Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος πρώτο)

 

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

 

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας

 

Διευκρινιστικὴ σημείωση: Ἡ παροῦσα ἐργασία ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ ἀνέκδοτου βιβλίου μου μὲ τίτλο «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισας» καὶ ὑπότιτλο «Μάνα Μοναστηριῶν», τὸ ὁποῖο ἀποφασίσαμε νὰ παρουσιάσουμε, μὲ διαδοχικὲς συνεχόμενες ἀναρτήσεις, ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», στὴν προσπάθειά μας ν’ ἀναπληρώσουμε, ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατόν, τὴν ἀδυναμία μας, ἐξαἰτίας τῶν περιοριστικῶν μέτρων ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ἐπικρατοῦσα πανδημία τοῦ COVID–19, νὰ ὀργανώσουμε διαφορετικῆς μορφῆς ἐκδηλώσεις καὶ δραστηριότητες.

 

Εἰσαγωγικὰ

Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἱδρύθηκαν καὶ ὑπῆρξαν κατὰ καιροὺς ἀρκετὰ μοναστήρια. Σήμερα ἐλάχιστα κτιριακὰ κατάλοιπα, ἀπομεινάρια αὐτῶν τῶν μοναστηριῶν, μπορεῖ νὰ ἐντοπίσει καὶ ὁ πιὸ προσεκτικὸς καὶ ἐνημερωμένος ἀκόμα παρατηρητής. Πρέπει νὰ εἶναι  ἐπίμονος καὶ ἐρευνητικὸς μελετητὴς τῆς τοπικῆς ἱστορίας καὶ καλὸς γνώστης τῶν ἐλάχιστων παρένθετων ἀναφορῶν κάποιων ἀσαφῶν γραπτῶν πηγῶν, ποὺ ἀναφέρονται σ’ αὐτά, γιὰ νὰ μπορέσει, ἀνιχνεύοντας πολὺ προσεκτικὰ τὸ οἰκεῖο περιβάλλον, νὰ ἐπισημάνει κάποια ἴχνη τους.

Ἀπὸ ὅλα  αὐτὰ τὰ μοναστήρια τὸ μόνο ποὺ ἄντεξε διαχρονικὰ στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι σήμερα εἶναι τὸ Μοναστήρι, τὴν ἱστορία τοῦ ὁποίου ἐπιχειροῦμε νὰ καταγράψουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἐργασία μας. Εἶναι τὸ «Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ποὺ παράλληλα εἶχε καὶ τὴν  προσωνυμία «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ ὕστερα ἀπὸ χρόνια ἔγινε καὶ παραμένει καὶ σήμερα περισσότερο γνωστὸ μὲ τὴν κατοπινή του ὀνομασία, «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὸ μοναστήρι, τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», εἶναι τὸ μοναστήρι τὸ ὁποῖο ἀπορρόφησε καὶ ἐνσωμάτωσε ὅλη τὴν ὀρθόδοξη μοναστικὴ παράδοση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ μετὰ τὴ διάλυση τῶν ἄλλων μοναστηριῶν. Εἶναι τὸ μοναστήρι τὸ ὁποῖο, μετὰ τὴ διάλυση τῶν ἄλλων τοπικῶν ὀρθόδοξων μοναστηριῶν καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τῆς ὕπαρξής τους κατὰ τὰ τέλη τοῦ 14ουαἰῶνα περίπου, μποροῦσε νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς μοναστικὲς τάσεις τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὴ διάρκεια  τῆς μακραίωνης Τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους ἐποχή.

Ἔτσι, γιὰ τὴν πληρέστερη κατανόηση τοῦ «φαινομένου» ποὺ λέγεται «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», θεωροῦμε ἀπαραίτητο, στὴ θέση αὐτή, νὰ ἀναφερθοῦμε περιληπτικὰ στὰ ἄλλα αὐτὰ μοναστήρια ὄχι μόνο γιατὶ αὐτὰ συγκροτοῦσαν τὴν εἰδικὴ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ἀναδεικνυόταν συνεχῶς καὶ ἐπιζοῦσε κυριαρχῶντας τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἐπειδή, μερικὰ τουλάχιστον ἀπὸ αὐτά, μετὰ τὴ διάλυσή τους, φαίνεται ὅτι ἀπορροφήθηκαν καὶ ἐνσωματώθηκαν σ’ αὐτὸ μὲ ὅλα τους τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, τὰ ἱερὰ κειμήλιά τους καὶ τοὺς μοναχούς τους.

 

Μοναστήρια περιοχῆς Ἁλμυροῦ

Α΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν Ἁλμυρό.

Τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἁλμυροῦ δημιουργήθηκε καὶ δραστηριοποιήθηκε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Φραγκοκρατίας, ἀπὸ τὸ 1204 καὶ μετά, στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἡ δημιουργία, ἡ ὕπαρξή του καὶ οἱ δραστηριότητἐς του στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, συνδέονται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἐμπορικὴ ἀνάπτυξη τῶν σημαντικῶν ἐμπορικῶν λιμανιῶν τῶν παραλιακῶν φραγκοκρατούμενων «Δύο Βυζαντινῶν Ἁλμυρῶν». Ἦταν μοναστήρι καθολικῶν καὶ ταυτιζόταν κυρίως μὲ ἐμπορικὲς καὶ ἐπιχειρηματικὲς δραστηριότητες.

Οἱ Βενετοὶ ἔμποροι καὶ οἱ βενετσιάνικοι ναυτικοὶ ἐμπορικοὶ οἶκοι τῶν Δύο Βυζαντινῶν Ἁλμυρῶν ἐκτιμοῦσαν πολὺ τὸ μοναστήρι αὐτὸ καὶ τὸ ἐνίσχυαν ἤ καὶ συνεργάζονταν οἰκονομικὰ μαζί του. Οἱ καλόγεροι καὶ προσωπικὰ ὁ ἡγούμενός του συνδέονταν στενὰ μὲτὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα τῶν ἐγκαταστημένων στὸν Ἁλμυρὸ βενετικῶν ἐμπορικῶν οἴκων.

Στὴ μελέτη τῆς Ἄννας Ἀβραμέα «Ἡ Βυζαντινὴ Θεσσαλία μέχρι τοῦ 1204» ἀναφέρονται ἐνδεικτικὲς πληροφορίες, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες παρουσιάζομε στὴ συνέχεια.

Ὁ  Βενετὸς Natalis Betani, ἔμπορος στὸν Ἁλμυρό, π.χ., πρόσφερε τὴν περιουσία του στὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου  τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἀπὸ τὴν ἴδια ἐργασίατῆς Ἄννας Ἀβραμέα πληροφορούμαστε ἐπίσης ὅτι «Giovani Giorgio καὶ ὁ Archelao Ziani ἐπιβεβαιώνουν ὅτι διὰ τὴν σύστασιν συνεταιρισμοῦ (colleganza) ὁ Filocaro Calbo κατέθεσεν εἰς τὸν Bosone, ἡγούμενον τοῦ μοναστηρίου Ἁγίου Γεωργίου Ἁλμυροῦ, ποσὸν εὑρισκόμενον εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ Gervasio Greco».[1]

Ἀπὸ τοὺς παραπάνω ἀναφερόμενους καὶ ἐμπλεκόμενους στὶς οἰκονομικὲς αὐτὲς συναλλαγές,  τόσο ὁ Ἀρχέλαος Ζιάνης (ArchelaoZiani) ὅσο καὶ ὁ Γερβάσιος Γκρέκος (GervasioGreco), φαίνεται νὰ εἶναι ἑλληνικῆς – ἄν ὄχι ἁλμυριώτικης – καταγωγῆς. Ἐξἄλλου καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες, ποὺ παρατίθενται στὴν ἐργασία τῆς Ἄννας Ἀβραμέα «Ἡ Βυζαντινὴ Θεσσαλία μέχρι τοῦ 1204», γίνεται φανερὸ ὅτι ὑπῆρξαν συνεργασίες Ἁλμυριωτῶν καὶ Βενετῶν ἐμπόρων γιὰ τὴν συγκρότηση κοινῶν ἐμπορικῶν ἐπιχειρήσεων μὲ ἕδρα τὸν Ἁλμυρὸ καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἁλμυροῦ διαλύθηκε καὶ ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει, τοὐλάχιστον μὲ τὴν ἀκμὴ τῆς πρώτης του δυναμικῆς παρουσίας, μετὰ τὴν καταστροφικὴ μάχη στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ στὶς 15 Μαρτίου 1311 μεταξὺτῶν Καταλανῶν καὶ τοῦ Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Βάλθερου Βρυένιου. Ἡ ὁριστικὴ ἐμπορικὴ παρακμὴ τῶν δύο Βυζαντινῶν Ἁλμυρῶν ποὺ σήμανε καὶ τὴν ὁριστικὴ ἐγκατάλειψη τῶν λιμανιῶν τους, ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε κατὰ τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνα μὲ τὴν ἄφιξη καὶ κατάκτηση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς Τούρκους, σημείωσε καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ.

