Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος τρίτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ ἱστορία   τῆς «Εἰκόνας» τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς»

  1. Τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκκα Παναγιᾶς»

Ἡ Πρώτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς»

Στὴν τοποθεσία «Λάκκα Παναγιὰ» τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχίλλειο τῆς περιοχῆς τοῦ  Ἁλμυροῦ ὑπῆρχε στὴν ἐποχὴ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἕνα μοναστήρι. Δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὴν πρώτη ὀνομασία του, οὔτε πρὸς τιμὴν τίνος ἁγίου εἶχε ἀνεγερθεῖ. Δὲν γνωρίζουμε, μὲ βεβαιότητα, γιὰ τὸ μοναστήρι  αὐτὸ παρὰ λίγα μόνο στοιχεῖα τῆς  ἱστορίας του.

Τὰ λιγοστὰ αὐτὰ στοιχεῖα, ὡστόσο, μὲ βάση τὶς τοπικὲς παραδόσεις, τοὺς θρύλους ποὺ ὑπάρχουν γι’ αὐτό, τὶς κάποιες ἱστορικὲς ἐνδείξεις ποὺ ἀκόμη σώζονται, τὶς παλαιότερες περιγραφὲς καὶ καταγραφὲς γι’ αὐτὸ διαφόρων ἐπισκεπτῶν του καὶ τὶς περιγραφὲς τῶν ἐρειπίων του, θὰ καταθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτό, στὸ βαθμὸ καὶ στὴν ἔκταση ποὺ θεωροῦμε ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ συμπληρώσουμε κάποια κενὰ στὸ βαθμὸ ποὺ αὐτά, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας, συνδέονται μὲ τὸ σκοπὸ τούτου του βιβλίου.

Τὸ μοναστήρι αὐτό, ποὺ συμβατικὰ στὴν ἐργασία μας αὐτὴ θὰ τὸ ὀνομάζουμε «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς», εἶναι τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο παρουσιάστηκε γιὰ πρώτη φορά ἡ «Εἰκόνα τῆς Βρεφοκρατούσας Παναγίας», ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ἔγινε γνωστὴ καὶ παραμένει γνωστὴ μὲ τὴν ἐπωνυμία «Παναγία Ξενιά».

Τονίζουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ «Παναγία Ξενιὰ», ὑπογραμμίζοντάς το, θέλοντας νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ τονίσουμε ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ στιγμή, ὅτι ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιά», δὲν ἀνῆκε στὴ συγκεκριμένη εἰκόνα τῆς Παναγίας πρὶν αὐτὴ φτάσει στὰ μέρη μας. Ἡ συγκεκριμένη εἰκόνα τῆς «Βρεφοκρατούσας Παναγίας» δὲν ἦρθε στὰ μέρη μας ἔχοντας τὴν ἐπωνυμία «Παναγία Ξενιά». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ προσδόθηκε στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα μετὰ τὴν ἄφιξή της στὸ Μοναστήρι στὴ «Λάκα Παναγιά» ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς στὴν ὁποία παρουσιάστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ εἰκόνα.

Ἡ ἱστορία τῆς συγκεκριμένης αὐτῆς εἰκόνας, πρὶν τὴν ἄφιξή της στὴ θέση «Λάκα Παναγιά», δὲν μᾶς εἶναι γνωστή. Ἔχουν φτάσει ὡς τὶς ἡμέρες μας μόνο κάποιες παραδόσεις καὶ ἔχουν διατυπωθεῖ καὶ κάποιες ὑποθέσεις.

Ὑπάρχουν παραδόσεις ποὺ λένε ὅτι ἡ εἰκόνα ἔφτασε ὡς τὴν περιοχὴ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες παραδόσεις ποὺ λένε ὅτι ἔφτασε στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Ὅλες αὐτὲς ὅμως εἶναι ὑποθέσεις, ὑποθέσεις ποὺ διατυπώθηκαν σὲ παλιότερες ἐποχὲς ἀπὸ κάποιους καὶ οἱ ὁποῖες στὴν ἐποχή μας θεωροῦνται καὶ καταγράφονται ὡς «παραδόσεις».

Μὲ βεβαιότητα καὶ στηριγμένο σὲ γραπτὲς ἱστορικὲς ἀποδείξεις δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸ οὔτε τὸ πότε ἀκριβῶς ἔφτασε ἡ «Εἰκόνα» στὰ μέρη τῆς «Λάκα Παναγιᾶς». Ὡστόσο μπορεῖ νὰ γίνεται πιστευτὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἄφιξη τῆς «Εἰκόνας» πραγματοποιήθηκε στὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Εἰδικοὶ ἐπὶ τῶν τάσεων τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφικῆς τεχνοτροπίας ἐπιστήμονες ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ εἰκόνα ἀνήκει στὴν ἐποχὴ τῆς Εἰκονομαχίας. Τὰ σχετικὰ ἐπιχειρήματα δὲν τὰ ἀναφέρουμε θεωρῶντας ὅτι ἡ ἀναφορά τους ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τούτης τῆς ἐργασίας μας.

Ἐάν, λοιπόν, ὅπως ἀναφέρουν κάποιες ἀπὸ τὶς σχετικὲς παραδόσεις καὶ ὅπως ὑποδεικνύουν κάποιες ἐνδείξεις καὶ γνῶμες «εἰδικῶν», ἡ «Εἰκόνα τῆς Παναγίας (Ξενιᾶς)», ἔφτασε στὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς» κατὰ τὴν περίοδο τῆς «Εἰκονομαχίας», πρέπει  νὰ δεχτοῦμε ὅτι τὸ «μοναστήρι» αὐτό, τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς» ἤ κάποια προηγούμενη «ὑπόστασή» του,  ὑπῆρχε στὴ θέση αὐτὴ πρὸ τοῦ τέλους τῆς περιόδου τῆς «Εἰκονομαχίας», πρὶν τὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, δηλαδὴ πρὶν τὸ 843 μ.Χ.

Φυσικὰ θὰ προβληθεῖ ἀπὸ κάποιους ἡ γνωστὴ ἔνσταση, ἡ ὁποία παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη στὴ Θεσσαλία ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα γενικότερα μοναστήρια.  Ἐὰν, ὡστόσο, θέλουμε νὰ  κάνουμε δεκτὴ τὴν ἔνσταση, τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἐκεῖ, στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, κατὰ τὴ χρονικὴ περίοδο τῆς ἄφιξης  τῆς εἰκόνας, ὑπῆρχε ἕνα κέντρο χριστιανικῆς λατρείας, ἕνας χριστιανικὸς ναὸς μὲ μιὰ ὁμάδα χριστιανῶν γύρω του, τὸ ὁποῖο κέντρο χριστιανικῆς λατρείας ἀργότερα καὶ βαθμηδὸν ὀργανώθηκε καὶ μεταμορφώθηκε σὲ αὐτὸ ποὺ σήμερα καλοῦμε μοναστήρι. Εἶναι ἡ ἴδια ὑπόθεση καὶ ἄποψη τὴν ὁποία υἱοθετήσαμε καὶ γιὰ τὴν πρώτη ἀρχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυσή του.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε, λίγο μετὰ τὸ 1900 τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» καὶ τὰ σχεδίασε, γράφει γι’ αὐτό: «Ἕτερον μνημεῑον ἄξιον λόγου διεσώθη ἡμῖν παρὰ τὸ Πτελεόν[1] ἡ μονὴ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς λεγομένης. Ἐνταῦθα προέχει ἐν τῇ θαλάσσῃ γηίνη γλῶσσα εἰς ἱκανὸν μῆκος. Ἐπ’ αὐτῆς δὲ τῆς  χερσονησιζούσης γλώσσης ἔκειτο κατὰ τὸν μεσαίωνα μία μεγάλη μονή, ὡς ἐκ τῶν ἐρειπίων αὐτῆς ἐξάγεται, διότι ὁλόκληρον σχεδὸν τὴν χερσονησίζουσαν ταύτην λωρίδα καταλαμβάνουσι τὰ ἐρείπια αὐτῆς…».[2]

004Εικ 1. Σχεδιάγραμμα του βυζαντινού μοναστηριού της «Λάκα Παναγιάς», του πρώτου Μοναστηριού της Παναγίας Ξενιάς, σχεδιασμένο από τον Νικόλαο Γιαννόπουλο στα 1900

 

Ἐπισημαίνουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι τὰ ἐλάχιστα, σκεπασμένα μὲ θάμνους, ὑπολείμματα τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς», κατὰ τὸ 1900, ὀνομάζονταν, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε γιατὶ βοηθάει ἀποτελεσματικὰ στὴν ἀνάπτυξη σκέψεων καὶ στὴ λύση μερικῶν προβλημάτων ποὺ δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν προσωνυμία «Ξενιά».

Ἡ ὀνομασία «Παναγία Ξενιὰ» προσδόθηκε στὴν εἰκόνα καὶ στὸ μοναστήρι ποὺ ὑπῆρχε ἀπὸ πρὶν ἐκεῖ, στὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς», ὁπωσδήποτε, μετὰ τὴν ἄφιξη τῆς εἰκόνας τῆς (Βρεφοκρατούσας) Παναγίας.

Ἐπισημαίνουμε, λοιπόν, μὲ ἔμφαση ὅτι τὰ μισοαφανισμένα ἐρείπια τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς» ὀνομάζονταν στὰ 1900 «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Αὐτὸ πρέπει νὰ τονιστεῖ ἰδιαίτερα καὶ νὰ ἀξιολογηθεῖ γιατὶ θὰ μᾶς χρησιμεύσει σὲ κατοπινοὺς συλλογισμούς μας καὶ συμπεράσματα.

Στὰ 1900, ὁπότε ἐπισκέφθηκε τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἡ περιοχὴ ἐκείνη ἦταν ἐντελῶς ἔρημη καὶ ἀκατοίκητη. Τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀχίλλειο ποὺ τώρα ὑπάρχει ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ὡστόσο τὰ θαμμένα καὶ πνιγμένα μέσα σὲ θάμνους ἐκεῖνα ἐρείπια ὀνομάζονταν «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Φυσικὰ ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἶχε δοθεῖ πρόσφατα. Ἦταν πολὺ παλαιά. Θὰ ὀνομάζονταν ἔτσι πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια,  ὁπωσδήποτε  πρὶν τὸ 1900. Τὰ θαμμένα στὸ χρόνο ἐρείπια ἔχουν πάντοτε θαμμένα μαζί τους τοὺς θρύλους καὶ τὰ ὀνόματα ποὺ τὰ συνοδεύουν. Δὲν τοὺς δίνει κανένας αὐθαίρετα τὰ ὀνόματα καὶ μάλιστα ὁ ἁπλὸς «ἀδασκάλευτος» καὶ «ἀκαθοδήγητος» λαός. Δὲν «βαφτίζει» αὐθαίρετα ἕνας λαὸς τὰ σκεπασμένα μὲ θρύλους καὶ χαμένα στὸ βάθος τοῦ χρόνου ἐρείπια τοῦ τόπου του. Ἀφουγκράζεται τὸ παρελθὸν καὶ «ἀκούει» τὶς φωνὲς τῶν θαμμένων σ’ αὐτὰ προγόνων του.  Ἀναγνωρίζει τὰ προγονικὰ ὑπολείμματα καὶ τὶς προγονικὲς φωνές.

