Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος όγδοο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ζ΄. Σιγγίλιο Γρηγορίου,  ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου

α΄.  Εἰσαγωγικὰ

Δὲν εἶχαν περάσει παρὰ μόνο ἕξι χρόνια ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ τοῦ πιὸ πάνω συγχωρητικοῦ συμπατριαρχικοῦ σιγγιλίου, τοῦ ἔτους 1792, καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὰ 1798 κατέφθασε νέο πατριαρχικὸ σιγγίλιο, σταλμένο, τούτη τὴ φορά, ἀπὸ τὸν  πατριάρχη Γρηγόριο τὸν  Ε΄.[1]

Ο Γρηγόριος Ε΄ μὲ τὸ σιγγίλιό του αὐτὸ προσπαθοῦσε νὰ βάλει κάποια τάξη γενικῶς σὲ ὅσα μοναστηριακὰ «πράγματα» εἶχαν διαταραχθεῖ καὶ εἶχαν ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὴν καθιερωμένη τάξη, γιατὶ τότε μόνο, ὅπως ἀνέφερε, «εἰς αὐτὰ τὰ μέρη ὁ ἁπανταχοῦ παρὼν ἀναπαύεται καὶ ἡ εὐσπλαχνία  αὐτοῦ εἰς αὐτὰ τὰ μέρη καταφθάνει καὶ ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς αὐτὰ τὰ μέρη φαίνεται καὶ ἀποδίδει ἀοράτως τὰ διάφορα καὶ πολλὰ χαρίσματα», ἐνῶ ἀντιθέτως εἰς ὅσα μέρη ἡ ζωὴ «ἐκτρέπεται ἐν γένει ἀπὸ τὴν τάξιν» «εἰς αὐτὰ τὰ μέρη ὁ ἁπανταχοῦ παρὼν γίνεται πῦρ καταναλίσκον καὶ κατακαῖον, ὡς τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀπειθούντων καὶ στέλλει ὡς πληγὰς, ζημίας, ἐρημώσεις καὶ ἀφανισμοὺς».

Ὡστόσο, ὅπως γίνεται φανερό, ὁ πατριάρχης Γρηγόριος μὲ τὸ σιγγίλιό του αὐτὸ δὲν ἀπευθύνεται μόνο πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἀλλὰ πρὸς ὅλα τὰ σταυροπηγιακὰ καὶ πατριαρχικὰ μοναστήρια σκοπεύοντας νὰ ἐπαναφέρει σὲ τάξη ὅσα ἀπὸ αὐτά εἶχαν παρεκτραπεῖ, ἐξειδικεύοντας κάποιες λεπτομέρειες σὲ κάθε μοναστήρι ἀναλόγως μὲ τὴν ἑκάστοτε περίπτωση. Σκοπὸς τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ σιγγιλίου τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἦταν, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἀνάληψης τῶν πατριαρχικῶν του καθηκόντων, μαζὶ μὲ ἄλλα θέματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει, νὰ διορθώσει καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὴν τάξη ὅλα τὰ παραμελημένα μοναστήρια.

Λέει χαρακτηριστικά ὁ πατριάρχης Γρηγόριος «διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ, εὐθὺς ὁποῦ ἀνέβην[2] εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Θρόνον, ἐφάνη εὔλογον, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα, νὰ διορθώσω καὶ τὰ παρημελημένα μοναστήρια, εὐσεβῆ καὶ ὅσια αὐτὰ μοναστήρια καὶ ἡ τοιαύτη διόρθωσις ν’ ἀποβλέπῃ εἰς τὸ συμφέρον αὐτῶν τῶν μοναστηρίων, ὡς μέλη καθαρὰ καὶ ἀληθινὰ τῆς καθ’  ἡμᾶς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι τιμημένα μὲ τὸ σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν προνόμιον ».

Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ἐπαναλαμβάνει γιὰ ἄλλη μία φορὰ  ὅτι τὰ «πατριαρχικὰ» καὶ «σταυροπηγιακὰ» αὐτὰ μοναστήρια ὑπάγονται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τοῦ Πατριάρχη καὶ διαχωρίζονται σαφῶς, ὡς πρὸς καθεστὼς ἐποπτείας καὶ διακυβέρνησής τους,  ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, τὰ «ἐνοριακά», μοναστήρια:

«Μοναχὰ ὅμως τὰ ὅσα μοναστήρια ἐτιμήθηκαν μὲ ἀξίαν σταυροπηγιακὴν ὑπόκεινται εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον καὶ τὸν κατὰ καιροὺς εὑρισκόμενον πατριάρχην καὶ δὲν ἔχει ἄδειαν οὔτε ἐπίσκοπος οὔτε ἄλλος, ἱερωμένον πρόσωπον ἤ λαϊκὸν, ὁποιονδήποτε ἀξιωματικὸν καὶ ἄν ᾖναι, νὰ οἰκειοποιῆται καὶ νὰ διορίζῃ τὰ πράγματα τῶν μοναστηρίων, ὡς καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θέλει, διότι αὐτὴ ἡ κοινὴ φροντὶς σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων καὶ ὅλων τῶν κινητῶν καὶ ἀκινήτων πραγμάτων ἵσταται εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».

Φαίνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ σὲ ἄλλα σταυροπηγιακὰ μοναστήρια θὰ εἶχε χαλαρώσει ἡ ἄμεση ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ διάφοροι τοπικοὶ πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες θὰ ἐπιδίωκαν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ καθεστῶτος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπαγωγῆς τους.

 

β΄. Τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου

Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ὁλόκληρο τὸ σημαντικὸ αὐτὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο:[3]

«+ Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης

+ Εἰς ὅσα μέρη τῆς γῆς εὑρίσκονται πόλεις καὶ χωρία Χριστιανῶν καὶ μάλιστα Ἐκκλησίαι καὶ μοναστήρια καὶ οἱ ἐνασκούμενοι Πατέρες καὶ οἱ ἐγκάτοικοι αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν μοναστηρίων ἔχουσι τὴν ζωήν των εἰς τάξιν, κατὰ τὰς ἀποφάσεις τῶν ἱερῶν κανόνων τῶν θείων Ἀποστόλων καὶ κατὰ τὰς θεϊκὰς ἀποφάσεις τῶν ἱερῶν ἑπτὰ συνόδων, εἰς αὐτὰ τὰ μέρη ὁ ἁπανταχοῦ παρὼν ἀναπαύεται καὶ ἡ εὐσπλαχνία  αὐτοῦ εἰς αὐτὰ τὰ μέρη καταφθάνει καὶ ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς αὐτὰ τὰ μέρη φαίνεται καὶ ἀποδίδει ἀοράτως τὰ διάφορα καὶ πολλὰ χαρίσματα.

Εἰς ὅσα δὲ τοὐναντίον παραβαίνουν τῶν ἱερῶν ἐκτρεπόμενα, δῆλα δή, εἰς ὅσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἰρημένα μέρη ἡ ζωὴ αὐτῶν ἐκτρέπεται ἐν γένει ἀπὸ τὴν τάξιν καὶ ἀπόφασιν τῶν ἱερῶν κανόνων τῶν θείων Ἀποστόλων καὶ θεϊκῶν ἀποφάσεων τῶν ἱερῶν ἑπτὰ συνόδων, εἰς αὐτὰ τὰ μέρη ὁ ἁπανταχοῦ παρὼν γίνεται πῦρ καταναλίσκον καὶ κατακαῖον, ὡς τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀπειθούντων καὶ στέλλει ὡς πληγάς, ζημίας, ἐρημώσεις καὶ ἀφανισμοὺς ὄχι μόνον τῶν ἀψύχων, κινητῶν καὶ ἀκινήτων πραγμάτων, ἀλλὰ καὶ ἀπώλεια τῶν ἐκεῖσε κατοικουσῶν ψυχῶν διότι αἱ ἐκκλησίαι καὶ τὰ σταυροπηγιακὰ μοναστήρια, ὁποῦ ὑπόκεινται εἰς τὸν Ἀποστολικὸν καὶ Οἰκουμενικὸν Θρόνον, ἄν ἴσως ἐφύλαττον τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς νόμους καὶ οἱ κατὰ καιρὸν πατριάρχαι εἶχον τὴν πρέπουσαν προστασίαν καὶ ἐπιμέλειαν τῶν εἰρημένων ἐκκλησιῶν καὶ μοναστηρίων, βέβαια δὲν ἤθελον ἀκολουθεῖν τόσας ζημίας καὶ καταστροφὰς διαφόρων μοναστηρίων.

Πλὴν οὐκ οἴδαμεν πῶς οἱ ἱεροὶ νόμοι παρημελήθησαν καὶ ἦλθε τοιαύτη ἀκαταστασία καὶ ἀμέλεια καὶ ἐλεεινὴ ἀπώλεια διαφόρων μοναστηρίων, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ, εὐθὺς ὁποῦ ἀνέβην εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Θρόνον, ἐφάνη εὔλογον, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα, νὰ διορθώσω καὶ τὰ παρημελημένα, εὐσεβῆ καὶ ὅσια αὐτὰ μοναστήρια καὶ ἡ τοιαύτη διόρθωσις ν’ ἀποβλέπῃ εἰς τὸ συμφέρον αὐτῶν τῶν μοναστηρίων, ὡς μέλη καθαρὰ καὶ ἀληθινὰ τῆς καθ’  ἡμᾶς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι τιμημένα μὲ τὸ σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν προνόμιον. Καὶ μάλιστα ἡ τοιαύτη διόρθωσις νὰ γίνηται κατὰ τοὺς θείους ἀρχαίους καὶ ἐνθέους νόμους καὶ ὄχι κατὰ τὴν θέλησιν τοῦ καθ’ ἑνὸς καὶ τυχόντος ἀνθρώπου, διότι οἱ ἱεροὶ νόμοι καὶ κανόνες προστάζουσι προβάλλοντες τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ δίδουσι τὴν προστασίαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων εἰς τοὺς ἐπισκόπους, ἄν ἀκολουθήσῃ ἀνάγκη ν’ ἀπολαμβάνωσι καὶ αὐτοὶ καθὼς λέγει καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐν Ἀντιοχείᾳ, καὶ ἡ ἐν Χαλκηδόνι, κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς κανόνας. Πρὸς τούτοις καὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ ὁ ΙΑ΄ καὶ ΙΗ΄ καὶ τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ ὁ ΙΕ΄ καὶ ὁ ΙΘ΄, τῆς ἐν Τρούλλῳ καὶ ἄλλοι πολλώτατοι σεβάσμιοι νόμοι καὶ οἱ Κανόνες φανερὰ φανερώνουσι τὴν ἐξουσίαν τῶν ἱερῶν μοναστηρίων καὶ τὴν ἀποδίδουσιν εἰς τοὺς ἐπισκόπους, ὥστε καὶ αὐτοὶ νὰ μεταλαμβάνωσι τῶν δεόντων, ἄν ἔχωσι μεγίστην ἀνάγκην, ἐπιμέλειαν διὰ τὰ ὅσα ἀποβλέπουσιν εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ἡσυχίαν καὶ τὸ συμφέρον τῶν ἱερῶν μοναστηρίων, νὰ ἀποκαθιστῶσιν οἰκονόμους, ἐπιτρόπους, ἡγουμένους εἰς αὐτὰ διὰ τὴν αὔξησιν καὶ καλλιτέρευσιν τῶν ἐν αὐτοῖς εὑρισκομένων κινητῶν καὶ ἀκινήτων πραγμάτων, ἀψύχων τε καὶ ἐμψύχων διὰ νὰ μὴν ἀκολουθῇ καὶ ἀμέλεια εἰς τοὺς συνασκουμένους πατέρας τοὺς ἐν μοναστηρίοις εὑρισκομένους, καὶ γίνωνται ἔνοχοι καὶ ὑποκείμενοι εἰς ἐπιτίμια, οἱ δὲ οἰκονόμοι καὶ ἡγούμενοι καὶ ἐπίτροποι νὰ διαμένωσιν ὑποκάτω εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐπισκόπων καὶ, χωρὶς τὴν ἄδειαν καὶ ἐξέτασιν αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων, μήτε πωλῶσι μοναστηριακόν τι κτῆμα, ἀλλὰ συμβουλεύωσι καὶ οἰκονομοῦσι καλῶς, ὅπως καὶ αὐτοί, ὡς ἀνατρέποντες τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς τούτους ὅρους καὶ κανόνας ὑποπέσωσιν εἰς βαρύτατα ἐπιτίμια καὶ βαρυτάτας τιμωρίας.

Αὐτὰ λοιπὸν οἱ θεῖοι νόμοι προστάζουσι διὰ τὰ ἱερὰ μοναστήρια καὶ πάλιν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐνοριακὰ μοναστήρια τὰ εὑρισκόμενα κατὰ τόπους εἶναι ὑποκείμενα εἰς τὴν ἀρχιερατικὴν ἐξουσίαν καὶ προστασίαν.

Μοναχὰ ὅμως τὰ ὅσα μοναστήρια ἐτιμήθηκαν μὲ ἀξίαν σταυροπηγιακὴν ὑπόκεινται εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Θρόνον καὶ τὸν κατὰ καιροὺς εὑρισκόμενον πατριάρχην καὶ δὲν ἔχει ἄδειαν οὔτε ἐπίσκοπος οὔτε ἄλλος, ἱερωμένον πρόσωπον ἤ λαϊκὸν, ὁποιονδήποτε ἀξιωματικὸν καὶ ἄν ᾖναι, νὰ οἰκειοποιῆται καὶ νὰ διορίζῃ τὰ πράγματα τῶν μοναστηρίων, ὡς καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θέλει, διότι αὐτὴ ἡ κοινὴ φροντὶς σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων καὶ ὅλων τῶν κινητῶν καὶ ἀκινήτων πραγμάτων ἵσταται εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, φθάνει μόνον ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ συνασκούμενοι πατέρες ἀμέσως νὰ γράφωσι τὰς ἐνοχλητικὰς αὑτῶν ὑποθέσεις καὶ τοῦ μοναστηρίου αὑτῶν ἐπερχομένας ἐνοχλήσεις καὶ ζημίας εἰς τὸν κατὰ καιρὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ ἀμέσως, εἰ δυνατόν, νὰ ἐφησυχάζῃ καὶ νὰ ἐξαλείφῃ τὰς διαφόρους ἐνοχλήσεις καὶ μοναστηριακὰς ζημίας καὶ αὐτήν των πάλιν νὰ δίδῃ τὴν ἡσυχίαν καὶ τὰ συμφέροντα τοῦ μοναστηρίου.