Ἡ δυναμικὴ καὶ κυρίαρχη ὕπαρξη ὅμως τοῦ καθολικοῦ αὐτοῦ μοναστηριοῦ στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ κυρίως ἡ δυναμικὴ οἰκονομικὴ ἐπικυριαρχία του στὴν περιοχὴ σήμαινε καὶ τὴν καταδυνάστευση τοῦ τοπικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πλούτου τῶν Ὀρθοδὀξων Χριστιανῶν. Ἡ δυναμικὴ παρουσία του δημιούργησε μία ἄκρως ἐχθρικὴ ἀτμόσφαιρα γιὰ τὴν τοπικὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησία.

Ἕνα ἀπὸ τὰ καταλυτικά ἀποτελέσματα, γιὰ τὴν τοπικὴ ὀρθόδοξοἐκκλησία τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὴν καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξη τῶν τοπικῶν ὀρθόδοξων λατρευτικῶν συνηθειῶν, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐχθρικῆς αὐτῆς ἀτμόσφαιρας, ἦταν καὶ ἡ ἀναγκαστικὴ ἐγκατάλειψη καὶ ἡ διάλυση  τῶν πλησιέστερων πρὸς αὐτὸ ὀρθόδοξων μοναστηριῶν.

Δύο τοὐλάχιστον ἀπὸ αὐτά, ἕνα ποὺ βρισκόταν στὴ σημερινὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση» καὶ ἕνα δεύτερο ποὺ βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου (τοῦΒουνένης), στὸ Μπακλαλί, ὁδηγήθηκαν στὸν μαρασμὸ καὶ τελικὰ στὴ διάλυση καὶ ἐγκατάλειψή τους ἐξαἰτίας ἀκριβῶς τῆς κυρίαρχης δυναμικῆς παρουσίας τοῦ καθολικοῦ αὐτοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς ἐχθρικῆς καὶ πολεμικῆς συμπεριοφορᾶς του πρὸς τὰ δύο αὐτὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια τοῦ Ἁλμυροῦ.

Τὰ δύο αὐτὰ βυζαντινὰ ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὑπῆρξαν καὶ δραστηριοποιοῦνταν ἱκανοποιῶντας τὶς μοναστικὲς ἐπιθυμίες ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς ἤ καὶ ἄλλων περιοχῶν καὶ διαδίδοντας καὶ ἐνισχύοντας τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη  μέχρι καὶ περίπου τὸν 13οαἰῶνα. Τὰ ἐρειπιώδη κατάλοιπά τους καὶ οἱ ὑπάρχουσες πληροφορίες καὶ ἐνδείξεις ὑποδηλώνουν ὅτι καὶ τὰ δύο διαλύθηκαν ἤ ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶςτῆς μεγάλης ἀκμῆς καὶ τῆς δυναμικῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας καὶ ἀνάπτυξης τοῦ καθολικοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου  Γεωργίου στὸν κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ.

 

Β΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦ «κυροῦἹλαρίωνος»

Τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κυροῦ Ἱλαρίωνος» ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἔγγραφα, ὑπῆρχε καὶ ἄκμαζε κυρίως κατὰτὸν 13ο αἰῶνα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἡ ἀκριβὴς θέση του δὲν μᾶς εἶναι μὲ βεβαιότητα γνωστή. Θεωροῦμεὅμως βέβαιο ὅτι βρισκόταν κάπου μεταξὺ τῶν σημερινῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ τῶν Μικροθηβῶν καὶ τοῦ Ἀϊδινίου. Εἰδικότεραθεωροῦμε βέβαιο ὅτι βρισκόταν κάπου στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ χειμάρου τοῦ Χολορέματος. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος πίστευε ὅτι στὴν περιοχὴ αὐτὴ εἶχε ἐντοπίσει ἴχνη τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ, ὅπως βεβαιώνει σὲ ἀπαντητικὴ ἐπιστολή του πρὸςτὸν ἈντώνιοΜηλιαράκη.

Ἔγραφε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὶς 23 Ἀπριλίου 1896, στὴνἐπιστολὴαὐτή:

«Τῇ ὑποδείξει τῶν κατοίκων τοῦ Ἁλμυροῦ μετέβην σήμερον τὸ πρωὶ εἰς τὸν ὑδρόμυλον, τοῦ Δημητράκη ὀνομαζόμενον, κείμενον ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθεως τοῦ Χολορρεύματος καὶ ἀπέχοντα τοῦ μὲν Ἁλμυροῦ μιάμιση περίπου ὥρα τοῦ δὲ Ἀϊδινίου 15 – 20 λεπτά. 

Αὐτόθι παρὰ τὴν καμπὴν τοῦ ποταμοῦ κεῖται λίθος ἐκλευκοῦ μαρμάρου τετράγωνος καλῶς ἐπεξεργασμένος καὶ φέρων ἐπὶτῶν δύο αὐτοῦ καθέτων πλευρῶν σταυροὺς ἐνμέσῳ κύκλου καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν του παρατηροῦμεν γεγλυμμένα ἄνθη νῦν ἠκρωτηριασμένα. Ἀπεκυλίσθη δὲ ὁ λίθος οὗτος οὐχὶ πρὸ πολλῶν ἐτῶν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἐπ’ αὐτοῦ νῦν αἱ γυναῖκες πλύνουσι ἐνδύματα. Παρ’ αὐτὸν διακρίνονται τὰ θεμέλια οἰκοδομήματος ἀσβεστοκτίστου εἰς τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευσαν καὶ ἀρχαῖοι μελανόφαιοι λίθοι. Δυστυχῶς ὅμως ἐν πλημμύρᾳ τοῦ ποταμοῦ παρεσύρθη τὸ χῶμα τῆς ἀριστερᾶς ὄχθεως αὐτοῦ καὶ οὕτω ἀπειλεῖται ἐξαφάνισις αὐτῶν ἐν μεταγενεστέρᾳ πολυομβρίᾳ. Ἐπίσης δὲ καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ καλύπτουσι θάμνοι ὑφ’ οὕς διορῶνται λευκὰτινὰ τεμάχια μαρμάρων κατεργασμένα…».

Περιγράφοντας στὴ συνέχεια ἄλλα σχετικὰ εὑρήματα στὴν ἴδια περιοχὴ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος συμπληρώνει:

«Ταῦτα ἀποδίδω εἰς τὸν τεκὲν ὑπάρξαν τά ποτε ἐνταῦθα ἐξοὗ καὶ τὸ ὄνομα «Τεκὲμπὰς» ἤ καὶ τὸ μονύδριον τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος μετατραπὲν κατὰ τοὺς ταραχώδεις ἐκείνους χρόνους  τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας εἰς ὀθωμανικὸν μονύδριον κατὰ τὸ ἔθος τῶν ὀθωμανῶν. Τὰ δὲ ἐρείπια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (;) ἐπὶ τῆς ἀπέναντι ὄχθης ἴσως ἦσαν εἰς κανὲν παρεκκλήσιον τῆς μονῆς ἐὰν μὴ ὑποθέσωμεν ὅτι ἡ μονὴ ἔκειτο ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὄχθης παρὰ τὸν μῦλον…». 

Στὰ Acta et Diplomata τῶν Franciscus Miclosich καὶ Josephus Mϋller γίνεται συχνὰ ἀναφορὰ γιὰ τὸ μοναστήρι αὐτό.

Ἔτσι τὸ Μάιο τοῦ 1272 ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Παλαιολόγος μὲ διάταγμά του πρόσφερε στὴ «Μονὴ Μακρινιτίσσης» στὸ Πήλιο πολλὰ κτήματα καὶ ὑποστατικὰ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ «μετόχιον τὸ ἐπονομαζόμενον τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος τὸ διακείμενον ἐν τῇ χώρᾳ τοῦ Ἁλμυροῦ μετὰ τῶν ἀμπελώνων καὶ πάντων τῶν δικαίων καὶ προνομίων αὐτοῦ, τὰ περιελθόντα τῇ τοιαύτῃ μονῇ ἐξἀγορασίας ἀμπέλια ἐντῷ τόπῳ τοῦ Μορίβορι, τὰ ἀπὸ προσενέξεώς τινων φιλοχρήστων ἀνδρῶν περιελθόντα τῇ τοιαύτῃ μονῇ ἀμπέλια ἐν τῷ τοιούτῳ τόπῳ τοῦ Ἁλμυροῦ».

Ὑπάρχουν  καὶἄλλες παρόμοιες  ἀναφορές, αὐτοκρατόρων, δουκῶν καὶ πατριαρχῶν γιὰ τὸ «Μοναστήρι τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος», τὶς ὁποῖες ἐδῶ παραλείπομε.

Μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ «Μοναστήρι τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος», ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει ὡς μοναστήρι. Μετατράπηκε σὲ ὀθωμανικὸ τεκέ. Μία τοποθεσία τοῦ Χολορέματος γνωστὴ μὲ τὸ τοπωνύμιο «Τεκέ Μπὰς»[2] (= Πρώτη Μονὴ) ἐκτιμᾶται ὅτι ἦταν ἡ τοποθεσία τῆς «Μονῆς τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος».  Στὰ κατοπινὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ κτηματική περιουσία τοῦ «Τεκέ Μπὰς» μοιράστηκε μεταξὺ τῶν κατακτητῶν.

