Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος πέμπτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα

Εἰσαγωγικὰ

Σημαντικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς μποροῦν νὰ ἀντληθοῦν μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν διαφόρων  ἐπισήμων ἤ μὴ ἐπισήμων ἐγγράφων, ὅπως πατριαρχικῶν σιγγιλίων, σουλτανικῶν φιρμανίων κ. ἄ., τὰ ὁποῖα ἀπευθύνθηκαν κατὰ καιροὺς πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο ἤ πρὸς τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἤ καὶ πρὸς ἄλλους ἀλλὰ ἀναφέρονταν ἔμμεσα καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς ἤ ἀποστάλθηκαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι πρὸς διάφορες ἀρχὲς ἤ κάποια πρόσωπα.

Πληροφορίες ἀκόμη, γιὰ τὴν ἱστορία καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε καὶ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη, τὴν ἁπλῆ καθημερινὴ ἀλληλογραφία τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀπὸ τὰ «ἀνεπίσημα» καὶ καθημερινὰ ἔγγραφα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορα σχετικὰ σημειώματα καὶ δημοσιεύματα.

Στὴ συνέχεια τῆς ἐργασίας μας, στὸ κεφάλαιο τοῦτο, θὰ παραθέσουμε τὰ αὐθεντικὰ κείμενα μερικῶν τέτοιων ἐπισήμων ἐγγράφων, ὅσα ἔχουν διασωθεῖ στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ ἤ ὅσα ἔχομε ὑπόψη μας ἀπὸ ἄλλες πηγές ἤ ἄλλες δημοσιεύσεις, ἀκολουθῶντας τὴ χρονολογικὴ τους, περίπου, σειρά.

Θεωροῦμε ὅτι ἔτσι, μὲ τὴν παράθεση, δηλαδή, ὁλόκληρου τοῦ αὐθεντικοῦ  κειμένου τοῦ κάθε ἐγγράφου – πέραν βεβαίως ἀπὸ τὸν σχολιασμό του στὸ βαθμὸ ποὺ θεωρεῖται ἐκ μέρους μας ἀπαραίτητος γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς ἐργασίας μας – παρέχεται στὸν  ἀναγνώστη ἡ δυνατότητα τῆς προσωπικῆς ἐκ μέρους του ἄντλησης ἀνόθευτων τῶν σχετικῶν αὐθεντικῶν πρωτογενῶν πληροφοριῶν καὶ ἐπὶ πλέον, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, δίνονται στὴ διάθεση τοῦ κάθε ἀναγνώστη ὁλόκληρα τὰ αὐθεντικὰ κείμενα τῶν ἐγγράφων γιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη διαφορετικὴ, ἐκ μέρους του ἀνάγνωση ἤ μελέτη, ἔρευνα καὶ ἀξιοποίησή τους, ἔξω ἀπὸ τοὺς σκοποὺς καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς. Δίνεται ἕνα corpus ἐγγράφων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς.

Θεωρήσαμε προτιμότερη αὐτὴ τὴν ἄμεση ἐνσωμάτωση ὁλόκληρων τῶν κειμένων τῶν ἐγγράφων στὸ κυρίως σῶμα τῆς ἐργασίας μας καὶ ὄχι τὴν παράθεσή τους σὲ κάποιο παράρτημα στὸ τέλος τῆς ἐργασίας μας ἤ σὲ κάποια παραπομπὴ μιᾶς ὑποσελίδιας  σημείωσης γιὰ τὴν ἀνάγνωσή τους μόνο ἀπὸ ὅσους θὰ εἶχαν εἰδικότερα ἐνδιαφέροντα ἤ περισσότερες διευκρινίσεις καὶ λεπτομέρειες.

Ἐπίσημα ἔγγραφα ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ νὰ ἀνάγονται στὴ βυζαντινὴ ἐποχὴ δὲν σώζονται σήμερα παρὰ μόνο ἐλάχιστα καὶ ἀπὸ κάποια ἄλλα μερικὰ μόνο στοιχεῖα τους ποὺ διασώθηκαν ἀποσπασματικά. Τὰ περισσότερα ἐπίσημα ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα σώζονται καὶ ἀναφέρονται στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἀνάγονται κυρίως στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καὶ στὴ νεότερη ἐποχή, τὴν ἐποχὴ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ νεότερου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ μετὰ.

Ἔτσι τὰ ὅσα ἔγγραφα παρουσιάζομε καὶ σχολιάζομε στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ σχετικὲς πληροφορίες ποὺ αὐτὰ περιέχουν ἀνάγονται καὶ σχετίχονται μὲ τὰ προβλήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς κατὰ τὶς δύο αὐτὲς χρονικὲς περιόδους, τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ὁποία γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ διάρκεσε ἀπὸ τὸ 1400 περίπου μέχρι τὴν 17 Αὐγούστου 1881,  καὶ τὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἀνῆκε στὸ  νεότερο ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος, ἀπὸ τὴν 17 Αὐγούστου 1881 καὶ μετά.

Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, δηλαδὴ ἡ χρονικὴ περίοδος ἀπὸ τὸ 1400 περίπου μέχρι τὶς 17 Αὐγούστου 1881, ἦταν μιὰ πολὺ δύσκολη περίοδος γιὰ τοὺς κατοίκους της ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ὡστόσο ἡ ἴδια αὐτὴ χρονικὴ περίοδος εἶναι ἀκριβῶς ἡ περίοδος κατὰ τὴν ὁποία τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπόκτησε τη μεγάλη του κτηματικὴ περιουσία, ἀπὸ δωρεὲς διαφόρων προσώπων, ἀπὸ ἀνταλλαγὲς καὶ ἀπὸ ἀγορὲς. Ταυτόχρονα ὅμως, κατὰ τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο, τὸ Μοναστήρι ἀντιμετώπιζε πολλὰ, μεγάλα καὶ συχνὰ προβλήματα τόσο γιὰ τὴ διαφύλαξη ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀξιοποίηση καὶ διαχείριση τῆς μεγάλης, ἐκτεταμένης, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς καὶ ἀπομακρυσμένες περιοχὲς διασκορπισμένης, τῆς κτηματικῆς περιουσίας του.

Ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀποτελοῦνταν ἀπὸ πάρα πολλὰ, ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό, μικρῆς ἤ μεγάλης ἔκτασης τὸ καθένα, κτήματα. Αὐτὸ δημιουργοῦσε ποικίλα διαχειριστικὰ προβλήματα. Τὸ μεγαλύτερο, ὡστόσο, κυρίως πρόβλημα, ἦταν τὸ ὅτι τὰ κτήματα αὐτὰ ἦταν διασκορπισμένα σὲ πολλὲς καὶ πολὺ ἀπομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές, ἀφοῦ αὐτὰ ἁπλώνονταν στὶς κτηματικὲς περιφέρειες τῶν νομῶν Μαγνησίας, Λάρισας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας, Εὔβοιας, Ἀττικῆς, Φωκίδας καὶ ἄλλων.

Ἔτσι δὲν ἦταν εὔκολη ἡ συστηματικὴ καὶ πλήρως ἀποδοτικὴ ἐκμετάλλευσή τους ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἐνῶ ἀντίθετα ἦταν πολὺ εὔκολη ἡ καταπάτησή τους κυρίως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς γείτονες  ἐξαιτίας τῆς πλημμελοῦς ἤ καὶ ἀρκετὲς φορὲς τῆς ἐντελῶς ἀνύπαρκτης ἐπιτήρησής τους ἀπὸ ὑπεύθυνους καλογέρους. Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀπομακρυσμένα αὐτὰ κτήματα καὶ ὑποστατικὰ λειτουργοῦσαν ὡς μοναστηριακὰ «Μετόχια», ἄλλα μὲ χαλαρὸ καὶ ἄλλα μὲ στενὸ σύνδεσμο καὶ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ κεντρικὸ Μοναστήρι.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐγγράφων ποὺ ἀναφέρονται στὴν περίοδο αὐτή καὶ τὰ ὁποῖα παρουσιάζομε στὴ συνέχεια, παρουσιάζουν, σχεδὸν ἀποκλειστικά, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, θέματα καὶ προβλήματα διατήρησης καὶ διαχείρησης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ὡστόσο, πέραν ἀπὸ τὸ παραπάνω κύριο χαρακτηριστικὸ τῶν σωζόμενων ἐγγράφων τῆς περιόδου αὐτῆς, ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη χρονικὴ περίοδος στὴ μακραίωνη ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ κατὰ τὴν ὁποία γεννιέται, δημιουργεῖται, ἑδραιώνεται, σφυρηλατεῖται καὶ ἀποκτᾶ τὴν ὀντότητά του καὶ τὴν ἰδιαίτερη χαρακτηριστικὴ ταυτότητά του ὁ ἀδιάσπαστος σύνδεσμος τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ  καὶ τοῦ «δικοῦ του» μοναστηριοῦ, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ὁ ἰδιαίτερος αὐτὸς καὶ πολὺ στενὸς δεσμός τῆς ἀγάπης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ τοῦ λαοῦ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ θεμελιώθηκε καὶ πῆρε σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἀπόκτησε τὴν ὀντότητά του, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερα δύσκολες συνθῆκες τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἐξ  αἰτίας ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν δύσκολων συνθηκῶν τῆς περιόδου αὐτῆς.

Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, πολὺ πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπὸ τὸν ἑνδέκατο ἀκόμη αἰῶνα, εἶχε πάψει οὐσιαστικὰ νὰ ἀποτελεῖ κομμάτι τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς δὲν αἰσθάνονταν βυζαντινοί ὑπήκοοι. Μέσα στὴν θολωμένη καὶ συγκεχυμένη ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργοῦνταν ἀπὸ τὶς ἀλληλοδιάδοχες καὶ διαφορετικὲς κατακτήσεις τῆς περιοχῆς ἀπὸ τὰ ποικιλώνυμα σλαβικὰ φύλα ἤ ἀπὸ τὰ δυτικοευρωπαϊκὰ ἐμπορικὰ συμφέροντα ἤ ἀπὸ τὶς παρασταυροφορικὲς καθαρὰ κατακτητικὲς δυνάμεις καὶ ἀπὸ τὰ ληστρικὰ καὶ ἐπιθετικὰ καὶ ἀπειθάρχητα καταλανικὰ μισθοφορικὰ στρατεύματα, οἱ ἄνθρωποι τῆς περιοχῆς εἶχαν χάσει τὴν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουν, ὡς ὑπήκοοι, στὸ βυζαντινό κράτος.

Δὲν ὑπῆρχε ὁ ἀπαραίτητος γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς τέτοιας αἴσθησης στενὸς διοικητικὸς σύνδεσμος καὶ ἐξάρτησης μὲ τὴν κεντρικὴ κυβερνητικὴ ἐξουσία τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ὑπῆρξε, σχεδὸν ποτέ, κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἰδιαίτερη ἰσχυρὴ καὶ ἀνεξάρτητη τοπικὴ αὐτοδιοικητικὴ ἀρχὴ δὲν δημιουργήθηκε τοπικὴ συνοχὴ καὶ δὲν ἀποκτήθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς αὐτῆς μία αἴσθηση ἰδιαίτερης κοινῆς τοπικῆς καὶ ἐθνικῆς ταυτότητας.

Τὴ συγκεχυμένη αὐτή, ἀπὸ ἐθνικῆς ἄποψης, κατάσταση διαδέχτηκε ἡ καταλυτικὰ ἀπειλητικὴ ἀπώλειας κάθε ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς τοπικῆς ταυτότητας ἀτμόσφαιρα, τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας.

Σ’ ὁλόκληρη τὴν μακραίωνη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὡστόσο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐθνικὴ χαλαρότητα καὶ θολὴ ἀτμόσφαιρα τῆς περιόδου τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὄχι μόνο συγκρότησαν ἀλλὰ μπόρεσαν καὶ διατήρησαν σὲ μεγάλο βαθμὸ μία αἴσθηση ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνταύτισής τους καὶ συνοχῆς μεταξὺ τους. Ἦταν ἀναγκαία πλέον αὐτὴ ἡ συσπείρωση. Ἡ χαλαρότητα τοῦ αἰσθήματος τῆς κοινῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἡ ὁποία  ὑπῆρχε στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς, δὲν γινόταν ἀντιληπτὴ ὡς ἐπικίνδυνη κατάσταση ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἀλλοίωσης. Τὸ ἀντίθετο συνέβη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας.

Στὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπόκτησαν μία αἴσθηση ἰδιαίτερης τοπικῆς ταυτότητας τὴν ὁποίαν δὲν εἶχαν στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τὸ κύριο δημιουργικὸ αἴτιο αὐτῆς τῆς συνοχῆς τους ἦταν ἡ ἀνάπτυξη ἑνὸς ὁμογενοῦς καὶ ὁμόθρησκου στενοῦ συνδέσμου ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς μὲ κύριο συνεκτικὸ κέντρο τους τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ὁ λαὸς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, νιώθοντας ὅλους αὐτοὺς τοὺς  κινδύνους τῆς σοβαρὰ ἀπειλούμενης ἀπώλειας τῆς ἰδιαίτερης ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητάς τους, ποὺ τοὺς περιέζωναν, κλείστηκαν ἀδελφικὰ καὶ τυλίχτηκαν ἀγκαλιασμένες, σὰ δυὸ ἀδελφὲς χρυσαλλίδες, σ’ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ «κουκούλι», γιὰ νὰ μεταμορφωθοῦν μὲ ἀσφάλεια καὶ σιγουριά, μακριὰ ἀπὸ κάθε ξένη πρὸς τὴν ὑπόστασή τους ἐπέμβαση, καὶ νὰ βγοῦν ἀπὸ αὐτό, μετὰ τὸ τέλος τῆς μακραίωνης τουρκικῆς σκλαβιᾶς, δύο ἐλεύθερες ἀδελφὲς πεταλοῦδες.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ὁ λαὸς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀποτέλεσαν, ἐθελοντικὰ καὶ ἀδελφωμένα,  ἕνα «δίκροκο» αὐγό, σ’ ὁλόκληρη τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ὕστερα ἀπὸ τὴν μακραίωνη ἐπώαση τοῦ ὁποίου ἐλευθερώθηκαν καὶ ἄρχισαν τὴ νέα ζωή τους μὲ τὴν καινούργια τους, τὴν τωρινὴ ὑπόσταση.

Ἡ ποιητικὴ ρήση «ἐκεῖ καταδιωγμένη κατοικεῖ τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσώδετη πατρίδα» ἀλλὰ καὶ ἡ «ἁλυσώδετη θρησκεία» ἴσχυσε ἀπόλυτα, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὴ σχέση τους μὲ τὸ Μονασήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Οἱ κάτοικοι τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἐναπόθεσαν μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ ἐξασφάλισαν τὴν ἀσφαλῆ διατήρηση τόσο τῆς ἐθνικῆς ὅσο καὶ τῆς θρησκευτικῆς τους ταυτότητας καὶ συνοχῆς. Σ’ αὐτὸ ἀνέθεσαν τὴν «πᾶσαν ἐλπίδα» τους καὶ σ’ αὐτὸ ἀνανέωναν κάθε τόσο καὶ μποροῦσαν καὶ κρατοῦσαν ἀμείωτη καὶ πάντοτε «ἐν δυνάμει» τὴν καρτερία τους γιὰ τὴν μελλοντικὴ ἀνάστασή τους μὲ ἀνανεωμένη καὶ καθαρὴ ἐθνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητα.

Σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους συντελέστηκε ἕνα μεγάλο καθοριστικὸ γεγονὸς γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς ἔνταξής  του στὴν αὐτοκέφαλο ὀρθόδοξο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ Μοναστήρι ἔπαυσε πλέον νὰ  ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνδέθηκε καὶ τυπικὰ πλέον μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν  ὁποία συνέδεσε καὶ συνταύτισε καὶ ὅλα του τὰ προβλήματα καὶ τὶς δραστηριότητές του.

Ὁ λαὸς τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἁλμυροῦ, σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς σύγχυσης καὶ τῆς καρτερίας, ἔζησε ἔχοντας ἀγκαλιασμένο ὡς σανίδα σωτηρίας καὶ κρεμασμένο στὸ λαιμό του,  φυλαχτὸ καὶ ἀκριβὸ γκόλφι, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ ἐνυπάρχουσα δυναμική, ἐσωτερική, μακραίωνη ὁμόρρυθμη καὶ ὁμόρριζη φυλετική ἐντελέχεια τοῦ ἁλμυριώτικου λαοῦ τοῦ ἔκραζε, δείχνοντὰς του  τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς: «μ’ ἀπαντοχή, φίλο, ἀδελφό, πατέρα, γκόλφι νὰ τὸ   ’χει στὸ πλευρὸ γιὰ νὰ τὰ βγάλει πέρα».

Αὐτὴν τὴν κοινὴ πορεία Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ θὰ τὴν παρακολουθήσουμε μέσα ἀπὸ κάποια ἔγγραφα ποὺ διασώθηκαν. Ἄν καὶ τὰ ἔγγραφα ποὺ θὰ παραθέσουμε στὴ συνέχεια ἀφοροῦν κυρίως στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καθορίζουν ὅμως ταυτόχρονα καὶ τὴν ἱστορία τῶν κατοίκων τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς γιατὶ ὑπῆρχε στενότατος σύνδεσμος μεταξὺ τῶν δύο καὶ στενὴ ἀλληλεξάρτηση. Ὑπῆρξε ὁ στενὸς  δεσμός τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν καθοδηγητή του, ἠ ἐξάρτηση τοῦ χαμένου ὁδοιπόρου ἀπὸ τὴν πυξίδα του.

 

Ἔγγραφα τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας   ἤ Παναγίας Ξενιᾶς

Α΄. Σήματα τοῦ Σουλτὰνου Μουσταφᾶ Β΄.

α. Εἰσαγωγικὰ

Τὸ ἀρχαιότερο σωζόμενο ἐπίσημο ἔγγραφο στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ,  τὸ ὁποῖο ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας, εἶναι ἕνα ἔγγραφο τοῦ  Τούρκου Σουλτάνου Μουσταφᾶ τοῦ Β΄.[1]

Στὰ 1698 δημιουργήθηκε ἕνα ἰδιοκτησιακὸ πρόβλημα ποὺ ἀφοροῦσε στὴν  καταπάτηση τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ κατοίκους τῶν χωριῶν τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς.

Ὁ Σουλτάνος Μουσταφᾶς ὁ Β΄, στὸν ὁποῖο ἀναφέρθηκε τὸ πρόβλημα, ἀπευθύνθηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ «Αὐτοκρατορικὸ Διάταγμα», πρὸς τοὺς «σοφολογιώτατους ἱεροδίκας»[2] τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς γύρω περιοχῆς του διατάσσοντάς τους νὰ ἐξομαλύνουν «ἱεροδικαστικῶς» τὴν ὑπόθεση καὶ νὰ ἐμποδίσουν «τοὺς ἐναντίον τοῦ Ἱεροῦ Νόμου καὶ τῶν προαναφερθέντων ὅρων διαταράσσοντας καὶ καταπιέζοντας» τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὸ «Αὐτοκρατορικὸ Διάταγμα» ἐκδόθηκε, ὅπως δηλώνεται σ’ αὐτὸ, ὕστερα ἀπό σχετικὴ αἴτηση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου, προκειμένου νὰ προστατευθοῦν καὶ μὲ σουλτανικὴ κυβερνητικὴ παρέμβαση ἐκεῖνα τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὰ ὁποῖα βρίσκονταν στὴν κτηματικὴ περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, τῆς σουλτανικῆς, δηλαδή, παρέμβασης γιὰ προστασία τῶν κτημάτων τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, εἶναι μία ἀξιοσημείωτη ἐπισήμανση, τὴν ὁποία θὰ παρατηροῦμε στὴν συνέχεια στὸ σύνολο σχεδὸν τῶν ἐγγράφων ποὺ θὰ παρουσιάσουμε στὸ κεφάλαιο αὐτό. Σχεδὸν πάντοτε, δηλαδή, ὅλα τὰ ἰδιοκτησιακὰ προβλήματα καὶ οἱ σχετικὲς διενέξεις καὶ διαφορὲς μὲ τοὺς περιοίκους ποὺ δημιουργοῦνταν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως τοὐλάχιστον παρουσιάζονται στὰ ἔγγραφα ποὺ διασώθηκαν καὶ τὰ ὁποῖα παραθέτουμε στὴ συνέχεια, ἀφοροῦν σὲ κτήματα τῆς περιοχῆς τοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ». Στὴν περιοχὴ αὐτὴ ὑπῆρχαν τὰ μεγαλύτερα καὶ εὐφορότερα κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἡ περιοχὴ αὐτή, στὴν ὁποία δημιουργήθηκε τὸ πρόβλημα ἦταν γνωστὴ ὡς «Ράχοβο» ἤ «Ρήχοβο» ἤ «Ρουβᾶ ράχη». Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ραχόβου, σύμφωνα μὲ ὅσα ὑποδηλώνονται στὸ σουλτανικὸ «φιρμάνι», καὶ καταγγέλλονταν ἀπὸ τοὺς μοναχούς, καταπατοῦσαν τὰ μοναστηριακὰ κτήματα καὶ ἐκμεταλλεύονταν γιὰ ἀτομικό τους λογαριασμὸ κτηματικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἡ καταπάτηση τῶν κτημάτων τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἦταν πολὺ εὐκολότερη καὶ δύσκολα ἐλεγχόταν ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους μοναχοὺς ἐπειδὴ τὰ κτήματα βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς «Κάτω Ξενιᾶς», ἀρκετὰ μακριά, ἰδιαίτερα γιὰ τὶς συνθῆκες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς,  ἀπὸ τὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ τότε βρισκόταν ἀκόμη στὴ θέση τῆς σημερινῆς «Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Θεωροῦμε σκόπιμο, ὡστόσο, νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὴν περιοχὴ αὐτή, τὴν περιοχὴ τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ, βρισκόταν καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀλλὰ καὶ τὸ εὐφορότερο καὶ ἀποδοτικότερο τμῆμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Αὐτὸ τὸ τμῆμα ἑπομένως ἦταν καὶ τὸ πιὸ δελεαστικὸ γιὰ τὴν καταπάτησή του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε στὴν πραγματικότητα καὶ τὴ βασικὴ αἰτία γιὰ τὴν μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», στὸ «Κάτω Μοναστήρι».

Στὴν περιοχὴ «Ράχοβο» (ἤ «Ρήχοβο» ἤ «Ρουχᾶ ράχη» ἤ «Ρουβᾶ ράχη», ὅπως μᾶς εἶναι γνωστὴ ὀνοματικὰ ἀπὸ ἄλλες πληροφορίες) ἦταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη χτισμένη μία ἐκκλησία, ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Εἶναι ἡ ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται καὶ σήμερα ἐκεῖ καὶ ποὺ ἦταν μέχρι πρόσφατα, πρὶν τὸ Κάτω Μοναστήρι μεταφερθεῖ στὴ νέα του θέση, στὸ «Καστράκι», ὁ κεντρικὸς καθεδρικὸς ναὸς τοῦ παλιοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ»[3] τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μὲ ὅσα κτίσματα καὶ κτήματα ἦταν γύρω ἀπὸ αὐτὴ ἀποτελοῦσε, ἀπὸ πολὺ παλιά, Μετόχι τοῦ κανονικοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἕδρα βρισκόταν στὴ σημερινὴ «Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς», μεταξύ τοῦ χωριοῦ τῆς Βρύναινας καὶ τοῦ χωριοῦ τῶν Κοκκωτῶν.

Ὑπάρχει, ὡστόσο, καὶ μία ἀόριστη καὶ ἀνεπιβεβαίωτη πληροφορία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κάποτε, σὲ παλιότερες ἐποχές, ἦταν καὶ αὐτό, πρὶν ὑπαχθεῖ στὸ «Πάνω Μοναστήρι» καὶ γίνει μετόχι του, ἰδιαίτερο μικρὸ μοναστήρι. Παραθέτουμε τὴν πληροφορία αὐτὴ ἁπλῶς, χωρὶς κάποιο σχολιασμό, γιὰ μιά, ὅσο τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας καὶ οἱ ἐπιλογές μας, κατατοπιστικότερη ἐνημέρωση.

Ἀξιοσημείωτα, ὡστόσο, καὶ ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, γιὰ τὴν ὅλη ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὅλη ἱστορία τῆς περιοχῆς, τὰ ὁποῖα παρατηροῦνται στὸ σουλτανικὸ αὐτὸ ἔγγραφο, εἶναι τὸ ὅτι, ἄν καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὰ 1698, ὁ Ἅγιος Νικόλαος δὲν ἀποτελοῦσε ἰδιαίτερο μοναστήρι, ἀλλὰ ἦταν ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνα «μετόχι» τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὸ ἐπονομαζόμενο σήμερα «Πάνω Μοναστήρι», ὁ Σουλτάνος Μουσταφᾶς Β΄, τὸ ὀνομάζει Μοναστήρι.

Φαίνεται ἔτσι ὅτι ἀπὸ τότε ἀκόμη ὑπῆρχε ἡ τάση ἤ ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἐπιδίωξη κάποιων τὸ «Μετόχι» αὐτὸ νὰ ἀνεξαρτοποιηθεῖ, νὰ προβιβαστεῖ καὶ νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ «Μοναστήρι». Ἐκτὸς ἐὰν ὁ ὅρος «μοναστήρι» χρησιμοποιεῖται καὶ ἐδῶ, ἀδόκιμα βεβαίως, μὲ τὴν συμβατικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου καὶ ὑπονοεῖται τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου».

Ἡ ὅλη παρακολούθηση τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὡστόσο, ὅπως θὰ παρουσιασθεῖ σὲ πολλὰ σημεῖα στὴ  συνέχεια τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, ὁδηγεῖ στὴν ὑποψία  ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπῆρχαν σκέψεις καὶ ἐνέργειες γιὰ ἀνεξαρτοποίηση τοῦ «Μετοχιοῦ» καὶ ἀνάδειξή του σὲ αὐτόνομο Μοναστήρι. Τέτοιες ἐνέργειες ἀνεξαρτοποίησης καὶ αὐτονόμησης τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπως θὰ γίνει εὔκολα ἀντιληπτό, ὑπῆρξαν πολλὲς, ἐπίμονες καὶ συνεχεῖς. Πιθανὸν οἱ τάσεις καὶ οἱ προσπάθειες αὐτὲς νὰ στηρίζονται καὶ σὲ κάποιες ὑπαρκτὲς μνῆμες τῆς ὕπαρξής του ὡς ἰδιαίτερου Μοναστηριοῦ.

Σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρονται στὸ σουλτανικὸ αὐτὸ «φιρμάνι» τὴν σουλτανικὴ ἐπέμβαση γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης τὴ ζήτησε ὁ ἴδιος ὁ «Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου αὑτοῦ».

Δὲν εἶναι βέβαιο, ὡστόσο, ἐὰν ἀληθεύει ὅτι ὁ Πατριάρχης καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου ζήτησαν τὴν ἐπέμβαση αὐτὴ τοῦ Σουλτάνου, παρ’ ὅλο ὅτι αὐτό δηλώνεται ρητὰ στὸ σουλτανικὸ φιρμάνι. Δὲν γνωρίζουμε, ἀκόμη, ἐὰν στὸ σχετικὸ αἴτημα ποὺ ὑποβλήθηκε στὸν Σουλτάνο ἀπὸ τὸν Πατριάρχη (ἐὰν ὑποβλήθηκε τέτοιο αἴτημα) ἀναφερόταν τὸ «Μετόχι» ὡς «Μοναστήρι» ἤ ἄν αὐτὴ ἡ ὀνομασία στὸ σουλτανικὸ φιρμάνι ἦταν μία ἁπλὴ ἀστοχία ἤ μία σκόπιμη ἐνέργεια, μία παραποίηση τοῦ πατριαρχικοῦ ἐγγράφου.

Σὲ ἕνα πατριαρχικὸ ἔγγραφο δὲν θὰ γινόταν ποτὲ τέτοιο λάθος.  Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σουλτανικοῦ ἐγγράφου, ὡστόσο, διαφαίνεται ὅτι στὸ αἴτημα τοῦ Πατριάρχη καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του, ἐὰν καὶ ἐφ’ ὅσον ὑποβλήθηκε τέτοιο αἴτημα, ὑπῆρχε, μᾶλλον, συνημμένη κάποια σχετικὴ ἀναφορὰ τῶν καλογέρων τῆς Ξενιᾶς. Ἴσως ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ τῶν καλογέρων ποὺ ὑποβλήθηκε στὸν Σουλτάνο διὰ τοῦ Πατριάρχου νὰ ὀνόμαζε τὸ «Μετόχι» ὡς «Μοναστήρι». Πιθανὸν οἱ μοναχοὶ στὴν ἀναφορά τους αὐτὴ νὰ ὀνόμαζαν τὸ «Μετόχι», αὐτόβουλα καὶ αὐθαίρετα, «Μοναστήρι» καὶ αὐτὴ ἡ παραποίηση τῆς πραγματικῆς ὀνομασίας του νὰ μὴν ὑπέπεσε στὴν προσοχὴ τοῦ Πατριάρχη.

