Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος τέταρτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ συνένωση καὶ ἡ κοινὴ πορεία τῶν δύο «προϊστοριῶν»

  1. Ἡ «Παναγιὰ Κισσιώτισσα» ὑποδέχεται τὴν «Παναγιὰ Ξενιά»

Οἱ συχνά κυνηγημένοι, βασανιζόμενοι καὶ λεηλατούμενοι ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ καταδιωκόμενοι ἀπὸ τοὺς Ἰωαννίτες Ἱππότες, καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ στὴ «Λάκα Παναγιὰ», ποὺ εἶχαν καταφύγει γιὰ ἀσφάλεια στὸν ἰδιόκτητο δασότοπο τοῦ «Κουκλιᾶ», δὲν ἔμειναν γιὰ πολὺ καιρὸ καὶ ἐκεῖ ἥσυχοι. Δὲν ἔνιωθαν καὶ ἐκεῖ ἀσφαλισμένοι. Καὶ στὸ νέο καταφύγιό τους δέχονταν συχνὰ ληστρικὲς τώρα  ἐπιδρομές.  Καθημερινὰ κινδύνευε τὸ μοναστήρι τους ἀπὸ ἐπιθέσεις,  κινδύνευε ἡ περιουσία του ἀπὸ ἁρπαγὲς καὶ λεηλασίες, κινδύνευε ἡ ἴδια ἡ ζωή τους, κινδύνευαν ἀπὸ ἱερόσυλους τὰ ἱερά τους κειμήλια, κινδύνευε, «πρὸπαντὸς καὶ κυρίως», τὸ πολυτιμότατο ἀπόκτημά τους, τὸ «θεόσταλτο δῶρο», ἡ ἀγαπημένη τους «Ξενούλα Παναγιὰ», ποὺ αὐτοὺς εἶχε διαλέξει, μέσα σ’ ὅλο τὸν κόσμο, σ’ αὐτούς, ζήτησε καταφύγιο καὶ προστασία, σ’ αὐτοὺς ζήτησε «ξενία».

Ἔτσι ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴ τοῦ διαρκοῦς φόβου καὶ τῆς καθημερινῆς ἀνασφάλειας, ἀποφάσισαν νὰ φύγουν πιὸ μακριὰ. Μιὰ μέρα, παίρνοντας μαζί τους τὰ πολύτιμα κειμήλια τοῦ μοναστηριοῦ τους καὶ τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», τὰ παράτησαν ὅλα καὶ ξεκίνησαν  καὶ πάλι ὅλοι μαζὶ νὰ βροῦν ἀλλοῦ ἀσφάλεια καὶ «φιλοξενία».

Ξεκίνησαν γιὰ τὴν ξακουστή, τὴ γνωστὴ καὶ σ’ αὐτοὺς καὶ σ’ ὅλους τοὺς τριγύρω κατοίκους «Παναγία Κισσιώτισσα». Καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ. Οἱ καλόγεροι τῆς «Παναγιᾶς Κισσιώτισσας» τοὺς ὑποδέχτηκαν μὲ ἀγάπη καὶ τοὺς περιποιήθηκαν μὲ τιμὲς, ὅπως ὑποδέχονται οἱ Χριστιανοὶ κάθε «Ξένο» ποὺ φτάνει στὸ σπίτι τους.

Ἔτσι οἱ καλόγεροι τῶν δύο χωριστῶν καὶ ἀνεξάρτητων μέχρι τότε μοναστηριῶν συνενώθηκαν καὶ ἀποτέλεσαν ἕνα καὶ μόνο ἑνιαῖο Μοναστήρι.

Κατὰ τὴν προσωπικὴ μου ἐκτίμηση πρέπει ἀσφαλῶς νὰ εἶχαν προηγηθεῖ σχετικὲς συνεννοήσεις καὶ διαπραγματεύσεις μεταξὺ τῶν δύο  Μοναστηριῶν πρὶν πραγματοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ συνένωσή τους.

Τὸ σημαντικὸ γεγονὸς τῆς συνένωσης τῶν δύο μοναστηριῶν δὲν καταγράφηκε στὰ ἐπίσημα βιβλία ἀπὸ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ, οὔτε αὐτοὺς τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τοῦ κατοπινοῦ «Κουκλιᾶ», οὔτε τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας». Γιὰ νὰ ἀκριβολογοῦμε δὲν βρέθηκε, μέχρι τώρα τοὐλάχιστον, κάποια ἐπίσημη σαφὴς γραπτὴ εἰδικὴ μαρτυρία, ἐπιβεβαιωτικὴ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Δὲν σώθηκε κάτι σχετικό. Καὶ ἄν ἴσως τὸ γεγονὸς τῆς συνένωσης αὐτῆς καταγράφηκε κάπου ἐπίσημα, δὲν ἔφτασε ὡς ἐμᾶς τίποτε.

Ἀφοσιωμένοι οἱ μοναχοὶ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο, ἰδιαίτερα ἐκείνη τὴν ἐποχή, δὲν πρέπει νὰ ἐνδιαφέρονταν ἴσως καὶ τόσο πολὺ στὸ νὰ καταγράψουν τὴν ἱστορία τους. Δὲν πρέπει ἴσως οἱ τέτοιου εἴδους γραφειοκρατικὲς διαδικασίες καὶ ἐργασίες νὰ ἀποτελοῦσαν μιὰ βασικὴ ἀπασχόληση τοῦ μοναστικοῦ βίου τους.

Ὡστόσο στὸ νοῦ μας ἔρχονται καὶ πάλι οἱ τρομερὲς ἀπώλειες «ἱστορικῶν αὐθεντικῶν ντοκουμέντων» ποὺ πλήγωσαν ἀνεπανόρθωτα τὴ δυνατότητα μιᾶς πλήρους καὶ ὁλοκληρωμένης καταγραφῆς τῆς πορείας τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ καὶ ἄφησαν ὁριστικῶς ἀσυμπλήρωτα οὐσιαστικὰ κενὰ στὴν ἱστορία του, στὴν ἱστορία τῆς μάνας ὅλων τῶν μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς.

Χάθηκαν πολύτιμα «ντοκουμέντα» ὅταν ὁ μοναχὸς Ζαχαρίας Καίσαρης ἀφαίρεσε καὶ πούλησε σημαντικότατα ἔγγραφα τοῦ ἀρχείου τοῦ Μοναστηριοῦ.

Χάθηκαν πολύτιμα «ντοκουμέντα» ὅταν οἱ δύο ὀγκώδεις δερματόδετοι τόμοι «χρονικῶν» καὶ «ἐνθυμήσεων» τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ, τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη κρατοῦνταν ἐπὶ χρόνια καὶ χρόνια μυστική, ἐξαφανίστηκαν «μυστηριωδῶς» «ἀπὸ προσώπου γῆς» μόλις ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος πληροφορήθηκε τὴν ὕπαρξή τους καὶ ζήτησε νὰ πληροφορηθεῖ τὸ περιεχόμενό τους.

Χάθηκαν πολύτιμα «ντοκουμέντα» ὅταν, τὰ δύο «σφραγισμένα κιβώτια», τὰ ὁποῖα δὲν παραδίδονταν ποτὲ ἀπὸ τὸ ἕνα ἡγουμενοσυμβούλιο στὸ ἄλλο μὲ τὸ ἐπίσημο πρωτόκολλο παράδοσης καὶ παραλαβῆς, ἀλλὰ μόνο μυστικὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὸν ἕνα ἡγούμενο στὸνἄλλο, ἐξαφανίστηκαν ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνακάλυψη τῆς ὕπαρξής τους καὶ τὴνἀ ποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ αὐτοῦ τρόπου παράδοσής τους.