 

Γ΄. Τὸ Μοναστήρι τῶνἉγίων Θεοδώρων τῆς Γούρας

Σήμερα εἶναι γνωστὴ μόνο ἡ θέση τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ στὴν περιοχὴ τῆς Γούρας. Τὸ ὄνομα τοῦ μοναστηριοῦ «Ἅγιοι Θεόδωροι», ποὺ ἀποδίδεται ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Γούρας στὴ θέση αὐτὴ ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἐνδεικτικὰ τοπωνύμια τῆςἴδιαςπεριοχῆς, ὅπως «καλόγερος» «κελὶ», «κελιὰ», «βρύση του καλόγερου» κ.τ.λ.,ποὺἐντοπίζονταισὲ κάποιες γειτονικὲς θέσεις, εἶναιοἱ μόνες σημερινὲς μαρτυρίες γι’ αὐτό.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἔπειτα ἀπὸ ἐπίσκεψή του στὴ Γούρα, ἀνέφερε σχετικά:

«Πέριξ τῆς Γούρας εἰςἀπόστασιν μιᾶς ὥρας πρὸς Β. ἐντῇ θέσει «Μοναστήρι» κεῖνται ἐρείπια ἀρχαίας Βυζαντιακῆς Μονῆς ἀδήλου ὀνόματος. Σώζεται τὸ κρηπίδωμα τοῦ ναοῦ καὶτῶν πέριξ δωματίων, καὶ ἐν τῷ μέσῳ θάλλουσι γηραλέαι δρῦς, μαρτυροῦσαι ὅτι πρὸ αἰώνων κατεστράφη Μονή. Ἐπειδὴ ἐν μὲν Γούρᾳ εἶπον ἡμῖν ὅτι ὑπάρχει ἐνεπίγραφος λίθος ἐν τῷ τόπῳ, ἡμεῖς δε μεταβάντες δὲν εὕρομεν τοιοῦτον, δὲ παράδοσις ἀναφέρει Ἅγιον Θεόδωρον ἐνταῦθα, καίτοι ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις ἐτελεῖτο λειτουργία τὴν ἑορτὴν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἐν ὑπαίθρῳ, παραδεχόμεθα ἀδιστάκτως ὅτι μονή αὕτη ἀνήκει εἰς τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους

Εἶναι ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἔπαψε νὰ ὑπάρχει. Πιθανότερο θεωροῦμε ὅτι διαλύθηκε στὶς ἀρχὲς τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας.

 

Δ΄. Τὸ Μοναστήρι τῶνἉγίωνἈποστόλωντῆς Γούρας

Στὴν περιοχὴ τῆς Γούρας ὑπῆρχε καὶ ἕνα ἀκόμη μοναστήρι. Ἦταν τὸ «Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων». Καταστράφηκε καὶ αὐτὸ ἐντελῶς καὶ διαλύθηκε. Στὰ κτιριακά του ἐρειπωμένα κατάλοιπα κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας εἶχαν ἐγκατασταθεῖ καὶ ἐγκαταβίωναν μερικοὶ μοναχοί.

Κατὰ τὸ 1895 ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος βρῆκε στὰ ἐρείπια τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Γούρας  νὰ ἐγκαταβιώνουν δύο μοναχοί. Δυστυχῶς δὲν μᾶς ἄφησε κάποιες πληροφορίες γι’ αὐτὸ παρὰ μόνο μία πρόταση, παρένθετη σὲ μία ἐπιστολή του: «Παρέλειπον νὰ σημειώσω ὅτι παρὰ τὴν Γούραν καὶ ἑτέρα μονὴ θάλλει νῦν κατοικουμένη ἀπὸ δύο μοναχοὺς οἵτινες ἐν ἐρειπίοις πρότερον οὖσαν ἀνήγειραν αὐτὴν εἰς νέαν ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».

Δὲν ἔχομε ὑπ’ ὄψη μας κάποια πρόσθετη πληροφορία γιὰ τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἀπὸ ἄλλη πηγή.

 

Ε΄.  Δύο «ἀνώνυμα» μοναστήρια στὴ Γούρα.

Στὸν ὀρεινὸ ὄγκο τῆς Γούρας ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα μοναστήρια ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ διάφορα σχετικὰ τοπωνύμια γιὰ τὰ ὁποῖα μοναστήρια ὅμως δὲν μᾶς εἶναι γνωστὲς οἱ όνομασίες τους.

Τὰ ἐρείπια δύο  τέτοιων «ἀνωνύμων» μοναστηριῶν ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος κατὰ τὴν «ἀρχαιολογικὴ ἐκδρομή», τὴν ὁποία πραγματοποίησε στὰ μέρη ἐκεῖνα κατ’ ἐντολὴ τοῦ προέδρου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.

Τὴ σχετικὴ μαρτυρία τὴν κατέγραψε στὴσχετικὴ  «ἔκθεση» ποὺ συνέταξε καὶ ὑπέβαλε μετὰ τὴν πραγματοποίησή της.

Παρουσιάζουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα τῆς «ἔκθεσης»:

«Ἐρείπια Μονῶν:

Α) Πέριξ τῆς Γούρας εἰς ἀπόστασιν μιᾶς ὥρας πρὸς Β. ἐν τῇ θέσει «Μοναστήρι» κεῖνται ἐρείπια ἀρχαίας βυζαντινῆς μονῆς ἀδήλου ὀνόματος. Σώζεται τὸ κρηπίδωμα τοῦ ναοῦ καὶ τῶν πέριξ δωματίων, καὶ ἐν τῷ μέσῳ θάλλουσι γηραλέαι δρῦς. Προχείρως διὰ ξηρολίθου περιεφράχθη ὁ ναὸς ἔνθα κατ’ ἔθος οὐχὶ πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἐτελεῖτο λειτουργία καὶ πανήγυρις τὴν ἑορτὴν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.  Καί τοι μοί εἶπον ἐν Γούρᾳ ὅτι εἶδον πλάκα ἐνεπίγραφον, μεταβὰς οὐδεμίαν τοιαύτην εὗρον, ἀφαιρεθεῖσαν ἴσως ὑπὸ τῶν ποιμένων!

Β) Πρὸς Ν. τῆς Γούρας, μεταξὺ ταύτης καὶ τοῦ χωρίου Λογγίτσι, εἰς ἀπόστασιν δύο ὡρῶν, κεῖνται τὰ ερείπια ἑτέρας ἀρχαίας Μονῆς ἐν τῇ θέσει «Παλαιό – μοναστήρι» κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἄνω. Καὶ ταῦτα τὰ ἐρείπια ἀγνοοῦμεν εἰς ποίαν μονὴν ἀνήκουν, μὴ σωζομένης οὐδεμιᾶς ἐπιγραφῆς.»

 

ΣΤ΄. Τὸ Μοναστήρι τῆςἉγίας Τριάδας τῆςΣούρπης

Τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας τῆς Σούρπης διατηροῦνται καὶ στὴνἐποχή μας. Ἐντοπίζονται τρία χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴ Σούρπη στὸ δρόμο πρὸς τὶς Νηές.

Ὁ κεντρικὸς καθεδρικὸς ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ διατηρεῖ ἀκόμα ἕνα σημαντικὸ μέρος του ὄρθιο σὲ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ καθορίζεται σαφῶς ἡ ἀρχικὴ μορφή του. Σὲ μερικὰ μέρη τοῦ ἐσωτερικοῦ σοβᾶ τῶν τοίχων του, πρὶν λίγα χρόνια ἀκόμη, παρατηροῦνταν σημεῖα μὲ ἴχνη χρωμάτων ποὺ δήλωναν τὴν ὕπαρξη κάποτε στὸν ναὸ αὐτὸ εἰκονογραφίας. Ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ διακρίνονται μέχρι καὶ σήμερα ἀκόμη ἴχνη θεμελίων κελιῶν.

Ὁ ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν ἐγγεγραμμένων σταυροειδῶν δικιόνιων ναῶν. Χρονολογεῖται στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 12ουαἰῶνα. Γιὰ τὸ κτίσιμό του χρησιμοποιήθηκαν καὶ λιθόπλινθοι σὲ δεύτερη χρήση ἀπὸ γειτονικὰ ἀρχαῖα καὶ παλαιοχριστιανικὰ κτίρια. Στὸ χῶρο τοῦ μοναστηριοῦ ἔχουν ἐντοπιστεῖ παλαιοχριστιανικὰ κιονόκρανα ποὺ ἔχουν στενὲς ὁμοιότητες μὲ γλυπτὰ τῆς Νέας Ἀγχιάλου.

Σύμφωνα μὲ παλαιότερη περιγραφή του, στὰ 1922, ὁ ναὸς εἶχε «ἀκέραιους τοὺς τοίχους του» ἀλλὰ ἦταν «ἄνευ στέγης».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὴν ἐργασία του «Ἡ μεσαιωνικὴ Φθιῶτις καὶ τὰ ἐν αὐτῆ μνημεῖα»[3] γράφει γιὰτὸ μοναστήρι αὐτό:

«Ὁ ναὸς εἶναι ᾠκοδομημένος κατὰ τὸ βυζαντινὸν σύστημα, δηλ. ἕκαστον ὀρθογώνιον λίθον περιβάλλουσι πλίνθοι ὀπταί. Ἡ κόγχη ὅμως πρὸς Α. τοῦ ναοῦ ἔπαθε φθορὰν τινὰ ἐκτῆς διαβρώσεως τῶν ὀμβρίων ὑδάτων, ἑπομένως δὲν γνωρίζομεν ἐὰν αὕτη ἐκοσμεῖτο διὰ κεραμοπλαστικῶν κοσμημάτων.