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς» εἶναι πρῶτο Μοναστήρι ποὺ πῆρε τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τούτης τῆς ἐργασίας μας τὴν ἴδια ἐπωνυμία, «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», πῆραν  καὶ ἄλλα μοναστήρια καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουμε καὶ «δεύτερο» καὶ «τρίτο» καὶ «τέταρτο» καὶ «πέμπτο» «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἑπομένως οἱ ὅποιες ἐνστάσεις καὶ διαφορὲς ἀπόψεων ὑπῆρχαν καὶ διατυπώθηκαν ἤ καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ ἀκούγονται ὡς πρὸς τὴν τάχα «ἀνάρμοστη» προσωνυμία «Ξενιὰ» γιὰ τὴν Παναγία πρέπει νὰ ἀνάγονται καὶ νὰ ἐξετάζονται σὲ σχέση μὲ τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς», τὸ πρῶτο μοναστήρι στὸ ὁποῖο προσδόθηκε ἡ ὀνομασία αὐτή. Ὁ χρονικὸς αὐτὸς καὶ τοπικὸς ἐντοπισμὸς  τοῦ προβλήματος εἶναι μιὰ καλὴ ἀρχὴ γιὰ τὴ λύση του καὶ τὴ διατύπωση ὑπεύθυνων ἀπόψεων.

Τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα  ποὺ αὐτὰ παρουσίαζαν κατὰ τὸ 1900, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, ἀνῆκαν στὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσαίωνα.

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς» εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἄκμαζε τουλάχιστον πρὶν τὴν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας καὶ συνέχιζε νὰ ὑπάρχει γιὰ μερικά, τοὐλάχιστον χρόνια, καὶ  μετὰ τὸ 1204.

Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ μᾶς ὁδηγοῦν κάποιες πληροφορίες ποὺ σώθηκαν γι’ αὐτὸ, καὶ οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὴ διαχείριση τῆς κτηματικῆς του περιουσίας. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς» ὑπῆρξε ἀντικείμενο πολλῶν διεκδικητικῶν διενέξεων μεταξὺ διαφόρων ποὺ θεωροῦσαν, ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του, δικαιοῦχο τῆς περιουσίας αὐτοῦ.

Κατὰ τὴ διανομὴ τῶν ἐδαφῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μεταξὺ τῶν διαφόρων φράγκων ἡγεμόνων, ἡγεμονίσκων καὶ ἀρχηγῶν ὁμάδων σταυροφόρων, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε μετὰ τὴ διάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,  κατὰ τὸ 1204,  ἡ περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς»  παραχωρήθηκε ἀρχικὰ στὸ «Τὰγμα τῶν Ἰωννιτῶν Ἱπποτῶν», οἱ ὁποῖοι φαίνεται ὅτι τὸ κράτησαν  στὴν κυριαρχία τους γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ διάστημα.

Ἀργότερα ἡ ἴδια αὐτὴ περιοχὴ περιῆλθε, ὕστερα ἀπὸ κατάκτησή της, στοὺς Λομβαρδοὺς ἀδελφοὺς Ἀλμπερτῖνο καὶ Ρολανδῖνο Κανόσα. Ἀλλὰ καὶ στὴν κυριαρχία αὐτῶν παρέμεινε  γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα. Λίγο ἀργότερα τὸ μοναστήρι στὴ Λάκα Παναγιὰ φαίνεται ὡς νὰ μὴν ὑπάρχει. Οἱ μοναχοί του καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια τοῦ Μοναστηριοῦ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτό. Κάποιοι  τοῦ ἔχουν ἁρπάξει τὴν κτηματική του περιουσία, ἡ ὁποία, ἄγνωστο μὲ ποιὸν τρόπο καὶ πότε ἀκριβῶς, εἶχε περιέλθει στὸ μοναστήρι τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ γειτονικὸ νησὶ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου Κικύνηθος.

Ὡστόσο καὶ ἀσχέτως μὲ τὸ ποιὸς κατεῖχε προσωρινὰ τὰ  κτίσματα καὶ τὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς», ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁλόκληρη ἡ παραλιακὴ περιοχὴ ἀπὸ τὸ λιμάνι τοῦ Πτελεοῦ μέχρι καὶ τὴ σημερινὴ Γλύφα, σὲ πλάτος πέντε μιλίων στεριᾶς ἀπὸ τὴν ἀκτὴ, ἀπὸ τὸ 1204 περίπου μέχρι καὶ τὸ 1470, βρισκόταν ὑπὸ τὴν κυριαρχία καὶ οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση τῶν Βενετῶν.[3] Στὴν παραλιακὴ αὐτὴ περιοχὴ συμπεριλαμβανόταν καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς καὶ τὸ σύνολο τῆς κτηματικῆς του περιουσίας.

Στὶς  6 Ἰουνίου 1310 ὁ δούκας τῆς Ἀθήνας Βάλθερος Βρυένιος, ὁ ὁποῖος τότε ἦταν στρατοπεδευμένος στὴ Λαμία (Ζητοῦνι) καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ πολεμήσει ἐναντίον τῶν Καταλανῶν, μὲ δωρητήριο ἔγγραφό του,[4] πρόσφερε τὰ κτήματα ποὺ κατεῖχε τὸ μοναστήρι τῆς Κικυνήθου στὴν περιφέρεια Πτελεοῦ, στὸν Βενετὸ Ἰωάννη Κουϊρίνη. Μεταξὺ τῶν κτημάτων αὐτῶν, τὰ ὁποῖα κατεῖχε τὸ μοναστήρι τῆς Κικυνήθου στὴν περιφέρεια Πτελεοῦ, περιλαμβάνονταν καὶ τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς. Παραχωρήθηκαν, λοιπόν, τὸ 1310 καὶ αὐτὰ στὸν Βενετὸ Ἰωάννη Κουϊρίνη.

Ἔτσι γύρω στὰ 1310  τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς» φαίνεται ὡς νὰ μὴν  ὑπάρχει. Ἡ κτηματικὴ του περιουσία εἶχε περιέλθει – ἄγνωστο ἀπὸ πότε ἀκριβῶς  καὶ μὲ ποιὰ διαδικασία – στὸ «Μοναστήρι τῆς Κικυνήθου» καὶ παρέμεινε στὴ δικαιοδοσία του μέχρι καὶ τὶς 6 Ἰουνίου τοῦ 1310, ὁπότε παραχωρήθηκε στὸν Βενετὸ Ἰωάννη Κουϊρίνη (Zuan Quirin).

Ὅπως ἀφήνεται ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνεται φανερὸ τὸ «Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» πρέπει νὰ εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τοὺς μοναχούς του μετὰ τὸ 1204 καὶ ὁπωσδήποτε πρὶν τὸ 1310. Ἡ περιουσία του κατεχόταν ἀπὸ τὸ «Μοναστήρι τῆς Κικυνήθου» καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Βενετὸ Ἰωάννη Κουϊρίνη. Στὰ κτίσματά  του, ποὺ ἀσφαλῶς ἄρχισαν νὰ ἐρημώνουν, ἀπέμεινε μόνο ἡ ὀνομασία: «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πρέπει νὰ ἀκουγόταν ἐκεῖ τὸ «Παναγία Ξενιά». Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ «μοναστήρι» αὐτὸ ἐρημώθηκε καὶ τὰ ἐρείπιά του εἶχαν καὶ διατήρησαν τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιὰ» μέχρι καὶ τὰ 1900, ποὺ τὴν ἄκουσε, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

Πολὺ πρὶν ἐγκαταλειφθεῖ, ὡστόσο, τὸ μοναστήρι εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἡ κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἄφιξη τῆς «Εἰκόνας τῆς Παναγίας» σ’ αὐτό. Πρὶν ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶχε δοθεῖ στὴν «Εἰκόνα τῆς Παναγίας» ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιά» καὶ εἶχε καθιερωθεῖ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς γύρω περιοχῆς καὶ ἀπὸ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ εἰδικὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση πρὸς τιμήν της, στὶς 23 Αὐγούστου.

Ἡ «Εἰκόνα τῆς Παναγίας» ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἔχοντας ἤδη τὴν ἐπωνυμία «Παναγία Ξενιά» καὶ καθιερωμένη τὴν ἡμέρα τοῦ ἑορτασμοῦ της. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἐγκαταλειμμένα ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ διατήρησαν τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά» καὶ γι’ αυτό τελοῦνταν ἐκεῖ κάθε χρόνο καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τελεῖται ἑορταστικὴ πανήγυρη στὶς 23 Αὐγούστου.

Ἡ ἐπωνυμία «Παναγία Ξενιά» καὶ κατὰ κύριο λόγο ὁ θαυμαστὸς τρόπος ἄφιξης τῆς εἰκόνας της στὴν τοποθεσία ἐκείνη πρέπει νὰ λειτούργησαν τόσο δυναμικὰ καὶ καταλυτικὰ ὥστε ἡ ἴδια ἐπωνυμία νὰ προσδόθηκε καὶ στὸ ὑπάρχον ἀπὸ πρὶν ἐκεῖ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς».

Τὸ γεγονὸς ὅτι μισοαφανισμένα ἴχνη μεσαιωνικῶν ἐρειπίων, τῆς ἐποχῆς τοῦ 1300 περίπου, ἀποκαλοῦνταν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς ἑξακόσια χρόνια μετά, κατὰ τὸ 1900, «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» ὁδηγεῖ ἀσφαλῶς στὴ σκέψη ὅτι ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν εἶχε προσδοθεῖ πρόσφατα ἀλλὰ ἦταν καθιερωμένη ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ἦταν ἡ ὀνομασία τῶν χορταριασμένων καὶ μισοαφανισμένων ἐρειπίων. Εἶναι γνωστὸ καὶ παραδεκτὸ ὅτι πολυκαιρισμένα ἐρείπια σκεπασμένα μὲ θρύλους καὶ παραδόσεις δὲν ἀλλάζουν τὶς ὀνομασίες τους ἀλλὰ τὶς διατηροῦν σὲ πεῖσμα κάθε διαφορετικῆς προσπάθειας. Ἐξάλλου  τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, 1900, κατὰ τὴν ὁποία εἶδε καὶ περιέγραψε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ περιοχὴ δὲν κατοικοῦνταν ἀπὸ κάποιους ὥστε αὐτοὶ νὰ δημιουργήσουν θρύλους καὶ παραδόσεις,  καὶ ἄν ἀκόμα δεχτοῦμε, τὸ ἐντελῶς ἀπαράδεκτο, ὅτι εἶναι δυνατὸν νέοι κάτοικοι νὰ δημιουργήσουν ἄσχετους καὶ ἀνύπαρκτους θρύλους σὲ βάρος ἄλλων ὑπαρκτῶν θρύλων καὶ παραδόσεων.

Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ μοναστηριοῦ στὴ θέση «Λάκκα Παναγιά» ἀπὸ τοὺς μοναχούς του, προκειμένου αὐτοὶ  νὰ φτάσουν τελικὰ στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (σημερινῆς Ἄνω Ξενιᾶς), εἶχε περιπλέξει  περισσότερο τὸ πρόβλημα τῆς «κτητορικῆς δικαίωσης» τῶν μοναστηριῶν της περιοχῆς τοῦ Πτελεοῦ καὶ ὑπῆρχαν ἐκκρεμότητες.

