Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος έκτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο το προηγούμενο)

Γ΄. Σιγγίλιο τοῦ Πατριάρχη Σωφρονίου

α. Εἰσαγωγικὰ.

Πολὺ γρήγορα, ὡστόσο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ὅσα θὰ ἀναφερθοῦν στὴ συνέχεια, ἡ κατάσταση καὶ τὸ καθεστὼς ποὺ εἶχε ρυθμισθεῖ καὶ καθορισθεῖ μὲ τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο τοῦ Γαβριὴλ τοῦ 1704, ἀτόνησαν, ἀγνοήθηκαν καὶ καταλύθηκαν ἀπὸ μερικοὺς τουλάχιστον, ἄν καὶ ἐφ’ ὅσον βεβαίως εἶχαν ἰσχύσει καὶ εἶχαν ἐφαρμοσθεῖ ἔστω καὶ μόνο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα. Γιατί, ὅπως διαφαίνεται, μπορεῖ ἴσως γιὰ ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα,  ἀμέσως ὕστερα ἀπὸ τὴν πατριαρχικὴ αὐτὴ ρύθμιση, οἱ ἀποσκιρτικὲς τάσεις νὰ ἀδρανοποιήθηκαν καὶ προσωρινὰ νὰ σταμάτησαν ἤ νὰ χαλάρωσαν ἀλλὰ ἡ σταθερὴ ἐπιδίωξη, ἡ ἰσχυρὴ  θέληση καὶ ἡ ἀμετάκλητη ἀπόφαση αὐτῶν τῶν «κάποιων», ὅσων πρωτοστατοῦσαν, γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίτευξη τῶν ἐπιδιώξεών τους, δὲν ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ παραμένουν «ἐν δυνάμει».

Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, ἄρχισαν καὶ πάλι, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν, νέες προσπάθειες κάποιων γιὰ τὸν «ὑποβιβασμὸ»,  ἀρχικῶς, τῆς κανονικῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τὸν «προβιβασμό» τοῦ Μετοχιοῦ. Πιθανὸν εἶναι ἀκόμη νὰ πρόκειται γιὰ μία ἀκόμη ἀπελπισμένη προσπάθεια τῶν «νοσταλγῶν» τῶν παλαιῶν «βασιλικῶν, πατριαρχικῶν καὶ σταυροπηγιακῶν προνομίων» τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιωτίσσης» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς» νὰ ἐπαναφέρουν τὸ «ἀρχαῖον καθεστώς του».

Ἀποτέλεσμα  ἦταν οἱ μοναχοὶ πού, σύμφωνα μὲ ὅσα καὶ ὅπως κανόνιζε καὶ διέτασσε ἡ πατριαρχικὴ ὁδηγία τοῦ Γαβριήλ, ἐγκαταβίωναν στὴν κανονικὴ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ τὴν συμπαράσταση καὶ ὑποστήριξη  ὅσων χριστιανῶν τοὺς ὑποστήριζαν κατέφυγαν, τὸ ἔτος 1777,  καὶ πάλι στὸ Πατριαρχεῖο, ζητῶντας τὴν δικαίωσή τους, ζητῶντας τὴν ἐπικύρωση, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμα, τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τοῦ Πατριάρχη ἐπὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τους καὶ τῶν σταυροπηγιακῶν προνομίων τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Ζητοῦσαν γιὰ ἄλλη μία φορὰ  τὴν ἀποκατάσταση τῶν δικαίων τους, ποὺ καὶ πάλι καταπατοῦνταν καὶ παραβιάζονταν.

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, τούτη τὴ φορά, στὰ 1777, ἦταν ὁ Σωφρόνιος. Ὁ πατριάρχης Σωφρόνιος, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἐπικύρωσε καὶ αὐτὸς γιὰ ἄλλη μία φορὰ, μὲ νέο δικό του σιγγίλιο, τὰ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει καὶ ρυθμίσει ὁ Γαβριὴλ,. Ἐρευνήθηκαν τὰ ἀρχεῖα τοῦ Πατριαρχείου, βρέθηκε καὶ τὸ παλαιότερο πατριαρχικὸ σιγγίλιο τοῦ Γαβριὴλ, ἐπιβεβαιώθηκε ἡ ἐγκυρότητά του καὶ διατάχθηκαν καὶ πάλι τὰ ἴδια. Ἐπικυρώθηκε καὶ πάλι μὲ σαφήνεια καὶ κατηγορηματικότητα τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιον τοῦ 1704.

Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Σωφρόνιος στὸ σιγγίλιό του: «Ταύτην οὖν τὴν αἴτησιν, (ἐννοεῖται τῶν μοναχῶν τοῦ σταυροπηγιακοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας  Ξενιᾶς ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἐγκαταβιώνουν σ’ αὐτὸ)  ὡς εὔλογον οὖσαν ἀποδεξάμενοι, …. ἀποφαινόμεθα …. ἵνα τὸ  ῥηθὲν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Ξενιᾶς ἐπιλεγόμενον, … ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς αὐτοῦ τάξιν καὶ κατάστασιν πατριαρχικόν, σταυροπηγιακὸν καὶ κατὰ πάντα τρόπον ἀδούλωτον, ἀνεπηρέαστον καὶ ἀνενόχλητον παρ’ οὗτινοσοῦν προσώπου ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ καὶ αὐτοῦ τοῦ κατὰ τόπον ἀρχιερέως, μνημονευομένου ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ μετοχίῳ αὑτοῦ τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος, μηδενὶ ὑποκείμενον, μήτε τινὶ ὀφεῖλον διδόναι τι, εἰμὴ μόνῳ τῷ καθ’ ἡμᾶς πατριαρχικῷ ἀποστολικῷ καὶ οἰκουμενικῷ θρόνῳ ἀνὰ δύο ὀκάδας κηροῦ εἰς σημεῖον ὑποταγῆς».

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Σωφρόνιος, ἀναφέρεται μὲ  περισσότερη σαφήνεια καὶ αὐστηρότερη κατηγορηματικότητα, κατονομάζοντας ἐκεῖνον στὸν ὁποῖον προσπαθοῦσαν νὰ ὑπαγάγουν ἤ εἶχαν ὑπαγάγει τὸ μοναστήρι ὅσοι πρωτοστατοῦσαν στὴν ἀνεξαρτοποίησή του. Κατονομάζει τὸν πρωτοστάτη αὐτῆς τῆς κίνησης λέγοντας ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς  πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμένει πάντοτε: «ἀδούλωτον, ἀνεπηρέαστον καὶ ἀνενόχλητον παρ’ οὗτινοσοῦν προσώπου ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ», ἐπισημαίνοντας ἰδιαίτερα τὸν τοπικὸ ἱεράρχη «καὶ αὐτοῦ τοῦ κατὰ τόπον ἀρχιερέως».