Ὁ ναός, ὀρθογώνιος ὤν, φαίνεται ὅτι εἶχε θόλον μετὰ τρούλλου ὑποβασταζομένου ὑπὸ τεσσάρων μονολίθων κιόνων ἐκ λευκοῦ μαρμάρου, ὧνοἱ δύο εἶναι ἐρριμμένοι ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Ἴσως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ δύο εἶναι κεκαλυμμένοι ἐκ τῶν ἐρειπίων τοῦ καταπεσόντος τρούλλου. Τὰ δὲ διαζώματα τῶν ἁψίδων τοῦ ναοῦ φέρουσιν ἐν ἀναγλύφῳ κοσμήματα κληματίδος μετὰ σταφυλῶν καὶ λεσβίου κύματος. Ἐν δὲ τῷ πρὸς μεσημβρίαν κειμένῳ νάρθηκι κεῖται ἐν ἐρειπίοις παρεκκλήσιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ὡς ὑπόβαθρον μὲν Ἁγίας Τραπέζης κεῖται σπόνδυλος κίονος λευκοῦ, ὡς Ἁγία Τράπεζα δὲ ἐχρησίμευε κιονόκρανον ἀρχαίου χριστιανικοῦ ναοῦ μετὰ φύλλων ἀκάνθης τοῦ Ε΄ μ. Χ. αἰῶνος λεπτῆς τεχνοτροπίας…».

«Πέριξ δὲ τοῦ ναοῦ κεῖνται ἠρειπωμένα κρηπιδώματα τοῦ περιβόλου τοῦ ναοῦ, ἐν ᾧ  ὑπῆρχοντὰ δωμάτια τῶν μοναχῶν, ὡς ἐκτοῦ διαγράμματος τοῦ ἐμβαδοῦ δηλοῦται. Ἄρα ἐνταῦθα ὑπῆρχεν ἄλλη μονὴ, τιμωμένη ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς ἡ παράδοσις λέγει…».

Τὸ τέλος καὶ ἡ διάλυση τοῦ ὀρθόδοξου αὐτοῦ μοναστηριοῦ πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀσφυκτικὴ ἀτμόσφαιρα μὲ τὴν ὁποία καταπίεζε κάθε ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ κέντρο ἡ δυναμικὴ καὶ κυρίαρχη οἰκονομικὰ παρουσία τῶν βενετσιάνικωνἐμπορικῶν οἴκων τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τοῦ καθολικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἁλμυροῦ.

Μποροῦμε βάσιμα νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας, μετὰ τὴ διάλυσή του, ἐνσωματώθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Τὴν ἴδια τύχη πρέπει νὰ εἶχε καὶ ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ. Παραχωρήθηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Σ’ αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς διεκδικοῦσε πάντοτε ἰδιοκτησιακὰ δικαιώματα στὴν κτηματικὴ περιφέρεια τῆς Σούρπης ἐρίζοντας μὲ τοὺς Σουρπιῶτες.

Ἡ ἀπροσδόκητα γενναιόδωρη παραχώρηση, ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πολλῶν κτημάτων στὴν πεδιάδα τῆς Σούρπης κατὰ τὴν διανομὴ τῆς περιοχῆς στοὺς κατοίκους τῆς Ἁγίας Τριάδας μετὰ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων τοῦ 1832, πρέπει νὰ ἀπηχεῖ ἀναγνώριση τέτοιων ἰδιοκτησιακῶν δικαιωμάτων.[4]

Ἐπιβεβαιωτικὸ τοῦ ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τῆς Σούρπης, μετὰ τὴ διάλυσή του, ἐνσωματώθηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς ἀργότερα) ἀποτελεῖ καὶ τὸ ὑπ’ ἀριθ. 103/24-12-1974 ἔγγραφο «Πρὸς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς» τῆς Ἐφορείας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Λαρίσης. Σὲ μία παράγραφο τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ δηλώνεται: «…διὰτοῦ συνεργείου τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας ἐγένοντο ἐργασίαι καθαρισμοῦ εἰς τὸν ἐν Νηὲς Σούρπης ἠρειπωμένον βυζαντινὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

 

Ζ΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦἉγίου Νικολάου στὸΜπακλαλί

Στὸ ἀκατοίκητο σήμερα χωριὸ τοῦ Ἁλμυροῦ Μπακλαλὶ[5] ὑπάρχει, σὲ μορφὴ νεότερου κτίσματος, ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου, τοῦ ἐπονομαζόμενου «τῆς Βουνένης» ἤ «τοῦ ἐν Βουνένοις».

Παλαιότερα, κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, στὴ θέση αὐτὴ ὑπῆρχε ὁμώνυμο βυζαντινὸ μοναστήρι. Οἱ ἔρευνες ποὺ πραγματοποίησε ἐκεῖ ἡ Ὁλλανδικὴ Ἀρχαιολογικὴ Σχολή ἐπικουροῦντὴνἄποψηαὐτή. Ἐκτιμοῦμεὅτιδὲν πρέπει νὰ παραθέσουμε περισσότερα στοιχεῖα, ἀποδεικτικὰ τῆς ἄποψης αὐτῆς.

Ἐρείπα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοῦ μοναστηριοῦ ἐντόπισαν τὰ μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Πέτρος  Παπανικολάου καὶ Κωνσταντῖνος Πλάκας, κατὰ τὴν «ἀρχαιολογικὴ ἐκδρομή» ποὺ πραγματοποίησαν ἐκεῖ, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ προέδρου τοῦ Δ.Σ., στὶς 8 Μαΐου 1899.[6]

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος γράφει γιὰ τὰ ὑπολείμματα τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ: «Τὸ δὲ παρὰ τὸ χωρίον Μπακλαλὶ ἁγίασμα εἶναι θολωτὸν καὶ ἐν αὐτῷ λούονται κατὰ τὴν ἐπέτειον τῆς ἑορτῆς αὐτοῦ οἱ ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες, οἳτινες καὶ ἰῶνται κατὰ τὸ λέγειν τῶν κατοίκων. Ὀφείλουσιν ὅμως οἱ ἐν αὐτῷ  λουόμενοι ἀσθενεῖς νὰ ἀναρτῶσιν ἐπὶ τῶν κλάδων τῶν περιβαλλουσῶν αὐτὸ γηραλέων δρυῶν καὶ πρίνων ράκη ἐνδυμάτων καὶ μανδύλια.

Εἰς ὀλίγων δὲ βημάτων ἀπόστασιν πρὸς Α. ἐντὸς τοῦ δάσους φαίνονται ἐρείπια ἀρχαίων κτιρίων καὶ ἐσχάτωςἐν αὐτοῖς ἵδρυται εἰκόνισμα καὶ ναΐσκος τοῦ ἁγίου, κατὰ τὰς ἀνασκαφὰς τῶν θεμελίων τοῦ ὁποίου ἀνευρέθησαν τὰ θεμἐλια ἀρχαίου χριστιανικοῦ ναοῦ καὶ τάφου.

Παρὰ δὲ τὸ ἱερὸν τοῦτο ἄλσος πρὸς Β. ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὑπερκειμένου τοῦ χωρίου Μπακλαλὶ λόφου σῲζονται ἐρείπια ἀρχαίων ἑλληνικῶν τειχῶν, συγκειμένων ἐκ μεγάλων ὀρθογωνίων λίθων ἑλληνικῆς κατασκευῆς. Τὰ ἐρείπια ταῦτα, καίπερ κεκαλυμμένα ὑπὸ θάμνων, δύναταί τις νὰ παρακολουθήσῃ καθ’ ὅλην αὐτῶν τὴν ἔκτασιν. Λίθοι δε τινες ἐκ λευκοῦ μαρμάρου μετ’ ἀρχαίων ἀναγλύφων κοσμημάτων κεῖνται παρὰ τὸ ἁγίασμα. Οἱ λίθοι οὗτοι κατὰ τὴν ἡμετέραν γνώμην, μετηνέχθησαν ὑπὸ τῶν μεταγενεστέρων ἐκ τοῦ παρὰ τὸ χωρίον Καρατζανταγλὶ ἐπὶ τοῦ λόφου τῶν Ζερελίων κειμένου ναοῦ τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς. Ἐπὶ δὲ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀγούσης ἀπὸ τοῦ ἁγιάσματος εἰς τὸ χωρίον Μπακλαλί παρατηρεῖται ὑδραγωγεῖον καὶ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὁδοῦ κρήνη κατεστραμμένη.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅθεν συνάγεται  ὅτι τὸ μὲν παρὰ τὸ χωρίον Μπακλαλὶ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἀλμυροῦ ἁγίασμα καὶ τὰ παρ’ αὐτὸ ἐρείπια εἰσὶ λείψανα βυζαντιακῆς μονῆς, ἧς ὁ χρόνος τῃς ἱδρύσεως, ἀκμῆς καὶ παρακμῆς παραμένει ἡμῖν, το γε νῦν ἔχον, ἄγνωστος. Δὲν δυνάμεθα δὲ νὰ τοποθετήσωμεν ἐνταῦθα καὶ πόλιν, διότι τὸ μέρος εἶναι τραχὺ καὶ ἀπότομον, ἑπομένως ὁ τόπος ἁρμόζει μᾶλλον μονῇ ἤ πόλει. Ἄλλως τε ἐρείπια κατέχοντα ἱκανὴν ἔκτασιν καὶ ἀναγόμενα εἰς μεσαιωνικὴν ἐποχὴν οὐδαμοῦ παρατηροῦνται».[7]