Μ’ ὅλον τοῦτο δὲν εἰξεύρομεν πῶς πρὸ χρόνων πολλῶν ἠμελήθη καὶ τοῦτο εἰς καιρὸν ὁποῦ ἔπρεπε τὰ μὲν ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ νὰ ἀξιώνωνται τιμῆς καὶ νὰ διαμένωσιν, τὰ δὲ φαῦλα καὶ ἐπιζήμια ν’ ἀποδιώκωνται. Ἀφοῦ λοιπὸν κατὰ νόμους τοιοῦτον στοχασμὸν καὶ καθ’ ὅλου φροντίδα διὰ τὴν καθ’ ὅλου αὔξησιν πάντων τῶν σταυροπηγιακῶν ἡμῶν μοναστηρίων καταβάλλομεν ἀμέσως μετὰ κοινὴν γνώμην καὶ συνοδικὴν ἀπόφασιν ἐκάμαμεν ἱερὸν βιβλίον ὁποῦ ἀποδεικνύει σύμφωνα μὲ τοὺς ἱεροὺς νόμους καὶ σύμφωνα μὲ αὐτὰ τὰ ἑξῆς ὁποῦ γράφομεν εἰς αὐτὸ τὸ ἐπὶ χεῖρας σας σιγγιλιῶδες γράμμα ὁποῦ δίδομεν εἰς αὐτὸ τὸ σταυροπηγιακὸν καὶ  σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐπιλεγομένου τῆς Ξενιᾶς, διὰ τὴν ἐφεξῆς καλλίστην οἰκονομίαν ἑκάστου σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου καὶ εὐνομίας, δηλαδὴ εἰρήνης, ἡσυχίας καὶ ἐναρέτου ζωῆς τῶν ἀσκουμένων ὁσιωτάτων πατέρων καὶ τὴν δυνατὴν ὑπεράσπισιν καὶ βοήθειαν καὶ ἄμεσον προστασίαν παρὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀνανεοῦντες τὰ παμπάλαια πατριαρχικὰ καὶ συνοδικὰ αὐτῶν σιγγίλια δίδοντες δωρεὰν καὶ ἐπικυροῦντες μίαν φορὰν τὰ σταυροπηγιακὰ αὐτῶν προνόμια εἰς παντοτεινὴν διαφύλαξιν καὶ στερέωσιν αὐτῶν χωρίς ποτε πλέον νὰ χρειάζωνται ἀνανέωσιν καὶ ἐπικύρωσιν τὰ συγγιλιώδη αὐτῶν, ὡς ἅπαξ ἐπεκυρώθησαν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐπικυρωμένα εἶναι, ὅσον στέκει ὁ κόσμος.

Καθὼς καὶ διὰ τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν ἐπισκοπὴν Ζητουνίου καὶ ὀνομαζόμενον ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς μαζὺ μὲ τὸ μετόχιον αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐφανερώθη εἰς ἡμᾶς ὄχι σιγγίλιον ἐν μεμβράναις, ἀλλὰ πατριαρχικὸν συνοδικὸν γράμμα παρὰ τοῦ προπατριαρχεύσαντος ἡμῶν Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου, μὲ τὸ ὁποῖον αὐτὸ γράμμα φανερώνεται πολὺ παλαιὰ ἡ σταυροπηγιακὴ αὐτοῦ ἀξία, καὶ οἱ τούτου τοῦ μοναστηρίου συγκοινοβιᾶται νὰ πληρώνωσιν εἰς κάθε χρόνον γρόσια τεσσαράκοντα διὰ νὰ περιέρχηται ἡ ἁγία εἰκόνα εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτοῦ ἐλευθέρως (τοῦ Ζητουνίου) καὶ νὰ ἐκτελῇ δύο ἱερουργίας ἀρχιερατικὰς εἰς αὐτὸ τὸ μοναστήρι, εἰς χειροτονίαν μοναστηριακῶν χωρὶς πλέον νὰ παίρνῃ τίποτες μήτε ἀπὸ τοὺς πατέρας τοῦ Μοναστηρίου μήτε ἀπὸ τὸ μετόχιον αὐτοῦ.

Εἰς ἀνανέωσιν τῆς σταυροπηγιακῆς αὐτοῦ ἀξίας μετὰ τῶν εἰρημένων συμφωνιῶν γράφομεν διὰ τοῦ παρόντος ἡμῶν πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ σιγγιλιώδους γράμματος, φανερώνομεν συνοδικῶς μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς ἱερωτάτων Ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων ἐν τῷ παναγίῳ πνεύματι ἡμῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν διὰ τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὁποῦ ὀνομάζεται τῆς Ξενιᾶς, τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν Ἐπισκοπὴν τοῦ Ζητουνίου, ὁποῦ ὑπόκειται ἡ ἐπισκοπὴ εἰς τὴν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Λαρίσης μαζὺ μὲ τὸ μετόχι αὐτοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου  καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κτήματα καὶ πράγματα καὶ ἀφιερώματα αὐτοῦ κινητὰ καὶ ἀκίνητα, ὅσα ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ἔχει καὶ ὅσα εἰς τὸ ἑξῆς ἤθελεν ἀποκτήσει, εἶναι τοῦ Μοναστηρίου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς γνωρίζονται ἀπὸ ὅλους ἤδη εἶναι ἰδικόν μας πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον καὶ διόλου ἀνενόχλητον καὶ ἀπὸ πρόσωπον ἱερωμένον καὶ ἀπὸ πρόσωπον κοσμικόν, καὶ ἐν αὐτῷ θέλει μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ κατὰ καιρὸν εὑρισκομένου Πατριάρχου, καὶ ἐν αὐτῷ θέλει ἔχει τὸ προνόμιον, κατὰ πατριαρχικὴν φιλοτιμίαν, ὥστε τὸν κατὰ καιροὺς ἐν αὐτῷ τῷ μοναστηρίῳ ἡγούμενον εἰς τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας νὰ φορῇ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν μανδύαν, καὶ νὰ δίδηται εἰς τὰς χεῖράς του πατερίτζα.

Ἰδοὺ καὶ τὰ ἑξῆς προνόμια τοῦ μοναστηρίου, ὁποῦ δίδονται:

Α΄) Νὰ ᾖναι ἐλευθερωμένον ἀπὸ κάθε ἐξαρχικὴν ἐξουσίαν καὶ δεσποτείαν.

Β΄) Τὸ Μοναστήριον νὰ δίδῃ κατάλογον ὑποταγῆς εἰς κάθε χρόνον γρόσια τριακόσια εἰς τὸ κοινὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ νὰ λαμβάνῃ ἐξοφλητικὴν ἀπόδειξιν, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἐπαρχιῶν, καὶ οὕτω πάλιν λαμβάνει τὸ παλαιὸν ἔντιμον προνόμιον τῆς σταυροπηγιακῆς ἀξίας καὶ νὰ διοικῆται μὲ ἡσυχίαν καὶ ὠφέλειαν ὡς μέλος ἀληθινὸν  τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτου Πατριαρχικοῦ, Ἀποστολικοῦ καὶ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καὶ ὁ κατὰ καιρὸν ἡγούμενος, καθὼς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, τοιαύτης λογῆς καὶ αὐτὸς ὁ ἡγούμενος γράφῃ ἀμέσως εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν καὶ νὰ ἀξιώνηται τὴν πρέπουσαν ὑπεράσπισιν καὶ διαυθέντευσιν εἰς τὰς στενοχωρίας, καταδρομὰς καὶ ὑποθέσεις τοῦ μοναστηρίου.

Γ΄) Νὰ διαφυλάττωνται καταγεγραμμένα εἰς τὸν διωρισμένον κώδικα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ὅλα τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα.

Δ΄) Τὸ σιγγίλιον αὐτοῦ νὰ μένῃ ἀμετάβλητον καὶ ἀπαράβατον χωρὶς νὰ χρειάζηται ξανακαινούργωμα καὶ ἐπικύρωσιν ἐκκλησιαστικήν.

Ε΄) Κανένας ἀπὸ τοὺς συγκοινοβιάτας πατέρας εἰς τὸ ἑξῆς δὲν γίνεται ἡγούμενος χωρὶς γράμμα πατριαρχικὸν καὶ συνοδικόν, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀπὸ τὴν γενικὴν γνώμην οἱ συγκοινοβιᾶται πατέρες κάμνουσι τὴν ἐκλογήν, τότε στέλνεται ἀπὸ αὐτοὺς κοινὸν γράμμα ὑπογεγραμμένον καὶ ἐσφραγισμένον περὶ τῆς τοιαύτης ἐκλογῆς εἰς τὸν κατὰ καιρὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον μὲ ἐκκλησιαστικὸν γράμμα διορίζεται ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου αὐτοῦ, μὲ τὸ νὰ γράφηται καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ἡγουμένου εἰς τὸν ῥηθέντα κώδικα τοῦ Πατριαρχείου, καὶ ὁ ἡγούμενος ἔχει χρέος ἀπαραίτητον εἰς κάθε χρόνον νὰ στέλνῃ ἀκριβῆ καταγραφὴν ὑπογεγραμμένην καὶ ἐσφραγισμένην, τὰ ὅσα τὸ μοναστήριον ἔχει καὶ ἀπόκτησε καὶ τὰ ὅσα ἐχρειάστηκε καὶ ἐξωδίασε.

ΣΤ΄) Ἡ βοῦλλα τοῦ μοναστηρίου νὰ μερασθῇ εἰς κομμάτια τέσσαρα. Καὶ τὸ μὲν μέσον τῆς βούλλας, δηλαδὴ ἡ οὐρά, νὰ εὑρίσκηται  εἰς τὸν ἡγούμενον, τὰ δὲ ἄλλα τέσσαρα τμήματα εἰς τέσσαρας συγκοινοβιάρχας πατέρας διαλεγμένους μὲ κοινὴν γνώμην ἀπὸ ὅλους τοὺς συγκοινοβιάτας πατέρας.

Ζ΄) Οἱ τέσσαρες πατέρες καὶ ὁ ἡγούμενος, ὁποῦ ἔχει τὴν οὐράν, χωρὶς τὴν γνώμην καὶ τῶν λοιπῶν προκρίτων πατέρων δὲν ἔχουσι τὴν ἄδειαν μόνοι αὐτοὶ νὰ βουλλόνουσι μοναστηριακὰς καὶ χρεωστικὰς ὁμολογίας, ἀλλ’ ὅσαι χρεωστικαὶ μοναστηριακαὶ ὁμολογίαι εἶναι ὑπογεγραμμέναι μὲ τὰς ὑπογραφὰς τῶν πέντε καὶ λοιπῶν προκρίτων πατέρων πρέπει νὰ γνωρίζωνται ὡς μοναστηριακαί, αἱ δὲ ὁμολογίαι ὁποῦ εὑρεθῶσι μόνον μὲ τὰς ὑπογραφὰς τῶν πέντε πατέρων, αὐταὶ νὰ γνωρίζωνται ὡς ὁμολογίαι χρεωστικαὶ τῶν πέντε πατέρων, καὶ ἀπ’ αὐτούς, ὡς ἰδικόν των χρέος νὰ τὸ πληρώνωσι, καὶ τὸ μοναστήρι νὰ ᾖναι ἐλεύθερον ἀπ’ αὐτὸ τὸ μπόρτζι.[4] Ἔτι ὁ ἡγούμενος μὲ τοὺς πατέρας ὅπου ἔχουσι τὰ τέσσαρα κομμάτια, ἔχουσιν ὅλην τὴν ἐξουσίαν τῆς Ἐκκλησίας νὰ παιδεύωσι, νὰ σωφρονίζωσι, ν’ ἀποδιώκωσιν ἀπὸ τὸ μοναστήριον ὁποῦ ἀτακτοῦν καὶ δὲν πείθονται εἰς τὰς συμβουλὰς τῆς ἀσκήσεως καὶ τέλος πάντων, ὡς ἀπειθῆ καὶ ἄτακτον τινὰ μὲ κοινὴν γνώμην νὰ τὸν φανερόνωσιν εἰς τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν.

Η΄) Κανένας ἀπὸ αὐτὸ τὸ μοναστήρι εἰς τὸ ἑξῆς δὲν ἠμπορεῖ νὰ πωλῇ μοναστηριακὸν ἤ ἀμπέλι ἤ χωράφι ἤ περιβόλι χωρὶς τὴν νόμιμον εἴδησιν τοῦ κατὰ καιρὸν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἔξω ἀπὸ τοὺς καρποὺς καὶ φαγητὰ καὶ φαγώσιμα πράγματα, καὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ ἀπὸ κριθάρι καὶ τὰ λοιπὰ εἴδη καὶ τὰ μοναστηριακὰ γιδοπρόβατα καὶ βόας διὰ τὰς ἀναγκαίας αὐτῶν χρείας.

Θ΄) Ὅταν γίνῃ ἀνάγκη διὰ χειροτονίαν, ἔχουσιν ἄδειαν νὰ προσκαλῶσιν εἰς τὸ σταυροπηγιακὸν ἡμῶν τοῦτο μοναστήριον ὅποιον ἀρχιερέα θέλουσι, νὰ ἔχῃ ὅμως γράμμα πατριαρχικὸν καὶ συνοδικὸν εἰς τὸ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν χειροτονίαν μὲ τὴν κανονικὴν παρατήρησιν.