Κατὰ τὸ 1365, ὁπότε οἱ καλόγεροι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» εἶχαν ἤδη ὁπωσδήποτε φθάσει στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (τῆς σημερινῆς Μονῆς Ἄνω Ξενιᾶς), τὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ  μεταξὺ τῶν διαφόρων διεκδικητῶν καὶ ἀπαιτητῶν τῶν  μοναστηριακῶν ἐκτάσεων στὴν περιοχὴ τοῦ Πτελεοῦ ἦταν μεγάλα καὶ δισεπίλυτα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἐπίλυση τῶν κτητορικῶν αὐτῶν προβλημάτων ὁδήγησε τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στὴν ἀπόφαση νὰ στείλει ὡς ἀντιπρόσωπό του ἕναν μοναχό, τὸν Λουκᾶ, μὲ σκοπὸ νὰ φροντίσει νὰ τακτοποιηθεῖ «ἡ κτητορικὴ δικαίωσις καὶ ἐφορία καὶ οἰκονομία τῶν ἐν Πτελεῷ εὑρισκομένων τριῶν πατριαρχικῶν μονυδρίων».

Τὰ τρία αὐτὰ «πατριαρχικὰ μονύδρια», τῶν ὁποίων «τὴν κτητορικὴ δικαίωσιν καὶ οἰκονομίαν καὶ ἐφορίαν» ἔπρεπε νὰ τακτοποιήσει ὁ ἀποσταλμένος  ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη μοναχὸς Λουκᾶς, ἦταν 1) τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ 2) τὸ μοναστήρι στὴ θέση «Λάκα Παναγιά», ποὺ εἶχε ἤδη προσλάβει τὴν ἐπωνυμία «Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ τὸ ὁποῖο εἶχαν ἐγκαταλείψει οἱ καλόγεροί του γιὰ νὰ μετακομίσουν στὴ θέση «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατὰ» ἀρχικὰ καὶ ὕστερα ἀπὸ χρόνια στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα», διεκδικῶντας ὅμως πάντοτε τὴν κτηματική του περιουσία καὶ 3) τὸ μοναστήρι τῆς «Παναγίας Βάβριανης» στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Γλύφας.

Φαίνεται ὅτι καὶ τὰ τρία αὐτὰ «πατριαρχικὰ μονύδρια» εἶχαν ἐγκαλειφθεῖ ἀπὸ τοὺς μοναχούς τους τόσο ἐξαιτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν ἕνα διαρκὲς καὶ μακροχρόνιο γι’ αὐτὰ κακό, δεδομένου ὅτι καὶ τὰ τρία ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα, ὅσο καὶ κυρίως ἐξαιτίας τῆς κατακτητικῆς, ληστρικῆς καὶ ἁρπακτικῆς ἐπέλασης καὶ  πολεμικῆς ἐναντίον τους συμπεριφορᾶς  τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν καὶ τῆς καταλυτικῆς καὶ κυριαρχικῆς παρουσίας στὴν περιοχή τους τῶν Βενετῶν καὶ ἐχθρικῆς συμπεριφορᾶς ἐναντίον τους τῶν φανατικῶν καθολικῶν μοναχῶν τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωννιτῶν Ἱπποτῶν.

Ἡ γρήγορη ἀποχώρηση τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν ἀπὸ τὴν περιοχὴ αὐτὴ, ἡ σύντομη παρουσία στὴν ἴδια περιοχὴ τῆς κυριαρχίας τῶν ἀδελφῶν Ἀλμπερτίνου καὶ Ρολανδίνου Κανόσσα, ἡ «αὐθαίρετη» παραχώρηση τῆς   περιουσίας τῶν τριῶν αὐτῶν «πατριαρχικῶν μονυδρίων» στὸ μοναστήρι τῆς Κικυνήθου ἀρχικὰ καὶ στὸν Βενετό Ἰωάννη Κουϊρίνη (Zuan Quirin) ἀργότερα, ἀλλὰ καὶ οἱ βέβαιες διεκδικήσεις ἄλλων ἀπαιτητῶν στὰ ἐγκαταλειμένα περιουσιακὰ στοιχεῖα τῶν μοναστηριῶν αὐτῶν, ὅπως π.χ. τῶν μοναχῶν τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα», εἶχαν δημιουργήσει περίπλοκα ἰδιοκτησιακὰ προβλήματα. Ἡ λύση τῶν προβλημάτων αὐτῶν καὶ ἡ διαπραγμάτευση  τῶν προβαλλομένων δικαιωμάτων τῶν διαφόρων διεκδικητῶν  ἦταν τὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ λύσει ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μοναχὸς Λουκᾶς κατὰ τὸ 1365.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ σχετικοῦ πατριαρχικοῦ ἐγγράφου:

«Ἡ μετριότης  ἡμῶν διὰ τοῦ παρόντος γράμματος ἀνατίθησι τῷ τιμιωτάτῳ ἐν μοναχοῖς, κῦρ Λουκᾷ, ἀγαπητῷ κατὰ πνεῦμα ταύτης υἱῷ, τὴν κτητορικὴν δικαίωσιν καὶ ἐφορείαν καὶ οἰκονομίαν τῶν ἐν τῷ Πτελέῳ εὑρισκομένων πατριαρχικῶν τριῶν μονυδρίων, ὅστις καὶ ὀφείλει ἐπιλαβέσθαι τούτων καὶ προηγουμένως μὲν καὶ παρὼν καὶ ἀπὼν διὰ γραμμάτων καὶ διδασκαλιῶν, ὡς ἱκανὸς εἰς τοῦτο ὤν, χάριτι Χριστοῦ, νουθετεῖν καὶ εἰσηγεῖσθαι αὐτοῖς τὰ κρείττονα καὶ σωτηρίαν ἐχόμενα καὶ παντὶ τρόπῳ χειραγωγεῖν καὶ ὁδηγεῖν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν κατόρθωσιν τῆς ἀρετῆς, εἶτα συνιστᾶν καὶ βελτιοῦν πάντα τὰ αὐτοῖς προσόντα κτήματά τε καὶ πράγματα καὶ, ὅν ἄν ἀποκαταστήσῃ δικαίῳ καὶ ἡγούμενον, ἔχειν αὐτὸν τὸ βέβαιον καὶ ἀσφαλὲς, ὡς ἐκλελεγμένον παρ’ αὐτοῦ καλῶς καὶ εἰδότος καὶ ἐκλεξαμένου, ἐπεὶ καὶ ἡ μετριότης ἡμῶν ἑτέρῳ γράμματι τὸν ὑπ’ αὐτοῦ δικαίῳ ἐκύρωσε, καὶ ἐνετείλατο διάγειν σεμνῶς καὶ διδάσκειν οὕτω τοὺς ὑπ’ αὐτὸν διάγειν καὶ τῶν αὐτοῖς προσόντων πάντων ἐπιμελεῖσθαι ὥστε ἐπὶ τὸ βέλτιον προχωρεῖν. διὸ καὶ τὸ παρὸν γράμμα τῆς ἡμῶν μετριότητος ἀπολέλυται.+

+μηνὶ ἰανουαρἰου ἰνδ. γ΄ +»[5]

 

Δὲν γνωρίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ μοναχοῦ Λουκᾶ. Διαφαίνεται, ὡστόσο, ὅτι τὰ «πατριαρχικὰ μονύδρια» ἤ κάποια ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶχαν ὁλοκληρωτικὰ ἐγκαταλειφθεῖ. Σὲ κάποια τοὐλάχιστον  ὑπῆρχαν κάποιοι μοναχοὶ ἤ εἶχαν ἐπανέλθει στὸ μεταξὺ κάποιοι ἤ κάποιοι ἄλλοι εἶχαν ἐγκατασταθεῖ σ’ αὐτά, ἀφοῦ ὁ μοναχὸς Λουκᾶς ἔπρεπε νὰ φροντίσει καὶ γιὰ τὴν «ἀποκατάσταση» ἡγουμένου σ’ αὐτά. Γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βάβριανης εἶναι βέβαιο ὄτι κάποιοι μοναχοὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὰ κτίσματά του. Ἴσως αὐτοὶ οἱ νεοφερμένοι σὲ κάποιο ἤ κάποια ἀπὸ τὰ μοναστήρια αὐτὰ νὰ προκάλεσαν τὴν ἀποστολὴ ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου τοῦ μοναχοῦ Λουκᾶ.

Ἀπὸ ὅσα ὅμως γνωρίζουμε φαίνεται ὄτι οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», τὸ ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρθηκε εἶχε πάρει τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», διατήρησαν τὰ κτητορικά τους δικαιώματα στὴν περιουσία τους καὶ δικαιώθηκαν ἀπὸ τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Πατριάρχη μοναχὸ Λουκᾶ. Οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», ἴσως  καὶ μὲ τὴν δυναμικὴ παρέμβαση καὶ ὑποστήριξη τῶν   μοναχῶν  τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», στὴν ὁποία εἶχαν μεταβεῖ καὶ εἶχαν παραχωρήσει τὴν περιουσία τους, πῆραν ὅσα τοὺς ἀνῆκαν. Ἐξ ἄλλου ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας ἦταν «βασιλικό, πατριαχικὸ καὶ σταυροπηγιακὸ» μοναστήρι. Ἔτσι μόνο ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ «Κουκλιᾶς», τὸ μεγάλο δασόκτημα ἰδιοκτησίας τῶν μοναχῶν τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τοῦ «Κουκλιᾶ» κατόπιν, ἔγινε τελικὰ κτῆμα τῆς Μονῆς Παναγίας Κισσιώτισσας.

 

 

  1. Ἡ θαυματουργὸς ἐμφάνιση    τῆς «εἰκόνας» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

Στὸ μοναστήρι ποὺ βρισκόταν στὴ θέση «Λάκα Παναγιά», σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις ποὺ ὑπάρχουν, παρουσιάστηκε κάποια μέρα ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα μιᾶς «βρεφοκρατούσας» Παναγίας, αὐτὴ ποὺ ὀνομάστηκε καὶ εἶναι πλέον γνωστὴ ὡς «Παναγία Ξενιά».

Ἕνας τσοπάνος, λέει ἡ παράδοση, βοσκοῦσε τὸ κοπάδι του στὸ διπλανὸ στὸ μοναστήρι βουνὸ, τὸ Τραγοβούνι. Κάποιο βράδυ εἶδε στὴν ἐρημικὴ ἀκρογιαλιά, κοντὰ στὸ Μοναστήρι, νὰ λάμπει ἕνα φῶς. Δὲν ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία, ἄν καὶ τοῦ φάνηκε πολὺ περίεργο ἀφοῦ γνώριζε ὅτι στὸ  μέρος ἐκεῖνο δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι. Ἴσως εἶναι κάποιος ψαράς, συλλογίστηκε.

Τὸ ἄλλο βράδυ εἶδε πάλι τὸ φῶς στὴν ἴδια ἀκριβῶς θέση. Περίεργος τούτη τὴ φορὰ κατέβηκε ὡς τὴ θάλασσα. Ὅταν πλησίασε διέκρινε καθαρὰ ὅτι ἦταν ἕνα καντῆλι ἀναμμένο. Φτάνοντας ἐκεῖ εἶδε δίπλα στὸ ἀναμμένο καντῆλι ἕνα ξύλινο κιβώτιο πού, ὅπως γινόταν φανερό, τὸ εἶχαν βγάλει στὴν ξηρὰ τὰ κύματα τῆς θάλασσας. Τὸ καντῆλι ἦταν ἀναμμένο  μπροστὰ στὸ κιβώτιο.

Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς πέρασε καὶ στὴν σύγχρονη ὑμνογραφία γιὰ τὴν Παναγία Ξενιά:

«Ἦκε, τῇ προνοίᾳ Σου, ἀδήλοις χρόνοις, Πανάμωμε, ἡ Εἰκών Σου ἡ πάντιμος, ἡμῖν τοῖς ἱκέταις σου, ἀπὸ τῆς  Ἑώας, παραδόξῳ τρόπῳ, διὰ θαλάσσης θαυμαστῶς, καλῶν παντοίων θάλασσαν βλύζουσα, καί ἅπασαν εὐφραίνουσα τήν Θετταλίαν κηρύττουσαν, τῶν πολλῶν θαυμασίων σου, τὰς δυνάμεις ἑκάστοτε» .

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ τσοπάνος μαζὶ μὲ ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς, ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, καὶ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» πῆραν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔφεραν στὸ μοναστήρι τους.

Ὁ θαυμαστὸς τρόπος τῆς εὕρεσης τῆς εἰκόνας τὴν ἔκανε πολὺ γρήγορα γνωστὴ καὶ ἀγαπητὴ σὲ ὅλους. Ἀπὸ παντοῦ ἔρχονταν νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας» ποὺ ξαφνικὰ  «διάλεξε» καὶ ἦρθε στὰ δικά τους μέρη ἀπὸ κάποιο ἄγνωστο τόπο, ἀπὸ τὰ «ξένα». Ἦταν ἡ θαυματουργὴ καὶ γνωστὴ σὲ ὅλους ὡς σήμερα εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς».

«Πάλαι ἐκ τῆς Ἑώας ἡμῖν, διὰ θαλάσσης ἡ Εἰκών σου ἡ πάντιμος, ἀφίκετο παραδόξως, Εἰκονομάχων δεινὴν φεύγουσα μανίαν, Ἀειπάρθενε, καὶ ὤφθη ἀκένωτος, τῶν χαρίτων σου, Δέσποινα, καὶ τῶν θαυμάτων, Θετταλοῖς καὶ τοῖς πόρρωθεν βρύσις βρύουσα ἱλασμόν τε καὶ ἄφεσιν, ᾗ εὐλαβῶς προσπίπτοντες, σωμάτων τὴν ἴασιν, καὶ τῶν ψυχῶν θεραπείαν καὶ εὐφροσύνην οὐράνιον, λαμβάνομεν Κόρη, τὰ πολλὰ σου μεγαλεῖα, ἀεὶ δοξάζοντες.»

Ἦταν τὰ φοβερὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας, τὰ χρόνια ἐκεῖνα κατὰ τὰ ὁποῖα κάποιοι δὲν ἤθελαν τὶς εἰκόνες στὶς ἐκκλησίες. Αὐτοὶ λέγονταν  «εἰκονομάχοι» ἤ «εἰκονοκλάστες».Τὶς ἔσπαζαν, τὶς ἔκαιγαν, τὶς κατέστρεφαν ὅποιες εἰκόνες εὔρισκαν μπροστά τους. Ἤθελαν νὰ τὶς ἐξαφανίσουν. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ ἄνθρωποι, οἱ «εἰκονολάτρες», ποὺ ἤθελαν τὶς εἰκόνες καὶ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ τὶς διαφυλάξουν ἀπὸ τὴν καταστροφικὴ  μανία τῶν «εἰκονομάχων».

Κάποιος ἤ κάποιοι ποὺ εἶχαν τὴν συγκεκριμένη θαυματουργὴ εἰκόνα γιὰ νὰ μὴ τὴ βροῦν οἱ φοβεροὶ «εἰκονομάχοι», οἱ φανατισμένοι «εἰκονοσπάστες» καὶ «εἰκονοκλάστες», καὶ τὴν καταστρέψουν, τὴν ἀσφάλισαν μέσα  σ’ ἕνα κιβώτιο καὶ τὴν ἐμπιστεύθηκαν στὰ κύματα τῆς θάλασσας. Καὶ ἡ Παναγιὰ, ταξιδεύοντας ἀπὸ τὰ «ξένα» μέσα στὴ θάλασσα «διάλεξε» τὰ μέρη τῆς «Λάκα Παναγιᾶς»  νὰ βρεῖ φιλοξενία. Καὶ τὴ βρῆκε.

«Ὡς πηγὴ ἁγιάσματος, ἡ Εἰκών σου ἡ πάνσεπτος, θαλασσοπορήσασα ξένως, Ἄχραντε, τῇ θαυμαστῇ κυβερνήσει σου, ἡμῖν παραγέγονεν, ὡς ἐχέγγυον τῆς σῆς πρὸς ἡμᾶς ἀγαθότητος, ᾗ προσπίπτοντες τὰ πολλά σου ὑμνοῦμεν μεγαλεῖα, καὶ τῶν θείων δωρεῶν σου τὰς χορηγίας ἑκάστοτε».

Οἱ καλόγεροι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ οἱ κάτοικοι τῆς γύρω περιοχῆς ἀγάπησαν πολὺ τὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Παναγίας ποὺ ἀπὸ τὰ «ξένα» ἦρθε καὶ ζήτησε προστασία στὰ μέρη τους. Καὶ γιὰ νὰ δείξουν αὐτὴ τὴν ἀγάπη τους καὶ γιὰ νὰ θυμοῦνται ὅτι πρέπει νὰ τὴν ἀγαποῦν ξεχωριστά, ὅπως ἀγαποῦμε καὶ περιποιούμαστε ὅλους ὅσους ἔρχονται ἀπὸ τὰ ξένα καὶ ζητοῦν τὴν προστασία μας καὶ τὴν φιλοξενία μας, τὴν ὀνόμασαν «Παναγία Ξενιά». Καὶ μόνο τὸ ὄνομα «Παναγία Ξενιά», ἡ Παναγιὰ ἡ «ξένη», ποὺ κυνηγημένη καὶ καταδιωκόμενη ἔφτασε στὰ μέρη τους «ζητῶντας προστασία», θύμιζε σ’ ὅλους ὅτι ἡ «Παναγία» αὐτὴ δικαιοῦνταν περισσὴ ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ οἱ οἰκοδεσπότες τοῦ χώρου στὸν ὁποῖο κατέφθασε Τῆς τὴν πρόσφεραν.

Ἦταν ἡ ἄφιξη αὐτὴ μία «εὐδοκία» τῆς Παναγίας πρὸς ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ – καὶ ὄχι μόνο – καὶ ἡ ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔγινε γιὰ ὅλους «καταφύγιον καὶ στήριγμα», ὅπως λέει ὁ ὑμνογράφος:

«Βαβαὶ τῶν σῶν θαυμασίων, Ἁγνή. Σὺ γάρ ἐξ Ἑώας, τὴν σεπτὴν Εἰκόνα σου κατᾶραι ὑπερφυῶς, διὰ θαλάσσης ἡμῖν, ηὐδόκησας ἀληθῶς, ὡς εὐδοκίας τῆς θείας θησαύρισμα, ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς ἐκβοῶσι παρέχουσαν. Κεχαριτωμένη χαῖρε, μόνη Ὑπερευλογημένη, Ἁλμυροῦ περιοίκου, καταφύγιον καί στήριγμα».

Καὶ ἡ «Παναγία Ξενιὰ» ἀνταπέδιδε τὴν φιλοξενία ποὺ βρῆκε πλουσιοπάροχα καὶ πολυπολλαπλάσια. Τὸ Μοναστήρι στὴ «Λάκα Παναγιὰ» μεγάλωσε μὲ προσφορὲς καὶ δωρεές, ἀπόκτησε μεγάλη περιουσία. Τὸ Μοναστήρι ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς «Λάκα Παναγιᾶς». Ἡ «Παναγία Ξενιὰ» εἶχε τώρα δικό της «σπίτι», δικό της «ἀρχοντικὸ» καὶ μποροῦσε νὰ φιλοξενεῖ ὅποιον εἶχε ἀνάγκη, ὅποιον ζητοῦσε τὴ βοήθειά της.

Ὁ σύγχρονος ὑμνογράφος λέει γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό:

«Ἐκ τῆς Ἑώας Παρθένε διὰ θαλάσσης ἡμῖν, ἀφίκετο τὸ πάλαι, ἡ ἁγία Εἰκών σου, θαυμάτων ἐνεργοῦσα δυνάμεις πολλάς, τοῖς ἐν πίστει προστρέχουσι καὶ θεραπεύει νοσήματα χαλεπὰ ψυχῆς ἅμα τε καὶ σώματος.»

 

  1. Ἐπιβεβαιωτικὲς τοῦ γεγονότος ἐνδείξεις

Τὸ κιβώτιο στὸ ὁποῖο εἶχε κλειστεῖ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἦταν ξύλινο. Ἐξωτερικὰ ἦταν ἐπενδυμένο, γιὰ προφύλαξη καὶ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, μὲ τενεκὲ ἐνῶ ἐσωτερικὰ ἦταν ντυμένο μὲ κόκκινο βελούδινο ὕφασμα. Περιεῖχε μία εἰκόνα «βρεφοκρατούσας» Παναγίας.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἀναφέρει στὰ χειρόγραφα κατάλοιπά του ὅτι μεταξὺ τῶν κειμηλίων τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχε ὁ ἴδιος ἰδεῖ τεμάχια τοῦ κιβωτίου αὐτοῦ καὶ τοῦ βελούδινου ὑφάσματος μέσα στὰ ὁποῖα βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ».

Τὰ εἶχαν κουβαλήσει ἐκεῖ, ὡς ἱερὰ κειμήλια ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβαιωτικὰ τεκμήρια, μαζὶ μὲ τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα, οἱ καλόγεροι τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παλιοξενιᾶς», τοῦ «Κουκλιᾶ», ὅταν πῆγαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν ὁριστικὰ στὴ «Μονὴ Κισσιώτισσας».

Τεμάχια τοῦ κιβωτίου αὐτοῦ, ὅταν στὰ 1867 ἔγινε ἡ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου,  ὑπῆρχαν καὶ μεταφέρθηκαν στὸ Κάτω Μοναστήρι.

Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Κωνσταντῖνος Γιαννακόπουλος μέσα στὸ ναὸ τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ, στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀριστερὰ τῆς εἰκόνας Παναγίας, στὰ 1920 ἀκόμη, ὑπῆρχε μία φορητὴ θήκη ὕψους περίπου 60 ἑκατοστῶν καὶ βάθους 10-15 ἑκατοστῶν, ντυμένη ἐσωτερικὰ μὲ βελούδινο ὕφασμα, ἡ ὁποία ἔκλεινε μὲ δυὸ ξύλινα φύλλα, ποὺ ὅταν ἄνοιγαν ἄφηναν ἀκάλυπτο τὸ ἐσωτερικὸ τῆς θήκης.