Ὁ πατριάρχης  ἐπαναλαμβάνει ἀκόμα κατηγορηματικὰ ὅτι καὶ στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ καὶ στὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» θὰ μνημονεύεται τὸ πατριαρχικὸ ὄνομα καὶ μόνο, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι πρέπει στὸ «Μετόχι» νὰ εἶχε ἀρχίσει νὰ μνημονεύεται ἀντὶ τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος τὸ ὄνομα τοῦ τοπικοῦ ἱεράρχη. Αὐτὴ ἡ τακτικὰ ἐπαναλαμβανόμενη φράση στὰ πατριαρχικὰ σιγγίλια  ὅτι στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ στὸ Μετόχι του θὰ μνημονεύεται τὸ πατριαρχικὸν καὶ μόνο ὄνομα  δικαιολογεῖ τὴν ὑποψία ὅτι στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶχαν πάψει νὰ μνημονεύουν τὸ πατριαρχικὸ ὄνομα, ἄν δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ τοπικοῦ ἱεράρχη τοῦ Ζητουνίου, ἀναγνωρίζοντας ἔτσι τὴν ὑπαγωγὴ τους σ’ αὐτόν.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐπαναδιατασσόταν μὲ τὸ νέο πατριαρχικὸ σιγγίλιο σαφῶς γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ ἡ ὑποταγὴ τοῦ μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ κανονικὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς: «τὸ δὲ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν μετόχιον, τὸ τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατὰ τὴν αὐτὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Ζητουνίου, ὑπάρχῃ ὑποκείμενον, ὡς καὶ πρότερον, τῷ μοναστηρίῳ τούτῳ, διοικούμενον καὶ κυβερνώμενον ὑπὸ τῶν παρὰ τοῦ ἡγουμένου τοῦ μοναστηρίου κοινῇ γνώμῃ ἐκπεμπομένων πατέρων».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωροῦμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε μία ἀποσαφηνιστικὴ πληροφορία. Στὸ παραπάνω ἔγγραφο, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ποὺ παρουσιάσαμε καὶ ἄλλα ποὺ θὰ παρουσιασθοῦν στὴ συνέχεια, τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου παρουσιάζεται νὰ βρίσκεται «παρὰ τὸν αἰγιαλὸν» ἐνῶ, ὅπως τοὐλάχιστον τὸ γνωρίζουμε  στὴ σημερινὴ ἐποχή, δὲν εἶναι παραθαλάσσιο.

Σύμφωνα ὅμως μὲ τὸν δικαστικὸ κλητῆρα τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου καὶ τὶς ἀρχὲς  τοῦ 20ου αἰῶνα, ἐκδότη τοῦ περιοδικοῦ «Ἀχιλληὶς», Εὐστὰθιο Παπακωνσταντίνου Καλτσέτα, οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς ἰσχυρίζονταν  καὶ τὸν βεβαίωναν ὅτι σὲ παλιότερες ἐποχὲς ἡ ἔκταση τῶν κτημάτων τοῦ Μετοχιοῦ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔφτανε ὡς τὴ θάλασσα.

Ἔγραψε σχετικὰ ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας σ’ ἕνα δημοσίευμά του: «Κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Πατέρας τὰ ὅρια τοῦ μετοχίου τούτου κτήματος  ἔφθανον ἄλλοτε μέχρι τοῦ αἰγιαλοῦ τοῦ μεσημβρινοῦ[1] λιμένος τοῦ Κροκίου Πεδίου τοῦ Παγασητικοῦ».[2]

Ὁ Εὐστὰθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας μᾶς βεβαιώνει ἐπίσης ὅτι «Τὸ Κελέριον ἠγοράσθη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῇ 27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240[3] καὶ προσεκτήσατο ἀγροτικὴν ἔκτασιν ἑτέρων 845 στρεμμάτων τῇ 2 Ἰουλίου 1297[4] τουρκικῆς χρονολογίας». «Κατὰ τὴν ἐπαγγελματικήν μου μετάβασιν εἰς τὴν χούνην Κονταρόλακα», γράφει ὁ Εὐστάθιος Καλτσέτας «ἐπληροφορήθην ὅτι ἡ Κονταρόλακα ὀνομάζεται καὶ Κελέρι μπεϊλίκι. Μοὶ ἐγεννήθη συνεπῶς ἡ ὑποψία μήπως ἡ ἀγροτικὴ ἔκτασις τῶν 845 στρεμμάτων ἀφορᾶ τὴν φάραγγα Κονταρόλακα, συνεχομένην, ἄλλωστε, πρὸς τὸ Κελέριον».

Οἱ παραπάνω ἀγορές, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὶς χρονολογίες πραγματοποίησής τους, ἔγιναν ὅταν οὐσιαστικὰ ἡ διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε μεταφερθεῖ στὸ «Κάτω Μοναστήρι». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐγκατάσταση τῶν μοναχῶν σ’ αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε καλύτερα τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ αὐτὸ ἦταν ἕνα κίνητρο ἀλλὰ καὶ ἀναμφισβήτητα ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα ὅσων τὴν ἐπεδίωκαν.

 

β. Τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου

Παραθέτουμε, γιὰ ἀντικειμενικότερη, αὐθεντικὴ καὶ πληρέστερη ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν μας, ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ νέου αὐτοῦ μολυβδόβουλλου πατριαρχικοῦ σιγγιλίου:

 «+ Σωφρόνιος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος

Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης[5]

Tῶν εὖ τε καὶ καλῶς προϊσταμένων ἔργον ἄν ὁμολογοῖτο εἶναι εἰ σκοπεῖν μὲν ἐκ παντὸς τρόπου, ὅπως τὰ ἑκάστῳ ἀσφαλῶς παραμενεῖ δίκαια, τὰ δὲ περὶ τούτων  προεκδοθέντα γράμματα ἐκ διδαχῆς ἀνακαινίζοντες, τοῖς ἔπειτα εἰς τὸν ἀεὶ παραπέμποιεν χρόνον.

Οὕτω γὰρ ἄν τοῦ τῆς λήθης σκότους, ὅτι πορρωτάτω ἀποσκεδανυμένου, ὡς ὑπὸ ἀκτίσι τοῖς γράμμασι προφανῆ τὴν τῶν πραγμάτων ἔχοιμεν διορᾶν ἀλήθειαν.

Διὰ γὰρ τὰ γράμματα, ὅσα μὲν ἐκ τῆς ἀδικίας δεινὰ διαφεύγουσιν ἄνθρωποι, οἵων δὲ δικαίων ἐπίβουλοι γίγνονται, ἄπειρον ἄν εἴη καταριθμεῖσθαι πρός γε ὁρῶντας ὁσημέραι τὰς πλείους τῶν διαλύσεων τοῖς ἀμφισβητοῦσιν ἐκ τούτων γιγνομένας. Αἱ μὲν οὖν περὶ τὰ γράμματα ἐκδόσεις τε καὶ ἀνακαινίσεις τοιοῦτον ἀγαθὸν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ πρὸς τὴν τοῦ δικαίου φυλακὴν καὶ τοῖς καλῶν προϊσταμένοις προσῆκόν ἐστι. Ὅσην γὰρ τὰ φάρμακα τὴν τῶν δεινῶν ἀπαλλαγὴν τοῖς ἀσθενοῦσιν ἐργάζονται σὺν λόγῳ προσφερόμενα τοσοῦτον καὶ τὸ τοῦ ἰατροῦ ἐπιδείκνυται ἀποτελούμενον ἔργον. Ἀλλὰ ταῦτα κοινὰ ἄν εἴη πᾶσιν, οἷςπερ ἀρχή τις  ἐπιτέτραπται ἄρχειν.

