Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο έκτο)

 

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Α. Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις» (4ο μέρος)

Β. Ξορκισμοἰ

Γ. Ἰατρικὲς «συνταγές».

 

 

 

1801

Στὰ 1801 ἡ  Σταθοῦ, θυγατέρα τοῦ παπα-Δημητρίου Χρυσικοῦ, ἀπὸ τὴ Γούρα τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, πρόσφερε στὸ Μοναστήρι τὸ μητρικό της σπίτι στὴ Γούρα, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ σχετικὸ ἀφιερωτήριο γράμμα:[1]

«δια τοῦ παρόντος γράμματος δῆλον γίνεται, ὅτι ἡ Σταθοῦ θυγάτηρ τοῦ προκεκριμένου Παπᾶ … ἀφιερώνει εἰς τὴν σεβασμίαν μονὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου,  Ξενιᾶς ἐπονομαζομένην, τὸ μητρικόν της ὀσπήτιον….».

 

1802

Ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν  ἑκατοντάδων μοναχῶν ποὺ κατὰ καιροὺς ἐγκαταβίωσαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς πολὺ λίγα ἔχουν διασωθεῖ. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ καὶ τοῦ μοναχοῦ Γαλακτίωνος ποὺ ζοῦσε στὸ Μοναστήρι στις ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα.

Τὸ ὄνομά του τὸ βρίσκουμε σὲ μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ βρισκόταν στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.:

«+ΔΕΗCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΟΥ ΓΑΛΑΚΤΙωΝΟS

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗC ΞΕΝΙΑC ΕΝ ΕΤΕΙ 1802.»

«+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γαλακτίωνος, ἱερομονάχου τῆς Ξενιᾶς, ἐν ἔτει 1802.»[2]

 

1802

Στὸ ἴδιο παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πάλι σὲ μία εἰκόνα Χριστοῦ, βρίσκουμε τὸ ὄνομα τοῦ  Δαυίδ, ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κατὰ τὸ 1802:

«+ΔΕΗCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΟΥ ΔΑVΙΔ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

ΤΗC ΜΟΝΗC ΞΕΝΙΑC ΜΝΗCΘΗΤΙ ΚΕ  ἔτος 1802.»

«+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Δαυὶδ, καθηγουμένου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Μνήσθητι, Κύριε. Ἔτος 1802.»[3]

 

 

1805

Ἀρκετοὶ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μετέβαιναν στὰ γειτονικὰ μὲ αὐτὸ χωριά καὶ δίδασκαν στὰ παιδιά. Τὰ ὀνόματα τῶν περισσοτέρων ἀσφαλῶς χάθηκαν και δὲν μᾶς εἶναι γνωστά. Σώθηκαν μερικὰ μόνο. Ἕνας τέτοιος ἦταν ὁ Ἀθανάσιος. Τὸ ὄνομά του βρέθηκε γραμμένο σὲ κώδικα τοῦ 15ου αἰῶνος, στὸν ὁποῖο διαβάζουμε ἕνα ἁπλὸ καὶ λιτό:

«Ἀθανάσιος ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς γράφω».[4]

«Ὁ ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανάσιος» μᾶς εἶναι γνωστὸς καὶ ἀπὸ ἄλλες «ἐνθυμήσεις». Φαίνεται ὅτι ἦταν καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὁ ὁποῖος  κατὰ καιροὺς δίδασκε καὶ σὲ σχολεῖα τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ. Ταυτόχρονα ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γραφὴ καὶ ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνταν στὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς. Ἔτσι μία «φυλλάδα» τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰῶνα ποὺ περιεῖχε τὶς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων Μοδέστου καὶ Στυλιανοῦ καὶ ὰνῆκε στὴν ἐκκλησία τῶν Κωφῶν γράφτηκε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν παρακάτω ἐνθύμηση:

«Ἡ παροῦσα φυλλάδα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου

εἶναι τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τοῦ χωρίου Κουφοὺς

καὶ ἐγράφη διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου

1805, Ἰανουαρίου 15».[5]

 

 

1806

Λεπτομερειακὰ καὶ σαφέστατα ἀκριβὴς ὡς πρὸς τὸν χρόνο ποὺ τελείωσε τὸ ἔργο του, ἕνα μουσικὸ κώδικα, ἦταν «ὁ πρωτοψάλτης τοῦ Βυζαντίου κὺρ Πέτρος». Τελείωσε τὸν μουσικὸ του κώδικα στὶς 31 Αὐγούστου 1806, ὥρα 4 καὶ 25 λεπτά:

«Κὺρ Πέτρου Πρωτοψάλτου τοῦ Βυζαντίου:

Ἐτελειώθη τὸ παρὸν αως΄,[6]

Αὐγούστου λα΄, ἡμέρα ς΄, ὥρα δ΄, λεπτὰ κε΄»

«Πρόκειται γιὰ ἕνα Δοξαστάριον μελοποιημένο ἀπὸ τὸν Πέτρο Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο τῆς Μ.Χ.Ε. (Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας), ποὺ ἀντεγράφη ἀπὸ τὸν μαθητὴ αὐτοῦ Πέτρο  Πρωτοψάλτη Βυζάντιο, τὸν ἐπονομαζόμενο Φυγά, ὁ ὁποῖος, ἐν τέλει, προσυπογράφει τὸ παρὸν αὐτόγραφό του».[7]

 

1809

Στὸν μουσικὸ κώδικα ὑπ’  ἀριθ. 13 τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ, στὸ φύλλο 4β ὑπῆρχαν οἱ δύο παρακάτω «ἐνθυμήσεις»:

«Εἰς καιρὸν ὅπου ἄρχισα νὰ διαβάζω τὸ Ἀναστασιματάριον

ἔν ἔτει 1809 Δεκεμβρίου 7. Ζαφείριος».

«Ἐγὼ ἤθελα νὰ διαβάσω ψαλτικὴν

ὅμως οἱ κατηραμένοι Γουριῶτες δὲν ἔχουν διδάσκαλον

καὶ ἔμεινα ἀμαθής».

 

 

1810 – 1813

Στὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ὑπῆρξαν ἀσφαλῶς χρονικὲς περίοδοι κατὰ τὶς ὁποῖες ὅλα λειτουργοῦσαν θαυμάσια καὶ τηροῦνταν μὲ ἐπιμέλεια ὅλα τὰ προβλεπόμενα γιὰ τὴν διοίκηση τῶν μονῶν διαχειριστικὰ βιβλία. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὑπῆρξαν καὶ περίοδοι ἀτασθαλιῶν ἤ προχειρότητας στὴ διαχείρηση. Μία τέτοια χρονικὴ περίοδος πρέπει νὰ ἦταν καὶ στὰ χρόνια 1810 -1813.

Σὲ ἐξώφυλλο ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου βρέθηκαν δύο  «ἐνθυμήσεις», γραμμένες ἡ πρώτη στὴν 1η Ἰανουαρίου 1810 και ἡ δεύτερη, τρία χρόνια ἀργότερα, στὶς 17 Ἀπριλίου 1813. Καὶ οἱ δύο ἀναφέρονται σὲ παράδοση «ἁγίων λειψάνων».

Γίνεται φανερὸ τὸ ὅτι ἡ παράδοση πολύτιμων κειμηλίων γίνεται μὲ τόσο πρόχειρο τρόπο ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὴ καταγράφεται ὄχι σὲ ἐπίσημο βιβλίο παράδοσης καὶ παραλαβῆς ἀλλὰ σὲ ἕνα ἐξώφυλλο βιβλίου. Ἡ ἴδια προχειρότητα συνεχίζεται καὶ τρία χρόνια ἀργότερα. Καὶ ἡ δεύτερη αὐτὴ παράδοση καταγράφεται σὲ συνέχεια τῆς πρώτης καὶ στὸ ἴδιο ἐξώφυλλο.

Παρατηρεῖται μάλιστα τὸ ἑξῆς περισσότερο ἐπιβεβαιωτικό τῆς προχειρότητας αὐτῆς. Οἱ δύο παραδόσεις τῶν ἱερῶν κειμηλίων, ἄν και ἔγιναν μὲ διαφορὰ τριῶν ἐτῶν  ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ σὲ διαφορετικὰ πρόσωπα, ἡ πρόχειρη σημείωση καταγράφηκε ταυτόχρονα, μὲ καθυστέρηση τριῶν ἐτῶν τοὐλάχιστον γιὰ τὴν πρώτη παράδοση.

Στὸ τέλος τῆς ἐνθύμησης ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα δύο ἡγουμένων, τοῦ Χατζῆ Δαβίδ καὶ τοῦ Χατζῆ Παρθενίου, καὶ ἑνὸς μοναχοῦ τοῦ Κυπριανοῦ.  Φαίνεται ὅτι ὁ Χατζῆ Δαβίδ ἦταν ἡγούμενος κατὰ τὸ 1810, ὅταν παραδόθηκαν ἅγια λείψανα στὸν Δωρόθεο, καὶ ὁ Χατζη Παρθένιος τὸ 1813, ὅταν ἄγια λεἰψανα παραδὀθηκαν στὸν παπά -Ἄνθιμο.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς «ἐνθύμησης» στὴν αὐθεντικὴ μορφὴ τῆς καταγραφῆς:

«1810 Ἰανουαρίου α΄. ειδοὺ γράφομεν εἴς ἐνθήμισην

τὰ ἅγια λίψανα τὸ δούκατο τίμιον ξίλω

(ἕπεται ἐκτενὴς κατάλογος ἁγίων Λειψάνων[8]) 

… ἅγια λείψανα ὅπου δώσαμεν τοῦ Δωρόθεον 1813 ἀπριλίου 17

ἅγια  λείψανα κομμάτια ΧΧ του παπὰ Ἀνθίμῳ κομμάτια Χ

σταυρὸς Χ ἀσημένιος σταυρὸς 3 μαλαματησμένος καλὰ,

τίμια ξήλα, σταυροὶ μαλαματισμένοι 2

τοῦ γερο δανιὴλ τημηον  ξυλο σι ἀργιρο κουτὴ μέσα 1.

Ἡγούμενος Χατζῆ Δαβὶδ βεβαιώνω παρὼν

Ἡγούμενος Χατζῆ Παρθένιος παρὼν

Κυπριανὸς μοναχὸς παρὼν».[9]

 

1810

Ἕνα καλλιτεχνικότατο ἀριστούργημα στὴν ἐκκλησία τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, ἔργο «καλλίστης τέχνης, λεπτοτάτης ἐργασίας καὶ κεχρυσωμένον», ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἦταν ὁ ἡγουμενικὸς (μητροπολιτικὸς) θρόνος. Στὴν εἰκόνα τοῦ  Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ἐνσωματωμένη σ’ αὐτόν  ἦταν χαραγμένη ἡ παρακάτω ἐπιγραφή:

«+ ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗC ΤΟΥ ΠΑΝΟCΙωΤΑΤΟΥ

ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΟΥ ΚΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΙΕΡΟ

ΜΟΝΑΧΟΥ. ΕΤΟC  1810 – ΜΑΪΟΥ 19.»

«+ Διὰ συνδρομῆς καὶ δαπάνης τοῦ Πανοσιωτάτου Ἁγίου Προηγουμένου Κυρίου Κυρίου Ἀνθίμου, ἱερομονάχου. Ἔτος 1810. Μαΐου 19.»[10]

Ὁ ἡγουμενικὸς (μητροπολιτικὸς) αὐτὸς θρόνος μεταφέρθηκε τὸ 1928 γιὰ ἀσφάλεια στὸ κάτω Μοναστήρι.

 

 

1811

Τὰ τάματα καὶ οἱ προσφορὲς στὴν Παναγία Ξενιὰ ἦταν συχνὰ καὶ πολλά. Μιὰ τέτοια σημαντικὴ ἀξιόλογη προσφορὰ ἦταν ἡ ἐπιχρυσωμένη  ἀσημένια κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ ἔγινε στὰ 1811, μὲ προσφορὰ τοῦ προσκυνητοῦ καὶ λάτρου της Παρθένιου ἀπὸ τὴ Δράκια τοῦ Πηλίου.

Ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ γεγονὸς εἶναι γραμμένη στὸ χέρι τῆς Παναγίας:

«+ ΔΕΞΑΙ ΔΕΗCΙΝ ΠΑΝΤΑΝΑCCΑ ΚΥΡΙΑ

ΤΟΥ ΠΡΟCΚΥΝΗΤΟΥ CΟΥ ΛΑΤΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ

ΟC ΧΡΥCΟΤΕΥΚΤΟΝ ΑΜΦΙΟΝ CΟΙ ΠΡΟCΑΓΕΙ

ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗC ΙΔΙΑC

1811  ΔΡΑΚΙΑ».

 

«+ Δέξαι δέησιν, Παντάνασσα Κυρία, τοῦ προσκυνητοῦ Σου λάτρου Παρθενίου, ὅς χρυσότευκτον ἄμφιόν σοι προσάγει διὰ συνδρομῆς καὶ δαπάνης ἰδίας. 1811 Δράκια».[11]

 

1815

Στὶς «ἐνθυμήσεις» μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν καὶ οἱ πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνονται ἀπὸ ἐπίσημα ἔγγραφα γιὰ νὰ συμπληρώνουν τὴν εἰκόνα ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ λοιπὲς «ἐνθυμήσεις».

Στὰ 1816 ὁ Σουλτάνος Μαχμοὺτ μὲ διαταγή του πρὸς τὸν «σοφολογιώτατο ἱεροδίκη Ἁλμυροῦ» τὸν διατάσσει νὰ ἐνδιαφερθεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κυριαρχία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴν κτηματικὴ περιουσία της, ἡ ὁποία καταπατούνταν ἀπὸ τοὺς περιοίκους:

«Πρότυπον τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ δικαίου, σοφολογιώτατε ἱεροδίκη Ἁλμυροῦ, αὐξηθείησαν αἱ ἀρεταὶ αὐτοῦ. Ἐν τῇ ἀφίξει τοῦ παρόντος αὐτοκρατορικοῦ μου μονογράμματος γνωσθήτω ὅτι:

Ἐπειδὴ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου αὐτοῦ ὑπέβαλον αἴτησιν εἰς τὸ Αὐτοκρατορικὸν μου Διβάνιον… , ἵνα κατὰ τοὺς αὐτοὺς ὅρους ἐνεργήσητε καὶ … εἰς οὐδένα νὰ συγχωρήσητε ὑπεκφυγὰς καὶ ἐνστάσεις ἐναντίον τῶν ἄνω ὅρων καὶ τῆς Ὑψηλῆς Διαταγῆς μου….».[12]

 

1817

Οἱ λοιμικές ἀσθένειες σε παλιότερες ἐποχὲς ἦταν μιὰ μεγάλη πληγή. Χωριὰ ὁλόκληρα ἀποδεκατίζονταν ἤ καὶ ἐξαφανίζονταν ἀπὸ «θανατικά». Οἱ κάτοικοί τους ἀρκετὲς φορὲς τὰ ἐγκατέλειπαν ὁριστικὰ καὶ μετέβαιναν σὲ ἄλλα ὑγιεινότερα μέρη ὅπου ἵδρυαν νέα χωριά. Τὰ ἐγκαταλειμένα αὐτὰ χωριὰ ὀνομάζοντα γενικὰ «παλιοχώρια».

Ὑπάρχουν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ δεκάδες περιπτώσεων τέτοιων «παλιοχωριῶν» ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν ἐπειδὴ οἱ κάτοικοί τους πίστευαν ὅτι μετακομίζοντας σὲ ἕναν «ὑγιεινότερο» τόπο θὰ ἀπαλάσσονταν ἀπὸ τὸ μεγάλο κακό, ἀπὸ τὸ «θανατικό».

Ἀρκετὲς φορὲς σὲ τέτοιες περιπτώσεις γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ μετάδοση τῆς ἀρρώστειας οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ σκορπίζονταν καὶ οἱ οἰκογένειές τους  ἔμειναν  σὲ πολλὰ διαφορετικὰ χωριστὰ καὶ ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους μέρη. Ἀκόμη καὶ ἄτομα τῆς ἴδιας οἰκογένειας, ὅταν αὐτὸ θεωροῦνταν ἀπαραίτητο, ἀπομονώνονταν ζῶντας μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο γιὰ μὴν μεταδώσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν ἀρρώστεια. Ἔτσι ἀπομονωμένοι ζοῦσαν γιὰ κάμποσο καιρὸ περιμένοντας μέχρις ὅτου περάσει τὸ «κακὸ» νὰ ξαναγυρίσουν καὶ πάλι στὸ χωριό τους.

Ἕνα τέτοιο «θανατικὸ» εἶχε χτυπήσει στὰ 1817 το χωριὸ Κοκκωτοὶ, δίπλα στὸ «Πάνω» Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Οἱ κάτοικοί του  σκορπίστηκαν στὸ βουνὸ. Στὴν οἰκογένεια ἑνὸς «Κοκκωτιανοῦ», τοῦ «Χαράλαμπου», τὰ μέλη της εἶχαν σκορπιστεῖ καὶ μεταξύ τους σὲ διάφορα μέρη. Ἔμειναν ἀπομονωμένοι γιὰ ὅσο καιρό νόμισαν ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο καὶ στὶς 12 Μαΐου 1817, ἡμέρα Παρασκευή, ἀποφάσισαν καὶ γύρισαν ὅλοι καὶ «ἔσμιξαν» καὶ πάλι, «ζήμεικαν» στὸ σπίτι τους

Γεμάτος χαρὰ ὁ «Χαράλαμπος» θεώρησε καλὸ νὰ καταγράψει τὸ γεγονὸς αὐτό. Ποῦ ἀλλοῦ μποροῦσε νὰ κάνει τὴ σχετικὴ ἀναφορὰ του, ποῦ ἀλλοῦ ἔπρεπε νὰ καταχωρήσει τὸ εὐχάριστο γεγονὸς; Μόνο στὸ κοινὸ καταθετήριο, στὸ Μεγάλο Ἱερὸ Χῶρο, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἐκεῖ εἶχε πάει ἀσφαλῶς ὁ Χαράλαμπος καὶ ὅταν ἄφηναν τὸ σπίτι τους γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια καὶ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ πῆγε καὶ ὅταν ἦρθαν πάλι καὶ «ἔσμιξαν» ὅλοι γεροὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ ἀνακοινώσει στὴν Παναγία καὶ νὰ τὴν εὐχαριστήσει:

«ἔτος 1817 μαγιοῦ 12 κάνω θύμηση ἐγὼ Χαράλαμπος

ωντας ηρταμε και ζημείκαμε στο δικό μας σπητι

από το βουνι όπου ημάστανε φεβγάτι

από το θανατικό ήρταμε ημέρα παρατζεβη.»[13]

 

1817

Σ’ ἕναν δερματόδετο χάρτινο κώδικα τοῦ 1817, ποὺ ἦταν μία «Παρρησία» τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὑπῆρχε ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση», γραμμένη ἀπὸ τὸν ταπεινό  «ἐν παιδαγωγοῖς» Ἀθανάσιο.

Τὴν «Παρρησία» τὴν εἶχε γράψει «ὁ ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανάσιος» ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ σκευοφύλακα Δωροθέου ἐπὶ ἡγουμενίας Γρηγορίου.

Στὴν «Παρρησία» αὐτή, ὅπως σὲ ὅλες τὶς «Παρρησίες», κάποιοι ἀργότερα ἦταν ἑπόμενο νὰ πρόσθεταν κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλα ὀνόματα. Δὲν ἦταν ὅμως σίγουρος ὁ Ἀθανάσιος ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄλλοι θὰ γνώριζαν πάντοτε ὀρθογραφία καὶ θὰ ἦταν καλλιγράφοι ὅπως ἦταν ὁ ἴδιος.

Ὁ Ἀθανάσιος δὲν ἤθελε μὲ τὶς νέες αὐτὲς προσθῆκες, τὶς ἀνορθόγραφες καὶ κακογραμμένες, νὰ «χαλάσει» ἡ ὡραία εἰκόνα τοῦ καλλιγραφημένου χειρογράφου του. Ἔτσι στὴν «ἐνθύμηση» ποὺ ἔγραψε σ’ αὐτὴν τὴν Παρρησία παρακαλοῦσε νὰ μὴν γράφουν τὰ νέα ὀνόματα στὸν καλλιγραφημένο καὶ ὀρθογραφημένο αὐτὸν κώδικα ἀλλὰ σὲ ἕνα πρόχειρο χαρτὶ «καὶ ὅταν τύχῃ καλλιγράφος τις ἄς γράψῃ τὰ ὀνόματα»:

«Ἔτος 1817 Σεπτεμβρίου 20

ἐγράφη ἡ παροῦσα παῤῥησία

προτροπῇ τοῦ ὁσιωτάτου ἁγίου σκευοφύλακος

κυρίου Δωροθέου μοναχοῦ, ἡγουμενεύοντος Γρηγορίου ἱερομονάχου τοῦ προσκυνητοῦ,

διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου.

Μηδεὶς οὖν γράψῃ ᾧδε ἄνευ ὀρθογραφίας

ἀλλὰ ἄς σημειώνουν τὰ ὀνόματα εἰς ἐξώφυλλον

καὶ ὅταν τύχῃ καλλιγράφος τις ἄς γράψῃ τὰ ὀνόματα».

 

 

1819

 Πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς συναντοῦμε σὲ ἕνα «χρονικὸ σημείωμα» ποὺ ἐντόπισε καὶ παρουσίασε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

Ἀπὸ πολὺ νωρίς, πρὶν τὸ 1821, στὴν Ὄρθρη εἶχαν ἀναπτυχθεῖ ἐπαναστατικὲς ὁμάδες. Τὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τῆς Ὄρθρης, ὅπως ἡ Γούρας,  ἡ Βρύναια, οἱ Κωφοὶ, οἱ Κοκκωτοὶ ἀποτελοῦσαν ἐπαναστατικὰ κέντρα καὶ κέντρα ἀνεφοδιασμοῦ καὶ τροφοδοσίας τῶν κλεφτῶν.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἰδιαίτερα τὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημά του, χρησίμευε ὡς μυστικὸς καὶ ἀφανὴς συντονιστικὸς πυρήνας ὅλων τῶν σχετικῶν μὲ τὸν ἐξοπλισμὸ καὶ τὸν λοιπὸ ἐφοδιασμὸ σὲ κάθε εἶδος ὑλικοῦ ἐνεργειῶν.

Οἱ κινήσεις αὐτὲς, ὅπως ἦταν φυσικό, γίνονταν γνωστὲς στὸν Ἁλμυρό, στὸν ὁποῖο βρισκόταν ὁ διοικητής, ντερβέναγας, ὅλων τῶν στρατιωτικῶν τουρκικῶν δυνάμεων.  Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1819 ὁ ντερβέναγας τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ πεντακόσιους περίπου ἀρβανίτες ἀνέβηκαν στὴν Ὄρθρη σκοπεύοντας νὰ κάψει τὴ Βρύναινα καὶ τοὺς Κοκκωτοὺς, τὰ δυὸ πλησιέστερα χωριὰ πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀτίμωσή τους, ἐγκατέλειψαν τὸ Μοναστήρι καὶ κρύφτηκαν στὰ γύρω δάση καὶ στὶς σπηλιές τῆς Ὄρθρης. Τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ἄλλα πολύτιμα κειμήλια τὰ ἔκρυψαν στὴν «τρύπα». Ἡ «τρύπα» ἦταν μιὰ σπηλιὰ σὲ μιὰ κατακόρυφη καὶ ἀπότομη πλαγιὰ ἑνός γκρεμοῦ, στὴν ὁποία μποροῦσε νὰ φτάσει κάποιος μόνο κρεμασμένος μὲ τριχιές.

Οἱ Ἀρβανίτες ἔφτασαν στὸ ἔρημο Μοναστήρι καὶ τὸ λεηλάτησαν ὁλοσχερῶς. Τὸν βαθμὸ αὐτὸ τῆς πλήρους καταστροφῆς ἐκφράζει μία χαρακτηριστικὴ φράση τῆς σχετικῆς ἐνθύμησης: «ἔβγαλαν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία». Ὅλη αὐτὴ τὴ μεγάλη καταστροφὴ τὴν περιέγραψε λιτὰ καὶ ἁπλὰ κάποιος μοναχός, ὅταν ἐπέστρεψαν καὶ πάλι στὸ Μοναστήρι, σὲ κάποια «ἐνθύμηση» ποὺ μᾶς ἄφησε. Ἦταν 15 Μα(ρτίου) ἤ (Μα)ΐου τοῦ 1819. Σημείωσε λιτὰ ὁ καλόγερος στὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο:

«+Ἐδῶ σημειώνου τον καιρὼ ὁποῦ ἤρθεν  ο ντιβέρναγας

να κάψι τα χουριὰ Βρήνινα καὶ Κουκουτοῦς

καὶ ἤρθε καὶ στο μαναστὶρ καὶ ἡμεῖς  οἵ πατέρης φυγαμαν

και κρίφκαμαν στα δάσα καὶ στα σπύλυα

καὶ την παναγιάν βάλαμαν εἰς τὴν τρύπαν

καὶ ερχῶντας ἡ ἀρβανιτις με το ντιρβέναγα ἕως πεντακόσι ονομάτοι εδιαγούμισαν καὶ κούρσεψαν  το βιὸς τοῦ μαναστηργιού

καὶ ἔβγαλαν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ την ἐκκλησία

καὶ ἦταν το κακο μέγα ἀδερφηα

καὶ ἔστωντας εἰς ἐνθίμισην. 1819 μα… 15». [14]

 

 

1820

«Ἐνθυμήσεις» βρέθηκαν καὶ σὲ ἔντυπα βιβλία. Σὲ ἕνα «Ἀνθολόγιο» τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἔκδοσης τοῦ ἔτους 1797, τὸ ὁποῖο περιεῖχε «βίους καὶ πολιτείας ἁγίων», ὁ «ἐλάχιστος Ἰωακείμ», προφανῶς μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ, μᾶς ἄφησε μία τέτοια «ἐνθύμηση».

Τὸ «Ἁνθολόγιο» ἀνῆκε στὸν Μῆτρο Ἀμπελιώτη, ποὺ ἦταν γνωστότερος ὡς Χρῆστος Χασάπης καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Δουκὸς τῆς Εὔβοιας. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ «Ἀνθολογίου» δὲν γνώριζε καθόλου γράμματα καὶ ἀνέθεσε στὸν ὄχι καὶ πολὺ ἐγγράμματο Ἰωακείμ νὰ γράψει ἐκεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε:

«182(0;) Μαρτίου 6 σαματά στίρα  χρήστου.

+ τό παρόν ἀνθολόγιον ηπάρχη του Μήτρου Αμπελιότι 

ειτη του Χρήστο Χασάπη από το Δουκὸ

και ὅστις το αποξαινόση χορης την βουλήν του

να αίχη τας αράς των αγιων τιη΄ (=318)

θαιοφορον πατερ[ων] και το αινικέα (=ἐν Νικαίᾳ) σηνόδον

καί τίν κατάραν του χρηστοῦ και τις παναγίας

και πἄντον τον αγιον.

Ελάχηστος Ιωακήμ γράφω»

 

1821

Ἀξιόλογα γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ἐν εἴδει προσωπικῶν του ἐνθυμήσεων, μᾶς διέσωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἀποσπασματικὰ σὲ παρένθετες στὰ κατάλοιπά του σημειώσεις.  Καταγράφουμε μία τέτοια σημείωση στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνονται σημαντικότατες πληροφορίες γιὰ τὴ νεότερη ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ:

«Κατὰ παράδοσιν τοῦ πατρὸς Κυρίλλου, ἡγουμενεύοντος Ἰγνατίου μέχρι τοῦ 1821,  ὅτε ἐξερράγη ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, ἕνεκεν τῶν ἀλλεπαλλήλων δῃώσεων τῆς Μονῆς ὑπὸ τῶν διαφόρων ἐπιδρομέων, οἱ πατέρες ἀνεχώρησαν ἐξ αὐτῆς, ἀφοῦ πρῶτον ἀπέκρυψαν ἔν τινι σπηλαίῳ παρὰ τὴν Μονήν[15] ὅσα πολύτιμα ἐκέκτητο αὕτη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, θέμενοι αὐτὴν ἐν κουβουκλίῳ.

Ἐπεραιώθησαν δὲ εἰς Τρίκερι συναποφέροντες μεθ’ ἑαυτῶν περὶ τὰς 3.000 μὲν αἰγοπροβάτων, 150 δὲ βόας, ἅτινα πάντα λαβόντες οἱ ὑπὸ τὸν Καρατάσον ἐπαναστάται κατέφαγον, καταλιπόντες εἰς τοὺς πατέρας 70 μόνον αἰγοπρόβατα καὶ ἑνα βοῦν.

Ταυτοχρόνως διὰ προδοσίας χριστιανοῦ τινος τῆς ὑπογείου κρύπτης τῆς Μονῆς εἰς τοὺς Τουρκαλβανοὺς Γκέγκηδες ἀφῃρέθησαν καὶ διηρπάγησαν ὑπ’ αὐτῶν πάντα τὰ ἱερὰ σκεύη και κειμήλια πλὴν τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου.

Μαθὼν δὲ ὁ πασσᾶς Λαρίσης τὰ διατρέξαντα περιέσωσε μόνον παρὰ τῶν ἁρπάγων τούτων τὰ ἱερὰ λείψανα, ἅτινα μετέπειτα μεταβάντες εἰς Λάρισαν τρεῖς τῶν πατέρων τῆς Μονῆς, Ἰγνάτιος, ἡγούμενος, Δωρόθεος, σκευοφύλαξ καὶ  Χατζῆ Παρθένιος Δικαῖος, παρέλαβον αὐτὰ μετὰ 18 ὁλοχρύσων ἱερατικῶν στολῶν, πληρώσαντες ὡς ῥέσιμον (ἐξαγορὰν)  8.000 γροσίων.

Μετὰ ταῦτα ὁ ἡγούμενος Ἰγνάτιος μετέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν τότε Πατριάρχην Γρηγόριον τὸν Ε΄.  Οὗτος συνέστησεν τὸν ἡγούμενον εἰς τὸν Σουλτὰν – Μαχμούτ, παρ’ οὗ ἔλαβεν αὐτοκρατορικὸν φιρμάνιον κανονίζον τὰ ὅρια τῆς Μονῆς καὶ Πατριαρχικὸν σιγγίλλιον μολυβδόβουλλον.»[16]

 

 

1821

Στὰ 1821 ὁ Σερασκέρης τῆς Ρούμελης – Βαλεσῆ ἀπευθύνθηκε μὲ ἔγγραφό του πρὸς τὸν «φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὶ ζαπιτάδες τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, καὶ ἀγιάννη καὶ λοιποὶ γέροντες ταῦ Ἁρμυροῦ» καὶ διατάζει νὰ προστατέψουν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς ἁρπαγές καὶ ληστρικὲς ἐπιδρομές ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπέφερε:

«Πρὸς ἐσὲ φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὶ ζαπιτάδες τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, καὶ ἀγιάννη καὶ λοιποὶ γέροντες τοῦ Ἁρμυροῦ. Ἐπειδὴ καὶ τὸ μοναστήρι τὸ κείμενον αὐτοῦ εἰς τὰ μέρη σας, τὸ ὀνομαζόμενον Ξενιά,… νὰ ᾗναι ἀπείραχτον καὶ ἀνενόχλητον τόσον ἀπὸ  κονάγια καὶ ἄλλα βάρη καὶ τεκλήφια, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τζελέπηδες, μορτζῆδες, σουμπασάδες καὶ κάθε λογῆς σεϊμένηδες…».[17]

 

1827

Ὁ Ἀνατόλιος ἦταν ἕνας πολὺ δραστήριος μοναχὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους στὰ 1832, δημιουργήθηκε πρόβλημα μὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς τὸ ὁποῖο ἀνῆκε πλέον στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ὁ Ἀνατόλιος ἦταν ὁ μοναχὸς ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναγράφουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, πῆγε στην Ἀθήνα καὶ σὲ ἄλλα κέντρα γιὰ νὰ διεκδικήσει ἐκ μέρους τοῦ μοναστηριοῦ του τὴν ἀπόδοση αὐτῆς τῆς περιουσίας.

Τὸ ὄνομά του, ὡστόσο, τὸ βρίσκουμε πρὶν ἀπὸ τὰ παραπάνω γεγονότα σὲ ἕνα κιβώτιο ποὺ περιεῖχε  λείψανα τῶν Ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος, Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ Ἁγίου Μέμνωνος στὸ ὁποῖο ἦταν χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή:

«+ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΓΙΝΕ ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗς ΤΟV ΠΑΠΑΑΝΑΤΟΛΙΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑCΤΗΡΙΟΝ ΤΗC ΠΑΝΑΓΙΑC ΞΕΝΙΑC. 1827

 

«+Τὸ παρὸν ἔγινε διὰ συνδρομῆς τοῦ παπᾶ Ἀνατολίου

ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.  1827.»[18]

 

1828

Οἱ φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις τῶν κατοίκων πολλὲς φορὲς ἦταν δυσβάστακτες. Ἡ  «φοροδιαφυγὴ» ἦταν δύσκολη καὶ τιμωροῦνταν αὐστηρὰ. Οἱ δημογέροντες τῶν χωριῶν παρόλες τὶς προσπάθειές δὲν κατόρθωναν πάντοτε νὰ ρυθμίσουν τὰ χρέη τοῦ χωριοῦ τους.

Μιὰ τέτοια δύσκολη κατάσταση φαίνεται ὅτι εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ στὰ 1828 οἱ κάτοικοι τῶν Κοκκωτῶν. Δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ πληρώσουν τὰ «δοσίματα» ποὺ τοὺς εἶχαν ἐπιβληθεῖ. Ἔτσι, μὴν βρίσκοντας ἄλλον τρόπο νὰ ἀντιδράσουν, ἀποφάσισαν ὅλοι νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ χωριό τους καὶ τὰ σπίτια τους καὶ νὰ σκορπιστοῦν γιὰ να κρυφτοῦν στὰ  τριγύρω μέρη. Τὸ γεγονὸς τὸ κατέγραψε, ὅπως συνήθιζαν ὅλοι σὲ τέτοιες περιπτώσεις σὲ ἕνα βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ,  ὁ «Γιάννης τοῦ Χρήστου Κύρκου»:

«φανερώνω τὸν καιρὸν  ποὺ σκόρπισεν οἱ Κουκουτοὺς

ἀπὸ  δοσίματα. 1828  –  ἁλωναρίου 8.

Γιάννης τοῦ Χρήστου Κύρκου».

 

1830

Κατὰ τὸ 1830 ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν ὁ Παπᾶ Σαμουὴλ. Μᾶς τὸ βεβαιώνουν δύο σφραγίδες ποῦ εἶχε ἐντοπίσει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Ἡ μία ἦταν προσωπικὴ τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μοναστηριοῦ

«Παπᾶ Σαμουήλ 1830»[19]

καὶ ἡ ἄλλη τοῦ Μοναστηριοῦ

«Μονή Ξενιᾶς  1830».[20]

Ἡ σφραγίδα «Μονὴ Ξενιᾶς 1830» εἶναι μία σαφὴς ἔνδειξη ὅτι καὶ ἐπισήμως πιὰ χρησιμοποιοῦνταν ἡ ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Σαφὴς καὶ συγκεκριμένη, ὡστόσο, χρονολογία κατὰ τὴν ὁποία ἐπίσημα ἔπαψε νὰ χρησιμοποιεῖται τὸ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ. Ἐντύπωσή μας εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε καὶ σχετικὴ ἐπίσημη ἀπόφαση γιὰ τέτοια μετονομασία.[21] Πιθανόν ἡ κατασκευὴ τῆς ὄχι ὁλοκληρωμένης λεκτικὰ καὶ σωστῆς τυπικὰ σφραγίδας «Μονὴ Ξενιᾶς 1830» νὰ ἀποτελεῖ αὐθαίρετη πράξη τοῦ Παπᾶ Σαμουήλ.

  1. 1833.

Κάποιες πληροφορίες βρίσκονται σὲ διάφορες εἰκόνες τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὶς ὁποῖες μαθαίνουμε μόνο κάποια ἁπλὰ ὀνόματα ἀφιερωτῶν ἀλλά καὶ ἁγιογράφων σὲ ὁρισμένες χρονολογίες.

Ἔτσι σὲ μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ βρισκόταν στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο στὸ κάτω Μοναστήρι ὑπῆρχε ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή:

«+Δέησις Σαμουὴλ, ἱερομονάχου,

διὰ χειρὸς Δημητρίου ἁγιογράφου 1833».[22]

 

 

1833

Σὲ ἕνα ἀσημένιο κιβώτιο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ περιεῖχε λεἰψανα  τῶν ἁγίων Ἐλευθερίου καὶ Τρύφωνος ὑπῆχε σχετικὴ εἰκονογραφία τοῦ προσκυνητοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Χατζῆ Παρθενίου καὶ ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή:

«20 Αὐγούστου 1833

Χ.(ατζῆ) + Χριστόν τε καὶ τὸν Κύριον τῆς δόξης ἡ τεκοῦσα.

Π           – Παντάνασσα, Πανάχραντε, Κυρία Θεοτόκε,

Α           – Ἀποστόλων μὲν καύχημα, ἐμοῦ δὲ προστασία,

Ρ           – Ῥῦσαι ἐν ὥρᾳ κρίσεως πυρός τε καὶ γεέννης

Θ           – Θήκην τα δέξαι άργυρᾶν παρὰ τοῦ Σοῦ ἱκέτου

Ε            – Ἐλευθεροῦσα δὲ αὐτὸν πάσης τῆς ἐπηρείας.

Ν            – Ναῷ προσφερομένην Σου πρὸς καύχημα καὶ δόξαν

Ι             – Ἱκέτου Σου τοῦ ταπεινοῦ, δι’οὗ καὶ ἡ δαπάνη

Ο           – Οὗ τινος καὶ τὸ ὄνομα ἐν τῇ ἀκροστοιχίδι

Σ            – Σῷζε οὖν πανάμωμε τοὺς εὐπρέπειαν ποθοῦντας.

Διὰ χειρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐκ Μακρυνίτζης  ἐχαράχθη

29 Αὐγούστου  1833».[23]

Ὁ μοναχὸς Χατζῆ Παρθένιος εἶναι γνωστὸς καὶ ἀπὸ ἄλλες «ἐνθυμήσεις»

 

 

1833

Παρόμοιες πληροφορίες μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε καὶ ἀπὸ ἐπιγραφὲς σὲ διάφορα ἄλλα ἀντικείμενα καὶ ἐκκλησιαστικὰ σκεύη. Ἔτσι στὰ 1833 ὁ πανοσιώτατος ἱερομόναχος Καλλίνικος πρόσφερε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς δὺο ἀσημένια θυμιατὰ. Ἡ πληροφορία χαράχτηκε πανομοιότυπα καὶ στὰ δύο:

«Διὰ συνδρομῆς τοῦ πανοσιωτάτου Καλλινίκου,

ἱερομονάχου, ἐν ἔτει 1833»

Ὁ ἵδιος μοναχὸς εἶχε φροντίσει τὴν ἴδια χρονιὰ νὰ αὐξήσει τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Μοναστηριοῦ του προσθέτοντας σ’ αὐτὰ καὶ ἕνα ἐπίχρυσο ἀσημένιο δισκοπότηρο, στὸ ὁποῖο χαράχτηκε ἡ ἐπιγραφή:

«Συνδρομῇ πατρὸς Καλλινίκου ἐν ἔτει 1833».

 

 

1835

Δυὸ χρόνια μετὰ τὶς παραπάνω προσφορὲς τοῦ Καλλινίκου προσφέρθηκε ἕνα ἀσημένιο  ἀρτοφόριο μὲ τὴ συνδρομὴ τούτη τὴ φορὰ τοῦ «ὁσίου προηγουμένου ἀββᾶ Γαβριήλ, ἱερομονάχου»:

«συνδρομῇ τοῦ ὁσίου προηγουμένου

ἀββᾶ Γαβριήλ, ἱερομονάχου».

 

 

1841

Μοναδικὴ στὸ εἶδος της καὶ ἐντελῶς ξεχωριστὴ στὸ περιεχόμενό της εἶναι ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση». Καὶ παρουσιάζει  μεγάλο ἐνδιαφέρον ἀφοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ εἶναι γραμμένη ἀπὸ Τοῦρκο.

Στὶς 15 Ἰουλίου (Ἁλωναρίου) 1841 ἦρθε στὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὁ τοῦρκος  Μουσταφᾶς Λιπόχοβα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς ἐσοδείας. Ἁλωνάρης μήνας. Ὁ Μουσταφᾶς Λιπόχοβα δὲν πῆγε στὸ Μοναστήρι νὰ προσκυνήσει βεβαίως. Πῆγε νὰ ἁρπάξει γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος καιρός, ὁ καιρὸς τοῦ ἁλωνισμοῦ. Καὶ ἅρπαξε. Σήκωσε ὅλα τὰ ἁλώνια τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅλη τὴν ἐσοδεία τῆς χρονιᾶς ἐκείνης. Καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σ’ αὐτό. Δὲν προσπάθησε νὰ σκεπάσει τὴν πράξη του ὥστε νὰ μείνει ἄγνωστη. Θέλησε νὰ γνωστοποιηθεῖ ἡ πράξη του. Πῆγε λοιπὸν καὶ αὐτὸς ὡς τὸν νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς καὶ στοὺς τοίχους του, ποὺ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια χρησίμευαν, ὅπως εἴδαμε, ὡς «ἱστορικὸ λεύκωμα» γιὰ πολλούς, καὶ κατέθεσε καὶ αὐτὸς τὴν προσωπικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς πράξης του: «ἐγὼ ὁ Μουσταφᾶς Λιπόχοβα φανερώνω τὸν καιρό ποὺ ἦρθα ἐδῶ στὸ Μοναστήρι καὶ σήκωσα τὰ ἁλώνια, 15 Ἰουλίου 1841»:

«1841 ἁλωναρίου (=Ἰουλίου) 15 φανερώνω  τὸν καιρὸν

ὅπου ἦρθα ἐδῶ στὸ μοναστήρι και σήκωσα τὰ ἁλώνια

……. Ἐγὼ μουσταφᾶς λιποχοβα».[24]

 

 

1842

Ἐρευνῶντας ἀσταμάτητα τὰ βιβλία τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἐντόπισε κολλημένο στὸ ἐξώφυλλο ἑνός παλαιοῦ βιβλίου ἕνα σημείωμα μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον περιεχόμενο:

«Τὸ συμβούλιον τῶν  μονῶν[25] Ξενιὰς οἱ υποφαινόμενοι συνασκούμενοι πατέρες τῶν μονῶν Ξενιὰς[26]   πιστοποιοῦμεν ὅτι διὰ μερικὰ κτήματα ὡποὺ εἴχαμε τῆς μονῆς μας κείμενα εις χορίον Χαμάκου εἰγοῦμενεβων Κύριλος Ἱερομόναχος καὶ μὴν ἔχοντας το Μοναστήριον δηναμιν ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσης καὶ ἀπὸ τὰ πολὰ ἔξοδα ἔκαμεν κύνημα καὶ ἐποῦλισε τα ειριμένα κτίματα ἄνευ τοῦ συμβουλίου δια γροσια τουρκικα 1000 ἤτοι χίλια Καὶ δια τοῦτο Σύμερους όλι ομοφονως Ἱερομόναχοι καὶ μοναχὶ ανουμεν[27] το πολιτήριον εἰς τὸν ἀγοραστὶν Κ. Ἰωάννιν σχιναν καὶ ἀπὸ τὴν σύμερον καὶ εἰς τὸ ἑξίς νὰ μένουν πάλι εἰς τὴν κατοχὴν τον πατέρον καὶ ὅσι εἴθελον ὑπάρξουν εἰς  τὸ μοναστήριον καὶ ἄν θελίση καὶ εύγη εἰς κριτίριον[28] ὁ κύριος  Ἰωάννις νὰ ἔχον η πατέρες  ἰσχὺν  δια να παρουσιαστούν κιποὺν τὸ τοκείρυ τους καὶ ὑποφαινόμεθα 1842 (;) ἀπριλίου 20 οἱ ὑποφαινόμενοι πατέρες τις ιερὰς μονης ξενιάς».[29]

Τὸ σημείωμα αὐτό, ἄν καὶ λίγο ἀσαφές, ρίχνει κάποιο φῶς σ’ ἕνα ζήτημα σχετικὸ μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὸ χωριὸ «Χαμάκου» εἶναι ἡ σημερινὴ Χαμάκω, ἕνα ἐγκαταλειμένο ἀπὸ τὸ 1918 καὶ ἀκατοίκητο στὴν ἐποχή μας χωριὸ στὸ ὁποῖο ζοῦσαν μέχρι σχεδὸν καὶ τὸ 1920 οἱ κάτοικοι τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου. Στὴν κτηματικὴ περιοχὴ τῆς Χαμάκως συμπεριλαμβάνονταν καὶ τὰ κτήματα ἐκεῖνα ποὺ ἀνῆκαν στὸ πρῶτο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, αὐτὸ ποὺ βρισκόταν στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ Ἀχιλλείου, στὸ ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, παρουσιάστηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀνάμεσα στὰ κτήματα αὐτὰ περιλαμβανόταν καὶ τὸ τεράστιο σὲ ἔκταση δασόκτημα «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατὰ», μέσα στὸ ὁποῖο χτίστηκε τὸ δεύτερο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅταν οἱ καλόγεροι  ἐγκατέλειψαν τὸ πρῶτο στὴ Λάκα Παναγιά.

Ὅλα τὰ κτήματα αὐτά, ἀπὸ τὴ στιγμὴ  ποὺ οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἐγκατέλειψαν καὶ τὸ δεύτερο μοναστήρι τους στὸν «Κουκλιᾶ» καὶ πῆγαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ἀνῆκαν πλέον στὴν Μονὴ τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας.

Ἐπειδὴ ὅμως τὰ κτήματα αὐτὰ βρίσκονταν πλέον μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἀνῆκαν καὶ ἦταν δύσκολη ἡ ἐκμετάλλευσή τους γεννήθηκε ἡ σκέψη νὰ πουληθοῦν. Ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶχε δείξει ὁ κάτοικος τῆς Χαμάκως Ἰωάννης Σχοινᾶς. Κάποιοι μοναχοὶ, χωρίς ἀπόφαση τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου, ἦρθαν σὲ διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Σχοινᾶ καὶ εἶχαν πάρει ἔναντι 1.000 γρόσια. Ἀργότερα ἀμφισβητήθηκε ἡ ἐγκυρότητα αὐτῆς τῆς πράξης ἀπὸ ἄλλους μοναχούς καὶ στὸ παραπάνω σημείωμα διακηρύσσουν, ἄν καὶ ὄχι μὲ σαφήνεια,  ὅτι τὰ κτήματα στὴ Χαμάκω ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, θεωρῶντας τὴν προηγούμενη πράξη πώλησης ἄκυρη καὶ ἀνύπαρκτη.

Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς ἀποφάσιζε νὰ καταφύγει στὰ δικαστήρια ἐξουσιοδοτοῦνταν κάποιοι πατέρες νὰ παρουσιαστοῦν καὶ νὰ ἀναφέρουν, νὰ εἰποῦν (κιποῦν), ὅτι εἶναι κύριοι τῶν κτημάτων αὐτῶν: «καὶ ἄν θελήση καὶ εὔγη εἰς κριτίριον ὁ κύριος  Ἰωάννης νὰ ἔχουν οἱ πατέρες  ἰσχὺν  διὰ νὰ παρουσιαστοῦν κιποὺν τὸ τοκείρυ».

Τὰ κτήματα αὐτὰ τελικὰ μεταβιβάστηκαν στὸν Ἰωάννη Σχοινᾶ. Δὲν γίνεται σαφὲς ἀπὸ ὅσα μας εἶναι γνωστὰ τὶ ἀκριβῶς ἔγινε ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν δανειστεῖ οἱ καλόγεροι ἀπὸ τὸν Σχοινᾶ δὲν τοῦ ἐπεστράφησαν. Ἔτσι τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ  τῆς Ξενιᾶς στὸ Ἀχίλλειο καὶ στὸν Κουκλιᾶ, ποὺ εἶχαν δοθεῖ ὡς ἐγγύηση τοῦ δανείου ἔμειναν ὁριστικὰ στὸν Σχοινᾶ. Τὸ Μοναστήρι ἀγόρασε τὴν ἴδια  ἐποχὴ  τὸ τσιφλίκι στὰ «Κελέρια».

 

1856

Σημαντικὸ «Χρονικὸ σημείωμα» εἶναι καὶ τὸ παρακάτω, τὸ ὁποῖο παρουσιάσαμε ἀναλυτικὰ στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ:

«Σημειώνου τὸ ἀρχαῖον ἔτος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς. Ἰδοὺ τὸ ἀρχαῖον ἔτος ὁποῦ ἐκτίσθη τὸ ἱερὸν μοναστήριον.  Ἐκτίσθη ἔν ἔτει ΧΛΖ΄. Λοιπὸν ἕως τὰ χίλια λείπουν ΤΞΖ΄ καὶ πάλιν  τὰ ΤΞΓ΄ καὶ τὰ ΩΝΣΤ΄ ὁποῦ εἴμεθα τώρα δηλαδὴ ὁποῦ ἀνακοινοῦμεν τὴν χρονολογίαν, εἶναι λοιπὸν τὸ ἱερὸν μοναστήριον τῆς κυρίας ἡμῶν Ξενίας Θεοτόκου ἀπετότε ἕως τοῦ νῦν ἔτη ΑCΙΘ΄ (ασιθ΄ =1219) κτισμένον εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα, ἔχον μεγάλην ἔκτασιν,[30] παρὰ ἐν καιρῷ ὁ ἐν ἀποστάταις τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν θρησκείας ὀνομαζόμενοι παπισταὶ καὶ κοινῶς ῥωμαῖοι[31] πολέμους φρικτοὺς ἐνεργοῦσι κατὰ τῶν εὐσεβῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐρημώνει πόλεις, κώμας, χώρας καὶ τὰ ἱερὰ μοναστήρια, ὡς φαίνεται εἰς τὰ ἀρχαῖα τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους. Στρατοπεδεύσας διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔφθασαν οἱ στόλοι καὶ ὁ στρατὸς εἰς τὸν λιμένα τῆς Δημητριάδος ὁστὶ σήμερον Βῶλος κατάκτησαν ἐκεῖ τὸ περίφημον φρούριον τὸ κτισθὲν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Δημητρίου καὶ ὀνομασθεῖσα Δημητριάς. Ἔσυραν λοιπὸν οἱ στόλοι τὰς ἀγκύρας των καὶ κατέπλεον κατὰ τὰ δυτικὰ μέρη. Ἦν [φρούρ]ιον περίφημον ὀνομαζόμενον Κεφάλαιον ἦν δὲ καὶ πόλις [Κεφάλαι]ον, τώρα δὲ ὀνομάζεται (βαρβαρισθεῖσα) Κεφάλωσης, ὁστὶ …….ηεργεια, πυρπολυθείσης δὲ οἱ πόλεις καὶ τὸ φρούριον …… ὁ στρατὸς εἰς ὅλα τὰ μέρη κατὰ τὸ ἀρκτικὸν μέρος ….. ἕως δύο ὥρας εἶναι τὸ ἱερὸν μοναστήριον.»[32]

 

 

1857

Ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴν πόλη του Ἁλμυροῦ ὑπῆρχε ἕνα οἰκόπεδο ἰδιοκτησίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Στὸ οἰκόπεδο αὐτό ἀνεγέρθηκε κατὰ τὸ 1857 ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ διώροφο μεγάλο κτίριο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ὅταν ἀναγκάζονταν νὰ διανυκτερεύσουν στὸν Ἁλμυρό.

Στὴν κύρια πρόσοψη τοῦ κτρίου αὐτοῦ, τὴν ἀνατολική, ἑκατέρωθεν τῆς κεντρικῆς εἰσόδου βρίσκονταν ἐντειχισμένες δύο μαρμάρινες πλάκες. Στὴ μία ἦταν χαραγμένος δικέφαλος ἀετὸς καὶ στὴν ἄλλη δύο κυπαρίσια μὲ ἕνα σταυρὸ ἀνάμεσά τους καὶ κυκλικὰ οἱ λέξεις «ΜΕΤΟΧΙ  ΞΕΝΙΑΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ 1857.[33]

Τὸ μετόχι αὐτὸ,  τὸ 1923, ὕστερα αἴτημα του Κοινοτικοῦ Συμβουλίου Ἁλμυροῦ, προσφέρθηκε δωρεὰν ἀπὸ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο Ξενιᾶς στὴν Κοινότητα Ἁλμυροῦ, γιὰ τὴν ἀνέγερση Γυμνασίου, ὅπως ἀναφέρουμε στὸ κεφάλαιο «Προσφορά τοῦ Μοναστηριοῦ».

«Ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς δι’ ὅν ζητεῖται ἡ δωρεὰ τούτου ἐκ μέρους τῆς Κοινότητος Ἁλμυροῦ θεωρεῖται κοινωφελὴς δι’ ὁλόκληρον τὴν Ἐπαρχίαν Ἁλμυροῦ, προκειμένου περὶ ἐκπαιδεύσεως καὶ μορφώσεως τῆς νεολαίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀρκετὰς ἀπήλαυσε καὶ ἀπολαμβάνει προσόδους ἡ καθ’ ἡμᾶς Μονή», ἔγραφε στὴ σχετικὴ ἀπόφασή του τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον Παναγίας Ξενιᾶς.

 

 

1857

Στὸ μοναστήρι δὲν πρόσφεραν μόνο οἰ διάφοροι λαϊκοὶ προσκυνητές. Σημαντικὰ ἦταν καὶ τὰ ἀφιερώματα τῶν ἴδιων τῶν μοναχῶν. Τὸ 1857 ὀ μοναχός Ἀχίλλειος πρόσφερε στὸ Μοναστήρι ἕνα «κατζί», δηλαδή ἕνα θυμιατὸ ποὺ χρησιμοποιοῦνταν εἰδικὰ στὶς ἀγρυπνίες. Ἡ ἀφιέρωση φανερωνόταν ἀπὸ τὴν χαραγμένη πάνω του ἐπιγραφή:

«συνδρομῇ Ἀχιλλείου τῷ 1857 κατασκευασθέν».

 

 

1858

Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ 1858, ὁ «Ξενιώτης» μοναχὸς πανοσιώτατος Καλλίνικος, πρόσφερε μιὰ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν στὴν Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς, τὴν ὁποία ἁγιογράφησε ὁ παπὰ Δημήτριος:

«+Συνδρομῇ καὶ δαπάνῃ

τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Καλλινίκου Ξενιώτου.

  1. χεὶρ παπᾶ Δημητρίου».[34]

 

 

1861

Μερικὲς ἐπιγραφὲς εἶναι πολὺ λιτὲς, χωρὶς κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα. Μᾶς δίνουν ἁπλῶς χρήσιμες πληροφορίες. Μιὰ τέτοια εἶναι ἡ παρακάτω ποὺ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1861 ἡγούμενος στὸ Μοναστήρι ἦταν ὁ ἱερομόναχος Γαβριήλ:

«ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΞΕΝΙΑΣ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

1861 Σεπτεμβρίου Α΄»

 

 

1865

Σὲ μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου τοῦ Νέου ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή:

«Διὰ συνδρομῆς Χριστοφόρου ἱερομονάχου.

Διὰ χειρὸς Ι. Γ. Βλαχλῆ. 1865»

 

1871

Στὴν τελευταία σελίδα ἑνὸς δερματόδετου Ἁγιασματάριου (Μικρὸ Εὐχολόγιο) ἀναγράφεται:

 «1871 Μαΐου 21 ἐν Ἀργαλαστῇ. Ἔγραψα ἐγὼ ὁ Ἀναγνώστης Οἰκονομίδης διὰ ἐνθύμησιν τῶν ἁγίων πατέρων

τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς κυρίῳ παπα Γαλακτίωνι

καὶ κυρίῳ Ἰωὴλ ἱεροδιακόνου»

 

1875

Στὰ 1875 ἀνεγέρθηκε στὸ προαύλιο τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἕνα  ὀκταγωνικό καμπαναριὸ. Κατεδαφίστηκε ὅμως στὴν περίοδο τῶν ριζικῶν ἀνακαινίσεων ποὺ πραγματοποιήθηκαν μὲ τὴ φροντίδα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ. Ἔτσι σήμερα ἔχουμε μόνο φωτογραφίες καὶ εἰκόνες του.

Ὡστόσο διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ὑπῆρχε σ’ αὐτὸ καὶ ἔτσι ἔχουμε τὶς σχετικὲς πληροφορίες. Τὸ καμπαναριὸ τοῦ Μοναστηριοῦ χτίστηκε στὰ 1875 μὲ φροντίδα τοῦ πανοσιωτάτου ἡγουμένου Γαβριὴλ καὶ μὲ χρήματα ποὺ πρόσφερε ὁ Ἰωάννης Θεοδώρου Κρακιὰς, ὁ ὁποῖος ἀνακηρύσσεται καὶ «κτήτωρ» τοῦ καμπαναριοῦ:

«Ο ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΣ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΓΑ

ΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΔΙ ΕΞΟ

ΔΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΔΩ

ΡΟΥ ΚΡΑΚΙΑ ΚΤΙΤΟΡΑΣ

ΕΝ ΕΤΕΙ 1875».

«Ὁ Πανοσιώτατος ἡγούμενος Γαβριὴλ καὶ δι’ ἐξόδων Ἰωάννου Θεοδώρου Κρακιᾶ Κτίτορας. Ἐν ἔτει 1875.»[35]

 

 

1877

Στὸ κάτω μέρος ἑνὸς κιβωτίου στὸ ὁποῖο ἦταν συγκεντρωμένα καὶ φυλαγμένα λείψανα ὀστῶν τοῦ Ἁγίου Μοδέστου τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,  τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, τῆς Ἁγίας  Παρασκευῆς καὶ τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρος καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου ὑπῆρχαν εἰκονογραφίες τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Καλλινίκου καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἡ σχετικὴ ἐπιγραφή:

«Δαπάνῃ Καλλινίκου καὶ Ἀχιλλείου, ἱερομονάχων.

Τῆς ξυνορίδος ταύτης συνδρομὴ τοῦδε τοῦ κιβωτίου

Πολύφοροι καὶ εὔκαρποι βλαστοὶ τῆς Ἐκκλησίας,

Ἄνθη εὐωδιάζοντα τῆς Ξενιᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας.

Δέξαι, ὦ χαριτόβρυτε, ὡς τὰ λεπτὰ τῆς χήρας

Δῶρον τῶν σῶν βλαστῶν μὲ ἱκέτιδας χεῖρας.

Ἐνίσχυσον εἰσέτι δὲ καθῆκον νὰ τηρῶσιν,

εἰς θέατρον τὸ πάνδημον παράκλησιν εὑρῶσιν.

Τῆς εὐφημίας ποιητὴς

Γιάννης ζωγράφος ὁ Βλαχλῆς.

Χεὶρ Δημητρίου Ἰω. Χρυσοχόου ἐκ Μακρυνίτσης

Ἐχαράχθη 1877 Σεπτεμβρίου 28».[36]

 

1880

Στὴν τελευταία σελίδα ἑνὸς δερματόδετου Ἁγιασματάριου (Μικρὸ Εὐχολόγιο) τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς ὑπῆρχε ἡ «ἐνθύμηση»:

«1880 Αὐγούστου … παπᾶ Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου»

 

1882

Στὰ 1882 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακεὶμ ἀνακοίνωσε στοὺς μοναχοὺς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὅτι στὸ ἑξῆς, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τῆς Θεσσαλίας καὶ τὴν ἐνσωμάτωσή της στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, τὸ μοναστήρι τους «ἀπολύεται ἐκκλησιαστικῶς» ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἐντάσσεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας:

«Ὁσιώτατοι ὅ,τε ἡγούμενος καὶ λοιποὶ πατέρες τοῦ ἐν τῆ ἐπαρχίᾳ  Λαρίσσης κειμένου ἱεροῦ ἡμετέρου πατριαρχικοῦ σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου τῆς Ὑπεραγἰας  Θεοτόκου Ξενιᾶς, τέκνα ἐν Kυρίῳ ἀγαπητὰ, χάρις εἴη ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Μετὰ τὴν συντελεσθεῖσαν πολιτικὴν ἐκχώρησιν χωρῶν τινων ἐξ Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας πρὸς τὸ βασίλειον τῆς Ἑλλάδος,… Ὅθεν καὶ ἀνακοινούμενοι τοῦτο τῇ ὑμετέρα ὁσιότητι ἐντελλόμεθα καὶ παραγγέλλομεν συνοδικῶς ὅπως ἀναγνωρίζοντες τοῦ λοιποῦ κανονικὴν ὑμῶν ἀρχὴν καὶ πνευματικὴν προστάτιδα καὶ κηδεμόνα τὴν ἰερὰν τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σύνοδον, καὶ τὴν ἱερὰν ὑμῶν μετάνοιαν ταύτῃ ὑποκειμένην, μνημονεύητε τοῦ κανονικοῦ αὐτῆς ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς, καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν σχέσιν καὶ ἀναφορὰν ἔχητε ἐν πᾶσι τοῖς μοναστηριακοῖς ὑμῶν πράγμασιν».

 

1893

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, μεγάλος καὶ συστηματικὸς ἐρευνητὴς τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, μᾶς ἄφησε καὶ μερικὲς προσωπικές του καταθέσεις ἐν εἴδει «ἐνθυμήσεων», συμβάλλοντας στὴν καταγραφὴ τῆς τοπικῆς ἱστορίας μας.

Ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση» εἶναι πολὺ σημαντικὴ εἰδικὰ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς γιατὶ μᾶς παρέχει πολυτιμότατες πληροφορίες:

«Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ παρόντος αἰῶνος μέχρι τοῦ 1867 διέμενόν τινὲς τῶν πατέρων διαρκῶς  ἐν τῇ Κάτω Μονῇ Ξενιᾶς, ἤτοι τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ἀββᾶς Γαβριὴλ λέγει ὅτι τότε ἤκμαζεν ἡ Ἄνω Μονή. Αὐτὸς δὲ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν αὑτοῦ ἐνεθυμήθη 100 μοναχοὺς μονάζοντας ἐν τῇ Μονῇ, ὧν 25 ἦσαν ἱεροδιάκονοι. Ἕνεκεν ὅμως τῆς ἐπαράτου λῃστείας, διηνεκῶς λυμαινομένης τὸν τόπον, τῆς ὠμότητος τοῦ Βοεβόδα Κοκοσίου, εἰς ὅν ὑπήγετο αὕτη, καὶ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἐπαναστάσεων, καθ’ ἅς ὁτὲ μὲν ἅπαντες οἱ πατέρες κατήρχοντο εἰς τὴν Κάτω Μονὴν, ὁσάκις ὁ Βοεβόδας Κοκοσίου ἦν ὠμός (διότι ἡ Κάτω Μονὴ δὲν ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Βοεβόδα, ἀλλ’ εἰς τὴν τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ Βοεβόδα ἑδρεύοντος ἐν Πλατάνῳ ἤ Κωφοῖς), ἀνήρχοντο δὲ εἰς τὴν Ἄνω, ὁσάκις οὗτος ἦν ἤπιος. Ἡ κατάστασις αὕτη διήρκεσεν μέχρι τοῦ 1867, καὶ οὐχὶ μέχρι τοῦ 1844, ὡς λέγει ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης, ὅτε ἐγκατέστησαν ὁριστικῶς πλέον ἐν τῇ Κάτω Μονῇ, τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μετοχἰῳ αὐτῆς, ἔνθα ἔκτοτε διαμένουσι παρὰ τὴν ῥητὴν διαταγὴν τοσούτων σεβασμίων Πατριαρχῶν Γαβριήλ, Νεοφύτου, Γρηγορίου Ε΄ καὶ ἄλλων, οἵτινες ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ἀπαγορεύουσι τοῦτο, καταλιπόντες ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ ὑπέργηρόν τινα μοναχὸν Παντελεήμονα, ἀποθανόντα τῷ 1888. Ἐπὶ πέντε δὲ ὁλόκληρα ἔτη ἔμεινεν ἡ μονὴ αὕτη κεκλεισμένη, ἤτοι μέχρι τοῦ 1893, ὅτε ἐξαπέστειλαν ἐκεῖ Ἱερόθεον μοναχὸν πρὸς φύλαξιν».

 

1901

Μία ἄλλη «ἐνθύμηση» τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, τὴν ὁποία παρενέβαλε ὁ ἴδιος σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς κώδικες τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, εἶναι καὶ ἡ παρακάτω:

«ἐν ἔτει 1901, προεδρεύοντος τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος» Εὐαγγέλου Βαρβαρέζου, ἰατροῦ,

βουλευτεύοντος δὲ Ἁλμυροῦ Εὐσταθίου Ρακοπούλου

καὶ δημαρχοῦντος Ἰωάννου Κομνοπούλου,

ἔπεσε χάλαζα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 29 Ἰουνίου,

μεγέθους λεπτοκαρύου, καταστρέψασα καρπούς,

ἀμπέλους, δένδρα, καπνὰ καὶ ἐλαιῶνας

ἐν Ἁλμυρῷ καὶ Μινζέλῃ».

 

1908

Σημαντικὲς γιὰ τὴ νεότερη ἱστορία τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι οἱ ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ. Κατὰ τὸ 1908 ἀνεγέρθηκε ἡ βορειοανατολικὴ πλευρὰ τῶν κελιῶν ἡ ὁποία παρέμεινε καταστραμένη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1878.

Ἡ παρακάτω ἐντοιχισμένη ἐπιγραφὴ εἶναι ἕνα χρήσιμο γιὰ τὴν ἱστορἰα ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο. Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια θὰ εἶναι μιὰ σημαντικὴ «ἐνθύμηση»:

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ Η Β.Α.  ΑΥΤΗ ΠΛΕΥΡΑ

ΠΡΟΝΟΙᾼ  ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κου ΓΕΡΜΑΝΟΥ

ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙῼ

Αϡ Η».[37]

 

1920

Στὰ 1920, πάλι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ, ἀνακαινίστηκε «τελείως» ἡ «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς». Στὴν προηγούμενη ἐπιγραφή, ποὺ φανέρωνε τὶς ἐργασίες ποὺ ἔγιναν κατὰ τὸ 1908, δὲν γινόταν καμία ἀναφορά σὲ «Μετόχι» ἤ «Μοναστήρι».

Στὰ 1920 «ἐπισήμως» διακηρύσεται ὅτι εἶναι «Μονὴ τῆς Θεομήτορος» αὐτὴ ποὺ «κάποτε» ἦταν Μετόχι, «Μετόχιόν ποτε οὖσαν τῆς «καλουμένης» Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς» καὶ ἡ ἀναβάθμιση αὐτὴ καταγράφηκε σὲ μαρμάρινη πλάκα:

«ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΤΑΥΤΗΝ ΜΟΝΗΝ[38] ΤΗΣ

ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΜΕΤΟΧΙΟΝ ΠΟΤΕ

ΟΥΣΑΝ ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΩ

ΜΟΝΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΕΡΕΙΠΩΘΕΝ ΕΚ

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΝΕΚΑΙ-

ΝΙΣΕ  ΧΡΗΜΑΣΙΝ ΙΕΡΟΙΣ Ο ΚΛΕΙ-

ΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣ -

ΚΟΠΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑ-

ΤΗΣ  Ο ΕΚ ΨΑΡΩΝ Τῼ ΧΙΛΙΟ-

ΣΤῼ ΕΝΑΚΟΣΙΟΣΤῼ ΕΙΚΟΣΤῼ

ΣΩΤΗΡΙῼ ΕΤΕΙ (1920)»[39]

Τὸ ὅτι ἡ καλουμένη «Ἄνω Μονῆ Ξενιᾶς»  στὴν πραγματικότητα ὀνομαζόταν «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» δὲν ἀναφέρεται καθόλου. Ἡ ἱστορία καὶ ἡ πραγματικότητα φαίνεται νὰ εἶχαν λησμονηθεῖ.

 

1927

Οἱ ἐπισκευαστικὲς καὶ ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες στὴν (παλιά) Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς συνεχίστηκαν καὶ κατὰ τὸ 1927, σύμφωνα μὲ τὴν παρακάτω ἐπιγραφή:

«Δαπάναις τοῦ ἐκ Γαρδικίου[40]

Κρεμαστῆς Λαρίσης Κ. Τσαούση

ἐγένοντο τὰ ἀμμοκονιάματα,

ἡ πλακόστρωσις καὶ ὁ ἐξώστης τῆς

αἰθούσης ταύτης ἐν ἔτει 1927.»[41]

 

 

1930

Τὸ 1930 περατώθηκαν οἰ ἀνακαινιστικὲς καὶ ἐπισκευαστικὲς ἐργασίες στὴν «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς» καὶ ἐντοιχίστηκε ἡ παρακάτω ἀναμνηστικὴ καὶ ἐπιβεβαιωτικὴ ἐπιγραφή:

«Τῌ ΠΑΝΑΓΙᾼ ΞΕΝΙᾼ

ΔΕΞΑΙ ΘΕΟΚΥΗΤΟΡ  ΗΔΗ ΠΕΡΑΤΩΘΕΙΣΑΝ

ΣΗΝ ΜΟΝΗΝ ΠΡΟΝΟΙᾼ ΕΜΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ

ΗΝ ΦΥΛΑΤΤΕ ΑΠΗΜΑΝΤΟΝ ΕΣΑΕΙ

Αϡ Λ΄  (1930)»[42]

 

Ξορκισμοί

Οἱ παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας πολὺ συχνὰ ἀναφέρονται σὲ δαίμονες, σὲ ξόρκια, σε μαγεῖες, σὲ κακὰ πνεύματα, σὲ μάτιασμα καὶ σὲ εἰδικὲς διαδικασίες ξεματιάσματος. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς πίστεις τους στὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν  τελετῶν μαγείας. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ καλόγεροι δύσκολα ἀρνοῦνταν τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση κάποιων ἐξορκισμῶν

Σ’ ἕνα «Ἁγιασματάριο», χειρόγραφο κώδικα τοῦ Ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσφορὰ σ’ αὐτὴν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὑπῆρχαν τέσσερες σελίδες ἐξορκισμῶν.[43]

Στὶς σελίδες αὐτὲς ἀναφέρονταν πολλὰ περίεργα ὀνόματα δαιμόνων ποὺ εἶχαν τὴν δυνατότητα δυσμενῶν ἐπηρειῶν στούς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς αὐτὲς ἐπήρειες οἱ ἁπλοὶ τουλάχιστον ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν μὲ τὸ διάβασμα εἰδικῶν ἐξορκισμῶν.

Στὸ «Ἁγιασματάριο» τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας καταγράφονταν πολλοὶ τέτοιοι εἰδικοὶ ἐξορκισμοὶ στὴν ἀρχὴ τῶν ὁποίων ἀναγραφόταν ἡ παρακάτω ρήση:

«Ἀμπλακίαν[44] ἔχω οἶδας, εὐσπλαχνίαν ἔχεις οἶδα.

Ἔχω, οἶδας. Ἔχεις, οἶδα. Σῶσον με, Χριστέ, ὡς οἶδας».

 

 

Ἰατρικὲς συνταγὲς.

Ἡ πρακτικὴ ἰατρικὴ καλλιεργοῦνταν καὶ ἐφαρμοζόταν, ἰδιαίτερα στὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τόσο στὸ λαό, ὅσο καὶ στὰ μοναστήρια ἀπὸ ἀνάγκη συστηματικά καὶ  ἐπίμονα καὶ μάλιστα μὲ ἀρκετὴ ἐπιτυχία σὲ μερικὲς περιπτώσεις.  Πρακτικὲς «φαρμακευτικὲς συνταγὲς» βρίσκουμε  πολλὲς φορὲς σκορπισμένες σε ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Πολλὲς φορὲς ὅμως τὶς βρίσκουμε καὶ συγκεντρωμένες πολλὲς μαζί καὶ συστηματικὰ καταγραμμένες.

Καταγράφουμε ἐδῶ μερικὲς ἀντιγράφοντάς τις ἀπὸ βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ  τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, χωρὶς σχολιασμοὺς καὶ διότι δὲν τὸ θεωροῦμε ἀναγκαῖο ἀλλὰ καὶ διότι πολλὲς λέξεις, ὡς ἐντελῶς ἄγνωστες, δὲν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὶς ἀντιγράψαμε σωστά:

  1. «Διὰ τὴν θέρμην ἔπαρε ἀδράμια κιτροκούκουτζα καὶ 3 κάντια ζάχαρη. Δράξε ὡς τὴ μέση καρ… ἤ βάλτο εἰς 4 φλητζάνια νὰ βράσει ἕως νὰ ἀκάμει κάτω».
  1. Χάπια καθαρτικά

Κεχριμπάρι κίτρινον σκόνην, μαστίχι ἐκλεκτόν ἀνὰ δράμια 2, ἁλωὴ μαύρη δράμια 5, ἀγαρικὸν τροχισμένον δράμια 1 καὶ μισό, ἀριστολογίαν στρογγυλὴν δράμια μισό, σιρόπι τῆς Βερονίκης ὅσον φθάνει διὰ νὰ κάμῃς ἕνα ἀπαλὸν ζυμάρι. Δόσεις ἀπό ἕνα τέγκι ἐπὶ ἕν βράδυ κινοῦν τὴν γαστέρα μὲ μετριότητα.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικὰ εὐκολώτερα

Μαστίχι δράμια 4, ἁλωή δράμια 10 ἐκλεκτή, ἀγαρικόν καλὸν δράμια 3, σιρόπι τοῦ στέμματος ὅσον φθάνει διὰ νὰ κάμῃς χάπια. Δόσεις ἀπὸ ἕν δράμι ἐπὶ τρία κινοῦν τὴν γαστέρα καὶ διορθώνουν πολλὰ τὰ ἁμαρτήματα, ἠμπορῶντας νὰ τὰ μεταχειρισθῇς χωρὶς φόβον βλαψίματος.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικά

Ἁλωή, ζαγρύδιον, ἀνὰ δράμια 5, τριαντάφυλλα, σεληνόσπορον ἀνὰ δράμια 2 καὶ 4, γλυκανισόσπορον, μαλαθρόσπορον ἀνὰ δράμια ξε΄, κρόκον, κολοκυνθήδια, μαστίχι ἀνὰ δράμια 1. Κάμε ὅλα τὰ ἄνωθεν ψιλὴν σκόνην καὶ ἀνακάτωσέ τα μὲ μέλι ὅσον φθάνει διὰ νὰ κάμῃς ἀπαλὸν ζυμάρι. Δόσεις ἀπὸ ἕνα τέγκι ἐπὶ  4.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικά, ἀγγελικά καλούμενα.

Ἁλωὴ μαύρη λύτρα 1, ζουμὶ τῆς πικραλίδας, ἕτερον τοῦ ἀντιδίου, ἕτερον βουγλώσσου, ἕτερον μπουραντζίνου, ἕτερον καπνιστοῦ (τοῦ ἰταλιστὶ φουμάρια) ἀνὰ οὐγγίας 4.  Ἀνάλυσον τὴν ἁλωὴν εἰς τὰ αὐτὰ ζουμία, ἔπειτα βάλετε μὲ αὐτὰ τὰ ζουμία εἰς τὴν φωτίαν νὰ ἐξατμισθῇ ἕως νὰ λάβῃ σχῆμα χαπίου καὶ τότε ἕνωσον ραβέντι ἐκλεκτὸν δράμια 1, άγαρικὸν τροχισμένον δράμια 1, κανέλαν ἐκλεκτὴν δράμια 2, ἀνακάτωσε αὐτὰ καὶ  κάμε τα χάπια μικρότερα, ραντίζοντας μὲ σκόνην τοῦ μονόκερου. Δόσεις ἀπὸ 16 σπειρία ἕως 30. Παῖρνε αὐτὰ ἀφ’ ἑσπέρας μετὰ τὸν δεῖπνον γιὰ νὰ καθαρίζουν χωρὶς ἐνόχλησιν τὴν γαστέρα, παστρεύουν τὸ στομάχι ἀπὸ τοὺς κακοὺς χυμοὺς καὶ οὕτως προφυλάττεσαι ἀπὸ πολλὰ χρονικὰ πάθη.

  1. Κουφέτα κινητικοῦ, μαντζούνι

Δράμια: 16 ἀναμική, 4 μάννα, 4 θυμίαμα, 4 μαστίχι, 20 κάντιον ζάχαρι, κασία 8, ραβέντι 50, παστρικόν μέλι καὶ ἕν φλυτζάνι νερόν. Καὶ πρῶτα βάλε τὸ μέλι εἰς ἕνα σαγάνι καὶ θέσε το εἰς τὴν φωτίαν, διὰ νὰ λυώσῃ, περνῶντας εἰς τὸν ἀτμόν του, βάλε καὶ τὸ φλυτζάνι τὸ νερὸν καὶ ἀνακάτωσέ το, ὕστερον βάλε τὸ μάννα καὶ κάμε ὁμοίως καὶ ἀνακάτωσέ το ὥστε νὰ βράσῃ καλά. Ἔπειτα τὰ παίρνεις ἀπὸ τὴν φωτίαν καὶ τὰ ἀνακατώνεις καλύτατα καὶ βάλε καὶ τὴν κασίαν καὶ πάλιν ἀνακάτωσέ τα. Μετὰ ταῦτα ρίψε καὶ τὴν ἀναμικὴν καὶ τὰ ἀνακατώνεις πολὺ ἕως νὰ κρυώσῃ καλά. Ἔπειτα βάλε τὸ μαστίχι καὶ ἀνακάτωσέ τα καλά. Βάλε καὶ τὸ ραβέντι, ὅμως μαστίχι καὶ θυμίαμα μὴ βάλεις εἰς τὸ μέλι ὅταν δὲν κρυώσει.

  1. Σπειρὶ καθαρός

Ραβέντι δράμια 3, γοτεγόμα δράμια 3, μαχμουτιά δράμια 3 καὶ μάννα δράμια 7. Κοπάνισον … χώρια πᾶσα ἕνα καὶ  στούμπισον μὲ τὸ μάννα ἕως νὰ γένουν ὡσὰν κερὶ μαλαγμένον καὶ  τότες βάλε τα εἰς κουτὶ καὶ φύλαξον νὰ μὴ ξεθυμάνῃ, καὶ ὁπόταν θέλεις κάνε χάπια καὶ δίνε τρία ἤ τέσσερα κατὰ τὸν ἄνθρωπον.

  1. Ἕτερον σερότι καλύτερον

Ἔπαρον δυναμικὴ καθαρισμένη δράμια 3, ἅλας τῆς ἐγκλιτέρας δράμια 4, τεμπραχουντὶ δράμια 5, μάννα τατέτιες δράμια 8, τὰ ὁποῖα ἄς μουσκέψουν. Ἔπειτα βράσον μὲ 4 δράμια νερὸ καὶ στράγγισον καὶ δός του τὴν αύγὴν διὰ νὰ πίῃ.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικά.

Μαλμουτιὲ δράμια 5, καταλατίνι καβουρδισμένον δράμια 5, τζαλάδια δράμια 5, τρεμόρη δράμια 5. Ταῦτα πάντα κουπάνισον καὶ κοσκίνησον μὲ τὴν σίταν καὶ μάνα ὅσον ἀρκεῖ καὶ κάμε χάπια καὶ δῶσε τρία ἤ τέσσερα κατὰ τὴν κράσιν.

 

  1. Διά σταματισμόν τοῦ τῆς ρουθοῦ αἱματίου, τῆς μύτης δηλ.

Καλλιμάντζουνι καὶ ξύδι, ὑδράργυρον δράμια 25, μαχμουντιὲ δράμια 12 πρὸς πτα(;) 8, ἁλώη δράμια 30, παράδοξον δράμια 15.

Κοπάνισον τὸ κάθε ἕνα χωριστά. Ἔπειτα ἄτισον αὐτά καθένα. Εἶτα πλύνον τὸν υδράργυρον μὲ ἅλας καὶ νερὸν εἰς ἕνα ἀγγεῖον. Εἶτα ἕνωσον αὐτὸν μὲ τὴν ἁλώη καὶ μὲ σπίρτον καλὸν καὶ δούλευσον αὐτὰ ἀρκετά, ἔπειτα βάλε τὸ παράδοξον καὶ ὕστερον τὴν μαχμουντιὲ καπνισμένην μὲ τὸ θειάφι.

 

  1. Χάπια στομαχικά

Θυμίαμα σταλαγματιά χάπια 10, μαστίχι δράμια 10, αλόη δράμια 10. Νὰ κοπανισθοῦν χώρια πᾶσα ἕνα καὶ νὰ ζυμωθοῦν μὲ κρασὶ καλὸν ἵνα γένουν χάπια ὡς μικρά ρεβύθια καὶ πιῆτε 5 τὸ βράδυ πρὶν νὰ κοιμηθῆς.

 

  1. Μαντζούνι τὸ ὁποῖον εἶναι δυναμωτικὸν καὶ τονωτικόν, ἔτι ὠφέλιμον καὶ διά τὰ κοψίματα, ὁποὺ προέρχονται ἀπὸ βλέγματα ἀπὸ κρύον. Ἡ δόσις ἀπὸ δράμια 1 ἕως 2, ύστερον από το φαγητόν.

Μαστίχι δράμια 3, πεπερόριζα δράμια 5, τζεδιάρια δράμια 4, πεσπεσὲ δράμια 2, στακουλὲν(;) τὸν τοῦ ὄροντου(;) δράμια 3, κόυμπαμπές(;) δράμια 4, γαρούφαλα δράμια 2, μοσχοκάρυδον δράμια 4 καὶ <, κανέλα δράμια 3, κεβρετζέν(;) καθαρόν δράμια 4, κεχριμπάρι δράμια 8, κρεμέζι δράμια 1. Αὐτὰ ὅλα νὰ τὰ κάμῃς κόνες ψιλὲς καὶ νὰ τὰ ζυμώσῃς μὲ τὸ σιρόπι τοῦ γλυκορίζου νὰ τὰ κάμῃς μαντζούνι. Τὸ σιρόπιον τοῦ γλυκορίζου. Παρασκευάζεται οὕτω. Γλυκόριζα δράμια 8, γλυκάνιτζον δράμια 4. Τὰ βράζῃς μὲ μισὴ ὀκὰ  νερόν, ὀλίγον ὕστερον τὰ στραγγίζεις  καὶ βάνεις ζάχαρη δράμια 80 καὶ τὰ βράζῃς ὄμορφα ἕως νὰ πήξῃ ὡς καλὸν μέλι.

 

  1. Μαντζούνι δυναμωτικόν διὰ ἄρρωστον.

Κανέλα δράμια 15, γαρούφαλα δράμια 15, μοσχοκάρυδον δράμια 8, κιμπαντιές δράμια 15, κρεμέτι δράμια 1, ζάχαρι δράμια 4. Αὐτὰ ὅλα νὰ γίνουν σκόνες ψιλές, νὰ ἀνακατωθοῦν ὅλα μαζὶ καὶ νὰ δίδῃς ἑνὸς ἀρρώστου ὅπου νὰ μὴν ἔχει δύναμιν δράμια 15 ἕως 20.

 

  1. 14. Ἕτερα χάπια στομαχικά

Λάβε ἁλώης ἐκλεκτῆς δράμια 16, μύρας ἀρίστης δράμια 8, κρόκου καθαροῦ δράμια 4. Κοπάνισον, ζήτισον κατὰ τὴν τέχνην καὶ μὲ κρασὶ ἀρωματικὸν ποίει καταπότια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα λάμβανε νήστις δράμια 1 ἤ καὶ παράνω διότι οὐ μόνον εἶναι προφυλακτικὰ ἀμὴ εὐγάνουσιν ἀπὸ τὸν στόμαχον ἀκόμη καὶ τοὺς  θυμοὺς ὁποὺ εἰς αὐτοὺς εἶναι βυθισμένος.

 

  1. ατζιάτι κόντρι πέστε ντέτο ντεκνάτρο λάντρι ντιμαρόλια

Ἤγουν ὄξος ἐναντίον τῆς πανώλης, ὀνομαζόμενον τῶν τεσσάρων κλεπτῶν της Μαρόλιας.

Ἔπαρον ἡδύοσμον, ἁλισφάκα, ἀπήγανον ἤμερον, λεβάντα, ἀψινθιά, δεντρολίβανον ἀνὰ πλόχειρον.  1ον ὄξος δυνατώτατον λθ.  β΄ βάλετα ὅλα αὐτὰ νὰ μουσκέψουν εἰς ἑνα ἀγγεῖον γυάλινον, νὰ εἶναι καλὰ βουλωμένον. Βάνοντας ἔπειτα αὐτὸ εἰς τὸ χλιαρὸν νερὸν νὰ σταθῇ ὥρας σαράντα ὀχτώ, ἔπειτα αὔξησον τὴν φωτίαν ἕως νὰ βράσῃ τὸ αὐτὸ νερὸν μίαν ὥραν, εἶτα κατέβασέ τα ὁποὺ νὰ κρυώσῃ καὶ στράγγισέ το στρίβοντάς το σφιχτὰ καὶ ἕνωσον εἰς αὐτὸ τὸ ζουμί μίαν οὐγγιὰν κάμφοραν τριμμένην καὶ οὕτω φύλαξέ το αὐτὸ εἰς γυαλίον καλὰ σφαλισμένον.

Τὸ τοιοῦτον ἰατρικὸν ὅτε μετεχειρίσθη μὲ τοιαύτην βεβαιότητα παρὰ τεσσάρων κλεπτῶν εἰς τὴν θαυμαστὴν καὶ σκληρωτάτην πανώλην τῆς Μαρόλιας ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐστάθησαν πάντοτε ἀβλαβεῖς μόλον ὅπου ὲπήγαιναν εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὰ λείψανα ὅπου ἦτον μολυσμένα ἀπὸ τὴν πανώλην. Ἔβρεχον μὲ αὐτὸ τὰ ρουθούνια τους, τοὺς σφυγμούς τους, πλύνοντας τὸ στόμα τους μὲ αὐτὸ  τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα. ἤθελε ἐπαινέσω έτι καὶ τὴν ἐσωτερικὴν του μεταχείρησιν, πίνοντας κάθε πουρνὸν ἀπὸ  δύο δράμια ἕως 6. Συμπεραίνω ὠφελιμώτατον εἶναι τοῦτο τὸ ὄξος εἰς πᾶσαν ἀσθένειαν ἐπιδημικὴν νὰ τὸ μεταχειρίζουσι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, τόσον βρέχοντας τὰ ἐξωτερικὰ μέρη ὅσον καὶ πίνοντάς το ὄχι μόνον ἰατρεύει τὰ σκληρὰ πάθη αὐτά, ἀλλ’ ἔτι προφυλάττει καὶ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους καθὼς χάριν λόγου ἰατρούς, ἱερεῖς καὶ ἄλλους ἐξ ἀνάγκης ἀφεύκτου πρέπει νὰ τρέξουν εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς.

[1] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου τὸ παραθέτουμε στὸ κεφάλαιο «Ἱστορία μὲ ἔγγραφα».

[2] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ.716.

[3] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ.716.

[4] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος, στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 376.

[5] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄, σελ. 253.

[6] αως = 1806.

[7] Γιὰ τὴ σημαντικότητα τοῦ χειρογάφου αὐτοῦ ὑπάρχουν πληροφορίες στὸ κεφάλαιο «Χειρόγραφα καὶ Κειμήλια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

[8] Ὁ ἐκτενὴς κατάλογος τῶν ἁγίων λειψάνων παραλείπεται στὴν μορφὴ τῆς «ἐνθύμησης» ποὺ τὴν διέσωσε ὁ Γιαννόπουλος.

[9] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 687.

[10] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 702.

[11] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 722.

[12] Τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ αὐτοῦ φιρμανίου  ὑπάρχει στὸ κεφάλαιο «Ἡ Ἱστορία μὲ ἔγγραφα».

[13] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Γ΄, Ἀθήνησιν 1900. σελ. 10.

[14] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  689.

[15] Εἶναι ἡ λεγόμενη «τρύπα» ἤ «Σπηλιὰ τῆς Παναγίας» ποὺ τὴν εἴδαμε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις.

[16] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 656.

[17] Τὸ πλῆρες κείμενο καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἱστορία μὲ ἔγγραφα».

[18] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 721.

[19] Νικόλαος Γιαννόπουλος,  «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῶ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄ σελ. 369.

[20] Νικόλαος Γιαννόπουλος,  «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῶ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄ σελ. 369.

[21] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Γ΄, Ἀθήνησιν 1900. σελ. 9 καὶ Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος ΙΘ, σελ. 369.

[22] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 686.

[23] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφή τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 720.

[24] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  686.

[25] Διορθώσαμε κάποια ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀρθογραφικὰ λάθη τοῦ πρωτότυπου κειμένου, καθὼς κύριος σκοπός μας εἶναι ἡ σαφὴς ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου του.

[26] Ἐπισημαίνουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι οἱ καλόγεροι ἀναφέρονται ὄχι σὲ «Μονὴ Ξενιᾶς» ἀλλὰ σὲ «Μονὲς Ξενιᾶς». Αὐτὸ ἀσφαλῶς δηλώνει ὅτι ὑπῆρχαν δύο ὁμάδες καλογέρων, μὶα στὸ «πάνω» καὶ μία στὸ «κάτω» Μοναστήρι, καὶ ὅτι χρησιμοποιοῦνταν καὶ γιὰ τὶς δύο ὁ χαρακτηρισμὸς «Μονὴ», χωρὶς ὅμως τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀφοῦ εἶχαν ἕνα ἡγουμενοσυμβούλιο.

[27] ἀρνούμεθα, ἀκυρώνομε.

[28] ἄν θελίση καὶ εύγη εἰς κριτίριον = ἄν ὁ κ. Σχοινᾶς ἀποφασίσει νὰ καταφύγει σὲ δικαστήρια.

[29] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς  τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 686-687.

[30] Ἀναλυτικὰ σχόλια γιὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ σημείωμα παρουσιάζονται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ γνωστοῦ ὡς Μοναστήρι «Παναγίας Κισσιώτισσας».

[31] Παραθέτουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ ἀκριβὲς κείμενο τοῦ σχετικοῦ σχολίου τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου, ὁ ὁποῖος πρωτοδημοσίευσε τὴν «ἐνθύμηση» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 620 -622, σὲ ἐργασία του μὲ τίτλο «Χρονικὸν σημείωμα ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς»: «Καί περ νεώτερον τὸ χρονικὸν τοῦτο σημείωμα, οὐχ ἧττον δίδωσιν ἡμῖν ἀτελεστάτας εἰδήσεις περὶ τῆς ὑπὸ τῶν Φράγκων καταλήψεως τῆς Δημητριάδος ἐν ἔτει 1277, καθ’ ὅν χρόνον στρατὸς καὶ στόλος αὐτοκρατορικὸς ἐπολέμουν κατὰ τοῦ ἀποστατήσαντος δεσπότου τῆς Θεσσαλίας Ἰωάννου. Ὄντως τότε στόλος λατινικὸς εἰσπλεύσας εἰς τὸν Παγασητικὸν κόλπον καὶ καταλαβὼν αἰφνιδίως τὸν ὑπὸ τὸν Φιλανθρωπινὸν ἐν Δημητριάδι ναυλοχοῦντα βυζαντιακὸν στόλον, οὗτινος τὰ πληρώματα εἶχον διασκορπισθῇ εἰς τὴν παραλίαν, τρέπει αὐτὸν εἰς ἄτακτον φυγὴν, κυριεύσας καί τινα πλοῖα. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐπιφαίνεται ὁ στρατάρχης τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ Ἰωάννης, ὅς ἐπιβιβάσας εἰς τὰ ἐναπολειφθέντα πλοῖα τὰ λείψανα τοῦ ἐν προγενεστέρᾳ μάχῃ δεκατισθέντος βυζαντιακοῦ στρατοῦ, τρέπει τὸν λατινικὸν στόλον εἰς φυγὴν καὶ οὕτως ἡ προτέρα ἀποτυχία ἐτράπη ἤδη εἰς ἀνέλπιστον ἐπιτυχίαν καὶ ἱκανοποίησιν αὐτοῦ. Φαίνεται δὲ ὅτι τότε ὁ λατινικὸς στόλος κατέπλευσεν εἰς Ἁλμυρόν, ὅν εἷλεν ἄνευ ἀντιστάσεως, ἐπενεγκὼν ἴσως σημαντικὰς εἰς αὐτὸν ζημίας. Τῷ δὲ ἐπιόντι ἔτει 1278 νέα στρατιὰ ἐξεπέμφθη ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τοὺς στρατηγοὺς Συναδηνὸν ἤ Συνοδινὸν καὶ Καβαλλάριον, οἵτινες καταλαβόντες τὴν Δημητριάδα καὶ τὸν Ἁλμυρὸν προεχώρησαν μέχρι τῶν ἐνδοτέρων τῆς χώρας, ὅτε παρὰ Φάρσαλον συνεπλάκησαν μετὰ τοῦ Ἰωάννου, κατατροπώσαντες ὁλοσχερῶς τὸν Βυζαντιακὸν στρατόν.