Μπροστὰ στὴ θήκη βρισκόταν, συνεχῶς ἀναμμένη, μία κανδήλα. Ὁ δόκιμος τότε μοναχὸς Γερμανός, σὲ σχετικὴ ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἔγινε γιὰ τὴ θήκη αὐτή, ἀπάντησε ὅτι ὁ παλιὸς μοναχός Βενέδικτος τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι μέσα στὴ θήκη καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βελοῦδο ὑπάρχουν ὑπάρχουν τεμάχια ἀπό τὸ κιβώτιο ἐκεῖνο ποὺ μέσα  του ἦταν τοποθετημένη ἡ εἰκόνα, ὅταν βρέθηκε στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας. Ἡ θήκη αὐτὴ ὡς τὸ 1940 βρισκόταν ἐκεῖ κοντὰ στὴν εἰκόνα. Τώρα[6] βρίσκεται στὴν αἴθουσα τῶν ἱερῶν κειμηλίων.[7]

 

  1. Ἕνα σύγχρονο ἐπιβεβαιωτικὸ γεγονὸς

(Μιὰ ὑποχρεωτικὴ παρένθεση)

Ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι, ἰδιαίτερα στὴν σύγχρονη ἐποχή μας, ποὺ ἀμφισβητοῦν τέτοια ἀσυνήθιστα, περίεργα καὶ «θαυμαστὰ» γεγονότα, ὅπως αὐτὸ τῆς «θαυματουργοῦ» ἄφιξης, μὲ τὴ βοήθεια τῶν κυμάτων τῆς θάλασσας, τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν παραλία τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου.

Ἕνα τέτοιο  «θαυμαστὸ» γεγονός, ὡστόσο, ὅπως αὐτὸ τῆς ἄφιξης τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μέσα ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας στὸν ὅρμο τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου ἐπαναλήφθηκε καὶ πραγματοποιήθηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ κατὰ τὸ ἔτος 2010.

19512079_10212404549522249_1403388817_nΕικ 2. Το εκκλησάκι που τα κύματα της θάλασσας, το ἐβγαλαν ολόκληρο με τις εικόνες του το 2010, στην ἴδια θέση που στην περίοδο της εικοναμαχία παρουσιάστηκε η εικόνας της Παναγίας. Ξενιάς. Στη φωτογραφία έχει αρχίσει η φθορά του ύστερα από λίγο καιρό..

 

Ὕστερα ἀπὸ μιὰ πολυήμερη καταρρακτώδη βροχὴ στὴν γύρω περιοχή, στὸν ὅρμο τοῦ Ἀχιλλείου, ἔφτασε ἐπιπλέοντας στὴ θάλασσα ἕνα ὁλόκληρο εἰκονοστάσι ἔχοντας μέσα του ἀπείρακτες ὅλες τὶς εἰκόνες του καὶ τὸ καντῆλι του. Μάρτυρες αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι πάρα πολλοὶ κάτοικοι τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου.

Τὸ εἰκονοστάσι ἦταν ξύλινο καὶ εἶχε ὡς στήριγμα, κάθετα στερεωμένο στὸ κέντρο τῆς κάτω ἐπιφάνειας τῆς βάσης του, ἕνα σιδερένιο πάσαλο, ποὺ, ὅπως ἦταν φανερό, χρησίμευε γιὰ τὴν στερέωσή του στὸ ἔδαφος ἐκεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν αὐτὸ τὸ εἰκονοστάσι, πρὶν φτάσει στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀχιλλείου.

Ἦταν φανερὸ ὅτι τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τῆς καταρρακτώδους βροχῆς τὸ εἶχαν ξεθεμελιώσει ἀπὸ τὸ μέρος στὸ ὁποῖο ἦταν τοποθετημένο, τὸ παρέσυραν μέχρι τὴ θάλασσα καὶ τὰ θαλάσσια κύματα τὸ μετακινοῦσαν στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ὁ κάθετα στερεωμένος στὴν κάτω ἐπιφάνεια τῆς βάσης του σιδερένιος πάσαλος πρέπει νὰ χρησίμευσε ὡς ἕρμα σταθεροποίησης τῆς ὄρθιας στάσης του σ’ ὁλόκληρη τὴ θαλάσσια πορεία του. Αὐτὴ ἡ ὄρθια στάση κατὰ τὴν θαλάσσια περιπέτεια τοῦ εἰκονοστασίου καὶ ἡ σταθερὰ  κλεισμένη πόρτα του ἦταν τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα καὶ διαφύλαξαν καὶ ἔτσι ἔφτασαν ἀπείρακτες οἱ εἰκόνες καὶ τὸ καντῆλι του μέχρι τὴ σημερινὴ παραλία τοῦ Ἀχιλλείου.

Σήμερα τὸ εἰκονοστάσι αὐτό, χωρίς κανένας νὰ γνωρίζει ἀκόμα καὶ πάλι, ὅπως καὶ τότε ποὺ ξαφνικὰ ἔφτασε στὸ ἴδιο μέρος ἡ «Παναγία Ξενιά», ἀπὸ ποῦ  ἦρθε, εἶναι τοποθετημένο καὶ στερεωμένο μὲ τὸν ἴδιο σιδερένιο ἀρχικὸ δικό του πάσαλο στὴν παραλία τοῦ Ἀχιλλείου.

Θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομάζεται «Ξένο Προσκυνητάρι» ἤ «Ξένο Ξωκλησάκι», ὅπως καὶ πραγματικὰ εἶναι. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τῆς σημερινῆς ἐποχῆς φαίνεται ὅτι δὲν ἐντυπωσιάζονται ὅσο ἄλλοτε ἀπὸ τέτοια γεγονότα καὶ ἔτσι δὲν γίνονται πλέον δημιουργικοὶ «γλωσσοπλάστες». Τοὺς ἐμποδίζουν οἱ «λογικὲς» ἑρμηνεῖες που ἀρέσκονται νὰ βρίσκουν γιὰ ὅλα.

Οἱ σημερινοὶ ὡστόσο Ἀχιλλιῶτες ἀγαπᾶνε ἰδιαίτερα τὸ ἐκκλησάκι αὐτό. Τὸ καντηλάκι του, ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἄφιξής του, εἶναι πάντοτε ἀναμμένο. Πραγματικὰ δὲν εἶναι «ξένο». Ἕνα χριστιανικὸ ἐκκλησάκι ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «ξένο» γιὰ τοὺς χριστιανούς. Πόσο «δικό μας» ὅμως γίνεται καὶ πόση ἀγάπη ἐκφράζουμε ἄν τὸ ἀποκαλοῦμε τὸ «Ξενούλι ἐκκλησάκι» μας, τὸ «Ξενάκι Προσκυνητάρι» μας ἤ «Ἐκκλησία Ξενιά»;

 

Ἀναγκαία προσωπικὴ ἐξομολόγηση

Στὰ πιὸ βαθιὰ ἐσώψυχά μου τὸ «θαυμαστὸ γεγονὸς» τῆς «θαυματουργοῦ ἀφίξεως» μέσα ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς»,  στὴ θέση «Λάκα Παναγιά», μοῦ φαινόταν λίγο περίεργο γεγονὸς καὶ κάπως «ἀπίστευτο».

Δίσταζα, ὡστόσο, πάντοτε νὰ ὁμολογήσω ἤ νὰ διακηρύξω ἤ ἔστω καὶ ἁπλά νὰ διατυπώσω φανερὰ αὐτοὺς τοὺς δισταγμούς μου. Τὸ ἀπέφευγα. Δὲν ἤθελα νὰ κατηγορηθῶ ὅτι «παριστάνω τὸν ἔξυπνο».  Ἤμουν, βλέπετε, καὶ «δάσκαλος» καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ παρουσιάζομαι ὅτι  ἀμφισβητῶ καὶ κλονίζω τὴν πίστη τῶν, τάχα, «ἁπλῶν» ἀνθρώπων προβάλλοντας φανερὰ τὴ δυσπιστία μου αὐτή, τὴ δυσπιστία τῶν «μορφωμένων».

Καλυπτόμουν ἔτσι καὶ τὰ βόλευα ὅλα λέγοντας καὶ γράφοντας ὅτι ἔγιναν ὅλα αὐτὰ «σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση», ὅπως ἐξακολουθοῦν ὅλοι νὰ λένε γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλα παρόμοια «ἀκούσματα». Προβληματιζόμουν ἀκόμα καὶ ἄν ἔπρεπε καὶ νὰ ἀναφέρω τέτοια πράγματα, τέτοιες «λαϊκὲς» παραδόσεις καὶ «συνηθισμένες» διαδόσεις.

Ἀπὸ πολὺ καιρό, πρὶν τὸ ἔτος 2010,  εἶχα σκοπό μου νὰ γράψω τοῦτο τὸ βιβλίο γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Δίσταζα πολὺ στὸ γράψιμο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου καὶ ἄν καὶ εἶχα ἀρχίσει τὴ σχετικὴ προετοιμασία καὶ ἄν καὶ εἶχα καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μοναστηριοῦ, πάντοτε ἀνέβαλα τὴν συστηματικὴ καὶ ἐπίμονη ἐνασχόλησή μου μὲ τὴν συγγραφή του.

Ὡστόσο κάποτε ἄρχισα συστηματικὰ καὶ ἐπίμονα νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὸ γράψιμο τούτου τοῦ βιβλίου. Δὲν γνωρίζω πῶς νὰ ἐξηγήσω τὴν μεταβολὴ τῶν αἰσθημάτων μου καὶ ποιὰ ἑρμηνεία μπορῶ νὰ δώσω σ’ αὐτὴ τὴ μεταβολή.

Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι ὅταν πληροφορήθηκα ὅτι στὴν παραλία τοῦ Ἀχιλλείου, λίγα μέτρα πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ σπίτι μου, μέσα στὸ ὁποῖο εἶχα ἐγκαταλείψει γιὰ πολὺ καιρὸ τὰ σχετικά χειρόγραφά μου, παρουσιάστηκε μέσα ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θάλασσας, ἄθικτο ἕνα ὁλόκληρο εἰκονοστάσι μὲ τὶς εἰκόνες του καὶ τὸ καντῆλι του, συγκλονίστηκα. Τὸ «ξένο εἰκονοστάσι» εἶχε παρουσιασθεῖ ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ κάποτε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶχε φτάσει ἡ «Παναγία Ξενιά». Καὶ εἶχε φτάσει  τὴν ἐποχὴ τῶν ἔντονων προβληματισμῶν μου. Τὸ  γεγονὸς τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς ἄφιξης λειτούργησε ἀποφασιστικὰ καὶ καταλυτικὰ μέσα μου. Ἔσπευσα συμμάζεψα τὰ παρατημένα μου χειρόγραφα καὶ ἄρχισα νὰ ἀσχολοῦμαι συστηματικὰ στὸ νὰ γράφω τοῦτο τὸ βιβλίο.

 

  1. Ἡ φυγὴ ἀπὸ τὴ «Λάκα Παναγιά»

Ὁ πλοῦτος τοῦ «πρώτου» αὐτοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» στὴν παραλιακὴ τοποθεσία «Λάκα Παναγιά» προκαλοῦσε πολλοὺς. Ἡ θέση του κοντὰ στὴ θάλασσα, στὴν εἴσοδο σχεδὸν τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, ἔκανε τὸ Μοναστήρι εὔκολη λεία γιὰ πειρατὲς καὶ κάθε εἴδους ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις καὶ λεηλασίες. Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, τὰ πολύτιμα κειμήλιά του καὶ τὸ μεγάλο ἀπόκτημά τους, ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ποὺ τὸ εἶχε κάνει πολὺ γνωστό, καθημερινὰ κινδύνευαν ἀπὸ αὐτὲς τὶς πειρατικὲς ἐπιδρομὲς καὶ λεηλασίες. Ἔτσι οἱ μοναχοὶ βρέθηκαν στὴ σκληρὴ θέση νὰ ἀποφασίσουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μοναστήρι τους.