Ἡ δὲ καθ’ ἡμᾶς Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ τοῦτο ἴδιον ἐκ παλαιοῦ προνενέμηται καὶ τὴν περὶ τὰ ἱερὰ καὶ σεβάσμια Σταυροπηγιακὰ Μοναστήρια ἐκ τῶν ἐνόντων ἀντίληψιν ἐπιδείκνυσθαι μεταρρυθμίζουσα μὲν πρὸς τὸ ἐμμελές, εἴ τι τούτων παρὰ χορδὴν τῆς κανονικῆς διατυπώσεως τύχοι ἀνακρουόμενον, τὰ δὲ ἀρχαῖα αὐτῶν βραβεύουσα δίκαια καὶ διὰ γραμμάτων ἐν ἀσφαλεῖ ἐσᾳεὶ τεθειμένη.

Ταῦτα οὖν καὶ ἡ Μετριότης ἡμῶν, ὡς καλά, ἅμα δὲ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἐθίμοις ἐκ παλαιοῦ ἐμμένειν προθυμουμένη, οὐ παύεται ἐν γράμμασι διαπράττουσα, ὥς  περ καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου Σταυροπηγιακοῦ Μοναστηρίου.

Ἐνεφανίσθη γὰρ ἡμῖν Πατριαρχικὸν Συνοδικὸν σιγγιλιῶδες ἐν μεμβράναις γράμμα ἐκδοθὲν ἐπὶ πατριαρχεύοντος τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως  ᾀοιδίμου Γαβριήλ, καὶ γεγραμμένον κατὰ χιλιοστὸν ἑπτακοσιοστὸν τέταρτον ἔτος, σαφῶς δηλοῦν, ὅτι τὸ κατὰ τὴν ἐπισκοπὴν Ζητουνίου ἱερὸν καὶ σεβάσμιον Μοναστήριον ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενον τῆς Ξενιᾶς,[6] ἄνωθεν μὲν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρχε σταυροπηγιακῇ ἀξίᾳ τετιμημένον καὶ παντελοῦς ἐλευθερίας ᾐξιωμένον, μηδενὶ ἄλλῳ ὑποκείμενον, εἰμὴ μόνῳ τῷ καθ’ ἡμᾶς Πατριαρχικῷ Ἀποστολικῷ καὶ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ, λόγῳ ὑποταγῆς παρέχον κατ’ ἔτος ἀνὰ δύο ὀκάδας κηρίου, εἶχε δὲ ὑφ’ ἑαυτῷ ὑποκείμενον τὸ ἐν τῇ αὐτῇ ἐπισκοπῇ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν κείμενον μετόχιον, τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Εἶτα διὰ καιρικάς τινας περιστάσεις οἱ  ἐν τῷ ῥηθέντι μοναστηρίῳ πατέρες[7] μεταβάντες εἰς τὸ μετόχιον, οὕτω δυσαναποσπάστως εἶχον τῆς ἐκεῖθεν διατριβῆς ὥστε καὶ τὰ ἐκ τοῦ μοναστηρίου κτήματα καὶ ἀφιερώματα μεταστησάμενοι καὶ εἰς τὸ μετόχιον μεταθέντες, τὸ μὲν μοναστήριον εἰς μετόχιον, τοῦτο δὲ εἰς ἐκεῖνο, ἄνω ποταμῶν, τὸ τῆς παροιμίας, ἀντεστραμμένως καὶ ἀκόσμως πάντῃ μετεποίησαν.

Ταῦτα μὲν οὖν τὸ ῥηθὲν παλαιγενὲς σιγγιλιῶδες δηλοῦν τὴν ἀρχαίαν τοῦ εἰρημένου μοναστηρίου ἀξίαν, τὴν ἐκ τούτου εἰς τὸ μετόχιον μετοίκησιν τῶν πατέρων, τὴν σὺν οὐδενὶ κόσμῳ μεταποίησιν τούτων, τελευταῖον ἐπάγει καὶ συνοδικὴν ἐπιταγὴν εἰς τὴν ἀρχαίαν αὐτῶν τοῦ τε μοναστηρίου καὶ τοῦ μετοχίου κατὰ τὸ ἔκπαλαι ἀποκατάστασιν.

Ἀλλὰ καὶ ἤδη ἐδηλοποιήθη ἡμῖν, παρά τινων θείῳ ζήλῳ κεκινημένων, ὅτι διὰ τὰς προσυμβάσας (Κύριος οἷς οἶδε κρίμασιν) καιρικὰς ἀνωμαλίας περιπεσόν, εἰς ἥν καὶ πρότερον, ἀκοσμίαν καὶ ἀταξίαν, κινδυνεύει τὸ ἱερὸν τοῦτο μοναστήριον ἄρδην παρεωραμένον ἀπολεσθῆναι.

Ταῦτα δὲ ἀνηγγέλθη ἡμῖν θερμῶς ἐξαιτουμένων ἀνακαινισθῆναι μὲν τὴν ἐκ παλαιοῦ σταυροπηγιακὴν ἀξίαν τοῦ ῥηθέντος ἱεροῦ μοναστηρίου, ἀποκαταστῆσαι δὲ τὴν ἀρχαίαν αὐτοῦ πρὸς τὸ εἰρημένον μετόχιον τάξιν καὶ πρέπουσαν κανονικὴν εὐκοσμίαν.

Ταύτην οὖν τὴν αἴτησιν, ὡς εὔλογον οὖσαν, ἀποδεξάμενοι, γράφοντες ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς μετὰ τῶν περὶ ἡμᾶς ἱερωτάτων ἀρχιερέων καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, ἵνα τὸ  ῥηθὲν ἱερὸν καὶ σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Ξενιᾶς ἐπιλεγόμενον, κατὰ τὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Ζητουνίου, τῶν ὁσιωτάτων πατέρων εἰς αὐτὸ ἀνελθόντων, καὶ τῶν κτημάτων ἁπάντων καὶ ἀφιερωμάτων αὐτοῦ μετακομισθέντων ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος μετοχίου, σύν τούτοις ἅπασι κινητοῖς τε καὶ ἀκινήτοις, τοῖς τε ἤδη οὖσι καὶ τοῖς εἰσέπειτα προστεθησομένοις ἀναποσπάστοις καὶ ἀναφαιρέτοις μένειν ὀφείλουσι κατὰ πάντα καιρόν, ὡς πρὸς Θεὸν ἅπαξ ἀφιερωθεῖσιν, ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς αὐτοῦ τάξιν καὶ κατάστασιν πατριαρχικόν, σταυροπηγιακὸν καὶ κατὰ πάντα τρόπον ἀδούλωτον, ἀνεπηρέαστον καὶ ἀνενόχλητον παρ’ οὗτινοσοῦν προσώπου ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ καὶ αὐτοῦ τοῦ κατὰ τόπον ἀρχιερέως,[8] μνημονευομένου ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ μετοχίῳ αὑτοῦ τοῦ πατριαρχικοῦ ὀνόματος, μηδενὶ ὑποκείμενον, μήτε τι ὀφεῖλον διδόναι τι, εἰμὴ μόνῳ τῷ καθ’ ἡμᾶς πατριαρχικῷ καὶ οἰκουμενικῷ ἀποστολικῷ θρόνῳ ἀνὰ δύο ὀκάδας κηροῦ εἰς σημεῖον ὑποταγῆς.

