Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (9η συνέχεια)

ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΡΗΙΔΑΣ  (Συνέχεια)

5. Ο μύθος των Π(ε)λειάδων

Η Μερόπη, η γυναίκα του Σίσυφου, ήταν, όπως είπαμε, κόρη του Άτλαντα, εκείνου του περίφημου γίγαντα που είχε καταδικαστεί να κρατάει στους ώμους του τις δυο κολώνες που στήριζαν τον ουρανό: «Ἄτλαντος δέ καί τῆς Ὠκεανοῦ Πληιόνης ἐγένοντο θυγατέρες ἑπτά ἐν Κυλήνῃ τῆς Ἀρκαδίας, αἱ Πληιάδες προσαγορευθεῖσαι, Ἀλκυόνη, Μερόπη, Κελαινώ, Ἠλέκτρα, Στερόπη, Ταϋγέτη, Μαῖα». (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3. 10, 10).
Η Μερόπη είχε λοιπόν άλλες έξι αδερφές. Όλες είναι γνωστές με το όνομα Πλειάδες ή Πληιάδες γιατί η μητέρα τους λεγόταν Πλειόνη ή, σύμφωνα με άλλες εκδοχές, Πληιόνη. Οι εφτά αυτές κόρες ήταν η Αλκυόνη, η Μερόπη, η Κελαινώ, η Ηλέκτρα, η Στερόπη ή Αστερόπη, η Ταϋγέτη και η Μαία:
«Τηϋγέτη τ’ ἐρόεσσα καί Ἠλέκτρη κυανῶπις Ἀλκυόνη τε καί Ἀστερόπη δίη τε Κελαινὼ Μαῖά τε καὶ Μερόπη, τάς γείνατο φαίδιμος Ἄτλας». (Hesiodi Carmina, Lipsiae 1902, σελ. 212, απόσπασμα 275 (12)). Η Μαία ήταν αυτή που έγινε μητέρα του θεού Ερμή.
Όλες οι θυγατέρες του Άτλαντα είχαν παντρευτεί με θεούς. Μία μόνο από αυτές είχε ξεπέσει και είχε παντρευτεί θνητό. Ήταν η Μερόπη που παντρεύτηκε τον Σίσυφο. Η Μερόπη πολύ στενοχωριόταν που μόνο αυτή είχε θνητό άντρα, ενώ όλες οι αδερφές της είχαν άντρες θεούς και ντρεπόταν γι’ αυτό.
Αλλά και όλες μαζί οι αδερφάδες Πλειάδες είχαν μια μεγάλη στενοχώρια. Δεν μπορούσαν να βλέπουν τον αγαπημένο τους πατέρα, τον Άτλαντα, να βασανίζεται σ’ όλη του τη ζωή κρατώντας στους ώμους του τις κολώνες που κράταγαν τον ουρανό πάνω από τον κόσμο. Για το λόγο αυτό οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις έκαναν αστέρια. Τις έβαλαν όλες μαζί ν’ αποτελούν έναν αστερισμό που λέγεται Πλειάδες. Είναι η γνωστή στον λαό μας, από τα παραμύθια του, Πούλια. Είναι ο «εφταπάρθενος χορός» των σημερινών παραμυθιών του λαού μας.
Ένα παραμύθι, που ακούγεται ακόμα και στην εποχή μας στην περιοχή του Αλμυρού, λέει τα εξής:
«Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχαν ένα πολύ όμορφο κορίτσι που το έλεγαν Πούλια. Ύστερα από πολλά χρόνια πέθανε η βασίλισσα κι ο βασιλιάς πήρε άλλη γυναίκα. Η καινούργια βασίλισσα γέννησε ένα αγόρι που το είπαν Αυγερινό. Η καινούργια βασίλισσα αγαπούσε πολύ το δικό της παιδί, τον Αυγερινό, αλλά δεν αγαπούσε καθόλου την Πούλια. Καθημερινά την βασάνιζε, την έβαζε να κάνει όλες τις σκληρές δουλειές και την άφηνε νηστική. Κάποτε μάλιστα πήρε την απόφαση να την σκοτώσει. Αυτό το έμαθε ο Αυγερινός και το φανέρωσε στην Πούλια. Τότε ο Αυγερινός και η Πούλια αποφάσισαν να φύγουν μαζί μακριά από το παλάτι. Πριν όμως ξεκινήσουν της είπε ο Αυγερινός να ρωτήσουν κάποια μάγισσα να τους φανερώσει τι πρέπει να κάνουν. Έτσι και έγινε. Η μάγισσα έδωσε στην Πούλια ένα μαχαίρι, μια χτένα κι ένα σακούλι αλάτι. Όταν θα σας κυνηγάει και θα σας πλησιάσει να σας πιάσει η βασίλισσα θα πετάξεις πρώτα το μαχαίρι, ύστερα τη χτένα και τέλος το αλάτι, τους είπε η μάγισσα.
Η Πούλια κι ο Αυγερινός ξεκίνησαν να φύγουν. Η κακιά βασίλισσα τους είδε που έφυγαν και άρχισε να τους κυνηγάει. Μόλις πλησίασε η κακιά βασίλισσα να φτάσει τα δυο παιδιά, η Πούλια έριξε πίσω της το μαχαίρι. Αμέσως εκεί που έπεσε το μαχαίρι παρουσιάστηκε ένας βάλτος. Η κακιά βασίλισσα δυσκολεύτηκε και άργησε να περάσει τον βάλτο. Έτσι τα δυο παιδιά πρόφτασαν κι απομακρύνθηκαν λίγο. Πάλι όμως τα πλησίασε και τα παιδιά κινδύνευαν να πιαστούν. Η Πούλια έριξε τότε πίσω της τη χτένα. Αμέσως φύτρωσε ένα πολύ πυκνό δάσος πίσω τους. Η κακιά βασίλισσα παιδεύτηκε πολύ μέχρι να διασχίσει το πυκνό δάσος και καθυστέρησε για μια ακόμα φορά. Τα δυο παιδιά πρόφτασαν κι ξέφυγαν μακριά. Πάλι όμως η βασίλισσα τα πλησίασε και σε λίγο θα τα έπιανε. Τότε η Πούλια έριξε και το αλάτι. Αμέσως εκεί που έπεσε το αλάτι δημιουργήθηκε μια μεγάλη λίμνη. Η κακιά βασίλισσα τούτη τη φορά δεν μπόρεσε να περάσει την λίμνη κι έμεινε πίσω. Τότε καταράστηκε μουρμουριστά τον Αυγερινό γιατί ακολούθησε την Πούλια: Να διψάς σ’ όλη σου τη ζωή, να πίνεις νερό από τις λακκούβες που κάνουν οι πατημασιές των ζώων και να γίνεσαι σαν κι αυτά. Τα λόγια αυτά δεν τ’ άκουσε ο Αυγερινός. Τ’ άκουσε όμως η Πούλια.
Στο δρόμο που πήγαιναν δίψασε ο Αυγερινός. Μπροστά τους βρήκαν μια πατημασιά από λύκο που είχε νερό. Η Πούλια δεν τον άφησε να πιει γιατί θα γινόταν λύκος. Πιο πέρα βρήκαν μια πατημασιά από λαγό αλλά η Πούλια δεν τον άφησε και πάλι να πιει για να μη γίνει ο Αυγερινός λαγός. Ύστερα βρήκαν μια πατημασιά από αρνάκι. Η Πούλια δεν πρόσεξε κι ο Αυγερινός έσκυψε και ήπιε. Αμέσως ο Αυγερινός έγινε ένα αρνάκι που βέλαζε και πήγαινε πίσω από την Πούλια. Όταν είδε το κακό που έγινε η Πούλια αγκάλιασε το αρνάκι κι έκλαιγε πολύ.
Το βράδυ σταμάτησαν κι ανέβηκαν σ’ ένα δέντρο να περάσουν τη νύχτα και να γλιτώσουν από τους λύκους. Έλαμπε ο τόπος από την ομορφιά της Πούλιας. Το βασιλόπουλο εκείνης της χώρας είδε την λάμψη, πήγε εκεί κοντά, είδε την Πούλια και είπε στους στρατιώτες τους να την φέρουν στο παλάτι του.
– Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου, της είπε.
– Θέλω απάντησε αυτή αλλά θέλω να έχω μαζί μου και το αρνάκι μου.
Το βασιλόπουλο έφερε και το αρνάκι και το έβαλαν σ’ ένα δωμάτιο. Η βασίλισσα της χώρας όμως, η μητέρα δηλαδή του βασιλόπουλου, δεν αγαπούσε την Πούλια. Έτσι μια μέρα που έλειπε το βασιλόπουλο την πήρε τάχα να πάνε μαζί βόλτα και την έριξε σ’ ένα πηγάδι. Ύστερα γύρισε στο παλάτι και πήρε να σφάξει το αρνάκι. Το αρνάκι πρόφτασε και φώναξε δυνατά: Πούλια με σφάζουν. Άκουσε η Πούλια μέσα απ’ το πηγάδι και παρακάλεσε να βγάλει φτερά και να πετάξει να φτάσει γρήγορα. Έτσι έγινε. Δεν πρόφτασε όμως. Είχαν σφάξει το αρνάκι κι έβαλαν και το μαγείρεψαν. Κάθισαν ύστερα κι έφαγαν. Η Πούλια δεν έφαγε. Μάζεψε μόνο τα κόκαλα και τα έθαψε στον κήπο.
Εκεί που έθαψε τα κόκαλα φύτρωσε μια πορτοκαλιά που έγινε ψηλή ίσαμε το παλάτι κι έβγαλε ένα μόνο πορτοκάλι στην κορυφή της. Πήγε η βασίλισσα να κόψει το πορτοκάλι και τα κλαδιά της πορτοκαλιάς έγειραν και της έβγαλαν τα μάτια. Πήγε η Πούλια να κόψει το πορτοκάλι και τα κλαδιά έγειραν απαλά μόνα τους μέχρι που το πορτοκάλι έπεσε στην αγκαλιά της.
– Σφίξε με σφιχτά, Πούλια, φώναξε το πορτοκάλι να πάμε ως τον Ουρανό. Έπειτα τα δυο αδελφάκια αγκαλιασμένα άρχισαν να πετάνε ως τον ουρανό κι έγιναν αστέρια. Είναι τα δυο αστέρια που βλέπουμε εκεί ψηλά, o Αυγερινός και η Πούλια.»
Ο λαός μας ονομάζει τον αστερισμό των Πλειάδων και «Εφταπάρθενος χορός», γιατί είναι ένας χορός από εφτά κορίτσια. Όποιος κοιτάξει στον ουρανό όμως, όσο προσεκτικά κι αν παρατηρήσει βλέπει μόνο έξι αστέρια. Είναι τ’ αστέρια των έξι αδερφάδων της Μερόπης. Η Μερόπη, και ως αστέρι ακόμη, επειδή εξακολουθεί να ντρέπεται που μόνη αυτή από όλες τις αδερφάδες της πήρε άντρα θνητό, κρύβεται. Δεν θέλει να την βλέπουν οι άνθρωποι.
Υπήρχε και ένας ακόμη μύθος, διαφορετικός, για τις Πλειάδες.
Επειδή οι Πλειάδες στενοχωριούνταν για τα βασανιστήρια του πατέρα τους παρακάλεσαν τον Δία και τις έκανε πουλιά. Έγιναν περιστέρια. Λέγονταν Πελειάδες που θα πει περιστέρια. Από το Πελειάδες έγινε το Πλειάδες. Έτσι εξηγούσε αυτή η εκδοχή το όνομά τους.
Μία άλλη εκδοχή του ίδιου μύθου έλεγε τα πράγματα διαφορετικά.
Οι Πλειάδες ήταν εκείνες που έτρεφαν, κουβαλώντας του τροφή, τον Δία, όταν αυτός ήταν ακόμη μωρό και κρυβόταν στην Κρήτη να μην τον βρει ο πατέρας του Κρόνος. Ο Δίας για να τις ευχαριστήσει για τις υπηρεσίες που του πρόσφεραν τις έκανε περιστέρια (Πελειάδες). Η σημερινή λαϊκή ονομασία των Πλειάδων «Πούλια» (δηλ. πουλιά) φαίνεται να συμφωνεί με αυτή την εκδοχή.
Οι Πελειάδες, κατά μία άλλη μυθολογική εκδοχή, ήταν αρχαιότατες μάντισσες που ζούσαν πριν ακόμη από την περίφημη Φημονόη, (Σημ. Η Φημονόη ήταν κόρη του Απόλλωνα και η πρώτη Πυθία. Λένε ότι αυτή είχε εφεύρει τον εξάμετρο στίχο και αυτή ήταν που είχε γράψει στο δελφικό μαντείο το «γνώθι σαυτόν») που ήταν η πρώτη μάντιδα του Απόλλωνα: «Πρώτην δε Φημονόην γενέσθαι φασί Πυθίαν» (Στράβων θ 3, 5).
Αυτή η ύπαρξή τους από τα πανάρχαια ακόμα χρόνια και η «προτερική» θεϊκή τους υπόσταση αποδεικνύεται από το ότι αυτές παρουσιάζονται να λατρεύουν υμνώντας την πανάρχαια θεά Μητέρα Γαία:
«Τάς Πελειάδας δέ Φημονόης τε ἔτι προτέρας γενέσθαι λέγουσι καί ᾆσαι γυναικῶν πρώτας τάδε τά ἔπη: Ζεύς ἦν, Ζεύς ἐστί, Ζεὺς ἔσσεται’ ὦ μεγάλε Ζεῦ. Γᾶ καρπούς ἀνίει, διό κλῄζετε Ματέρα Γαῖαν» (Παυσανίας, Χ, 12, 10).
Δηλαδή: «Λένε ότι οι Πελειάδες ήταν αρχαιότερες ακόμη και από τη Φημονόη και ότι από όλες τις γυναίκες πρώτες αυτές έψαλαν τους παρακάτω στίχους: ο Ζευς υπήρχε, ο Ζευς υπάρχει, ο Ζευς θα υπάρχει. Ω, μεγάλε Δία. Η Γη παράγει καρπούς, γι’ αυτό δοξάζετε τη Μητέρα Γη.»
Άλλη εκδοχή του μύθου έλεγε ότι τις κόρες του Άτλαντα τις κυνηγούσε επί πέντε ολόκληρα χρόνια, να τις πιάσει, επειδή τις είχε ερωτευθεί και τις ποθούσε, ο Ωρίωνας. Παρακάλεσαν λοιπόν τότε αυτές τον Δία να τις γλιτώσει από το κακό που τις περίμενε και ο Δίας άκουσε τις προσευχές τους και έκανε να γίνουν περιστέρια ή, όπως λένε άλλοι, αστέρια.
Για μία από αυτές, την Ηλέκτρα, έλεγαν και έναν άλλο μύθο. Επειδή από αυτήν κατάγονταν οι Τρώες, αφού έγινε μητέρα του Δαρδάνου, προγόνου των Τρώων. «Ἐκ Διός καί Ἠλέκτρας, μιᾶς τῶν Ἀτλαντίδων, γενέσθαι Δάρδανον», γράφει ο Διόδωρος Σικελιώτης (5, 48)). Όταν καταστράφηκε η Τροία από τους Έλληνες, η Ηλέκτρα άφησε τις αδερφάδες της, έφυγε από τον αστερισμό των Πλειάδων και έγινε κομήτης. Αυτή λοιπόν είναι εκείνη από τις εφτά αδερφάδες που κρύβεται και δεν φαίνεται και γι’ αυτό η Πούλια παρουσιάζεται να έχει έξι αστέρια. Δεν κρύβεται η Μερόπη. Η Μερόπη δεν ντρεπόταν για τον άντρα της που ήταν θνητός, αφού αυτός μπορούσε και ξεγελούσε με την εξυπνάδα του ακόμη και αυτούς τους θεούς. Κρύβεται η Ηλέκτρα γιατί λυπάται για την πτώση και την καταστροφή της Τροίας.