Ι΄) καὶ τελευταῖον. Χρεωστοῦσιν οἱ ἐνασκούμενοι ὁσιώτατοι πατέρες, ὁποῦ εὑρίσκονται εἰς τὸ Μοναστήριον αὐτό, νὰ φυλάττωσιν ἀπαρασάλευτα καὶ πάντοτε τὰ ὅσα ἐγράψαμεν μέσα εἰς ἐτοῦτο τὸ σιγγίλιον καὶ νὰ πείθωνται εἰς τὸν κατὰ καιρὸν ἡγούμενον καὶ νὰ περνῶσι τὴν ζωήν των σεμνά, εἰρηνικὰ καὶ χωρὶς κατηγορίαν κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ καλογηρικοῦ καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος, νὰ ἀποβλέπῃ ἡ γνώμη τους εἰς τὴν ἐνάρετον ζωὴν καὶ εἰς τὸν στολισμὸν τῆς ψυχῆς των, καὶ εἰς τὸ καλόν, καὶ εἰς τὴν αὔξησιν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τούτου σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου, καὶ νὰ ἐξακολουθῶσιν εἰς τὴν θεϊκὴν γνώμην τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ᾖναι ἔξυπνοι νὰ προστοχάζωνται διὰ τὴν καλὴν στερέωσιν τῶν ὑποκειμένων αὐτῇ πραγμάτων, σταυροπηγιακῶν ἱερῶν μοναστηρίων καὶ νὰ διαφυλάττωσιν εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας τὴν παλαιὰν παράδοσιν ἀπαραλλάκτως.

Ὅστις ὅμως καὶ ὅποιος ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους ἤ μοναχὸς ἤ λαϊκὸς ἤ ὁποιασδήποτε τάξεως καὶ ἀξιώματος τολμήσῃ νὰ παραβαίνῃ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον τὰ εὑρισκόμενα εἰς τὸ παρὸν νόμιμα καὶ κανονικὰ ὁποῦ ἐφανερώσαμεν καὶ θελήσῃ νὰ μεταβάλῃ κανένα ἀπὸ τἀνωτέρω καταγεγραμμένα, ὁ τοιοῦτος ὡς παραβάτης τῶν εἰρημένων νὰ ᾖναι ἀφωρισμένος, κατηραμένος καὶ ἀσυγχώρητος καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτος καὶ νὰ ᾖναι ὑπεύθυνος εἰς ὅλας τὰς πατριαρχικὰς καὶ συνοδικὰς κατάρας καὶ ὑποκείμενος εἰς τὴν παντοτινὴν κόλασιν.

Διὰ τοῦτο εἰς φανέρωσιν καὶ παντοτεινὴν σιγουρότητα ἐγένετο τὸ παρὸν ἰδικόν μας πατριαρχικὸν καὶ συνοδικὸν σιγγιλιῶδες ἐπάνω εἰς μεμβράναν γράμμα καὶ κατεγράφη εἰς τὸν ἱερὸν κώδικα τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁποῦ εἶναι διωρισμένος δι’ αὐτὸ τοῦτο τὸ σταυροπηγιακὸν μοναστήριον, καὶ ἐδόθη εἰς αὐτὸ ὡς ἴσον ἀπαράλλακτον εἰς τὸ ῥηθὲν σεβάσμιον μοναστήριον τῆς ὀνομαζομένης Παναγίας Ξενιᾶς.

Εἰς τὰ χίλια ἑπτακόσια ἐνενήκοντα ὀκτὼ χρόνια, εἰς τὸν μῆνα Φεβρουάριον ἰνδικτιῶνος α΄.

+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐν Χριστῷ εὐχέτης.

+ Ὁ Νικομηδείας  ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

+ Ὁ Προύσης ΑΝΘΙΜΟΣ

+ Ὁ Νικαίας ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

+ Ὁ Χαλκηδόνος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

+ Ὁ Κυζίκου ΠΑΪΣΙΟΣ

+ Ὁ Ζητουνίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ».

(Ὑπολείπονται 4 ἀκόμη ὑπογραφές δυσανάγνωστες).

 

γ΄. Σημειώσεις – Πληροφορίες – Συμπεράσματα

Θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι στὴν ἀρχὴ τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ γράμματος ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διευκρινιστικὴ προμετωπικὴ ἐπισημείωση: «Ἴσον ἀπαράλλακτον μεταφρασμένον τοῦ σιγγιλιώδους γράμματος τοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρίου».

Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ παραπάνω κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου δὲν εἶναι τὸ πρωτότυπο αὐθεντικὸ πατριαρχικὸ κείμενο. Δὲν εἶναι διατυπωμένο στὴν ἀρχικὴ βυζαντινὴ πατριαρχική, δύσκολα κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς ὄχι πάντοτε πολὺ ἐγγράμματους καλογέρους γλωσσικὴ μορφή, ἀλλὰ σὲ μιὰ πιὸ κατανοητὴ γλῶσσα.  Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ἡ κάπως ἁπλούστερη μορφὴ τῆς γλώσσας τοῦ κειμένου τοῦ πατριαρχικοῦ ἐγγράφου ποὺ παρουσιάσαμε, σὲ σχέση μὲ ἄλλα πατριαρχικὰ σιγγίλια.

Πιστεύουμε ὅτι ἐπειδὴ ἡ γλῶσσα τοῦ πρωτότυπου παριαρχικοῦ σιγγιλίου δὲν ἦταν ἴσως εὔκολα κατανοητὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχοὺς αὐτὸ διατυπώθηκε στὴν παραπάνω μορφὴ γιὰ νὰ μποροῦν ὅλοι νὰ κατανοήσουν τὸ περιεχόμενό του. Ἡ γλωσσικὴ αὐτὴ ἁπλοποίηση, ὅπως εἶναι εὔκολο νὰ διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὸν προσεκτικὸ ἀναγνώστη, δὲν γίνεται μὲ «πιστὴ καὶ κατὰ λέξη» μετάφραση ἀλλὰ καταγράφεται σὲ μία κάπως ἐλεύθερη ἀπόδοση ποὺ σκόπευε στὴ σαφέστερη κατανόηση τῶν περιεχομένων διαταγῶν καὶ κανόνων συμπεριφορᾶς.

Δὲν γνωρίζουμε ποιὸς ἁπλοποίησε σὲ κατανοητότερη μορφὴ τὸ αὐθεντικὸ πρωτότυπο πατριαρχικὸ σιγγίλιο καὶ συνέταξε τὸ «Ἴσον ἀπαράλλακτον μεταφρασμένον τοῦ σιγγιλιώδους γράμματος τοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρίου». Εἶναι φανερό, ὡστόσο, ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἰδιαίτερη φροντίδα εἰδικὰ γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, «τοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρίου». Καὶ αὐτὸ δείχνει ὅτι ἀπὸ τοὺς παράγοντες τοῦ Μοναστηριοῦ ταῆς Παναγίας Ξενιᾶς δόθηκε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὰ ὅσα ἡ πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος  διέτασσε. Γίνεται φανερὸ ὅτι δόθηκε ἰδιαίτερη σημασία στὰ περιεχόμενα τοῦ σιγγιλιώδους αὐτοῦ γράμματος ἀφοῦ γιὰ νὰ γίνεται πλήρως κατανοητὸ καταγράφηκε σὲ ἁπλούστερη γλωσσικὴ μορφή. Ἐπιτρέπεται, νομίζω, νὰ ὑποθέσουμε ὅτι στὴν προσπάθεια αὐτὴ ὑποδηλώνεται μία ἀπόφαση οὐσιαστικῆς ἐφαρμογῆς του.

Σημαντικό, ὡστόσο, στοιχεῖο τῆς πατριαρχικῆς αὐτῆς ἐγκυκλίου εἶναι τὰ δέκα ἄρθρα τοῦ κανονισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἔπρεπε νὰ διακανονίζονται τὰ τῆς διοικήσεως τῶν πατριαρχικῶν καὶ σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων.

Συμπεραίνουμε δὲ ὅτι δὲν πρόκειται περὶ σιγγιλίου ποὺ ἀπευθύνθηκε μόνο πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀλλὰ περὶ ἐγκυκλίου σιγγιλιώδους πατριαρχικῆς διαταγῆς πρὸς ὅλα τὰ πατριαρχικὰ σταυροπηγιακὰ μοναστήρια. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ ἐξάγεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς δέκα ὅροι περιλαμβάνονται καὶ σὲ πατριαρχικὴ σιγγιλιώδη ἐγκύκλιο ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο Πατριάρχη καὶ στὴν ἴδια ἡμερομηνία καὶ πρὸς τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου» τῆς Σκιάθου, τὸ ὁποῖο ἔχομε ὑπόψη μας.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς πατριαρχικῆς αὐτῆς σιγγιλιώδους ἐγκυκλίου εὔκολα διαπιστώνεται ὅτι ἀπεστάλη καὶ σὲ ἄλλα (ἄν ὄχι σὲ ὅλα) πατριαρχικὰ σταυροπηγιακὰ μοναστήρια. Γι’ αὐτὸ γράφει ὁ Πατριάρχης: «διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ, εὐθὺς ὁποῦ ἀνέβην εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν καὶ Πατριαρχικὸν Θρόνον, ἐφάνη εὔλογον, κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα, νὰ διορθώσω καὶ τὰ παρημελημένα, εὐσεβῆ καὶ ὅσια αὐτὰ μοναστήρια καὶ ἡ τοιαύτη διόρθωσις ν’ ἀποβλέπῃ εἰς τὸ συμφέρον αὐτῶν τῶν μοναστηρίων, ὡς μέλη καθαρὰ καὶ ἀληθινὰ τῆς καθ’  ἡμᾶς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι τιμημένα μὲ τὸ σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν προνόμιον.»

Θέλοντας νὰ τεκμηριώσουμε κάποιες ἀπὸ τὶς παραπάνω σκέψεις καὶ ἀπόψεις μας, ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ ἐγγράφου, παραθέτουμε στὴ συνέχεια μὶα ἄλλη μορφὴ τοῦ ἴδιου στὰ κεντρικὰ του σημεῖα πατριαρχικοῦ ἐγγράφου, ποὺ ἐπίσης ὑπῆρχε στὰ ἀρχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως αὐτὰ ἀντιγράφηκαν ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο καὶ δημοσιεύθηκαν στὸ Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος.[5]

Αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου «Ἴσον ἀπαράλλακτον μεταφρασμένον τοῦ σιγγιλιώδους γράμματος τοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρίου» εἶναι τὸ μεταφρασμένο κείμενο ποὺ παρουσιάσαμε παραπάνω.

Παραθέτουμε, στὴ συνέχεια, τὴ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ μορφὴ τῆς πατριαρχικῆς αὐτῆς σιγγιλιώδους ἐγκυκλίου

 

δ΄. Ἡ αὐθεντικὴ μορφὴ τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου

«+ Γρηγόριος, ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος

Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης

καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.

+ Ὅσα μὲν κατὰ τοὺς θείους θεσμοὺς καὶ ἱεροὺς ἀποστολικοὺς    καὶ συνοδικοὺς κανόνας τυγχάνει διακυβερνώμενα πολλὴν ἔχουσι τὴν χάριν παρὰ Θεοῦ καὶ τὸ ἔλεος μέγιστον. Ὅσα δὲ τοὐναντίον παραβαίνει τῶν ὅρων ἐκτρεπόμενα, ἐν τούτοις προφανὴς ἡ ἀκοσμία, κατάδηλος ἡ φθορά, καὶ ἐπὶ πᾶσιν ἡ τῶν ψυχῶν ἀπώλεια. Εἰ γὰρ καθάπερ οἱ περὶ τῶν καθέκαστα ἐκκλησιῶν νόμοι, οὕτω καὶ οἱ περὶ τῶν σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων τῶν ὑπὸ τῷ καθ’ ἡμᾶς ἀποστολικῷ καὶ οἰκουμενικῷ θρόνῳ ἀπαράτρεπτοι διαφυλάττοιντο καὶ τῆς κατὰ νόμους ἐπιμελείαις καὶ προστασίαις κἀκεῖνα ἠξιοῦντο παρὰ τῶν ἀεὶ πατριαρχευόντων, οὐκ ἄν τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα τὰ δεινὰ τοῖς μοναστηρίοις συνέβαινεν.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ οὐκ οἴδαμεν ὅπως, τῶν ἱερῶν παραμεμελημένων νόμων, εἰς τοσαύτην περιῆλθον ἀκαταστασίαν καὶ ἐλεεινὴν ἀπώλειαν τὰ ἱερὰ ταῦτα καταγώγια, διὰ ταῦτα εὐθὺς ἀνειληφόσιν ἡμῖν τοὺς οἴακας τοῦ παγκοίνου τουτουΐ σκάφους ἔδοξε πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τὰ παραμεμελημένα αὐτὰ εὐαγῆ μοναστήρια διορθώσασθαι, ἀφορῶσι πρὸς τὸ ἐκείνων συμφέρον, ὡς μέλη γνήσια ὄντα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τῷ σταυροπηγιακῷ καὶ πατριαρχικῷ προνομίῳ τετιμημένα. ἄλλως τε οὐδὲ καινοὺς καὶ ἀφ’ ἑαυτῶν νόμους ἐνεργεῖν, ἀλλ’ ἀρχαίους, ἐνασκουμένους καὶ γηραιούς.