Τὸ δὲ παρὰ τὸν αἰγιαλὸν μετόχιον, τὸ τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατὰ τὴν αὐτὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Ζητουνίου, ὑπάρχῃ ὑποκείμενον, ὡς καὶ πρότερον, τῷ μοναστηρίῳ τούτῳ, διοικούμενον καὶ κυβερνώμενον ὑπὸ τῶν παρὰ τοῦ ἡγουμένου τοῦ μοναστηρίου κοινῇ γνώμῃ ἐκπεμπομένων πατέρων.

Οἱ δὲ ἐν αὐτῷ συνασκούμενοι ὁσιώτατοι πατέρες διάγωσιν ἡσύχως καὶ φιλαλλήλως κατὰ τὸν τύπον καὶ τάξιν τοῦ μοναδικοῦ ἐπαγγέλματος, σκοποῦντες τὰ πρὸς αὔξησιν καὶ βελτίωσιν τοῦ μοναστηρίου καὶ τοῦ μετοχίου τούτου.

 Ἐπειδὰν ἐν χρείᾳ γένωνται ἡγουμένου μέν, ἔχωσιν ἐκλέγειν ἐξ ἑαυτῶν κοινῇ γνώμῃ, ὅστις ἄν φανῇ ἄξιος καὶ πρωτεύων ἐπ’ ἀρετῇ καὶ κοσμιότητι, χειροτονίας δέ, ἔχωσι προσκαλεῖν, ὅν ἄν ἐθέλωσι τῶν ἀρχιερέων, ἐπὶ τῷ ἐκτελεῖν τὰς χειροτονίας αὐτῶν κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν, χωρὶς τῆς τοῦ ἱεροῦ συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως.

Τοῖς δὲ ἐκεῖθεν Χριστιανοῖς πᾶσιν ἐντελλόμεθα πατρικῶς, ὅπως ἀπονέμωσι πρὸς τὸ μοναστήριον τοῦτο πᾶσαν τὴν προσήκουσαν εὐλάβειαν καὶ σπουδὴν παρέχοντες ἑαυτοὺς προθύμους, βοηθοῦντες ᾀεὶ λόγῳ τε καὶ ἔργῳ καὶ φροντίζοντες περὶ τῆς συστάσεως καὶ διαμονῆς αὐτοῦ.

Ὅσοι δ’ ἄν τοὐναντίον τολμήσωσιν ἀντιπράττοντες τῆς σταυροπηγιακῆς καταστάσεως τῷ ἐπηρεᾶσαι τῷ ρηθέντι μοναστηρίῳ καὶ τῇ ἀρχαίᾳ αὑτοῦ τάξει καὶ εὐκοσμίᾳ μετακινοῦντές τι καὶ ἀνατρέποντες, οἱ τοιοῦτοι, ὁποίας ἄν ὦσι τάξεως καὶ βαθμοῦ, ἀφωρισμένοι εἴησαν παρὰ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ ἑνὸς ἐν τῇ φύσει μόνου Θεοῦ, καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι καὶ ἄλυτοι μετὰ θάνατον, ἡ μερὶς αὐτῶν μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα, στένοντες εἴησαν καὶ τρέμοντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ὁ Κάϊν, κληρονομήσειαν τὴν λέπραν τοῦ Γιεζῆ καὶ τὴν ἀγχόνην τοῦ Ἰούδα καὶ ἔνοχοι τοῦ πυρὸς τῆς γεέννης καὶ ὑπόδικοι τῷ αἰωνίῳ ἀναθέματι καὶ πάσαις ταῖς πατρικαῖς καὶ συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπεύθυνοι.

Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν καὶ διηνεκῆ καὶ μόνιμον ἀσφάλειαν ἐγένετο τὸ παρὸν πατριαρχικὸν καὶ συνοδικὸν σιγγιλιῶδες ἐν μεμβράναις ἐπιβεβαιωτήριον γράμμα κἄν τῷ ἱερῷ κώδικι τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καταστρωθὲν καὶ ἐδόθη τῷ ῥηθέντι κατὰ τὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Ζητουνίου ἱερῷ Μοναστηρίῳ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς λεγομένῳ, ἔν ἔτει σωτηρίῳ χιλιοστῷ ἑπτακοσιοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἑβδόμῳ, [9] κατὰ μῆνα Μάρτιον, ἐπινεμήσεως[10] δεκάτης.

+Σωφρόνιος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ῥώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης» .

(Ἀκολουθοῦν  δυσανάγνωστες ὑπογραφὲς συνοδικῶν ἀρχιερέων).

 

γ.  Σχόλια – Παρατηρήσεις – Συμπεράσματα.

Ἡ ὁριστικὴ ἐγκατάλειψη καὶ ἡ ἐρήμωση τῆς Ἄνω Μονῆς

Ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ ἀνάγνωση τῶν ὅσων ἀναφέρονται στὸ παραπάνω πατριαρχικὸ σιγγίλιο διαφαίνεται ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῶν 73 ἐτῶν, μεταξὺ τῆς ἀποστολῆς τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου τοῦ Γαβριὴλ κατὰ τὸ 1704 καὶ τῆς ἀποστολῆς τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου τοῦ Σωφρονίου κατὰ τὸ 1777, ὄχι μόνο δὲν εἶχε ἀποκατασταθεῖ ἡ πρώην κανονικὴ τάξη στὸ πατριαρχικὸ καὶ σταυροπηγιακὸ μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ «ἐπιλεγόμενον» τῆς Παναγίας Ξανιᾶς, ἀλλὰ ἡ προσωρινὴ ἐγκατάσταση μερικῶν μοναχῶν στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου πρέπει νὰ εἶχε γίνει πλέον μόνιμη ἐγκατάσταση ὅλων ἤ ἴσως τῶν περισσοτέρων μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Τούτη τὴ φορά, ὅπως ρητῶς ἀναφέρεται στὸ σιγγίλιο, οἱ καλόγεροι εἶχαν μεταφέρει στὸ «Μετόχι» καὶ κτήματα καὶ ἀφιερώματα, «καὶ τὰ ἐκ τοῦ μοναστηρίου κτήματα καὶ ἀφιερώματα μεταστησάμενοι καὶ εἰς τὸ μετόχιον».

Τὴν ἀναφορὰ πρὸς τὸν πατριάρχη Σωφρόνιο, ποὺ προκάλεσε τὴν  ἀποστολὴ τοῦ πατριαρχικοῦ του σιγγιλίου κατὰ τὸ 1777, γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξης στὸ Μοναστήρι, δὲν τὴν ἔστειλαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν παραμείνει στὴν ἕδρα του ζητῶντας νὰ διαταχθοῦν νὰ ἐπιστρέψουν σ’ αὐτὴ ὅσοι εἶχαν καταφύγει στὸ Μετόχι, ὅπως εἶχε γίνει κατὰ τὸ 1704 ἐπὶ πατριάρχου Γαβριὴλ Γ΄.