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἐρευνῶντας τὰ ἐρείπια τῆς βυζαντινῆς αὐτῆς μονῆς στὸ Μπακλαλί, ἐντόπισε τρεῖς γλυπτοὺς λίθους μὲ ποικίλα σχέδια. Ἀπὸ τὴν ἐξέταση αὐτῶν κατέληξε στὸ συμπέρασμα: «Οἱ τρεῖς οὗτοι γλυπτοὶ καὶ ἐνεπίγραφοι λίθου μηνύουσι τὴν ἀκμὴν τῆς μονῆς παρὰ τὸ Μπακλαλὶ κατὰ τὸν Ι΄ – ΙΓ΄ μ.Χ. αἰῶνα».[8]

Ἄν καὶ δὲν διαθέτουμε σαφεῖς, ρητὲς καὶ βεβαιωμένες πληροφορίες νὰ στηρίξουμε τὴν ἄποψή μας, θεωροῦμε βέβαιο ὅτι τὸ τέλος τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἐπῆλθε ἐξαἰτίας τῆς καταλυτικῆς καὶ δυναμικῆς παρουσίας στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ τῶν πολυάνθρωπων παροικιῶν τῶν Βενετῶν, τῶν Γεννουατῶν, τῶν Πισατῶν καὶ τὴν ταυτόχρονη δημιουργία καθολικῶν μοναστηριῶν, ὅπως, κυρίως, αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἁλμυροῦ.

Σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ὁδηγούμαστε καὶ ἀπὸ τὴ χρονικὴ σύμπτωση τῆς μεγάλης ἀκμῆς τοῦ καθολικοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς ταυτόχρονης παρακμῆς καὶ διάλυσης τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου στὸ Μπακλαλί.

Ἐὰν ἡ ὁριστικὴ αὐτὴ διάλυση δὲν ὀφειλόταν στὴν δυναμικὴ παρουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Καθολικῶν, αὐτὴ ὁλοκληρώθηκε ὁπωσδήποτε μὲ τὴν ἄφιξη τῶν Τούρκων, ἀφοῦ λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο αὐτὸ Μοναστήρι ἀνεγέρθηκε τουρκικὸ τζαμὶ.

Οἱ πατέρες τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ὡστόσο, θεωροῦσαν βέβαιο ὅτι τὸ βυζαντινὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου στὸ Μπακλαλὶ εἶχε ἐνσωματωθεῖ στὸ δικό τους Μοναστήρι, ἀφοῦ τὸ θεωροῦσαν Μετόχι τους. Ἰσχυρίζονταν μάλιστα ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νέος ὑπῆρξε καὶ μοναχὸς τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας, ὁ ὁποῖος περνοῦσε πολλὲς ἡμέρες στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ συζητοῦσε μὲ τοὺς μοναχούς του, ἔγραψε γιὰ τὸ θέμα αὐτό:  «τὸν Ἅγιον Νέον Νικόλαον, οἱ Πατέρες τῆς Ξενιᾶς συγκαταλέγουν ὡς Ξενιώτην Ἀδελφόν. Ἁγιογραφοῦσιν μάλιστα ἐν τοῖς προπυλαίοις τῆς Κάτω Ξενιᾶς, τὸ δὲ Ναΐδριον τοῦ το ἐκλαμβάνουσιν ὡς Μοναστηριακὸν Μετόχιον Ξενιᾶς χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιχειρήσωσι διεκδίκησιν ἰδιοκτησίας».

 

Η΄. Τὸ Μοναστήρι στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση»

Τὸ μοναστήρι στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση», στὸ δρόμο ἀπὸ τὸ Νεοχωράκι πρὸς τὴ Γούρα, ὑπῆρχε καὶ δραστηριοποιοῦνταν κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς.

Μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ ποὺ ἐπισκέφθηκαν καὶ ἐρεύνησαν τὴν τοποθεσία «Τσουρνάτη Βρύση» σὲ εἰδικὴ «ἀρχαιολογικὴἐκδρομή», στὰ 1899, περιέγραψαν ὅσα παρατήρησαν γράφοντας στὴ σχετικὴ ἔκθεση ποὺ κατέθεσαν στὸν Πρόεδρό της:

«Εἰς ἀπόστασιν δὲ 45 – 60 βημάτων ἀπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ τούτου τείχους πρὸς δυσμὰς κεῖται ἡ Βρύσις τοῦ Τσουρνάτη ἐκτισμένη ἐκ μεγάλων ὀρθογωνίων λίθων, ἀνηκόντων εἰς ἀρχαῖον ἑλληνικὸν ναόν. Εἰς ἀπόστασιν δὲ 20 βημάτων εἶναι τὰ ἐρείπια Βυζαντιακῆς Μονῆς, ἐν τῷ κέντρῳ τῆς ὁποίας ἔκειτο ὁ ναός».

Τὸν ναὸ αὐτὸν, τὸν εἶχαν ἀνακαλύψει, πρὶν ἐπισκεφθοῦν τὴ θέση τὰ μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, κάποιοι Βλάχοι. Ἔγραψε σχετικὰ ὁ Γιαννόπουλος «Βλάχοι ἀνασκάπτοντες τὸ ἔδαφος πρὸς ἀνεύρεσιν θησαυρῶν ἀνεκάλυψαν παρ’ ἐλπίδα τὰ ἐρείπια βυζαντινοῦ ναοῦ».

Συνεχίζοντας τὴν παραπάνω ἔκθεσή τους τὰ μέλη τῆςΦιλαρχαίουἙταιρείας, γράφουν: «Ἐνταῦθα (ἐντὸς τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοῦ ναοῦ τοῦ μοναστηριοῦ στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση») ὑπῆρχε καὶ ἐπιγραφή τις ἐπί λίθου κατὰ τὸν ὑπενωματάρχην τῆς Χωροφυλακῆς Ν. Ἀργυρόπουλον ἥτις ἤδη ἤ ἐκαλύφθη αὖθις ὑπὸ τῶν χωμάτων, ἤ ἀφηρέθη ὑπὸ τῶν περιοίκων βλαχοποιμένων.[9]Δυστυχῶς τὸ ὄνομα τῆςμονῆς ταύτης παραμένει ἡμῖν ἄγνωστο».[10]

Τὸ Μοναστήρι στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση» φαίνεται ὅτι ἐγκαταλείφθηκε καὶ διαλύθηκε καὶ αὐτὸ κάτω ἀπὸ τὴν καταλυτικὴ δυναμικὴ παρουσία τῶν Βενετῶν στοὺς Δύο Μεσαιωνικοὺς Ἁλμυροὺς καὶ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεση ποὺ ἀσκοῦσε στὴν περιοχὴ τὸ καθολικὸ μοναστήρι τοῦἉγίου Γεωργίου στον κάμπο τοῦ Ἁλμυροῦ.

 

 

Θ΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ

Βορειοανατολικὰ τοῦ Πτελεοῦ ὑπάρχει σήμερα μία ἐκκλησία ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στὰ χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας στὴν ἴδια θέση ὑπῆρχε ὁμώνυμο μοναστήρι, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴ διανομὴ τῶν ἐδαφῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μετὰ τὴν κατάλυσή της ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204, πῆραν ὑπὸ τὴν κατοχή τους  οἱ Ἰωαννῖτες Ἱππότες.

Λίγα χρόνια ἀργότερα τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ καὶ ἡ κτηματική περιουσία του παρουσιάζεται,  για κάμποσα χρόνια τῆς ἐποχῆς τῆς Φραγκοκρατίας, νὰ ἀνήκει, ἄγνωστο μὲ ποιὰ διαδικασία, στὸ Μοναστήρι τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ νησί τοῦ Παγασητικοῦ Κικύνηθος.

Τὸ 1310 ὁ δούκας τῶν Ἀθηνῶν Βάλθερος Βρυένιος πρόσφερε ὅλα τὰ κτήματα τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ τῆς Κικυνήθου στὸν Ἰωάννη Κουϊρίνη. Ἔτσι τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ καὶ ἡ κτηματική του περιουσία ἔγινε προσωπικὴ ἰδιοκτησία τοῦ Ἰωάννη Κουϊρίνη.