Χάθηκαν πολύτιμα «ντοκουμέντα» ὅταν, μαζὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ σφραγισμένα κιβώτια, ἐξαφανίστηκε, μυστηριωδῶς, καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ κατάσταση τῶν περιεχομένων τῶν δύο αὐτῶν σφραγισμένων κιβωτίων, ποὺ συντάχθηκε μετὰ τὴν ἀποσφράγισή τους.[1]

Χάθηκαν πολύτιμα «ντοκουμέντα», τέλος,  ὅταν, στὰ 1936 -1937, δεμένοι μὲ τριχιές, κατέβηκαν ὡς τὴν «Σπηλιὰτῆς Παναγίας» ὁ ἱερομόναχος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Εὐσέβιος Μαντζῶρος καὶ ὁ Βασίλειος Καλτσᾶς ἀπὸ τοὺς Κοκκωτοὺς, βρῆκαν ἐκεῖ «βιβλία γραμμένα μὲ βυζαντινὰ γράμματα καὶ ἄλλα τυπωμένα μὲ λατινικὰ στοιχεῖα», καὶ «ἔκριναν πὼςτὰ βιβλία αὐτὰ ἦταν ἄχρηστα καὶ τὰ πέταξαν».[2]

Ποιὸς μπορεῖ νὰ ξέρει πόσο πολύτιμο ὑλικὸ ἐξαφανίστηκε μὲ τὶς παραπάνω τραγικὲς ἀπώλειες;

Τὸ μόνο γραπτὸ στοιχεῖο, ὡστόσο, αὐτῆς τῆς συνένωσης, ποὺ σώθηκε ὡς τὶς ἡμέρες μας, εἶναι μιὰ λιτὴ «ἐνθύμηση», ἴσως λίγο ἀβέβαιου περιεχομένου γιὰ κάποιους αὐστηροὺς κριτές.

Κάποιος  καλόγερος ἤ κάποιος ἄλλος σημείωσε, σ’ ἕνα κομμάτι χαρτιοῦ δυὸ ἁπλὰ καὶ λιτά, ἀλλὰ σαφέστατα στὸ περιεχόμενό τους, λόγια, παρὰ τὴν ἀποσπασματικότητά του: «Οἱ γοῦν πατέρες παραλαβόντες μετὰ πολλοῦ κόπου τὴν ἁγίαν εἰκόνα ἔφθασαν μετὰ πολλῶν στερήσεων εἰς την Κισσιώτισσαν, ἔνθα ἐδεξιώθησαν».

Τὰ λίγα αὐτὰ λόγια ἦταν προφανῶς ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα ἄλλο πληρέστερα ἐπεξηγηματικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν σώθηκε ὁλόκληρο. Οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ ἀποσπασματικοῦ αὐτοῦ κειμένου: «οἱ γοῦν πατέρες» (=οἱ πατέρες λοιπόν, ἀφοῦ οἱ πατέρες), ἰδιαίτερα τὸ «γοῦν» (= ἀφοῦ, λοιπόν), στὴν ἀρχὴ τῆς φράσης, ὑποδηλώνουν μὲ σαφήνεια ὅτι αὐτὲς δὲν ἀποτελοῦσαν τὴν πρώτη ἀρχὴ ἑνὸς ὁλοκληρωμένου, πλήρους καὶ αὐτοτελοῦς κειμένου ἀλλὰ ὅτι πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα ὑπῆρχε καὶ ἄλλο κείμενο ποὺ ἀναφερόταν στὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ. Μεσολάβησαν κάποια γεγονότα τὰ ὁποῖα ἀνάγκασαν τοὺς πατέρες ὥστε «παραλαβόντες μετὰ πολλοῦ κόπου τὴν ἁγία εἰκόνα» νὰ φθάσουν «μετὰ πολλῶν στερήσεων εἰς τὴν Κισσιώτισσαν». Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ πληρέστερου αὐτοῦ κειμένου δυστυχῶς δὲν σώθηκε. Σώθηκε μόνο ἕνα μικρὸ καὶ αὐτὸ ξεχασμένο καὶ παραπεταμένο ἀπόκομμα χαρτιοῦ μὲ τὸ παραπάνω ἀποσπασματικό κείμενο.

Τὸ παραπάνω κομμάτι τοῦ χαρτιοῦ παρέμεινε παραπεταμένο, ἄγνωστο καὶ περιφρονημένο, ὥσπου τὸ ἐντόπισε σὲ κάποιο κελλίτοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Κισσιώτισσας», χωμένο ἀνάμεσα στὶς σελίδες ἑνὸς βιβλίου, καὶ μᾶς τὸ διέσωσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

Γεγονὸς, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ἀπὸ τότε καὶ στὸ ἑξῆς οἱ δυὸ «Παναγιὲς», ἡ οἰκοδέσποινα «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ ἡ φιλοξενούμενη «Παναγία Ξενιὰ», τὰ δυὸ πολυτιμότατα αὐτὰ ἱερὰ κειμήλια ὅλης τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, συγκατοίκησαν στὸ ἴδιο μοναστήρι παρέχοντας τὴν εὐλογία τους καὶ τὴν προστασία τους σ’ ὅσους κατέφευγαν ἐκεῖ. Ἔγιναν ἀδελφωμένες «συνοικοδέσποινες» καὶ συμπορεύτηκαν στὰ κατοπινὰ χρόνια.

Ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα οἱ δύο χωριστὲς μέχρι τότε ἱστορικὲς πορεῖες, ἡ μία «τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ ἡ ἄλλη, «τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», ἑνώθηκαν σὲ μία καὶ ἑνιαία ἱστορία.

 

  1. Τὸ «Μοναστήριοντῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», τὸ καὶ «Ξενιᾶς»

Ἡ Τρίτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς»

Τὸ γνωστὸ σήμερα «Πάνω» «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν εἶχε ἀρχικὰ, ὅπως ἀναφέρθηκε, αὐτὴ τὴν ὀνομασία. Ἡ πρώτη, ἡ δική του ἀρχικὴ ἐπίσημη ὀνομασία ἦταν «Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ἔχοντας παράλληλα καὶ τὴν προσωνυμία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ ἁπλῶς «Μονὴ Κισσιώτισσας» καὶ «Παναγία Κισσιώτισσα».

«Παναγία Κισσιώτισσα» λεγόταν ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ, ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου». Ἡ ἴδια εἰκόνα ἐξακολουθεῖ μέχρι καὶ σήμερα νὰ εἶναι ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ «Πάνω» «Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς».

Στὰ χρόνια πρὶν τὴν ἄφιξη στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», ποὺ ἀργότερα μεταφέρθηκε στὴ θέση «Κουκλιᾶς», καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια κατόπιν, τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἦταν γνωστὸ μὲ τὴ μία καὶ μόνο, τὴ δική του μία καὶ μόνη ἀποκλειστική, χαρακτηριστικὴ τῆς ὑπάρχουσας παράδοσης, «προσωνυμία»: «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», καὶ τὴν ἐπίσημη καὶ κανονικὴ ἀπὸ τὴν ἐφέστια εἰκόνα του ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου».

Ἡ ἀρχικὴ αὐτὴ καὶ μόνη ὀνομασία ἄρχισε νὰ χάνει τὴν ἀποκλειστικότητα καὶ τὴν μοναδικότητά της, ὡς προσδιοριστικὴ ταυτωνυμικὴ ὀνομασία τοῦΜοναστηριοῦ, μετὰ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτὸ τῶν καλογέρων τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» τοῦ «Κουκλιᾶ» καὶ τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς». Ἀντὶ τῆς μέχρι τότε μίας μόνης καὶ ἀποκλειστικῆς ὀνομασίας «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας» ἄρχισε καὶ χρησιμοποιοῦνταν παράλληλα καὶ ἐναλλακτικά, γιὰ τὸ ἴδιο πάντα μοναστήρι, καὶ ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Μὲτὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ἡ δεύτερη παράλληλη ἐναλλακτικὴ αὐτὴ ὀνομασία, «Παναγία Ξενιά», χρησιμοποιοῦνταν ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μέχρι ποὺ ἡ πρώτη ὀνομασία, «Παναγία Κισσιώτισσα», σχεδὸν λησμονήθηκε καὶ ἔπαυσε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς πιὸ πολλούς.