Τούτη τὴ φορὰ ὁ Πατριάρχης πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὄχι ἴσως ὁπωσδήποτε μὲ ἀναφορὰ κάποιων μοναχῶν ἀλλὰ ἀπὸ ἀναφορὰ κάποιων ἄλλων – μᾶλλον λαϊκῶν – ποὺ ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινητοποιήθηκαν: «ἐδηλοποιήθη…, παρά τινων θείῳ ζήλῳ κεκινημένων». Οἱ «ζήλῳ κεκινημένοι» ἀναφέρθηκαν στὸν Πατριάρχη ἐπειδὴ ἔβλεπαν ὅτι τὸ Μοναστήρι, «περιπεσόν, εἰς ἥν καὶ πρότερον, ἀκοσμίαν καὶ ἀταξίαν, κινδυνεύει ἄρδην παρεωραμένον ἀπολεσθῆναι».

Στὴν πραγματικότητα, δηλαδή, ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ εἶχε ἀπὸ τότε μεταφερθεῖ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου και ἡ κανονική του ἕδρα εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ. Ἔτσι εἶχε γίνει πραγματικότητα τὸ τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου τοῦ Γαβριήλ: «τὸν πόδα, ὡς εἰπεῖν, ἐν τάξει κεφαλῆς θέμενοι, τὴν δὲ κεφαλὴν ὑποτάξαντες, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρεωραμένην ἀφέντες καὶ κινδυνεύειν εἰς ἀφανισμὸν». Τώρα ὁ Σοφρώνιος τὸ διατυπώνει διαφορετικὰ «τὸ μὲν μοναστήριον εἰς μετόχιον, τοῦτο δὲ εἰς ἐκεῖνο, ἄνω ποταμῶν, τὸ τῆς παροιμίας, ἀντεστραμμένως καὶ ἀκόσμως πάντῃ μετεποίησαν.»

Ὡστόσο, τούτη τὴ φορὰ, δὲν φαίνεται νὰ εἰσακούσθηκαν οἱ ἐντολὲς τοῦ Πατριάρχη. Ἡ ἐγκατὰλειψη τῆς Ἄνω Μονῆς φαίνεται νὰ εἶχε γίνει ἀπὸ χρόνια. Αὐτὸ εἶχε συντελέσει ὥστε τὸ κανονικὸ Μοναστήρι νὰ κινδυνεύει νὰ ἐξαφανισθεῖ, νὰ περιπέσει «εἰς ἀφανισμόν» καὶ νὰ παύσει νὰ ὑπάρχει, «παρεωραμένον ἀπολεσθῆναι».

Τὴν νέα αὐτὴ πραγματικότητα, ὡστόσο, δὲν φαίνεται νὰ τὴν ἀμφισβήτησε κανεὶς πλέον καὶ στὰ κατοπινὰ χρόνια μὲ δυναμικὸ τρόπο ἀλλὰ καὶ δὲν φαίνεται αὐτὴ ἡ νέα κατάσταση, ἡ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ τὸ «πάνω» κτιριακὸ συγκρότημα στὸ «κάτω», νὰ ἐπικυρώθηκε μὲ κάποια ἐπίσημη ἀπόφαση. Ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ φαίνεται νὰ μεταφέρθηκε στὸ πρώην Μετόχι του, στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁριστικά, χωρὶς κάποια ἐπίσημη ἀπόφαση.

Φαίνεται ὅτι εἶχαν κουραστεῖ καὶ ὅσοι ἀντιδροῦσαν στὴ μεταφορὰ αὐτή. Ἔπαυσαν νὰ ἐπιμένουν στὸ αἴτημά τους καὶ συμβιβάστηκαν μὲ τὴν νέα πραγματικότητα, ὅπως αὐτὴ εἶχε δυναμικὰ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἐπιβληθεῖ.

Κάποιοι μοναχοὶ μόνο, ἀφοσιωμένοι περισσότερο στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ παρὰ στὶς ἐπιδιώξεις ὑλικοῦ περιεχομένου, πιστοὶ στὴν ἀπόφασή τους νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν ποτὲ τὸ μοναστήρι τῆς «μετανοίας» τους, παρέμειναν στὸ Πάνω Μοναστήρι, φυλάσσοντας ἐθελοντικὰ τὶς δικές τους ἱερὲς «Θερμοπύλες».

Δὲν γνωρίζουμε, στὶς λεπτομέρειές τους, τὰ πραγματικὰ ἀποτελέσματα ποὺ εἶχε τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο τοῦ Πατριάρχη Σωφρονίου (Β΄). Ἡ ἐντύπωση ποὺ δημιουργεῖται, ὡστόσο, εἶναι ὅτι στὸν Σωφρόνιο δὲν ἔφτασε ποτὲ κάποια ἀπάντηση τῶν μοναχῶν ποὺ νὰ τοῦ γνωστοποιοῦσε τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ὅσων διέταζε ἤ νὰ τοῦ ἀνέφερε νέα προβλήματα ἤ αἰτήματα.

Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἄν μποροῦσε νὰ φτάσει ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη κάτι ἀπὸ τὴν πραγματικὴ κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἄν ἔφταναν στὸν Πατριάρχη κάποιες πληροφορίες περιγραφικὲς τῆς πραγματικότητας, θὰ ἦταν κάτι σὰν ἔνας ἀπόηχος περασμένων μεγαλείων, ἕνας ἀντίλαλος ἀπὸ τὰ ἀδειανὰ κελιὰ καὶ τὰ ἐγκαταλειμένα παρεκκλήσια τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ», μία ἠχὼ  ἀπὸ τὸ ἐρειμωμένο καὶ ἐγκαταλειμμένο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, κάτι σὰν ἐκεῖνο ποὺ εἶχε φτάσει κάποτε, καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό ἀπὸ τοὺς Δελφούς: «Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά, οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ».

Δημιουργεῖται σαφῶς ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ ἕδρα τοῦ κανονικοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ σχεδὸν ὁριστικὰ πρὶν τὸ 1777 καὶ οἱ περισσότεροι μοναχοί, ἄν ὄχι ὅλοι, μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενό τους, εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Στὸ Πάνω Μοναστήρι πρέπει νὰ ὑπῆρχαν κάποιοι πραγματικοὶ «μοναχοί», ἀσκητές καὶ ἀναχωρητές.

Μετὰ τὸ παραπάνω σιγγίλιο δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει κάποια ἄλλη νεότερη πατριαρχικὴ παρέμβαση ποὺ νὰ διακανονίζει καὶ ρυθμίζει τὶς ἀντιθέσεις ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τοῦ κανονικοῦ «Μοναστηριοῦ» καὶ τοῦ «Μετοχιοῦ» ὡς πρὸς τὴν ἕδρα του. Δέχτηκαν ὅλοι, φαίνεται, κάτι ποὺ εἶχε ἐπιβάλει ἡ πραγματικότητα καὶ ὅλοι συμβιβάστηκαν μ’ αὐτήν. Οἱ μοναχοὶ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὴ μεγάλη τους πλειοψηφία, φαίνεται διέμεναν πλέον μονίμως, κατὰ μεγάλες χρονικὲς περιόδους, παρ’ ὅλες τὶς ἀντίθετες πατριαρχικὲς παραινέσεις, στὴν «Κάτω Μονή».

Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς σαφὲς πότε ἀκριβῶς ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μεταφέρθηκε στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Δὲν ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας καὶ μᾶλλον δὲν πρέπει νὲ ἐκδόθηκε κάποια ἐπίσημη ἀπόφαση ἤ πράξη ἡγουμενικοῦ συμβουλίου γιὰ τὴ μεταφορὰ αὐτή. Ἔτσι καταφεύγουμε σὲ ἄλλες πληροφορίες ποὺ θὰ διαφωτίσουν κάπως τὸ  θέμα.

Θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἡ  μεταφορὰ τῆς ἕδρας ἀπὸ τὸ «Πάνω» στὸ «Κάτω» δὲν ἔγινε με ἐπίσημη ἀπόφαση ἤ μὲ ἔγκριση ἁρμόδιας ἀρχῆς. Ἀλλὰ καὶ δὲν πραγματοποιήθηκε ξαφνικὰ καὶ «διὰ μιᾶς». Ἔγινε σταδιακὰ καὶ μὲ περιστασιακὲς ἀντιρρήσεις, ἀμφισβητήσεις καὶ ἀμφιταλαντεύσεις. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τοὺς μοναχούς. Δὲν ὑπῆρξε ἀπόφαση ὑποχρεωτικῆς μετακόμισής τους στὴν «Κάτω Μονή». Δὲν ἔγινε καθολικὴ καὶ πειθαρχημένη μετακόμιση. Ἡ παραμονὴ τῶν  μοναχῶν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο «μοναστήρια» ἀφέθηκε στὴν προσωπικὴ ἐπιλογὴ τοῦ  καθενός. Δὲν ὑπῆρξαν ὑπάκουοι καὶ ἀνυπάκουοι μοναχοί. Δὲν ὑπῆρξαν δυὸ φανατικὲς ἀντιμαχόμενες ὁμάδες. Ἔτσι ἡ  μετακίνησή τους πρὸ τὸ «Κάτω Μοναστήρι» ἔγινε σταδιακά.

Μεταξὺ τοῦ 1777, ἔτους ἀποστολῆς τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου  τοῦ Σωφρονίου, καὶ τοῦ 1867 κατὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ ὁριστικὴ μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μεσολάβησε ἕνα διάστημα ἐνενήντα ἐτῶν. Εἶναι ἕνα χρονικὸ διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς δὲν φαίνεται νὰ παραμένει σταθερὴ σὲ μία θέση ἀλλὰ νὰ βρίσκεται πότε στὸ «Πάνω» καὶ πότε στὸ «Κάτω» Μοναστήρι. Κατὰ τὰ ἐνενήντα αὐτὰ χρόνια δὲν πρέπει ἀκόμη νὰ ὑπῆρχε πάντοτε μία ἐνιαία καὶ ἀναγνωρισμένη ἀπὸ ὅλους διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα χαρακτηρίζεται καὶ ἀπὸ τὶς ἀναστατώσεις ποὺ ἐπέφεραν τὰ ἀπελευθερωτικὰ κινήματα τοῦ 1821 -1832 καὶ τοῦ 1854. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ στὰ  ἀπελευθερωτικὰ αὐτὰ κινήματα βοήθησε περισσότερο στὴ χαλάρωση τῆς συνοχῆς μεταξὺ τῶν μοναχῶν καὶ στὸν ἀποπροσανατολισμό τους ἀπὸ τὴν κύρια ἀποστολή τους.

Τὸ ποῦ θὰ εἶναι ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, τὸ  ποῦ ἔπρεπε νὰ διαμένουν οἱ μοναχοὶ, ἡ πειθαρχία τους στοὺς κανόνες τῆς μοναστικῆς ζωῆς, ἡ συστηματικὴ καλλιέργεια καὶ ἡ ἐκμετάλλευση τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων, ἡ φροντίδα τῶν κτιρίων καὶ τῶν ναῶν καὶ γενικῶς ἡ αὐστηρὴ τήρηση τῶν κανόνων τοῦ σταθμισμένου καὶ ὁμαλοῦ ρυθμοῦ τοῦ μοναχικοῦ βίου σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα παρουσιάζονται σὰν θέματα δευτερεύουσας σημασίας.

Κάποια εἰκόνα τῆς συγκεχυμένης κατάστασης ποὺ ἐπικρατοῦσε κατὰ τὸ διάστημα αὐτό μᾶς δείχνουν μερικὰ δημοσιεύματα καὶ πληροφορίες ποὺ παρουσιάζονται στὴ συνέχεια.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος σ’ ἕνα δημοσίευμά του, κατὰ τὸ 1893, ἔγραφε μεταξὺ ἄλλων: «Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ παρόντος αἰῶνος μέχρι τοῦ 1867 διέμενόν τινὲς τῶν πατέρων διαρκῶς  ἐν τῇ Κάτω Μονῇ Ξενιᾶς, ἤτοι τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου». Κάπου δηλαδὴ ἀπὸ τὰ 1800 ἀκόμη στὸ «Μετόχι» ἦταν ἐγκαταστημένοι λίγοι μόνο μοναχοί, «τινὲς τῶν πατέρων». Ἡ πλειοψηφία τῶν μοναχῶν ζοῦσε στὸ κανονικὸ Μοναστήρι, στὴν κανονικὴ ἕδρα του, στὴν «Ἄνω Μονή».

Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Γιαννόπουλος «ὁ ἀββᾶς[11] Γαβριὴλ λέγει ὅτι τότε ἤκμαζεν ἡ Ἄνω Μονή. Αὐτὸς δὲ, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν αὑτοῦ, ἐνεθυμήθη 100 μοναχοὺς μονάζοντας ἐν τῇ Μονῇ, ὧν 25 ἦσαν ἱεροδιάκονοι, Ἕνεκεν ὅμως τῆς ἐπαράτου λῃστείας, διηνεκῶς λυμαινομένης τὸν τόπον, τῆς ὠμότητος τοῦ Βοεβόδα Κοκοσίου, εἰς ὅν ὑπήγετο αὕτη, καὶ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἐπαναστάσεων, καθ’ ἅς ὁτὲ μὲν ἅπαντες οἱ πατέρες κατήρχοντο εἰς τὴν Κάτω Μονὴν, ὁσάκις ὁ Βοεβόδας Κοκοσίου ἦν ὠμός (διότι ἡ Κάτω Μονὴ δὲν ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Βοεβόδα Κοκοσίου, ἀλλ’ εἰς τὴν τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ Βοεβόδα ἑδρεύοντος ἐν Πλατάνῳ ἤ Κωφοῖς), ὁτὲ δὲ ἀνήρχοντο δὲ εἰς τὴν Ἄνω, ὁσάκις οὗτος ἦν ἤπιος» .

