εξαιτίας ιδιοτελών σκοπών των τοπικών αρχόντων – αλλά και των πατρίδων τους – στην υπηρεσία των οποίων τάσσονταν.
Οι μύθοι λοιπόν της ελληνικής μυθολογίας δεν έχουν όλοι πάντοτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας. Υπάρχουν σε πολλούς απ’ αυτούς προσθήκες, τροποποιήσεις και αλλοιώσεις ή και αποσιωπήσεις. Τα αλλοιωτικά αυτά στοιχεία, μερικές φορές, αναμίχθηκαν στην πρώτη μορφή των μύθων, κάποιες φορές αθέλητα και άλλες φορές σκόπιμα. Αθέλητες επεμβάσεις είναι όσες οφείλονται στη λησμοσύνη που επέφερε η πάροδος του χρόνου ή στην άδολη προσωπική προσπάθεια των αφηγητών για κάποια ωραιοποίηση και μεγιστοποίηση που μπορούσε και ν’ αντικαταστήσει ονόματα ηρώων και τόπων με ονόματα οικειότερα στο ακροατήριο. Σκόπιμες θεωρούμε εκείνες που έγιναν κάτω από την πίεση συμφερόντων. Αυτές, σε αντίθεση με τις πρώτες, δεν έγιναν κατά φυσικό τρόπο, αλλά βίαια. Έγιναν «εκ προθέσεως». Δεν επικράτησαν σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα αλλά επιβλήθηκαν ύστερα από εσκεμμένες και προσεκτικά μελετημένες ενέργειες.
Δεν θεωρούμε άσχετη με την προσπάθεια αυτή αποσιώπησης των μύθων τέτοιων «καθυστερημένων πολιτιστικά» περιοχών, όπως αυτή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας γενικότερα, την φρονιματιστικής αντίληψης παιδαγωγική άποψη που ήταν κυρίαρχη την εποχή της ακμής του κράτους της Αθήνας στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν η άποψη που έλεγε ότι επειδή οι μύθοι αυτοί των πολιτιστικά καθυστερημένων περιοχών δεν ήταν πολύ διδακτικοί και ωφέλιμοι στην αγωγή θα πρέπει ν’ αποφεύγεται η διδασκαλία τους. Εξάλλου το «Θέατρο», στο οποίο παρουσιάζονταν οι μύθοι, ως βασικό δομικό στοιχείο των τραγωδιών, έπρεπε να «παιδαγωγεί» και η κάθε τραγωδία που παρακολουθούσε εκεί ο λαός έπρεπε να τελειώνει «δι‘ ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Κάτι τέτοιο όμως δεν υπήρχε στους μύθους των καθυστερημένων πολιτιστικά περιοχών, των περιοχών των «φθιμένων», όπου θεοί και μύθοι ήταν ανελέητοι, «λαφύστιοι», «χθόνιοι», χωρίς ίχνος «ελέου» και οι οποίοι με τίποτε δεν ήταν δυνατό να εξιλεωθούν και να γίνουν «μειλίχιοι»
Αλλά ακόμα και ο ίδιος ο μεγάλος Πλάτωνας συνηγορούσε στον αποκλεισμό των μύθων που θεωρούνταν ακατάλληλοι για παιδαγωγία. Πίστευε ότι τα έργα και τα πάθη του Kρόνου και των Τιτάνων, των βασικών θεών της λατρείας κυρίως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, δεν θα έπρεπε, κι αν ακόμα ήταν αληθινά, ν’ αναφέρονται, και μάλιστα στους άφρονες και στους νέους. Αν δε σε κάποιες περιστάσεις ήταν ανάγκη ν’ ανακοινωθούν τότε θα έπρεπε να λέγονται μυστικά και μόνο σε πολύ λίγους: «τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ υἱέος, οὐδ’ ἄν εἰ ἦν ἀληθῆ ὤμην δῆν ῥαδίως οὕτως λέγεσθαι πρὸς ἄφρονάς τε καὶ νέους, ἀλλὰ μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι, εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι’ ἀπορρήτων ἀκούειν ὡς ὀλιγίστους» Δηλαδή: «Τα δε έργα του Κρόνου και τα όσα έπαθε από το γιο του, κι αν ακόμα ήταν αληθινά, νομίζω ότι δεν πρέπει έτσι εύκολα να λέγονται στους απερίσκεπτους και τους νέους, αλλά μάλιστα να αποσιωπούνται. Εάν δε υπάρχει κάποια ανάγκη να ειπωθούν να τα ακούν με μυστικότητα όσο το δυνατόν λιγότεροι»
Εντοπίζονται θαρρώ στις παραπάνω απόψεις οι λόγοι για τους οποίους οι μύθοι μερικών περιοχών, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία, λησμονήθηκαν ή και κάποιοι άλλοι χάθηκαν οριστικά.

7. Η παρθενικότητα των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας

                    Η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας, το κύριο μέρος της οποίας, στη σημερινή γεωγραφική πραγματικότητα, αποτελεί η επαρχία Αλμυρού – με βασικό χαρακτηριστικό και επιβλητικά κυρίαρχο γεωγραφικό στοιχείο τον ορεινό όγκο της Όθρης, – δεν είναι πολύ γνωστή για τις αναφορές της μυθολογίας που σχετίζονται μ’ αυτήν. Η επαρχία Αλμυρού είναι μία από αυτές τις περιοχές των οποίων οι μυθολογικές επινοήσεις των λαών τους δεν φαίνεται, για το ευρύτερο τουλάχιστο κοινό, να υπάρχουν ή να είναι πολύ γνωστές. Είναι μία από τις περιοχές εκείνες των οποίων οι μύθοι λησμονήθηκαν.