6. Η γενιά του Αθάμαντα

Ο Αθάμαντας ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος βασιλιάς της Άλου. Έτσι δυο αδέλφια, παιδιά και οι δύο του Αίολου και εγγόνια της Ορθρηίδας, ο Κρηθέας και ο Αθάμαντας, ίδρυσαν τις δυο σπουδαιότερες και γειτονικές πόλεις της εποχής εκείνης, την Ιωλκό και την Άλο, προδρόμους των δύο σημερινών πόλεων του νομού Μαγνησίας Βόλου και Αλμυρού.
Ο Αθάμαντας παντρεύτηκε την Νεφέλη και απόκτησε τον Φρίξο και την Έλλη. Αργότερα, όταν πέθανε η Νεφέλη, ο Αθάμαντας παντρεύτηκε την Ινώ και απόκτησε τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη και αργότερα παντρεύτηκε την Θεμιστώ και απόκτησε τον Λεύκωνα, τον Ερύθριο, τον Σχοινέα (που έχτισε τις πόλεις Σχοίνος και Σχοινούντας της Βοιωτίας) και τον Πτώο. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή κόρη του Σχοινέα, του γιου του Αθάμαντα, ήταν και η Αταλάντη.
Θα παραλείψουμε την γνωστή εκδοχή του μύθου για τη θυσία του Φρίξου και της Έλλης και την φυγή τους στην Κολχίδα με το χρυσόμαλλο κριάρι, γιατί είναι σ’ όλους γνωστά, και θ’ αναφέρουμε άλλα μυθολογικά ακούσματα στις περιοχές της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας λιγότερο γνωστά.
Η Νεφέλη ήταν θεά των νεφών και της βροχής της τόσο ευεργετικής για τους γεωργούς και συνδέεται άμεσα με τους μύθους του Αθάμαντα και της Άλου.
Ακούγονταν και άλλοι μύθοι σχετικοί με τις γυναίκες του Αθάμαντα. Σύμφωνα με ένα μύθο το μίσος της μητριάς του Φρίξου, της Ινώς, για τον Φρίξο και την Έλλη, δεν οφειλόταν στο ότι αυτή ήθελε να εξοντώσει τον Φρίξο για να γίνουν διάδοχοι του θρόνου τα δικά της παιδιά. Άλλος ήταν ο λόγος. Η μητριά του Φρίξου, η Ινώ, τον ερωτεύθηκε και επειδή ο Φρίξος δεν ανταποκρίθηκε στις ανήθικες προτάσεις της μητριάς του, αυτή τον κατηγόρησε στον πατέρα του ότι αυτός της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που ο βασιλιάς Αθάμαντας έδιωξε από κοντά του το γιο του.
Σύμφωνα με μία λίγο διαφορετική εκδοχή του μύθου, μητριά του Φρίξου δεν ήταν η Ινώ αλλά η Δημοδίκη ή, όπως έλεγαν άλλοι, η Γοργώνη. Σύμφωνα με άλλους πάλι μύθους η Δημοδίκη ήταν γυναίκα του Κρηθέα, που ήταν αδελφός του Αθάμαντα. Και για τη Δημοδίκη λοιπόν έλεγαν ότι ερωτεύθηκε τον ανεψιό της Φρίξο και επειδή αυτός δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της η Δημοδίκη τον κατηγόρησε στον άντρα της τον Κρηθέα ότι της επιτέθηκε με ανήθικους σκοπούς. Ο Κρηθέας μαρτύρησε, όσα ψέματα του είπε η γυναίκα του, στον Αθάμαντα απαιτώντας να τον τιμωρήσει. Έτσι ο Αθάμαντας έδιωξε τον Φρίξο.
Ακουγόταν μάλιστα και μια άλλη άποψη. Πραγματική μητέρα του Φρίξου δεν ήταν η Νεφέλη αλλά η Ινώ και μητριά του ήταν η Νεφέλη. (Τζέτζης, Σχόλια στον Λυκόφρονα 22. Ευστάθιος, Σχόλια στην Ιλιάδα Η 86).
Έτσι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ξηρασία και η ακαρπία της γης της Άλου, ως φυσική συνέπεια της αναβροχιάς, οφειλόταν στο μίσος της Νεφέλης κατά του Φρίξου, ο οποίος είχε αρνηθεί τις ανήθικες προτάσεις της. Ως θεά λοιπόν των νεφών και της βροχής η Νεφέλη έπαψε να στέλνει τη βροχή στη γη και άρχισε έτσι η ακαρπία των χωραφιών.
Για να προκαλέσουν βροχόπτωση οι κάτοικοι της Άλου συνήθιζαν να εξευμενίζουν τον Λαφύστιο Δία προσφέροντας σ’ αυτόν ανθρωποθυσίες. Όπως σε πολλούς τέτοιους μύθους που αναφέρουν ότι ένας τόπος κινδυνεύει, έτσι και εδώ, η πρώτη θυσία που ζητούσε ο θυμωμένος θεός ήταν εκείνη της κόρης του βασιλιά, της βασιλοπούλας.
Ο Αθάμαντας με την δεύτερη γυναίκα του, την Ινώ, πήραν να μεγαλώσουν στην Άλο τον Διόνυσο, τον νόθο γιο του Δία. Γι’ αυτό και καταδιώχτηκαν σκληρά από την Ήρα. Έτσι τους έκανε να πέσουν σε φοβερή μανία με αποτέλεσμα πάνω στη μανία τους να σκοτώσουν, ο μεν Αθάμαντας τον Λέαρχο, η δε Ινώ να πέσει στη θάλασσα μαζί με τον Μελικέρτη και να πνιγούν. Οι άλλοι θεοί τους λυπήθηκαν και τους μεταμόρφωσαν σε θαλάσσιους θεούς. Η Ινώ έγινε η θεά Λευκοθέα και ο Μελικέρτης έγινε ο θεός Παλαίμονας. Η Ινώ, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, ήταν κόρη της Αρμονίας, η οποία ήταν κόρη της Αφροδίτης. Έτσι όταν η Ινώ έπεσε στη θάλασσα, η γιαγιά της, η Αφροδίτη, παρακάλεσε τον Ποσειδώνα κι αυτός τους μεταμόρφωσε σε θαλάσσιους θεούς. Η Ινώ έγινε η θεά Λευκοθέα και ο Μελικέρτης ο θεός Παλαίμονας.
Σύμφωνα μ’ ένα μύθο τον οποίον παρουσίασε ο Ευριπίδης στο δράμα του «Ινώ», το οποίο δυστυχώς χάθηκε, όταν ο Αθάμαντας παράτησε την Ινώ, για χάρη της τρίτης γυναίκας του της Θεμιστώς, η Ινώ μεταμορφώθηκε σε δούλη και παρουσιάστηκε στην Θεμιστώ ζητώντας δουλειά. Η Θεμιστώ, χωρίς να γνωρίζει με ποια ήταν αυτή που της ζητούσε δουλειά, την πήρε στην υπηρεσία της και την όρισε παραμάνα των παιδιών της.
Στο σπίτι του Αθάμαντα όμως η Ινώ αναγνωρίστηκε από τον Αθάμαντα και άρχισαν πάλι οι δυο τους τις παλιές ερωτικές τους σχέσεις. Στο σπίτι του Αθάμαντα, μαζί με τα παιδιά της Θεμιστώς, μεγάλωναν και τα παιδιά της Ινώς, που είχαν παραμείνει εκεί, όταν την έδιωξε ο Αθάμαντας. Έτσι η Ινώ, ως υπηρέτρια τώρα και συγχρόνως παραμάνα, μαζί με τα παιδιά της Θεμιστώς, περιποιούνταν και μεγάλωνε και τα δικά της παιδιά.
Η Θεμιστώ, που δεν ήξερε ποια ήταν η δούλη που μεγάλωνε τα παιδιά της, θέλοντας να εξοντώσει τα παιδιά της Ινώς, έδωσε διαταγή στην Ινώ, όταν τα παιδιά θα πέσουν το βράδυ να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους, να φορέσει σκουρόχρωμα νυχτικά στα ξένα παιδιά, δηλαδή στα παιδιά της Ινώς, και ανοιχτόχρωμα στα δικά της παιδιά, δηλαδή στα παιδιά της Θεμιστώς. Είχε σκοπό τη νύχτα να σκοτώσει τα παιδιά της Ινώς και, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς έκανε, μαρτύρησε τον σκοπό της αυτόν στην Ινώ, καλώντας την να συνεργαστεί μαζί της στο φονικό. Η Ινώ, για να γλιτώσει τα παιδιά της από το κακό που τα περίμενε, έκανε το αντίθετο από ό,τι της είπε η Θεμιστώ. Έτσι η Θεμιστώ, χωρίς να γνωρίζει τι είχε γίνει, τη νύχτα σκότωσε πάνω στον ύπνο τους τα δικά της παιδιά και άφησε άθικτα της Ινώς.
Είναι σαφέστατη η μεταφορά του μύθου αυτού στις μέρες μας στο παραμύθι του Κοντορεβυθούλη. Ο Κοντορεβυθούλης και τα αδέλφια του, φευγάτα από το σπίτι τους, έφτασαν στο σπίτι του Δράκου, όπου η Δράκαινα τα φιλοξένησε. Όταν έφτασε όμως το βράδυ ο Δράκος, είπε στην Δράκαινα να φορέσει μαύρα σκουφιά στον Κοντορεβυθούλη και τα αδέλφια του και άσπρα στα Δρακόπουλα, σκοπεύοντας να σηκωθεί τη νύχτα να σκοτώσει τα ξένα παιδιά. Έτσι έγινε. Ο Κοντορεβυθούλης όμως, που είχε ακούσει την εντολή του Δράκου, σηκώθηκε και άλλαξε τα σκουφιά. Έτσι ο Δράκος σκότωσε τα δικά του παιδιά, τα Δρακόπουλα, και ο Κοντορεβυθούλης με τ’ αδέλφια του γλίτωσε «κι έζησαν καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα»
Η ανάπτυξη των σχετικών μύθων που υπάρχουν για την ανατροφή του Διόνυσου από τον Αθάμαντα και την Ινώ και για την Λευκοθέα (Ινώ) και τον Παλαίμονα (Μελικέρτη) θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αλλά ξεφεύγει από τον κύριο άξονα της εργασίας αυτής που δεν είναι κυρίως να δώσει μυθολογικές πληροφορίες, άσχετες με το κεντρικό θέμα, αλλά να καταδείξει απλά και μόνο τη σχέση τους με την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και την αναφορά τους σ’ αυτή.
Ο Φρίξος, ο γιος του Αθάμαντα, παντρεύτηκε την Χαλκιόπη και έγινε πατέρας του Άργου, του Μέλανα, του Φρόντη, του Κυτίσσωρου, του Πρέσβωνα και του Έλληνα.
Ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης, πολύ γνωστός σε όλους, δεν αναπτύσσεται σε τούτη τη θέση αλλά σ’ άλλες σελίδες με κάποια διαφορετική όμως προσέγγιση.