Δευτέρα δέ τις ἅλωσις τοῦ Ἁλμυροῦ ἀναφέρεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἡ γενομένη ἐν ἔτει 1307. Τότε Φερδινάνδος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως τῆς Σικελίας, ἀποσταλεὶς παρὰ τοῦ θείου αὐτοῦ διὰ νὰ προσοικειωθῇ τοὺς Καταλανοὺς ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ προσελθὼν εἰς αὐτοὺς μετὰ τεσσάρων γαλερῶν, ἀπῂτησε νὰ ὑποταχθῶσιν εἰς αὐτόν. Μὴ ἐνδόντων δ’ αὐτῶν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις αὑτοῦ ὁ βασιλόπαις ἀνεχώρησεν εἰς Θάσον, ἔνθα εὗρεν τὸν Μοντάνερον, ἕνα τῶν ἀρχηγῶν αὑτοῦ, μεθ’ οὗ ἀπέπλευσε μετὰ τεσσάρων γαλερῶν καὶ δύο ἄλλων πλοίων καὶ λεηλατήσας καθ’ ὁδὸν τὸν Ἁλμυρὸν καὶ τὴν Σκόπελον ἀπεβιβάσθη εἰς Χαλκίδα, ἔνθα συνελήφθη ὑπὸ τῶν Ἑνετῶν. Ἄδηλον εἰς ποίαν τῶν δύο τούτων ἁλώσεων ἀναφέρεται τὸ προκείμενον σημείωμα

[32] «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 690-692.

[33] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 657.

[34] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 686.

[35] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 713-714.

[36] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 720.

[37] Νικόλαος Γιαννὀπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος (1934), σελ. 77.

[38] Πρόκειται, φυσικά, γιὰ τὴν παλιὰ «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς», τὰ κτίρια τῆς ὁποίας ἐγκαταλείφθηκαν μετὰ τὴν καταστροφὴ τους ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς τοὖ 1980, γιὰ νὰ γίνει ἀνέγερση νέας σὲ σταθερότερο ἔδαφος στὴ θέση «Καστράκι», ἡ ὁποία εἶναι πλέον «Γυναικεία Μονὴ Ξενιᾶς».

[39] Νικόλαος Γιαννὀπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τομος 4ος (1934), σελ. 78.

[40] Γαρδίκι εἶναι ἡ σημερινὴ Πελασγία τῆς Φθιώτιδας.

[41] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τομος 4ος (1934), σελ. 79.

[42] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ», τόμος 4ος, (1934) σελ. 79.

[43] Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμ. 19, Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος», σελ. 264.

[44] Ἀμπλακία =παράπτωμα, ἁμαρτία, παραπάτημα..

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο πέμπτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις» (3ο μέρος)

 

1733

Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν «ἐνθυμήσεων» ποὺ μέχρι τώρα  ἀναφέρθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἄλλων «ἐνθυμήσεων» ποὺ ἔχουν δημοσιευθεῖ ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητὲς σὲ ποικίλα δημοσιεύματα, στὶς «ἐνθυμήσεις» συνηθιζόταν νὰ καταγράφονταν, στὶς περισσότερες περιπτώσεις τοὐλάχιστον, τὰ σημαντικὰ γεγονότα, τὰ γεγονότα ἐκεῖνα ποὺ δημιουργοῦσαν ἐντυπώσεις, ἐκεῖνα ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἐκεῖνα γενικῶς, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ «ἐνθυμησιογράφου», τοὐλάχιστον, θεωροῦνταν σημαντικὰ καὶ ἔνιωθαν οἱ ἴδιοι τὴν ἀνάγκη νὰ τὰ καταγράψουν.

Ἡ ἐξασφάλιση τοῦ καθημερινοῦ «ἐπιούσιου ἄρτου» δὲν ἦταν πάντοτε μία εὔκολη ὑπόθεση. Γιὰ πάρα πολλούς, σὲ μερικὲς τοὐλάχιστον χρονικὲς περιόδους, ἦταν μία ἀγωνιώδης προσπάθεια. Ἡ πρωτογενὴς γεωργικὴ παραγωγὴ ποὺ ἦταν σχεδὸν ἡ γενικὴ καὶ καθολικὴ ἀπασχόληση τῶν περισσότερων ἀνθρώπων στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ σὲ παλιότερες ἐποχές, δὲν ἀπέδιδε πάντοτε τόσα ὥστε νὰ ἐπαρκοῦν γιὰ τὶς διατροφικὲς ἀνάγκες ὅλων.

Σὲ περιόδους κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν, παρατεταμένης ἀνομβρίας, φυτικῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλων δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ ἑπομένως λιγοστῆς καὶ ἀνεπαρκοῦς ἐσοδείας, οἱ τιμὲς τῶν εἰδῶν πρώτης ἀνάγκης ἀνέβαιναν πολύ. Τὸ φαινόμενο τῆς ἀνέχειας καὶ τῆς συνακόλουθης ἀκρίβειας τῶν προϊόντων διατροφῆς γινόταν τότε σημαντικὸ κοινωνικὸ πρόβλημα καὶ ἑπόμενο ἦταν κάποιοι νὰ σπεύδουν νὰ τὸ καταγράψουν. Τέτοια γεγονότα καταγράφονταν συνήθως σὲ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, σὲ βιβλία μοναστηριῶν. Αὐτὴ ἡ καταγραφή πρέπει νὰ λειτουργοῦσε σὰν ἕνα εἶδος κατάθεσης αἰτήματος, κατάθεσης ἀναφορᾶς τοῦ ὑπάρχοντος προβλήματος. Ἐμπιστεύονταν τὸ πρόβλημά τους ἐκεῖ ὅπου ἦταν σίγουροι ὅτι θὰ ἀκουστεῖ.  «Ἐνθυμήσεις» γιὰ ἀκρίβεια καὶ πεῖνα ὑπάρχουν πολλὲς. Μία ἀπὸ  αὐτὲς διασώθηκε σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς:

«Εἰς τὰ 1733 ἦλθεν ἀκρίβεια μεγάλη καὶ εἶχε τὸ λουτζέκι[1]

γρόσια εἴκοσι καὶ ἔστω εἰς ἐνθύμησιν».[2]

Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε ἀριθμητικὴ ἀποτίμηση καὶ σύγκριση ὅσων ἀναφέρονται στὴν παραπάνω ἐνθύμηση γιατὶ, πέραν ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι πολὺ δύσκολη ἐξαιτίας τῶν συχνῶν καὶ μεγάλων νομισματικῶν μεταβολῶν, εἶναι καὶ περιττὴ γιὰ τὸ σκοπὸ τούτης τῆς ἐργασίας μας.

Στὴν «ἐνθύμηση» αὐτὴ βλέπουμε νὰ θεωρεῖται «ἀκρίβεια μεγάλη» ἡ τιμὴ «εἴκοσι γρόσια τὸ λουτζέκι» καὶ ἑφτὰ χρόνια ἀργότερα, στὰ 1740, νὰ θεωρεῖται ἐπίσης «ἀκρίβεια μεγάλη» ἡ τιμὴ «δύο γρόσια τὸ λουτζέκι».

Δὲν ἀποτιμοῦμε, λοιπόν, ἀριθμητικὰ καὶ δὲν συγκρίνουμε τὶς τιμὲς. Μᾶς ἀρκεῖ τὸ ὅτι καὶ οἰ δύο ἐνθυμησιογράφοι, στὰ 1733 καὶ 1740, τὴ μεγάλη ἀκρίβεια ποὺ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἦλθαν νὰ τὴν καταθέσουν, ἴσως καὶ νὰ βροῦν κάποια ἀντιμετώπιση καὶ βοήθεια, στὸ ἀγαπημένο τους Μοναστήρι  τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς».

 

1740

«Ἀκρίβεια μεγάλη» ἔπεσε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ στὰ 1740. Ἄν καί, ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω, εἶναι δύσκολη ἡ σύγκριση τῶν ἀριθμητικῶν τιμῶν, τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀκρίβεια ἦταν πιὸ μεγάλη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ 1733, ἀφοῦ – καὶ ἐφόσον ὁ «ἐνθυμησιογράφος» δὲν εἶναι ὑπερβολικός καὶ θεωρήσουμε ὅτι κυριολεκτεῖ –  κανένας «ἀπὸ παλαιοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐνθυμήθηκεν».

Ἄν καὶ τὸ κείμενο τῆς «ἐνθύμησης», ὅπως καταγράφηκε, δὲν εἶναι πολὺ σαφές, γίνεται φανερὸ ὅτι κάποιοι πῆγαν στὸ Μοναστήρι «διὰ σιτάρι». Ὁ ἴδιος ὁ ἐνθυμησιογράφος ἔγινε, λέει, «ἠθᾶς» εἰς τὴν Σούρπην καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.  Τὸ «ἠθᾶς» – ἐὰν καὶ ἐφόσον διαβάστηκε σωστὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ποὺ μᾶς διέσωσε τὴν «ἐνθύμηση» – μᾶς εἶναι ἄγνωστη λέξη. Ὑποθέτουμε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἁρμοδιότητα σχετικὴ μὲ διανομὴ ἤ πώληση σιταριοῦ ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴ Σούρπη καὶ στὸν Ἅγιο Γεώργιο, τὸ παρεκκλήσι στὴν Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς.

Τὸ κείμενο τῆς «ἐνθύμησης», ποὺ ἦταν γραμμένη στὸ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, σύμφωνα μὲ τὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία μᾶς τὴν ἀποθησαύρισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, εἶχε  ὡς ἑξῆς:

«1740. Ἦλθε χρόνος δυστυχία καὶ ἀκρίβεια μεγάλη

ὁποῦ  τινὰς ἀπὸ παλαιοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐνθυμήθηκεν.

Τὸ σιτάρι ἦλθε δύο γρόσια τὸ λουτζέκι.

Ἡμᾶς ὑπῆγαν εἰς τὸ μοναστήρι διὰ σιτάρι.

Ἔγεινα ἐγὼ ἠθᾶς (;) εἰς τὴν Σούρπην

καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον

καὶ ἤτανε σαββάτο τῶν ψυχῶν

καὶ ἦρθα εἰς τὸ μοναστήρι θείᾳ δυνάμει ἰουνίου 6».[3]

Ἦταν 6 Ἰουνίου τοῦ 1740 καὶ ἦταν «σαββάτο τῶν ψυχῶν» (Ψυχοσάββατο) ὅταν ἔγιναν τὰ παραπάνω. Ὁ καταγραφέας τῆς «ἐνθύμησης» μᾶς λέει ὅτι ἦρθε στὸ «μοναστήρι θείᾳ δυνάμει», θέλοντας, προφανῶς, νὰ πεῖ ὅτι ἦρθε στὸ Μοναστήρι «μὲ τὴ δύναμη, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ». Ἐκτιμῶ ὅτι μᾶλλον ἐννοοῦσε ὅτι ἦρθε στὸ Μοναστήρι σὰν νὰ τὸν φώτισε ὁ Θεὸς καὶ ἔτσι βρῆκε λύση στὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε.

Θεωρῶντας ὅτι οἱ παραπάνω σκέψεις ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ λέξη «ἠθᾶς» πράγματι σημαίνει κάτι σὰν ὑπεύθυνος ἤ ἁρμόδιος προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει σιτάρι.

Γιὰ πληρέστερη παρουσίαση καὶ κατανόηση τῆς «ἐνθύμησης» τὴν παρουσιάζουμε καὶ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ τὴν δημοσίευσε ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, μέλος καὶ αὐτὸς τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ:

«1740…ἦλθεν χρόνος δυστυχία καὶ ἀκρίβεια μεγάλη,

ὅπου τινὰς ἀπὸ παλαιοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐνθυμήθηκεν.

Τὸ σιτάρι ἦλθεν δύο γρόσια τὸ ὀλτζέκι,

καὶ μᾶς ὑπῆγαν εἰς τὸ μοναστήρι διὰ σιτάρι γρόσια ἑξακόσια».[4]

Ὅπως γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ ὑπάρχουν σημαντικὲς  διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο ἀντιγραφῶν. Πιθανόν τὸ μέρος τῆς «ἐνθύμησης» τοῦ Γιαννόπουλου ποὺ δὲν τὸ συμπεριλαμβάνει στὴ δική του ὁ Σπυριδάκης νὰ θεωρήθηκε ἀπὸ αὐτὸν ὡς ἄλλη «ἐνθύμηση».

Ἀσφαλῶς καὶ δὲν μποροῦμε να πάρουμε θέση ὡς πρὸς τὸ ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο μορφὲς τῆς «ἐνθύμησης» εἶναι πιστότερη ἀντιγραφὴ τοῦ καταγραμμένου στὸν νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ κειμένου.

 

 

1742

Δύο χρόνια ἀργότερα, στὰ 1742, τὸν Ἁλμυρό, τὸν Πλάτανο, τοὺς Κοκκωτοὺς και τὴ Βρύναινα χτύπησαν λοιμικὲς ἀρρώστειες. Τὸν ἐνθυμησιογράφο ἐντυπωσίασε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀρρώστεια αὐτὴ μεταδόθηκε καὶ στὴ Βρύναινα, στὴν ὁποία ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε συμβεῖ κάτι τέτοιο:

«1742 ἔγειναν πολλοὶ λοιμοὶ ἐδῶ

καὶ εἰς τούς τόπους τούτους καὶ ξεχωριστὰ

εἰς τὸν Ἁλμυρόν, εἰς τὸν Πλάτανον, εἰς τούς Κουκουτούς

καὶ εἰς τὴν Βρύνιννα,

ὁποῦ ποτὲ εἰς τήν Βρύνιννα δέν ἔγεινε τέτοιο πρᾶμμα».

Ἡ «ἐνθύμηση» ἦταν γραμμένη καὶ αὐτὴ μαζί μὲ πολλὲς ἄλλες στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη.[5]

Τὸ ὅτι στὴ Βρύναινα ποτὲ μέχρι τότε, κατὰ τὸν ἐνθυμησιογράφο, δὲν εἶχε ἐνσκήψει αὐτὴ ἡ ἐπιδημία μᾶς θυμίζει τὶς ἀντιλήψεις ποὺ ἐπικρατοῦσαν σὲ παλιότερες ἐποχὲς ὅτι μερικὰ χωριὰ ἦταν ἀπρόσβλητα ἀπὸ ἐπιδημικὲς ἀσθένειες.

 

1743

Ἕνα χρόνο μετὰ τὶς παραπάνω λοιμικὲς ἐπιδημίες ποὺ χτύπησαν τὰ μέρη τοῦ Ἁλμυροῦ, στὰ 1743, ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμὸς στὰ χωριὰ τοῦ Ἁλμυροῦ, στὸν Ἁλμυρό, στὴ Λάρισα καὶ στὸν Τύρναβο.

Δὲν γνωρίζουμε πῶς ὁ καταγραφέας τῆς «ἐνθύμησης» πληροφορήθηκε, ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅτι ὁ σεισμὸς ἔγινε αἰσθητὸς καὶ στὴ Λάρισα καὶ στὸν Τύρναβο. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἔφθασαν στὸ Μοναστήρι προσκυνητὲς  ἀπὸ τὴ Λάρισα καὶ τὸν Τύρναβο καὶ ὁ ἐνθυμησιογράφος κατέγραψε συγκεντρωτικὰ τὶς ὅμοιες πληροφορίες;

Μᾶς δίνει ὡστόσο χαρακτηριστικὲς καὶ χρήσιμες πληροφορίες γιὰ τὸ μέγεθος καὶ τὸ εἶδος τοῦ σεισμοῦ: «ἔπεσαν πολλὰ σπίτια, ράγισαν καμπαναριὰ καὶ τζαμιὰ καὶ τὰ δέντρα «ἐβάγησαν».

Ἡ «ἐνθύμηση» ἦταν γραμμένη καὶ αὐτὴ στὸ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο:

«Ἔτος 1743, ἔγεινε μέγας σεισμὸς ὅπου ἔπεσαν

σπίτια πολλὰ καὶ εἰς τὰ χωρία καὶ εἰς τὸν Ἁλμυρὸν

εἰς τὴν Λάρισαν καὶ Τούρναβον.

Τὰ τζαμία καὶ τὰ καμπαναρεῖα ἐρραγίσθησαν

καὶ ἔπεσαν καὶ τὰ δέντρα ἐβάγησαν[6]».[7]

 

 

1745

Πολὺ  χαρακτηριστικὸ γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ μοναχοὶ καὶ ἀπὸ τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες εἶναι τὸ περιεχόμενο μιᾶς ἐνθύμησης ποὺ βρέθηκε γραμμένη καὶ αὐτὴ στὸ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο.

Εἶχε πέσει πολὺ χιόνι ἐκείνη τὴ χρονιὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶχε φτάσει σὲ ὕψος 15 πιθαμές. Οἱ καλόγεροι στὴν Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς ἀποκλείστηκαν ἀπὸ κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἄλλο κόσμο καὶ ἔμειναν ἔτσι ἀποκλεισμένοι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες.

Τὸ γεγονὸς τὸ κατέγραψε ἕνας καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἕνα σημείωμά του ποὺ ἔγραψε στὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τους:

«1745. Χιόνι πολὺ ἔρριξε πιθαμαῖς 15 καὶ ἤμασταν

κλεισμένοι ‘ς  τὸ μοναστήρι ἡμέρας εἴκοσι».[8]

 

1750 , 1756

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1750 ἤ τοῦ 1756 ἕνα πολὺ περίεργο ἀστρικὸ φαινόμενο ἐντυπωσίασε τόσο πολὺ ὥστε ὁδήγησε ἕναν παρατηρητή του νὰ σπεύσει καὶ πάλι καὶ νὰ σημειώσει τὸ φαινόμενο στὸ νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ.

«Ἕνας ἀστέρας» βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ νότιο μέρος τοῦ οὐρανίου στερεώματος, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Πελοποννήσου, «ἀπὸ τὸν Μωρέαν», ὅπως σημείωσε ὁ ἐνθυμησιογραφος, καὶ προχώρησε  πρὸς τὰ βόρεια, «εἰς τὸν κριὸν μέρος».

Γιὰ τὸν παρατηρητὴ τοῦ οὐρανοῦ τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἦταν πολὺ περίεργο καὶ ἐντελῶς ἀσυνήθιστο. Καὶ τέτοια περίεργα καὶ ἀσυνήθιστα φαινόμενα φυσικὸ ἦταν νὰ θεωροῦνται «σημαδιακά», ὅπως συνήθιζαν νὰ τὰ ὀνομάζουν οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τέτοια περίεργα φαινόμενα θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους τῶν παλαιότερων ἐποχῶν ὡς «θεϊκὰ σημάδια». Ἔτσι καὶ τὸ  φαινόμενο  αὐτό, κατὰ τὸν παρατηρητή του, ἦταν «σημάδι», ἦταν «σημείωμα», ποὺ κάτι «σήμαινε», κάτι ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δείξει, κάτι προμήνυε.

Παρόλο ὅμως ὅτι τὸ φαινόμενο ἐντυπωσίασε πολὺ, οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες καὶ δουλειές του, δὲν ἐπέτρεψαν στὸν παρατηρητή του νὰ σπεύσει ἀμέσως γιὰ τὴν καταγραφή του. Πῆγε στὸ Μοναστήρι δυὸ μῆνες σχεδὸν ἀργότερα, στὶς 2 ἤ στὶς 10 Αὐγούστου. Ἡ ἐντύπωση ὅμως ποὺ τοῦ εἶχε προκαλέσει τὸ περίεργο ἀστρικὸ φαινόμενο ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ζωντανὴ καὶ ζωηρὴ καὶ κατέγραψε τότε, ὕστερα ἀπὸ δυὸ μῆνες, τὸ φαινόμενο.

Τὸ γεγονὸς τῆς τόσο καθυστερημένης ἀναγραφῆς ἑνὸς τόσο ἐντυπωσιακοῦ φαινομένου μᾶς δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ συχνὴ καταφυγὴ πολλῶν ἀνθρώπων στὸ Μοναστήρι μὲ σκοπὸ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὅποιων ζωηρῶν ἐντυπώσεών τους ἤ ὅποιων γεγονότων θεωροῦσαν σημαντικὰ δὲν ἦταν ἁπλὰ μιὰ συνήθεια κάποιων ἀργόσχολων, οἱ ὁποῖοι ἔτσι ἀπερίσκεπτα, μὴν ἔχοντας κάτι ἄλλο νὰ κάνουν, «λέρωναν» τοὺς εὔκολους στὴν πρόσβαση τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ἔγγραφη κατάθεση γιἀ κάθε σημαντικὸ γεγονὸς στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν κάτι σὰν ἐκπλήρωση ἑνὸς εἴδους «χρέους». Ἔπρεπε νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀναγραφή, τὸ θεωροῦσαν καθῆκον τους, ἴσως καὶ ὑποχρέωση προσφορᾶς ὑπηρεσίας πρὸς τὸ «Κοινὸν Ἱερόν» ὅλων. Τὸ Μοναστήρι τους αὐτὸ ἦταν τὸ κοινὸν «Καταθετήριον» ἐντυπώσεων καὶ πληροφοριῶν ὅλων ὅσων ζοῦσαν σ’ αὐτὸ καὶ ὅλων ὅσων τὸ ἐπισκέπτονταν. Ὅλοι θεωροῦσαν καθῆκον τους καὶ ὑποχρέωσή τους νὰ πληροφορήσουν τὴν «Παναγία» γιὰ ὅ,τι συνέβαινε. Πήγαιναν, λοιπόν, καὶ κατέθεταν τὶς πληροφορίες τους, καταγράφοντάς τις, στὸ νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀσφαλῶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀναγραφή, τὶς συζητοῦσαν μὲ τοὺς ἐκεῖ  καλογέρους, ζητῶντας μιὰ πιθανὴ ἑρμηνεία τους.

Προσωπικά, κάνοντας κάποιες ἀναγωγὲς σὲ ἄλλους χρόνους, τολμῶ νὰ ὑποθέσω ὅτι κατέθεταν τὸν περίεργο «χρησμὸ» τοῦ «λοξία» καιρικοῦ ἤ ἀστρικοῦ φαινομένου ζητῶντας ἀπὸ τὸ «Θεὸ» τους, μὲ προσευχὲς καὶ παρακλήσεις, τὴν ἑρμηνεία ἤ ἴσως καὶ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ τυχὸν σημαινομένου κακοῦ. Σίγουρα οἱ «φωτισμένοι» μὲ θεϊκὴ σοφία καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ θὰ τὸ ἄκουγαν μὲ προσοχή, θὰ τὸ μελετοῦσαν, θὰ τὸ ἐξέταζαν προσεκτικά, θὰ τὸ συζητοῦσαν  καὶ θὰ ἔλεγαν τὴ γνώμη τους.

Τὸ παραπάνω σημείωμα παρέμεινε γραμμένο ἐκεῖ ἐπὶ χρόνια πολλά. Τὰ γράμματα τοῦ σημειώματος μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου  ξεθώριασαν. Ἔτσι ὅταν στὴ δεκαετία τοῦ  1890, διακόσια πενήντα σχεδόν χρόνια μετὰ τὴν καταγραφή του, κάποια μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας εἶδαν τὸ σημείωμα καὶ τὸ ἀντέγραψαν, δὲν μποροῦσαν νὰ συμφωνήσουν γιὰ τὸ ἀκριβὲς περιεχόμενό του. Ἡ ἀσυμφωνία αὐτὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φτάσουν ὡς ἐμᾶς δύο μορφὲς τῆς ἴδιας αὐτῆς ἐνθύμησης, λίγο διαφορετικὲς μεταξύ τους, ποὺ ὀφείλονταν σὲ διαφορετικὲς ἀναγνώσεις ἀκριβῶς γιατὶ ἡ «ἐνθύμηση» δὲν ἦταν πλέον εὐανάγνωστη. Ὡστόσο τὸ μήνυμα τῆς ἐνθύμησης δὲν ἀλλάζει.

Ἡ πρώτη ἀνάγνωση εἶναι τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου:

«1750.  Τὸν Ἰούνιον μῆνα ἔγεινε σημείωμα

καὶ ἐβγῆκεν ἕνας ἀστέρας ἀπὸ τὸν Μωρέαν

καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν κριὸν μέρος καὶ ἦταν θαῦμα μέγα.

1750 Αὐγούστου δύο».[9]

Ἡ δεύτερη ἀνάγνωση εἶναι τοῦ Ἀθανασίου Σπυριδάκη, μέλους και αὐτοῦ τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ:

«1756. Τόν Ἰούνιον τόν μῆναν ἔγεινε σημείωμα

καὶ ἐβγῆκεν ἕνας ἀστέρας ἀπὸ τὸ Μωριᾶ

καί ὑπῆγεν εἰς τὸν ….. καὶ ἦτο θαῦμα.

1756 Αὐγούστου 10».[10]

 

1753

Σὲ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία πολλὲς φορὲς βρίσκουμε σημειώσεις ποὺ ἀναφέρονται σὲ προσωπικά, οἰκογενειακὰ ἤ καὶ κοινωνικὰ γεγονότα, γιατὶ οἱ καταγραφεῖς ἐκτίμησαν ὅτι ἦταν σημαντικὰ γεγονότα ποὺ ἔπρεπε νὰ τὰ καταγράψουν γιὰ νὰ τὰ πληροφορηθοῦν ὅλοι.

Σ’ ἕνα χειρόγραφο μουσικὸ κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», προσφορὰ σ’ αὐτὴν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ σήμερα φυλάσσεται στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ (ἀριθ. 13), στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἐμπροσθόφυλλου, εἶναι γραμμένη ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση»:

«αψνγ΄ [11] – Μαΐου δέκα, Δευτέρα τῆς Σαμαρείτιδος …. 

ὁ πρωτοκανονάρχος Γούρας, υἱὸς τοῦ οἰκονόμου παπα-Δημητρίου,

ὁ Παναγιώτης Ἀναγνώστης  (ἔλαβε)  διὰ νόμιμόν του γυναῖκα

τὴν θυγατέραν τοῦ Ἀναστάση Χατζῆ Ἀργύρη

καὶ ἔστωσαν εὐλογημένοι».[12]

 

1753

Στὸ φύλλο 2α τοῦ ἴδιου μουσικοῦ κώδικα παρατίθεται ἕνας τύπος ὑποδείγματος ἐπιστολῆς εἰς ἀρχιεπίσκοπον ἤ ἐπίσκοπον:

«Θεοφιλέστατε, θειότατε, ἅγιε ἐπίσκοπε τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς …..  κύριε κύριε Διονύσιε, ἡμῶν δὲ αὐθέντα καὶ δέσποτα καὶ μετὰ Θεὸν προστάτα καὶ βοηθέ, τὴν ἐπὶ ἐδάφους διὰ μετάνοιαν προσκύνησιν  ἀπονέμω τῇ σῇ  ἁγίᾳ θεοφιλίᾳ. Ἔστω οὖν σοὶ γνωστὸν ἐν συντόμῳ, ὦ Θεοφιλέστατε, ὅτι[13] (ἐνταῦθα τὴν ὑπόθεσιν) .[14] Ταῦτα μὲν κατὰ τὸ παρὸν, αἱ δὲ ἅγιαι καὶ θεοπειθεῖς σας εὐχαὶ εἴησαν μετ’ ἐμοῦ ἐν βίῳ παντί. Ἀμήν. αψογ΄[15]».  Ἔξωθεν (ἐννοεῖται τῆς ἐπιστολῆς, στὸ φάκελο) «Τῷ Θεοφιλεστάτω ἁγίῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς ….  κυρίῳ κυρίῳ Διονυσίῳ, ἡμῶν δὲ αὐθέντῃ καὶ δεσπότῃ προσκυνητῶς».

Τὸ περιεχόμενο τῶν παραπάνω ἐνθυμήσεων, ὅπως γίνεται κατανοητό, διαφέρει ἀπὸ τὴ συνήθη μορφὴ ἄλλων «ἐνθυμήσεων». Δίνει τὴν ἐντύπωση ἀτομικοῦ βιβλίου καὶ ὄχι μοναστηριακοῦ. Πιθανόν νὰ προσφέρθηκε στὸ Μοναστήρι ἔχοντας ἤδη ἀπὸ πρὶν γραμμένες τὶς «ἐνθυμήσεις» στὶς σελίδες του.

 

 

1757

Στὸ «Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὑπάρχει παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. Τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ ἦταν κάποτε ἀφιερωμένο στὴν Παναγία. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δημοσιεύοντας τὴ σχετικὴ πληροφορία στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος» (τόμος Δ΄, σελ. 710 – 711, Ἀθήνησιν 1896): «Τὸ ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς παρεκκλήσιον τετίμηται ἐπ’  ὀνόματι τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους. Ἀλλ’ ἐπιγραφή τις ἐντετειχισμένη ὄπισθεν τῆς κόγχης αὐτοῦ μαρτυρεῖ, ὅτι τοῦτο ἦν ἀφιερωμένον  εἰς τιμὴν τῆς Θεοτόκου».

Ἡ σχετικὴ ἐπιγραφή, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, εἶναι ἡ ἑξῆς:

«+Τω ΠΑΡΟΝ ΠΑΡΑ

ΚΛΗCΙωΝ ΤΗΜΟΜ

ΕΝΟΝ ΕΠ ΟΝΟΜΑΤΙ

ΤΗC ΥΠΕΡΑΓΙΑC ΘΕ

ΟΤΟΚOV KAI ΑΕΙΠΑΡΘΕ

ΝΟV ΜΑΡΙΑC ΕΠΗ ΕΙΜΕΡΑC

ΤΟV ΠΑΝΟCιωΤΑΤΟV ΑΓΙΟV ΚΑΘΕΙ

ΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΑ ΚVΡ ΙΕΡΟΘΕΟV

ΕΠΗ ΕΤΟVC  ΑΨΝΖ΄»

«+Τω παρόν παρα

κλήσιων τημόμ

ενον ἐπ’ ὀνόματι

τῆς Ὑπεραγίας Θε

οτόκου καί ἀειπαρθέ

νου Μαρίας  ἐπὴ εἰμέρας

τοῦ Πανοσιωτάτου  ἁγίου Καθει

γουμένου Πα(πά) κυρ Ιεροθέου

ἐπή ἔτους αψνζ΄».

(Τὸ παρὸν παρεκκλήσιον τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐπὶ ἡμέρας τοῦ Πανοσιωτάτου ἁγίου Καθηγουμένου Παπᾶ κυρ Ἱεροθέου ἐπὶ ἔτους αψνζ΄[16]).

Σαφεῖς, ὡστόσο, πληροφορίες γιὰ τὸ τὶ ἔγινε σὲ σχέση μὲ τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ τῆς Θεοτόκου στὰ 1757 ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ἱεροθέου, δὲν μᾶς δίνονται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή.

Ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι ἀτελής καὶ δὲν περιέχει κάποιο ρῆμα ὥστε νὰ διασαφηνίζεται ἐὰν τότε, στὰ 1757 (αψνζ΄)  χτίστηκε τὸ παρεκκλήσι ἤ ἄν τότε  ἐπισκευάστηκε ἤ ἄν ἀνακαινίστηκε; Δὲν μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστὸ πότε ἀπὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας ἔγινε παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμους.

Ὁ ἴδιος ἐρευνητής, ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, στὴ μελέτη του «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», ποὺ δημοσιεύθηκε στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ» (τόμος 4ος, 1934, σελ. 69) μᾶς δίνει μία πληροφορία σχετική μὲ τὰ παραπάνω καὶ, κατὰ τὴν  ἐκτίμησή μου, συμπληρωματικὴ καὶ ἴσως διευκρινιστικὴ καὶ ἀπαντητικὴ στὰ παραπάνω ἐρωτήματα:

«Τῷ αὐτῷ ἔτει (1757) ἐπεσκευάσθη ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ

τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου,

κατὰ τὴν ὄπισθεν τῆς μεσαίας κόγχης τοῦ ναοῦ

χρονολογίαν ἐπὶ λίθου».

Ἀπὸ τὴν συνεξέταση τῶν δύο παραπάνω «ἐνθυμήσεων» ἐξάγεται, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου, ὅτι στὰ 1757 προσκολλήθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἕνα νέο παρεκκλήσι, αὐτὸ τῆς Παναγίας, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔγινε τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, καὶ ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀνέγερσης τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ ἀπαιτήθηκε καὶ ἡ ἐν μέρει ἐπισκευὴ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἤ ἴσως μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπισκευῆς τῆς ἀνατολικῆς αὐτῆς πλευρᾶς θεωρήθηκε καλὸ νὰ χτισθεῖ καὶ τὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας.

Ἀπὸ προηγούμενη ἐνθύμηση, τοῦ ἔτους 1671, εἴχαμε πληροφορηθεῖ ὅτι τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ ἀργότερα τὸ παρεκκλήσι μετονομάσθηκε σὲ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.

 

1759

Ἕνα κάπως περίεργο «γεγονὸς», ἀσαφὲς και δυσκολοκατανόητο, μᾶς ἄφησε καταγεγραμμένο στὸ ἑστιατόριο τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς, ὁ «Κωσταντής», γιὸς τοῦ παπα – Ρίζου ἀπὸ τὴ Γούρα.

Τὸ «γεγονός», ποὺ σχετίζεται, ὅπως γίνεται φανερό, μὲ ληστεῖες καὶ ληστρικὲς ἐπιδρομές, ἔγινε στὴ Γούρα κατὰ τὸ 1759. Ὡστόσο ὁ Γουριώτης Κωνσταντῖνος Παπαρρίζος ἔφτασε στὸ Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιατὶ θεώρησε καλὸ νὰ ἀναφέρει τὶς λεπτομέρειές του στοὺς ἐκεῖ καλογέρους, ὅπως συνήθιζαν ὅλοι τότε σὲ τέτοιες περιπτώσεις.

Ἦρθε στὸ «Κοινὸν Καταθετήριο» νὰ ἀναφέρει στοὺς καλογέρους καὶ νὰ καταγραφεῖ στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς περιοχῆς αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸ χωριό του. Ἀσφαλῶς οἱ προφορικές του ἐξηγήσεις καὶ ἀναλυτικὲς πληροφορίες του, αὐτὲς ποὺ ἀνέφερε στοὺς καλογέρους καὶ οἱ ὁποῖες δὲν ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς, θὰ ἦταν πολὺ διευκρινιστικότερες καὶ λεπτομερέστερες.

Δὲν ἀρκέστηκε ὅμως στὶς προφορικές του αὐτὲς ἐξηγήσεις. Γιὰ ἐπιβεβαίωση καὶ δική του ἱκανοποίηση θέλησε νὰ καταγράψει καὶ  ἐπώνυμα τὸ «γεγονὸς» στὸν τοῖχο τοῦ ἑστιατορίου ἤ ἴσως καὶ σὲ κάποια ἄλλη ἐκεῖ ἐπιφάνεια. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος, ὅπως φαίνεται, δὲν ἤξερε νὰ γράφει ἔβαλε τὸν συγχωριανό του Ἀναστάσιο Παπαρρίζο «Μορφήτζη», ποὺ τὸν συνόδευσε καὶ ἤξερε τουλάχιστον, ἔστω καὶ ἀνορθόγραφα νὰ γράφει, νὰ κάνει αὐτὴ τὴ δουλειά. Αὐτὸς ἦταν «ὁ γράψας» τὸ γεγονός. Παρόλα αὐτὰ οὔτε καὶ ὁ «Ἀναστάσιος Παπαρίζου Μορφήτζη» μπόρεσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὶ ἀκριβῶς ἔγινε στὴ Γούρα στὰ 1759.

Τὴν «ἐνθύμηση» τὴν  ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος καὶ μᾶς τὴ διέσωσε:

«+ Ὄντας ηρθε ω αγιος  βισάριος στι γουρα

και ἐυγικαν ης τὰ χορια και τον επηραν η αρβανιτες

και εγιριβαν διου σακουλις ετος 1759

και ἔφευγι καὶ επιγε ης το μνημα του

και δεν τους εδουσαν τους ἀρβανιτες τιποτα.

Κοστάντης ϋως του παπᾶ ρίζου

ἀπο χοριον γουρα ετος 1759 σεπτεμβρίου 9.

Αναστάσιος τοῦ παπαρίζου μορφήτζη

ἀπὸ χωρίον Γοῦρα ὁ γράψας ….».[17]

Γιὰ τὸ τὶ ἀκριβῶς ἔγινε στὴ Γούρα στὰ 1759 δύσκολα μπορεῖ νὰ δοθεῖ κάποια ἀπάντηση  βγαλμένη ἀπὸ τὸ παραπάνω κείμενο. Ἐκεῖνο ποὺ διαφαίνεται μὲ σαφήνεια εἶναι κάποιοι ληστές ἀρβανίτες ἅρπαξαν τὸν «Ἅγιο Βησσαρίωνα» καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐπιστρέψουν ζητοῦσαν ὡς λύτρα «δυὸ σακκούλες». Μὲ κάποιο τρόπο ὁ «Ἅγιος Βησσαρίων» «ἔφυγε» ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ληστῶν χωρίς νὰ τοὺς δοθοῦν λύτρα.

 

1764

Στὰ 1764, ἕνα ἄλλο περίεργο ἀστρικὸ φαινόμενο ἐντυπωσίασε ὅσους τὸ εἶδαν. Στὸν οὐρανὸ παρουσιάστηκε κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀστέρι καὶ μὲ φωτιά, «οςσὰν ἀστέρα καὶ ὀσὰν πὴρ». Ἡ πορεία του στὸν οὐρανὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ βορρᾶ, τούτη τὴ φορά, καὶ πῆγε πρὸς τὸ νότο, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Θεσσαλονίκης πρὸς τὸ μέρος τῆς Αἰγύπτου», «ἀπὸ τοῦ σαλονικίου τὰ μέρους … καὶ ἐπάγι κατοὺ ἐγίπτου τὸ μέρος ». Περισσότερο ἀξιοπερίεργο εἶναι τὸ ὅτι αὐτὸ διέσχιζε τὸν οὐρανὸ  βροντῶντας δυνατά, «βροντόντα πολί».

Τὴ σχετική σημείωση τὴν ἔγραψε σὲ ἕνα χειρόγραφο βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ὁ Ἀναστάσιος τοῦ Παπα – Ρίζου ἀπὸ τὴ Γούρα:

«1764. Ἐφάνηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν οςσὰν ἀστέρα

καὶ ὀσὰν πὴρ καὶ ἔρχονταν ἀπὸ τοῦ σαλονικίου τὰ μέρους

βροντόντα πολὶ καὶ ἐπάγι κατοὺ ἐγίπτου τὸ μέρος. 

- Ἀναστάσις παπὰ Ῥίζου ἀπὸ Γοῦρα» .[18]

 

 

1770

Οἱ τοῖχοι τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς φαίνεται ὅτι γιὰ ἀρκετὰ χρόνια χρησίμευαν σὰν ἕνα εἶδος ἡμερολογίου καταγραφῆς τῶν σημαντικῶν γεγονότων, ὡς ἕνα εἶδος «ἱστορικοῦ μνημονίου». Ἐκεῖ  ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατέφευγαν πολλοὶ καὶ κατέγραφαν κάποιο γεγονὸς ποὺ τὸ πληροφοροῦνταν ἤ συνέβαινε στοὺς ἴδιους καὶ τὸ θεωροῦσαν σημαντικὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ διασωθεῖ.

Ἕνα τέτοιο γεγονὸς πραγματοποιήθηκε στὸ «Μωριά» στὰ 1770, στὸν ὁποῖο  «ἔγινε σορινφὲ»:

«1770. ἔγινε σορινφὲ εἰς τὸν Μωρέαν» [19]

Στὴ συνέχεια τοῦ παραπάνω κειμένου ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες λέξεις δυσανάγνωστες. «Τὰ λοιπὰ δυσανάγνωστα», γράφει ὁ Γιαννόπουλος.  Ἔτσι ἡ ἱστορικὴ πληροφορία ποὺ προσπάθησε νὰ μᾶς μεταδώσει ὁ καταγραφέας δὲν γίνεται εὔκολα κατανοητή. ἀφοῦ καὶ ἡ λέξη «σορινφὲ» δὲν εἶναι γνωστή. Τὴν ἴδια ἐνθύμηση μᾶς τὴν διέσωσε καὶ ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης.[20]

1770

Στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς βρέθηκε γραμμένη καὶ ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση» ἡ ὁποία διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη:

«Τὸν μῆνα ἰούνιον ἔγινι  1770 σύστασις εἰς τὸν κόσμον ὅλον,

ἔγεινε σεφέριν εἰς τὸν Μωριά».[21]

Τὸ «ἔγινε σεφέρι εἰς τὸν Μωριά», κατὰ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη, σημαίνει ὅτι κατὰ τὸ 1770 πραγματοποιήθηκε ἐπαναστατικὸ κίνημα στὴν Πελοπόννησο. Χωρὶς, ὡστόσο, νὰ ἐξηγεῖ καὶ αὐτὸς τὴν ἔννοια τῆς λέξης «σορινφὲ» τῆς προηγούμενης «ἐνθύμησης», θεωρεῖ ὅτι οἱ δύο αὐτὲς ἐνθυμήσεις σχετίζονται μὲ τὸ ἴδιο γεγονὸς «περὶ ἐπαναστάσεως ἐν Πελοποννήσῳ ἔν ἔτει 1770».

Θέλοντας δὲ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἄποψή του αὐτὴ προσθέτει: «καὶ ἐν μουσικῷ χειρογράφω (ἀριθ. 9) τῆς «Ὄθρυος» γέγραπται ὀρθῶς περὶ συλλογῆς πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ ἕνεκα τῆς ἐν Πελοποννήσῳ ἐπαναστάσεως «αψογ΄  Ἰουλί[ου] κθ’ ἡμέ[ρᾳ] β’  ἔγειν[εν] ἱππικὸν καὶ πεζικόν».

Σ’ ἕνα δερματόδετο μουσικὸ κώδικα τοῦ 18ου αἰῶνα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσφορὰ σ’ αὐτὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ φύλλο 10α, κάτωθεν κομψοῦ ἐπιτίτλου, ὑπῆρχε ἡ ἀναγραφή: «ναστασιματάριον ψαλλόμενον κατὰ πᾶσαν Κυριακὴν τοῦ ἐνιαυτοῦ μετὰ τῶν κεκραγαρίων, ἦχος α΄».

Στὸ τελευταῖο φύλλο τοῦ Πλαγίου τοῦ Τετάρτου τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπῆρχε ἕνας κολοφῶνας, γραμμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κωδικογράφο, ὁ ὁποῖος, ὅμως, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ ὄνομά του:

«Τέλος τοῦ Ἀναστασιματαρίου, τῷ δε βοηθήσαντι Θεῷ

διὰ πάντων ἐς ἀεὶ δόξα. Ἀμήν.

αψο΄, κατὰ μῆνα Ἰανουάριον».

1770

Μία λιτὴ καὶ λίγο περίεργη, μὲ περιεχόμενο δύσκολο στὴν ἀποσαφήνισή του καὶ στὸ σχολιασμό του, εἶναι ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση»:

«Ἔτος 1770 Ἀπριλίου 6, δὲν εὑρέθησαν αὐγὰ

νὰ βάψουν διὰ τὴν Λαμπρά.»

Εἶναι σαφέστατη καὶ πλήρης ἡ πληροφορία ποὺ μᾶς δίνεται. Κατὰ τὸ 1770 δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν αὐγὰ νὰ τὰ βάψουν, ὅπως συνηθιζόταν ὅλα τὰ χρόνια,  γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα.

Δύσκολο εἶναι νὰ καταλάβει κάποιος ἐὰν τὸ «κακὸ» ἀφοροῦσε σὲ ὅλους, σὲ πολλοὺς ἤ σέ μερικοὺς καὶ ποιούς. Ὅση φτώχεια καὶ ἀνέχεια καὶ ἄν ὑπῆρχε, ὅση ἀφορία γῆς καὶ ἄν ἐπικρατοῦσε, οἱ νοικοκυρές, τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τουλάχιστον, ἔτρεφαν κότες.

Πιθανόν γιὰ κάποιους ἄγνωστους λόγους τὴ χρονιὰ ἐκείνη νὰ μὴν ὑπῆρχαν κότες στὸ Μοναστήρι καὶ ἀπὸ κάποιες συμπτώσεις νὰ μὴν μπόρεσαν οἱ καλόγεροι νὰ προμηθευθοῦν αὐγὰ γιὰ τὸ Μοναστήρι. Πολὺ πιθανὸ θεωροῦμε νὰ συγκεντρώθηκαν ὅλα τὰ αὐγὰ τῆς περιοχῆς, παραμονὲς τῆς Πασχαλιᾶς, προκειμένου νὰ καλυφθοῦν οἱ ἀνάγκες  διατροφῆς κάποιας ὁμάδας στρατιωτικῆς ἤ καὶ κάποιου ληστρικοῦ μπουλουκιοῦ.

Ἡ «ἐνθύμηση», γραμμένη καὶ αὐτὴ στο νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη[22] καὶ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο.[23]

 

 

1772

Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καλλιεργοῦνταν συστηματικὰ καὶ ἡ ψαλτικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ἰδιαίτερα. Ὑπῆρχε  πλούσια μουσικὴ παραγωγή. Ἀρκετοὶ μουσικοὶ κώδικες γράφηκαν ἤ ἀντιγράφηκαν ἀπὸ εἰδικοὺς γνῶστες τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ. Μερικοὶ τέτοιοι κώδικες σώθηκαν ὡς τὴν ἐποχή μας. Στοὺς κώδικες αὐτοὺς βρίσκουμε καταγραμμένες κάποιες «ἐνθυμήσεις» μὲ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες.

Τὸ 1772, κάποιος «Ἀναγνώστης», ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ  τὸ Τρίκερι, μουσικὸς  καὶ ἀντιγραφέας, ἔγραψε ἕνα μουσικὸ κώδικα. Σήμερα ὁ κώδικας ἀνήκει στὴν Κάτω (Γυναικεία) Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 408 φύλλα συνολικά, βρίσκεται σὲ «ἐντυπωσιακῶς ἀρίστη κατάσταση»,[24] μὲ «στάχωση ἀρίστως διατηρημένη, σχεδὸν ἄφθαρτη».

Ὁ μουσικὸς καὶ ἀντιγραφέας τοῦ κώδικα «Ἀναγνώστης» ἦταν μαθητὴς τοῦ «Στεργίου». Ὁ «Στέργιος» καταγόταν ἀπὸ τὸν Τύρναβο. Ὁ «Ἀναγνώστης» βρισκόταν στὸν Πλάτανο τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅταν τουλάχιστον τελείωσε τὴν ἐργασία του. Μᾶς εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ  πότε καὶ γιὰ ποιὸ λόγο βρισκόταν ἐκεῖ. Προσωπική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι βρισκόταν στὸν Πλάτανο, ὡς ἀποσταλμένος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ ἐκεῖ, παράλληλα μὲ τὸ ἔργο ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι,  συνέχιζε τὴν γραφὴ τοῦ  μουσικοῦ κώδικα.

Δύο ἐνθυμήσεις μᾶς ἄφησε ὁ «Ἀναγνώστης» στὸν κώδικα αὐτόν. Ἡ μία βρίσκεται στὸ φύλλο 367α:

«Τέλος τοῦ Τριωδίου. 

Ἐτελειώθη εἰς Πλάτανον εἰς τοὺς αψοβ΄ (1772) Αὐγούστου η΄,

ἐκ χειρὸς Ἀναγνώστου ἐκ Τρίκερι,

μαθητοῦ Στεργίου ἐκ Τυρνάβου

καὶ εὔξασθε ὑπὲρ αὐτῶν».

Ἡ δεύτερη εἶναι στὸ φύλλο 404α:

«Τέλος τοῦ Πεντηκοσταρίου.

Ἐτελειώθη εἰς Πλάτανον

εἰς τοὺς  αψοβ΄(1772) Ἰουλίου γ΄

ἐκ χειρὸς Ἀναγνώστου ἐκ Τρίκερι,

μαθητοῦ Στεργίου ἐκ Τυρνάβου,

ἤγουν Στεργίου

καὶ εὔξασθε ὑπὲρ αὐτῶν τοῦ εὐτελοῦς».

 

1772

Στὰ  1772 στοὺς τόπους γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι «ἔγινε πολύ μυτιδό», ἰδιαίτερα στὸν Ἁλμυρό, στὸν Πλάτανο, στοὺς Κοκκωτοὺς καὶ στὴ Βρύναινα:

«1772. Ἔγεινε πολύ μυτιδὸ (;) εἰς τοὺς τόπους τούτους

ὡς καὶ χωριστὰ ἔγεινεν εἰς τὸν Ἁλμυρὸν, εἰς τὸν Πλάτανον,

εἰς τοὺς Κοκκωτοὺς καὶ εἰς τὴν Βρύνιναν.

Ἀπὸ σπαρτὰ εἰς τὴν Βρύνιναν δὲν ἔγεινε τέτοιο πρᾶγμα».[25]

Τὸ «μυτιδό» – ἐὰν διαβάστηκε καὶ ἀποδόθηκε σωστὰ ἡ λέξη – δὲν εἶναι γνωστὸ τὶ σημαίνει. Τὸ «ἀπὸ σπαρτὰ εἰς τὴν Βρύνιναν δὲν ἔγινε τέτοιο πρᾶγμα» πρέπει νὰ ὑποδηλώνει ὅτι αὐτὸ τὸ ἄγνωστο καὶ ἀπροσδιόριστο «μυτιδό» εἶχε σχέση μὲ ἀσθένεια τῶν φυτικῶν καλλιεργειῶν, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀσθένεια δὲν πρόσβαλε εἰδικὰ τὰ σπαρτὰ τῆς Βρύναινας.

Σίγουρο, ὡστόσο, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἀκόμα μᾶλλον γεωργικὴ «καταστροφὴ» στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ 1772. Τὴν καταστροφή αὐτὴ κάποιος ἔσπευσε νὰ τὴν καταγράψει στὸ κοινὸ γιὰ πολλούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς, «ἱστορικὸ λεύκωμα», στοὺς τοίχους, δηλαδή, τοῦ νάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Ἄνω Ξενιᾶς.

 

1773

Στὸν ἴδιο παραπάνω κώδικα, στὸ φύλλο 3β παρατίθεται ἕνας τύπος ὑποδείγματος ἐπιστολῆς πρὸς καθηγούμενον ἤ προηγούμενον μονῆς:

«Πανοσιώτατε καὶ εὐλαβέστατε ἅγιε καθηγούμενε ἤ προηγούμενε κύριε παπα κὺρ  …..  τὴν πανοσιότητά σας εὐλαβῶς προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν αὐτῆς δεξιὰν ἀσπάζομαι δεόμενος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἵνα διατηροίη αὐτὴν ὑπερτέραν πάσης καιρικῆς περιστάσεως καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας εὐσεβῶς προσκυνοῦμεν. Γίνωσκε οὖν ἅγιε καθηγούμενε, ὅτι (τὸ καὶ τὸ). Καὶ ταῦτα μὲν κατὰ τὸ παρὸν, ἡ δὲ εὐχὴ τῆς πανοσιότητός σας εἴημετ’ ἐμοῦ ἐν βίῳ παντί. Ἀμήν. αψογ΄»

(Ἔξωθεν): «Τῷ πανοσιωτάτῳ ἁγίῳ καθηγουμένῳ τῆς Ἱερᾶς καὶ Βασιλικῆς Μονῆς …. τῷ κυρίῳ  ….. προσκυνητῶς».

1773

Στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς βρέθηκε γραμμένη καὶ ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση», ἡ ὁποία ἀποθησαυρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη. Ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ προηγουμένως ἡ «ἐνθύμηση» αὐτὴ σχετίζεται καὶ συμπληρώνει προηγούμενες ἐνθυμήσεις:

«αψογ΄ ἰουλί[ου] κθ΄ ἡμέ[ρᾳ] β΄ ἔγει[νεν] ἱππικὸν καὶ πεζικόν».[26]

Κατὰ τὸν Ἀθ. Σπυριδάκη ἡ «ἐνθύμηση» ἀναφέρεται στὴν  ἐπιστράτευση  πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ στρατοῦ ποὺ ἔγινε «ἕνεκα τῆς ἐν Πελοποννήσῳ ἐπαναστάσεως».

1773

Στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξενιᾶς ἕνας μουσικὸς κώδικας τῆς ἐποχῆς τοῦ 18ου αἰῶνα. Σήμερα ὁ κώδικας αὐτὸς φυλάσσεται στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἀλμυροῦ καὶ ἔχει τὸν ἀριθμό 14. Στὸ φύλλο 54β τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση»

«1773 μαρτίου 4, ἡμέρα β΄ ἔγεινεν ἕνας σεισμὸς μέτριος,

ἔτι μαρτίου 5, ἡμέρα γ΄ ὥρα τρίτη ἔγινεν σεισμός μέγας

καί ἔπεσεν ὁ πύργος καί ὅλα τά σπίτια διεφθάρθηκαν

ὁμοίως και ἡ Εὐαγγελίστρια ὥςτε ἡ γῆ νύκτα καί ἡμέρα δέν ἔπαβε·

ἔτι εἰς τάς  ια΄  μαρτίου ξημερώνοντας Πέμπτη τοῦ μέγα κανόνος

ἕος ὅρα τετάρτη τῆς νυκτός ἔγηνεν πάλιν σεισμός φρικτός

καί είταν ὁ λαός ὅλος εἰς τήν ἐκκλησίαν

καί ἐγώ είμουν εἰς τήν Παναγίαν τήν Εὐαγγελίστριαν

καὶ εἰσῆλθον εἰς τό ἱερόν

ὁμοῦ  μέ τόν Πά(πᾶ) Καλλίνικον τοῦ ἁγίου γέροντος».

Θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ κάνουμε μία διευκρίνιση γιὰ τὴν παραπάνω ἐνθύμηση καὶ γιὰ κάποιες σχετικὲς μ’ αὐτὴν δημοσιεύσεις.

Ἡ «ἐνθύμηση» δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο,[27] χωρὶς ὅμως ὁ ἴδιος νὰ καταχωρήσει στὴ δημοσίευσή του ἰδιαίτερα ἑρμηνευτικὰ σχόλια γι’ αὐτή.

Νεότεροι, ὡστόσο, ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀναδημοσίευσαν  τὴν ἴδια ἐνθύμηση, θεώρησαν σκόπιμο νὰ τὴν σχολιάσουν. Ἔτσι, ἐπειδὴ ἴσως βρέθηκε γραμμένη  σὲ κώδικα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», ἐκτίμησαν ὅτι καὶ τὸ περιεχόμενό της ἀναφέρεται στὴν περιοχή τοῦ Ἁλμυροῦ. Μὲ τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ ἔβγαλαν τὸ ἔμμεσο συμπέρασμα ὅτι στὰ 1773, χρονολογία ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐνθύμηση, ὑπῆρχε στὸν Ἁλμυρὸ ναὸς «Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου» (Εὐαγγελίστρια)[28] καὶ ἑπομένως δὲν εὐσταθεῖ ἡ γνωστὴ ἄποψη ὅτι ὁ πρῶτος χριστιανικὸς ναὸς ποὺ χτίστηκε στὸν Ἁλμυρὸ εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ χτίστηκε στὰ 1802.

Ἡ ἐκτίμηση  αὐτὴ δὲν εὐσταθεῖ. Ὁ ναὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι βεβαιωμένο ὅτι χτίστηκε στὰ 1899, ἐνενήντα ἑφτὰ (97) χρόνια μετὰ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, καὶ δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἄλλος ὁμώνυμος μ’ αὐτὸν ναὸς στὸν Ἁλμυρό.

Ἡ παραπάνω πολὺ σαφής, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, «ἐνθύμηση» δὲν ἀναφέρεται στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἀναφέρεται, κατὰ μεγάλη πιθανότητα, στὸ Τρίκερι καὶ στὸ ἐκεῖ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅπου πρέπει ἀρχικὰ νὰ βρισκόταν ὁ κώδικας.

Σ’ αὐτὸ συνηγορεῖ τὸ ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἀναφορὰ σὲ «Εὐαγγελίστρια» παραπέμπει σὲ μοναστήρι καὶ ὄχι σὲ ἐκκλησία. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ μὲ σαφήνεια  ἀπὸ τὶς παρεμβαλλόμενες στὸ κείμενο λέξεις «τοῦ ἁγίου γέροντος», λέξεις  ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς μοναστηριῶν γιὰ τὸν ἡγούμενό τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς λέξεις «ξημερώνοντας Πέμπτη τοῦ Μέγα Κανόνος». Ὅπως εἶναι γνωστὸ  ὁ «Μέγας Κανὼν» ψάλλεται μόνο σὲ μοναστήρια τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ μάλιστα «ξημερώνοντας». Καὶ ἐπειδὴ «Μοναστήρι Εὐαγγελίστριας», στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ἦταν μόνο στὸ Τρίκερι, δικαιολογεῖται ἡ σκέψη ὅτι ἡ «ἐνθύμηση» ἀναφέρεται σ’ αὐτό.

 

 

1774

Στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς βρέθηκε γραμμένη καὶ ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση», ποὺ ἀναφέρεται πάλι σὲ μιὰ περίοδο πείνας καὶ ἀκρίβειας κατὰ τὸ ἔτος 1774.

«1774. Ἔγεινε μεγάλη ἀκρίβεια εἰς  τὸ ψωμὶ,

τὸ σιτάρι τὸ ἔφεραν εἰς τὸν γιαλὸ Ὑδριώτικα καὶ Ψαριανὰ καΐκια,

ὥστε οἱ ἄνθρωποι τὸ ἠγόραζαν 27 καὶ 28 γρόσια τὸ φόρτωμα. Διήρκεσεν ἡ ἀκρίβεια χρόνον ἕνα καὶ μισόν.

Ὁ γοῦν χειμὼν τοῦ 1774 ἦν σφοδρός…».[29]

Ἡ ἴδια ἀκριβῶς «ἐνθύμηση» βρέθηκε, καὶ πάλι ἀπὸ τόν Νικόλαο Γιαννόπουλο, γραμμένη σὲ ἕνα ἐξώφυλλο ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τῶν Κωφῶν. Στὸ βιβλίο τῶν Κωφῶν, στὴ συνέχεια τοῦ χρονικοῦ σημειώματος,  βρέθηκε γραμμένο καὶ τὸ παρακάτω στιχούργημα ποὺ ἀναφέρεται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες στὸ ἴδιο γεγονός, γραμμένο κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἀπὸ τὸ ἴδιο πρόσωπο:

«Ἐδῶ μὲ πόνον ἄρχισα νὰ σείρω τὸ κονδύλι,

Μὲ δάκρυα καὶ στεναγμὸν καὶ πικραμένα χείλη.

Τῆς πείνας καὶ ἀκρίβειας τὰ βάσανα νὰ κλάψω,

Τῆς Ῥούμελης τὴν συμφορὰν μὲ δάκρυα νὰ γράψω.

Ἡ Ῥούμελη ἡ ξακουστὴ καὶ πανευτυχισμένη,

Ὁποῦ τὸν κόσμον ἔτρεφε κι ὅλην τὴν οἰκουμένη,

Τώρα δὲ ἐξ ἁμαρτιῶν θέλησε νὰ παιδεύσῃ

Ὁ Κύριος τὴν Ῥούμελην καὶ νὰ τὴν ἐστερεύσῃ.

Χειμῶνας ἔγινε πικρὸς, τὰ πρόβατ’ ἐψοφοῦσαν

Ἕν ἀπὸ τἄλλο ἔπεφταν καὶ δὲν ἐκαρτεροῦσαν.

Ἐχάθηκαν καὶ ἄλογα κι ἀμέτρητα κατσίκια.

Σιτάρι φέραν στὸ γιαλὸ Ὑδριώτικα καΐκια.

Οἱ ἄνθρωποι ὡς ἤκουσαν τρέχουν διὰ νὰ πάρουν.

Ὑδριῶταις μὲ τὴν ἀσπλαχνιὰ πολλὰ παζάρια κάνουν.

Δὲν στέκουν εἰς τὸν λόγον τους καὶ εἰς ἕνα παζάρι.

Ἐσιάστισαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τρέμαν σἄν τὸ ψάρι.

Ὑδριῶταις καὶ οἱ Ψαριανοὶ εἶχαν ὡμιλημένα

Καὶ τὰ μισὰ καΐκια ‘ς τὸ Μύτικα[30] κρυμμένα.

Νισάφι[31] δὲν ἐκάμασι σιτάρι νὰ πωλήσουν,

Ἀλλὰ μὲ ἀσπλαχνιὰ πολλὴ σφόδρα νὰ καζαντήσουν.

Ἐσύναξαν τῆς Ῥούμελης φλωρία καὶ σολδία,[32]

Καὶ τῶν πτωχῶν τὰ αἵματα ἔπιναν σἄν θηρία.

Τα μέτρα τους ἦταν μικρά, παζάρια μεγάλα.

Ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ τὸ τζόρκι[33] νὰ γυρίσῃ

Ὑδριῶταις καὶ τοὺς Ψαριανοὺς νὰ τοὺς ἀνταποδώσῃ

Στὴ Ῥούμελη νὰ ἔλθωσι σιτάρι ν’ ἀγοράσουν

Μὲ πείνα καὶ μὲ δάκρυα καΐκια νὰ φορτώσουν

Νὰ λάβουν τὴν ἀνταμοιβὴν κι ἐκεῖν’ ὁποῦ ἐκάμαν

Νὰ μὴν τὸ ἀστοχήσωσι ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα.

Γιατὶ ἦσαν φιλάργυροι κι ἀπ’ τὸ νισάφ’ ἐβγῆκαν.

Τῆς Ῥούμελης[34] τὸν θησαυρὸν αὐτοὶ τὸν ἐδεχθῆκαν.

Ἐβούλουμουν νὰ πῶ πολλὰ κι ἡ ὥρα δεν μὲ φτάνει

Λέγω τὸ συντομώτερον κι ἐκεῖνο ὅπου τυγχάνει,

Διότι ὥρα δὲν εἶναι ξεχωριστὰ νὰ γράψω,

Τὴν πεῖναν καὶ ἀκρίβειαν φαρμακερὰ νὰ κλάψω,

Πεῖναν τριῶν ἑξαμηνῶν καὶ τὴν στενοχωρία

Ὁποῦ μᾶς ἐπροξένησε δική μας ἁμαρτία.

Ἡ ἁμαρτια εἶναι κακὴ καὶ πρόαξε τὴν πεῖνα

Καὶ ἄμετρα θανατικὰ καὶ ἄλλα ἐναντία.

Δόξα καὶ χάρις τῷ Θεῷ τῷ πάντων εὐεργέτῃ

Τῶν ἀοράτων κι ὁρατῶν κτισμάτων πλαστουργέτῃ».

Στὴ συνέχεια ὁ ποιητὴς  τοῦ παραπάνω στιχουργήματος γίνεται πιὸ ἀναλυτικὸς σὲ πληροφορίες ποὺ τὶς καταγράφει καὶ σὲ πεζὸ λόγο:

«Ἄρχισεν ἡ ἀκρίβεια ἀπὸ τοὺς  χιλίους ἑπτακοσίους ἑβδομήντα πέντε – ἄρχισεν ἡ ἀκρίβεια 1774-5 – καὶ ἐπεκράτησεν χρόνον ἕνα καὶ μισόν, καὶ ἦλθαν καΐκια στὸν γιαλὸν μὲ σιτάρι τὸ φόρτωμα γρόσια 24, καὶ τὸ καλαμπόκι γρόσια 18 καὶ 20, καὶ τὸ ἀλεύρι ἡ ὀκὰ παράδες 24  καὶ εἰς τὸ χωρίον ἦλθεν καὶ 27, – ἡμέρα καὶ παζάρι ἔκαναν οἱ καϊκτζῆδες, καὶ ὥρα καὶ παζάρι. Τὸ κριθάρι τὸ φόρτωμα γρόσια 14 καὶ 16. Αὐτὸ ἔγραψα καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ καταλάβῃς καὶ διὰ τοὺς ἄλλους καρπούς, ἤγουν κουκία καὶ ρεβύθια, φακὲς καὶ ἄλλα ὅμοια, οἱ ὁποῖοι καρποὶ δὲν εὑρίσκονταν. Τὰ ρεβύθια τὰ ἄλεθαν καὶ τὰ ἔκαμαν ἀλεύρι, τὰ κουκία τὰ ἐτάγιζαν τὰ πρόβατα, σφοδροῦ χειμῶνος γενομένου, καὶ πάλιν ἐψόφησαν. Καὶ ἦτον ἡ στενοχωρία μεγάλη ἕως ὅτου ἦλθεν ἡ ἐφθηνία καὶ ἔφαγαν οἱ ἄνθρωποι νέους καρπούς».[35]

 

 

1775

Στὸν ὑπ’ ἀριθμ. 14 Μουσικὸ κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»[36] ὑπάρχει ἡ παρακάτω ἐνθύμηση:

«1775, Μαρτίου γ΄ ἔλαβα ἐκ του κυρ Ἰωάννη γρ. 2

διὰ τὸ δηλόσημον[37] τῆς χώρας καὶ μένουν.[38]»

 

1777

Στὸ φύλλο 4α τοῦ ὑπ’  ἀριθ. 13 μουσικοῦ κώδικα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» (Σήμερα Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ) ὑπάρχουν οἱ ἑξῆς ἐνθυμήσεις:

«Τῷ αψοζ΄ (1777) Φεβρουαρίου κδ΄/24 εἰς σκόπελλον».

 

«Τὸ παρὸν Ἀναστασιματάριον ὑπάρχει

τοῦ οἰκονόμου Παναγιώτου ἱερέως

καὶ εἰ τις του χωρὶς θέλημα ἔστω ἀσυγχώρητος

παρὰ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου

καὶ ἀσυγχύτου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος.

Ἀμήν».

 

1782

Πληροφορίες χρήσιμες γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς μποροῦμε νὰ συλλέξουμε μερικὲς φορὲς καὶ ἀπὸ κάποιες ἐπιγραφὲς στὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη, παρ’ ὅλη τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀποσπασματικότητα αὐτῶν τῶν ἐνθυμήσεων.

Σ’  ἕνα χάλκινο δοχεῖο (μπακράτσι) ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τελέσεις ἁγιασμοῦ καὶ τὸ ὁποῖο ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἦταν, π.χ., χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή:

«Παπᾶ :Στάθι

Χατζί : Γιοργούσι

ἠκονόμο:   1782».[39]

 

1783

Στὶς «ἐνθυμήσεις», ὅπως τὶς ἐννοοῦμε ἐμεῖς προκειμένου νὰ ἐξυπηρετήσουμε τὸ σκοπὸ τοῦ κεφαλαίου τούτου, κατατάσουμε καὶ κάποια ἄλλου εἴδους γραπτὰ κείμενα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε χρήσιμες πληροφορίες, ὅπως π.χ. ἐπιστολἐς μὲ τὶς ὁποῖες κάποιοι παραχωροῦσαν στὸ Μοναστήρι περιουσιακὰ τους στοιχεῖα. Πρόκειται, στὴν πραγματικότητα, γιὰ «ἀφιερώσεις», οἱ ὁποῖες, ἄν τὸ «ἀφιέρωμα» ἦταν ἄλλου εἴδους, π.χ., βιβλίο ἤ ἀντικείμενο, θὰ γράφονταν ἐπάνω σ’ αύτό.

Τὶς «ἀφιερώσεις» αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς θεωροῦμε ἐξίσου σημαντικὲς ὅπως καὶ τὶς ἀφιερώσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ἤ ἄλλων ἀντικειμένων.

Στὰ 1783 ὁ Θεοδόσης, γιὸς τοῦ παπα – Εὐσταθίου ἀπὸ τὴ Γούρα, ἀφιέρωσε στὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ὅλη του τὴν περιουσία. Τὴν ἀφιέρωση τὴν πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ – δήλωση ποὺ ἔστειλε ὁ ἀφιερωτὴς στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, τὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας διέσωσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

«+ Μὲ τὸ παρὸν γράμμα φανηρόνο καὶ ὁμολογῶ ἐγὼ ὁ Θεοδώσης… ὅτι πῶς ἰδιοθελήτως … ἀφιέροσα τὸ  ὁσπήτιόν μου ὅς καθὼς εἶναι μὲ ὅλον του τόπον ὅπου ὅριζα εἰς τὸ μοναστήριον τῆς ξενιᾶς τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου… καὶ ἔστω εἰς βεβέωσιν 1783, δεκεμβρίου 3».[40]

1783

Τὸ 1783 οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀγόρασαν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σούρπης, ἔναντι 2.000 γροσίων, μιὰ παραθαλάσσια ἔκταση στὶς Νηές:

«Μὲ τὸ παρὸν ἔγγραφον γίνεται γνωστὸν ὅτι: Τὸ χίλια ἑκατὸν ἐνενήντα ὀκτὼ οἱ χριστιανοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Σούρ […],  ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μισθωμένα κατ’  ἀποκοπὴν χωριὰ Κοκὸς  καὶ μάλιστα οἱ δημογέροντές τους «Ἀναγνώστης» καὶ «Κονόμο» πούλησαν τὸν τόπο ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Σένεζ» καὶ ποὺ εἶχαν ἀγοράσει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τοῦ «Δρυμῶν» ….».[41]

 

1784

Σὲ χειρόγραφο μουσικὸ κώδικα τοῦ 18ου αἰώνα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» (ἀριθμός κώδικα 14), ὁ ὁποῖος σήμερα φυλάσσεται στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ,[42] ὑπάρχουν κάποιες «ἐνθυμήσεις» καὶ διἀφορα ἄλλα σημειώματα. Τὰ παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια, χωρὶς ἰδιαίτερους σχολιασμούς:

«+1784, Ἰουνίου 8 ἦλθα εἰς Ραβδοβύζι (=Ραδοβύζιον)».[43]

 

«10 Ἰουνίου ἡμέρα Δευτέρα εἰς μοναστήριον στὶς σκληκοκαργιά».

 

«1784 Αὐγούστου 2.

Πῆγα στὴν Ἄρτα στὸ ἄλογό μου καὶ κάμω χαρτζιλίκι ἄσπρα 80».

 

«Σεπτεμβρίου 14

ἐπῆγα στὴν Ἄρτα ἔκαμα χάρτι ἄσπρα 40».

 

«1784, Νοεμβρίου 25 ἦλθα εἰς Μετέωρα».

 

«Τὰ σανίδια εἶναι τρία δάχτυλα τοῦ … νὰ εἶναι ….

Δάκτυλα φαρδὺ μιάμιση πιθαμή (εἰς ταῖς κολόναις)».

 

Στὸ φύλλο 53α τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπάρχει ἕνα ὑπόδειγμα ἐπιστολῆς καὶ κάποιες ἄλλες σημειώσεις:

 

«Τιμιώτατε καὶ φιλόστοργέ μου Πατὴρ προσκυνῶ δεόμενος τοῦ ἐπουρανίου Θεοῦ να σὲ διαφυλάει ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα μου. 1844, 13 Σεπτεμβρίου αωμδ΄».

 

Ἀρκετὲς φορές, στὴν ἐργασία μας αὐτή,  ἔχουμε προσπαθήσει νὰ καταστήσουμε φανερὸ ὅτι οἱ δύο ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία προσπαθοῦμε νὰ καταγράψουμε στὴν ἐργασία μας αὐτή, ἡ εἰκόνα «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου» καὶ ἡ εἰκόνα «Παναγία Ξενιά», ἡ «Κισσιώτισσα» καὶ ἡ «Ξενιά», στὶς συντομευμένες ὀνομασίες τους, ἦταν ἀπὸ τοὺς ντόπιους κατοίκους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ ἴδιο σεβαστὲς καὶ ἱερές. Αὐτὸ φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὴν παρακάτω «ἐνθύμηση»:

 

«Ἐτοῦτο τὸ χαρτὶ εἶναι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

καὶ ὅποιος τὸ πάρει νὰ ἔχῃ τὴν κατάραν τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

καὶ τῆς Ἁγίας Κοίμησης»

 

 

1786

Σὲ μία ἁψίδα στὴ βόρεια πύλη τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς,ποὺ ὑποβάσταζε τὸ ἄνω πάτωμα, ὑπῆρχε σκαλισμένη ἡ ἐπιγραφὴ

«1786 ΣΤΑΥΡΩ».

Κατὰ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ὁ ὁποῖος παρατήρησε, ἀντέγραψε καὶ δημοσίευσε τὴν ἐπιγραφή,[44] τὸ «ΣΤΑΥΡΩ» σημαίνει «Σταυροπήγιον», δηλαδὴ  «Σταυροπηγιακὴ Μονή». Κατὰ τὸ 1786, δηλαδή, ἀναγνωρίστηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς ὡς «σταυροπηγιακή».

Στὸ κεφάλαιο στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε στὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἔγγραφα ἀρκετὲς φορὲς δηλώνεται σὲ πατριαρχικά ἔγγραφα ἡ ἀναγνώριση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὡς «Βασιλικοῦ, Πατριαρχικοῦ καὶ Σταυροπηγιακοῦ». Κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα δὲν εἶναι τοῦ ἔτους 1786. Δὲν γνωρίζουμε μὲ ποιὸ τρόπο ἔγινε τούτη τὴ φορὰ ἡ νέα ἀναγνώριση.

 

1787

Στὰ 1787 κατασκευάστηκε τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο  τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ Ἀγάπιος. Γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ξυλόγλυπτου αὐτοῦ τέμπλου χρησιμοποιήθηκαν  τρεῖς Πηλιορεῖτες τεχνίτες: ὁ μαστορο – Γεώργιος ἀπὸ τὶς Μηλιές καὶ οἱ μαστορο – Γιάννης και μαστορο – Γεώργιος ἀπὸ τὴ Ζαγορά.

Μᾶς τὰ φανερώνει ὅλα αὐτὰ ἡ σχετικὴ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο:

«+ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΨΠΖ΄

ΗΓΟVΜΕΝΟΣ ΑΓΑ

ΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑ

ΧΟΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ

ΕΤΕΛΕΙωΘΗ ΤΟ

ΠΑΡΟΝ ΤΕΜΠΛΗ

ΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟ

ΛΑΟΥ Ο ΜΑΣΤΟΡΟ

ΓΕωΡΓΙΟΣ ΧωΡΑ

Σ ΜΗΛΙΑΙΣ Ο ΜΑΣ

ΤΟΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ

ΜΑΣΤΟΡΟΓΕωΡ

ΓΙΟΣ ΕΚ ΧωΡΑΣ

ΖΑΓΟΡΑΣ ΕΝ ΜΗΝΙ

ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΙΖ

ΕΝ ΕΤΕΙ 1787

1787»

«+Ἐν ἔτει αψπζ΄ ἡγούμενος Ἀγάπιος ἱερομόναχος τῆς Ξενιᾶς Ἐτελειώθη τὸ παρὸν τέμπληον τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁ μαστορο Γεώργιος ἐκ χώρας Μηλιαῖς ὁ μαστορο Γιάννης καὶ μαστορο Γεώργιος ἐκ χώρας Ζαγορᾶς ἐν μηνί  Απριλίου ιζ΄. Ἐν ἔτει 1787. 1787.»[45]

 

 

1789

Στὰ 1789 ἡ  «Μορφία», σύζυγος τοῦ Ἠλία Κανέλλου, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, ἀφιέρωσε τὴν κτηματικὴ περιουσία της στὴν Παναγία Ξενιά, βάζοντας κάποιους ὅρους ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν διατροφή της.

«1789 απριλλίου 10 Λεβαδεία.

Διὰ τοῦ παρόντος γίνεται δῆλον τοῖς πᾶσι, πὼς ἐγώ ἡ μορφία … ἀφιερώνω … εἰς τὴν ἁγίαν εἰκὀνα τῆς παναγίας ὀνομαζομένης Ξενιᾶς το ὀσπίτι μου … οἱ δέ πατέρες της παναγἰας νά ἔχουν νά μοῦ δίδουν καί ἐμένα τόν καθ’ ἕκαστον χρόνον διά ζωοτροφίαν, ἄν ζήσω….», δέκα κοιλά σιτάρι, καί δεκαπέντε ὀκάδες τυρί, καί πέντε ὀκάδες βούτυρον, καί δέκα ὀκάδες λάδι….»[46]

 

1791

Στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 1791 ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ὁ Ζ΄ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ζητουνίου προτρέποντάς τον νὰ ἐνδιαφερθεῖ καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν κυριαρχία τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν κτηματική περιουσία της, ἡ ὁποία καταπατοῦνταν:

«… + Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε Ζητουνίου, …. τινὲς τῶν πέριξ χωρίων τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου χριστιανοί, τῇ αἰσχροκερδείᾳ νικώμενοι, ἰδιοποιοῦνται τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ καταπατοῦσι τοὺς τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου τόπους, σπείροντες ἐν αὐτοῖς καὶ ἐξ αὐτῶν θερίζοντες καὶ δρεπόμενοι ἀπολαμβάνουσι τοὺς καρποὺς καὶ τὰ γεννήματα, ….Ὅθεν,  ὅσοι καὶ ὁποῖοι  τῶν χριστιανῶν, …, καταπατοῦσι καταχρώμενοι τοῖς μοναστηριακοῖς χωραφίοις … καὶ οὐκ ἀποδιδῶσιν τὸν εἰθισμένον ἀντίσπορον, …  καὶ μεταποιοῦσι καὶ μετακινοῦσι τὰ ὀροθέσια καὶ σύνορα τῶν μοναστηριακῶν τόπων … οἱ τοιοῦτοι, ὁποῖοι ἄν ὦσιν,  ὁμοῦ ἀφωρισμένοι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι».[47]

1791

Κατὰ τὸ 1791 οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς ἀντιμετώπιζαν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ προβλήματα μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Μερικοὶ περίοικοι τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων παραβίαζαν τὰ ὅριά τους εἰς βάρος τοῦ Μοναστηριοῦ. Οἱ μοναχοὶ ζήτησαν τὴν προστασία τοῦ Σουλτάνου.

Ἔτσι στὰ «Τέλη τῆς σελήνης Ραμπὶ οὔλ ἀχίρ τοῦ 1206» κατὰ τὸ ὀθωμανικὸ ἡμερολόγιο, δηλαδὴ στὶς 26 Δεκεμβρίου τοῦ 1791, κατὰ τὸ χριστιανικό, ὁ Σουλτάνος Σελὴμ Γ΄ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν δικαστικὸ κριτὴ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυρού, ὕστερα απὸ αἴτημα τοῦ ἡγούμενου τῆς Ξενιᾶς, καὶ τοῦ ἔδωσε διαταγή λύσει τὶς κτηματικὲς διαφορὲς  ποῦ εἶχε τὸ Μοναστήρι μὲ κατοίκους τῆς Δρυμώνας:

«Πρὸς τὸν δικαστικὸν Κριτὴν τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ.

Γνωστοποιοῦμέν σοι διὰ τοῦ παρόντος ὑψηλοῦ ἡμῶν διατάγματος ὅτι ὁ ἡγούμενος τοῦ Κοκωτοὺς καὶ ὁ Δαυΐδ ἱερομόναχος,…. δι’ ἀναφορᾶς των ἀνήγγειλαν τῇ Ὑψηλῇ μου Πόρτᾳ,… ὅτι τινὲς … ἐπεμβαίνωσιν εἰς αὐτὰς παρανόμως καὶ αὐθαιρέτως, …..Ὅθεν ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάσσομεν…., θέλετε ἐμποδίσει πάντα πράττοντα ἐναντίον τοῦ Κανονίου καὶ τοῦ Ὑψηλοῦ Ἡμῶν Διατάγματος…

Ἐξεδόθη περὶ τὰ τέλη τῆς σελήνης Ραμπί – οὔλ – ἀχήρ, ἐν ἔτει χιλιοστῷ διακοσιοστῷ ἕκτῳ»[48]

 

1792

Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1792 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, ἔστειλαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς σιγγίλιο στὸ ὁποῖο καταλήγουν στὸ νὰ παρακαλοῦν οἱ ἴδιοι τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσει ὅλους τοὺς μοναχοὺς, ὅσους ζοῦσαν τότε ἀλλὰ καὶ ὅσους εἶχαν πεθάνει, γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά τους, ὅσα εἶχαν ἐξομολογηθεῖ οἱ ἴδιοι  ἀλλὰ καὶ ὅσα λησμόνησαν νὰ ἀναφέρουν στὴν ἐξομόλογή τους:

+ Ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν ἐν τῷ παρόντι συνευχόμεθα αὐτῇ τοῦ τε Μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῆς Θεουπόλεως Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς κυρίου κυρίου Ἀνθεμίου καὶ τοῦ Μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης κ. κ. Ἀνθίμου,…. Καὶ τοὺς μὲν ζῶντας τούτους δούλους σους … διαφύλαξον πάντας ὑπὸ τὴν κραταιὰν σου… Ὧν δὲ τὴν ἐντεῦθεν αὐτῶν ἀπαλλαγὴν, τὰ μὲν σώματα αὐτῶν ὡσαύτως καὶ τῶν προκεκοιμημένων συνασκουμένων αὐτοῖς εἰς τὰ ἐξ  ὧν συνετέθη στοιχεῖα διαλυθῆναι καὶ χοῦν γενέσθαι εὐδόκησον….».[49]

 

1793

Πάνω ἀπὸ τὴν κύρια εἴσοδο τῆς κάτω Μονῆς Ξενιᾶς σὲ μιὰ μαρμάρινη πλάκα ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή:

+ΚΑΘΙΓΟΥΜΕΝΟC ΝΕΟΦΥΤΟC IEΡO

MONAXOC MACΤΡΟΓΕΟΡC ΑΠΟ

ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΛΑΒΡΕΝΤ. ΕΤΕΙ 1793

CΕΠΤΕΜΒΡΙΟC 18.

+Καθιγούμενος Νεόφυτος ἱερομόναχος μαστρογεόρς ἀπὸ τὸν Ἅγιον Λαυρέντ(ιον). Ἔτει 1793  Σεπτέμβριος 18.

Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ πληροφορούμαστε ὅτι στὰ 1793 ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος.[50]

 

1793

Ἕνα μεγάλο καὶ σημαντικὸ κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι ἡ κατασκευὴ τῶν κτιρίων καὶ τῶν ναῶν, οἱ κατὰ διάφορες ἐποχὲς ἀνακατασκευές, ἐπισκευές, συμπληρώσεις καὶ ἐπιδιορθώσεις καὶ οἱ χρονολογίες κατὰ τὶς ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν αὐτές.

Μία συμβολὴ στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἀποτελεῖ ἡ παρακάτω ἐπιγραμματικὴ πληροφορία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος:

 

«Κατεσκευάσθη ἡ πρὶν κυρία πύλη ἐπὶ γωνίας

τῆς βορείου πλευρᾶς τοξωτὴ ἐπὶ καθηγουμένου Νεοφύτου».[51]

 

Ἡ πληροφορία παρέχεται ὑπὸ μορφὴ «ἐνθύμησης» (συντομότατης ἐπιγραμματικῆς ἀναφορᾶς) ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο χωρὶς νὰ ἀναφέρεται στὴν πηγὴ τῆς πληροφορίας του.

 

1793

Ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἀνέχεια καὶ ἡ πείνα ἦταν ἕνα συχνὸ φαινόμενο στὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ θεωροῦνταν πάντοτε σημαντικὸ γεγονὸς ἀφοῦ ἡ ἀντιμετώπισή του ἀποτελοῦσε στὶς περισσότερες φορὲς τεράστιο, δυσεπίλυτο πρόβλημα.

Ἔτσι παρουσιάζονται πολλὲς «ἐνθυμήσεις» ποὺ εἶχαν ὡς ἀντικείμενο αὐτὸ τὸ θέμα. Μία τέτοια ἔλλειψη τροφίμων σημειώθηκε καὶ κατὰ τὸ  1793, ὁπότε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ  «ἦλθεν ἀκρίβεια μεγάλη σφόδρα».

Ὁ Στάθης Κόμνος ἀπὸ τοὺς Κοκκωτούς, ποὺ ἔζησε τὴν κρίσιμη αὐτὴ περίοδο, μᾶς λέει ὅτι τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀκρίβεια ὥστε «ἐκινδύνεψεν νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμος». Τὴν σχετικὴ πληροφορία καὶ τὴν ἐκτίμησή του ἔσπευσε νὰ τὴν καταγράψει καὶ αὐτός, ἀκολουθῶντας τὴν συνήθεια ὅλων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὸ «κοινὸ καταθετήριο» ἀπόψεων, γεγονότων καὶ προβλημάτων», στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς «Πάνω Ξενιᾶς»:

 

«Ἔτος 1793 ἦλθεν ἀκρίβεια μεγάλη σφόδρα

ὅπου ἐκινδύνεψεν νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμους.

Στάθης Κόμνους.»[52]

 

1793

Γιὰ τὴν ἴδια περίοδο πείνας καὶ μεγάλης ἀκρίβειας μᾶς μιλάει καὶ μία ἄλλη «ἐνθύμηση» ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῶν Κοκκωτῶν, ἔκδοσης 1691.

Ὁ καταγραφέας αὐτῆς μᾶς δίνει σαφέστερες πληροφορίες γιὰ τὴ διάρκειά της: «ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο» (ὁπότε ἐξαντλήθηκαν τὰ ἀποθέματα τῆς προηγούμενης ἐσοδείας) μέχρι τὸν Ἰούνιο (θεριστὴ) τοῦ 1793 (ὁπότε ἄρχισε ἡ νέα ἐσοδεία)»:

 

«Κάνω θήμυσις όντας έγεινε μεγάλη πείνα και πάη

του στάρι το κοιλό γρο 45

έγινε από τον απρίλιο έος του θηριστή 1793

ο θεός να μη το ματαδόση».

 

1794

Πάνω ἀπὸ τὴ δυτικὴ θύρα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς ὑπῆρχε μία  ἐπιγραφὴ ποὺ ἀναφερόταν σὲ μία ἀκόμα ἀνακαίνιση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατὰ τὸ ἔτος 1794, τὴν ὁποία ἀντέγραψε καὶ δημοσίευσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δαπανῶν τῆς ἀνακαίνισης βοήθησαν μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ λαϊκοί:

«+ΑΝΕΚΑΙΝΙCΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΜΟΝΑ
CΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ Ο ΝΑΟC

ΤΟV ΕΝ ΑΓΙΟΙC ΠΑΤΡΟC ΗΜΟΝ

ΝΙΚΟΛΑΟV ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC

ΤωΝ ΕΒΡΙCΚΟΜΕΝΟΝ ΠΑΤΕΡΟΝ

ΚΑΙ ΕΞΟΔΟV ΤωΝ ΧΡΙCΤΙΑΝωΝ

ΕΤΟC ΑΨVΔ΄». [53]

+Ἀνεκαινίσθη τὸ παρὸν Μοναστήριον καὶ ὁ ναὸς τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου διὰ συνδρομῆς τῶν ἑβρισκομένων πατέρων καὶ ἐξόδου τῶν χριστιανῶν, ἔτος αψϟδ΄ (=1794).[54]

 

1794

Μερικὲς ἐνθυμήσεις εἶναι χωρίς κανένα μήνυμα. Γράφτηκαν ἁπλὰ γιὰ «ἐνθύμηση». Ἔτσι, ἐπειδὴ ὅλοι ἔγραφαν κάτι, καὶ ὁ Ἀναγνώστης Κόμνου, μὴν ἔχοντας καὶ αὐτὸς νὰ σημειώσει κάτι ἰδιαίτερο, ἔγραψε, «διὰ ἐνθύμησιν», σὲ κάποιο κώδικα τὴν 1η Μαρτίου τοῦ 1794:

«Ἔτος αψϟδ΄ μαρτίου α΄

γράφω κἀγὼ ὁ Ἀναγνώστης τοῦ Κόμνου διὰ ἐνθύμησιν».[55]

 

 

1799

Σ’ ἕνα «Τριώδιο» τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρέθηκε ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση» ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος:

«έτος 1799 εκεῖνον τον καιρὸν ειταν μιαν φοραν

από ελιγαν από εἶπεν ο πασιας

οπου εγλεπον αρβανίτι να τον βαρούνι.»[56]

Ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης ποὺ δημοσίευσε τὴν «ἐνθύμηση», σχολιάζοντας τὸ περιεχόμενό της, ἔγραψε:

«Ὁ ἐκδοὺς ταύτην τὴν διαταγὴν πασᾶς εἶναι βεβαίως ὁ Χασὰν πασᾶς, ὁ ἀποτρέψας τὸν σουλτᾶνον ἀπὸ τῆς γενικῆς σφαγῆς τῶν Χριστιανῶν, ὅστις ἀποσταλεὶς πρὸς εἰρήνευσιν τῶν ἐπαναστασῶν ἐπὶ Αἰκατερίνης Β΄ χωρῶν, ἔχων βοηθοὺς καὶ τοὺς ἀρματολοὺς κατέστρεψε τῷ 1779 τοὺς Ἀλβανούς, οἵτινες ἐπιδραμόντες τὴν Πελοπόννησον ἐπαναστᾶσαν ἐλεηλάτουν καὶ ἔσφαζον ἐπὶ 9 ἔτη (1770 – 1779), καὶ εἶτα ἠρνοῦντο νὰ ἀπέλθωσι προφασιζόμενοι ὅτι δὲν ἐπληρώθησαν τοὺς μισθούς».

 

 

 

[1] Τὸ λουτζέκι ἦταν μονάδα βάρους τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας πού, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ τοὐλάχιστον, ἰσοδυναμοῦσε μὲ 18 ὀκάδες.

[2] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,  στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[3] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[4] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, Ἀθήνησιν 1901, σελ. 10, στὸ Ἀθανάσιος Ι. Σπυριδάκις, «Συμβολαὶ εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς».

[5] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς εμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[6] Βαγίζω (γιὰ δέντρα)  = λυγίζω.

[7] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[8] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[9] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[10] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[11] 1753.

[12] Βλέπε λεπτομέρειες γιὰ τὸν κώδικα στὸ Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας. Μέρος δεύτερο: Τὰ ἑπτὰ μουσικὰ χειρόγραφα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ (Μαγνησίας) «Ὄθρυς» , ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ διαδίκτυο: Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, σελ. 614.

[13] Τὸ μέχρι ἐδῶ ἀρχικὸ κείμενο ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ ἴδιο σὲ κάθε ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν πρὸς ἀρχιεπίσκοπο ἤ ἐπίσκοπο.

[14] Στὸ σημεῖο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸν ὑποδειγματογράφο, ἀναγραφόταν ἡ συγκεκριμένη ὑπόθεση, ἡ ὁποία  ἀπασχολοῦσε τὸν ἀποστολέα.

[15] 1773.

[16] 1757.

[17] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  686.

[18] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[19] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[20] «Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος», τεῦχος Δ΄, Ἀθήνησιν 1901, σελ. 10.

[21] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[22] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς εμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[23] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[24] Γιὰ τὸν κώδικα αὐτὸν ἔχουν γίνει καὶ ἄλλες ἀναφορὲς. Θεωρήσαμε σκόπιμο, παραλείποντας ὅλες τὶς ἄλλες, νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὶς πληροφορίες ποὺ συμπεριλήφθηκαν γι’ αυτὸν στὴν πολύ ἐμπεριστατωμένη μελέτη τοῦ Κωνσταντίνου Χαριλ. Καραγκούνη «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας. Μέρος πρῶτο: Ἕνα μουσικὸ στιχηράριον  τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ», ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ διαδίκτυο: Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, pages 599 – 604.

[25] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[26] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[27] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 19, σελ. 262.

[28] Θεωροῦμε σκόπιμο νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε λεπτομερέστερα στὶς δημοσιεύσεις αὐτές.

[29] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[30] Μύτικας εἶναι τὸ ἀκρωτήριο ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ὅρμο τοῦ Ἁλμυροῦ στὸν Παγασητικὸ Κόλπο πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἠ σημερινὴ Ἀμαλιάπολη.

[31] Νισάφι = ἔλεος

[32] Σολδίο = εἶδος νομίσματος κατὰ τὴ βυζαντινή ἐποχή, Ἐδῶ ἔχει τὴ γενικὴ ἔννοια τοῦ νομίσματος ὅπως καὶ τὸ φλουρί.

[33] Τζόρκι = ἀδικία.

[34] Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας Ρούμελη ὀνομαζόταν ὅλη ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Κρήτη.

[35] Νεολόγου Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησις, τόμος Β΄, σελ. 241, ἀριθ. φύλ. 13, 17 Ἰανουαρίου 1893.

[36] Σήμερα ἀνήκει στὴ βιβλιοθἠκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ.

[37] Ἡ λέξη «δηλόσημον» μᾶς εἶναι ἄγνωστη.

[38] Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας, ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ διαδίκτυο: Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, σελ. 619.

[39] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος (1934), σελ. 76.

[40] Τὰ πλήρη κείμενα τέτοιων ἀφιερώσεων παρατίθενται σὲ ἄλλη σημεῖο τῆς ἐργασίας μας.

[41] Τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ συμβολαίου ἀγορᾶς τὸ παραθέτουμε στὸ κεφάλαιο «Ἱστορἰα μὲ ἔγγραφα».

[42] Πληροφορίες γιὰ τὸν κώδικα βλέπε: Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς «Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 262 καὶ: Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας. Μέρος δεύτερο: Τὰ ἑπτὰ  μουσικὰ χειρόγραφα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ (Μαγνησίας) «Ὄθρυς», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ διαδίκτυο:  Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, σελ.  617 – 620.

[43] Ραδοβύζι εἶναι χωριὸ τοῦ Νομοῦ Ἄρτας. Ραδοβίζι εἶναι χωριὸ τῆς περιοχῆς Δωδώνης τοῦ Νομοῦ Ἰωαννίνων..

[44] « Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος (1934), σελ. 68.