Τὴν γὰρ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων προστασίαν τοῖς ἐπισκόποις ἐπιτρέπουσιν οἱ ἱεροὶ νόμοι καὶ κανόνες τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον ἐπισείεσθαι διακελευόμενοι, ἵνα εἴ γε δέοιντο, καὶ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουσι τὸν τρόπον, ὁ ΛΗος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κανὼν καὶ ὁ ΚΕος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τῆς ἐν Χαλκηδόνι, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ, ὅ τε ΙΑος΄ καὶ ὁ ΙΘος΄ καὶ τῆς ἐν Ἀγκύρα ὁ ΙΑος΄ καὶ ὁ ΜΘος΄ τῆς ἐν Τρούλλῳ καὶ ἄλλοι πλεῖστοι ὅσοι σεπτοὶ νόμοι καὶ κανόνες σαφῶς φαίνονται τὴν τῶν ἱερῶν μοναστηρίων ἐξουσίαν τοῖς ἐπισκόποις διδόντες, ὥστε μεταλαμβάνειν καὶ αὐτοὺς τῶν δεόντων, εἴ γε δέοιντο τὰς ἑαυτῶν χρείας, τὴν δὲ περὶ ἐκεῖνα ἐπιμέλειαν μεγίστην τε καὶ παρὰ Θεοῦ ἀφορῶντες ποιεῖσθαι ἵνα προστατεύωσιν αὐτῶν καὶ οἰκονόμους καὶ ἐπιτρόπους καὶ ἡγουμένους ἀποκαθιστῶσιν ἐν αὐτοῖς, καλῶς περὶ τῆς αὐξήσεως καὶ βελτιώσεως τούτων ἐπιμελούμενοι, ἵνα μὴ δι’ ἀμέλειαν ἔνοχοι γίνωνται τοῖς ἐκ τῶν νόμων ἐπιτιμίοις. Οἱ δὲ οἰκονόμοι, ἡγούμενοί τε καὶ ἐπίτροποι διαμένωσιν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν ἐπισκόπων καὶ δίχα τῆς ἀποφάσεως αὐτῶν μήτε πωλῶσι μοναστηριακόν τι κτῆμα, ἀλλ’ οἰκονομῶσι καλῶς καὶ πρὸς τὴν ἐκείνων ὁδηγίαν καὶ ἄδειαν, ὅπως μὴ καὶ αὐτοὶ ὡς ἀνατρέποντες τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς τούτους ὅρους καὶ κανόνας βαρυτάτοις ὑποπέσωσι τοῖς ἐπιτιμίοις καὶ τιμωρίαις.

Ταῦτα μὲν οὖν οἱ θεῖοι νόμοι ἀποφαίνονται περὶ τῶν ἱερῶν μοναστηρίων. Τούτων δὲ τὰ μὲν τοῖς κατὰ τόπον ἐπιτετραμμένοις ἐνοριακὰ τῆς προσηκούσης ἀρχιερατικῆς, ὡς εἰκός, ἐπ’ αὐξήσει τυγχάνειν ἐπιμελείας.

Μόνον δὲ τὰ τῇ σταυροπηγιακῇ ἀξίᾳ τετιμημένα οὐκ οἴδαμεν ὅπως πρὸ χρόνων πολλῶν παρημελήθησαν, καὶ δέον, ὡς Θεοῦ ἐφορῶντος διοικήσασθαι αὐτὰ καὶ ἐκ παντὸς τρόπου ἐπιμελείας τῆς ἀναλόγου ἀξιοῦσθαι, ὅπως αὐτοῖς τῶν ἀγαθῶν τὰ μὲν ὑπάρχοντα διαμεῖναι, περιποιεῖται δὲ τὰ προσγενησόμενα, τῶν δὲ φαύλων τὰ μὲν προσόντα ἀποδιαπομπεῖται, τὰ δὲ συμβησόμενα ἄν διακωλύεσθαι.

Τοιαύτην οὖν κατὰ νόμους τὴν ὑπὲρ αὐτῶν πάντων τῶν σταυροπηγιακῶν ἡμῶν μοναστηρίων καθόλου φροντίδα καταβάλλομεν ἐκθέμενοι κατὰ κοινὴν γνώμην καὶ συνοδικὴν διάγνωσιν ἱερὸν τόμον ἀποφαινόμενον συνῳδᾷ τοῖς ἱεροῖς νόμοις καὶ τοῖς ὧδε  γραφομένοις περὶ τῆς εἰς τὸ ἑξῆς ἀρίστης διοικήσεως ἑκάστου σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου καὶ εὐνομίας τῶν ἀσκουμένων ὁσιωτάτων πατέρων καὶ τῆς δυνατῆς ἀντιλήψεως καὶ ἀμέσου προστασίας αὐτῶν παρὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀνανεοῦνται τὰ παλαιγενῆ πατριαρχικὰ καὶ συνοδικὰ αὐτῶν σιγγίλια δωρεὰν καὶ ἐπικυροῦνται ἅπαξ τὰ σταυροπηγιακὰ αὐτῶν προνόμια εἰς διηνεκῆ συντήρησιν αὐτῶν καὶ ἀσφάλειαν μὴ δεόμενα ποτὲ ἀνανεώσεως τῆς ἐπικυρώσεως.

Ὡς καὶ περὶ τοῦ ἐν τῇ Ἐπισκοπῇ Ζητουνίου ἱεροῦ καὶ σεβασμίου μοναστηρίου τῆς Παναγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐπιλεγομένου τῆς Ξενιᾶς, μετὰ τοῦ μετοχίου αὑτοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐνεφανίσθη γὰρ ἤδη ἡμῖν οὐ σιγγίλιον ἐν μεμβράναις, ἀλλὰ πατριαρχικὸν συνοδικὸν γράμμα τοῦ προπατριαρχεύσαντος ἡμῶν Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου, ἐν ᾧ δηλοποιεῖται ἡ ἀρχαία σταυροπηγιακὴ αὐτοῦ ἐξουσία καὶ οἱ τούτου συγκοινοβιᾶται ἀποπληρῶσαι κατ’ ἔτος τῷ ἐπισκόπῳ Ζητουνίου γρόσια τεσσαράκοντα, ἵνα ἐλευθέρως περιέρχωνται ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ, νὰ ἐκτελῇ δύο ἱερουργίας ἀρχιερατικὰς ἐν τῷ μοναστηρίῳ τούτῳ πρὸς χειροτονίαν μοναστηριακῶν, μηκέτι πλέον ἀπαιτῶν μήτε παρὰ τῶν πατέρων τοῦ μοναστηρίου, μήτε παρὰ τοῦ μετοχίου αὐτοῦ.

Εἰς ἀνακαίνισιν οὖν τῆς σταυροπηγιακῆς αὐτοῦ ἀξίας μετὰ τῶν ἀνωτέρω εἰρημένων συμφωνιῶν, γράφοντες διὰ τοῦ παρόντος ἡμετέρου πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ σιγγιλιώδους γράμματος, ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἵνα τὸ ῥηθὲν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενον τῆς Ξενιᾶς, τὸ ἐν τῇ  Ἐπισκοπῇ Ζητουνίου, τῇ ὑποκειμένῃ τῇ ἁγιωτάτῃ Μητροπόλει Λαρίσης, μετὰ τοῦ μετοχίου αὑτοῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ μετὰ πάντων τῶν λοιπῶν κτημάτων καὶ πραγμάτων καὶ ἀφιερωμάτων αὐτοῦ, κινητῶν τε καὶ ἀκινήτων, τῶν τε ἤδη ὄντων  καὶ τῶν ἐςέπειτα προσγενησομένων ἄν, ὡς ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς, οὕτω καὶ εἰς τὸν ἑξῆς ἅπαντα χρόνον ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται ἡμέτερον, πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον καὶ ὅλως ἀνενόχλητον παρ’ οὑτινοσοῦν προσώπου, ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ, μνημονευομένου ἐν αὐτῷ τοῦ κανονικοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος, ἔχον καὶ τὸ προνόμιον κατὰ πατριαρχικὴν φιλοτιμίαν, ὥστε τὸν κατὰ καιροὺς ἐν αὐτῷ ἡγούμενον ἐν ταῖς ἑορτασίμαις ἡμέραις φορεῖν ἐπ’ ἐκκλησίαις μανδύαν, προχειριζόμενον καὶ πατερίτζαν.

Καὶ πρῶτον μὲν ὑπάρχειν ἀπηλλαγμένον πάσης ἐξαρχικῆς ἐξουσίας καὶ δεσποτείας.

Δεύτερον δὲ λόγῳ ὑποταγῆς ἀποδιδῶ καθ’ ἕκαστον ἔτος ἀπαραιτήτως γρόσια τριακόσια εἰς τὸ κοινὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ λαμβάνῃ ἐξωφλημένην ἀπόδειξιν κατὰ τὸ ἔθος τῶν ἐπαρχιῶν, καὶ οὕτως ἀναλαβὸν τὸ ἀρχαῖον γεραρὸν τῆς σταυροπηγιακῆς ἀξίας προνόμιον καὶ καλῶς διοικούμενον ὡς μέλος γνήσιον τοῦ καθ’  ἡμᾶς  ἁγιωτάτου Πατριαρχικοῦ, Ἀποστολικοῦ καὶ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ὁ ἐν αὐτῷ κατὰ καιροὺς ἡγούμενος, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, οὕτω καὶ αὐτός, γράφῃ ἀμέσως πρὸς τὴν καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καὶ ἀξιῶται τῆς προσηκούσης ὑπερασπίσεως ἐν ταῖς συμβαινούσαις χρείαις καὶ ὑποθέσεσι.

Τρίτον, διαφυλάττωνται καταγεγραμμένα ἐν τῷ διωρισμένῳ κώδικι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἅπαντα τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα αὑτοῦ καὶ τὰ χρέη καὶ τὸ τοῦ ἡγουμένου ὄνομα.

Τέταρτον δέ, τὸ σιγγίλιον αὐτοῦ ἔχει μένειν ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, μὴ δεόμενον ποτὲ ἀνανεώσεως καὶ ἐπικυρώσεως ἐκκλησιαστικῆς.

Πέμπτον, μηδεὶς τοῦ λοιποῦ γίγνηται ἐν αὐτῷ ἡγούμενος ἄνευ γράμματος πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ, ἀλλ’ ἐπειδὰν ἕλωνται αὐτὸν γνώμῃ κοινῇ οἱ συγκοινοβιᾶται πατέρες, τότε ἀποστέλληται παρ’ αὐτῶν κοινὴ ἐνυπόγραφος καὶ ἐνσφράγιστος ἀναφορὰ περὶ τῆς τοιαύτης ἐκλογῆς πρὸς τὸν κατὰ καιροὺς Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, καὶ οὕτω δι’ ἐκκλησιαστικοῦ γράμματος ἀποκαθιστᾶται ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τούτου, σημειουμένου καὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν τῷ ῥηθέντι κώδικι. Ὀφείλει κατ’ ἔτος ἐξαποστέλλειν ἀκριβῆ ἐνυπόγραφον καὶ ἐνσφράγιστον καταγραφὴν τῶν τοῦ ἔτους ἐκείνου μοναστηριακῶν ἐσόδων καὶ ἐξόδων.

Ἕκτον, ἡ σφραγὶς τοῦ μοναστηρίου διαιρεθῇ εἰς τμήματα τέσσερα, καὶ ἡ μὲν λαβὴ παρακατατεθειμένη ὑπάρχῃ τῷ ἡγουμένῳ, τὰ δὲ τέσσερα τμήματα τέσσαρσι συγκοινοβιάταις πατράσιν ἐκλεγομένοις κοινῶς παρὰ πάντων τῶν συγκοινοβιατῶν πατέρων.

Ἕβδομον, οἱ ἐπιτετραμμένοι τὰ τέσσαρα τμήματα καὶ τὴν λαβὴν μὴ ἔχωσιν ἄδειαν καθ’ ἑαυτοὺς σφραγίζειν μοναστηριακὰς χρεωστικὰς ὁμολογίας, ἀλλ’ ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν προκριτοτέρων ἐν τοῖς συγκοινοβιάταις, ὑπογραφομένων κἀκείνων ἰδίαις χερσὶν, ἡ δὲ μὴ κατὰ τὸν εἰρημένον τρόπον γεγραμμένη καὶ ἐνσφραγισμένη ὁμολογία νομίζηται μὴ τοῦ μοναστηρίου, ἀλλ’ ἰδία τῶν κατ’ ἰδίαν σφραγισάντων καὶ ἐκεῖνοι ἐξ ἰδίων ἀποπληρῶσι τὰς ἐμπεριεχομένας ἐν ταῖς τοιαύταις ὁμολογίαις χρηματικὰς ποσότητας. Οὗτοι δὲ, δηλαδὴ ὁ ἡγούμενος μετὰ τῶν τεσσάρων τῶν ἐπιτετραμμένων τὰ τῆς σφραγίδος τμήματα ἔχωσι πᾶσαν πληρεξουσιότητα καὶ ἐξουσίαν ἐπιτιμᾶν, σωφρονίζειν, ἀποβάλλειν ἐκ τῆς Μονῆς τοὺς ἀτακτοῦντας καὶ τοὺς…[6] καὶ μετερχομένους τὸ ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καὶ μὴ πειθομένους. Τελευταῖον διὰ κοινῆς αὑτῶν ἀναφορᾶς ἀναγγέλλειν τῇ Ἐκκλησίᾳ.

 Ὄγδοον, μηδεὶς τοῦ μοναστηρίου τούτου δύνηται τοῦ λοιποῦ πωλεῖν μοναστηριακόν τι ὑποτατικόν, ἄνευ τῆς νομίμου εἰδήσεως τοῦ κατὰ καιρὸν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, εἰμὴ μόνον τὴν κατ’ ἔτος ἐπικαρπίαν καὶ τὰ γεννήματα καὶ τὰ μοναστηριακὰ θρέμματα διὰ τὰς ἀναγκαίας αὑτῶν χρείας.

Ἔνατον, ἐπειδὰν ἐν χρείᾳ χειροτονίας γένωνται, ἔχωσιν ἄδειαν προσκαλεῖν εἰς τὸ σταυροπηγιακὸν ἡμῶν τοῦτο μοναστήριον, ὅν ἄν βούλωνται τῶν ἀρχιερέων, φέροντα ἔγγραφον ἄδειαν πατριαρχικὴν καὶ συνοδικὴν ἐπὶ τῷ ἐκτελεῖν αὐτὸν μετὰ πάσης τῆς κανονικῆς παρατηρήσεως.