7. Η γενιά του Σαλμωνέα

Ο Σαλμωνέας, ο άλλος γιος του Αίολου, ζούσε αρχικά στη Θεσσαλία. Κατόπιν πήγε στην Ήλιδα, όπου έχτισε την πόλη Σαλμωνία ή Σαλμώνη. Εκεί παντρεύτηκε την Αλκιδίκη, την κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας Αλεού ή Αλέου, και απόκτησε την πανέμορφη Τυρώ, η οποία έγινε γυναίκα του Κρηθέα και η οποία συνδέεται επίσης με πολλούς μύθους, που υπάρχουν σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής:
«Σαλμωνεύς ἧν υἱός Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος’ οὗτος δ’ ἐκ τῆς Αἰολίδος ὁρμηθείς μετά πλειόνων Αἰολέων ᾤκησε τῆς Ἠλείας παρά τόν Ἀλφειόν ποταμόν, καί πόλιν ἔκτισεν ἀφ’ ἑαυτοῦ Σαλμωνίαν. Γήμας δέ Ἀλκιδίκην τήν Ἀλέου, ἐγέννησε θυγατέρα τήν προσαγορευθεῖσαν Τυρώ, κάλλει διαφέρουσαν». (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη Βίβλος Δ΄, 68, 1).
Αργότερα η Αλκιδίκη πέθανε και ο Σαλμωνέας παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με την Σιδηρώ. Η Σιδηρώ κακομεταχειριζόταν την πανέμορφη Τυρώ, όπως κακομεταχειρίζονται στα παραμύθια όλες οι μητριές τις όμορφες προγονές τους:
«Τῆς δέ γυναικός Ἀλκιδίκης ἀποθανούσης, ἐπέγημε τήν ὀνομαζομένην Σιδηρώ. Αὔτη δὲ χαλεπῶς διετέθη πρός τήν Τυρώ, ὡς ἄν μητρυιά». (Διόδωρος Σικελιώτης, ό. π., 68, 2).
Υπάρχει και μυθολογική εκδοχή, που την αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες, η οποία θέλει την Σιδηρώ δεύτερη γυναίκα, όχι του Σαλμωνέα αλλά του Κρηθέα.
Κατά μία άλλη εκδοχή του σχετικού μύθου ο Σαλμωνέας θεωρείται γιος όχι του Αίολου αλλά του Αθάμαντα. Το όνομά του ίσως να σχετίζεται και με τη θεσσαλική πόλη Αλμωνία.
Η πανέμορφη κόρη του Σαλμωνέα Τυρώ έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Πελία και του Νηλέα. Ο Πελίας έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό και ο Νηλέας στην Πύλο.
Ο Σαλμωνέας ήταν και αυτός ένας από τους επίσημους κολασμένους στον Άδη, όπως ο αδερφός του Σίσυφος. Τιμωρήθηκε να είναι διαρκώς ξαπλωμένος δίπλα στη Χίμαιρα και ήταν καταδικασμένος στο μαρτύριο να βλέπει συνεχώς ένα κεραυνό που έπεφτε πάνω του έτοιμος να τον χτυπήσει.
Τιμωρήθηκε, έλεγαν οι σχετικοί μύθοι, μ’ αυτόν το σκληρό τρόπο, γιατί όταν ήταν βασιλιάς, επειδή είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη, θεοποίησε τον εαυτό του και απαγόρεψε στους οπαδούς του να προσφέρουν θυσίες στον Δία. Έδωσε μάλιστα διαταγή στους υπηκόους του να προσφέρουν θυσίες σ’ αυτόν τον ίδιο (Απολλόδωρος 1, 9, 7).
Αλλά δεν σταμάτησε μέχρις εδώ. Κατασκεύασε μία ψηλή χάλκινη γέφυρα πάνω από την οποία περνούσε με το άρμα του σέρνοντας πίσω του χάλκινα καζάνια και φουσκωμένα δέρματα για να κάνουν θόρυβο για να φαίνεται έτσι ότι και αυτός ρίχνει κεραυνούς, όπως ο Δίας. Έριχνε ακόμη από εκεί ψηλά λαμπάδες αναμμένες για να φαίνεται ότι και αυτός, όπως ο Δίας, ρίχνει αστραπές. (Βιργίλιος, Αινειάς 6, 586. Ευριπίδης, Fragmenta 14).
Είχε ξεπεράσει με τον τρόπο αυτό τα επιτρεπόμενα σε θνητούς όρια περηφάνιας. Είχε φτάσει στα όρια της «ύβρης» και έπρεπε να τιμωρηθεί. Ένας κεραυνός, πραγματικός αυτή τη φορά, σταλμένος από τον Δία, τον άφησε νεκρό:
«Μετά δέ ταῦτα Σαλμωνεύς, ὑβριστής ὤν καί ἀσεβής, ὑπό μέν τῶν ὑποτεταγμένων ἐμισήθη, ὑπό δέ Διός διά τήν ἀσέβειαν ἐκεραυνώθη». (Διόδωρος Σικελιώτης, Βίβλος Δ΄ 68, 2).
Αλλά, όπως, πολύ σωστά, παρατηρούν κάποιοι ερευνητές, ο τρόπος αυτός της τιμωρίας με κεραυνό, ο «κεραύνιος θάνατος», όπως τον ονόμαζαν οι αρχαίοι, θεωρούνταν από τους αρχαίους τιμητικός. Έτσι πολλοί δεν δέχονται το σχετικό μύθο, αφού ο Σαλμωνέας με τον θάνατο που του επιβλήθηκε δεν τιμήθηκε από τον Δία αλλά τιμωρήθηκε.
Στον μύθο αυτό του Σαλμωνέα, στον οποίο παρουσιάζεται να περιφρονείται ο ολύμπιος Δίας βλέπουμε να υποδηλώνεται, για άλλη μια φορά, η αντίσταση των ανθρώπων τούτης της περιοχής στην επιβολή και επικράτηση των νέων θεών και την επιχειρούμενη εξουδετέρωση και εξαφάνιση των παλαιών. Ίσως ο Σαλμωνέας αντιπροσωπεύει κάποια προελληνική θεότητα που υποβιβάστηκε σε βασιλιά. Τα καμώματά του για μίμηση του Δία μπορεί να είναι μια παμπάλαια τελετουργική συνήθεια για πρόκληση βροχής, αφού στη γειτονική θεσσαλική πόλη Κρανώνα σε περιόδους ξηρασίας συνηθίζονταν στην αρχαία εποχή τέτοιες μιμικές τελετουργίες. Μετακινούσαν ένα χάλκινο αμάξι για να μιμηθούν τις βροντές και να προκαλέσουν έτσι την πτώση βροχής.

8. Η γενιά του Δηιόνα

Ο Δηιόνας (που λεγόταν και Δηιονέας), γιος κι αυτός του Αίολου και εγγονός του Έλληνα και της Ορθρηίδας, βασίλεψε στη Φωκίδα. Παντρεύτηκε την Διομήδη, την κόρη του Ξούθου (επομένως πρώτη του ξαδέλφη) και απόκτησε τον Αινετό, τον Άκτορα, τον Φύλακο, τον Κέφαλο και την Αστερόπεια ή Αστεροδία ή Αστεροθία.
Από αυτά τα παιδιά του Δηιόνα:
α) Ο Άκτορας έγινε βασιλιάς στον Οπούντα και εκεί απόκτησε ένα γιο, τον Μενοίτιο, ο οποίος αργότερα έγινε πατέρας του Πάτροκλου, του αδερφικού φίλου του Αχιλλέα. Από τον Οπούντα, ο Πάτροκλος, επειδή εκεί σκότωσε κατά λάθος ένα φίλο του, τον Κλεισώνυμο, ήρθε στη Φθία και έγινε αδερφικός φίλος του Αχιλλέα τον οποίο και ακολούθησε στον Τρωικό Πόλεμο.
β) Ο Φύλακος βασίλεψε στη Φυλάκη της Αχαΐας Φθιώτιδας, κοντά στον σημερινό Αλμυρό. Παντρεύτηκε την Κλυμένη, την κόρη του Μινύα, και απόκτησε τον Ίφικλο και τον Φύλακο (τον β΄). Ο Φύλακος (β΄) γέννησε τον Ποίαντα, τον πατέρα του βασιλιά Φιλοκτήτη και τον Ίφικλο (τον β΄). Αυτός ο Ίφικλος (β΄) γέννησε τον Ποδάρκη και τον ξακουστό Πρωτεσίλαο, που πρώτος αυτός απ’ όλους τους Έλληνες σκοτώθηκε στην Τροία.
γ) Ο Κέφαλος εγκαταστάθηκε στο Δήμο Θορικού της Αττικής. Εκεί παντρεύτηκε την Πρόκριδα, την κόρη του Ερεχθέα, και της Πραξιθέας, και απόκτησε τον Κηλέα, ο οποίος αργότερα έγινε πατέρας του Αρκείσιου. Γιος του Κέφαλου και της Ηούς ήταν ο Άωος, που έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Κύπρου. Ο Αρκείσιος, ο γιος του Κηλέα, του γιου του Κέφαλου, έγινε, από την Χαλκομέδουσα, πατέρας του Λαέρτη, του πατέρα του μεγάλου ήρωα του Τρωικού Πολέμου Οδυσσέα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι και αυτός ακόμη ο Οδυσσέας, ο βασιλιάς της τόσο μακρινής Ιθάκης και μεγάλος ήρωας του Τρωικού Πολέμου έλκει την καταγωγή του από τους ανθρώπους που έζησαν και μεγάλωσαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Είναι, νομίζω, ισχυρό επιχείρημα της βασικής μας θέσης σ’ αυτή την εργασία. Σε άλλο σημείο αυτής της εργασίας είδαμε και μία άλλη εκδοχή για την καταγωγή του Οδυσσέα, η οποία επίσης τον θέλει να κατάγεται από τούτα τα μέρη και μάλιστα και πάλι από τη νύμφη της Όρθρης, την Ορθρηίδα.

9. Κέφαλος και Ηώς

Τον Κέφαλο, τον γιο του Δηιόνα, τον αγάπησε με πάθος η Ηώς και κάποια μέρα, αρπάζοντάς τον με τη βία, τον έφερε στο παλάτι της. Ο Κέφαλος πιστός στην αγάπη του για τη γυναίκα του, την Πρόκριδα, δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα της Ηούς. Αυτή, για να τον καταφέρει να υποκύψει στις προτάσεις της, κατηγόρησε την Πρόκριδα για απιστία. Ο Κέφαλος, που δεν πίστευε και ζητούσε αποδείξεις, παρουσιάστηκε στην Πρόκριδα, σύμφωνα με τις συμβουλές της Ηούς, μεταμορφωμένος σε πλούσιο και ωραίο νέο, και κατάφερε με τα πλούσια δώρα του να παρασύρει την Πρόκριδα και να του δοθεί. Μετά από αυτό ο Κέφαλος αποκαλύφθηκε και η Πρόκριδα ντροπιασμένη έφυγε τρέχοντας να κρυφτεί. Απελπισμένη έτρεξε και παρουσιάστηκε στην Άρτεμη ζητώντας τη βοήθειά της.
Η Άρτεμη συγκινήθηκε από την πολλή αγάπη και τον πόνο της Πρόκριδας. Για να την βοηθήσει, την μεταμόρφωσε σε ωραίο νέο και την εφοδίασε μ’ ένα θαυμάσιο τόξο και πολύ ικανά κυνηγετικά σκυλιά από τα οποία τίποτε δεν μπορούσε να ξεφύγει. Έπειτα την συμβούλεψε, έτσι μεταμορφωμένη που ήταν και δεν μπορούσαν να την γνωρίσουν, να καλέσει σε κυνηγητικό αγώνα τον άντρα της, τον Κέφαλο. Στον αγώνα αυτόν ο Κέφαλος νικήθηκε. Καταλαβαίνοντας ο Κέφαλος ότι η νίκη του ανταγωνιστή του, (που δεν γνώριζε ότι αυτός ο ανταγωνιστής του κυνηγός ήταν η γυναίκα του Πρόκριδα) οφειλόταν στα θαυμάσια σκυλιά του και το υπέροχο τόξο του, ζήτησε από την Πρόκριδα, να του χαρίσει τα θαυμαστά σκυλιά της. Η Πρόκριδα δέχτηκε αλλά με αντάλλαγμα ν’ ανταποκριθεί πρώτα στον έρωτά της. Ο Κέφαλος δέχτηκε. Κατόπιν η Πρόκριδα αποκαλύφθηκε και έτσι αποδείχτηκε ότι και ο Κέφαλος ήταν άπιστος και μάλιστα αυτός θα πήγαινε με άντρα. Τέλος, μετά από αμοιβαίες μεταξύ τους εξηγήσεις, οι δύο σύζυγοι συμφιλιώθηκαν.
Αυτή είναι μία από τις πολλές υπάρχουσες εκδοχές του μύθου του Κέφαλου και της Πρόκριδας. Η αναφορά της δεν σημαίνει, όπως έχει εξηγηθεί σε άλλα σημεία, ότι θεωρούμε αυτήν και μόνο ως την αυθεντικότερη. Είναι απλά μία από τις υπάρχουσες εκδοχές. Αποκτά όμως κάποια ιδιαίτερη σημασία στον γενικότερο προβληματισμό μας για την παλαιότητα και παρθενικότητα των μύθων της Αχαΐας Φθιώτιδας, την οποία και ενισχύει περισσότερο το γεγονός ότι η Ηώς θεωρούνταν, σύμφωνα με τον Ορφικό Ύμνο, αγγελιαφόρος των Τιτάνων, η οποία προσκαλούσε το άρμα του Ήλιου. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην Θεογονία του Ησιόδου, η Ηώς θεωρούνταν μαζί με τον Ήλιο και τη Σελήνη παιδιά του τιτανικού ζευγαριού του Υπερίωνα και της Θείας. Θα πρέπει ακόμη να πούμε, ως ενισχυτικό της σκέψης μας αυτής, ότι γιος του Κέφαλου και της Ηούς ήταν, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, ο Φαέθωνας.