[45] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 712 -713.

[46] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε καὶ σχολιάστηκε γιὰ πρώτη φορά ἀπὸ τὸν κ. Γιώργο Θωμά στὸ «Δελτἰο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 13, Ἁλμυρός  2009, σελ. 175 -178.

[47] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἔγγραφα».

[48] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανιοῦ παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἔγγραφα».

[49] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἔγγραφα».

[50] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 714.

[51] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος  (1934), σελ. 69.

[52] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὅρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 376

[53] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἑρμηνεύει τὸ σύμβολο V ὡς σύμβολο τοῦ ἀριθμοῦ 90 (ϟ).

[54] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 710.

[55] Νικόλαος Γιαννόπουλος,  «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῶ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄ σελ. 376.

[56] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Γ΄, Ἀθήνησιν 1900. σελ. 9.

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο τέταρτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς) (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις» (2ο μέρος)

 

1556

Ἡ ἀντιγραφὴ κωδίκων, ἐκκλησιαστικῶν, λειτουργικῶν καὶ ἄλλου εἴδους ἐπιστημονικῶν βιβλίων, ὅπως καὶ ἔργων ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ἦταν μιὰ μακροχρόνια παράδοση ποὺ τηροῦνταν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει. Τὰ περισσότερα βεβαίως δείγματα τῆς δουλειᾶς αὐτῆς ἔχουν χαθεῖ. Ἐλάχιστα ἔφθασαν ὡς τὶς ἡμέρες μας. Τὸ τελευταῖο, ὅπως ἀναφέρουμε παραπάνω, ἦταν τοῦ ἔτους 1497.

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα, ἀπὸ ὅσα ἔχουν διασωθεῖ, τὸ ἑπόμενο χρονολογικὰ, εἶναι τοῦ ἔτους 1556. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο τοῦ  μοναχοῦ Νεοφύτου. Στὰ 1556 ὁ μοναχὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Νεόφυτος, ἀκολουθῶντας τὸ παράδειγμα πολλῶν ἄλλων συνασκητῶν του, ἀσχολήθηκε ἐπὶ πολὺ καιρὸ προκειμένου νὰ γράψει ἕνα κώδικα στὸν ὁποῖο συμπεριέλαβε «πολλῶν εἰδῶν εὐχὲς καὶ λόγους».

Τὸ ἔργο του τὸ τελείωσε στὶς 21 Δεκεμβρίου τοῦ 1556. Θεωρῶντας καὶ αὐτὸς, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι μοναχοὶ ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τέτοιου εἴδους ἐργασίες, ὅτι τὸ ἔργο του ἦταν «δῶρον Θεοῦ» στὸ Μοναστήρι τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε καὶ μὲ δικό του «πόνο», σημείωσε στὸ τέλος τοῦ κώδικά του:

 

«+ Ἔτος  ζξδ[1] μηνὶ Δεκεμβρίῳ κα΄.

Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Νεοφύτου πόνος».[2]

 

1564

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα τῆς συστηματικῆς καὶ ἐπίμονης ἀντιγραφικῆς ἐργασίας ἡ ὁποία πραγματοποιοῦνταν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ τὸ ὁποῖο, διαφεύγοντας ὅλες τὶς ἀπώλειες καὶ καταστροφὲς ποὺ εἶχε ἐπιφέρει σ’ αὐτὸ  ὁ «πανδαμάτωρ» χρόνος, ἔφθασε ὡς τὶς ἡμέρες μας εἶναι ἕνας κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα.

Πρόκειται γιὰ ἕνα χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου ποὺ ἀνῆκε στὴ Μονὴ Ξενιᾶς.  Προσφέρθηκε ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξενιᾶς στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» καὶ σήμερα βρίσκεται στὴ βιβλιοθήκη τοῦ «Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ».

Ὁ ἀντιγραφέας, καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τελειώνοντας τὸ ἔργο του, πρόσθεσε στὸ κείμενο τοῦ Μηναίου μὲ  κιννάβαρη,[3] ἀρχικὰ  τὰ ἑξῆς ἁπλὰ λόγια:

«Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς ἡμῶν δὲ ἕνεκα πάντων ἡμῶν. Ἀμήν».

Λιτὸ καὶ λίγο ἀσαφές, ἀσφαλῶς, τὸ κείμενο τῆς ἐνθύμησης αὐτῆς γιὰ ὅσους σ’ ἕνα ἀποσπασματικὸ κείμενο διαβάζουν ἁπλά καὶ μόνο ὅσα βλέπουν τὰ μάτια τους καθὼς μάλιστα, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, δὲν ὑπάρχει τὸ ἀπαραίτητο ρῆμα ποὺ νὰ δίνει νόημα στὴ φράση.

Γιὰ τὸν ἀναγνώστη ὅμως ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ ἀφαιρετικὲς συλλογιστικὲς προεκτάσεις, νὰ φθάσει ὡς τὰ 1564, νὰ νιώσει τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν μοναχῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὶς σκέψεις τοῦ καλόγερου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὴν προσευχή καὶ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ζῶντας ἀπομονωμένος στὶς πυκνοδασωμένες πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης, ἡ ἁπλῆ αὐτὴ φράση λέει πολλὰ.

«Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς» εἶχε γεμίσει, ὁ Θεὸς ποὺ γεμίζει καὶ κατακλύζει τὰ πάντα, ὁ πανταχοῦ παρών, εἶχε «πληρώσει», εἶχε κατακλύσει καθολικὰ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ ὁλόκληρο τὸ «εἶναι» τοῦ καλόγερου, ὅλο αὐτὸν τὸν καιρό ποὺ ἔγραφε. «Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς»  τὸν ἀξίωσε νὰ τελειώσει τὸ ἔργο του, νὰ τὸ ὁλοκληρώσει, νὰ τὸ κάνει «πλῆρες» καὶ ἦταν εὐτυχισμένος. «Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς ἡμῶν», ὁ Θεὸς  μας, κάνει ὅλα γιὰ ὅλους ἐμᾶς, «ἕνεκα πάντων ἡμῶν». Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ γεμίζει, ποὺ πλημμυρίζει τὰ πάντα γιὰ χάρη ὅλων ἡμῶν. Αὐτὸς εἶναι «τὸ Πᾶν». Μέσα σ’ Αὐτὸ «τὸ Πᾶν» ζοῦμε καὶ ὑπάρχουμε ὅλοι μας γιὰ πάντοτε.

Στὴ συνέχεια ὁ ταπεινὸς καλόγερος ἀναγνωρίζει βεβαίως καὶ τὸ ξέρει πολὺ καλὰ ὁ ἴδιος προσωπικά, θέλει ὅμως νὰ τὸ δηλώσει καὶ γραπτά, νὰ τὸ διακηρύξει σ’ ὅλους γιὰ νὰ τὸ μάθουν ὅτι τὸ τεράστιο αὐτὸ σὲ ὄγκο δημιούργημά του, ποὺ ξεπερνοῦσε τὶς 550 σελίδες, ἔγινε μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἀναγνωρίζει ὅτι ἦταν ἕνα  «δῶρο Θεοῦ» στὸ  Μοναστήρι τους καὶ ὅτι αὐτὸς ἁπλὰ μόνο συνεργάστηκε σ’ αὐτό, αὐτὸς μόνο ἀξιώθηκε νὰ συνδράμει σ’ αὐτό, καταβάλλοντας τὸν προσωπικὸ κόπο του. Αὐτός, ὁ Ἰωακείμ, ἦταν ἁπλὰ «τὸ χέρι» ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴ γραφή, τὸ χέρι ποὺ ἔγραφε. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ σημπλήρωσε τὴν παραπάνω φράση, δηλώνοντας καὶ τὸ ὄνομά του καὶ γράφοντας:

«Θεοῦ δῶρον καὶ Ἰωακεὶμ ἱερομονάχου

πόνος καὶ συνδρομή».

Τὸ βιβλίο ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἦταν καθαρὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ μόνο «κόπο καὶ συνδρομὴ» γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἔργου αὐτοῦ κατέβαλε ὁ ἱερομόναχος Ἰωακείμ.

Τέλος, κλείνοντας τὸ ἔργο ὁ ἀντιγραφέας τοῦ «Μηναίου», ἱερομόναχος Ἰωακείμ, συμπλήρωσε, ὁλοκληρώνοντας τὶς σημειώσεις του, καὶ τὴν ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔργο του: 8 Ὀκτωβρίου 1564, ὑπολογίζοντας, ὅπως συνηθιζόταν στὴν ἐποχή του, τὸ ἔτος «ἀπὸ κτίσεως κόσμου», ζοβ΄ (7072):

«+Ἐτελειώθη ἐπί ἔτους ζοβ΄

ἰνδικτιῶνος ζ΄ μηνί  Ὀκτωβρίου η΄».

 

Τὸ ἔργο τοῦ καλλιγράφου ἀντιγραφέα Ἰωακεὶμ εἶχε τελειώσει. Τὸ «Μηναῖο» τοῦ Αὐγούστου, ὡς γραπτὸ κείμενο, ἦταν ἕτοιμο νὰ χρησιμοποιηθεῖ. Ἔπρεπε ὅμως τὸ βιβλίο στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένο καὶ θὰ χρησιμοποιοῦνταν νὰ εἶναι εὔχρηστο, γερὸ καὶ κομψό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ μὲ ἀσφάλεια καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὸ χρόνο, ἰδιαίτερα μάλιστα αὐτὸ εἰδικὰ τὸ βιβλίο, ἕνα «Μηναῖο», τοῦ μῆνα τῆς γιορτῆς καὶ τῶν πανηγυριῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τους, τοῦ Αὐγούστου. Ἔπρεπε νὰ εἶναι βιβλιοδετημένο γιὰ νὰ διαρκέσει ἡ ζωή του.

Τὴ βιβλιοδεσία ἀνέλαβε ἕνας ἄλλος καλόγερος τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος εἰδικευόταν στὴν τέχνη της βιβλιοδεσίας. Εἰδικευόταν στὸ «κεφάλωμα» τῶν βιβλίων. Τὸ «Μηναῖο» τοῦ Ἰωακείμ, τὸ «κεφάλωσε» ὁ μοναχὸς «ἁμαρτωλὸς Εὐφρόσυνος», ὅπως ἀποκαλεῖ ὅ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.

Ὁ «ἁμαρτωλὸς Εὐφρόσυνος»,  ἐλπίζοντας ὅτι ἡ ἐργασία του αὐτὴ θὰ βοηθοῦσε στὴν ψυχική του σωτηρία, σημείωσε καὶ αὐτὸς δυὸ λόγια στὸ ἴδιο βιβλίο, κάτω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ «ἀδελφοῦ» Ἰωακείμ, παρακαλῶντας τὸν ὅποιον ἀναγνώστη ἔπιανε τὸ βιβλίο στὰ χέρια του νὰ «μνημονεύσει» μαζὶ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλό. Ἔτσι ἔφτασε ὡς ἐμᾶς ἡ παράκλησή του:

«Μνημόνευσον κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ Εὐφροσύνου,

ὁποῦ τὸ κεφάλωσα τὸ μηναῖον διὰ ψυχικὴν σωτηρίαν». [4]

Ἐγώ, ἦταν σὰ νὰ ἔγραψε ὁ Εὐφρόσυνος, θαυμάζοντας τὸ ἔργο τοῦ «ἀδελφοῦ» του Ἰωακείμ, δὲν γνωρίζω γράμματα καὶ καλλιγραφία, ὅπως ὁ ἀδελφός μου Ἰωακείμ, γιὰ νὰ γράψω τέτοια βιβλία, ἐγὼ ὅμως βοήθησα στὸ δέσιμό του, ἀλλὰ σὺ ἀναγνώστη, ὅταν πάρεις στὰ χέρια σου καὶ ἰδεῖς αὐτὸ τὸ βιβλίο, «μνημόνευσον κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ Εὐφροσύνου, ὁποῦ τὸ κεφάλωσα».

 

 

1573

Καταστροφὲς, λεηλασίες καὶ ἁρπαγὲς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ κάποιων γειτονικῶν χωριῶν φανερώνει καὶ μιὰ ἄλλη ἐνθύμηση μὲ πολλὰ κενὰ, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὸ στὸ σύνολό του τὸ περιεχόμενό της.

Ἡ «ἐνθύμηση» ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο σὲ ἕνα χειρόγραφο κώδικα τοῦ 15ου αἰώνα τοῦ ἀρχείου τῆς Ξενιᾶς. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ ὅσα μπορεῖ κάποιος νὰ συμπεράνει ἀπὸ τὸ μικρὸ σπάραγμα τῆς ἐνθύμησης αὐτῆς ποὺ ἔφτασε ὡς τὴν ἐποχή μας, μιὰ Πέμπτη τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1573 κάποιοι ἐπέδραμαν καὶ «ἐχάλασαν», μὲ ἄλλα λόγια γκρέμισαν, ἔκαψαν, κατέστεψαν, ἅρπαξαν καὶ λεηλάτησαν τὸ Μοναστήρι.

Ἡ «ἐνθύμηση» ἔλεγε :

«ἔτος ζπα΄[5]  …….   τὸν μῆνα  Ὀκτώβριον …..  

ἡμέρα Πέμπτη …….  ἐχάλασαν  …..». [6]

Δύσκολα μπορεῖ κάποιος ὑπεύθυνα νὰ βεβαιώσει ποιοὶ ἦταν οἱ ἐπιδρομεῖς ποὺ «ἐχάλασαν», ἄν λάβει  ὑπόψη του τὴν χρονολογία τοῦ γεγονότος, 1573, ἐποχή σκληρῆς μὲν τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ ἀμφισβήτησής της ἐξαιτίας ἄλλων ἐπιδρομέων, ληστρικῶν ὁμάδων, ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοφύλων, ποὺ λυμαίνονταν ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὴν ὀρεινὴ αὐτὴ περιοχὴ τῆς Ὄρθρης.

 

1619

Σὲ μερικὰ σπαράγματα ἑνὸς χάρτινου χειρόγραφου κώδικα, τοῦ 17ου αἰῶνα, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς περιλαμβάνονται, γραμμένα σὲ δύο στῆλες, ἀποσπάσματα κειμένων ἀπὸ τοὺς  Λόγους Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: α) εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν 318 πατέρων καὶ β) εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Σε κάποιο σημεῖο τοῦ κώδικα αὐτοῦ ἀναγράφεται μία ἁπλῆ «ἐνθύμηση», χωρίς κανένα ἄλλο στοιχεῖο ἤ πληροφορία:

«Ἐπὶ ἔτους ζρκζ΄,[7] ἰνδικτιῶνος γ΄[8], μηνὶ Μαρτίου α΄».

 

 

1663

Σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ὅλη διαδικασία τῆς ὁλοκλήρωσης τῶν ἐργασιῶν σ’ ἕνα μοναστήρι εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἡ  ἐσωτερικὴ διακόσμηση τοῦ καθεδρικοῦ τοῦ ναοῦ του καὶ ἡ εἰκονογράφησή του.

Ἡ εἰκονογράφηση τοῦ κυρίως ναοῦ, τοῦ καθεδρικοῦ, στὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημα του Μοναστηριοῦ τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ἔγινε στὰ 1663.

Γιὰ νὰ γίνει γνωστὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ νὰ παραμένει εἰς «ἀΐδιον μνήμην» ἡ σχετικὴ πληροφορία ἀναγράφηκε πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ. Ἡ ἐπιγραφὴ σώζεται μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ», πάνω ἀπὸ τὴ δυτικὴ εἴσοδό του:

 

«+ ΕΙC  ΑΪΔΙΟΝ  ΜΝΗΜΗΝ

ΑΝΙCΤΟΡΗΘΗ  Ο  ΘΕΙΟC  ΚΑΙ  ΠΑΝCΕΠΤΟC  ΝΑΟC

ΟVΤΟC  ΤΗC  ΥΠΕΡΑΓΙΑC  ΔΕCΠΟΙΝΗC  ΗΜΩΝ

ΘΕΟΤΟΚΟV  ΔΙΑ  CVΝΔΡΟΜΗC  ΚΑΙ  ΔΑΠΑΝΗC

ΚΑΙ  ΜΟΧΘΟV  ΤΟV  ΠΑΝΟCΙωΤΑΤΟV  ΚΑΙ  ΑΓΙΟV  ΠΡΟ

ΗΓΟVΜΕΝΟV  ΚωΝCΤΑΝΤΙΝΟV  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟV

ΚΑΙ  ΝΕΟ  ΚΤΙΤΟΡΑC

ΚΑΙ  ΗΓΟVΜΕΝΕVΟΝΤΟC  ΜΑΞΙΜΟC  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟV.

ΧΕΙΡ ΙωΑΝΝΟV ΖωΓΡΑΦΟV.

ΕΤΟC CωΤΗΡΙΟΝ ΑΧΞΓ΄ ΜΗΝΙ  ΑVΓΟVCΤΟV   Ι΄».

 

«+ Εἰς ἀΐδιον μνήμην. Ἀνιστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναὸς οὗτος τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου διά συνδρομῆς καί δαπάνης καί μόχθου τοῦ πανοσιωτάτου καὶ ἁγίου προηγουμένου Κωνσταντίνου ἱερομονάχου καὶ νέος κτίτορας καὶ ἡγουμενεύοντος Μάξιμος ἱερομονάχου. Χείρ  Ἰωάννου Ζωγράφου. Ἔτος σωτήριον αχξγ΄ (1663) μηνί Αὐγούστου δέκα» .[9]

Τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς αὐτῆς, στὴν παραπάνω μορφή, σὲ ἀντιγραφὴ τοῦ Νικόλαου  Γιαννόπουλου, δὲν συμφωνεῖ ἀκριβῶς μὲ τὶς ἀποδόσεις ἄλλων ἀντιγραφέων της, ὅπως τοῦ Ν. Μουτσόπουλου, στὸ Λεύκωμα βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ἐπιγραφῶν (Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 105) ἤ τοῦ Τριντάφυλλου Παπαζήση στὰ Ἀχαιοφθιωτικὰ (Α΄), Πρακτικά τοῦ Α΄ Συνεδρίου Ἁλμυριώτικων Σπουδῶν (Ἁλμυρός 1993, σελ. 188), ἤ τοῦ Χερουβεὶμ Βελέτζα, στὸ «Τὸ Μοναστήρι τῆς Ἄνω Ξενιᾶς» (Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ἄνω Ξενιᾶς, 2000, σελ. 49). Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς κατανόησής της, διόρθωσε κάποια ὀρθογραφικὰ λάθη της.

Χαρακτηριστικὸ ἀξιοσημείωτο τῆς κτητορικῆς αὐτῆς ἐπιγραφῆς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ναὸς «ἀνιστορήθη» «διά συνδρομῆς καί δαπάνης καί μόχθου» προσωπικῶς τοῦ «προηγουμένου» τῆς Μονῆς, «ἱερομονάχου Κωνσταντίνου», ὁ ὁποῖος ἀνακηρύσσεται «νέος κτίτωρ» της κατὰ τὸ ἔτος 1663, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡγουμενεύει, ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος.

 

 

Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς «Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς»  καὶ οἱ ἐπιγραφὲς

Θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ κάποιες ἐπιγραφὲς ποὺ ὁ ἁγιογράφος τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, «Ἰωάννης Ζωγράφος», σημείωσε πάνω στὶς εἰκόνες τῆς παραπάνω ἁγιογράφησης. Μοιάζουν κι αὐτὲς στὴν ἀποσπασματικότητά τους μὲ «ἐνθυμήσεις» καὶ θεωροῦμε ὅτι μποροῦν νὰ παρεμβληθοῦν στὸ κεφάλαιο αὐτό, ἐπειδὴ σ’ αὐτὸ ἐντάσσονται θεματικὰ ἀλλὰ καὶ  θέση αὐτὴ ἀνήκουν χρονολογικὰ.

Στὸ χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ ναοῦ δίπλα στὴν Πρόθεση εἰκονίζεται ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἀλεξανδρείας. Δίπλα του εἰκονίζεται ὁ Χριστὸς σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὁ Ἅγιος Πέτρος εἰκονίζεται νὰ στρέφεται πρὸς τὸν μικρὸ Χριστό, τοῦ ὁποίου τὰ ροῦχα εἶναι σχισμένα,  καὶ νὰ τὸν ρωτάει:

«Τὶς σου τὸν χιτῶνα, Σῶτερ, διῆλεν;». (Ποιὸς σοῦ ἔσχισε τὸν χιτῶνα, Χριστέ:

Ὁ μικρὸς Χριστὸς παριστάνεται νὰ στρέφεται πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ νὰ ἀπαντάει εὐλογῶντας:

«Οὗτος ὁ παγκάκιστος Ἄρειος, Πέτρε, λόγοις βδελυροῖς, τμητικοῖς ὑπὲρ ξῖφος». (Αὐτὸς ὁ πολὺ κακὸς Ἄρειος, Πέτρε, μὲ λόγια ὑβριστικὰ ποὺ κόβουν περισσότερο καὶ ἀπὸ ξῖφος).

Ὁ «Ἰωάννης Ζωγράφος» συνήθιζε νὰ γράφει κάποια λόγια σχετικὰ μὲ τὸν ἁγιογραφούμενο ἅγιο στὸ εἱλητάριό[10] του.

Ἔτσι στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀναγράφεται ἡ   γνωστὴ φράση καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες εἰκονογραφήσεις τοῦ ἁγίου αὐτοῦ, τὴν ὁποία ἔλεγε σὲ ὅσους πήγαιναν κοντά του νὰ τὸν άκούσουν :

«Μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Στὸ  εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἀναγράφεται ἡ φράση:

«Ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεὸν ἀλλὰ ἀγαπῶ αὐτόν».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπάρχει ἡ φράση:

«Στίχησον τὸ κελλίον σου, ὦ μοναχέ, καὶ ἄλλο κελλίον μὴ παράλαβε».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος:

«Μακάριος ὄντως ὁ ἔχων ὑπακοὴν ἀγαθὴν μιμητής».

Ὁ Ἅγιος Σισώης, θρηνῶντας στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, παρουσιάζεται νὰ λέει:

«Ὁρῶ σε τάφε δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνω, αἴ αἴ θάνατε τὶς δύναται φυγεῖν σε;».[11]

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ κάποιος ἄλλος ἅγιος, ποὺ πρέπει μᾶλλον νὰ εἶναι ὁ  Δανιὴλ τῆς Σκήτεως, εἶναι γραμμένα:

«Ἡ γαστριμαργία μήτηρ ἐστὶ τῆς πορνείας καὶ ὁ κρατῶν γαστρὸς κρατεῖν δύναται καὶ γλώσσης».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ κάποιος ἀδιάγνωστος ἅγιος γράφει:

«Μέλας μὲν τὰς ὄψεις ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ καθαρὸς πρὸς…».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Πέτρος:

«Παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοὶ ἀπέχεσθε ἀπὸ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας».

Στὸ  εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος:

«Μοναχέ, φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε καὶ σώζου».

Ἔνας ἄγγελος εἰκονίζεται νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἅγιο Παχώμιο λέγοντας:

«Ἐν τούτῳ τῷ σχήματι σωθήσεται πᾶσα σὰρξ, ὦ Παχώμιε».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ προφήτης Μωϋσῆς:

«Ἐγὼ κέκληκά σε ἀνθρώπων σκέπη μυστήριον σὸν εἶδον ἐν βάτῳ ξένον».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὗ τὸ κράτος ἀνείκαστον καὶ ἡ δόξα ἀκατάληπτος, οὗ τὸ ἔλεος ἀμέτρητον καὶ ἡ φιλανθρωπία ἄφατος».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὴν ἐκτενῆ ταύτην ἱκεσίαν πρόσδεξαι παρὰ τῶν σῶν δούλων».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ πάντα εὐφορῶν, ὁ τὴν σωτηρίαν πάντων ἄνωθεν ἐξαποστείλας».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἀχίλλειος ὁ Λαρίσης:

«Εὐχαριστοῦμεν Σε, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, τῷ καταξιώσαντι ἡμᾶς παραστῆναι καὶ νῦν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνειος ὁ Κύπρου:

«Πάλιν καὶ πολλάκις Σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε ὅπως…».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ἡ προφῆτις Ἄννα:

«Τοῦτο τὸ βρέφος τὸ μικρὸν ἐστερέωσεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐτοῦτο τὸ μικρὸν βρέφος».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος:

«Ὁρᾶς οἵα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων ἔλεγχον καὶ γὰρ μὴ φέρων Ἡρώδης τέτμηκεν ἰδοὺ τὴν ἐμὴν κάραν Σῶτερ».

 

1667

Κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ πολλὲς ἐνδείξεις, βρισκόταν σε ἀκμή. Στὴ δεκαετία 1660 -1670 τὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀναναινιζόταν διαρκῶς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁγιογράφηση τοῦ 1663 πραγματοποιήθηκαν καὶ ἄλλες μεγάλες ἐπισκευαστικὲς καὶ ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες.

Δὲν εἴμαστε σὲ θέση βεβαίως νὰ κάνουμε πλήρη καταγραφὴ ὅσων ἔργων πραγματοποιήθηκαν τὴν ἐποχὴ αὐτή, ἀφοῦ μᾶς λείπουν ἐπίσημες πληροφορίες καὶ στηριζόμαστε, ἰδιαίτερα μάλιστα σὲ τοῦτο τὸ μέρος τῆς ἐργασίας μας, μόνο σὲ «ἐνθυμήσεις». Καὶ οἱ ἐνθυμήσεις αὐτὲς εἶναι τόσο λίγες καὶ τόσο λιτὲς καὶ ἀποσπασματικές.

Τέσσερα χρόνια μετὰ τὸ τέλος τῆς ἁγιογράφησης, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1667, μεταξὺ ἄλλων ἐργασιῶν, ἀνακατασκευάστηκε ὁ κλίβανος στὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὴν σχετικὴ πληροφορία τὴν παίρνουμε ἀπὸ μία ἐπιγραφὴ χαραγμένη σὲ πυριτόλιθο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἐντοιχισμένος πάνω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ κλιβάνου αὐτοῦ. Ἔλεγε ἡ ἐπιγραφή:

«+ Ἔτους

ΖΡΟΕ[12]

Σεπτε(μ)βρίου

(Ἰνδικτιῶνος)  ε΄[13]» [14]

Ἡ ἐπιγραφὴ μᾶς φανερώνει ὅτι στὸ ἔτος 7175 ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος δηλαδή στὰ 1667 μ. Χ.  κατασκευάστηκε αὐτὸς ὁ κλίβανος στὸ πάνω κτιριακό συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

 

1671

Τὴν ἴδια ἐποχὴ τῶν μεγάλων ἀνακαινιστικῶν καὶ ἐπισκευαστικῶν ἐργασιῶν στὸ πάνω κτιριακό συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς πραγματοποιοῦνταν ταυτόχρονια καὶ πολλὲς ἐργασίες στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ.

Στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὑπῆρχε προσκολλημένο σ’ αὐτή,  στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, ἕνα παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἀργότερα τὸ παρεκκλήσι μετονομάσθηκε σὲ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.

Σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπισκέφθηκε ἦταν ἐντελῶς ἐρειπωμένο καὶ ἐγκαταλειμένο. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος εἶδε ἐκεῖ σωριασμένα ἀνάκατα, μέσα στὸ παρατημένο στὸ ἔλεος τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου μοναστηριακὸ παρεκκλήσι, νὰ βρίσκονται ὀστᾶ ἀποθανόντων μοναχῶν ἀνακατωμένα μαζὶ μὲ ἄμφια καὶ ἱερὰ σκεύη.

Γράφει σχετικά ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος: «Ἐν αὐτῷ οὔτε θύρα, οὔτε πάτωμα, οὔτε εἰκονοστάσιον ὑπάρχει! Ἐν αὐτῷ μόνον ὀστᾶ ἀποβιωσάντων μοναχῶν εἰσὶν ἐρριμένα τῇδε κἀκεῖσε καὶ ἱερά τινα ἄμφια καὶ σκεύη λατρείας πεπαλαιωμένα καὶ ἄχρηστα».[15]

Ὡστόσο ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι, σὲ μία κόγχη του, ἦταν χαραγμένη μία  ἐπιγραφή, ποὺ φανέρωνε ὅτι στὰ 1671 τὸ κάτω «μοναστήρι», τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ φυσικὰ καὶ αὐτὸ τὸ  παρεκκλήσι, εἶχαν ἀνακαινισθεῖ:

 

«+ ΑΝΕΚΑΙΝΙCΘΗ

ΤωΠΑΡΟΝ

ΜΟΝΑCΤΗΡΗ

ΟΝΤΟVΕΝ

ΑΓΙΟΙCΠΡΟC

ΗΜωΝΝΙ

ΚΟΛΑΟV

ΔΙΑCΥΝΔΡΟ

ΜΗCΤΟΝΕΝΑVΤΟ

ΠΑΤΕΡΟΝ

ΗΓΟVΜΕΝΕVΟΝ

ΤΟCΤΟΠΑΝΟCΙω

ΤΑΤωΚVΡΔΟCΙΘΕΟV

ΕΤΟC  ΑΧΟΑ.».

 

Δηλαδή: «Ἀνεκαινίσθη τὸ παρὸν Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις Π(ατ)ρός ἡμῶν Νικολάου διὰ συνδρομῆς τῶν ἐν αὐτῷ πατέρων ἡγουμενεύοντος τοῦ πανοσιωτάτου κυρ  Δοσιθέου, ἔτος ΑΧΟΑ΄(=1671)».[16]

Δὲν γνωρίζουμε ἐὰν οἱ λέξεις «τὸ παρὸν Μοναστήριον τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου» καὶ ὄχι «τὸ παρὸν Μετόχιον», ὅπως ἦταν στὴν πραγματικότητα,  χαράχτηκαν ἀπὸ ἄγνοια ἤ προχειρότητα ἤ ἐὰν ἡ καταγραφὴ αὐτὴ ἦταν μία ἐνσυνείδητη πράξη ἐπισήμανσης καὶ ἐπισημοποίησης τῆς τάσης καὶ τῆς προσπάθειας μερικῶν καλογέρων ἀλλὰ καὶ μερικῶν πολιτικῶν προσώπων γιὰ τὴν ἀνεξαρτοποίηση τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν ἀνάδειξη καὶ ἀνακήρυξή του σὲ κανονικὸ Μοναστήρι, ποὺ παρατηροῦνταν ἐκεῖνα τὰ χρόνια.

Ὡστόσο πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ πολλὰ χρόνια, πολὺ πρὶν ἀκόμη ὑπάρξουν δύο ξεχωριστὰ μοναστήρια, μὲ ἰδιαίτερο τὸ καθένα ἡγουμενοσυμβούλιο, ὅπως συμβαίνει στὴν ἐποχή μας, χρησιμοποιοῦνταν, ἀδόκιμα ἴσως, χωρὶς τὴν κυριολεκτική τους σημασία, οἱ ὅροι «πάνω μοναστήρι» καὶ «κάτω μοναστήρι».

Οἱ ὀνομασίες αὐτὲς χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ ὅλους χωρὶς ὅμως μὲ τοὺς ὅρους αὐτοὺς νὰ ὑποδηλώνονται δύο διαφορετικὰ μοναστήρια ἀλλὰ ἁπλὰ καὶ μόνο δύο συγκροτήματα κτιρίων, κελιῶν καὶ ναῶν, τὸ «Ἐπάνω» καὶ τὸ «Κάτω»,  τοῦ ἑνός ὅμως καὶ μόνον Μοναστηριοῦ μὲ μία καὶ μόνη ἡγουμενικὴ ἀρχή, τὰ ὁποῖα κτιριακὰ συγκροτήματα, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους, ἔπρεπε, γιὰ διάκριση, νὰ δηλώνονται μὲ χαρακτηριστικὲς καὶ διαφορετικὲς ὀνομασίες.

 

1672

Σ’ ἕναν μουσικό κώδικα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς,[17] αὐτόγραφο ἑνὸς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων μελουργῶν καὶ διδασκάλων τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης κατὰ τὸν ΙΖ΄ αἰῶνα, τοῦ Παναγιώτου νέου Χρυσάφου, Πρωτοψάλτου τῆς Μ.Χ.Ε. στὴν Κωνσταντινούπολη εἶναι καταγραμμένη ἡ παρακάτω πολυτιμότατη «ἐνθύμηση».

 «Εἴληφε τέλος ἡ παροῦσα ἀσματομελιρρυτόφθογγος βίβλος

ἐν ἔτει ἀπὸ μὲν τῆς κοσμοποιίας ζρπ΄[18] ἀπὸ δὲ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ αχοβ΄,[19] σεπτεμβρίου ζ΄, ἰνδικτιῶνος ια΄.[20]

Ἐτελειώθη οὖν διὰ συνδρομῆς καὶ ἐξόδου καὶ μείζωνος ἐπιμελείας τοῦ ἐν ἱεροδιακόνοις κυρίου κυρίου Αὐξεντίου

καὶ δευτερεύων τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,

ὑπάρχοντος γέννημα καὶ θρέμα τῆς ἐπαρχίας Λαρίσης,

ἐν χώρᾳ καλουμένῃ Τρινόβου, ἤτοι μὲν καιρῷ ἀρχιερατεύοντος

ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ παναγιωτάτου, λογιωτάτου τε καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρίου κυρίου Διονυσίου,

τοῦ Κωνσταντινοπολίτου.

Ἐγράφη δὲ παρ’ ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς καὶ ἐλαχίστου καὶ ἀμαθοῦς, ἁμαρτωλοῦ τε ὑπὲρ πάντας Χρυσάφου, δῆθεν καὶ Πρωτοψάλτου

τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὔ μέντοι κατὰ τὸ κείμενον τῶν παλαιῶν ἐκτονισθεῖσα, ἀλλ’ ἐν καινῷ τινι καλλωπισμῷ

καὶ μελιρρυτοφθόγγοις νεοφανέσι θέσεσι, καθάπερ τὰ νῦν ἀσματολογεῖται τοῖς μελωδοῦσιν ἐν Κωνσταντινουπόλει.

Τοῦτο τοίνυν, ὅσον τὸ κατ’ ἐμὲ ἐφικτὸν παρ’ ἐμαυτοῦ γέγονε,

κατὰ τὴν ἥν παρέλαβον εἰσήγησιν παρὰ τοῦ ἐμοῦ διδασκάλου,

κὺρ Γεωργίου τοῦ Ραιδεστινοῦ καὶ Πρωτοψάλτου τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐκτεθηκὼς καὶ τονίσας.

Τοῖς δὲ τελειωτέροις, ἐμπειροτέροις τε καὶ πολυμαθεστέροις ἐκκείσθω, τῶν τε ἀποδεομένων εἰς ἀναπλήρωσιν, τῶν δὲ οὐκ ὀρθῶς προβάντων εἰς ἐπανόρθωσιν. Ὅσοι δὲ τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν τοῦ γένους τῶν Γραικῶν καὶ τῆς ἀφ’ Ἑλλάδος ῥιζουχίας, ἐντυγχάνοντες τῷ μικρῷ πονήματι τούτῳ, ἀσματομελωδεῖτε, καὶ ψάλλοντες αἰνεῖτε Θεὸν τὸν ἐν ὑψίστοις, εἰς ὕμνον καὶ δοξολογίαν τῆς τρισηλίου καὶ τρισακτίνου αὐτοῦ Θεότητος, ἀσματοφωνίαις ἐπιμελούμενοι, μέμνησθε κἀμοῦ τοῦ εὐτελοῦς συγγραφέως καὶ ἁμαρτωλοῦ διὰ τὸν Κύριον, ὅπως ἔξωμεν ἅμα παρὰ Θεοῦ τὸν μισθὸν ὑπὲρ τῆς ὑπεραλλήλων πρὸς αὐτὸν ἐντεύξεως καὶ ἀξιωθείημεν ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσίᾳ καὶ φρικτῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς δεξιᾶς μερίδος τοῦ ἀπροσωπολήπτου καὶ ἀδεκάστου δικαίου κριτοῦ, τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἀμήν.  Ὁ δὲ βουληθεὶς πλεονέκτῳ καὶ κλοπίμῳ χειρὶ καθαρπᾶσαι καὶ ἀποστερρῆσαι, ἔχοι τὰς ἀρὰς τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ἡ μερὶς αὐτοῦ μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα καὶ τῶν σταυρωσάντων τὸν Κύριον καὶ ἔχοι τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους αὐτοῦ ἀγγέλους πολεμίους αὐτῷ ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν.».

 

1690

Τὸ θέαμα τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ καὶ τῶν ἀστρικῶν φαινομένων ἀποτελοῦσε πάντοτε, σὲ παλιότερες ἐποχὲς τοὐλάχιστον, ἀντικείμενο μελέτης ἔρευνας καὶ παρατηρήσεων, ἰδίως καὶ κυρίως, γιὰ ὅσους ζοῦσαν πιὸ κοντὰ στὴ φύση. Ἀπὸ ὅσα παρατηροῦσαν ἐκεῖ προσπαθοῦσαν νὰ βγάλουν τὰ συμπεράσματά τους γιὰ τὶς καιρικὲς συνθῆκες  ποὺ ἐπικρατοῦσαν καὶ θὰ ἐπικρατήσουν γιὰ νὰ προσαρμόσουν τὶς γεωργικὲς κυρίως ἐργασίες τους ἀνάλογα καὶ νὰ λάβουν τὶς ἀνάλογες προφυλάξεις.

Ἀρκετοὶ ἦταν οἱ καλόγεροι ποὺ ἀσχολοῦνταν ἰδιαίτερα μὲ τὴν παρακολούθηση τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἀστρικῶν φαινομένων. Ἡ ζωή τους κοντὰ στὴ φύση προσφερόταν, εἰδικὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, γιὰ τὴν προσεκτικὴ ἐνατένιση τοῦ οὐρανοῦ. Μερικὰ φαινόμενα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παρατηροῦσαν τοὺς ἐντυπωσίαζαν ἰδιαίτερα καὶ φυσικὸ ἦταν νὰ φροντίζουν  νὰ σπεύδουν νὰ τὰ καταγράψουν κάπου. Τὰ κατέγραφαν συνήθως σὲ  κάποιο χαρτί ἤ σὲ κάποια λευκὴ σελίδα ἤ καὶ στὸ λευκὸ περιθώριο μιᾶς σελίδας ἑνὸς βιβλίου τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα βρισκόταν μπροστά τους ἤ καὶ σὲ κάποια ἄλλη ὁποιαδήποτε πρόχειρη καὶ πρόσφορη ἐπιφάνεια. Ἔτσι ἔφτασαν ὡς τὶς ἡμέρες μας κάποια ἀπὸ τὰ σημειώματα αὐτά.

Στὸ «Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» φαίνεται νὰ ὑπῆρχε μία ὄχι τόσο συνηθισμένη σὲ ἄλλα μοναστήρια τάση. Πολλοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί,  κατέγραφαν μερικὲς ἀπὸ τὶς «ἐνθυμήσεις» τους στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Ἔτσι καταγράφηκαν ἐκεῖ ἀρκετὲς «ἐνθυμήσεις».

Οἱ τοῖχοι τοῦ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ ναοῦ τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς φαίνεται νὰ θεωροῦνταν ἕνα εἶδος ἱεροῦ καταθετηρίου  παντοειδῶν πληροφοριῶν, εἰδήσεων ἀλλὰ καὶ ἀπόψεων. Χρησίμευαν περίπου σὰν ἕνα εἶδος ἀνοικτοῦ καὶ ἐλεύθερου γιὰ ὅλους «λευκώματος».

Σὲ προσωπική μου ἐπίσκεψη στὶς ἀρχὲς τῆς δεκετίας τοῦ 1960 στὸ σχεδὸν πλήρως ἐγκαταλειμμένο τότε μοναστήρι διαπίστωσα τὴν ὕπαρξη τέτοιων «γραπτῶν ἐνθυμήσεων» πάνω στοὺς καθολικὰ ἁγιογραφημένους τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Δυστυχῶς δὲν εἶχα τότε  τὴν πρόνοια νὰ τὶς ἀντιγράψω. Εἶχαν φροντίσει ὅμως ἄλλοι πολύ πρὶν ἀπὸ ἐμένα καὶ εἶχαν διασώσει τὶς περισσότερες, τὶς πιὸ παλιὲς τοὐλάχιστον. Ἐκεῖ τὶς εἶχαν ἐντοπίσει γραμμένες ἀπὸ χρόνια πρὶν καὶ τὶς ἀντέγραψαν μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἀλμυροῦ ποὺ εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τὸ Μοναστήρι στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτὸ ἦταν σχεδὸν καὶ πάλι πλήρως ἐγκαταλειμμένο.

Κατὰ τὴν προσωπικὴ ἐκτίμησή μου τὰ «σημειώματα» αὐτὰ – τὰ περισσότερα τουλάχιστον – τὰ εἶχαν γράψει μᾶλλον λαϊκοὶ ποὺ ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι καὶ δὲν εὕρισκαν σ’ αὐτὸ μοναχοὺς νὰ τὰ συζητήσουν μαζί τους καὶ νὰ τὰ καταθέσουν γιὰ νὰ καταγραφοῦν ἐπισήμως, ὅπως γινόταν συνήθως.

Ἕνα περίεργο τέτοιο ἀστρικὸ φαινόμενο, ὅπως αὐτὰ τὰ ἀσυνήθιστα ποὺ ἐντυπωσίαζαν καὶ καταγράφονταν,  παρουσιάστηκε στὰ 1690. Στὸν οὐρανὸ παρουσιάστηκε «ἕνας ἀστέρας μὲ φλάμπουρον», δηλαδὴ ἕνα μεγάλο ἀστέρι μὲ «σημαία». Πρέπει νὰ ἦταν μᾶλλον κομήτης, ἡ οὐρὰ τοῦ ὁποίου ἔμοιαζε μὲ «φλάμπουρο». Τὸ γεγονὸς βεβαίως θὰ ἐντυπωσίασε πολλούς. Κάποιος ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς, περισσότερο ἴσως ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ ὅλους, ἔφτασε μέχρι τὸ «Πάνω» Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ σημείωσε  στὸν τοῖχο τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες τέτοιες σημειώσεις, αὐτὸ ποὺ εἶδε, καταγράφοντας μάλιστα καὶ τὴν πορεία τοῦ «ἀστέρα» στὸν οὐρανό:

«1690. Ἐβγῆκεν ἕνας ἀστέρας ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν

μὲ φλάμπουρον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Δύσιν».[21]

 

 

1696 1697

Ἡ ἀκμὴ καὶ ἡ ἀναδημιουργικὴ δραστηριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα, ποὺ γίνεται φανερὴ ἀπὸ πολλὲς δραστηριότητες καὶ ἔργα, ὅπως αὐτὰ καταγράφονται σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς «ἐνθυμήσεις» ποὺ παραθέτουμε, συνεχιζόταν ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια.

Στὰ 1696 ἤ 1697 ἔγινε ριζικὴ ἀνακαίνιση στὸ «Κάτω» Μοναστήρι. Ἀπὸ μία ἐνθύμηση ποὺ ἔφτασε ὡς τὴν ἐποχή μας μαθαίνουμε ὅτι «Ἀνεκαινίσθη ἐκ βάθρων», τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ, «τὸ μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου», ἐπὶ καθηγουμένου Κυπριανοῦ, μὲ ἔξοδα τῶν χριστιανῶν.

Τὸ γεγονὸς δηλωνόταν μὲ μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἦταν γραμμένη πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ἑστιατορίου τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς. Τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς μᾶς τὸ διέσωσε καὶ πάλι ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος καὶ μάλιστα σὲ δύο ἐργασίες του, οἱ ὁποῖες δημοσιεύθηκαν ἡ μία στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος» (Δ΄ τόμος, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 715) καὶ ἡ ἄλλη στὰ «ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (4ος τόμος, 1934, σελ. 75).

Στὴ δεύτερη δημοσίευση ὁ Γιαννόπουλος παρουσίασε καὶ «πανομοιότυπον τῆς ἐπιγραφῆς». Ὑπάρχει, ὡστόσο, μία διαφορά μεταξὺ τῶν δύο δημοσιεύεσεων. Στὴν πρώτη ἐργασία του ἀναγράφεται ὡς χρονολογία τοῦ γεγονότος τῆς ἀνακαίνισης τὸ ἔτος 1696 ἐνῶ στὴ δεύτερη τὸ 1697.

Ἄν καὶ δὲν ἔχει κάποια ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτὴ ἡ διαφορὰ τοῦ ἑνὸς ἔτους, 1696 ἤ 1697, πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι θέλοντας προσωπικὰ νὰ διευκρινίσω τὸ γεγονὸς, παρατήρησα ὅτι στὸ «πανομοιότυπο τῆς ἐπιγραφῆς» τὸ τελευταῖο ἐκ τῶν τεσσάρων συμβόλων τῆς χρονολογίας ΑΧV… (169…)  ἔχει τέτοια μορφὴ ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ εἴτε ως S (ΣΤ = 6) εἴτε ως Ζ (=7). Μεταξὺ τοῦ S καὶ τοῦ Ζ, σὲ χειρόγραφη μορφὴ καὶ μάλιστα σὲ τοῖχο ἀπὸ καλλιτέχνη, εἶναι εὔκολη ἡ σύγχυση γιὰ τοὺς κατόπιν παρατηρητές.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς καὶ στὶς δύο παραπάνω παρουσιάσεις, διατηρῶντας τὴν δική τους ὀρθογραφία:

 

«+ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡωΝ ΤΟ ΠΑΡωΝ

ΜΟΝΑCΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙC ΠΑ ΗΜωΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΚΑΙ ΔΙΑ ΕΞωΔΟΥ ΤωΝ ΧΡΙCΤΙΑΝωΝ ΚΑΙ ΔΙΑ CΥΝΔΡΟ

ΜΗC ΤΟΥ ΠΑΝΟCΙΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΘΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ

ΚV ΚV ΠΑΠΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΧVS.»

 

«+’Αναικαινίσθη ἐκ βάθρων τὸ παρὼν

Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις πα(τρὸς) ἡμῶν Νικολάου

καὶ διὰ ἐξώδου τῶν χριστιανῶν καὶ διὰ συνδρο

μῆς τοῦ Πανοσιωτάτου ἁγίου Καθειγουμένου

Κυ(ρίο)υ Κυ(ρίο)υ Παπᾶ Κυπριανοῦ ἐν ἔτει ΑΧϟS [22] ( =1696)».

 

«Ἀνακαινίσθη ἐκ βάθρων τὸ παρὼν

Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίεις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου

διὰ ἐξώδου τῶν Χριστιανῶν καὶ διὰ συνδρο-

μῆς τοῦ πανοσιωτάτου ἁγίου καθειγουμένου

κ(υρίο)υ κ(υρίο)υ Παπᾶ Κυπριανοῦ: ἐν ἔτει  ΑΧϟΖ (=1697)».

 

Τὸ πρόβλημα τῆς χρησιμοποίησης τοῦ καταχρηστικοῦ, γιὰ τὴ συγκεκριμένη περίπτωση,  ὅρου «Μοναστήριον» ἀντὶ τοῦ  σωστοῦ «Μετόχιον» καὶ στὴν ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. Δὲν μποροῦμε καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ γνωρίζουμε ἄν πρόκειται γιὰ «ἐσφαλμένη» χρησιμοποίησή του ἤ γιὰ «σκόπιμη» προσπάθεια «ἐπικύρωσης» μιᾶς πραξικοπηματικῆς ἐνέργειας αὐτονόμησης τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἀνάδειξής του σὲ Μοναστήρι.

 

 

1697

Σ’ ἕναν δερματόδετο χάρτινο κώδικα τοῦ 1697 τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μὲ χρυσότυπες στὰμπες, στὸ ἐξώφυλλό του ὑπῆρχε ἡ σημείωση:

«Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Γρηγορίου πόνος ζσε΄».[23]

Εἶναι ὁ γνωστὸς τύπος τῆς «ἀφιέρωσης» ποὺ χρησιμοποιοῦσαν συνήθως οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς. Καὶ ὁ μοναχὸς Γρηγόριος, τελειώνοντας τὸ ἔργο του, τὸ ἔτος 1697, ἦταν σίγουρος ὅτι αὐτὸ ἦταν ἕνα «Θεοῦ δῶρον» στὸ μοναστήρι του που ὑλοποιήθηκε διὰ τοῦ δικοῦ του κόπου, διὰ τοῦ δικοῦ του «πόνου».

Ὁ κώδικας περιλάμβανε τρεῖς θεῖες λειτουργίες στὶς ὁποῖες τὰ πρωτογράμματα καὶ τὰ καλλιτεχνικὰ ἐπίτιτλα εἶναι σχεδιασμένα μὲ κόκκινη καὶ πράσινη μελάνη.

 

17ος αἰῶνας.

 Ἕνας δερματόδετος χειρόγραφος κώδικας τῆς Ξενιᾶς τοῦ 17ου αἰῶνα ἦταν «Ἀρχιερατικὸν». Στὸ τελευταῖο φύλλο τοῦ  κώδικα αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος διατηρεῖται σὲ ἄριστη κατάσταση μέχρι σήμερα, προφανῶς λόγω τῆς κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα χρησιμοποίησής του, ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνταν μόνο ὅταν στὸ Μοναστήρι ἱερουργοῦσε Μητροπολίτης, ὑπάρχει ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση»:

«Ἡ μὲν χεὶρ ἡ γράψασα σήπεται τάφῳ

γραφὴ δὲ μένει εἰς χρόνους πληρεστάτους.

Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Ἰωάσαφ πόνος

καὶ ἐντυγχάνει κἀμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Ἰωάσαφ ἱεροδιακόνου

καὶ οἱ ἀναγινώσκοντες μνήσθητέ μοι διὰ τὸν Κύριον».

Ὁ «ταπεινὸς ἱεροδιάκονος» Ἰωάσαφ, ὅπως καὶ ἄλλοι μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, θεωροῦσε τὸ ἔργο του «Θεοῦ δῶρον» ποὺ προσφέρθηκε στὸ Μοναστήρι του μὲ δικό του κόπο.

Γνώριζε πολὺ καλὰ ὁ Ἰωάσαφ ὅτι ὁ ἴδιος,  ὡς θνητὸς ἄνθρωπος,  κάποια μέρα θὰ ἄφηνε γιὰ πάντα τοῦτο τὸν κόσμο καὶ ὅτι τὰ χέρια του μὲ τὰ ὁποῖα ἔγραψε τὸν κώδικα αὐτὸν θὰ λιώσουν σὲ κάποιο τάφο. Γνώριζε ὅμως ταυτόχρονα ὅτι τὸ ἔργο του θὰ διατηροῦνταν «εἰς χρόνους πληρεστάτους» καὶ γι’ αὐτὸ ἄφησε μία παράκληση πρὸς ὅσους στὰ κατοπινὰ χρόνια, σ’ αὐτοὺς τοὺς «πληρεστάτους χρόνους», θὰ τὸ διάβαζαν, νὰ τὸν μνημονεύουν: «καὶ οἱ ἀναγινώσκοντες μνήσθητέ μοι διὰ τὸν Κύριον».

Καὶ νὰ ποὺ τριακόσια σχεδὸν χρόνια ἀπὸ τότε, καταγράφοντας τὴν ἱστορία τοῦ ἀγαπημένου του Μοναστηριοῦ, μνημονεύουμε κι ἐμεῖς ἐκεῖνον τὸν «ταπεινὸ ἱεροδιάκονο Ἰωάσαφ».

 

1698

Ἄν καὶ δὲν εἶναι «ἐνθύμηση», ὅπως οἱ προηγούμενες, θεωροῦμε σκόπιμο καὶ χρήσιμο στὴν περιήγησή μας αὐτὴ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὰ 1698 ὀ Σουλτάνος Μουσταφᾶς Α΄ ἀπευθύνθηκε μὲ ἔγγραφό του πρὸς τοὺς ἱεροδίκες τοῦ Ἁλμυροῦ διατάσσοντάς τους νὰ ἐπιμεληθοῦν ὥστε νὰ μὴν καταπατοῦν τὰ κτήματα τοῦ «Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου» οἱ περίοικοι.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ζητήθηκε ἐκ μέρους τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ ἡ σουλτανικὴ παρέμβαση γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῶν ἰδιοκτητικῶν δικαιωμάτων τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν κτηματική του περιουσία ἐπιβεβαιώνει καὶ ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ σκοπιὰ ὅτι τὸ Μοναστήρι βρισκόταν σὲ μία ἀναδημιουργικὴ καὶ δυναμική δρστηριότητα. Καὶ πάλι ὑποβόσκει ὁ γνωστὸς προβληματισμὸς γιὰ τὴ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «μοναστἠρι» γιὰ ἕνα «μετόχι».

«…Ἐξεδόθη τὸ ὑψηλὸν αὐτοκρατορικόν μου Διάταγμα, ἵνα κατὰ τοὺς αὐτοὺς ὅρους ἐνεργήσητε, καὶ διατάττω ὅπως ἐν τῇ ἀφίξει τῆς Διαταγῆς μου ἐνεργήσητε συμφώνως τῇ ἐκδοθείσῃ Διαταγῇ μου, καὶ

Ἐπειδὴ οἱ ἐν τοῖς διπλώμασι τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν ἀναφερόμενοι ὅροι εἰσὶ κατακεχωρισμένοι καὶ εἰς τὰ ἐν τῷ θησαυροφυλακείῳ μου ἀρχεῖα, σεῖς οἱ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις εἰρημένοι ὑπάλληλοι δέον ὅπως συμφώνως τοῖς ἄνω ὅροις ἱεροδικαστικῶς ἐξομαλύνητε τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐμποδίσητε τοὺς ἐναντίον τοῦ Ἱεροῦ Νόμου καὶ τῶν προαναφερθέντων ὅρων διαταράσσοντας καὶ καταπιέζοντας αὐτούς…».[24]

 

Ἡ προέλευση τῆς ὀνομασίας Παναγία Ξενιά

Στοὺς ἐρευνητὲς τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ ἐπονομαζόμενη καὶ «βρεφοκρατοῦσα», γιὰ διάκριση ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς «Κοίμησης τῆς Θεοτόκου», δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι ἡ «ἐφέστιος» εἰκόνα τοῦ παλιοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἦταν πάντοτε καὶ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», αὐτὴ ποὺ καὶ σήμερα βρίσκεται στὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς «Ξενιᾶς», ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα».

Τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» τὴν ἔφεραν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας οἱ καλόγεροι τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου ποὺ κάποτε βρισκόταν στὴ σημερινὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ χωριοῦ Ἀχίλλειο τοῦ Ἁλμυροῦ. Ὅταν οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου ἐγκατέλειψαν τὴν ἕδρα τους, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεινὰ τῶν συχνῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν, ὅπως ἀναφέρουμε καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, πῆραν μαζί τους καὶ τὴν «Παναγία Ξενιὰ» καὶ κατέφυγαν ἀρχικὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουκλιᾶ καὶ  τελικά στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα».

Ἕνα χειρόγραφο σημείωμα, δυστυχῶς ἀχρονολόγητο, ἐνισχυτικὸ ὅμως καὶ ἐπιβεβαιωτικὸ τῆς παράδοσης ὅτι  ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἦρθε στὸ Μοναστήρι ἀπὸ ἄλλο μέρος ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο. Ἔλεγε αὐτὸ τὸ σημείωμα:[25]

 

«Οἱ γοῦν πατέρες παραλαβόντες

μετὰ πολλοῦ κόπου τὴν ἁγίαν εἰκόνα

ἔφθασαν μετὰ πολλῶν στερήσεων

εἰς τήν Κισσιώτισσαν,

ἔνθα ἐδεξιώθησαν».

 

Τὸ βασικότερο χαρακτηριστικὸ μήνυμα τοῦ ἀχρονολόγητου αὐτοῦ σημειώματος, ποὺ πρέπει ἰδιαίτερα νὰ προσεχθεῖ, εἶναι ὅτι τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἔφθασαν «οἱ πατέρες», δηλαδὴ τὸ σημερινὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, δὲν ἐπονομαζόταν τότε «Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ «Παναγίας Κισσιώτισσας». Αὐτὴ ἦταν ἡ μόνη τότε ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ.

Αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ στοιχεῖο. Ἡ «ἁγία εἰκόνα», ποὺ ἀναφέρεται στὸ σημείωμα, εἶναι ἀσφαλῶς ἡ περίπυστος καὶ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς». Ὁ ἐνθυμησιογράφος δὲν εἶχε πληροφορηθεῖ ἀκόμη τὴν εἰδικὴ ὀνομασία, «Παναγία Ξενιά», τὴν ὁποία εἶχαν προσδώσει οἱ πατέρες ποὺ ἔφθασαν στὴν «Κισσιώτισσα» στὴν εἰκόνα ποὺ ἔφερναν μαζί τους ἤ ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν εἶχε ἐπικρατήσει ἀκόμη σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε ἡ προσωνυμία αὐτή, «Παναγία Ξενιά», νὰ ἔχει γίνει καταλυτικὴ κάθε ἄλλης τυχὸν ὑπάρχουσας προηγούμενης «ἐπωνυμίας».

Πιθανὸν ὁ «ἐνθυμησιογράφος» νὰ μὴν γνώριζε τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά» ἤ καὶ νὰ μὴν τὴν χρησιμοποιοῦσαν ὅλοι σὲ μεγάλο βαθμό, νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθεῖ καθολικά. Γιὰ τὸν ἐνθυμησιογράφο, ποὺ ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας,  ἦταν μόνο ἡ «ἁγία εἰκόνα», τὴν ὁποία ἔφεραν μαζί τους οἱ νέοι πατέρες ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι στὴ Λάκα Παναγιά καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Κουκλιᾶ καὶ «ἔφθασαν εἰς τὴν Κισσιώτισσαν ἔνθα ἐδεξιώθησαν».

Καὶ ἄν ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπολύτως βέβαια καὶ τεκμηριωμένα, καὶ ἄν δὲν δηλώνονται μὲ κατηγορηματικότητα στὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς «ἐνθύμησης» ποὺ διασώθηκε, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο «ἔφθασαν μετὰ πολλῶν στερήσεων» καὶ στὸ ὁποῖο τοὺς ὑποδέχτηκαν καὶ τοὺς φιλοξένησαν, τὸ Μοναστήρι «ἔνθα ἐδεξιώθησαν», λεγόταν «Κισσιώτισσα». Ἦταν τὸ σημερινὸ «Πάνω Μοναστήρι (τῆς Ξενιᾶς)» ποὺ στὴν πραγματικὴ καὶ ἐπίσημη ὀνομασία του λεγόταν Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ προσδιοριζόταν ἰδιαίτερα τοπικὰ μὲ τὴν πρόσθετη προσωνυμία «Παναγία Κισσιώτισσα».

Ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ» ἦταν ἄγνωστη στὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ οἱ πατέρες μὲ τὴν «ἁγία εἰκόνα» ἤ δὲν εἶχε καθιερωθεῖ ἤ δὲν εἶχε μονιμοποιηθεῖ ἤ δὲν τοὺς ἦταν τόσο οἰκεία ἀκόμη ὥστε νὰ τὴν χρησιμοποιοῦν. Ἡ κυριαρχικὰ καὶ καταλυτικὰ γνωστὴ σὲ ὅλους σήμερα προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ»  γιὰ τὴν «ἁγία εἰκόνα» τὴν ὁποία κουβάλησαν στὸ Μοναστήρι τῆς  «Κισσιώτισσας» ἐπιβλήθηκε ἀργότερα, ὁπωσδήποτε μετὰ τὴν ἄφιξη ἐκεῖ τῶν πατέρων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἤ τοῦ «Κουκλιᾶ».

Τὸ ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖται στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πῶς, γιατὶ καὶ πότε ἡ γνωστὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς «Παναγίας», ἡ εἰκόνα μιᾶς «Παναγίας» «βρεφοκρατούσας» πῆρε τὴν  προσωνυμία «Παναγία Ξενιά».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ καταθέσουμε τὶς δικὲς μας ἀπόψεις.

Θεωροῦμε ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι ἡ προσωνυμία «Ξενιὰ» προσδόθηκε στὴν εἰκόνα ἐπειδὴ ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦρθε ἀπὸ τὰ «ξένα». Οἱ ἐνστάσεις καὶ οἱ ἀντιρρήσεις ποὺ δογματικὰ διατυπώθηκαν γιὰ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὡς  πρὸς τὴν προέλευση τῆς ὀνομασίας «Ξενιὰ» δὲν εὐσταθοῦν.

Ἡ μόνη ἀντίρρηση ποὺ προβάλλεται εἶναι ὅτι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἡ Παναγία, μιὰ ὁποιαδήποτε «Παναγία», δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καὶ νὰ θεωρεῖται «ξένη». Τὸ «Ξενιὰ», εἶπαν, ἔχει σχέση με τὴν «ξενία», τὴν φιλοξενία, ὅπως τὸ «Ξένιος Ζεύς».

Ἡ ἄποψη αὐτὴ πέρασε καὶ στὴ σχετικὴ ὑμνολογία: «…τήν θείαν Εἰκόνα Σου, … ἣν Ξενιάν καλοῦμεν, ὡς κατευφραίνουσαν ἡμᾶς, θείοις ξενίοις …», «… ἡ Εἰκὼν ἡ σεπτή, … ξενίοις τοῖς μυστικοῖς, ξενίζει ἅπαντας. Ἐντεῦθεν … ταύτην Ξενιάν προσφυῶς ὀνομάζομεν…», «…ξενίοις τῶν χαρίτων Σου, ξενίζεις ἡμῶν …», «…Εἰκὼν σου ἡ πάνσεπτος, ἣν Παναγίαν Ξενιὰν, καλοῦμεν Πανύμνητε, τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχάς, ξενίζει τοῖς θαύμασι…», «… Ξενιάν … καλοῦμεν σε, Παρθένε μυστικῶς ξενιζόμενοι, θείοις ξενίοις σου…», «…ἣν Ξενιάν ὀνομάζομεν, ὅτι ξενίζει τοὺς πάντας …».

Πρῶτον καὶ σημαντικὸ ποὺ δὲν ἐπισημαίνεται εἶναι ὅτι ἡ προσωνυμία «Ξενιὰ» δὲν ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο, στὴν ὀντότητα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ποτὲ «ξένη» ἀλλὰ παντοῦ καὶ πάντοτε «δική μας». Τὸ «Ξενιὰ» ἀποδίδεται στὴν συγκεκριμένη «Εἰκόνα» καὶ εἶναι μία προσωνυμία, ὅπως ἑκατοντάδες ἄλλες προσωνυμίες: Γλυκοφιλοῦσα, Γαλακτοῦσα, Μεγαλομάτα, Θρηνοῦσα, Γιάτρισσα, Ἐλεοῦσα, Πολίτισσα, Αἱματοῦσα, Μαντηλοῦσα, Παναγία τῶν Σταυροφόρων, Παναγία τοῦ Χάρου, Καβουριανὴ, Μεσοσπορίτισσα, Ξεσπορίτισσα, Τριχεροῦσα, Γερόντισσα, Κισσιώτισσα, ἀλλὰ καὶ -κάτι παρόμοιο- Παναγία Ξενοπούλα. Λέγοντας «Παναγία Ξενιὰ» δὲν ἐννοοῦμε «Ξένη Παναγία» ἀλλά «ξένη εἰκόνα» καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ διαφορετικὸ.

Δεύτερον τὸ «Ξενιὰ» δὲν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην «ξένη», μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης αὐτῆς, τὴν  ἔννοια τοῦ «δὲν εἶναι δική μας». Ἄν ἴσχυε αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ μετατραπεῖ σὲ «Ξενιά». Θὰ χρησιμοποιοῦνταν αὐτούσια ἡ λέξη  καὶ μάλιστα, ὡς ἐπίθετο, θὰ προτασσόταν τοῦ οὐσιαστικοῦ καὶ ἡ ὀνομασία θὰ ἦταν «Ξένη Παναγία».

Φυσικὰ μιὰ τέτοια ἐπωνυμία, ποὺ θὰ χαρακτήριζε μιὰ Παναγία «ξένη», ἄρα μία Παναγία ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ μᾶς, ἐμεῖς ἔχουμε τὴ «δική» μας Παναγία, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ δοθεῖ ἀπὸ χριστιανούς. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπίθανη αὐτὴ περίπτωση, ἐντελῶς ἄσχετη καὶ ξένη ἀπὸ κάθε ἑλληνοπρεπῆ καὶ χριστιανοπρεπῆ ἰδεολογία, αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὡς «ξένη» θὰ ἔμπαινε σὲ μιὰ ἄκρη, σὲ μιὰ γωνία, στὸν «γυναικωνίτη». Δὲν θὰ ἔμπαινε στὸ «καλό» μας δωμάτιο. Δὲν θὰ ἀπολάμβανε τὶς τιμὲς τῆς «δικῆς» μας Παναγίας καὶ ἀκόμα περισσότερες, ἀφοῦ ἡ «Παναγία Ξενιὰ» τιμήθηκε καὶ τιμᾶται περισσότερο ἀπὸ τὴ «δική» μας Παναγία, τὴν «Παναγία Κισσιώτισσα», σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ τὴν «δική» μας  νὰ τὴν ξεχάσουμε καὶ μάλιστα νὰ μετονομάσομε καὶ τὸ «σπίτι» της, ἀπὸ «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας» σὲ «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

«Ξενιὰ», λοιπόν, σημαίνει αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὰ «ξένα». Καὶ αὐτὸ τὸ «Ξενιὰ» εἶναι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «ξένη». Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ «ξένα» γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς χριστιανοὺς ἦταν καὶ εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντοτε ὁ καλοδεχούμενος, ὁ εὐπρόσδεκτος καὶ ὁ ἀγαπητός. Ὁ «Ξένος» εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἀνοίγουμε τὸ σπίτι μας καὶ τὸ καλύτερο δωμάτιό μας νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε, νὰ τὸν φιλοξενήσουμε καὶ νὰ τὸν περιποιηθοῦμε. Εἶναι «ξένος», λέμε οἱ ἀληθινοὶ Ἕλληνες καὶ Χριστιανοί, καὶ ἀνοίγουμε μὲ ἀγάπη τὰ σπίτια μας καὶ τὴν καρδιά μας.

Οἱ κάτοικοι τῆς Χαμάκως, τοῦ παλιοῦ χωριοῦ τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀχίλλειο, ὅταν ἀναφέρονταν στὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», ποὺ ἀπὸ τὰ «ξένα» ἦρθε στὸ χωριό τους, αὐτοὶ δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ πρῶτοι ὀνόμασαν τὴν «Παναγία» αὐτὴ  «Ξενιά», ἔλεγαν «ἡ Ξενίτσα μας ἡ Παναγιὰ», «ἡ Ξενούλα μας ἡ Παναγιὰ», καὶ γλύκαινε ἡ καρδιά τους, καὶ γέμιζε χαρὰ τὸ πρόσωπό τους, ἐκφράζοντας ἔτσι μὲ τὰ ὑποκοριστικὰ αὐτά, ὅλη τους τὴν ἀγάπη ὅλη τους τὴ συμπάθεια, ὅλη τους τὴν φιλόξενη διάθεση.

Ἐκφράζονταν μὲ τὸν μοναδικὸ τρόπο  καὶ τὸ μοναδικὸ ὕφος ποὺ ξέρει ὁ σοφὸς γλωσσοπλάστης καὶ συναισθηματικὰ πλούσιος λαός μας νὰ ἐκφράζεται,  χωρίς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ  τοὺς φραγμοὺς ποὺ βάζουν οἱ ἐπίπλαστοι ἐτυμολογικοὶ καὶ λεξιλογικοὶ δεοντολογισμοὶ  καὶ κανόνες τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων. Ὁ γνήσιος, ὁ ἁγνὸς, ὁ «ἀδασκάλευτος» λαός μας ἐκφράζεται   ἔχοντας βίωμά του καὶ ἐνδογενὲς ἐσωτερικὸ κτῆμα του τὸν πλοῦτο τῶν αἰσθημάτων τῆς ἀνθρωπιᾶς, τὸν πλοῦτο ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ τὶς  ποικίλες ἀποχρώσεις τῶν λέξεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Τὸ «Παναγία Ξενιά», λοιπόν, ἀναφέρεται στὴ συγκεκριμένη εἰκόνα καὶ σημαίνει «Παναγία ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα», χωρὶς τίποτε τὸ μειωτικό, χωρὶς τίποτε τὸ ἀπαξιωτικό.

Τὸ ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖται ὅμως εἶναι ἄλλο. Καὶ εἶναι ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο ὄχι μόνο δὲν ἔχει μέχρι τώρα ἐρευνηθεῖ ἀλλὰ οὔτε ἔχει τεθεῖ ποτὲ γιὰ συζήτηση. Εἶναι μία τοποθέτηση ποὺ θὰ ἀποδυνάμωνε καὶ αὐτὲς ἀκόμα τὶς ἀστήρικτες, «λογιοτακίστικες» καὶ «φιλολογίζουσες» ἐνστάσεις ποὺ κατὰ καιροὺς διατυπώθηκαν ἀπὸ κάποιους. Δημιουργεῖται, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα: πότε προσδόθηκε στὴ συγκεκριμένη εἰκόνα τῆς «Παναγίας» ἡ προσωνυμία «Ξενιά»;

Ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ» δόθηκε στὴν «ἁγία εἰκόνα» μετὰ τὴν ἄφιξή της στὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἤ αὐτὴ ἡ «ἁγία εἰκόνα» ἔφτασε ἐκεῖ ἔχοντας ἤδη τὴν προσωνυμία «Παναγία Ξενιά», τὴν ὁποία τῆς τὴν εἶχαν προσδώσει οἱ καλόγεροι τοῦ πρώτου μοναστηριοῦ, στὸ ὁποῖο ἔφτασε μὲ «θαυματουργὸ» τρόπο, αὐτὸ στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ Ἀχιλλείου;

Ἀπαντοῦμε: Ἡ ἄποψή μας, ἄποψη ποὺ διατυπώνεται γιὰ πρώτη φορά, εἶναι ὅτι ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ» εἶχε δοθεῖ   στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους εἰκόνα τῆς «βρεφοκρατούσας Παναγίας» πρὶν αὐτὴ φθάσει στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας». Στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» ἡ εἰκόνα ἔφθασε ἔχοντας ἤδη τὴν  προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ». Ἡ προσωνυμία εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἶχε παρουσιαστεῖ γιὰ πρώτη φορά, φθάνοντας ἀπὸ τὸ ἄγνωστο,  «ἀπὸ τὰ ξένα», ἡ «ἁγία εἰκόνα». Ὅταν οἱ πατέρες αὐτοὶ ἔφθασαν στὴν «Κισσιώτισσα», ἔχοντας μαζί τους τὴν  «ἁγία εἰκόνα»,  εἶχαν ἤδη προσδώσει  σ’ αὐτὴν τὴν προσωνυμία «Παναγία  Ξενιά».

Ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθοῦν μερικὰ πράγματα, μερικὰ γεγονότα ποὺ δὲν ἔχουν προσεχθεῖ, ποὺ δὲν ἔχουν ἀξιολογηθεῖ. Γιατί, π.χ., τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ποὺ βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀπομεινάρι τοῦ παλιοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ, λέγεται ἀκόμη καὶ εἶναι γνωστὸ στοὺς ντόπιους ὡς «Παναγία Ξενιὰ» καὶ πανηγυρίζει στὶς 23 Αὐγούστου;

Πῶς διαφορετικὰ μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν κάποιες  γεμάτες ἀγάπη καὶ λατρεία ἀναφορὲς καὶ ἐκφράσεις τῶν κατοίκων τῆς Χαμάκως καὶ τῶν γεροντότερων κατοίκων τοῦ Ἀχιλλείου στὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Παναγίας, ὅπως «ἡ Ξενίτσα μας Παναγιά», «ἡ Ξενούλα μας Παναγιά»; Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ τὸ δεδομένο γεγονὸς τῆς προσωνυμίας «Παναγία Ξενιὰ» γιὰ τὸ ἐκκλησάκι στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ Ἀχιλλείου, προσωνυμία ποὺ τὴν εἶχε πρὶν ἀκόμα τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας πάρει τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά»;

Ἡ ἄποψή μας αὐτὴ ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς σκεπτικό:

Οἱ μοναχοὶ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» βεβαίως καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὀνομάσουν «Ξενιὰ» τὴν εἰκόνα αὐτή, ἁπλὰ καὶ μόνο γιατὶ αὐτοὶ γνώριζαν πολὺ καλὰ ἀπὸ ποῦ ἦρθε στὸ Μοναστήρι τους  ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Παναγίας, ἀφοῦ καὶ τὴν ὑποδέχτηκαν καὶ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὴν συνόδευαν τοὺς «ἐδεξιώθησαν» κατὰ τὴν ἄφιξή τους ἐκεῖ.

Γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἡ «ἁγία εἰκόνα» δὲν εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ «ξένα». Εἶχε ἔρθει στὸ Μοναστήρι τους ἀπὸ πολὺ γνωστὰ καὶ ἀπὸ δικά τους μάλιστα μέρη. Τὸ Μοναστήρι στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, λίγες ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὸ δικό τους, ἀλλὰ καὶ τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ», τὸ «Παλιομονάστηρο», ἡ «Παλιοξενιά», καὶ οἱ καλόγεροί του ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερο ἡ «ἁγία εἰκόνα» του, ποὺ μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο εἶχε φτάσει στὰ μέρη τους, δὲν ἦταν οὔτε «ἄγνωστα», οὔτε «ξένα», ὥστε νὰ ὀνομάσουν τὴν εἰκόνα μιᾶς «γνωστῆς» τους καὶ μιᾶς «δικῆς» τους ἀπὸ χρόνια  Παναγίας, «Ξενιά».

Γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἡ «Εἰκόνα» δὲν εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ «ξένα». Δὲν ἦταν «ξένη». Ἦταν πολὺ γνωστὴ. Ἦταν «γειτόνισσά» τους. Εἶχε ἔρθει σ’ αὐτοὺς ἀπὸ τόσο πολὺ κοντινὰ καὶ γνωστά  τους μέρη. Τὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔρθει δὲν ἦταν καθόλου ξένο. Ἦταν πολύ κοντά τους, πολὺ γνωστό τους. Τὰ  δυὸ μοναστήρια, τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἀρχικὰ καὶ τοῦ «Κουκλιᾶ» ἀργότερα καὶ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ἦταν γειτονικά, κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Φυσικὸ εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι πρέπει, ὁπωσδήποτε, νὰ εἶχαν καὶ σχέσεις καὶ ἐπαφὲς μεταξύ τους. Ἦταν τόσο κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, ἦταν καὶ τὰ δύο στὴν ἴδια περιοχή. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν τους ἦταν κοινό καὶ γιὰ τὰ δύο. Εἶχαν ὁπωσδήποτε ἐπαφὲς καὶ ἐπικοινωνία μεταξύ τους,

Ἀντίθετα γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ στὴ «Λάκα Παναγιὰ» μία εἰκόνα, μία «Παναγία», ποὺ ξαφνικὰ καὶ ἐντελῶς ἀπρόσμενα φτάνει κάποτε στὸ Μοναστήρι τους ἀπὸ τὸ πουθενά, ἀπὸ μέρος ἄγνωστο, ἀπὸ τὰ «ξένα», ἦταν πολὺ φυσικό, μὴν γνωρίζοντας τίποτε γι’ αὐτὴν νὰ τὴν ὀνομάσουν «Παναγία Ξενιά».

Οἱ συλλογισμοὶ, λοιπόν, κάποιων ἐρευνητῶν, ποὺ ἀπορρίπτουν τὴν προέλευση τῆς προσωνυμίας «Παναγία Ξενιὰ» ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα, γιὰ τὸ λόγο ὅτι μία «Παναγία» ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «ξένη», ἐμπεριέχοντας ἀσφαλῶς συμπαθεῖς συναισθηματισμοὺς καὶ ἀπὸ κάθε ἄποψη κατανοητὰ αἰσθήματα εὐλαβείας, δὲν ἔχουν ὀρθολογιστικὴ καὶ ἑρμηνευτικὴ συνέπεια.

Ὁ «ξένος» ποὺ ἔρχεται στὸ σπίτι μας ζητῶντας φιλοξενία καὶ στέγη, στὴν ἑλληνοπρεπὴ καὶ χριστιανοπρεπὴ σκέψη καὶ φιλοσοφία, σίγουρα καὶ ἀναντίρρητα δὲν εἶναι ὁ ἀπομακρυσμένος ἀπὸ μᾶς, δὲν εἶναι ὁ ἄλλος, δὲν εἶναι ὁ μακρινὸς καὶ ὁ μὴ οἰκεῖος, αὐτὸς ποὺ εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι διαφορετικὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει δικός μας. Δὲν εἶναι  αὐτὸς στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ κλείσουμε τὴν πόρτα μας. Ἀντίθετα εἶναι αὐτὸς ποὺ πρέπει νὰ εἶναι καὶ εἶναι πάντοτε χαρά μας νὰ τὸν ὑποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν περιποιηθοῦμε μὲ πολλὴ ἀγάπη στὸ σπίτι μας, ἀκριβῶς γιατὶ εἶναι «ξένος». Εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι τιμή μας νὰ τὸν φιλοξενήσουμε. «Ξένος ἤµην καὶ συνηγάγετέ µε, γυµνὸς καὶ περιεβάλετέ µε»,[26] διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Τὰ ὑποκοριστικὰ «ξενάκι» καὶ «ξενούλα» τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν ἀπηχοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀγάπη μας γιὰ τοὺς ξένους.

Ἡ «ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας», ποὺ ξαφνικὰ τὰ κύματα τῆς θάλασσας τὴν ἔβγαλαν μία ἡμέρα στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ἐκεῖ μοναστήρι, χωρὶς ποτὲ νὰ μαθευτεῖ ἀπὸ ποῦ ἦρθε, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει, νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς προσδοθεῖ μία κάποια ταυτότητα, μία ἐπωνυμία. Ἀργότερα ἡ ἴδια «ἁγία εἰκόνα» ἔμεινε, πάλι γιὰ πολλὰ χρόνια, στὸ ἄλλο μοναστήρι ποὺ ἔχτισαν οἱ ἴδιοι καλόγεροι στὴ θέση «Κουκλιὰς» ἤ «Βατά». Δὲν μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μία εἰκόνα Παναγίας, ἡ ὁποία μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο βρέθηκε, ἦταν δυνατὸν νὰ παρέμεινε «ἀνώνυμη».  Εἶχε πάρει τὴν προσωνυμία «Παναγία Ξενιά».

Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ μοναστήρια, τὸ πρῶτο τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τὸ δεύτερο τοῦ «Κουκλιᾶ», στὰ ὁποῖα φιλοξενοῦνταν αὐτὴ ἡ «ἁγία εἰκόνα» γιὰ πολλὰ χρόνια πρὶν φτάσει στὴν «Κισσιώτισσα», ἐρειπωμένα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσαίωνα ἀκόμη, καὶ ἤδη ἐντελῶς ἐξαφανισμένα, λέγονταν καὶ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη μέχρι σήμερα νὰ λέγονται «Ξενιὰ» καὶ «Παλιοξενιά», θαρρῶ ὅτι ἀποτελεῖ ἰσχυρό ἐπιβεβαιωτικὸ ἐπιχείρημα. Ἐὰν ἡ ὀνομασία «Παναγία Ξενιὰ» δινόταν στὴν εἰκόνα μετὰ τὴν ἄφιξή της στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» δὲν θὰ δικαιολογοῦνταν οἰ ὀνομασίες «Ξενιὰ» καὶ «Παλιοξενιά» γιὰ τὰ μοναστήρια στὴ «Λάκα Παναγιά» καὶ στὸν «Κουκλιά».

Οἱ ὀνομασίες ποὺ προσδίδει ὁ λαὸς μας σὲ κάποιες τοποθεσίες δὲν δίνονται οὔτε μὲ ἀποφάσεις καὶ διατάγματα οὔτε μποροῦν νὰ ἀπορριφθοῦν ἐπειδὴ κάποιοι «σοφοὶ» καὶ «εἰδικοὶ» ἐπιστήμονες  δὲν τὶς βρίσκουν λογικὲς καὶ σύμφωνες μὲ τὶς ἀπόψεις τους. Ἐπιβάλλονται μόνο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται καὶ τὴν ὁποία αὐτὸς ὁ λαὸς γνωρίζει γιατὶ εἶναι ἡ ζωή του, γιατὶ τοῦ τὴν ὑπαγορεύουν ἀπὸ τοὺς τάφους τους οἱ πρόγονοί του.

 

Ἡ Παναγία Κισσιώτισσα

Μὲ τὴν ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα», τὴν ἀρχικὴ καὶ τὴ μόνη σωστὴ καὶ ἁρμόζουσα, τὴν πραγματικὰ ταυτωνυμικὴ ὀνομασία τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», συνδέεται καὶ μία ἄλλη «ἐνθύμηση». Μᾶς εἶναι βέβαια γνωστὸ ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πρὶν πάρει αὐτὴ τὴν ὀνομασία, λεγόταν «Παναγία Κισσιώτισσα». Δὲν γνωρίζουμε ὅμως πότε ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ γι’ αὐτὸ ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα ὀνομασία «Παναγία Ξενιά».

Βεβαίως καὶ τέτοια γεγονότα μετονομασίας δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχουν μία σαφῶς συγκεκριμένη καὶ καθορισμένη χρονολογία, ἔναρξης καὶ ἐπικράτησης ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὴ ἡ μετονομασία ἐγκρίνεται μὲ ἀπόφαση, διοικητικῆς φύσεως, κάποιας ἁρμόδιας καὶ ὑπεύθυνης ἀρχῆς. Στὸν λαὸ χρειάζεται πολὺς χρόνος γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ μιὰ ὀνομασία. Πολὺ περισσότερο δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο, θεωρεῖται νὰ βρεθεῖ ἡ χρονολογία καθιέρωσης μιᾶς τέτοιας μετονομασίας ὅταν αὐτὴν τὴν ἐπιβάλλει ὁ λαός. Μιὰ μετονομασία  γίνεται πάντοτε καὶ καθιερώνεται σιγά σιγὰ καὶ ἀνεπαίσθητα. Πάντοτε χρειάζεται ἀρκετὸς χρόνος μέχρις ὅτου ἐπιβληθεῖ καὶ καθιερωθεῖ. Ὡστόσο πρέπει νὰ θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ὅταν συναντοῦμε τὴν ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα» αὐτὴ ἀνάγεται σὲ πολὺ παλιές ἐποχές.

Ἕνα ἄλλο, ἀχρονολόγητο δυστυχῶς καὶ αὐτό, σημείωμα, μὲ τὴν ὀνομασία «Κισσιώτισσα» ἐντοπίστηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο. Τὸ χειρόγραφο αὐτὸ σημείωμα πρέπει νὰ ἦταν πολύ παλαιὸ ἀφοῦ δὲν ἦταν φυλαγμένο σὲ κάποιο ἀρχεῖο. Εἶχε παραμείνει, γιὰ πολλὰ χρόνια, παραπεταμένο καὶ κάποτε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἔτσι  παραπεταμένο, περιφρονημένο καὶ ἄχρηστο, βρισκόταν ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς βιβλιοδέτες καλόγερους τῆς Ξενιᾶς γιὰ νὰ συμπληρώνουν καὶ ἐνισχύουν τὰ ἐξώφυλλα τῶν βιβλίων ποὺ ἔδεναν. Τὸ συγκεκριμένο χαρτὶ μὲ τὸ χειρόγραφο σημείωμα βρέθηκε ἐπικολλημένο στὸ ξύλινο ἐξώφυλλο κάποιου ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς.

Τὸ σημείωμα ἔγραφε:

«+ Ραφαήλ πέφυκε ….[27]

τῇ Μονῇ τῆς Θεομήτορος Πανάγνου Θεοτόκου,

τῆς ἐπονομαζομένης Κισσιώτισσας.

ἥτις βουληθεὶς ἀποξενῶσαι ἐκ τῆς Μονῆς ταύτης

ἔστω ἀφορεσμένος καί ἀσυγχώρητος

παρά Θεοῦ Παντοκράτορος».[28]

Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σημειώματος ὑποδηλώνεται ἐμμέσως μὲν ἀλλὰ σαφῶς ὅτι τὸ χαρτὶ στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένο τὸ σημείωμα ἦταν παλιότερα ἕνα φύλλο κάποιου ἄλλου βιβλίου ποὺ βρισκόταν στὸ Μοναστήρι πολὺ παλιότερα. Τὸ ἄλλο αὐτὸ βιβλίο, τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου δὲν γνωρίζουμε, τὸ εἶχε ἀφιερώσει κάποιος, προφανῶς μοναχός, Ραφαὴλ, «Ραφαὴλ πέφυκε», στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, «τῇ Μονῇ τῆς Θεομήτορος Πανάγνου Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης Κισσιώτισσας».

Τὸ «ἄλλο» αὐτὸ παλαιότερο βιβλίο – τὸ ἀφιέρωμα  τοῦ «Ραφαὴλ» – μὲ τὸ πέρασμα τοῦ  χρόνου ἀχρηστεύθηκε. Τὰ φύλλα του, ὅσα εἶχαν ἀπομείνει, χρησιμοποιοῦνταν ἀργότερα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν βιβλιοδεσία στὸ νὰ ἐπικολλῶνται στὰ ἐξώφυλλα νεότερων βιβλίων γιὰ νὰ γίνονται αὐτὰ ἰσχυρότερα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου ἀφιερώματος τοῦ Ῥαφαήλ, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ φύλλο στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένη ἡ ἀφιέρωση τοῦ Ραφαήλ, προσκολλήθηκε στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς ἄλλου νεότερου βιβλίου. Ἐκεῖ προσκολλημένο τὸ εἶδε τὸ προσεκτικό, ἀνιχνευτικὸ  καὶ ἐρευνητικὸ μάτι τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, ἀντέγραψε τὸ περιεχόμενό του, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατὸν ἀκριβέστερα, καὶ, γιὰ γνωστοποιηθεῖ καὶ ἴσως νὰ ἀξιοποιηθεῖ ἀργότερα ἀπὸ κάποιους σχολαστικοὺς ποὺ θὰ ἔψαχναν καὶ θὰ ἐρευνοῦσαν, τὸ δημοσίευσε στὴν παραπάνω μελέτη του μὲ τίτλο «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς».

Ἐμεῖς θέλοντας νὰ συνδυάσουμε τὸ ἐμμέσως ὑποδηλούμενο μήνυμα τοῦ σημειώματος αὐτοῦ παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἐνθυμησιογράφος καὶ ἀφιερωτὴς τοῦ πρώτου ἐκείνου βιβλίου ποὺ καταστράφηκε, ὁ «Ραφαὴλ», παρουσιάζεται νὰ ἀγνοεῖ ἤ, τοὐλάχιστον, νὰ μὴν ἀναγνωρίζει ὡς κυριαρχοῦσα καὶ νὰ μὴν καταγράφει τὴν ἐπωνυμία «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὸ γεγονὸς τὸ σημείωμα νὰ ἀνάγεται σὲ ἐποχὴ πρὶν τὴν ἄφιξη στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας  τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἤ, τοὐλάχιστον, πρὶν τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» πάρει καὶ τὴν ὀνομασία «Παναγίας Ξενιᾶς». Ὁ μοναχὸς Ραφαὴλ ἀφιερώνει τὸ βιβλίο, δηλώνοντάς το καθαρά, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο «τῇ Μονῇ τῆς Θεομήτορος Πανάγνου Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης Κισσιώτισσας». Μάλιστα θέλει νὰ θεωρεῖται ἀφορισμένος καὶ ἀσυγχώρητος ὅποιος θελήσει νὰ τὸ πάρει «ἐκ τῆς Μονῆς ταύτης».

Ἡ σύγχυση ποὺ ὑπάρχει ὡς πρὸς τὶς χρονολογίες καὶ τὶς ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν, κυριαρχοῦσαν καὶ χρησιμοποιοῦνταν οἱ δύο ὀνομασίες τοῦ Μοναστηριοῦ, «Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ «Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν εἶναι εὔκολο νὰ διαλευκανθεῖ.

Θὰ πρέπει πάντως νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι τὸ πρόβλημα συνίσταται στὴν ἐπωνυμία τοῦ «Μοναστηριοῦ» καὶ ὄχι στὴν ἐπωνυμία τῆς «Εἰκόνας» τῆς Παναγίας. Οἱ δύο εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ βρίσκονταν στὸ «Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας», ἡ μία, ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», καὶ ἡ δεύτερη τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», τῆς ἐπιλεγόμενης καὶ «Βρεφοκρατούσας», ἦταν πάντοτε δύο σαφῶς διαφορετικὲς καὶ διακρινόμενες μεταξύ τους εἰκόνες, ἔχοντας ἡ κάθε μία τὴν ἰδιαίτερη ὀνομασία της ἄσχετα μὲ τὴν ἐπωνυμία τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ ὀνομασία τοῦ «Μοναστηριοῦ» μπορεῖ νὰ ἄλλαζε κατὰ καιροὺς. Οἱ δύο διαφορετικὲς ὀνομασίες ὅμως τῶν δύο εἰκόνων τῆς «Παναγίας» παρέμειναν πάντοτε  ξεχωριστές.

Ἡ πρώτη καὶ ἀρχικὴ, ἡ ἐφέστια, εἰκόνα τοῦ «Μοναστηριοῦ», ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», εἶχε καὶ τὴν ἐπωνυμία «Παναγία Κισσιώτισσα», ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, βρέθηκε περιτυλιγμένη μέσα σὲ κισσούς πάνω στὸν κορμὸ μιᾶς βελανιδιᾶς.

Ὁ δικαστικὸς κλητήρας τοῦ Ἁλμυροῦ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, ἔγραψε στὴν ἐφημερίδα «Πρωία» στὶς 8 Ἰουνίου 1910 τὰ ἑξῆς σχετικά: «Τηλικαύτη ἐστὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς … Μοναστήριον τιμώμενον ἕως τότε ἐπ’  ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἧστινος ἡ εἰκὼν ἀπεκαλύφθη ἐντὸς κορμοῦ γηραιᾶς δρυὸς δι’  ὁράματος».

Ἦταν ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα» ἀπὸ τὴν ὁποία ὀνομάστηκε καὶ τὸ μοναστήρι «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας». Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ὀνομασία τοῦ σημερινοῦ πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ καὶ ἱστορικὰ θεμελιωμένη καὶ ἐπίσημα καθιερωμένη ὀνομασία του.

Ἡ δεύτερη εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ γνωστὴ γιὰ διάκριση ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ ὡς «Βρεφοκρατοῦσα», εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀνομάστηκε «Παναγία Ξενιά», ἐπειδὴ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα. Τὸ γεγονὸς τῆς θαυματουργικῆς ἀφίξεώς της στὸ πρῶτο μοναστήρι, αὐτὸ στὴ «Λάκα Παναγιά», καὶ ἡ μεταφορά της στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» ἔκαναν καὶ τὸ Μοναστήρι αὐτὸ διάσημο προσκυνηματικὸ κέντρο σὲ βαθμὸ πολὺ μεγάλο, τόσο ποὺ ἐπισκιάστηκε τὸ ἀρχαιότερο ὄνομά του «Παναγία Κισσιώτισσα» ἀπὸ τὸ νεότερο ὄνομα «Παναγία Ξενιά».

 

1700

Παρὰ τὸ δεδομένο γεγονὸς ὅτι στὴν ἐποχή μας ἔχει πιὰ ὁριστικὰ ἐπικρατήσει ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ πολὺ λίγοι, ἐλάχιστοι, γνωρίζουν τὴν ἀρχικὴ καὶ μόνη δεοντολογικὰ ὀρθὴ ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ «Παναγία Κισσιώτισσα», ἡ συστηματικὴ καὶ ἐπίμονη ἀρχειακὴ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς διαρκῶς καὶ νέα στοιχεῖα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν ἀρχικὴ αὐτὴ ὀνομασία.

Φαίνεται, μάλιστα, ὅτι γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀκόμη καὶ γιὰ αἰῶνες, οἱ δύο ὀνομασίες τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ, «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ «Παναγία Ξενιὰ»,  συνυπῆρχαν καὶ συνχρησιμοποιοῦνταν, χωρὶς καμία νὰ ἐπικαλύπτει καταλυτικὰ τὴν ἄλλη. Σὲ ὅσους μάλιστα μελετητὲς ἐπικεντρώνουν μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ τὴν ἔρευνά τους στὶς πρωτογενεῖς γραπτὲς πηγὲς καὶ δὲν στηρίζονται μόνο σὲ ἀτεκμηρίωτα, πρόχειρα ἤ καὶ σοβαρά, δημοσιεύματα ἄλλων καὶ σὲ ὑπάρχουσες συνήθειες καὶ παραδόσεις, δημιουργεῖται σαφῶς ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ ἐπωνυμία «Παναγία Ξενιά», ὅταν αὐτὴ ἀναφερόταν στὸ «Μοναστἠρι» καὶ ὄχι στὴν ἀντίστοιχη «Εἰκόνα»,  ἦταν ἡ «δευτερεύουσα» καὶ ἡ «ἀνεπίσημη» ὀνομασία τοῦ «Μοναστηριοῦ», αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ πολὺς λαὸς ἤ καὶ ἄλλοι «ξένοι» ὡς πρὸς τὴν πραγματικότητα καὶ τὸ ἱστορικὸ παρελθόν τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἡ Διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ, τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ οἱ τοπικὲς ἀρχὲς τοῦ Ἁλμυροῦ ὀνόμαζαν πάντοτε καὶ ἀνέφεραν στὰ ἐπίσημα ἔγγραφά τους τὸ Μοναστήρι μὲ τὴν ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας».