«Ἡ Ἱερὰ Εἰκὼν τῆς Θεοτόκου Ξενιὰ …. ἀπεδήμησε ἐπὶ ἄλλης, Ὀθρυακῆς ἐπίσης Μονῆς, τιμωμένης ἔκτοτε ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου «Κισσιωτίσης» καὶ διὰ τὸ εἶναι θαυματουργὸς ἐπεκράτησε τιτλοφορήσασα καὶ ταύτην τὴν κυρίως Μονὴν Ξενιὰν διαιωνιζομένην ἕως σήμερον…», λέει χαρακτηριστικὰ ὁ ΕὐστάθιοςΚαλτσέτας σὲ ἕνα του δημοσίευμα.

Ἡ βαθμιαία αὐτή, ὡστόσο, ἀλλαγὴ τῆς ὀνομασίας παρατηροῦνταν μόνο στὶς προφορικὲς συνομιλίες καὶ στὴν ἀνεπίσημη καθημερινὴ ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Μοναστηριοῦ, κυρίως ὅσων ἔρχονταν ἀπὸ τὰ πιὸμ ακρινὰ μέρη. Οἱ κάτοικοι τῶν γειτονικῶνμὲτὸ Μοναστήρι χωριῶν ἄργησαν πολὺ νὰ λησμονήσουν καὶ νὰ παύσουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν τόσο γνωστὴ καὶ ἀγαπημένη τους ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα».

Οἱ καλόγεροι ὅμως τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ κυρίως τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιό του χρησιμοποιοῦσαν πάντοτε τὴν μόνη γνωστὴ δική τους ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας». Ὅταν, ὡστόσο, ἡ ὀνομασία αὐτή, μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων, ἔπαυσε νὰ ἔχει πολλὰ «εὐήκοα ὦτα», ὅταν ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ἡ ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα» δὲν ἦταν οἰκεία στοὺς πολλοὺς καὶ ἀκουγόταν σὰν «ξένος» ἀπόηχοςμακρινοῦ παρελθόντος, τόσο οἱ καλόγεροι ὅσο καὶ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τοῦ Μοναστηριοῦ ὁδηγήθηκαν ἀναγκαστικὰ στὴν ἀπόφαση νὰ χρησιμοποιοῦν καὶ αὐτοὶ τὴν συμβιβαστικὴ καὶ συγκερασματικὴ τῶν δύο τάσεων ὀνομασία: ««Μοναστήριον τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», τὸ καὶ «Ξενιᾶς»».

 

  1. Ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιά»

Ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς»  ἦρθε στὸ μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἔχοντας, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει, τὴν προσωνυμία «Παναγία Ξενιά». Τῆς τὴν εἶχαν προσδώσει οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦτῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ οἱ κάτοικοι τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι, μὴν γνωρίζοντας τίποτε γιὰ τὴν προηγούμενη ὕπαρξή της, τὴν βρῆκαν μιὰ μέρα, μὲ τὸν θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω, στὰ μέρη τους.

Γι’ αὐτοὺς, τοὺς καλόγερους, δηλαδή, τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τοὺς κατοίκους τῆς γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι αὐτὸπεριοχῆς, ἦταν πραγματικὰ μιὰ «ξένη» «Παναγιά», μιὰ ἄγνωστη, ὡς εἰκόνα, «Παναγιὰ». Ἦταν μιὰ «ξένη» εἰκόνα Παναγιᾶς, ποὺ ξαφνικὰ ἦρθε ἀπὸ τὸ ἄγνωστο, ἀπὸ τὰ «ξένα» καὶ βρέθηκε δίπλα στὸ μοναστήρι τους. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὀνόμασαν τὴν εἰκόνα αὐτὴ «Παναγία Ξενιά».  Ἀπὸ τὴν εἰκόνα «Παναγία Ξενιὰ» μετονομάστηκε καὶτὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» σὲ «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς», ὅπως ἀναφέραμε.

Ἀντίθετα γιὰ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἡ «εἰκόνα» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς δὲν ἦταν οὔτε «ἄγνωστη» καὶ κυρίως δὲν ἦταν «ξένη». Ἀντίθετα ἦταν ἡ «ἁγία εἰκόνα» ἑνὸς γειτονικοῦ τους μοναστηριοῦ, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», ἤ πολὺ σωστότερα  ἦταν ἡ «ἁγία εἰκόνα» τοῦ «Μοναστηριοῦ τοῦ Κουκλιᾶ», τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ βρισκόταν μόλις  λίγες ὧρες πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ δικό τους Μοναστήρι.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας γνώριζαν πολὺ καλά, τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» πρὶν ἀκόμα αὐτὴ φτάσει καὶ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα στὸ μοναστήρι τους. Γνώριζαν τὴν ἱστορία της, γνώριζαν τὸν θαυμαστὸ τρόπο τῆς εὕρεσής της. Γνώριζαν καὶ τὴν ὀνομασία της «Παναγία Ξενιά». Εἶχαν ἀκούσει πολλὰ γι’ αὐτὴν καὶ δὲν μπορεῖ παρά, μερικοὶ τουλάχιστον ἀπὸ αὐτούς τοὺς μοναχοὺς καὶ πρὶν αὐτὴ ἀκόμα ἔρθει στὸ μοναστήρι τους, παρακινημένοι ἀπὸ τὴ φήμη της, νὰ εἶχαν πάει  ὡς τὴ «Λάκα Παναγιὰ», καὶ ὡςτὸν «Κουκλιᾶ», καὶ νὰ τὴν εἶχαν προσκυνήσει.

Γνώριζαν ὁπωσδήποτε καὶ τὴν προσωνυμία ποὺ τῆς εἶχαν προσδώσει. Ἦταν ἡ γνωστή τους «Παναγία Ξενιά». Ἴσως καὶ νὰ θεωροῦσαν ἰδιαίτερη τιμὴ γιὰ τὸ μοναστήρι τους νὰ δεχθοῦν σ’ αὐτὸ μιὰ τόσο γνωστὴ καὶ ἀγαπητὴ εἰκόνα, μιὰ εἰκόνα Παναγίας ποὺ τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ γύρω μέρη ἔτρεχαν νὰ τὴν προσκυνήσουν. Γι’ αὐτὸ δέχτηκαν μὲ τιμὲς καὶ «ἐδεξιώθησαν» στὸ δικό τους μοναστήρι τοὺς μοναχοὺς τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας  Ξενιᾶς» τοῦ Κουκλιᾶ.

Δὲν δόθηκε, λοιπόν, ἡ ὀνομασία «Παναγία Ξενιὰ» ἀπὸ τοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Κισσιώτισσας. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ἐμεῖς ὅτι εὐσταθεῖ καὶ δικαιολογεῖται, «ἐν μέρει» ἤ καὶ «ἀπόλυτα», ἡ ἔνσταση μερικῶν ἐρευνητῶν καὶ κυρίως τῶν σχολιαστῶν ἐκείνων ποὺ ἀποφαίνονται ὅτι μία Παναγία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὀνομάζεται  «ξένη» ἀπὸ  Χριστιανούς.