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὸ δημοσίευμα αὐτό, ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι λόγοι ποὺ ἀνάγκαζαν τοὺς μοναχοὺς νὰ μετακινοῦνται ἀπὸ τὸ «Πάνω» πρὸς τὸ «Κάτω» Μοναστήρι. Ἦταν καὶ λόγοι ἀσφάλειας τῶν μοναχῶν.

Στὸ περιοδικὸ – ἡμερολόγιο, ἡ «Φήμη», τοῦ ἔτους 1888,  τὸ ὁποῖο ἐξέδιδε ὁ μοναχὸς Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης, ἀναφέρεται σχετικὰ μὲ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ἄνω Μονὴ κατὰ τὸ ἔτος 1888: «εἶναι ἔρημος μοναχῶν καὶ ἑτοιμόρροπος ἅπασα ναὸς τε καὶ δωμάτια. Ὁ ναὸς εἶναι βυζαντινῆς τέχνης ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ δὲ τοιχογραφία ἀρχαία καὶ δυσδιάκριτος. Δύο κίονες δωρικοῦ ρυθμοῦ ὑποβαστάζουσι τὸν θόλον τοῦ ναοῦ. Εὑρίσκονται δὲ ἐντοιχισμένα τεμάχια σκαλιστῶν κιονοκράνων ἑλληνικῆς ἐποχῆς, τὸ δὲ ἔδαφος τοῦ ναοῦ εἶναι ὅλον ἀνεσκαμμένον ὑπό τινων φρενοβλαβῶν ζητούντων εὑρεῖν ὑπ’ αὐτὸ κεκρυμμένον θησαυρὸν καὶ πολύτιμα κειμήλια. Ἔσωθεν δὲ καὶ παρὰ τῇ μεγάλῃ πύλῃ τῆς Μονῆς ἐν μικρῷ δωματίῳ μένει εἷς ὑπέργηρος ἐνενηκοντούτης μοναχὸς, ὅστις, ὥς μοι εἶπεν, ἐγεννήθη τῷ 1796 καὶ ἐκουρεύθη μοναχὸς τῷ 1832, οὐδέποτε δὲ ἐξῆλθε τῶν ὁρίων τῶν δύω Μονῶν καὶ τοῦ χωρίου Κουκουτῶν, ἐν οἷς ἐγεννήθη. Τὴν δὲ ἑβδομαδιαίαν τροφὴν αὐτοῦ στέλλουσιν οἱ ἐν τῇ κάτω Μονῇ μένοντες μοναχοὶ οἱ νεμόμενοι καὶ τὰ εἰσοδήματα αὐτῆς».

Στὸ  ἴδιο ἡμερολόγιο «Φήμη», τοῦ ἴδιου ἔτους, ἀναφέρεται γιὰ τὴν Κάτω Μονή: «Κεῖται ἐν τῆ περιφερείᾳ τοῦ χωρίου Βρύνινα,[12] ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀπέχει ἡμίσειαν ὥραν. Πρότερον ἦτο μετόχιον τῆς Ἄνω Μονῆς, τῷ δὲ 1754 ὅτε καὶ ὁ ναὸς αὐτοῦ ὁ ὤν ἐν τῷ μέσῳ τῆς τετραπλεύρου Μονῆς, ἀνεκαινίσθη καὶ ἀνεγνωρίσθη ὡς μοναστήριον διὰ τοιαύτην αἰτίαν».

Δὲν γνωρίζουμε τὶ ἀκριβῶς σημαίνει αὐτὸ ποὺ δηλώνει ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης ὅτι κατὰ τὸ 1754 τὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου «ἀνεγνωρίσθη ὡς μοναστήριον». Δὲν διασαφηνίζεται τὶ ἀκριβῶς σημαίνει τὸ «ἀνεγνωρίσθη». Δὲν δηλώνεται ἄν  «ἀνεγνωρίσθη» ἀπὸ κάποιον ὑπεύθυνο ἤ ἐὰν ἁπλὰ  σημαίνει ὅτι ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀπὸ ὅλους ὅσους ἀντιδροῦσαν ἡ πραγματικότητα ποὺ εἶχε ἤδη ἐπικρατήσει. Κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας δὲν πρόκειται γιὰ «ἐπίσημη ἀναγνώριση»  ἑνὸς «ἀμφισβητούμενου» μέχρι τότε μοναστηριοῦ ἀλλὰ ἁπλὰ γιὰ μιὰ σιωπηρὴ παραδοχὴ τῆς μεταφορᾶς τῆς ἕδρας του. Ἀνέχθηκαν ὅλοι τὴν νέα πραγματικότητα. Δὲν ἱδρύθηκε νέο μοναστήρι ὥστε νὰ χρειάζεται ἀναγνώριση. Τὸ «ὁ ναὸς αὐτοῦ ὁ ὤν ἐν τῷ μέσῳ τῆς τετραπλεύρου Μονῆς, ἀνεκαινίσθη καὶ ἀνεγνωρίσθη ὡς μοναστήριον διὰ τοιαύτην αἰτίαν», ποὺ γράφει ὁ Ζωσιμᾶς, δείχνει ὁλοφάνερα ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ «Κάτω Μοναστηριοῦ» ἀνακαινίστηκε καὶ ἐπισκευάστηκε γιατὶ αὐτὸς πλέον θὰ ἦταν ὁ ἐπίσημος καθεδρικὸς ναὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς.  Τὸ Μοναστήρι, ὡστόσο, ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἕνα καὶ μόνο καὶ νὰ παραμένει πατριαρχικὸ καὶ σταυροπηγιακὸ ὑπαγόμενο μόνο στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ἴσως ὁ Πατριάρχης νὰ μὴν πληροφορήθηκε ποτὲ τὴν μεταφορὰ τῆς ἕδρας.

Τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἀσφαλῶς καὶ δὲν θὰ τὸν ἐνοχλοῦσε προσωπικὰ ἡ μεταφορὰ τῆς ἕδρας ἑνὸς μοναστηριοῦ καὶ δὲν θὰ ἐπενέβαινε σ’ ἕνα τέτοιο καθαρὰ τυπικὸ καὶ ἐσωτερικὸ θέμα, ἄν αὐτὸ ἦταν ἀπόφαση ὅλων τῶν μοναχῶν ἤ ἐὰν κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ζητοῦσαν τὴν ἐπέμβασή του ἤ τὴν δεικαίωσή τους. Ἐκεῖνο ποὺ διαφαίνεται πάντως εἶναι ὅτι εἶχε ἀποφευχθεῖ ἡ διάσπαση τῶν μοναχῶν σὲ δύο ἀντικρουόμενες ὁμάδες καὶ ὁ διαρκῶς «ὑποβόσκων»  κίνδυνος τοῦ διαχωρισμοῦ τοῦ ἑνὸς Μοναστηριοῦ σὲ δύο ἤ ἴσως ἔγινε κάποιος συμβιβσμὸς καὶ δὲν ἐξωτερικεύθηκαν οἱ ἀντιθέσεις ποὺ ὑπῆρχαν.  Ὑπῆρξε φαίνεται κάποιος συμβιβασμός. Τὸ κύριο μέρος τῶν μοναχῶν ζοῦσε στὸ «Κάτω Μοναστήρι». Στὸ «Πάνω» διέμεναν μερικοὶ ποὺ ἐπέλεγαν αὐτὸ τὸ «διακόνημα» ἐθελοντικὰ.