Στὰ 1522, π. χ., ἡ Μονὴ Βατοπεδίου, στέλνοντας ὡς δῶρο τὴν τιμία ζώνη τῆς Παναγίας, χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα «Παναγία Ξενιά». Καὶ ὅμως, πολὺ ἀργότερα, στὰ 1700, διακόσια χρόνια σχεδὸν μετά, βλέπουμε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀκόμη τὸ ὄνομα «Κισσιώτισσα». Σὲ ἕνα χειρόγραφο βιβλίο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ποὺ περιεῖχε «βίους καὶ πολιτείας ἁγίων» ὑπῆρχε μία  ἐνθύμηση ποὺ ἀναφέρεται στὴν παλιότερη ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ «Κισσιώτισσα» : [29]

«αψ΄ (1700). Τὸ παρὸν βιβλίον ὑπάρχει τῆς ὑπεραγίας,

δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καλουμένης Κισσιωτίσσης,

καὶ ὅστις βουληθεῖ καὶ ἐλησταρχήσει καὶ τὸ ἀποξενώσει

νὰ ἔχῃ τὸ ἐπιτίμιον καὶ ἀντίμαχον αὐτήν, τὴν Θεοτόκον,

ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως».[30]

Ἀλλὰ καὶ ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐξεταστική, διεισδυτικὴ ἀνάγνωση στὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῶν ὅσων ἐγγράφων ἔχουν σωθεῖ ὡς τὶς ἡμέρες μας καὶ  τῶν ὅσων γνωρίζουμε ἁπλῶς τὸ περιεχόμενό τους ἀπὸ παλαιότερες δημοσιεύσεις ὁδηγεῖ σὲ μία σαφῆ διαπίστωση ποὺ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ἰδιαίτερα.

Ἐνῶ, δηλαδή, οἱ ἄλλοι, οἱ ξένοι πρὸς τὸ Μοναστήρι, οἱ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα πραγματικότητα, οἱ μὴ γνῶστες τῆς παλαιότερης ἱστορίας του, χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὸ Μοναστήρι τὴν ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ Διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ χρησιμοποιοῦσε τὴν πραγματική του ὀνομασία «Μονὴ  Παναγίας Κισσιωτίσσης».

Προσωπικὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση, ἐντύπωση ποὺ πρέπει νὰ ἀπηχεῖ τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ἐπωνυμία  «Παναγία Ξενιὰ» εἴτε ἀναφέρεται στὴν «Εἰκόνα» εἴτε ἀναφέρεται στὸ «Μοναστήρι», ποτὲ δὲν δόθηκε ἤ καὶ δὲν ἀναγνωρίστηκε μὲ ἀπόφαση κάποιας ἁρμόδιας ἀρχῆς. Ἁπλὰ τὴν δημιούργησε καὶ τὴν καθιέρωσε ὁ λαὸς καὶ μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων ἐπιβλήθηκε καὶ κυριάρχησε σὲ ὅλους, ἔτσι ὥστε ἡ ὀνομασία αὐτὴ νὰ καταστεῖ τὸ πιὸ ἀσφαλὲς ὄνομα συνεννόησης, ταυτοποίησης καὶ ἀναγνώρισης, ὅπως συμβαίνει καὶ στὴν σύγχρονη πραγματικότητα με κάποιες ὀνομασίες καὶ μετονομασίες ὁδῶν.

Ἀργότερα, ὅταν πλέον καταλυτικὰ κυριάρχησε τὸ «Παναγίας Ξενιᾶς», καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ διοικοῦντες  τὸ Μοναστήρι ἀναγκάστηκαν ὄχι νὰ καταργήσουν τὴν παλιά ὀνομασία ἀλλὰ νὰ προσθέσουν στὴν ἀρχικὴ ἐπίσημη ὀνομασία «Μονὴ Κισσιωτίσσης» καὶ τὸ διευκρινιστικὸ «τῆς καὶ Ξενιᾶς ἐπιλεγομένης».

Στὰ νεότερα βεβαίως χρόνια, ἰδίως μετὰ τὴν ὁριστική μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ ὀνομασία «Μονὴ Κισσιώτισσας» ἔπαψε νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μοναχούς. Ἐξ  ἄλλου τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» (ἤ καὶ «Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου») δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ ὀνομάζεται «Μονὴ Κισσιώτισσας», ἀφοῦ ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ  τὴν  ἕδρα της, ἀπὸ τὴν δική της «ἑστία». Παρέμεινε πάντοτε ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ της, τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ».

 

1704

Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς σχέσης καὶ ἀλληλεξάρτησης μεταξὺ τῶν δύο διαφορετικῶν καὶ ἀπομακρυσμένων μεταξύ τους κτιριακῶν συγκροτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», τὰ ὁποῖα ἀπὸ πολὺ νωρὶς, γιὰ λόγους διάκρισης, ὀνομάζονταν, ἀδόκιμα καὶ ἄκυρα, «Πάνω» καὶ «Κάτω» «Μοναστήρι», συνδέονται καὶ πατριαρχικὰ σιγγίλια ἀλλὰ καὶ τουρκικὰ φιρμάνια.

Ἄν ὅμως ἡ σταδιακὴ ἀποσιώπηση καὶ ἐγκατάλειψη τῆς ἀρχικῆς ἐπωνυμίας «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ ἡ σταδιακὴ ἀντικατάστασή της μὲ τὸ «Παναγία Ξενιὰ» πραγματοποιήθηκε ἀθόρυβα καὶ χωρὶς ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἐπίσημη ἀπόφαση ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀντιδράσεις ὁ προβιβασμὸς τοῦ κάτω κτιριακοῦ συγκροτήματος ἀπὸ «μετόχι» σὲ «μοναστήρι», ποὺ ἐπιχειροῦνταν ἀπὸ μερικούς, προκαλοῦσε γιὰ πολλὰ χρόνια πολλές ἀντιδράσεις.

Ἔτσι, π.χ., γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μία καὶ μόνο περίπτωση στὸ σημεῖο αὐτό, στὰ 1704 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριὴλ μὲ σιγγιλιῶδες γράμμα του διατάσσει ἐκείνους τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ (τὸ Πάνω Μοναστήρι) καὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ  μονίμως στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἕδρα τους.

«… Τούτου χάριν τὴν δέησιν αὐτῶν εὐμενῶς ἀποδεξάμενοι, … γράφομεν καὶ ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς … ἵνα τὸ … μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας μου Θεοτόκου Ξενιᾶς…, ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται κατὰ τὴν ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτοῦ τάξιν τε καὶ κατάστασιν, πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, πάντῃ ἐλεύθερον, ἀσύδοτον, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον, ἀνεπηρέαστον καὶ ἀνενόχλητον παρὰ παντὸς προσώπου ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ….

Τὸ δὲ μετόχιον αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, εἴη ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν αὐτοῦ, ὡς καὶ πρότερον …., ὀφειλόντων τῶν ἐν αὐτῶ τῷ μετοχίῳ εὑρισκομένων πατέρων, χωρίς τινος προφάσεως καὶ ἀντιλογίας, μεταναστῆναι καὶ ἐπανελθεῖν εἰς τὸ πρωτότυπον καὶ καθολικὸν εἰρημένον βασιλικὸν μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς ….».[31]

 

1707

Στὰ 1707 κατασκευάστηκε τὸ ἑστιατόριον στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. «Ἐν τῷ μοναστηρἰῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἐτοιχογραφήθη ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ αὐτοῦ» λέει σὲ κάποια σημείωσή του ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Τὴν παρουσίασε στὴν ἐργασία του «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ» (τόμος 4ος, (1934) σελ. 69), ἀλλὰ καὶ στὴ μελέτη του «Περιγραφὴ τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Ἁλμυροῦ διακειμένης Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικὴν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν», ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος»[32] (τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 656).

Τὸ ἴδιο ἔτος τὸ ἑστιατόριο εἰκονογραφήθηκε ἀπὸ τὸν ζωγράφο «Νικόλαο», ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴ σημείωση ποὺ χάραξε ὁ ἴδιος στὴν ἄκρη τῆς εἰκονογραφημένης ἐπιφάνειας:

«+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ

Νικολάου ζωγράφου. αψζ  (=1707)».[33]

 

1721 –  1794 –  1800 – 1822

Ἕνα ἀξιοσημείωτο χαρακτηριστικὸ ἑνὸς κώδικα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, τοῦ 15ου αἰῶνα  εἶναι ὅτι στὰ λευκὰ περιθώρια κάποιων σελίδων του ὑπῆρχαν οἱ ὑπογραφὲς διαφόρων ἐπισκόπων τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέφθηκαν τὸ Μοναστήρι καί, προφανῶς, τοὺς ζητήθηκε καὶ φαίνεται ὅτι αὐτὸ τοὺς ζητοῦνταν συστηματικά, μᾶλλον ἀπὸ κάποια παράδοση, ἐπὶ ἑκατό καὶ περισσότερο χρόνια, νὰ ὑπογράψουν στὸν κώδικα.

Ἔτσι στὸν κώδικα αὐτὸν εἰδικὰ συγκεντρώθηκαν καὶ  ὑπῆρχαν οἱ ὑπογραφὲς «ἐνθυμήσεις» ἱεραρχῶν ποὺ ἐκτείνονταν σὲ ἕνα χρονικὸ διάστημα ἑκατὸ χρόνων, ἀπὸ τὸ 1721 μέχρι καὶ τὸ 1822. Ὑποψιάζομαι ὅτι ὁ κώδικας αὐτὸς εἶχε κάποια ἰδιαίτερη διαχρονικὴ ἱστορικὴ σημασία γιὰ τὸ Μοναστήρι Ξενιᾶς, ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνταν ἐπὶ ἑκατὸ συνεχῆ χρόνια συγκεντρώνοντας σ’ αὐτὸν ὑπογραφὲς ἀρχιερέων.

Ὁ συγκεκριμένος κώδικας ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον περὶ Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου» δὲν περιεῖχε κάτι ἄλλο τὸ ἰδιαίτερο γιὰ νὰ δικαιολογεῖται μία τέτοια συνήθεια. Δυστυχῶς ὅμως ὁ πολύτιμος αὐτὸς κώδικας χάθηκε κατὰ τὴ λεηλασία ποὺ ἀκολούθησε τὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897.

Οἱ «ἐνθυμήσεις» στὸν σημαντικὸ αὐτὸν χειρόγραφο κώδικα παρουσιάζονται μὲ τὴ μορφὴ ὑπογραφῶν ἱεραρχῶν. Παρουσιάζονται οἱ ὑπογραφές τεσσάρων διαφορετικῶν ἐπισκόπων. Τὸν κώδικα ὑπόγραψαν κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ οἱ ἐπίσκοποι, Ζητουνίου Θεοφάνης, Δημητριάδος Ἀθανάσιος, Φαρσάλων Βενιαμὶν καὶ Λαρίσης Πολύκαρπος. Δὲν ἀναφέρονται οἱ ἀκριβεῖς χρονολογίες κατὰ τὶς ὁποῖες ὑπέγραψαν στὸν κώδικα. Κάποια βιογραφικὰ τους στοιχεῖα, ὡστόσο, ἐπιτρέπουν ἐνδεικτικὲς χρονολογίες:

«+ ὁ Ζητουνίου Θεοφάνης», στὴ σχετικὴ ἔρευνα παρουσιάζεται νὰ ἀκμάζει πρὶν τὸ 1721.

«+ ὁ Δημητριάδος Ἀθανάσιος», φέρεται νὰ ἔγινε Μητροπολίτης Δημητριάδος τὸ 1794.

«+ ὁ Φαρσάλων Βενιαμὶν», ἀκμάζει γύρω στὰ 1800.

«+ ὁ Λαρίσης Πολύκαρπος καὶ ἐν Χριστῷ πάντων ἡμῶν»,  φονεύθηκε στὴ Λάρισα ἀπὸ τὸν Δράμαλη πασᾶ τὸ 1822.

Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι οἱ ἀναφερθεῖσες χρονολογίες (1721 –  1794 –  1800 – 1822) μᾶς δίνουν κάποιους σταθμοὺς πρὶν ἤ μετὰ ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ τέθηκαν οἱ ὑπογραφές τῶν ἀρχιερέων αὐτῶν.

Δὲν γνωρίζουμε, ὅπως ἀναφέρθηκε, τὶ ἦταν ἐκεῖνο τὸ σημαντικὸ στὸν κώδικα αὐτὸν ποὺ ὁδηγοῦσε ἐπὶ ἑκατὸ συνεχῆ χρόνια τόσους ἱεράρχες νὰ συνηθίζουν νὰ θέτουν ἤ νὰ τοὺς ζητεῖται νὰ θέτουν προσωπικὰ τὴν ὑπογραφή τους. Ἡ σημαντικότητά του, ὡστόσο, πρέπει νὰ θεωροῦνταν διαχρονικὴ καὶ μὴ ἀμφισβητήσιμη, ἀφοῦ ἀναγνωριζόταν ἐπὶ ἑκατό συνεχῆ χρόνια ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποὺ κατεῖχαν τὸν κώδικα.

Στὸν ἴδιο, ὡστόσο, αὐτὸν χειρόγραφο κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἐντοπίστηκε καὶ ἡ παρακάτω ἐνθύμηση:

«Ἐτοῦτο τὸ παρὸν βιβλίον ὑπάρχει καὶ εἶναι

τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς

τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου

καὶ ὅποιος τὸ ἀπα ….  (ἀπαλλοτριώσῃ;) νὰ ἔχῃ τὰς ἀρὰς

τῶν τιη΄[34] θεοφόρων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ».[35]

Ὅπως γίνεται φανερὸ ὁ συγκεκριμένος κώδικας δὲν ἀνῆκε, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοὐλάχιστον, στὸ Μοναστηρι τῆς Ξενιᾶς ἀλλὰ στὴ «Σεβασμία Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου», γιὰ τὴν ὁποία προσωπικὰ τοὐλάχιστον δὲν γνωρίζω τίποτε περισσότερο.

Ἀπὸ τὴ Μονὴ αὐτὴ τοῦ «Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου» δὲν ἔπρεπε κάποιος νὰ τὴν ἀπομακρύνει γιατὶ θὰ ἐπέσυρε ἐναντίον του «τὰς ἀρὰς τῶν 318 πατέρων» τῆς «ἐν Νικαίᾳ» Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ βρέθηκε στὴ Μονὴ Ξενιᾶς. Φαίνεται ὅτι κάποιος ποὺ δὲν φοβόταν «νὰ ἔχῃ τὰς ἀρὰς τῶν τιη΄  θεοφόρων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ», ἄν τὸ ἀφαιροῦσε ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου,[36] τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔφερε στὴν Ξενιά.

Κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου πρέπει νὰ τὸ ἔφερε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὁ ἴδιος καλόγερος ποὺ τὸ εἶχε ἀρχικὰ προσφέρει στὴ Μονὴ Προδρόμου, θεωρῶντας ὅτι ὁ ἴδιος, ὡς ἰδιοκτήτης του, ἐξαιροῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν «ἀρῶν» τῶν 318 πατέρων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

 

1716

Στὸν παραπάνω κώδικα ἕνας μοναχὸς ἔγραψε μία του ἀφιέρωση – εὐχὴ στὸν αὐθέντη του καὶ δεσπότη ἐπίσκοπο τῆς Ἐπισκοπῆς Ζητουνίου:

«Τῷ Θεοφιλεστάτῳ καὶ μουσικωτάτῳ

ἁγίῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Ζητουνίου,

ἐμοῦ δὲ αὐθέντου καί δεσπότου Ἰωαννικίου,[37] πολλά τά ἔτη».[38]

 

 

 

[1]. ξζδ  =  7064 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἤτοι 7064 – 5508 =  1556 μ. Χ.

[2] . Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 20, σελ. 105.

[3]. Ἡ κιννάβαρη εἶναι χρωστικὴ οὐσία μὲ χρωματισμοὺς ἀπὸ ἔντονο κόκκινο μέχρι τὸ πορτοκαλοκόκκινο ἡ ὁποία ἔχει ὡς βάση τῆς παρασκευῆς της τὸν θειοῦχο ὑδράργυρο.

[4]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 94.

[5]. ζπα΄ (7081 ἀπὸ κτίσεως κόσμου), ἤτοι 7081 – 5508 = 1573 μ.Χ.

[6]. Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 19, σελ. 376.

[7]. ζρκζ΄= 7127 ἀπὸ κοσμογονίας – 5508 = 1619  ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως.

[8]. Κατὰ τὸ 1619 ἡ ἰνδικτιὼν τοῦ ἔτους ἦταν β΄, [(1619+3) :15 = πηλίκο 108 καὶ ὑπόλοιπο 2]. Ἴσως τὸ ἔτος ἦταν ζρκη΄ [7128 -5508 = 1620]  ὁπότε ἔχομε  [(1620 +3) : = πηλίκο   108 καὶ ὑπόλοιπο 3 (= ἰνδικτιῶν γ΄) καὶ ἀπὸ κάποιο λάθος κατὰ τὴν ἀντιγραφὴ τὸ ζρκη΄ ἔγινε ζρκζ΄.

[9]. Ἡ ἐπιγραφὴ δημοσιεύθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ. 701.

[10]. Εἱλητάριο εἶναι μακρόστενη ταινία περιτυλιγμένη σὲ ἕναν κύλινδρο. Στὴν ταινία αὐτὴ γραφόταν τὸ κείμενο τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ διαβασθεῖ ξετυλισσόταν ἡ ταινία.

[11]. Τὸ Μεγαλυνάριον τοῦ ὁσίου Σισώη λέει: «Δειλιῶν καὶ τρέμων ὁ Ἀσκητὴς, τάφῳ Ἀλεξάνδρου βασιλέως ποτὲ τρανοῦ, τοῦ καιροῦ τὸ ῥέον, καὶ πρόσκαιρον τῆς δόξης, ἐξίσταται Σισώης, θαυμάζων καὶ θρηνῶν».

[12]. ΖΡΟΕ (7175) «ἀπὸ κτίσεως κόσμου», ἤτοι 7175 – 5508 =1667 «ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως»

[13]. [(1667+3) :15 = 111 πηλίκον καὶ 5 ὑπόλοιπο (= ἰνδικτιὼν 5 (ε)].

[14]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ, στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος, (1934), σελ. 75

[15]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 711. Ἡ ἐργασία αὐτή, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», βρίσκεται συνημμένη στὴν ἐργασία του «Περιγραφὴ τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Ἁλμυροῦ διακειμένης Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικήν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν» μόνο στὸ ἀνάτυπο τῆς ἴδιας ἐργασίας, στὶς σελίδες 693 – 725, ἐνῶ δὲν συμπεριλαμβάνεται στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθῆναι 1896, στὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε ἡ ἴδια ἐργασία μὲ τίτλο «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», στὶς σελίδες 653 -692.

[16]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Δελτίον τῆς  Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ. 712.

[17]. Πληροφορίες γιὰ τὸν πολυτιμότατο αὐτὸν κώδικα παρατίθενται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὰ Χειρόγραφα καὶ Κειμήλια τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τῆς παρούσας ἐργασίας.

[18]. ζρπ = 7180 ἀπό Κτίσεως Κόσμου = 7180 -5508 = 1672 ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως.

[19]. αχοβ= 1672.

[20]. Ἡ κανονικὴ  ἰνδικτιὼν τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους 1672 εἶναι ι΄ (δεκάτη), διότι τὸ [(1672=3) :15] μᾶς δίνει ὑπόλοιπο 10. Γιὰ τὸν ὑπολογισμὸ  ὅμως τῆς  ἰνδικτιῶνος λαμβάνεται ὑπ’ ὄψη τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ποὺ ἀρχίζει τὸν Σεπτέμβριο. Ἔτσι, στὴν περίπτωση αὐτή, στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1672, βρισκόμαστε στὸν πρῶτο μῆνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους 1673, ὁπότε ἡ ἰνδικτιὼν εἶναι [(1673+3): 15 = 111 πηλίκο καὶ 11 ὑπόλοιπο]. Ἄρα ἰνδικτιὼν 11.

[21]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,  στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  684.

[22]. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος θεώρησε τὸ σύμβολο V ὡς ϟ (=90) καὶ ἔτσι ἔγραψε 1696 ἐνῶ νεότεροι ἐρευνητὲς τὸ θεώρησαν ὡς Ν (=50) καὶ ἔγραψαν 1656.

[23]. ζσε΄ = 7205 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἤτοι 7205 -5508 = 1697 μ. Χ.

[24]. Ὁλόκληρο τα κείμενο τῆς σουλτανικῆς διαταγῆς παρατίθεται στο κεφάλαιο «Ἡ Ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἔγγραφα.

[25]. Δελτίον Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. 4, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ Ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 654

[26]. Κατὰ Ματθαῖον, ΚΕ΄,΄ 35,36.

[27]. Κάποιες δυσανάγνωστες λέξεις ἐξ αἰτίας καταστροφῆς τοῦ τμήματος αὐτοῦ  τοῦ χαρτιοῦ κατὰ τὴν ἀποκόλλησή του.

[28]. Δελτίον Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. 4, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ Ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 653

[29]. Τὴν καταγράφουμε ὀρθογραφημένη.

[30]. Βλ. Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὅθρυος, τεῦχος Γ΄, σελ. 8, Ἀθήνησιν 1900 καὶ  Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος, στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 19, σελ. 265.

[31]. Τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ σιγγιλίου ὑπάρχει στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἰστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἔγγραφα».

[32]. Ὁ τίτλος τῆς ἐργασίας τοῦ  Νικ. Γιαννόπουλου στὸ «Δελτίο» εἶναι «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» ἐνῶ στὸ ἐξώφυλλο τοῦ ἀνατύπου τῆς ἴδιας ἐργασίας ὁ τίτλος γράφηκε πληρέστερος: «Περιγραφὴ τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἁλμυροῦ διακειμένης Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικήν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν». Ὁ πληρέστερος τίτλος τοῦ ἀνατύπου δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτό προστίθεται καὶ μία ἄλλη ἐργασία τοῦ Γιννόπουλου μὲ τίτλο «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς».

[33]. «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ, (1896), σελ. 715.

[34]. τιη΄ = 318.

[35]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων»΄, τόμος ΙΘ΄, σελ. 376.

[36].  Δὲν εἶναι γνωστὸ  ποῦ βρισκόταν ἡ μονὴ αὐτή.

[37].  Δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς ἦταν ἐπίσκοπος Ζητουνίου ὁ Ἰωαννίκιος. Κατὰ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ἀπεβίωσε κατὰ τὸ 1716. Ἑπομένως ἦταν ἐπίσκοπος Ζητουνίου πρὶν τὸν Θεοφάνη, ὁ ὁποῖος φέρεται νὰ ὑπόγραψε ἰδιοχείρως στὴν κώδικα.

[38].  Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος, στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 376.

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο τριτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

ΙΔ΄. Ἡ ὑπαγωγὴ τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος

Τὸ 1881 ἡ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν μακραίωνη τουρκικὴ σκλαβιὰ. Ὕστερα ἀπὸ πεντακοσιόχρονη τουρκοκρατία ἡ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μαζὶ μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπὸ τὴν Δευτέρα, 17 Αὐγούστου 1881, ἀνῆκαν πλέον στὴν Ἑλλάδα

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ εἶχε ἀνακηρυχθεῖ «αὐτοκέφαλος», πολὺ νωρίτερα,  μετὰ  τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ κράτους.

Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας καὶ μέρους τῆς Ἠπείρου στὰ 1881, ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας ζήτησαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὴν ὑπαγωγὴ καὶ τῶν νέων ἑλληνικῶν χωρῶν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας.

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως πῆρε τὴν σχετικὴ ἀπόφαση στὶς 19 Μαΐου 1882 καὶ τὴν κοινοποίησε στὰ ἐνδιαφερόμενα μέρη:

«…Συνεπείᾳ τῆς πρὸ ἑνὸς περίπου ἔτους γενομένης παρὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς ὀθωμανικῆς κυβερνήσεως ἐκχωρήσεως χωρῶν τινων τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας εἰς τὸ ἑλληνικὸν βασίλειον ἡ εὐσεβεστάτη τούτου κυβέρνησις καὶ ἡ ἱερὰ σύνοδος τῆς αὐτοκεφάλου ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θεωρήσαντες πρέπον ἅμα καὶ ἀναγκαῖον ἵνα καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀπολυθῶσιν αἱ ἐν ταῖς χώραις ταύταις κείμεναι μητροπόλεις καὶ ἐπισκοπαὶ παρὰ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ μεγάλης ἐκκλησίας καὶ ἐκχωρηθῶσι τῇ αὐτοκεφάλῳ ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος, ἀνηνέχθησαν ἀρτίως πρὸς ἡμᾶς ἐξαιτούμενοι τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀπόλυσιν καὶ ὑπαγωγὴν αὐτῶν ὑπὸ τὴν ἄμεσον ἐκκλησιαστικὴν καὶ πνευματικὴν δικαιοδοσίαν τῆς εἰρημένης ἱερᾶς καὶ σεβασμίας συνόδου.

Ἡ μετριότης οὖν ἡμῶν μετὰ τῆς περὶ ἡμᾶς ἁγίας καὶ ἱερᾶς συνόδου λαβόντες ὐπ’ ὄψει τὴν αἴτησιν ταύτην καὶ συνδιασκεψάμενοι, ἐπειδὴ κατείδομεν αὐτὴν οὐ μόνον δικαίαν οὖσαν καὶ εὔλογον, ἀλλὰ καὶ συνᾴδουσαν τῇ ἀνέκαθεν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐπικρατησάσῃ τάξει, ἔγνωμεν συνοδικῶς καὶ συναπεφηνάμεθα ἀποδέξασθαι τὴν αἴτησιν ταύτην, ἐφ’ ᾧ καὶ ἀπολύσαντες ἐξεχωρήσαμεν τῇ ἐκκλησιαστικῇ δικαιοδοσίᾳ τῆς προσφιλοῦς ἀδελφῆς ἡμῶν ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πάσας τὰς ἐν ταῖς πολιτικῶς τῇ Ἑλλάδι ἐκχωρουμέναις χώραις τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας  κειμένας ἐπαρχίας μετὰ πάντων τῶν ἐν αὐταῖς δικαίων τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγἰας τοῦ Χριστοῦ Μ. ἐκκλησίας διὰ πατριαρχικῆς ἐπὶ τούτῳ καὶ συνοδικῆς πράξεως. Ἐπειδὴ δὲ μεταξύ τῶν ἀπολυομένων καὶ ἐκχωρουμένων ἐπαρχιῶν ἐστι καὶ ἡ ἁγιωτάτη μητρόπολις …..  μετὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῇ ἐπισκοπῶν καὶ πόλεων καὶ χωρίων, ἀνακοινούμενοι τὸ γεγονὸς τοῦτο τῇ τε αὐτῆς ἱερότητι καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς εὐλογημένοις χριστιανοῖς τῆς ἐπαρχίας ταύτης κληρικοῖς τε καὶ λαϊκοῖς, πρῶτα μὲν δὴ εἰσηγούμεθα καὶ προτρεπόμεθα τῇ ἀρχιερωσύνῃ αὐτῆς, κανονικῶς ἀπολύοντες αὐτὴν, ἵνα ἀναγνωρίζουσα τοῦ λοιποῦ κανονικὴν ἐκκλησιαστικὴν αὑτῆς ἀρχὴν τὴν ἱερὰν σύνοδον τῆς προσφιλοῦς ἀδελφῆς ἡμῶν ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ εἰς αὐτὴν ὐποκειμένην πᾶσαν τε τὴν ἐπαρχίαν αὑτῆς καὶ πάσας τὰς ὑποκειμένας αὐτῇ ἐπισκοπὰς καὶ τοὺς τούτων θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους (οἷς ἐπίσης  τὰ αὐτὰ ἐπιστείλαντες ἐνετειλάμεθα) μνημονεύῃ τοῦ κανονικοῦ αὐτῆς ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν σχέσιν καὶ ἀναφορὰν ἔχῃ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπαρχιακοῖς αὑτῆς πράγμασιν, εὐπειθῶς ὑπείκουσα καὶ πειθομένη αὐτῇ κατὰ πάντα. 

Ὑμῖν δὲ τὸν λόγον στρέφοντες τοῖς εὐλογημένοις χριστιανοῖς εἰσηγούμεθα καὶ συμβουλεύομεν ἴνα καὶ ὑμεῖς ὑπείκοντες καὶ ὑποτασσόμενοι ταῖς πολιτικαῖς καὶ ἐκκλησιαστικαῖς ἀρχαῖς, ὡς παρὰ Θεοῦ τεταγμέναις, μὴ παύσησθε ἀγαπῶντες ἀλλήλους κατὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν Χριστοῦ ἐντολὴν τηροῦντες τὴν πίστιν τῶν πατέρων ὑμῶν ἀσάλευτον ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς ὁμολογίας καὶ στερρῶς ἀντεχόμενοι τῶν ἱερῶν θεσμῶν καὶ κανόνων τῆς ἐκκλησίας, ἧς τίμια μέλη ἐστέ. 

Ἀπονέμοντες δὲ πᾶσιν ὑμῖν κληρικοῖς τε καὶ λαϊκοῖς καὶ τὰς εὐλογίας τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μ. ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τῶν μυχῶν τῆς καρδίας εὐχόμενοι πᾶσιν ὑμῖν προαγωγὴν ἐπ’ ἀρετῆ καὶ προκοπὴν βίου καὶ πίστεως, ἐξαιτούμεθα ὑμῖν παρὰ τοῦ παναγάθου Θεοῦ τὴν χάριν καὶ τὸ ἄπειρον αὐτοῦ ἔλεος, ὅ εἴη ἐσαεὶ μετὰ πάντων ὑμῶν.

αωπβ΄ μαΐου ιθ΄

+ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐν Χῷ ἀγαπητὸς  ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.»[1]

 

Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Πατριαρχείου στάλθηκε καὶ πρὸς τὸν ἡγούμενο καὶ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ὑπεραγἰας  Θεοτόκου Ξενιᾶς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Λαρίσσης»:

«Ἀριθ. πρωτ.  2306

 «+Ἰωακεὶμ ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης

Ὁσιώτατοι ὅ,τε ἡγούμενος καὶ λοιποὶ πατέρες τοῦ ἐν τῆ ἐπαρχίᾳ  Λαρίσσης κειμένου ἱεροῦ ἡμετέρου πατριαρχικοῦ σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου τῆς Ὑπεραγίας  Θεοτόκου Ξενιᾶς, τέκνα ἐν Kυρίῳ ἀγαπητὰ, χάρις εἴη ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Μετὰ τὴν συντελεσθεῖσαν πολιτικὴν ἐκχώρησιν χωρῶν τινων ἐξ Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας πρὸς τὸ βασίλειον τῆς Ἑλλάδος, ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησία, λαβοῦσα ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἐκ τῆς πολιτικῆς τῶν χωρῶν τούτων ἐκχωρήσεως ἀναγκαίως ἐναπαιτεῖται ἵνα καὶ αἱ ἐν αὐταῖς κείμεναι μητροπολιτικαὶ καὶ ἐπισκοπικαὶ αὐτῆς παροικίαι  ἀπολυθεῖσαι ἐκκλησιαστικῶς ἑνωθῶσι τῇ ἁγιωτάτῃ αὐτοκεφάλῳ ἐκκλησίᾳ  τοῦ εἰρημένου βασιλείου, ἐνέκρινεν ἤδη τὴν ἀπόλυσιν ταύτην καὶ ἕνωσιν, ἀπολύσασα ἅμα καὶ ὑπαγαγοῦσα τῇ ἐκκλησίᾳ ταύτῃ καὶ τὰς ἐν αὐταῖς ἱερὰς πατριαρχικὰς σταυροπηγιακὰς μονάς.

Ὅθεν καὶ ἀνακοινούμενοι τοῦτο τῇ ὑμετέρα ὁσιότητι ἐντελλόμεθα καὶ παραγγέλλομεν συνοδικῶς ὅπως ἀναγνωρίζοντες τοῦ λοιποῦ κανονικὴν ὑμῶν ἀρχὴν καὶ πνευματικὴν προστάτιδα καὶ κηδεμόνα τὴν ἱερὰν τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σύνοδον, καὶ τὴν ἱερὰν ὑμῶν μετάνοιαν ταύτῃ ὑποκειμένην, μνημονεύητε τοῦ κανονικοῦ αὐτῆς ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς, καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν σχέσιν καὶ ἀναφορὰν ἔχητε ἐν πᾶσι τοῖς μοναστηριακοῖς ὑμῶν πράγμασιν.

Εὔκαιρον δ’ ἐπὶ τούτοις ἐκ προνοίας ἐκκλησιαστικῆς ἡγούμεθα εἰσηγήσασθαι ἵνα ἀπαρεγκλήτως πάντοτε ἐξασκῆτε τὰ τοῦ μοναχικοῦ βίου καθήκοντα, διάγοντες ἐν ὁμονοίᾳ καὶ ἀγάπῃ ἀδελφικῇ, ὑπείκοντες καὶ ὑποτασσόμενοι τῇ εἰρημένῃ πνευματικῇ ὑμῶν ἀρχῇ, ὥσπερ καὶ τῇ πολιτικῇ, τηροῦντες ἀπαραβάτως τοὺς ἱεροὺς θεσμοὺς καὶ κανόνας καὶ τοὺς καθεστῶτας νόμους τοῦ κράτους, ἐπιμελούμενοι προσηκόντως τῆς εὐκλείας καὶ ἐπὶ τὰ κρείττω  προαγωγῆς τῆς ἱερᾶς ταύτης μετανοίας ὑμῶν, καὶ ἑνὶ λόγῳ καθιστάμενοι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς ἀρετῆς καὶ χριστιανικῆς τελειότητος΄ οὕτω γὰρ πράττοντες τεύξεσθε πρὸς τῷ κοινῷ σεβασμῷ καὶ τῆς ψυχικῆς ὑμῶν σωτηρίας. Ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ χάρις καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος εἴη μεθ’ ὑμῶν.

αωπβ΄  μαΐου ιθ΄

+ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐν Χῷ ἀγαπητὸς  ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης» .[2]

 

 

Β΄. Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ   μέσα  ἀπὸ «ἐνθυμήσεις»

Εἰσαγωγικὰ

Πολυδιάστατη καὶ πολύμορφη, ἀσφαλῶς, ὅπως κάθε μακρόβιου μοναστηριοῦ, εἶναι ἡ ὑπερχιλιόχρονη πορεία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ ἐπίσημη μὲν ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», γνωστοῦ δὲ καὶ μὲ τὴν ἐπωνυμία  «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας». Εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔγινε καὶ παρέμεινε γνωστὸ μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας  Ξενιᾶς».

Στὴν ὑπερχιλιόχρονη πορεία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας συνυπῆρξαν, συμπορεύονταν καὶ συναναπτύσσονταν πολλοὶ παράλληλοι βίοι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὁ ἐρευνητής, ποὺ θὰ ἀποφασίσει νὰ παρακολουθήσει καθολικὰ καὶ ἐπισταμένως τὴν μακραίωνη ἱστορία καὶ τὴν πολυποίκιλη ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πολὺ γρήγορα θὰ διαπιστώσει ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς καὶ πολὺ διαφορετικὲς μεταξύ τους πορεῖες τὶς ὁποῖες μπορεῖ ἤ εἶναι ὑποχρεωμένος ν’ ἀκολουθήσει.

Θέλοντας νὰ ἔχει ὁλοκληρωμένη καὶ καθολικὴ ἐποπτεία τῆς ζωῆς, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς προσφορᾶς τοῦ Μοναστηριοῦ, γρήγορα θὰ διαπιστώσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ κάνει αὐτὸ, παρακολουθῶντας ταυτόχρονα ὅλες τὶς δυνατὲς πορεῖες, ὅλους τοὺς δρόμους ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ πάρει. Ὑπῆρξαν καὶ ἀναπτύσσονταν ταυτόχρονα διάφορες πτυχὲς τῆς μοναστηριακῆς δραστηριότητας.

Θεωροῦμε ὅτι ἀντικειμενικὰ εἶναι πολὺ δύσκολη ἡ ταυτόχρονη παρακολούθηση καὶ ἡ καταγραφὴ ὅλων αὐτῶν τῶν παράλληλων ἱστοριῶν, ὅλων αὐτῶν τῶν παράλληλων πτυχῶν τῆς ζωῆς τοῦ Μοναστηριοῦ. Πέραν ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ  δυσκολία τῆς ταυτόχρονης παρακολούθησης διαφορετικῶν παράλληλων πορειῶν, διαφορετικῶν ἐντελῶς γεγονότων μεταξύ τους, μιὰ τέτοια παρακολούθηση εἶναι ἄσκοπη καὶ ἀνωφελὴς περιπλάνηση σ’ ἕνα πολύμορφο, πολυδιάστατο, πολυποίκιλο καὶ πολλαπλοῦ ἐνδιαφέροντος περιβάλλον. Διασπᾶται ἡ προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστη καὶ ἀποσπᾶται, διαρκῶς καὶ φευγαλέα, σὲ ἄσχετα μεταξύ τους καὶ ἀσύνδετα θέματα, χωρὶς νὰ ἐπιτυγχάνεται ἡ συνολικὴ καὶ καθολικὴ ἐποπτεία.  Μία τέτοια παρακολούθηση μοιάζει σάν  μιὰ ρηχή, βιαστική, περιπατητική, ἐπιπόλαια, ἀνώφελη καὶ ἄχαρη περιπλάνηση σ’ ἕνα  Μουσεῖο μὲ πολλὲς καὶ διαχρονικὲς ἐκθεματικὲς ἑνότητες χωρὶς συστηματική, μεθοδευμένη, καθοδηγούμενη καὶ διασαφηνιστικὴ ἐξειδικευμένη ξενάγηση.

Μιὰ γενικὴ συνολικὴ ταυτόχρονη, μὲ συνεχῶς διασπασμένη τὴν ἑστίαση τῆς προσοχῆς, παρακολούθηση τῶν ποικιλόμορφων γεγονότων καὶ πτυχῶν  δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ γοητεία καὶ τὴν εὐχαρίστηση τῆς συστηματικῆς, τῆς σκόπιμης καὶ κατευθυνόμενης, τῆς προγραμματισμένης καὶ ἐξειδικευμένης παρακολούθησης ἑνός συγκεκριμένου καὶ καθορισμένου μονοπατιοῦ κάθε φορά. Ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πλήρης καὶ συνολικὴ ἐποπτεία τοῦ θέματος ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἐσωτερικῆς καθολικῆς καὶ ὁλοκληρωμένης ἱκανοποίησης ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει.

Στὸ κεφάλαιο τοῦτο θὰ παρακολουθήσουμε μιὰ ἐντελῶς ἰδιαίτερη, ἀσυνήθιστη σὲ παρόμοια βιβλία, μορφὴ τῆς μακρόχρονης πορείας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Θὰ παρακολουθήσουμε μιὰ ἰδιαίτερη μορφὴ τῆς ἱστορίας του διαβάζοντας τὶς πολλὲς καὶ ποικίλες «ἐνθυμήσεις» ἤ ἄλλου εἴδους ἀποσπασματικὲς καταγραφὲς, πολλὲς φορὲς ἀκαθόριστες καὶ αἰνιγματικὲς, οἱ ὁποῖες καταγράφηκαν ἀπὸ διαφόρους ἀνθρώπους σὲ ποικίλα μέρη τοῦ Μοναστηριοῦ σὲ ποικίλες συναισθηματικὲς προσωπικές τους καταστάσεις, κατὰ τὴν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορία του.

Εὐσεβεῖς προσκυνητές, ποὺ «εἶχαν τάξει» νὰ ἔρθουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν στὸ Μοναστήρι, ἀφοσιωμένοι γιὰ χρόνια καὶ χρόνια στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν προσευχὴ καὶ ἀφιερωμένοι στὴν ὑπηρεσία τοῦ Μοναστηριοῦ καλόγεροι, καλλιτέχνες μαστόροι καὶ τεχνίτες ποὺ δούλεψαν στὸ Μοναστήρι ἀφήνοντας δείγματα τῆς τέχνης τους σ’ αὐτό, ἀφιερωτὲς ποὺ ἦρθαν ἀπὸ μακριὰ κουβαλῶντας μαζί τους, προκειμένου νὰ τὸ καταθέσουν στὰ πόδια τῆς Παναγίας, τὸ μικρὸ ἤ μεγάλο, τὸ φτωχὸ ἤ πλούσιο, ἀφιέρωμά τους καὶ τὸ τάμα τους, περαστικοὶ διαβάτες καὶ ὁδοιπόροι ποὺ τυχαία ὁ δρόμος τοὺς ἔφερε ὡς αὐτό, λαϊκοὶ ψαλτάδες καὶ ἀναγνῶστες ποὺ εὐκαιριακὰ συμμετεῖχαν σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡγούμενοι, δεσποτάδες, ἀντιγραφεῖς βιβλίων καὶ συγγραφεῖς, βιβλιοδέτες, ἐκδρομεῖς καὶ φυσιολάτρες, ἀκόμη καὶ βάρβαροι καὶ ἀσεβεῖς ἐπιδρομεῖς ποὺ ἦρθαν ὡς αὐτὸ τὸ Μοναστήρι μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴν ἁρπαγή, βέβηλοι λεηλατητὲς καὶ ἄπιστοι ἅρπαγες ποὺ ἔφτασαν ὡς αὐτό μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ καταστρέψουν ἀλλὰ καὶ νὰ βάλουν ἅρπαγο  χέρι στὰ πολύτιμα κειμήλιά του, ἐχθροὶ καὶ ἐπιδρομεῖς,  κυνηγημένοι τῆς ζωῆς καὶ τῶν περιστάσεων, ποὺ ἀπελπισμένοι ἀπὸ κάθε ἄλλη προσπάθειά τους νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιβιώσουν κατέληξαν στὸ Μοναστήρι ζητῶντας τροφὴ, στέγη καὶ κάθε εἴδους βοήθεια, θέλησαν, κάνοντας ἔτσι γνωστὸ σὲ ὅλους μας τὸ πέρασμά τους ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, νὰ καταγράψουν κάποιες ἐντυπώσεις τους ἤ κάποιες σκέψεις τους, μιὰ προσευχή τους, σὲ βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ, σὲ τοίχους του, σὲ ἐπίπεδες πλάκες ποὺ βρέθηκαν μπροστά τους, σὲ ἐπιφάνειες τραπεζιῶν, σὲ βρύσες, σὲ διάφορες ἄλλες ἐπιφάνειες ποὺ προσφέρονταν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, καθιστῶντας ἔτσι φανερό ὡς τὶς ἡμέρες μας τὸ πέρασμά τους καὶ γνωστοποιῶντας μας τὶς σκέψεις τους καὶ τὰ αἰσθήματά τους, συμβάλλοντας  μὲ τὸν τρόπο τους στὴν συγκρότηση τῆς ἱστορίας του.

 

Ἡ συγκέντρωση τῶν πολύτιμων «χρονικῶν»

Πάμπολλα, ὅπως εἶναι φυσικό, ἦταν αὐτὰ τὰ γραπτὰ ἀποσπασματικὰ ἤ καὶ ὁλοκληρωμένα, προβληματικὰ στὴν κατανόησή τους ἤ σαφῆ, κείμενα τὰ ὁποῖα καταγράφηκαν σε κάποιο σημεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Τὰ πιὸ πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ, ὡστόσο, χάθηκαν καὶ σήμερα δὲν τὰ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας. Καταστράφηκαν καὶ ἐξαφανίστηκαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, χωρὶς κάποιος ἐρευνητὴς νὰ προλάβει νὰ τὰ ἐπισημάνει καὶ νὰ τὰ διασώσει.

Μερικὰ μόνο μᾶς εἶναι σήμερα γνωστὰ εἴτε γιατὶ σώθηκαν αὐτούσια καὶ αὐτόγραφα ὡς τὶς ἡμέρες μας εἴτε γιατὶ μᾶς τὰ διέσωσαν κάποιοι ἄλλοι ἐρευνητὲς περασμένων ἐποχῶν ποὺ πρόλαβαν καὶ τὰ εἶδαν, τὰ ἀντέγραψαν καὶ τὰ διέσωσαν ἀπὸ τὴ φθορά καὶ τὴν ἐξαφάνιση.

Πολύτιμες ἀσφαλῶς ἦταν καὶ παραμένουν οἱ συγκεντρωμένες στὶς «ἐνθυμήσεις» αὐτὲς ἐνυπάρχουσες πληροφορίες. Συνήθως αὐτὲς οἱ κάθε εἴδους, μορφῆς καὶ περιεχομένου ἐνθυμήσεις, ἄν δὲν χαθοῦν ὁριστικά, παραμένουν ξεχασμένες γιὰ χρόνια, ἀφημένες στὴν τύχη τους, μέχρις ὅτου κάποιος σχολαστικὸς καὶ ἐπίμονος ἐρευνητής, προσκυνητὴς κι αὐτὸς μὲ τὸν δικό του τρόπο τοῦ Μοναστηριοῦ, τὶς ἐντοπίσει καὶ τὶς καταγράψει, χωρίς, συνήθως, νὰ μπορεῖ νὰ κάνει μία συνολικὴ καὶ ἀθροιστική τους συνεκτίμηση καὶ ἀξιολόγηση, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενό τους εἶναι λακωνικό, ἀποσπασματικὸ καὶ ποικίλου περιεχομένου.

Πολλὲς τέτοιες «ἐνθυμήσεις» εἶναι ἀνώνυμες. Οἱ καταγραφεῖς τους δὲν σημείωσαν τὸ ὄνομά τους. Ἄφησαν μόνο τὴν «ἐνθύμησή» τους. Κάποιες ἄλλες εἶναι ἐπώνυμες εἴτε μὲ ἐντελῶς ἄγνωστα σὲ μᾶς ὀνόματα εἴτε, μερικὲς φορές, μὲ γνωστὰ ὀνόματα. Ὅλες, ὡστόσο, συνήθως παραμένουν γιὰ πολλὰ πολλὰ χρόνια λησμονημένες, ἄγνωστες καὶ «ἀθησαύριστες» μέχρι ποὺ  ὁ πανδαμάτορας χρόνος τὶς   ἐξαφανίσει ἤ κάποιος σχολαστικὸς ἐρευνητὴς τὶς συγκεντρώσει, τὶς καταγράψει καὶ τὶς «διαιωνίσει».

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ἀρχικά, καὶ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἀργότερα, ὡστόσο, σὲ κάποια περίοδο ἀκμῆς τοῦ Μοναστηριοῦ τους ἀλλὰ καὶ ἔνσοφης, φωτισμένης περισυλλογῆς, σὲ κάποια στιγμὴ ὁραματικῆς ἔμπνευσης ἤ -γιατὶ ὄχι- καὶ θεϊκῆς φώτισης, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀξία καὶ τὴν ἱστορικὴ σημασία αὐτῶν τῶν «χρονικῶν» σημειωμάτων καὶ τῶν καταγραμμένων σὲ βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ σὲ διάφορα ἄλλα σημεῖα «ἐνθυμήσεων», πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ καταγράψουν ὅλες αὐτὲς τὶς ἐνθυμήσεις συγκεντρωτικά.

Ἔτσι  συγκεντρωμένες εἶχαν ἀποτελέσει δυὸ ὀγκώδη, «δεδεμένα ξύλῳ καὶ δέρματι», βιβλία σὲ φύλλα περγαμηνῆς, τὰ ὁποῖα φυλάσσονταν στὸ Μοναστήρι τους, ὡς μία ἰδιαίτερα ἱερὴ παρακαταθήκη, θεωρῶντας τα πολύτιμα καὶ ἀκριβοθώρητα κειμήλια τοῦ Μοναστηριοῦ τους.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς θεωροῦσαν τοὺς δύο αὐτοὺς τόμους πολύτιμο θησαυρό καὶ κρατοῦσαν μυστικὴ τὴν ὕπαρξή τους. Δὲν ἦταν γνωστὰ καὶ κυρίως δὲν ἦταν προσιτά σὲ ὅλους. Δὲν τὰ ἐμπιστεύονταν σὲ «βέβηλους» καὶ «ἀνίερους».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ὅταν, κατὰ τὸ 1884, ἐπισκέφθηκε τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πληροφορήθηκε, ὕστερα ἀπὸ ἐξομολογητικὴ ἐμπιστευτικὴ ἀπόσπαση προσωπικῶν ἐκμυστηρεύσεων κάποιων μοναχῶν, τὴν ὕπαρξη τοῦ πολυτιμότατου αὐτοῦ συγκεντρωμένου ὑλικοῦ καὶ ἐνδιαφέρθηκε ζωηρότατα νὰ τὸ μελετήσει. Δὲν κατόρθωσε ὅμως μὲ κανένα τρόπο νὰ πείσει τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὸ κατεῖχαν νὰ τοῦ τὸ ἐμπιστευθοῦν. Δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν οὔτε κἄν νὰ διαβάσει τὰ περιεχόμενά τους.

 

Ἡ ἀπώλεια ἱστορικῶν «ἐνθυμήσεων»

Τελικὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀπόπειρας καὶ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ «μεγάλου μυστικοῦ» ἦταν, ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό, ἴσως καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐκδήλωσης τοῦ ἰδιαίτερου καὶ ζωηροῦ αὐτοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, τὰ δυὸ ὀγκώδη αὐτὰ βιβλία νὰ ἐξαφανισθοῦν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ μαζί τους ὅλες οἱ πολυτιμότατες ἀσφαλῶς πληροφορίες ποὺ ἦταν σ’ αὐτὰ συγκεντρωτικὰ καταχωρημένες. Νὰ ὑπάρχει ἄραγε ἀκόμη καὶ σήμερα κάπου αὐτὸς ὁ θησαυρός;

Πλήρως κατατοπιστικὴ καὶ σαφὴς εἶναι ἡ σχετικὴ μαρτυρία – κατάθεση τοῦ Νικολάου  Γιαννόπουλου γιὰ τὸ θέμα αὐτό:

«…Ἐν δὲ τῇ Μονῇ Ξενιᾶς, κειμένῃ ἐν τῇ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ, ὑπῆρχον δύο ὀγκώδη βιβλία χρονικά, γεγραμμένα ἐπὶ μεμβράνης καὶ ξύλῳ καὶ δέρματι δεδεμένα. Τῷ 1884 ἐπισκεφθεὶς τὴν μονὴν καὶ ἰδὼν αὐτὰ δὲν ἠδυνήθην νὰ πείσω τοὺς μοναχοὺς ὄχι μόνον νὰ τὰ λάβω – ὅπερ ἀδύνατον – ἀλλ’ οὐδὲ κἄν νὰ ἀναγνώσω αὐτά. Μετὰ δύο ἔτη τὰ χρονικὰ αὐτὰ ἐκλάπησαν ὑπό τινος φρενοβλαβοῦς μοναχοῦ, Ζαχαρίου ὀνόματι, καὶ ἐπωλήθησαν βεβαίως ἐν Ἀθήναις εἰς ἀρχαιοκάπηλόν τινα. Οἱ μοναχοὶ διατείνονται ψευδόμενοι, ὅτι τὰ χρονικὰ ταῦτα ἐδωρήθησαν ὑπὸ τοῦ εἰρημένου μοναχοῦ τῇ ἐθνικῇ βιβλιοθήκῃ. Ἀλλ’ οὐδ’ ἐν τῇ ἐθνικῇ βιβλιοθήκῃ εὗρον αὐτά. Δὲν εἶναι δύσκολον νὰ μαντεύσῃ τις, ὅτι ἐπωλήθησαν καὶ ταῦτα ὑπὸ τοῦ εἰρημένου μοναχοῦ, συνεργούντων δυστυχῶς καὶ τῶν τῆς μονῆς μοναχῶν».[3]

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ μοναχὸς αὐτός, Ζαχαρίας, ἐξακολουθοῦσε καὶ μετὰ τὴν πράξη του αὐτὴ νὰ παραμένει στὸ Μοναστήρι καὶ λίγα χρόνια ἀργότερα καταγγέλθηκε ὅτι ἀφαίρεσε  καὶ χρήματα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ὅπως σαφῶς συμπεραίνεται ἀπὸ τὸ παρακάτω ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο σώζεται στὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς:[4]

«Ἀριθ. 209

Πρὸς τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ἐντελλόμενον νὰ γνωρίσῃ ἡμῖν ἐγγράφως, ὅσον οἷον τε τάχιον, τὴν ἔκβασιν ἥν ἔσχε ἡ γενομένη ἀστυνομικὴ ἔρευνα κατὰ τοῦ ἱερομονάχου Ζαχαρίου Καίσαρος τοῦ διαρρήξαντος καὶ ὑπεξαιρέσαντος λαθραίως, ὡς τοῦτο λέγει ἐν τῇ ὑπ’ ἀριθ. 72 πρὸς ὑμᾶς καταγγελίᾳ αὐτοῦ, ἐκ τοῦ κιβωτίου, ὅσαι ἐν αὐτῷ ὑπῆρχον δραχμαί, ἐφ’ ᾧ καὶ συνελήφθη ἐν Σούρπῃ ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ σταθμεύοντος ὑπαστυνόμου εἰδοποιηθέντος ἐγκαίρως περὶ τούτου.

Ἐν Λαμίᾳ τῇ 27ῃ Σεπτεμβρίου 1891

Ἀρχιεπισκοπὴ Φθιώτιδος».

Προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀπώλεια ἱστορικῶν στοιχείων γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ ὀδυνηρότερο πλῆγμα στὴν ἱστορικὴ μνήμη τῆς περιοχῆς μας, ἦταν ἡ ἀπώλεια τῶν δύο αὐτῶν τόμων τῶν «Χρονικῶν». Δὲν θὰ ὑπῆρχε σήμερα πολυτιμότερη τοπικὴ προγονικὴ ἱστορικὴ παρακαταθήκη ἐὰν αὐτὰ τὰ δύο ὀγκώδη βιβλία «Χρονικῶν» βρίσκονταν στὴ διάθεσή μας.

 

Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὸ κεφάλαιο τοῦτο θὰ παρουσιάσουμε ὅσες τέτοιες «ἐνθυμήσεις», ὅσα τέτοια «χρονικὰ σημειώματα», μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο γνωρίζουμε καὶ ἀναφέρονται στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς. Ἔτσι μέσα ἀπὸ αὐτὰ θὰ μπορέσουμε καὶ πάλι νὰ ἰδοῦμε καὶ νὰ ξαναζήσουμε ἕναν ἄλλο σιωπηλό, κατὰ τὰ ἄλλα, καὶ φυσικὰ ἀποσπασματικό, ἀλλὰ ἰδιαίτερα γοητευτικὸ κόσμο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Ἡ πορεία αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς παράλληλες πορεῖες τῆς ζωῆς τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει ὁ ἀναγνώστης. Εἶναι ἕνας σιωπηλὸς καὶ ἀποκαλυπτικὸς περίπατος, ἐντελῶς ἀσυνήθιστος καὶ διαφορετικός, στὸν κόσμο τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», «τοῦ καὶ Ξενιᾶς», λεγομένου.

Τὶς ἐνθυμήσεις αὐτές, ὅσες μπορέσαμε νὰ συγκεντρώσουμε, τὶς καταγράφουμε καὶ θὰ τὶς  παρακολουθήσουμε γραμμένες κατὰ χρονολογικὴ σειρά, στὸ βαθμὸ ποὺ αὐτὸ εἶναι βεβαίως δυνατόν νὰ γίνει, ἀπὸ τὶς πιὸ βαθιὰ χωμένες στὸ χρόνο ὡς τὶς πιὸ πρόσφατες, ἄσχετα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό τους, ποὺ ἀσφαλῶς θὰ εἶναι διαφορετικὸ κάθε φορὰ καὶ ποικίλο.

Ὁ περίπατός μας αὐτὸς θὰ εἶναι ἕνας σιωπηλός διαχρονικὸς προσκυνηματικὸς περίπατος στὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ θὰ τὸν κάνουμε ἀκολουθῶντας βῆμα βῆμα δίπλα στοὺς «ἐνθυμησιογράφους» προσκυνητὲς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

 

Εὐλαβικὸ διαχρονικὸ προσκύνημα

Ἀρκετὲς ἀπὸ τὶς «ἐνθυμήσεις» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶχαν τὴ μορφὴ ἀφιερώσεων βιβλίων, κυρίως βιβλίων λειτουργικῶν, στὸ Μοναστήρι. Ἰδιαίτερη σημασία καὶ κειμηλιακὴ ἀξία ἔχουν βεβαίως, ὡς ἀφιερώματα, τὰ χειρόγραφα βιβλία, Εὐαγγέλια, Ἀπόστολοι, Μηναῖα, Εὐχολόγια, Λειτουργικές, Θεοτοκάρια κ.τ.λ., ἀφοῦ  τὰ τέτοιου εἴδους βιβλία, ὡς αὐτόγραφα χειρόγραφα, εἶναι ἀπὸ μόνα τους, ἀπὸ τὴ φύση τους, ἕνα ἄλλο εἶδος αὐθεντικῶν «ἐνθυμήσεων», ἕνα εἶδος «ἱερῶν κειμηλίων».

Τὰ χειρόγραφα βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἦταν πάρα πολλὰ, συγκεντρωμένα ἐκεῖ κατὰ τὴν ὑπερχιλιόχρονη πορεία του. Τὰ περισσότερα, ὡστόσο ἁρπάχτηκαν, χάθηκαν, πουλήθηκαν ἤ καταστράφηκαν μὲ τὸ πέρασμα τοῦ πανδαμάτορα χρόνου καὶ κάτω ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν στὶς κατά καιροὺς δύσκολες περιστάσεις καὶ στὶς ποικίλες περιπέτειες ποὺ εἶχε τὸ Μοναστήρι στὴ μακραίωνη ἱστορία του. Ὅλα αὐτὰ τὰ περιστατικὰ ἄφησαν τὰ ἴχνη τους παντοῦ καὶ φυσικὰ καὶ στὴν πολύτιμη  βιβλιοθήκη τοῦ Μοναστηριοῦ.

Πολὺ λίγα χειρόγραφα βιβλία ἦταν αὐτὰ ποὺ διασώθηκαν μέσα ἀπὸ τὶς μεγάλες ἐθνικὲς μας περιπέτειες καὶ ὑπῆρχαν ὡς τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ 19ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, ὅπως μᾶς βεβαιώνουν μαρτυρίες τῶν μελῶν τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε συστηματικὰ μὲ τὴν καταγραφὴ τῶν χειρογράφων κωδίκων τοῦ Μοναστηριοῦ, ἄν καὶ βρῆκε ἀρκετὰ ἐμπόδια καὶ ἀντιδράσεις ἀπὸ κάποιους μοναχούς στὴν προσπάθειά του αὐτή.[5]

Ἡ καταγραφὴ αὐτὴ τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου  εἶναι ἡ μόνη καταγραφὴ πού, ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, πραγματοποιήθηκε στὴν ἐποχή του. Ἄλλη, πληρέστερη καὶ συστηματικότερη, δὲν βρέθηκε οὔτε στὸ Μοναστήρι οὔτε κάπου ἀλλοῦ καταγραμμένη. Μία ἄλλη καταγραφὴ πραγματοποιήθηκε ἐντελῶς πρόσφατα καὶ καταχωρήθηκε στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»».[6]

Σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιβλία ὑπῆρχαν καταγραμμένες κάποιες ἀναμνήσεις, κάποιες «ἐνθυμήσεις», ποὺ περιεῖχαν ἕνα μήνυμα ἤ κάποια πληροφορία, πέραν ἀπὸ αὐτὴν τὴν δηλωτικὴ τῆς ταυτότητας τοῦ προσώπου τοῦ γραφέα τους. Μερικὲς ἀναμνήσεις εἶναι μὲ σαφήνεια χρονολογημένες ἐνῶ ἄλλες δὲν ἔχουν καταγραμμένη κάποια χρονολογικὴ ἔνδειξη.

Ὅλες αὐτὲς οἱ «ἐνθυμήσεις», καταγραμμένες σὲ ποικίλα μέρη καὶ ἀπὸ  πολλοὺς ἀνθρώπους, ὅποιας μορφῆς καὶ περιεχομένου καὶ ἄν εἶναι, ἀποτελοῦν ἕνα εὐλαβικὸ διαχρονικὸ προσκύνημα στὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς»

 

Οἱ «ἐνθυμήσεις» κατὰ χρονολογική σειρά   1100 – 1200

Ἡ χρονολογία τῆς ἀρχαιότερης, κάπου μεταξὺ τοῦ 1100 καὶ τοῦ 1200 μ. Χ., καταγραμμένης σὲ βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», γνωστῆς μας, ἐνθύμησης, ἄν καὶ δὲν εἶναι ἡ ἴδια σαφῶς χρονολογημένη ἀπὸ τὸν καταγραφέα της «ἐνθυμησιογράφο», προκύπτει ἔμμεσα.

Ἡ «ἐνθύμηση» εἶναι αὐτόγραφη  τοῦ ἰδίου τοῦ γραφέως τοῦ βιβλίου καὶ βρέθηκε γραμμένη σὲ ἕνα χειρόγραφο λειτουργικὸ κώδικα τοῦ Μοναστηριοῦ Παναγίας Ξενιᾶς, τοῦ 12ου αἰῶνα, κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου.

Ὁ κώδικας περιλάμβανε τρεῖς χειρόγραφες θεῖες λειτουργίες: τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τῶν Προηγιασμένων. Ὁ ἀντιγραφέας τῶν τριῶν λειτουργιῶν, Γρηγόριος, πού, κατὰ μεγάλη πιθανότητα, κατὰ προσωπική μου ἐκτίμηση, ἦταν μοναχὸς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», [7] σημείωσε στὸ τέλος τῆς ἐργασίας του μὲ κιννάβαρη, μιὰ ἁπλῆ ἔνδειξη, γραμμένη, φυσικά, κάπου κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα:

 

«Τέλος τῶν τριῶν λειτουργιῶν».

Ὁ μοναχὸς Γρηγόριος, ποὺ ζοῦσε καὶ δραστηριοποιοῦνταν κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, πίστευε καὶ θεωροῦσε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του καὶ νὰ τὸ προσφέρει δῶρο στὴν Παναγία μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἕνα πολὺ κομψὰ καλλιγραφημένο καὶ περίτεχνα στολισμένο μὲ ἔγχρωμα  σχεδιάσματα χειρόγραφο πόνημα.

Ἦταν ἕνα δῶρο τοῦ θεοῦ στὸ Μοναστήρι ποὺ κατορθώθηκε νὰ ὁλοκληρωθεῖ «τοῦ Θεοῦ συνεργίᾳ» καὶ ὁ Γρηγόριος ἁπλὰ τὸ εἶχε γράψει «ἐν πόνῳ». Ἀναγνωρίζοντας ὅλα αὐτὰ ὁ Γρηγόριος σημείωσε, μὲ μαύρη μελάνη αὐτὴ τὴ φορά, μετὰ τὸ «Τέλος τῶν τριῶν λειτουργιῶν»:

 

«+Δῶρον τὸ παρόν, τοῦ Θεοῦ συνεργίᾳ,

ἔγραψεν ἰδοὺ Γρηγόριος ἐν πόνῳ».[8]

 

11ος -13ος αἰῶνας

Σὲ μία χειρόγραφη «Παρακλητικὴ», κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσφορὰ σ’ αὐτὴν ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὑπῆρχε γραμμένη ἡ ἑξῆς ἀχρονολόγητη «ἐνθύμηση»:[9]

«+ ἡ παροῦσα παρακλητική εἶναι του Λεοντάρι από την Προύσα

και το επροσήλοσε στο μέγαν Νικόλαον Ράχοβο

διά ψυχῆς σωτερίαν

κε έγραψε και το ὄνομα του στὴν ἁγίαν πρόθεσι Λεοντάρης

και ο π[ατ]ήρ αυτοῦ Θεόδωρος και η μ[ήτ]ηρ αὐτοῦ Ρηπίνα

κι η ἀδελφή του Παρισιόνα κι ο θεῖος αὐτοῦ Στεφανής

κε αλογεράκη καί ὁποιος το αποξενόσι

εκ του ναοῦ του αγίου Νικολάου

να εχή τας αράς των τριακοσίων δέκα κι οκτώ θεοφόρων π[ατέρ]ων κε τον μεγαν Νικόλαον α[ν]τίδικο ἐν ημέρ[α] κρίσεως

διά τοῦτο εγινε η παροῦσαν ομολογίαν ἀμήν.»[10]

 

Ὅπως γίνεται φανερὸ ὁ ἀφιερωτὴς καὶ κάτοχος τῆς «Παρακλητικῆς» Λεοντάρης καταγόταν ἀπὸ τὴν Προῦσα. Πῶς καὶ γιατὶ ἀπὸ τὰ μακρινὰ ἐκεῖνα μέρη ἔφτασε ὡς τὴν Παναγία Ξενιὰ δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Συγκινητικό, ὡστόσο, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀνάμεσα στὰ ἐλάχιστα ἀσφαλῶς πράγματα ποὺ κουβαλοῦσε μαζί του ὁ Λεοντάρης ἦταν καὶ μία  «Παρακλητική». Παρακλήσεις ἔνιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ κάνει ὁ Λεοντάρης συχνὰ στὸ μακρινό του αὐτὸ ταξίδι, γιὰ τὴ ὑγεία του, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ζωῆς του γιὰ τοὺς δικούς του ἀνθρώπους ἀπὸ ποικίλους κινδύνους.

Ὁ δρόμος του κάποτε τὸν ὁδήγησε στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μὲ κέντρο λατρείας τὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὸ «Μοναστήρι στὸ Ράχοβο». Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν τὸν ὁδήγησε ὡς ἐκεῖ τυχαία ἡ γεμάτη παρακλήσεις καὶ δεήσεις πορεία του. Ἴσως νὰ ἦταν καὶ  ὁ τελικὸς σκοπός του. Μπορεῖ νὰ τὸ εἶχε τάξει. Ἔφτασε προσκυνῶντας συνεχῶς τὴν Παναγία, ἀπὸ τὴν μακρινὴ Προῦσσα ὡς τὸν Ἅγιο Νικόλαο στὸ «Ράχοβο» διαβάζοντας παρακλήσεις ἀπὸ τὴν «Παρακλητική» του.

Στὸν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ Ράχονο  σταμάτησε. Ἐκεῖ αἰσθάνθηκε ὅτι  βρῆκε τὸ καταφύγιο ποὺ ζητοῦσε ἡ ψυχή του. Αἰσθάνθηκε νὰ τὸν  δέχεται ἡ Παναγία Κισσιώτισσα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ὑπηρεσία της:

«Με δέχτηκες περαστικὸν ἀπ’ τὴ βαριά σου θύρα.

Κανένα κρίμα στὴν ψυχὴ δὲ βρῆκα νὰ σοῦ πῶ.

Μονάχα τὴ δαυϊτικὴ ποὺ σοὔκλεψα τὴ λύρα

καὶ τὸ τραγούδι μου ἀντηχεῖ μὲ νέο τώρα σκοπό».

 

Ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ συνέβαινε, ὡστόσο, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Προῦσα γιὰ τὸ μακρινό του ταξίδι, εἶχε ἀφήσει πίσω του πολλὰ ἀγαπημένα του πρόσωπα. Ἦταν ὁ πατέρας του «Θεόδωρος», ἡ μητέρα του «Ρηπίνα», ἡ ἀδερφή του «Παρισιόνα», ὁ θεῖος του «Στεφανής».

Μὲ τὴν «Παρακλητική» στὴ μασχάλη του καὶ ὅλους αὐτοὺς τοὺς δικούς του στὴ σκέψη του βρῆκε καταφύγιο στὸν Ἅγιο Νικόλαο στὸ «Ράχοβο», τὸ  ξακουστὸ αὐτὸ μετόχι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας. Δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει, ὅταν κουρασμένος ἔφτασε ὡς ἐκεῖ. Ἡ μόνη του περιουσία ἦταν αὐτὴ  ἡ «Παρακλητική» του.

Τὴν ἀφιέρωσε, τὴν «ἐπροσήλωσε» στὸν Ἁγιο Νικόλαο γιὰ τὴν «σωτηρία της ψυχῆς του» καὶ  ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἁγίου, νὰ ὑπηρετήσει ὡς μοναχὸς. Ἔγραψε καὶ τὸ ὄνομά του  καὶ τὰ ὀνόματα  τῶν ἀγαπημένων του, ἐκείνων ποὺ εἶχαν μείνει στὴν Προῦσσα, στὴν «Πρόθεση» τοῦ Μοναστηριοῦ,  γιὰ νὰ μνημονεύονται πλέον στὸ ἑξῆς στὶς δεήσεις ποὺ θὰ γίνονταν ἐκεῖ καὶ ἠρέμησε.

Δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ φύγει οὔτε ὁ ἴδιος οὔτε ἡ «Παρακλητική» του ἀπὸ τὸ μέρος στὸ ὁποῖο τὸν δέχτηκε. Γι’ αὐτὸ καὶ φρόντισε νὰ ἀποτρέψει ὅποιον ἐπιχειροῦσε κάτι ἀντίθετο μὲ ἀπειλές, κάνοντας τὴν «ὁμολογία»: «ὅποιος τὸ ἀποξενώσει ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου νὰ ἔχῃ τὰς ἀρὰς τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρων πατέρων καὶ τὸν Μέγαν Νικόλαον ἀντίδικο ἐν ἡμέρᾳ  κρίσεως».

«Ράχοβο» ἤ «Ρήχοβο» ἤ «Ρουχᾶ ράχη», ὅπως ἔχουμε σημειώσει καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, λεγόταν ἡ περιοχὴ τοῦ παλιοῦ κάτω μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Στὶς ἐνδείξεις ποὺ μποροῦν νὰ ἀξιολογηθοῦν προκειμένου νὰ ἐρευνηθεῖ ἡ ἵδρυση καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ Μετοχιοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, κατὰ τὸν 11ο -13ο αἰῶνα, ἡ «ἐνθύμηση» τοῦ Λεοντάρη ἀπὸ τὴν Προῦσα εἶναι μιὰ πολύτιμη ἐπιβεβαιωτικὴ κατάθεση.

 

1378

Ἡ ἀρχαιότερη, ὡστόσο, ἀλλὰ μὲ σαφῶς καὶ ἄμεσα χρονολογημένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐνθυμησιογράφο «ἐνθύμηση», τὴν ὁποία ἔχομε ὑπ’ ὄψη μας γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Ξενιᾶς, ἦταν γραμμένη στὸ τέλος ἑνὸς χειρόγραφου «Εὐχολογίου» τοῦ Μοναστηριοῦ, δὺο αἰῶνες ἀργότερα.

Ἦταν τὸ ἔτος 1378. Στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ποὺ τότε ὀνομαζὀταν ἀκόμα «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις ποὺ ἔχουν φτάσει ὡς τὶς ἡμέρες μας, ἐκεῖνα τὰ χρόνια, πολλοὶ μοναχοί του, ἀσχολοῦνταν μὲ ἀντιγραφὴ συγγραμμάτων ἀρχαίων ἑλλήνων συγγραφέων καὶ ἐκκλησιαστικῶν λειτουργικῶν βιβλίων ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συγγραφὴ ἤ ἀντιγραφὴ διδακτικῶν καὶ κατηχητικῶν βιβλίων.

Ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ ἕνα μικρὸ μόνο δεῖγμα, κατάλοιπο τοῦ τεράστιου καὶ πολλαπλοῦ ἐκείνου μόχθου, ἦταν ἕνα χειρόγραφο «Εὐχολόγιο».

Ὁ ταπεινὸς καλόγερος ἀντιγραφέας του δὲν θέλησε νὰ μᾶς ἀφήσει κάποια στοιχεῖα ταυτότητας γιὰ τὸ ἄτομό του. Ἔτσι δὲν γνωρίζουμε οὔτε τὸ ὄνομά του. Ἔμεινε στὴν ἀφάνεια ὁ ἴδιος, ὅπως ἀσφαλῶς τὸ ἐπιθυμοῦσε, ὅταν ἀποσύρθηκε καὶ ἀπομονώθηκε στὸ κελί του, ἀφιερωμένος στὴν προσευχὴ καὶ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.

Προσευχή του στὸ Θεὸ θεωροῦσε τὴν ἐργασία του αὐτὴ ὁ ἄγνωστος μοναχὸς ἐνθυμησιογράφος. Καὶ στὴν προσευχή μας δὲν ἀναφέρουμε τὸ ὄνομά μας. Τὸ γνωρίζει ὁ Θεός. Μᾶς ἄφησε ὅμως τὴν ἀκριβῆ χρονολογία κατὰ τὴν ὁποία τελείωσε τὴν ἐργασία  του:

 

«20 Ἰουνίου 1378»

«Τελειωθὲν τὸ παρὸν Εὐχολόγιον μηνί Ἰουνίῳ  κ΄ 

ἔτους ςΩΠς[11]  ἰνδικτιῶνος α΄ » .[12]

 

Ὁ χειρόγραφος αὐτὸς κώδικας, γράφτηκε σὲ κάποιο κελί τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» 75 χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς  Κωνσταντινούπολης. Ἦταν γραμμένος, ὅπως βεβαιώνει ὁ Γιαννόπουλος, «διὰ μελάνης χρυσιζούσης», «ἑκάστου δὲ μέρους τὰ κεφαλαῖα κεκόσμηνται».  Ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγἰας Ξενιᾶς» θὰ  εἶχε εἴκοσι πέντε περίπου χρόνια πρὶν φτάσει στὸ Μοναστἠρι.

Ὁ Γιαννόπουλος μᾶς βεβαιώνει ἀκόμη ὅτι «ἡ σημείωσις εἶναι τοῦ γράψαντος» ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταύτιση τῶν χρονολογιῶν τῆς ἀναγραφῆς τῆς «ἐνθύμησης» καὶ τῆς γραφῆς τοῦ κώδικα.

Ὁ κώδικας ἀποτελοῦνταν ἀπὸ  235 φύλλα. Εἶχε στάχωση «βυρσίνη ξύλῳ καὶ δέρματι», σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ ποὺ μᾶς ἄφησε γι’ αὐτὸν ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.[13]

 

1497

Ἡ ἀντιγραφὴ κωδίκων, ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καὶ συγγραμμάτων ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων συνεχιζόταν γιὰ πολλὰ χρόνια στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Τὰ περισσότερα δημιουργήματα τῆς μακροχρόνιας  καὶ ἐργώδους αὐτῆς προσπάθειας ἔγιναν βορὰ τοῦ πανδαμάτορα χρόνου.

Μετὰ τὸ παραπάνω Εὐχολόγιο τὸ ἑπόμενο χρονολογικὰ δεῖγμα τῆς προσπάθειας αὐτῆς τῶν καλογέρων, τὸ ὁποῖο  ἔφθασε ὡς τὶς ἡμέρες μας, γράφηκε τὸ 1497, ὕστερα ἀπὸ 119 χρόνια ἀπὸ τὸν προηγούμενο, καὶ 44 χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης.

Τὸ 1497 μ.Χ., λοιπὸν, ἕνας ἄλλος καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἔγραψε ἕναν διαφορετικοῦ περιεχομένου κώδικα. Ὁ κώδικας αὐτὸς περιεῖχε τὰ «ἀποστολευαγγέλια τῆς ἑβδομάδος καὶ διαφόρων ἁγίων».

Φτάνοντας καὶ αὐτὸς ὁ μοναχὸς στὸ τέλος τῆς ἐργασίας του σημείωσε τὴν χρονολογία σὲ ἔτη «ἀπὸ κτίσεως κόσμου» ἤ «ἀπὸ Ἀδὰμ», ὅπως συνήθιζαν οἱ μοναχοὶ σὲ παλιότερες ἐποχὲς.

Δὲν θέλησε νὰ σημειώσει οὔτε αὐτὸς κάποιο στοιχεῖο ταυτότητας γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Τὸ ἔργο του ἦταν μία προσωπικὴ προσευχή του στὸ Θεὸ καὶ δὲν χρειαζόταν ὄνομα. Ὁ καταγραφέας καλόγερος ἦταν βέβαιος ὅτι ὁ Θεὸς, «ὁ συντελεστὴς τῶν καλῶν», ὅπως ἔγραψε, γνώριζε πολὺ καλὰ καὶ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ πραγματοποίησε τὸ ἔργο αὐτὸ ἀλλὰ καὶ πόσο κόπο κατέβαλε γι’ αὐτό. Καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε. Ἔτσι ἔγραψε ἁπλά προσφέροντας ἀνωνύμως τὸ «πόνημά» του στὸ Μοναστήρι του καὶ στὸ Θεό, τὸν «συντελεστὴ τῶν καλῶν»:

«Τῷ Συντελεστῇ τῶν καλῶν Θεῷ χάρις.

 Ἐν ἔτει ζε[14]  ἰνδικτιῶνος ιε΄[15]».

Ἕνα «καλὸ» γιὰ τὸ ὁποῖο ἐργάστηκε ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἦταν τὰ «ἀποστολευαγγέλια τῆς ἑβδομάδος καὶ διαφόρων ἁγίων» προκειμένου νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκες τῶν συνασκητῶν του καὶ τοῦ Μοναστηριοῦ του. Βοηθός του, μᾶλλον ὁ κύριος «συντελεστὴς» τοῦ ἔργου του αὐτοῦ, κατὰ τὸν ταπεινὸ καλόγερο, ἦταν ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ Αὐτὸν ἀφιέρωσε τὸ ἔργο του, στὸν συντελεστὴ ὅλων τῶν καλῶν: «τῷ Συντελεστῇ τῶν καλῶν Θεῷ χάρις».[16]

Καὶ στὴν περίπτωση αὐτή ἡ «ἐνθύμηση» καὶ τὸ κυρίως κείμενο τοῦ κώδικα, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Γιαννόπουλος ποὺ ἐξέτασε τὸν κώδικα, εἶναι γραμμένα μὲ τὸ ἴδιο χέρι ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει κάποια ἀμφιβολία γιὰ τὴν ταύτιση τῆς χρονολογίας τους.

Οἰ δύο αὐτοὶ χειρόγραφοι κώδικες, τὸ παραπάνω «Εὐχολόγιο» τοῦ 1378 καὶ τὰ «ἀποστολευαγγέλια τῆς ἑβδομάδος καὶ διαφόρων ἁγίων»  τοῦ 1497, μὲ διαφορὰ μεταξύ τους, ὡς πρὸς τὴ γραφή τους, 119 χρόνια, ἦταν δεμένοι σὲ ἕνα τόμο.

Προφανῶς, ἀργότερα, κάποιος ἄλλος καλόγερος τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ,  ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ βιβλιοδεσία, θεώρησε καλὸ νὰ τοὺς δέσει μαζὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀσφαλίσει καὶ τοὺς περισώσει.  Ἔτσι, δεμένους μαζί, «ἀδελφωμένους», δυὸ «ὕμνους» στὸ Θεό, τὸν πρῶτο ποὺ γράφηκε 75 χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση καὶ τὸν δεύτερο 44 χρόνια μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, δένοντας δυὸ τόσο διαφορετικὲς ἐποχές, Βυζάντιο καὶ Τουρκοκρατία, τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς περιέγραψε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

 

1522

Τὸ πολυτιμότερο, ὡστόσο, ἱερὸ κειμήλιο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν καὶ παραμένει ἀσφαλῶς καὶ θὰ παραμένει εἰς τοὺς αἰῶνες, τὸ δῶρο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Εἶναι  δυὸ μικρὰ τεμάχια τῆς «Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας». Καὶ εἶναι δῶρο τῆς «Ἱερᾶς Βασιλικῆς Πατριαρχικῆς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ποὺ προσφέρθηκε στὴ «Μονὴ Παναγἰας Ξενιᾶς» στὰ 1522.

Τὰ δυὸ αὐτὰ τεμάχια τῆς «Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας» φυλάσσονται καὶ σήμερα σὲ μία πολυτελῆ ἀσημένια θήκη στὴν ὁποία σώζεται ἡ ἐπιβεβαιωτικὴ μαρτυρία:

 

«+Ἡ ἐν Ἄθῳ Ἱερὰ Βασιλικὴ Πατριαρχικὴ Μονὴ Βατοπεδίου

τῇ ἐν Ὄθρυϊ  Ἱερᾷ Βασιλικῇ Πατριαρχικῇ Μονῇ Ξενιᾶς

φυλακτήριον ἐσαεὶ

τιμίαν Ζώνην τῆς Θεοτόκου παρατίθεται: ΑΦΚΒ΄».

 

Τὸ κείμενο τῆς ἀφιέρωσης, τὸ περιγραφόμενο γεγονὸς καὶ ἡ χρονολογία τῆς προσφορᾶς τοῦ πολύτιμου αὐτοῦ ἱεροῦ κειμηλίου δηλώνονται στὸ παραπάνω κείμενο σαφέστατα.

Ἐκεῖνο ποὺ παραμένει ἀδιευκρίνιστο εἶναι γιὰ ποιὸ λόγο καὶ σὲ ἀνάμνηση ποιοῦ γεγονότος ἔγινε μιὰ τόσο σημαντικὴ καὶ ἀνεκτίμητη προσφορὰ ἀπὸ τὴ Μονὴ Βατοπεδίου στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Θεωροῦμε ἀπαραίτητο στὴ θέση  νὰ κάνουμε κάποια τοποθέτηση γιὰ τὸ θέμα καὶ νὰ καταθέσουμε σκέψεις, ὑποθέσεις καὶ ἀπόψεις.

 

Ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας καὶ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς

Στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, κατὰ τὸ μέρος του τοὐλάχιστον τὸ ὁποῖο μᾶς εἶναι σήμερα γνωστὸ, δὲν σώζεται τίποτε ποὺ νὰ μᾶς διαφωτίζει γιὰ τὸν λόγο τῆς τόσο πολύτιμης αὐτῆς προσφορᾶς τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας. Οὔτε κάποιος ἐρευνητὴς μέχρι τώρα, ἀπὸ ὅσους ἀσχολήθηκαν μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἔγραψε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ κάτι ὑπεύθυνο καὶ τεκμηριωμένο.

Ἡ «Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου»[17] τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὴν ὁποία ἀπευθυνθήκαμε προσωπικὰ μὲ ἐπιστολή μας, ζητῶντας νὰ μᾶς παραχωρήσει σχετικὲς διευκρινίσεις γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα, μᾶς ἀπάντησε, στὶς 12/25 Νοεμβρίου 2009 ὡς ἑξῆς:

«Κατόπιν τοῦ ἀπὸ 17ης Ὀκτωβρίου μηνὸς ἀποσταλέντος ἡμῖν Ὑμετέρου Γράμματος δι’ οὗ, ἐν ὄψει τῆς ὑφ’ Ὑμῶν συγγραφῆς τῆς ἱστορίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, παρακαλεῖτε ὅπως γνωρίσωμεν Ὑμῖν ἐὰν ἐν τῷ ἀρχείῳ τῆς Βιβλιοθήκης ὑμῶν εὑρίσκωνται ἔγγραφα περὶ τῆς ὑπὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μονῆς γενομένης πράξεως παραχωρήσεως τεμαχίου τῆς Τιμίας Θεομητορικῆς Ζώνης εἰς τὴν ἀνωτέρω Ἱερὰν Μονὴν Ξενιᾶς, προαγόμεθα διὰ τοῦ παρόντος ἱεροσφραγίστου καὶ ἐνυπογράφου ἡμῶν Γράμματος ἵνα γνωρίσωμεν Ὑμῖν ὅτι κατόπιν σχετικῆς ἐρεύνης εἰς τὸ ἀρχεῖον τῆς Μονῆς, οὐκ εὑρέθησαν στοιχεῖα περὶ τοῦ ὡς ἄνω θέματος…

Ἐπὶ δὲ τούτοις, εὐχόμενοι τῇ Ὑμετέρᾳ Ἐλλογιμότητι δαψιλῆ τὴν εὐλογίαν  καὶ χάριν παρὰ τῆς Πανακηράτου Θεομητορικῆς Ἁγίας Ζώνης τῆς ἀποτεθησαυρισμένης ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾷ Μονῇ, διατελοῦμεν μετὰ πολλῆς ἐν Κυρίῳ πατρικῆς ἀγάπης.

Ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας

Μεγίστης Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου

Ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ».

 

Ἐπίσημη πληροφόρηση, λοιπόν, γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, δὲν εἶναι γνωστή, τοὐλάχιστον σὲ μᾶς. Δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ καταγράψουμε κάποιες παραδόσεις καὶ ἄλλες πληροφορίες ποὺ ὑπάρχουν καὶ νὰ κάνουμε κάποιες ὑποθέσεις,  ἀξιολογῶντας παράλληλα καὶ κάποια γεγονότα ἀλλὰ καὶ σχετικὲς ὑποθέσεις ποὺ ἔγιναν κατὰ καιροὺς ἀπὸ μερικοὺς οἱ ὁποῖοι ἀναφέρθηκαν στὸ θέμα.

Μία σοβαρή, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὑπόθεση μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ὅτι τὸ πολύτιμο αὐτὸ κειμήλιο προσφέρθηκε «τῇ ἐν Ὄθρυϊ  Ἱερᾷ Βασιλικῇ Πατριαρχικῇ Μονῇ Ξενιᾶς» ἀπὸ τὴν «ἐν Ἄθῳ Ἱερὰ Βασιλικὴ Πατριαρχικὴ Μονὴ Βατοπεδίου» ὡς «φυλακτήριον ἐσαεὶ»,  ὕστερα ἀπὸ μία «ἐπανίδρυση», ὕστερα ἀπὸ μία ριζικὴ ἀνακαίνιση σὲ βαθμὸ «ἐπανασύστασης» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Τὴν ἀρχικὴ αὐτή μας σκέψη καὶ ὑπὸθεση ἐνίσχυσαν κάποιες νεότερες πληροφορίες, ἄγνωστες  μέχρι τώρα, ποὺ προέρχονται ἀπό, ἄσχετες μὲ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε, τουρκικὲς πηγές.

Στὴν ἀγγλόφωνη περιοδικὴ ἔκδοση «PHAROS» τοῦ Ὁλλανδικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν, (τόμος 7ος (1999), σελ. 111 – 122),  δημοσιεύθηκε μία μελέτη τοῦ Machiel Kieel: μὲ τίτλο «Τὸ χωριὸ Γκόριανη (Γαύριανη, Γκαβέριανη, Ἀγόριανη κ.τ.λ.) στὴν Ὄθρη στὸν παλαιὸ Καζὰ Ἰζντὶν (Λαμία) σύμφωνα μὲ τὴν ὀθωμανικὴ ἀπογραφὴ καὶ τοὺς φορολογικοὺς καταλόγους τοῦ 15ου ἕως 17ου αἰώνα».[18]

Στὴ μελέτη αὐτὴ ὁ Machiel Kieel  παρουσιάζει ἐνδιαφέροντα καὶ δυσκολοεύρητα ἀπογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων πληροφοριῶν ὁ Machiel Kieel  παραθέτει καὶ ἕναν πίνακα γιὰ τὴ φορολόγηση τοῦ χωριοῦ Κοκκωτοὶ ἐκ μέρους τῶν τοπικῶν τουρκικῶν φορολογικῶν ὑπηρεσιῶν, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1506 –  1691. Στὸν πίνακα αὐτὸν οἱ Κοκκωτοὶ, κατὰ τὸ ἔτος 1506, περιγράφονται ὡς ἕνα προσφάτως θεμελιωμένο χωριὸ καὶ φορολογοῦνται συνολικὰ μὲ 1989 ἀκτσέδες.[19]

Στοὺς ἑπόμενους ἀναθεωρημένους τουρκικοὺς φορολογικοὺς καταλόγους, ποὺ συντάχθηκαν κατὰ τὸ ἔτος 1521, δεκαπέντε χρόνια ἀργότερα, ἡ συνολικὴ φορολόγηση τῶν Κοκκωτῶν  αὐξάνεται καὶ φτάνει στοὺς  2.116 ἀκτσέδες.

Στοὺς ἀμέσως ἑπόμενους ἐπαναθεωρημένους καταλόγους, τοῦ ἔτους 1540, ἡ φορολόγηση τοῦ χωριοῦ τῶν Κοκκωτῶν αὐξάνεται καταπληκτικὰ καὶ φτάνει στὸ ποσὸ τῶν 6.000 ἀκτσέδων. Προστίθεται ὅμως, στοὺς νέους ἀνασυνταγμένους αὐτοὺς φορολογικοὺς καταλόγους τοῦ 1540, ἡ πολυτιμότατη, γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, διευκρινιστικὴ πληροφορία ὅτι τὸ ποσὸ τοῦ φόρου τῶν 6.000 ἀκτσέδων ἀναλογεῖ στὸ χωριὸ τῶν Κοκκωτῶν: «μαζὶ μὲ τὸ προσφάτως ἀνεγερθὲν μοναστήρι τῆς Παναγίας».

Στοὺς ἀμέσους ἑπόμενους τουρκικοὺς φορολογικοὺς καταλόγους τοῦ ἔτους 1570, ἡ φορολογία τῶν Κοκκωτῶν αὐξάνεται ἀκόμη περισσότερο καὶ φτάνει  στοὺς 7.500 ἀκτσέδες καὶ πάλι ὅμως «μαζὶ μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας», χωρὶς νὰ προστίθενται τώρα οἱ λέξεις  προσφάτως ἀνεγερθὲν.

Ἀπὸ τὸ 1570 καὶ μετὰ δὲν παρατίθενται στοιχεῖα ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

Ἐνδιαφέρουσα ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἡ σαφέστατη πληροφορία ὅτι στὰ 1540, δεκαοκτὼ χρόνια μετὰ τὴν προσφορὰ στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας, τὸ Μοναστήρι ἀναφέρεται ὡς «προσφάτως ἀνεγερθὲν».

Στοὺς προηγούμενους φορολογικοὺς καταλόγους, τοῦ 1521, ἕνα μόλις χρόνο πρὶν προσφερθεῖ σ’ αὐτὸ ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας, τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας» δὲν περιλαμβάνεται στοὺς φορολογούμενους.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θέλουμε νὰ ἀξιολογήσουμε. Ἡ μὴ συμπερίληψη τῆς Μονῆς Ξενιᾶς στοὺς φορολογικοὺς καταλόγους τοῦ 1521 σημαίνει ὅτι οἱ ἁρμόδιοι καὶ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν σύνταξη τῶν φορολογικῶν καταλόγων Τοῦρκοι ὑπὰλληλοι, κατὰ τὴν ἐρευνητικὴ καὶ ἀνιχνευτικὴ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ περιοδεία τους, δὲν βρῆκαν στὰ 1521 νὰ ὑπάρχει ἤ δὲν βρῆκαν νὰ εἶναι ἐπανδρωμένο τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας», παρ’ ὅλο πού, ὅπως βάσιμα νομίζω πρέπει νὰ ὑποθέσουμε, γινόταν ἐξονυχιστικὸς ἔλεγχος, προκειμένου νὰ μὴν τοὺς διαφύγει φορολογητέα ὕλη.

Ὡστόσο εἶναι γεγονὸς ὅτι, ἕνα μόλις χρόνο μετά, στὰ 1522, τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὑπάρχει καὶ μάλιστα ἀξιώνεται νὰ ἀποκτήσει τὸ πολυτιμότατο κειμήλιο, τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας, δῶρο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἐκτιμοῦμε, λοιπόν, ὅτι τὸ  «Μοναστήρι τῆς  Παναγίας  Ξενιᾶς» στὰ χρόνια πρὶν τὸ 1521, ἦταν ἐρειπωμένο, καταστραμμένο, μὴ ἐπανδρωμένο, ὥστε νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ἀνύπαρκτο καὶ ἑπομένως μὴ φορολογητέο. Αὐτὸ τὸ θεωροῦμε γεγονὸς δεδομένο γιατὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ εἶχε διαφύγει τῆς προσοχῆς τῶν πολὺ προσεκτικῶν τούρκων ὑπαλλήλων συντακτῶν τῶν φορολογικῶν καταλόγων ἕνα ὁλόκληρο μοναστήρι.

Στὰ 1522 πρέπει νὰ ἔγινε  κάποια σοβαρὴ προσπάθεια ἀνακαίνισης καὶ ἀνακατασκευῆς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μιᾶς «νέας θεμελίωσης», καὶ ἡ Μονὴ Βατοπεδίου, ὡς ἕνα εἶδος συμμετοχῆς της στὴν ἀνέγερση αὐτὴ ἤ στὴν ἀνακαίνιση, προκειμένου νὰ ἐνισχύσει καὶ νὰ ἐπιβραβεύσει τὴν προσπάθεια αὐτή, ἔστειλε σ’ αὐτὸ τὴν Τιμία Ζώνη της Παναγίας, γιὰ παντοτινὸ εἰς τὸ ἑξῆς, «ἐσαεὶ», φυλακτήριο.

Παραμένει βεβαίως ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα ποιὰ ἦταν ἡ ἰδιαίτερη ἐκείνη σχέση μεταξὺ τῶν δύο τόσο ἀπομακρυσμένων μεταξύ τους μονῶν, ποὺ ὁδήγησε σὲ μιὰ τόσο σημαντική, «ἐκ καρδίας», προσφορά.

Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ σχετικὲς πληροφορίες ὅτι οἱ τουρκικοὶ φορολογικοὶ κατάλογοι ἀναθεωροῦνταν καὶ ἀνασυντάσσονταν κάθε 15 – 25 περίπου χρόνια καὶ ἐπίσης ὅποτε ἀναλάμβανε καθήκοντα νέος Σουλτάνος. Ἔτσι τὸ 1521, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο, ὕστερα ἀπὸ περιοδεία καὶ ἔλεγχο τῶν ἁρμοδἰων ὑπαλλήλων, συντάχθηκαν νέοι φορολογικοὶ κατάλογοι, δὲν βρέθηκε καὶ δὲν καταγράφηκε, γιατὶ προφανῶς δὲν ὑπῆρχε, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας. Νέοι φορολογικοὶ κατάλογοι, πάλι ὕστερα ἀπὸ περιοδεία καὶ αὐστηρὸ ἔλεγχο,  συντάχθηκαν τὸ 1540. Στὸ μεταξὺ χρονικὸ διάστημα (1521 -1540) δὲν συντάχθηκαν νέοι κατάλογοι καὶ ἴσχυαν αὐτοὶ τοῦ 1521. Στὴν ἔρευνα ποὺ πραγματοποιήθηκε ἐκ μέρους τῶν Τούρκων, προκειμένου νὰ γίνει ἡ ἀναθεώρηση τοῦ ἔτους 1540, ἀνακαλύφθηκε ὅτι ὑπῆρχε τὸ ἀνύπαρκτο στοὺς προηγούμενους καταλόγους «Μοναστήρι τῆς Παναγίας». Ἔτσι καταγράφηκε καὶ περιγράφηκε μὲ τὴν προσθήκη τῆς διευκρινιστικῆς ἐπισημείωσης «προσφάτως ἀνεγερθέν», ἀφοῦ γιὰ πρώτη φορὰ καταγραφόταν, καὶ συμπεριλήφθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στοὺς φορολογούμενους.

Ἑπομένως  τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας» «ἀνεγέρθηκε» ἤ ἐπανασυστάθηκε στὸ χρονικὸ διάστημα μετὰ τὸ 1521 καὶ πρὶν τὸ 1540. Τὸ 1522 ἡ Μονὴ Βατοπεδίου πρόσφερε στὴ «Μονὴ Ξενιᾶς» τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας. Ἑπομένως ἡ «Ἱερὰ Βασιλικὴ Πατριαρχικὴ Μονὴ Ξενιᾶς» ἄρχισε νὰ ὑπάρχει καὶ πάλι τὸ 1522. Μὲ δεδομένο τὸ βεβαιωμένο αὐτὸ γεγονὸς πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι τὸ πολύτιμο αὐτὸ δῶρο προσθέρθηκε κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς νέας περιόδου ζωῆς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς μετὰ μία προηγηθεῖσα ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή του, ἴσως αὐτὴ τοῦ καρδινάλιου Πελάγιου.

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας», λοιπόν, «ἐπανασυστάθηκε» λίγο μετὰ τὴ σύνταξη τῶν φορολογικῶν καταλόγων τοῦ 1521 καί, ὁπωσδήποτε, ὑπῆρξε κατὰ τὸ 1522, καὶ μάλιστα τὴν ἴδια ἐποχὴ, 1522,  ἦταν γνωστὸ ὡς «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας» ὑπῆρχε βεβαίως καὶ πολλὰ χρόνια πρὶν τὸ 1521. Δὲν γνωρίζουμε ἐπὶ πόσα χρόνια εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ οἱ καλόγεροί του καὶ τὸ Μοναστήρι δὲν βρισκόταν στὴ θέση αὐτή, ὥστε νὰ μὴν τὸ συμπεριλαμβάνουν οἱ Τοῦρκοι στοὺς φορολογικούς τους καταλόγους.

Γιὰ πόσα χρόνια τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, πρὶν τὸ 1522,  ἦταν ἔρημο, ἐγκαταλειμένο καὶ μὴ ἐπανδρωμένο;

Ἐὰν οἱ ἐνδεικτικὲς χρονολογίες τῶν προηγούμενων «ἐνθυμήσεων», τοῦ 12ου -13ου αἰῶνα τοῦ μοναχοῦ Γρηγορίου καὶ τοῦ Λεοντάρη ἀπὸ τὴν Προῦσα, ἡ σαφὴς χρονολογία τοῦ 1378 τοῦ «Εὐχολογίου» καὶ κυρίως αὐτὴ ἡ σαφῶς χρονολογημένη «ἐνθύμηση» τοῦ 1497, τῶν «ἀποστολευαγγελίων τῆς ἑβδομάδος καὶ διαφόρων ἁγίων», συνδέονται μὲ τὴν πραγματικὴ ἐπιτόπιο ὕπαρξη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τότε πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς δὲν πρέπει νὰ εἶχε παύσει νὰ ὑπάρχει γιὰ πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα  ὡς ἕνα ἑνιαῖο, ὀργανωμένο καὶ συγκροτημένο σύνολο μοναχῶν.

Ἀπὸ τὸ 1497, σαφῶς δηλωμένο ἔτος τῆς τελευταίας «ἐνθύμησης», μέχρι τὸ 1522, ἔτος προσφορᾶς τῆς «Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας», μεσολαβοῦν μόλις εἴκοσι πέντε χρόνια.

Γεγονὸς ἀναντίρρητο καὶ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τὸ 1522, ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖο  τὸ Μοναστήρι «ἀνασυστάθηκε» ἤ «ἐπανανδρώθηκε» ἤ «ἐπαναλειτούργησε» ὀνομάζεται «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Αὐτὸ εἰσηγεῖται ὅτι τὸ ὄνομα αὐτὸ ὑπῆρχε ἀπὸ πρὶν. Τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο προσφέρεται ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Παναγίας ἦταν ἀναγνωρισμένο ἀπὸ χρόνια πρίν. Τὸ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ἦταν ἡ ἐπωνυμία μὲ τὴν ὁποία καθοριζόταν καὶ ἀναγνωριζόταν τὸ Μοναστήρι.

Κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, μετὰ τὴν μεγάλη καταστροφή του ἀπὸ τὸν Πελάγιο, κάπου στὰ 1208 -1210, καὶ τὸν  μαζικό φόνο πολλῶν μοναχῶν του, οἱ μοναχοὶ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας,[20] ὅσοι ἐπέζησαν ἀπὸ τὴν καταστροφή, σκορπίστηκαν καὶ κατέφυγαν ἤ σὲ μεμονωμένες τριγύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας σκῆτες ἤ σὲ ἄλλα μοναστήρια.

Γενικὴ παραδοχὴ ἐξ ἄλλου εἶναι ὅτι γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τὸ γνωστὸ ὡς Μοναστήρι τῆς «Ἄνω Ξενιᾶς», ὑπῆρχαν πολλὲς σκῆτες ἤ μεμονωμένα «κελιὰ» στὰ ὁποῖα μόναζαν κάποιοι καλόγεροι. Αὐτά, ὡς ἀσήμαντα καὶ ἀφανῆ «κελιά»,  δὲν πρέπει νὰ καταστράφηκαν ἀπὸ τὸν Πελάγιο καὶ οἱ ὅσοι μόναζαν σ’ αὐτὰ ἐπέζησαν.

Αὐτὰ πρέπει νὰ λειτουργοῦσαν καὶ ὡς ἕνα εἶδος «καταφυγίων» σὲ περιόδους κάθε εἴδους ληστρικῶν ἐπιδρομῶν.  Οἱ σκῆτες καὶ τὰ «κελιὰ» αὐτὰ γύρω ἀπὸ τὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» πρέπει νὰ αὐξήθηκαν μετὰ τὴ διάλυση, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Φραγκοκρατίας στὶς περιοχὲς Ἁλμυροῦ καὶ Πτελεοῦ, τῶν μοναστηριῶν ποὺ ὑπῆρχαν στὴ  «Λάκα Παναγιά», στὴν «Παναγία Βάβριανη», στὸ «Μπακλαλί», στὸ «Τσουρνάτι», στὸν «Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Πτελεοῦ».

Καταστράφηκαν ἤ διαλύθηκαν ἀναγκαστικὰ μὲν τὰ μοναστήρια αὐτὰ ὡς κτίρια καὶ ὡς ὀργανωμένα σύνολα μοναχῶν ἀλλὰ οἱ καλόγεροί τους δὲν ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν. Ὑπῆρχε συνήθεια σὲ κάθε εἴδους ληστρικὲς ἐπιδρομὲς οἱ μοναχοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ κάτοικοι τῶν ὀρεινῶν χωριῶν νὰ ἐγκαταλείπουν τὴ μόνιμη κατοικία τους καὶ νὰ κρύβονται σὲ ἀπόμερα μέρη στὰ βουνά.

«+Ἐδῶ σημειώνω τὸν καιρὸ  ὁποῦ ἦρθεν  ὁ ντεβέρναγας να κάψῃ τὰ χωριὰ Βρύναινα καὶ Κοκωτοὺς καὶ ἦρθε καὶ στὸ Μοναστήρι καὶ ἡμεῖς  οἱ πατέρες φύγαμε καἰ κρύφκαμε στὰ δάση καὶ στὰ σπήλαια», λέει μία ἐνθύμηση ποὺ παρουσιάζεται σὲ ἄλλα σημεία τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

Τὸ μόνο ἀσφαλὲς καταφύγιο στὴν περιοχὴ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῶν μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ ποὺ διαλύθηκαν, προκειμένου νὰ συνεχίσουν τὴν μοναστικὴ ζωὴ ποὺ εἶχαν ἐπιλέξει, ἦταν τὸ ἀπόμακρο καὶ ἀπομονωμένο Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας». Καὶ μπορεῖ μὲν βεβαιωμένες μαρτυρίες γιὰ κάτι τέτοιο, γιὰ μία τέτοια ἐνσωμάτωση, νὰ ἔχομε μόνο γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἀλλὰ οἱ ὑπάρχουσες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καταστάσεις καὶ δυνατότητες ὁδηγοῦν στὴ σκέψη ὅτι ἡ καταφυγὴ καὶ τῶν μοναχῶν τῶν ἄλλων αὐτῶν διαλυθέντων μοναστηριῶν στὴν προστατευτικὴ ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν γι’ αὐτοὺς ἡ προσφορότερη λύση.

Ἡ δυναμικὴ καὶ πληθωρικὴ παρουσία τῶν Ἰταλῶν καθολικῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἵδρυση καὶ ἀνάπτυξη τῶν δικῶν τους μοναστηριῶν καὶ τὰ ἰσχυρὰ οἰκονομικὰ  καὶ  ἐμπορικὰ  συμφέροντα τῶν Βενετικῶν ἐμπορικῶν οἴκων ἀλλὰ καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν Ἱπποτῶν, τόσο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ὅσο καὶ τοῦ Πτελεοῦ, καταδυνάστευαν τὴν ὅλη ζωὴ τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων, δημιουργοῦσε μία ἐχθρικὴ καὶ ἀποτρεπτικὴ γιὰ ὕπαρξη καὶ λειτουργία ἄλλων ὀρθόδοξων μοναστηριῶν ἀτμόσφαιρα.

Ὅλα τὰ παραπάνω σχετίζονται ἀσφαλῶς μὲ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Δὲν δίνουν ὅμως κάποια ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ποιὸς ἦταν ὁ σοβαρός λόγος ποὺ ὁδήγησε τὴ Μονὴ Βατοπεδίου στὴν ἀπόφαση νὰ προσφέρει στὴ  Μονὴ  Ξενιᾶς  ἕνα τόσο πολύτιμο κειμήλιο.

Μπορεῖ ἴσως νὰ θεωρηθεῖ τολμηρὴ καὶ ἐντελῶς ἀστήρικτη ἀλλὰ θὰ κάνουμε μιὰ ὑπόθεση: Πῶς ἡ τόσο ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ – καὶ μάλιστα γιὰ τὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης – Μονὴ Βατοπεδίου  πληροφορήθηκε τόσο ἄμεσα τὴν «ἐπανίδρυση» ἑνὸς μοναστηριοῦ στὴν ἀπομακρυσμένη Ὄρθρη; Θυμίζουμε ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς «ἐπανιδρύθηκε» ἤ «ἐπανασυστάθηκε» τὸ 1521 ἤ 1522 καὶ ἀμέσως, τὸ 1522, ἡ Μονὴ Βατοπεδίου προσφέρει σ’ αὐτὸ ὅ,τι πολυτιμότερο μποροῦσε νὰ προσφέρει, τὴν «Τιμίαν Ζώνην τῆς Παναγίας». Πῶς πληροφορήθηκε ἀμέσως αὐτὴν τὴν «ἐπανίδρυση» καὶ πῶς ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, «ἀγάπησε» ἀμέσως τόσο πολὺ ἕνα νεοϊδρυμένο μοναστήρι τῆς Ὄρθρης, ὥστε νὰ «ξεριζώσει» ἕνα μέρος τῆς καρδιᾶς του καὶ νὰ τοῦ τὸ προσφέρει;

Μήπως οἱ  καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς  στὰ χρόνια πρὶν τὸ 1522 εἶχαν καταφύγει, βρίσκοντας περίθαλψη, στὴ Μονὴ Βατοπεδίου; Μήπως φεύγοντας ἀπὸ ἐκεῖ, ἀποφασισμένοι νὰ ξαναχτίσουν τὸ μοναστήρι τους, τοὺς ξεπροβόδισαν δίνοντάς τους, «φυλακτήριον ἐσαεὶ Τιμίαν Ζώνην τῆς Θεοτόκου»;

Μὴπως σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, κατὰ τὸ 1522, κατὰ τὸ ὁποῖο «ἐπαναδραστηριοποιοῦνταν», δὲν ἦταν μόνο του ἀλλὰ συνυπῆρχαν μαζί του ὅλα τὰ παραπάνω μοναστήρια ποὺ εἶχαν διαλυθεῖ;

Μήπως κάποιοι μοναχοὶ καὶ αὐτῶν τῶν ἄλλων μοναστηριῶν εἶχαν καταφύγει προσωρινὰ στὴ Μονὴ Βατοπεδίου καὶ τὸ 1522 ὅλοι μαζὶ, ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ νὰ ξαναλειτουργήσουν τὴν «Παναγία Ξενιά»;

Ἀφήνοντας νὰ αἰωροῦνται ἀναπάντητα τὰ παραπάνω ἐρωτήματα καὶ νὰ ἀναζητεῖται ἀπὸ τὸν καθένα κάποια ἀπάντηση καὶ ἐπιθυμῶντας νὰ συμπληρώσουμε τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ μὲ ἄλλα σχετικὰ ἀκούσματα γιὰ τὸ θέμα καταθέτουμε καὶ τὰ παρακάτω.

Ὑπάρχει μία σχετικὴ παράδοση ἡ ὁποία ἀκούστηκε νὰ  ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ ἱεροκήρυκες σὲ κηρύγματά τους στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ἡ παράδοση αὐτὴ λέει ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὰ 1522, ἡ Μονὴ Βατοπεδίου  τοῦ Ἁγίου Ὅρους βρισκόταν σὲ πολὺ δύσκολη οἰκονομικὴ κατάσταση γιατὶ εἶχε λεηλατηθεῖ καὶ καταστραφεῖ ἀπὸ ληστρικὲς ἐπιδρομές. Ἀντίθετα ἡ Μονὴ Ξενιᾶς βρισκόταν σὲ πολὺ ἀνθηρὴ οἰκονομικὴ κατάσταση. Ἔτσι προκειμένου νὰ στηρίξει οἰκονομικὰ τὴ Μονὴ Βατοπεδίου γιὰ νὰ ἀνασυγκροτηθεῖ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς ἔστειλε σ’ αὐτὴν δυὸ καράβια φορτωμένα μὲ λάδι, σιτάρι, πρόβατα, γελάδια καὶ πολλὰ πολύτιμα ἀντικείμενα. Ἡ Μονὴ Βατοπεδίου γιὰ ἀνταπόδωση τῆς μεγάλης αὐτῆς εὐεργεσίας καὶ ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης ἔστειλε «τῇ ἐν Ὄθρυϊ  Ἱερᾷ Βασιλικῇ Πατριαρχικῇ Μονῇ Ξενιᾶς φυλακτήριον ἐσαεὶ τιμίαν Ζώνην τῆς Θεοτόκου».

Ἔπειτα, ὅμως, ἀπὸ ὅσα πραγματικὰ γεγονότα ἀναφέρθηκαν παραπάνω ἡ παράδοση αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει παραδεκτή.

Μὴν θέλοντας νὰ συνεχίσουμε καταθέτοντας περισσότερες σκέψεις καὶ ὐποθέσεις γιὰ θέμα αὐτὸ  κλείνουμε λέγοντας  ὅτι στὰ 1522 τὸ παλιὸ «Μοναστήρι  τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας», ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε πάρει καὶ τὴν ὀνομασία «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», ἀφοῦ πέρασε μιὰ χρονικὴ περίοδο μερικῶν δεκάδων ἐτῶν παρακμῆς καὶ διάλυσης μέχρι βαθμοῦ ἀνυπαρξίας, ἀνασυγκροτήθηκε καὶ ἀνασυστάθηκε, ξεκινῶντας μιὰ νέα περίοδο ἀκμῆς. Γιὰ τὴν στήριξη τῆς νέας αύτῆς ἀρχῆς ἡ Μονὴ Βατοπεδίου πρόσφερε «τῇ ἐν Ὄθρυϊ  Ἱερᾷ Βασιλικῇ Πατριαρχικῇ Μονῇ Ξενιᾶς φυλακτήριον ἐσαεὶ τιμίαν Ζώνην τῆς Θεοτόκου».

 

1526

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀποτελοῦσε πάντοτε, ἀλλὰ ἰδίως κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ καταφύγιο πολλῶν ἀνθρώπων σὲ δύσκολες περιόδους, σὲ περιόδους διωγμῶν, ἐχθρικῶν ἤ ληστρικῶν ἐπιδρομῶν. Σ’ αὐτὸ κατέφευγαν πολλοὶ καὶ ζητοῦσαν προστασία καὶ βοήθεια. Σ’ αὐτὸ προσέφευγαν νὰ παρακαλέσουν τὴν Παναγία νὰ τοὺς γλιτώσει ἀπὸ κάποιο κακὸ ἤ νὰ τὴν εὐχαριστήσουν γιὰ τὴ βοήθειά της καὶ τὴν σωτηρία τους.

Ἔτσι στὰ 1526, πέντε μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἐπανασύσταση τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τέσσερα χρόνια μετὰ τὴν προσφορὰ σ’ αὐτὸ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Παναγίας, οἱ  Τοῦρκοι ἐπέδραμαν καὶ λεηλάτησαν τὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Μόλις ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὶς «νόμιμες» φορολογικὲς τουρκικὲς ὑπηρεσίες νέα «φοφολογητέα ὕλη» κατέφθασαν καὶ οἱ παράνομες «φορολογίες».

Τὴν ἡμέρα τοῦ πανηγυριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, 23 Αὐγούστου, κάποιος Βρυνιώτης ποὺ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ σ’ αὐτό, βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ σημειώσει σ’ ἕνα βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ, μὲ πολὺ ἁπλὰ καὶ λιτὰ λόγια τὸ κακὸ ποὺ εἶχαν προξενήσει «οἱ ἀγάδες» στὸ χωριό του:

«+ Ἔτους ζλδ΄[21] ἰνδικτιῶνος ιδ΄[22] ἐν Βρύνινα αὐγούστου κγ΄. 

Ἔγεινε μεγάλο κακό.

Πολὺς κόσμος ὑπόφερε ἀπὸ τῶν κλεφτῶν καὶ στρατευμάτων.

Οἱ ἀγάδες ἔσφαξαν, ἔκαψαν, κούρσευσαν καὶ διαγούμησαν».[23]

Ἡ ἐνθύμηση μᾶς βοηθάει νὰ κάνουμε κάποιες σκέψεις βοηθητικὲς στὴν ἐπίλυση κάποιων προβλημάτων γιὰ τὴν τεκμηριωμένη συγκρότηση τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τὴν ὁποία ἐπιχειροῦμε μὲ τὴν ἐργασία μας αὐτή.

Τὸ Μοναστήρι, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἀφιέρωση τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, εἶχε ἀπὸ τὸ 1522 τοὐλάχιστον καὶ τὴν ἐπωνυμία «Παναγίας Ξενιᾶς». Ἡ παραπάνω ἐνθύμηση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι στὰ 1526, τοὐλάχιστον, εἶχε καθιερωθεῖ ὡς ἡμέρα τιμητικοῦ ἑορτασμοῦ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἡ 23η Αὐγούστου, ἐνῶ ἡ ἡμέρα τοῦ ἐπίσημου ἑορτασμοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἦταν ἡ 15η Αὐγούστου, καθιερωμένη ἀπὸ πολὺ παλιότερα καὶ πρὶν τὴν ἄφιξη τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸ Μοναστήρι αὐτό.

Τὸ ὅτι ἀπὸ τόσο παλιά, ἀπὸ τὸ 1526 τοὐλάχιστον, ἦταν καθιερωμένο τὸ ἑορταστικὸ πανηγῦρι τῆς 23ης Αὐγούστου, ἐνισχύει τὴν ἄποψη, τὴν ὁποία διατυπώνουμε καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, ὅτι ὁ ἑορτασμὸς αὐτὸς ἦταν καθιερωμένος ἤδη, γιὰ τὸν ἴδιο σκοπό, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» βρισκόταν στὴν πρώτη της Μονὴ, στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ Ἀχιλλείου.

Κατὰ τὸ 1526 Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς ὑπῆρχε μία καὶ μόνη καὶ ἦταν αὐτὴ ποὺ ἀργότερα ἄρχισε νὰ λέγεται ἀναγκαστικὰ γιὰ λόγους ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ της, καὶ «Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς», ὡς πρόσθετη προσδιοριστικὴ ὀνομασία, ἀφοῦ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀκούγεται καὶ ἡ ὀνομασία «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς».

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ τὰ δύο πανηγύρια, τόσο τὸ πρῶτο τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», κατὰ τὴν 15η Αὐγούστου, κατὰ τὸ ὁποῖο τιμοῦνταν ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα» (Κοιμήσεως Θεοτόκου), ὅσο καὶ τὸ δεύτερο τῆς «Ἀπόδοσης τῆς Κοιμήσεως», κατὰ τὴν 23η Αὐγούστου, κατὰ τὸ ὁποῖο τιμοῦνταν ἡ εἰκόνα ποὺ ἦρθε στὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὴ «Λάκα Παναγιά», ἡ «Παναγία Ξενιά» (Παναγία Βρεφοκρατοῦσα), γίνονταν στὴν μία καὶ μόνη «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», τὴν ἐπονομαζόμενη καὶ «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Τὸ δεύτερο πανηγῦρι, τῆς 23ης Αὐγούστου, ἦταν καθιερωμένο καὶ γινόταν ἀπὸ πολὺ πρὶν στὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ κατόπιν ἄρχισε νὰ γιορτάζεται καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Εἶχε καθιερωθεῖ μετὰ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτὸ τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς». Μὲ τὴν μετακίνηση τῶν μοναχῶν τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» στὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» μεταφέρθηκε καὶ καθιερώθηκε καὶ τὸ πανηγῦρι.

Ὅταν ἀργότερα τὸ  μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναβαθμίστηκε καὶ προσήλκυε πολλοὺς ἀνθρώπους ἀποφασίστηκε τὸ μὲν πρῶτο πανηγῦρι (15 Αὐγούστου) νὰ γίνεται στὴν «Ἄνω» Μονὴ τὸ δὲ δεύτερο (23 Αὐγούστου) στὴν «Κάτω».

 

1541

Μὲ τὰ προβλήματα τῆς ἑρμηνείας, τῆς ἀποσαφήνισης καὶ τῆς κατανόσησης καὶ συσχέτισης τῶν χρονολογιῶν τῆς ἀνέγερσης, τῶν καταστροφῶν, τῶν ἐπισκευῶν καὶ τῆς ἐπανανέγερσης τῶν κτιριακῶν συγκροτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ «Παναγίας Ξενιᾶς» ἔχει συνδεθεῖ καὶ μία χαραγμένη σὲ ἕναν ὀγκόλιθο χρονολογία.

Σὲ ἕναν ὀγκόλιθο, ποὺ βρισκόταν στὴ νοτιοδυτικὴ γωνία τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἦταν χαραγμένη ἡ χρονολογία 1541. Ἑρμηνεύοντας τὴν χάραξη τῆς, χωρὶς ἄλλα συνοδευτικὰ διευκρινιστικὰ στοιχεῖα, χρονολογίας αὐτῆς, ὁ Γιαννόπουλος, διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι τὸ 1541 ὑποδηλώνει χρονολογία ἀνέγερσης καὶ ὅτι κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ  ξαναχτίστηκε ἡ Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς.

Ἀναφέρει συγκεκριμένα ὁ Γιαννόπουλος στὸ δημοσίευμά του αὐτὸ:[24]

«Ἡ Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς ἤ Κισσιωτίσσης κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπυρπολήθη ὑπὸ τοῦ πάπα Ρώμης. Ἴσως νὰ ἐπυρπολήθη ὑπὸ τοῦ καρδιναλίου Πελαγίου ἀποσταλέντος ὑπὸ τοῦ Πάπα κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, (1204 καὶ ἑξῆς), ὅπως ὑποτάξῃ τὸν ὀρθόδοξον κλῆρον εἰς τὸν παπικὸν θρόνον.

Τὰ κατορθώματα τοῦ Πελαγίου, αἱ ὠμότητες κατὰ τοῦ ἐν τῇ ἀνατολῇ κλήρου, τῶν μὴ δεξαμένων αὐτὸν εἰς κοινωνίαν, εἶναι γνωστὰ ἐν τῇ ἱστορίᾳ. Φαίνεται δὲ ὅτι τὴν αὐτὴν τύχην ἔλαβε καὶ ἡ Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς ἤ Κισσιωτίσσης, ἴσως δὲ καὶ ἄλλαι παρ’  αὐτὴν Μοναί, ὅπως καὶ ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω Μονὴ τῆς Λαύρας, τὴν ὁποία ἐνέπρησε μὲν ὁ Πελάγιος, ἀνήγειρε δὲ ὁ Φράγκος αὐτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως Ἐρρῖκος, τὸν ὁποῖον ὕστερον οἱ Λαυριῶται εὐγνωμονοῦντες ἀνιστόρησαν ἐν τῷ νάρθηκι τοῦ ναοῦ ἀνεγείροντα τὴν καταπεσοῦσαν Μονήν.

Καὶ δὲν εἶναι μὲν ἡμῖν γνωστὸν ἄν ἕτερός τις εὐεργέτης ἀνήγειρε μετὰ ταῦτα τὴν καεῖσαν Μονὴν (Ἅνω Μονὴν) Ξενιᾶς ἤ Κισσιωτίσσης, φαίνεται ὅμως πιθανὸν ὅτι αὕτη ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας ἔμεινεν ἐν ἐρειπίοις μέχρι τοῦ 1541, ὅτε ἀνηγέρθη ὑπὸ μοναχῶν ἐκ δευτέρου, ὡς φαίνεται ἐγκεχαραγμένη ἐπὶ ὀγκολίθου παρὰ τὴν μεσημβρινοδυτικὴν γωνίαν  τοῦ ναοῦ ἡ χρονολογία 1541, ἐν πλήρει τουρκικῇ κυριαρχίᾳ τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ Β΄, καὶ Νεοφύτου ἀνεψιοῦ αὐτοῦ.

Ἡ τοιχοδομία τοῦ ναοῦ ἔγεινε βεβιασμένη καὶ ἀπειρόκαλος διὰ πηλοῦ, ὅτε ναὸς καὶ τὰ κελλία ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἀρχικοῦ ἐμβαδοῦ, πλὴν τῆς βορείου πλευρᾶς, τὴν ὁποίαν περιώρισαν χάριν τοῦ ναοῦ, ἀφήσαντες καὶ τὰς πρὶν ἐν τῷ προαυλίῳ τοῦ ναοῦ κυπαρίσσους, ἐκτὸς αὐτοῦ».

Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπάρχουσα παράδοση, ἡ Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς λεηλατήθηκε καὶ πυρπολήθηκε ἀπὸ τὸν καρδινάλιο Πελάγιο στὰ πρῶτα χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας στὴν Ἑλλάδα. Πιθανότερη χρονολογία τῆς  καταστροφῆς αὐτῆς θεωρεῖται τὸ ἔτος 1209. Ὁπωσδήποτε πάντως μετὰ τὸ 1204. Συνδυάζοντας ὁ  Γιαννόπουλος τὴν παράδοση αὐτὴ τῆς καταστροφῆς τῆς μονῆς ἀπὸ τὸν Πελάγιο μὲ τὴν χαραγμένη σὲ ὀγκόλιθο αὐτὴ χρονολογία, ἔγραψε: «αὕτη (ἡ Μονὴ Ξενιᾶς) ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας (μετὰ τὴν καταστροφή της ἀπὸ τὸν Πελάγιο)  ἔμεινεν ἐν ἐρειπίοις μέχρι τοῦ 1541, ὅτε ἀνηγέρθη ὑπὸ μοναχῶν ἐκ δευτέρου, ὡς φαίνεται ἐγκεχαραγμένη ἐπὶ ὀγκολίθου παρὰ τὴν μεσημβρινοδυτικὴν  γωνίαν τοῦ ναοῦ ἡ χρονολογία 1541».

Ὡστόσο, ὅμως, τόσο ἡ ἀποστολή τῆς Τιμίας Ζώνης, στὰ 1522, στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὅσο καὶ ἡ συμπερίληψή του στοὺς τουρκικοὺς φορολογικοὺς καταλόγους κατὰ τὸ ἔτος 1540, ποὺ εἴδαμε πιὸ πάνω, μᾶς βεβαιώνουν ὅτι τὸ Μοναστήρι «ξαναχτίστηκε» ἤ μᾶλλον ὑπῆρχε πολὺ πρὶν τὸ 1541, ἀφοῦ ἔχομε τὸ βεβαιωμένο γεγονός τῆς προσφορᾶς σ’ αὐτὸ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Πᾳναγίας, εἴκοσι χρόνια πρίν,  κατὰ τὸ 1522 .

Κατὰ τὸ 1540, σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τῶν τουρκικῶν φορολογικῶν καταλόγων, τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἦταν «προσφάτως ἀνεγερθὲν». Ἡ χρονολογία 1541, λοιπόν, δὲν πρέπει νὰ ἀναφέρεται στὴν καθολική ἐκ νέου, «ἐκ δευτέρου», ἀνέγερση τῆς Μονῆς. Πρέπει νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποιο  ἄλλο γεγονὸς, ἴσως σὲ ἀνέγερση ἤ ἀποπεράτωση κάποιου μεμονωμένου κτιρίου, στὸ ὁποῖο ἦταν ἐντοιχισμένη ἡ πέτρα μὲ τὴ χρονολογία 1541, πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖται συχνά ἀπὸ τοὺς μαστόρους συνήθως, ἐὰν οἱ ὑπεύθυνοι δὲν φροντίσουν γιὰ τὴν τοποθέτηση μιᾶς πληρέστερης κατατοπιστικῆς ἐπιγραφῆς.

Μὶα ἄλλη σκέψη ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει εἶναι ὅτι τὸ «προσφάτως ἀνεγερθὲν» τῶν τουρκικῶν φορολογικῶν καταλόγων δὲν ἀνταποκρινόταν πλήρως στὴν πραγματικότητα ἀλλὰ ὅτι ὑπολείπονταν νὰ γίνουν κάποιες ἀκόμα ἐργασίες οἱ ὁποῖες ὁλοκληρώθηκαν ἕνα χρόνο μετά, τὸ 1541, χρονολογία τὴν ὁποία οἱ καλόγεροι χάραξαν στὸν ὀγκόλιθο.

 

[1] Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, ἔτος δεύτερον (α’ ὀκτωβρίου 1881 -1882 σεπτεβρίου 30, σελ. 646. Κωνσταντινούπολις, Πατριαρχικὸν Τυπογραφεῖον.

[2] Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια … ὅ. π.

[3] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Χρονικὰ Σημειώματα Θεσσαλίας» στὸ «Νεολόγου Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησις, πολιτική, φιλολογική, ἐπιστημονική», τόμος Β΄, σελ. 241 (Ἀριθ.  φύλλου 13,  17 Ἰανουαρίου 1893).

[4] Φυλάσσεται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ.

[5] Βλ. Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος Κ΄, σελ. 104, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Στὰ χειρόγραφα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὡστόσο, πρέπει νὰ συμπεριληφθοῦν, τὰ περισσότερα τοὐλάχιστον, κατὰ τὴν προσωπικὴ μου ἐκτίμηση, ἀπὸ χειρόγραφα βιβλία τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», ὅπως καταγράφηκαν πάλι ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, στὸν Νέο Ἑλληνομνήμονα, τόμος ΙΗ΄, σελ. 448 κ. ἑξ., καὶ τόμος ΙΘ΄, σελ. 93 κ. ἑξ., 262 κ. ἑξ, καὶ 369 κ. ἑξ. Μερικὰ τοὐλάχιστον ἀπὸ αὐτὰ βρισκονται σήμερα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ.

[6] Περιοδος Β΄ , τεῦχος 4, Ἁλμυρὸς 2000, σελ. 78 – 83, Χερουνεὶμ Βελέτζας, Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[7] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ Μοναστήρι εἶχε μόνο τὴν ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα». Ἡ εἰκὀνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν εἶχε φτάσει ἀκόμη στὸ Μοναστήρι αὐτό.

[8] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθἠκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 18, σελ. 448-450.

[9] Στὴν ἀντιγραφὴ ὅλων τῶν ἐνθυμήσεων στὴν ἐργασία μας αὐτὴ διορθώσαμε κάποια μόνο ἀπὸ τὰ ὀρθογραφικὰ λάθη τους, ποὺ θεωρήσαμε ἀπαραίτητα, γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς κατανόησης τοῦ περιεχομένου τους.

[10] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 93.

[11] ςωπς = 6886 (ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἤ ἀπὸ Ἀδάμ), ἤτοι 6886-5508 = 1378 ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως.

[12] [(1378+3) : 15 = 92 πηλίκο καὶ 1 ὑπόλοιπο (= 1η ἰνδικτιὼν 1(α))]

[13] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 20ος , Ἀθῆναι 1925, σελ. 106.

[14] ζε =7005 ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἤ ἀπὸ Ἀδάμ, ἤτοι 7005 – 5508 = 1497 ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως,

[15] [(1497+3) : 15 =  100 πηλίκον καὶ Ο ὑπόλοιπο (=ἰνδικτιὼν 15 (ιε)]

[16] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 20ος, Ἀθῆναι 1925, σελ. 106.

[17] Τὸ «Βατοπαιδίου» τὸ γράφομε στὴ θέση αὐτὴ μὲ αι (Βατοπαιδίου) ἐπειδὴ ἔτσι εἶναι γραμμένο ἐκ μέρους τῆς Μονῆς στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ ποὺ λάβαμε στὸ αἴτημά μας.

[18] Ἡ μελέτη τοῦ Machiel Kieel ἀναδημοσιεύθηκε σχολιασμένη καὶ μεταφρασμένη στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν Βίκτωρα Κοντονάτσιο, στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Περίοδος Β΄, τεῦχος 10, Ἁλμυρὸς  2006, σελ. 105-112 μὲ τίτλο «Ἡ Βρύναινα, ἀπὸ τὸν 15ο ὥς τὸν 17ο αἰῶνα, μέσα ἀπὸ τουρκικοὺς φορολογικοὺς καταλόγους», μὲ ἐνδιαφέρουσες γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα διορθωτικὲς παρεμβάσεις στὶς ἐκφραζόμενες ἀπόψεις τοῦ ἀρχικοῦ ἄρθρου.

[19] Ὁ ἀκτσὲς ἦταν τουρκικὴ νομισματικὴ μονάδα καὶ βασικὸ μέσον συναλλαγῶν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 14ου μέχρι τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα. Εἶναι γνωστὸ καὶ ὡς ἄσπρο καὶ ἦταν τὸ μακροβιότερο νόμισμα τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.

[20] Ἡ ὀνομασία Παναγίας Ξενιᾶς δὲν ὑπῆρχε τότε γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας.

[21] Τὸ ἔτος ζλδ΄ (=7034)  ἀπὸ  κτίσεως κόσμου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ 1526 μ.Χ. (7934 – 5508 = 1526).

[22] [(1526+3) : 3 = 101 πηλίκον καὶ 14 ὑπόλοιπο (= ἰνδικτιὼν 14 (ιδ)].

[23] Ἡ «ἐνθύμηση» δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ, σελ. 684.

[24] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ», τόμος 4, σελ. 67.

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δωδέκατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

δ΄.  Οἱ μεγάλες δυσκολίες στὴ λύση τοῦ προβλήματος

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει  ἄλυτο. Μία παράμετρος τῆς δυσκολίας τοῦ προβλήματος καὶ τῆς παράτασης τῆς λύσης του  ἦταν ὅτι κανένας δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ προσδιορίσει μὲ ἀκρίβεια ποιὰ ἦταν αὐτὰ τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πόσα ἦταν καὶ ποῦ βρίσκονταν αὐτά. Οἱ σχετικὲς προσπάθειες γιὰ τὸν ἀκριβῆ προσδιορισμό τους ἀπέβαιναν ἄκαρπες.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω ἔγγραφο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀδὰμ Δούκας, νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν καταγραφὴ τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων τῆς Ξενιᾶς στὴν περιοχὴ τῆς Φθιώτιδας, παρουσιάζει τὴ δυσκολία ποὺ ἀντιμετώπιζε.

Δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνθρώπους ν’ ἀναλάβουν νὰ φέρουν εἰς πέρας τὴν ἐργασία  τῆς καταγραφῆς τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων τῆς Ξενιᾶς στὴ Φθιώτιδα, ἄν καὶ εἶχε κάνει «ἀπείρους ἐξετάσεις καὶ προϋπολογισμοὺς. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα γιατὶ ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ἁπλώνονταν τὰ κτήματα τῆς Ξενιᾶς εἶχε «30 ὥρας περίπου μέγιστον μῆκος».

 

Εἶχε φτάσει ὁ Ἰούνιος τοῦ 1836 καὶ κανένας δὲν ἦταν ἀκόμα σὲ θέση νὰ γνωρίζει πόση ἦταν αὐτὴ ἡ περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ βρισκόταν ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας.

Τὸ ὑπ’ ἀριθ.  38 ἔγγραφο τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ποὺ περιέχει τὴν ἀναφορὰ τοῦ νομάρχη Ἀδὰμ Δούκα, ἀναφέρει σχετικά:

«ἐπὶ προσκυνῶ

Ἀναφέρομαι ἐπισήμως εἰς τὴν Γραμματείαν καὶ περὶ τῆς ἀναγκαίας χρηματικῆς ἐπιχορηγήσεως   διὰ τὴν καταγραφὴν τῶν κτημάτων τῶν διαλυθέντων  Μονῶν τῆς Φθιώτιδος, ἀλλ’ εὑρίσκω δέον νὰ σᾶς γράψω καὶ ἰδιαιτέρως.

Μὲ ὅσους κόπους καὶ ἄν κατέβαλον καὶ μ’ ὅλας τὰς δυνατὰς προσπαθείας δὲν ἠμπόρεσα νὰ εὕρω ἀνθρώπους διὰ νὰ ἐπιφορτισθοῦν τὴν καταγραφὴν καὶ ἐκτίμησιν. Ἡ ἀποποίησις δὲν προέρχεται ἁπὸ δυστροπίαν, τὰ κτήματα ἀρκετὰ καὶ εἰς πολλὰ μέρη, 30 ὥρας περίπου μέγιστον μῆκος[1] ἔχει ἡ Φθιῶτις καὶ εἰς ὅλο  αὐτὸ τὸ διάστημα εὑρίσκονται Μοναστηριακά.  Ἐκ τούτου χρειάζεται καὶ κόπος μέγας καὶ χρόνος πολύς, καὶ οὐδεὶς ἀποφασίζει νὰ δουλεύῃ μὲ ζημίαν του.

Ἔκαμα ἀπείρους ἐξετάσεις καὶ προϋπολογισμοὺς ἀλλ’ ἐπείσθην ὅτι ἀπαιτοῦνται  ἀφεύκτως περισσότεραι τῶν 1.000 δραχμῶν. Ὅθεν, ἄν ἐπιθυμῆτε νὰ λάβουν τέλος καὶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτὴν τὰ Μοναστηριακά, πρέπει νὰ  συγκατανεύσητε εἰς τὴν πρὸτασίν μου, ἄλλως δὲν κατορθοῦται τίποτε καὶ ἡ κατάστασίς του ὁσημέραι χειροτερεύει.

Πρὸς τούτοις πρὸ ἡμερῶν ἀνέφερα εἰς τὴν Β. Γραμματείαν περὶ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς μὲ ἐσώκλειστον ἀναφορὰν  τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν ὁποίαν παρατηρήσατε τὴν αἴτησίν των.  Ἄν μὲ εἰπῇς συγχωρημένον νὰ γνωμοδοτήσω θεωρῶ τὴν πρότασὶν των καθ’ ἕνα τρόπον δικαίαν καὶ ὠφέλιμον εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον καὶ ἰδού:

Ἀφ’ ὅσων παρατηρῶ εἰς τὰ πρακτικὰ τῆς δημοπρασίας, ἡ πρόσοδος τὴν ὁποίαν ἀποφέρουσι τὰ κτήματα τῆς Ξενιᾶς δὲν ὑπερβαίνει τὰς 500 δραχμὰς εἰς ἀμφοτέρους τοὺς φόρους, τὸν ἔγγειον καὶ τῆς ἐπικαρπίας. Ἐξ ἐναντίας ἄν δοθοῦν εἰς τὴν διαχείρησιν αὐτῶν ἠμπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω θὰ δώσουν 1.000 δραχμὰς εἰς τὸ Δημόσιον καὶ 1.000 εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον. Τὸ πρᾶγμα δὲν θέλει πολλὴν ἐξήγησιν.

Οἱ χωρικοὶ ὅσοι καλλιεργοῦν τὰ μοναστηριακὰ ἐκλέγουσι πάντοτε τὰ ἐκλεκτώτερα διότι ἀπὸ αὐτὰ ἐλπίζουσι ὠφέλειαν, τὰ δὲ περισσότερα μένουν χέρσα  ὅταν ὁμοίως οἱ καλόγηροι δὲν ἀφίνουν μίαν σπιθαμήν.

Ἄν ἴσως πάλιν ὑποθέσωμεν ὅτι εἰς τὴν πολυετῆ ἐνοικίασιν θὰ ἀπολαύνωμεν περισσότερα καὶ τοῦτο ἀπίθανον ἐπειδὴ ὁ ἐνοικιαστὴς σκοπεύει νὰ κερδίσῃ καὶ ποτὲ δὲν θὰ φθάσουν μήτε εἰς τὸ ἥμισυ.

Συμφέρει λοιπὸν καθόλου νὰ ἀφεθοῦν εἰς τὴν διαχείρησιν τῶν πατέρων τῆς Ξενιᾶς τὰ  εἰρημένα κτήματα καὶ ἐγκρίνετέ το. Ἄν θέλετε ἄς μὴ παραχωρηθοῦν ὡς εἰς διατηρούμενα, ἄς δοθοῦν μόνον πρὸς καλλιέργειαν ἐπὶ συμφωνίᾳ νὰ δίδουν δύο φόρους διὰ νὰ τὰ  ἐκχερσώσουσι καὶ βελτιώσουσι.  Μὲ παρομοίαν πρᾶξιν ἔχομεν καὶ ἄλλην ὠφέλειαν. Πολλὰ κτήματα εἶναι καταπατημένα ἀπὸ ἰδιώτας καὶ ποτὲ δὲν θὰ τὰ εὕρωμεν ὅ,τι καὶ ἄν κάμωμεν ἀλλ’ ὅταν τὰ πάρουν οἱ καλόγηροι τὰ εὑρίσκουσι καὶ τὰ μανθάνομεν καὶ ἡμεῖς.

Κοντὰ εἰς τὰς τόσας ἀπολαβὰς χρηματικὰς κερδίζομεν καὶ πολιτικῶς ὄχι ὀλίγον. Οἱ καλόγηροι εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ζητείαν εἶναι εἰς θέσιν νὰ μᾶς χρησιμεύσουν σημαντικά. Αὐτοὺς ἐνῶ τοὺς ὑπολείπτονται οἱ Τοῦρκοι, τοὺς σέβονται καὶ εὐλαβοῦνται θρησκευτικῶς οἱ χριστιανοὶ. Ἑπομένως ἠμποροῦν νὰ γνωρίζουσι πᾶν ὅ,τι μυστικὸν γίνεται εἰς τὴν γειτονίαν  μας  καὶ νὰ τὸ γνωρίζομεν καὶ ἡμεῖς καὶ οὕτω θέλει ἔχομεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν μίαν ἀστυνομίαν ἀξίαν λόγου καὶ μυστικὴν καὶ νὰ ἐνεργῶμεν κατὰ τὰς περιστάσεις.

Λοιπὸν ὁπόταν ἔχομεν τοσαῦτα ὠφέλη, δὲν ἠξεύρω διατὶ νὰ μὴ τὸ κάμωμεν; Λάβετε, παρακαλῶ, εἰς σκέψιν τὰς παρατηρήσεις μου καὶ ἔπειτα ἀποφασίσατε.

Τὸ κατ’ ἐμὲ πείθομαι ὅτι θὰ σᾶς εὕρω σύμφωνον καὶ ἄν καταδέχεσθε εἰπέτε μου δυὸ λέξεις, ἤ ἄς γράψῃ ὁ κύριος Κωστάκης, ἀλλὰ πάλιν τολμῶ νὰ εἰπῶ ὅτι εἶναι καὶ δίκαιον καὶ συμφέρον καὶ ἀναγκαῖον νὰ συγκατανεύσητε εἰς τὴν προκειμένην πρότασιν.

Ὅθεν καὶ προσκυνῶ  καὶ μένω

Δοῦλος σας ταπεινὸς

Ἀδὰμ Δούκας

Ἐν Λαμίᾳ τὴν 2 Ἰουνίου  1836» .

 

Μεταξὺ τῶν πολύ ἐνδιαφερουσῶν καὶ κατατοπιστικῶν πληροφοριῶν ποὺ δίνει γιὰ τὸ θέμα ὁ Ἀδὰμ Δούκας, ἀξιοπρόσεκτη καὶ πολὺ σημαντικὴ εἶναι ἡ σκέψη του ὅτι ἦταν συμφέρον για ὅλους νὰ δοθοῦν τὰ κτήματα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ βρίσκονταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια στοὺς μοναχούς τοῦ Μοναστηριοῦ, γιατὶ, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες ὠφέλειες, οἱ καλόγεροι ἔχοντας ἐπαφὴ μὲ τὰ κτήματά τους στὴν Ἑλλάδα καὶ ζῶντας στὴν Τουρκία μποροῦσαν νὰ μεταφέρουν στὴν Ἑλλάδα πληροφορίες γιὰ τὴν κατάσταση καὶ  ὅσα συνέβαιναν στὴν τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Θὰ μποροῦσαν δηλαδὴ νὰ δράσουν καὶ ὡς κατάσκοποι.

Ἡ σκέψη αὐτὴ τοῦ Ἀδὰμ Δούκα δὲν ἦταν μιὰ ἁπλὴ δυνατότητα. Ἦταν μιὰ καθημερινὴ πραγματικότητα καὶ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦνταν ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς. Τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ κατὰ τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα τοῦ 1821 -1832 ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν κατοπινῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων μέχρι καὶ τὸ  1881, ἀποτελοῦσε τὸ βασικὸ κέντρο κατευθυντήριας γραμμῆς, συσκέψεων, βοήθειας καὶ συμπαράστασης στοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ θέση του κοντά στὴ μεθοριακὴ γραμμὴ βοηθοῦσε πολὺ στὸν τομέα αὐτόν.

Πόσο πολὺ διαφέρει αὐτὴ ἡ σκέψη τοῦ Ἀδὰμ Δούκα ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ δοθοῦν τὰ κτήματα στοὺς καλογέρους τῆς Ξενιᾶς γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ ὅ,τιδήποτε ἄλλο, ἔτσι θὰ μποροῦσαν μπαίνοντας  ἐλεύθερα στὴν Ἑλλάδα νὰ κουβαλοῦν καὶ χρήσιμες πληροφορίες γιὰ ὅσα συνέβαιναν στὴν Τουρκία, σὲ σχέση μὲ ἐκείνους τοὺς  «αὐλοκόλακες» ποὺ εἰσηγοῦνταν ὅτι πρέπει νὰ ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος σὲ ἀντιπροσώπους «ξένων καταστημάτων» καὶ «ἀλλοδαπῶν ἱδρυμάτων»!.

 

ε΄. Ἡ συνέχιση τῆς ἐκκρεμότητας

Ἡ μέχρι τώρα παρουσίαση τοῦ θέματος τῆς ἀξιοποίησης τῆς τεράστιας περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κατέδειξε, νομίζω, τὴν πολυπλοκότητα τοῦ θέματος ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς λεπτομεροῦς καταγραφῆς ὅλων τῶν διαδικασιῶν. Κατέδειξε κυρίως ὅμως τὴν ὕπαρξη μίας τεράστιας καὶ ἄτολμης γραφειοκρατικῆς διαδικασίας.

Θὰ παραθέσουμε, ὡστόσο, στὴ συνέχεια τὸ περιεχόμενο μερικῶν ἀκόμα ἐγγράφων τοῦ φακέλου Φ. 626, γιὰ νὰ δώσουμε μία ὅσο τὸ δυνατὸν πληρέστερη εἰκόνα τοῦ θέματος, ἄν καὶ ἡ ὁριστικὴ κατάληξή του δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ.

Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔγγραφα τῶν ὁποίων παραθέτουμε τὸ περιεχόμενο, δὲν εἶναι τὰ αὐθεντικὰ πρωτότυπα ἀλλὰ ἀντίγραφά τους, ὄχι ὅμως «ἀκριβῆ ἀντίγραφα» ἀλλὰ σὲ μορφὲς μὲ τὶς ὁποῖες στελνόντουσαν συνημμένα ὡς συμπληρωματικὰ δικαιολογητικά, ἀπό μία ὑπηρεσία στὴν ἄλλη, περιέχοντας μόνο τὰ ἀπαραίτητα στιχεῖα. Ἔτσι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι στὴν πλήρη, μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τους, μορφή. Αὐτὸ δυσκολεύει ἀκόμη περισσότερο τὸν ἐρευνητὴ στὴν ἐξαγωγὴ σαφῶν συμπερασμάτων. Πολλὲς φορὲς δὲν μᾶς γίνεται γνωστὰ, λόγῳ παράλειψης ἀναγραφῆς στὰ ἀντίγραφα, τὰ πλήρη στοιχεῖα τοῦ ἀποστολέα καὶ τοῦ παραλήπτη, τῆς χρονολογίας κ.τ.λ..

Τὸ ὑπ’ ἀριθ. 26, π.χ., ἔγραφο, ἀναφέρει εἰσαγωγικὰ «Οἰκονομία (;) διευθύνει ἀναφορὰν τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης περὶ τῶν κατὰ τὴν Φθιώτιδα κτημάτων τοῦ ἐκτὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας Μοναστηρίου Ξενιᾶς».

Στὴ συνέχεια τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ ἀναφέρονται τὰ παρακάτω ποὺ σχετίζονται καὶ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀντίστοιχης συμπεριφορᾶς τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ὅπως ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἀντινίτσας:

«Διευθύνεται πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος διὰ νὰ μᾶς πληροφορήσῃ περὶ τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποσότητος τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος κτημάτων καὶ ἐὰν δὲν ᾖναι συμφερώτερον νὰ παραχωρηθοῦν τὰ κτήματα ταῦτα εἰς τὴν διακατοχὴν τῶν καλογήρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, διὰ μόνον τὸν λόγον τῆς γειτνιάσεως, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὅτι καὶ τὰ ἐντὸς τῶν ὀθωμανικῶν ὁρίων κείμενα κτήματα τῶν ἑλληνικῶν μοναστηρίων καὶ μοναχῶν, καὶ ἰδίως τοῦ τῆς Ἀντινίτσης, θέλουν καρποῦσθαι ἀνενοχλήτως, παρὰ τῶν ἄχρι τοῦδε νεμομένων αὐτὰ, θέλει δὲ μᾶς ἐπιστραφῇ καὶ ἡ παροῦσα μετὰ τοῦ συνημμένου.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 31 Ἰουλίου 1835

Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.[2]

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας».

 

Στὸ μεταξὺ ὁ χρόνος περνοῦσε χωρὶς νὰ δίνεται ὁριστικὴ λύση στὸ πρόβλημα. Δὲν ἦταν μόνο τὸ πρόβλημα τῆς λύσης τῆς κυριότητας καὶ τῆς ὁριστικῆς ἀπόκτησης τῶν κτημάτων.  Ἐπεῖγον κυρίως ἦταν τὸ θέμα τῆς ἐσοδείας τῶν κτημάτων αὐτῶν.  Ἡ κρίσιμη καὶ ἐπίμαχη χρονιὰ τοῦ 1935 πέρασε χωρὶς νὰ γίνεται φανερὸ ποιὸς καρπώθηκε τὴν ἐσοδεία καὶ τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ἄλυτο.  Εἶχε ἐπέλθει καὶ κούραση σὲ πολλούς. Ἡ περιουσία  τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἁπλωνόταν στὴν Φθιώτιδα, στὴ Λοκρίδα, στὴ Φωκίδα, στὴν Εὔβοια, στὴν Ἀττικὴ. Ζητοῦνταν ἐπανειλημμένως ἀπὸ τοὺς ἁρμόδιους κατάλογοι τῶν περιουσιακῶν αὐτῶν στοιχείων καὶ ἐκτιμήσεις τῆς ἀξίας τους. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολο.

Ἔτσι, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἐγγράφων, κάποια περιουσιακὰ στοιχεῖα, ὄχι μεγάλης ἔκτασης, ὅπως στὴ Λοκρίδα καὶ στὴν Ἀττικὴ, ἔπαυσαν νὰ ἀποτελοῦν θέμα διεκδίκησής τους. Δὲν κατέστη δυνατὸν οὔτε νὰ ἐντοπισθοῦν, οὔτε νὰ καταγραφοῦν. Οἱ Ἕλληνες καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, ποὺ εἶχαν δικαιώματα καὶ μποροῦσαν νὰ τὰ διεκδικήσουν, βρίσκονταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ πάρουν τὶς ἀποφάσεις καὶ, τὸ σημαντικότερο, δυστυχῶς, ἦταν ὅτι θεωροῦνταν καὶ ἀντιμετωπίζονταν σὰν κάτοικοι μιᾶς «ξένης χώρας», ἀφοῦ ζοῦσαν στὴν Τουρκία (!).

Δὲν ἐντοπἰστηκαν ἔγγραφα δηλωτικὰ κάποιων ἐνεργειῶν γιὰ τὴν ἐπισήμανσή τους, τὴν καταγραφή τους καὶ τὴν διεκδίκησή τους. Κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὰ κατεῖχαν  καὶ τὰ ἐκμεταλλεύονταν φαίνεται ὅτι, καθὼς περνοῦσε ὁ καιρὸς, εἶχαν πάψει νὰ φοβοῦνται νὰ «βάζουν χέρι» σὲ βακούφικα καὶ ἐπειδὴ καὶ ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν ὑπῆρχε αὐστηρὸς ἔλεγχος, σώπαιναν. Ἀπειλὲς ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχη γιὰ θεία «τιμωρία», γιὰ «κόλαση» γιὰ «ἀγχόνη τοῦ Ἰούδα», ὅπως γινόταν σε παλιότερες ἐποχὲς, τώρα δὲν ὑπῆρχαν.

Πολλὰ «μετόχια», ἰδιοκτησίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ἰδίως μικρότερης ἔκτασης καὶ πολὺ ἀπομακρυσμένα ἀπὸ αὐτό, ὅπως στὴν Ἀττική, στὴ Βοιωτία, στὴν Εὔβοια, παρέμειναν ἀκατάγραφα. Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς δὲν τὰ διεκδίκησαν, οἱ προσωρινοὶ κάτοχοί τους δὲν ἔσπευσαν νὰ τὰ δηλώσουν ἤ νὰ τὰ παραδώσουν καὶ κάποιοι τὰ οἰκειοποιήθηκαν.

Μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα, τὴν ὁποία ἔκανε ζοφερότερη τόσο ἡ βαυαρικὴ ἄτεγκτη ὑπηρεσιακὴ γραφειοκρατία ὅσο καὶ ἡ δημοσιοϋπαλληλικὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δουλοπρεπὴς συμπεριφορά, ποὺ καθιστοῦσε ὅλους «εὐπειθέστατους» δούλους νὰ περιμένουν ἁπλὰ καὶ μόνο τὶς «σεβαστὲς» ἀποφάσεις τοῦ «ἄνακτος», χωρὶς δραστήριες καὶ ἀποτελεσματικὲς πρωτοβουλίες, τὸ πρόβλημα χρόνιζε καὶ κάποιοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν συνεχιζόμενη ἐπὶ χρόνια ἀβεβαιότητα καὶ σύγχυση καὶ ἔγιναν ὁριστικὰ κύριοι καὶ κάτοχοι μοναστηριακῶν κτημάτων.

 

στ΄. Μερικὰ δημοσιεύματα καὶ ἄλλες πληροφορίες  γιὰ τὴν κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Τὸ θέμα τῆς ἀπόκτησης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ διερευνηθεῖ καὶ νὰ καταγραφεῖ στὶς λεπτομέρειές του. Δὲν εἶχε γίνει ποτὲ στὸ παρελθὸν λεπτομερὴς καταγραφὴ καὶ κυρίως δὲν εἶχε γίνει λεπτομερὴς περιγραφὴ τῆς θέσης καὶ τῶν ὁρίων τῶν διαφόρων κτημάτων, περιβολιῶν, οἰκημάτων, μύλων, μετοχιῶν, ἀφιερωμάτων, δωρεῶν, τσιφλικιῶν κ.τ.λ. Δὲν σώθηκαν συμβόλαια ἀγορῶν καὶ πωλήσεων ἤ ἄλλοι τίτλοι ἰδιοκτησίας οὔτε λεπτομερῆ παραχωρητήρια.

Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἀλλά, κυρίως, γιατὶ θεωροῦμε ὅτι ἡ εἰδικὴ καὶ σχολαστικὴ ἐνασχόληση μὲ αὐτὴ τὴν πτυχὴ  τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἐργασίας μας θὰ ἦταν «ξένη» πρὸς τὸν κύριο σκοπὸ στὸν ὁποῖο ἀποβλέπουμε, στὴν ἐργασία μας τούτη, δὲν ἀντιμετωπίζεται εἰδικὰ καὶ συστηματικά τὸ θέμα αὐτό. Θὰ παραθέτουμε, ἐνσωματωμένες σὲ ὅποια κεφάλαια θεωρούμε ὅτι ἔχουν κάποια θέση, ὅποιες σχετικὲς πληροφορίες ἔχουμε ἐντοπίσει.

Σχετικὸ με τὴν κτηματική περιουσία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, τὸν τρόπο ἀπόκτησής της καὶ τὶς λεηλασίες ποὺ κατὰ καιροὺς αὐτὴ ὑπέστη εἶναι και τὸ παρακάτω δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Βόλου «Θεσσαλία» τῆς 24ης Ἀπριλίου 1900, μὲ τίτλο «Πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεσις τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς». Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σχετικὰ δημοσιεύματα καὶ ἀφορᾶ σὲ μία καὶ μόνο περίπτωση γιὰ τὴν ὁποία κάποιος ἐνδιαφέρθηκε νὰ τὴν φέρει στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας:

«Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς κέκτηται δυνάμει αὐτοκρατορικῶν τίτλων ἐξ ἀγορᾶς τὸ τσιφλήκιον Κελλέρι, ἀγορασθὲν ὑπὸ ἡγουμένου Κυρίλλου κατὰ τὸ 1827 παρὰ τῶν υἱῶν Σαΐταγα ἐξ Ἁλμυροῦ, τὰ δὲ ἐν τῇ περιφερείᾳ Σούρπης καὶ Καλυβίων εἶναι ἐξ ἀγορᾶς παρὰ τοῦ Μπραΐμ Ἀγᾶ, καθὼς καὶ τὸ τσιφλήκιον ἐν Σούρπῃ μὲ τὸν πύργον, τὸν ὁποῖον κατεδάφισεν ὁ κατὰ καιροὺς Δήμαρχος Γεωργιάδης καὶ ἐπ’ αὐτῶν ἀνηγέρθη ὁ στρατών. Καὶ σήμερον ἔτι ἐν Σούρπῃ ἀκούγεται τὸ ὄνομα «τοῦ Ἰμπραΐμαγα πηγάδι», κάτωθι τοῦ τσιφληκίου Μονῆς.

Ἀναληθῶς ἰσχυρίζονται οἱ Σουρπιῶται ὅτι τότε εἶχεν ἡ Μονὴ 150 στρέμματα γαιῶν, διότι τότε εἶχεν ὑπὲρ τὰς 2.500 στρέμματα καὶ ἐπειδὴ ἕνεκα τῶν πολλῶν ἐπιδρομῶν κατὰ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς κατὰ τὰς κατὰ καιροὺς διανομὰς ἀπὸ τὴν Τουρκικὴν ἐπιτροπὴν οἱ Σουρπιῶται ἀφήρεσαν πολλὰς γαίας τῆς Ξενιᾶς, τὰς δὲ ἄλλας, ἅς κατέχει ἡ Μονὴ σήμερον, τὰς ἀνεγνώρισεν ἡ τουρκικὴ κυβέρνησις διὰ τίτλων, καὶ δεύτερον οἱ κάτοικοι Καλυβίων καὶ Σούρπης τὰς ἀνεγνώρισαν καὶ ὡμολόγησαν ὡς κτήματα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὡς καὶ οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων Κοκωτῶν, Βρυνίνης, Πλατάνου καὶ Δρυμῶνος, καὶ οἱ κατὰ καιροὺς προύχοντες αὐτῶν.

Ἐπειδὴ δὲ λέγουσιν ὅτι τὰ 150 στρέμματα γαιῶν ἐδωρήσαντο οἱ προπάτορες τῶν Σουρπιωτῶν εἰς τὴν Μονήν, ἀποδεικνύεται ὅλως τοὐναντίον ἐκ τούτου.

Ὁ Σ.  Τ. αὐθαιρέτως εἶχεν καταλάβει ἕνα ἀγρὸν τῆς Μονῆς εἰς θέσιν Καμαράκι ἐκ στρεμμάτων 18, δι’ ὅν ἀγρὸν ἡ Μονὴ πρὸ χρόνων ἤγειρεν ἀγωγὴν καὶ ἀπέδειξεν τὴν κατοχὴν καὶ κυριότητα διά τίτλου. Ἕτερος ἀγρὸς εἰς θέσιν «Παπαστάθη πηγάδι», Πηλαλήστρα, συνορευόμενος μὲ ὅμοιον Ι. Τ., πρὸ ὀλίγων ἤδη ἡμερῶν κατεπατήθη ὑπὸ τοῦ Ι. Τ. κατὰ τὰ δύο στρέμματα, καὶ ἀνωρύχθη ἐπ’ αὐτοῦ χάνδαξ καὶ ἔρριψε τὸν δρόμον εἰς τὸν ἐναπολειφθέντα ἀγρὸν τῆς Μονῆς. Ἕτερος ἀγρὸς εἰς θέσιν Τσελεπῆ ἐκ στρεμμάτων 35 κατεπατήθη ὑπὸ τῶν Κ., Δ. καὶ Ι., καταλαβόντων ὑπὲρ τὰ 20 στρέμματα. Ἕτερος ἀγρὸς εἰς θέσιν «Καρίτσα» κατεπατήθη ὡσαύτως, ἐξ οὗ ἐξάγεται ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Σούρπης ὥρμων ὡς γῦπες ἀνέκαθεν πρὸς διαρπαγὴν τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς, ὅπως ἐξάγεται καὶ ἐκ τῶν ἀρχαίων σιγγιλίων καὶ φιρμανίων τῆς Μονῆς καὶ οὐχὶ οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, οἵτινες ὑπέφερον τὰ πάνδεινα πρὸς διάσωσιν τῶν περιοίκων ἐν καιροῖς χαλεποῖς ὡς καὶ τελευταίως ἔτι, ἐν οἷς ὑπῆρχε τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ Σούρπη ἐφυλάχθη ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Μονῆς, ἐλθόντων πολλάκις εἰς αὐτὸ τὸ χωρίον ἀρωγοί.

Ταῦτα χάριν τῆς ἀληθείας. Ἠδυνάμεθα νὰ γράψωμεν ἀντικρούοντες λέξιν πρὸς λέξιν τὴν ἐν τῇ «Πανθεσσαλικῇ» δημοσιευθεῖσαν διατριβὴν ἐκ Σούρπης, ἀλλ’ ἀρκούμεθα εὶς ταῦτα μόνα, νομίζοντες ὅτι ὁ τύπος δὲν εἶναι κόσκινον τῆς Δικαιοσύνης ἀλλὰ διαφώτισις τῆς κοινῆς γνώμης.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 18 Ἀπριλίου 1900.

                           Π.»

Σχετικὸ μὲ τὸ ἴδιο θέμα εἶναι ἕνα ἔγγραφο τοῦ Νομάρχη Μαγνησίας ποὺ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος καὶ ἀναφερόταν στὴν καταπάτηση κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ κατοίκους τῶν Κοκκωτῶν καὶ τῆς Βρύναινας.

Τὸ παραθέτουμε χωρίς σχολιασμούς γιατὶ δὲν ἔχουμε ἄλλες σχετικὲς πληροφορίες:

«Ἀριθ. πρωτ. 5684

Ἐν Βόλῳ τῇ 11 Ὀκτωβρίου 1903

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Νομάρχης Μαγνησίας

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Λαμβάνομεν τὴν τιμὴν νὰ γνωρίσωμεν ὑμῖν, ὅτι καθ’ ἅ ἀναφέρει ἡμῖν ὁ Ἀστυνόμος Ἁλμυροῦ, οἱ χωρικοὶ τῶν χωρίων Κοκκωτῶν καὶ Βρυναίνης ἔχουσι καταλάβει τὰ κτήματα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ καλλιεργοῦσι ταῦτα ἀδείᾳ τοῦ Ἡγουμένου, τινὲς δὲ τούτων εἶναι συγγενεῖς αὐτοῦ οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταβάλλει τὸν Ναὸν εἰς σταῦλον ἔνθα σταυλίζουσι τὰ ζῶα των.

Ὅθεν, Σᾶς παρακαλοῦμεν, Σεβασμιώτατε, ὅπως εὐαρεστούμενος ἐνεργήσητε τὰ εἰκότα ἐπὶ τῇ ἀσεβεῖ ταύτῃ πράξει τοῦ Ἡγουμένου καὶ μοὶ ἀνακοινώσητε τὰς ἐνεργείας ὑμῶν.

Ὁ Νομάρχης

(Τ.Υ.)».

Ἕνα ἄλλο δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Βόλου «Θεσσαλία», στὶς 24 Ὀκτωβρίου 1910, γράφει:

«Πρὸ πολλῶν ἐτῶν εἰς τὸ χειμερινὸν λειβάδιον «Κονταρόλακα» ἐκαλλιέργει τὰς γαίας ἡ Μονὴ ἐνῶ τὴν χορτονομὴν ἐνέμετο τὸ Δημόσιον ἐνασκοῦν τὸ δικαίωμα δουλείας χόρτου ὡς λέγουσιν οἱ νομικοί.

Ἐφέτος ἡ Οἰκονομικὴ Ἐφορία Ἁλμυροῦ ἐκώλυσε τὰ ἄροτρα τῆς Μονῆς νὰ ὀργώσωσιν, ὁ δὲ ἡγούμενος ἠναγκάσθη νὰ μεταφράσῃ τοὺς τουρκικοὺς τίτλους παρὰ τῷ ἑρμηνεῖ τοῦ Πρωτοδικείου Βόλου καὶ ἐκ τῆς μεταφράσεως προκύπτει οὐ μόνον αἱ γαῖαι ἀλλὰ καὶ ἡ χορτονομὴ ἀνήκουσιν εἰς τὴν Μονήν.

Ἐρωτᾶται ἤδη: θὰ πεισθῶσιν οἱ ἁρμόδιοι νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸ προφανὲς δίκαιον τῆς Μονῆς, ἤ θὰ περιπλέξωσι ταύτην καὶ τὸ Δημόσιον εἰς δικαστικὸν ἀγῶνα, ἐκ τοῦ ὁποίου θὰ ὑποστῶσι σημαντικὴν ἀβαρίαν οἱ Προϋπολογισμοὶ τῆς τε Μονῆς καὶ τοῦ Δημοσίου;».

Καὶ ἐνῶ τὰ παραπάνω κείμενα, ἀσχέτως κατὰ πόσον ἐκφράζουν τὴν πλήρη ἀλήθεια γιὰ τὰ θέματα στὰ ὁποῖα ἀναφέρονται, σ’ ὅλες τὶς λεπτομέρειές τους,  δείχνουν μία εἰκόνα καταπάτησης καὶ λεηλασίας μοναστηριακῶν κτημάτων, ὑπάρχουν ἄλλα κείμενα ποὺ ὑποδηλώνουν μία ἄλλη ἐντελῶς ἀντίθετη συμπεριφορά, νοοτροπία καὶ ἀντίληψη.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο μίας ἀναφορᾶς ἑνὸς ἁπλοῦ πολίτη, τοῦ Τριαντάφυλλου Λουκᾶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἅγιος στὴν Εὔβοια, ἡ ὁποία ὑποβλήθκε στὰ 1976 στὴ Μητρόπολη Δημητριάδος:

«Πρὸς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Δημητριάδος, Ὑπηρεσίαν Διαχειρίσεως Περιουσία Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, εἰς Βόλον.

Γνωρίζω πρὸς ὑμᾶς ὅτι πρὸ δύο ἐτῶν ἠγόρασα ἕν ἐλαιοπερίβολον προερχόμενον ἐκ τῶν κληρονόμων Ἀποστόλου Ἀγαπητοῦ, κείμενον εἰς θέσιν «Ψηλή ράχη» περιφερείας Κοινότητος Ἁγίου Ἱστιαίας Εὐβοίας.

Εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἐλαιοπερίβολον ὑπάρχει ἕν ἐλαιόδεντρον τὸ ὁποῖον μοῦ εἶπαν ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ χωρίου  Ἅγιος. Κατὰ τὸ φθινόπωρον τοῦ ἔτους 1975 ἦλθε εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐπιτροπὴν ἐνορίας Ἁγίου Γεωργίου τοῦ χωρίου Ἅγιος, εἰς ἥν τυγχάνει νὰ εἶμαι μέλος, κατάλογος εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ἡ περιουσία τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ εἰς τὴν περιφέρειαν τῆς Κοινότητος Ἁγίου. Ἐκ τοῦ καταλόγου αὐτοῦ εἶδα ὅτι τὸ ἐλαιόδεντρον ποὺ βρίσκεται εἰς τὸ κτῆμα μου ἀνήκει εἰς τὴν Παναγίαν Ξενιὰν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου.

Κατόπιν τούτου παρακαλῶ τὴν Σεβαστήν Ἐπιτροπὴν Διαχειρήσεως τῆς περιουσίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ὅπως, ἐὰν εἶναι δυνατὸν, μοῦ παραχωρήσῃ τὸ ὡς ἄνω ἐλαιόδενδρον διὰ τὸ ὁποῖον εὐχαρίστως θὰ πληρώσω τὴν ἀξίαν του. Σᾶς παρακαλῶ ἐὰν εἶναι δυνατὸν ἀπαντῆστε μου ὅ,τι μπορεῖ νὰ γίνῃ κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀποστείλω τὰ χρήματα…».

Τριαντάφυλλος Λουκᾶς, Ἅγιος Αἰδηψοῦ Εὐβοίας» .

Διαβάζοντας τὴν οὐσία τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς – ἀναφορᾶς  καὶ γνωρίζοντας τὰ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς διαβλέπουμε τὰ ἑξῆς:

Στὸ χωριὸ Ἅγιος τῆς Εὔβοιας ὑπῆρχε κάποτε ἕνα ἐλαιοπερίβολο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ὑπολογίζω ὅτι ἀνῆκε στὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Κάπου στὰ 1837 τὸ ἐλαιοπερίβολο, κατὰ τὶς περιπέτειες ποὺ περιγράφονται στὸ κεφάλαιο αὐτὸ γιὰ τὴν διεκδίκηση τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ περιῆλθε σὲ διάφορα ἄλλα πρόσωπα. Μὲ ἀλληλοδιάδοχες ἀγορές ἤ κληρονομιὲς ἀπὸ ἕνα πρόσωπο σὲ ἄλλο, ὕστερα ἀπὸ 140 χρόνια, ἕνα τμῆμα τοῦ ἐλαιοπεριβόλου αὐτοῦ βρέθηκε νὰ κατέχεται ἀπὸ τὸν Τριαντάφυλλο Λουκᾶ. Κάποιος τότε τὸν πληροφορεῖ ὅτι μία (!) καὶ μόνο ἐλιὰ αὐτοῦ τοῦ ἐλαιοπεριβόλου του, τὸ ὁποῖο αὐτὸς εἶχε ἀγοράσει κανονικά, ἀνήκει στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ὁ Τριαντάφυλλος Λουκᾶς τρέμει στὴν ἰδέα ὅτι μία (1) ἀπὸ τὶς ἐλιές τοῦ περιβολιοῦ του εἶναι «τῆς Παναγίας». Τοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἡσυχάσει, ἔστω και ἄν ὁ ἴδιος δὲν φταίει σὲ τίποτε καὶ σπεύδει νὰ παραδώσει στὴν Παναγία τὴν «ἱερή ἐλιά». Κανένας δὲ τὴν διεκδικοῦσε.

Ὅταν ἀπὸ τὴ Μητρόπολη, ἀπαντῶντας στὴν παραπάνω ἐπιστολή του, τοῦ ζήτησαν διευκρινίσεις γιὰ τὸ θέμα, ἔσπευσε νὰ συνεχίσει μὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ στὶς 25 Ἰουνίου 1976, ἀποφασισμένος μὲ κάθε τρόπο νὰ παραδώσει στὴν «Παναγία» ὅ,τι τῆς ἀνῆκε:

«Πρὸς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Δημητριάδος, εἰς Βόλον.

Εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’   ἀριθ. 1015/18-6-1976 ὑμετέρου ἐγγράφου γνωρίζω πρὸς τὴν ὑμετέραν Ἱερότητα τὰ ἑξῆς:

Τὸ ἀναφερόμενον ἐλαιόδενδρον εἶναι σὲ πολὺ κακὴν κατάστασιν ἀλλὰ ἐπειδὴ εὑρίσκεται ἐντὸς τοῦ κτήματός μου καὶ ὅπως γνωρίζετε μοῦ εἶναι ἀπαραίτητον προτίθεμαι νὰ τὸ ἀγοράσω ἐπειδὴ εἶναι τῆς Παναγίας, ὅπως τὸ λέμε ἐμεῖς ἐδῶ, μὲ τὸ ποσὸν τῶν χιλίων πεντακοσίων (1.500) δραχμῶν.

Ἐὰν συμφωνεῖτε μὲ τὸ ἀνωτέρω ποσὸν γράψτε μου νὰ στείλω τὰ χρήματα καὶ νὰ μοῦ παραχωρηθεῖ τὸ ἀνωτέρω ἐλαιόδενδρον.

Εὐσεβάστως ὑποβάλλω τὰ σέβη μου

Τριαντάφυλλος Λουκᾶς

Ἅγιος Αἰδηψοῦ Εὐβοίας» .[3]

Δὲν νομίζω ὅτι χρειάζονται σχόλια. Γίνεται φανερό τὶ σήμαινε ἡ «Παναγία Ξενιά» γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν γειτονικῶν περιοχῶν.

 

ζ΄ . Χρονοβόρες διαδικασίες παρατείνουν τὸ πρόβλημα. Ἔκδοση Βασιλικοῦ Διατάγματος.

Τὸ περιεχόμενο τῶν ἑπομένων ἐγγράφων καταδεικνύει σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν χρονοβόρα διαδικασία ποὺ ἀκολουθοῦνταν ἀπὸ τὶς ποικιλώνυμες  «ἁρμόδιες» ὑπηρεσίας ποὺ ἐμπλέκονταν.

Στὶς 26  Μαΐου 1836  ὁ νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος Ἀδὰμ Δούκας μὲ ἔγγραφό του[4] ἀπευθύνθηκε «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» μὲ θὲμα «Περὶ διαθέσεως τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, αἴτησις τῶν πατέρων τῆς αὐτῆς Μονῆς», ἀναφέροντας:

«Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κειμένης πλησίον τῆς ὀροθετικῆς Γραμμῆς τῆς Ἐπαρχίας Φθιώτιδος ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ Κράτους, παρουσίασαν εἰς τὴν Νομαρχίαν ταύτην τὴν ἐπισυνημμένην αὐτόγραφον ἀναφορὰν των, ἐξαιτούμενοι νὰ παραχωρηθῶσιν εἰς τὴν κατοχήν των τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηρίου των, κείμενα ἐντὸς τῆς ῥηθείσης ἐπαρχίας, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ πληρώσουν εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον ἐκείνους τοὺς φόρους, εἰς τὴν πληρωμὴν τῶν ὁποίων ὑπόκεινται καὶ τὰ κτήματα τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων.

Χωρὶς νὰ ἐπεμβῶ ὁ ὑποφαινόμενος εἰς τὰ περὶ τῶν Μοναστηρίων τούτων προδιαταχθέντα, περιορίζομαι μόνον νὰ παρατηρήσω πρὸς τὴν Βασιλικὴν Γραμματείαν, ὅτι, κἄν ἡ αἴτησις τῶν ῥηθέντων Πατέρων ἐπραγματοποιεῖτο, καὶ τὰ κτήματα ταῦτα ἐδίδοντο εἰς τοὺς Μοναχούς νὰ καλλιεργηθοῦν παρ’ αὐτῶν τῶν ἰδίων, ἡ ἐνοικίασις τοῦ Β΄  δεκάτου αὐτῶν, ἤθελε χορηγῇ περισσότερον ὄφελος εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον, παρ’ ὅ,τι ἀπολαμβάνει ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπικαρπίαν αὐτῶν.

Εἰς τὴν Βασιλικὴν Γραμματείαν ἐναπόκειται νὰ κρίνῃ περὶ τοῦ πράγματος καὶ διατάξῃ τὰ περαιτέρω.

Ὁ εὐπειθέστατος Νομάρχης

Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Ἀδὰμ Δούκας»

 

Ἡ παραλήπτρια  τοῦ ἐγγράφου ὑπηρεσία, «Ἡ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικὴ Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας», στὶς 2 Ἰουνίου 1836, μὲ ἕνα πρόχειρο παραπεμπτικὸ ἐπισημείωμα στὸ λευκὸ περιθώριο τοῦ ἰδίου ἐγγράφου, τὸ ἔστειλε στὴν «ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴν» «διὰ νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ ἐνδιαλαμβανόμενα καὶ ταχύνῃ τὴν ὑπὲρ τὸ δέον ἀναβληθεῖσαν γνωμοδότησίν της περὶ αὐτοῦ, ἐπιστρέφουσα καὶ τὰ ἔγγραφα»:

«Διευθύνεται πρὸς τὴν ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴν, κατὰ συνέπειαν τῶν ἀπὸ 18 καὶ 30 Νοεμβρίου π. ἔ. ὑπ’ ἀριθ. 2199/1257 καὶ 2518/1322 ἑπισημειώσεώς μας, διὰ νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ ἐνδιαλαμβανόμενα καὶ ταχύνῃ τὴν ὑπὲρ τὸ δέον ἀναβληθεῖσαν γνωμοδότησίν της περὶ αὐτοῦ, ἐπιστρέφουσα καὶ τὰ ἔγγραφα.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 2 Ἰουνίου 1836

ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Στὶς 8 Ἰουνίου 1836 ἡ «Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος» ἔστειλε «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.[5] Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» τὸ παρακάτω ἔγγραφο:[6]

 

«Ἐν Ἀθήναις  τὴν 8 Ἰουνίου 1836

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.

Βασιλικὴν  Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας

Ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἐπὶ τῶν ἀριθ. 2199 / 1257 ἀπό 18   9βρίου 1835 καὶ 5960 / 288 ἀπὸ 2 Ἰουνίου 1836 περὶ διαθέσεως τῶν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κτημάτων ἀνηκόντων εἰς Μοναστήρια ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ ἰδίως τοῦ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν ἡ Ἐπιτροπὴ τὰ διευθυνθέντα παρὰ τῆς Γραμματείας ἔγγραφα ἀφορῶντα τὴν προκειμένην ὑπόθεσιν, καὶ εἶναι γνώμης συμφώνως μὲ τὴν Γνωμοδότησιν τοῦ Νομάρχου Φωκιδολοκρίδος, καὶ κατὰ τὴν αἴτησιν τοῦ ἡγουμένου κ.τ.λ. ἐπιτρόπων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, νὰ συγκατανεύσῃ ἡ Β. Κυβέρνησις διὰ νὰ νέμηται ἐπὶ τοῦ παρόντος τὰ περὶ ὧν ὁ λόγος κτήματα ἡ Μονὴ αὐτή, ὑποκειμένη εἰς τὰς ὁποίας ὑπόκεινται ὑποχρεώσεις καὶ τὰ διατηρούμενα Μοναστήρια, πληρώνουσα δῆλα δὴ τὸ διπλοῦν δέκατον, καὶ μὴ δυναμένη νὰ διαθέσῃ ἄνευ προηγουμένης ἀδείας κἀνὲν ἐξ αὐτῶν ἄχρις ὅτου ληφθῶσι παρὰ τῆς Κυβερνήσεως γενικὰ μέτρα περὶ ὅλων τῶν ἐν τῇ Ἐπικρατείᾳ Μετοχίων κ.τ.λ. ἀνηκόντων εἰς τὰ ἐκτὸς τοῦ Κράτους Μοναστήρια, περὶ τοῦ ὁποίου τούτου ἀντικειμένου, προσκαλουμένη ἡ Ἐπιτροπὴ νὰ γνωμοδοτήσῃ, θέλει ἐκθέσει ἑπομένως τὰς γνωμοδοτήσεις καὶ παρατηρήσεις της, ἀφοῦ τὸ λάβῃ ὑπ’ ὤριμον σκέψιν.

 Ἐπειδὴ δὲ ὁ καιρὸς τῆς συνάξεως τῆς ἐφετεινῆς ἐπικαρπίας ἔφθασε καὶ παρέρχεται, καὶ πιθανὸν νὰ βραδύνῃ  ἡ ἔγκρισις τῆς Β. Κυβερνήσεως, κρίνει καλὸν ἡ Ἐπιτροπὴ (ἐὰν τὸ ἐγκρίνῃ καὶ ἡ Γραμματεία), ἐνῷ ἀφ’ ἑνὸς θέλει ζητηθῇ ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἔγκρισις τῆς Β. Κυβερνήσεως, νὰ διαταχθῇ ἀφ’ ἑτέρου ἡ Νομαρχία νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τοὺς μοναχοὺς Ξενιᾶς τὴν σύναξιν τῶν ἀπὸ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς δικαιωμάτων,  οἱ δὲ συναχθησόμενοι παρ’ αὐτῶν καρποὶ νὰ μένωσιν ὑπὸ τὴν ἐπιτήρησιν τῆς Νομαρχίας, ἕως οὗ ἐκδοθῇ ἡ ἀπόφασις τῆς Κυβερνήσεως, ἥτις, ἄν ἐγκρίνῃ τὴν γνώμην τῆς Ἐπιτροπῆς νὰ παραδοθῶσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς, κρατουμένου τοῦ Β΄ Ἐκκλ. δεκάτου, ἄλλως νὰ ληφθῶσιν εἰς λογαριασμὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Ταῦτα γνωμοδοτοῦσα ἡ Ἐπιτροπὴ, ἐπιστρέφει καὶ τὰ διευθυνθέντα εἰς αὐτὴν ἔγγραφα διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 5960/1288 διευθύνσεως τῆς Γραμματείας.

ἡ Ἐπιτροπὴ

(ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΤΟΥ Β. ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ)

(Τ.Σ.)

Πολυζωϊδης

Ὁ Σμύρνης Γεροσάββας

Νικηφ. Χαρ. Ἰβηρίτης

φ. παπαμανολης

Νικόλαος Λεβίδης».

 

Στὶς 11 Ἰουνίου 1836 «Ἡ ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστκοῦ κ.τ.λ. Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας» μὲ ἔγγραφό της[7] «Πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος», ἐκφράζοντας τὴν ἄποψή της «Ἐπὶ τοῦ ἀριθ. 1897 περί προσωρινῆς διαχειρίσεως τῆς ἐπικαρπίας τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ὑπὸ τῶν μοναχῶν αὐτῆς», ἐπειδὴ εἶχε φτάσει ὁ καιρὸς τῆς ἐσοδείας τοῦ ἔτους ἐκείνου καὶ ἡ ὑπάρχουσα ἐκκρεμότητα ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀπασχολεῖ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, πρότεινε νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ  νὰ συλλέξουν τοὺς καρποὺς ἔστω προσωρινὰ γιὰ νὰ μὴν καταστραφεῖ, «ἄχρι τῆς ὁριστικῆς διευθετήσεως» τοῦ θέματος:

«Ἐλπίζοντες ὅτι ἡ Α. Μ.  θέλει ἐπινεύσῃ εἰς τὴν αἴτησιν τῶν μοναχῶν τῆς ἐκτὸς τοῦ Κράτους κειμένης Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ἐν ᾗ ἐξαιτούμεθα τὰς σεβαστὰς Αὐτῆς διαταγὰς, αἱ ὁποῖαι πιθανὸν νὰ μὴ μᾶς δοθοῦν πρὶν  διατεθῇ ἡ ἐφετεινὴ τῶν ἐντὸς τοῦ Κράτους κτημάτων τοῦ μοναστηρίου τούτου ἐπικαρπία,

Κρίνομεν εὔλογον, πρὸς παρηγορίαν τῶν μοναχῶν τούτων, ἵνα ἐπιτραπῇ εἰς αὐτοὺς παρὰ τοῦ Νομαρχείου νὰ συνάξουν μὲν οἱ ἴδιοι τὴν ἐπικαρπίαν ταύτην μὲ κατάλογον ἀκριβῆ καὶ ὑπὸ τὴν ἐπιθεώρησιν τῶν διοικητικῶν καὶ οἰκονομικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ νὰ μὴ τὴν διαθέσουν ἄχρι δευτέρας διαταγῆς, ἐκτὸς ἄν, παρελθόντος καιροῦ, ἐπαπειλεῖται ζημία ἤ παρουσιασθῇ κέρδος σημαντικὸν καὶ ἀποδεδειγμένον, ὅτε, μὲ ἄδειαν παρὰ τοῦ Νομαρχείου, θέλουν μὲν διαθέσει εἴτε μέρος, εἴτε τὸ ὅλον αὐτῆς, ἀλλὰ θέλουν παρακαταθέσει τὰ χρήματα εἰς τὸ Νομαρχεῖον ἄχρι τῆς ὁριστικῆς διευθετήσεώς μας.

Ἐν  Ἀθήναις τῇ 11 Ἰουνίου 1836» .

 

Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἐκδόθηκε Βασιλικὸ Διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀποδίδονταν προσωρινὰ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς «τὰ ἐντὸς τῶν ὁρἰων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κείμενα κτήματα αὐτοῦ»:[8]

«ΟΘΩΝ ΕΛΕΩι  ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ  ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἐπὶ τῇ ἀπὸ 16/28 Ἰουνίου τ. ἔ. καὶ ὑπ’ ἀρ. 6219 προτάσει τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματείας, ἐγκρίνομεν ν’ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κείμενον μοναστήριον της Ξενιᾶς, τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων κείμενα αὐτοῦ κτήματα, διὰ νὰ τὰ νέμηται, μέχρις ὅτου ληφθῇ γενικὸν μέτρον, περὶ τῶν κτημάτων τούτων, τοῦ ὁποίου μέτρου ἡ ἐπιφύλαξις πρέπει νὰ δηλωθῇ, πληρῶνον ὡς τὰ διατηρούμενα μοναστήρια, δεύτερον δέκατον δι’ αὐτὰ εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον.  Ἐπιστρέφονται τὰ ἐπισυνημμένα.

Ἐν Ἀθήναις τὴν 22 Ἰουνίου / 2 Ἰουλίου 1836

Ἐν ὀνόματι καὶ κατ’ ἰδιαιτέραν Διαταγὴν τῆς Α. Μεγαλειότητος τοῦ Βασιλείου

Τὸ Ὑπουργικὸν Συμβούλιον

(δυσανάγνωστες ὑπογραφὲς ὑπουργῶν)

Α.Γ. Κριεζῆς.

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματείαν

Περὶ τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς».

 

η΄. Ἡ συνέχιση τῆς ἐκκρεμότητας ποὺ τελικὰ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 30 Ἰουνἰου 1836, ὁ νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος Ἀδὰμ Δούκας ἀπευθύνθηκε γιὰ τὸ ἴδιο θέμα «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» «περὶ τῶν εἰς Εὔβοιαν κτημάτων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς» γράφοντας:

«Συμμορφούμενος μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς ὑπ’ ἀριθ. 6254 διαταγῆς τῆς Β. ταύτης Γραμματείας, ἐκοινοποίησα πρὸς τοὺς πατέρας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ξενιᾶς τὸ περὶ τῆς προσωρινῆς παραχωρήσεως εἰς αὐτοὺς τῆς ἐπινομῆς τῶν ἐντὸς τοῦ Βασιλείου κτημάτων τῆς Μονῆς ταύτης ἐπὶ πληρωμῇ διπλοδεκάτου.

Κατὰ συνέπειαν τῆς κοινοποιήσεώς μου, οἱ ἐν τῇ Ἱερᾷ ταύτῃ Μονῇ Πατέρες δι’ ἀναφορᾶς των πρὸς τὴν Νομαρχίαν, ἐξέφρασαν τὴν εὐγνωμοσύνην των πρὸς τὴν Αὐτοῦ Μεγαλειότητα, ἓνεκα τῆς Β. χάριτος, τὴν ὁποίαν ηὐδόκησε νὰ ἐπιδαψιλεύσῃ εἰς αὐτούς, ὑψώνοντες ἱκέτιδας χεῖρας πρὸς τὸν ὓψιστον ὑπὲρ τῆς Μακροβιότητος αὐτοῦ, καὶ τῆς εἰς τὸν θρόνον στερεώσεως.

Ἐκθέτοντες τὰ ἀνωτέρω, προσθέτουν εἰς τὴν ἀναφοράν των, ὅτι εἰς τὴν Εὔβοιαν ἡ ῥηθεῖσα Μονή, ἔχει καὶ ἄλλα κτήματα κείμενα εἰς τὰ χωρία  Ἅγιον καὶ Πολιτικά. Ἐπειδὴ δὲ τὰ κτήματα ταῦτα δὲν ὑπάγονται εἰς τὸν τόπον τῆς δικαιοδοσίας μου, ἔκρινα δέον νὰ ἀναφέρω περὶ αὐτῶν πρὸς τὴν Γραμματείαν, διὰ νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ διατάξῃ τὴν ἁρμοδίαν ἐκεῖσε Διοικητικὴν ἀρχὴν τὰ περὶ τῆς διαθέσεως τῶν κτημάτων τούτων καὶ ἐνεργηθῶσιν ἑπομένως παρ’ αὐτῆς τὰ κατὰ συνέπειαν.