Ο ρόλος της Αχαΐας Φθιώτιδας στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας δεν ήταν ποτέ σχεδόν σημαντικός και κυρίαρχος. Η Αχαΐα Φθιώτιδα ποτέ της δεν έπαιξε ηγετικό και καθοριστικό των γεγονότων ρόλο στην ελληνική ιστορία με μόνη ίσως εξαίρεση την σύντομη εποχή του Πηλέα, του Αχιλλέα και του Νεοπτόλεμου. Αυτή είναι η μόνη εποχή κατά την οποία ακμάζουν τα κράτη της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Οι βασιλιάδες τους, Πηλέας, Αχιλλέας, Νεοπτόλεμος, Πρωτεσίλαος, Φιλοκτήτης είναι ισχυροί τόσο πολύ την εποχή αυτή, ώστε η συμμετοχή τους στον Τρωικό Πόλεμο, για την επιτυχία του εγχειρήματος, να θεωρείται από την υπάρχουσα μυθολογία απαραίτητη. Γι’ αυτό κι αυτή ακριβώς η εποχή έχει να εμφανίσει πολλούς σχετικούς μύθους και μάλιστα με πολλές λεπτομέρειες κι όλα τα χαρακτηριστικά της «καλλιεργημένης» μορφής των μύθων. Και αυτή ακριβώς η εξαίρεση είναι εκείνη που ενισχύει την παραπάνω άποψή μας. Είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι μύθοι της εποχής αυτής ούτε να οικειοποιηθούν από άλλους ήταν εύκολο ούτε και να αποσιωπηθούν. Οι καλλιεργημένοι μύθοι, ως επεξεργασμένο υλικό, αποκτούν ταυτότητα και δεν είναι δυνατή η οικειοποίησή τους από άλλους.
Σε καμιά άλλη εποχή, σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της, η περιοχή αυτή δεν έκανε κατακτητικούς και επεκτατικούς πολέμους. Αντίθετα, σχεδόν πάντοτε, έπαιζε δευτερεύοντες ρόλους, ρόλους που επιβάλλονταν από άλλους ισχυρούς παράγοντες. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατά καιρούς διεκδικούσαν την κατοχή της περιοχής αυτής. Ήταν πάντοτε αντικείμενο διεκδίκησης και διαφορών μεταξύ των διάφορων κατακτητών. Αυτοί οι άλλοι, οι ισχυροί, αποφάσιζαν για την τύχη της, αυτοί καθόριζαν το μέλλον της, αυτοί άρπαζαν, τροποποιούσαν και λεηλατούσαν επομένως και τους μύθους της και ως άλλα «Ελγίνεια» τα τοποθετούσαν στα δικά τους «μουσεία». Την εποχή μάλιστα που δημιουργούνταν η «καλλιεργημένη» μυθολογία από τους παντοδύναμους και περήφανους νικητές των περσικών πολέμων Αθηναίους και τους άλλους ισχυρούς οι άτυχοι Αχαιοί Φθιώτες και οι άλλοι Θεσσαλοί έσερναν επάνω τους την ντροπιαστική και ανεξίτηλη κατηγορία του «μηδίσαντος» και έπρεπε να πληρώνουν «φόρο υποτελείας» στο αθηναϊκό ταμείο.
Οι συνθήκες αυτές της υποτέλειας και της συνακόλουθης μ’ αυτήν οικονομικής δυσχέρειας της περιοχής δεν επέτρεψαν ούτε την ανάπτυξη των γραμμάτων ούτε και την παρουσία πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών, οι οποίοι θα διέσωζαν την πνευματική δημιουργία του λαού τους. Δεν υπήρχαν άνθρωποι να διακηρύξουν ότι «αυτά τα μάρμαρα (μύθοι) είναι δικά μας» και να προσπαθήσουν να πείσουν τους ανθρώπους της περιοχής τους ότι «αυτά τα μάρμαρα (μύθοι) θα μας σώσουν».
Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν ήταν δυνατό ν’ αναπτυχθούν στους κατοίκους της περιοχής αυτής αισθήματα περηφάνιας και ξεχωριστής αυτογνωσίας ή εγωιστικής νοοτροπίας μιας αντίληψης περιούσιου και ευνοημένου από τους θεούς λαού. Ούτε οι τοπικοί άρχοντες τούτης της περιοχής – εξαιτίας του δευτερεύοντος και σχεδόν πάντοτε ακούσιου και δορυφόρου ρόλου τους, κάτω από την επιρροή κάποιου άλλου ισχυρότερου – απόκτησαν αίσθημα κάποιας υπεροχής. Έτσι οι τοπικοί άρχοντες της Αχαΐας Φθιώτιδας ποτέ τους δεν επέβαλαν στους υπηκόους τους θεϊκή καταγωγή. για το άτομό τους. Αλλά και όταν – όπως θα φανεί από τα παρακάτω – οι κάτοικοι της περιοχής τους παραχωρούσαν αυτήν την θεϊκή καταγωγή, φανταζόμενοι και μυθολογώντας προκειμένου να εξηγήσουν το μεγαλείο τους, θεϊκές επεμβάσεις, για να μπορούν να εξασφαλίσουν με τον τρόπο αυτό την υποταγή των υπηκόων και την αποφυγή αμφισβητήσεων και ταραχών, οι άρχοντες τούτου του τόπου δεν φρόντιζαν ούτε τότε να την διατηρήσουν και να την διαδώσουν.