10. Η γενιά του Μάγνητα

Ο Μάγνητας βασίλεψε στη Μαγνησία της Θεσσαλίας. Παντρεύτηκε τη νύμφη Ναϊάδα και απόκτησε παιδιά τον Πολυδέκτη, τον Δίκτη, τον Πίερο και τον Αλέκτορα.
Από τα παιδιά αυτά ο Πολυδέκτης και ο Δίκτης πήγαν και εγκαταστάθηκαν στη Σέριφο και ο Πίερος βασίλεψε στη χώρα η οποία από αυτόν ονομάστηκε Πιερία. Εκεί η μούσα Κλειώ ερωτεύθηκε τον Πίερο και έτσι ο Πίερος έγινε από την Κλειώ πατέρας του Υάκινθου.
Την Κλειώ, αν και ήταν μούσα, η παντοδύναμη θεά του έρωτα Αφροδίτη, για να την τιμωρήσει, επειδή αυτή κορόιδευε που η Αφροδίτη είχε ερωτευθεί τον Άδωνη, την έκανε να ερωτευθεί τον Πίερο. Τον Υάκινθο, τον γιο της Κλειώς και του Πίερου, τον ερωτεύθηκε ο Θάμαρης, ο γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Έτσι ο Θάμαρης είναι ο πρώτος που έκανε την αρχή να ερωτεύονται οι άντρες μεταξύ τους:
«Κλειώ δέ Πιέρου τοῦ Μάγνητος ἠράσθη κατά μῆνιν Ἀφροδίτης (ὠνείδιζε γάρ αὐτῇ τὸν τοῦ Ἀδώνιδος ἔρωτα), συνελθοῦσα δὲ ἐγέννησεν ἐξ αὐτοῦ παῖδα Ὑάκινθον, οὗ Θάμαρις ὁ Φιλάμμωνος καί Ἀργιόπης νύμφης ἔσχεν ἔρωτα, πρῶτος ἀρξάμενος ἐρᾶν ἀρρένων». (Απολλόδωρος, ό. π. 1, 3, 1).
Σύμφωνα μ’ έναν άλλο μύθο ο Πίερος απόκτησε από την Ευδίππη εννέα θυγατέρες. Τα πραγματικά τους ονόματα ήταν: Κολυμβάς, Ίυξ, Κεχρίς, Κίσσα, Χλωρίς, Ακαλανθίς, Νήσσα, Πιπώ, και Δρακοντίς. Ο Πίερος όμως άλλαξε τα ονόματά τους και έδωσε σ’ αυτές τα ονόματα των εννέα Μουσών: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία , Μελπομένη και Καλλιόπη. «Χρόνῳ δὲ ὓστερόν φασιν Πίερον Μακεδόνα, ἀφ᾿ οὗ καί Μακεδόσιν ὠνόμασται τό ὄρος, τοῦτον ἐλθόντα ἐς Θεσπιάς ἐννέα τε μούσας καυαστήσασθαι καί τά ὀνόματα τά νῦν μεταθέσθαι σφίσι», γράφει ο Παυσανίας (9, 29, 3).
Αυτό ήταν πολύ μεγάλη προσβολή για τις Μούσες. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οι Πιερίδες αυτές (δηλαδή οι κόρες του Πίερου) όχι μόνο πήραν τα ονόματα των Μουσών αλλά καμάρωναν και ισχυρίζονταν σ’ όλους ότι ξεπερνούσαν σε χάρη, ομορφάδα και αξιάδα τις ίδιες τις Μούσες. Τόλμησαν μάλιστα να διαγωνιστούν με τις Μούσες. Στον αγώνα αυτόν, όπως ήταν επόμενο, οι κόρες του Πίερου νικήθηκαν. Έπειτα από αυτό αυτές οι Πιερίδες, οι κόρες δηλαδή του Πίερου (όχι οι πραγματικές Πιερίδες Μούσες, οι Μούσες δηλαδή των Πιερίων), μεταμορφώθηκαν σε πουλιά. (Νίκανδρος στον «Αντωνίνο Λιβεράλη», 9. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 5, 295 κ. εξ. 670 κ.εξ).
Ωστόσο οι κόρες του Πίερου είχαν φαίνεται μία σημαντική σχέση με τη μουσική αφού, σύμφωνα με μία εκδοχή, μία από αυτές έγινε μητέρα του μεγάλου μουσικού Ορφέα.
Ο Αλέκτορας, πού ήταν και ο πρωτότοκος γιος του Μάγνητα, διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο και έγινε βασιλιάς στη Μαγνησία. Εκεί έγινε πατέρας του Αίμονα, που γέννησε τον Υπέροχο, που γέννησε τον Τευθρηδόνα, που γέννησε τον Πρόθοο, τον ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο Πρόθοος, μετά πολλές περιπέτειες, ήρθε κοντά στον Μαίανδρο ποταμό και εκεί έχτισε πόλη την οποία ονόμασε Μαγνησία, για να τιμήσει τον τόπο καταγωγής του.
Η Μαγνησία λοιπόν της Μικράς Ασίας οφείλει το όνομά της στη Μαγνησία του σημερινού νομού Μαγνησίας και δεν συμβαίνει το αντίστροφο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Οφείλει και αυτή το όνομά της στον Μάγνητα, τον γιο του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας.
Εδώ θα διακινδυνεύσουμε μία ακόμη σκέψη μας που την καταθέτουμε για δημιουργία προβληματισμού, έστω και αν είναι δυνατόν να θεωρηθεί εξεζητημένη προέκταση.
Σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής αναφέρεται ότι η Ανδρομάχη, η γυναίκα του ήρωα της Τροίας Έκτορα, ίσως ήταν μια πριγκίπισσα της πόλης των Φθιωτίδων Θηβών της Αχαΐας Φθιώτιδας και όχι των Υποπλακίων Θηβών της Κιλικίας και ότι οι Υποπλάκιες Θήβες που μνημονεύει ο Όμηρος είναι οι Φθιώτιδες Θήβες της περιοχής του Αλμυρού. Η υπόθεση αυτή, πέρα από τους ισχυρισμούς που αναπτύσσονται στην οικεία θέση, μπορεί να ενισχυθεί και από την παραπάνω διαφαινόμενη σχέση της Μαγνησίας του νομού Μαγνησίας με την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. (Βλ. ΔΕΛΤΙΟ της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού «Όθρυς», Δεύτερη περίοδος, τεύχος 1, Ι. Ρ. Πανέρης, «Εγκωμιαστικό Ελεγείο τού H.v. Gartingen για την Εταιρεία μας. Η διαρκής ακτινοβολία της και η λειτουργική αυτογεφύρωσή της», σελ. 86 – 92.)

11. Η γενιά του Περιήρη

Ο γιος του Αίολου Περιήρης παντρεύτηκε την Γοργοφόνη, την κόρη του Περσέα και έγινε βασιλιάς στην Μεσσηνία. Απόκτησε τέσσερις γιους, τον Αφαρέα, τον Τυνδάρεο, τον Λεύκιππο και τον Ικάριο. Υπάρχει και η άποψη ότι γιος του Περιήρη ήταν επίσης και ο Πίσος επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Πίσας. (Παυσανίας VI, 22, 2.)
Η Γοργοφόνη ήταν η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που όταν χήρεψε παντρεύτηκε άλλον άντρα. Μέχρι τότε, όπως μας λέει ο Παυσανίας, όσες γυναίκες χήρευαν συνηθιζόταν να παραμένουν σ’ όλη τους την υπόλοιπη ζωή χήρες: «Καθεστήκει ταῖς γυναιξὶν ἐπί ἀνδρί ἀποθανόντι χηρεύειν». Η Γοργοφόνη όμως, παρά την συνήθεια που υπήρχε, μετά τον θάνατο του Περιήρη, παντρεύτηκε τον Οίβαλο.
Από τα παιδιά αυτά του Περιήρη:
α) Ο Αφαρέας πήρε, μετά τον θάνατο του πατέρα του Περιήρη, τον θρόνο του βασιλείου της Μεσσηνίας. Παντρεύτηκε την Αρήνη, η οποία ήταν αδερφή του, αφού ήταν κόρη της μητέρας του Γοργοφόνης και του δεύτερου άντρα της του Οίβαλου. Παιδιά τού Αφαρέα ήταν ο Ίδας και ο Λυγκέας. Τα δυο αδέλφια, Ίδας και Λυγκέας, είναι γνωστά ως Αφαρίδες. Στον Αφαρέα ζήτησε καταφύγιο ο Νηλέας, όταν τον έδιωξε ο αδερφός του Πελίας. Ο Αφαρέας έδωσε στον Νηλέα, που ήταν πρώτος ξάδερφός του, ένα τμήμα παραλιακό του βασιλείου του και εκεί ο Νηλέας έχτισε το ανάκτορό του. (Παυσανίας, IV, 2, 5).
β) Ο Τυνδάρεος, ο δεύτερος γιος του Περιήρη, έγινε βασιλιάς στη Σπάρτη. Παντρεύτηκε τη Λήδα και έτσι έγινε ο θνητός πατέρας (γιατί θεϊκός και πραγματικός θεωρούνταν ο ίδιος ο Δίας) της ωραίας Ελένης, της γυναίκας του Μενέλαου. Ο Μενέλαος αργότερα διαδέχτηκε τον Τυνδάρεο στο θρόνο της Σπάρτης. Κόρη του Τυνδάρεου ήταν ακόμη και η Κλυταιμήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα. Παιδιά του Τυνδάρεου ήταν και οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης. Και αυτοί οι δύο αδελφοί, οι Διόσκουροι, θεωρούνταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, παιδιά του Δία (Διόσκουροι δηλ. κούροι του Δία). Ο Τυνδάρεος ήταν ακόμη πατέρας της Τιμάνδρας και της Φιλονόμης.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική άποψη, ωστόσο, ο Τυνδάρεος θεωρούνταν γιος του δεύτερου άντρα της Γοργοφόνης, του Οίβαλου.
γ) Ο Λεύκιππος, ο τρίτος γιος του Περιήρη, τον οποίον επίσης κάποιοι θέλουν γιο του Οίβαλου, (Απολλόδωρος 1, 9, 5 και 3, 10, 3) μετά τον θάνατο του πατέρα του, βασίλεψε στην Μεσσηνία μαζί με τον αδερφό του Αφαρέα. Παντρεύτηκε τη Φιλοδίκη και απόκτησε τρεις θυγατέρες, την Ιλάειρα, την Φοίβη και την Αρσινόη, που έγιναν γνωστές ως Λευκιππίδες.
Οι δύο Αφαρίδες, ο Ίδας και ο Λυγκέας, οι δύο Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, και οι δύο από τις ξαδέλφες τους τις Λευκιππίδες, η Ιλάειρα και η Φοίβη, συνδέονται μεταξύ τους με πολλούς και ενδιαφέροντες μύθους. Η αναφορά αυτών των μύθων ξεφεύγει από τον κύριο σκοπό της εργασίας μας αυτής, γιατί δεν εγγίζουν άμεσα την μυθολογία του χώρου που εξετάζουμε
δ) Ο Ικάριος, ο τελευταίος γιος του Περιήρη, που και γι’ αυτόν έλεγαν ότι ήταν γιος του Οίβαλου, είναι ο πατέρας της Πηνελόπης, της γυναίκας του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα. Επειδή πολλοί ζητούσαν να κάνουν γυναίκα τους την Πηνελόπη, ο Ικάριος προκάλεσε αγώνα δρόμου μεταξύ των υποψήφιων μνηστήρων. Στον αγώνα νίκησε ο Οδυσσέας.
Ο Ικάριος ζήτησε από τον Οδυσσέα να μείνει στην Σπάρτη. Ο Οδυσσέας αρνήθηκε και τότε ο Ικάριος πρότεινε στην Πηνελόπη να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη έσκυψε το κεφάλι της ταπεινά, δείχνοντας έτσι ότι προτιμά ν’ ακολουθήσει τον αγαπημένο της. Για να τιμήσει το γεγονός αυτό ο Ικάριος έστησε στη θέση εκείνη το άγαλμα της Αιδούς.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου η Πηνελόπη δόθηκε στον Οδυσσέα, όχι γιατί νίκησε στον αγώνα, αλλά γιατί ήταν αυτός που έδωσε στον Ικάριο τη συμβουλή να ορκιστούν εκ των προτέρων όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες ότι θα συμπαρασταθούν σ’ αυτόν που τελικά θα είναι ο εκλεκτός, αν τυχόν κάποτε βρεθεί σε ανάγκη. Είναι φανερή η ομοιότητα του μύθου αυτού και του παρόμοιου μύθου για τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης, που ήταν πρώτη ξαδέλφη της Πηνελόπης.
Κατά τον Αθανάσιο Σταγειρίτη γιος του Περιήρη ήταν ακόμη και ο Σπερχειός ποταμός, ο οποίος επωνομαζόταν και Βώρος. Ο Σπερχειός απόκτησε από την Πολυδώρα, την κόρη του Πηλέα και της Αντιγόνης, τον Μενέσθιο.

12. Η γενιά του Μίμαντα

Το τελευταίο από τα αγόρια του Αίολου, ο Μίμαντας, βασίλευσε στην Αιολίδα, στη χώρα δηλαδή του πατέρα του, τη Θεσσαλία: «Αιολίδα νυν δε Θετταλίαν καλουμένην» (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Τετάρτη, 67).
Ο Μίμαντας αφού παντρεύτηκε την Μελανίππη, έγινε πατέρας του Ιππότη, ο οποίος έγινε πατέρας του Αίολου (του β΄), ο οποίος έγινε πατέρας της Άρνης. Η Άρνη έμεινε έγκυος από τον Ποσειδώνα. Ο πατέρας της Άρνης έφερε πολύ βαριά την εγκυμοσύνη της ανύπαντρης κόρης του και με την πρώτη ευκαιρία την έδιωξε από κοντά του. Με κάποιο ξένο, που βρέθηκε τυχαία στο παλάτι του Μίμαντα, τον Μετάποντο, από το Μεταπόντιο, μία πόλη στον κόλπο του Τάραντα της Ιταλίας, ο Αίολος έστειλε την Άρνη στο Μεταπόντιο. Εκεί η Άρνη γέννησε τον Βοιωτό και τον Αίολο (τον γ΄): «Μίμαντος δέ Ἱππότης γενόμενος ἐκ Μελανίππης ἐτέκνωσεν Αἰόλον. Τούτου δὲ Ἄρνη γενομένη θυγάτηρ Ποσειδῶνι μιγεῖσα ἔγκυος ἐγένετο. Αἰόλος δ᾿ ἀπιστῶν εἰ τῷ Ποσειδῶνι ἐμίγη, καί τῇ φθορᾷ μεμφόμενος, παρέδωκε τὴν Ἄρνην Μεταποντίῳ ξένῳ κατά τύχην παρεπιδημοῦντι, προστάξας ἀπάγειν εἰς Μεταπόντιον, τούτου δέ πράξαντος τό προσταχθέν, ἡ ῎Αρνη τρεφομένη ἐν Μεταποντίῳ ἐηέννησεν Αἰόλον καί Βοιωτόν». (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Βίβλος Τετάρτη, 67).
Από τα δυο αυτά παιδιά της Άρνης ο μεν Βοιωτός εγκαταστάθηκε και έδωσε το όνομά του στη Βοιωτία. Εκεί έγινε πατέρας δυο γιων, του Ιτωνού και του Ογχηστού και μιας κόρης, της Ερμίππης.
Ο Ιτωνός έγινε πατέρας του Ιππάλκιμου, του Ηλεκτρύονα, του Αρχίλυκου και του Αλεγήνορα. Παιδιά όλων αυτών των παιδιών του Ιτωνού έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Ογχηστός εγκαταστάθηκε κοντά στην Αλίαρτο όπου και έχτισε μία πόλη που την ονόμασε Ογχηστό. Η Ερμίππη παντρεύτηκε τον Ορχομενό, τον επώνυμο ήρωα της ομώνυμης πόλης.
Ο άλλος γιος της Άρνης, ο Αίολος (ο γ΄), παντρεύτηκε την Κυάνη και εγκαταστάθηκε στα Αιόλια νησιά, κοντά στη Σικελία. Ο Αίολος και η Κυάνη απόκτησαν έξι αγόρια και έξι κορίτσια. Τα έξι αυτά αγόρια και τα έξι κορίτσια έγιναν βασιλιάδες και βασίλισσες και επώνυμοι ήρωες και ηρωίδες πόλεων στην Ιταλία. Θεωρούμε κουραστικό να αναφέρουμε όλων τα ονόματα και τις πόλεις που εποίκισαν οι γιοι και οι κόρες του Αίολου και της Κυάνης στη νότιο Ιταλία.
Ο Μίμαντας, κατά μία μυθολογική άποψη, ήταν ένας από τους Γίγαντες που πολέμησαν στη Γιγαντομαχία εναντίον των Ολύμπιων θεών. Μετά τον θάνατό του θάφτηκε κάτω από το βουνό Ερυθρές, απέναντι από τη Χίο.