Ἡ ὅλη διαχρονικὴ παρακολούθηση τοῦ θέματος, ὅπως διαφαίνεται σὲ πολλὰ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, δημιουργεῖ σαφῶς τὴν ἐντύπωση ὅτι οὐδέποτε οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνώρισαν τὸ «Μετόχι» αὐτὸ ὡς «Μοναστήρι», οὔτε ποτὲ χρησιμοποίησαν τὴ λέξη μοναστήρι γι’ αὐτό. Οἱ καλόγεροι στὸ αἴτημά τους ἴσως χρησιμοποίησαν τὴ λέξη αὐτὴ συμβατικά, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν πραγματικὸ μοναστήρι ἤ καὶ σκόπιμα στὴν προσπάθειὰ τους νὰ δώσουν μία νομιμοφάνεια στὶς κρυφές τους ἐπιδιώξεις. Αὐτὸ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι διαφαίνεται ἀπὸ τὴ λέξη τοῦ σουλτανικοῦ διατάγματος «ἐξῃτοῦντο (πληθυντικὸς ἀριθμός, ζητοῦσαν, δηλαδὴ οἱ μοναχοὶ καὶ ὄχι ὁ πατριάρχης, ὁ ὁποῖος θὰ «ἐξητεῖτο»,  θὰ  ζητοῦσε) ὅπως ἐκδοθῇ ἡ Ἱερὰ Διαταγή μου καὶ ἐμποδισθῶσιν αἱ λαμβάνουσαι χώραν καταπιέσεις…».

Ἀξιοσημείωτο (ἀλλὰ ἴσως καὶ ἀμφισβητήσιμο) εἶναι ἀκόμη, ὅπως ἀναφέραμε) καὶ ἄν ὁ Πατριάρχης ζήτησε τὴν ἐπέμβαση τοῦ Σουλτάνου, ἔστω ὄχι ὁ ἴδιος ἀπευθείας ἀλλὰ διαβιβάζοντας τὸ αἴτημα τῶν καλογέρων. Καὶ εἶναι ἀξιοσημείωτο (καὶ ἴσως καὶ ἀμφισβητήσιμο καὶ ἐρευνητέο) γιατὶ σὲ πολλὲς ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ὅπως θὰ ἰδοῦμε στὴ συνέχεια, τὴν λύση τέτοιων προβλημάτων ἀνελάμβανε προσωπικὰ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης, στὸν ὁποῖο ὑπαγόταν, ὡς «πατριαρχικὸ καὶ σταυροπηγιακό», τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ὁ Πατριάρχης μποροῦσε μόνος του, ὡς κυρίαρχος τῶν «πατριαρχικῶν καὶ σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων», ὅπως ἦταν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, νὰ λύνει ὁ ἴδιος τὰ ὅποια προβλήματα παρουσιάζονταν σ’ αὐτά. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐνῶ οἱ κείμενες διατάξεις τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν, μόνος του ὁ Πατριάρχης ἤ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ λύσει τὰ προβλήματα ποὺ παρουσιάζονταν γιατὶ δὲν εἰσακούονταν οἱ δικὲς του παραινέσεις καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ζητήσει καὶ τὴν σουλτανικὴ παρέμβαση μόνος του ἤ, ἴσως, ζήτησε τὴν σουλτανικὴ παρέμβαση ἀναγκαστικά, ὕστερα ἀπὸ κάποια ἐξωτερικὴ πίεση. Ὑποψιάζομαι ἀκόμη ὅτι μεταξὺ τῶν καταπατητῶν τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων πρέπει νὰ ὑπῆρχαν καὶ μουσουλμάνοι καὶ ἴσως γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν καὶ τὴν παρέμβαση ἤ μεσολάβηση τοῦ Σουλτάνου.

Χαρακτηριστικὸ καὶ ἄξιο προσοχῆς καὶ ἐξεταστέο ἐπίσης εἶναι ὅτι ἐνῶ, ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν «Πατριαρχικὸ καὶ Σταυροπηγιακό», χωρὶς δηλαδὴ καμία ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν τοπικὸ ἱεράρχη, στὸ σουλτανικὸ ἔγγραφο ὑπάρχουν κάποια σημεῖα στὰ ὁποῖα φαίνεται νὰ ὑποδηλώνεται ὅτι γιὰ τὸ «ἐν Ραχόβῳ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ εὑρισκόμενον μοναστήριον Ἁγίου Νικολάου» εἶχε κάποιο λόγο καὶ δικαιώματα, ἤ διεκδικοῦσε νὰ ἔχει δικαιώματα, ὁ τοπικὸς μητροπολίτης.

Τέτοιο σημεῖο εἶναι, π.χ.,  τὸ «Τινὲς …. γίνονται πρόξενοι ἀκαταλογίστων ζημιῶν εἴς τε τὸν Μητροπολίτην καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἐν λόγῳ μοναστηρίου». Ἴσως ὁ τοπικὸς Μητροπολίτης, αὐθαιρέτως ἤ κάτω ἀπό πιέσεις καὶ συμφέροντα κάποιων ἄλλων, διεκδικοῦσε στὴ δικαιοδοσία του τὸ «μοναστήρι» αὐτό.

Τὸ ἴδιο ἀμφισβητούμενο μητροπολιτικὸ ἰδιοκτησιακὸ καθεστὼς ἐπὶ τοῦ «Μετοχίου» (Μοναστηρίου) τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὑποδηλώνεται καὶ ἀπὸ τὴν φράση τοῦ σουλτανικοῦ διατάγματος: «τὰ δὲ ἔσοδα τῶν τοιούτων ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ἀφιερωμάτων αὑτῶν εἰσπράττονται παρὰ τῶν ἐπιτρόπων τῶν διοριζομένων παρὰ τοῦ Μητροπολίτου».

Ὑποδηλώνεται ἔτσι σαφῶς ὅτι ὁ τοπικὸς μητροπολίτης διεκδικοῦσε τὰ ἔσοδα τοῦ «Μετοχιοῦ» καὶ γι’ αὐτὸ συνηγοροῦσε στὴν ἀνάδειξή του σὲ ἰδιαίτερο «Μοναστήρι», μὴ «σταυροπηγιακὸ» καὶ ἑπομένως μὴ ἀνῆκον στὸν πατριάρχη.

Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση, λοιπόν, τοῦ σουλτανικοῦ ἐγγράφου εὔκολα δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι στὰ 1698 πρέπει νὰ ὑπῆρξε μία αὐθαίρετη τάση, μία προσπάθεια ἀμφισβήτησης, ἀγνόησης καὶ καταπάτησης τῶν σταυροπηγιακῶν πατριαρχικῶν δικαιωμάτων ἐπὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ μέρος, τοὐλάχιστον ἐκείνης τῆς κτηματικῆς του περιουσίας ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ «Μετοχίου – Μοναστηριοῦ» τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν περιοχὴ τοῦ «Ραχόβου».

Ὡστόσο δὲν μποροῦμε, θέλοντας παράλληλα μὲ τὰ γεγονότα νὰ καταγράφουμε τὶς ὅποιες ὑποψίες δημιουργοῦνται γιὰ τὴν πιθανὴ ἑρμηνεία κάποιων κενῶν ποὺ αὐτὰ ἀφήνουν, παρὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἀνεπιβεβαίωτη πληροφορία ὅτι τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» ἦταν κάποτε ἰδιαίτερο ἀνεξάρτητο μοναστήρι.

Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ὁλόκληρο τὸ αὐθεντικὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ αὐτοῦ διατάγματος, προκειμένου οἱ ἀναγνῶστες νὰ ἀποκομίσουν, καὶ μὲ τὴν προσωπικὴ δική τους ἀνάγνωση, τὶς ὅποιες πληροφορίες ἐμπεριέχονται σ’αὐτὸ καὶ τὶς ἐντυπώσεις ποὺ δημιουργοῦνται, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάνει τὶς ὅποιες, πέραν ἀπὸ τὶς παραπάνω, σχετικὲς προεκτάσεις καὶ σκέψεις μποροῦν νὰ δημιουργηθοῦν.

 

β. Τὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ ἐγγράφου Μουσταφᾶ τοῦ Β΄

 «Πρότυπα τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ Δικαίου, σοφολογιώτατοι ἱεροδίκαι Ἁλμυροῦ καὶ τῶν λοιπῶν μερῶν αὐξηθείησαν αἱ ἀρεταὶ αὐτῶν.

Ἐν τῇ ἀφίξει τοῦ παρόντος αὐτοκρατορικοῦ μονογράμματός[4] μου γνωσθήτω ὅτι:

Ἐπειδὴ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων[5] μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου αὑτοῦ ὑπέβαλον αἴτησιν εἰς τὸ αὐτοκρατορικόν μου Διβάνιον,[6] ἐν ᾗ ἐκθέτουν, ὅτι ἐν ᾧ τὰ ἐν ταῖς θέσεσι Λυκορράχῃ, Ἁγίᾳ Παρασκευῇ, Μεγαρρεύματι, Καλογρῃαῖς, Ἁγίῳ Ἰωάννῃ, Ἁγίῳ Πέτρῳ ἤ Παπᾷ Πέτρῳ, Σβάρνᾳ καὶ  Ἁγίῳ Παντελεήμονι[7] κείμενα ἀφιερώματα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν κελλίων τοῦ ἐν Ῥαχόβῳ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ εὑρισκομένου μοναστηρίου [8] Ἁγίου Νικολάου, ἤτοι ἄμπελοι, περίβολοι, ἀγροί, μῦλοι, τσιφλίκια, ἁγιάσματα, οἰκίαι, ἐργαστήρια, χρήματα, κτήνη καὶ μετόχια, ἐξουσιάζονται παρὰ τῶν μοναχῶν τοῦ ἐν λόγῳ μοναστηρίου καὶ αἱ πρόσοδοι αὐτῶν δαπανῶνται εἰς τοὺς εἰς τὸ μοναστήριον καὶ εἰς τὰς ἐκκλησίας οἰκοῦντας πτωχοὺς καὶ εἰς τοὺς ξενιζομένους, καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ διαταράξῃ αὐτοὺς καὶ τοὺς καταπιέσῃ, τινές, ἐναντίον τῶν ὅρων τῶν προνομίων των, διαταράττουσι τὴν διὰ τὸ εὐαγὲς κατάστημα ἐξουσίαν αὐτῶν καὶ γεννῶσι διαφόρους ἔριδας καὶ τοὺς καταπιέζουσι καὶ οὕτω γίνονται πρόξενοι ἀκαταλογίστων ζημιῶν εἴς τε τὸν Μητροπολίτην καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἐν λόγῳ Μοναστηρίου, καὶ διὰ τοὺς λόγους τούτους

ἐξῃτοῦντο

ὅπως ἐκδοθῇ Ἱερὰ Διαταγή μου καὶ ἐμποδισθῶσιν αἱ λαμβάνουσαι χώραν καταπιέσεις, τὰ δὲ ἔσοδα τῶν τοιούτων ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ἀφιερωμάτων αὑτῶν εἰσπράττονται παρὰ τῶν ἐπιτρόπων τῶν διοριζομένων παρὰ τοῦ Μητροπολίτου.

Ἐξηρευνήθησαν τὰ ἐν τῷ θησαυροφυλακείῳ μου φυλαττόμενα ἀρχεῖα τῶν ἐπισκόπων, καὶ

Ἐπειδὴ εἰς τοὺς ἐν τοῖς διπλώμασιν ὅρους τῶν προνομίων των ῥητῶς ἑρμηνεύεται ὅτι ἀνέκαθεν ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ Μητροπολῖται εὑρίσκοντο ἰδιοκτῆται τοιούτων ἀμπέλων, περιβόλων καὶ τσιφλικίων ἀνηκόντων εἰς τὰ μοναστήρια καὶ τὰς ἐκκλησίας, καὶ ὅτι κανονικῶς ἡ κατοχὴ καὶ ἐξουσία τῶν ἀφιερωμένων ἀγρῶν, βοῶν, μύλων, ἁγιασμάτων εἰς τὰ μοναστήρια καὶ ταῖς ὁμοίαις τούτοις ἐκκλησίαις, ὡς καὶ τῶν ἀφιερωμένων οἰκιῶν, ἐργαστηρίων καὶ ἄλλων κτημάτων, ἐπίπλων, χρημάτων καὶ κτηνῶν, ἀνήκει αὐτοῖς καὶ κατ’ ἐλάχιστον δὲν δύναται νὰ διαταράξῃ τις αὐτούς,

Διὰ ταῦτα

Ἐξεδόθη τὸ ὑψηλὸν αὐτοκρατορικόν μου Διάταγμα, ἵνα κατὰ τοὺς αὐτοὺς ὅρους ἐνεργήσητε, καὶ διατάττω ὅπως ἐν τῇ ἀφίξει τῆς Διαταγῆς μου ἐνεργήσητε συμφώνως τῇ ἐκδοθείσῃ Διαταγῇ μου, καὶ

Ἐπειδὴ οἱ ἐν τοῖς διπλώμασι τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν ἀναφερόμενοι ὅροι εἰσὶ κατακεχωρισμένοι καὶ εἰς τὰ ἐν τῷ θησαυροφυλακείῳ μου ἀρχεῖα, σεῖς οἱ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις εἰρημένοι ὑπάλληλοι δέον ὅπως συμφώνως τοῖς ἄνω ὅροις ἱεροδικαστικῶς ἐξομαλύνητε τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐμποδίσητε τοὺς ἐναντίον τοῦ Ἱεροῦ Νόμου καὶ τῶν προαναφερθέντων ὅρων διαταράσσοντας καὶ καταπιέζοντας αὐτούς.

Ταῦτα γενέσθωσαν γνωστὰ καὶ δέον ὅπως ἔχητε πίστιν εἰς τὸ αὐτοκρατορικόν μου σημεῖον.

Ἐγράφη τὴν 15 Ρεμπὶ-οὔλ- ἐβὲλ 1110 [9] ἐν Κωνσταντινουπόλει».

 

γ. Σχόλια – Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα

Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ  τὴν συνολικὴ ἀνάγνωση τοῦ παραπάνω σουλτανικοῦ ἐγγράφου, τὸ «μοναστήρι» τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τὸ παλιὸ, δηλαδή, Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, θεωρεῖται καὶ ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐθυπόστατο καὶ ἀνεξάρτητο μοναστήρι, καὶ ὄχι ὡς μετόχι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως ἦταν στὴν πραγματικότητα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Οὐδεμία μάλιστα ἀναφορὰ γίνεται στὸ σουλτανικὸ ἔγγραφο γιὰ τὸ πραγματικὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, (τὸ σημερινὸ «Πάνω Μοναστήρι»), τοῦ ὁποίου τὸ «μετόχι – μοναστήρι» Ἅγιος Νικόλαος ἔπρεπε νὰ ἦταν καὶ νὰ ἀντιμετωπιζόταν ὡς μετόχι. Στὸ σουλτανικὸ ἔγγραφο φαίνεται ὡς νὰ ἀγνοεῖται τόσο ἡ ὕπαρξη τοῦ κυρίως Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὅσο καὶ ἡ ἐπικυριαρχία του ἐπὶ τοῦ μετοχίου (μοναστηριοῦ) τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Εἶναι, ὡστόσο, δύσκολη ἡ ἐκτίμηση ἐὰν πρόκειται γιὰ κάποια «τυπικὴ παράλειψη» καὶ ἐπιπόλαια καὶ χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία γίνεται ἡ χρησιμοποίηση τῆς λέξης «μοναστήρι»  ἤ ἐὰν πρόκειται μία γιὰ «ἐσκεμμένη» ἐνέργεια ἤ ἴσως καὶ γιὰ ἕνα δεδομένο ἤδη γεγονός, τοὐλάχιστον γιὰ κάποιους ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς τοπικοὺς παράγοντες τοῦ Μοναστηριοῦ.