Εἶναι σωστὴ ἡ ἄποψή τους καὶ δεκτὴ ἡ ἔνστασή τους ὄχι ὅμως γιὰ τοὺς λόγους ποὺ συνήθως προβάλλονται ἀλλὰ γιατὶ πραγματικὰ καὶ κυριολεκτικὰ γι’ αὐτοὺς εἰδικά, γιὰτοὺς καλογέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν ἦταν οὔτε ἄγνωστη, οὔτε ξένη, ἔστω καὶ ἄν λεγόταν «Ξενιά». Ἦταν ἡ δική τους «Ξενιὰ», ἡ πολὺ γνωστή τους «Ξενιὰ», ἡ  «Παναγία Ξενιὰ» τοῦ γειτονικοῦ τους μοναστηριοῦ.

Τονίζουμε, ὡστόσο, ὅτι τὸ «Ξενιὰ», ἀκόμα καὶ ἄν τὸ ἑρμηνεύσουμε μὲ τὴ μειωτικὴ καὶ ἀπαξιωτικὴ σημασία τῆς  λέξης «ξένος», δὲν ἀποδίδεται στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, δὲν ἀποδίδεται στὴν Παναγία, ποὺ εἶναι πάντοτε καὶ παντοῦ ὁλωνῶν καὶ δική μας, ἀλλὰ σὲ μία εἰκόνα της. Μία εἰκόνα δέ, ἀκόμα καὶ Παναγίας ἤ ἴσως εἰδικὰ Παναγίας, μπορεῖ ἤ ἴσως πρέπει νὰ εἶναι δική μας, νὰ εἶναι κάποιου ἄλλου, νὰ εἶναι κοντινὴ, νὰ εἶναι μακρινή, νὰ εἶναι «ξένη».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, θέλοντας νὰ δώσει μία δική του ἑρμηνεία στὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά», διατυπώνει μιὰ ἄλλη ἄποψη: ὀνομάστηκε «Παναγία Ξενιὰ» γιατὶ ἡ εἰκόνα προερχόταν ἀπὸ «ξένη» μονή. Γράφει χαρακτηριστικὰ: «ἥτις ἤδη ἐκλήθη Ξενιά, ὡς ξένη, ἅτε ἐλθοῦσα ἐκ ξένης μονῆς».[3]

Οὔτε ὅμως καὶ ἡ ἄποψη αὐτὴ εὐσταθεῖ. Καὶ ἡ πρώτη μονὴ στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» καὶ ἡ δεύτερη, ἡ συνέχεια τῆς μονῆς αὐτῆς, στὴ θέση «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατὰ» δὲν ἦταν γιὰ τὴν «Κισσιώτισσα» «ξένες» μονές. Ἦταν, ὅπως ἀναφέρθηκε,  κοντινὲς καὶ πολὺ γνωστές, ἄν ὄχι φιλικὲς καὶ οἰκεῖες στὴ «Μονὴ Κισσιώτισσας». Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς ὁ σοφὸς γιὰ πολλὰ παρόμοια ζητήματα Νικόλαος Γιαννόπουλος δὲν σκέφτηκε τὴν ἁπλὴ παραπάνω ἄποψη ὅτι ἡ εἰκόνα, δηλαδή, ἦρθε στὴ Μονὴ Κισσιώτισσας, ἔχοντας ἀπὸ χρόνια πρὶν τὴν ὀνομασία «Ξενιὰ» ὅταν, ὅπως ὁ ἴδιος μάλιστα ἀναφέρει, ἄκουσε, γύρω στὰ 1900, νὰ ὀνομάζουν τὰ ἐρείπια στὴν ἔρημη καὶ ἐντελῶς ἀκατοίκητη τότε τοποθεσία «Λάκα Παναγιά», «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἡ ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν θαυματουργὸ ἄφιξη τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας μὲ μορφὴ «βρεφοκρατούσας Παναγίας» στὸ μοναστήρι ποὺ βρισκόταν στη θέση «Λάκα Παναγιὰ» τῆς τότε περιοχῆς τοῦ Πτελεοῦ καὶ πιὸ συγκεκριμένα τοῦ τμήματος τῆς περιοχῆς τῆς Χαμάκως.[4]

Ἀρχικὰ, ὅπως ἀναφέρθηκε, ὀνομάστηκε ἡ εἰκόνα αὐτὴ «Παναγία Ξενιὰ» καὶ στὴ συνέχεια τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο φιλοξενήθηκε – πάλι ἄτυπα καὶ ἀνεπίσημα – «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι τὸ πρῶτο μοναστήρι ποὺ ὀνομάστηκε  «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς». Ἡ πρώτη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» εἶναι ἕνα μοναστήρι τοῦ ὁποίου δὲν γνωρίζουμε τὴν ἀρχική του ὀνομασία, ἄν εἶχε ποτὲ δική του ἰδιαίτερη ὀνομασία. Τίποτε μάλιστα  δὲν ἀποκλείει τὸ ἀρχικὸ αὐτὸ «μοναστηριακὸ» μόρφωμα τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» νὰ μὴν εἶχε κάποια ἰδιαίτερη ὀνομασία, γνωστὴ εὐρύτερα τοὐλάχιστον. Ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὰ 1365 ὀνομάζει τὸ «Μοναστήρι τῆς Λάκα Παναγιᾶς» «μονύδριον» χωρὶς νὰ χρησιμοποιεῖ κάποια ἰδιαίτερη ὀνομασία γι’ αὐτό.

Ἡ ἴδια ὀνομασία κυριαρχεῖ ἀποκλειστικά, χωρὶς καμία ἄλλη ἐναλλακτικὴ ἤ παράλληλη ὀνομασία ἤ κάποια προσωνυμία, καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ», ποὺ εἶναι ἁπλὰ μία μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς». Εἶναι τὸ δεύτερο χρονολογικὰ μοναστήρι μὲ τὴν ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Εἶναι ἡ δεύτερη «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς».

Οἱ μοναχοὶ τῆς δεύτερης αὐτῆς «Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς» μὲ ὅλα τὰ ἱερὰ κειμήλιά τους καὶ τὴν «εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλα τους τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα καὶ κυρίως μὲ τὴν τεράστια κτηματική τους περιουσία -καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρὰ ὑπόψη – μετακινήθηκαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ «Μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», ποὺ εἶχε καὶ τὴν ἐπωνυμία «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», ὅπου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐνθύμηση ποὺ παρουσιάσαμε σὲ προηγούμενες σελίδες, «ἐδεξιώθησαν» ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ πατέρες.

Παίρνοντας τὰ παραπάνω ὑπόψη μας καταλαβαίνουμε ὅτι στὴν πραγματικότητα ἡ ἄφιξη τῶν μοναχῶν τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» τοῦ «Κουκλιᾶ» στὴ «Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» δὲν εἶχε τὴ μορφὴ ἱκανοποίησης ἑνὸς αἰτήματος παροχῆς φιλοξενίας. Δὲν ἦταν ἕνα εἶδος βοήθειας, ἕνα εἶδος ἐλεημοσύνης, συμπαράστασης καὶ προστασίας κάποιων κυνηγημένων φτωχῶν καλογέρων  ποὺ ζητοῦσαν ἱκετευτικὰ στέγη καὶ προστασία.