13. Η γενιά της Κανάκης

Η Κανάκη, η πρώτη κόρη του Αίολου, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Οπλέα, του Νηρέα, του Αλκέα του Τριόπα και του Εποπέα: «Κανάκη δὲ ἐγέννησεν ἐκ Ποσειδῶνος Ὁπλέα καί Νηρέα και Ἐπωπέα καί Ἀλωέα καὶ Τρίοπα» (Απολλόδωρος, 1, 7, 4, 2).
Η Κανάκη ερωτεύθηκε όμως τον αδερφό της Μακαρέα και για το λόγο αυτόν της αιμομιξίας εξαναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει με ξίφος που της έστειλε ο πατέρας της ή, σύμφωνα με άλλη μυθολογική εκδοχή, την σκότωσε ο ίδιος ο πατέρας της.
Από τα πέντε αυτά παιδιά της Κανάκης:
α) Ο Αλκέας ο οποίος, σύμφωνα με άλλη γραφή, λέγεται και Αλωέας έγινε από την Ιφιμέδεια, ο θνητός και θετός πατέρας του Ώτου και του Εφιάλτη. Λέμε έγινε ο θνητός και θετός πατέρας του Ώτου και του Εφιάλτη γιατί θεϊκός και πραγματικός τους πατέρας ήταν ο Ποσειδώνας. Γι’ αυτούς του δυο γιους του Αλωέα, που είναι γνωστοί στην αρχαιοελληνική γραμματεία και με την ονομασία Αλωάδες, μιλάμε σε άλλο σημείο αυτής της εργασίας.
β) Ο Τριόπας έγινε πατέρας του Ερυσίχθονα, την ιστορία και τις περιπέτειες του οποίου επίσης παραθέτουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής. Ο Τριόπας έζησε στη Θεσσαλία. Είναι εκείνος που, σύμφωνα μ’ έναν μύθο, έδιωξε από τη Θεσσαλία τους παλιούς κατοίκους της, τους Πελασγούς.
γ) Ο Εποπέας έζησε στην ανατολική παραλία της Αττικής. Γιος του Εποπέα ήταν ο Μαραθώνας από τον οποίο πήρε το όνομά της ο γνωστός κάμπος του Μαραθώνα. Ο γιος του Μαραθώνα, ο Σικυώνας, έκτισε την ομώνυμη πόλη Σικυώνα.
Ο Εποπέας, που το όνομά του σημαίνει αυτόν που βλέπει από πάνω, αυτόν που εποπτεύει, θεωρείται προσωποποίηση μιας θεότητας που λατρευόταν στην Σικυώνα μαζί με την Δήμητρα Εποπίδα. Το όνομά του το συναντάμε και ως λατρευτικό επίθετο του Απόλλωνα (Ήλιου) που και αυτός εποπτεύει από ψηλά αλλά και ως λατρευτικό επίθετο ακόμη και του ίδιου του Δία. Ασφαλώς πρόκειται και στην περίπτωση αυτή για προολυμπιακή θεότητα θεσσαλικής καταγωγής. Η θεότητα αυτή, μετά την επικράτηση σ’ όλη την Ελλάδα της ολυμπιακής θεϊκής δυναστείας, απορροφήθηκε από τις λάμπουσες ολυμπιακές θεότητες και, επέζησε για ένα διάστημα συλλατρευόμενη με διάφορους θεούς, οι ναοί των οποίων αντικατέστησαν δικούς της βωμούς. Έγινε έτσι, στην αναγκαστική θεοκρασία που επακολούθησε, αρχικά λατρευτικό τους επίθετο ώσπου τελικά έσβησε κι αυτό οριστικά. Στην λαϊκή λατρεία ποτέ το νεότερο δεν απορρίπτει ή δεν μπορεί να διώξει εντελώς το παλιό. Συνήθως σπεύδει και το περιβάλλει με καινούργιο κύρος ή να το καταυγάσει με νέο φως.
δ) Απομένει να πούμε λίγα λόγια για τον Νηρέα, τον άλλο γιο της Κανάκης.
Ο Νηρέας, σύμφωνα με όσα είναι γνωστά από τη μυθολογία, είναι παλαιότατος θεός της θάλασσας, προγενέστερος ασφαλώς του ολυμπιακού Ποσειδώνα, αφού η γυναίκα του Ποσειδώνα η Αμφιτρίτη είναι μία από της Νηρηίδες, τις κόρες του Νηρέα. Νηρηίδα ακόμη ήταν και η Θέτιδα, πανάρχαια και αυτή θαλάσσια θεότητα, αλλά και η Γαλάτεια, η γυναίκα του Κύκλωπα Πολύφημου.
Αποκτά δε ιδιαίτερη σημασία αλλά και δημιουργεί προβληματισμούς και ερωτήματα, στο γενικό προσανατολισμό αυτής της εργασίας, αν αναφέρουμε και την άλλη εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία ο Νηρέας ήταν γιος της Γαίας και του Πόντου.
Όλα αυτά αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά πόσο πανάρχαιες ρίζες έχουν οι μυθολογικές αναφορές της Αχαΐας Φθιώτιδας. Μας αρκεί αυτή η διαπίστωση. Η επέκταση της εργασίας μας με παρεμβολές σ’ όλες τις ατραπούς που φανερώνονται κάθε τόσο στην πορεία τούτης της μυθολογικής εξερεύνησης θα δημιουργούσε πολύ περισσότερους διαδρόμους απ’ όσους είχε ο Λαβύρινθος στον οποίο μπήκε ο Θησέας. Και σε μια τέτοια πορεία φοβούμαι ότι οποιοσδήποτε μίτος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει τον αναγνώστη σε κάποια έξοδο.

14. Η γενιά της Αλκυόνης

Η Αλκυόνη, κόρη και αυτή του Αίολου – που μερικοί την μπερδεύουν και τη λένε και Αλκυνόη -, παντρεύτηκε τον Κήυκα, γιο του Εωσφόρου και βασιλιά των Τραχινίων, και έτσι έγινε μητέρα του Ίππασου και του Ύλα.
Για την Αλκυόνη έλεγαν και άλλα. Μητέρα της ήταν η Αιγιάλεια, έλεγαν κάποιοι άλλοι μύθοι. Υπάρχει και η άποψη ότι η Αλκυόνη δεν ήταν κόρη του Αίολου αυτού, που ήταν γιος του Έλληνα και της Ορθρηίδας, αλλά του άλλου Αίολου του θεού των ανέμων.
Η σύγχυση αυτή δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Πολλοί είναι εκείνοι που προσπαθούν να ξεχωρίσουν τους μύθους που μνημονεύουν την Αλκυόνη σε δυο ομάδες, σ΄ εκείνους που αναφέρονται στην Αλκυόνη, ως κόρη του Αίολου, του γιου του Έλληνα και σ’ εκείνους που αναφέρονται στην Αλκυόνη, ως κόρη του Αίολου του θεού των ανέμων. Εμείς δεν κάνουμε κάποια προσπάθεια διαχωρισμού τους. Στα μυθολογικά ακούσματα των ανθρώπων της περιοχής της οποίας τους μύθους εξετάζουμε, όλα αυτά ήταν συγκεχυμένα γιατί οι δυο αυτές Αλκυόνες στις περισσότερες φορές ταυτίζονταν. Με την ίδια αυτή προοπτική της ταύτισης των δύο αντιμετωπίζουμε κι εμείς το θέμα. Πιστεύουμε δε ότι αυτή ήταν και η πραγματικότητα. Ο διαχωρισμός γινόταν και γίνεται από τους επιστημονολογούντες μυθολόγους που πάντοτε ψάχνουν να βρουν στα παραμύθια του λαού τη δική τους λογική ερμηνεία. Αυτό όμως δεν γινόταν ποτέ στην αγνή και ανόθευτη λαϊκή μυθολογία, που τα άκουγε και τα δεχόταν όλα.
Ο Κήυκας, ο σύζυγος της Αλκυόνης, ήταν βασιλιάς στην Τραχίνα και συγγενής και φίλος του Ηρακλή. Όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Εύνομο, πήγε στο παλάτι του Κήυκα για να βρει άσυλο. Ο Κήυκας ήταν εκείνος που έδωσε αργότερα άσυλο και καταφύγιο στα παιδιά του Ηρακλή όταν τα κυνηγούσε ο Ευρυσθέας. Ο Κήυκας ακόμη θεωρούνταν, σύμφωνα με κάποιους άλλους μύθους, αδερφός του Δευκαλίωνα. Αυτό δείχνει ότι πρόκειται ασφαλώς για μια πανάρχαια ύπαρξη της ίδιας περιοχής.
Ο Ίππασος, ο πρώτος γιος του Κήυκα και της Αλκυόνης, ακολούθησε τον Ηρακλή στην εκστρατεία του κατά της Οιχαλίας και εκεί σκοτώθηκε.
Ο άλλος γιος της Αλκυόνης, ο Ύλας, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ήταν ξακουστός για την ομορφιά του. Όταν η Αργώ προσορμίσθηκε στη Βιθυνία ο Ύλας βγήκε έξω για να προμηθευτεί νερό. Οι νύμφες της πηγής, στην οποία πήγε να πάρει νερό, θαμπώθηκαν από την ομορφιά του και τον τράβηξαν κοντά τους. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος οι κάτοικοι της Βιθυνίας σε μία συγκεκριμένη μέρα του χρόνου συνήθιζαν να βγαίνουν έξω και να αναζητούν τον Ύλα φωνάζοντάς τον με το όνομά του : «Ύλα, Ύλα, Ύλα». Όπως μας βεβαιώνει ο Στράβωνας η γιορτή αυτή γινόταν ακόμη και στα χρόνια του. (Στράβωνας, 12, 4, 3).
Υπάρχει και η άποψη ότι ο Ύλας δεν ήταν γιος του Κήυκα, αλλά γιος του βασιλιά των Δρυόπων Θειοδάμαντα.
Κόρη του Κήυκα και της Αλκυόνης ήταν η Θεμιστονόη. Αυτή πήρε άντρα της τον Κύκνο, τον γιο του θεού του πολέμου Άρη. Για τον Κύκνο, τον άντρα της Θεμιστονόης, αναφερόμαστε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας μας αυτής.

15. Ο Ηρακλής και η βασίλισσα Ομφάλη.