Αὐτή, ὡστόσο, ἡ ἴσως προκλητικὴ ἀγνόηση καὶ ἐσκεμμένη παράλειψη στὸ σουλτανικὸ ἔγγραφο καὶ τῆς παραμικρῆς ἀναφορᾶς στὸ κανονικὸ «Μοναστήρι» ἐπιτρέπει τὴν ἐπέκταση τῶν δημιουργουμένων ὑποψιῶν   μέχρι τοῦ σημείου ὅτι μπορεῖ στοὺς  «διαταράσσοντες καὶ καταπιέζοντες» τὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ «μετοχιοῦ – μοναστηριοῦ» τοῦ Ἁγίου Νικολάου νὰ συμπεριλαμβάνονται ἀκόμα καὶ μερικοὶ τοὐλάχιστον μοναχοὶ τοῦ κανονικοῦ Μοναστηριοῦ. Φαίνεται νὰ ἀγνοεῖται παντελῶς ἡ ὑπαγωγή του στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

Διαφαίνεται ἀπὸ τὴν ὅλη μορφὴ καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐγγράφου ὅτι εἶχε ἤδη γίνει – ἤ βρισκόταν σὲ ἐξέλιξη – κάποια ἀπόπειρα ἤ κάποια προσπάθεια, ἀπὸ μερικοὺς τοὐλάχιστον καλογέρους καὶ μᾶλλον ἐνισχυμένους καὶ παροτρυνόμενους καὶ ἀπὸ κάποιους ἄλλους τοπικοὺς παράγοντες ποὺ τοὺς ὑποστήριζαν, μὲ πιθανὴ ἴσως συμμετοχὴ στὴν ὅλη προσπάθεια καὶ τοῦ τοπικοῦ ἱεράρχη, νὰ ἀνεξαρτοποιηθεῖ τὸ «μετόχι» καὶ νὰ ἀνακηρυχθεῖ σὲ μοναστήρι αὐτόνομο, οἰκειοποιούμενο καὶ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ κυρίως Μοναστηριοῦ.

Δὲν πρέπει ἀκόμη νὰ θεωρεῖται ἄσχετο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ὅλη αὐτὴ «ἀποστασία» καὶ παρατυπία, στὴν προσπάθεια νὰ προστατευθοῦν τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ Μετοχιοῦ, δὲν ἐπιζητεῖται ἀπ’ εὐθείας πατριαρχικὴ ὁδηγία καὶ ἐνέργεια, ὅπως ἀπὸ τὰ θέσμια ἦταν ἐπιβεβλημένο, ἀλλὰ ἀντίθετα κάποιοι φροντίζουν, ζητοῦν καὶ προκαλοῦν γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήματος παρέμβαση τοῦ Σουλτάνου.

Σημαντικὴ γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τὴν προσφορὰ του στὸ λαὸ τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι ἡ φράση : «ἄμπελοι, περίβολοι, ἀγροί, μῦλοι, τσιφλίκια, ἁγιάσματα, οἰκίαι, ἐργαστήρια, χρήματα, κτήνη καὶ μετόχια, ἐξουσιάζονται παρὰ τῶν μοναχῶν τοῦ ἐν λόγῳ μοναστηρίου καὶ αἱ πρόσοδοι αὐτῶν δαπανῶνται εἰς τοὺς εἰς τὸ μοναστήριον καὶ εἰς τὰς ἐκκλησίας οἰκοῦντας πτωχοὺς καὶ εἰς τοὺς ξενιζομένους». Εἶναι μία ἀκόμη βεβαίωση ἀπὸ τὶς πάρα πολλὲς παρόμοιες ποὺ θὰ δοῦμε στὴν ἐργασία αὐτή, γιὰ τὸν οὐσιαστικὸ ρόλο τοῦ Μοναστηριοῦ στὴ βοήθεια καὶ τὴν ἐν γένει προσφορὰ στὸν καταδυναστευόμενο φτωχὸ λαὸ τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς.

 

 

Β΄. Σιγγιλιῶδες γράμμα τοῦ πατριάρχου Γαβριὴλ Γ΄

α. Εἰσαγωγικὰ

Στὶς παραπάνω ὑποψίες μας γιὰ κάποιες ὑποφαινόμενες καὶ συγκαλυμμένες ὕποπτες ἐνέργειες ἤ καὶ αὐθαιρέτως συντελεσθέντα γεγονότα στὴν προσπάθεια ἀνεξαρτοποίησης καὶ αὐτονόμησης τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔρχεται ἐπίκουρο τὸ παρακάτω σχετικὸ μὲ τὴν ἴδια ὑπόθεση πατριαρχικό, τούτη τὴ φορά, ἔγγραφο.

Πρόκειται γιὰ ἕνα σιγγιλιῶδες γράμμα τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γαβριὴλ τοῦ Γ΄, τὸ ὁποῖο ἀπευθύνθηκε κατὰ τὸ 1704, μόλις ἕξι, δηλαδή, χρόνια μετὰ τὸ παραπάνω σουλτανικὸ διάταγμα τοῦ Μουσταφᾶ Β΄ γιὰ τὸ ἴδιο ὅμως καὶ πάλι  θέμα.

Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ ἔγγραφο, κατὰ τὴν δική μας τοὐλάχιστον ἐκτίμηση, εἶναι μιὰ ἄμεση ἀντίδραση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στὶς ἐπιχειρούμενες καταπατήσεις καὶ καταργήσεις τῶν πατριαρχικῶν δικαιωμάτων ἐπὶ τοῦ Σταυροπηγιακοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως αὐτὲς διαφαίνονται στὸ παραπάνω σουλτανικὸ μονόγραμμα.

Τὰ ἕξι χρόνια, τὰ ὁποῖα μεσολάβησαν μεταξὺ τῆς παραπάνω σουλτανικῆς παρέμβασης τοῦ Μουσταφᾶ Β΄ στὰ περιουσιακὰ θέματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς κατὰ τὸ 1698 καὶ τῆς πατριαρχικῆς «ἀντίδρασης» κατὰ τὸ 1704, δεδομένων τῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ τῶν χρονοβόρων ἐπικοινωνιακῶν διαδικασιῶν καὶ δυσκολιῶν, δὲν θεωροῦνται τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα ὥστε νὰ ἐμποδίζουν ἤ νὰ ἀποκλείουν τὸ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ πατριαρχικὴ ἀντίδραση ὡς ἄμεση ἀντίδραση στὴ σουλτανικὴ παρέμβαση.

Τὸ  πατριαρχικὸ ἔγγραφο ἦταν ἕνα «σιγγιλιῶδες γράμμα» τοῦ Γαβριὴλ Γ΄,[10] «ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου». Ἦταν ἐπίσημο ἔγγραφο γραμμένο ἐπὶ περγαμηνῆς, ἡ ὁποία κατέληγε, σχηματίζοντας γωνία, σὲ τρίγωνο, ἀπὸ τὴν ὁποία γωνία κρεμόταν δεμένο μὲ μεταξωτὴ ταινία ἕνα μολυβδόβουλλο σῆμα, ἐνσφράγιστο καὶ στὶς δύο ὄψεις του.

Στὴ μία ὄψη τοῦ μολυβδόβουλλου πατριαρχικοῦ σιγγιλίου παριστανόταν ἡ Παναγία «βρεφοκομοῦσα» καὶ στὴν ἄλλη ἦταν χαραγμένες  οἱ λέξεις «ΓΑΒΡΙΗΛ ΕΛΕΩ ΘΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙCΚΟΠΟC ΚΩΝςΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩC ΝΕΑC ΡΩΜΗC ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟC ΠΑΤΡΙΑΡΧΗC. ΑΨΒ».

Τὸ ΑΨΒ΄ (=1702) στὸν τίτλο τοῦ πατριαρχικοῦ μολυβδόβουλου ὑποδηλώνει τὸ ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Γαβριὴλ ἀνακηρύχθηκε πατριάρχης. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Γαβριὴλ Γ΄ εἶχε ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του δύο μόλις χρόνια  πρὶν ἐξαποστείλει τὸ συγκεκριμένο σιγγιλιῶδες μολυβδόβουλλο πατριαρχικὸ ἔγγραφό του κατὰ τὸ 1704. Ἑπομένως κατὰ τὰ τέσσερα προηγούμενα χρόνια (1698 -1702), ἀπὸ τὰ ἕξι συνολικὰ ποὺ μεσολάβησαν μεταξὺ τῆς ἔκδοσης τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανίου καὶ τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλιώδους γράμματος,  ἦταν ὑπεύθυνος ἄλλος πατριάρχης. Συμπεραίνουμε ἑπομένως ἀμέσως ὅτι δὲν ἦταν ὁ Γαβριὴλ Γ΄ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε ζητήσει τὴ σουλτανικὴ μεσολάβηση – ἄν καὶ ἐφ’ ὅσον εἶχε ζητηθεῖ πραγματικὰ – ἀλλὰ ὁ προηγούμενος αὐτοῦ πατριάρχης, ὁ Καλλίνικος Β΄.

Μέσα ἀπὸ ὅσα ἀναφέρονται στὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ μολυβδόβουλλο σιγγίλιο ἀποσαφηνίζονται καὶ διευκρινίζονται μερικὰ ἄλλα θέματα ποὺ σχετίζονται μὲ τὰ προβλήματα καταπάτησης τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας ποὺ προσπαθοῦσε νὰ λύσει τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι.

Γίνεται φανερὸ, π.χ., αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μόνο ὑποψίες δημιουργοῦνταν ἀπὸ τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι, ὅτι, δηλαδή, κάποιοι καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν κανονικὴ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ τους, τὸ σημερινὸ «Πάνω Μοναστήρι», καὶ εἶχαν μεταβεῖ ἀρχικὰ, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου, γιὰ προσωρινὴ διαμονὴ στὸ μετόχι του, τὸν Ἅγιο Νικόλαο, προφανῶς γιὰ κάποιες ἐποχιακὲς ἐργασίες ἐκεῖ.

Οἱ καλόγεροι ὅμως αὐτοὶ δὲν ἐπέστρεψαν, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀποστολῆς ποὺ τοὺς εἶχε ἀνατεθεῖ, στὴ θέση τους, στὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, «εἰς τὸ καθολικὸν αὑτῶν μοναστήριον», σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν πάρει, ἀλλά, ὅπως διαφαίνεται, εἶχαν ἐγκατασταθεῖ καὶ ἐγκαταβίωναν ἐκεῖ μονίμως, «διὰ ῥαστώνην καὶ σωματικὴν ἡδυπάθειαν», κατὰ τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο, ἀρνούμενοι νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἕδρα τους.

Διαφαίνεται ἔτσι ὅτι οἱ μοναχοὶ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σταλεῖ ἀπὸ τὸν ἡγούμενό τους γιὰ κάποια ἀποστολὴ στὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν, «διὰ ῥαστώνην καὶ σωματικὴν ἡδυπάθειαν», νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἕδρα τους. Αὐτοὶ ἀκόμη πρέπει νὰ ἦταν ὁπωσδήποτε ἐκεῖνοι ποὺ ὄχι μόνο ἀρνήθηκαν νὰ ἐπιστρέψουν, μετὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς ποὺ τοὺς εἶχε ἀνατεθεῖ, ἀλλὰ προέβησαν καὶ σὲ ἀπαράδεκτες ἐνέργειες καὶ προσπάθησαν νὰ αὐτονομηθοῦν καὶ – ἀκόμη περισσότερο – νὰ ἰδιοποιηθοῦν καὶ κάποια ἀπὸ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ κανονικοῦ μοναστηριοῦ τους.

Ἴσως αὐτοὶ ἀκόμη νὰ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ προκάλεσαν καὶ τὴν παρέμβαση τοῦ Σουλτάνου μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανιοῦ τοῦ Μουσταφᾶ τοῦ Β΄ κατὰ τὸ 1698 στὴν προσπάθειά τους νὰ νομιμοποιήσουν μὲ πολιτικὴ ἀπόφαση τὴν πραξικοπηματική τους ἐνέργεια.

Οἱ μοναχοὶ αὐτοί, λοιπόν, αὐτονομῶντας, «κατέλιπον τὸ πρότερον αὑτῶν ἐνδιαίτημα, τὸ πρωτότυπον δηλαδὴ βασιλικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν καταγώγιον», ὅπως γράφει ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, προφανῶς ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ ἀναφορὰ ποὺ τοῦ ὑποβλήθηκε ἀπὸ ἄλλους ποὺ δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς.

Οἱ καλόγεροι ποὺ ἐγκαταστάθηκαν μονίμως στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου δὲν ἀρκέστηκαν μόνο σ’ αὐτό. Προσπάθησαν ταυτόχρονα νὰ ἀνεξαρτοποιηθοῦν καὶ αὐτονομηθοῦν σὲ Μοναστήρι. Θεώρησαν ἀκόμη «δικά» τους, κτήματα τοῦ «δικοῦ» τους  αὐτοῦ αὐτοανακηρυχθέντος νέου «μοναστηριοῦ», ποὺ προσπάθησαν νὰ ἱδρύσουν, θεώρησαν ἰδιοκτησία τους καὶ κάποια ἀπὸ τὰ κτήματα τοῦ κανονικοῦ μοναστηριοῦ τους καὶ τὰ ὑπέταξαν στὸ «δικό τους μοναστήρι», στὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀποπειράθηκαν, μὲ ἄλλα λόγια, νὰ μετατρέψουν τὸ «Μετόχι» σὲ κανονικὸ «Μοναστήρι» καὶ τὸ  κανονικὸ «Μοναστήρι» σὲ «Μετόχι», μετέτρεψαν τὸ «παράρτημα» σὲ «ἕδρα» καὶ τὴν «ἕδρα» σὲ «παράρτημα».

Ἀπὸ κάποιες ἀναφορὲς τοῦ περιεχομένου τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου, ἄν καὶ σ’ αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται ρητῶς καὶ δὲν μνημονεύεται κάποιος συσχετισμὸς μὲ τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ πατριάρχης εἶχε  ὑπόψη του ὁπωσδήποτε τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι. Στὶς παρεμβάσεις τοῦ σουλτανικοῦ αὐτοῦ φιρμανιοῦ  ἀντιδροῦσε ὁ Πατριάρχης. Ἀντιμαχόταν σὲ ὅσα παρατύπως καὶ ἀναρμοδίως ὅριζε καὶ διέταζε τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι, ἔστω καὶ ἄν ὁ πατριάρχης, σοφὰ ἐνεργῶντας, δὲν ἀναφερόταν σ’ αὐτὸ ρητὰ καὶ ἄμεσα. Ὁ πατριάρχης φαίνεται ὅτι προτίμησε νὰ σιωπήσει καὶ νὰ δείξει ἐντονότερα ὅτι ἀγνοοῦσε τὴν ὕπαρξη τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανίου καὶ θεωροῦσε ἄκυρα ὅσα ἐκεῖνο ὅριζε καὶ γιὰ νὰ δείξει τὴν περιφρόνησή του ἀλλὰ και γιὰ νὰ μὴν προκαλέσει ἀνεπιθύμητες ἀντιδράσεις.

Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ ὅσα σχετικὰ ἀναφέρονται στὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο γιὰ τὶς ἐνέργειες τῶν μοναχῶν ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸ Μετόχι: «καὶ τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα τούτου[11] μεταγαγόντες ὑπέταξαν ἀντεστραμμένως τῷ μετοχίῳ αὐτοῦ, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Νικολάῳ, τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰς ἀφανισμὸν».

Ἄξιο παρατήρησης εἶναι καὶ τὸ ὅτι τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγιλιῶδες γράμμα δὲν ἀπευθύνεται σὲ κάποιο συγκεκριμένο παραλήπτη ἀλλὰ παρουσιάζεται ὡς οἱ παραλῆπτες του νὰ εἶναι πολλοὶ καὶ ὁ Πατριάρχης, μὲ τὸ μολυβδόβουλλο σιγγίλιό του, δίνει γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα, ὡς μόνος ἁρμόδιος καὶ ὑπεύθυνος, τὴν ὁριστικὴ λύση καὶ ἀπάντηση στὸ θέμα. Δὲν ἀπευθύνεται στοὺς «ἀποστάτες» γιατὶ ἔχουν διακόψει τὶς σχέσεις μαζί του, οὔτε στοὺς πιστοὺς στὴν ἀποστολή τους μοναχοὺς γιατὶ δὲν τοὺς ἀφορᾶ προσωπικὰ τὸ περιεχόμενο  τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλιώδους γράμματος.

Ἀπὸ τὴν ὅλη ἐξέταση τοῦ θέματος διαφαίνεται, νομίζω καθαρά,  ὅτι ὑπῆρχαν δύο κέντρα δράσης καὶ ἐνεργειῶν ἀλλὰ καὶ διαφορετικῶν συμφερόντων καὶ ἐπιδιώξεων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Στὰ δύο αὐτὰ κέντρα φαίνεται ὅτι συμμετεῖχαν ἐνεργὰ ὁμάδες δραστηριοποιημένων πολιτῶν μὲ ἰδιαίτερα συγκαλυμμένα συμφέροντα προτάσσοντας στὶς ἐνέργειὲς τους κάποιους ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιδιώξεών τους.

Ἡ μία ὁμάδα, ἡ μία παράταξη, ἐπεδίωκε τὴν ἀπόσπαση τοῦ μετοχιοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀπὸ τὴν Μονὴ Ξενιᾶς, τὴν ἀνεξαρτοποίησή του καὶ τὴν ἀνάδειξή του σὲ ἰδιαίτερο Μοναστήρι μὲ ταυτόχρονη ἀπόσπαση μέρους ἤ καὶ ὁλόκληρης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ ὑπάρχοντος ἤδη κανονικοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ δεύτερη ὁμάδα ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀντιστεκόταν στὶς παραπάνω ἐνέργειες. Ἡ πρώτη ὁμάδα προσπαθοῦσε νὰ πραγματοποιήσει τὰ σχέδιά της ἔχοντας μαζί της ὡς ὑποστηρικτὴ καὶ  τὴ σουλτανικὴ συγκατάθεση καὶ παρέμβαση, χρησιμοποιῶντας δηλαδὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία. Ἡ δεύτερη ὁμάδα ἀντιστεκόταν χρησιμοποιῶντας μόνο τὴν κανονικὴ καὶ μόνη ἁρμόδια καὶ ὑπεύθυνη ἐξουσία, τὴν ἐκκλησιαστική, καὶ τὸν πνευματικὸ προϊστάμενό της, τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Παραθέτουμε, στὸ σημεῖο αὐτό, ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενο τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ μολυβδόβουλλου πατριαρχικοῦ  σιγγιλίου, γιὰ τὴν ἄμμεση  ἐνημέρωση καὶ  κατατόπιση τῶν ἀναγνωστῶν μας ἐπὶ τοῦ περιεχομένου του:

 

β. Τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου

 «+ Γαβριὴλ ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.[12]

+ Οὐ μόνον χρήσιμον, ἀλλὰ καὶ ἀναγκαῖον καθέστηκε πάντως ἐπικουρεῖν τοῖς χρείαν ἔχουσι βοηθείας θείοις καὶ ἱεροῖς καταγωγίοις ἔππασιν,[13] οἷς χρῂζουσιν, ἐξαιρέτως δὲ ἐν οἷς δύνανται συνίστασθαι καὶ βεβαιοῦσθαι εἰς διαμονὴν ἀμετάπτωτον.

Πάντα μὲν γὰρ τὰ καλὰ σωτηριώδη τέ ἐστι καὶ σεβάσμια, ὡς ἐπιμνηστεύοντα τοῖς μετερχομένοις αὐτὰ τὴν τρισόλβιον καὶ μοναστικὴν ἀπόλαυσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς οὐρανῶν βασιλείας, πολλῷ δὲ πλέον τῶν ἄλλων καλῶν ὑπερανέστηκε, σεβασμιώτερόν τε καὶ βραβείων μᾶλλον ἐπάξιον πέφυκεν ἡ περιποίησις, φήμη καὶ βοήθεια καὶ περίθαλψις τῶν ἱερῶν καὶ σεβασμίων μοναστηρίων καὶ θείων καταγωγίων, ἐν οἷς Θεὸς εὐαρεστεῖται καὶ εὐμενῶς ἐπαναπαύεται ὑμνολογούμενος ἀκαταπαύστως καὶ δοξαζόμενος ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καὶ ἀκολουθίαις ὑπὸ τῶν ἀποταξαμένων τῷ κόσμῳ καὶ Θεῷ μόνον προσανέχειν αἱρεθησομένων ἱερῶν καὶ θεοφιλῶν ἀνδρῶν τελουμέναις, ἀνθ’ ὅτου καὶ μὴ διαλείπουσα κατὰ πάντα καιρὸν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία κοινῶς ἀποδέχεσθαι πάντας τοὺς προστρέχοντας αὐτῇ σωτηρίας ἕνεκα, δεινῶν τε ποικίλων ἀπαλλαγῆς καὶ προσφόρου τινὸς ἀντιλήψεως καὶ καταλήψεως ἐφ’ ἑκάστῳ τὴν θεραπείαν τῶν σοφῶν ἐπιτηδευομένη παθημάτων ἰδίοις αὐτὴν προνομίοις καὶ ἀξιώμασιν, ἐμμενέστερον τὴν μέριμναν καὶ σπουδὴν ἐπιφέρει περὶ τὰ ἱερὰ καὶ σεβάσμια τοῦ Θεοῦ καταγώγια καὶ σὺν διαφόροις φιλοτιμίας, λόγοις τε καὶ ἔργοις καὶ γράμμασιν ἐπικρατύνει καὶ συνίστησι καὶ τὴν διαμονὴν αὐτῶν ἀδιάπτωτον ἐξεργάζεται.

Καὶ τὰ μὲν σῳζόμενα καὶ εὖ ἔχοντα ἀμετάπτωτα διατηρεῖν οἶδε, τὰ δὲ ὅπως ποτὲ τοῦ εὖ ἔχειν ἀποκλίναντα θεραπεύειν καὶ καταρτίζειν, ὡς  ἔνεστιν, οὐδὲ τὰ εἰς φθορὰν ἀποβλέποντα  ἀμελεῖν, ἀλλὰ σπεύδειν εἰς φῶς ἀνακαλεῖν κατὰ τὸν ἐνόντα τρόπον.

Ἐπειδὴ τοιγαροῦν καὶ τἀνῦν διεγνώσθη ἡμῖν τὸ κατὰ τὴν ἁγιωτάτην Ἐπισκοπὴν Ζητουνίου[14] κείμενον ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας μου Θεοτόκου, Ξενιὰ ἐπικεκλημένης, ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπάρχον βασιλικὸν οἰκοδόμημα καὶ σταυροπηγιακῇ ἀξίᾳ κεκοσμημένον καὶ παντελεῖ ἐλευθερίᾳ καὶ ἀδουλωσίᾳ, ὅπερ καὶ μετόχιον ὑποκείμενον αὐτῷ ἔσχε κατὰ τὸν αἰγιαλὸν[15] ἐν  τῇ αὐτῇ ἐπισκοπῇ διατηροῦν ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Κατὰ καιρικὴν δὲ περίστασιν μεταβάντες οἱ πατέρες[16] τοῦ αὐτοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρίου προσῆλθον ἐνδιατρίψαι πρὸς καιρὸν ἐν τῷ εἰρημένῳ αὐτοῦ μετοχίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Εἶτα, οὐκ οἶδ’ ὅπως, εὐαρεστηθέντες ἐκεῖσε οὐκ ἠθέλησαν ἐπαναστραφῆναι εἰς τὸ καθολικὸν αὐτῶν μοναστήριον διὰ ῥᾳστώνην τυχόν, καὶ σωματικὴν ἡδυπάθειαν καὶ ἀνάπαυσιν, ἥτις  ἀπείρηται[17] τοῖς τὸν μοναδικὸν ἐπανῃρημένοις βίον, καὶ ἐνοικοῦντες διηνεκῶς τῷ αὐτῷ μετοχίῳ κατέλιπον τὸ πρότερον αὑτῶν ἐνδιαίτημα, τὸ πρωτότυπον δηλαδὴ βασιλικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν καταγώγιον, ὥστε καὶ τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα τούτου μεταγαγόντες ὑπέταξαν ἀντεστραμμένως τῷ μετοχίῳ αὐτοῦ, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Νικολάῳ, τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰς ἀφανισμὸν καταντῆσαι τὸ καθολικὸν αὐτὸ σεβάσμιον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς, περὶ οὗ  ἐδεήθησαν ἡμῶν οἱ πρὸς τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα πόθον ἔχοντες ὑπουργεῖν περὶ τῆς ἐκείνου ἀρχαίας σταυροπηγιακῆς καταστάσεως καὶ ἐλευθερίας ὑπερασπισθῆναι ταῖς πατριαρχικαῖς περιθάλψεσιν αὐτοῦ,[18] χεῖράν τε βοηθείας ὀρέξαι καὶ ἐπιβραβευθῆναι αὐτῷ τὴν κυριότητα κατὰ σταυροπηγιακὴν φιλοτιμίαν καὶ δεσποτείαν, κατὰ τὸ πρότερον, ὡς ἔθος τ” ἐπικυρωθῆναι διὰ πατριαρχικοῦ σιγγιλιώδους γράμματος, ὅπως διὰ τῆς τοιαύτης ἐκκλησιαστικῆς περιθάλψεως καὶ πατριαρχικῆς ἀντιλήψεως ἐπιστηριχθῇ αὖθις καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν προτέραν αὐτοῦ κατάστασιν.

Τούτου χάριν τὴν δέησιν αὐτῶν εὐμενῶς ἀποδεξάμενοι, ὡς πρὸς θεάρεστον ἀφορῶσαν σκοπόν, κατὰ τὸ ἐν ἡμῖν ἀπαραίτητον χρέος,  ὅπέρ ἐστι φροντίζειν διὰ παντὸς τῆς συστάσεως καὶ διαμονῆς καὶ βελτιώσεως τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ σεβασμίων μοναστηρίων καὶ θείων καταγωγίων τῶν ἑκασταχοῦ εὑρισκομένων εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ μνημόσυνον τῶν Ὀρθοδόξων ἀέναον, καὶ τῷ κανονικῷ ἔθει τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἀποστολικοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου χρώμενοι,

Γράφομεν καὶ ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν,

Ἵνα τὸ διαληφθὲν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον βασιλικὸν Μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας μου Θεοτόκου Ξενιᾶς μετὰ πάντων τῶν κτημάτων καὶ ἀφιερωμάτων αὐτοῦ, κινητῶν τε καὶ ἀκινήτων, ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται κατὰ τὴν ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτοῦ τάξιν τε καὶ κατάστασιν, πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, πάντῃ ἐλεύθερον, ἀσύδοτον, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον, ἀνεπηρέαστον καὶ ἀνενόχλητον παρὰ παντὸς προσώπου ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ καὶ αὐτοῦ τοῦ κατὰ τόπον ἀρχιερέως, μνημονευομένου ἐν αὐτῷ τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος, μηδενὶ ὑποκείμενον, ἀλλὰ μόνον τῷ πατριαρχικῷ οἰκουμενικῷ τούτῳ θρόνῳ, καὶ μηδενὶ μηδὲν ὀφεῖλον παρέχειν ἤ μόνον τῇ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ ἀνὰ δύο ὀκάδας κηρίου κατ’ ἔτος εἰς σημεῖον ὑποταγῆς κατὰ τὴν τάξιν τῶν σταυροπηγίων.

Τὸ δὲ μετόχιον αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, εἴη ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν αὐτοῦ, ὡς καὶ πρότερον ἦν ὑποκείμενον αὐτῷ, ὀφειλόντων τῶν ἐν αὐτῶ τῷ μετοχίῳ εὑρισκομένων πατέρων, χωρίς τινος προφάσεως καὶ ἀντιλογίας, μεταναστῆναι καὶ ἐπανελθεῖν εἰς τὸ πρωτότυπον καὶ καθολικὸν εἰρημένον Βασιλικὸν Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς, μεταθέμενον ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου, καὶ τά, ἅπερ, παρὰ τὸ εἰκός, μεθείλκυσαν κτήματα καὶ ἀφιερώματα αὐτοῦ εἰς τὸ μετόχιον, τὸν Ἅγιον Νικόλαον, εἰρηνικῶς καὶ φιλαδέλφως διάγοντες καὶ φροντίζοντες τῆς συστάσεως καὶ βελτιώσεως καὶ στερεώσεως καὶ διαμονῆς τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου.

Ὁ δὲ κατὰ καιρὸν ἐν αὐτῷ ἡγούμενος ἐκλέγηται κοινῇ γνώμῃ τῶν συνασκουμένων πατέρων, ὁποῖος ἄν ἀναφανῇ ἄξιος καὶ ἁρμόδιος περὶ τὴν κυβέρνησιν καὶ σύστασιν αὐτοῦ, ὅστις διὰ φροντίδος ἔχῃ ἀποστέλλειν εἰς τὸ μετόχιον, τὸν Ἅγιον Νικόλαον, ὅσους καὶ οἵους τῶν πατέρων ἐπιλέξηται ἱκανοὺς καὶ ἐπιτηδείους εἰς τὸ ἐπισκέπτεσθαι καὶ διοικεῖν τὸ αὐτὸ μετόχιον.