Ακόμα και οι απαραίτητες και επιβαλλόμενες, με το πέρασμα των καιρών, από τις εκάστοτε συναντήσεις θεϊκών οντοτήτων, θεοκρασίες σε τούτους τους τόπους απέβαιναν πάντοτε σε βάρος των τοπικών θεών. Υπόκυπταν και οι θεοί τους όπως οι άρχοντές τους στους εκάστοτε ισχυρότερους εισβολείς ξένους θεούς και κατακτητές άρχοντες. Οι κατακτητές μαζί με τη γη, τους άρχοντες και τους θεούς, άρπαζαν και τους μύθους και οικειοποιούνταν ό,τι από την ιστορία των κατακτημένων προσφερόταν για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεών τους Οι ντόπιοι – όπως γίνεται και στην εποχή μας -ήθελαν να φαίνονται «σύγχρονοι» και «πολιτισμένοι». «Ντρέπονταν» να πιστεύουν σ’ όσα τους άφησαν οι πατεράδες τους και έσπευδαν ν’ απορρίψουν από μέσα τους τον «επαρχιώτη» και φρόντιζαν να τους αναγνωρισθεί ότι πλέον ήταν «σύγχρονοι»
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης επιλέγει για το θέμα αυτό: «Ἀλλὰ δυστυχῶς μετὰ τοῦ Ἀχιλλέως παρέρχεται καὶ ἡ ἐν τῆ παιδικῆ ἡλικίᾳ ἀκμὴ καὶ λάμψις τῆς Θεσσαλίας, καὶ βραδύτερον, ὅτε ἡ ἀνδρωθεῖσα μεσημβρινωτέρα Ἑλλάς ἀνέβη περίλαμπρος ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς παγκοσμίου ἱστορίας, διαπράξασα θαυμάσια ἐν τε τῇ ἐπιστήμῃ καὶ τῇ τέχνῃ, ὁ Θεσσαλός, ἐντρυφῶν ἐν τῇ ὡραίᾳ αὐτοῦ γῇ, δέν δύναται νά  ἀμιλληθῇ οὔτε ὑπὸ πολιτικἠν, οὔτε ὑπὸ ἐπιστημονικὴν, οὔτε ὑπὸ καλλιτεχνικὴν ἔποψιν με τοὺς νοτιωτέρους ὁμοφύλους του. Διὸ καὶ σπανίως μνημονεύεται ἡ Θεσσαλία ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἐν τῇ ἱστορικῇ ἐποχῇ»
Όλα αυτά είναι παράγοντες που δυσκολεύουν την ανάπτυξη κλίματος ευνοϊκού για κάποια παρέμβαση στην αγνή και φυσική διαδικασία της λαϊκής μυθοπλασίας.                                 Δεν ευνοούνταν ακόμη ούτε και αυτή έστω η απλή φροντίδα για κάποια στοιχειώδη καταγραφή των όσων τοπικών μύθων και μυθολογικών εκδοχών υπήρχαν και όσων δημιουργούνταν, η οποία φροντίδα θα μας εξασφάλιζε την πρώτη αυθεντική γραφή των μύθων αυτής της περιοχής. Τέτοιες σκόπιμες διεργασίες και παρεμβάσεις στην λαϊκή δημιουργία, για ένα λαό που πάλευε σκληρά απλώς και μόνο για να μπορέσει να επιζήσει και ν’ ανταποκριθεί στις πάντοτε δύσκολες συνθήκες, για ένα λαό που ζούσε στο περιθώριο της ιστορίας, θεωρούνταν περιττές και ανεπίτρεπτες πολυτέλειες. Η ντροπή εξάλλου και η περιφρονητική μεταχείρισή τους εκ μέρους των άλλων, των νοτιότερων Ελλήνων εξαιτίας του μηδισμού τους κατά τους περσικούς πολέμους, παρέλυε ή και απαγόρευε κάθε τέτοια σκέψη.
Οι παραπάνω όμως δύσκολες συνθήκες είναι ακριβώς εκείνες που εξασφαλίζουν την παρθενικότητα όσων μύθων δημιουργήθηκαν στις περιοχές αυτές και με κάποιο τρόπο διασώθηκαν, στην όποια αποσπασματική και κατασπαραγμένη έστω μορφή με την οποία διασώθηκαν. Ταυτόχρονα η μη έγκαιρη και φροντισμένη καταγραφή τους και η παρέλευση πολλού χρόνου μέχρι τη στιγμή που κάποιος μας έδωσε, έστω και αποσπασματικά, την πρώτη τους καταγραφή, είναι οι αιτίες για την έλλειψη των λεπτομερειών στη ροή των γεγονότων και για την ανυπαρξία σ’ αυτούς κάποιας λογοτεχνικής καλλιέπειας και ωραιοποίησης. Η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία ήταν τόσο πολύ απόμακρα από τους τόπους και τους ανθρώπους που ασχολούνταν και επιδίδονταν στην καταγραφή, επεξεργασία και καλλιέργεια των μύθων.
Έτσι στους μύθους τούτης της περιοχής συναντάται η φυσική πρωτογενής αγνότητα των όποιων μύθων της μπορούν να εντοπισθούν. Αυτό σημαίνει αφτιασίδωτο και αγνό πρωτογενές υλικό, το οποίο δεν παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα ερευνητικής αποκάθαρσης των μυθολογούμενων. Αλλά ταυτόχρονα αυτό σημαίνει και ύπαρξη δυσαναπλήρωτων κενών και ελλείψεων στους όποιους μύθους ανιχνεύονται, και τα οποία κενά παρουσιάζουν έτσι μεγάλα προβλήματα κάλυψης και εξασφάλισης μιας συνέχειας στη ροή της εξέλιξης. Δεν διασώθηκε στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας ολόκληρη η μυθολογία, ολόκληρη η μυθολογική παραγωγή της. Βρέθηκαν κάποια μόνο σπαράγματα. Όσα διασώθηκαν όμως είναι αυθεντικά γιατί δεν υπήρξαν, όπως αναφέρθηκε και αλλού, στην περιοχή αυτή οι λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τις σκόπιμες αλλοιώσεις και οικειοποιήσεις μύθων άλλων περιοχών.

8. Ο σκοπός της προσπάθειάς μας

             Σκοπός της εργασίας μας αυτής είναι μια κάποια προσπάθεια συγκεντρωτικής παρουσίασης των μύθων της ευρύτερης περιοχής Αλμυρού, αυτής δηλαδή που στην αρχαιότητα, όπως αναφέρθηκε, καλυπτόταν και ήταν γνωστή κάτω από τα ονόματα Αχαΐα Φθιώτιδα και Φθία. Θα γίνει προσπάθεια συγκόλλησης και συντήρησης ή έστω απλής παράθεσης των όσων μυθολογικών σπαραγμάτων υπάρχουν.