Ἡ ἄφιξη στὴ Μονὴ Κισσιώτισσας τῶν καλογέρων τῆς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς τοῦ «Κουκλιᾶ» εἶχε τὴ μορφὴ μιᾶς συμφωνημένης ἐκτῶν προτέρων ἐνσωμάτωσηςκαὶ συνένωσης δύο δυναμικῶνμοναστηριῶν, μιᾶς συνένωσης συμφέρουσας καὶ ὠφέλιμης καὶ γιὰ τὰ δύο συμβαλλόμενα μέρη. Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» τοῦ «Κουκλιᾶ» ἦταν ἡ διοίκηση ἑνὸς δυναμικοῦ μοναστηριοῦ πού, γιὰ τὸ συμφέρον του, τὴ συνέχιση τῆς ὕπαρξής του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀσφάλειά του, ἑνωνόταν μὲ ἕνα ἄλλο ἐπίσης δυναμικὸ μοναστήρι.

Τὸ ἕνα συμβαλλόμενο μέρος, ἡ «Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» πρόσφερε στὴν ἕνωση αὐτὴ τὶς ἕτοιμες ἀσφαλεῖς κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις της, ἄριστα ἀμυντικὰ ὀργανωμένες, καὶ τὴν ἀσφάλεια ἀπὸ πειρατικὲς καὶ ληστρικὲς ἐπιδρομές, λόγῳ τοῦ ἀπομεμακρυσμένου καὶ ἀπόμερου τῆς τοποθεσίας της, μακριὰ ἀπὸ ἀνασφαλεῖς καὶ ἐπικίνδυνες περιοχές. Τὸ ἄλλο συμβαλλόμενο μέρος, ἡ «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», κουβαλοῦσε μαζί της, προσφέροντάς τα στὴν σύμπραξη αὐτὴ μία πολὺἀγαπητὴ καὶ λαοφίλητη ξακουστὴ «ἐπώνυμη» εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ κυρίως πρόσφερε καὶ μία τεράστια κτηματικὴ περιουσία, ὁλόκληρη τὴ σημερινὴ δασική περιοχὴτοῦ «Κουκλιᾶ» μεταξὺ Γλύφας, Χαμάκως, Ἁγίων Θεοδώρων καὶ Ἀχιλλείου. Εἶναι ἡ περιοχὴ ἡ ὁποία ἀργότερα, ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, δόθηκε γιὰ νὰ ἀποκτηθεῖ ὁλόκληρη ἡ σημερινὴ περιοχὴ «Κελέρια». Ἡ περιουσία τῆς «Μονῆς Παναγίας Κισσιώτισσας», τὴν ἐποχὴ τῆς συνένωσης τῶν δύο αὐτῶν μοναστηριῶν, ἦταν ἀσήμαντη σὲ σχέση μὲ τὴν περιουσία τῆς «Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς» τοῦ «Κουκλιᾶ».

Ἐκτιμῶντας ὅλα αὐτὰ νομίζουμε ὅτι ἡ σταδιακὴ ἐγκατάλειψη τῆς ἀρχικῆς ὀνομασίας τῆς φιλοξενούσας μονῆς, τῆς Μονῆς τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἤ «Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ ἡ ἀντικατάστασή της μὲ τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιὰ» δὲν ἔγινε μόνο ἀπὸ τὴν παρουσία ἐκεῖ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν δυναμικὴ καὶ δυνητικὴ ἀπαιτήσεων παρουσία ἑνὸς ἰσχυροῦ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς περιουσιακῆς κατάστασης, ἑταίρου.

Ὁ κατοπινὸς πλοῦτος τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας καὶ ἡ δυναμικὴ παρουσία της στὰ δρώμενα τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ εἶχε ὡς θεμέλια τὴν προσφορὰ τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς δεύτερης «Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς», αὐτῆς τοῦ «Κουκλιᾶ», κληρονόμου καὶ τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τῆς πρώτης «Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς», αὐτῆςτῆς «Λάκα Παναγιᾶς».

 

 

  1. Ἡ ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα» ἀρχίζει νὰ λησμονιέται

Ἡ φήμη ποὺ συνόδευε τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἔφερνε, μετὰ τὴν ἄφιξή της στὴν «Παναγιὰ Κισσιώτισσα», καὶ ἄλλους προσκυνητὲς μὲ πρόσθετο τώρα σκοπὸ νὰ προσκυνήσουν καὶ τὴν καινούρια εἰκόνα, νὰ προσκυνήσουν καὶ τὴν «Παναγία Ξενιά».

Ἔτσι ἡ ἀποκλειστικὴ μέχρι τὴν ἐκείνη ἐποχὴ φράση γιὰ τὸν σκοπὸ τοῦ ταξιδιοῦ κάποιων προσκυνητῶν «πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε τὴνΠαναγιὰΚισσιώτισσα» ἄρχισενὰ συμπληρώνεται ἤ καὶνὰἀντικαθίσταταιμὲτὴ φράση «πᾶμενὰ προσκυνήσουμε τὴν Παναγιὰ Ξενιά». Καὶ αὐτὸ ἄρχισε νὰ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μέχρι ποὺ κυριάρχησε. Ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἦταν τὸ πιὸ νέο ἀπόκτημα καὶ ἔγινε τὸ πιὸ γνωστό. Κουβαλοῦσε πίσω της πολλοὺς καὶ θαυμαστοὺς θρύλους καὶ παραδόσεις:

«Ἦκε, τῇ προνοίᾳ Σου, ἀδήλοις χρόνοις, Πανάμωμε, ἡ Εἰκών Σου ἡ πάντιμος, ἡμῖν τοῖς ἱκέταις σου, ἀπὸ τῆς Ἑώας, παραδόξῳ τρόπῳ, διά θαλάσσης θαυμαστῶς, καλῶν παντοίων θάλασσαν βλύζουσα, και ἅπασαν εὐφραίνουσα την Θετταλίαν κηρύττουσαν, τῶν πολλῶν θαυμασίων σου, τάς δυνάμεις ἑκάστοτε».

«Πάλαι ἐκ τῆς Ἑώας ἡμῖν, διὰ θαλάσσης ἡ Εἰκὼν σου ἡ πάντιμος, ἀφίκετο παραδόξως, Εἰκονομάχων δεινὴν φεύγουσα μανίαν, Ἀειπάρθενε, καὶ ὤφθη ἀκένωτος, τῶν χαρίτων σου, Δέσποινα, καὶ τῶν θαυμάτων, Θετταλοῖς καὶ τοῖς πόρρωθεν βρύσις βρύουσα ἱλασμὸν, τε καὶ ἄφεσιν, ᾗ εὐλαβῶς προσπίπτοντες, σωμάτων τὴν ἴασιν, καὶ τῶν ψυχῶν θεραπείαν καὶ εὐφροσύνην οὐράνιον, λαμβάνομεν Κόρη, τὰ πολλὰ σου μεγαλεῖα, ἀεὶ δοξάζοντες».

Ἀπὸ τὴν εἰκόνα «Παναγία Ξενιὰ» ἡ ὀνομασία πέρασε καὶ στὸ Μοναστήρι ποὺ ἀπὸ ἀποκλειστικὰ «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας» ἔγινε ἐναλλακτικὰ καὶβαθμηδὸν «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας» «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» μέχρι ποὺ τελικὰ κυριάρχησε γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ τὸν ἁπλὸ λαὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἐκτὸς τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Γιὰ τοὺς μοναχοὺς ὅμως τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ κυρίως γιὰ τὰ ἑκάστοτε ἡγουμενοσυμβούλιά του, στὴν ἐπίσημη ἀλληλογραφία του καὶ σὲ ἄλλα ἐπίσημα ἔγγραφα, ἦταν καὶ παρέμεινε πάντοτε «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» καί, ἐναλλακτικὰ ἤ ὑποχρεωτικὰ, «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας ἤ Παναγίας Ξενιᾶς». Ἀκόμη καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν «Ἱερὰν Μονὴν τῆς Ἁγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς ἐπικαλουμένης «Ξενιᾶς»».