Η Ομφάλη, σύμφωνα με την πιο γνωστή και περισσότερο δεκτή μορφή του σχετικού μύθου, ήταν βασίλισσα της Λυδίας της Μικράς Ασίας.
Ο Εύρυτος, ο βασιλιάς της Οιχαλίας, είχε μια όμορφη κόρη, την Ιόλη. Ο Εύρυτος έλεγε παντού ότι την Ιόλη θα την δώσει γυναίκα σ’ όποιον νικήσει στον αγώνα τής τοξοβολίας που θα οργανώσει. Ο Ηρακλής νίκησε στον αγώνα αυτόν αλλά ο Εύρυτος δεν του έδωσε την Ιόλη και ο Ηρακλής νευριασμένος σκότωσε τον αδερφό της Ιόλης, τον Ίφιτο, και όλη την οικογένειά του.
Ο Ηρακλής, επειδή είχε σκοτώσει τον Ίφιτο και την οικογένειά του και έπρεπε να εξαγνιστεί από το φονικό αυτό, πήγε, ύστερα από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών στην αυλή της Ομφάλης για να υπηρετήσει εκεί ως δούλος επί τρία ολόκληρα χρόνια. Στα τρία αυτά χρόνια ο Ηρακλής, εκτελώντας διαταγές της Ομφάλης, έκανε πολλά και σπουδαία κατορθώματα. Στα κατορθώματα αυτά περιλαμβάνονται ο αγώνας του κατά των Κερκώπων, η αποστολή του κατά του Συλέα στο Πήλιο και η εκστρατεία του κατά των Ιτώνων, οι οποίοι λεηλατούσαν τη χώρα της Ομφάλης.
Κατά τη διάρκεια αυτής της δουλείας η Ομφάλη ερωτεύθηκε τον Ηρακλή και απόκτησε μαζί του δυο παιδιά, τον Λάμο και τον Αγέλαο. Οι δυο ερωτευμένοι, λένε οι σχετικοί μύθοι, συνήθιζαν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους τα ρούχα τους. Η Ομφάλη ντυνόταν με τη λεοντή και ο Ηρακλής φορούσε τα γυναικεία ρούχα της Ομφάλης.
Αυτή σε συντομία είναι η επισήμως δεκτή και ευρύτερα γνωστή εκδοχή του μύθου. Δεν θα σταθούμε σ’ άλλες λεπτομέρειες αλλά σε κάτι που έχει σχέση με το αντικείμενο και τους σκοπούς τούτης της εργασίας μας.
Όλα, στο μύθο αυτό για τις σχέσεις του Ηρακλή και της Ομφάλης δείχνουν ότι πρόκειται, ακόμη μια φορά, για μία μεταφορά μύθου. Ο μύθος για την Ομφάλη και όλα όσα έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του Ηρακλή κοντά της δεν έγιναν στην μακρινή Λυδία της Μικράς Ασίας. Έγιναν στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και από την Αχαΐα Φθιώτιδα όλος ο μύθος μεταφέρθηκε στη Λυδία, όπως έγινε και με άλλους τοπικούς μύθους ετούτης της περιοχής για τους λόγους που έχουμε αναπτύξει σ’ άλλες θέσεις της εργασίας αυτής.
Ας δούμε τους λόγους που οδηγούν στη διατύπωση αυτής της άποψης.
Η Οιχαλία, η πόλη στην οποία βασίλευε ο Εύρυτος, ο πατέρας της πανέμορφης Ιόλης, όπως μας βεβαιώνει ο Όμηρος, βρισκόταν στην Θεσσαλία. (Ιλιάς, Β΄, 730).
Όλα τα κατορθώματα που έγιναν από τον Ηρακλή κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του στην αυλή της Ομφάλης αναφέρονται σε περιοχές και μέρη του ίδιου τούτου τόπου, της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Οι Κέρκωπες, εναντίον των οποίων πολέμησε ο Ηρακλής, ήταν δυο αδέλφια που ζούσαν σ’ ένα βράχο κοντά στις Θερμοπύλες. (Ηρόδοτος, 7, 216).
Ο Συλέας, κατά μία από τις υπάρχουσες εκδοχές, την περισσότερο αποδεκτή, ζούσε στο Πήλιο.
Οι Ίτωνες ήταν οι κάτοικοι της γνωστής πόλης Ίτων ή Ίτωνος της Αχαΐας Φθιώτιδας. Ζούσαν δηλαδή κάπου στην σημερινή ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού.
Ο Ηρακλής, όπως μας λέει ο Διόδωρος (4, 31, 7) από την αυλή της Ομφάλης, όπου υπηρετούσε, ήρθε, εξολόθρεψε τους Ίτωνες και πυρπόλησε την πόλη τους, επειδή αυτοί κατάστρεφαν τη χώρα της Ομφάλης! Οι κάτοικοι δηλαδή της Ίτωνος, αν δεχτούμε ότι η χώρα της Ομφάλης βρισκόταν στη Μικρά Ασία, πρέπει να πήγαιναν από το ακατοίκητο σήμερα χωριό Καραντζάνταλι του Αλμυρού – διότι εκεί κοντά πρέπει να βρισκόταν η Ίτων – στη Λυδία και να κατάστρεφαν την χώρα της ισχυρής βασίλισσας Ομφάλης!
Η Ομφάλη ήταν πόλη της Θεσσαλίας, στα δυτικά σύνορα της Δολοπίας, στην οποία υπήρχε και ιερό της θεάς Ομφάλης. Το όνομά της ασφαλώς οφειλόταν στην Ομφάλη, που φαίνεται να είναι πανάρχαια χθόνια θεσσαλική δαιμονική οντότητα.
Ο Λάμος, γιος της Ομφάλης και του Ηρακλή, είναι ο επώνυμος ήρωας της πόλης Λαμία.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι ο μύθος του Ηρακλή και της Ομφάλης, σίγουρα μεταφέρθηκε στη Λυδία από τούτα τα μέρη. Φαίνεται μάλιστα ότι μεταφέρθηκε στη Λυδία στην εποχή του ισχυρού βασιλιά της Κροίσου, ο οποίος ήθελε με κάθε τρόπο, ενισχύοντας το κύρος του, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι βασιλιάδες, να οδηγήσει την καταγωγή του στον Ηρακλή. Έτσι ο Αγέλαος, προπάππος του βασιλιά των Λυδών Κροίσου, σύμφωνα με μία ασφαλώς πλαστή μυθολογική εκδοχή δημιούργημα του ίδιου του Κροίσου ή των αυλικών του κολάκων, φέρεται να είναι γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης (Απολλόδωρος, 2, 7, 8).
Η τοποθέτηση της Ομφάλης στη Λυδία είναι μια τελική εξέλιξη του μύθου όπως κωδικοποιήθηκε από τους μυθογράφους. ώσπου να μεταφερθεί στη Μικρά Ασία και πρέπει να γνώρισε δύο άλλες φάσεις στην εξέλιξή του. Αρχικά τοποθετείται στην Ήπειρο όπου Ομφάλη είναι η επώνυμη ηρωίδα της φυλής των Ομφαλών και της πόλης Ομφάλιον, ενώ σύμφωνα με τον Στέφανον Βυζάντιο (στη λ. Ομφάλιον) υπήρχε και μια πόλη στη Θεσσαλία, όπου στα δυτικά σύνορα των Δολόπων υπήρχε ιερό της Ομφάλης. Σε μια δεύτερη φάση μετατοπίστηκε η Ομφάλη στον Μαλιακό κόλπο, στην περιοχή της Τραχίνας, και έμεινε δεμένη με τον υπόλοιπο μύθο που διαδραματίζεται εδώ. Οι ενδείξεις από τον ίδιο το μύθο της Ομφάλης είναι αρκετές. Οι αποστολές που πραγματοποίησε ο Ηρακλής στη διάρκεια της δουλείας του, ίσως με εντολή ή επιθυμία της, βρίσκονται στην περιοχή: οι Κέρκωπες ζούσαν στις Θερμοπύλες, ο Συλέας στο Πήλιο, οι Ίτωνες, που λεηλατούσαν τη χώρα της Ομφάλης και ο Ηρακλής τους εξολόθρεψε και πυρπόλησε την πόλη τους, ήταν στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Κάτι ακόμη που θεωρούμε σημαντικό για την Οιχαλία και νομίζουμε ότι πρέπει ν’ αναφερθεί: Οι δύο Οιχαλίες που αναφέρεται ότι υπήρχαν στον θεσσαλικό χώρο βρίσκονταν η μία στην περιοχή Τρίκκης και η άλλη στην περιοχή Οίτης. Οφείλουν την ονομασία τους στους ομώνυμους χώρους που ήταν αφιερωμένοι στους θεούς του Κάτω Κόσμου και στους νεκρούς, δηλαδή ήταν ιερά των «οιχομένων», εκείνων που φεύγουν. Στην Οιχαλία της Οίτης υπήρχε ιερό στο όνομα του Εύρυτου, το «Ευρύτιον» (Παυσανίας,4,2,3). Σχετίζονται δηλαδή με προθεσσαλικές λατρείες υποχθόνιων θεοτήτων που υπήρχαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα πριν επικρατήσουν οι Ολύμπιοι θεοί. Οιχαλία είναι εξάλλου η πόλη των «οιχομένων», αυτών δηλαδή που φεύγουν (από τούτο τον κόσμο), δηλαδή των πεθαμένων. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στον ίδιο περίπου χώρο με την Οιχαλία, τη χώρα των «οιχομένων», βρισκόταν και η Φθία, η χώρα των «φθιμένων», των φθαρθέντων, δηλαδή και πάλι των πεθαμένων.

16. Ο Ηρακλής, ο Κύκνος και οι Ίτωνες

Πηγαίνοντας ο Ηρακλής να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων, πέρασε κι από τη Θεσσαλία, για να επισκεφθεί τον φίλο του Κήυκα, τον άντρα της Αλκυόνης, που βασίλευε στην Τραχίνα, λέει ο σχετικός μύθος. Στο ταξίδι του αυτό ο Ηρακλής πέρασε και από την πόλη Ίτωνα. Ενώ ο Ηρακλής περνούσε την Ίτωνα, δέχτηκε πρόσκληση του Κύκνου να παλέψουν.
Μας τα λέει ο Απολλόδωρος: «Παριόντα δέ ῎Ιτωνα εἰς μονομαχίαν προεκαλέσατο αὐτόν Κύκνος Ἄρεως καὶ Πελοπίας, συστάς δέ καί τοῦτον ἀπέκτεινεν, ὡς δέ εἰς Ὀρμένιον ἦκεν, Ἀμύντωρ αὐτόν ὁ βασιλεύς οὐκ εἴα διέρχεσθαι. Κωλυόμενος δέ παριέναι καί τοῦτον ἀπέκτεινεν».
Και τα επαναλαμβάνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης: «Ἐπανιών δ᾿ εἰς Τραχῖνα καί προσκληθείς ὑπό Κύκνου τοῦ ῎Αρεως, τοῦτον μέν ἀπέκτεινεν, ἐκ δέ τῆς Ἰτώνου πορευόμενος καί διά τῆς Πελασγιώτιδος γῆς βαδίζων Ὀρμενίῳ τῷ βασιλεῖ συνέμιξεν, οὗ τήν θυγατέρα ἐμνήστευεν Ἀστυδάμειαν». (Διόδωρος Σικελιώτης 4, 37, 4).
Ο Κύκνος είχε πιάσει το δρόμο που οδηγούσε στους Δελφούς. Εκεί καταλήστευε όσους προσκυνητές περνούσαν πηγαίνοντας για το ιερό και τους σκότωνε. Με τα κρανία τους, που τα συγκέντρωνε όλα, σκόπευε να χτίσει ναό αφιερωμένο στον πατέρα του Άρη ή, όπως λένε μερικοί άλλοι, στον Απόλλωνα. Ο Κύκνος, σύμφωνα με το ψευτοησιόδειο έργο «Ασπίς Ηρακλέους», είχε εγκατασταθεί μαζί με τον πατέρα του Άρη στο τέμενος του Απόλλωνα και έχοντας αυτό έδρα του λήστευε όσους περνούσαν από εκεί. Γι’ αυτό λοιπόν πήγε εκεί ο Ηρακλής. Πήγε σταλμένος από τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τον καταπατητή του τεμένους του. Ο Κύκνος, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, είχε το λημέρι του, κάπου κοντὰ στὶς ἀρχαῖες Παγασὲς και στὶς ὄχθες του Ἄναυρου (σημερινοῦ Ξηριά), κοντά στις αρχαίες Αμφανές.
Μας το βεβαιώνουν οι στίχοι του Ησίοδου:
« Κύκνον δ᾿ αὖ Κῆυξ θάπτεν καί λαός ἀπείρων,
οἳ ῥ᾿ ἐγγύς ναῖον πόλιος κλειτοῦ βασιλῆος
Ἄνθην Μυρμιδόνων τε πόλιν κλειτήν τ᾿ ᾿Ιαωλκόν
Ἄρνην τ᾿ ἠδ᾿ Ἑλίκην, πολλός δ᾿ ἠγείρετο λαός,
τιμῶντες Κήυκα, φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν,
τοῦ δέ τάφον καί σῆμ᾿ ἀιδές ποίησεν Ἄναυρος
ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων». (Ασπίς Ηρακλέους, 472 – 478) .
Δηλ.: «Τον Κύκνο όμως ο Κήυκας τον έθαψε και αμέτρητα πλήθη όσοι βέβαια κατοικούσαν κοντά στην πόλη τού ένδοξου βασιλιά στην Άνθη και στην πόλη των Μυρμιδόνων και στην ξακουστή Ιωλκό και στην Άρνη και στην Ελίκη. Πολύς δε λαός ξεσηκώθηκε, τιμώντας τον Κήυκα, αγαπητό στους μακάριους θεούς, τάφο σ’ αυτόν (τον Κύκνο) και στήλη επιτύμβια αόρατη ο Άναυρος έκαμε από βροχή χειμερινή πλημμυρισμένος.»
Αλλά και ο Ευριπίδης (Ηρακλής μαινόμενος, 389 – 393) .μας βεβαιώνει ότι ο Κύκνος ζούσε κοντά στις όχθες του Άναυρου (Ξηριά) και στις γειτονικές Αμφανές:
«Τὴν τε Πηλιάδ᾿ ἀκτήν Ἀναύρου παρά πηγάς, Κύκνον δὲ ξενοδαΐκταν τόξοις ὤλεσεν, Ἀμφαναίας οἰκήτορ᾿ ἄμικτον»
Δηλ.: «Και την ακτή τού Πηλίου κοντά στις πηγές τού Αναύρου τον δε Κύκνο, που σκότωνε τους ξένους, με τόξα τον εξόντωσε (ο Ηρακλής) ενώ εκείνος (ο Κύκνος) ήταν άδηλος στον κάτοικο των Αμφανών».
Ο Ηρακλής, λοιπόν, δέχτηκε την πρόσκληση του Κύκνου ή πήγε εκεί μόνος του, πάλεψε μαζί του και τον σκότωσε.
Ο Κήυκας και η γυναίκα του Αλκυόνη έθαψαν με μεγάλες τιμές τον γαμπρό τους Κύκνο, τον άντρα της κόρης τους, της Θεμιστονόης.
Στην κηδεία του Κύκνου πήγαν οι κάτοικοι όλων των γειτονικών πόλεων, της Άνθης, της πόλης των Μυρμιδόνων (της πρωτεύουσας δηλ. των Μυρμιδόνων), της Ιωλκού, της Άρνης και της Ελίκης. Η συγκέντρωση του λαού τόσων πόλεων έγινε βεβαίως για να τιμήσουν τον Κήυκα, τον αγαπητό στους θεούς, τον «φίλον μακάρεσσι θεοίσιν» και όχι τον νεκρό Κύκνο, που ήταν σ’ όλους μισητός.
Ξεφεύγει από τους σκοπούς της εργασίας μας ο εντοπισμός των αναφερομένων παραπάνω πόλεων των οποίων ο λαός παραβρέθηκε στην κηδεία του Κύκνου.
Ο Νικόλαος Γιαννόπουλος σ’ ένα άρθρο του με τίτλο «Ο τάφος του Κύκνου», που δημοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό «ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ», στα τεύχη 265 – 273, υποστηρίζει ότι ο τάφος του Κύκνου βρισκόταν κάπου κοντά στο σημερινό Καπακλὶ του Βόλου.
Ωστόσο ο Αθανάσιος Σταγειρίτης επιμένει ότι η συνάντηση του Κύκνου και του Ηρακλή έγινε στην Ίτωνα της Αχαΐας Φθιώτιδας, πόλη η οποία βρισκόταν κάπου κοντά στὸ σημερινὸ ακατοίκητο χωριό της επαρχίας Αλμυρού Καραντζάνταλι. Φαίνεται ότι ο Ηρακλής πέρασε από την Ίτωνο και ύστερα πορεύτηκε προς τις Παγασές όπου συναντήθηκε με τον Κύκνο.
Ο Κύκνος χάρηκε που συνάντησε τον Ηρακλή νομίζοντας ότι θα μπορέσει να τον σκοτώσει και να πάρει τα όπλα του. Στάθηκε λοιπόν στη μέση του δρόμου και καθισμένος πάνω στο άρμα του περίμενε. Όταν ο Ηρακλής έφτασε κοντά είπε στον Κύκνο να παραμερίσει για να περάσει. Ο Κύκνος αρνήθηκε. Τότε ανέβηκαν και οι δύο στα άρματά τους και άρχισε ένας φοβερός αγώνας. Τόσος ήταν ο θόρυβος, και η ταραχή που γινόταν ώστε ταράχτηκαν οι γύρω πόλεις, οι Παγασές, η Ιωλκός και άλλες.
Κατά μία τοπική παράδοση της περιοχής Αλμυρού, η Τραχίνα βρισκόταν στο βουνό της επαρχίας Αλμυρού, που βρίσκεται στα σύνορα με το νομό Φθιώτιδας, το Τραχοβούνι, το οποίο τώρα λέγεται Τραγοβούνι και κοντά στο ερειπωμένο σήμερα χωριό Τραχήλι. Τόσο το Τραχοβούνι όσο και το Τραχήλι τουλάχιστο ηχητικά θυμίζουν έντονα την Τραχίνα. (Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, Το Αχίλλειο Αλμυρού, Ιστορική αναδρομή, Έκδοση Πολιτιστικού Οργανισμού Αχιλλείου, Βόλος 1999).
Το Τραχοβούνι ή Τραγοβούνι πάντως δεν είναι τόσο πολύ μακριά από τη θέση όπου πιστεύεται γενικώς ότι βρισκόταν η Τραχίνα, έτσι ώστε η φαινομενικώς αστήρικτη επιστημονικά προφορική αυτή παράδοση της επαρχίας Αλμυρού να μη μπορεί ν’ απορρίπτεται ασυζητητί και χωρίς κανένα ενδοιασμό. Η νότια πλευρά του Τραγόβουνου ή Τραχόβουνου βρίκεται απέναντι από την βόρειο Εύβοια. Στη νότια αυτή πλευρά βρισκόταν η αρχαία Αντρώνα.
Ο Αθανάσιος ο Σταγειρίτης ωστόσο ισχυρίζεται ότι άλλος ήταν ο Κύκνος που κάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία και άλλος εκείνος που ήταν γαμπρός του Κήυκα.