Πιστεύουμε ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε ν’ αποδείξουμε την παραπάνω βασική μας θέση, ότι δηλαδή και οι άνθρωποι αυτής της περιοχής, όπως και κάθε τόπου, μυθολογούσαν και ότι οι μύθοι αυτοί μπορεί να απηχούν, θαμπά έστω και συγκαλυμμένα, στο βαθμό που αυτό συμβαίνει και με τους αγνούς και ανόθευτους μύθους όλων των άλλων παρόμοιων περιοχών, ιστορικά γεγονότα.
Μελετώντας λοιπόν τους μύθους της περιοχής αυτής και την όλη μυθολογική δημιουργία των ανθρώπων της και καταγράφοντάς την στην εργασία μας αυτή, πιστεύουμε ότι θεμελιώνουμε την πρώτη, την αρχική και απαραίτητη, βαθμίδα της συνολικής εξέτασης και καταγραφής της ιστορίας τής περιοχής τής Αχαΐας Φθιώτιδας.
Τα μυθολογικά ακούσματα με τα οποία ζούσαν, τρέφονταν, μεγάλωναν και δραστηριοποιούνταν αλλά και αποκτούσαν αυτοσυνείδηση οι άνθρωποι εκείνων των χρόνων – αλλά και των κατοπινών – γενιές και γενιές ολόκληρες σε τούτα τα χώματα, ανεξαρτήτως του εάν αυτά ήταν ντόπια δημιουργήματα ή φερμένα – σε πολύ σπάνιες και κατά τη γνώμη μας ανύπαρκτες περιπτώσεις – από άλλα μέρη, είναι οπωσδήποτε απηχήσεις της χαμένης στα βάθη του χρόνου ιστορικής αυτοσυνείδησης και δραστηριότητάς τους. Είναι θολά απομεινάρια της μνήμης των ιστορικών γεγονότων. Είναι η απαρχή της ιστορικής τους πορείας. Γιατί και αν ακόμη κάποιοι από τους μύθους αυτούς δεν υποκρύπτουν κάποια αλήθεια δεν έπαυσαν ποτέ τους και αυτοί – αφού για τους ανθρώπους τούτου του τόπου ήταν αληθινοί – να επιδρούν ως ακούσματα με την ίδια πάντοτε ενάργεια και δύναμη στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησής τους και αυτογνωσίας. Δεν έπαυσαν για τους ανθρώπους τούτου του τόπου να είναι η πρώτη αρχή της ιστορικής τους μνήμης, δηλαδή η πρώτη αρχή της ιστορίας τους, η βαθύτερη συνολική τους ανάμνηση από την πορεία της δημιουργίας της αυτογνωσίας τους. Ίσως μάλιστα, επειδή αυτοί οι μύθοι περιφρονούνταν και αγνοούνταν από τους άλλους, οι ίδιοι οι δημιουργοί τους με περισσότερη αγάπη αλλά και πείσμα να τους κρατούσαν ως δικά τους ενισχυτικά και δυναμογόνα μυστικά.
Η μυθολογία κάθε τόπου είναι ένα μίγμα της άγνωστης και αγωνιωδώς αναζητούμενης προϊστορίας του και της, μόλις διακρινόμενης στο θαμπό λυκαυγές της πρώτης του παρουσίας, αρχής της ιστορίας του. Η συνολική και διαχρονική παρακολούθηση και εξέταση της ιστορίας ενός τόπου δεν μπορεί λοιπόν παρά ν’ αρχίσει από την μυθολογία του τόπου αυτού, αφού σ’ αυτήν ενυπάρχουν οι πρώτες θαμπές ιστορικές αλήθειες.
Εάν δε αυτό συμβαίνει με την μυθολογία κάθε τόπου και κάθε λαού, ακόμη και όταν αυτή είναι νοθευμένη σε μεγάλο βαθμό, πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η καταγραφή των μύθων μίας περιοχής όταν οι μύθοι της δεν έχουν αλλοιωθεί. Έτσι η αναμφισβήτητη αγνότητα και παρθενικότητα – για τους λόγους που αναφέραμε – των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας επιβάλλει την προσεκτική μελέτη και εξέτασή τους, έστω και αν διασώζονται σε σπαραγμικά απομεινάρια και αποσπασματική μορφή.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (1η συνέχεια)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Η ΠΕΡΙΟΧΗ TOY ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Μυθολογία ἐςὶ διήγησις παλαιοτάτων ἱςοριῶν,
αἱ ὁποῖαι ἀναμιχθεῖσαι μὲ πλάσματα, μετέβησαν
εἰς διηγήσεις θεῶν καὶ ἡμιθέων.
Στέφανος Κομμητάς.

Μύθος : Λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν
(Λεξικό Σουίδα)

ΑΛΜΥΡΟΣ 2021

ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

                            Όταν πριν από αρκετά χρόνια πήρα την απόφαση ν’ ασχοληθώ με την καταγραφή της ιστορίας της περιοχής του Αλμυρού, βλέποντας, στις πρώτες μου, αδέξιες και χωρίς προηγούμενη εμπειρία, έρευνες, πόσο λιγοστά στοιχεία υπήρχαν για το θέμα μου, είχα την εντύπωση ότι η συγγραφή της ιστορίας αυτής δε θα μπορούσε να είναι τίποτε περισσότερο από ένα ολιγοσέλιδο μελέτημα. Δεν φαινόταν ότι ήταν δυνατό να βρεθούν αρκετά στοιχεία, τεκμηριωμένα με επιστημονικό τρόπο, ικανά να συγκροτήσουν ενιαίο και ολοκληρωμένο σύνολο και ν’ αποτελέσουν ένα έργο που θα ήταν σε θέση να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και τον τίτλο του.
Καθώς όμως προχωρούσε το ψάξιμο και οι έρευνές μου στις βιβλιοθήκες γίνονταν επίμονες, τα λιγοστά καταρχήν, άγνωστα σε μένα μέχρι τότε, στοιχεία που σποραδικά συναντούσα, αποτελούσαν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Τα στοιχεία αυτά ενεργούσαν σαν σταγόνες δροσιάς στη μεγάλη ξηρασία που αντιμετώπιζα. Αυτές οι σταγόνες δροσιάς, λιγοστεύοντας την απελπισία μου, πότιζαν και κρατούσαν συνεχές και ζωντανό το ενδιαφέρον μου και με παρακινούσαν στην παραπέρα έρευνα.