Ἡνίκα δ’ ἄν χρεία χειροτονίας αὐτοῖς γίνηται, προσκαλῶσιν, ὅν ἄν ἐθέλωσι τῶν ἀρχιερέων, κατὰ τὰς χειροτονίας, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν, χωρὶς τῆς τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως, καὶ οὕτω διάγωσι καὶ ἐνδιατρίβωσιν ἐν τῷ αὐτῷ ἱερῷ καὶ σεβασμίῳ Μοναστηρίῳ τῆς Ξενιᾶς οἱ συνασκούμενοι πατέρες μετὰ τῶν καθηγουμένων αὑτῶν ἀμετακινήτως καὶ ἀμεταθέτως φυλάττοντες τὸν τύπον καὶ τὴν ἀκρίβειαν τῆς μοναδικῆς πολιτείας, ἐλεύθεροι ὄντες καὶ ἀδούλωτοι καὶ ἀνεπηρέαστοι καὶ ἀνενόχλητοι παρὰ παντὸς προσώπου, ὡς εἴρηται.

Τοῖς δὲ ἐκεῖσε πᾶσι χριστιανοῖς ἐντελλόμεθα ἵνα πᾶσαν περιποίησιν καὶ σπουδὴν καὶ ἀγάπην, ὡς εἰκός, ἔχοιεν, μεθ’ ὅσης εὐλαβείας πρὸς τὴν Ἱερωτάτην καὶ Βασιλικὴν Μονήν, βοηθοῦντες αὐτῇ πάντοτε, λόγῳ τε καὶ ἔργῳ, καὶ φροντίζοντες περὶ τῆς συστάσεως καὶ αὐξήσεως καὶ διαμονῆς αὐτῆς, ὡς φιλευσεβεῖς καὶ φιλόχριστοι.

Ὁποῖοι δ’ ἄν τοὐναντίον ἄλλως πως τολμήσωσιν ἀντιφερόμενοι καὶ ἀντιπράττοντες εἰς τὴν  σύστασιν τῆς αὐτῆς Μονῆς, καὶ ὅσοι ἄν ὀψέποτε φανῶσι καθάπτοντες τῆς σταυροπηγιακῆς καταστάσεως καὶ αὐτοδεσποτείας καὶ κυριότητος τῆς Μονῆς ταύτης καὶ τῶν λοιπῶν αὐτῆς προνομίων καὶ κατά τινα τρόπον διανοηθῶσιν ἐπηρειᾶσαι ταύτην καταφρονήσας τε καὶ βλάψας τὴν Μονὴν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ μονάζοντας, καὶ ἄλλως παρὰ τὰ ἐν τῶ παρόντι γεγραμμένα ποιήσας, οἱ τοιοῦτοι, ὁποίας ἄν εἴησαν τάξεως καὶ ὁποίου βαθμοῦ, ἀφωρισμένοι ἔστωσαν παρὰ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ἀσυγχύτου Τριάδος, τοῦ ἑνὸς τῇ φύσει μόνου Θεοῦ, καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ ἄλυτοι μετὰ θάνατον, ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα, καὶ εὕροιεν ἀντίμαχον αὐτοῖς τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ κρίσεως καὶ ταῖς πατρικαῖς καὶ συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπόδικοι.

Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν καὶ διηνεκῆ ἀσφάλειαν τῆς σταυροπηγιακῆς φιλοτιμίας, αὐτοδεσποτείας τε καὶ ἐλευθερίας καὶ τῶν λοιπῶν προνομίων τοῦ αὐτοῦ βασιλικοῦ μοναστηρίου ἐγένετο τὸ παρὸν πατριαρχικὸν συνοδικὸν σιγγιλιῶδες βεβαιωτήριον γράμμα καὶ ἐπεδόθη τῷ αὐτῷ μοναστηρίῳ.

Ἐν ἔτει αψδ΄, [19] ἀπριλίῳ, ἰνδικτιῶνος ιβ΄.[20]

+ ΓΑΒΡΙΗΛ ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.

(Ἀκολουθοῦν 10 ἀκόμη ὑπογραφές συνοδικῶν ἐπισκόπων δυσανάγνωστες)».

 

γ. Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα – Σχόλια

Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ σιγγιλίου γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ ὅτι αὐτὸ στάλθηκε γιὰ νὰ ἀποτρέψει καὶ ἀνατρέψει ἤ νὰ ἀκυρώσει ὅσα, παράτυπα καὶ παράνομα, εἶχαν γίνει ἤ κάποιοι εἶχαν προσπαθήσει νὰ γίνουν στὰ προηγούμενα χρόνια ἀλλὰ καὶ ὅσα ἡ σουλτανικὴ διαταγὴ τοῦ Μουσταφᾶ Β΄, ποὺ εἶχε ἀποσταλεῖ ἕξι χρόνια νωρίτερα,  κανόνιζε.

Ἄν καί, γιὰ εὐνόητους σὲ ὅλους, καὶ σαφῶς κατανοητοὺς ἀσφαλῶς στοὺς παραλῆπτες τοῦ σιγγιλίου, λόγους, γιὰ λόγους μὴ φανερῆς προστριβῆς καὶ ἀντίθεσης μὲ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ ἀποφυγῆς ὄξυνσης, στὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο δὲν γίνεται κάποια ἀναφορὰ στὸ σουλτανικὸ φιρμάνι τοῦ Μουσταφᾶ τοῦ Β΄ τοῦ 1698, τὸ ὁποῖο εἶχε προηγηθεῖ, εἶναι σαφὲς ὅτι μὲ τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο ἀνατρέπονται καὶ καταδικάζονται ἀπερίφραστα ὅλα ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ καὶ ὅσα ἐκεῖνο διέτασσε. Διαφαίνεται μία σιωπηλὴ ἀντιπαλότητα τῶν δύο ἐξουσιῶν ἀλλὰ καὶ τῶν δύο ὁμάδων καὶ παρατάξεων ἀτόμων ποὺ ἐπεδίωκαν διαφορετικὰ συμφέροντα.

Μὲ τὴν ἀποφυγὴ στὸ σιγγιλιῶδες αὐτὸ πατριαρχικὸ γράμμα καὶ τῆς παραμικρῆς ἀναφορᾶς στὸ προηγηθὲν σουλτανικὸ ἔγγραφο, τὶς ρυθμίσεις τοῦ ὁποίου ριζικὰ ἀνατρέπει, προφανῶς, καταδικάζεται σιωπηρῶς, περιφρονεῖται καὶ ἀγνοεῖται ὡς ἀναρμόδια ἡ σουλτανικὴ παρέμβαση. Ἀγνοεῖται παντελῶς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι. Θεωρεῖται ὄχι μόνο ὡς ἀνίσχυρο ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνύπαρκτο.

Πρέπει ἀκόμη νὰ ληφθεῖ ὑπ’ ὄψη τὸ ὅτι τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία στελνόταν τὸ σουλτανικὸ διάταγμα τοῦ Μουσταφᾶ τοῦ Β΄ δὲν ἦταν πατριάρχης ὁ Γαβριήλ Γ΄. Ἄλλος ἦταν ὁ πατριάρχης ποὺ εἶχε ζητήσει – ἄν τὴν εἶχε ζητήσει καὶ κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες τὴν εἶχε ζητήσει –  τὴν σουλτανικὴ βοήθεια καὶ παρέμβαση. Πατριάρχης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὁ Καλλίνικος Β΄.

Ὁ πατριάρχης Γαβριήλ Γ΄, ἀγνοῶντας παντελῶς καὶ θεωρῶντας ὡς ἀνύπαρκτο τό, ὅπως γίνεται φανερό, ἀναρμοδίως, παρανόμως καὶ παρατύπως ἀνακηρυχθὲν «μοναστήρι» τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀναγνωρίζει, γιὰ μία ἀκόμα φορά, ὡς Πατριαρχικὸ καὶ Σταυροπηγιακὸ μόνο «τὸ κατὰ τὴν ἁγιωτάτην Ἐπισκοπὴν Ζητουνίου κείμενον ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας μου Θεοτόκου Ξενιὰ ἐπικεκλημένης» ὡς «ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπάρχον βασιλικὸν οἰκοδόμημα καὶ σταυροπηγιακῇ ἀξίᾳ κεκοσμημένον καὶ παντελεῖ ἐλευθερίᾳ καὶ ἀδουλωσίᾳ». Ἀναγνωρίζεται δηλαδὴ ὡς κανονικὸ τὸ ἕνα καὶ μόνο ὑπαρκτὸ (πάνω) Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἐκεῖνοι ποὺ ζήτησαν τὴν πατριαρχικὴ προστασία, «οἱ πρὸς τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα πόθον ἔχοντες», ἤθελαν νὰ στερεώσουν καὶ νὰ σταθεροποίησουν τὸ παλαιὸ σταυροπηγιακὸ καθεστὼς τοῦ Μοναστηριοῦ τους, ἐπεδίωκαν νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν παλιὰ κατάσταση ποὺ φαίνεται ὅτι κλωνιζόταν καὶ ἀμφισβητοῦνταν ἀπὸ κάποιους: «ὑπουργεῖν περὶ τῆς ἐκείνου ἀρχαίας σταυροπηγιακῆς καταστάσεως καὶ ἐλευθερίας ὑπερασπισθῆναι ταῖς πατριαρχικαῖς περιθάλψεσιν αὐτοῦ».

Τὸ αἴτημα τῶν «πρὸς τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα πόθον ἐχόντων»  γιὰ πατριαρχικὴ ὑπεράσπιση τοῦ σταυροπηγιακοῦ καθεστῶτος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὑποδηλώνει ὅτι οἱ «πατέρες» οἱ ὁποῖοι «κατέλιπον τὸ πρότερον αὑτῶν ἐνδιαίτημα, τὸ πρωτότυπον δηλαδὴ βασιλικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν καταγώγιον, ὥστε καὶ τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα τούτου μεταγαγόντες ὑπέταξαν ἀντεστραμμένως τῷ μετοχίῳ αὐτοῦ, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Νικολάῳ, τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰς ἀφανισμὸν καταντῆσαι τὸ καθολικὸν αὐτὸ σεβάσμιον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς» πρέπει, ἀνακηρύσσοντας τὸ «Μετόχι» σὲ «Μοναστήρι» νὰ περιφρόνησαν τὸ ἰσχῦον σταυροπηγιακὸ καθεστὼς καὶ νὰ υἱοθέτησαν πραξικοπηματικὰ τὴν ἀπόσπαση τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς στὸ ὁποῖο ὰνῆκε ὑπάγοντάς το στὸν τοπικὸ ἱεράρχη.

Ὄλα αὐτὰ ἀνατρέπονται ὅμως μὲ τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο. Μὲ τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγίλιο ἐπανακαθορίζεται μὲ σαφήνεια καὶ μὲ κατηγορηματικὸ λόγο ἡ θέση καὶ ἡ σχέση τοῦ μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ σχέση ὑποταγῆς καὶ ἀπόλυτης ἐξάρτησής του ἀπὸ τὸ Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιᾶς. Οὐδεμία μνεία τοῦ «Ἁγίου Νικολάου» ὡς «μοναστηριοῦ» γίνεται στὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο. Ἀντίθετα ἀναφέρεται σαφέστατα ὡς «Μετόχι»: «Τὸ δὲ μετόχιον αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, εἴη ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν αὐτοῦ, ὡς καὶ πρότερον ἦν ὑποκείμενον αὐτῷ».

Ἐπιβεβαιώθηκε, λοιπόν, στὰ 1704, ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο Πατριαρχεῖο γιὰ ἄλλη μία φορά, ὅτι «ὁ Ἅγιος Νικόλαος» εἶναι μετόχι καὶ ὑπάγεται, ὅπως ἦταν καὶ ὑπαγόταν παλαιότερα καὶ πάντοτε, στὸ  κανονικὸ (Πάνω) Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο εἶχε τὴν ἕδρα του, ἐκεῖ ποὺ καὶ σήμερα βρίσκεται, μεταξὺ τῆς Βρύναινας καὶ τῶν Κοκκωτῶν.

Οἱ πατέρες τοῦ κανονικοῦ, τοῦ «Πάνω» Μοναστηριοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν κανονικὴ ἕδρα τους καὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μονίμως στὸ «μετόχι», διατάσσονταν νὰ ἐπιστρέψουν, χωρὶς καμμία ἀντίρρηση ἤ πρόφαση, στὴν ἕδρα τους:  «ὀφειλόντων τῶν ἐν αὐτῶ τῷ μετοχίῳ εὑρισκομένων πατέρων, χωρίς τινος προφάσεως καὶ ἀντιλογίας, μεταναστῆναι καὶ ἐπανελθεῖν εἰς τὸ πρωτότυπον καὶ καθολικὸν εἰρημένον βασιλικὸν μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς».

Οἱ μοναχοὶ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ποὺ, ὅπως φαίνεται,  ἄν δὲν ἦταν ὅλοι ἀποτελοῦσαν τὴν συντριπτικὴ πλεοψηφία τους, διατάσσονταν  ἐπιπλέον  νὰ ἐπιστρέψουν στὴν κυριότητα τοῦ κανονικοῦ Μοναστηριοῦ ὅσα κτήματα καὶ ἀφιερώματα ἀντικανονικὰ εἶχαν θέσει στὴν κυριότητα τοῦ μετοχίου: «μεταθέμενον ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου, καὶ τά, ἅπερ, παρὰ τὸ εἰκός, μεθείλκυσαν κτήματα καὶ ἀφιερώματα αὐτοῦ εἰς τὸ μετόχιον, τὸν Ἅγιον Νικόλαον».  Ὑποδηλώνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι ἡ τάση γιὰ αὐτονόμηση τοῦ «Μετοχίου» εἶχε προχωρήσει καὶ σὲ ἰδιοποίηση μοναστηριακῆς περιουσίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶχαν ἤδη ἰδιοποιηθεῖ κάποια κτήματα καὶ ἀφιερώματα τοῦ κανονικοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ μελέτη καὶ συνεξέταση τῶν περιεχομένων τοῦ «σουλτανικοῦ φιρμανίου» καὶ τοῦ «πατριαρχικοῦ σιγγιλίου» μπορεῖ νὰ συμπεράνει κάποιος ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ προκάλεσαν τὴ σουλτανικὴ παρέμβαση συμπεριλάμβαναν  μεταξὺ ἐκείνων ποὺ «διαταράττουσι τὴν διὰ τὸ εὐαγὲς κατάστημα ἐξουσίαν αὐτῶν καὶ γεννῶσι διαφόρους ἔριδας καὶ τοὺς καταπιέζουσι καὶ οὕτω γίνονται πρόξενοι ἀκαταλογίστων ζημιῶν εἴς τε τὸν Μητροπολίτην καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἐν λόγῳ Μοναστηρίου» καὶ τοὺς μοναχοὺς τοῦ κανονικοῦ μοναστηριοῦ. Αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνταν τὰ «ἔσοδα τῶν τοιούτων ἐκκλησιῶν καὶ τῶν ἀφιερωμάτων αὑτῶν νὰ εἰσπράττονται παρὰ τῶν ἐπιτρόπων τῶν διοριζομένων παρὰ τοῦ Μητροπολίτου».