17. Κήυκας και Αλκυόνη

Ο Κήυκας και η Αλκυόνη ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. Τόσο πολύ αγαπούσε και θαύμαζε ο ένας τον άλλον, ώστε ο Κήυκας ονόμαζε τη γυναίκα του Ήρα και αυτή τον αποκαλούσε Δία.
Κάποτε ο Κήυκας, όπως μας λέει ο Λουκιανός, αποφάσισε να πάει στο μαντείο των Δελφών να ρωτήσει για κάτι που τον απασχολούσε. Όταν ανακοίνωσε την απόφασή του αυτή στην αγαπημένη του Αλκυόνη, αυτή στενοχωρήθηκε. Δεν ήθελε να μείνει μόνη της. Φοβόταν μήπως στο ταξίδι αυτό πάθει κάποιο κακό ο αγαπημένος της άντρας και δεν θα βρίσκεται κοντά του. Ό,τι και αν συνέβαινε ήθελε να είναι μαζί του. Αλλά και ο Κήυκας, που την αγαπούσε πολύ, επέμενε. Δεν έπρεπε να κινδυνέψει και αυτή σε τόσο επικίνδυνο ταξίδι. Έτσι η Αλκυόνη υποχώρησε και ο Κήυκας ξεκίνησε μόνος του.
Η Αλκυόνη, για να περνούν οι ώρες της, άρχισε να υφαίνει έναν ωραίο χιτώνα για τον άντρα της. Σκόπευε να του τον χαρίσει όταν θα επέστρεφε. Ύφανε και έναν πολύ όμορφο δικό της. Ήθελε να τον φορέσει, για να είναι πολύ όμορφη όταν θα τον υποδεχόταν.
Γυρίζοντας όμως από το ταξίδι του ο Κήυκας έπεσε πάνω σε φοβερή κακοκαιρία. Γρήγορα έγινε ολοφάνερο ότι τους περίμενε όλους ο πνιγμός. Όλοι άρχισαν να κλαίνε και να θρηνούν. Μόνο ο Κήυκας ήταν ευχαριστημένος. Αν και ο ίδιος καταλάβαινε ότι σε λίγο θα πνιγόταν, χαιρόταν γιατί δεν ήταν κοντά του η αγαπημένη του Αλκυόνη και έτσι αυτή δεν θα χανόταν. Ψιθύριζε γεμάτος από αγάπη το όνομα της αγαπημένης του Αλκυόνης όταν ένα μεγάλο κύμα τον σκέπασε και έχασε την ζωή του.
Η Αλκυόνη, μην ξέροντας τίποτε, εξακολουθούσε να ετοιμάζει τους δυο χιτώνες και να κάνει τα όνειρά της. Το σώμα του άντρα της έπλεε πάνω στα κύματα άθαφτο και άκλαυτο. Κάποιος έπρεπε να το πει στην Αλκυόνη. Η Ήρα, που αγαπούσε πάντοτε πολύ τα ερωτευμένα νόμιμα ζευγάρια, κάλεσε κοντά της την αγγελιαφόρο των θεών, την Ίριδα, και την παρακάλεσε να πάει στο παλάτι του Ύπνου, του θεού του ύπνου και να τον παρακαλέσει να στείλει ένα όνειρο στην Αλκυόνη για να μάθει έτσι το κακό που την βρήκε και να φροντίσει για την κηδεία του άντρα της.
Γρήγορα έφτασε η Ίριδα στο παλάτι του Ύπνου. Σιγαλιά απόλυτη επικρατούσε εκεί. Μήτε σκυλιά γάβγιζαν, μήτε κοκόρια λαλούσαν, μήτε αέρας φυσούσε στα κλαδιά των δέντρων, μήτε πουλιά κελαηδούσαν. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν το σιγαλό κελάρυσμα του ποταμιού της Λήθης που νανούριζε γλυκά όλους για να ξεχνούν τα βάσανά τους και να κοιμούνται. Μπροστά στην πόρτα του παλατιού του Ύπνου ήταν φυτρωμένες παπαρούνες υπνοφόρες και άλλα παρόμοια φυτά που φέρνουν τον ύπνο στους ανθρώπους.
Μπήκε μέσα η Ίριδα περνώντας πάνω από το ουράνιο τόξο και φωτίστηκε ολόκληρο το παλάτι από το λαμπρό της ντύσιμο. Όμως ο θεός Ύπνος κοιμόταν. Δυσκολεύτηκε πολύ να τον ξυπνήσει και να του δώσει να καταλάβει το σκοπό της επίσκεψής της. Σαν τέλειωσε την αποστολή της σηκώθηκε βιαστικά να φύγει. Φοβήθηκε η Ίριδα μήπως την πάρει και αυτή ο ύπνος.
Σηκώθηκε ο Ύπνος και πήγε να ξυπνήσει το γιο του, τον Μορφέα. Αυτός ήταν ο ειδικός για την αποστολή αυτήν. Αυτός έστελνε τα όνειρα στους ανθρώπους.
Ο Μορφέας ξεκίνησε αμέσως. Πετούσε με τα φτερά του, που δεν κάνουν κανένα θόρυβο, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, για το παλάτι της Αλκυόνης. Έφτασε. Στάθηκε δίπλα στο μαξιλάρι της, πήρε τη μορφή του θαλασσοπνιγμένου άντρα της, του Κήυκα, αλλά με κορμί γεμάτο φύκια και να στάζει αλμύρα, κι άρχισε να της λέει:
– Κοιμάσαι, κακόμοιρη; Με γνωρίζεις; Άλλαξα τόσο πολύ λοιπόν που δε με γνωρίζεις; Ο άντρας σου είμαι. Μέχρι την τελευταία στιγμή τ’ όνομά σου είχα στα χείλη μου, μέχρι που με σκέπασαν τα νερά και χάθηκα. Πάει, τέλειωσε η ζωή μου. Αλλά να πάω και άκλαυτος; Να πάω στη χώρα των Σκιών χωρίς ένα δάκρυ;
– Περίμενέ με θα έρθω, φώναξε τρομαγμένη μέσα στον ύπνο της η Αλκυόνη.
Ξύπνησε. αμέσως κατατρομαγμένη η Αλκυόνη. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό. Δεν είχε καμία αμφιβολία. Ήταν όνειρο που θα έβγαινε αληθινό. Γνώρισε το μέρος που της έδειξε το όνειρο. Ήταν η ακρογιαλιά όπου τον είχε αποχαιρετήσει ξεπροβοδίζοντάς τον. Ήταν κάπου στη σημερινή παραλιακή θέση «Φανός» του χωριού Γλύφα του νομού Φθιώτιδας, σύμφωνα με την ανεπιβεβαίωτη επιστημονικά προφορική παράδοση που ακουγόταν στην περιοχή. Έτρεξε στην ακρογιαλιά να ιδεί. Από μακριά είδε ένα πτώμα που επέπλεε στη θάλασσα και οι κυματισμοί το έφερναν προς την ακρογιαλιά. Το γνώρισε. Ήταν του αγαπημένου της Κήυκα. Ρίχτηκε και αυτή στη θάλασσα και το αγκάλιασε με πάθος, αποφασισμένη να πνιγεί.
Οι θεοί συγκινήθηκαν από την τόση αγάπη και μεταμόρφωσαν τους δύο συζύγους σε πουλιά. Είναι τα πουλιά που λέγονται αλκυόνες. Άλλοι έλεγαν ότι ο Κήυκας μεταμορφώθηκε στο πουλί κήυκα και η Αλκυόνη στο πουλί αλκυόνη. Ο πατέρας της Αλκυόνης, ο Αίολος, που κυβερνά τους ανέμους, σταματά για χάρη τους τους ανέμους για λίγες μέρες μέσα στο καταχείμωνο, για να κλωσήσει τα αυγά της η αγαπημένη του κόρη. Είναι οι μέρες που τις λέμε αλκυονίδες.
Σε πουλί είχε μεταμορφωθεί από τους θεούς και ο αδερφός του Κήυκα, ο Δαιδαλίονας. Έγινε ένα όρνιο με πολύ μεγάλες και μυτερές φτερούγες και πολύ γαμψά, σαν άγγιστρα, νύχια, αγγυλωτό στόμα και ζούσε στην αυλή του Κήυκα. Και ακριβώς για το λόγο αυτό, για να ρωτήσει γιατί ο Δαιδαλίονας είχε μεταμορφωθεί σε πουλί είχε πάει ο Κήυκας στο Μαντείο των Δελφών.

18. Η γενιά της Πεισιδίκης

Η Πεισιδίκη, η άλλη κόρη του Αίολου και εγγονή της Ορθρηίδας, παντρεύτηκε τον Μυρμιδόνα, το γιο του Δία και της Ευρυμέδουσας, και έγινε έτσι μητέρα του Άντιφου και του Άκτορα.
Ο Άκτορας έγινε βασιλιάς στη Φθία, παντρεύτηκε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού ποταμού, και γέννησε την Πολυμήλη ή Φιλομήλη, τον Μενοίτιο και τον Ευρυτίονα. Για τον Μενοίτιο υπάρχει και η εκδοχή ότι ήταν γιος άλλου Άκτορα, του γιου του βασιλιά της Φωκίδας Δηιόνα και της κόρης του Ξούθου Διομήδης.
Η Πολυμήλη παντρεύτηκε τον Πηλέα, πριν από τον γάμο του Πηλέα με την Θέτιδα. Υπάρχει και η παράδοση που θέλει την Πολυμήλη όχι γυναίκα αλλά κόρη του Πηλέα, γυναίκα του Μενοίτιου και μητέρα του Πάτροκλου.
Ο Μενοίτιος εποίκισε τον Οπούντα της Λοκρίδας, γιατί μετά τον κατακλυσμό επί του Δευκαλίωνα, o τόπος εκεί είχε ερημωθεί. Στον Οπούντα ο Μενοίτιος παντρεύτηκε την Σθενέλη, την κόρη του Άκαστου ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, την Πολυμήλη, την κόρη του Πηλέα, και απόκτησε τον Πάτροκλο. Μια μέρα ο Πάτροκλος σκότωσε, κατά λάθος, τον φίλο και συνομήλικό του Κλεισώνυμο. Έτσι ο Μενοίτιος αναγκάστηκε να φέρει τον Πάτροκλο στη Φθία, όπου τον δέχτηκε ο Πηλέας και τον μεγάλωσε μαζί με τον γιο του Αχιλλέα.
Ο Ευρυτίωνας, ο άλλος γιος του Άκτορα, έγινε βασιλιάς στη Φθία. Ο Πηλέας, ο γιος του Αιακού, ο οποίος στην πατρίδα του είχε σκοτώσει τον αδερφό του Φώκο, πήγε στην αυλή του Ευρυτίωνα να τον εξιλεώσει. Ο Ευρυτίωνας εξάγνισε τον Πηλέα από το μίασμα του φόνου και του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αντιγόνη και το ένα τρίτο της χώρας του να βασιλέψει. Στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου όμως ο Ευρυτίωνας σκοτώθηκε από τα ίδια τα χέρια του εξαγνισθέντος γαμπρού του Πηλέα.