Έτσι περνούσε ευχάριστα ο καιρός και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν και οι εκπλήξεις συνεχώς πλήθαιναν. Ήταν μια δύσκολη εργασία αυτή η έρευνα και υπήρξαν στιγμές που άρχισε να γίνεται προβληματική η τακτοποίηση των δεδομένων της σε κάποια λογική σειρά. Δεν είχε κάποιος μέχρι τότε ασχοληθεί ουσιαστικά και αποκλειστικά με την συνολική ή μερική καταγραφή και μελέτη της ιστορίας της περιοχής του Αλμυρού. Πέρα από τα δημοσιεύματα των μελών της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού δεν υπήρχε τίποτε άλλο σημαντικό και συστηματικό. Έτσι δεν μπορούσα να έχω στη διάθεσή μου ούτε οδηγούς, ούτε βοηθήματα.
Παρ” όλα αυτά, με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η έρευνα απλωνόταν, τα στοιχεία που συγκεντρώνονταν άρχισαν να πληθαίνουν ώστε γρήγορα ν’ αρχίσει να διαφαίνεται ότι η εργασία που επρόκειτο να γίνει όχι μόνο δεν θα ήταν απλώς ένα ολιγοσέλιδο μελέτημα, όπως προεικόνιζαν οι αρχικές μου απαισιόδοξες προβλέψεις, αλλά θα σύντομα θα έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί και το θέμα του τεμαχισμού της όλης εργασίας σε επιμέρους τμήματα.
Από τις πρώτες ακόμη σκέψεις, για την κατάτμηση της ύλης, εκτιμήθηκε ότι ένα από τα τμήματα αυτής της εργασίας, το πρώτο και εισαγωγικό, θα έπρεπε να είναι η μυθολογία της περιοχής. Η μυθολογία καλύπτει και αναφέρεται πάντοτε στο απώτατο παρελθόν της ανθρώπινης κατοίκησης και ιστορίας κάθε τόπου.          Πρέπει λοιπόν αυτή να είναι η αρχή από την οποία θα ξεκινήσει η καταγραφή της ιστορικής πορείας και εξέλιξης μιας περιοχής.
Εξάλλου κυρίαρχη σκέψη στην αντιμετώπιση του θέματος αυτού ήταν η ρήση του μεγάλου συμπατριώτη μου, του Στεφάνου Κομμητά από τους Κωφούς, την οποία επέλεξα ως προμετωπίδα αυτής της εργασίας: «Η μυθολογία είναι διήγηση πολύ παλαιών ιστοριών, οι οποίες, αφού αναμίχθηκαν με δημιουργήματα φαντασίας, μεταβλήθηκαν σε διηγήσεις για θεούς και ημιθέους».
Μ’ άλλα λόγια η μυθολογία μιας περιοχής, στην πρώτη της τουλάχιστον μορφή, χωρίς τις κατοπινές ποικίλες, σκόπιμες ή αθέλητες, επεμβάσεις και επικαλύψεις των αρχικών μύθων, συγκροτείται από τις πιο παλαιές ανιχνεύσιμες αναμνήσεις των κατοίκων της για τη ζωή των προγόνων τους. Η μυθολογία, στη βάση της, είναι η σκοτεινή, θολή και συγκεχυμένα διατηρημένη ανάμνηση των πολύ παλαιών ιστορικών γεγονότων, διαμορφωμένη σε μία ενιαία διηγηματική μορφή.
Αυτός ακριβώς είναι και ο σπουδαιότερος λόγος που καθιστά υποχρεωτική την καταγραφή της μυθολογίας ενός τόπου στο πρώτο, το εισαγωγικό, μέρος μιας εργασίας στην οποία πρόκειται ν’ αντιμετωπισθεί μία συνολική θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης του τόπου και της ζωής των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτόν.
Η πρώτη, κάπως συστηματική, ενασχόλησή μου με τα ιδιαίτερα μυθολογικά θέματα της περιοχής του Αλμυρού και η πρώτη προσπάθεια καταγραφής τους σε μια μορφή που θα μπορούσε να παρουσιασθεί ενώπιον κοινού, έγινε με την ευκαιρία της πραγματοποίησης ενός συνεδρίου που οργάνωσε η κοινότητα Ανάβρας της επαρχίας Αλμυρού του νομού Μαγνησίας, το καλοκαίρι του 1993, με θέμα «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ανάβρας (Γούρας)».
Στην πολύ ευγενική πρόσκληση της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου αυτού δήλωσα τη συμμετοχή μου με θέμα ανακοίνωσης: «Η Όθρυς στη Μυθολογία». Κάποια από τα στοιχεία της εργασίας που ακολουθεί, διασκορπισμένα φυσικά σ’ όλη της την έκταση, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο συνέδριο εκείνο σε μία, όπως ήταν φυσικό, πολύ συνεπτυγμένη μορφή λόγω έλλειψης χρόνου κατά την προφορική παρουσίαση του θέματος και χώρου στη γραπτή μορφή κατά την εκτύπωση των Πρακτικών του Συνεδρίου. Εξάλλου την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η ερευνητική μου προσπάθεια. Η κατοπινή επίμονη συνέχιση εκείνης της έρευνας έφερε στο φως και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία συμπλήρωσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπάρχοντα κενά και ολοκλήρωσαν την εργασία, ώστε αυτή, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, να μπορεί να παρουσιαστεί σε μια αυτοτελή μορφή, αυτήν που επιχειρείται με τούτη την παρουσίαση.
Κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής μου αυτής η αντιμετώπιση του θέματος πέρασε από πολλές θεωρήσεις και διαφορετικά κοιτάγματα. Η αποκάλυψη διαρκώς και καινούργιων στοιχείων δημιουργούσε συνεχώς νέα προβλήματα συσχέτισης και ένταξής τους στο ενιαίο σύνολο, καθώς και θέματα ανάγκης συνεχούς και γενικής αναθεώρησης και αναδιοργάνωσης της όλης μορφής της εργασίας.
Για την εργασία τούτη προτίμησα τον τίτλο «Η ΠΕΡΙΟΧΗ TOY ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ». Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι «Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΛΜΥΡΟΥ» ή «Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΛΜΥΡΟΥ». Θεώρησα τον πρώτο πιο ταιριασμένο από τους άλλους. Στην εργασία αυτή γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης, αξιοποίησης και ενιαίας συστηματικής παρουσίασης των αρχαιοελληνικών μυθολογικών αναφορών που υπάρχουν διάσπαρτες σε διάφορα μέρη εργασιών ελλήνων και αλλοδαπών συγγραφέων για την ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού του νομού Μαγνησίας.
Ωστόσο και ο τίτλος αυτός, που τελικά προτιμήθηκε, δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στο αντικείμενο και το περιεχόμενο της εργασίας. Και τούτο γιατί ως περιοχή του Αλμυρού στην εργασία αυτή δεν θεωρείται η ομώνυμη περιοχή της σύγχρονης γεωγραφικής πραγματικότητας και της σημερινής διοικητικής κατανομής, αλλά μια πολύ ευρύτερη περιοχή, αυτή που ορίζεται κυρίως από ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Όθρης με όλες τις προποδικές και πεδινές προεκτάσεις του στους νομούς που τον περιβάλλουν, δηλαδή τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας, Καρδίτσας και Φθιώτιδας. Είναι ακριβώς (ή περίπου) η περιοχή η οποία στην αρχαιότητα δηλωνόταν με τα ονόματα «Αχαΐα Φθιώτιδα» και «Φθία». Η περιοχή αυτή, τουλάχιστο για την αρχαία εποχή, θεωρώ ότι αποτελούσε (και αποτελεί ίσως και σήμερα) ενιαίο και αδιάσπαστο γεωγραφικό, κοινωνικό, οικονομικό, ιστοριογραφικό και πολιτισμικό χώρο. Την περιοχή αυτή, όταν πρόκειται τουλάχιστο για την καταγραφή της ιστορικής της διαδρομής, δεν μπορούμε παρά να την αντιμετωπίζουμε συνολικά.
Θα μπορούσε λοιπόν, με μία δεοντολογικά επιστημονικότερη θεώρηση του θέματος της ονομασίας της, η εργασία αυτή να έχει τον τίτλο «Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ». Αυτός ο τίτλος καλύπτει ακριβώς το περιεχόμενο τούτης της εργασίας. Μία περιοχή της αρχαίας Ελλάδας είναι φυσικό να αναμειγνύεται σε μύθους. Μία περιοχή της σύγχρονης πραγματικότητας δεν έχει ίσως θέση σε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, σε βάρος της επιστημονικότητας αυτής της θέσης και της αντικειμενικής δεοντολογίας, και παρά την σαφή και πλήρη γνώση της επιχειρούμενης, τολμηρής ίσως, «παρατυπίας», τελικά κυριάρχησε η εσώψυχα βαθιά στεριωμένη «αγιάτρευτη» λατρεία για την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το σημερινό όνομα της οποίας ήθελα να φανεί και στον τίτλο. Ήταν τόσο απόμακρα μέσα μου η «Αχαΐα Φθιώτιδα» όπως και η «Φθία» και τόσο πολύ κοντά στο χρόνο και στην καρδιά μου η «περιοχή Αλμυρού».

Τόλμησα λοιπόν την «παρατυπία» μου αυτή ελπίζοντας στην κατανόηση και στην «άφεση των αμαρτημάτων μου» μόνο και μόνο γιατί «αγάπησα πολύ».
Η μυθολογία ενός τόπου και ενός λαού βεβαίως δεν είναι δυνατό ν’ αποχωριστεί εντελώς από την καθαρή ιστορία του. Η μυθολογία εμπεριέχει πάντοτε και πραγματικά στοιχεία και βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα, έστω κι αν κάποια απ’ αυτά, μερικές φορές, είναι πολύ δύσκολο, ή και σχεδόν αδύνατο, ν’ αποχωρισθούν εντελώς από τα πάμπολλα μυθικά επικαλύμματα που έχουν προσθέσει πάνω τους οι αιώνες. Αλλά και κάτω από τα θεωρούμενα ως βεβαιωμένα ιστορικά γεγονότα κρύβονται μερικές φορές και μυθικές επινοήσεις ή έχουν γίνει σ’ αυτά μυθικές προσθήκες και επικαλύψεις. Τρανά τέτοια παραδείγματα είναι τα όσα ακούγονται για τον Τρωικό Πόλεμο και την Αργοναυτική Εκστρατεία. Υπάρχουν οπωσδήποτε στις δύο αυτές γνωστές σ’ όλους διηγήσεις και ιστορικά – πραγματικά – γεγονότα στους βασικούς πυρήνες των μύθων τους.
Δεν είναι λοιπόν εύκολο, σε μια διήγηση που αναφέρεται στο απώτατο παρελθόν μιας περιοχής και για τα ιστορικά δεδομένα της οποίας δεν μπορεί να βρεθούν επιστημονικά τεκμηριωμένες αποδείξεις, να διαχωριστούν πλήρως τα μυθικά από τα καθαρώς ιστορικά στοιχεία.
Αυτό συμβαίνει στη μυθολογία κάθε λαού. Σε πολύ όμως μεγαλύτερο βαθμό παρατηρείται αυτό στην Ελληνική Μυθολογία. Και συμβαίνει αυτό στην Ελληνική Μυθολογία επειδή η αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη υπεροχή της μυθοπλαστικής ικανότητας του ελληνικού πνεύματος απέναντι σ’ εκείνη των άλλων λαών, έγινε η αιτία ώστε οι μύθοι των Ελλήνων να έχουν τόσο πολύ αληθοφανή μορφή, τέτοια λογική ροή και τόσο θαυμάσια πλοκή, ώστε πολύ εύκολα να είναι δυνατό, μερικά τουλάχιστο, μυθολογήματα να εκληφθούν ως ιστορικά γεγονότα. Καθαρά μυθολογικές διηγήσεις συμβαίνει να παρουσιάζονται με τόση ζωντάνια και τόση αληθοφάνεια, ώστε να είναι πολύ δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί η πιθανή ιστορικότητά τους.