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας πανηγύριζε πάντοτε τὴν ἡμέρα τῆς «Κοίμησης τῆς Θεοτόκου», στὶς 15 Αυγούστου, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς ἐφέστιας εἰκόνας του, καὶ ἔτσι ἐξακολούθησε νὰ γίνεται καὶ μετὰ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτὸ τῆς εἰκόνας τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς».

Ἔπρεπε ὅμως, μετὰ τὴν ἄφιξη τῆς νέας «ἁγίας εἰκόνας» νὰ γιορτάζεται καὶ ἡ «καινούρια Παναγία», ἡ «Παναγία Ξενιά».  Θεωρήθηκε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πιὸ κατάλληλη ἡμερομηνία γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς «Ἀπόδοσης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», στὶς 23 Αὐγούστου. Ἐξἄλλου ἡ ἁγία αὐτὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ «Παναγία Ξενιὰ», ἦρθε στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» ἔχοντας καθιερωμένη τὴ γιορτὴ αὐτὴ πρὸς τιμήν της.

Ἔτσι καθιερώθηκαν δύο ἡμέρες ἑορτασμοῦ στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, μία γιὰ κάθε μία ἀπὸ τὶς δύο «Παναγίες», ἡ 15η Αὐγούστου γιὰ τὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ ἡ 23η Αὐγούστου γιὰ τὴν «Παναγία Ξενιά».

Δὲν διαθέτουμε ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀλλὰ ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι κατὰ τὴν 23ηΑὐγούστου, ἑορτὴ τῆς ἀπόδοσης τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γινόταν πανήγυρη στὴ «Λάκα Παναγιὰ» πολὺ πρὶν καθιερωθεῖ αὐτὴ στὸ Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ «Παναγία Ξενιά» ἦρθε στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» ἔχοντας, μαζὶ μὲ τὸ ὄνομά της, καθιερωμένη πρὸς τιμὴν της καὶ τὴν ἑορτή της. Γιορταζόταν ἡ εἰκόνα τὴν ἡμέρα τῆς ἀπόδοσης τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὴν 23ηΑὐγούστου τόσο στὸ πρῶτο μοναστήρι της στὴ «Λάκα Παναγιὰ» ὅσο καὶ στὸ δεύτερο στὸν «Κουκλιά».

Γεγονὸς εἶναι, ὡστόσο, ὅτι ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» ἄρχισε νὰ γίνεται περισσότερο γνωστὴ ἀπὸ ὅσο γνωστὴ ἦταν ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας» ἐπὶ τῆς ὁποίας ὀνομασίας καὶ κυριάρχησε τουλάχιστον γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες τοῦ Μοναστηριοῦ.

Οἱ καλόγεροι ὅμως τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἀλλὰ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς γειτονικῆς τοὐλάχιστον περιοχῆς χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὸ Μοναστήρι τους, τὴν ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα». Ἡ σφραγίδα τοῦ Μοναστηριοῦ ἔγραφε πάντοτε «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας». Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἔγραψε ὅτι ὁ ἴδιος εἶδε τὴ σφραγίδα αὐτή. Σήμερα ὑπάρχουν μόνο ἀποτυπώματα τῆς παλιᾶς αὐτῆς σφραγίδας σὲ ἔγγραφα τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ σφραγίδα «ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΙΣΣΙΩΤΙΣΣΑΣ» χρησιμοποιοῦνταν πάντοτε ἀκόμα καὶ ὅταν τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀπευθυνόμενο σ’ αὐτό, τὸ ὀνόμαζε «Μονὴ Ξενιᾶς».

Παρόλο δὲ ὅτι ἡ ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» χρησιμοποιοῦνταν τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ 1522, ἀπὸ ὅλους σχεδόν, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ στὸ ἀσημένιο κιβώτιο μὲτὰ δύο τεμάχια τῆς τιμίας ζώνης τῆς Παναγίας, προσφορὰ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου τοῦ ἉγίουὌρους, τόσο οἱ καλόγεροι τοῦΜοναστηριοῦ, ὅσο καὶ οἱ τοπικοὶ παράγοντες τοῦ Ἁλμυροῦ χρησιμοποιοῦσαν παντοῦ καὶ πάντοτε τὴν ὀνομασία «Μονὴ Κισσιώτισσας» ἤ χρησιμοποιοῦσαν ταυτόχρονα καὶ τὶς δύο μέχρι καὶ τὸ 1844 τουλάχιστον.

Στὰ γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους ὑπάρχει ὁ «Φάκελος Μοναστηριακὰ Φ. 626», στὸν ὁποῖο ὑπάρχουν ἑβδομήντα περίπου ἔγγραφα σχετικὰ μὲτὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς τῆς ἐποχῆς 1835 -1844.

Ἀπὸ τὰ ἑβδομήντα αὐτὰ ἔγγραφα τὰ 67 ἔχουν ἀποστολεῖς διάφορες ἐξωμοναστηριακὲς ὑπηρεσίες, τὰ δύο (ὑπ’ ἀριθ. 12 καὶ 19) ἔχουν ἀποστολέα τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ τὸ ἕνα (ὑπ’ ἀριθ. 13) ἔχει ἀποστολέα τὸ σύνολο τῶν δημογερόντων τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ Πλατάνου, τῶν Κοκκωτῶν, τῶν Κωφῶν καὶ τῆς Βρύναινας, τὸ ὁποῖο προσυπογράφουν καὶ ἐπικυρώνουν καὶ οἱ τοπικὲς τουρκικές ἀρχὲς.

Εἶναι, λοιπόν, ἀξιοσημείωτο ὅτι καὶ στὰ τρία αὐτὰ ἔγγραφα, ὑπ’ ἀριθ. 12, 13 καὶ 19, στὰ δύο, δηλαδή, τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ στὸ ἕνα τῶν ὑπηρεσιακῶν ἀρχῶν τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀναγράφεται μὲ σαφήνεια ὡς ἐπωνυμία τοῦ Μοναστηριοῦ «Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας τοῦ καὶ Ξενιᾶς». Στὰ ὑπὸλοιπα 67 ἔγγραφα, ὅλα ἔγγραφα ξένων πρὸς τὸ Μοναστήρι ὑπηρεσιῶν, χρησιμοποιεῖται μόνο τὸ ὄνομα «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

Οἱ γνῶστες, λοιπόν, τῆς παλαιᾶς καὶ πραγματικῆς ὑπόστασης, τῆς  ταυτότητας ἀλλὰ καὶ τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ χρησιμοποιοῦσαν τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Μοναστηριοῦ, «Παναγία Κισσιώτισσα», ἐνῶ οἱ μὴ γνῶστες τῆς ἀληθινῆς ὀντότητάς του, ἐπηρεασμένοι μόνο ἀπὸ τὰ ἰσχυρότερα καὶ ἐπικρατέστερα ἀκούσματα χρησιμοποιοῦσαν τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά».

Ἕνα ἀπὸ τὰ δύσκολα, ὡς πρὸς τὴν ἀπάντησή τους ἐρωτήματα, ποὺ δημιουργοῦνται στὸν ἐρευνητὴ τῆς ἱστορίας τοῦ «Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς», εἶναι τὸ πότε καθιερώθηκε ὁ ἑορτασμὸς τῆς ἡμέρας τῆς 23ης Αὐγούστου, ὡς τῆς δεύτερης ἡμέρας ἑορτασμοῦ τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα δὲν ἔχουν διασωθεῖ. Ἔτσι μόνο ὑποθέσεις μποροῦν νὰ γίνουν γιὰ τὸ θἐμα αὐτό.