Εὐπειθέστατος

Ὁ Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Τ. Σ. Ἀδὰμ Δούκας

ὁ Γραμματεὺς

Μ. Καληγᾶς».[9]

Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ μέγεθος τῶν χρονοβόρων διαδικασιῶν καὶ τῆς προχειρότητας μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπιζόταν ἀπὸ τὶς κεντρικὲς ὑπηρεσίες τὸ ὅλο θέμα ἐπισημαίνουμε ὅτι τὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν κρατήθηκε ἀπὸ τὴν παραλήπτρια ὑπηρεσία στὸ ἀρχεῖο της ἀλλὰ αὐτούσιο στάλθηκε στὶς 16 Ἰουλίου 1836 στὸν «Διοικητὴ τῆς Εὐβοίας», ἐπειδὴ σ’ αὐτὸ ὑπῆρχε ἡ τελευταία παράγραφος «Ἐκθέτοντες τὰ ἀνωτέρω, προσθέτουν εἰς τὴν ἀναφοράν των, ὅτι εἰς τὴν Εὔβοιαν ἡ ῥηθεῖσα Μονή, ἔχει καὶ ἄλλα κτήματα κείμενα εἰς τὰ χωρία  Ἅγιον καὶ Πολιτικά. Ἐπειδὴ δὲ τὰ κτήματα ταῦτα δὲν ὑπάγονται εἰς τὸν τόπον τῆς δικαιοδοσίας μου, ἔκρινα δέον νὰ ἀναφέρω περὶ αὐτῶν πρὸς τὴν Γραμματείαν, διὰ νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ διατάξῃ τὴν ἁρμοδίαν ἐκεῖσε Διοικητικὴν ἀρχὴν τὰ περὶ τῆς διαθέσεως τῶν κτημάτων τούτων καὶ ἐνεργηθῶσιν ἑπομένως παρ’ αὐτῆς τὰ κατὰ συνέπειαν», μὲ τὴν ἑξῆς παραπεμπτικὴ ἐπισημείωση στὸ λευκό του περιθώριο:

«Διευθύνεται πρὸς τὸν Διοικητὴν Εὐβοίας  διὰ ν’ ἀναφέρῃ περὶ τῶν κτημάτων τῶν εἰς τὴν νῆσον ταύτην κειμένων τὰ ὁποῖα τὸ μοναστὴριον τῆς Ξενιᾶς ἀντιποιεῖται,  στέλλων κατάλογον αὐτῶν καὶ γνωμοδοτῶν περὶ τῶν ἐπ’  αὐτῶν δικαιωμάτων τῆς ῥηθείσης μονῆς. Θέλει ἐπιστραφῇ ἡ παροῦσα.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 16 Ἰουλίου 1836

ὁ ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)»

Ὁ Διοικητὴς τῆς Εὔβοιας, ἀνταποκρινόμενος στὸ αἴτημα, ἔστειλε μία κατάσταση μὲ τὸν τίτλο «Κτήματα ἀνήκοντα εἰς τὸ κατὰ τὴν Εὔβοιαν Μετόχιον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Μετὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς κατάστασης πῆρε τὴν παρακάτω ἀπάντηση γιὰ  τὶς ἐνέργειες στὶς ὁποῖες ἔπρεπε νὰ προβεῖ:

«Ἐν Ἀθήναις τῇ 29 Αὐγούστου 1836

Περὶ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Πρὸς τὸν Διοικητὴν Εὐβοίας

Διὰ Βασιλικῆς ἀποφάσεως ὑπ’ ἀριθ. 12338 διετάχθη ν’ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Κράτους κείμενον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων κείμενα αὐτοῦ κτήματα, διά νὰ τὰ νέμηται προσωρινῶς μεχρισότου ληφθῇ γενικόν μέτρον, πληρῶνον ὡς τὰ διατηρούμενα μοναστήρια δεύτερον δέκατον δι’ αὐτὰ εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον.

Ἐντεῦθεν ἐπί τῆς αἰτήσεως τακτικῶν ἀντιπροσώπων τῆς διαληφθείσης μονῆς δύνασθε νὰ κάμετε πρὸς αὐτοὺς, ὁπόταν παρουσιασθῶσι, τὴν παταχώρησιν τῆς προσωρινῆς ἐπινομῆς τῶν κτημάτων, τὰ ὁποῖα κεῖνται ἐν τῇ Εὐβοίᾳ καὶ τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν ἀπὸ 18ην τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς ἀναφοράν Σας, ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν μονήν, λαμβάνοντες πάντοτε πρόνοιαν ἔγκαιρον περὶ τῆς διαθέσεως τοῦ β΄ ἐκκλησιαστικοῦ δεκάτου.

Ὁ Γραμματεύς

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)».

 

Μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθ.  43 ἔγγραφο τοῦ ἴδιου φακέλου (Φ. 626), στὸ ὁποῖο δὲν ἀναγράφεται κάποια χρονολογία, «Ἡ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας» ἀπευθύνθηκε «Πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος» διευκρινίζοντας κάποιες ἀπορίες «Ἐπὶ τοῦ ἀριθ. 1899 περὶ προσωρινῆς παραχωρήσεως τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἰς τοὺς μοναχούς της ἐπὶ  πληρωμῇ διπλοδεκάτου»:

«Ἐγκριθείσης τῆς περὶ τῶν ἐντὸς τοῦ Κράτους κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς προτάσεώς μας, προσκαλεῖται τὸ Νομαρχεῖον, κατὰ συνέπειαν τῆς ἀπὸ 11 Ἰουνίου ἀπαντήσεώς μας, νὰ κοινοποιήσῃ εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς μονῆς ταύτης ὅτι παραχωρεῖται εἰς αὐτὴν προσωρινῶς καὶ μέχρις ὅτου ληφθῇ γενικὸν περὶ τῶν τοιούτων μέτρον, τὴν ἐπινομὴν τῶν ἐντὸς τοῦ Κράτους κειμένων κτημάτων της, πληρώνοντες τὸ ἐπ’ αὐτῶν β΄ δέκατον εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ διατηρούμενα τοῦ Βασιλείου μοναστήρια καὶ συγχρόνως νὰ ἐγκρίνῃ, ἄν εἰσέτι μένῃ καιρός, τὴν ἐπὶ δημοπρασίας ἐνοικίασιν τοῦ β΄ δεκάτου τούτου, προσδιορίζον τὸν ἐλάχιστον αὐτοῦ ὅρον, κατὰ τὰ προδιατεταγμένα, ἄλλως νὰ βαστάζῃ  τοῦτον  ἀπ’ εὐθείας παρὰ τῶν πατέρων λαμβάνον ὁμολογίας των ἐμπροθέσμους, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ δημοσίου ἐγγείου φόρου, καὶ ἐπὶ τῇ ἐξαιρέσει τῶν διὰ κολλήγων καλλιεργουμένων.

Κατάλογος τῶν παραχωρουμένων εἰς τὴν μονὴν κτημάτων ὑπογεγραμμένος παρὰ τοῦ Ἡγουμένου ἤ τοῦ πληρεξουσίου του θέλει μᾶς διευθυνθῇ μετὰ τῶν πρακτικῶν τῆς δημοπρασίας καὶ τῶν ὁμολογιῶν τοῦ ἐνοικίου πρὸς ἔγκαιρον εἴσπραξιν.

Εἰς δὲ  τοὺς πατέρας θέλει δοθῇ νὰ ἐννοήσουν ὅτι ὁποιαδήποτε πολυετὴς διάθεσις ἤ ἀπαλλοτρίωσις τῶν προσωρινῶς παραχωρουμένων εἰς αὐτοὺς κτημάτων τούτων ἀπαγορεύεται καὶ λογίζεται ἄκυρος, χωρὶς ἰδιαιτέρας μας ἀδείας.

Ὁ Γραμματεὺς

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Πληροφορίες γιὰ τὸ ἴδιο πάντοτε ζήτημα μᾶς παρέχονται καὶ ἀπὸ τὸ ὑπ’ ἀριθ.  44 ἔγγραφο τοῦ ἴδιου φακέλου:

«Ἐν Λαμίᾳ τὴν 25 Ἰανουαρίου  1837                    

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας.

Περὶ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς  Ξενιᾶς, εἰς Σούρπην

Ἐπειδὴ καὶ εἰς τὴν ἀπὸ 30 Ἰουνίου καὶ ὑπ’ ἀρ. 2528 ἀναφορὰν τῆς πρώην Νομαρχίας περὶ τῶν εἰς Εὔβοιαν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἰς Σούρπην, δὲν ἀπαντήθημεν παρά τῆς Β. ταύτης Γραμματείας καὶ ἐπειδὴ οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς ταύτης ἀναφέρονται καὶ πάλιν εἰς τὴν Διοίκησιν ταύτην, περὶ τῶν ἀνωτέρω κτημάτων, παρακαλεῖται ἡ Β. Γραμματεία, ἀφοῦ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὴν ἀνωτέρω ἀναφορὰν τῆς Νομαρχίας νὰ διατάξῃ τὰ περαιτέρω.

Εὐπειθέστατος

Ἀντί τοῦ Διοικητοῦ Φθιώτιδος

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)».

 

Εἶχε φτάσει τὸ ἔτος 1838. Τὸ ζήτημα τῆς κυριότητας τῶν ἐπίμαχων κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη νὰ βρίσκεται σὲ ἐκκρεμότητα. Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς, κατέχοντας προσωρινὰ πάντοτε τὰ κτήματά της, πλήρωνε στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ὅσα εἶχαν καθορισθεῖ. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποιες λεπτομέρειες ποὺ χρειάζονταν διευκρίνιση, ἀφοῦ πολλὰ (τὰ περισσότερα)  κτήματα  τοῦ Μοναστηριοῦ καλλιεργοῦνταν ἀπὸ κολλήγους.

Ὁ Διοικητὴς τῆς Φθιώτιδας ἀπὸ τὴ Λαμία ζήτησε στὶς 7 Φεβρουαρίου  1838 μὲ ἔγγραφό του[10] «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» διευκρινίσεις «Περὶ τοῦ β΄  δεκάτου τῶν   διατηρουμένων Μοναστηρίων»:

«Διὰ τῆς ἀπὸ 23 τοῦ παρελθόντος μηνὸς ὑπ’ ἀριθ. 369 ἀναφορᾶς μου ἐζήτησα, κατὰ συνέπειαν αἰτήσεως τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς διατηρουμένης Μονῆς Ξενιᾶς, νὰ λάβῃ ἡ Β. Γραμματεία ἐξαιρετικὸν ὑπὲρ τῆς μονῆς ταύτης μέτρον ὡς πρὸς τὸν διπλοδεκατισμὸν τῶν διὰ κολλήγων καλλιεργουμένων ἀγρῶν.

Ἔλαβον ἀπάντησιν διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 18267 ἀπὸ 31 Ἰανουαρίου Διαταγῆς σας, ἀλλὰ τὰ ἐν αὐτῇ ἐκτεθέντα, τολμῶ νὰ εἴπω ἀντίκεινται εἰς τὰς διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 7330 ἀπὸ 31 Ἰουλίου 1836 ἐγκυκλίου δοθείσας ὁδηγίας πρὸς ζημίαν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, καθότι αἱ μὲν ὁδηγίαι λέγουν ῥητῶς, ὅτι ἀφοῦ ἐξαιρεθοῦν 25% διὰ τοὺς κολλήγους θέλει ληφθῇ ἐκκλησιαστικὸν δέκατον ἐπὶ τοῦ 75% ἐπὶ τοῦ ἀκαθαρίστου καρποῦ ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀδιάφορον ἄν ἡ καλλιέργεια ἔγεινε διὰ κολλήγων ἤ ἀπ’ εὐθείας  ἀπὸ τὴν Μονήν, ἡ δὲ τελευταία ὑπ’ ἀριθ. 18267 διαταγὴ λέγει ὅτι τὸ ἀπὸ τοὺς κολλήγους λαμβανόμενον εἰσόδημα μένει ἀφορολόγητον κ.τ.λ.

Ἑπομένως πρὶν ἤ ἐνεργήσω τὰ ἐν αὐτῇ ἐνόμισα χρέος ν’ ἀναφέρω εἰς τὴν Β. Γραμματείαν καὶ παρακαλῶ νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν της τὰ ἀνωτέρω καὶ μοὶ δώσει εὐκρινεστέρας διαταγὰς ἵνα βαδίσω πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

ὁ Εὐπειθέστατος

Διοικητής Φθιώτιδος

Ἀδὰμ Δούκας

ὁ Γραμματεὺς

Μ. Θεοδοσιάδης».

 

θ΄. Συμβολαιογραφικὴ πράξη στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα

Δὲν γνωρίζουμε ποιὰ ἀπάντηση δόθηκε στὸ παραπάνω ἔγγραφο. Γεγονὸς, ὡστόσο, εἶναι ὅτι τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει στὶς λεπτομέρειές του ἀδιευκρίνιστο καὶ στὸ σύνολό του ἄλυτο. Ἡ κατάσταση δυσκολευόταν κυρίως ἀπὸ τὶς χρονοβόρες διαδικασίες τῆς ἄτεγκτης ὑπηρεσιακῆς ἀλληλογραφίας καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενοι μοναχοὶ ζοῦσαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια ἐνῶ τὰ  ἐπίμαχα κτήματά τους βρίσκονταν στὴν ἑλληνική. Ἡ μετάβαση τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὸ ἕνα κράτος στὸ ἄλλο ἦταν πολὺ δύσκολη καί, ἀπὸ ὅσο διαφαίνεται ἀπὸ τὰ παρακάτω, μᾶλλον ἀπαγορευόταν.

Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίζουν ἀποτελεσματικότερα τὰ προβλήματά τους, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐπιλύσουν τὰ διαδικαστικὰ προβλήματα τῆς μόνιμης καὶ αὐτοπρόσωπης παρουσίας τους στὸ ἔδαφος τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Ἀποδείχτηκε ὅτι μόνο μὲ τέτοια προσωπικὴ παρουσία κάποιου θὰ ἦταν δυνατόν νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα. Ὁ μοναχὸς Ἀνατόλιος ποὺ εἶχε ἀποσταλεῖ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ βρίσκεται πιὰ στὰ κέντρα ἀποφάσεων. Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας του. Ἴσως τοῦ ἔλειπε νέα ἐξουσιοδότηση. Ἔπρεπε νὰ ἀποσταλεῖ ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ ἄλλος ἤ καὶ ἄλλος ἀντιπρόσωπός του, ἴσως γιὰ ἐνισχύσει τὸν Ἀνατόλιο στὶς προσπάθειές του.

Ὡστόσο φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν εὔκολο νὰ σταλεῖ καὶ πάλι κάποιος ἐκπρόσωπος τῆς Μονῆς στὴν Ἑλλάδα. Δὲν γνωρίζουμε τὸ λόγο ἀλλά, ἀπὸ ὅ,τι ἀφήνεται νὰ διαφανεῖ μέσα ἀπὸ ὅλη τὴν σχετικὴ ἀλληλογραφία ποὺ ὑπάρχει γιὰ τὸ θέμα, δὲν μποροῦσαν, ἐπειδὴ μᾶλλον τοὺς ἀπαγορευόταν, οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς νὰ μεταβούν στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καὶ αὐτοπροσώπως νὰ ἐνεργήσουν. Δὲν μποροῦσαν ἀκόμη οὔτε νὰ μεταβοῦν ἁπλὰ καὶ μόνο νὰ ὑπογράψουν κάποια πράξη ἐξουσιοδότησης ἑνός ἀντιπροσώπου τους. Βρέθηκε ὅμως κάποια λύση.

Ἀπὸ καιρό, ἄγνωστο μὲ ποιὸν τρόπο, ἕνας μοναχὸς τῆς Ξενιᾶς, εἶχε μεταβεῖ καὶ ζοῦσε μονίμως στὸ ἐλεύθερο μέρος τῆς Ἑλλάδας,  στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια. Ἦταν ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος. Ὁ μοναχὸς Γρηγόριος φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς «ταξειδιῶτες» τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ποὺ ἐκμεταλλεύονταν ἕνα ἀπὸ τὰ διάφορα ἀπομακρυσμένα μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ὁ Γρηγόριος ζοῦσε στὴν Πελασγία. Ἦταν, δηλαδή, μόνιμος κάτοικος καὶ Ἕλληνας ὑπήκοος, χωρίς ὅμως νὰ παύσει νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ μοναχὸς τῆς Ξενιᾶς καί, τὸ σημαντικότερο, χωρὶς νὰ παύσει νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ Μοναστηριοῦ. Τονίζουμε αὐτὸ γιατὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἄλλοι τέτοιοι «ταξειδιῶτες» ποὺ ἐκμεταλλεύονταν ἄλλα «μετόχια» ἤ δὲν βρίσκονταν πλέον στὴ ζωὴ καὶ τὰ «μετόχια» ἔμειναν ἀνεκμετάλλευτα ἤ, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν χαλαρότητα τῆς ἐποπτείας  καὶ τοῦ κεντρικοῦ ἐλέγχου ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τους, εἶχαν πάψει νὰ ἐνδιαφέρονται καὶ νὰ δίνουν λόγο.

Ἡ σκέψη ὅτι κάποιοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν ὅλη αὐτὴ κατάσταση ἀποσκοπῶντας  τελικὰ στὸ νὰ μὴν περιέλθει ἡ ἀπέραντη κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸν μόνο δικαιοῦχο ἀλλὰ σὲ ἄλλους δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.

Παρ’ ὅλη αὐτὴ τὴν κουραστικὴ καὶ ἴσως σκόπιμη χρονοβόρα διαδικασία οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς συνέχιζαν τὶς προσπάθειές τους. Βρῆκαν ὡς μόνη ἐπιβεβλημένη ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα πραγματικότητα λύση ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξουσιοδοτηθεῖ γιὰ νὰ ἐκπροσωπεῖ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ κάθε τόσο δημιουργοῦνταν ὁ Γρηγόριος, ποὺ ζοῦσε στὴν Ἑλλάδα, στὸ μετόχι ταῆς Πελασγίας.

Γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως ὁ μοναχὸς Γρηγόριος νὰ ἐκπροσωπεῖ νομίμως τὸ Μοναστήρι του στὶς ἐπαφές  του μὲ τὶς ἁρμόδιες ἑλληνικὲς ἀρχὲς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐφοδιασμένος μὲ ἐπίσημη ἐξουσιοδότηση ποὺ θὰ  συντασσόταν ἀπὸ ἕλληνα συμβολαιογράφο.  Ἡ μετάβαση ὅμως τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς  στὴν Ἑλλάδα προκειμένου νὰ ὑπογράψουν μιὰ τέτοια συμβολαιογραφικὴ πράξη φαίνεται ὅτι δὲν ἐπιτρεπόταν.

Ἀπὸ ὅσα ἐκτίθενται στὴ συνέχεια γίνεται φανερὸ ὅτι γιὰ τυπικοὺς λόγους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει δεκτὴ ἀπὸ τὶς ἁρμόδιες ἑλληνικὲς ὑπηρεσίες μία ἐξουσιοδότηση ποὺ θὰ συντασσόταν ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ θὰ ἔφερνε ὑπογραφὲς ἀνθρώπων ποὺ ἦταν κάτοικοι Τουρκίας. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ συμβολαιογράφος νὰ δικαιολογήσει τὶς αὐτόγραφες ὑπογραφὲς κατοίκων τῆς Τουρκίας ἐπὶ συμβολαίου ποὺ συντάχθηκε ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ παρουσία τῶν ὑπηκόων τοῦ τουρκικοῦ κράτους μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους. Φαίνεται ἐπίσης ὅτι οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος μποροῦσε νὰ μεταβεῖ στὴν Τουρκία καὶ νὰ συνταχθεῖ στὴν Τουρκία μία συμβολαιογραφικὴ πράξη ἤ, ἴσως, νὰ μὴν ἦταν δεκτὴ μία συμβολαιογραφικὴ πράξη τουρκικῶν ἀρχῶν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ «μεγάλα» καὶ «ἀνυπέρβλητα» ἐμπόδια, ὅλα αὐτὰ  τὰ «δυσεπίλυτα» προβλήματα δημιουργοῦνταν γιατὶ μεταξὺ  τοῦ συμβολαιογράφου, ποὺ κατοικοέδρευε στὴν ἑλληνικὴ Σούρπη καὶ τῶν καλογέρων τῆς Ξενιᾶς ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Τουρκία μεσολαβοῦσε ἕνας χείμαρρος, σχεδὸν ξεροπόταμο, τὸν ὁποῖο καθημερινὰ τὸν περνοῦσαν ἄτυπα καὶ πολλές φορές τὴν ἡμέρα ἑκατοντάδες Σουρπιῶτες ποὺ πηγαινοέρχονταν ἀπὸ τὰ σπίτια τους στὰ χωράφια καὶ ἀπὸ τὰ χωράφια τους ἐπέστρεφαν στα σπίτια τους.

Ὁ συμβολαιογράφος μποροῦσε νὰ φτάσει μέχρι τὴ μία ὄχθη τοῦ Σαλαμπριᾶ, τὴ δεξιά, ἀφοῦ μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο θὰ βρισκόταν πάντοτε ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ ἐκεῖ νὰ συντάξει τὴ συμβολαιογραφικὴ πράξη. Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, ποὺ ζοῦσαν στὴν Τουρκία, μποροῦσαν νὰ φτάσουν μέχρι τὴν ἄλλη ὄχθη  τοῦ Σαλαμπριᾶ, τὴν ἀριστερή, ἀφοῦ μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο θὰ βρίσκονταν πάντοτε ἐπὶ τουρκικοῦ ἐδάφους. Μεσολαβοῦσε ὅμως ἀνάμεσά τους ἕνα ξερόρεμα τριῶν – τεσσάρων μέτρων φάρδους τὸ ὁποῖο συνεχῶς διέσχιζαν ὅλοι ἀνεμπόδιστα ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μέρος χωρίς διατυπώσεις. Ἔτσι ὅλα μποροῦσαν νὰ γίνουν ὄντας τὰ δύο συμβαλλόμενα μέρη τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο καὶ νὰ συνεννοηθοῦν για ὅλα. Δὲν μποροῦσαν μόνο νὰ τεθοῦν οἱ ὑπογραφὲς τῶν καλογέρων.

Γιὰ νὰ ὑπερπηδηθοῦν τὰ «ἐμπόδια» αὐτὰ καὶ νὰ εἶναι ἀπρόσβλητη ἀπὸ ὁποιονδήποτε κακοθελητὴ ἤ τυπολάτρη ποὺ ἤθελε νὰ βρεῖ ἀφορμὲς ἡ συμβολαιογραφικὴ πράξη ποὺ ἦταν  ἀπαραίτητο νὰ συνταχθεῖ, ἔγινε τὸ ἑξῆς.

Τὰ πλησιέστερα πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα, εὔκολα προσιτὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη καὶ περισσότερο πρόσφορα ἦταν, ὅπως ἀναφέρθηκε, ὁ σουρπιώτικος ποταμὸς Σαλαμπριὰς ποὺ διέσχιζε τὸν κάμπο τῆς Σούρπης ἀφήνοντας πρὸς μὲν τὴ δεξιά του ὄχθη τὴ Σούρπη, στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, πρὸς δὲ τὴν ἀριστερή του τὰ Καλύβια (Ἁγία Τριάδα), στὸ τουρκικὸ ἔδαφος. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συνεννόηση στὶς 12 Ἰουνίου τοῦ 1839 οἱ συμβαλλόμενοι τῶν δύο μερῶν συναντήθηκαν στὶς δύο ὄχθες τοῦ Σαλαμπριᾶ γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συμβολαιογραφικῆς πράξης ἐξουσιοδότησης.

Στὴ μία ὄχθη, τὴ δεξιὰ, ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Σούρπης, στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, εἶχε φθάσει ὁ «συμβολαιογραφῶν εἰρηνοδίκης» Πυράσου[11] Ἀλέξανδρος Πέτρου, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος, ποὺ ἦρθε, βαδίζοντας πάντοτε ἐπὶ ἐλληνικοῦ ἐδάφους, γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὴν Πελασγία μέχρι τὴ Σούρπη καὶ δύο κάτοικοι τῆς Πυράσου (Σούρπης), ὁ Δημήτριος Καράγγελος καὶ ὁ Ἀθανάσιος Ἀναγνώστου, ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦνταν ὡς μάρτυρες.

Στὴν ἄλλη ὄχθη, τὴν ἀριστερὴ, ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Ἁγίας Τριάδας, πατῶντας πάντοτε ἐπὶ  τουρκικοῦ ἐδάφους, εἶχαν φθάσει ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Γαβριὴλ καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς ἴδιας Μονῆς Καλλίνικος, Ἀγάπιος καὶ Δωρόθεος, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἔτσι μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ὁμάδων τῶν ἀνθρώπων, στημένες ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη στὶς δύο ὄχθες τοῦ Σαλαμπριᾶ, ἡ μία σὲ ἑλληνικὸ καὶ ἡ ἄλλη σὲ τουρκικὸ ἔδαφος, συντάχθηκε ἡ παρακάτω συμβολαιογραφικὴ πράξη. Οἱ  καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς βεβαίωσαν προφορικά τὸν συμβολαιογράφο τὶ ἤθελαν νὰ γραφεῖ στὴν ἐξουσιοδότηση καὶ ὁ συμβολαιογράφος βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλόγεροι. Ἔχουμε ἔτσι ἕνα πρωτότυπο συμβόλαιο:[12]

 

«ἀριθμὸς διακοσιοστὸς τεσσαρακοστὸς,

Σήμερον τὴν δωδεκάτην τοῦ μηνὸς Ἰουνίου, τὸ χιλιοστὸν ὀκτακοσιοστὸν τριακοστὸν ἔννατον ἔτος ἐν Πυράσῳ, ἡμέραν δευτέραν καὶ ὥραν δωδεκάτην πρὸ μεσημβρίας, παρουσιάσθη ἐνώπιον ἐμοῦ τοῦ Συμβολαιογραφοῦντος εἰρηνοδίκου Πυράσου Ἀλεξάνδρου Πέτρου εἰς τὸ κατάστημα τοῦ εἰρηνοδικείου Πυρασίων, κείμενον παρὰ τῇ πλατείᾳ τῆς Πυράσου, ἐντὸς τῆς οἰκίας τοῦ Δημάρχου Πυρασίων Κωνσταντίνου Γεωργιάδου, ὁ κύριος Γρηγόριος ἱερομόναχος, κάτοικος Γαρδικίου, γνωστὸς μοι, καὶ ἐζητήσατο ἐπὶ παρουσίᾳ καὶ τῶν μαρτύρων κυρίου Δημητρίου Καραγγέλου καὶ Ἀθανασίου Ἀναγνώστου, κατοίκων Πυράσου, γεωργῶν, γνωστῶν μοι ἀμφοτέρων καὶ μὴ ἐξαιρουμένων ἀπὸ τὸν Νόμον, νὰ μεταβῶ εἰς τὸν παρὰ τὴν Σούρπην ῥέοντα τὸν χειμῶνα χειμέρειον  ποταμόν καὶ συντάξω αὐτόθι ἓν συμβόλαιον,

ὅθεν παραλαβὼν τοὺς προσυπογεγραμμένους μάρτυρας καὶ τὸν εἰρημένον ἱερομόναχον ἦλθον εἰς τὸν παρὰ τὴν Πύρασον χείμαρον ποταμὸν τὸν χωρίζοντα τὰ μεταξὺ Τουρκίας καὶ Ἑλλάδος ὅρια.

Σταθεὶς ἔνθεν, εἰς τὸ χεῖλος αὐτοῦ, καὶ ἐρωτήσας τοὺς πέραν ἱσταμένους ὁποῖον συμβόλαιον θὰ συντάξωσι, οἵτινες ὀνομαζόμενοι Γαβριὴλ, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, Καλλίνικος, Ἀγάπιος καὶ Δωρόθεος, ἱερομόναχοι τῆς εἰρημένης Μονῆς, κάτοικοι αὐτόθι, γνωστοί μοι, ἀποτελοῦντες τὸ Συμβούλιον τοῦ Μοναστηρίου, ἡ Ξενιά, ὡμολόγησαν ἐπὶ παρουσίᾳ καὶ τῶν λεχθέντων μαρτύρων Δημητρίου Καραγγέλου καὶ Ἀθανασίου Ἀναγνώστου, ὅτι, ἐπειδὴ τὰ Συμβούλια τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων δυνάμει τῆς ὑπ’ ἀριθ. εἰκοσιέξ χιλιάδες καὶ ἑπτακόσια ἑξήκοντα τέσσαρα, καὶ ὑπὸ τὴν δεκάτην Μαΐου τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους διαταγῆς τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας, ὀφείλουν ν’ ἀποστείλωσι πρὸς τὴν ἐν Ἀθήναις εἰρημένην Γραμματείαν ἀντιπρόσωπον διὰ νὰ ἀναγνωρισθῇ παρ’ αὐτῆς ὡς τοιοῦτος, καὶ ἐνεργήσῃ ἑπομένως τὰ ἐν τῇ εἰρημένῃ διαταγῇ ὁριζόμενα, ἀποκαθιστῶσιν ἀντιπρόσωπόν των τὸν κύριον Γρηγόριον ἰερομόναχον, πρὸς τὸν ὁποῖον παρέχουσι τὴν πληρεξουσιότητα ἵνα μεταβῇ εἰς Ἀθήνας καὶ παρουσιασθῇ πρὸς τὴν λεχθεῖσαν Γραμματείαν, παρουσιάζων ἐνώπιον αὐτῆς σημείωσιν τοῦ Β΄ δεκάτου, τὸ ὁποῖον τὸ ταμεῖον τῆς Μονῆς, ἡ Ξενιά, ἐπλήρωσεν ἐφ’ ὅλων τῶν προϊόντων τῶν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κειμένων κτημάτων της κατὰ τὰ παρελθόντα τρία ἔτη, καὶ ἐν γένει πράττων σύμφωνα μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. δεκαπέντε χιλιάδες καὶ εἴκοσι δύο Βασιλικὴν ἀπόφασιν, καὶ ὑπ’ ἀριθ. εἴκοσιν ἓξ χιλιάδες καὶ ἐνακόσια ἑξήκοντα τέσσαρα διαταγὴν τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν εἰρημένης Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας.

Πρὸς τὸν ἴδιον δίδουσι προσέτι τὴν πληρεξουσότητα νὰ ὑπογράψῃ ἀντ’ αὐτῶν τὰς διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου τοῦ β΄ Ἐκκλησιαστικοῦ δεκάτου χρεωστικὰς ὁμολογίας.

Ὅθεν συνετάχθη τὸ παρὸν συμβόλαιον, τὸ ὁποῖον ἀναγνωσθὲν μεγαλοφώνως καὶ εὐκρινῶς εἰς ἐπήκοον τῶν συμβαλλομένων καὶ τῶν μαρτύρων, ὑπεγράφη παρά τοῦ Γρηγορίου ἱερομονάχου, τῶν μαρτύρων καὶ ἐμοῦ τοῦ εἰρηνοδίκου, οἰ δὲ Γαβριὴλ, Καλλίνικος, Ἀγάπιος καὶ Δωρόθεος δὲν ὑπέγραψαν ὡς ὄντες πέραν τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, διὸ γίγνεται μνεία.

ὁ Συμβαλλόμενος Γρηγόριος                Οἰ μάρτυρς

ἱερομόναχος                                Ἀθ. Ἀναγνώστου

                                                 Δημήτριος Καράγγελος

                          Ὁ Συμβολαιογραφῶν εἰρηνοδίκης Πυράσου

                                          (Τ.Σ.) Ἀλέξανδρος Πέτρου

Διὰ τὸ ἀκριβὲς τὴν 17 Ἰουνίου, δεκάτην ἑβδόμην, τὸ χιλιοστὸν ὀκτακοσιοστὸν τριακοστὸν ἔννατον ἔτος, ἀντίγραφον

                 ὁ Συμβολαιογραφῶν εἰρηνοδίκης Πυράσου

                                 (Τ.Σ.)  Ἀλέξανδρος Πέτρου».

 

Ὁ ἱερομόναχος  Γρηγόριος μὲ τὸ  συμβόλαιο αὐτὸ στὰ χέρια του πῆγε στὴν Ἀθήνα  καὶ στὶς 28 Ἰουνίου 1839 ὑπέβαλε «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν  κ.τ.λ. Βασιλικὴν Γραμματείαν» τὸ παρακάτω ἔγγραφο:[13]

«Ἐπισυνάπτω Συμβολαιογραφικὸν ἔγγραφον διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται γνωστὸν ὅτι ὁ ὑποφαινόμενος εἶμαι πληρεξούσιος ἐπίτροπος τοῦ ἡγουμενικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καλουμένης Ξενιᾶς κειμένης ἐντὸς τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους.

Ἡ διαληφθεῖσα Μονὴ ἔχει ἐντὸς τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ἱκανὰ κτήματα κατὰ τοὺς Δήμους Κρεμαστῆς Λαρίσης[14] καὶ Πυράσου εἰς τὴν ἐπαρχίαν Φθιώτιδος.

Ὅθεν, συμφώνως μὲ τὴν ἐγκύκλιον διαταγὴν τῆς Βασιλικῆς ταύτης Γραμματείας ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενον τοῦ β΄ δεκάτου τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων, ἀπῆλθον ἐνταῦθα καὶ παρακαλῶ νὰ ἐνεργηθοῦν τὰ περαιτέρω ὅσον τάχιον διὰ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὰ καθήκοντά μου.

Ὑποσημειοῦμαι μὲ σέβας

εὐπειθέστατος ὁ ἐπίτροπος τῆς Μονῆς τῆς Ξενιᾶς

γρηγόριος ἱερομόναχος».

 

Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὲς οἱ περαιτέρω λεπτομέρειες τῆς ὑπόθεσης τῶν ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ὡστόσο, ὅπως γίνεται φανερὸ, ἀπὸ τὸ παρακάτω, ὑπ’ ἀριθ. 65 ἔγγραφο τοῦ ἴδιου φακέλου καὶ κατὰ τὸ 1844 τὸ θέμα ἐκκρεμοῦσε.

Ξαφνικὰ παρουσιάζεται καὶ πάλι «ἐπὶ σκηνῆς» καὶ ὁ μοναχός Ἀνατόλιος:

«Τὴν 8ην Ἰανουαρίου 1844

Ἀνατόλιος ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἐκ Φθιώτιδος περὶ τοῦ β΄  ἐκκλησιαστικοῦ δεκάτου

Διευθύνεται πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας, παρακαλουμένην νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ παράπονα τοῦ ἀναφέροντος ἀντιπροσώπου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, καὶ διατάξῃ ὅ,τι δίκαιον. Θέλει δὲ εὐαρεστηθῇ νὰ εἰδοποιήσῃ καὶ ἡμᾶς ἐν καιρῷ, ἐπιστρέφουσα καὶ τὴν παροῦσαν.

Ὁ Γραμματεὺς

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)».

Διακόπτουμε ἐδῶ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος αὐτοῦ ἐκτιμῶντας ὅτι ἡ περαιτέρω ἐνασχόληση δὲν ὠφελεῖ.

 

 

ι΄. Τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς ποὺ … μετακόμισε στὴν Τουρκία

 

Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς συνδέεται καὶ ἕνα ἰδιαίτερο καὶ ἀσυνήθιστο ζήτημα, ποὺ, ἄν καὶ πολὺ μικρῆς σημασίας, ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ γιὰ τὴν μοναδικότητά του .

Στὴν περιφέρεια τῆς Σούρπης, πολὺ κοντὰ στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα τοῦ 1832, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σαλαμπριᾶ τῆς Σούρπης, βρισκόταν ἕνα ἀμπέλι ἰδιοκτησίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Μετὰ τὴ χάραξη τῶν συνόρων τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς βρέθηκε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Τὸ ἀμπέλι αὐτὸ τὸ νοίκιαζε καὶ τὸ ἐκμεταλλευόταν ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς ἀπὸ τὴ Χαμάκω,[15] πληρώνοντας τὸ ἐνοίκιο στὸ ἑλληνικὸ δημόσιο, τὸ ὁποῖο θεώρησε, ὅπως ἀναφέρθηκε μὲ λεπτομέρειες στὶς παραπάνω σελίδες, ὅτι τοῦ ἀνήκουν ὅλα τὰ κτήματα τῶν μοναστηριῶν ποὺ βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, ὅπως τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

Στὰ 1835 ὅμως μιὰ δυνατὴ καὶ καταρρακτώδης βροχὴ πλημμύρισε τὴν περιοχὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της ἦταν νὰ ἀλλάξει ὁ ροῦς τοῦ Σαλαμπριᾶ ἔτσι ποὺ τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς ἐνῶ πρὶν τὴν πλημμύρα βρισκόταν πέρα ἀπὸ τὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος, νὰ βρεθεῖ μετὰ τὴν πλημμύρα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ ὄχθη, ἐπὶ τουρκικοῦ ἐδάφους. Ἔτσι τὸ συγκεκριμένο ἀμπέλι ξαφνικὰ «μετακόμισε»  ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα στὴν Τουρκία!.

Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, θεωρῶντας ὅτι τὸ ἀμπέλι τοὺς ἀνήκει, ἀφοῦ πλέον αὐτὸ βρισκόταν στὴν Τουρκία, πῆγαν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1835 καὶ τὸ τρύγησαν. Ἡ συμπεριφορά τους αὐτὴ ἦταν καὶ μιὰ ἀντίδραση στὴν ἀνάλογη συμπεριφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τὴν τεράστια περιουσία τῆς Ξενιᾶς ποὺ βρέθηκε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος.

Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς, ὁ ἐνοικιαστὴς τοῦ ἀμπελιοῦ, ἀγνοῶντας τὶ εἶχε γίνει,  «πηγαινάμενος» νὰ τρυγήσει «δὲν εὗρεν ἄλλο τι εἰς αὐτὸ εἰμὴ κλήματα ἄνευ καρπῶν».

Φυσικὰ ἀρνήθηκε νὰ πληρώσει στὸ ἑλληνικὸ δημόσιο τὸ ἐνοίκιο τῶν 50 δραχμῶν ποὺ εἶχε συμφωνηθεῖ. Γιὰ νὰ ἀπαλλαχθεῖ ὅμως αὐτοῦ τοῦ χρέους προηγήθηκε μιὰ περιπετειώδης διαδικασία δι’ ἀλληλογραφίας, ποὺ θὰ τὴν παρακολουθήσουμε στὴν συνέχεια.

Βλέποντας τὸ ἀμπέλι τρυγημένο ὁ Σχοινᾶς ἔστειλε στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1835 τὴν παρακάτω ἀναφορὰ στὸν ἔπαρχο τῆς Φθιώτιδας:[16]

«Πρὸς τὸ Β. Ἐπαρχεῖον Φθιώτιδος       

Ὁ ὑποφαινόμενος προστρέχω εἰς τὸ Ἐπαρχεῖον τοῦτο θερμῶς καὶ εἰδοποιῶ αὐτό, ἐπειδὴ καὶ τὸ τῆς Ξενιᾶς Ἀμπέλιον, ὁποῦ κεῖται εἰς Σούρπην, ἐνοικιάσθη παρ’ ἐμοῦ, ἀνὰ  δραχμὰς πενήντα (ἀριθ. 50), ὡς δηλοῖ καὶ τὸ ἀνὰ χεῖρας μου ἐνοικιαστήριον.

Κύριε Ἔπαρχε! τὸ ἀμπέλιον τοῦτο, ὅταν ἐμετατέθησαν τὰ ὅρια εἰς τὸ παλαιόν, ἦλθον οἱ τῆς Ξενιᾶς Καλόγηροι καὶ ἐξουσιάσαν αὐτὸ ὡς ἴδιόν τους κτῆμα. Λοιπὸν μὴν ἠξεύροντας τὰ τρέχοντα, ἔστειλα ἕνα ἄνθρωπον ὥστε νὰ συνάξῃ τὸν καρπὸν ἐκ τοῦ ἄνωθεν Ἀμπελίου, πηγαινάμενος δέ, δὲν εὗρεν ἄλλο τι εἰς αὐτὸ εἰμὴ κλήματα ἄνευ καρπῶν, ὥστε ἀγνοῶ καὶ ἐγὼ τὸν συνάξαντα καὶ ὑποφαίνομαι μ’ ὅλον τὸ ἀνῆκον σέβας.

Ἐν Χαμάκῳ[17] τῇ 7 8βρίου 1835

ὁ εὐπειθέστατος

Ἰω. Σχοινᾶς».

 

Ἡ αἴτηση τοῦ Σχοινᾶ πρὸς τὸν Ἔπαρχο στάλθηκε στὸν ἁρμόδιο τότε Νομάρχη Φωκίδας καὶ Λοκρίδας, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια τὴν ὑπέβαλε «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς   Ἐπικρατείας»:[18]

«Περί τῆς Ἀμπέλου τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς.

Καθυποβάλλεται ἀναφορά, πρὸς τὸ Ἐπαρχεῖον Φθιώτιδος, τοῦ Ἰωάννου Σχοινᾶ,  ἐνοικιαστοῦ μιᾶς Ἀμπέλου κειμένης κατὰ τὸ Σούρπη, καὶ  ἀνηκούσης εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Κράτους Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς, διὰ νὰ εὐαρεστηθῇ ἡ Β. Γραμματεία νὰ διατάξῃ τὸ νὰ ἀπαλλαχθῇ ὁ ἀναφερόμενος, ὡς θεωροῦμεν δίκαιον, ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσιν, τοῦ νὰ πληρώσῃ τὰς διὰ τὸ ἐνοίκιον 50 δραχμάς, ἐπειδὴ ἡ διαληφθεῖσα ἄμπελος ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν διὰ τῆς ἐσχάτως ἐνεργηθείσης κατὰ τὸ Σούρπη διορθώσεως τῶν ὁροσήμων τῆς Γραμμῆς τοῦ Κράτους, καὶ ἔμεινεν εἰς τὸ Τουρκικὸν ἐνῶ ἐπὶ τῆς δημοπρασίας τοῦ ἐνοικίου τῶν Μοναστηριακῶν Ἀμπέλων ἐθεωρεῖτο ὡς ἑλληνικὸν κτῆμα.

Ὁ Εὐπειθέστατος Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος (Τ.Σ.Υ.)

Ὁ Γραμματεὺς (Τ.Υ.)».

 

Γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήματος ἔπρεπε ὅμως νὰ συγκατανεύσει τελικὰ καὶ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδας Ὄθωνας. Γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ βασιλικὴ συγκατάθεση ὅμως ζητήθηκε ἡ γνώμη τοῦ «Ὑφυπουργείου Θρησκευμάτων καὶ Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως». Καὶ ὁ ἁρμόδιος ὑφυπουργός, ποὺ «εἶχε τὴν τιμὴ νὰ εἶναι ὁ ταπεινότατος καὶ εὐπειθέστατος δοῦλος καὶ πιστὸς ὑπήκοος τῆς Μεγαλειότητας Του», ἔστειλε τὴν γνώμη του, πρὸς τὸν Βασιλιά:[19]

«Ἡ Μεγαλειότητά του ὁ Βασιλεὺς

Ὑφυπουργεῖον

Θρησκευμάτων καὶ Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως

«Σχετικῶς μὲ ἀκύρωσιν ἑνὸς χρέους πρὸς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον γιὰ τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς στὴν Φωκίδα».

Ἀθῆναι, 29  Ὀκτωβρίου /10 Νοεμβρίου 1835

Ἕνα ἀμπέλι τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς πακτώθηκε (ἐνοικιάστηκε)  στὸν Ἰωάννη Σχοινᾶ ἔναντι 50 δραχμῶν γιὰ διάστημα ἑνὸς ἔτους. Ἀλλὰ ὅταν διευκρινίστηκαν τὰ ὅρια ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι αὐτὸ τὸ ἀμπέλι βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸ σύνορο, ἔτσι ὥστε οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς εἴσπραξαν μόνοι τὸ εἰσόδημα. Ὁ πακτωτὴς (ἐνοικιαστὴς)  ζητάει ἑπομένως νὰ μὴν διωχθεῖ γιὰ τὴν καταβολὴν τοῦ προαναφερόμενου ποσοῦ, καὶ θέλει νὰ ἀκυρωθεῖ τὸ γραμμάτιο ποὺ βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ ὑπεύθυνου ταμία.

Καθὼς αὐτὰ τὰ περιστατικὰ βεβαιώνονται ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν Νομάρχη, λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ ὑποστηρίξω ἐνώπιον τῆς Μεγαλειότητός Σας τὴν παράκλησιν τοῦ Ἰωάννου Σχοινᾶ, ἡ ὁποία μοῦ φαίνεται δίκαιη.

Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ εἶμαι

τῆς μεγαλειότητός Σας

ὁ ταπεινότατος καὶ εὐπειθέστατος

δοῦλος καὶ πιστὸς ὑπήκοος

(ὑπογραφὴ)».

Ἡ «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Βασιλικὴ Γραμματεία τῆς   Ἐπικρατείας» διαβίβασε τὴν αἴτηση, στὶς 30 Νοεμβρίου 1835 πρὸς «τὴν ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἐπιτροπὴν» διὰ νὰ  γνωμοδοτήσει.

Ἡ «ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴ» ἀπάντησε τελικὰ στὶς 20 Ἰουνίου τοῦ 1836  ὅτι «ἀπαλλάττει τὸν ἐνοικιαστὴν τῆς κατὰ Σούρπην ἀμπέλου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τοῦ νὰ πληρώσῃ 50 δρ. δι’ ἐνοίκιον» καὶ ἔστειλε τὴν ἀπάντησή της  «πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος»  «διὰ νὰ ἐνεργήσῃ τὰ γνωμοδοτούμενα, ἄν δὲ ἀπαιτεῖται ἔκδοσις διαταγῆς πρὸς τὸν ταμίαν, νὰ μᾶς ἀναφέρῃ διὰ νὰ διατάξωμεν τὰ δέοντα». [20]

Ὡστόσο, ἄν καὶ λίγο ἀνορθόδοξα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς χρονολογίες τῶν σχετικῶν ἐγγράφων τῆς ἀλληλογραφίας, γιὰ νὰ ὑπάρξει καὶ ἡ βασιλικὴ συγκατάνευση, μεσολάβησαν καὶ ἄλλοι τῶν ὁποίων ζητοῦνταν ἡ γνώμη γιὰ τὸ θέμα, χωρὶς πάντοτε νὰ τὴν ἀναμένουν οἱ ἁρμόδιοι σύμβουλοι του βασιλιᾶ.

Ἔτσι στὶς  14/26 Ἰουνίου 1836 ὑποβλήθηκε στὸν Ὄθωνα καὶ ἡ γνώμη καὶ παράκληση κάποιου ἄλλου, ἀσφαλῶς μὴ ἐπίσημου ὑπηρεσιακοῦ παράγοντα, τοῦ ὁποίου ἡ ὑπογραφὴ εἶναι δυσανάγνωστη:

«Σχετικὰ μὲ τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς τὸ πακτωμένο (ἐνοικιασμένο) στὸν Ἰω. Σχοινᾶ.

Μεγαλειότατε!

Ἕνας κάποιος Ἰωάννης Σχοινᾶς εἶχε πακτώσει (ἐνοικιάσει) γιὰ 50 δραχ. ἕνα ἀμπέλι τοῦ Μοναστηριοῦ Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πάνω στὰ σύνορα. Σὲ συνέχεια τῆς χάραξης τῶν συνόρων, αὐτὸ τὸ ἀμπέλι ἔμεινε στὴν Τουρκία καὶ κατὰ συνέπεια ὁ μισθωτὴς ζήτησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ πληρώνει τὸ παραπάνω ποσό.

Ὁ Νομάρχης Φωκίδας ὑποστηρίζει τὸ αἴτημά του καὶ ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἀναγνωρίζει τὸ δίκαιο.

Τολμῶ κατὰ συνέπεια νὰ ἱκετεύσω τὴν Μεγαλειότητά Σας νὰ συγκατανεύσει γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ Ἰωάννου Σχοινᾶ ἀπὸ τὸ μίσθωμα τὸ ὁποῖο ὤφειλε γιὰ ἕνα περιουσιακὸ στοιχεῖο ποὺ δὲν ἀνήκει στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια».[21]

 

Ἡ ὅλη ὑπόθεση ἔκλεισε καὶ ἐπικυρώθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Ὄθωνα καὶ ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ χρέος τῶν 50 δραχμῶν μὲ «βασιλικιὰ διαταγή»:

«ΟΘΩΝ

         ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ   ΤΗΣ

                  ΕΛΛΑΔΟΣ

     Ἐπὶ τῇ ἀπὸ 14/26   Ἰουνίου καὶ ὑπ’ ἀρ. 6220 προτάσει τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματείας ἐγκρίνομεν ν’ ἀπαλλαχθῇ ὁ κ. Ἰ. Σχοινᾶς τῆς πληρωμῆς 50 δραχμῶν ἐνοικίου ἑνὸς ἀμπελῶνος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς ἀποκοπέντος ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπικράτειαν.

      Ἐπιστρέφεται ἡ τῆς ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπῆς ἀναφορά.

Ἐν Ἀθήναις τὴν 17/29 Ἰουνίου 1836

Καθ’ ὑψηλοτάτην ἐπιταγὴν

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστη)».[22]

 

 

[1] Ἡ ἐκτίμηση μεγάλων ἀποστάσεων μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ὡρῶν ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ νὰ τὶς διασχίσει  ἕνας πεζοπόρος ἦταν μία συνήθης πρακτικὴ σὲ παλιότερες ἐποχές.

[2] Τὸ κ.τ.λ. εἶναι τοῦ ἐγγράφου.

[3] Οἱ δύο ἐπιστολές τοῦ Τριαντάφυλλου Λουκᾶ βρίσκονται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Δημητριάδος (Φάκελοι Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς).

[4] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 36.

[5] Τὸ κ.τ.λ. εἶναι τοῦ ἐγγράφου.

[6] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 31.

[7] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 33.

[8] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 42.

[9] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 27.

[10] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ἀριθ. 51.

[11] Πύρασος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν τὸ ὑπηρεσιακὰ ἐπίσημο ὄνομα τῆς Σούρπης.

[12] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 61.

[13] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 60.

[14] Δῆμος Κρεμαστῆς Λαρίσης λεγόταν τότε ἡ περιοχὴ τῆς σημερινῆς Πελασγίας τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας.

[15] Ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς εἶναι ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς εἶχαν δανειστεῖ 1.000 γρόσια προκειμένου  νὰ προβοῦν στὴν ἀγορὰ τοῦ τσιφλικιοῦ «Κελέρια», βάζοντας ὡς ἐνέχυρο τοῦ δανείου τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Ἀχίλλειο καὶ στὸν Κουκλιᾶ.

[16] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 5

[17] Ἡ Χαμάκω εἶναι ἕνα ἐγκαταλειμένο καὶ ἀκατοίκητο σήμερα χωριό, μεταξὺ τῶν χωριῶν  Ἀχιλλείου, Γλύφας καὶ  Ἁγίων Θεοδώρων. Οἱ κάτοικοί του τὸ ἐγκατέλειψαν ὁμαδικὰ κατὰ τὸ 1918 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ σημερινὴ θέση τοῦ Ἀχιλλείου.

[18] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 2

[19] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 1.

[20] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 35.

[21] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 30.

[22] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 29.

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος ενδέκατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

ΙΓ΄. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους

 

Εἰσαγωγικὰ

Ἕνα σημαντικὰ ἔντονο πρόβλημα στὴν μακρόχρονη ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὡς πρὸς τὴν περιουσιακή του κατάσταση, παρουσιάστηκε ἀμέσως μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους κατὰ τὸ 1832, ὅταν μὲ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων ἡ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ βρέθηκε τεμαχισμένη σὲ δύο τμήματα ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα ὑπαγόταν στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὸ ἄλλο στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια.[1]

Μετὰ τὴν ὁριστικὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, δηλαδὴ τὰ κτίσματα καὶ οἱ ἱεροὶ ναοὶ τῆς Ἄνω καὶ τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς,[2] βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια ἐνῶ τὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς κτηματικῆς του περιουσίας, χωράφια, ἐλαιοπερίβολα, κτίσματα, ἀποθῆκες, μύλοι, ἐργαστήρια, μετόχια, τσιφλίκια κ.τ.λ. βρέθηκαν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, σκορπισμένα στὴ Φθιώτιδα, στὴ Φωκίδα, στὴ Λοκρίδα, στὴν Εὔβοια, στὴν Ἀττική.

Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, θεωρῶντας τὰ κτήματα αὐτὰ ἑλληνικὰ ἀποφάσισε  νὰ τὰ ἐκποιήσει ἤ νὰ τὰ ἐνοικιάσει, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία  τῶν  μικρῶν μοναστηριῶν τῆς Ἑλλάδας, αὐτῶν ποὺ εἶχαν λίγους μοναχοὺς, καὶ τὰ ὁποῖα καταργήθηκαν.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μὲ τὴ συμπαράσταση καὶ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀντέδρασαν ἔντονα κατὰ τοῦ μέτρου αὐτοῦ. Τὸ σύνολο τῶν δραστηριοτήτων ποὺ ἀναπτύχθηκαν καὶ τῶν σχετικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἁρμόδιων καὶ ὑπεύθυνων παραγόντων παρουσιάζονται στὰ ἔγγραφα τῆς σχετικῆς ἀλληλογραφίας ποὺ ἀναπτύχθηκε, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα φυλάσσονται στὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, στὸ φάκελο «Μοναστηριακὰ Φ. 626».

Στὸ μέρος τοῦτο τῆς ἐργασίας μας θὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὰ γεγονότα αὐτά, ὅπως παρουσιάζονται στὰ σχετικὰ ἔγγραφα, καὶ τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴν τακτικὴ  ποὺ ἀκολουθοῦμε,  θὰ τὰ ἐνσωματώνουμε αὑτούσια στὸ δικό μας κείμενο.

 

α΄. Τὸ πρόβλημα τῆς δέσμευσης τῆς ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μέσα ἀπὸ ἔγγραφα τοῦ  Φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ.

Στὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, μέχρι καὶ τὸ 1834, δὲν φαίνεται, ὡς πρὸς τὸ Μοναστήρι τοὐλάχιστον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, νὰ ὑπῆρχε κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα. Τὸ θέμα τῆς ἀξιοποίησης καὶ τῆς ἐκμετάλλευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μοναστηριακῆς περιουσίας δὲν φαίνεται νὰ περιλαμβανόταν στὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἄμεσα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς. Τὸ πρόβλημα δημιουργήθηκε, ἀπὸ ὅσα μπορεῖ νὰ συμπεράνει κάποιος ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα σχετικὴ ἀλληλογραφία, ἀπὸ τὸ 1835 καὶ μετά.

Ὅταν οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς πληροφορήθηκαν ὅτι ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τους, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, δεσμεύτηκε, ἀπευθύνθηκαν, ὅπως ἔπρεπε, ἱεραρχικά, ἀρχικὰ στὸν Μητροπολίτη τῆς Λάρισας ἐκθέτοντάς του τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ μὲ τὸ Μοναστήρι τους. Ὁ Μητροπολίτης τῆς Λάρισας, Μελέτιος, ζήτησε σχετικὲς πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα προκειμένου νὰ κατατοπισθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει σὲ ποιὲς ἐνέργειες ἔπρεπε νὰ προβεῖ.

Δὲν ἔχομε στὴ διάθεσή μας τὸ ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη ἀλλὰ μόνο τὴν ἀπάντηση ποὺ τοῦ δόθηκε. Ἡ ἀπάντηση περιέχεται στὸ ὑπ’ ἀριθ. 23 ἔγγραφο τοῦ παραπάνω φακέλλου, τὸ κείμενο τοῦ ὁποίου καὶ παραθέτουμε:

«Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα!

Μὲ μεγάλην μου εὐχαρίστησιν ἐδέχθην τὸ πρὸς ἐμὲ πεμφθὲν Γράμμα σας, καὶ χαίρων διττῶς καὶ διότι ἠξιώθην νὰ λάβω τὴν γνωριμίαν σας διὰ γράμματος, καὶ διὰ τὸ αἴσιον τῆς ἐφετῆς μοι ὑγιείας σας.  Ἐκατάλαβα καὶ τὰ ἐν αὐτῷ.

Εἰς τὴν ὑπόθεσιν τὴν ὁποίαν μοὶ γράφετε ἰδιαιτέρως εἶναι ἐπιφορτωμένος ὁ ἔπαρχος καὶ τὰ περὶ μοναστηρίων κτήματα ἐνοικιάσθησαν τῷ ὄντι κατὰ τὸ γενικὸν μέτρον τὸ ὁποῖον ἐλήφθη παρὰ τῆς Κυβερνήσεως περὶ τῶν τοιούτων καὶ ὅσον ὁ ἔπαρχος ὅσον καὶ ὁ ἔφορος, δὲν δύνανται εἰμὴ νὰ ἐνεργοῦν ὡς μηχαναὶ τὰς ἀνωτέρας διαταγάς.

Ὅθεν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφέρετε τὰ περὶ τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν.  

Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν καὶ μένω μὲ σέβας

ἐν Λαμίᾳ τῇ 22 Ἰουνίου 1835

εἰς τοὺς ὁρισμούς σας

Δ.  Ἱερομνήμονος».

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, ὑπ’ ἀριθ. 23 τοῦ φακέλου, δὲν εἶναι τὸ αὐθεντικὸ ἀλλὰ ἕνα ἀντίγραφό του, ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὴν ὅλη ὑπόθεση, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀναγράφεται στὸ πάνω μέρος του: «Ὁ Λαρίσσης  Μελέτιος ἐπιβεβαιοῖ ὅτι ἴσον ἀπαράλλακτον».

Ὁ Μητροπολίτης Μελέτιος, ἔχοντας τὴν παραπάνω πληροφόρηση, ἀπευθύνθηκε, στὶς 3 Ἰουλίου 1835, μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 4115 ἔγγραφό του «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τοῦ Βασιλείου τῆς    Ἑλλάδος», στὸ ὁποῖο εἶχε ἐπισυνάψει καὶ τὸ παραπάνω «ἴσον καὶ ἀπαράλλακτον».

Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ τοῦ Μητροπολίτη, ποὺ εἶναι τὸ ὑπ’ ἀριθ. 22 τοῦ Φ. 626, ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐντὸς τῆς ἐπαρχίας Φθιώτιδος κατὰ τὰς κωμοπόλεις Σούρπης, Πτελεοῦ καὶ Γαρδικίου [3] πρὸ πολλῶν χρόνων εὑρέθησαν ἀρκετὰ κτήματα εἰς ζευγοστάσια, ἐλαιόδεντρα, συκαμινιαῖς[4] κ.λ.π. ἐξ ὧν ἄλλα μὲν ἦσαν ἰδιόκτητα τινῶν καλογήρων[5] τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς, καὶ ἄλλα κτήματα τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου, τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦντες μὲ ἔξοδά των οἱ ἰδιοκτῆται αὐτῶν καὶ τὸ Μοναστήριον, ἐνέμοντο ἀκολούθως καὶ τὰ εἰσοδήματά των μέχρι τοῦ παρελθόντος ἔτους, ἀποδίδοντες εἰς τὴν διοίκησιν τό σύνηθες νόμιμον δέκατον.

Ἐφέτος ὅμως πέμψαντες ἐπιτρόπους των διὰ νὰ λάβωσι τὰ εἰσοδήματα τῶν διαληφθέντων κτημάτων των, παρ’ ἐλπίδα εὗρον τὰ αὐτὰ κτήματά των ὅλα κατακεχωρημένα εἰς τὸν κατάλογον τῶν κτημάτων τῶν ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας κειμένων Μοναστηρίων, καὶ τὰ εἰσοδήματά των ἐπὶ δημοπρασίας πωλημένα διὰ τὸ τρέχον ἔτος παρὰ τοῦ Β. Ἐφόρου Φθιώτιδος.

Οἱ εἰρημένοι καλόγηροι ἃμα εὗρον τὰ κτήματά των ταῦτα κατακεχωρημένα εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἐντὸς τῆς ἐπικρατείας κειμένων Μοναστηρίων, καὶ πωλημένα, ὡς εἴρηται, ἀνεφέρθησαν πρὸς ἡμᾶς κατ’ εὐθεῖαν ὡς Κυριάρχην των ὀφείλοντα ἐπαγρυπνεῖν πρὸς δυνατὴν ὑπεράσπισιν τῶν δικαιωμάτων των.[6]

Ἡμεῖς δέ, χρέος μας κρίναντες νὰ ἀναφερθῶμεν τότε  πρὸς τὴν Β. Ἐφορίαν Φθιώτιδος, ἐγράψαμεν πρὸς αὐτὴν ἀμέσως τὰ δέοντα, καὶ μᾶς ἀπαντᾷ ἤδη ὁ Β. Ἔφορος, μὲ ἰδιαίτερον πρὸς ἡμᾶς γράμμα του, ὅτι κατ’ ἀνωτέραν διαταγὴν ποιεῖ τοῦτο, τοῦ ὁποίου γράμματός του ἐσωκλείομεν ἀντίγραφον εἰς τὴν παροῦσαν μου.

Δίκαιον νομίζομεν, Σεβαστὴ Γραμματεία, ὅτι οἱ ἰδιοκτῆται οὗτοι καλόγηροι καὶ τὸ Μοναστήριον Ξενιᾶς, ἐπειδὴ εὑρίσκονται ἐκτὸς τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ἐν τῇ Ὀθωμανικῇ ἐπικρατείᾳ, νὰ μὴ ἐνοχληθῶσι τὰ κτήματά των παρ’ οὐδεμιᾶς ὑπαλλήλου ἀρχῆς σας, καθὼς καὶ πολλῶν Ἑλλήνων κτήματα, τὰ τῆς κωμοπόλεως Σούρπης καὶ λοιπῶν ἄλλων μερῶν, κείμενα ἐκτὸς τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς, ἐν τῇ Ὀθωμανικῇ ἐπικρατείᾳ, δὲν ἐνωχλήθησαν μέχρι τῆς σήμερον παρ’ οὐδεμιᾶς Ὀθωμανικῆς ἀρχῆς, ἀλλ’ ἐλευθέρως καλλιεργοῦσιν αὐτὰ οἱ ἰδιοκτῆται των καὶ πληρώνοντες μόνον τὸ νόμιμον β΄  δέκατον, νέμονται τοὺς καρπούς των ἀνεμποδίστως.[7]

Διὸ σπεύδομεν διὰ τῆς παρούσης μου νὰ βάλωμεν ταῦτα ὑπ’ ὄψιν τῆς Β(ασιλικῆς) Γραμματείας ταύτης, καὶ παρακαλοῦμεν νὰ διατάξῃ τὰς ὑπαλλήλους ἀρχὰς της εἰς τὴν Φθιώτιδα διὰ νὰ ἀφήσωσιν ἐλευθέρους τοὺς διαληφθέντας καλογήρους καὶ τὸ μοναστήριον Ξενιᾶς εἰς τὸ νὰ συνάξωσι τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὰ ἰδιόκτητα κτήματά των, ἤ καὶ νὰ ἐκποιήσωσι αὐτὰ τὰ κτήματά των, ἐὰν θελήσωσι, χορηγοῦντες πρὸς αὐτοὺς κάθε ὑπεράσπισιν ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων των.

Εἴμεθα βεβαίως πληροφορημένοι ὅτι ἡ Σεβαστὴ Γραμματεία αὓτη δὲν θέλει κρίνῃ ἀνεκτὴν τὴν παράβλεψιν τῆς δικαίας ἀπαντήσεως τῶν εἰρημένων καλογήρων καὶ τοῦ Μοναστηρίου, ἀλλὰ θέλει δώσει πρὸς αὐτοὺς τὴν ἀνήκουσαν ὑπεράσπισιν εἰς τὰ δικαιώματά των, διὸ καὶ παρακαλῶ νὰ ἔχω ἀπάντησιν τῆς παρούσης μου.  Ὑποσημειοῦμαι δὲ μὲ τὴν ἀνήκουσαν ὑψηλὴν ὑπόληψιν.

Διάπυρος πρὸς Θεὸν ταπεινὸς εὐχέτης

καὶ πρόθυμος

Ὁ Λαρίσης  Μελέτιος» .

 

Ἀπὸ τὸ παραπάνω ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη Λάρισας παίρνομε ἐμμέσως καὶ μία ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ποὺ δὲν τὴν εἴχαμε ἀπὸ ἄλλες πηγὲς. Μαθαίνουμε ὅτι κάποια ἀπὸ τὰ μοναστηριακὰ κτήματα τῆς Παναγίας Ξενικᾶς, ἄγνωστο μὲ ποιὸν τρόπο καὶ ποιὰ  διαδικασία, ἀνῆκαν ἰδιωτικὰ σὲ καλογέρους καὶ κάποια ἦταν τοῦ Μοναστηριοῦ: «ἐξ ὧν ἄλλα μὲν ἦσαν ἰδιόκτητα τινῶν καλογήρων τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς, καὶ ἄλλα κτήματα τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου». Ὑποθέτομε – καὶ νομίζομε βάσιμα – ὅτι αὐτὰ ποὺ ἀνῆκαν ἰδιωτικὰ σὲ καλογέρους ἦταν ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονταν σὲ πολὺ ἀπομακρυσμένες περιοχὲς (Εὔβοια, Λοκρίδα κ.τ.λ.), στὰ ὁποῖα ἦταν μονίμως ἐγκαταστημένοι κάποιοι καλόγεροι καὶ τὰ ἐκμεταλλεύονταν γιὰ προσωπικὸ λογαριασμό τους δίνοντας κάποιο εἶδος ἐνοικίου στὸ Μοναστήρι. Ἦταν μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς τὰ ὁποῖα δίνονταν σὲ κάποιους καλογέρους γιὰ ἐκμετάλευση μὲ ἀπόδοση λογαριασμοῦ ἐτησίως ἤ ἰσοβίως ἔναντι παγίως καθορισμένου ἐνοικίου. Ὁπωσδήποτε ὅμως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐνοικιαστοῦ τὰ κτήματα ἐπέστρεφαν στὸ Μοναστήρι : «τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦντες μὲ ἔξοδά των οἱ ἰδιοκτῆται αὐτῶν …. ἐνέμοντο ἀκολούθως καὶ τὰ εἰσοδήματά των».

Ἐπιβεβαιωτικὰ τῶν παραπάνω θεωροῦμε τὰ ὅσα ἀναφέρουν στὸ ἔγγραφο μὲ τίτλο «Μαρτυρικὸν», ποὺ τὸ παρουσιάσαμε παραπάνω, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ τῆς Εὔβοιας Ἅγιος: «... ἐν ᾧ ἐκατῲκει ὁ ὁσιώτατος κύριος γέρω – Πολύκαρπος …. ἐπιστατῶν καὶ εἰς τὰ κτήματα τῆς κυρίας Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς ἠγόρασεν ἕν ἐρείπιον …. διὰ νὰ κατασκευάσῃ οἴκημα νὰ κάθηται μέσα εἰς αὐτὸ  ἐν ὅσῳ ζῇ, νὰ οἰκονομοῦνται καὶ οἱ πατέρες τῆς αὐτῆς Μονῆς καὶ μετὰ τὴν ἀποβίωσίν του νὰ ᾖναι τοῦ μοναστηρίου, ἀνήγειρεν οἴκημα εἰς τὸν αὐτὸν τόπον δι’ ἰδἰων του χρημάτων, λαβὼν καὶ δάνεια, τὸ ὁποῖον οἴκημα ἐκόστισε γρόσια 2100, ἐκ τῶν ὁποίων χρημάτων χρεωστεῖ τὴν σήμερον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ χωρίου μας γρόσια χίλια ἑκατὸ…».

 

Τὸ ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη ἔφθασε στὴν παραλήπτρια ὑπηρεσία στὶς 29 Ἰουλίου 1835. Ἡ  παραλήπτρια ὑπηρεσία τὴν ἴδια ἡμέρα, τὸ διαβίβασε, μὲ ἀριθ. πρωτ. 4514 ἔγγραφό της, στὸν ἁρμόδιο Νομάρχη Φθιώτιδας καὶ Λοκρίδας, γράφοντας τὸ διαβιβαστικὸ κείμενο στὸ λευκό του περιθώριο:

«Διευθύνεται πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος διὰ νὰ μᾶς πληροφορήσῃ περὶ τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποσότητος τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος κτημάτων, καὶ ἄν δὲν ᾖνε συμφερώτερον νὰ παραχωρηθοῦν τὰ κτήματα ταῦτα εἰς τὴν διακατοχὴν τῶν Καλογήρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, διὰ μόνον τὸν λόγον τῆς γειτνιάσεως, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὅτι καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ  ὀθωμανικοῦ ὁρίου κείμενα κτήματα τῶν ἑλληνικῶν μοναστηρίων καὶ μοναχῶν, καὶ ἰδίως τοῦ  τῆς Ἀντινίτσης,[8] θέλουν καρποῦσθαι ἄνευ χρήσεως παρὰ τῶν ἄχρι τοῦδε νεμομένων αὐτά. Θέλει δὲ μᾶς ἐπιστραφῇ ἡ παροῦσα μετὰ τοῦ ἐπιστελλομένου.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 31 Ἰουλίου 1835

Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ.

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος) ».

 

Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ κράτους ἀπέναντι στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τῆς δέσμευσης, δηλαδή, ἤ καὶ τῆς δήμευσης τῆς περιουσίας του ἐκείνης ποὺ βρισκόταν στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, εἶχε προκαλέσει τὴν ἀγανάκτηση ὄχι μόνο τῶν καλογέρων ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχῶν.

Θεωρήθηκε ὡς  μιὰ ἄκρως ἐχθρική, ἀνθελληνικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ συμπεριφορὰ πρὸς Ἕλληνες καὶ Χριστιανούς, ἡ ὁποία μάλιστα συμπεριφορὰ καὶ μεταχείρηση προερχόταν ἀπὸ τὸ ὁμόθρησκο χριστιανικὸ καὶ ὁμοεθνὲς ἑλληνικὸ κράτος. Τὸ γεγονὸς γινόταν ἀκόμη πιὸ  προκλητικὸ καὶ σκανδαλῶδες γιατὶ αὐτὴ ἡ «ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ» συμπεριφορὰ συγκρινόταν μὲ τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη «τουρκικὴ καὶ μουσουλμανικὴ» συμπεριφορά, ποὺ προερχόταν ἀπὸ ἕνα ἀλλόθρησκο ὀθωμανικὸ ἀλλοεθνὲς καὶ κυρίως ἐχθρικὸ κράτος.

Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐποχὴ συνέβαινε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σούρπης. Ὁ οἰκισμὸς τῆς Σούρπης, μετὰ τὴν χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων στὰ 1832, βρισκόταν σὲ ἔδαφος τοῦ  ἑλληνικοῦ κράτους ἐνῶ τὰ περισσότερα κτήματα τῶν κατοίκων της βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, πέραν τοῦ ποταμοῦ Σαλαμπριᾶ, ἡ κοίτη τοῦ ὁποίου εἶχε ὁρισθεῖ ὡς ὁροθετικὴ γραμμὴ στὴ περιοχὴ ἐκείνη. Τὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα στὴν περιοχὴ αὐτὴ καθορίζονταν ἀπὸ τὴν κοίτη τοῦ Σαλαμπριᾶ, τοῦ μικροῦ χειμάρου ποὺ κυλάει μετὰ Σούρπης καὶ Ἁγίας Τριάδας.

Καὶ ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὄχι μόνο δὲν δέσμευσαν καὶ δὲν δήμευσαν αὐτὰ τὰ κτήματα τῶν Σουρπιωτῶν, ἄν καὶ ἀνῆκαν στὴν ἐπικράτειά τους, ἀλλὰ ἄφηναν τοὺς Σουρπιῶτες ἐλεύθερους νὰ τὰ ἐπισκέπτονται, νὰ τὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ παίρνουν ἐλεύθερα καὶ τὰ εἰσοδήματά τους.

Προκλητικότερη καὶ ἄκρως ἀκαταμάχητη ἦταν ἡ σύγκριση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἀντίθετων συμπεριφορῶν στὴν περίπτωση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἀντινίτσας. Τὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντινίτσας βρέθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια καὶ ἡ περιουσία του στὴν τουρκική.  Καὶ ὅμως οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀντιστάθηκαν στὴν ἐκμετάλλευση «τουρκικῶν» κτημάτων ἀπὸ ἑλληνικὸ μοναστήρι.

Ἡ σημαντικότητα αὐτὴ τοῦ προβλήματος καὶ ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο συμπεριφορῶν ἐπισημάνθηκε τόσο ἀπό τὸν Μητροπολίτη τῆς Λάρισας Μελέτιο ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τοῦ Βασιλείου τῆς  Ἑλλάδος», ἄν ὄχι καὶ τόσο ἔντονα ὅσο συζητιόταν μεταξὺ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν δεσμεύονταν ἀπὸ δεοντολογίες τῆς «δημοσιοϋπαλληλικῆς» ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, δουλοπρεποῦς ἀντίληψης.

Καθώς μάλιστα ὅλα αὐτὰ γίνονταν κάτω ἀπὸ τὸ νέο καθεστὼς  τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ὁποίου εἶχαν χρειασθεῖ τόσοι ἀγῶνες, τόσες θυσίες, τόσοι νεκροί, ἔδιναν  σ’ ὅλους ἀφορμή, καὶ ἰδιαίτερα σὲ κάποιους σκεπτικιστὲς καὶ «βολεμένους» μέχρι τότε, γιὰ κριτικὲς καὶ συγκρίσεις ὄχι πολὺ τιμητικὲς γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ὄχι ἐνθαρρυντικὲς καὶ παροτρυντικὲς γιὰ τὴ συνέχιση τῶν ἀπελευθερωτικῶν ἀγώνων. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ προβλήματος δημιουργοῦσε πολὺ ἄσχημες ἐπιπτώσεις στὸ φρόνημα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς Ἀλμυροῦ, καθὼς εἶχε ἤδη ἀρχίσει μία προσπάθεια τῆς Τουρκίας γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ μεταξύ τους ἕνα εὐνοϊκὸ κλῖμα ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος.

Καταφαίνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς διαχείρισης ἐκείνης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν ἐλεύθερη πιὰ Ἑλλάδα, ἐνῶ τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι ἀνῆκε στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, ἦταν δύσκολο καὶ πολύπλοκο.

Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ κράτους ἀπέναντι σὲ ἑλληνικὸ χριστιανικὸ μοναστήρι, ἦταν ἀπαράδεκτη τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ τουρκικὸ κράτος ἐπέτρεπε σ’ ἕνα χριστιανικὸ μοναστήρι, τὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντινίτσας,  ποὺ ἀνῆκε στὴν Ἑλλάδα νὰ ἐκμεταλλεύεται καὶ νὰ καρποῦται τὴν  κτηματική του περιουσία, ἄν και αὐτὴ βρισκόταν στὴν Τουρκία.

Ἦταν σαφέστατο σ’ ὅλους ὅτι ἔπρεπε ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα νὰ βρεθεῖ κάποια λύση. Κατατέθηκε ἡ ἄποψη νὰ ἐπικρατήσει ἡ ἀρχὴ τῆς ἀμοιβαιότητας καὶ νὰ γίνει μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἐκ μέρους τῆς Ἑλλάδας, ὅ,τι γινόταν μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντινίτσας ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας. Προβλήθηκε, ὡστόσο, ὡς δικαιολογία ἄρνησης ἐκ μέρους τῆς ἑλληνικῆς πλευρᾶς ἡ ἔνσταση ὅτι ἡ ἀμοιβαία αὐτὴ συμπεριφορά, ἡ ὁποία ὑποδεικνυόταν καὶ γιὰ ἠθικοὺς λόγους, δὲν ἦταν συμφέρουσα ἀπὸ οἰκονομικὴ ἄποψη γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ ὁποία βρισκόταν στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος ἦταν πολὺ μεγάλη, κατὰ πολὺ μεγαλύτερη τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἀντινίτσας, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ τουρκικὸ ἔδαφος. Αὐτὸ δυσκόλευε τὴν κατάσταση σὲ σχέση μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς τῆς ἀμοιβαιότητας.

Μαζί μὲ τὸ ὅλο πρόβλημα ποὺ ἐξεταζόταν ὑπῆρχε καὶ μία αἴτηση ἐκ μέρους τῶν προσφύγων ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Ἀμαλιάπολης καὶ οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀποκατάστασή τους νὰ τοὺς παραχωρηθοῦν τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν περιοχὴ «Νηὲς» τῆς Σούρπης. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ δημιουργοῦνταν ἡ Νέα Μιντζέλα.[9]

Ὁ Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος ἐπιστρέφοντας τὴν ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτη τῆς Λάρισας στὴν «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιατικῶν κ.λπ. Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας», στὶς 12 Αὐγούστου 1835, ἐξέθεσε τὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργοῦνταν καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν οἱ σχετικὲς ἀπαντήσεις γιὰ νὰ ἐνεργήσει κατάλληλα.

Κατατοπιστικὸ εἶναι τὸ σχετικὸ κείμενο ποὺ περιέχεται στὸ ὑπ’ ἀριθ.  20 ἔγγραφο τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626 τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους:

«Ἀπάντησις εἰς τὴν ὑπ’ ἀριθ. 514 (Διεκπ.) ἀπὸ 31 Ἰουλίου Διαταγὴν τῆς Β. Γραμματείας διευθυνούσης ἀναφορὰν τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης.

Ἐν  Ἀμφίσσῃ τὴν 12 Αὐγούστου 1835

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιατικῶν κλπ. Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας

«Πληροφορίαι περὶ τῶν κατὰ τὴν Φθιώτιδα κτημάτων τοῦ ἐκτὸς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς».

Τὸ εἶδος καὶ τὸ ποσὸν τῶν κατὰ τὴν Ἐπαρχίαν Φθιώτιδος ἀκινήτων φθαρτῶν ἤ ἀφθάρτων κτημάτων τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς καταφαίνεται εἰς τὸ ἐπισυναπτόμενον ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ Καταλόγου τῶν Μοναστηριακῶν Κτημάτων τὸν ὁποῖον ἔχομεν ἀπὸ μέρους τοῦ Ἐπάρχου Φθιώτιδος.

Αἱ ἐφετειναί πρόσοδοι τῶν ἀκινήτων τούτων κτημάτων ἐνοικιάσθησαν τῷ ὄντι παρὰ τοῦ Δημοσίου ἡνωμένως μὲ τὰς προσόδους ἄλλων Μοναστηριακῶν κτημάτων τῆς Φθιώτιδος ὡς παρατηρεῖ ἡ Β. Γραμματεία εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Δημοπρασίας, τὰ ὁποῖα καθυποβάλομεν διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2308, ἀπὸ 24 Ἰουλίου ἀναφορᾶς.

Ἑτέρα ἐνοικίασις τοῦ ἐφετεινοῦ εἰσοδήματος ἀμπελίων τῆς Μονῆς ἐμπεριέχεται εἰς τὰ Πρακτικὰ Δημοπρασίας καθυποβληθέντα διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 1563, ἀπὸ 25 Μαΐου.

Εἰς τὸν κατάλογον τοῦ Ἐπάρχου ἐσημειώθησαν καὶ κτήματα τῆς Μονῆς κείμενα εἰς Λεβαδείαν, ὃ ἐστὶν εἰς τὸν νομὸν τῆς Ἀττικῆς κλπ.  Ἡ αὐτὴ Μονὴ ἔχει κτήματα, ὡς πληροφορούμεθα καὶ εἰς τὸν νομὸν τῆς Εὐβοίας.

Τὰ κτήματα τῆς ἀνηκούσης εἰς τὴν Ὀθωμανικὴν Ἐπικράτειαν ταύτης Μονῆς, ὅσα κεῖνται ἐντὸς τοῦ Βασιλείου, φαίνονται μᾶλλον ἐκτεταμένα τῶν ὅσα ἡ Ἀντινίτσα ἔχει ἐντὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Χώρας, περὶ ὧν ἀνεφέραμεν διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2053 ἀπὸ 3 Ἰουλίου. Περὶ τῶν κειμένων μάλιστα κατὰ τὴν Σούρπην τοιούτων ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων ἐπαρουσιάσθη ἤδη αἴτησις ἀπὸ τοὺς συνοικιζομένους κατὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον Θετταλομάγνητας διὰ νὰ ἐπιφυλαχθῶσιν ἕνεκα διανομῆς πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐλλείψει  Ἐθνικῶν εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο.

Ἐπὶ πόσον δὲ ἤθελεν ἦσθαι συμφέρον νὰ διατηρηθῇ ἡ ἐξάσκησις τοῦ δικαίου τῆς ἀμοιβαιότητος, ἤ νὰ παραχωρηθῶσι τὰ τῆς Ξενιᾶς κτήματα, διὰ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μένῃ ἀνενόχλητος ἡ ἀποκάρπωσις τῶν κατὰ τὴν Τουρκίαν κτημάτων τῶν Ἑλληνικῶν Μοναστηρίων καὶ Μοναχῶν, μόνη ἡ Βασιλική Γραμματεία δύναται νὰ σταθμίσῃ τοῦτο, ὡς δυναμένη  νὰ ἔχῃ πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ γνῶσιν ἐκτεταμένην τῶν κατὰ τὴν Τουρκίαν τοιούτων ἰδιοκτησιῶν, ὅσας ἔχουσιν τὰ τῆς Ἑλλάδος  Ἐκκλησιαστικὰ Καταστήματα.

 Ἐπιστρέφεται καὶ ἡ διευθυνθεῖσα ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσσης, καὶ παρακαλεῖται ἡ Β. Γραμματεία νὰ μᾶς κοινοποιήσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν τάχιον τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐπὶ τοῦ ζητήματος ἀποφάσεών της, διὰ νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὰ ἀνὰ χεῖρας μέτρα περὶ τῆς εἰς τὸ μέλλον ὁριστικῆς διαχειρίσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Ἀντὶ τοῦ ἀσθενοῦντος Νομάρχου Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Ὁ εὐπειθέστατος Διευθυντὴς

(Τ.Σ.Υ.)

Ὁ Γραμματεὺς

(Τ.Υ.)

(ὑπογραφὲς δυσανάγνωστες)»

 

Καὶ ἐνῶ ἀνταλλασσόταν αὐτὴ ἡ ἀλληλογραφία  καὶ συνεχίζονταν οἱ χρονοβόρες διαδικασίες καὶ ἐπαφὲς μεταξὺ τῶν διαφόρων δημοσίων ὑπηρεσιῶν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀναπτυσσόταν ἔντονη δραστηριότητα μεταξὺ τῶν καλογέρων στὴν ὁποία λάβαιναν ἐνεργὸ μέρος, ἐνισχύοντας τὸν ἀγῶνα τους, σύσσωμοι ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς καὶ οἱ τοπικοὶ ἄρχοντες τῆς πόλης καὶ τῶν χωριῶν τοῦ Ἁλμυροῦ γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.

Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς δὲν ἐπαναπαύονταν περιμένοντας ἁπλὰ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ὑπηρεσιακῶν ἐνεργειῶν ἐκείνου πού, ὅπως φαίνεται θεωροῦσαν  δεοντολογικὰ ἁρμόδιο, τοῦ Μητροπολίτη τῆς Λάρισας. Δὲν φαίνεται δὲ  νὰ ζήτησαν οὔτε τὴν παρέμβαση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ἐνεργοῦσαν ἄλλες φορὲς σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, ἄν καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀνήκει στὸ Πατριαρχεῖο καὶ νὰ εἶναι «Πατριαρχικό, Βασιλικὸ καὶ Σταυροπηγιακό».

Σὲ συμπαράσταση πρὸς τὸ Μοναστήρι δὲν κινητοποιήθηκαν μόνο οἱ Ἕλληνες τοπικοὶ παράγοντες. Ζητήθηκε καὶ ἡ συμπαράσταση τῶν τοπικῶν τουρκικῶν ἀρχῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία καὶ δόθηκε. Ἐξ ἄλλου πολλὲς φορὲς κατὰ τὸ παρελθὸν, ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω, εἶχε ζητηθεῖ ἡ ὑποστήριξη τῶν δικαίων καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ εἶχε παραχωρηθεῖ. Ἡ συμπαράσταση αὐτὴ τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν σὲ αἴτημα ἑνὸς  χριστιανικοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ τὸ ἱκανοποιήσει τὸ ἑλληνικὸ κράτος ἐπιδροῦσε ἄσχημα καὶ ἐπικριτικὰ γιὰ τὸ ἑλληνικὸ καθεστὼς στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς.

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀναφορά του πρὸς τὸν Μητροπολίτη τῆς Λάρισας ἔστειλε, γιὰ ἀμεσότερα ἀποτελέσματα, καὶ τὸ ἴδιο ἰδιαίτερη δική του σχετικὴ ἀναφορὰ πρὸς τὶς ἁρμόδιες ἑλληνικὲς ἀρχὲς στὶς 2 Αὐγούστου 1835, τὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας δὲν τὸ ἔχομε ὑπ’ ὄψη μας.

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ὡστόσο, στὶς 20 Αὐγούστου 1835,  «Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας[10] τοῦ καὶ Ξενιᾶς», ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἱερομόναχο Ἄνθιμο καὶ τοὺς ἱερομόναχο Ἀγάπιο, ἱερομόναχο Γρηγόριο καὶ τὸν μοναχὸ σκευοφύλακα Δωρόθεο, ὡς συμβούλους, ἀφοῦ φρόντισε καὶ προμηθεύτηκε καὶ μελέτησε τὸ σχετικὸ Βασιλικὸ Διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ρυθμιζόταν ὁ τρόπος διάλυσης κάποιων μοναστηριῶν, ἔστειλε «Πρὸς τὴν Ἱερὰν καὶ Σεβαστὴν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος» τὴν παρακάτω ἀναφορά, ποὺ περιέχεται στὸ ὑπ’ ἀριθ. 12 ἔγγραφο τοῦ «Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ.

Ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ ἀντλοῦνται καὶ ἄλλες χρήσιμες πληροφορίες γιὰ τὶς διατάξεις τοῦ σχετικοῦ  νόμου τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ ἀφοροῦσαν στὴ διάλυση τῶν μικρῶν μοναστηριῶν καὶ στὴ διαχείριση τῆς περιουσίας τους:

 

«Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς Παναγίας Κισσιότισσας τοῦ καὶ Ξενιᾶς 

Πρὸς τὴν Ἱερὰν   καὶ Σεβαστὴν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος.

Κατὰ τὸ ἀνὰ χεῖρας μας περὶ διαλύσεως Μοναστηρίων Βασιλικὸν Διάταγμα παρατηροῦμεν ὅτι ἐκεῖνα τὰ Μοναστήρια ὑπέκειντο εἰς διάλυσιν ὅσα ἦσαν ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, δεύτερον ὅσα ἦσαν μικρὰ, ἔχοντα ἀπὸ ἕνα ἕως τρεῖς μοναχούς.

Ἅμα διελύετο τὸ τοιοῦτον Μονήδριον τὰ κτήματα τούτου ἐγίνοντο ἐθνικὰ οἱ δὲ ἐμβιοῦντες ἐν αὐτῷ μοναχοί, ὡς μὴν ἔχοντες ἤδη πόθεν νὰ τραφῶσιν, διετάχθησαν νὰ μεταβῶσιν εἰς ὅποιον τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων ἕκαστος βούλεται πρὸς ἐξακολούθησιν τῆς Μοναδικῆς Ζωῆς.

 Ἀλλά, Ἱερὰ καὶ Σεβαστὴ Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, τὸ ἡμέτερον Μοναστήριον μήτε ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, μήτε τῶν εὐτελῶν ὄν, ὡς τὰ ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν μαρτυρικὰ ἀποδεικνύουσιν, ἐρωτῶμεν ἐπὶ τίνι λόγῳ καὶ ποίᾳ δυνάμει διαλύσατε τοῦτο;

Ἀλλ’ ἠθέλατε εἰπῇ ὅτι δὲν τὸ διαλύσατε. Ἔστω ἀλλὰ κατὰ συνέπειαν τίνος συνθήκης τῶν δύο βασιλείων, τῶν τε  Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, ἀφείλετε τὰ ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κτήματα τοῦ ἐκτὸς τούτου Μοναστηρίου, καὶ ἐδημοπρατήσατε τοὺς καρποὺς τούτων ἐπενεγκόντες τὴν μεγίστην ζημίαν ἐφέτος εἰς τὸ Μοναστήριον; ἀφελόντες τὰ κτήματα τούτου καὶ εἰς τὸ ταμεῖον τρέψαντες ταῦτα ἀπαραλλάκτως ὡς τὰ ἀπὸ τὰ μονήδρια τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους.

Εἳπετο συμφώνως νὰ μᾶς διατάξητε καὶ εἰς ποῖον ἐκτὸς ἤ ἐντὸς τοῦ Κράτους Μοναστήριον νὰ μεταβῶμεν καὶ εἰς τοῦτο μὲ τὰ εἰσοδήματα τούτου νὰ τρεφώμεθα. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ὡς ἐνάντια ὄντα καὶ ἀσυμβίβαστα ἀφίνομεν.

Παρακαλοῦμεν δὲ τὴν Ἱερὰν καὶ σεβαστὴν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος νὰ συγκατανεύσῃ καὶ δώσῃ ἀπάντησιν τῶν προτεινομένων εἰς τὴν ἀναφοράν μας εἰς τὸν ἡμέτερον ἐπίτροπον ἱερομόναχον Ἀνατόλιον, καθ’ ἣν συμμορφούμενοι ν’ ἀναφερθῶμεν ἤ μή εἰς τὰς ἀνωτάτας ἐκκλησιαστικὰς καὶ πολιτικὰς ἀρχὰς τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου.

Ἐν Μοναστηρίῳ τῇ 20 Ἀβγούστου 1835

Τὰ μέλη τῆς Διοικήσεως

ἄνθιμος, ἱερομόναχος, ἡγούμενος

Τ.Σ.      ἀγάπιος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

γρηγώριος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

δορώθεος σκεβουφύλαξ, σύμβουλος».

 

Μὲ τὸ ἴδιο περίπου περιεχόμενο οἱ καλόγεροι ἔστειλαν ἄλλο ἔγγραφο  «Πρὸς τὴν Β. Νομαρχίαν Φωκίδος καὶ Λοκρίδος». Εἶναι τὸ ὑπ’ ἀριθ. 19 ἔγγραφο τοῦ παραπάνω φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ.:

 

«Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας   τοῦ  καὶ Ξενιᾶς[11]

Πρὸς τὴν Β. Νομαρχίαν Φωκίδος κ.λπ.

Κατὰ τὸ ἀνὰ χεῖρας μας περὶ διαλύσεως Μοναστηρίων Βασιλικὸν Διάταγμα παρατηροῦμεν ὅτι ἐκεῖνα τὰ Μοναστήρια ὑπέκειντο εἰς διάλυσιν ὅσα ἦσαν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, δεύτερον ὅσα ἦσαν μικρὰ, ἔχοντα ἀπὸ ἕνα ἕως τρεῖς μοναχούς καὶ τούτων τὰ κτήματα ἐτρέποντο εἰς τὸ Ταμεῖον, οἱ δὲ ἐμβιοῦντες ἐν αὐτοῖς μοναχοί, διετάττοντο, ὡς μὴν ἔχοντες ἤδη πόθεν νὰ τραφῶσι, νὰ μεταβῶσιν εἰς ὅποιον τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων ἕκαστος βούλεται πρὸς ἐξακολούθησιν τῆς μοναδικῆς ζωῆς.

Ἀλλά, τὸ ἡμέτερον Μοναστήριον μήτε ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους τελοῦν, μήτε τῶν εὐτελῶν ὄν, ὡς τὰ ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν μαρτυρικὰ ἀποδεικνύουσιν, ἀποτεινόμενοι ὅθεν πρὸς τὴν Β. Νομαρχίαν ταύτην ἐρωτῶμεν ἐπὶ τίνι λόγῳ καὶ ποίᾳ δυνάμει διαλύετε τοῦτο;

Ἀλλ’ ἴσως  εἰπῆτε ὅτι δὲν τὸ διαλύετε; Ἔστω. Ἀλλὰ κατὰ συνέπειαν τίνος Βασιλικοῦ Διατάγματος, κατὰ συνέπειαν τίνος συνθήκης τῶν δύο βασιλειῶν, τῆς τε  Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, ἀφείλετε τὰ ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κτήματα τοῦ ἐκτὸς τούτου Μοναστηρίου, καὶ ἐδημοπρατήσατε τοὺς καρποὺς τούτων ἐπενεγκόντες τὴν μεγίστην ζημίαν ἐφέτος εἰς τὸ Μοναστήριον;

Λοιπόν, ἀφελόντες τὰ κτήματα δὲν διαλύεται τὸ Μοναστήριον; διότι πῶς θέλει σταθῇ τὸ Μοναστήριον τοῦτο ἄνευ τῶν κτημάτων του; Εἶτα διὰ νὰ βαδίσητε συμφώνως καθὼς καὶ εἰς τὰ  Ἑλληνικὰ Μονήδρια, ἀφελόμενοι τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηρίου τούτου καὶ εἰς τὸ Ταμεῖον τρέψαντες ταῦτα, εἵπετο νὰ μᾶς διατάξητε καὶ εἰς ποῖον ἐκτὸς ἤ ἐντὸς τοῦ Κράτους Μοναστήριον νὰ μεταβῶμεν, καὶ εἰς τοῦτο μὲ τὰ εἰσοδήματα τούτου νὰ τρεφώμεθα, ἀλλὰ ταῦτα ὡς ἐναντία καὶ ἀσυμβίβαστα ἀφίνομεν.

Παρακαλοῦμεν δὲ τὴν Β. Νομαρχίαν νὰ συγκατανεύσῃ καὶ δώσῃ ἀπάντησιν των προτεινομένων εἰς τὴν ἀναφοράν μας εἰς τὸν ἡμέτερον ἐπίτροπον ἱερομόναχον Ἀνατόλιον, καθ’ ἣν συμμορφούμενοι νὰ ἀναφερθῶμεν ἤ μή εἰς τὰς ἀνωτάτας ἡμετέρας ἐκκλησιαστικὰς καὶ Πολιτικὰς Ἀρχὰς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου.

                Μοναστήριον τῇ 20 αὐγούστου 1835        

                       Τὰ Διοικητικὰ μέλη τοῦ  Μοναστηρίου

                  Ἄνθιμος, ἱερομόναχος, ἡγούμενος

        Τ.Σ.      Ἀγάπιος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

                    Γρηγόριος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

                    Δωρόθεος ὃς καὶ Σκεβοφύλαξ, σύμβουλος».