Ὑλοποιῶντας τὴν ἀπόφασή τους αὐτή, κάποια μέρα, παίρνοντας μαζί τους τὰ πολύτιμα κειμήλια τοῦ μοναστηριοῦ τους καὶ  τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ξεκίνησαν νὰ φύγουν. Ἀποφασιστικὸ καὶ καταλυτικὸ ρόλο στὴν ὁριστικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴ  φυγὴ αὐτὴ ἔπαιξε ὁπωσδήποτε ἡ κυρίαρχα ἐχθρικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς δυναμικῆς παρουσίας στὴν περιοχὴ τοῦ μοναστηριοῦ τους τῶν καθολικῶν Βενετῶν, ἀποκλειστικῶν κυρίαρχων τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Πτελεοῦ καὶ ἡ σκληρὴ πολεμικὴ συμπεριφορά πρὸς κάθε ἄλλη ὁμάδα μοναχῶν στὴν ἴδια περιοχὴ ἐκ μέρους τοῦ Τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν.

Ἡ «Παναγία Ξενιὰ» ὅμως δὲν «ἤθελε» νὰ ἐγκαταλείψει τὴ  θέση της στὴ «Λάκα Παναγιά», τὴ θέση ποὺ ἡ ἴδια εἶχε διαλέξει νὰ βρεῖ καὶ βρῆκε καταφύγιο, «λέει» ἡ τοπικὴ παράδοση. Ὅταν πῆγαν οἱ μοναχοὶ νὰ σηκώσουν τὴν εἰκόνα στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸ κάνουν. Εἶχε γίνει πολύ βαριά καὶ ἀσήκωτη. Ἀπόκτησε ξαφνικὰ  πολὺ βάρος καὶ ἡ μετακίνησή της ἦταν ἀδύνατη.

Οἱ καλόγεροι ἄρχισαν τότε τὶς παρακλήσεις καὶ τὶς προσευχές. Ἦταν ἀνάγκη νὰ φύγουν ὁπωσδήποτε καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Μοναστήρι τους γιατὶ ἄν παρέμεναν ἐκεῖ κινδύνευαν. Τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς προσευχὲς καὶ παρακλήσεις καὶ μόνο ὅταν οἱ καλόγεροι, τροποποιῶντας τὴν ἀρχική τους ἀπόφαση νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα», ἀποφάσισαν ὅτι δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν πολὺ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τους ἀλλὰ θὰ πᾶνε νὰ «κρυφτοῦν» προσωρινὰ γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἐκεῖ κοντά, μέσα στὸ δικό τους πυκνὸ δάσος τοῦ «Κουκλιᾶ», στὴ θέση «Βατά», ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», ἔδειξε ὅτι συμφωνοῦσε.

Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀχιλλείου, μέχρι καὶ σήμερα, δείχνουν τὸ ἀκριβὲς σημεῖο τοῦ δρόμου, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» πρὸς τὸν «Κουκλιᾶ», στὸ ὁποῖο ἔγινε τὸ «θαυμαστὸ» αὐτὸ γεγονός τῆς «ἄρνησης» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς νὰ φύγει ἀπὸ τὴ «Λάκα Παναγιά». Εἶναι ἡ πρώτη στροφὴ τοῦ δρόμου ἀπὸ τὴ «Λάκα Παναγιά» ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴ Γλύφα.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς σημεῖο σήμερα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα στὰ ὁποῖα, στὴν ἐποχή μας, τὴ Μεγάλη Παρασκευή, κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου, σταματάει ἡ πορεία τῆς τελετῆς τῆς περιφορᾶς καὶ γίνονται δεήσεις, ὅπως γίνεται σὲ κάθε στροφή τῆς ἀκολουθούμενης διαδρομῆς.  Κανένας βεβαίως στὴν ἐποχή μας δὲν φέρνει στὸ νοῦ του αὐτὴ τὴ «σύμπτωση».

Ἡ δεύτερη αὐτὴ σκέψη γιὰ τὴν μετακίνησή τους στὸν «Κουκλιᾶ», στὸ δικό τους δασόκτημα, ἦταν καὶ μιὰ καλὴ καὶ πρακτικὴ λύση γιὰ ὅλους. Ἴσως καὶ νὰ ἔκαμψε τὶς πιθανὲς ἀντιρρήσεις κάποιων ἀπὸ τοὺς μοναχούς. Μὲ τὴ λύση αὐτὴ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ καταφύγουν σὲ τόσο ἀπομακρυσμένο καὶ ξένο μέρος, ὅπως ἦταν ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ νὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ζητήσουν ἀπὸ ἄλλους φιλοξενία. Θὰ ζοῦσαν καὶ πάλι σὲ δική τους κτηματικὴ περιοχὴ καὶ ταυτόχρονα θὰ ἦταν ὅλοι πιὸ ἀσφαλισμένοι ἀπὸ τὶς τόσο συχνὲς  ναυτικὲς πειρατικὲς ἐπιδρομές.

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸ προσωρινό τους αὐτὸ καταφύγιο, στὴν ἀπόμερη αὐτὴ «κρυψώνα» τοῦ δικοῦ τους «Κουκλιᾶ», θὰ μποροῦσαν σχετικὰ εὔκολα καὶ ἄνετα νὰ ἐπισκέπτονται καὶ νὰ λειτουργοῦν στὸ ἀγαπημένο τους μοναστήρι στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ», ὅποτε τοὺς δινόταν εὐκαιρία καὶ τὸ ἐπέτρεπαν οἱ περιστάσεις.  Θὰ μποροῦσαν ἀκόμη νὰ ἐπιβλέπουν καὶ τὰ ἐκεῖ κτήματά τους. Θὰ ὑπῆρχε πάντοτε ἡ δυνατότητα καὶ ἡ ἐλπίδα κάποτε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν παλιά τους θέση.

Μὲ τὴ νέα αὐτὴ τροποποιημένη ἀπόφαση τῶν καλογέρων ἔδειξε ὅτι συμφώνησε καὶ ἡ «Παναγία Ξενιὰ». Ἡ εἰκόνα της «ἐλάφρωσε» καὶ οἱ καλόγεροι, παίρνοντάς την μαζί τους, ἐγκατέλειψαν τὸ Μοναστήρι τους στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸν Κουκλιᾶ.

 

 

  1. Τὸ «Παλιομονάστηρο τῆς Ξενιᾶς» (ἤ Παλιοξενιὰ»)

Μονὴ «Παναγίας Ξενιᾶς» τοῦ Κουκλιᾶ

Ἡ Δεύτερη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς»

Οἱ καλόγεροι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», ἔχοντας μαζί τους τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ ὅλα τὰ ἄλλα πολύτιμα κειμήλια καὶ κινητὰ ἀντικείμενα τοῦ Μοναστηριοῦ τους, ἔφτασαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν, ὅπως εἶχαν ἀποφασίσει, σ’ ἕνα ἀπόμερο μέρος τοῦ δασοκτήματός τους «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατά». Τὸ δασόκτημα  «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατὰ» ἦταν ἰδιοκτησία του Μοναστηριοῦ τους. Ἐκεῖ ἔχτισαν ἄλλο μοναστήρι.  Σ’ αὐτὸ ἐγκαταστάθηκαν καὶ ἔμειναν γιὰ κάμποσα χρόνια.

Παρ’ ὅλο ὅμως ὅτι ἡ καινούργια τους διαμονὴ βρισκόταν πολὺ κοντὰ στὸ  παλιό τους μοναστήρι φαίνεται ὅτι οἱ συνθῆκες ποὺ ἐπικράτησαν ποτὲ  δὲν τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ ἐπιστρέψουν ξανά, γιὰ μόνιμη ἐγκατάσταση, στὴν παλιά τους ἕδρα, στὸ ἀγαπημένο τους μοναστήρι στὴ «Λάκα Παναγιά», ὅπως σχεδίαζαν καὶ περίμεναν νὰ γίνει κάποτε.

Ἡ περιοχὴ στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ πρῶτο τους μοναστήρι παριλαμβανόταν στὴν παράκτια, ζωτικοῦ ἐμπορικοῦ ἐνδιαφέροντος, ζώνη, ποὺ κατεῖχαν, ὕστερα ἀπὸ συμφωνία ποὺ εἶχαν συνάψει μὲ τοὺς Τούρκους, οἱ Βενετοί.  Περιλαμβανόταν στὴν περιοχὴ Nicopolita, περιοχὴ ποὺ κατεῖχαν οἱ Βενετοὶ μέχρι καὶ τὸ 1470.[8] Ἦταν μία παραλιακὴ περιοχὴ πέντε μιλίων πλάτους ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ λιμάνι τοῦ Πτελεοῦ καὶ ἔφτανε μέχρι τὴν παραλία τῆς σημερινῆς Γλύφας καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Στὸ κέντρο αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς περιοχῆς βρισκόταν ἡ «Λάκα Παναγιά». Ἦταν ἀδύνατο να τοὺς ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπιστρέψουν ἐκεῖ.

Ἔτσι οἱ μοναχοὶ ζοῦσαν πλέον μόνιμα καὶ προσεύχονταν στὸ καινούργιο τους μοναστήρι, στὸν «Κουκλιᾶ». Ἐκεῖ λάτρευαν τὸ Θεό, ἐκεῖ προσκυνοῦσαν τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, ἐκεῖ λειτουργοῦσαν, ἐκεῖ ἔθαβαν τοὺς νεκροὺς ἀδελφούς  τους.  Τὸ παλιὸ πρῶτο μοναστήρι  τους στὴ «Λάκα Παναγιά», ἡ «πρώτη Παναγία Ξενιά», καθημερινὰ ἐρημωνόταν καὶ καταστρεφόταν.  Ἡ μόνη δική τους πλέον πραγματικότητα ἦταν τὸ νέο Μοναστήρι στὸν «Κουκλιᾶ».

Ἦταν ἡ «δεύτερη» «Μονὴ Ξενιᾶς». Καὶ ἦταν αὐτό τους τὸ δεύτερο Μοναστήρι ἐκεῖνο ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ καὶ εἶχε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Ἡ πρώτη, ἡ ἀρχικὴ ὀνομασία τοῦ παλιοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ Μοναστηριοῦ στὴ θέση «Λάκα Παναγιά», ὅποια καὶ ἄν ἦταν αὐτή, καὶ τὴν ὁποία δὲν γνωρίζουμε, εἶχε ἀπὸ καιρὸ ὁριστικὰ παύσει νὰ χρησιμοποιεῖται. Δὲν παύει ὅμως νὰ ἰσχύει τὸ γεγονός ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς»  εἶναι τὸ πρῶτο Μοναστήρι ποὺ ἔχασε τὸ ἀρχικὸ δικό του ὄνομα καὶ μετονομάστηκε σὲ «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Δεύτερο μοναστήρι ποὺ ἔχασε καὶ αὐτὸ τὸ ἀρχικό του ὄνομα καὶ μετονομάστηκε ἐπίσης σὲ «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας». Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν μετονομασθέντων μοναστηριῶν σὲ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» εἶναι ὅτι τοῦ μὲν πρώτου δὲν γνωρίζουμε τὴν ἀρχικὴ ὀνομασία του ἐνῶ τοῦ δευτέρου τὴν γνωρίζουμε.