Αντίθετα, και για τους ίδιους λόγους, πραγματικά στοιχεία και ιστορικά γεγονότα έχουν περάσει στη σχετική αρχαιοελληνική δραματουργική γραμματεία με τόση τέχνη ώστε να μπορούν να θεωρηθούν και ως μυθολογήματα. Τα ιστορικά αυτά γεγονότα και τα πραγματικά στοιχεία με το πέρασμα των καιρών επικαλύφθηκαν και με θαυμάσιες μυθολογικές επινοήσεις και προσθήκες κυρίως εκ μέρους των τραγικών ποιητών και των άλλων δημιουργών. Έτσι θεωρούνται – και είναι – περισσότερο γνωστά ως μύθοι παρά ως ιστορικά γεγονότα. Πρόσωπα με βεβαιωμένη ιστορικά την ύπαρξή τους έχουν περιτυλιχθεί, σκόπιμα αρκετές φορές – ή αθέλητα σε άλλες περιπτώσεις – από μυθολογήματα σε τόσο μεγάλο βαθμό και με τέτοια τέχνη, ώστε η αληθινότητά τους ν’ αμφισβητείται έντονα.
Αυτή η μίξη ιστορίας και μυθολογίας δεν ήταν δυνατό ν’ αποφευχθεί και στην εργασία αυτή. Έτσι, μόλο που αυτή η εργασία αναφέρεται στην μυθολογία της ευρύτερης περιοχής Αλμυρού, μνημονεύονται σ’ αυτήν παράλληλα και πολλά σαφώς γνωστά ως ιστορικά γεγονότα. Αλλά, εδώ, όποτε και στο βαθμό που αυτό γίνεται, όσα γνωστά και ιστορικώς βεβαιωμένα στοιχεία μνημονεύονται δεν αναφέρονται ούτε από άγνοια ή σύγχυση, ούτε από αδυναμία εντόπισης και διαχωρισμού τους από τις μυθολογικές επικαλύψεις. Δεν έγινε καμία προσπάθεια επισήμανσης και διαχωρισμού τους. Δεν αντιμετωπίστηκε στην εργασία μας αυτό το θέμα, απλά και μόνο διότι δεν χρειαζόταν.

Τα όποια ιστορικά στοιχεία αναγκαστικά αναφέρονται εδώ μνημονεύονται ως στοιχεία αναπόσπαστα από τη μυθολογία τούτου του τόπου. Αυτά όμως είναι σαφές ότι είναι θέματα της ιστορίας. Αναφέρονται π. χ. ιστορικά πρόσωπα και ενέργειες υπαρκτών προσώπων σχετικές με λατρείες και αφιερώματα σε ιερά θεών αναγκαστικά. Είναι γνωστό ότι οι αρχαιοελληνικοί θεοί και οι αναφερόμενες δήθεν επεμβάσεις τους στα ανθρώπινα πεπραγμένα θεωρούνται από τους ανθρώπους της εποχής μας μυθολογήματα αλλά οι ναοί των θεών αυτών και οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, οι οποίοι εκδήλωναν τη λατρεία τους σ’ αυτούς, ήταν υπαρκτοί. Δεν είναι δυνατή επομένως η καταγραφή των μυθολογικών επινοήσεων των ανθρώπων της εποχής εκείνης χωρίς την παράλληλη μνημόνευση των ιστορικών γεγονότων και προσώπων που σχετίζονται μ’ αυτά.
Ωστόσο, τα ελάχιστα αυτά ιστορικά γεγονότα και υπαρκτά στοιχεία, που αναγκαστικά μνημονεύονται στην εργασία μας αυτή, δεν εξετάζονται από κάποια ιστορική άποψη, δεν εντάσσονται στην αντίστοιχη ιστορική εποχή, δεν ταξινομούνται χρονικά, δεν συσχετίζονται μ’ άλλα γεγονότα, δεν κρίνονται δηλαδή ως ιστορικά γεγονότα. Όσα τέτοια στοιχεία αναφέρονται εντοπίζονται και διαχωρίζονται εύκολα από τον αναγνώστη. Δεν ενοχλεί η αναφορά τους μαζί με τα μυθολογήματα. Μνημονεύονται γιατί δεν ήταν δυνατό να παραλειφθούν από ό,τι μπορεί να θεωρηθεί μυθολογία.
Δεν γίνεται ακόμη – εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις – κριτική θεώρηση των αναφερόμενων. Μύθος και πραγματικά γεγονότα, μυθολογία και ιστορία, αναφέρονται μαζί ως ενιαία ακούσματα, γιατί ως τέτοια διαπότιζαν τη συνείδηση του λαού τούτου του τόπου, ως τέτοια επιδρούσαν στη ζωή του και διαμόρφωναν την κοινωνική ύπαρξη και την ιστορική τους συνείδηση. Ποτέ τους, εξάλλου, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν τα ξεχώριζαν μεταξύ τους. Ο βασιλιάς Πύρρος π. χ., υπαρκτό και ιστορικά βεβαιωμένο πρόσωπο, ο οποίος αφιέρωνε στο ναό της Ιτωνίας Αθηνάς τα λάφυρα του πολέμου, και η ίδια η Ιτωνία Αθηνά, πλάσμα των μύθων και της φαντασίας του αρχαίου Έλληνα Αχαιού Φθιώτη, ήταν εξίσου υπαρκτά ως πρόσωπα και εξίσου ανεκτά και πιστευτά από αυτόν ως ακούσματα. Κι όταν ο μεγάλος πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, μπροστά στα όσα άκουσε για τον τρομερό Λαφύστιο Δία, εμπόδιζε τους στρατιώτες του να πλησιάσουν στο σεβαστό από όλους ιερό του Λαφύστιου Δία στην Άλο, δυνάμωνε με την ιστορικά βεβαιωμένη αυτή ενέργειά του, την πίστη του λαού στο θεό τους στον ίδιο βαθμό όπως και τα όσα μυθολογήματα ακούγονταν γι’ αυτήν την θεότητα.