Μετὰ τὸ τέλος τῆς Φραγκοκρατίας στὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ παρουσιάστηκαν πολλοὶ διεκδικητές δικαιωμάτων ἐπὶ τῆς περιουσίας  τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ, ὅπως καὶ ἐπὶ τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῶν δύο ἄλλων γειτονικῶν μοναστηριῶν, «τῆς Λάκας Παναγιᾶς» τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου καὶ «τῆς Παναγίας Βάβριανης» τῆς Γλύφας. Γιὰ τὴ λύση τῶν ἰδιοκτησιακῶν προβλημάτων ποὺ δημιουργήθηκαν στάλθηκε εἰδικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, ὁ μοναχὸς Λουκᾶς.[11]

Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ ἦταν ἕνα «τῶν ἐν τῷ Πτελέῳ εὑρισκομένων πατριαρχικῶν τριῶν μονυδρίων» τῶν ὁποίων «τὴν κτητορικὴν δικαίωσιν καὶ ἐφορείαν καὶ οἰκονομίαν» ἔπρεπε νὰ τακτοποιήσει ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μοναχὸς Λουκᾶς, ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

 

 

Ι΄. Τὸ Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης

Στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης λειτούργησε μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ  1821 ἕνα Μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦτοῦ Παναγίου Τάφου τῶν Ἱεροσολύμων. Οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν τῆς γύρω περιοχῆς, Σούρπης, Πτελεοῦ, Βρύναινας, Πλατάνου, Χαμάκως, κ. ἄ.  εἶχανἀφιερώσει σ’ αὐτὸπολλὰ κτήματά τους, ἐλαιοπερίποβολα, σπίτια, ἀμπέλια καὶ ἄλλα περιουσιακὰ τους στοιχεῖα. Οἱ ἀφιερώσεις καὶ οἱ δωρεὲς αὐτὲς καταγράφονταν σὲ ἕνα εἰδικὸ κώδικα ποὺ τηροῦνταν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο μοναχό, ἀποσταλμένο ἀντιπρόσωπο τῆς Μονῆς τοῦ Παναγίου Τάφου.

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀφιερωτὲς καὶ τοὺς δωρητὲς ἀφιερώνονταν καὶ οἱ ἴδιοι στὸ «Μετόχι» καὶ ζοῦσαν καλλιεργῶντας τὰ ἴδια τὰ κτήματά τους γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Μετοχιοῦ.

Στὴ Δημόσια Βιβλιοθήκη τῆς Δημητσάνας βρίσκεται μέχρι σήμερα ὁ παραπάνω χειρόγραφος κώδικας τοῦ Μετοχίου αὐτοῦ μὲ τὶς ἀφιερώσεις αὐτές.

Ὁ φάκελος  «Μοναστηριακὰ Φ-089» τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους μὲ τίτλο «Τάφου (Ἁγίου) Μετόχιον εἰς Σούρπην, Δῆμος Πτελεατῶν» περιέχει 24 ἔγγραφα ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἰδιοκτησιακὰ προβλήματα ποὺ προέκυψαν μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ Μετοχίου αὐτοῦ.[12]

 

ΙΑ΄. Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης

Στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Γλύφας, τοῦ παλαιοῦ Δήμου Κρεμαστῆς Λαρίσης, ὑπάρχει μέχρι τὴν ἐποχή μας ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι, γνωστὸ μὲ τὴν ὀνομασία «Παναγία Βάβριανη» ἤ «Παναγία Βαύριανη». Εἶναι τὸ μόνο σωζόμενο κατάλοιπο ἑνός ὁμώνυμου μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε καὶ δραστηριοποιοῦνταν στὴν ἴδια θέση κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία.

Τὸ μοναστήρι ἦταν ἀφιερωμένο στὴν «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου». Εἶναι τὸ δεύτερο «τῶν ἐν τῷ Πτελέῳ[13] εὑρισκομένων πατριαρχικῶν τριῶν μονυδρίων», τῶν ὁποίων «τὴν κτητορικὴν δικαίωσιν καὶ ἐφορείαν καὶ οἰκονομίαν» ἔπρεπε νὰ τακτοποιήσει ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μοναχὸς Λουκᾶς, ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

Ὁ φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ-085» τῶν Γενικῶν Ἀρχείωντοῦ Κράτους περιέχει ἔγγραφα ποὺ ἀναφέρονται στὴ διεκδίκηση τῶνπεριουσιακῶν στοιχείων τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ.

 

ΙΒ΄. Τὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς»

Τὸ Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς, στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, εἶναι τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο παρουσιάστηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.  Εἶναι τὸ τρίτο «τῶν ἐν τῷ Πτελέῳ εὑρισκομένων πατριαρχικῶν τριῶν μονυδρίων» τῶν ὁποίων «τὴν κτητορικὴν δικαίωσιν καὶ ἐφορείαν καὶ οἰκονομίαν» ἔπρεπε νὰ τακτοποιήσει ὁ ἀντιπρόσωποςτοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μοναχὸς Λουκᾶς.

Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ἡ «εἰκόνα»  «τῆς βρεφοκρατούσας Παναγίας» πῆρε τὸ ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ παραμένει πλέον γνωστή, «Παναγία Ξενιά».

Τὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» εἶναι τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ πέντε συνολικὰ μοναστήρια ποὺ πῆραν τὴν ἐπωνυμία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ καὶ τὸ πρῶτο μοναστήρι ποὺ πῆρε αὐτὴν τὴν ὀνομασία, χάνοντας τὴν ἄγνωστη σήμερα ἀρχικὴ πρώτη δική του ὀνομασία.

Ἦταν χτισμένο σὲ μία μικρή χερσονησίζουσα γλωσσίδα τῆς ἀκτῆς τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ Ἀχίλλειο, γνωστὴ ὡς σήμερα μὲ τὴν ἐπωνυμία «Λάκα Παναγιά».

Τωρινὸ κατάλοιπο τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ στὴν ἴδια θέση εἶναι ἕνα μικρὸ νεόκτιστο ἐκκλησάκι ποὺ τιμᾶται στὴν «Ἀπόδοση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ πανηγυρίζει στὶς 23 Αὐγούστου.

Γύρω ἀπὸτὸἐκκλησάκιαὐτὸἀλλὰκαὶἐνσωματωμέναστοὺς τοίχους του βρίσκονται μαρμάρινα τεμάχια προερχόμενα ἀπὸ     κτίσματα τοῦπαλιοῦαὐτοῦμοναστηριοῦ.

Στὴ δυτικὴ πλευρὰ τῆς μικρῆς αὐτῆς χερσονησίζουσας γλωσσίδας τοῦ Ἀχιλλείου παρατηροῦνται ἀκόμα καὶ σήμερα ἴχνη τῆς παραθαλάσσιας ἀποβάθρας τοῦ μοναστηριοῦ.

 

ΙΓ΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ»

Τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ» εἶναι τὸ μοναστήρι ποὺ ἔχτισαν οἱ καλόγεροι τοῦ παραπάνω Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶςὅταν, γιὰ λόγους προστασίας τους ἀπὸ τὶς συχνὲς πειρατικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τὶς πολλὲς ἐχθρικὲς ἐπιθέσειςκαὶ λεηλασίες, ἀναγκάστηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν.

Ἦταν χτισμένο σὲ μία μεγάλη δασοσκέπαστη ἔκταση, ἰδιοκτησίας τοῦ ἰδίου μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», γνωστὴ μέχρι σήμερα μὲ τὴν ὀνομασία «Κουκλιὰς» ἤ «Βατά».

Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ἐγκαταστάθηκαν καὶ ἐγκαταβίωσαν γιὰ ἀρκετὰ χρόνια πρίν, τελικά, ἐγκατασταθοῦν ὁριστικὰ στὴ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς».

Ἐλάχιστα κατάλοιπα τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ παρατηρηθοῦν μέχρι καὶ σήμερα στὴν ἴδια περιοχή, χωμένα μέσα σὲ πυκνοὺς θάμνους.

Τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ» εἶναι τὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ πέντε συνολικὰ μοναστήρια ποὺ πῆραν διαδοχικὰ τὴν ἐπωνυμία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ὅμως τὸ Μοναστήρι ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἵδρυσής του πῆρε τὴν ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

 

ΙΔ΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Χαμάκως

Στὸ ἐρειπωμένο στὴν ἐποχή μας χωριὸ Χαμάκω[14] ὑπάρχουν τρεῖς ἐκκλησίες. Ἡ μία τιμᾶται στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Αὐτὴ διατηρεῖται  μέχρι σήμερα στὴν ἀρχικὴ μορφή της. Ἡ δεύτερη ἐκκλησία τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ ἡ τρίτη εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Στὴν ἐποχὴ μας ἡ ἐκκλησία αὐτὴ ξαναχτίστηκε σὲ μιὰ μορφὴ νεότερης κατασκευῆς στὴ θέση παλιότερης ὁμώνυμης ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε καταρρεύσει.

Ἡ παλιότερη αὐτὴ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἦταν ἀρχαιότερη τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Οἱ ὑπάρχουσες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι ἦταν ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία ἑνὸς μικροῦ μοναστηριοῦ, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔγινε μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

 

ΙΕ΄. Τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ «Ράχοβο»

Σὲ πολὺ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ παλιὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὑπάρχει ἕνας μικρὸς ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Σήμερα χρησιμοποιεῖται καὶ ὡς κοιμητηριακὸς ναὸςτῆς Γυναικείας Κάτω Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ σὲ παλιότερες ἐποχές.