Δέκατον δὲ καὶ τελευταῖον, ὀφείλουσιν οἱ ἐν αὐτῷ συνασκούμενοι ὁσιώτατοι πατέρες φυλάττειν τὰ ἐν τῷ παρόντι ἐκτεθέντα ἀπαράτρεπτα καὶ ἀπαράβατα διὰ παντὸς καὶ πείθεσθαι τῷ κατὰ καιροὺς ἡγουμένῳ καὶ διάγειν σεμνῶς, εἰρηνικῶς καὶ ἀμέμπτως κατὰ τὸν τύπον τοῦ μοναδικοῦ ἐπαγγέλματος, ἀφορῶντος πᾶσι τὴν κοσμιότητα αὐτὴν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν διαγωγὴν καὶ πολιτείαν καὶ πρὸς τὴν βελτίωσιν καὶ αὔξησιν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τούτου σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου, ἑπόμενοι τῷ θεοφιλεῖ σκοπῷ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἀγρύπνως προνοοῦντες περὶ τῆς εὐσταθείας τῶν ὑποκειμένων αὐτῇ σταυροπηγιακῶν ἱερῶν μοναστηρίων, καὶ ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις διαφυλάττειν τὴν ἀρχαίαν διατύπωσιν ἀπαράτρεπτον.

Ὅς τις δὲ καὶ ὁποῖος τῶν χριστιανῶν ἱερωμένος ἤ λαϊκὸς ὁποιασοῦν τάξεως καὶ βαθμοῦ τολμήσει παραβῆναι ὁπωσοῦν τὰ ἐν τῷ παρόντι νομίμως καὶ κανονικῶς ἀποφανθέντα καὶ ἀνατρέψαι τι τῶν ἀνωτέρω καταγεγραμμένων, ὁ τοιοῦτος ἀφωρισμένος εἴη καὶ κατηραμένος καὶ ἀσυγχώρητος καὶ μετὰ θάνατον ἄλυτος καὶ πάσαις ταῖς πατριαρχικαῖς καὶ συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπεύθυνος καὶ ὑπόδικος καὶ ἔνοχος τοῦ αἰωνίου πυρός τε καὶ γεέννης.

Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν καὶ διηνεκῆ ἀσφάλειαν ἐγένετο καὶ τὸ παρὸν ἡμέτερον πατριαρχικὸν συνοδικὸν σιγγιλιῶδες ἐν μεμβράναις γράμμα καταστρωθὲν  καὶ ἐν τῶ ἱερῷ κώδικι τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ μεγάλης Ἐκκλησίας τῷ ὑπ’ αὐτῷ τούτῳ διορισθέντι καὶ ἐδόθη εἰς τὸ ῥηθὲν μοναστήριον ἐν ἔτει σωτηρίῳ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστῷ ἐνενηκοστῷ ὀγδόῳ κατὰ μῆνα φεβρουάριον[7] ἐπινεμήσεως πρώτης.

+ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ  ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐν Χριστῷ εὐχέτης

+Ὁ Νικομηδείας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

+Ὁ Προύσης ΑΝΘΙΜΟΣ

+Ὁ Νικαίας ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

+Ὁ Χαλκηδόνος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

+Ὁ Κυζήκου ΠΑΪΣΙΟΣ

+Ὁ Ζητουνίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ».[8]

 

ε.΄ Παρατηρήσεις – Σχόλια – Πληροφορίες

Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι γιὰ τὴν καταγραφὴ τῶν κειμένων τῶν δύο παραπάνω μορφῶν τοῦ ἴδιου στὰ βασικά του σημεῖα πατριαρχικοῦ ἐγγράφου, ὅπως καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐγγράφων ποὺ δημοσιεύθηκαν μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ, δὲν χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν συγγραφέα τῆς παρούσας ἐργασίας τὰ πρωτότυπα καὶ αὐθεντικὰ ἔγγραφα τοῦ ἀρχείου τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ τὰ δημοσιεύματα τοῦ Νικολάου Γιαννόπουλου, ὁ ὁποῖος εἶδε τὰ πρωτότυπα.

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ τελευταῖο αὐτὸ ἔγγραφο «ὑπολείπονται τέσσαρες ἀκόμη ὑπογραφὲς δυσανάγνωστες». Στὸ κάτω μέρος τῆς μεμβράνης ἡ ὁποία τελείωνε σὲ γωνία, ἦταν κρεμασμένο μολυβδοσφράγιστο πατριαρχικὸν σῆμα, τὸ ὁποῖο στὴ μία μὲν ὄψη του εἶχε τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου βρεφοκομούσης, στὴ δὲ ἄλλη τὴν ἐπιγραφή:

«+ΓΡΗΓΟΡΙΟC ΕΛΕΩ ΘV ΑΡΧΙΕΠΙCΚΟΠΟC ΚΩΝςΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩC ΝΕΑC ΡΩΜΗC ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟC ΠΑΤΡΙΑΡΧΗC. ΑΨϟΖ΄».

Ὁ πατριάρχης Γρηγόριος, ὁ ἀποστολέας τοῦ παραπάνω σιγγιλιώδους γράμματος, εἶναι ὁ ἐθνομάρτυρας πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄. Τὸ ΑΨϟΖ (1797) τοῦ πατριαρχικοῦ σήματος φανερώνει τὸ ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο  ὁ Γρηγόριος ἐκλέχτηκε γιὰ πρώτη φορὰ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκλέχτηκε δὲ ὁ Γρηγόριος Ε΄ καὶ ὑπηρέτησε τρεῖς φορὲς ὡς πατριάρχης: α.1797 – 1798,  β. 1806 – 1808 καὶ γ. 1818 -1821.  Τὸ συγκεκριμένο σιγγίλιο στάλθηκε κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχικὴ θητεία τοῦ Γρηγορίου.

Ἡ δεύτερη μορφὴ τοῦ πατριαρχικοῦ ἐγγράφου, ἡ ὁποία ὅπως ἀναφέραμε θεωρεῖται ἡ αὐθεντική, εἶναι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία τὸ σιγγίλιο ὑπῆρχε καὶ στὸ μοναστήρι τῶν Γεννεθλίων τῆς Θεοτόκου (Παναγία Βερνικοβίτισσα) ἀλλὰ καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Σκιάθου, σύμφωνα μὲ τὸν Τρύφωνα Εὐαγγελίδη, ὁ ὁποῖος τὸ δημοσίευσε στὸ ἔργο του «Ἡ νῆσος Σκίαθος καὶ αἱ περὶ αὐτὴν νησίδες».[9]

Ὑπάρχουν κάποιες  μικρὲς καὶ ἀσήμαντες διαφορὲς μεταξὺ τῶν γραφῶν τῶν τριῶν ἀντιγραφέων, τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, τοῦ Γεωργίου Κυριαζῆ καὶ τοῦ Τρύφωνος Εὐαγγελίδη, ποὺ ὀφείλονται μᾶλλον σὲ λανθασμένη ἀντιγραφὴ ἤ τῶν πρώτων γραφέων ἤ τῶν ἀντιγραφέων ἤ ἴσως καὶ τῶν τυπογραφείων ἀλλὰ καὶ κάποιες ἄλλες μικροδιαφορές ἐξ αἰτίας τῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν παραληπτῶν τοῦ σιγγιλιώδους πατριαρχικοῦ γράμματος.

Ἡ «ἰνδικτιὼν» τῆς πρώτης μορφῆς τοῦ ἐγγράφου καὶ ἡ «ἐπινέμησις» τῆς δεύτερης σημαίνουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο.

Ἡ παραπάνω πατριαρχικὴ σιγγιλιώδης ἐγκύκλιος φαίνεται ὅτι, στὸ Μοναστήρι τοὐλάχιστον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, εἶχε μεγάλη ἀπήχηση καὶ ἐφαρμόστηκε. Αὐτὸ φανερώνεται πέραν ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τὴν ἁπλούστευση τῆς γλωσσικῆς της μορφῆς γιὰ τὴν σαφέστερη κατανόηση τῶν ὅσων παραγγέλονταν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὑπάρχουν ἀποδείξεις ὅτι ἐφαρμόστηκε πλήρως ἡ ἕκτη, τοὐλάχιστον, διαταγή: «ἡ σφραγὶς τοῦ μοναστηρίου διαιρεθῇ εἰς τμήματα τέσσερα, καὶ ἡ μὲν λαβὴ παρακατατεθειμένη ὑπάρχῃ τῷ ἡγουμένῳ, τὰ δὲ τέσσερα τμήματα τέσσαρσι συγκοινοβιάταις πατράσιν ἐκλεγομένοις κοινῶς παρὰ πάντων τῶν συγκοινοβιατῶν πατέρων». Γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ σφραγίδα τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀποτυπώματά της σὲ πολλὰ σωζόμενα μέχρι σήμερα ἔγγραφα, ἦταν χωρισμένη σὲ τέσσερα τμήματα.

Σὲ προσωπικὲς ὡστὸσο ἔρευνες τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἔχομε διαπιστώσει τὴ  ὕπαρξη ἀποτυπωμάτων σφραγίδων τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὰ ὁποῖα γίνεται φανερὸ ὅτι σὲ κάποιες ἐποχὲς ἡ σφραγίδα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε χωρισθεῖ ὄχι σὲ τέσσερα ἀλλὰ σὲ τρία τμήματα. Εἶναι μία τροποποιημένη ἐφαρμογὴ τῆς παραπάνω πατριαρχικῆς σιγγιλιώδους διαταγῆς.

Ἀξιοσημείωτο ἀκόμη εἶναι τὸ ὅτι, ἄν καὶ βρισκόμαστε στὰ 1798, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν σὲ προηγούμενες σελίδες, ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ πρέπει νὰ εἶχε μεταφερθεῖ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν πατριαρχικὴ ἐγκύκλιο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἀναφέρεται καθαρὰ ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἀναγνωριζόταν τὸ κανονικό, ὅπως ἦταν γνωστό πάντοτε, Μοναστήρι καὶ διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ μετόχι του, τοῦ Ἁγίου Νικολάου.  Εἶχε γίνει ἁπλὰ ἡ μεταφορὰ τῆς κανονικῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ αὐτὴ φαίνεται ὅτι εἶχε γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους. Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι δὲν ζητήθηκε ἡ ἔγκριση κανενὸς, δὲν διαμαρτυρήθηκε κάποιος καὶ μᾶλλον ὁ Πατριάρχης ἀγνοοῦσε αὐτὴ τὴ μεταφορά καὶ δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε πλέον τὸ θέμα.

Πιθανὸν θεωροῦμε ἀκόμη καὶ τὸ γεγονὸς ἐκείνη τὴν ἐποχή, 1798, νὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ ἡ κανονικὴ τάξη καὶ ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ βρισκόταν στὴν κανονική  του θέση, στὸ «Πάνω» Μοναστήρι. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐνδείξεις γίνεται φανερὸ ὅτι κατὰ τὴν περίοδο μέχρι καὶ τὸ 1867 ὑπῆρξαν περίοδοι κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ ἀναλλασσόταν μεταξὺ τοῦ «Πάνω» καὶ τοῦ «Κάτω».

Θεωροῦμε, ὡστόσο, σκόπιμο νὰ ἐπισημάνουμε κάποια σημαντικὰ σημεῖα τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ σιγγιλίου γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Πρῶτον  παραχωρεῖται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη στὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ δικαίωμα νὰ φέρει κατὰ τὶς ἐπίσημες ἐκδηλώσεις καὶ ἑορτὲς μερικὰ χαρακτηριστικὰ  ἐπισκοπικὰ ἄμφια, ὅπως μανδύα καὶ πατερίτσα: «ἔχον καὶ τὸ προνόμιον κατὰ πατριαρχικὴν φιλοτιμίαν, ὥστε τὸν κατὰ καιροὺς ἐν αὐτῷ ἡγούμενον ἐν ταῖς ἑορτασίμαις ἡμέραις φορεῖν ἐπ’ ἐκκλησίαις μανδύαν, προχειριζόμενον καὶ πατερίτζαν».

Ἐνισχυτικὸ τοῦ παραπάνω ἀξιώματος τοῦ ἡγουμένου ἦταν καὶ ἡ δυνατότητά του νὰ ἀπευθύνεται μὲ γράμμα του ἀπευθείας στὸν Πατριάρχη, ὅπως καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ νὰ ἀξιώνει τὴν ἁρμόζουσα ὑπεράσπιση στὶς ὑποθέσεις καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ του: «Ὁ ἐν αὐτῷ κατὰ καιροὺς ἡγούμενος, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, οὕτω καὶ αὐτός, γράφῃ ἀμέσως πρὸς τὴν καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καὶ ἀξιῶται τῆς προσηκούσης ὑπερασπίσεως ἐν ταῖς συμβαινούσαις χρείαις καὶ ὑποθέσεσι».

Ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κατέστησε μὲ τὸ σιγγίλιό του αὐτὸ μόνιμο τὸ «πατριαρχικὸ καὶ σταυροπηγιακὸ καθεστὼς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται ἄλλη φορὰ ἀνανέωση καὶ ἐπιβεβαίωση: «τὸ σιγγίλιον αὐτοῦ ἔχῃ μείνῃ ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, μὴ δεόμενον ποτὲ ἀνανεώσεως καὶ ἐπικυρώσεως ἐκκλησιαστικῆς».

Τὸ σημεῖο ὑποταγῆς τοῦ μοναστηριοῦ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν εἶναι πλέον «δύο ὀκάδες κηροῦ» κατ’ ἔτος ἀλλὰ «τριακόσια γρόσια», γιὰ τὴν καταβολὴ τῶν ὁποίων θὰ δινόταν κανονικὴ ἀπόδειξη.

Μὲ τὸ ἴδιο σιγγιλιῶδες πατριαρχικό γράμμα καθοριζόταν, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, καὶ τὸ χρηματικό ποσὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ πληρώνει κατ’ ἔτος κάθε σταυροπηγιακὸ καὶ πατριαρχικὸ μοναστήρι, «ὡς σημείον ὑποταγῆς» στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.

Ἔτσι ἐνῶ τὸ μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς   ἔδινε τριακόσια (300) γρόσια κάθε χρόνο, τὸ μοναστήρι τῶν «Γεννεθλίων τῆς Θεοτόκου», «πλησίον τοῦ χωρίου Δαδὶ» τῆς περιοχῆς «τῆς ἐπισκοπῆς Λοιδορικίου» ἔδινε ἑκατὸν πενήντα (150) καὶ τῆς Σκιάθου δέκα (10).