 

β΄. Οἱ δραστηριότητες τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου

Ὁ ἱερομόναχος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, «τοῦ καὶ Ξενιᾶς», Ἀνατόλιος ἦταν ἕνας πολὺ δραστήριος καὶ ἀποφασιστικὸς καλόγερος. Ἀνέλαβε νὰ ἐνεργήσει μόνος του καὶ δραστικά, μὴν περιμένοντας νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα τοῦ Μοναστηριοῦ του μόνο διὰ τῆς ὑπηρεσιακῆς ἀλληλογραφίας. Ἔπεισε τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς νὰ τοῦ ἐμπιστευθοῦν τὴν ἐπίλυση τοῦ προβλήματός τους καὶ νὰ τὸν ἐξουσιοδοτήσουν νὰ μεταβεῖ προσωπικὰ στὶς διάφορες ἀρχές καὶ ἀντιπροσωπεύοντάς τους νὰ ἐνεργήσει ἀνάλογα.

Τὸ αἴτημά του  ἔγινε δεκτό καὶ ὁ Ἀνατόλιος διορίστηκε, μὲ πράξη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ του, ἀλλὰ καὶ μὲ σύμφωνη γνώμη τῶν τοπικῶν ἑλληνικῶν καὶ τουρκικῶν ἀρχῶν, ἐκπρόσωπος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Tὸ ζήτημα τῆς τακτοποίησης τῆς ἐκκρεμότητας τῆς σχετικῆς μὲ τὴν περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπασχόλησε τὸν Ἀνατόλιο, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ἐπὶ πολλὰ χρόνια.

Ἐφοδιασμένος μὲ τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς καὶ ἐξουσιοδοτήσεις τοῦ ἠγουμενικοῦ συμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ ὁ Ἀνατόλιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Μαζί του εἶχε τὶς εὐχὲς καὶ τὴ συμπαράσταση ὄχι μόνο ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχόντων καὶ δημογερόντων ἀκόμα καὶ τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁ ἱερομόναχος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἀνατόλιος εἶχε πάρει μαζί του καὶ σχετικό ἔγγραφο. Εἶναι τὸ ὑπ’  ἀριθ.  13 ἔγγραφο τοῦ  φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ. :

 

«Οἱ ὑποφαινόμενοι δημογέροντες καὶ πρόκριτοι τῆς πόλεως Ἁρμυροῦ καὶ Πλατάνου, τῶν κωμοπόλεων Κοκοτῆς, Κωφῶν καὶ Βρύνινας πιστοποιοῦμεν ἐν συνειδήσει καὶ διαβεβαιοῦμεν ὅτι τὸ Μοναστήριον τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τὸ καὶ Ξενιᾶς καλούμενον, εἶναι Ἀρχαῖον κατὰ τὸ 647 ἤτοι ἐξακοσιοστὸν τεσσαρακοστὸν ἕβδομον ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως κτισμένον, ὡς τὸ μάρμαρον δηλοῖ,[12] σταυροπηγιακὸν καὶ κατὰ τοῦτο ἀμέσως ἐξήρτηται τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Εἶναι δὲ ἐν αὐτῷ κατὰ τὸ νῦν ὑπὲρ τοὺς τριάκοντα μοναχούς, χρηστῆς διαγωγῆς καὶ μοναχοὶ τῷ ὄντι. Διατελεῖ δὲ τοῦτο μᾶλλον ὡς πτωχοτροφεῖον καὶ ξενοδοχεῖον ἤ Μοναστήριον καὶ ὡς τοιοῦτον ἄνωθεν καὶ ἐξαρχῆς διατελοῦν, οἱ χριστιανοὶ τῶν πέριξ αὐτοῦ κοινοτήτων μικρῶν τε καὶ μεγάλων, καθὼς καὶ τῶν μακρὰν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους. Πλεῖστοί τε ἐκ παρακινήσεως διὰ τὴν φιλάνθρωπον διοίκησιν τῶν ἐν αὐτῷ μοναχῶν, κτήματα κατὰ καιροὺς ἀφιέρωσαν εἰς αὐτό, ὅπως μὲ τὰ εἰσοδήματα τούτων μὴ διακόπτωνται τὰ φιλάνθρωπα ἔργα. Τὰ πλεῖστα δὲ τῶν κτημάτων τούτων ὑπάρχουν ἐντὸς τοῦ κράτους τοῦ ἑλληνικοῦ, ἐξόχως δὲ κατὰ Σούρπην καὶ Γαρδίκι.

Νῦν δὲ κατήντησεν τὸ Μοναστήριον τοῦτο εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν διὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν κτημάτων ἐντὸς τοῦ κράτους ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν ὥστε οἱ ἐν αὐτῷ μοναχοὶ λιμοκτονοῦσιν καὶ πᾶς πτωχὸς καὶ ξένος στερούμενος βοηθείας ἀναστενάζουσιν ἐκ καρδίας μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι.

Ὅθεν κατ’ αἴτησιν τοῦ ἱερομονάχου Ἀνατολίου, ἐπιτρόπου καὶ πληρεξουσίου τοῦ Μοναστηρίου, δίδεται αὐτῷ τὸ παρὸν ἀπὸ ἡμᾶς πιστοποιητικὸν ἐγγράφως περὶ καταστάσεως τοῦ Μοναστηρίου τούτου ἵνα χρησιμεύσῃ αὐτῷ ὅπου ἀνήκει ἐπικυρωμένον».

Στὴ θέση αὐτὴ τοῦ ἐγγράφου τέθηκαν γιὰ ἐπικύρωση, ἕξι σφραγίδες καὶ ὑπογραφές Τούρκων ἀρχόντων. Πάνω ἀπὸ τὴν πρώτη σφραγίδα ὑπῆρχε ἡ ἐπισήμανση: ὁ Βόϊβοδας  ἁρμυροῦ δερβίς σελέμης μαρτυρῶ.

Στὴ συνέχεια ἀναγράφεται: «ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ μεχκεμὲν[13] τῆς πόλεως Ἁρμυροῦ καὶ ὑποφαινόμεθα

Οἱ δημογέροντες καὶ πρόκριτοι

α) τῶν πόλεων

1)  Ἁρμυροῦ:   

αναγνώστης μπαλαμούτη,    Αναγνώστις κοστατίρα,     

χρήστου κονσταντὴς,    δημήτρης διρτιλής,        Κωνσταντή Νιφόρου.

2) Πλατάνου:

Ιωάννης Κωστίκος, διμήτρι κωσταντὴς, Ιωάννης Χατζηαναγνώστου,   

παπακυρίτζη,  ἀναγνώστης χατζηπαπά.

β) τῶν κωμοπόλεων

1) κοκοτῆς:

Ἀθανάσιος φράνκους,  αποστόλις σπανός, χρήστος του παπά, 

γέργου σταμούλης,  παπαρίζους,  διμίτρις γεροδήμου.

2) βρύνινας:

βασιλης γέργου,  βαγγέλης κράντο, παναγιότις κόταρη,  καραγέργος,

αναγνώστις μησήρης, διμήτρης αναγνώστη

3) Κωφῶν:

Πανάγος παπαθανασίου, παναγῆς καραγέργου,

πανάγος νίκου σέγγλου, γηρό κοσταντής αθανασίου

Ἐν Ἁρμυρῷ τῇ 28 ἀβγούστου 1835».

 

Ὁ Ἀνατόλιος, ἐφοδιασμένος μὲ τὸ παραπάνω ἔγγραφο, παρουσιάστηκε αὐτοπροσώπως στὴ Νομαρχία Φωκίδος καὶ Λοκρίδος, στὴν Ἄμφισσα. Ὁ Νομάρχης, ἀποφεύγοντας νὰ δώσει ὁ ἴδιος λύση στὸ αἴτημα τῶν μοναχῶν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ τοῦ τὸ παρουσίασε ὁ Ἀνατόλιος, διαβίβασε, στὶς  9 Σεπτεμβρίου 1835, τὸ ἔγγραφό τους στὴ Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μὲ τὴν παρακάτω ἀναφορά του, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ  ὑπ’ ἀριθ.  17 ἔγγραφο τοῦ Φ. 626 τῶν Γ.Α.Κ.:

 

«Ἐν  Ἀμφίσσῃ τὴν 9 Σεπτεμβρίου 1835

Πρὸς τὴν

ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας   

«Περὶ ἀπαιτήσεων τοῦ ἐκτὸς τοῦ Κράτους Μοναστηρίου Ξενιᾶς»

Ἐπειδὴ τὰ ζητήματα τὰ ἐνδιαλαμβανόμενα εἰς τὴν ἀπὸ 20 Αὐγούστου ἀναφορὰν πρὸς ἡμᾶς τῆς Κοινότητος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς ἀνήκουν εἰς τὴν ἄμεσον ἁρμοδιότητα τῆς Β. Γραμματείας, ἡ Νομαρχία διευθύνει πρὸς τὴν Β. Γραμματείαν ἀντίγραφον ἐσώκλειστον τῆς αὐτῆς ἀναφορᾶς διὰ νὰ ἀποφασίσῃ  τὰ εἰς ἀπάντησιν τῶν ἀναφερομένων.

Ὁ εὐπειθέστατος Νομάρχης

Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

(Τ.Σ.Υ.)

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)

ὁ Γραμματεὺς

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Ὁ Ἀνατόλιος ὅμως ἦταν ἀποφασισμένος νὰ λύσει ὁπωσδήποτε τὸ πρόβλημά του ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα. Δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν παραπομπὴ αὐτὴ τοῦ αἰτήματός του ἀπὸ τὴ μία ὑπηρεσία στὴν ἄλλη. Ἀποφάσισε νὰ παρακολουθήσει προσωπικὰ τὴν ὑπόθεση σ’ ὅλα της τὰ στάδια. Κατευθύνθηκε ὁ ἴδιος στὴν Ἀθήνα ἀποφασισμένος νὰ ξεπεράσει μόνος του τὰ προβλήματα τῆς ἀτέλειωτης γραφειογρατίας καταφεύγοντας καὶ προσωπικὰ στὶς κεντρικὲς ὑπηρεσίες, μὴν περιμένοντας νὰ διαβιβαστοῦν δι’ ἀλληλογραφίας οἱ γραπτὲς ἀπαντήσεις ποὺ ζητοῦνταν.

Τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ τὴν γνωστοποίησε καὶ στὸν Νομάρχη διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν συνεχῆ κωλυσιεργία  καὶ τὴν ἀνευθυνότητα καὶ ἀνικανότητα τῶν περιφερειακῶν ὑπηρεσιῶν.

Ὁ Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος, ἐνοχλημένος καὶ μᾶλλον θορυβημένος ἀπὸ τὴν ἔντονη αὐτὴ ἀντίδραση τοῦ Ἀνατόλιου, ὁ ὁποῖος  δὲν ἀρκέστηκε στὰ ὅσα ἔπραξε ἡ ὑπηρεσία, ἔστειλε, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1835, τὸ παρακάτω ἔγγραφο «Περὶ τοῦ ἔξωθεν τοῦ Κράτους ἐλθόντος Μοναχοῦ Ἀνατολίου ἐκ τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς» «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λπ. Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας».

Στὸ ἔγγραφό του ὁ Νομάρχης ἐκφράζεται μᾶλλον ἀπαξιωτικὰ γιὰ τὸν μοναχὸ Ἀνατόλιο, μὲ λέξεις ὅπως «μοναχός τις», «ὁ ἄνθρωπος οὗτος» καὶ κατηγορῶντας τον γιὰ ἀπάτη, «ἐξαπατίσας δὲ καὶ τὸν ἐπὶ τῶν διαβατηρίων ὑπάλληλον τοῦ Νομαρχείου ἐφωδιάσθη, καὶ μὲ διαβατήριον διὰ τὴν καθέδραν τοῦ Βασιλείου»:[14]

 

«Ἐν Ἀμφίσσσῃ τῇ 12 Σεπτεμβρίου 1835

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας

«Περὶ τοῦ ἔξωθεν τοῦ Κράτους ἐλθόντος Μοναχοῦ Ἀνατολίου

ἐκ τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς».

Μοναχός τις Ἀνατόλιος, ἐτῶν περὶ τοὺς 50, μόλις ἐμφανισθεὶς εἰς τὸ Νομαρχεῖον τοῦτο, ὡς ἀπεσταλμένος ἐκ τοῦ κατὰ τὴν Τουρκίαν Μοναστηρίου Ξενιᾶς, ὁμοῦ μὲ τὸ ἔγγραφον τὸ ὁποῖον καθυπεβάλαμεν εἰς τὴν Β. Γραμματείαν, διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2888 ἀπὸ 9 τοῦ τρέχοντος ἀναφορᾶς, ἀνεχώρησεν ἐντεῦθεν κατὰ τὴν 9 τοῦ τρέχοντος πρὶν ἐκπληρώσει τὰς ὑποχρεώσεις τῆς ἀπὸ 6 Μαΐου ἐγκυκλίου ὑπ’ ἀριθ. 3492, ἐξαπατίσας δὲ καὶ τὸν ἐπὶ τῶν διαβατηρίων ὑπάλληλον τοῦ Νομαρχείου ἐφωδιάσθη, καὶ μὲ διαβατήριον διὰ τὴν καθέδραν τοῦ Βασιλείου.

Γνωστοποιοῦντες τὰ περὶ τούτου εἰς τὴν Βασιλικὴν Γραμματείαν, εἰδοποιοῦμεν ἐν ταυτῷ καὶ τὴν Διοικητικὴν Ἀρχὴν τῶν Ἀθηνῶν διὰ νὰ γνωρίζῃ τὴν περίστασιν, καὶ νὰ πράξῃ ὅ,τι ἐκ τῶν καθηκόντων της ἄν ὁ ἄνθρωπος οὗτος διευθυνθῇ εἰς τὰ ἐκεῖσε.

Ὁ εὐπειθέστατος Νομάρχης

Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Τ.Σ.Υ.

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)

 

ὁ Γραμματεὺς

Τ.Υ

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)»

 

Ὁ ἀποφασισμένος, ὡστόσο, νὰ πάρει τὴν ὁριστικὴ λύση τοῦ θέματός του ἱερομόναχος Ἀνατόλιος, ἐνεργῶντας ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα καὶ δυναμικότερα, μετέβη στὴν Ἀθήνα καὶ κατέθεσε, στὶς 19 Σεπτεμβρίου 1835, προσωπικὰ, στὴν «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λ.π. Β. Γραμματείαν», τὴν  παρακάτω προσωπική του ἀναφορὰ:

 

«Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λ.π. Β. Γραμματείαν

Ὁ  Ἅγιος Λαρίσσης μαθών, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐξουσία κατακράτησε τὰ ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας κτήματα τοῦ Μονηδρίου Ξενιᾶς, εὑρισκομένου ἐκτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, διεύθυνε δι’ ἐμοῦ ἀναφορὰν πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν, ἥτις τὴν διεύθυνε πρὸς τὴν Γραμματείαν ταύτην, παρακαλῶν ἤ νὰ παραδοθοῦν τὰ κτήματα εἰς τὸ ῥηθὲν Μονήδριον, ἤ τουλάχιστον νὰ δοθῶσιν αὐτοὶ οἱ λόγοι δι’ οὓς κατακρατοῦνται. 

Ἡ Β. αὕτη Γραμματεία εἶπε τότε προφορικῶς εἰς ἐμέ, ὅτι θέλει στείλει τὴν ἀναφοράν εἰς τὸν Νομάρχην Φωκίδος, διὰ νὰ ἐξετάσῃ περὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ’ ἔκτοτε, προσμένων καὶ καταδαπανώμενος, ἀπάντησιν δὲν  ἔλαβον.

Ὅθεν παρακαλῶ νὰ μὲ δώσῃ τὴν ἀνήκουσαν ἀπάντησιν, καθὸ δὲν ἔχω πλέον τὰ μέσα νὰ διατρίβω ἐνταῦθα.

Ἀθῆναι τὴν 19  7βρίου 1835

Ὑποσημειοῦμαι μὲ βαθύτατον σέβας.

Ὁ εὐπειθέστατος

Ἀνατόλιος ἱερομόναχος».[15]

 

 

Ὡστόσο, παρὰ τὸ αὐστηρὸ ὕφος τῆς ἀναφορᾶς τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου καὶ ἐνῶ τόση ἀλληλογραφία διεξαγόταν μεταξὺ τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων γιὰ τὸ θέμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος», πρὸς τὴν ὁποίαν ἐπίσης, ἀπὸ τὶς 20 Αυγούστου 1835, εἶχαν ἀπευθυνθεῖ οἱ καλόγεροι, ἀπέφευγε ἤ καθυστεροῦσε πολὺ νὰ πάρει θέση.

Μόνο στὶς 4 Ὀκτωβρίου 1835, ἀπευθύνθηκε καὶ αὐτὴ στὴ Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν «Περὶ τῶν ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας κειμένων κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», ἐπειδὴ τὸ πρόβλημα ἦταν πολύπλοκο, ἀφοῦ τὸ μὲν Μοναστήρι βρισκόταν ἐκτὸς τῶν ἑλληνικῶν ὁρίων ἐνῶ ἡ κτηματική του περιουσία ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας, καὶ ἡ ἴδια ὡς «μὴ δυναμένη μήτε γνώμην νὰ ἐκφράσῃ ὡς πρὸς τὴν αἴτησίν των» ἔκρινε «εὔλογον νὰ διευθύνῃ πρὸς τὴν Βασιλικὴν ταύτην Γραμματείαν τὴν ἀναφορὰν αὐτῶν μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ μαρτυρικοῦ, διὰ νὰ πράξῃ ἡ ἰδία ὃ,τι ἐγκρίνῃ».

 

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ σχετικοῦ ἐγγράφου: [16]

«ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

  Ἀριθ. Πρ. 3616

 ——————-

  Ἀρ. Διεκ. 2431                   

Ἐν  Ἀθήναις τὴν 4 8βρίου  1835                      

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν   κλπ. Β. Γραμματείαν τῆς  Ἐπικρατείας

«Περὶ τῶν ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας κειμένων κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.»

Ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ σύμβουλοι τῆς κατὰ τὸν  Ἁρμυρὸν ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἑλλάδος κειμένης Μονῆς τῆς Ξενιᾶς, διὰ τῆς ἀπὸ  2 Αὐγούστου πρὸς τὴν Σύνοδον ἀναφορᾶς των, ζητοῦσι τὰ ἐντὸς τῆς  Ἐπικρατείας κείμενα κτήματα τῆς Μονῆς των, παραληφθέντα εἰς λογαριασμὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Ἡ Σύνοδος ὅθεν, μὴ δυναμένη μήτε γνώμην νὰ ἐκφράσῃ ὡς πρὸς τὴν αἴτησίν των, κρίνει ὅμως εὔλογον νὰ διευθύνῃ πρὸς τὴν Βασιλικὴν ταύτην Γραμματείαν τὴν ἀναφορὰν αὐτῶν μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ μαρτυρικοῦ,  διὰ νὰ πράξῃ ἡ ἰδία ὅ,τι ἐγκρίνῃ.

ὁ Κορίνθου Κύριλλος, πρόεδρος,

Τ. Σ.  ὁ Βοιωτίας Παΐσιος,

ὁ  Αργολίδος Κύριλλος,

ὁ πρώην Ἠλείας  Ἰωνᾶς

ὁ Γραμματεὺς

Θ. Φαρμακίδης».

 

γ΄. Ἐπέμβαση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδας Ὄθωνος

Ἔπειτα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ διαδικασία καὶ τὴν ἐμπλοκὴ τόσων ἀρχῶν, γιὰ τὴν τελικὴ ἔγκριση τοῦ αἰτήματος τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὰ πράγματα ὁδηγήθηκαν στὸ ὅτι ἡ ὅποια σχετικὴ μὲ τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀπόφαση ἔπρεπε νὰ ληφθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδος Ὄθωνα.  Σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ὁδηγούμαστε ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σχετικοῦ φακέλου των Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους «ΓΑΚ, Μοναστηριακὰ φ. 626».

Γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ ὅμως ὁ βασιλιὰς στὴν ἔκδοση τῆς σχετικῆς ἀπόφασής του ἔπρεπε να διαφωτισθεῖ περὶ τίνος ἀκριβῶς ζητήματος ἐπρόκειτο. Ἔτσι ἔχουμε μερικὰ ἔγγραφα στὸν οἰκεῖο φάκελο τῆς ὑπόθεσης ποὺ ἀποβλέπουν σ’  αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐνημέρωση. Ἡ ἐνημέρωση ποὺ γίνεται μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα εἶναι πλήρης καὶ ἀναλυτικὴ καὶ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλο τὸ μοναστηριακὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδας, τὸ ὁποῖο εἶχε δημιουργηθεῖ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ὄθωνος νὰ καταργηθοῦν ἐκεῖνα τὰ μοναστήρια ποὺ δὲν εἶχαν περισσότερους ἀπὸ ἕξι μοναχοὺς.

Ἐπειδὴ ἔτσι δίνεται καὶ σὲ μᾶς ἡ εὐκαιρία νὰ δώσουμε περισσότερες πληροφορίες στοὺς ἀναγνῶστες ποὺ βοηθοῦν στὴν σαφέστερη κατανόηση τοῦ προβλήματος ποὺ δημιουργήθηκε, θὰ παραθέσουμε στὴ συνέχεια τὸ κείμενο μερικῶν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα.

Πρόκειται γιὰ τὰ ἔγγραφα ὑπ’ ἀριθ. 7, 9, 10 καὶ 32 τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους.

Τὰ ὑπ’ ἀριθ. 7 καὶ 9 ἔγγραφα εἶναι συνταγμένα στὴ γαλλικὴ γλῶσσα.[17] Δὲν δηλώνεται μὲ σαφήνεια  οὔτε ὁ συντάκτης τους οὔτε ἡ χρονολογία τους. Φαίνεται ὅτι εἶναι τὰ ἀνεπίσημα κατατοπιστικὰ ἔγγραφα, μὴ αὐστηρῶς ὑπηρεσιακά, τὰ ὁποῖα κάποιος βασιλικὸς σύμβουλος παρέδωσε στὸ βασιλιά, ὡς ἁπλὰ κείμενα, προκειμένου νὰ τὰ διαβάσει προσωπικῶς γιὰ νὰ κατατοπισθεῖ.

Στὸ ὑπ’ ἀριθ. 7, τοῦ ὁποίου, ἀπὸ κάποιο προφανῶς λάθος ἀρχειοθέτησης καὶ ταξινόμησης, τὸ περιεχόμενο συνεχίζεται στὸ ὑπ’ ἀριθ. 9, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

 

««Σχετικὰ μὲ τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνήκουν στὰ μοναστήρια τῆς Τουρκίας καὶ ἀντίστροφα».

Μεγαλειότατε!

Τὸ ὑπουργεῖο εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς 6/18 Ἰουλίου 1833 {δυσανάγνωστο} 741, 771, εἶχε ἀναφερθεῖ στὰ μοναστήρια παραρτήματα τὰ ὁποῖα, μὲ τὴν ὀνομασία Μετόχια, ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ μεγαλύτερα μοναστήρια ποὺ βρίσκονται στὴν Τουρκία καὶ κύρια ἀπὸ αὐτὰ τοῦ Ὄρους Σινᾶ, τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τοῦ Ὄρους Ἄθω.

Ἐπίσης τὰ μεγαλύτερα μοναστήρια τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ὅπως τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, τῆς Λαύρας, τῶν Ταξιαρχῶν καὶ τῆς Παναχράντου στὴν Ἄνδρο, κατέχουν Μετόχια καὶ ἄλλα περιουσιακὰ στοιχεῖα στὴν Τουρκία.

Ἡ διεύθυνση καὶ ἐπιθεώρηση αὐτῶν τῶν (παραρτημάτων τῶν) μοναστηριῶν ἀναθέτονταν, ἄλλοτε κατ’ ἔτος καὶ ἄλλοτε κάθε ἑπτὰ ἔτη καὶ μερικὲς φορὲς ἐφ’ ὅρου ζωῆς, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς καλόγερους τοῦ μοναστηριοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτιόντουσαν, καὶ ὁ καλόγερος αὐτὸς ἔδινε ἐτήσιο λογαριασμὸ γιὰ τὴν διαχείρησή του, ἐκπίπτοντας τὶς δαπάνες του, ἤ πλήρωνε ὁποιοδήποτε ποσὸ, καὶ ζητοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης κάρπωσης τῶν εἰσοδημάτων τοῦ Μετοχιοῦ, καὶ ἐννοεῖται ὅτι τὸ μοναστήρι κληρονομοῦσε ὅλη του τὴν περιουσία μετὰ τὸν θάνατό του, σύμφωνα μὲ τοὺς μοναστικοὺς κανόνες.

Συχνά, τέλος, καὶ ὅταν τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τῶν Μετοχιῶν ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση καὶ θεωροῦνταν ὅτι δὲν παράγουν τίποτα, τὸ μοναστήρι ὄχι μόνο δὲν λάβαινε τίποτα ἀπὸ τὸν μοναχὸ τὸν ὁποῖο ἔστελνε ἐκεῖ, ἀλλὰ τοῦ πλήρωνε καὶ τὰ ἔξοδά του.[18]

Στὴν ἀρχὴ τῆς ἑλληνικῆς ἐξέγερσης τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονταν στὴν Τουρκία καὶ ἀνῆκαν στὰ μοναστήρια ποὺ ἀποτελοῦν σήμερα μέρος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας, πέρασαν κάτω ἀπὸ τὴ διοίκηση τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ μοναχοὶ ποὺ στελνόντουσαν γιὰ τὴν διαχείρισή τους ἤ σφαγιάσθηκαν ἤ ἐκδιώχθηκαν, καὶ τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα πουλήθηκαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές.

Τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἑλλάδα τῶν μοναστηριῶν τοῦ Σινᾶ, τοῦ Παναγίου Τάφου, τοῦ Ὄρους Ἄθω κλπ. τέθηκαν κάτω ὑπὸ τὴν ἐπιθεώρηση ἄλλων προϊσταμένων, διοριζόμενους ἀπὸ τοὺς ἐπίσκοπους καὶ τὶς ἀντίστοιχες κοινότητες (ὅπως αὐτὸ τῆς Ἐπιδαύρου ποὺ ἀποτελεῖ θέμα τῆς προαναφερόμενης ἔκθεσης), ἤ  ἐξακολούθησαν νὰ διοικοῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους μοναχοὺς  ποὺ τὰ διοικοῦσαν καὶ πρὶν ἀλλὰ σταμάτησαν νὰ ἀποδίδουν στὰ μοναστήρια τους λογαριασμὸ γιὰ τὴ διαχείρησή τους, μὲ ἄλλα λόγια αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἔπαυσαν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη νὰ θεωροῦνται σὰν παραρτήματα, ἄν καὶ δὲν καταργήθηκαν ἐπίσημα, καθὼς κανένα γενικὸ μέτρο δὲν πάρθηκε ποτὲ γιὰ τὰ μοναστήρια.

Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ προέδρου Καποδίστρια, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σινᾶ, προσκλήθηκαν μὲ μιὰ  ἐγκύκλιο ὅλες οἱ  διοικητικὲς ἀρχὲς νὰ ἀποδίδουν στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Μοναστηριοῦ  τοῦ Σινᾶ τὰ κληρονομήματα αὐτοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ.

Γύρω στὴν ἴδια περίοδο τὰ κληρονομήματα τῶν ἑλληνικῶν μοναστηριῶν στὴν Τουρκία ἀποδόθηκαν στοὺς καλόγερους ποὺ στάλθηκαν ἐκεῖ, χωρὶς ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ ἐγείρει αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ πράγματα ἐπανῆλθαν σὲ ἀνάλογη κατάσταση μὲ τὴν πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος 1821.

Ὅταν τὸ μέτρο γιὰ τὰ μοναστήρια τοῦ κράτους μπῆκε σὲ ἰσχύ, αὐτὰ τὰ παραρτήματα συμπεριλήφθηκαν στὸν ἀριθμὸ τῶν μοναστηριῶν ποὺ καταργήθηκαν, ἡ κινητὴ περιουσία τους πουλήθηκε καὶ ἀκίνητά τους πακτώθηκαν (ἐνοικιάστηκαν) μὲ τὴν βασιλικὴ ἔγκριση τῆς 9/21 Ἰουλίου 1933.

Αὐτὸ τὸ μέτρο δικαιολογιόταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ συμφέροντα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, τὸ ὁποῖο ἐμπλούτισε σὲ μεγάλο βαθμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τῆς κυβέρνησης …. (μερικὲς λέξεις δυσανάγνωστες) … καὶ ἐλαιόδεντρα εἰς τὰς Κυδωνίας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ μοναστήρι τῆς Παναχράντου στὴν Ἄνδρο καὶ ποὺ ἀπόρριψε τὰ σχετικὰ παράπονα τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν.

Ἡ ὀθωμανικὴ κυβέρνηση ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ ἐπιτρέψει τελευταία σὲ αὐτοὺς τοὺς μοναχοὺς νὰ διαθέσουν τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ μοναστηριοῦ  ἀλλὰ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ τοὺς φυλακίσει ἤ νὰ τοὺς ἐκδιώξει ἀτιμωτικά.

Ὡστόσο, καθὼς δὲν ἔχει γίνει καμία ἐπίσημη διαπραγμάτευση γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἀνάμεσα στὰ δύο κράτη καὶ καθὼς οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴ Λάρισα καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει σχεδὸν ὅλη του τὴν περιουσία στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴν Λιβαδειὰ, ἔχουν ζητήσει τὴν ἰδιοκτησία αὐτῆς τῆς περιουσίας, θεώρησα καθῆκον μου νὰ ζητήσω τὰς διαταγὰς τοῦ Βασιλέα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀργὰ ἤ γρήγορα τὰ δύο κράτη θὰ πρέπει νὰ συμφωνήσουν, καὶ νὰ ὑποβάλω σὲ Σᾶς τὴν ταπεινή μου γνώμη ἐπ’ αὐτοῦ.

Ἐπειδὴ ἡ Τουρκία ἔχει πουλήσει περιουσιακὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνῆκαν στὰ μοναστήρια τῆς Ἑλλάδας, δὲν συμφέρει νὰ ἐπιτραπεῖ ὥστε μοναχοὶ νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Τουρκία στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἐξάγουν δωρήματα προοριζόμενα γιὰ ὄφελος ἀλλοδαπῶν ἱδρυμάτων,[19] καὶ δὲν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἑλλάδας τὸ νὰ ἐπιτρέπεται ὥστε μοναχοὶ νὰ μεταβαίνουν [20] στὴν Τουρκία γιὰ νὰ διαχειρισθοῦν τὰ ἐν λόγῳ Μετόχια. 

Γι’ αὐτὲς τὶς παρατηρήσεις τολμῶ νὰ προτείνω ὅλα τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνήκουν στὰ μοναστήρια κάτω ἀπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχία νὰ θεωροῦνται καὶ νὰ ἀντιμετωπίζονται σὰν μοναστήρια καταργημένα … {δυσανάγνωστο} καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀπαγορεύεται στὰ ἀναφερόμενα μοναστήρια νὰ στέλνουν μοναχοὺς στὴν Τουρκία γιὰ τὴν διαχείριση τῶν περιουσιῶν ποὺ κατέχουν ἐκεῖ.

Τέλος, νὰ γνωστοποιηθεῖ στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους πρόκειται ἐδῶ,  ὅτι τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ μοναστηριοῦ τους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ κράτος θεωροῦνται σὰν ἐθνικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα καὶ θὰ ἐκμισθωθοῦν ὅπως ὅλες οἱ περιουσίες τῶν καταργημένων μοναστηριῶν, ἀλλὰ ὅτι ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ αὐτοὶ μεταξὺ τῶν πλειοδοτῶν.

Ἄν, ὡστόσο, ἡ Τουρκία θελήσει νὰ κάνει παρατηρήσεις  γιὰ τὸ θέμα αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις, μποροῦμε νὰ συγκεφαλαιώσουμε τοὺς λογαριασμοὺς ἀπὸ τὸ 1821 κι ἐδῶ (καὶ αὐτὴ ἡ συγκεφαλαίωση θὰ εἶναι ἀσφαλῶς πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἑλλάδας)  καὶ νὰ ἀποζημιώσουμε φυσικὰ, ἤ νὰ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τοὺς λογαριασμοὺς ἀμοιβαία, καὶ νὰ ἀναλάβουμε τὴν ὑποχρέωση νὰ πληρώσουμε στὰ ἀντίστοιχα μοναστήρια ἕνα ὁρισμένο ποσὸ, κάθε χρόνο, ἤ μᾶλλον μιὰ καὶ καλὴ …. (δυσανάγνωστες μερικὲς λέξεις) … τὰ μοναστήρια τῆς Τουρκίας νὰ ἀποζημιωθοῦν μὲ τὴν περιουσία τῶν μοναστηριῶν τῆς Ἑλλάδας ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ καὶ ἐπίσης τὰ μοναστήρια τῆς Ἑλλάδας μὲ τὰ παραρτήματα τῶν μοναστηριῶν τῆς Τουρκίας.

Ἀναμένω μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμὸ τὶς βασιλικὲς διαταγὲς ποὺ ἡ Μεγαλειότητά Σας θὰ θελήσει νὰ μοῦ διαβιβάσει, ἀφοῦ ἴσως ἀκούσει καὶ τὴν γνώμη τοῦ ὑπουργείου τῶν ἐξωτερικῶν, γιὰ νὰ δώσω μιὰ ἀπάντηση στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς.

Ἀθῆναι, 20 Ὀκτωβρίου /1  Νοεμβρίου 1835

(ὑπογραφὴ)».

 

Τὸ ὑπ’ ἀριθ. 10 ἔγγραφο εἶναι συνταγμένο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ ἡμερομηνία 10 Ὀκτωβρίου 1835 ἀπό ἄτομο τοῦ ὁποίου εἶναι δυσανάγνωστο τὸ ὄνομά του. Τὸ περιεχόμενό του, τὸ ἴδιο περίπου στὰ βασικὰ του σημεῖα μὲ τὸ παραπάνω, εἶναι ἐνημερωτικὸ καὶ  αὐτὸ πρὸς τὸν βασιλιὰ Ὄθωνα καὶ περιέχει πιὸ συγκεκριμένες προτάσεις γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήματος:

 

««Περὶ τῶν ἐν Τουρκίᾳ ἑλληνικῶν μοναστηριακῶν κτημάτων

καὶ τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι μετοχίων ὑπαγομένων πρὶν τῆς ἐπαναστάσεως

εἰς τὰ ἐν Τουρκίᾳ μοναστήρια»

Μεγαλειότατε!

Ἀπὸ τὴν ἔκθεσιν τῆς Γραμματείας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τῆς 6ης (18) Ἰουλίου 1833 ἐπληροφορήθη ἡ Υ. Μ. ὅτι διάφορα τῶν ἐν Ἑλλάδι μονυδρίων ἐτέλουν ὑπὸ τὸ ὄνομα Μετόχια, ὑπὸ τὴν ὑπεράσπισιν καὶ ἐξουσίαν διαφόρων ἐπισήμων ἤ  μὴ μοναστηρίων, κειμένων  εἰς τὸ Τουρκικὸν Κράτος, κυρίως ὅμως τοῦ Σινᾶ, τοῦ Ἁγίου Τάφου καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὰ μεγαλύτερα τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι μοναστηρίων, καθώς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, τῆς Λαύρας, τῶν Ταξιαρχῶν καὶ τῆς ἐν Ἄνδρῳ Παναχράντου, εἶχον διάφορα μετόχια καὶ ἄλλα κτήματα εἰς διάφορα μέρη τοῦ Τουρκικοῦ Κράτους.

Τῶν μετοχίων τούτων τὴν ἐπιστασίαν καὶ διεύθυνσιν ἐπίβαινεν,[21] εἴτε κατ’ ἔτος, εἴτε καθ’ ἑπταετίαν, εἴτε καὶ διὰ βίου, ὑπὸ τὸ ὄνομα Ταξεῖδι, εἷς τῶν πατέρων τῆς μονῆς εἰς τὴν ὁποίαν ὑπήγετο τὸ Μετόχιον, καὶ ἤ ἔδιδε κατ’ ἔτος λογαριασμὸν τῆς λογοδοσίας τοῦ ὑπὸ τὸ μοναστήριον Μετοχίου, ἐκπίπτων τὰ ἔξοδά του,  ἤ ἐπλήρωνεν ἃπαξ προσδιορισμένην τινα ποσότητα καὶ ἐνέμετο αὐτὸς ἀνευθύνως τὴν ἐπικαρπίαν, ἡ περιουσία του ὃμως, ἀποθανόντος, ἔμενε πάντοτε, κατὰ τὶς μοναστηριακές διατάξεις, εἰς τὸ Μοναστήριον, ἤ πολλάκις ὄχι μόνον δὲν ἐπλήρωνεν τίποτε, ὃταν τὰ κτήματα τοῦ μετοχίου ἦσαν εἰς κακὴν κατάστασιν, ἀλλὰ ἐλάμβανε  μάλιστα ἀπὸ τὸ μοναστήριον τὰ ἔξοδά του.[22]

Ὅταν ἐξερράγη ἡ Ἑλληνική  Ἐπανάστασις τὰ μὲν ἑλληνικά μετόχια, ὃσα ἦσαν εἰς τὴν Τουρκίαν, περιῆλθον εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν δὲ ἐν αὐτοῖς παρέδρων (Ταξιδιωτῶν) οἱ μὲν ἐσφάγησαν, οἱ δὲ ἔφυγον καὶ ἐκ τῶν προσφερθέντων εἰς αὐτὰ κτήματα τὰ πλείω ἐξεποιήθησαν ἤ διετέθησαν κατ’ ἄλλον τρόπον παρὰ τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας, τὰ δὲ ἐν τῇ Ἑλλάδι Σιναΐτικα,  Ἁγιοταφίτικα καὶ  Ἁγιορείτικα ἤ ἔλαβον ἄλλους ἡγουμένους, διορισθέντας παρὰ τῶν κατὰ τόπους ἀρχιερέων καὶ τῶν κοινοτήτων (καθὼς τὸ τῆς Ἐπιδαύρου περὶ οὗ πραγματεύεται ἡ προλεγομένη ἔκθεσις τῆς Γραμματείας) ἤ διεχειρίζοντο παρὰ τῶν αὐτῶν ταξειδιωτῶν, ἀλλ’ εἰς τὰ μοναστήριά των δὲν ἔδιδον κανένα πλέον λόγον: μὲ ἄλλας λέξεις, ἔπαυσαν καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐδῶ νὰ θεωρῶνται πλέον ὡς Μετόχια, ἄν καὶ ἐπισήμως δὲν κατηργήθησαν, διότι κανὲν περὶ μοναστηρίων γενικὸν μέτρον δὲν εἶχεν ληφθῆ ποτέ.

Ἐπὶ τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Καποδίστρια, κατ’ ἔγγραφον αἴτησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σινᾶ Ὄρους, ἐξεδόθη ἐγκύκλιος, προσκαλοῦσα τὰς Διοικητικὰς ἀρχάς ν’ ἀποδώσωσιν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ μοναστηρίου τούτου τὰ μετόχια, ὃσα ἐτέλουν ἀνέκαθεν ὑπ’ αὐτό. Συγχρόνως, ἄν καὶ χωρὶς ἔγγραφον αἴτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἁπεδόθησαν εἰς τοὺς Ταξειδιώτας τῶν ἐν Ἑλλάδι μοναστηρίων τὰ ἐν Τουρκίᾳ μετόχιά των, χωρὶς τῶν ἐκποιηθέντων, καὶ τοιουτοτρόπως τὰ πράγματα κατέστησαν διπαλλάξ εἰς τὴν πρὸ τοῦ 1821 στάσιν.

Ὅταν ἐλάβομεν εἰς ἐνέργειαν τὸ περὶ τῶν μοναστηρίων  τοῦ Βασιλείου μέτρον, συμπεριελήφθησαν εἰς τὰ διαλυθέντα μοναστήρια καὶ τὰ λεγόμενα ταῦτα Μετόχια, καὶ ἡ μὲν κινητή αὐτῶν περιουσία ἐξεποιήθη, ἡ δὲ ἀκίνητος ὑπεσημειώθη καθὼς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Μοναστηρίων, ὃσα εἶχον  ὀλιγωτέρους τῶν ἓξ μοναχῶν, σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὴν προειρημένην ἔκθεσιν τῆς Γραμματείας γνωμοδότησιν, τὴν ὁποίαν εὐηρεστήθη ἡ Υ. Μ. νὰ ἐγκρίνῃ διὰ τῆς ἀπὸ 9 (21)  Ἰουλίου σεβαστῆς Αὐτῆς ὑποσημειώσεως.

Τὸ μέτρον τοῦτο ἐδικαιολόγησαν, παρεκτὸς τοῦ συμφέροντος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, τὸ ὁποῖον ἄλλως ἤθελε στερηθῇ μέγα μέρος τῆς προσόδου του, καὶ αἱ πράξεις τῆς Τουρκικῆς Διοικήσεως, ἡ ὁποία, πρὶν ἀκόμη, ἐξεποίησεν εἰς μὲν τὴν Σμύρνην ἓν μαγαζὶ λιθόκτιστον οἰκοδομηθὲν δι’ 70.000 γρόσια κατὰ τὸ 1820, παρὰ τῆς μονῆς τοῦ  Μ. Σπηλαίου, εἰς δὲ τὰς Κυδωνίας ἓν οἰκόπεδον τῆς ἑλληνικῆς ἐν Ἄνδρῳ μονῆς τῆς Παναχράντου καὶ ἄλλα ἄλλων μοναστηρίων τοῦ Κράτους, ὑποδείξασα τὰς ἐναντίον τοῦ μέτρου τούτου διαμαρτυρίας τῶν Ταξιδιωτῶν.

Ἐσχάτως δὲ, ὄχι μόνον ἐμπόδισε τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς αὐτῆς μονῆς νὰ διαθέσωσι κτήματά των κείμενα εἰς τὴν ἐπικράτειάν της, ἀλλ’  ἐτόλμησε καὶ νὰ τοὺς φυλακώσῃ καὶ ἀπ’ ἀλλοῦ τοὺς ἐδίωξεν αἰσχρῶς.

Ἐν τοσούτῳ   ἐπειδὴ ἐπίσημος διακοίνωσις  ἤ ἀπαίτησις μεταξὺ τῶν δύο Δυνάμεων δὲν ἔγινε μέχρι τοῦδε οὐδεμία περὶ τοῦ ἀντικειμένου  τούτου, οἱ δὲ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, μοναστηρίου κειμένου μὲν εἰς τὴν Τουρκίαν, ἔχοντος δὲ τὸ πλεῖστον μέρος τῶν κτημάτων του εἰς τὴν Φθιώτιδα καὶ Λεβαδείαν, ἀνεφέρθησαν πρό τινων ἤδη μηνῶν, ἀπαιτοῦντες ἳνα μὴ διατεθῶσι τὰ κτήματά των ταῦτα ὡς καὶ τῶν λοιπῶν τοῦ Βασιλείου μοναστηρίων, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὴν ἐπινομήν καὶ διαχείρισίν των ὡς ἀνέκαθεν, ἐθεώρησα χρέος μου νὰ ζητήσω τὰς σεβαστὰς Διαταγὰς τῆς Υ. Μ. τῇ αἰτήσει των, περὶ τῆς ὁποίας θᾶττον ἤ βράδιον θὰ πραγματευθοῦν βέβαια μεταξὺ των τὰ δύο Κράτη, καθυποβάλλων συγχρόνως καὶ τὴν περὶ τούτου γνώμην μου εἰς τὴν Βασιλικὴν Αὐτῆς ἔγκρισιν.

Ἐπειδή

Α΄: Ἡ Τουρκία πρώτη ἐξεποίησε κτήματα μοναστηριακὰ τῆς Ἑλλάδος κείμενα εἰς τὸ τουρκικόν κράτος. 

Β΄. Ἐπειδή δὲν ὑπάρχουν λόγοι νὰ στέλλωνται μοναχοὶ ὑπὸ τῶν μοναστηρίων τῆς Τουρκίας εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἐξάγουν τὰ προϊόντα ἑλληνικῶν  ἀφιερωμάτων πρὸς ὄφελος ξένων καταστημάτων.[23]

Γ΄: Ἐπειδὴ ἐπίσης δὲν συμφέρει νὰ στέλλωνται λόγῳ Ταξειδίων εἰς τὴν Τουρκίαν μοναχοὶ Ἕλληνες πρὸς διεξαγωγὴν τῶν ἐκεῖ ἑλληνικῶν μετοχίων,

Τὰ μὲν μετόχια ταῦτα νὰ διατεθοῦν καθὼς καὶ ὃλα τὰ ἄλλα κτήματα τῶν διαλυθέντων μοναστηρίων τοῦ Βασιλείου,

Εἰς δὲ τοὺς μοναχοὺς τῶν διαλυομένων μοναστηρίων ν’ ἀπαγορευθῇ ἐντελῶς ἡ εἰς Τουρκίαν ἀποστολὴ καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς ἰδίως, ἐπειδὴ περὶ αὐτῶν ἤδη ὁ λόγος, νὰ δοθῇ ἀπάντησις ὃτι τὰ κτήματα τοῦ μοναστηρίου των, κείμενα ἐντὸς τοῦ Βασιλείου, δὲν ἠμποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὑπό τὴν εὐθύνην των καὶ  νὰ διατεθῇ ἀποζημίωσις κατὰ τὸ μέτρον ὃλων τῶν ἄλλων διαλυθέντων μοναστηρίων, ἠμποροῦν ὃμως, ἄν θέλουν, νὰ τὰ κρατοῦν εἰς τὴν δημοπρασίαν οἱ ἴδιοι.[24]

Ἀνίσως  δὲ ἡ Τουρκία κάμῃ ποτὲ παρατηρήσεις περὶ αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου, τότε, γινομένων διαπραγματεύσεων, ἠμπορεῖ, ἀφ’ οὗ θεωρηθῆ ὁ λογαριασμὸς ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ 1821, (καὶ δὲν μένει ἀμφιβολία ὃτι τοῦτο θέλει ἐστὶ πρὸς ζημίαν τῆς Τουρκίας) ν’ ἀποδοθοῦν ἀμοιβαίως τὰ εἰσπραχθέντα, ἤ τὰ μὲν γεγονότα νὰ μὴ ἐξετασθοῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ δίδεται ἀμοιβαίως κατ’ ἔτος ἤ ἃπαξ διὰ πάντα εἰς τὰ μοναστήρια τῆς τε  Ἑλλάδος καὶ τῆς Τουρκίας προσδιορισμένη τις ποσότης πρὸς ἀποζημίωσιν ἤ, τέλος πάντων, καὶ τοῦτο μοὶ φαίνηται τὸ σωστότερον καὶ καταλληλότερον, νὰ ἀποζημιωθοῦν τὰ μὲν ἐκεῖ  μοναστήρια μὲ τὰ κτήματα τῶν ἑλληνικῶν μετοχίων, τὰ δὲ ἐνταῦθα μὲ τὰ τῶν ἐκεῖ, καὶ οὓτω νὰ παύσῃ πᾶσα περαιτέρω ἀπαίτησις.

Περὶ τοὺτου ἀφ’ οὗ ἀκούσῃ  ἡ Υ. Μ.  καὶ τὴν γνώμην τῆς ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν Γραμματείας, παρακαλῶ τὴν Μεγαλειότητα νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ μὲ  διατάξῃ, διὰ νὰ ἀπαντήσω  εἰς τοὺς ἀπεσταλμένιους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑποσημειούμενοι μὲ βαθύτατον σέβας τῇ Υ. Μ.

10 Ὀκτωβρίου 1835

ταπεινότατα

(Τ.Υ.)»

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, ὑπ’ ἀριθ. 10, ὅπως γίνεται φανερὸ, ἀπὸ μία ἐπισημειωτικὴ παράγραφο γραμμένη στὸ λευκὸ περιθώριο τοῦ ἴδιου ἐγγράφου, διαβιβάστηκε   στὴν «Ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐπικρατείας», τῆς ὁποίας ὁ γραμματέας τὴν διαβίβασε μὲ τὴ σειρά του στὴν Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, σημειώνοντας:

«Διευθύνεται πρὸς τὴν ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴν μετὰ τῆς ἀπὸ 6 (18) Ἰουλίου ἐκθέσεως καὶ τῶν εἰς ἐκείνην ἀναφερομένων ἐγγράφων, καθὼς καὶ τῶν τελευταίων περὶ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, διὰ νὰ γνωμοδοτήσῃ, λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν καὶ τὰς προκοινοποιηθείσας εἰς αὐτήν ἐγκυκλίους, ὃσας ἀφορῶσι τὰ περὶ ὧν ὁ λόγος Μετόχια, ὃ,τι ἐκ τῶν καθηκόντων της, μὲ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐγγράφων,

Ἐν Ἀθήναις τῇ 18 Νοεμβρίου 1835

Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(Τ.Υ.)».

 

Λιγότερο ἀναλυτικὸ, ἀλλὰ πολὺ σαφέστερο καὶ περισσότερο ἁπλό, κατανοητὸ καὶ πρακτικό, γιὰ τὴν ἐνημέρωση του βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἦταν τὸ παρακάτω κείμενο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ὑπ’ ἀριθ.  32 ἔγγραφο τοῦ φακέλου Φ. 626, γραμμένο στὴ γαλλικὴ γλῶσσα:[25]

 

««Σχετικὰ μὲ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τῆς Ξενιᾶς

ποὺ ἔμειναν ἐδῶθε ἀπὸ τὰ σύνορα

Μεγαλειότατε!

Ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ Ξενιᾶς, στὸ τουρκικὸ ἔδαφος, περιλαμβάνεται μέσα στὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδας.

 Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς ποὺ βλέπουν ὅτι  ἔτσι στεροῦνται τὰ μέσα γιὰ νὰ συντηρήσουν τὸ μοναστήρι τους ἔκαναν προσφυγὴ στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση ζητῶντας νὰ τοὺς παραχωρηθοῦν τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα μὲ τὸ ὅρο νὰ πληρώσουν στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ταμεῖο τὸ διπλάσιο δέκατο ποὺ πληρώνουν τὰ ἀναφερόμενα μοναστήρια. Ὁ Νομάρχης ὑποστηρίζει αὐτὸ τὸ αἴτημα καὶ ἡ ἐπιτροπὴ τὸ συστήνει ἐπίσης μὲ τὴν ἐδῶ ἐσώκλειστη ἔκθεσή της.

Ἄν συντάσσομαι καὶ ἐγὼ μὲ αὐτὴ τὴ γνώμη καὶ προτείνω αὐτὰ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα νὰ ἀποδοθοῦν στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς προσωρινά, καὶ ὥσπου νὰ παρθεῖ κάποιο γενικὸ μέτρο γιὰ παραρτήματα ποὺ ἔμειναν μέσα στὸ κράτος καὶ ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ μοναστήρια ποὺ βρίσκονται στὴν Τουρκία, αὐτὸ τὸ κάνω ἐπειδὴ θεωρῶ ἀντίθετο πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς κυβέρνησης τὸ νὰ  συμβεῖ ὥστε μοναχοὶ ποὺ θὰ ἔχουν στερηθεῖ τὰ μέσα διαβίωσής τους νὰ ἁπλωθοῦν μέσα  στὴν Τουρκία, διαδίδοντας ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση τοὺς τὰ πῆρε γιὰ νὰ δημεύσει τὰ μοναστήρια πρὸς ὄφελός της. Ἐξ  ἄλλου, αὐτὸ τὸ μέτρο δὲν θὰ παρθεῖ παρὰ μόνο μέχρι ποὺ νὰ ἐγκριθεῖ ἕνα ἄλλο μὲ βάση τὴν ἀμοιβαιότητα.

Ἀθῆναι 14/24 Ἰουνίου 1836

(ὑπογραφὴ)»

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, σαφὲς στὸ περιεχόμενό του καὶ πρακτικὸ στὴ λύση ποὺ προτεινόταν, καὶ τὸ ὁποῖο συντάχθηκε ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόβλημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, εἶχε ἐπιτέλους κάποιο ἀποτέλεσμα.

Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐμπεριέχεται ἡ ἁπλῆ λογικὴ σκέψη ποὺ ἔπρεπε νὰ κυριαρχήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ καὶ ἡ ὁποία ἦταν διάχυτη στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσαν τὴ λευτεριά, ὅτι ἦταν «ἀντίθετο πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς κυβέρνησης τὸ νὰ  συμβεῖ ὥστε μοναχοὶ ποὺ θὰ ἔχουν στερηθεῖ τὰ μέσα διαβίωσής τους νὰ ἁπλωθοῦν μέσα  στὴν Τουρκία, διαδίδοντας ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση τοὺς τὰ πῆρε γιὰ νὰ δημεύσει τὰ μοναστήρια πρὸς ὄφελός της».

Χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιο καὶ χωρίς νὰ μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ αὐτοπρόσωπη παρουσία τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου στὰ κέντρα τῶν ἀποφάσεων ἔπαιξε καταλυτικὸ ρόλο στὴν ἀποσαφήνιση τοῦ θέματος. Ἔτσι, στὴ δεύτερη σελίδα τοῦ  ἴδιου ἐγγράφου, ὑπάρχει ἐπιτέλους ἐπισημειωτικά, σὲ σχέδιο, ἡ ἀπόφαση τοῦ Ὄθωνα:

 

«Ὄθων κ.τ.λ.

Ἐπὶ τῇ ἀπὸ 12/24  Ἰουνίου ἐ. ἔ. τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν αὕτης Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας ἐγκρίνομεν ν’ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κείμενον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς, τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων κείμενα αὐτοῦ κτήματα, διὰ νὰ τὰ νέμηται, μέχρις ὅτου ληφθῇ γενικὸν περὶ τῶν τοιούτων κτημάτων μέτρον, πληρῶνον, ὡς τὰ διατηρούμενα μοναστήρια, δεύτερον δέκατον δι’ αὐτά, εἰς τὸ  Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον.

 Ἐν  Ἀθήναις τῇ ……….».

 

 

[1] Πληροφορίες σχετικὲς μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχουν στὸ ἄρθρο τοῦ Βίκτωρος Κων. Κοντονάτσιου «Προβλήματα στην ἐπαρχία Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων στὰ 1832» στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Περίοδος Β΄, τεῦχος 8, Ἁλμυρὸς 2004, σελ. 111 -140.

[2] Οἱ ὅροι «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ γιὰ νὰ δηλώσουν δύο χωριστὰ Μοναστήρια, μὲ ἰδιαίτερη διοίκηση τὸ καθένα, ὅπως χρησιμοποιοῦνται στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ νὰ καθορισθοῦν τὰ δύο κτιριακὰ συγκροτήματα κελιῶν, ναῶν καὶ παρεκκλησίων, τὸ ἕνα στὴ θέση «Ράχοβο», μεταξὺ τῆς τοποθεσίας «Κελέρια» καὶ τοῦ χωριοῦ Βρύναινα, μὲ κεντρικὸ ναὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ τὸ ἄλλο μεταξὺ Βρύναινας καὶ Κοκκωτῶν μὲ τὸν κεντρικό του ναὸ ἀφιερωμένο στὴν «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου», τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

[3] Γαρδίκι λεγόταν τότε ἡ σημερινὴ Πελασγία τῆς Φθιώτιδας.

[4] Μουριές. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν πολλὲς μουριὲς στὴν περιφέρεια ἰδίως τῆς Σούρπης γιατὶ γινόταν συστηματικὴ καλλιέργεια μεταξοσκώληκα.

[5] Πρόκειται γιὰ μικρὰ ἰδιόκτητα μετόχια στὰ ὁποῖα διέμεναν καλλιεργῶντας τα καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὰ ἔσοδά των μὲ ἀπόδοση λογαριασμοῦ στὸ Μοναστήρι κάποιοι μοναχοί. Τὰ μετόχια αὐτὰ μετὰ τὸν θάνατο τῶν «ἰδιοκτητῶν» μοναχῶν αὐτῶν περιέρχονταν στὸ Μοναστήρι.

[6] Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἄν καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν καὶ ἑπομένως νὰ ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, δὲν ἀπευθύνεται πλέον στὸν Πατριάρχη ἀλλὰ στὸν Μητροπολίτη τῆς περιοχῆς του. Αὐτὸ ἐξακολούθησε νὰ γίνεται σ’ ὅλη τὴν κατοπινὴ περίοδο μέχρι καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας τὸ 1881.

[7] Μετὰ τὴν χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων ὁ οἰκισμὸς τῆς Σούρπης ἀνῆκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ἐνῶ μεγάλο μέρος τῶν κτημάτων τῶν κατοίκων της βρίσκονταν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς ἐπέτρεπαν ἐλεύθερα, στὰ πρῶτα τοὐλάχιστον χρόνια, στοὺς Σουρπιῶτες νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύονται τὰ κτήματά τους αὐτά. Αὐτὸ γινόταν στὰ πλαίσια τῆς προσπάθειας τῶν Τούρκων νὰ δημιουργήσουν εὐνοϊκὸ ὑπὲρ τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος κλῖμα μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Βλ. λεπτομέρειες  Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, Προβλήματα στὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων στὰ 1832, στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 8, Ἁλμυρὸς 2004, σελ. 111-140.

[8] Ἡ Μονὴ Ἀντινίτσας βρίσκεται στὶς πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης στὴν περιοχὴ τοῦ Δομοκοῦ. Στὴ Μονὴ αὐτὴ συνέβη τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὴ Μονὴ Ξενιᾶς. Μετὰ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων, κατὰ τὸ 1832, ἡ μὲν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ βρισκόταν στὸ ἔδαφος τῆς  ἑλληνικῆς ἐπικράτειας τὸ δὲ μεγαλύτερο μέρος τῆς κτηματικῆς της περιουσίας στὸ ἔδαφος τῆς τουρκικῆς ἐπικράτειας. Παρ’ ὅλα οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεπαν στοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀντινίτσας νὰ ἐκμεταλλεύονται, χωρὶς προβλήματα, τὰ κτήματά τους ποὺ βρίσκονταν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια.

[9] Βλ. Στυλιανὸς Γ. Τσολάκης, Γεώργιος Στ. Τσολάκης «Παλαιᾶς καὶ Νέας Μιτζέλας ἅπαντα τὰ ἱστορικά», Ἔκδοση Δήμου Σούρπης, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2009, σελ. 205 -242.

[10] Τὸ θέμα τῶν ὀνομασιῶν ποὺ κατὰ καιροὺς πῆρε τὸ  Μοναστήρι  τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀντιμετωπίζεται σὲ ἄλλο κεφάλαιο τῆς ἐργασίας αὐτῆς.

[11] Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπίσημες τοπικὲς ἀρχὲς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ χρησιμοποιοῦσαν στὴν ἀλληλογραφία τους πάντοτε τὴν ἐπίσημη ὀνομασία του: «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας». Ἐπειδὴ  ὅμως ὅλοι οἱ ἄλλοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν συμβατικὴ ὀνομασία, ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων εἶχε καθιερωθεῖ, «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἀναγκάζονταν καὶ αὐτοὶ, γιὰ λόγους συνεννόησης, νὰ χρησιμοποιοῦν ἐπεξηγηματικὰ μαζὶ μὲ τὴν ἐπίσημη ὀνομασία καὶ τὴν συμβατική.

[12] Τὸ ζήτημα τῆς  χρονολογίας τῆς πρώτης ἀρχῆς τοῦ Μοναστηριοῦ της Παναγίας Ξενιᾶς ἀντιμετωπίζεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ».

[13] Μεχκεμὲς μιᾶς πόλης λεγόταν τὸ Δικαστήριο τῆς πόλης αὐτῆς, ἡ Δικαστικὴ Ἀρχή της.

[14] ΓΑΚ, Μοναστηριακά, Φ 626, ἔγγραφο 15.

[15] ΓΑΚ, Μοναστηριακά, Φ 626, ἔγγραφο 14.

[16] ΓΑΚ, Μοναστηριακά, Φ 626, ἔγγραφο 6.

[17] Ἡ μετάφραση τῶν ἐγγράφων στὴν ἑλληνικὴ ἔγινε ἀπὸ τὸν κ. Γεώργιο Δουλόπουλο (Ὑπάτη), στὸν ὁποῖο ἐκφράζω καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ θερμὲς εὐχαριστίες.

[18] Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ Μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπομακρυσμένες ἀπὸ αὐτὸ περιοχές ἤ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ προσωπικὲς δωρεές.

[19] Ἑλληνικὰ χριστιανικὰ μοναστήρια, ὅπως τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τοῦ «καὶ Ξενιᾶς», χαρακτηρίζονται σὲ ἐνημέρωση πρὸς τὸν βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἀλλοδαπά! Ὁ εἰσηγητὴς βεβαίως δὲν εἶναι Ἕλληνας  καὶ συντάσσει τὴν εἰσήγησή του στη γαλλικὴ γλῶσσα.

[20] Στὸ σημεῖο αὐτό παύει τὸ ὑπ’ ἀριθ.  7 ἔγγραφο καὶ ἡ συνέχεια ὑπάρχει στὸ ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 9.

[21] ἀνελάμβανε.

[22] Μία τέτοια χαρακτηριστικὴ περίπτωση Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τῆς διαχείρισής του περιγράφεται στὸ Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, Τὸ Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης τοῦ Ἁλμυροῦ, στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 6, Ἁλμυρὸς 2002, σελ. 33-106.

[23] Στὸ παραπάνω γαλλόφωνο ἔγγραφο ὁ, μᾶλλον ἀλλοδαπὸς εἰσηγητής,  χαρακτηρίζει εἰσηγούμενος στὸν Ἕλληνα βασιλιὰ, τὰ ἑλληνικὰ χριστιανικὰ μοναστήρια ὡς «ἀλλοδαπά»!. Ἔρχεται ὅμως καὶ ὁ Ἕλληνας εἰσηγητὴς, στὸ παρὸν ἔγγραφο, νὰ τὰ χαρακτηρίσει καὶ αὐτὸς  «ξένα καταστήματα»!!

[24] Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας.

[25] Ἡ μετάφραση καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου ὀφείλεται στὸν καθηγητή κ. Γεώργιο Δελόπουλο,

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος


Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

 
ΙΑ΄. Σιγγίλιο τοῦ Ἰωακεὶμ   ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως,   Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου

 

α΄.  Εἰσαγωγικά

Στὰ 1873, στὴν 1η Δεκεμβρίου, ὕστερα ἀπὸ οἰκειοθελῆ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου,[1] τοποθετήθηκε γιὰ δεύτερη φορά, «κοινῇ ὁμοφώνῳ γνώμῃ καὶ κανονικῇ ψηφοφορίᾳ τοῦ τε ἱεροῦ Κλήρου καὶ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ ὀρθοδὀξου λαοῦ», πατριάρχης ὁ Ἰωακείμ.[2]

Ὁ Ἰωακεὶμ Β΄,[3]  ἀμέσως μετὰ τὴν τοποθέτησή του στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριαρχικὸ Θρόνο, στὶς 3 Δεκεμβρίου 1873, ἔστειλε τὴν παρακάτω ἐγκύκλιο στὰ σταυροπηγιακὰ μοναστήρια τῆς Ἑλλάδας καὶ μεταξὺ αὐτῶν καὶ στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς περιλαμβανόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν ἐκκλησιαστικὴ περιοχὴ τῆς περιφέρειας τῆς Μητρόπολης Λάρισας, ἡ ὁποία περιλαμβανόταν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, ἀφοῦ ἡ Θεσσαλία δὲν εἶχε ἀκόμη τότε ἐλευθερωθεῖ. Ἔτσι ὁ Πατριάρχης, προφανῶς ὕστερα ἀπὸ ἰσχυρὲς πιέσεις, καλοῦσε τοὺς μοναχοὺς νὰ μνημονεύουν τὸ πατριαρχικὸ ὄνομα στὶς ἱερὲς  τελετὲς καὶ ἀκολουθίες ἀλλὰ καὶ νὰ δέονται εἰς τὸν Ὕψιστον «ὑπὲρ τοῦ κραταιοτάτου καὶ γαληνοτάτου ἡμῶν Ἄνακτος Ἀβδούλ – Ἀζίζ – Χάν, αὐθέντου ἡμῶν», καὶ ἀκόμα «καὶ ὑπὲρ τῶν πολυχρονίων καὶ εὐμενεστάτων αὐτοῦ ὑπουργῶν, τῶν διηνεκῶς μεριμνώντων ὑπὲρ τῆς εὐημερίας καὶ ἀνέσεως τῶν πιστῶν τοῦ Κράτους ὑπηκόων».

β΄.  Τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου τοῦ Ἰωακεὶμ Β΄

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ ἐγγράφου:

«+Ἰωακεὶμ ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης [4]

Ὁσιώτατοι, ὅτε ἡγούμενος καὶ λοιποὶ πατέρες τοῦ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Λαρίσης κειμένου ἱεροῦ ἡμετέρου πατριαρχικοῦ καὶ σταυροπηγιακοῦ Μοναστηρίου τῆς Θεοτόκου Ξενιᾶς, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἡμῶν ἀγαπητά, χάρις εἴη ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Ἔστω γνωστὸν καὶ τῇ ὑμῶν ὁσιότητι, ὅτι τοῦ παναγιωτάτου προκατόχου ἡμῶν κυρίου Ἀνθίμου παραίτησιν οἰκειοθελῆ ποιησαμένου,[5] κοινῇ ὁμοφώνῳ γνώμῃ καὶ κανονικῇ ψηφοφορίᾳ τοῦ τε ἱεροῦ Κλήρου καὶ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ ὀρθοδὀξου λαοῦ ἐκλεγέντες ἐκλήθημεν, ἵνα καὶ δεύτερον ἀναλάβωμεν [6] τοὺς οἴακας τοῦ παγκοίνου σκάφους τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας. Καίπερ δὲ ἐν γλυκυθυμίᾳ τὸν ἀπράγμονα βίον ἐπὶ δεκαετίαν [7] μετιόντες, οὐδὲ κατὰ νοῦν εἴχομεν ἐπὶ τὰς μερίμνας ἐπανελθεῖν τοῦ πατριαρχικοῦ ἀξιώματος, ἅτε ἐκ πείρας μακρᾶς ἐγνωκότες ὅσαις καὶ οἵαις ἐξηκάνθωται ταῖς φροντίσιν, ἤδη μάλιστα, ὅτε καὶ περιστάσεις ἀντίξοοι καὶ ζητήματα σοβαρὰ βαρεῖαν ἐπιβάλλουσιν  ἡμῖν τὴν εὐθύνην, ἐν οὕτῳ προκεχωρημένῃ τῇ ἡλικίᾳ, ὅμως τῇ φωνῇ τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ τοῦ χριστωνύμου πληρώματος ὀφειλομένως ὑπείκοντες, ὡς φωνῇ ἀληθῶς τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐν αὐταπαρνήσει πρὸς τὸν ἀγῶνα ἀπεδυσάμεθα πάσας ἡμῶν τὰς ἐλπίδας τῷ εἰρηνάρχῃ καὶ προνοητῇ Θεῷ ἀναθέμενοι.

Καὶ δὴ τῇ α΄ τοῦ ἀρξαμένου μηνὸς Δεκεμβρίου  ἐν αὐτοπροσώπῳ παρουσίᾳ ἐνώπιον τοῦ Μεγαλειοτάτου ἡμῶν ἄνακτος[8] ἀξιωθέντες  τῆς ὑψηλῆς ἀναγνωρίσεως καὶ πλείστων ἄλλων ἀριπρεπῶν ἐνδείξεων καὶ διαβεβαιώσεων τῆς Βασιλικῆς εὐμενείας[9] καὶ προνοίας ὑπὲρ τῆς πασχούσης ἁγίας Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους ἡμῶν, θαρραλεώτερον ἀνελάβομεν τὰ ὑψηλὰ καὶ τὰ βαρέα τῆς πατριαρχείας καθήκοντα.

Ταῦτα τοίνυν ἐκδηλοῦντες καὶ τῇ ὑμῶν ὁσιότητι διὰ τῆς παρούσης πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς, καὶ ἀφορμὴν εὔκαιρον παρεχόμενοι εἰς ἀπόδοσιν θερμῶν δεήσεων καὶ εὐχῶν πρὸς τὸν Ὕψιστον ὑπὲρ τῆς εὐοδώσεως τῶν διακαῶν πόθων καὶ προθέσεων ἡμῶν, τῶν ἐνδιαφερουσῶν τὴν ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν καὶ τὸ ὀρθόδοξον πλήρωμα, ἀκολούθως ἐπιδαψιλευόμεθα πᾶσιν ὑμῖν ὡς ἀπαρχὰς τῆς δευτέρας ταύτης πατριαρχείας ἡμῶν τὰς ἐγκαρδίους πατρικὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ εὐλογίας, ἐντελλόμενοι, ὅπως μνημονεύητε τοῦ κανονικοῦ ἡμῶν ὀνόματος, ὡς νενόμισται, ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καὶ ἀκολουθίαις ἐπιγιγνώσκοντες δὲ τὰ ἱερὰ τοῦ μοναδικοῦ ἐπαγγέλματος καθήκοντα, διάγητε πρὸς ἀλλήλους ἐν ὁμονοίᾳ καὶ ἀγάπῃ ἀδελφικῇ, τηροῦντες ἀπαραβάτως τὰ ἱερὰ δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καὶ τὰς παραδόσεις τῶν κανονικῶν ἐθίμων καὶ τάξεων, ὥσπερ καὶ τὰ γεραρὰ προνόμια τῆς σταυροπηγιακῆς ἐλευθερίας καὶ χάριτος, ὧν πλουτεῖ καὶ ἡ ἱερὰ αὕτη μονή.

Οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἀσχολούμενοι ἀνενδότως εἰς τὴν μελέτην τῶν Θείων Γραφῶν καὶ τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων τῶν θεοφόρων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων, ἐξ αὐτῶν ἀρυόμενοι τὰ καθαρὰ καὶ διαυγῆ νάματα τῆς σωτηριώδους διδασκαλίας, ῥυθμίζετε τὸ πολίτευμα ὑμῶν εἰς εὐαρέσκειαν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ᾧ συνετάξασθε, τοῦ κόσμου τούτου τὴν ματαιότητα ἀποθέμενοι.

Σὺν πᾶσι δὲ τούτοις ὑπαγορεύομεν τῇ ὑμῶν ὁσιότητι, ἵνα διατηρῆτε ἀκριβῶς τὸ καθῆκον τῆς εἰλικρινοῦς ὑπακοῆς πρὸς τὸ Βασίλειον Κράτος, δεόμενοι τοῦ Ὑψίστου ὑπὲρ τοῦ κραταιοτάτου καὶ γαληνοτάτου ἡμῶν Ἄνακτος Ἀβδούλ-Ἀζίζ-Χάν, αὐθέντου ἡμῶν, καὶ ὑπὲρ τῶν πολυχρονίων καὶ εὐμενεστάτων αὐτοῦ ὑπουργῶν, τῶν διηνεκῶς μεριμνώντων ὑπὲρ τῆς εὐημερίας καὶ ἀνέσεως τῶν πιστῶν τοῦ Κράτους ὑπηκόων.

Πεπεισμένοι δὲ περὶ τῆς ὀφειλομένης προνοίας, ἥν διατρέφομεν καὶ ὑπὲρ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν μονῆς, ἀναφέρετε θαρρούντως ἡμῖν πᾶσαν ἐμπίπτουσαν μοναστηριακὴν ὑμῶν ὑπόθεσιν, ἐν βεβαιότητι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν προστασίας καὶ ἀντιλήψεως, ὑπὲρ τῆς αἰσίας αὐτῆς διεξαγωγῆς. Ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ χάρις καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος εἴη μεθ’ ὑμῶν.

αωογ΄ Δεκεμβρίου γ΄ ἐν Κωνσταντινπουπόλει

 

ΙΒ΄. Συνδρομὲς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο

Τέσσερα χρόνια ἀργότερα, στὰ 1877, ὁ ἴδιος πατριάρχης Ἰωακείμ ζήτησε ἀπὸ τὰ Πατριαρχικὰ καὶ Σταυροπηγιακὰ μοναστήρια, καὶ ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὴν οἰκονομικὴ συνδρομὴ τους γιὰ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πατριαρχείου ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ δεινὴ οἰκονομικὴ κατάσταση:

«Ἰωακεὶμ, ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος

Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης

καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης.

Ὁσιώτατοι, ὅτε ἡγούμενος καὶ λοιποὶ πατέρες τοῦ ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Λαρίσσης κειμένου ἱεροῦ  ἡμετέρου Πατριαρχικοῦ καὶ Σταυροπηγιακοῦ Μοναστηρίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ ἐπιλεγομένου Ξενιᾶς, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἡμῶν ἀγαπητά,  χάρις εἴη τῇ ὑμῶν ὁσιότητι καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Πολλάκις ἡ ἐκκλησία παρέστησε τὰς δεινὰς ἀνάγκας της καὶ τὴν ἄκραν οἰκονομικὴν δυσχέρειαν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς προτρέψασα αὐτὴν ἵνα ἀποστείλλῃ ἐν τάχει καὶ κατὰ Σεπτέμβριον τὰ ὀφειλόμενα ἐτήσια τῆς συνδρομῆς τῆς Ἱερᾶς ὑμῶν Μονῆς καθυστερούμενα ἀπὸ πέρυσιν.

Καίτοι δὲ περιέμενε τὴν ὀφειλετικὴν προθυμίαν της καὶ ἀπάντησιν ὀφλήματος τοσούτῳ  ἱεροῦ καὶ ἀπαραιτήτου  καθόσον  ἀφορᾶ τὴν  ὑποστήριξιν  τοῦ     Ἱεροσπουδαστηρίου τούτου κινδυνεύοντος μόνον οὐ διαλυθῆναι ἐπὶ καιρίᾳ λύπῃ τῆς Ἐκκλησίας παρ’  ἐλπίδα, βλέπει οὐδὲν ἦττον παρατεινομένην τὴν ἀδιαφορίαν της καὶ τὴν ἀνάλγητον ἀμεριμνησίαν μεθ’  ἧς διατίθεται, κωφεύουσα εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς προτροπὰς καὶ καταχρωμένη τῆς ἐπιεικείας αὐτῆς καὶ τῆς ἀνοχῆς πρὸς τὴν ἐνέργειαν τῶν αὐστηρῶν μέτρων ἅτινα δέον ἡ Ἐκκλησία ἵνα λάβῃ.

Λόγου τοίνυν γενομένου καὶ ἤδη Συνοδικῶς περὶ τῆς ἀπαραιτήτου καὶ ταχείας εἰσπράξεως τῶν καθυστερούντων δικαιωμάτων τῆς εἰρημένης σχολῆς πρὸς θεραπείαν τῶν προκειμένων ἀπείρων αὐτῆς ἀναγκῶν γράφοντες καὶ διὰ τῆς παρούσης ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν ἐπιστολῆς, ἐντελλόμεθα καὶ προτρεπόμεθα τῇ ὑμῶν ὁσιότητι ὅπως ἅμα τῷ λαβεῖν σπεύσῃ οἰκονομῆσαι ἐκ παντὸς τρόπου καὶ διαβιβᾶσαι τῇ Ἐκκλησίᾳ τὴν καθυστερουμένην συνδρομὴν τῆς Μονῆς ὑμῶν τῶν ἐτῶν 1875 – 76 καὶ 1876 – 77 ἀνὰ γρόσια 500 τὸ ὅλον γρ. χίλια.

Ἐὰν δέ, ὃ μὴ γένοιτο, φανῇ καὶ ἤδη τὴν αὐτὴν μετερχομένη ἀδιαφορίαν καὶ ἀναλγησίαν εἰς τὴν ἐντὸς ἡμερῶν τριάκοντα καὶ μιᾶς ἀποστολὴν τοῦ ἱεροῦ τούτου ὀφλήματος αὐτῆς, γινωσκέτω τῇ ὑμῶν ὁσιότητι καλῶς ὅτι ἀναγκασθήσεται ἠ ἐκκλησία, ἵνα διὰ τῶν δραστηριωτέρων μέτρων εἰσπράξῃ τὸ ὄφλημα τοῦτο ἐπὶ ζημίᾳ τῆς Ὁσιότητός της καὶ προσβολῇ τῆς φιλοτιμίας της.

Ποιησάτω τοίνυν ὡς γράφομεν ἠ δὲ τοῦ Θεοῦ χάρις καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος εἴη μεθ’  ὐμῶν.

αωοζ΄ Νοεμβρίου ια΄.».

(Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές συνοδικῶν)

 

Μὲ τὸ θέμα τῆς σταυροπηγιακῆς καὶ πατριαρχικῆς θέσης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς συνδέονται καὶ οἱ ἀποδείξεις πληρωμῆς τῆς ἐτήσιας συνδρομῆς του «κατὰ τὸν περὶ τῶν σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων πατριαρχικὸν καὶ συνοδικὸν νόμον».

Σώζεται στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ ἡ ἀπόδειξη πληρωμῆς γιὰ τὸ ἔτος 1798. Ἡ ἐτήσια τότε συνδρομὴ ἦταν γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τριακόσια γρόσια, μέχρι τὴν 1η Μαρτίου 1798 :

«+ Γρηγόριος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης

+ Ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν περὶ αὐτὴν ἱερωτάτων συναδέλφων αὐτῆς ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων  διὰ τῆς παρούσης ἡμετέρας πατριαρχικῆς καὶ κοινῆς ἀποφάσεως δηλοποιεῖ, ὡς τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον ἡμέτερον πατριαρχικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν ἡμῶν μοναστήριον, τὸ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Ζητουνίου, καὶ τιμώμενον ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς ἐπλήρωσεν εἰς τὸ κοινὸν τῆς καθ’  ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,  κατὰ τὸν ἤδη ἐκτεθέντα περὶ τῶν σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων πατριαρχικὸν καὶ συνοδικὸν νόμον, τὴν συνοδικῶς ὁρισθεῖσαν ἐτήσιον ποσότητα μέχρι πρώτης μαρτίου τοῦ τρέχοντος χιλιοστοῦ ἑπτακοσιοστοῦ ἐνενηκοστοῦ ὀγδόου ἔτους, οὖσαν γρόσια τριακόσια, καὶ ἐξώφλησεν.

Ὃθεν εἰς ἔνδειξιν ἐγένετο ἡ παροῦσα ἡμετέρα πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἀπόδειξις καὶ ἐστάλη τοῖς ἐν αὐτῷ πατράσιν.

αψϟη΄ (=1798) μαρτίου ιε’

Ἐν μηνὶ Μαρτίῳ ίνδικτιῶνος ιε΄ (;)

+ Ὁ Προύσης ΑΝΘΙΜΟΣ       +Ὁ Δέρκων ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ (;)».

 

Τὸ ἴδιο ποσὸ τῆς ἐτήσιας συνδρομῆς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἴσχυσε καὶ γιὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος 1799. Ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κάποιος νὰ συμπεράνει ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν ἀποδείξεων αὐτῶν ἡ ἰσχὺς τῆς ἐτήσιας συνδρομῆς ἄρχιζε τὴν 1η Μαρτίου κάθε ἔτους καὶ ἔληγε τὴν 28η (ἤ 29η) Φεβρουαρίου τοῦ ἑπόμενου ἔτους:

«+ Νεόφυτος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενὸς Πατριάρχης

 

+ Ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν περὶ αὑτὴν ἱερωτάτων συναδέλφων αὐτῆς ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων  διὰ τῆς παρούσης ἡμετέρας πατριαρχικῆς καὶ κοινῆς ἀποφάσεως δηλοποιεῖ, ὡς τὸ ἱερὸν καὶ σεβάσμιον ἡμέτερον πατριαρχικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν μοναστήριον, τὸ ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ Λαρίσης, τὸ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Ζητουνίου, καὶ τιμώμενον ἐπὶ τῷ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἐπιλεγόμενον τῆς Ξενιᾶς, ἐπλήρωσεν εἰς τὸ κοινὸν τῆς καθ’  ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τὸ διορισθὲν αὐτῷ ἐτήσιον, κατὰ τὸν προεκδοθέντα περὶ τῶν σταυροπηγιακῶν μοναστηρίων πατριαρχικὸν νόμον, τοῦ λήξαντος χιλιοστοῦ ἑπτακοσιοστοῦ ἐνενηκοστοῦ ὀγδόου σωτηρίου ἔτους, ὄν γρόσια τριακόσια, καὶ ἐξώφλησεν.

Ὃθεν εἰς ἔνδειξιν ἐγένετο ἡ παροῦσα ἡμετέρα πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἀπόδειξις καὶ ἐστάλη τοῖς ἐν αὐτῷ πατράσιν.

αψϟθ΄ ( =1799) μαρτίου α’ ἰνδικτ. βας

+ Ὁ Ἡρακλείας  ΘΕΟΦΙΛΟΣ

+Ὁ Νικομηδείας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ».

Γιὰ τὸ ἑπόμενο χρονικὸ διάστημα, ἀπὸ τὸ 1799 μέχρι τὸ 1822, δὲν βρέθηκαν στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ ἀποδείξεις πληρωμῆς τῆς σταυροπηγιακῆς πατριαρχικῆς του συνδρομῆς.

Ἡ ἑπόμενη ἀπόδειξη, μὲ ἡμερομηνἰα ὑπογραφῆς ἐξοφλήσεώς της 22 Ἀπριλίου 1847, εἶναι συγκεντρωτικὴ καὶ καλύπτει τὸ χρονικὸ διάστημα 26 ἐτῶν, 1822 – 1847. Τὸ συνολικὸ ποσὸ τῆς πληρωμῆς ἔναντι τοῦ χρέους τῶν συνδρομῶν τῶν 26 αὐτῶν ἐτῶν ἦταν 3.900 γρόσια:

«+ Ἄνθιμος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως,

Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενὸς Πατριάρχης

+ Ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν ἐν Κυρίῳ συναδελφῶν αὐτῆς ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων  διὰ τῆς παρούσης ἡμετέρας πατριαρχικῆς καὶ κοινῆς ἀποδείξεως δηλοποιεῖ, ὅτι τὸ ἐν τῇ Ἐπαρχίᾳ Ζητουνίου μεταξὺ τῶν ὁρίων τῆς ὀθωμανικῆς καὶ ἑλληνικῆς ἐπικρατείας κείμενον ἱερὸν καὶ σεβάσμιον ἡμέτερον πατριαρχικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν μοναστήριον τὸ τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας καὶ ἐπιλεγόμενον τῆς Ξενιᾶς ἐπλήρωσεν εἰς τὸ κοινὸν τῆς καθ’  ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἀκόντο[10] τῶν προσφερομένων ἐτησίων, ἐτῶν εἴκοσι ἕξ, ἀπὸ τοῦ ἔτους 1822 ἕως 1847 τῶν γροσίων 3.900, ἤτοι κατ’ ἔτος 1200,[11] σταλέντα παρὰ τοῦ ἁγίου Λαρίσης διἀ τοῦ σεβ.  γέρ. ἁγίου Δέρκων τοῦ καὶ ἐνθέρμου ἐφόρου του.

Ἐφ’ ᾧ ἐγένετο καὶ ἡ παροῦσα αὐτῆς ἐνυπόγραφος καὶ ἐνσφράγιστος ἀπόδειξις καὶ ἐστάλη τοῖς ἐν αὐτῷ ὁσιωτάτοις πατράσι.

Τῇ κβ΄ ἀπριλίου τοῦ αωμζ΄(= 1847) ἔτους ἰνδικτιῶνος ε΄.

+ Ὁ Ἡρακλείας ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ

+ Ὁ Δέρκων ΝΕΟΦΥΤΟΣ

+ Ὁ  Ἀδριανουπόλεως ΓΕΡΜΑΝΟΣ (;)

+ Ὁ  Λαρίσης ΑΝΑΝΙΑΣ».

 

 



[1] Πρόκειται γιὰ τὸν Ἄνθιμο ΣΤ΄ ποὺ στὰ 1873 ἦταν πατριάρχης γιὰ τρίτη φορά.

[2] Ἦταν πατριάρχης ἀπὸ 1873 – 1878.

[3] Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἰωακεὶμ Β΄. Ὁ Ἰωακεὶμ Α΄ πατριάρχευσε ἀπὸ τὸ 1498-1502.

[4] Τὸ σιγγίλιο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Θ΄ (1926), σελ. 130-144 σὲ ἐργασία ὑπὸ τὸν τίτλο  «Ἔγγραφα Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν χωρίων Βρυνίνης καὶ Κωφῶν τοῦ Ἁλμυροῦ».

[5] Ἡ παραίτηση τοῦ Ἀνθίμου ἔγινε στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1873.

[6] Ἡ πρώτη θητεία τοῦ πατριάρχη Ἰωακεὶμ  ἦταν ἀπὸ τὸ 1860 μέχρι τὸ 1863.

[7] 1863 -1873.

[8] Ἐνώπιον τοῦ Σουλτάνου.

[9] Γιὰ τὴ διαδικασία τῆς τελετῆς τῆς ἐπίσημης ἀνάληψης καὶ ἀνάθεσης τῆς ἐκτέλεσης τῶν πατριαρχικῶν καθηκόντων τοῦ ἑκάστοτε πατριάρχη ἐνώπιον τοῦ Σουλτάνου βλέπε στὸ  «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ  «Ὄθρυς», περίοδος Β΄ τεῦχος 14, Ἁλμυρὸς 2010, σελ. 159 -169, Κίτσος Μακρῆς, «Λαϊκὲς ζωγραφιὲς στὸ Ἀρχονταρίκι τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁη –Λαυρέντη».

[10] ἀκόντο σημαίνει ἔναντι λογαριασμοῦ.

[11] Δὲν γίνεται σαφὲς τὶ δηλώνεται μὲ τὸ ποσὸ αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τὸ ὅλο κείμενο τοῦ ἐγγράφου.

Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος ένατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ι΄. Ἡ δημιουργία τῆς κτηματικῆς περιουσίας   τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

α. Εἰσαγωγικὰ

Μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσιακὴ κατάσταση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ μὲ ἀγορὲς καὶ πωλήσεις κτημάτων της συνδέονται καὶ ἄλλα ἔγγραφα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώθηκαν μέχρι τὶς ἡμέρες μας εἴτε ὡς αὐθεντικὰ κείμενα εἴτε μὲ τὴ μορφὴ ἁπλῶν δημοσιευμάτων ποὺ στηρίζονταν σὲ αὐθεντικὰ ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα ἀργότερα χάθηκαν .

Θεωροῦμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε τὸ περιεχόμενό τους, στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἐργασίας μας, γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ, ὅσο εἶναι δυνατὸν πληρέστερα, τοῦτο τὸ κεφάλαιο. Ἄν καὶ τὰ ἔγγραφα αὐτὰ εἶναι ἐλάχιστα καὶ πολὺ ἀποσπασματικὰ, φανερώνουν ὡστόσο κατὰ κάποιο τρόπο, πῶς δημιουργήθηκε ἡ τεράστια κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ γιατὶ ἦταν εὔκολη ἡ καταπάτησή της, γιὰ τὴν ὁποία τόσες πολλὲς φορὲς εἴδαμε νὰ γίνεται λόγος μέχρι τώρα.

 

β. Ἔγγραφα πρόσκτησης περιουσιακῶν στοιχείων

I. Τὸ ἀφιερωτήριο τῆς Μαλάμως ἀπὸ τὴν Πελασγία.

Στὰ 1760 ἡ Μαλάμω, θυγατέρα τοῦ Στάθη Παπαδονάτου, ἀπὸ τὴν σημερινὴ Πελασγία[1] τῆς Φθιώτιδας ἀφιέρωσε ὅλη της τὴν περιουσία στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.[2]  Ἡ ἀφιέρωση τῆς περιουσίας ὅμως τῆς Μαλάμως Παπαδονάτου ἔγινε μὲ τὸν ἀπαράβατο ὅρο νὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς νὰ φροντίζουν γιὰ τὴ διατροφὴ τῆς δωρήτριας ἀλλὰ καὶ τοῦ συζύγου  της μέχρι τὸ θάνατό τους.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου τῆς Μαλάμως Παπαδονάτου μὲ τὴν ὀρθογραφία τοῦ πρωτότυπου:

«με τω παρόν φανερόνο ἐγό η μαλάμο η θιγατέρα του στάθι του Παπαδονάτου πός  αφηέροσα το βηός[3] μου εἰς διαμνημόσινον της ψηχής μου καί τον γονέον μου εἰς τό μοναστήρηον της παναγίας της επονομαζομένης Ξενηάς καί  τα έδοσα  όλα κηνητά καί   ακήνητα οσπήτηα λέγο  αμπέληα χοράφηα καί της σκαμηνές[4] βαένηα[5] καί καρούτα[6] καί οτη αλο πράγμα οτη καί ανεβρίσκετε μεσα εἰς το οσπίτη καί απο το  νην και εις το εξής ήνε η πατέρες του μοναστηρήου νέτι [7] η νηκοκηρή να τα εξουσιάζουσι και αυτή η πατέρες έχουν χρέος να με θρέφουν καί εμέ καί τον άντρα μου έος οπου   να πιθάνουμη καί διὰ τούτο   έδοσα το παρόν γράμα έ(μ)προσθεν τον  ηποκάτοθεν ηπογεγραμένον μαρτίρον καί προεστότον μας της χόρας γαρδίκη καί μετα την  θανήν μου να μην έχη να κάμη κανένας από τους συγγενής μου ουτε ο ανδρας μου  ουτε εξάδελφός μου ούτε κανένας καί διὰ τούτο εδοθί το παρόν εἰς χήρας τον πατέρον εἰς Ξενηὰ εἰς ένδηξην καί ασφάληαν 1760 [8] μαρτίου.

Παπανταζής  Ιερεύς μαρτηρώ

γιάνης του βαγγεληνου μάρτιρας

Νικόλαως ιερεύς μαρτηρώ

καγό ο σίρος του Παπαπανταζή γράφο και μαρτιρό.

Θεοχάρης καταδήκης μαρτιρό

Πάπαδιμήτρης  μαρτιρό

Παναγιότης του Πάπαλάμπο μαρτιρό

Παπαπαναγιότης από γάβρινη[9]    μαρτιρό

Πάπαθανάσης  μαρτιρό

Πάπακανή μάρτιρας

Πάπαποστόλης απὸ τους μήλους[10]

Εγώ ἀναγνόστις από γαρδίκυ[11] μαρτιρό

παντατηράηκο  μαρτιρό

μαρτιρώ Παπαδιμήτρης του θανασίου

σταμάτι Χριστόδουλε μαρτιρό

κοτζικ…..   μαρτιρό ……

κυρηαζή γαήτανα από μαχαλά[12] μαρτιρό».

Ὅπως γίνεται φανερὸ ἡ κτηματικὴ περιουσία ποὺ πρόσφερε στὸ Μοναστήρι ἡ θυγατέρα τοῦ Παπαδονάτου», «Μαλάμω», βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Πελασγίας. Μὲ τὸν ἴδιο περίπου τρόπο πολλοὶ ἄλλοι κάτοικοι τῶν γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι χωριῶν, καὶ ὄχι μόνο τῶν γύρω, πρόσφεραν κτήματά τους στὸ Μοναστήρι.

Ἡ ἀφιέρωση ἀκινήτων περιουσιακῶν στοιχείων, καὶ μάλιστα ὄχι μεγάλης ἀξίας, μὲ τέτοιους ὅρους  τῆς ὑποχρέωσης, δηλαδή, τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ φροντίζουν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν ἀφιερωτῶν, ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονὸς σ’ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ἀρκετὲς φορὲς ἡ ἀφιέρωση αὐτὴ ἦταν μία ἀναγκαστικὴ λύση γιὰ τοὺς ἀφιερωτὲς ἐπειδὴ δὲν ἦταν σὲ θέση οἱ ἴδιοι νὰ ἐκμεταλλευτοῦν ἀποδοτικὰ τὰ περιουσιακὰ τους στοιχεῖα καὶ δὲν ὑπῆρχαν κληρονόμοι νὰ ἀναλάβουν μία παρόμοια ὑποχρέωση.

Ἡ ἀφιέρωση γινόταν μονομερῶς καὶ δηλωνόταν μὲ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἀφιερωτῆ πρὸς τὸ Μοναστήρι ἤ ἕνα ἐμμάρτυρο ἔγγραφο ποὺ συντασσόταν ἀπὸ κάποιον γραμματικὸ καὶ ὑπογραφόταν ἀπὸ μάρτυρες. Δὲν φαίνεται νὰ ζητοῦνταν ἡ συγκατάθεση τῆς Μονῆς καὶ δὲν ὑπογραφόταν τὸ ἀφιερωτήριο ἔγγραφο ἀπὸ ἐκπροσώπους της ὡς μία κοινὴ συμφωνία καὶ ἀποδοχὴ τῶν ὅρων τῆς παραχώρησης. Δὲν ἔχουμε, ὡστόσο, ὑπ’ ὄψη μας κάποια ἔγγραφη βεβαίωση, ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀποδοχῆς τέτοιων προσφορῶν ὑπὸ ὅρους.

Στὸ ἀφιερωτήριο ἔγγραφο τῆς Μαλάμως Παπαδονάτου, ὡστόσο, δὲν διευκρινίζεται μὲ ποιὸ τρόπο οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς θὰ φρόντιζαν γιὰ τὴ διατροφή τῆς ἴδιας καὶ τοῦ συζύγου της.

 

ΙΙ. Τὸ ἀφιερωτήριο τοῦ Θεοδόση ἀπὸ τὴ  Γούρα.