Ἡ περιοχὴ τοῦ παλιοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν παλιότερα γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα «Ρουχᾶ ράχη» ἤ «Ρουβᾶ ράχη» ἤ «Ρήχοβο» ἤ «Ράχοβο». Τὴν τελευταία αὐτὴ παραλλαγὴ τῆς ὀνομασίας χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ, μὲ δική μας πρωτοβουλία, γιὰ τὸν εὐκολότερο προσδιορισμό τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὸ τοπωνύμιο «Ράχοβο» εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ὀνομασίες γιὰ τὴν περιοχὴ αύτή, σὲ ἱστορικὰ ἔγγραφα.

Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ «Ράχοβο» ἦταν σὲ πολὺ παλαιὲς ἐποχὲς  ὁ κεντρικὸς ναὸς ἑνὸς ἄλλου μικροῦ μοναστηριοῦ. Τὴν πληροφορία αὐτὴ τὴν ὀφείλουμε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ὁ ὁποῖος, ὅπως μᾶς βεβαιώνει στὰ κατάλοιπά του, ἄκουσε τὴν πληροφορία αὐτὴ ἀπὸ τοὺς καλογέρους τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος εἶχε ἐντοπίσει στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ἀρκετὰ ἔγγραφα στὴν τουρκικὴ γλῶσσα ἀμετάφραστα, τῶνὁποίων ποτέ του δὲν πληροφορήθηκε τὸ ἀκριβὲς περιεχόμενο.

Στὴν πίσω ὄψη ἑνὸς ἀπὸ αὐτὰ ἦταν γραμμένη στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἡ διευκρινιστικὴ τοῦ περιεχομένου του ἔνδειξη: «Τὸ Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κοκός – Μουκατασὶ, ταπὶ εἰς χωρίον Κελλέρια: τοῦ ἁγίου Σταγῶν δεφτὲρ νὰ μὴ γίνηται».

Ὅπως γίνεται ἀντιληπτὸ δὲν εἶναι κατανοητὸ τὸ ἀκριβὲς περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου λόγῳ τῆς ἀσάφειας τοῦ ἐνδεικτικοῦ τίτλου. Εἶναι ὅμως βέβαιο  ὅτι ἀναφερόταν στὸ Μοναστήρι αὐτό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Σχολιάζοντας ὁ Γιαννόπουλος κάποιες πληροφορίες ποὺ πῆρε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς γιὰ τὸ ἔγγραφο αὐτό, ἔγραψε τὰ ἑξῆς:[15]

«Κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ὁ ναΐσκος τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἦν πρὶν μονύδριον, ἔχον πέριξ κελλία τινὰ μοναχῶν ἀσκουμένων εἰς ἐργόχειρα. Πότε ἐξηφανίσθησαν τὰ κελλία; Τοῦτο διδάξει ἡμῖν ἡ μετάφρασιςτοῦ προκειμένου ὀθωμανικοῦ ἐγγράφου. Βραδύτερον ἐπεσκευάσθη ὁ ναΐσκος μετὰ τρούλλου, καιτοι καὶ τοῦτο εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστον. Τὸ μόνον δὲ τὸ ὁποῖον γινώσκομεν εἶναι ὅτι αἱ εἰκόνες ποὺ ὑπῆρχαν σ’ αὐτὸν τὸν ναὸ ἦταν τοῦ 1802. Ἡ μόνη δὲ δυτικὴ θύρα τοῦ ναοῦ τούτου ἐνέχει ὡς παραστάδας κίονας ἐκ λευκοῦ μαρμάρου μετασχηματισθέντας ὑπὸ τοῦ τέκτονος εἰς ὀρθογωνίους λίθους, ὧν τὰ πρὶν στρογγύλα τεμάχια εἰσὶν ἐρριμμένα πρὸ τῆς εἰσόδου τοῦ προαυλίου. Ὁ νάρθηξ τοῦ ναΐσκου καταπεσὼν πρὸ τριῶν ἐτῶν ἀφῃρέθη ἔκτοτε».

 

 

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας

Σὲ μιὰ ἀπόμερη, ἡλιόλουστη καὶ ἤρεμη βουνοπλαγιὰ τῆς Ὄρθρης, ἀνάμεσα στὰ σημερινὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ Βρύναινα καὶ Κοκκωτοί, ὑπῆρχε, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας». Εἶχε ἱδρυθεῖ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ δεκαπέντε παραπάνω μοναστήρια καὶ στὴ συνέχεια ὑπῆρξε καὶ δραστηριοποιοῦνταν παράλληλα μὲ αὐτὰ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια μέχρι καὶ τὴ διάλυσή τους καὶ συνέχισε νὰ ὑπάρχει καὶ κατόπιν.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ὑπῆρξε πρὶν καὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ» τὸ ὁποῖο ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ πρώτου. Τὸ μοναστήρι εἶχε τὴν ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου».

Οἱ ἐνδείξεις ποὺ ὑπάρχουν ὑποδεικνύουν ὅτι, σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς ἀλληλοδιάδοχης ὕπαρξηςτῶν δύο παραπάνω διαδοχικῶν μοναστηριῶν, τοῦ πρώτου στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ»  καὶ στὴ  συνέχεια δεύτερου, τοῦ «Παλιομονάστηρου τῆς Ξενιᾶς» ἤ τοῦ «Μοναστηριοῦ τοῦ Κουκλιᾶ», τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» διατηροῦσε λόγῳ γειτνίασης ἰδιαίτερες καὶ στενὲς σχέσεις μ’ αὐτά.

Ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἦταν- καὶ παραμένει μέχρι σήμερα – μιὰ εἰκόνα τῆς «Κοίμησης τῆς Θεοτόκου». Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς καὶ οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ πανηγύριζαν, τιμῶντας ἰδιαίτερα τὴν ἐφέστια αὐτὴ εἰκόνα τους, στὶς 15 Αὐγούστου, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς «Κοίμησης τῆς Θεοτόκου». Ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν γνωστὴ σ’ ὅλους καὶ ὡς «Παναγία Κισσιώτισσα»

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀργότερα ἄρχισε νὰ ἔχει παράλληλα καὶ τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ τὸ ὁποῖο γιὰ λόγους διάκρισης ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁμώνυμο μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ «Κάτω Μοναστήρι», πῆρε τὴν προσωνυμία «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» εἶναιτὸ τρίτο ἀπὸ τὰ πέντε συνολικὰ μοναστήρια ποὺ πῆραν τὴν ἐπωνυμία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἐπίσης τὸ δεύτερο μοναστήρι ποὺ πῆρε αὐτὴν τὴν ὀνομασία, χάνοντας ἀνεπίσημα τὴν δική του ὀνομασία, «Παναγία Κισσιώτισσα».

Οἱ καλόγεροι τοῦ μοναστηριοῦ Παναγίας Κισσιώτισσας, λέει μία πολὺ παλιὰ παράδοση,  βρῆκαν τὴν θαυματουργὸ ἐφέστιά τους εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ὕστερα ἀπὸ ἕνα ὅραμα ποὺ τοὺς ὁδήγησε ὡς ἐκεῖ, πάνω στὴ διχάλα ἑνὸς δέντρου τοῦ γειτονικοῦ δάσους, περιτυλιγμένη μέσα σὲ κλαδιὰ κισσοῦ. Τὴν ὀνόμασαν, λοιπόν, «Παναγιὰ Κισσιώτισσα». Τὴν ἔφεραν στὸ Μοναστήρι τους καὶ ἀπὸ τότε ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔγινε ἡ «ἐφέστια» εἰκόνα τους. Ἀπὸ τὴν «Παναγιὰ Κισσιώτισσα» πῆρε καὶ τὸ μοναστήρι τους, παράλληλα μὲ τὴν ἐπίσημη ὀνομασία του «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», καὶ τὴν ὀνομασία  «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ὁ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, ὁ ὁποῖος ἔχει δημοσιεύσει πολλὰ σχετικὰ μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἄρθρα σὲ ἐφημερίδες, ἔγραψε γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα: «Ἱδρύτρια τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, τυγχάνει ἡ Ἱερὰ Εἰκὼν τῆς Θεοτόκου Μαρίας «Κοίμησις», διότι ταύτην τὴν Εἰκόνα ἀνεῦρον εἰς παρωχημένους χρόνους ἐντὸς κορμοῦ δρυὸς περιπεπλεγμένης κισσὸν φεγγοβολοῦσαν καὶ ἐδῶ περὶ τὴν κισσόπλεκτον δρῦν, ἐκτίσθη ὁ πρῶτος ἐξοχικὸς Εὐκτήριος Οἶκος ὁ δὲ κορμὸς τῆς δρυὸς ταύτης ἀντεκατεστάθη ὑπὸ κίονος στηρίζοντος τὸν καὶ νῦν θρόνον τῆς ἀνευρεθείσης Εἰκόνος «Κοίμησιςτῆς Θεοτόκου», περὶ τὸν ὁποῖον ἐκτίσθη ὁ νῦν σήμερον Ἱερὸς Ναὸς κατὰ τὴν ἀφήγησιν τῶν Ἱερῶν Πατέρων. Τούτῳ τῷ λόγῳ δηλαδὴ ἐκ τῆς κισσοπλέκτου δρυὸς ἡ Μονὴ ἐτιτλοφορεῖ το «Ἱερὰ Μονὴ Κισσιωτίσσης» καὶ τοιαύτην σφραγίδα ἐχρησιμοποίει τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον, ἕως ἐσχάτων μετὰ τὴν μετάθεσιν τῆς Καθέδρας εἰςτὴν Κάτω Ξενιὰν…»

Τὸ θαῦμα τῆς εὕρεσης τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» γρήγορα ἔγινε γνωστὸ καὶ ἔκανε τὸ Μοναστήρι της ξακουστὸ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ πιὸ μακριὰ ἀκόμα. Πλήθη πιστῶν ἔσπευδαν νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα ποὺ μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο ἦρθε στὸν τόπο τους, τὴν «Παναγιὰ Κισσιώτισσα». Ἔτσι τὸ μοναστήρι πλούτιζε, μεγάλωνε καὶ ἄκμαζε συνεχῶς καὶ τὰ πλήθη τῶν προσκυνητῶν του συνεχῶς αὐξάνονταν.