Γι’ αυτό και όλα αυτά αναφέρονται μαζί και στην εργασία αυτή. Η μυθολογία έπρεπε να έχει οπωσδήποτε ένα σκελετό στον οποίο να στηριχθεί. Ο σκελετός αυτός είναι ασφαλώς αναμνήσεις ιστορικών γεγονότων. Πίστευαν οι αρχαίοι πρόγονοι των κατοίκων τούτου του τόπου, οι Αχαιοί Φθιώτες, όπως και οι άνθρωποι κάθε τόπου, στην ύπαρξη του δυνατού βασιλιά τους γιατί τον έβλεπαν να ζει ανάμεσά τους, πίστευαν όμως ταυτόχρονα – στο βαθμό που πίστευαν και όσοι απ’ αυτούς πίστευαν – και ότι για να γεννηθεί ο βασιλιάς τους κοιμήθηκε με τη μητέρα του κάποιος θεός ή τουλάχιστον πίστευαν ότι ο βασιλιάς τους είχε την εύνοια και την αγάπη κάποιου θεού.
Δεν μας απασχολεί επίσης στην εργασία αυτή – συστηματικά τουλάχιστον – η λεπτομερής και με αυστηρά επιστημονικό και καθαρά ερευνητικό τρόπο, μελέτη των προβλημάτων της εντοπιότητας των μύθων ή της πιθανής μεταφοράς τους από άλλα μέρη. Δεν ασχολούμαστε επίσης συστηματικά με προβλήματα ερμηνείας των μύθων. Δεν κάνουμε επιστημονική μυθολογική έρευνα. Καταγράφουμε τους μύθους εκείνους οι οποίοι ως ακούσματα διαπότιζαν τη συνείδηση των ανθρώπων της περιοχής της Αχαΐας Φθιώτιδας και δημιουργούσαν την ταυτότητα, την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδησή τους αλλά και ταυτόχρονα διαμόρφωναν και χάραζαν τα μελλοντικά τους οράματα και προσδιόριζαν τις δραστηριότητές τους. Τα θεωρούμε όλα «κατάλοιπα» της «ιστορίας» τους που έγιναν διηγήσεις, μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις και τους έτρεφαν. Πιστεύουμε ότι μόνο μια τέτοια θεώρηση της μυθολογίας μιας περιοχής μπορεί να καταγραφεί για να μπορέσει έτσι να θεωρηθεί ως η πρώτη αρχή της ιστορικής πορείας του λαού της.
Στη μυθολογία της Αχαΐας Φθιώτιδας, την οποία προσπαθούμε να καταγράψουμε στις σελίδες της εργασίας αυτής, όπως θα δει ο αναγνώστης, περιλαμβάνονται και μύθοι των οποίων οι πρωταγωνιστές έζησαν σ’ άλλες περιοχές. Αυτοί είναι εκείνοι οι μύθοι των οποίων οι ήρωες και οι πρωταγωνιστές, κατά την επικρατέστερη μυθολογική άποψη ή έστω, κατά τη μυθολογική άποψη που ακουγόταν και πιστευόταν ως αληθινή σε τούτα τα μέρη, κατάγονταν από την Αχαΐα Φθιώτιδα ή τη Φθία ή είχαν κάποια σχέση μ’ αυτή την περιοχή. Είναι επόμενο να σκεφθούμε ότι τα «κατορθώματα» των ταξιδεμένων αυτών παλικαριών τους οι άνθρωποι της περιοχής τα μάθαιναν και τα τραγουδούσαν.

Ήταν κατορθώματα που τους ενδιέφεραν ή τους έκαναν περήφανους. Ήταν επομένως και αυτά μυθολογικά ακούσματα που τα ιστορούσαν και καμάρωναν αλλά και ταυτόχρονα διαπότιζαν τη συνείδησή τους το ίδιο αποτελεσματικά όπως και τ’ άλλα ακούσματα για τους ντόπιους, τους καθαρά δικούς τους, ήρωες. Ο Φρίξος π. χ. και ο Αχιλλέας ήταν δικά τους παλικάρια αλλά πραγματοποίησαν τα περισσότερα από τα μεγάλα κατορθώματά τους σ” άλλους τόπους. Θεωρούνταν επομένως τα κατορθώματά τους, κατορθώματα και γεγονότα, «ιστορία», τούτου του τόπου. Επιδρούσαν και αυτά, ως ακούσματα, στη διαμόρφωση της αυτοσυνείδησης των ανθρώπων τούτου του τόπου. Αποτελούσαν και αυτά μέρος του «ένδοξου» παρελθόντος τούτου του τόπου.
Πέραν όμως από τον παραπάνω ουσιαστικό λόγο για τον οποίο θεωρούμε αυτά μέρος της μυθολογίας της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, και ο οποίος λόγος μάς οδήγησε στην απόφαση να τα καταγράψουμε και να τα εντάξουμε στην μυθολογία τούτης της περιοχής, υπάρχει και άλλος σοβαρότερος λόγος γι’ αυτή μας την ενέργεια. Όπως θ’ αναφέρουμε σ’ επόμενες σελίδες, πολλά από τα μυθολογούμενα γεγονότα που φέρονται να έχουν πραγματοποιηθεί σε ξένες χώρες από ήρωες που κατάγονταν από την Αχαΐα Φθιώτιδα ή τη Φθία, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι στην πραγματικότητα είχαν λάβει χώρα σε τούτα τα μέρη και από εδώ είχαν μεταφερθεί στις νέες πατρίδες των πρωταγωνιστών τους.