Κατὰ τὴν ἄποψή μου ἡ καθιέρωση, ὅπως προαναφέραμε, τῆς 23ης Αὐγούστου ὡς ἡμέρας πανηγυριοῦ τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» πρέπει νὰ εἶχε γίνει πρὶν ἀκόμη ἡ εἰκόνα φτάσει στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς Κισσιώτισσας». Εἶχε καθιερωθεῖ ἤδη ὅταν αὐτὴ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς». Καὶ αὐτὸ τὸ πιστεύουμε γιατὶ εἶναιπολὺ δύσκολο νὰ δεχθοῦμε ὅτι δὲν εἶχε καθιερωθεῖ εἰδικὴ ἑορταστικὴ ἐκδήλωση γιὰ τὴν εἰκόνα αὐτή σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ ὁποῖο μὲ τὸσο θαυμαστὸ τρόπο εἶχε φθάσει μία εἰκόνα Παναγίας καὶ στὸ ὁποῖο ἡ «Παναγία Ξενιὰ» εἶχε παραμείνει ἐπὶ τόσα χρόνια. Κατὰ τοὺς ὑπολογισμούς μας ἡ εἰκόνα τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς εἶχε παραμείνει στὰ δύο πρῶτα μοναστήρια της, τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τοῦ «Κουκλιᾶ», τοὐλάχιστον ἐπὶ πεντακόσια χρόνια.

Ἐξἄλλου τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἴδια αὐτή ἡμέρα, 23 Αὐγούστου, στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου, γινόταν πάντοτε στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας πανηγῦρι τὸ ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται καὶ στὴν ἐποχή μας πρὸς τιμὴν τῆς  «Παναγίας Ξενιᾶς», δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἐξηγηθεῖ διαφορετικά. Πιστεύουμε, ὅπως ἀναφέραμε ἤδη, ὅτι ἡ «εἰκόνατῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἔφθασε στὴ Μονὴ Κισσιώτισσας ἔχοντας καθιερωμένα καὶ τὴν προσωνυμία της «Παναγία Ξενιὰ» καὶ τὸ πανηγῦρι της στὶς 23 Αὐγούστου.

Μετὰ τὴ μεταφορὰ τῆς εἰκόνας στὸ Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας ὁ  ἑορτασμὸς αὐτός, τὸ πανηγῦρι τῆς 23ης Αὐγούστου, ἀρχικὰ γινόταν στὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, στὴν Ἄνω Ξενιά. Ἐκεῖ, ἐξἄλλου βρισκόταν καὶ ἡ εἰκόνα, πρὸς τιμὴν τῆς ὁποίας γινόταν ὁ δεύτερος αὐτὸς ἑορτασμός, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀδιευκρίνιστο παραμένει ἀπὸ πότε καθιερώθηκε τὸ δεύτερο αὐτὸ πανηγῦρι νὰ γίνεται στὸ Κάτω Μοναστήρι.

 

  1. Οἱ συμβατικὲς ὀνομασίες «Ἄνω» καὶ «Κάτω» «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς»

Τὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» κατεῖχε μεγάλη κτηματικὴ περιουσία καὶ στὴν κοντινή, τὴν  γύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχή, ἀλλὰ καὶ σὲ πιὸ μακρινές τοποθεσίες, κυρίως μετὰ τὴ συνένωσή του μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Στὶς ἀπομακρυσμένες αὐτὲς κτηματικὲς περιοχὲς χτίζονταν διάφορα οἰκήματα γιὰ τὴν ἀποθήκευση τῶν εἰσοδημάτων τῶν ἐκεῖ κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ γιὰ τὴ στέγαση τῶν ἐργατῶν ποὺ ἐργάζονταν σ’ αὐτά. Χτίζονταν ἀκόμα καὶ μικροὶ ναοὶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅταν γιὰ λόγους ἐπιστασίας ἤ ἄλλων ἀποστολῶν μετέβαιναν σ’ αὐτά, ἀλλὰ καὶ τῶν γύρω κατοίκων καὶ τῶν ἐργατῶν ποὺ ἀπασχολοῦνταν στὴν καλλιέργεια τῶν ἐκεῖ κτημάτων τῆς Μονῆς. Αὐτὰ ἦταν τὰ «Μετόχια» τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας.

Ἕνα ἀπὸ τὰ «Μετόχια» αὐτά, τὸ σημαντικότερο, ἦταν τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ «Ρίχοβο» ἤ «Ράχοβο». Εἶναι τὸ μετόχι ποὺ ἀργότερα ἔγινε γνωστὸ ὡς «Μοναστήρι τῆς Κάτω Ξενιᾶς».  Εἶναι τὸ μετόχι τοῦ ὁποίου ὁ κεντρικὸς ναὸς ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ἡ περιοχὴ γύρω ἀπὸ αὐτὸ λεγόταν «Ρίχοβο» ἤ «Ράχοβο». Ἡ λέξη, ἄγνωστηςἑτυμολογίας, γραφόταν καὶ «Ρήχοβο» ἀλλὰκαὶ «Ράχοβο» ἴσωςἀπὸ  σύγχυση καὶ λάθη ἀντιγραφῆς. Ὑπάρχεικαὶ ἡ ἄποψηὅτι λεγόταν καὶ «Ρουχᾶ ράχη», παρηχητικὰ παράγωγα τῆςὁποίαςθεωροῦνταιτὰ «Ρίχοβο», «Ρήχοβο» καὶ «Ράχοβο». Σήμερα καμία ἀπὸ τὶς ὀνομασίες αὐτὲς δὲν χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸ εὐρὺ κοινὸ ἤ, ἄν κάποιοι κάτοικοι τῆς περιοχῆς τὶς ἀναφέρουν, δὲν ὑπάρχει μεταξύ τους ὁμοφωνία σὲ μία ὀνομασία.

Ὡστόσο  ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε τὸ 1821 πρὸς τοὺς ἐκεῖ μοναχούς, πρὸς τοὺς μοναχοὺς τῆς «Κάτω Ξενιᾶς», τὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας παρουσιάζουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, προσφωνεῖ τοὺς καλογέρους του «Ραχοβίτες», ἀπὸ τὴν ὀνομασία «Ράχοβο».

Ἡ μεγάλη κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μετοχιοῦ αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ προσέλευση μεγάλου ἀριθμοῦ προσκυνητῶν σ’ αὐτὸ καθιστοῦσε ἀπαραίτητη τὴν συχνὴ καὶ πολυήμερη παρουσία πολλῶν μοναχῶν σ’ αὐτό, ἰδίως σὲ περιόδους ἔντονων καλλιεργητικῶν ἀναγκῶν, ὅπως κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς σπορᾶς καὶ τοῦ θερισμοῦ, σὲ βαθμὸ πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μετόχι τῆς ἴδιας Μονῆς.