Καταδεικνύεται ἔτσι πόσο πλούσιο ἦταν τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀπὸ τὴ σύγκριση τῶν παραπάνω ἐτήσιων εἰσφορῶν πρὸς τὸ Πατριαρχεῖον τῶν τριῶν αὐτῶν σταυροπηγιακῶν μοναστηριῶν, οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς καθορίζονταν ἀνάλογα μὲ τὴν περιουσιακὴ κατάσταση καὶ τὶς οἰγονομικὲς δυνατότητές τους, καταφαίνεται ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πλουσιότερα μοναστήρια ἀφοῦ ἡ εἰσφορά του ἦταν διπλάσια τοῦ Μοναστηριοῦ τῶν «Γεννεθλίων τῆς Θεοτόκου» τῆς περιφερείας τῆς Ἐπισκοπῆς Λοιδορικίου καὶ τριακονταπλάσια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Σκιάθου.

Μὲ αὐτὸ τὸ σιγγίλιο διευκρινίζονται καὶ κάποια σημεῖα τῶν ὑποχρεωτικῶν σχέσεων τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ τὴν τοπικὴ ἐκκλησία. Ὄπως διαφαίνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σιγγιλίου ὁ ἐπίσκοπος Ζητουνίου ζητοῦσε νὰ δίνεται στὴν Ἐπισκοπή του ἕνα μέρος τῶν ἐσὸδων ποὺ ἀποκόμιζαν οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὴν περιοδεία τῶν δύο ἱερῶν εἰκόνων τοῦ Μοναστηριοῦ τους στὰ χωριὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιοχῆς τῆς Ἐπισκοπῆς. Ὁ Πατριάρχης ὅρισε μὲ τὸ σιγγίλιό του ὅτι τὸ Μοναστήρι θὰ πλήρωνε γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ στὴν Ἐπισκοπὴ Ζητουνίου σαράντα γρόσια κάθε χρόνο.

Στὸ ποσὸ αὐτὸ συμπεριλαμβάνονταν ἡ ἐτήσια εἰσφορὰ πρὸς τὴν Ἐπισκοπὴ Ζητουνίου γιὰ νὰ ἔχουν δικαίωμα οἱ καλόγεροι νὰ περιοδεύουν μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τῆς Ξενιᾶς ἤ τῆς Κοίμησης, ἤ  ἅγια λείψανα στὰ διάφορα χωριὰ τῆς ἐπισκοπικῆς περιφέρειας Ζητουνίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀμοιβὴ τοῦ ἐπισκόπου Ζητουνίου γιὰ τὴν τέλεση ἐκ μέρους του δύο ἀρχιερατικῶν ἱερουργιῶν τὸ χρόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων θὰ γίνονταν καὶ οἱ χειροτονίες ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνουν: «οἱ τούτου συγκοινοβιᾶται ἀποπληρῶσαι κατ’ ἔτος τῷ ἐπισκόπῳ Ζητουνίου γρόσια τεσσαράκοντα, ἵνα ἐλευθέρως περιέρχωνται ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ, νὰ ἐκτελῇ δύο ἱερουργίας ἀρχιερατικὰς ἐν τῷ μοναστηρίῳ τούτῳ πρὸς χειροτονίαν μοναστηριακῶν, μηκέτι πλέον ἀπαιτῶν μήτε παρὰ τῶν πατέρων τοῦ μοναστηρίου, μήτε παρὰ τοῦ μετοχίου αὐτοῦ».

Ὡστόσο, παρ’ ὅλο  ποὺ οἱ χειροτονίες ποὺ χρειαζόταν νὰ γίνουν στὸ Μοναστήρι μποροῦσαν νὰ γίνουν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν δύο πληρωμένων, οὕτως ἤ ἄλλως, ἀρχιερατικῶν ἱερουργιῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ζητουνίου, οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς  εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ καλοῦν καὶ ἄλλον ἱεράρχη γιὰ χειροτονία, ὁ ὁποῖος  ὅμως ἔπρεπε νὰ ἔχει σχετικὴ πατριαρχικὴ ἄδεια: «ἐπειδὰν ἐν χρείᾳ χειροτονίας γένωνται, ἔχωσιν ἄδειαν προσκαλεῖν εἰς τὸ σταυροπηγιακὸν ἡμῶν τοῦτο μοναστήριον, ὅν ἄν βούλωνται τῶν ἀρχιερέων, φέροντα ἔγγραφον ἄδειαν πατριαρχικὴν καὶ συνοδικὴν ἐπὶ τῷ ἐκτελεῖν αὐτὸν μετὰ πάσης τῆς κανονικῆς παρατηρήσεως».

 

 

Η΄. Αὐτοκρατορικὴ Διαταγὴ   τοῦ Σουλτάνου Μαχμοὺτ Β΄

α΄. Εἰσαγωγικά

Στὶς 30 Ἀπριλίου 1815 ὁ Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄[10] ἔστειλε πρὸς τὸν «σοφολογιώτατο ἱεροδίκη Ἁλμυροῦ»  «Ἱερὰ Αὐτοκρατορικὴ Διαταγὴ» μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκαταστήσει ὅσα διαταράχθηκαν σὲ σχέση πάλι μὲ τὸ ἰδιοκτησιακὸ καθεστὼς τοῦ «μετοχίου» – «μοναστηριοῦ» τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ἡ αὐτοκρατορικὴ αὐτὴ διαταγὴ εἶναι, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὴν ὀνομάζει ὁ ἴδιος ὁ ἀποστολέας Σουλτάνος Μαχμούτ «ἐπαναληπτική», ποὺ σημαίνει ὅτι εἶχε προηγηθεῖ ἄλλη παρόμοια καὶ τῆς ὁποίας εἶχε ἀτονήσει ἡ ἐφαρμογή.

Ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ πάλι τὸ γεγονὸς, ὅτι, ὅπως τουλάχιστον ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Σουλτάνος, τὴν σουλτανικὴ αὐτὴ ἐπέμβαση εἶχε ζητήσει ὁ ἴδιος «ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου αὐτοῦ». Πρέπει μᾶλλον νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἴσως οἱ πατριαρχικὲς καὶ λοιπὲς ἐκκλησιαστικὲς ἐπεμβάσεις, ἐνέργειες καὶ διαταγὲς γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ, δὲν εἶχαν ἀποτελέσματα καὶ ἔτσι ὁ Πατριάρχης ἀναγκαζόταν νὰ ζητάει καὶ τὴ βοήθεια τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν ὁ Κύριλλος ΣΤ΄ (1813 – 1818).

 

β΄.  Τὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ ἐγγράφου

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς σουλτανικῆς «Ἱερᾶς Αὐτοκρατορικῆς Διαταγῆς»:[11]

«Σήματα Σουλτὰν Μαχμούτ Β΄

Πρότυπον τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ δικαίου, σοφολογιώτατε ἱεροδίκη Ἁλμυροῦ, αὐξηθείησαν αἱ ἀρεταὶ αὐτοῦ. Ἐν τῇ ἀφίξει τοῦ παρόντος αὐτοκρατορικοῦ μου μονογράμματος γνωσθήτω ὅτι:

Ἐπειδὴ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου αὐτοῦ ὑπέβαλον αἴτησιν εἰς τὸ Αὐτοκρατορικόν μου Διβάνιον ἐν ᾗ ἐκθέτουν ὅτι ἐνῷ εἰς τοὺς ἐν τῷ δοθέντι αὐτῷ διπλώματι ὅρους τῶν προνομίων του σαφηνίζεται ὅτι ἀνέκαθεν εὑρίσκετο ἰδιοκτήτης τῶν ἀμπέλων, περιβόλων καὶ τσιφλικίων τῶν ἀνηκόντων εἰς τὰς ἐκκλησίας καὶ τὰ μοναστήρια καὶ κανονικῶς ἡ κατοχὴ καὶ ἐξουσία τῶν ἀφιερωμένων ἀγρῶν βοσκῆς, μύλων, ἁγιασμάτων, πανηγύρεων τῶν μοναστηρίων καὶ τῶν ὁμοίων τούτοις ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ τῶν ἀφιερωμένων οἰκιῶν, ἐργαστηρίων, ἄλλων κτημάτων, ἐπίπλων καὶ χρημάτων καὶ κτηνῶν ἀνήκει εἰς τοὺς κατὰ καιρὸν Πατριάρχας, καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ διαταράξῃ αὐτούς, καὶ ἐνῷ τὰ ἐν ταῖς θέσεσι Λυκορράχῃ, Ἁγίᾳ Παρασκευῇ, Μεγαλορρεύματι, Καλογρῃᾷ, Ἁγίῳ Πέτρῳ ἤ Παπαπέτρῳ, Σβάρνᾳ καὶ Ἁγίῳ Πεντελεήμονι κείμενα ἀφιερώματα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν κελλίων τοῦ ἐν Ῥαχόβῳ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ εὑρισκομένου μοναστηρίου Ἁγίου Νικολάου, ἤτοι ἄμπελοι, περίβολοι, ἀγροί, μῦλοι, τσιφλίκια, ἁγιάσματα, οἰκίαι, ἐργαστήρια, χρήματα, κτήνη καὶ μετόχια, ἐξουσιάζονται παρὰ τῶν μοναχῶν τοῦ ἐν λόγῳ μοναστηρίου καὶ αἱ πρόσοδοι αὑτῶν δαπανῶνται εἰς τοὺς εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ εἰς τὰς ἐκκλησίας αὐτοῦ οἰκοῦντας πτωχοὺς καὶ εἰς τοὺς ξενιζομένους, καὶ συμφώνως τοῦ εἰς χεῖρας των εὑρισκομένου Ὑψηλοῦ Διατάγματος οὐδεὶς δύναται νὰ διαταράξῃ αὐτοὺς.

Ἤδη οἱ εἰρημένοι μοναχοὶ δι’ ἐκθέσεώς των ἐγνωστοποίησαν τῷ Πατριάρχῃ ὅτι τινὲς διαταράττουσι καὶ καταπιέζουσι αὐτοὺς, καὶ

ἐξαιτοῦνται

ὅπως ἐκδοθῇ Ἱερὰ Αὐτοκρατορικὴ Διαταγή μου, ἵνα ἐμποδισθῇ ἡ λαμβάνουσα χώραν Διατάραξις.

Ἐξηρευνήθησαν τὰ ἐν τῷ θησαυροφυλακείῳ μου φυλαττόμενα ἀρχεῖα τῶν ἐπισκόπων, καὶ

Ἐπειδὴ εἰς τοὺς ἐν τῷ δοθέντι διπλώματι τῷ νῦν Πατριάρχῃ ὅρους τῶν προνομίων των καθαρῶς σαφηνίζεται, ὅτι ἀνέκαθεν ὁ κατὰ καιρὸν Πατριάρχης εὑρίσκετο ἰδιοκτήτης τῶν τοιούτων ἀμπέλων, περιβόλων, τσιφλικίων ἀγρῶν, βοσκῶν, πανηγύρεων, μοναστηρίων, ἁγιασμάτων, μύλων καὶ τῶν ὁμοίων, οἰκιῶν, ἐργαστηρίων, ἀνηκόντων εἰς τὰς ἐντὸς τῆς περιφερείας του κειμένας ἐκκλησίας, ὡς καὶ τῶν λοιπῶν ἐπίπλων καὶ κτηνῶν, τῶν ἀφιερωμένων εἰς τὰς ἐκκλησίας, καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ διαταράξῃ οὐδέν.

Ἐξεδόθη ἡ ἐπαναληπτικὴ Ὑψηλὴ Διαταγή μου, ἵνα κατὰ τοὺς αὐτοὺς ὅρους ἐνεργήσητε καὶ διατάξητε, ὅπως ἐν τῇ ἀφίξει τῆς Ἱερᾶς Ἀποφάσεώς μου συμφώνως τοῖς ἀνωτέρω τῇ προλαβούσῃ καὶ τῇ παρούσῃ ἐπαναληπτικῇ Ὑψηλῇ Διαταγῇ μου ἀκριβῶς συμμορφωθῆτε καὶ ἐνεργήσητε καὶ εἰς οὐδένα νὰ συγχωρήσητε ὑπεκφυγὰς καὶ ἐνστάσεις ἐναντίον τῶν ἄνω ὅρων καὶ τῆς Ὑψηλῆς Διαταγῆς μου.

Ταῦτα γενέσθωσαν γνωστὰ καὶ δέον ὅπως ἔχητε πίστιν εἰς τὸ αὐτοκρατορικόν Μου σημεῖον.

Ἔγραψα τῇ 20 Τζεματζῆ -οὔλ -ἐβὲλ 1230[12] ἐν Κωνσταντινουπόλει.»

 

γ΄. Σχόλια – Παρατηρήσεις

Τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὀνομάζεται καὶ πάλι Μοναστήρι. Ὡστόσο στὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν γίνεται καμία ἀρνητικὴ ἀναφορὰ σὲ καλογέρους ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν ἕδρα τους καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Μετόχι, οὔτε γιὰ ὑποχρέωσή τους νὰ μνημονεύουν τὸ πατριαρχικὸ ὄνομα, οὔτε ἀφήνεται νὰ ὑπονοεῖται κάτι γιὰ παρεμβατικὲς ἐνέργειες τοῦ τοπικοῦ ἱεράρχη. Ἀναγνωρίζεται  μὲ κατηγορηματικότητα καὶ σαφήνεια ὅτι ὁ  Πατριάχης εἶναι κύριος τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὰ κτήματα γιὰ τὰ ὁποῖα γίνεται λόγος: «ἐν ταῖς θέσεσι Λυκορράχῃ, Ἁγίᾳ Παρασκευῇ, Μεγαλορρεύματι, Καλογρῃᾷ, Ἁγίῳ Πέτρῳ ἤ Παπαπέτρῳ, Σβάρνᾳ καὶ Ἁγίῳ Πεντελεήμονι» ἀνήκουν ὅλα στὴν περιοχὴ τοῦ κάτω Μοναστηριοῦ, τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Τὰ παραπάνω μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ὑποδηλώνουν ὅτι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ, 1815 -1816, ἔχει γίνει πλέον ἀπὸ ὅλους, γιὰ ἄλλη μία φορά, ἀποδεκτὴ ἡ μεταφορὰ τῆς ἕδρας στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ, στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ  ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἰσχύουν καὶ πάλι, ὅπως πάντοτε, τὰ πατριαρχικὰ καὶ σταυροπηγιακὰ προνόμια τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὡστόσο τὸ Μοναστήρι δὲν ὀνομάζεται «Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ «Ἁγίου Νικολάου».