Τὸ νέο μοναστήρι στὸν «Κουκλιᾶ», ὡστόσο, ἀπὸ τὴν πρώτη του ἐγκατάσταση ἐκεῖ, εἶχε μία καὶ μόνη ὀνομασία, τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι τὸ πρῶτο μοναστήρι ποὺ εἶχε ἕνα καὶ μόνο ὄνομα: «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Μὲ τὴν ὀνομασία αὐτὴ ἱδρύθηκε, μὲ τὴν   ὀνομασία αὐτὴ ὑπῆρξε γιὰ ὅσο καιρὸ ὑπῆρξε καὶ ἔχοντας αὐτὴ τὴν ὀνομασία διέκοψε τὴν ἐκεῖ ὕπαρξή του.

Κάποτε ὅμως – ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς,  ὑπολογιζω γύρω στὸ 1350 -, οἱ καλόγεροι αὐτῆς «τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», στὴ θέση «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατά», ἐγκατέλειψαν καὶ τὴ θέση αὐτὴ καὶ μετακόμισαν στὴ «Μονὴ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», ὅπου ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα καὶ ὁριστικά. Ἔτσι καὶ τὸ νέο τους αὐτὸ μοναστήρι στὸν «Κουκλιᾶ» ἔμεινε μόνο ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο.

Σήμερα τὰ ἐρείπια τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ, τοῦ «Μοναστηριοῦ τοῦ Κουκλιᾶ», εἶναι γνωστὰ ὡς «Παλιοξενιά», «Παλαιὰ Ξενιά», ἄν καὶ ἡ «Ξενιὰ» αὐτὴ ἦταν ἡ «δεύτερη», μὲ «πρώτη» καὶ παλιότερη τὴν «Ξενιὰ» τῆς «Λάκα Παναγιᾶς».

Ὁ ὅρος «Παλιοξενιά», δὲν χρησιμοποιεῖται, ἀκόμη καὶ σήμερα, γιὰ τὴν «πρώτη Ξενιὰ» τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ ἄς εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρχαιότερη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι αὐτὴ ἡ «Ξενιὰ», ἡ «Ξενιὰ τοῦ Κουκλιᾶ»,  λέγεται «Παλιοξενιά» γιατὶ θεωρεῖται ἡ «παλιότερη» σὲ σχέση μὲ τὴν μία καὶ μόνη γνωστὴ σὲ ὅλους στὴν ἐποχή μας «Παναγία Ξενιὰ», «Πάνω» καὶ «Κάτω». Ἡ πρώτη «Ξενιὰ», αὐτὴ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», μετὰ καὶ τὴν νέα ἐγκατάλειψη καὶ τῆς δεύτερης «Ξενιᾶς», τῆς «Ξενιᾶς τοῦ Κουκλιᾶ», καὶ τὴν ἐνσωμάτωσή της στὴν «Μονὴ τῆς Κισσιώτισσας»   εἶχε ἀπομακρυνθεῖ πάρα πολὺ στὸ βάθος τῆς μνήμης καὶ εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα τῆς διαδοχῆς.

Ὁ οὐσιαστικὰ προηγούμενος ὑπαρκτὸς κρίκος, στὴ συνέχεια τῆς διαδοχῆς τῆς ἁλυσίδας τῶν μονῶν Ξενιᾶς, γιὰ τὴ σημερινὴ «Ξενιὰ» ἦταν μόνο ἡ «Ξενιὰ» τοῦ Κουκλιᾶ. Μὲ αὐτὴν τὴν «Ξενιὰ» διατηροῦσαν ἐπαφὲς οἱ καλόγεροι τῆς «Κισσιώτισσας». Ἔτσι, ἀφοῦ ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα», χάνοντας τὴν παλιά της αὐτὴ ὀνομασία, ἄρχισε νὰ λέγεται «Παναγία Ξενιὰ», τὰ ἐρείπια τῆς προηγούμενης «Παναγίας Ξενιᾶς», αὐτῆς τοῦ Κουκλιᾶ, πῆραν τὸ ὄνομα «Παλιὰ Ξενιά», «Παλιοξενιά».

Ὁ ἐκδότης καὶ διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ «Ἀχιλληίς»,[9] δικαστικὸς κλητήρας, Εὐστάθος Καλτσέτας Καλτσέτας, ὁ ὁποῖος γιὰ τὶς ὑπηρεσιακὲς του ἀνάγκες διέσχιζε συχνὰ τὴν περιοχὴ τῆς Ξενιᾶς τοῦ Κουκλιᾶ,   γράφει γιὰ  τὴν ὕπαρξη τῶν ὑπολειμμάτων τῆς «Παλιοξενιᾶς» τοῦ Κουκλιᾶ:

«Ἐπὶ τῆς κλιτύος τῆς ὑστάτης τῶν 8 λοφωδῶν ἐπάρσεων ἔναντι τῆς κρήνης «Καλογήρου βρύσις»[10] τῆς Ὀθρυακῆς βουνοσειρᾶς παρατηροῦνται ἐρείπια τοίχων περιβαλλόμενα μὲ ἐλαιόδενδρα ἀπέχοντα τοῦ ὅρμου ὑπὲρ τὴν ὥραν μόλις, ἅτινα ἐρείπια ὀνομάζονται ὑπὸ τῶν περιοίκων «Κουκλιὰ Ξενιᾶς» καθόσον ἐδῶ ἱδρύετο Μονὴ ἐπιλεγομένη Ξενιὰ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Θεομήτορος Μαρίας, ἧς τινος ἡ ἱερὰ εἰκὼν βοῶπις βρεφοκόμος προῆλθεν ἐκ τῆς ξένης, ἐγκαθιδρύθη εἰς τὴν ἀκτὴν τοῦ ὅρμου «Λάκα Ξενιὰ» ὅπου ἐπίσης σώζονται ἐρείπια – καὶ ὁπόθεν ἀνῆλθεν εἰς «Κουκλιᾶ», ὅπου οἱ πατέρες ἵδρυσαν Μονὴν Ξενιᾶς φεύγοντες καὶ ἐγκαταλείποντες τὴν παράκτιον ὡς ἐνοχλουμένην ὑπό πειρατῶν καὶ ὀχληρῶν ἐπισκεπτῶν κατὰ τὰ ἁδόμενα.

Κεκοπιακώς ποτε διαβάτης ὤν προερχόμενος ἀπὸ τοῦ χωρίου Χαμάκου καὶ μεταβαίνων εἰς τὸ χωρίον Ἅγιοι Θεόδωροι ἀπέρριψα τὸν κονιορτὸν καὶ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μου εἰς τὰ νάματα τῆς φιλοξένου κρήνης «Καλογήρου βρύσις», τὴν ὁποίαν ἀσφαλῶς ἀνήγειρεν Μοναχός τις τῆς ἐδῶ Μονῆς Ξενιᾶς «Κουκλιᾶ» πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῶν διαβατῶν καὶ τῶν προσερχομένων προσκυνητῶν τῆς Μονῆς.

Ἐπὶ τῆς μετώπης τῆς κρήνης ἐντετείχισται πλὰξ ἐνεπίγραφος, τὴν ὁποίαν ἀτυχῶς δὲν κατώρθωσα νὰ ἀναγνώσω, διότι ἀμαθής τις χωρικὸς διέπραξε τὴν παιδιὰν νὰ λαξεύσῃ τὴν πλάκα καὶ δὴ τὴν ἐπιγραφὴν καταστᾶσαν δυσανάγνωστον, οὐδὲ εὑρῆκά τινα Σελλὸν νὰ μοὶ ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐπιγραφὴν ἤ νὰ μοὶ ἐξηγήσῃ τὸν ψίθυρον τοῦ φυλλώματος τῶν φαιοχρόων ἐλαιοδένδρων, ἅτινα περιστοιχίζουσι τὸ πάλαι Μετόχιον Ξενιᾶς τῇ ὥρᾳ τῆς ἐντεῦθεν διελεύσεώς μου.

Τὸ γὲ νῦν ἔχον ἡ Ἱερὰ Εἰκὼν τῆς Θεοτόκου Ξενιὰ μετὰ τὴν ἐρειπίωσιν τοῦ Μετοχίου ὀφειλομένην εἰς ἐπιδρομὰς ἀτάκτων στοιχείων ἀπεδήμησε ἐπὶ ἄλλης Ὀθρυακῆς ἐπίσης Μονῆς τιμωμένης ἔκτοτε ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου «Κισσιωτίσης» καὶ διὰ τὸ εἶναι θαυματουργὸς ἐπεκράτησε τιτλοφορήσασα καὶ ταύτην τὴν κυρίως Μονὴν Ξενιὰν διαιωνιζομένην ἕως σήμερον καὶ περὶ ἧς ἄλλοτε ἀλλαχοῦ. 

Συνοχὴ μεταξὺ δὲ τῆς Ξενιᾶς «Κουκλιᾶ» καὶ τῆς ἐν λειτουργίᾳ Μονῆς Ξενιᾶς, πρώην Kισσιωτίσσης, ὑφίστατο μέχρι τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου 1833 μ. Χ., ὅτε ἡ μὲν Κουκλιᾶ συμπεριελήφθη εἰς τὰ ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἡ δὲ ἐν λειτουργίᾳ Μονὴ Ξενιᾶς, τέως Κισσιωτίσης, ἐγκατελείφθη εἰς τὰ ὅρια τῆς Τουρκικῆς Ἐπικρατείας, τεθέντων τῶν κρατικῶν ὁρίων ἐπὶ τῶν ὑψηλοτάτων κορυφῶν τῆς Ὄρθρυος διχοτομηθείσης εἰς Ἑλληνικὴν καὶ Τουρκικὴν μέχρι τοῦ 1881 ἔτους μ. Χ. ὅτε παρεδόθη καὶ ἡ ὑπόδουλος Ὄρθρυς εἰς τὴν Ἑλλάδα.»[11]

Μεταξὺ τῆς  «Ξενιᾶς»  τοῦ Κουκλιᾶ, λοιπόν, καὶ τῆς «Ξενιᾶς», τῆς πρώην «Παναγίας Κισσιώτισσας» ὑπῆρχαν ἐπαφὲς μέχρι καὶ τὸ 1833, κατὰ τὸν Καλτσέτα. Οἱ καλόγεροι τῆς «Κισσιώτισσας» ἐπισκέπτονταν μέχρι τότε τὸν «Κουκλιᾶ» καὶ γιὰ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς ἐκεῖ μοναστηριακῆς περιουσίας καὶ γιὰ τὴν συντήρηση τῶν κτιρίων τῆς «Παλιοξενιᾶς».