19. Η γενιά της Καλύκης

Η Καλύκη, κόρη και αυτή του Αίολου και εγγονή του Έλληνα και της Ορθρηίδας, παντρεύτηκε τον Αέθλιο, το γιο του Δία και της Πρωτογένειας, και έγινε μητέρα του Ενδυμίωνα. Ο Αέθλιος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Ήλιδας.
Σύμφωνα με μία άλλη μυθολογική εκδοχή (Παυσανίας, 5, 8, 2) και ο Αέθλιος ήταν γιος του Αίολου, του γιου της Ορθρηίδας. Ήταν επομένως αδερφός και συγχρόνως σύζυγος της Καλύκης. Θυμίζουμε εδώ ότι σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή ο άλλος γνωστός στη μυθολογία Αίολος, ο θεός του ανέμου είχε έξι γιους και έξι θυγατέρες και είχε παντρέψει τους έξι γιους του με τις έξι θυγατέρες του. Η μυθολογική αυτή εκδοχή και η σύγχυση που υπάρχει για τους δυο Αίολους, τον ένα τον γιο του Έλληνα και τον άλλο το θεό των ανέμων, φαίνεται να έχει δημιουργήσει και την μυθολογική αυτή εκδοχή κατά την οποία ο Αέθλιος και η Καλύκη φέρονται να είναι ταυτόχρονα αδέλφια και σύζυγοι. Το ίδιο είδαμε να συμβαίνει με τον Μακαρέα και την αδελφή του Κανάκη.
Ο Αέθλιος ήταν εκείνος που, μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, καθιέρωσε και πάλι το καθεστώς των αθλημάτων μεταξύ των ανθρώπων.
Ο Ενδυμίωνας, παίρνοντας μαζί του Αιολείς από τη Θεσσαλία, εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Γυναίκες του Ενδυμίωνα αναφέρονται, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές, η Ναϊάδα, η Ιφιάνασσα, η Αστεροδία, η Χρομία και η Υπερίππη.
Ο Αιτωλός, γιος του Ενδυμίωνα και της Ιφιάνασσας, εγκαταστάθηκε στη χώρα η οποία από αυτόν ονομάστηκε Αιτωλία.
Γιος του επίσης του Ενδυμίωνα είναι ο Παίονας που εγκαταστάθηκε στη χώρα, η οποία πήρε από αυτόν το όνομά της, την Παιονία.
Ο Επειός, άλλος γιος του Ενδυμίωνα, αναφέρεται ως νικητής του αγώνα δρόμου στην Ολυμπία. Ο ίδιος φέρεται και ως επώνυμος ήρωας των Επειών.
Η Ευρυκύδη, κόρη του Ενδυμίωνα, έγινε ερωμένη του Ποσειδώνα και μητέρα από αυτόν του Ηλείου, ο οποίος είναι ο πατέρας του βασιλιά Αυγεία, του γνωστού για τους περίφημους στάβλους του που καθάρισε ο Ηρακλής.
Ο Ενδυμίωνας ήταν, όπως πιστεύεται από τους ειδικούς μία προολυμπιακή θεότητα. Μαρτυρίες για την λατρεία του υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, της Αρκαδίας, της Ηλείας και της Αιτωλίας με τις οποίες συνδέονται άμεσα σχετικοί μ’ αυτόν μύθοι.
Σύμφωνα μ’ ένα γνωστό γι’ αυτόν μύθο, η Σελήνη ερωτεύθηκε τον Ενδυμίωνα. Από το γάμο τους γεννήθηκαν πενήντα θυγατέρες. Η Σελήνη είναι βέβαια μια άλλη πανάρχαια θεότητα που λατρεύτηκε και κάτω από το όνομα Εκάτη, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες της εργασίας αυτής, και αναφέρεται ως κόρη της τοπικής νύμφης των Φερών Φεραίας. Μετά τη γέννηση των πενήντα θυγατέρων του, με ένα φίλημα της Σελήνης, ο Ενδυμίωνας έπεσε σε αιώνιο ύπνο, για να παραμείνει πάντοτε νέος και όμορφος, χωρίς να γεράζει και να μπορεί έτσι η Σελήνη να θαυμάζει την ομορφιά του παντοτινά.
Για τον Ενδυμίωνα παραδίδεται ακόμη ότι ο αιώνιος ύπνος ήταν δώρο του θεϊκού πατέρα του Δία, γιατί ήθελε έτσι να διατηρήσει αιωνίως την πολύ μεγάλη ομορφιά του. Άλλοι λένε ότι ο αιώνιος ύπνος δεν του δόθηκε ως δώρο αλλά ως τιμωρία. Ο Δίας θαμπωμένος από την ομορφιά του Ενδυμίωνα τον έφερε επάνω στον Όλυμπο. Εκεί όμως ο Ενδυμίωνας ερωτεύθηκε την Ήρα με αποτέλεσμα ο Δίας να τον τιμωρήσει κάνοντάς τον να κοιμάται αιωνίως και έτσι να μην είναι επικίνδυνος.
Παρατηρούμε λοιπόν και στο σημείο αυτό μία ατέλειωτη σειρά ηρώων, σκορπισμένων σ’ όλη την Ελλάδα, οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους από το ζευγάρι του Έλληνα και της Ορθρηίδας, των προγόνων όλων των Ελλήνων με αρχική τους κοιτίδα τον ορεινό όγκο της Όρθρης. Για τους λόγους που έχουμε αναλύσει σ’ άλλη θέση δεν είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι μύθοι να είναι πλαστοί. Αντίθετα πρέπει να θεωρηθούν πρωταρχικοί, αγνοί και ανόθευτοι.

20. Η γενιά της Περιμήδης

Η Περιμήδη, άλλη εγγονή της Ορθρηίδας και του Έλληνα, θυγατέρα κι αυτή του Αίολου, γέννησε από τον ποταμό Αχελώο, τον Ιπποδάμαντα και τον Ορέστη. Κόρη του Ιπποδάμαντα ήταν η Ευρύτη την οποία παντρεύτηκε ο Παρθάονας, ο βασιλιάς της Καλυδώνας. (Απολλόδωρος 1, 7, 10).
Παιδιά του Παρθάονα και της Ευρύτης είναι πέντε γιοι: ο Οινέας, ο Άγριος, ο Αλκάθιος, ο Μέλανας, ο Λευκοπέας και μία κόρη, η Στερόπη.
Ο Οινέας παντρεύτηκε την Αλθαία και απόκτησε απ’ αυτήν τον Μελέαγρο, τον Τοξέα και τη Γόργη.
Ο Άγριος παντρεύτηκε τη Δία και απόκτησε τον Θερσίτη, τον Ογχηστό, τον Πρόθοο, τον Κελεύτορα, τον Λυκοπέα και τον Μελάνιππο.
Η Στερόπη έγινε, από τον Αχελώο, μητέρα των Σειρήνων, των μυθικών τεράτων που σαγήνευαν με το τραγούδι τους όσους ναυτικούς περνούσαν από τα στενά τους.
Υπάρχουν ενδιαφέροντες μύθοι στη μυθολογία για όλους αυτούς, όπως και για τους άλλους απόγονους της Περιμήδης. Η αναφορά τους θα γινόταν κουραστική. Αρκεί μόνο η μνημόνευση των ονομάτων τους για να ενισχυθεί για άλλη μία φορά η άποψή μας ότι οι υπάρχοντες σχετικοί με την καταγωγή των ελληνικών ηρώων μύθοι οδηγούν την καταγωγή συσσωρευτικά στο πρώτο, μετά τον κατακλυσμό ζευγάρι, του Έλληνα και της νύμφης της Όρθρης, Ορθρηίδας. Και αυτή ακριβώς η μαζική και συσσωρευτική αναγωγή της καταγωγής στο ίδιο ζευγάρι ενισχύει ακαταμάχητα την άποψη ότι η πρώτη εστία των όλων των φύλων των Ελλήνων αναγόταν, σύμφωνα με τους αρχικούς μύθους των, στην Αχαΐα Φθιώτιδα.

21. Οι γενιές των άλλων παιδιών του Αίολου Μακαρέας, Αέθλιος, Ιόκαστος, Τανάγρα,
Άρνη, Τριτογένεια, Μελανίππη

Παιδιά του Αίολου – και επομένως εγγόνια της Ορθρηίδας και του Έλληνα – ήταν ακόμη, σύμφωνα με διάφορες μυθολογικές εκδοχές διάσπαρτες στην αρχαιοελληνική γραμματεία, όπως αναφέρουμε σ’ άλλες σελίδες, ο Μακαρέας, ο Αέθλιος, ο Ιόκαστος, η Τανάγρα, η Άρνη, η Τριτογένεια και η Μελανίππη.
Σε διάφορα άλλα μέρη της εργασίας αυτής γίνεται σποραδικά αναφορά και στα παιδιά αυτά του Αίολου. Οι πληροφορίες ωστόσο παρουσιάζονται πολύ συγκεχυμένες.
Ο Μακαρέας, ο γιος του Αίολου, από τον οποίο ονομαζόταν και Αιολίων (Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα 37), ταυτίζεται σύμφωνα με κάποιες απόψεις, με τον ομώνυμό του οικιστή της Λέσβου από τον οποίο η Λέσβος ονομαζόταν «Μάκαρος έδος» (Ομήρου Ιλιάδα Ω 544).
Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή κόρη του Μακαρέα ήταν η Άμφισσα, νύμφη και επώνυμη ηρωίδα της ομώνυμης πόλης της Λοκρίδας (Παυσανίας Χ, 38. 4).
Άλλα παιδιά του Μακαρέα ήταν ο Κυδρόλαος, ο Νέανδρος, ο Λεύκιππος, ο Έρεσος, η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη, η Ίσσα, και η Αγαμήδη ή Πύρρα. Όλα είναι επώνυμοι ήρωες και οικιστές πόλεων στο νησί της Λέσβου και άλλα γειτονικά νησιά. Έχουμε γράψει σχετικά στα κεφάλαια της εργασίας αυτής με τίτλους «Η Φθιώτιδα Αχαΐα αφετηρία ελληνικών φύλων» και «Απόγονοι της νύμφης της Όρθρης Ορθρηίδας, επώνυμοι ιδρυτές και ήρωες πόλεων και χωρών.»
Ο Αέθλιος παντρεύτηκε την αδελφή του Καλύκη και έγινε πατέρας του Ενδυμίωνα, όπως είδαμε στο κεφάλαιο για τη γενιά της Καλύκης.
Για τον Ιόκαστο οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι πολύ ασαφείς έτσι που σχεδόν να θεωρούνται ανύπαρκτες.
Η Τανάγρα παντρεύτηκε τον Ποίμανδρο, απόγονο δύο θεών του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα. Από αυτήν πήρε το όνομά της η πόλη Τανάγρα. Σύμφωνα με κάποιους μύθους η Τανάγρα ήταν κόρη του Ασωπού ποταμού. Η Τανάγρα έζησε πάρα πολλά χρόνια και γι’ αυτό είχε και την ονομασία Γραία, προσωνυμία που την πήρε και η ομώνυμη πόλη.
Η Άρνη, κόρη του Αίολου και αυτή, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Αιτωλού και του Βοιωτού. Είναι επώνυμη ηρωίδα της θεσσαλικής πόλης Άρνης αλλά και της ομώνυμής, της βοιωτικής Άρνης.
Για την Τριτογένεια, μία άλλη κόρη του Αίολου, που κάποιοι την θέλουν να λέγεται Πρωτογένεια, δεν υπάρχουν παρά πολύ ελάχιστες πληροφορίες. Ο Ποσειδώνας έσμιξε μαζί της και την έκανε μητέρα του Μινύα. Αυτός είναι ο πρώτος από τους Μινύες και έχτισε τον Ορχομενό. Κάποιες άλλες αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ονομάζουν την μητέρα του Μινύα, την Τριτογένεια ή Πρωτογένεια, Χρυσογόνη, κόρη και αυτή του Αίολου.
Η Μελανίππη, κόρη του Αίολου και της Ίππης, έγινε από τον Ποσειδώνα – ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την απουσία του πατέρα της και μπήκε στο δωμάτιό της – μητέρα δυο γιων, του Αίολου (του νεότερου) και του Βοιωτού. Τα μαθαίνουμε αυτά από την τραγωδία του Ευριπίδη «Μελανίππη ἡ σοφή» (Στίχ. 480 – 488. Spengel, Rhetores Graeci 7, 1313. 6), η οποία χάθηκε μεν αλλά σώθηκαν κάποιες πληροφορίες για το περιεχόμενό της.
Όταν ο Αίολος έμαθε την εγκυμοσύνη της κόρης του Μελανίππης, μην πιστεύοντας ότι πατέρας των παιδιών της κόρης του ήταν ο Ποσειδώνας, όπως αυτή ισχυριζόταν, έδιωξε την Μελανίππη από το παλάτι του και την παρέδωσε σ’ έναν ξένο που είχε έρθει από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας. Αυτά τα μαθαίνουμε από μία άλλη, επίσης χαμένη, τραγωδία του Ευριπίδη «Μελανίππη η δεσμώτις» (Στίχ. 489 – 514) για το περιεχόμενο της οποίας έχουν διασωθεί μερικές μόνο πληροφορίες.
Το όνομα της κόρης του Αίολου Μελανίππη (μαύρη φοράδα) μας οδηγεί στη σκέψη ότι ο Ποσειδώνας ενώθηκε μαζί της έχοντας μορφή αλόγου (Kerenyi, Die Mythologie der griechen, ό. π. 216), που δηλώνει την πανάρχαια προολυμπιακή υπόστασή του, ως θεού της γης ή και ως υποχθόνιας θεότητας.
Υπήρχε ακόμη και μία άλλη κόρη του Αίολου, η Αντιόπη. Έγινε και αυτή ερωμένη του Ποσειδώνα και μητέρα από αυτόν δύο γιων, του Έλληνα (του νεότερου) και του Βοιωτού.
Όλοι οι παραπάνω είναι οι απόγονοι του Έλληνα και της νύμφης Ορθρηίδας από το πρώτο τους γιο, τον Αίολο.
Για όλους τους παραπάνω ήρωες και ηρωίδες υπάρχουν πολλοί άλλοι μύθοι που αναφέρονται στις δραστηριότητές τους και στους απόγονους τους, αλλά δεν εμπίπτει στις προθέσεις μας η αναφορά τους για λόγους που έχουμε αναφέρει.