Γίνεται λοιπὸν σαφέστατο ὅτι εἶχαν δημιουργηθεῖ δύο ὁμάδες μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ὑποστηρικτῶν τους οἱ ὁποῖες εἶχαν διαφορετικὲς ἐπιδιώξεις καὶ χρησιμοποιοῦσαν διαφορετικὰ μέσα καὶ ἀνθρώπους. «Μῆλο τῆς Ἔριδος» ἦταν ἡ μεγάλη κτηματικὴ περιουσία ποὺ βρισκόταν στὴν περιοχή, στὴν ὁποία ἦταν τὸ «Μετόχι» τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τὴν περιουσία αὐτὴ τὴν διαχειριζόταν καὶ τὴν ἐκμεταλλευόταν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ ἦταν ἀνεξάρτητο, «μηδενὶ ὑποκείμενον, ἀλλὰ μόνον τῷ πατριαρχικῷ οἰκουμενικῷ τούτῳ θρόνῳ, καὶ μηδενὶ μηδὲν ὀφεῖλον παρέχειν ἤ μόνον τῇ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ ἀνὰ δύο ὀκάδας κηρίου κατ’ ἔτος εἰς σημεῖον ὑποταγῆς κατὰ τὴν τάξιν τῶν σταυροπηγίων».

Τὸ καθεστὼς αὐτὸ μποροῦσε νὰ ἀνατραπεῖ μόνο ἐὰν τὸ «ὑποτακτικὸ» Μετόχι γινόταν «ἀφεντικὸ» ὥστε αὐτὸ νὰ ἔχει τὸν πρῶτο λόγο. Αὐτὸ κατόρθωσε νὰ τὸ ἐπιτύχει ἡ ὁμάδα ποὺ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν της εἶχε τὸν τοπικὸ ἱεράρχη ἀλλὰ καὶ τὸν Σουλτάνο. Ἔτσι ἦρθε σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὁμάδα ποὺ μὲ βασικὸ ὑποστηρικτή της τὸν Πατριάρχη ἤθελε νὰ διατηρηθεῖ τὸ ὑφιστάμενο καθεστὼς καὶ «ὑπέταξαν ἀντεστραμμένως τῷ μετοχίῳ αὐτοῦ, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Νικολάῳ, τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰς ἀφανισμὸν καταντῆσαι τὸ καθολικὸν αὐτὸ σεβάσμιον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς».

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πατριάρχης, ἀντέδρασε ἔντονα καὶ δυναμικά. Διέταζε, λοιπόν, τὰ ἐντελῶς ἀντίστροφα τῶν ὅσων διέταζε ὁ Σουλτάνος.

Ἐπὶ πλέον οἱ ἀποστάτες μοναχοί, ἀφοῦ συμμορφώνονταν μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐντολὲς καὶ ἐπέστρεφαν στὴν ἕδρα τους, ἔπρεπε νὰ ζοῦν πλέον στὸ ἑξῆς «εἰρηνικῶς καὶ φιλαδέλφως καὶ φροντίζοντες τῆς συστάσεως καὶ βελτιώσεως καὶ στερεώσεως καὶ διαμονῆς τοῦ αὐτοῦ μοναστηρίου». Ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς τους, νὰ ζοῦν «φιλαδέλφως» καὶ ὅλοι νὰ φροντίζουν γιὰ τὸ ἴδιο, ἕνα καὶ τὸ αὐτό, μοναστήρι.

Γιὰ νὰ καταδείξει δὲ ὁ Πατριάρχης ἐντονότερα καὶ σαφέστερα τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ τὴν μὴ ὑποταγή του σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐπίσκοπο, ἀκόμα καὶ στὸν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς του, παρὰ μόνο στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἐξουσιοδοτοῦσε τοὺς πατέρες τοῦ Μοναστηριοῦ, σὲ περίπτωση ἀνάγκης χειροτονίας, προκειμένου νὰ ἐπιβεβαιώνουν καὶ νὰ ἰσχυροποιοῦν ἐμπράκτως τὴν ἀνεξαρτησία τους ἀπὸ τὸν τοπικὸ ἱεράρχη, νὰ μποροῦν νὰ καλοῦν ὁποιονδήποτε ἀρχιερέα ἤθελαν, ὅταν χρειαζόταν νὰ γίνει στὸ Μοναστήρι τους κάποια χειροτονία: «ἡνίκα δ’ ἄν χρεία χειροτονίας αὐτοῖς γίνηται, προσκαλῶσιν, ὅν ἄν ἐθέλωσι τῶν ἀρχιερέων, κατὰ τὰς χειροτονίας, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν».

Τὸν τοπικὸ ἐπίσκοπο, τὸν ὁποῖο τὸ σουλτανικὸ φιρμάνι ἀναγνώριζε ὡς κύριο τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ στὸν ὁποῖο οἱ καταπατητὲς «ἐναντίον τῶν ὅρων τῶν προνομίων του, διαταράττουσι τὴν διὰ τὸ εὐαγὲς κατάστημα ἐξουσίαν αὐτοῦ καὶ γεννῶσι διαφόρους ἔριδας καὶ καταπιέζουσι καὶ οὕτω γίνονται πρόξενοι ἀκαταλογίστων ζημιῶν εἴς τε τὸν Μητροπολίτην καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἐν λόγῳ Μοναστηρίου», τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο τὸν ἀγνοεῖ καὶ ἀναθέτει στοὺς μοναχοὺς γιὰ τὶς χειροτονίες, στὶς ὁποῖες ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παρουσία ἐπισκόπου, νὰ καλοῦν «ὅν ἄν ἐθέλωσι τῶν ἀρχιερέων».

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μαζὶ μὲ τὸ μετόχι του, τὸν Ἅγιο Νικόλαο, σύμφωνα μὲ τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο, θὰ ἦταν αὐτόνομο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ κάθε τοπικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ καὶ ἐξουσία. Θὰ ἀνῆκε καὶ θὰ ὑπαγόταν καὶ πάλι στὸ ἑξῆς, ὅπως συνέβαινε πάντοτε, μόνο καὶ ἀπ’ εὐθείας, στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Ὡς μοναδικὸ δὲ καὶ  τυπικό, ἐπιβεβαιωτικὸ  δεῖγμα τῆς ὑποταγῆς αὐτῆς τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν κυριαρχία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως θὰ ἦταν ἡ ὑποχρέωσή του νὰ στέλνει σ’ αὐτὸ «ἀνὰ δύο ὀκάδας κηρίου κατ’ ἔτος εἰς σημεῖον ὑποταγῆς κατὰ τὴν τάξιν τῶν σταυροπηγίων».

Ἀργότερα, ὅπως θὰ καθορίσουν ἄλλα πατριαρχικὰ ἔγγραφα ποὺ θὰ παρουσιασθοῦν στὴ συνέχεια, τὸ τυπικὸ αὐτὸ δεῖγμα τῆς ὑποταγῆς, «δύο ὀκάδες κηρίου» κάθε χρόνο, μετατράπηκε  σὲ χρηματικὸ ποσό.

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς,  ἀπευθυνόταν καὶ στοὺς χριστιανοὺς τῆς γύρω περιοχῆς γνωστοποιῶντας σ’ αὐτοὺς τὶς ἀποφάσεις του καὶ καλῶντας τους νὰ φροντίζουν καὶ αὐτοὶ, ὅπως ὅλοι, γιὰ τὰ συμφέροντα καὶ τὴν πρόοδο καὶ εὐημερία τοῦ Μοναστηριοῦ, ἴσως ἐπειδὴ καὶ ὁ Σουλτάνος εἶχε ἀναφερθεῖ στοὺς λαϊκοὺς περίοικους τοῦ μετοχίου – «μοναστηριοῦ»:

«Τοῖς δὲ ἐκεῖσε πᾶσι χριστιανοῖς ἐντελλόμεθα ἵνα πᾶσαν περιποίησιν καὶ σπουδὴν καὶ ἀγάπην, ὡς εἰκός, ἔχοιεν, μεθ’ ὅσης εὐλαβείας πρὸς τὴν Ἱερωτάτην καὶ Βασιλικὴν Μονήν, βοηθοῦντες αὐτῇ πάντοτε, λόγῳ τε καὶ ἔργῳ, καὶ φροντίζοντες περὶ τῆς συστάσεως καὶ αὐξήσεως καὶ διαμονῆς αὐτῆς, ὡς φιλευσεβεῖς καὶ φιλόχριστοι».

Δὲν παραλείπει ὁ Πατριάρχης ἀκόμη νὰ ἀπευθύνει καὶ κάποιες ἀπειλὲς ἀλλὰ καὶ φοβερὰ ἐπιτίμια καὶ νὰ ἐπικαλεσθεῖ καὶ τὴ θεία τιμωρία, ὅπως συνηθιζόταν τότε σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, γιὰ τοὺς παραβάτες τῶν ἐντολῶν του:

«Ὁποῖοι δ’ ἄν τοὐναντίον ἄλλως πως τολμήσωσιν ἀντιφερόμενοι καὶ ἀντιπράττοντες εἰς τὴν  σύστασιν τῆς αὐτῆς Μονῆς, καὶ ὅσοι ἄν ὀψέποτε φανῶσι καθάπτοντες τῆς σταυροπηγιακῆς καταστάσεως καὶ αὐτοδεσποτείας καὶ κυριότητος τῆς Μονῆς ταύτης καὶ τῶν λοιπῶν αὐτῆς προνομίων καὶ κατά τινα τρόπον διανοηθῶσιν ἐπηρειᾶσαι ταύτην ….., οἱ τοιοῦτοι, ὁποίας ἄν εἴησαν τάξεως καὶ ὁποίου βαθμοῦ, ἀφωρισμένοι ἔστωσαν παρὰ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ἀσυγχύτου Τριάδος, … καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ ἄλυτοι μετὰ θάνατον, ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα, καὶ εὕροιεν ἀντίμαχον αὐτοῖς τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ κρίσεως καὶ ταῖς πατρικαῖς καὶ συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπόδικοι».

Ἔπειτα ἀπὸ τὶς παραπάνω ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς διατυπούμενες πατριαρχικὲς ἐντολές, δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα ἐὰν, γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανίου ποὺ εἶχε προηγηθεῖ, εἶχε πράγματι γίνει ὑποβολὴ σχετικοῦ αἰτήματος τοῦ πατριάρχη καὶ τῆς συνόδου του πρὸς τὸν Σουλτάνο. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὑποβλήθηκε τέτοιο αἴτημα δημιουργοῦνται ἀναπάντητα ἐρωτήματα κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες ὑποβλήθηκε καὶ ποιὸ ἀκριβῶς ἦταν τὸ περιεχόμενό του. Πρέπει βεβαίως ἀκόμη, προκειμένου νὰ δοθεῖ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ νὰ διατυπωθοῦν κάποιες ἀπόψεις ἤ ὑποθέσεις, νὰ συνυπολογισθεῖ καὶ τὸ ὅτι ἄλλος πατριάρχης ἦταν ἐκεῖνος ποὺ «ζήτησε» τὴν ἔκδοση τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανιοῦ.

Δὲν ὑπάρχουν, ὡστόσο, ἀποδείξεις ἤ πληροφορίες ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἡ παραπάνω πατριαρχικὴ διαταγὴ ἐφαρμόστηκε ἀκριβῶς καὶ ἐὰν αὐτὴ ἐπανέφερε καὶ ἀποκατέστησε τὰ πράγματα μονίμως καὶ ὁριστικῶς στὴν παλιά τους κατάσταση.  Δὲν γνωρίζουμε ἐπίσης, καὶ στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἐφαρμόστηκαν οἱ πατριαρχικὲς ἐντολές, γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα ἴσχυσαν καὶ ἀπὸ πόσους μοναχοὺς ἐφαρμόστηκαν. Ἐκεῖνο ποὺ γίνεται μόνο φανερὸ εἶναι ὅτι ὑπῆρχε ἀπὸ καιρὸ  καὶ καλλιεργοῦνταν συνεχῶς μία τάση ἀπεξάρτησης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὅτι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπιβεβαιώθηκε ἡ πατριαρχικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ ὑπόσταση τοῦ ἑνός καὶ μόνου ὑπάρχοντος στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση καὶ τὸν παραλληλισμὸ τῶν δύο παραπάνω κειμένων, τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανιοῦ καὶ τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου, διαφαίνεται, ὡστόσο, μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια καὶ βεβαιότητα, ὅτι ὑπῆρχε καὶ καλλιεργοῦνταν ἀπὸ κάποιους ἐξωμοναστηριακοὺς παράγοντες στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, μία κίνηση, μία τάση, καὶ καταβάλλονταν προσπάθειες νὰ μεταφερθεῖ ἡ ἕδρα καὶ ἡ διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀλλά καὶ νὰ ὑπαχθεῖ ἡ ὅλη του περιουσία σ’ αὐτό. Οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ παρουσιάζονται νὰ μετέχουν στὴν κίνηση γιὰ τὴν ἀνατροπὴ τοῦ ὑπάρχοντος καθεστῶτος ἦταν μᾶλλον δευτερεύοντα πρόσωπα, «δεσμευμένα καὶ χρησιμοποιούμενα» ἀπὸ ἄλλους ἰσχυροὺς παράγοντες ποὺ πρωτοστατοῦσαν.

Διαφαίνεται δὲ καθαρὰ ὅτι σκοπὸς τῶν «πρωτοστατῶν» αὐτῶν καὶ τῶν «ἀποστατῶν» ὀπαδῶν τους μοναχῶν δὲν ἦταν ἁπλὰ ἡ ἵδρυση ἑνός ἄλλου νέου μοναστηριοῦ, μὲ σκοπὸ  ἁπλὰ νὰ μονάσουν ἐκεῖ κάποιοι. Αὐτὸ θὰ ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ γίνει καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ εὕρισκε ἐμπόδια. Ὁ σκοπὸς τους ἦταν ἡ «ἐπαναστατικῷ» ἤ «ἀποστατικῷ» «δικαιώματι» ἀνακήρυξη τοῦ «Μετοχίου» ὡς τοῦ πραγματικοῦ καὶ μόνου «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», μὲ ὅλα ὅσα αὐτὴ ἡ πράξη συνεπαγόταν: δικαιώματα στὸν τίτλο, στὸ ἀρχεῖο, στὰ ἱερὰ κειμήλια, στὴν ἱστορία, στὴν παράδοση, καὶ κυρίως στὴν μεγάλη του περιουσία.

Ἡ τάση αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἦταν πολὺ ἰσχυρὴ καὶ καλλιεργοῦνταν καὶ ὑποθαλπόταν ἐπὶ χρόνια. Ἦταν μιὰ τάση ἀσίγαστη καὶ ἀκατανίκητη γιατὶ πρέπει νὰ ὑποστηριζόταν μονίμως καὶ ἀπὸ ἄλλους ἰσχυροὺς παράγοντες τῆς περιοχῆς, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, ὁπωσδήποτε μὴ ἐκκλησιαστικούς.