Τὸ σημαντικὸ αὐτὸ Μετόχι ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν πολύ κοντὰ σὲ ἀρκετὰ χωριὰ τοῦ ἁλμυριώτικου κάμπου, στὰ ὁποῖα στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας δὲν ὑπῆρχαν χριστιανικοὶ ναοί, μποροῦσε νὰ καλύπτει καὶ τὶς λατρευτικὲς ἀνάγκεςτῶν κατοίκων τῶν χωριῶν αὐτῶν σὲ μεγάλο βαθμό. Οἱ κάτοικοι τῆς Σούρπης, τοῦ Πτελεοῦ, τοῦ Δρυμῶνα, τοῦ Πλατάνου, τοῦ Ἁλμυροῦ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων κατέφευγαν στὴν ἐκκλησία αὐτοῦ τοῦ Μετοχιοῦ.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅπως καὶ ἡ ἀπόφαση τῶν μοναχῶν τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας ἡ πανήγυρη γιὰ τὴν «Παναγία Ξενιὰ», τῆς 23ης Αὐγούστου, νὰ γίνεται στὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου», προσέλκυε σ’ αὐτὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Αὐτό δημιουργοῦσε μεγαλύτερες καὶ μονιμότερες ἀνάγκες παρουσίας μοναχῶν ἀλλὰ καὶ κάποιες «σκέψεις αὐτονόμησης» ἀρχικά, οἱ ὁποῖες ἀναβαθμίστηκαν πολὺ γρήγορα σὲ «τάσεις αὐτονόμησης» τοῦ Μετοχιοῦ καὶ ὁδηγήθηκαν καὶ σὲ «ἀπόπειρες αὐτονόμησης» μὲ πραξικοπηματικὸ τρόπο ἐνισχυμένες καὶ ἀπὸ ἄλλους ἐξωμοναστηριακοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἤ καὶ πολιτικοοικονομικοὺς ἰδιωτικοὺς παράγοντες.

Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ πάψει νὰ ἀκούγεται καὶ νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη «Μετόχι» γιὰ τὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη «Μοναστήρι». Ἐξἄλλου ἡ λέξη «Μετόχι», ποὺ σημαίνει περίπου μοναστηριακὸ παράρτημα, δὲν χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸ λαὸ μὲ τόσο σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια καὶ δὲν προσδίδεται σ’ αὐτὸ τόση σημασία καὶ κῦρος ὅση στὴ λέξη «Μοναστήρι». Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἀκούγεται ἀντὶ τῆς ὀνομασίας «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» ἤ «Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Αὐτὸ εἶχε ὡς ὑποχρεωτικὸ πλέον ἐπακόλουθο νὰ προστεθοῦν στὴν μία καὶ μόνη μέχρι τότε ὑπάρχουσα κανονικὴ, «νομο κανονικὰ θεσμοθετημένη», ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» οἱ ἀναγκαῖοι τοπικοὶ διευκρινιστικοὶ προσδιορισμοὶ «Ἄνω» καὶ «Κάτω» καὶ νὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ ὀνομασίες «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» γιὰ τὸ κυρίως Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας καὶ «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», γιὰ τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Οἱ δύο αὐτὲς ὀνομασίες, ὡστόσο, «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» γιὰ τὸ κανονικὸ μοναστήρι, καὶ «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», γιὰ τὸ μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ ὅλους καὶ πάντοτε ὄχι μὲ τὴν ἔννοια δύο διαφορετικῶν καὶ αὐτόνομων «Μονῶν», ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια δύο διαφορετικῶν καὶ ἀπομακρυσμένων μεταξύ τους οἰκοδομικῶν συγκροτημάτων κτιρίων  καὶ ναῶν τοῦ ἑνὸς ὅμως καὶ μόνου, ὡς πρὸς τὴ διοίκηση καὶ διαχείρηση, Μοναστηριοῦ, τῆς «Μονῆς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», τοῦ ὁποίου ἡ ἕδρα παρέμεινε πάντοτε στὸ πάνω οἰκοδομικὸ κτιριακὸ συγκρότημα, στὸ «Πάνω Μοναστήρι».

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς, ὡστόσο, ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦνται τάσεις καὶ ἐνέργειες αὐτονόμησης καὶ ἀνεξαρτοποίησης τοῦ Μετοχιοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ». Παρουσιάζονταν ἀνάγκες εἰδικῶν διοικητικῶν ἀποφάσεων, ἀνάγκες ὕπαρξης εἰδικῶν ἀρχῶν καὶ λήψης ἀποφάσεων. Οἱ ἐνέργειες αὐτὲς γιὰ κάποια αὐτονόμηση προκάλεσαν, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀντιδράσεις. Οἱ τάσεις καὶ ἐνέργειες αὐτονόμησης μερικῶν καὶ οἱ ἐπακόλουθες παράλληλες ἀντιδράσεις ἄλλων συνεχίστηκαν γιὰ χρόνια πολλά. Οἱ σχετικὲς λεπτομέρειες ἀναφέρονται σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς καὶ, ὡς ἐκ τούτου, τὶς παραλείπουμε ἐδῶ.

Τελικὰ δὲν ἀνεξαρτοποιήθηκε καὶ δὲν αὐτονομήθηκε μὲν τὸ «Κάτω Μοναστήρι», ἡ προσπάθεια ὅμως αὐτὴ εἶχε ὡς, μία συμβιβαστικὴ καὶ ὑποχρεωτικὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, συνέπεια ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸ «πάνω» στὸ «κάτω» κτιριακὸ συγκρότημα, στὸ «Κάτω Μοναστήρι».

Ἔτσι στὴν πραγματικότητα, ἄτυπα καὶ ἀντινομοκανονικὰ καὶ ἀντιθεσμικά,  μετατράπηκε τὸ «Μετόχι» σὲ «Μοναστήρι» καὶ τὸ «Μοναστήρι» σὲ «Μετόχι», παρὰ τὶς ὑπάρχουσες ἀλλεπάλληλες ἀντίθετες πατριαχικὲς ἐγκυκλίους καὶ σιγγίλια.  Ἔγιναν ἔτσι ὁριστικὴ πλέον πραγματικότητα ὅσα τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο τοῦ «+Γαβριὴλ ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου», τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1704,«ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ» ρητὰ ἀπαγόρευε. Οἱ μοναχοὶ ὑπόταξαν «τὴν κεφαλὴν εἰς τὸν πόδα». Ἔγινε πραγματικότητα τὸ «…κατὰ καιρικὴν δὲ περίστασιν μεταβάντεςοἱ πατέρες τοῦ αὐτοῦ Ἱεροῦ μοναστηρίου προσῆλθον ἐνδιατρίψαι πρὸς καιρὸν ἐντῷ εἰρημένῳ αὐτοῦ μετοχίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Εἶτα οὐκ οἶδ’ ὅπως εὐαρεστηθέντες ἐκεῖσε οὐκ ἠθέλησαν ἐπαναστραφῆναι εἰς τὸ καθολικὸν αὐτῶν μοναστήριον διὰ ῥᾳστώνην τυχόν, καὶ σωματικὴν ἡδυπάθειαν καὶ ἀνάπαυσιν, ἥτις ἀπείρηται τοῖς τὸν μοναδικὸν ἐπανηρημένοις βίον καὶ ἐνοικοῦντες διηνεκῶς τῷ αὐτῷ μετοχίῳ κατέλιποντὸ πρότερον αὑτῶν ἐνδιαίτημα, τὸ πρωτότυπον δηλαδὴ βασιλικὸν καὶ σταυροπηγιακὸν καταγώγιον, ὥστε καὶ τὰ κτήματα καὶ ἀφιερώματα τούτου μεταγαγόντες ὑπέταξαν ἀντεστραμμένως τῷ μετοχίῳ αὐτοῦ, ἤτοι τῷ Ἁγίῳ Νικολάῳ, τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰςἀφανισμὸν…».

 

 

 

[1] Περισσότερες πληροφορίες γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς τραγικὲς ἀπώλειες «ντοκουμέντων» δίνουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

[2] Κωνσταντῖνος Θ. Γιαννακόπουλος, «Ἡ Παναγία Ξενιὰ καὶ οἱ δύο Ἱερὲς Μονές της», ὑποσημείωση σελίδας 17.

[3] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, σελ. 654.

[4] Πληροφορίες γιὰ τὸ χωριὸ (ἡ) Χαμάκω ἤ (τὸ) Χαμάκο στὸ: Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, «Τὸ Ἀχίλλειο Ἁλμυροῦ, Ἱστορικὴ ἀναδρομή», Ἔκδοση Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἀχιλλείου, 1999.