Μετὰ τὸ 1833 ἡ περιοχὴ τοῦ Κουκλιᾶ  καί, κατὰ συνέπεια, καὶ ἡ ἐκεῖ σημαντικὴ σὲ ἔκταση κτηματικὴ περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Παλιοξενιᾶς», περιῆλθαν στὴ δικαιοδοσία τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους. Στοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε πάρει καὶ τὴν ὀνομασία «Παναγίας Ξενιᾶς», ἀπαγορευόταν νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴν ἐκεῖ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τους, ὅπως καὶ ὅλη τὴν ἄλλη τεράστια περιουσία ποὺ εἶχε ἀποκοπεῖ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ περιλήφθηκε στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Αὐτὸ συνετέλεσε στὴν πλήρη κατάρρευση κάποιων κτιριακῶν ὑπολειμμάτων ποὺ ἐξακολουθοῦσαν μέχρι τότε νὰ δηλώνουν μὲ σαφήνεια τὴν ὕπαρξη τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Κουκλιᾶ. Οἱ προσπάθειες τῶν καλογέρων  γιὰ τὴν διεκδίκηση τῆς κτηματικῆς αὐτῆς περιουσίας τοῦ «Κουκλιᾶ», ὅπως καὶ ὅλης τῆς ἄλλης μοναστηριακῆς περιουσίας ποὺ εἶχε δεσμευθεῖ ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, περιγράφονται σὲ ἄλλες σελίδες τοῦτης τῆς ἐργασίας μας.

Ἡ «Ξενιὰ» τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» εἶχε διαγραφεῖ ἀπὸ τὴ μνήμη ὅλων. Περιουσία ἰδιαίτερη τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ δὲν ὑπῆρχε. Ὅλη ἀνῆκε πλέον στὴν «Ξενιὰ τοῦ Κουκλιᾶ».  Ἔτσι,  γιὰ διάκριση, μόνο ἡ «Ξενιὰ τοῦ Κουκλιᾶ» λεγόταν  καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ λέγεται «Παλιοξενιά». Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὰ ἐρείπια τῆς ἀκόμη παλιότερης «Ξενιᾶς», τῆς «Ξενιᾶς τῆς Λάκα Παναγιᾶς», νὰ διατηρήσουν  γιὰ τοὺς ντόπιους κατοίκους ἀπείραχτο, ἀλλὰ λησμονημένο ἀπό ὅλους,«αὐθεντικὸ» τὸ ὄνομά τους: «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἔτσι στὰ 1900 περίπου ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ποὺ ἐπισκέφθηκε καὶ τὰ δύο αὐτὰ μοναστηριακὰ ἐρείπια, ἄκουσε τὰ μὲν ἀρχαιότερα ἐρείπια, αὐτὰ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», νὰ λέγονται «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», τὰ δὲ νεότερα, αὐτὰ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς Κουκλιᾶ» νὰ λέγονται «Παλιοξενιά». Λέγονταν «Παλιοξενιὰ» σὲ σχέση μὲ τὴν νεότερη «Ξενιά», αὐτὴ ποὺ, ἔχοντας τὸ ὄνομα «Παναγία Κισσιώτισσα», μετονομάστηκε σὲ «Παναγία Ξενιὰ» καὶ ἀργότερα σὲ «Ἄνω Παναγία Ξενιά».

Τὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» εἶναι αὐτὸ ποὺ γιὰ χάρη τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», τῆς εἰκόνας ποὺ μὲ τὰ κύματα τῆς θάλασσας ἔφτασε ὡς αὐτό, «ἀρνήθηκε» τὸ ἀρχικὸ πρῶτο δικό του, ὅπως οἱ μοναχοὶ πού, μετὰ τὴν κουρά τους, παίρνουν τὸ νέο τους ὄνομα καὶ ἐγκαταλείπουν τὸ κοσμικό τους. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ διαγράψει τὴν πιθανότητα αὐτὸ ποὺ ἦταν πρὶν στὴ «Λάκα Παναγιὰ» νὰ ἔγινε «μοναστήρι» πραγματικό, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ σήμερα δίνουμε στὴ λέξη αὐτή, νὰ ἔγινε «Μονὴ Ξενιᾶς», μόνο μετὰ τὴν εὐλογημένη στιγμὴ τοῦ ἐρχομοῦ ἐκεῖ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς»;

Μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν καλογέρων του ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Κουκλιᾶ ἄρχισε καὶ αὐτό νὰ ἐρημώνεται καὶ νὰ γκρεμίζεται.

Τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι οἱ κτιριακές ἐγκαταστάσεις τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ, τῆς «Παλιοξενιᾶς» τοῦ Κουκλιᾶ, δὲν εἶχαν τὴν ἔκταση, τὴν σταθερότητα  καὶ τὴν «μονιμότητα» τῆς κτιριακῆς δομῆς τοῦ πρώτου μοναστηριοῦ στὴ θέση «Λάκα Παναγιά». Τὰ σημερινὰ κατάλοιπά του, κάποιοι σωροὶ ἀπὸ πέτρες χωμένοι καὶ πνιγμένοι μέσα στοὺς θάμνους, αὐτὸ μποροῦν νὰ μαρτυρήσουν καὶ νὰ δείξουν, αὐτὸ ὑποδεικνύουν σὲ μία πρόχειρη ἐπιφανειακὴ ἔρευνα τῆς περιοχῆς, τῆς γνωστῆς ὡς σήμερα μὲ τὸ ὄνομα «Παλιοξενιά»

Ὡς καὶ τὴν σύγχρονη ἐποχή μας ἀκόμα οἱ σημερινοὶ ἰδιοκτῆτες τῆς ἔκτασης τῆς «Παλιοξενιᾶς», τοῦ «Παλιομονάστηρου τοῦ Κουκλιᾶ», καλλιεργῶντας τὴ γῆ, ξεθάβουν ὀστᾶ νεκρῶν καλογέρων. Σήμερα ἀκόμη στὴν θέση τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἐντοπίζονται κάποια χαλάσματα χωμένα μέσα σὲ θάμνους καὶ μερικοὶ σωροὶ ἀπὸ πέτρες. Ἡ θέση ὡς σήμερα λέγεται καὶ εἶναι γνωστὴ στοὺς ντόπιους ὡς «Παλιομονάστηρο» ἤ «Παλιοξενιά». Εἶναι μία ἔνδειξη ὅτι στὴ θέση αὐτὴ ἔζησαν μοναχοὶ γιὰ πολλὰ χρόνια.

Στὴν ἴδια τοποθεσία, καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχή, ὅσο κι ἄν τὸ γύρω ἀπομονωμένο τοπίο τρομάζει, μὲ τὴν ἀγριότητά του καὶ τὴν ἀπόκοσμη  σιωπή του, ὅποιον περαστικὸ βρεθεῖ ἐκεῖ, τὸ καντῆλι ἑνὸς προχειροφτιαγμένου εἰκονοστασίου μὲ χοντροπελεκημένες πέτρες τῆς γύρω περιοχῆς, συχνὰ πυκνὰ βρίσκεται ἀναμμένο.  Κάποιοι ξωμάχοι, ἀκολουθῶντας ἀταβιστικὰ παμπάλαιες προγονικὲς συνήθειες καὶ τάσεις, ἀδυνατῶντας ἴσως παντελῶς νὰ ἐξηγήσουν ἤ νὰ δικαιολογήσουν τὴν πράξη τους, σέρνουν ὡς ἐκεῖ τὰ βήματά τους, ἀνάβουν τὸ καντῆλι, κάνουν τὸ σταυρό τους καὶ νιώθουν νὰ πλημμυρίζει τὴν ψυχή τους μιὰ ἱερὴ ἀτμόσφαιρα, μιὰ σιωπὴ εὐλάβειας.

Πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔζησε γιὰ χρόνια ἡ «Παναγία Ξενιά» σκορπῶντας ἁπλόχερα τριγύρω τὴν εὐλογία της. Οἱ ἁγνὲς καὶ εὐαίσθητες ψυχές, ἐκεῖνες ποὺ καὶ στὴν ἐποχή μας ἀκόμα μποροῦν νὰ αἰσθάνονται τριγύρω τους τὴν θεϊκὴ παρουσία, ἰδίως ἄν γνωρίζουν τὸ παρελθὸν αὐτοῦ τοῦ τόπου, νιώθουν νὰ τοὺς τριγυρίζει μιὰ ἀνακουφιστικὴ καὶ ἀνάλαφρη γαλήνη, ὅταν βρίσκονται στὸν «Κουκλιᾶ».

 

 

 

[1] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, περίπου 1900-1905, δὲν εἶχε χτισθεῖ ἐκεῖ τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀχίλλειο καὶ ἔτσι ἡ περιοχὴ χαρακτηρίζεται ὡς περιοχὴ Πτελεοῦ.

[2] Νικόλαος Ι. Γιαννόπουλος, Ἡ Μεσαιωνικὴ Φθιῶτις καὶ τὰ ἐν αὐτῇ μνημεία, στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας, τόμος 8ος , ἐν Ἀθήναις 1922, σελ. 29.

[3] Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα αὐτό στὰ βιβλία 1) Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Ὁ Πτελεὸς τῆς Θεσσαλίας, 3.000 χρόνια ἱστορίας, Ἔκδοση Δῆμος Πτελεοῦ 2009, σελ. 147-198 καὶ 2) Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Τὸ Ἀχίλλειο Ἁλμυρού, ἱστορικὴ ἀναδρομή, (ἔκδοση) Πολιτιστικὸς Σύλλογος Ἀχιλλείου 1999, σελ. 47-54, 270-271.

[4] Βλ. Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ, Ἱστορία τῆς πόλεως Ἀθηνῶν κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνας, ὑπὸ Φερδινάνδου Γρηγοροβίου, τόμ. Β΄, Ἐν Ἀθήναις 1904, σελ. 20, ὑποσ. 2  ὅπου, ὡς λέγεται, ὁ Hopf  τὸ Cyrona τὸ θεωρεῖ Gytona καὶ τὸ ἐκλαμβάνει ὡς Ζητούνι (Λαμία).

[5] Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ ἔγγραφο περιλαμβάνεται στὴν συλλογὴ τῶν  Miklosich καὶ Muller, Acta Patriarchatus, τόμος A΄, σελ. 474.

[6] Ὅταν ἔγραφε τὸ βιβλίο του ὁ Κωνσταντῖνος Γιαννακόπουλος. Στὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται  τὸ ἔτος ἤ ἄλλα στοιχεῖα τῆς ἔκδοσης.

[7] Κων. Γιαννακόπουλος, Ἡ Παναγία Ξενιὰ καὶ οἱ δυὸ ἱερὲς μονές της, σελ. 49.

[8] Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴν Nicopolita στὸ Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Ὁ Πτελεὸς τῆς Θεσσαλίας, 3000 χρόνια ἱστορίας, Ἔκδοση Δῆμος Πτελεοῦ 2009, σελ. 163 -178.

[9] Κυκλοφοροῦσε περίπου κατὰ μῆνα στὸν Ἁλμυρὸ ἀπὸ τὸ 1894 μέχρι (τοὐλάχιστον) τὸ 1935.

[10] Στὴν ἐποχή μας ἡ «Καλογήρου βρύσις» σώζεται μόνο ὡς τοποθεσία στὴν περιοχὴ τοῦ Κουκλιᾶ μὲ τὸ ὄνομα «Ἡ βρύση τοῦ καλόγερου».

[11] «Ἀχιλληίς», τεῦχος Ἀπριλίου 1927, στὸ ἄρθρο «Κουκλιὰ Ξενιᾶς».