Στὰ 1783 ὁ Θεοδόσης, γιὸς τοῦ παπα – Εὐσταθίου ἀπὸ τὴ Γούρα, ἀφιέρωσε στὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ὅλη του τὴν περιουσία. Ἡ ἀφιέρωση καὶ τούτη τὴ φορὰ ἔγινε μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὅσο θὰ ζοῦσε ὁ ἴδιος θὰ τρεφόταν ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν περιουσιακῶν του στοιχείων καὶ μόνο μετὰ τὸν θάνατό του θὰ ἀνῆκαν ὅλα στὸ Μοναστήρι. Ὁ Θεοδόσης, ὡστόσο, ὅπως βεβαιώνεται στἠν ἴδια μαρτυρία, ἔγινε καὶ μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς παίρνοντας τὸ ὄνομα Θεόκλητος.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου τοῦ Θεοδόση ἀπὸ τὴ Γούρα:

«Γράμμα ἀφιερωτήριον Θεοκλήτου μοναχοῦ [13]

+ Μὲ τὸ παρὸν γράμμα φανηρόνο καὶ ὁμολογῶ ἐγὼ ὁ Θεοδώσης υἱὸς τοῦ ποτὲ παπᾶ Εὐσταθίου [14] ἀπὸ Γούρα ὅτι πῶς ἰδιοθελήτως ἔκραξα τοὺς εὑρεθέντας προεστούς μας καὶ γέροντας καὶ ἀφιέροσα τὸ  ὁσπήτιόν μου ὅς καθὼς εἶναι μὲ ὅλον του τόπον ὅπου ὅριζα εἰς τὸ μοναστήριον τῆς ξενιᾶς τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου ἀκῶμη ἀφηέροσα καὶ ἕνα χωράφιον δέκα κουβέλια [15] ὅπου εἶναι στὴ σημήζη καὶ ἕνα χοράφι εἰς τὴν μόργια [16] ἄλλα δέκα κουβέλια, αὐτὰ τὰ ἀφηέροσα εἰς τὸ μοναστήριον καὶ ἀπὸ τὸ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν ἔχει νὰ ζητήσῃ κανεῖς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μου, ἀλούτε ἐγὼ ἀτός μου ἐξέσκοψα, καὶ ἔχομεν σημφονῆν μὲ τοὺς ἁγίους πατέρας τοῦ μοναστηρίου ὁποὺ νὰ μὴν ἔβγω ἔξω ἀπὸ τὸ ὀσπήτιόν μου νὰ ἀπεθάνω μέσα, ἐπειδὴ καὶ ἔβαλα καὶ ἐγὸ τὴν μετάνιάν μου εἰς τὸ μοναστήριον,[17] καὶ διὰ τὴν ζωοτροφίαν μου ἔχοντας τὰ χοράφια μου ἀφηερομένα καὶ νὰ τὰ  δολεύομεν  ὅσον ζῶ μὲ θέλιμα τῶν πατέρον καὶ τὸ ἠσώδημά τους νὰ τρόγου καὶ νὰ θρέφομε ἀπὸ τὰ χωράφια καὶ ἀπὸ τὴν ζωοτροφίαν μου ἀνίσως καὶ ἀρτηρίσῃ [18] νὰ ἦναι τοῦ μοναστηρίου καὶ νὰ τένομε καὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀκόμη καὶ ἑπτὰ κεφάλια γελάδια ἔχω, τὰ ὁποῖα γελάδια ἔχω νὰ τὰ ὁρίζω ἐγὸ ὁ ἄνοθεν Θεοδώσης ὅσον ζῶ νὰ μὴν ἔχῃ νὰ κάμῃ ἄλλος τινὰς καὶ ὁπόταν πεθάνω νὰ ἦναι τὰ γελάδια τοῦ μοναστηρίου ὅσα καὶ ἄν βρεθοῦν καὶ ἄλο ὅτη καὶ ἀνεβρεθῇ μετὰ τὸν θάνατόν μου κινητᾶ καὶ ἀκίνητα νὰ ἦναι ὅλα τοῦ μοναστηρίου καὶ ἡ ἀχηρόνα μου ὁποῦ εἶναι  εἰς τες πιβαδάτικες [19] μαζὺ μὲ τὸ ἀλόνη τὰ ἔχω καὶ αὐτὰ ἀφηερωμένα μαζὺ μὲ τὰ χωράφια μου καὶ διὰ τὸ βέβαιον τῆς ἀληθείας ἔγεινε τὸ παρόν μου γράμμα κατέμπροσθεν τῶν εὑρεθέντων γερόντων καὶ λυπῶν μαρτυρων καὶ ἐδόθη τὸ παρόν μου γράμμα εἰς χεῖρας τῶν πατέρων τῆς ξενιᾶς καὶ ἔστω εἰς βεβέωσιν 1783  δεκεμβρίου 3.

Οἰκονόμου Παναγιότις ἱερεὺς παρόν

Χ΄΄Θεώδορος μαρτηρῶ

Γεωργάκης κιντὸς παρόν

Γιάννης χατζῆ νικάβου παρόν

Αναγνώστης υἱὸς τοῦ Εὐσταθίου Καρβελᾶ παρόν

ἀναστάσης τομαρᾶ παρόν

λάμπρος τομαρᾶ παρόν.»

Στὸ παραπάνω ἀφιερωτήριο ἔγγραφο τοῦ Θεοδόση Παπα-Εὐσταθίου δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις. Τὸ ἀφιερωτήριο συντάχθηκε μὲ τὴ σύμφωνο γνώμη, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ ἀφιερωτής, τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς. Διευκρινίζεται ἀκόμη ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἀφιερωτὴς θὰ καλλιεργεῖ τὰ παραχωρηθέντα κτήματα καὶ θὰ ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ ὑπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεῖα γιὰ νὰ ἐξασφαλίζει γιὰ τὴ διατροφή του, «τὴ ζωοτροφία» του, καὶ ἄν τυχὸν περισσεύει κάτι, «ἀνίσως καὶ ἀρτηρίσῃ», αὐτὸ θὰ εἶναι εἰσόδημα τοῦ Μοναστηριοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεοδόσης θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει στὴ Γούρα καλλιεργῶντας τὰ κτήματά του καὶ ταυτόχρονα θὰ ἦταν καὶ μοναχὸς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Ἔτσι ἡ περιουσία του ἦταν ἔνα εἶδος μετοχιοῦ τοῦ μοναστηριοῦ. Τέτοιου εἴδους «Μετόχια» ὑπῆρχαν πολλά.

Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο φαίνεται ὅτι γινόταν μὲ ὅλες τὶς ἀφιερώσεις μικρῶν περιουσιῶν. Περιέρχονταν στὴν πραγματικὴ κυριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ μετὰ τὸ θάνατο τῶν ἀφιερωτῶν. Ὁ θάνατος ὅμως αὐτὸς, ὅταν ἐπερχόταν, καθὼς οἱ ἀφιερωτὲς ἦταν πάρα πολλοὶ καὶ σκορπισμένοι σὲ διάφορα μέρη, δὲν γνωστοποιοῦνταν ἔγκαιρα καὶ πάντοτε στὸ Μοναστήρι. Ἀλλὰ καὶ ὅταν γνωστοποιοῦνταν δὲν ἔσπευδαν οἱ μοναχοὶ  νὰ διεκδικήσουν ὅ,τι τοὺς ἀνῆκε. Ἔτσι πολλὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς παρέμεναν γιὰ χρόνια ἀνεκμετάλλευτα καὶ λησμονημένα. Οἱ κτηματικὲς αὐτὲς περιουσίες οἱ ὁποῖες παραχωροῦνταν μὲν στὸ Μοναστήρι ἀλλὰ καλλιεργοῦνταν καὶ γινόταν ἡ ἐκμετάλλευσή τους ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἀφιερωτὲς τους μὲ μόνη ἀμοιβὴ νὰ ἔχουν ἐξασφαλισμένη τὴ διατροφή τους εἶχαν περίπου τὴ μορφή μικρῶν μετοχιῶν. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ποὺ τὴν ἐκμετάλλευση αὐτῶν τῶν «μετοχιῶν» τὴν ἀναλάμβαναν κάποιοι καλόγεροι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μονίμως σ’ αὐτὰ, ἔχτιζαν μικρά σπίτια καὶ πολλὲς φορὲς καὶ μικρὲς ἐκκλησίες. Αὐτὰ θεωροῦνταν καὶ ἀντιμετωπίζονταν ὡς προσωπικὲς ἰδιοκτησίες των ἴδιων τῶν μοναχῶν.

 

ΙΙΙ. Διάφορα ἄλλα ἀφιερωτήρια καὶ τίτλοι ἰδιοκτησίας τῆς Ξενιᾶς

Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ παρόμοια ἀφιερωτήρια ἔγγραφα στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἦταν τοποθετημένα στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τυλιγμένα σὲ σχῆμα κυλίνδρου μὲ τὸ κείμενο πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ καὶ δεμένα τὸ καθένα χωριστὰ μὲ μιὰ κορδέλλα. Στὴν πίσω, τὴν ἐξωτερικὴ, πλευρὰ τοῦ ἐγγράφου γραφόταν, γιὰ διευκόλυνση τῆς ταξινόμησής τους καὶ τὴν εὔκολη καὶ γρήγορη ἀναγνώρισή τους, ὁ τίτλος του. Ἔτσι στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ παραπάνω ἀφιερωτηρίου γράμματος τοῦ Θεοδόση ἀπὸ τὴ  Γούρα ἦταν γραμμένη, μὲ τὸ χέρι προφανῶς κάποιου καλόγερου, ἡ ἐπεξήγηση: «Ὁμολογία τοῦ Θεοκλήτου ἀπὸ τὴ γούρα ὁποῦ ἀφυέρουσι τὸ σπίτι του καὶ τὰ χουράφια».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, καταλαβαίνοντας ὅτι τὸ περιεχόμενο τῶν τουρκόφωνων ἤ καὶ ἑλληνόφωνων αὐτῶν ἐγγράφων μποροῦσε νὰ εἶναι πολύτιμο, προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ πείσει τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς νὰ τοῦ τὰ ἐμπιστευθεῖ καὶ νὰ φροντίσει γιὰ τὴν μετάφρασή τους στὴν ἑλληνική, γιὰ τὴν ὁποία μετάφραση μάλιστα εἶχε ἐξασφαλίσει καὶ τὴν ἀπαιτούμενη δαπάνη, ἀλλὰ στάθηκε ἀδύνατον. Ἔτσι ἀρκέστηκε μόνο στὸ νὰ καταγράψει τοὺς τίτλους των καὶ αὐτοὶ νὰ φθάσουν ἕως τὶς ἡμέρες μας ἐπειδὴ παράλληλα φρόντισε νὰ δημοσιευθοῦν.

Παραθέτουμε τοὺς τίτλους  ἤ τὶς χαρακτηριστικὲς πληροφορίες μερικῶν τέτοιων ἐγγράφων:[20]

«Ὅτι εἶναι ὁ λογαριασμὸς τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου χρονῶν διακοσίων»

«Ὅτι νὰ μὴ δίδωσι σπέντζαν[21] εἰς τὸν σπαχῆν,[22] οὔτε τὰ ὑπάρχοντά των νὰ ἐξουσιάζωνται παρά τινος ἄλλου, εἰμὴ ἀπὸ τοὺς μοναστηριακούς, φιρμάνι τοῦ Ἁγίου Νικολάου».

«Ἐτοῦτο τὸ φιρμάνι εἶναι χρονῶν 161 Σουλτὰν Ἰμπραήμ».

«Τὸ μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κοκός – μουκατασὶ,[23] ταπὶ εἰς χωρίον Κελλέργια: τοῦ Ἁγίου Σταγῶν δεφτέρ νὰ μὴ γίνηται».

«Φιρμάνι διὰ τὰ ῥεητὰ : 1792 : δεκεμβρίου 18».

«Φιρμάνι τοῦ Σουλτὰν Σουλεϊμὰν 1101.[24]»

«Φιρμάνι ὅπου νὰ μὴν πληρώνουν καισήμι ἡ καλογέλη[25] τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ εἶναι χρονῶν : 104 : – Τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁρισμὸς διὰ τοὺς καλογέρους».

«Χουτζέτι ἀπὸ τὸν ἰσούφη τὸν γραμματικόν Τζήκα ἀπὸ τοὺς Κοκκοτοὺς ἀποκριθήκαμε εἰς τὸν Ἀρμερό. Χουτζέτι τοῦ Ἰσούφαγα γραμματικοῦ Τζήκο ἀπὸ τοὺς Κοκκοτοὺς ἀποκριθήκαμε εἰς τὸν Ἀρμερόν.»

«Χουτζέτι τοῦ 1170[26]»

Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὸ αὐτοῦ τοῦ εἴδους  ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μεμονωμένα μικρὰ σὲ ἔκταση χωράφια διασκορπισμένα σὲ διάφορες περιοχὲς καὶ σὲ μεγάλες ἀποστάσεις ἀπὸ τὸ Μοναστήρι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφυλάσσονται ἄθικτη κυρίως ὅταν, ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, ὁ ἀφιερωτὴς ἔπαυε νὰ ὑπάρχει στὴ ζωή.

Ἡ πλήρης ἀξιοποίησή τους καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν αὐτοπρόσωπη παρουσία καὶ ἐπιστασία τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἡ καταπάτησή τους ἀπὸ τοὺς κατόχους τῶν γειτονικῶν κτημάτων, ἰδίως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ δωρεοδότη, ἦταν εὔκολη.

Μόνο τὸ αἴσθημα τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸ Θεῖο, πρὸς κάθε «βακούφ’κο», σ’ ὅποιους καὶ ἐὰν τὸ αἴσθημα  αὐτὸ ὑπῆρχε, παρεῖχε κάποια ἐγγύηση. Ἦταν, λοιπόν, φυσικὸ οἱ καλόγεροι, ὕστερα ἀπὸ χρόνια νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐλέγξουν τὴν κατάσταση. Ἔτσι στηρίζονταν στὸ «φόβο θεοῦ» τῶν χριστιανῶν. Ἡ γενικὴ αὐτὴ αἴσθηση ὅλων ὁδήγησε τὸ λαὸ στὴ δημιουργία τῆς λαϊκῆς ρήσης «ὁ φόβος φυλάει τὰ ἔρημα».

Μιὰ τέτοια κατάσταση καὶ ἕνα τέτοιο αἴσθημα στὸ λαὸ δικαιολογοῦσε καὶ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας καταδίκης, τῆς θείας τιμωρίας, τῆς κολάσεως,  τοῦ αἰωνίου πυρὸς, τῆς ἀγχόνης τοῦ Ἰούδα κ.τ.λ. ποὺ εἴδαμε παραπάνω,

Ἡ κτηματικὴ περιουσία ὅμως τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν ἀποτελέστηκε μόνο ἀπὸ τέτοιες δωρεές. Τὸ μεγαλύτερο μέρος της ἀποκτήθηκε μὲ ἀγορὲς.

 

IV. Ἡ ἀγορὰ παραθαλάσσιας ἔκτασης στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης.

Στὰ 1783, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σούρπης, μιὰ παραθαλάσσια ἔκταση μὲ τὴν ὀνομασία «Σένεζ», στὴν τιμὴ τῶν 2.000 γροσίων.

Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ κάποια ἔκταση στὴ σημερινὴ τοποθεσία «Νηές» τῆς Σούρπης. Εἶναι ὅμως δύσκολο νὰ καθορισθεῖ σήμερα ἡ ἀκριβὴς τοποθεσία της, γιατί στὸ σχετικὸ πωλητήριο ἔγγραφο, ποὺ ἔχουμε ὑπόψη μας καὶ τὸ δημοσιεύουμε στὴ συνέχεια, δὲν δίνονται σαφεῖς περιγραφικὲς καὶ ὁριοθετικὲς λεπτομέρειες.

Ἡ ἔκταση ποὺ πουλοῦσαν οἱ Σουρπιῶτες στὸ Μοναστήρι ἀνῆκε πρὶν, ἄγνωστο μὲ ποιὰ διαδικασία καὶ ἀπὸ πότε, στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ τοῦ Δρυμῶνα.

Ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς Σούρπης στὴν πώληση ἦταν δύο δημογέροντες τοῦ χωριοῦ ὁ «Ἀναγνώστης» καὶ ὁ «Κονόμο». Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, πού, ὡς ἐκπρόσωποί της ὑπέγραψαν τὴ συγκεκριμένη συμβολαιογραφικὴ πράξη πώλησης καὶ ἀγορᾶς, δὲν ἀναφέρονται ὀνομαστικὰ στὸ πωλητήριο ἔγγραφο. Τὸ συγκεκριμένο ἔγγραφο δὲν τὸ ὑπογράφουν οὔτε οἱ πωλητὲς οὔτε οἱ ἀγοραστὲς παρὰ μόνο ὁ βοεβόδας τῆς περιφέρειας Ἁλμυρού (Ἐρμιγιέ),[27] ὁ  Ἐλχάτζ Μαχμοὺτ.

Ἴσως ἀκριβῶς γιὰ τὶς παραλείψεις αὐτὲς νὰ θεωρήθηκε ἄκυρο, ἄν δὲν ἦταν ἕνα εἶδος προσυμφώνου, καὶ γι’ αὐτό, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ξανασυντάχθηκε ἀργότερα.

 

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου:

«Μὲ τὸ παρὸν ἔγγραφον γίνεται γνωστὸν ὅτι: Τὸ χίλια ἑκατὸν ἐνενήντα ὀκτὼ[28] οἱ χριστιανοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Σούρ […], [29]  ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μισθωμένα κατ’  ἀποκοπὴν χωριὰ Κοκὸς [30] καὶ μάλιστα οἱ δημογέροντές τους «Ἀναγνώστης» καὶ «Κονόμο» πούλησαν τὸν τόπο ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Σένεζ» καὶ ποὺ εἶχαν ἀγοράσει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τοῦ «Δρυμῶν», τὸ χωράφι, τὸ δάσος καὶ τὸ «νταλιάνι»[31] μὲ τὰ ἐξαρτήματά τους, συνορευόμενα ἀπὸ τὴ βάση τῆς βρύσης Ἁγίας Τριάδας, τὸ ρέμα «Κόκκινο-βιρο» μέχρι τὴν ὄχθη τῆς θάλασσας, μὲ σωρὸ ἅλατος καλυμμένο μὲ χῶμα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ πέλαγος, ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὰ σύνορα τῶν πωλητῶν[32] μοναχῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὰ σύνορα τοῦ χωριοῦ Σούρμπι ἔναντι δύο χιλιάδων γροσίων, μὲ ἄδεια τοῦ ἰδιοκτήτη γαιῶν[33] καὶ ἀφοῦ κατέβαλαν τὸ φόρο γῆς.

Τὸ παρὸν ἔγγραφο δόθηκε στοὺς προαναφερθέντας μοναχοὺς γιὰ νὰ κατέχουν τὸν τόπο ποὺ εἰπώθηκε μὲ τὰ εἰρημένα σύνορα ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ καταβάλλουν κάθε ἔτος τὴ νόμιμη δεκάτη στὸ κυβερνητικὸ ταμεῖο. Νὰ μὴν ἀναμιχθῆ κανένας ἄλλος.

Ἐλχάτζ (προσκυνητὴς) Μαχμοὺτ, βοεβόδας

τοῦ Κόκος,[34] Ἐρμιγιέ[35]».

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο ἦταν γραμμένο στὴν τουρκικὴ γλώσσα καὶ παρέμεινε ἀμετάφραστο στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ μέχρι τὸ 1986, ὁπότε, σύμφωνα μὲ τὴν  ἐπισημείωση ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτό, μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν δικηγόρο Ἀντώνιο Γρ. Γρηγοριάδη:

«Βεβαιοῦται συμφώνως τῷ ἄρθρῳ 53 τοῦ  κώδικος περὶ δικηγόρων ὅτι ἡ παροῦσα μετάφρασις ἀφορᾷ εἰς τὸ συνημμένο τουρκιστὶ συντεταγμένο ἔγγραφον.

Ἐν  Θεσσαλονίκῃ τῇ 4-1-1986,

ὁ  μεταφράσας δικηγόρος  Ἀντώνιος Γρ. Γρηγοριάδης.»

 

V. Ἀφιερωτήριο τῆς Μορφίας, συζύγου τοῦ Ἠλία Κανέλλου.

Στὰ 1789 ἡ Μορφία, σύζυγος τοῦ Ἠλία Κανέλλου, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, ἀφιέρωσε κτηματικὴ περιουσία στὴν «ἁγία εἰκόνα» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, βάζοντας καὶ αὐτὴ κάποιους ὅρους ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν διατροφή της.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου της:[36]

«1789 απριλλίου 10 Λεβαδεία.

Διὰ τοῦ παρόντος γίνεται δῆλον τοῖς πᾶσι, πὼς ἐγώ ἡ μορφία ἡ γυνή τοῦ μακαρίτου ἡλία κανέλου ἀφιερώνω με Ἰδίαν μου, και προαίρεσιν εἰς τὴν ἁγίαν εἰκὀνα τῆς παναγίας ὀνομαζομένης Ξενιᾶς[37] το ὀσπίτι μου το μισόν ὁποῦ ἦτον τοῦ μακαρίτου τοῦ παιδίου μου τοῦ ἀγγελάκη, και το ἀμπέλι το πατρικόν τοῦ παιδίου μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀμπέλι ἔχει νά δώση το μοναστήρι δύο στρέμματα τοῦ γαμπροῦ μου τοῦ κωνσταντῆ, καί τὸ ἄλλο ὅσον καὶ ἄν εἶναι τῆς παναγίας ἀφιέρωμα τῆς Ξενιᾶς. καί ἀπὸ τώρα καί εἰς τό ἑξῆς νά εἶναι Ἴδιοι νοικοκυραῖοι οἱ πατέρες τῆς παναγίας να κάμουν ὅπως θέλουσι καί ἀγαποῦσι αὐτό τό ὀσπῆτι τό ἀφιέρωμα τοῦ παιδίου μου, καί τό ἀμπέλι του. καί ἐγώ, καί οἱ   θηγατέρες μου, καὶ ὅποιος ἄλλος συγγενής μου νά εἴμεσθεν ἀπόξενοι ἀπό τό  πρᾶγμα αὐτό, και νά τό ὁρίζη τό μοναστήρι, ως  ἐδικόν του πρᾶγμα. καί ὅποιος ἐναντιωθῆ εἰς αὐτό ἐδικός μου, ἤ ἄντρας εἶναι, ἤ γυναῖκα, νά ἔχη ἀντίδικον αὐτήν τήν κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον εἰς ὅλην του τήν ζωήν καί ἐδῶ καί εἰς τήν ἄλλην τήν μέλλουσαν ζωήν παιδεύοντες καί τιμωροῦντες αὐτόν. ὁ μονογεννής αὐτῆς εἰός μετὰ τῶν ἐν τῆ ἀριστερᾶ. οἱ δέ πατέρες της παναγἰας νά ἔχουν νά μοῦ δίδουν καί ἐμένα τόν καθ’ ἕκαστον χρόνον διά ζωοτροφίαν, ἄν ζήσω, δέκα κοιλά σιτάρι, καί δεκαπέντε ὀκάδες τυρί, καί πέντε ὀκάδες βούτυρον, καί δέκα ὀκάδες λάδι. ὅθεν διά τό βέβαιον τῆς ἀληθείας   δέδωκα τό παρόν μου βεβαιωτικόν γράμμα τῶ ἁγίω ἀρχιμανδρίτη τῆς παναγίας κύρ ἀμβροσίω ἐνώπιον τῶν ὑποκάτωθεν         γεγραμμένων μαρτύρων εἰς ἔνδειξιν καὶ ἀσφάλειαν:

Μορφία βεβεώνο τα ἄνωθεν διαχειρός ἐμοῦ Λουκᾶ παπάευσταθείου καί διααυτοίς μαρτηρό

Ἀρχιμανδρίτης αθανα καί επήτροπο …(δυσανάγνωστες δύο λέξεις) βεβεώνο, (στο ἀριστερό περιθώριο τώρα):  Χαντζί Ζίσιμος, μαρτιρῶ: σταθης μανολα μαρτηρο, γιανανης μπερτελις μαρτιρω»

 

Ἡ  Μορφία, χήρα Ἠλία Κανέλου, γίνεται στὸ ἀφιερωτήριό της περισσότερη σαφὴς ὡς πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις της. Ζητάει κάθε χρόνο νὰ τῆς δίνουν  δέκα κοιλὰ σιτάρι (=220 ὀκάδες), δεκαπέντε ὀκάδες τυρί, πέντε ὀκἀδες βούτυρο καὶ δέκα ὀκάδες λάδι.

 

VI. Ἡ ἐπαναγορὰ τῆς παραθαλάσσιας ἔκτασης στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης.

Δέκα χρόνια μετὰ τὴ σύνταξη τοῦ πρώτου πωλητηρίου ἐγγράφου, μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Σούρπης καὶ τῶν καλογέρων τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὰ 1794, ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω, συντάχθηκε ἕνα νέο πωλητήριο ἔγγραφο πάλι μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Σούρπης, ὡς πωλητῶν, καὶ τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὡς ἀγοραστῶν.

Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ δευτέρου αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου δίνεται σαφὴς ἡ ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ πώληση τῆς ἴδιας ἔκτασης. Εἶναι δύσκολο νὰ ἐξηγηθεῖ γιατὶ συντάχθηκε νέο ἔγγραφο μὲ ἀντικείμενο πώλησης τὴν ἴδια πάντοτε ἔκταση. Ἀκυρώθηκε τὸ πρῶτο; Δὲν θεωρήθηκε ἐκεῖνο ἐπίσημο καὶ ἀντικαταστάθηκε; Ἦταν τὸ πρῶτο πωλητήριο ἕνα εἶδος προσυμφώνου τὸ ὁποῖο, γιὰ ἄγνωστους λόγους, ἐπικυρώθηκε ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια;

Ἡ τιμὴ πώλησης, ὡστόσο, εἶναι καὶ πάλι ἡ ἴδια, 2.000 γρόσια. Τὰ ὅρια τῆς πωλούμενης ἔκτασης εἶναι τὰ ἴδια, ἄν καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἀσαφῆ. Ἴσως τὸ πρῶτο ἔγγραφο ἦταν ἕνα εἶδος προσύμφωνου, στὸ ὁποῖο δὲν προσέχτηκαν κάποιες λεπτομέρειες.

Τούτη τὴ δεύτερη φορὰ  ὅμως στὸ πωλητήριο ὑπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες. Ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα τῶν ἐκπροσώπων ἀγοραστῶν καλογέρων καὶ ἀναφέρεται μὲ κάποια σαφήνεια τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκπροσωποῦσαν, κάτι ποὺ δὲν ἀναφερόταν στὸ πρῶτο ἔγγραφο. Οἱ ἀγοραστὲς εἶναι μοναχοὶ τῆς «Μονῆς Κελέρια».

«Μονὴ Κελέρια» ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἡ «Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς», δὲν εἶναι τὸ κανονικό, «παριαρχικὸ καὶ σταυροπηγιακὸ» Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Εἶναι τὸ «Κάτω Μοναστήρι», αὐτὸ ποὺ σὲ ἄλλα ἔγγραφα ἀναφερόταν ὡς «Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου» καὶ ἦταν, ὅπως σαφέστατα εἴδαμε νὰ δηλώνεται καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνεται μὲ πατριαρχικὰ σιγγίλια, μετόχι τοῦ πραγματικοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Θὰ μποροῦσε κάποιος, ἀναζητῶντας τοὺς λόγους τῆς σύνταξης τοῦ δεύτερου αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου, νὰ σκεφθεῖ ὅτι ἴσως ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους νὰ ἦταν καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ σαφὴς  ἀναφορὰ στὴν ὀνομασία τοῦ «Μοναστηριοῦ», ὡς μία ἔγγραφη μαρτυρία καὶ κατοχύρωση κυριαρχικῶν δικαιωμάτων στὴν προσπάθεια ποὺ ἀπὸ χρόνια γινόταν γιὰ τὴν ἀνεξαρτοποίηση τοῦ «Μετοχίου» καὶ τὴν ἀνακήρυξή του σὲ ἰδιαίτερο μοναστήρι.

Ἡ Σούρπη, ποὺ στὴν ἐποχὴ τῆς ἀρχικῆς ἀγορᾶς, στὰ 1783 -1784, ἀνῆκε στὴν περιφέρεια Ἁλμυροῦ, τώρα, στὰ 1794, ἐποχὴ ὑπογραφῆς τοῦ δευτέρου πωλητηρίου, ὑπαγόταν στὴν «Ὑποδιοίκηση Λειβαδιᾶς», ὅπως συμπεραίνεται ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν δύο πωλητηρίων ἐγγράφων.

 

Παραθέτουμε, χωρίς περισσότερα σχόλια, τὸ κείμενο τοῦ δευτέρου αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου:

«Οἱ χριστιανοὶ δημογέροντες Ἀναγνώστης τοῦ παπᾶ Ἰστάθη (Στάθη) καὶ χατζῆ Ἀποστόλης τοῦ Δελῆ Παπᾶ Γιάννη, τοῦ χωριοῦ Σούρμπι, τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μισθωμένα κατ’  ἀποκοπὴν [38] χωριὰ Κοκὸς τῆς ὑποδιοίκησης τῆς Λειβαδιᾶς, πληρεξούσιοι, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἱεροῦ νόμου, ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ μνημονευόμενου χωριοῦ, γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς παρακάτω συμφωνίας καὶ γιὰ ἔκδοση τοῦ τίτλου ἰδιοκτησίας, παρουσιάστηκαν στὸ τιμημένο καὶ ὑποχρεωτικὸ[39] μουσουλμανικὸ συμβούλιο, ἐνώπιον τῶν μοναχῶν κυρ Πάνο καὶ Γιάκο Κύρλο (Κύριλλο) καὶ ἄλλων γνωστῶν ὀνομαστικὰ μοναχῶν τῆς Μονῆς Κελέρια,[40] ἡ ὁποία βρίσκεται πλησίον τοῦ μνημονευόμενου χωριοῦ καὶ ὁμολόγησαν πλήρως καὶ ἐξέθεσαν προφορικὰ, ὡς πληρεξούσιοι, τὰ ἑξῆς:

Μὲ τὴν θέλησή μας καὶ διὰ τοῦ ἰδιοκτήτη γαιῶν,[41] πωλοῦμε καὶ μεταβιβάζομε τὴν κυριότητα τῆς ἔκτασης γῆς, τοῦ δάσους καὶ τοῦ «νταλιάνι»[42] μὲ ὅλα τὰ ἐξαρτήματά τους, τὰ ὁποῖα ἐδῶ καὶ μερικὰ ἔτη βρίσκονταν ὑπὸ τὴν κατοχὴν τῶν κατοίκων τοῦ προμνησθέντος χωριοῦ, στὰ σύνορα τοῦ ἰδίου χωριοῦ καὶ στὴν τοποθεσία «Σένεζ». Αὐτὰ συνορεύουν ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἀπὸ τὴ βάση τῆς βρύσης Ἁγίας Τριάδας, τὸ ρέμα «Κόκκινο – βιρο» μέχρι τὴν ὄχθη τοῦ πελάγους μὲ σωρὸ ἅλατος καλυμμένου μὲ χῶμα,[43] ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ τὸ πέλαγος, ἀπὸ τὴν τρίτη καὶ τέταρτη πλευρὰ μὲ τὰ σύνορα τοῦ μνημονευόμενου χωριοῦ, καὶ πουλήθηκαν ἔναντι δύο χιλιάδων γροσίων στοὺς μοναχοὺς κυρ Πάνο καὶ Γιάκο Κύρλο καὶ σὲ ἄλλους γνωστοὺς ὀνομαστικὰ μοναχοὺς τῆς πιὸ πάνω Μονῆς.

Ὅταν οἱ μοναχοὶ τὰ ἀγόρασαν καὶ ἀποδέχτηκαν καὶ οἱ πληρεξούσιοι τῶν κατοίκων εἰσέπραξαν ὅλο τὸ ποσὸ τῶν δύο χιλιάδων γροσίων, οἱ τελευταῖοι εἶπαν νὰ χορηγηθεῖ ἀπὸ τὸ ἱεροδικεῖο τίτλος ἰδιοκτησίας στοὺς μοναχοὺς, ποὺ  νὰ βεβαιώνει ὅτι στὸ ἑξῆς οἱ προαναφερθέντες κάτοικοι δὲν θὰ ἔχουν καμιὰ σχέση καὶ ἀνάμιξη στὴν ἔκταση γῆς, στὸ δάσος καὶ στὸ «νταλιάνι», τῶν ὁποίων τὰ σύνορα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω.

Ἀφοῦ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὸ ἱεροδικεῖο μετὰ ἀπὸ αἴτηση, συντάχθηκε καὶ παραχωρήθηκε καὶ δόθηκε τὸ παρὸν ἔγγραφον κατοχῆς στοὺς ἐνδιαφερομένους, κατὰ τὰ τέλη τοῦ μήνα Σαμπάν τοῦ ἔτους χίλια διακόσια ἐννιά.[44]

Μάρτυρες ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους οἱ Γιωργάκης τοῦ Λινάρδου, δημογέροντας, Δημητράκης τοῦ Δήμου, δημογέροντας, Νικόλας τοῦ Νάκου, δημογέροντας,  [Φίλο] τοῦ Γιαννάκη».[45]

 

Ὅπως γίνεται φανερὸ ἡ παραπάνω ἔκταση εἶναι τὸ ἐλαιόκτημα (ἤ ἕνα μέρος του) ποὺ κατεῖχε τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης. Τὸ ἐλαιόκτημα αὐτὸ ἀνῆκε πρὶν στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ τοῦ Δρυμῶνα ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ εἶχαν ἀγοράσει οἱ Σουρπιῶτες, ὅπως σημειώνεται στὸ πωλητήριο ποὺ εἶχε συνταχθεῖ στὸ ἔτος 1198 τοῦ τουρκικοῦ ἡμερολογίου.

 

VI. Ἀφιερωτήριο τῆς Σταθοῦς, θυγατέρας παπα – Δημητρίου

Στὰ  1801 παρουσιάζεται ἕνα ἄλλο δωρητήριο ἔγγραφο πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ Σταθοῦ, θυγατέρα τοῦ παπα-Δημητρίου Χρυσικοῦ, ἀπὸ τὴ Γούρα τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, πρόσφερε στὸ Μοναστήρι τὸ μητρικό της σπίτι ποὺ εἶχε στὴ Γούρα.

Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀφιερωτήριο ἔγγραφο:[46]

«δια τοῦ παρόντος γράμματος δῆλον γίνεται, ὅτι ἡ Σταθοῦ θυγάτηρ τοῦ προκεκριμένου Παπᾶ δημητρίου Χρισικοῦ γουριώτου, οὖσα ὕπανδρος ἐνταῦθα εἰς λεβαδείαν, ἐπαῤῥησιάσθη ἐνώπιον τῶν εὐγενεστάτων ἀρχόντων, καί  προεστώτων τῆς πολιτείας ταύτης, συνοδικῶς καὶ ἐξ ἰδίας της βουλῆς καί  προαιρέσεως, ὑπό τε θείου φωτισμοῦ κινηθεῖσα, ἀφιερώνει εἰς τὴν σεβασμίαν μονήν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου,  Ξενιᾶς ἐπονομαζομένην, τὸ μητρικόν της ὀσπήτιον, κείμενον εἰς γούραν, πλησίον εἰς ἐκεῖνο τοῦ κυρίτζη τζάση, ἔχον δύο χωρίσματα ὀντάδων, διὰ νὰ μνημονεύωνται εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας τὰ ὀνόματα τῶν γονέων της παρά τῶν ἐκεῖσε Πατέρων τῆς ἁγίας μονῆς εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἐπί τοιαύτῃ δὲ ἀφιερώσει τῆς ῥηθείσης Σταθοῦς, ἐγένετο τό  παρόν ἀρχιερατικόν γράμμα εἰς δήλωσιν ἀναντίῤῥητον τῆς ἀληθείας, βεβαιωμένον παρ’ αὐτῆς τῆς ἀφιερωσάσης τό αὐτό ὀσπήτιον, ἐπὶ μαρτυρίᾳ ἀξιοπίστῳ τῶν ἀκουσάντων ἀρχόντων καὶ προεστώτων τῆς πολιτείας ταύτης, ἵνα ἔχῃ τό κύρος πρός τούς ἐν γούρᾳ τιμιωτάτους προεστώτας καί προκρίτους, καί εἴη εἰς ἔνδειξιν καί ἀσφάλειαν. – 1801: Ἰανουαρίου 9: λεβαδία.

(σταθοῦ θυγάτηρ παπᾶ δημητρίου Χρισικοῦ γουριώτη βεβαιώνει τά ἄνωθεν διά χειρός ἐμοῦ πέτρου Ιουάννου.

ο λογοθέτης  Ἰωάννης παρών μάρτυς

(Φίλων  Ιωάννου μάρτυς

(νικόλαος νάκου μάρτυς

(Ἰωάννης διλόντογλου (;) μάρτης».

 

Τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀφιερώτρια δὲν βάζει ὅρους. Ἡ ἴδια ἦταν παντρεμένη καὶ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Γούρα ὅπου ὑπῆρχε ἕνα δικό της σπίτι ποὺ τὸ εἶχε κληρονομήσει  ἀπὸ τὴ μητέρα της. Τὸ σπίτι της αὐτό, «ἐξ ἰδίας της βουλῆς καί  προαιρέσεως, ὑπό τε θείου φωτισμοῦ κινηθεῖσα», ἀποφάσισε νὰ τὸ προσφέρει στὴν Παναγία Ξενιά μὲ μόνη ἀπαίτηση «νά μνημονεύωνται εἰς τάς ἱεράς ἀκολουθίας τὰ ὀνόματα τῶν γονέων της παρά τῶν ἐκεῖσε Πατέρων τῆς ἁγίας μονῆς εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Παρόμοια δωρητήρια ἔγγραφα συντάχθηκαν δεκάδες. Ὑπάρχουν πολλὰ ἀκόμα ἀδημοσίευτα. Ἀρκετὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ χάθηκαν.

 

VII. Τὸ τσιφλίκι τῆς Ξενιᾶς «Κελέρι» ἤ «Κελέρια».

Ἕνα πολὺ μεγάλο τμῆμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀποτελοῦσε τὸ «τσιφλίκι» «Κελέρι» ἤ «Κελέρια». Δὲν γίνεται σαφὲς ἀπὸ τὴν ἔρευνα μὲ ποιὸν τρόπο ἀποκτήθηκε.

Ὁ Εὐστὰθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, σὲ σχετικὸ δημοσίευμά του στὸ περιοδικὸ ποὺ ἐξέδιδε ὁ ἴδιος μὲ τίτλο «Ἀχιλληὶς», μᾶς βεβαιώνει ὅτι «Τὸ Κελέριον ἠγοράσθη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῇ 27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240», χωρὶς νὰ μᾶς δώσει ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα. Κάποιο σχετικὸ ἔγγραφο δὲν βρέθηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ὁ Καλτσέτας πιθανόν, ὡς δικαστικὸς κλητήρας, σὲ κάποια ὑπηρεσιακή του ἀποστολὴ νὰ εἶχε ἰδεῖ τὸ ἔγγραφο, ἀφοῦ μᾶς δίνει τὰ σαφῆ στοιχεῖα τῆς χρονολογίας ἀγορᾶς.

Ἡ 27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240 τοῦ τουρκικοῦ ἡμερολογίου, κατὰ τὴν ὁποία «τὸ Κελέριον ἠγοράσθη», ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν 19 Ὀκτωβρίου 1824 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δὲν ἀναφέρει κάτι σχετικὸ μὲ τὸ παραπάνω ἔγγραφο. Ἔχει δημοσιεύσει ὅμως κάποιες ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα στὴν ἐργασία του «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς»,[47] τὶς ὁποῖες θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ μαζί μὲ δικά μας σχόλια, προκειμένου νὰ διευκρινισθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα τὸ θέμα.

Τὸ θέμα τῆς ἀπόκτησης τῶν κτημάτων  στὸ «Κελέρι» ἤ «Κελέρια» συνδέεται μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία τῶν δύο ἀλληλοδιαδόχων μοναστηριακῶν ὑποστάσεων ποὺ εἶχε τὸ πρῶτο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὴν πρώτη στὴ  θέση «Λάκα Παναγιὰ» καὶ τὴ δεύτερη στὴ θέση «Κουκλιὰς» ἤ «Βατὰ» τῆς περιοχῆς τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου.

Γράφει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ παραπάνω δημοσίευμά του: «Αἱ κτηματικαὶ περιφέρειαι ἀμφοτέρων τῶν μονῶν ἐν τῷ Δήμῳ Πτελεατῶν,[48] ἤτοι τῆς παρὰ τὸ Ἀχίλλειον[49] καὶ τῆς ἐν τῇ θέσει Βατοῖς  κειμένης κατέχονται νῦν ὑπὸ τῶν Σχοινέων καὶ τοῦ Δ. Μπενέκου,[50] οἵτινες τῷ 1827 ἐδάνεισαν τῷ ἡγουμένῳ τῆς Ξενιᾶς Κυρίλλῳ καὶ τοῖς ἄλλοις πατράσι χρηματικόν τι ποσόν, ἄδηλον ἡμῖν, ὅπως συμπληρωθῇ τὸ διὰ τὴν ἀγορὰν τοῦ νῦν Μετοχίου τῆς Ξενιᾶς Κελλερίου ἀναγκαῖον χρηματικὸν ποσόν. Πρὸς ἀσφάλειαν δὲ τοῦ δανειστοῦ γέροντος Σχοινᾶ ὑποθήκευσαν οἱ πατέρες τὰ ἐν Βατοῖς καὶ Ἀχιλλείῳ κτήματα τῆς Μονῆς, ὡς καὶ τὰ ἐν ταῖς θέσεσι Κουκουλιοὺς[51] κ.τ.λ.  Ἀλλ’ οὗτος ἐν ἔτει 1830, ἐπὶ Κυβερνήτου, συνενοηθεὶς μετὰ τοῦ ἱεροδιακόνου τῆς Μονῆς Δαμασκηνοῦ συνέταξεν ἔγγραφα, ὡς λέγουσιν οἱ πατέρες, ἐξ ὧν ἐνεφαίνετο ὅτι ὁ μὲν ἱεροδιάκονος, ὡς πληρεξούσιος τῆς Μονῆς, ἐπώλησε τὰ κτήματα ταῦτα ἀπέναντι ὀφειλῆς πρὸς τὸν γέροντα Σχοινᾶν, οὗτος δέ, ὅτι ἠγόρασε ταῦτα καὶ ἑπομένως ἐξοφλεῖ τὴν κατ’ αὐτῶν ἀπαίτησιν αὑτοῦ».

Μὲ τὸ ἴδιο θέμα σχετίζεται καὶ μία «ἐνθύμηση», γραμμένη σ’ ἕνα χαρτὶ ἐπικολλημένο στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς παλαιοῦ βιβλίου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ποὺ τὴν ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Ἄν καὶ τὸ περιεχόμενό της τὸ  παρουσιάζουμε καὶ στὸ κεφάλαιο  «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μὲ «ἐνθυμήσεις»», γιὰ τὴν πληρέστερη κατατόπιση τῶν ἀναγνωστῶν μας τὸ ξαναπαρουσιάζουμε καὶ ἐδῶ ὀρθογραφημένο:

«Τὸ συμβούλιον τῶν  Μονῶν Ξενιᾶς, οἱ ὑποφαινόμενοι συνασκούμενοι πατέρες τῶν Μονῶν Ξενιᾶς  πιστοποιοῦμεν ὅτι διὰ μερικὰ κτἠματα ὁποὺ εἴχαμε τῆς Μονῆς μας κείμενα εἰς χωρίον Χαμάκου ἡγουμενεύων Κύριλλος Ἱερομόναχος καὶ μὴν ἔχοντας τὸ Μοναστήριον δύναμιν ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσεις καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔξοδα ἔκαμεν κίνημα καὶ ἐπούλησε τὰ εἰρημένα κτἠματα ἄνευ τοῦ συμβουλίου διὰ γρόσια τουρκικὰ 1000 ἤτοι χίλια. Καὶ διὰ τοῦτο Σήμερον ὅλοι ὁμοφώνως ἱερομόναχοι καὶ μοναχοὶ ἀρνοῦμεν τὸ πωλητήριον εἰς τὸν ἀγοραστὴν κ. Ἰωάννην Σχοινᾶν καὶ ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μένουν πάλι εἰς τὴν κατοχὴν τῶν πατέρων καὶ ὅσοι ἤθελον ὑπάρξουν εἰς  τὸ μοναστήριον καὶ ἄν θελήσῃ καὶ ἔβγῃ εἰς κριτήριον ὁ κύριος  Ἰωάννης νὰ ἔχουν οἱ πατέρες  ἰσχὺν  διὰ νὰ παρουσιαστοῦν καὶ εἰποῦν τὸ τοκύρι τους καὶ ὑποφαινόμεθα 1842 (;) ἀπριλίου 20 οἱ ὑποφαινόμενοι πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη  ὅλα τὰ παραπάνω νομίζουμε ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀπόκτησης τοῦ ἀγροκτήματος «Κελέρια» ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς πρέπει νὰ ἐξελίχτηκε ὡς ἑξῆς:

Τὸ Μοναστήρι ἀγόρασε τὸ «τσιφλίκι» (ἀγρόκτημα) «Κελέρια» στὶς  19 Ὀκτωβρίου 1824 (27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240). Προηγουμένως πρέπει νὰ ἀνῆκε σὲ κάποιον Τοῦρκο. Θεωροῦμε  ὡς πολὺ πιθανὸν νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ τσιφλίκια ποὺ εἶχε ὁ Βελῆ Πασᾶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὰ ὁποῖα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ἐκποιήθηκαν ἀπὸ τὸ τουρκικὸ κράτος.[52]

Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν πληρώθηκε ὅλο τὸ ποσὸ τῆς τιμῆς «τοῖς μετρητοῖς» ἀλλὰ μὲ δόσεις. Ἦταν δύσκολες οἱ περιστάσεις καὶ πολλὰ τὰ ἔξοδα τοῦ Μοναστηριοῦ. «Μὴν ἔχοντας τὸ Μοναστήριον δύναμιν ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσεις καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔξοδα», ὅπως λέει ἡ «ἐνθύμηση».  Ἔτσι τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ ἐξοικονομήσει τὸ χρηματικὸ ποσὸ ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴν ἀγορὰ αὐτὴ ἀναγκάστηκε, κατὰ τὸ 1827, νὰ πάρει δάνειο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Σχοινᾶ, κάτοικο τῆς Χαμάκως. Ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς, ἐξ ἄλλου, διατηροῦσε συνεχῶς οἰκονομικὲς σχέσεις μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι παρουσιάζεται ὡς ἐνοικιαστὴς ἑνός ἀμπελιοῦ τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

Στὴν περιοχὴ τῆς Χαμάκως βρίσκονταν τὰ κτήματα ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μετὰ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτό, καὶ τὴν ἔνταξη στὸ δυναμικό του, τῶν  μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς». Ἔτσι ὁ Σχοινᾶς δάνεισε στοὺς καλογέρους τὸ ποσὸ ποὺ τοῦ ζήτησαν ζητῶντας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ βάλουν ὡς ἐνέχυρο τοῦ δανείου τὰ κτήματα τῆς Χαμάκως. Οἱ καλόγεροι δέχτηκαν καὶ ἔτσι μπόρεσαν καὶ ἀπόκτησαν τὸ τσιφλίκι «Κελέρια».

Τὴν σύναψη ὅμως αὐτὴ τοῦ δανείου μὲ τὸν Σχοινᾶ τὴν ὑπόγραψε ὁ «ἡγουμενεύων» τότε στὸ μοναστήρι ἱερομόναχος Κύριλλος, χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη συγκατάθεση καὶ ὁμοφωνία τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου: «ἔκαμεν κἰνημα καὶ ἐπούλησε τὰ εἰρημένα κτήματα ἄνευ τοῦ συμβουλίου διὰ γρόσια τουρκικὰ 1000, ἤτοι χίλια».

Ἔτσι ἐκεῖνοι οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, οἱ ὁποῖοι δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὴν πρωτοβουλία αὐτὴ τοῦ «ἡγουμενεύοντος Κυρίλλου», συγκεντρώθηκαν προκειμένου νὰ τὴν ἀκυρώσουν.

Λέει χαρακτηριστικὰ ἡ «ἐνθύμηση», ὅπως τὴν παραθέσαμε ὀρθογραφημένη : «Σήμερον ὅλοι ὁμοφώνως ἱερομόναχοι καὶ μοναχοὶ ἀ(ρ)νοῦμεν (= ἀκυρώνουμε, ἀρνούμεθα) τὸ πωλητήριον εἰς τὸν ἀγοραστὴν κ. Ἰωάννην Σχοινᾶν καὶ ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μένουν πάλι εἰς τὴν κατοχὴν τῶν πατέρων καὶ ὅσοι ἤθελον ὑπάρξει εἰς  τὸ μοναστήριον καὶ ἄν θελήσῃ καὶ ἔβγῃ εἰς κριτήριον ὁ κύριος  Ἰωάννης νὰ ἔχουν οἱ πατέρες  ἰσχὺν  διὰ νὰ παρουσιαστοῦν καὶ νὰ εἰποῦν  τὸ «τοκύρι» τους (= τὴν κυριότητά τους» καὶ ὑποφαινόμεθα 1842 (;) ἀπριλίου 20 οἱ ὑποφαινόμενοι πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

Συμφώνησαν, λοιπόν, οἱ καλόγεροι «τῶν Μονῶν Ξενιᾶς» «ὁμοφώνως» γιὰ τὰ παραπάνω. Τὸ «τῶν Μονῶν Ξενιᾶς» δηλώνει ἀσφαλῶς ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει τὸ καθεστὼς τῶν δύο ὁμάδων καλογέρων, μιᾶς ποὺ ἐγκαταβίωνε στὸ «Πάνω Μοναστήρι» καὶ μιᾶς ποὺ εἶχε μετακομίσει στὸ «Κάτω». Στὸ συμφωνητικό, ὡστόσο, ποὺ φαίνεται νὰ ὑπέγραψαν οἱ δύο χωριστές, κατὰ τὰ ἄλλα, αὐτὲς ὁμάδες παρουσιάζονται ὄχι μόνο νὰ συμφωνοῦν στὴν ἀκύρωση τῆς πώλησης τῶν κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπόσχονται ὅτι καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ Σχοινᾶς  θὰ διεκδικοῦσε δικαστικῶς τὰ κτήματα αὐτά, νὰ παρουσιαστοῦν στὸ δικαστήριο καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν κυριότητά τους ἐπὶ αὐτῶν: «νὰ εἰποῦν τὸ  τοκύρι τους».

Τὰ παραπάνω ἔγιναν φυσικὰ μετὰ τὴν ὁριστικὴ παραχώρηση τῶν ὑποθηκευμένων κτημάτων. Δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς συγκεντρώθηκαν οἱ καλόγεροι γιὰ τὴν ὁμόφωνη αὐτὴ ἀντίδρασή τους. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ποὺ εἶδε τὴν «ἐνθύμηση» θέτει ὡς πιθανόν τὸ ἔτος 1842, βάζοντας τὸ ἐρωτηματικό, 1842(;).

Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι βέβαιο, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ὁ Σχοινᾶς ἔγινε τελικὰ ἰδιοκτήτης τῶν κτημάτων αὐτῶν στὸν «Κουκλιᾶ», γιατί, πολὺ νωρίτερα, εἶχε φροντίσει νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν ἀδυναμία τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ ἐξοφλήσει τὸ πρὸς αὐτὸν χρέος του, ἤ ἴσως τὴν χαλάρωση τῆς  διοίκησής του καὶ τὴν ἰδιοτέλεια κάποιων μοναχῶν, καὶ νὰ μετατρέψει τὴν «ὑποθήκη» ἑνός χρέους χιλίων γροσίων σὲ ὁριστικὴ πώληση ἑνὸς τεράστιου δασοκτήματος (κατὰ ἕνα μέρος τοῦ ἐλαιοκτήματος) τοῦ «Κουκλιᾶ»[53] καὶ πολλῶν ἄλλων κτημάτων, ποὺ κάποτε ἀνῆκαν στὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὅλα τὰ παραπάνω γράφοντας: «Ἀλλ’ οὗτος (ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς) ἐν ἔτει 1830, ἐπὶ Κυβερνήτου, συνενοηθεὶς μετὰ τοῦ ἱεροδιακόνου τῆς Μονῆς Δαμασκηνοῦ συνέταξεν ἔγγραφα, ὡς λέγουσιν οἱ πατέρες, ἐξ ὧν ἐνεφαίνετο ὅτι ὁ μὲν ἱεροδιάκονος, ὡς πληρεξούσιος τῆς Μονῆς, ἐπώλησε τὰ κτήματα ταῦτα ἀπέναντι ὀφειλῆς πρὸς τὸν γέροντα Σχοινᾶν, οὗτος δέ, ὅτι ἠγόρασε ταῦτα καὶ ἑπομένως ἐξοφλεῖ τὴν κατ’ αὐτῶν ἀπαίτησιν αὑτοῦ».

 

Ἡ κατά τὸν παραπάνω τρόπο ἀποκτηθεῖσα κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὰ «Κελέρια» ἦταν πολὺ σημαντικῆς ἀξίας. Ἔτσι στὰ νεότερα χρόνια τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ὅταν δημιουργήθηκε τὸ πρόβλημα τῆς κατάργησης τῶν μεγάλων τσιφλικιῶν τῆς Θεσσαλίας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἀκτημόνων γεωργῶν, κάποιοι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν καὶ γιὰ ἀπαλλοτρίωση τῆς μοναστηριακῆς  περιουσίας τῆς Ξενιᾶς στὰ «Κελέρια». Τὸ θέμα ἀρχικὰ ἀποσοβήθηκε. Ὡστόσο στὰ 1932 τέθηκε καὶ πάλι τὸ θἐμα πρὸς   συζήτηση στὴ γενικότερη θεώρηση γιὰ τὴν ἀποδοτικότερη, γιὰ τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία, ἀξιοποίηση τῶν μοναστηριακῶν περιουσιῶν.

Στὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς στάλθηκε διαταγὴ νὰ ὑποδείξει μόνο του ποιὸ μέρος τῆς περιουσίας του ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκποιηθεῖ καὶ ποιὸ ὄχι. Ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ἐκποίηση κάποιας περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἀπέβλεπε εἰδικὰ στὴν οἰκειοθελῆ ὑπόδειξη ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ κτήματος τῶν «Κελερίων» ὡς ἐκποιητέου, προκειμένου ὡς ἕνα εἶδος συμβιβαστικῆς λύσης καὶ μετριασμοῦ τῶν ἀντιδράσεων νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ ἐλαιώνας στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης ὡς διατηρητέου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Ξενιᾶς ἦταν ἀρνητικὴ, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σχετικοῦ «Πρακτικοῦ» του:

«Ἀριθμὸς Πράξεως 343

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ἀποτελούμενον ἐκ τοῦ Γαβριὴλ Ἀντ. Κοκωτσάκη, ἡγουμένου, καὶ τῶν Γαβριὴλ Μιχαλοπούλου καὶ Κυρίλλου Χαραλάμπους, συμβούλων,

Συνελθὸν σήμερον τῇ 12ῃ Σεπτεμβρίου, ἡμέρᾳ Δευτέρᾳ καὶ ὥρᾳ 9ῃ π. μ. τοῦ 1932 ἔτους ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς ὅπως ἀποφασίσῃ ἐπὶ τῆς ὑποδείξεως τῆς διατηρητέας καὶ ἐκποιητέας περιουσίας τῆς ὡς εἴρηται Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ μελετῆσαν τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας, τὰς σχετικὰς κανονικὰς διατάξεις  τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν περὶ τοῦ ἀναπαλλοτριώτου τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, τὰ διάφορα ἔγγραφα ἐξ ὧν ἐμφαίνεται ὅτι οἱ διάφοροι δωρηταὶ ἐδώρισαν  εἰς τὸ διηνεκὲς δι’ ὡρισμένον σκοπὸν τσιφλίκια καὶ ἄλλα κτήματα πρὸς συντήρησιν τῶν ἀδελφῶν καὶ ὑπηρετῶν τῆς Μονῆς καὶ χάριν τῆς φιλοξενίας τῶν διερχομένων ξένων, μελετῆσαν καὶ τὸ 19ον ἄρθρον τοῦ Συντάγματος τοῦ 1927 ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὸ ἄρθρον 119 τοῦ αὐτοῦ Συντάγματος,

Ἐπειδὴ ἕνεκα τῶν ἀνωτέρω  Ἱερῶν Κανόνων, Κανονικῶν Διατάξεων Συντάγματος καὶ νόμων τοῦ Κράτους ἀπαγορεύεται ἠ ἀπαλλοτρίωσις μοναστηριακῶν κτημάτων ἄνευ ἱκανοποιητικῆς τοῦ ἰδιοκτήτου ἀποζημιώσεως καὶ ἐπειδὴ ἡ ἑρμηνεία ἡ διδομένη ὑπό τινων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ ἀπαλλοτρίωσις πρὸς μεῖζον ὄφελος εἶναι οὐχὶ σοβαρὰ ἐφεύρεσις πρὸς κάλυψιν νομικῶν καὶ κανονικῶν παραβάσεων καὶ ἐπειδὴ ὑπὸ τὰς παρούσας περιστάσεις καὶ ἡ αἰτιολογία τῆς μείζονος ὠφελείας ἔτι μᾶλλον καταπίπτει καθόσον εὑρίσκονται ὑπὸ ἐκποίησιν πάντα τὰ τουρκικὰ κτήματα καὶ πᾶς ὁ βουλόμενος νὰ ἀγοράσῃ κτήματα εὑρίσκει τοιαῦτα εἰς εὐτελῆ τιμὴν καὶ ἐπειδὴ ἕνεκα τῆς στενότητος τοῦ χρήματος καὶ τῆς πληθώρας τῶν τουρκικῶν κτημάτων τὰ μοναστηριακὰ κτήματα ἐκποιούμενα μικρὰν ὠφέλειαν δύνανται νὰ προσπορίσωσιν εἰς τὴν Μονὴν, καθ’ ἅ δὲ ἀκριβῶς γιγνώσκομεν καὶ τὰ ἐκ τῆς ἐκποιήσεως προελθόντα διάφορα χρηματικὰ ποσὰ ἕνεκα τῆς πτώσεως τῆς δραχμῆς ἠλαττώθησαν εἰς τὸ ἥμισυ, ὡς συνέβη καὶ εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς ζημιωθεῖσαν μεγάλως ἐκ τῆς ἀναγκαστικῆς ἀπαλλοτριώσεως τῆς μεγάλης αὐτῆς παρὰ τὴν Σούρπην καὶ τῶν Κελερίων κτημάτων.

Ἀποφαίνεται

ὅτι κύριον καὶ κάτοχον τῆς μοναστηριακῆς ἰδιοκτησίας καὶ  τηρητὴς καὶ φύλαξ αὐτῆς κατὰ τὸ θεῖον καὶ ἀνθρώπινον δίκαιον εἶναι ὁλόκληρος ἡ ἀδελφότης τῆς Μονῆς ἐκπροσωπουμένη ὑπὸ τῆς μοναστηριακῆς ἀρχῆς ἀπαρτιζομένης ἐκ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου καὶ ὅτι αὕτη ἐκουσίως ὡς φύλαξ εἰς οὐδεμίαν δύναται  νὰ προβῇ πρᾶξιν ἐκποιήσεως τῆς μοναστηριακῆς ἰδιοκτησίας  ἐπιφυλασσόμενον ἐν καιρῷ νὰ διεκδικήσῃ τὰ δίκαια τῆς Μονῆς προσβαλλόμενα.

Ἄν δὲ ἐκ τῶν ἐσόδων τῆς Μονῆς ὑπάρχουσι περισσεύματα ἡ Μονὴ εἶναι πρόθυμος ὡς πάντοτε νὰ διαθέτῃ ταῦτα ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος συντηροῦσα ἱερατικὰς σχολὰς καὶ ἄλλα ἀγαθοεργὰ καθιδρύματα σύμφωνα πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἄλλως τὸ Κράτος ἔχει τὴν ἰσχὺν καὶ δύναται ἔναντι τῶν ἀόπλων μοναχῶν νὰ διατάξῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλει καὶ βούλεται.

Τὸ Συμβούλιον ὡς φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῆς ἰδιοκτησίας τῆς Μονῆς δὲν δύναται οὐδὲν νὰ ἐκποιήσῃ οὔτε νὰ προβῇ εἰς ὑπόδειξιν τῆς διατηρητέας καὶ ἐκποιητέας ἰδιοκτησίας τῆς Μονῆς, φρονοῦν ὅτι πᾶσα ἡ περιουσία πρέπει νὰ διατηρηθῇ καὶ ὅτι ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ δύναται νὰ προβῇ εἰς ρευστοποίησιν αὐτῆς φρονοῦν ὅτι οἱ  Νόμοι εἶναι ἀνθρώπινα ἐντάλματα καὶ ὅτι πρέπει νὰ πειθαρχῇ εἰς τὸ θεῖον δίκαιον.

Εὐπειθέστατον

τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ Ἡγούμενος Γαβριὴλ Κοκωτσάκης, ἀρχιμανδρίτης

Κύριλλος Χαραλάμπους

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος».

Ὡστόσο, παρ’ ὅλα αὐτὰ, ὁλόκληρη ἡ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴ Σούρπη, στὰ Κελέρια καὶ στὴν Κονταρόλακα τελικὰ παραχωρήθηκε σὲ διαφόρους ἀκτήμονες.

 

VIII. Κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς στὸν Ἅγιο Εὐβοίας

Σχετικὸ μὲ τὸ  θέμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι καὶ τὸ παρακάτω «μαρτυρικὸν» ἔγγραφο τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τῆς Εὔβοιας Ἅγιος.

Τὸ Μοναστήρι διέθετε μεγάλη κτηματικὴ περιουσία καὶ ἐκτὸς τῆς στενῆς περιφέρειας τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς περιουσίας, προερχόμενο κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ  δωρεές, βρισκόταν στὴν Εὔβοια.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ἔστω παρενθετικὰ στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι μεγάλο μέρος τῶν κατοίκων τῆς Εὔβοιας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸ Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιᾶς, ἴσως γιατὶ ἀσκοῦσε σχετικὴ ἐπίδραση ἡ μία ἀπὸ τὶς  ὑπάρχουσες σχετικὲς παραδόσεις, ὅτι, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα της Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπὸ τὴν Εὔβοια ἦρθε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο στὸν ὅρμο τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου.

Τὸ ἔγγραφο ποὺ παρουσιάζουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ σχετίζεται μὲ τὸ πρόβλημα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, ἑλληνικὸ κράτος. Μὲ τὴν χάραξη τότε τῶν συνόρων, μεταξὺ τῶν δύο κρατῶν, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρέθηκε ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Τουρκίας ἐνῶ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς κτηματικῆς του περιουσίας βρέθηκε ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ ἐλεύθερου πιὰ ἑλληνικοῦ κράτους.

Ἡ κτηματικὴ αὐτὴ περιουσία  δεσμεύτηκε ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κράτος καὶ χρειάστηκαν ἀγῶνες καὶ πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ κατορθωθεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ δικαιοσύνη.

Σὲ κατοπινὲς σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς θὰ περιγραφοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες καὶ θὰ κατατεθοῦν τὰ σχετικὰ ἔγγραφα.

 

Τὸ κείμενο τοῦ ἐγγράφου εἶναι τὸ ἑξῆς:

«Μαρτυρικὸν[54]

Οἱ ὑποφαινόμενοι πρόκριτοι καὶ κάτοικοι τοῦ χωρίου Ἁγίου τῆς Εὐβοίας μαρτυροῦμεν ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ καθαρῷ συνειδότι, ὅτι εἰς τὰ 1833 ἔν ᾧ ἐκατῲκει ὁ ὁσιώτατος κύριος γέρω – Πολύκαρπος εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον μας ἐπιστατῶν καὶ εἰς τὰ κτήματα τῆς κυρίας Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς ἠγόρασεν ἕν ἐρείπιον τόπον ἀπὸ τὸν πατριώτην μας Δημήτριον Μαντσιαφλῆν διὰ γρόσια τριάκοντα ἀριθ. 30 διὰ νὰ κατασκευάσῃ οἴκημα νὰ κάθηται μέσα εἰς αὐτὸ  ἐν ὅσῳ ζῇ, νὰ οἰκονομοῦνται καὶ οἱ πατέρες τῆς αὐτῆς Μονῆς καὶ μετὰ τὴν ἀποβίωσίν του νὰ ᾖναι τοῦ μοναστηρίου, ἀνήγειρεν οἴκημα εἰς τὸν αὐτὸν τόπον δι’ ἰδἰων του χρημάτων, λαβὼν καὶ δάνεια, τὸ ὁποῖον οἴκημα ἐκόστισε γρόσια 2.100, ἐκ τῶν ὁποίων χρημάτων χρεωστεῖ τὴν σήμερον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ χωρίου μας γρόσια χίλια ἑκατὸ, συμποσούμενα εἰς δραχμὰς 314 καὶ λ. 28, καθὼς ἀναφέραμεν καὶ πέρυσι εἰς τὴν τιμίαν Δημογεροντίαν Ξηροχωρίου διὰ νὰ πληροφορήσῃ τὴν Β. Νομαρχίαν Εὐβοίας μὲ τὸν ἀποσταλέντα κατάλογον, ὅτι χρεωστοῦντες ταῦτα τὰ χρήματα διὰ τὸ αὐτὸ οἴκημα καὶ ὅτι ὁ γέρω – Πολύκαρπος οὗτος εἶχε σκοπὸν νὰ συνάξῃ τὸ εἰσόδημα τῶν ἀμπελίων, νὰ πωλήσῃ τὸ κρασὶ ἐκ τοῦ εἰσοδήματος τούτου καὶ ἀποδώσῃ τὰ χρεωστούμενα ταῦτα χρήματα εἰς τοὺς χρεώστας του νὰ μένῃ ἐλεύθερος ἀπὸ τὸ χρέος τοῦτο.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ Β. Νομαρχία διέταξε πέρυσι καὶ ἐπωλήθησαν ἐπὶ δημοπρασίᾳ εἰς Ξηροχώρι τὰ εἰσοδήματα τῶν ἀμπελίων, ἔμεινεν ὁ δυστυχὴς χρεωστῶν ταῦτα τὰ χρήματα, καὶ ἐπειδὴ βλέπομεν, ὅτι ἡ Β. Νομαρχία διὰ διαταγῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διατάζει νὰ πωληθοῦν ὁλικῶς ταῦτα τὰ κτήματα, ἐζήτησεν ὁ δυστυχὴς παρ’ ἡμῶν νὰ τῷ δοθῇ ἕν ἐμμάρτυρον ὑπογεγραμμένον παρὰ τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Ἁγίου διὰ νὰ παρουσιάσῃ ὅθεν ἀνήκει νὰ δυνηθῇ κἄν διὰ τῆς ἐπιεικείας τῆς Β. Νομαρχίας Εὐβοίας νὰ τῷ παραχωρηθοῦν τὰ χρεωστούμενα ταῦτα χρήματα καὶ ἀποδοθοῦν εἰς τοὺς δανείσαντας αὐτόν.

Διὸ δίδομεν τὸ παρὸν ἐμμάρτυρον ἔγγραφον ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν γινώσκοντες καλῶς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην, ὑπογεγραμμένον παρ’ ἡμῶν τῶν προκρίτων καὶ λοιπῶν τοῦ χωρίου Ἁγίου ἐπικυρωμένον καὶ παρὰ τῆς τιμίας Δημογεροντίας Ξηροχωρίου διὰ νὰ τῷ χρησιμεύσῃ ὅθεν ἀνήκει.

Τῇ 16 Φεβρουαρίου 1835, ἐν χωρίῳ Ἁγίῳ.

+Ἐφημέριος Γεώργιος ἱερεύς

Ἀναγνώστης Παπᾶ Ἀντωνίου μάρτυρας

Χ΄΄ γηόργης  πήνους μάρτυρας

τοῦ ποτὲ παπαγεοργάκης Οἰκονόμου μάρτυρας

Χ΄΄γιάννης γηοργάκης μάρτυρας

Ἀριθ. 14. Ἡ τιμία δημογεροντία Ξηροχωρίου ἐπικυροῦσα τὸ γνήσιον καὶ αὐτοθέλητον τῶν ἀνωτέρω ἐννέα ὑπογραφῶν  ὑποφαἰνεται

Τῇ 19ῃ Φεβρουαρίου 1835, ἐν Ξηροχωρίῳ

Οἱ Δημογέροντες

δημητρις μουτοτζιανος

δημήτριος αναγνώστου

Ἀναγνώστης Οἰκονόου

(Τ.Σ.) Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος  1833 (κύκλῳ) ΔΜΓΡ –ΞΡΧΡ

(ΔΜΓΡ –ΞΡΧΡ =Δημογεροντία Ξηροχωρίου). »

 

IX. Οἱ Τοῦρκοι προσφέρουν κτήματα στὴν Παναγία Ξενιά.

Μετὰ τὴ χάραξη τῶν πρώτων ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κατὰ τὸ 1832 ἡ ἐπαρχία τοῦ Ἁλμυροῦ – καὶ μαζί της τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς – βρέθηκαν νὰ ἀνήκουν κατὰ ἕνα μέρος τους καὶ στὶς δύο ἐπικράτειες. Τὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα, στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης καὶ τῶν δύο τῶν μοναστηριῶν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καθορίζονταν ἀπὸ τὴν κοίτη τοῦ σουρπιώτικου χειμάρου Σαλαμπριά.

Μετὰ τὸν καθορισμὸ τῶν συνόρων στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ἀνῆκαν τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ: Μιντζέλα, Σούρπη, Πτελεός,  Χαμάκω, Ἅγιοι Θεόδωροι, Γάβριανη, Ἅγιος Ἰωάννης, καὶ μερικὰ ἄλλα μικρότερα ἤ οἰκισμοί, ποὺ ἦταν ὅλα παραμεθόρια, καὶ στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια ἀνῆκαν, ὁ Ἁλμυρός, τὰ Καλύβια (Ἁγία Τριάδα), ὁ Δρυμῶνας, τὸ «Πάνω» καὶ τὸ «Κάτω» Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἡ Βρύναινα, οἱ Κοκκωτοί, οἱ Κωφοί, ἡ Γούρα καὶ μερικὰ ἄλλα μικρότερα καὶ οἰκισμοί.

Μὲ τὸν χωρισμὸ αὐτὸ τὰ χωράφια τῶν Σουρπιωτῶν ποὺ βρίσκονταν πέρα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Σαλαμπριᾶ ἀνῆκαν πλέον στὴν Τουρκία ἐνῶ οἱ ἴδιοι οἱ Σουρπιῶτες ζοῦσαν στὴν Ἑλλάδα. Τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς ἔγινε μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ἐνῶ  τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι βρισκόταν στὴν   τουρκικὴ ἐπικράτεια πολλὰ ἀπὸ τὰ κτήματά του βρίσκονταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ δημιούργησε προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἡ Τουρκία ἐκμεταλλεύτηκε πρὸς τὸ συμφέρον της. Ἐπειδὴ διέβλεπε ὅτι μελλοντικὰ θὰ δημιουργοῦνταν ὁπωσδήποτε τάσεις γιὰ ἐπέκταση τῶν ἑλληνοτουρκικῶν  συνόρων εἰς βάρος της μὲ τὴν ἐνσωμάτωση καὶ νέων ἐδαφῶν στὸ ἑλληνικὸ κράτος, θέλησε νὰ δημιουργήσει, μεταξὺ τῶν κατοίκων τῶν κατεχομένων ἀπὸ αὐτὴν περιοχῶν, εὐνοϊκὲς διαθέσεις ὑπὲρ τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος, παίρνοντας εὐνοϊκὰ καὶ συμφέροντα γι’ αὐτοὺς μέτρα.

Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέτρα ἦταν νὰ ἀποφασίσει καὶ νὰ ἀνακοινώσει ὅτι θὰ διανείμει ὅλα τὰ χωράφια τῶν Σουρπιωτῶν πού, μετὰ τὴν ὁριστικοποίηση  τῶν συνόρων βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, μεταξὺ  τῶν κατοίκων τῶν Καλυβιῶν (Ἁγίας Τριάδας) καὶ ὅσων κατοίκων τῆς Σούρπης θελήσουν, ἐγκαταλείποντας τὴν Ἑλλάδα  καὶ ἀρνούμενοι τὴν ἑλληνικὴ ὑπηκοότητα, νὰ μετοικήσουν στὸ τουρκικὸ κράτος καὶ νὰ κατοικήσουν στὰ Καλύβια, παίρνοντας ὑπηκοότητα τουρκική.

Τελικὴ ἐπιδίωξη τῶν τουρκικῶν αὐτῶν ἐνεργειῶν ἦταν σὲ μία πιθανὴ μελλοντικὴ δημογραφικὴ ἐξέταση τοῦ πληθυσμοῦ ἀπὸ κάποια διεθνῆ ἐπιτροπὴ νὰ φανεῖ ὅτι ἡ περιοχὴ κατοικοῦνταν ἀπὸ ὀθωμανοὺς πολίτες. Πραγματικὰ ἀρκετοὶ Σουρπιῶτες δήλωσαν ὅτι δέχονται τοὺς ὅρους αὐτοὺς τῆς Τουρκίας καὶ μετακόμισαν στὰ Καλύβια.

Μὲ  σκοπὸ τὴ διανομὴ τῶν κτημάτων αὐτῶν καταρτίστηκαν κατάλογοι τῶν κατοίκων τῶν Καλυβιῶν καὶ ὅσων Σουρπιωτῶν εἶχαν μετακομίσει σ’ αὐτά. Οἱ κατάλογοι αὐτοὶ καταρτίστηκαν τὸ 1872. Στὸν κατάλογο τῶν δικαιούχων συμπεριλαμβανόταν καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ ὁποῖο μάλιστα παραχωρήθηκε ἐκ μέρους τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τῆς κτηματικῆς αὐτῆς περιοχῆς πέραν τῆς ἀριστερῆς ὄχθης τοῦ Σαλαμπριᾶ. Τὰ κτήματα ποὺ παραχωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν συνολικὰ 783 στρέμματα, κατανεμημένα σὲ διάφορες θέσεις ὡς ἑξῆς:

Στὴν τοποθεσία  «Ροδιὰ»                                 42 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Μυλαύλακα»                       228 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Χαμολεύκια»                           7 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Ἁρμυρίκια»                          240 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Κυδωνιὲς»                             44 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Καμαράκια»                           34 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Κελανίτης»                             14 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Χαμολεύκια τσαΐρια»              24 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Παλιάμπελα Ἀμουρτσιᾶ»        16 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Ἀμουρτσιὰ»                          109 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Πηγάδι Γρεβενῆ»                    15 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Πιλαλίστρα»                            10 στρέμματα.

Ἡ ὑπόθεση αὐτή, ὡστόσο, καθυστέρησε ἀρκετὰ χωρὶς ὑλοποιηθεῖ γιατὶ ὑπῆρξαν πολλὲς ἀντιδράσεις. Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια μεσολάβησε καὶ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ 1878 καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας κατὰ τὸ 1881 ὁπότε ὅλα αὐτὰ θεωρήθηκαν ἄκυρα καὶ ἀνίσχυρα.

 

  1. X. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τῆς Ξενιᾶς στὴν Κονταρόλακα.

Στὶς 2 Ἰουλίου 1880, παραμονὲς τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό,  τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἀγόρασε 845 στρέμματα χωραφιῶν μᾶλλον στὴ θέση Κονταρόλακα, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν Ἁχιλληίδα» τοῦ Εὐσταθίου Καλτσέτα:[55]

«… Ἀκριβῶς ὄπισθεν τῆς τρίτης ἀνωτέρω βουνοκορυφῆς ἤ προεκβολῆς καὶ δὴ ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς περίπου κλιτύος ἐγείρονται αἱ ὀλίγαι οἰκοδομαὶ τοῦ μικροῦ ἀγροτικοῦ ἅμα καὶ κτηνοτροφικοῦ χωρίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ὅπερ ὀνομάζεται Κελέριον, δυτικώτερον τοῦ ὁποίου περὶ τὴν ὥραν ὀρθοῦται τὸ τετράγωνον κτίριον τῆς κάτω Μονῆς Ξενιᾶς.

Τὸ Κελέριον ἠγοράσθη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῇ 27 Τζεμάζι οὔλ Ἐβέλ 1240 [56] καὶ προσεκτήσατο ἀγροτικὴν ἔκτασιν ἑτέρων 845 στρεμμάτων τῇ 2 Ἰουλίου 1297 τουρκικῆς χρονολογίας.[57]

Κατὰ τὴν ἐπαγγελματικήν μου μετάβασιν εἰς τὴν χούνην Κονταρόλακα ἐπληροφορήθην ὅτι ἡ Κονταρόλακα ὀνομάζεται καὶ Κελέρι μπεϊλίκι. Μοὶ ἐγεννήθη συνεπῶς ἡ ὑποψία μήπως ἡ ἀγροτικὴ ἔκτασις τῶν 845 στρεμμάτων ἀφορᾶ τὴν φάραγγα Κονταρόλακα, συνεχομένην, ἄλλωστε, πρὸς τὸ Κελέριον…

Πρὸ τοῦ χωρίου Κελερίου φρέαρ μὲ ἄφθονον ὕδωρ χρησιμοποιεῖται διὰ τὸ πότισμα τῶν κτηνῶν καὶ διὰ τὴν ὕδρευσιν τῶν ὀλίγων κατοίκων τοῦ μικροῦ τούτου μοναστηριακοῦ κτήματος κολλήγων ἤ ποιμένων. Εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ χωρίου ναΐσκος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Πατρὸς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας … Ἀθανασίου, Ἱεράρχου Αλεξανδρείας….

Ἐν τῷ μέσῳ τῶν ὀλίγων ἰσογείων οἰκίσκων μοναδικὴ ἀνώγειος οἰκοδομὴ χρησιμεύει ὡς διαμονὴ τῶν πατέρων τοῦ Μοναστηρίου ὁσάκις ἀφικνοῦνται ᾧδε χάριν ἱεροπραξίας ἤ ἐργασίας τινός τῆς μονῆς….

Ἐν τῷ ἀγροτικῷ τούτῳ κτήματι τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Κελερίῳ συνυπάρχουσι γεωργία καὶ κτηνοτροφία, οἱ δύο σπουδαιότεροι πλουτοπαραγωγικοὶ κλάδοι, εὐδοκιμοῦντες ὑπὸ τὰς εὐλογίας τῆς Θεομήτορος καὶ ἐπαρκοῦντες εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ προσωπικοῦ καὶ τοῦ ὑπηρετικοῦ τῆς Μονῆς….

Τό γε νῦν ἔχον διανεμηθὲν εἰς ἀκτήμονας καλλιεργητὰς δύο χωρίων καὶ εἰς τὸ προσωπικὸν τῆς Μονῆς χρησιμοποιεῖται καὶ ὡς χειμερινὸν λειβάδιον…

Κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Πατέρας τὰ ὅρια τοῦ μετοχίου τούτου κτήματος ἔφθανον ἄλλοτε μέχρι του αἰγιαλοῦ τοῦ μεσημβρινοῦ λιμένος τοῦ Κροκίου Πεδίου τοῦ Παγασητικοῦ. Πιθανολογεῖται δὲ ὅτι, ἡ Μονὴ Ξενιὰ πολλάκις θὰ ἤριζε μετὰ τῶν γειτόνων περὶ τοῦ ἀγροκτήματος τούτου, ὡς προκύπτει ἐκ τῶν δύο φιρμανίων, κατατεθειμένων εἰς τὸ Μουσεῖον Ἀρχαιοτήτων Ἁλμυροῦ. [58]

 

 

 

[1] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ σημερινὴ Πελασγία ὀνομαζόταν Γαρδίκι.

[2] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορά, σχολιασμένο ἀπὸ τὸν Γιώργο Θωμᾶ, στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», Περίοδος  Β΄, τεῦχος 2, Ἁλμυρὸς 1998, σελ. 157 -160.

[3] Βιός =περιουσία.

[4] Σκαμιὲς, μουριές.

[5] Βαρέλια.

[6] Μεγάλο βαρέλι, κάδη.

[7] νέτοι = καθαροί, ἀναμφισβήτητοι.

[8] Ἡ χρονολογία εἶναι γραμμένη μέσα σὲ πλαίσιο.

[9] Εἶναι ὁ οἰκισμὸς Γάβριανη τοῦ Πτελεοῦ τοῦ σημερινοῦ Δήμου Ἁλμυροῦ.

[10] Μύλοι, κοινότητα τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας.

[11] Γαρδίκι εἶναι ἡ σημερινὴ Πελασγία.

[12] Μαχαλάς, οἰκισμὸς τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας.

[13] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ, (1896), σελ. 653-688, σὲ ἐργασία του μὲ τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[14] Τοῦ ποτὲ παπᾶ Εὐσταθίου (=τοῦ κάποτε παπᾶ Εὐσταθίου) σημαίνει ὅτι ὅταν ἔκανε τὴν ἀφιέρωση δὲν ζοῦσε ὁ πατέρας του.

[15] κουβέλι =μέτρο χωρητικότητας σιτηρῶν. Τὸ κουβέλι ἰσοδυναμοῦσε μὲ εἴκοσι ὀκάδες. Χωράφι δέκα, πέντε, ἑφτά, εἴκοσι κ.τ.λ. κουβέλια σήμαινε χωράφι τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ σπαρθεῖ ἀπαιτοῦνταν δέκα, πέντε, ἑφτά, εἴκοσι κ.τ.λ.  κουβέλια σπόρο, δηλ. 200, 100, 140, 400 ὀκάδες σπόρου.

[16] Μόρια εἶναι μία περιοχὴ τῆς Γούρας.

[17] Ἔβαλα τὴν μετάνοιάν μου εἰς τὸ Μοναστήριο = ἔγινα μοναχὸς καὶ ἀφιερώθηκα στὸ Μοναστήρι.

[18] Ἀνίσως καὶ ἀρτηρίσῃ (ἀπὸ τὸ ἄρτιος) =  Ἄν ἴσως περισσέψει (κάποιο εἰσόδημα πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διατροφή του).

[19] Πιβαδάτικες εἶναι μία τοποθεσία στὴν περιοχὴ τῆς  Γούρας.

[20] Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Θ΄ (1926), σελ. 138.

[21] Σπέντζα =εἶδος φόρου.

[22] Σπαχῆς στὴ θέση αὐτὴ σημαίνει τὸν ἀρχηγό ἑνὸς σώματος ἱππέων στὸν ὁποῖο μὲ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου δινόταν μία περιοχή τῆς ὁποίας ὁ Σπαχῆς εἰσέπραττε τοὺς φόρους (σπέντζες) ὡς ἀμοιβή του. Τὸ μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτό, ἀπαλασσόταν ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τῆς καταβολῆς τοῦ συγκεκριμένου φόρου.

[23] Τὸ Μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἶναι δύσκολο νὰ διαπιστωθεῖ ποιὸ εἶναι. Ὡστόσο τὸ ὅτι βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ «Κοκὸς – Μουκατασί» (= φορολογικὴ περιφέρεια Κοκοσίου: Κωφοί, Κοκκωτοί, Βρύναινα, Πλάτανος, Δρυμῶνα, Σούρπη, Πτελεός) ἐπιτρέπει τὴν ὑπόθεση ὅτι μπορεῖ νὰ ἦταν ἤ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ ἤ νὰ πρόκειται γιὰ τὸ μικρὸ μοναστήρι ποὺ ὑπῆρχε γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ ἦταν ὁ κοιμητηριακὸς ναὸς τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ διηγήσεις τῶν παλιῶν καλογέρων στὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ἀποτελοῦσαν κάποιοι καλόγεροι ποὺ γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν ἀσχολοῦνταν μὲ ἐργόχειρα.

[24] Τὸ ἔτος 1101 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ 15 Ὀκτωβρίου 1689 μέχρι  4 Ὀκτωβρίου 1690.

[25] Καλογέροι.

[26] Τὸ ἔτος 1170 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ 26 Σεπτεμβρίου 1756 μέχρι  14 Σεπτεμβρίου 1757.

[27] Ἐρμιγιὲ ἦταν τὸ τουρκικὸ ὄνομα τοῦ Ἁλμυροῦ.

[28] Τὸ ἔτος 1198 τῆς ὀθωμανικῆς χρονολογίας ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπό 26 Νοεμβρίου 1783 μέχρι 13 Νοεμβρίου 1784  τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

[29] Σούρπη.

[30] Κοκός σημαίνει «Κοκοσίου». Ἡ διοικητικὴ περιφέρεια στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ἡ Σούρπη καὶ ἄλλα χωριὰ στὴν Όρθρη λεγόταν περιφέρεια Κοκοσίου. Ὡς φορολογικὴ περιφέρεια λεγόταν «Μουκατᾶς Κοκοσίου», καὶ τὰ χωριὰ της περιοχῆς «Κοκόσια». Ὁ Στέφανος Κομμητᾶς, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ  Κωφοί, ὀνόμαζε τὴν περιοχὴ «χωραρχία» καὶ ἔγραφε στὰ βιβλία του γιὰ νὰ ἐπισημάνει τὸν τόπο καταγωγῆς του ὅτι καταγόταν «Ἐκ χωραρχίας μὲν Κοκοσίου, κώμης δὲ Κωφῶν».

[31] Νταλιάνι λέγεται ἕνα σύνολο ἁλευτικῶν δικτύων σταθερὰ τοποθετημένων σὲ πασάλους στερεωμένους στὸν πυθμένα τῆς θάλασσας.

[32] τὸ «πωλητῶν» γράφτηκε, προφανῶς ἀπὸ λάθος τοῦ συντάκτη τοῦ ἐγγράφου, ἀντὶ τοῦ σωστοῦ ἀγοραστῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς κατεῖχε καὶ ἄλλη ἔκταση ἡ ὁποία συνόρευε μὲ τὴν νέα ἔκταση  ποὺ ἀγοραζόταν.

[33] Ἰδιοκτήτης ὅλων τῶν γαιῶν, κατὰ τὸ ὀθωμανικὸ δίκαιο, θεωροῦνταν ὁ Σουλτάνος.

[34] Δηλ. ὁ βοεβόδας τῆς περιφερείας «Κοκοσίου».

[35] Ἐρμιγιὲ ἦταν ἡ τούρκικη ὀνομασία τοῦ Ἁλμυροῦ.

[36] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε καὶ σχολιάστηκε γιὰ πρώτη φορά ἀπὸ τὸν Γιώργο Θωμά στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 13, Ἁλμυρός  2010, σελ. 175 -178.

[37] Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη αὐτὴ ἰδιαίτερα ἡ ἀφιέρωση, ἀφοῦ δὲν γίνεται στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, ἀλλὰ εἰδικῶς στὴν «Εἰκόνα» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Προσωπικὰ στὴν ἀφιέρωση αὐτὴ διαβλέπω μιὰ πολὺ ζωντανὴ πίστη. Ἡ ἀφιερώτρια δὲν βλέπει τὴν «Εἰκόνα», ὡς εἰκόνα –εἴδωλο ἀλλὰ ὡς μία ζωντανή παρουσία, ὡς ὑπαρκτό ζωντανὸ «ἄνθρωπο» μὲ ἀνάγκες.

[38] Μίσθωμα κατ’ ἀποκοπήν ἦταν τὸ ἐτήσιο ἐνοίκιο ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ  πληρώνεται ὑπὸ τοῦ κατόχου βακουφικῆς γῆς γιὰ ἀνεγειρόμενο κτίσμα, ἤ γιὰ τὰ καρποφόρα δέντρα καὶ κλήματα ἀμπελιοῦ ποὺ φυτεύονταν σ’ αὐτὴ καὶ ἀποτελοῦσαν  καθαρή ἰδιοκτησία.

[39] ὑποχρεωτικό, στὴ θέση αὐτή, σημαίνει εὐγενικό, ἀρχοντικό, αὐτὸ ποὺ με τὴν συμπεριφορά του καὶ τὴν εὐγένειά του σὲ «ὑποχρεώνει».

[40] Κελέρια λέγεται μία ἔκταση στὴν περιοχὴ τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς..

[41] Σύμφωνα μὲ τὸ τουρκικὸ καθεστὼς ἰδιοκτήτης κάθε ἔκτασης γῆς θεωροῦνταν ὁ Σουλτάνος.

[42] νταλιάνι = σύνολο ἀπὸ δίκτυα ποὺ στήνονταν μέσα στὴ θάλασσα σὲ μέρος ποὺ συνήθως περνοῦν κοπάδια ψαριῶν.

[43] Ἡ ἀντίστοιχη τουρκικὴ λέξη στὸ ἔγγραφο εἶναι  «loda».

[44]  Τὸ ἔτος 1209 τοῦ τουρκικοῦ ἡμερολογἰου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα 29 Ἰουλίου 1794 μέχρι  17 Ἰουλίου 1795. Ὁ μήνας  Σαμπὰν τοῦ ἔτους ἐκείνου τελείωνε  στὶς 21 Μαρτίου 1795.

[45] Καὶ αὐτὸ τὸ ἔγγραφο μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα στὶς 4 Ἰανουαρίου 1986 ἀπὸ τὸν δικηγόρο Ἀντώνιο Γρ. Γρηγοριάδη.

[46] Τὸ ἔγγραφο πρωτοδημοσιεύθηκε καὶ σχολιάστηκε ἀπὸ τὸν Γιώργο Θωμά στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 11, Ἁλμυρός, 2009, σελ. 168 -170.

[47] «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, σελ. 653-692, Ἀθήνησιν 1896.

[48] Κατὰ τὸ 1896, ὁπότε δημοσίευσε ὁ Γιαννόπουλος τὴν σχετικὴ ἐργασία του, δὲν εἶχε ἱδρυθεῖ ἀκόμη τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀχίλλειο καὶ ὅλη ἡ περιοχὴ ἀνῆκε στὸν τότε Δῆμο Πτελεατῶν (Πτελεοῦ).

[49] Τὸ Ἀχίλλειο ποὺ ἀναφέρει στὴ θέση αὐτὴ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος εἶναι τὸ πρῶτο χωριό μὲ τὴν ὀνομασία Ἀχίλλειο. Τὸ χωριὸ αὐτὸ βρισκόταν στὴ σημερινὴ θέση «Τραχῆλι» καὶ εἶχε  κτισθεῖ μὲ πρωτοβουλία τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Ἰωάννη Βελέντζα ὕστερα ἀπὸ ὑποχρεωτικὸ συνοικισμὸ σ’ αὐτὸ τῶν κατοίκων τριῶν ἄλλων χωριῶν, τῆς Χαμάκως, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καὶ τοῦ Κοροκλεντιοῦ. Σήμερα ἀπὸ τὸ χωριὸ αὐτὸ σώζεται μόνο ἡ ἐκκλησία του. Περισσότερες πληροφορίες ὑπάρχουν στὸ βιβλίο τοῦ Βίκτωρος Κων. Κοντονάτσιου, «Τὸ Ἀχίλλειο Ἁλμυροῦ. Ἱστορική Ἀναδρομή», Ἔκδοση Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἀχιλλείου, 1999.

[50] Στὰ 1896. Στὴν ἐποχὴ μας ἡ περιοχὴ αὐτή, ὕστερα ἀπο ἀλλεπάλληλες μεταβιβάσεις,  κατέχεται ἀπὸ ἄλλους.

[51] Κουκουλιοὺς εἶναι μία ἄλλη ὀνομασία τοῦ Κουκλιάς.

[52] Σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες ποὺ παρουσιάζει ὁ Δημήτριος Τσοποτὸς στὸ βιβλίο του «Γεωργικαὶ Σελίδες τῆς Θεσσαλικῆς Ἱστορίας», Ἀθῆναι 1914, ὁ Βελῆ Πασᾶς εἶχε περὶ τὰ 200 τσιφλίκια στὴ Θεσσαλία.

[53] Ὁ πεθερὸς τοῦ πεθεροῦ τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας ἔγινε κύριος δι’ ἀγορᾶς ἑνὸς ἐλαχιστότατου τμήματος τοῦ ἐλαιοκτήματος «Κουκλιᾶς». Ὁ πεθερὸς τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας ἔγινε κύριος, λόγῳ προικὸς, τοῦ ἑνός τρίτου του παραπάνω «ἐλαχιστότατου τμήματος τοῦ ἐλαιοκτήματος Κουκλιᾶς». Τὸ ἕνα δεύτερο τοῦ παραπάνω ἑνὀς τρίτου, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 250 ἐλαιόδεντρα, ἦταν ἄλλοτε προικῶο  κτῆμα τοῦ συγγραφέως τῆς ἐργασίας αὐτῆς.

[54] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ, (1896), σελ. 653-688, σὲ ἐργασία του μὲ τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[55] Ἀχιλληίς, τεῦχος Σεπτεμβρίου 1933, στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Τὸ Κελέριον τῆς Ξενιᾶς».

[56] 15 Νοεμβρίου 1825.

[57] 2 Ἰουλίου 1880.

[58] Πρόκειται γιὰ τὰ σουλτανικὰ φιρμάνια τῶν Σουλτάνων Μουσταφᾶ τοῦ 1698 καὶ Μαχμοὺτ τοῦ 1815 γιὰ τὰ ὁποῖα κάνουμε ἐκτενῆ ἀναφορὰ παραπάνω.