Ἡ ἀποσιώπηση κάποιας διεκδίκησης δικαιωμάτων τοῦ τοπικοῦ ἱεράρχη στὸ «Κάτω Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς», τὸ «Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» τούτη τὴ φορὰ πρέπει νὰ ὑποδηλώνει ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποκινοῦσαν τὸ θέμα αὐτὸ εἶχαν σταματήσει προσωρινὰ τὶς ἐνέργειές τους αὐτές.

Μία εὐκαιριακὴ παρατήρηση ποὺ μπορεῖ ἀκόμη νὰ γίνει εἶναι ὅτι, σὲ ὅλα τὰ σουλτανικὰ τουρκικὰ ἔγγραφα ποὺ μᾶς εἶναι γνωστὰ καὶ τὰ ὁποῖα δημοσιεύσαμε στὴν ἐργασία μας αὐτὴ μέχρι τώρα, οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», ἀλλὰ Μοναστήρι Ἁγίου Νικολάου. Ἀκόμα καὶ ὅταν σαφῶς τὰ  σουλτανικὰ ἔγγραφα ἀναφέρονταν στὸ πάνω Μοναστήρι γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος νὰ μὴν χρησιμοποιηθεῖ ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», χρησιμοποίησαν τὴν ὀνομασία «ὁ ἡγούμενος τοῦ Κοκουτούς», ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενες σελίδες.

 

 

Θ΄. Διάταγμα τοῦ Σερασκέρη Ρούμελης – Βαλεσῆ

α΄. Εἰσαγωγικὰ

Τὸ τουρκικὸ ἔγγραφο ποὺ παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια δὲν ἔχει πλέον ἀποστολέα κάποιον σουλτάνο, ὅπως μέχρι τώρα, ἀλλὰ τὸν τοῦρκο τοπικὸ στρατιωτικὸ διοικητὴ, τὸν Σερασκέρη[13] – Βαλεσῆ[14] τῆς Ρούμελης.

Τὸ ἔγγραφο ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς ὑπεύθυνους γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς τάξης καὶ τῆς κοινωνικῆς πειθαρχίας στὴν εὐρύτερη διοικητικὴ περιοχὴ τῆς Λαμίας, στὴν ὁποία ὑπαγόταν πολιτικὰ τὸ Μοναστήρι. Ἀπευθύνεται μάλιστα εἰδικότερα πρὸς τοὺς ἁρμόδιους παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸν «φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, καὶ ἀγιάνη καὶ λοιποὶ γέροντες τοῦ Ἁρμυροῦ», στὴν περιοχὴ τῶν ὁποίων ὑπαγόταν διοικητικὰ καὶ πολιτικὰ  τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

Τὸ Μοναστήρι ὀνομάζεται «Ξενιά», προφανῶς γιατὶ ἡ ὀνομασία αὐτὴ στοὺς τοπικοὺς τούρκους παράγοντες ἦταν ἡ πιὸ γνωστὴ καὶ ἡ οἰκειότερη.

Μὲ τὸ ἔγγραφο τοῦτο δὲν ζητεῖται τώρα ἡ προστασία τῆς κτηματικῆς του περιουσίας ἀπὸ καταπατητὲς ἀλλὰ ἡ προστασία τοῦ πλούτου καὶ τῶν τροφίμων καὶ τῶν ἄλλων ἐφοδίων τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ ἅρπαγες, ληστὲς, ἀντάρτες καὶ λεηλατητές.

Τὸ Μοναστήρι «τὸ ὀνομαζόμενον Ξενιά» «εἰς αὐτὰς ὅλας τὰς ἀπερασμένας περιστάσεις καὶ εἰς τὴν σήμερον ἀκόμη ἐδοκίμασε καὶ δοκιμάζει πολλὰ βάρη καὶ ζημίας, καθὼς εἶναι γνωστόν, τόσον ἀπὸ τοὺς κιαφίρηδες ἀποστάτας τῆς Βασιλείας, καθ΄ ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ πηγαινοερχόμενα ἀσκέρια καὶ διαβάτας καὶ κατήντησεν εἰς ἐλεεινὸν χάλι καὶ περισανιζέτι».

Ὅλοι αὐτοὶ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἤ ἀπαιτοῦσαν ἐπιτακτικὰ καὶ ἔπαιρναν ὅ,τι ἤθελαν ἤ ἅρπαζαν μόνοι τους. Ἔπαιρναν καὶ ὅσοι δικαιοῦνταν καὶ ὅσοι δὲν δικαιοῦνταν.  Οἱ ὑπεύθυνοι κρατικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυρού ἤτοι δικαστικοὶ λειτουργοί, κοινοτικοὶ προεστοί, διοικητές, καπετάνοι διατάσσονταν νὰ φροντίζουν νὰ μὴν ἐνοχλεῖται τὸ Μοναστήρι καὶ αὐτὸ νὰ δίνει μόνο ὅσα ἦταν ὑποχρεωμένο ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες διατάξεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ Χάττι Χουμαγιοῦν «τὸ ὁποῖον κρατοῦν οἱ καλόγεροι τοῦ ῥηθέντος μοναστηρίου εἰς χεῖράς των».

 

β΄. Τὸ κείμενο τοῦ ἐγγράφου[15]

«Πρὸς ἐσὲ φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὶ ζαπιτάδες[16] τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, καὶ ἀγιάνη[17] καὶ λοιποὶ γέροντες τοῦ Ἁρμυροῦ. Ἐπειδὴ καὶ τὸ μοναστήρι τὸ κείμενον αὐτοῦ εἰς τὰ μέρη σας, τὸ ὀνομαζόμενον Ξενιά, εἰς αὐτὰς ὅλας τὰς ἀπερασμένας περιστάσεις καὶ εἰς τὴν σήμερον ἀκόμη ἐδοκίμασε καὶ δοκιμάζει πολλὰ βάρη καὶ ζημίας, καθὼς εἶναι γνωστόν, τόσον ἀπὸ τοὺς κιαφίρηδες[18] ἀποστάτας τῆς Βασιλείας, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ πηγαινοερχόμενα ἀσκέρια καὶ διαβάτας καὶ κατήντησεν εἰς ἐλεεινὸν χάλι καὶ περισανιζέτι,[19] καὶ ἐπειδὴ κατὰ χρέος καὶ ἡμεῖς ἐξακολουθοῦμεν τὰς ἀλλεπαλλήλους προσταγὰς τοῦ κραταιοτάτου Σεφκετλοῦ Βασιλέως μας εἰς τὸ νὰ περιθάλπωμεν καὶ νὰ κάμωμεν τεκλήφι[20] καὶ ἰστιμαλέτι[21] τοὺς πιστοὺς καὶ εὐπειθεῖς ραγιάδες τῆς κραταιᾶς Βασιλείας καὶ νὰ τοὺς προφυλάττωμεν ἀπὸ κάθε ἐναντίον, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος ἡμετέρου ὑψηλοῦ Μπουγιουρτλοῦ[22] προστάζομεν ὅλους κοινῶς ἐσᾶς τοὺς ἀνωτέρω εἰρημένους χακίμηδες,[23] βοϊβοδάδες, ἀγιάνηδες,[24] καὶ ὅλους τοὺς σερκερδέδες τῶν ἀσκεριῶν καὶ λοιπῶν,  ὁποῦ τὸ ἀνωτέρω μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς νὰ ᾗναι ἀπείραχτον καὶ ἀνενόχλητον τόσον ἀπὸ  κονάγια καὶ ἄλλα βάρη καὶ τεκλήφια, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τζελέπηδες,[25] μορτζῆδες,[26] σουμπασάδες[27] καὶ κάθε λογῆς σεϊμένηδες.[28] Πρὸς τοὺτοις δὲ καὶ ἀπὸ σπαχῆδες,[29] οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν νὰ ζητοῦν καὶ νὰ περνοῦν ἀπὸ τὸ ῥηθὲν μοναστήρι, παρὰ ἐκεῖνο μόνο, ὁποῦ εἶναι ἀποφασισμένον ῥητῶς εἰς τὸ Ἱερὸν Αὐτοκρατορικὸν Χάτ –Χουμαγιοῦν, τὸ ὁποῖον κρατοῦν οἱ καλόγεροι τοῦ ῥηθέντος μοναστηρίου εἰς χεῖράς των. Αὐτὰς ὅλας  τὰς ἀνωτέρω προσταγάς μας προσέχετε καλῶς νὰ τὰς διαφυλάττητε ἀπαρασάλευτα καὶ διαφορετικὰ νὰ μὴν κάμητε ὅτι ῥιζᾶν εἰς τὰ τοιαῦτα κατ’ οὐδένα τρόπον δὲν ἔχομεν  ….. (λείπει μία λέξις).

Ἐξεδόθη τὸ παρὸν ἡμέτερον Βουγιουρτλοῦ [30] δι’ ἀπὸ τὸ Ντιβάνι τοῦ Ῥούμελης  Σερασκὲρ τῇ 8 …. ἐν ἔτει  1235.[31] Γράφεις ἐν μηνὶ Φεβρουαρίου 27.»[32]

 

γ΄. Σχόλια – Παρατηρήσεις

Τὸ ἔγγραφο συντάχθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1235 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου, δηλαδὴ κατὰ  τὸ χρονικὸ διάστημα μεταξὺ 20 Ὀκτωβρίου 1819 καὶ 9 Ὀκτωβρίου 1820 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ περιεχόμενο τοῦ παρακάτω ἐγγράφου πρέπει νὰ γνωρίζουμε μερικὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν μεσολαβήσει στὴν  περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡγούμενος στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν ὁ Ἰγνάτιος. Ἐπειδὴ τὸ Μοναστήρι λεηλατούνταν ἀπὸ διαφόρους ἐπιδρομεῖς ποὺ ἐκμεταλλεύονταν τὴν ἀναστάτωση ποὺ ὑπῆρχε, ἐξ αἰτίας τοῦ προετοιμαζόμενου ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος, ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ καλόγεροι, ἀφοῦ ἔκρυψαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τὰ πολυτιμότερα κειμήλια τοῦ Μοναστηριοῦ τους σὲ μιὰ σπηλιά, τὴν «Σπηλιὰ τῆς Παναγίας», ὅπως τὴν ὀνόμαζαν, ἀναχώρησαν καὶ πῆγαν στὸ Τρίκερι κουβαλῶντας μαζί τους 3.000 αἰγοπρόβατα καὶ 150 βόδια.

Προφανῶς, ἄν καὶ  δὲν διαθέτουμε σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀκριβῆ χρονολογία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, τὰ ζῶα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς μεταφέρθηκαν ἐκεῖ γιὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν ἐπαναστατῶν ποὺ εἶχαν ἀρχίσει νὰ συγκεντρώνονται στὸ Τρίκερι.

Ἐὰν, ὡστόσο, τὰ ζῶα αὐτὰ τοῦ Μοναστηριοῦ  τῆς Ξενιᾶς δὲν μεταφέρθηκαν ἀπὸ τοὺς μοναχούς  μὲ εἰδικὸ σκοπὸ νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν ἐπαναστατῶν, γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ μοναχοὶ τῆς  ἐπέστρεψαν στὸ Μοναστήρι τους ἀφήνοντας ἐκεῖ τὰ ζῶα. Γεγονὸς ἐπίσης εἶναι ὅτι μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος στὴ Μαγνησία στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἐπέστρεψαν 70 μόνο αἰγοπρόβατα καὶ ἕνα βόδι. Τὰ ὑπόλοιπα εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὴ διατροφή τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ καπετὰν Καρατάσου καὶ ἄλλων καπεταναίων.

Στὸ μικρό, ὡστόσο, διάστημα τῆς ἀπουσίας τῶν μοναχῶν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸ Τρίκερι οἱ Τουρκαλβανοὶ  Γκέγκηδες τῆς περιοχῆς λεηλάτησαν πολλὲς φορὲς τὸ Μοναστήρι. Μὲ τὴν πολιτικὴ ἀντιμετώπισης τῶν ἀνεξέλεγκτων καὶ ληστρικῶν ἐπιδρομῶν αὐτῶν τῶν Τουρκαλβανῶν Γκέκηδων σχετίζεται τὸ «ἰστιμαλέτι» ποὺ ἀναφέρει ὁ Βαλεσῆ Σερασκέρης τῆς Ρούμελης στὸ «μπουγιουρτλοῦ» του.

Σὲ κάποια ἐπιδρομή τους οἱ Τουρκαλβανοὶ  Γκέγκηδες, ὕστερα ἀπὸ προδοσία κάποιου ντόπιου συνεργάτη τους, ἀνακάλυψαν τὰ ἀργυρὰ σκεύη καὶ τὰ ἄλλα πολύτιμα κειμήλια ποὺ ἦταν κρυμμένα στὴ «Σπηλιά τῆς Παναγίας» καὶ τὰ πῆραν ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὴν ὁποία δὲν πῆραν, διότι, σύμφωνα μὲ ὅσα διαδόθηκαν, κατὰ ἕνα θαυματουργικό τρόπο ἡ εἰκόνα ἔγινε κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη ἀόρατη.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς θαυματουργικῆς ἀπόκρυψης τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας ἀπὸ τὰ μάτια τῶν «Ἀγαρηνῶν» ἀποθανάτισε ὁ ὑμνωδὸς σὲ σχετικὸ ὕμνο:

«Κεκρυμμένον ἐν σπηλαίῳ, τό σεπτόν σου ἐκτύπωμα, ἀθέατον ὤφθη, τοῖς Ἀγαρηνοῖς τῇ σῇ χάριτι. Ὅθεν ἡμῶν τῶν κρυπτῶν τοῦ παναλίστορος ἐπιθέσεων, ἀτρώτους φύλαττε Ἄχραντε».