Τὸ μοναστήρι ἦταν ἀπομονωμένο καὶ ἔτσι ἦταν κάπως περισσότερο ἀσφαλισμένο ἀπὸ ὅσο τὰ ἄλλα μοναστήρια τῆς περιοχῆς. Δὲν κινδύνευε ἀπὸ  πειρατικές ἐπιδρομές, ὅπως τὰ δυὸγειτονικὰ μοναστήρια στὴ «Λάκα Παναγιὰ» καὶ ἐκεῖνο στὴ συνέχεια στὸν «Κουκλιᾶ», ἤ ὅπωςτὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Πτελεὸ καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Γλύφας, ποὺ ἦτανπαραλιακὰ ἤ ἀρκετὰ κοντὰ στὴ θάλασσα.

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ἀφιερωμένο στὴν  Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἀνάγοντας τὴν πρώτη του ἀρχὴ στὰ 647 μ. Χ., εἶναι τὸ μοναδικὸ μοναστήρι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ποὺ ἐπέζησε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ἵδρυσής του σ’ ὁλόκληρη τὴ διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῆς  Τουρκοκρατίας καὶ ἐπιζεῖ μέχρι σήμερα.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακραίωνης αὐτῆς πορείας του ἀπορρόφησε υἱοθετῶντας καὶ ἐνσωματώνοντάς ὅλα τὰ ἄλλα μοναστήρια ποὺ ἱδρύθηκαν στὴν ἴδια περιοχὴ καὶ μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο ἤ αἰτία διαλύθηκαν ἤ καταργήθηκαν. Εἶναι ἡ στοργικὴ μάνα μοναστηριῶν, ἡ ὁποία υἱοθέτησε μοναστήρια ὅπωςτὸ μοναστήρι στὴ θέση «Τσουρνάτη Βρύση», τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου στὸ Μπακλαλί, τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ, τὸ μοναστήρι τῆς νήσου Κικύνηθου, τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης, τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ράχοβου, τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδας τῆς Σούρπης, τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Χαμάκως καὶ τὸ μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς, τὸ ὁποῖο ἔφερε μαζί του, πολύτιμη καὶ ἀνεκτίμητη προίκα, καὶ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου λησμονήθηκε καὶ τὸ ὄνομά της.

Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀφοῦ φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὴν στοργικὴ αὐτὴ μάνα μοναστηριῶν γιὰ ὀκτὼ περίπου ὁλόκληρους αἰῶνες, ἔχει ἤδη δικό της ἰδιαίτερο καὶ ξεχωριστὸ μοναστήρι. Εἶναι τὸ νέο γυναικεῖο μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ χτίστηκε στὴ θέση «Καστράκι». Αὐτὸ εἶναι τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ πέντε συνολικὰ μοναστήρια ποὺ πῆραν τὴν ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Καὶ εἶναι τὸ μόνο ποὺ δικαιοῦται νὰ διατηρεῖ ὁριστικά, μονίμως καὶ ἀποκλειστικά, τὴν ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἡ στοργικὴ αὐτὴ «μάνα» ὅλων τῶν παραπάνω μοναστηριῶν, ἡ «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», εἶναι πλέον καιρὸς νὰ ξαναπάρει τὸ λησμονημένο πρῶτο δικό της ἱστορικὸ ὄνομα καὶ νὰ συνεχίσει τὴν ἱστορία της ὡς «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» καὶ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας».

 

 

————————-

[1] Ἄννα Ἀβραμέα, Ἡ Βυζαντινὴ Θεσσαλία μέχρι τοῦ 1204, Ἐν Ἀθήναις 1974, σελ. 168-169, ὐποσημείωση 1.

[2] Τεκὲς = Μονὴ. Μπὰς = καλός, πρῶτος, ἀρχοντικός. «Μπὰς ὀντὰς» = καλό δωμάτιο, αἴθουσα ὑποδοχῆς, σάλα. «Μπάς μῦλος» = καλὸς μῦλος.

[3]Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Η΄, Ἀθῆναι 1922, σελ. 5 -93.

[4]Γιὰ τὰ κτήματα αὐτὰ ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας.

[5] Ἡ ἐπίσημη ὀνομασία τοῦ χωριοῦ εἶναι  Ἁλία.  Μπακλαλὶ (= χωριὸ τοῦ μπακλᾶ) εἶναι τούρκικη λέξη ποὺ σημαίνει «Κυαμοχώρι» (=χωριὸ τῶν κουκιῶν).

[6]Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς  Ὄθρυος, τεῦχος Α΄ , ’Εν Βώλῳ 1899, σελ. 30-31.

[7] Βλ. Νεολόγου Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησις, 31 Ἰουλίου 1894, σελ. 738 – 740, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Βίος Ἁγίου Νικολάου τοῦ Νέου.

[8]Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος τὸ παρενέβαλε μὲ γραπτή του ἐπισημείωση στὴ σελίδα 34 του χειρόγραφου κώδικα ΛΓ΄ τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ μαζὶ μὲ σχεδιάσματα τῶν τριῶν αὐτῶν γλυπτῶν.

[9] Ἡ μαρμάρινη πλάκα στὴν ὁποία ἦταν χαραγμένη ἡ ἐπιγραφὴ αὐτή, ποὺ ἴσως μᾶς ἔδινε πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὸ Μοναστήρι στὴ θέση Τσουρνάτη Βρύση, συνετρίβη ἀπὸ τοὺς βλαχοποιμένες ποὺ τὴν βρῆκαν ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι ἡ ἐπιγραφὴ ἀναφερόταν στὰ ὅρια τῆς κυριότητας ἐπὶ τῆς περιοχῆς καὶ ἔτσι θὰ ἀμφισβητοῦνταν τὰ δικά τους δικαιώματα βοσκῆς!.

[10]Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Περίοδος Β΄, τεῦχος 13, Ἁλμυρὸς 2009, σελ. 141 – 151, Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Οἱ ἀρχαιότητες στὴν περιοχὴ τοῦ «Τσουρνάτη» τοῦ Ἁλμυροῦ.

[11]Τὸ σχετικὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο δημοσιεύεται στὰ Acta Patriarchatus, τόμ. 4ος, σελ. 474, τῶν Miklosich καὶ Müller.

[12]Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸ Μετόχι αὐτὸ στὸ: ΒίκτωρΚοντονάτσιος, Τὸ Μετόχι τοῦ ΠαναγίουΤάφου στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης τοῦ Ἁλμυροῦ, στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 6, Ἁλμυρὸς 2002, σελ. 33-106.

[13]ΤὴνἐποχὴτῆςὕπαρξηςτοῦμοναστηριοῦαὐτοῦδὲνεἶχεχτισθεῖτὸσημερινὸχωριὸΓλύφα. Ἡ Γλύφα ὅπως καὶ τὸ Ἀχίλλειο δημιουργήθηκαν γύρω στὰ 1918 μετὰ τὴ διάλυση τοῦ χωριοῦ Χαμάκω. Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης» ἀνῆκε στὴν περιοχὴ τῆς Χαμάκως, ποὺ ἦταν μέρος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Πτελεοῦ. Τὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο ἀναφέρει αὐτὴν τὴν εὐρύτερη περιοχή.

[14]Τὸ ἀκατοίκητο σήμερα χωριὸ Χαμάκω τὸ ἐγκατέλειψαν οἱ κάτοικοί του ὁριστικὰ γύρω στὰ 1918 καὶ ἔχτισαν τὰ σημερινὰ χωριὰ Ἀχίλλειο τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας καὶ Γλύφα τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας, ἐνῶ κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς μετοίκησαν στὸ Πτελεό καὶ στοὺς Ἁγίους Θεοδώρους.

[15] Ὁ Γιαννόπουλος δημοσίευσε τὸν κατάλογο τῶν ἀμετάφραστων αὐτῶν ὀθωμανικῶν ἐγγράφων στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Θ΄, Ἀθῆναι 1926, σελ. 138. Ἐκεῖ ὅμως δὲν παρουσίασε τὰ σχόλια ποὺ δημοσιεύουμε ἐδῶ, γιὰ πρώτη φορά, καὶ τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὰ ἀδημοσίευτα χειρόγραφα κατάλοιπά του ἀντίγραφα τῶν ὁποίων ὑπάρχουν στὴ διάθεσή μας,