Ἐκεῖνοι ποὺ πρωτοστατοῦσαν ἦταν σταθεροὶ στὶς προθέσεις τους καὶ στὶς ἐπιδιώξεις τους καὶ ἀμετακίνητοι στὶς ἀποφάσεις τους καὶ ἀμετάπιστοι. Καμία πατριαρχικὴ διαταγή, ἀλλὰ καὶ καμία ἀπειλὴ καὶ ἐπίκληση ἐπιτιμίων καὶ θείων τιμωριῶν δὲν φαίνεται νὰ στάθηκαν ἱκανὰ στοιχεῖα νὰ σταματήσουν ὅσους πρωτοστατοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ κίνημα καὶ ὅσους τοὺς ὑποστήριζαν. Τίποτε δὲν ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς ἀποτρέψει ἀπὸ τὶς ἐπιδιώξεις τους καὶ νὰ ματαιώσει τὶς ἐνέργειές τους.

Ὑπῆρχε μιὰ σταθερὴ καὶ διαρκὴς ἐπιδίωξη καὶ προσπάθεια, ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καί, μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ἀμφιταλαντευόμενες σκέψεις καὶ προσπάθειες, ὁδηγήθηκε στὴ σημερινὴ κατάσταση, κατὰ τὴν ὁποία ὑπάρχουν δύο ἀνεξάρτητα πλέον μοναστήρια, μὲ ξεχωριστὰ ἡγουμενοσυμβούλια, ἐπονομαζόμενα καὶ τὰ δύο «Μοναστήρια Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἔτσι  τὰ δύο ἐντελῶς ἀνεξάρτητα μεταξύ τους καὶ αὐθύπαρκτα πλέον σημερινὰ «ταυτώνυμα» τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» μοναστήρια εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων «ἀναγκασμένα» καὶ «ὑποχρεωμένα» πλέον καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ, μὲ τὴν κατάσταση ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ὁριστικοποιήθηκε,  νὰ προσθέτουν στὶς ὀνομασίες τους τοὺς  διευκρινιστικοὺς προσδιοριστικοὺς ὅρους «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἄν καὶ ἡ ἐπώνυμη ὀνοματοδότρα εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι μία καὶ μόνη, ἡ ἐπιλεγόμενη «Βρεφοκρατοῦσα», ἡ ὁποία σήμερα βρίσκεται στὴν «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Θεωροῦμε, ὡστόσο, σκόπιμο καὶ ἀπαραίτητο καὶ στὴ θέση αὐτή, νὰ ἀναφέρουμε καὶ πάλι ὅτι οἱ ὀνομασίες «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ «Πάνω Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Κάτω Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» ἤ ἁπλὰ «Πάνω Μοναστήρι» καὶ «Κάτω Μοναστήρι» ἤ «Πάνω Ξενιὰ» καὶ «Κάτω Ξενιὰ» χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς γιὰ πολλὰ χρόνια, πολὺ πρὶν γίνουν δύο χωριστὰ καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους μοναστήρια. Οἱ ὀνομασίες ὅμως αὐτὲς ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχαν τὴν κυριολεκτικὴ σημασία, τὴν ἔννοια, ποὺ ἔχουν στὴν τωρινὴ κατάσταση καὶ τὴν ὁποία ἀπόκτησαν μετὰ τὸν διαχωρισμό τους. Ποτὲ ἄλλοτε οἱ δύο αὐτὲς ὀνομασίες      δὲν εἶχαν χρησιμοποιηθεῖ γιὰ νὰ προσδιορίσουν δύο διαφορετικὰ αὐθυπόστατα καὶ ἀνεξάρτητα μεταξύ τους μοναστήρια. Χρησιμοποιοῦνταν ὡς συμβατικὲς ὀνομασίες ἁπλὰ καὶ μόνο γιὰ νὰ προσδιορίσουν καὶ νὰ διευκρινίσουν τὸν ἕναν ἤ τὸν ἄλλον ἀπὸ τοὺς δύο αὐτούς, τόσο ἀπομακρυσμένους μεταξύ τους λατρευτικοὺς χώρους, λατρευτικὰ κέντρα, τοῦ ἑνὸς καὶ μόνο Μοναστηριοῦ. Χρησιμοποιοῦνταν γιὰ νὰ προσδιορίσουν τὰ δύο ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους κτιριακὰ συγκροτήματα τοῦ ἑνὸς καὶ μόνο Μοναστηριοῦ.

Τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσώτισσας», ὅπως ἦταν ἡ ἀρχική του ὀνομασία, ἤ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», ὅπως ἄρχισε ἀργότερα νὰ λέγεται, ἦταν ἕνα καὶ μόνο, εἶχε πάντοτε μία καὶ μόνη διοίκηση καὶ διαχείρηση καὶ εἶχε ἕνα καὶ μόνο Ἡγουμενικὸ Συμβούλιο. Οἱ προσδιοριστικοὶ ὅροι «Ἄνω Μοναστήρι» καὶ «Κάτω Μοναστήρι» χρησιμοποιοῦνταν γιὰ νὰ περιγράψουν τὰ δύο κύρια κτιριακὰ συγκροτήματα, τὸ «ἄνω» καὶ τὸ «κάτω» ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ Μοναστήρι αὐτό, μόνο γιατὶ τὰ δύο αὐτὰ κτιριακὰ συγκροτήματα ὰπεῖχαν πολὺ μεταξύ τους καὶ ἦταν ἀπαραίτητος κάποιος ἰδιαίτερος γιὰ τὸ καθένα ὀνοματικὸς τοπικὸς προσδιορισμός.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιστέκονταν στὴν κίνηση τοῦ ἀποχωρισμοῦ καὶ τῆς ἀνεξαρτοποίησης τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τῆς ἀνακήρυξής του σὲ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ διατηρήσουν τὴν ὑπάρχουσα ἀνέκαθεν κατάσταση, νὰ κρατήσουν τὰ «ἱερὰ» καὶ  τὰ «πάτρια», ὅπως τὰ βρῆκαν, «οἱ πρὸς τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα πόθον ἔχοντες ὑπουργεῖν περὶ τῆς ἐκείνου ἀρχαίας σταυροπηγιακῆς καταστάσεως καὶ ἐλευθερίας ὑπερασπισθῆναι ταῖς πατριαρχικαῖς περιθάλψεσιν αὐτοῦ», δὲν εἶχαν ἄλλη ἐπιλογὴ, κάθε φορὰ ποὺ ἀμφισβητοῦνταν τὸ καθεστὼς αὐτό,  ἀπὸ τὸ νὰ ἐπικαλοῦνται καὶ νὰ καταφεύγουν στὸν μόνο τους φυσικὸ προστάτη ἀλλὰ καὶ τὸν μόνο ποὺ θεωροῦσαν καὶ ἀναγνώριζαν ὡς οὐσιαστικὸ ὑπεύθυνο καὶ ἁρμόδιο, τὸν φυσικό τους προϊστάμενο καὶ πραγματικὸ πνευματικό τους πατέρα καὶ ὁδηγό, τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

 

 

[1] Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ «Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος  Θ΄ (1926) σελ. 130-144, σὲ δημοσίευμά του ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἔγγραφα Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν χωρίων Βρυνίνης καὶ Κωφῶν τοῦ Ἁλμυροῦ». Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, στὸ δημοσίευμά του αὐτὸ ἀναφέρει ὅτι τὸ σουλτανικὸ ἔγγραφο εἶναι τοῦ Μουσταφᾶ Α΄. Αὐτὸ ὅμως εἶναι  ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν  πραγματικότητα. Ὁ Μουσταφᾶς Α΄ ὑπῆρξε σουλτάνος δύο φορές, τὴν πρώτη ἀπὸ τὸ 1617-1618 καὶ τὴ δεύτερη ἀπὸ τὸ 1622-1623. Τὸ ἔγγραφο, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν χρονολογία του, 1698, ἀνήκει στὸν Σουλτάνο Μουσταφᾶ Β΄, ποὺ κυβέρνησε τὴν Τουρκία ἀπὸ τὸ 1695 -1703. Γι’ αὐτὸ καὶ κάνουμε αὐτὴ τὴ διόρθωση.

[2] ἱεροδίκης = ὁ δικαστὴς ποὺ δικάζει μὲ βάση τὸν ἱερὸ νόμο.

[3] Θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι τοὺς ὅρους «Κάτω Μοναστήρι» καὶ «Πάνω Μοναστήρι» τοὺς χρησιμοποιοῦμε συμβατικά, ἐπειδὴ ἔτσι ἔχουν καθιερωθεῖ μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐνῶ δὲν πρόκειται γιὰ ἰδιαίτερα μοναστήρια ἀλλὰ γιὰ δύο συγκροτήματα κτιρίων, κελιῶν καὶ ναῶν, τὸ «Ἄνω» καὶ τὸ «Κάτω», ἑνὸς καὶ μόνο μοναστηριοῦ, τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

[4] Αὐτοκρατορικὸ (Σουλτανικὸ) Μονόγραμμα σημαίνει Αὐτοκρατορικὴ (Σουλτανικὴ) ὑπογραφὴ, (τουρκιστὶ τουρᾶς) καὶ κατ’ ἐπέκταση ἐδῶ    Σουλτανικὴ Διαταγή.

[5] Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὰ 1698 ἦταν ὁ Καλλίνικος Β΄, ὑπηρετῶντας γιὰ δεύτερη φορὰ ὡς πατριάρχης.

[6] Διβάνιον = Ἀνώτατο Συμβούλιο, Ἀνώτατο Δικαστήριο.

[7] Ὅλες αὐτὲς οἱ τοποθεσίες βρίσκονται στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ», στὴν περιοχὴ «Ράχοβο».

[8] Ἡ ἐπισήμανση τῆς λέξης μοναστηρίου εἶναι τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσης ἐργασίας.

[9] Ἡ 15η  Ρεμπὶ -οὔλ  -ἐβὲλ 1110 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογἰου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν 22α Σεπτεμβρίου 1698 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

[10] Ὁ Γαβριὴλ Γ΄ ἦταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸ 1702 -1707.

[11] Τοῦ κανονικοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τοῦ «Πάνω» Μοναστηριοῦ.

[12] Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σιγγίλιο τοῦ Γαβριὴλ δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορά, ἀσχολίαστο, ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, (1896), σελ. 653-689, στὴν ἐργασία του μὲ τίτλο Ἱστορία καὶ Ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[13] ἔππασις = ἐγκατοίκηση, ἐξασφάλιση ἰδικῆς κατοικίας, ἰδιοκατοίκηση.

[14] Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς συμπεριλαμβανόταν, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴ γεωγραφικὴ ἔκταση τῆς ἐπισκοπικῆς περιφέρειας Ζητουνίου (Λαμίας), ἐξακολουθῶντας νὰ παραμένει  ὅμως ἀνεξάρτητο Βασιλικὸ Πατριαρχικὸ Σταυροπηγιακὸ Μοναστήρι.

[15] Ὅπως ἀναφέρουμε καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς ἡ κτηματικὴ περιφέρεια τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου, σὲ παλιότερες ἐποχές, ὅπως αὐτὴ τοῦ 1698, ἔφτανε μέχρι τὴ θάλασσα.

[16] Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ ἀνάγνωση τοῦ σημείου αὐτοῦ τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου συμπεραίνεται  ὅτι ὅλοι οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ (οἱ πατέρες – καὶ ὄχι κάποιοι πατέρες) εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν κανονικὴ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ τους καὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸ Μετόχι του. Ἐὰν ἡ ἀνάγνωση αὐτὴ εἶναι σωστή γεννᾶται τὸ ἐρώτημα ποιοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνακοίνωσαν στὸν Πατριάρχη τὴν μετακίνηση αὐτὴ καὶ γιατὶ ὁ Πατριάρχης ἀντιδροῦσε σὲ μία καθολικὴ ἀπόφαση ποὺ οὐσιαστικὰ δὲν ἔβλαπτε τὰ συμφέροντα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐὰν βεβαίως συνέβαινε μόνο μία ἁπλῆ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ δοθεῖ μόνο ἐὰν θεωρήσουμε ὅτι δὲν ἔγινε μόνο μεταφορά τῆς ἔδρας τοῦ Μοναστηριοῦ γιατὶ τότε δὲν θὰ χρειαζόταν μεταβίβαση περιουσιακῶν στοιχείων ἀφοῦ δὲν δημιουργοῦνταν ἄλλο μοναστήρι. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ἄλλο μοναστήρι τὸ ὁποῖο μάλιστα ἦταν δὲν ἦταν ὑποταγμένο στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἀλλὰ στὸν τοπικὸ ἱεράρχη καὶ τὸ ὁποῖο οἰκειοποιήθηκε περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ πατριαρχικοῦ καὶ σταυροπηγιακοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

[17] Δὲν ἁρμόζει.

[18] Ἡ προσεκτικὴ καὶ πάλι ἀνάγνωση τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑποδεικνύει ὅτι στὸ ἐπίμαχο θέμα τῶν διαφορετικῶν ἀπόψεων γιὰ τὶς σχέσεις Μοναστηριοῦ Παναγίας Ξενιᾶς καὶ Μετοχίου Ἁγίου Νικολάου συμμετεῖχαν καὶ μάλιστα πολὺ δυναμικὰ καὶ ἄλλοι μὴ μοναχοί. Στὸν Πατριάρχη ἀπευθύνθηκαν ὄχι μοναχοὶ ἀλλὰ ἄλλοι ποὺ ποθοῦσαν νὰ δραστηριοποιηθοῦν γιὰ τὴν ἐπίτευξη καλῶν καὶ θεαρέστων ἔργων καὶ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν παλαιῶν σταυροπηγιακῶν προνομίων τοῦ Μοναστηριοῦ», «οἱ πρὸς τὰ καλὰ καὶ θεάρεστα ἔργα πόθον ἔχοντες ὑπουργεῖν περὶ τῆς ἐκείνου ἀρχαίας σταυροπηγιακῆς καταστάσεως καὶ ἐλευθερίας».

[19] αψδ΄= 1704

[20] Ἰνδικτιὼν ἑνὸς ἔτους λέγεται ἡ σειρὰ τοῦ ἔτους ἐντὸς ἑνὸς χρονικοῦ διαστήματος δεκαπέντε ἐτῶν. Ἡ ἰνδικτιὼν ἑνὸς ἔτους εὑρίσκεται ἐὰν στὸ ἔτος αὐτό προσθέσουμε τὸ 3 (τρία), τὸ ἄθροισμα διαιρέσουμε διὰ 15 (δεκαπέντε) καί πάρουμε τὸ ὑπόλοιπο. Ἔτσι ἐδῶ ἔχουμε: (1704 +3): 15 = 113 πηλίκον καὶ 12 ὑπόλοιπο. Ἑπομένως ἡ ἰνδικτιὼν τοῦ ἔτους 1794 εἶναι 12. Ἐὰν τὸ ὑπόλοιπο εἶναι μηδὲν, ἡ ἰνδικτιὼν εἶναι 15.