Ὁ πασὰς τῆς Λάρισας, ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα αὐτά, ὕστερα ἀπὸ καταγγελία καὶ διαμαρτυρίες τῶν μοναχῶν πρὸς αὐτόν, ἐφαρμόζοντας τὴν παραπάνω ἐντολὴ τοῦ Σερασκέρη Βαλεσῆ τῆς Ρούμελης, κατόρθωσε καὶ ἐντόπισε τοὺς ἅρπαγες ἀπὸ τοὺς ὁποίους πῆρε πίσω τὰ ἁρπαγμένα.

Τότε εἰδοποίησε σχετικὰ τὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς νὰ πάει ἐκεῖ καὶ νὰ τοῦ τὰ παραδώσει. Ὁ ἡγούμενος  Ἰγνάτιος, παίρνοντας μαζὶ τὸν σκευοφύλακα τοῦ Μοναστηριοῦ μοναχὸ Δωρόθεο καὶ τὸν μοναχὸ Χατζη-Παρθένιο Δικαῖο, ταξίδεψαν ἀμέσως στὴ Λάρισα καὶ ἀφοῦ πλήρωσαν στὸν πασὰ 8.000 γρόσια γιὰ ἐξαγορὰ πῆραν καὶ κουβάλησαν καὶ πάλι στὸ Μοναστήρι τους, τὰ ἱερὰ κειμήλια καὶ σκεύη τοῦ Μοναστηριοῦ τους καὶ ὀκτὼ ὁλόχρυσες ἱερατικὲς στολές, τὶς ὁποῖες ἐπίσης εἶχαν ἀρπάξει οἱ Τουρκαλβανοὶ Γκέγκηδες.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ ἡγούμενος Ἰγνάτιος ταξίδεψε ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρουσιάστηκε στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε΄ μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ ὁποίου ἀπόσπασε αὐτοκρατορικὸ φιρμάνι ἀπὸ τὸν Σουλτάνο Μαχμοὺτ Β΄, τὸ ὁποῖο κανόνιζε τὰ ὅρια τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ πατριαρχικὸ μολυβδόβουλλο σιγγίλιο.

Οἱ ἀκριβεῖς χρονολογίες γιὰ τὰ παραπάνω πολὺ ἐνδιαφέροντα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γεγονότα δὲν μᾶς εἶναι γνωστὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν ἐπίσημα ἐπιβεβαιωτικὰ ἔγγραφα. Μὲ δεδομένο, ὡστόσο, ὅτι ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ἀπαγχονίστηκε στὶς 10 Ἀπριλίου 1821, μὲ τὸν ὁποῖο, κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοση τοὐλάχιστον ἀλλὰ καὶ κατὰ μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ Γαβριὴλ πρὸς τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, συναντήθηκε ὁ ἡγούμενος τῆς Ξενιᾶς Ἰγνάτιος, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν πρὶν τὶς 10 Ἀπριλίου 1821.

Ἡ μαρτυρία τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρὰ ὑπ’ ὄψη γιατὶ στηρίζεται σὲ πληροφορίες ποὺ τοῦ εἶπε ὁ αὐτόπτης μάρτυρας τῶν γεγονότων μοναχὸς Γαβριὴλ κατὰ τὴν περίοδο 1890 -1895.[33]

Στὰ πλαίσια καὶ τὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῶν τῶν γεγονότων πρέπει νὰ ἰδοῦμε τὸ παραπάνω «Διάταγμα τοῦ Σερασκέρη τῆς Ρούμελης – Βαλεσῆ», τὸ ὁποῖο ἀπευθύνθηκε μεταξὺ 20 Ὀκτωβρίου 1819 καὶ 9 Ὀκτωβρίου 1820 (ἔτος ὀθωμανικῆς χρονολογίας 1235) πρὸς τὸν «φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὺς ζαπιτάδες τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, καὶ ἀγιάννη καὶ λοιποὺς γέροντες τοῦ Ἁρμυροῦ» γιὰ τὸ θέμα τῆς προστασίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Στὴ γενικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ διαφαίνεται στὰ παραπάνω πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀθανασίου Διάκου στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὶς παραμονὲς τῆς ἔκκρηξης τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ὅπως καὶ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε αὐτὸς πρὸς τοὺς «Ραχοβίτες» καλογέρους, τοὺς καλογέρους, δηλαδή, τοῦ κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ «Ραχόβου», γιὰ τὰ ὁποῖα γράφουμε σὲ ἄλλες σελίδες τούτης τῆς ἐργασίας μας.

 

 

[1] Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄, ποὺ ἀπαγχονίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1821, πατριάρχευσε τρεῖς φορὲς:  1797 -1798, 1806 -1808, 1818 -1821. Τὸ σιγγίλιο αὐτὸ στάλθηκε κατὰ τὴν πρώτη του πατριαρχεία καὶ ἀπευθύνθηκε καὶ σὲ ἄλλα πατριαρχικὰ σταυροπηγιακὰ μοναστήρια.

[2] Εἶχε γίνει πατριάρχης μόλις τὸν προηγούμενο χρόνο, 1797.

[3] Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγίλιο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρειας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄ (1896), σελ. 653-692, στὴν ἐργασία του ὑπὸ τὸν τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[4] Μπόρτζι = χρέος

[5] Ἀθήνησιν 1896, Δ΄ τόμος, σελ. 653-724.

[6] Στὸ σημεῖο αὐτὸ στὴν ἀντιγραφὴ τοῦ Γιαννόπουλου ἀναφέρεται ὅτι ὑπάρχει μία δυσανάγνωστη λέξη. Στὴν ἀντιγραφὴ τοῦ Τρύφωνος Εὐαγγελίδου ὑπάρχει ἡ λέξη «ἐκνευροῦντας» ἐνῶ στὴν ἀντιγραφὴ του Γεωργίου Κυριαζῆ ἡ λέξη «ἐξασκοῦντας». Ὀρθὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ γραφὴ: «ἀποβάλλειν ἐκ τῆς Μονῆς τοὺς ἀτακτοῦντας καὶ τοὺς ἐκνευροῦντας καὶ μετερχομένους τὸ ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καὶ μὴ πειθομένους».

[7] Στὴν ἀντιγραφὴ τοῦ σιγγιλίου ποὺ δημοσίευσε ὁ Τρύφων Εὐαγγελίδης (Ἡ νῆσος Σκιάθος καὶ αἱ περὶ  αὐτὴν νησίδες , ἐν Ἀθήναις 1913, σελ. 172) ἀναφέρεται «κατὰ μῆνα Σεπτέμβριον».

[8] Τὸ πατριαρχικὸν αὐτὸ σιγγίλιον δημοσιεύθηκε καὶ στὸ περιοδικὸ Ἱερὸς Σύνδεσμος (ἀριθ. τεύχους 280, 1 Ἰανουαρίου 1917, σελ. 9 -12) σὲ ἀντιγραφὴ τοῦ Γεωργίου Κυριαζῆ. Ἡ ἀντιγραφή, ὡστόσο, τοῦ Γεωργίου Κυριαζῆ, προέρχεται ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου μὲ τὴν ὁποία αὐτὸ στάλθηκε στὸ Μοναστήρι τῶν «Γεννεθλίων τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τοῦ ἐπιλεγομένου «Βερνικοβίτισσα», τῆς Ἐπισκοπῆς Λοιδορικίου τῆς Μητροπόλεως Λαρίσης». Ὑπάρχουν μερικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἀντιγράφων. Ὡστόσο ἀπὸ αὐτὲς θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ μία σημαντικὴ διαφορά. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀντιγραφὴ τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» μαζὶ μὲ τὸν πατριάρχη Γρηγόριο δὲν συνυπογράφουν οἱ παραπάνω ἱεράρχες ἀλλὰ οἱ «+Ἐφέσου Γρηγόριος, Ἡρακλεἰας Μελέτιος, Κυζίκου Ἰωαννίκιος, Μεσημβρίας Ἀθανάσιος, Τρίκκης Καλλίνικος, Πελαγονίας Γερμανός, Προύσσης Ἄνθιμος, Βερροίας Ζαχαρίας, Δέρκων Γρηγόριος, Νικαίας Δανιήλ, Χαλκηδόνος Μελέτιος». Πέραν τῶν ἄλλων ἐρωτημάτων γιὰ τὶς παρατηρούμενες διαφορὲς δυσεξήγητο εἶναι καὶ τὸ ὅτι ἀναφέρονται μὲ δύο διαφορετικὰ ὀνόματα οἱ ἱεράρχες Κυζίκου (Παΐσιος καὶ Ἰωαννίκιος) καὶ Χαλκηδόνος (Γρηγόριος καὶ Μελέτιος).

[9] Ἐν Ἀθήναις 1913, σελ. 167-172.

[10] Ὁ σουλτάνος Μαχμοὺτ Β΄ κυβέρνησε τὴν Τουρκία ἀπὸ τὸ 1808 μέχρι τὸ ἔτος 1839.

[11] Τὸ σουλτανικὸ αὐτὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Θ΄ (1926) , σελ.  130 -144, σὲ δημοσίευμά του μὲ τίτλο Ἔγγραφα Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν χωρίων Βρυνίνης καὶ Κωφῶν τοῦ Ἁλμυροῦ.

[12] Ἡ 20η τοῦ μήνα Τζεματζῆ οὔλ ἐβὲλ τοῦ ἔτους 1230, τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου, ἀντιστοιχεῖ, σύμφωνα μὲ δικούς μου ὑπολογισμοὺς καὶ πληροφορίες, μὲ τὴν 30η Ἀπριλίου 1815 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου. Ἐσφαλμένως  ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ δημοσίευμά του ἀντιστοιχίζει τὴν ἡμερομηνία αὐτὴ μὲ τὸ ἔτος 1818.

[13] Σερασκέρης = ἀρχηγὸς μεγάλου στρατιωτικοῦ σώματος.

[14] Βαλεσσῆ· εἶναι τουρκικὴ λέξη ποὺ σημαίνει ὅ,τι, περίπου, τὸ διοικητής, νομάρχης, ἔπαρχος.

[15] Δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Θ΄, (1926), σελ. 130 -144 σε μία ἐργασία του μὲ  τίτλο Ἔγγραφα Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν χωρίων Βρυνίνης καὶ Κωφῶν τοῦ Ἁλμυροῦ.

[16] Ζαπιτάδες = χωροφύλακες, ἀστυνομικοί.

[17] Ἀγιάνης = λέξη τουρκική ποὺ σημαίνει προεστός, πρόκριτος, ἄρχοντας. (Ἡ λέξη πρέπει νἀ γράφεται μὲ ἕνα ν).

[18] Κιαφίρης = Τουρκικὴ λέξη ποὺ χρησιμοποιείται ὡς βρισιά. Καιφίρης λεγόταν κάποιος ποὺ προσποιεῖται τὸν πιστὸ, ἀλλὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀπιστία, κάποιος ποὺ διαστρεβλώνει τὴν οὐσία τῆς θρησκεία μπλέκοντάς την μὲ τὴν πολιτική, «εἶσαι κιαφίρης, τζεχάκης καὶ κιλιμπάσης» (Βλ. Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκιῶν ἱστορικῶν ἐγγράφων ἀφορώντων εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Κρήτης, τόμος Β΄ -Ἔγγραφα τῆς περιόδου 1672 -1694, σελ. 177) . Γενικὰ Κιαφίρης = ἄπιστος, μὴ μουσουλμάνος.

[19] Περισανιζέτι =ἐξαθλίωση, δυστυχία, ἀνέχεια.

[20] Τεκλήφι =  πρόταση, ἀπόφαση.

[21] Ἰστιμαλέτι· εἶναι τουρκικὴ λέξη ποὺ  σημαίνει τὸ  σύνολο τῶν ἐνεργειῶν γιὰ τὴν πολιτικὴ προστασία τῶν ἐποίκων, τῶν προσφύγων ἑνὸς τόπου.

[22] Μπουριουρτλοῦ = Διαταγή.

[23] Χακίμης =δικαστικὸς λειτουργός.

[24] ἀγιάνης =προεστός, δημογέροντας

[25] Τζελέπης = ζωέμπορος

[26] Μορτζῆδες =χρεοφειλέτες

[27] σούμπασης = ἀστυνομικός.

[28] Σεϊμένης =ἔνοπλος φρουρός.

[29] Σπαχής = στρατιωτικὸς ἀξιωματοῦχος.

[30]  Βουγιουρτλοῦ, μπουγιουρτλοῦ = διαταγή, διάταγμα.

[31] Τὸ ἔτος 1235 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα 20 Ὀκτωβρίου 1819 μέχρι  9 Ὀκτωβρίου 1820 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

[32] Δὲν γνωρίζω τὶ νόημα ἀκριβῶς ἔχει τὸ «Γράφεις ἐν μηνὶ Φεβρουαρίου 27». Ἐὰν, ὅπως ἐκτιμῶ, σημαίνει 27 Φεβρουαρίου 1820, τοῦ παραπάνω χρονικοῦ διαστήματος τῆς προηγούμενης ὑποσημείωσης, ἡ ἡμερομηνία ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν 14η Τζεμαλί οὔλ ἐβὲλ 1235 τοῦ ὀθωμανικοῦ  ἡμερολογίου, ἡμερονηνία ὅμως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸ  παραπάνω  «…  τῇ  8 …»  τοῦ τουρκικοῦ ἐγγράφου.  Θὰ πρέπει, ἴσως, νὰ λάβουμε  ὑπόψη ὅτι πιθανὸν νὰ ὑπῆρξαν λάθη κατὰ τὴν ἀντιγραφή ἤ ἴσως – τὸ πιθανότερο –  στὶς 27 Φεβρουαρίου νὰ ὑπογράφηκε τὸ «ἀκριβὲς ἀντίγραφο» τοῦ πρωτότυπου.

[33] Ὁ μοναχὸς Γαβριὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴ Σούρπη, ὅπου γεννήθηκε στὰ 1790. Πέθανε δὲ στὴν Ξενιὰ τὸ 1908 σὲ ἡλικία 118 ἐτῶν.