Σ’ ὁλόκληρο τὸ διάστημα μέχρι τὸ 1867 οἱ μοναχοὶ ζοῦσαν καὶ στὰ δύο μοναστήρια χωρὶς νὰ ὑπάρχει αὐστηρὴ πειθαρχία καὶ γενικὴ ἀναγνώριση ἀπὸ ὅλους τοὺς μοναχοὺς μιᾶς καὶ μόνης ἡγουμενικῆς ἀρχῆς. Φαίνεται νὰ ὑπῆρχαν ἀνεξέλεγκτες καταστάσεις μεγάλης χαλαρότητας, ἀπειθαρχίας καὶ τάσεις ἀνεξαρτοποίσης καὶ ἀποστασιοποίησης.

Ἐξηγῶντας ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης τὴν αἰτία ἡ ὁποία ὁδήγησε στὴν «ἀναγνώριση» αὐτὴ (μεταφορὰ τῆς ἕδρας), «διὰ τοιαύτην αἰτίαν», γράφει: «Ἡ ἄνω Μονὴ κεῖται, ὡς εἴπομεν, εἰς τὴν περιφέρειαν τῶν Κουκουτῶν,[13] οἱ ὁποῖοι Κουκουτοὶ τότε ὑπήγοντο σὺν τῇ Μονῇ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Βοεβόδα τοῦ Κουκουσίου, ὅστις ἐστέλλετο κατ’ εὐθείαν ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τοῦ Κισλάραγα.[14] Καὶ ἐπειδὴ κατ’ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ὁ Βοεβόδας ἦτο ὠμός, σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος, οἱ μοναχοὶ ἵνα ἔχωσιν ὑπεράσπισιν ὑπὸ τοῦ Πασσᾶ τῆς Λαρίσης κατῆλθον εἰς τὴν Κάτω, ἥτις ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅστις ἐστέλλετο ὑπὸ τοῦ Πασσᾶ. Ὅτε δὲ πάλιν εὕρισκον τὸν Βοεβόδαν ἐπιεικῆ καὶ ἤπιον, τὸν δὲ Πασσᾶν σκληρόν, ἀνήρχοντο εἰς τὴν ἄνω. Τοῦτο ἐγίνετο μέχρι τοῦ 1840, ἔκτοτε δὲ μέχρι σήμερον[15] μένουσιν ἐν τῇ κάτω ὄντες ἤδη δεκατρεῖς ἱερομόναχοι, εἷς ἱεροδιάκονος, δύω μοναχοὶ καὶ μία μοναχὴ τεσσαρακοντοῦτις, τὸ ὅλον δεκαεπτά».

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ γενικὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν ποὺ ἐγκαταβίωναν στὰ δύο μοναστήρια, «Ἄνω» καὶ  «Κάτω» ἦταν σαφῶς ὑπὲρ τῆς «Ἄνω Μονῆς». Μεταξὺ 1800 καὶ 1840 ἐλάχιστοι μοναχοὶ διέμεναν στὴν «Κάτω Μονὴ» ἐνῶ στὴν «Ἄνω» ζοῦσαν ἑκατὸ περίπου μοναχοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ 25 ἦταν ἱεροδιάκονοι.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, μιλῶντας γιὰ τὸ θέμα τῆς ὁριστικῆς ἐγκατάστασης τῶν μοναχῶν στὴν Κάτω Μονή, λέει: «Ἡ κατάστασις αὕτη διήρκεσεν μέχρι τοῦ 1867,[16] καὶ οὐχὶ μέχρι τοῦ 1844, ὡς λέγει ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης,[17] ὅτε ἐγκατέστησαν ὁριστικῶς πλέον ἐν τῇ Κάτω Μονῇ, τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μετοχίῳ αὐτῆς, ἔνθα ἔκτοτε διαμένουσι παρὰ τὴν ῥητὴν διαταγὴν τοσούτων σεβασμίων Πατριαρχῶν Γαβριήλ, Νεοφύτου, Γρηγορίου Ε΄ καὶ ἄλλων, οἵτινες ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ἀπαγορεύουσι τοῦτο, καταλιπόντες ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ ὑπέργηρόν τινα μοναχὸν Παντελεήμονα,[18] ἀποθανόντα τῷ 1888. Ἐπὶ πέντε δὲ ὁλόκληρα ἔτη ἔμεινεν ἡ μονὴ αὕτη κεκλεισμένη, ἤτοι μέχρι τοῦ 1893, ὅτε ἐξαπέστειλαν ἐκεῖ Ἱερόθεον μοναχὸν πρὸς φύλαξιν».

Κατὰ τὸ 1880, ἐνῶ στὸ «Πάνω» Μοναστήρι ζοῦσε μόνος του ὁ μοναχὸς Παντελεήμων, στὸ «Κάτω» ἐγκαταβίωναν πενήντα περίπου μοναχοί, σύμφωνα μὲ πληροφορία τοῦ «Θετταλομάγνητος ἰατροῦ» Νικολάου Γεωργιάδη.[19]

Ἡ ἐγκατάλειψη αὐτὴ τῆς Ἄνω Μονῆς γρήγορα δημιούργησε δυσάρεστα ἀποτελέσματα. Ἡ Ἄνω Μονὴ ἄρχισε νὰ καταστρέφεται. Ὁ ἕνας μοναχὸς ποὺ παρέμεινε σ’ αὐτὴν «πρὸς φύλαξιν» δὲν ἦταν σὲ θέση μόνος του νὰ φροντίζει ἀποτελεσματικά, πέρα ἀπὸ τὴ φύλαξη, καὶ γιὰ τὴ συντήρησή της.

Στὰ 1895, δύο μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἀποστολὴ στὴν Ἄνω Μονὴ τοῦ μοναχοῦ Ἱερόθεου τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πρόεδρο τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, Γ. Λαμπάκη, στὶς 4 Ἀπριλίου 1895, ἔγραψε γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἀντίκρυσε ἐκεῖ:

«Ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ εἶδον πολλὰ χειρόγραφα  χάρτου ὀγκώδη ἀλλ’ ἐκκλησιαστικῆς ὕλης. Τούτων τινὰ εἶδον ἐν κελλίῳ τοῦ μοναχοῦ Ἱεροθέου περιέχοντα μουσικοὺς χαρακτῆρας. Δώδεκα ὀγκώδη τοιαῦτα βιβλία ἐμέτρησα. Ἀγγεῖα τινὰ καὶ σταυροὶ καὶ εἰκόνες ἀρχαῖαι εἰσὶν ἐρριμένα  ἐν τῷ σκευοφυλακίῳ τοῦ ναοῦ ὡς ἄχρηστα …».

Κανένας δὲν φαίνεται νὰ ἐνδιαφερόταν στὰ χρόνια αὐτὰ γιὰ τὴν μεγάλη καταστροφὴ ποὺ γινόταν στὴν Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς, κυρίως στὰ κειμήλια καὶ χειρόγραφα. Ὁ μόνος ποὺ ἀγωνιοῦσε καὶ προσπαθοῦσε συνεχῶς νὰ περισώσει ὅ,τι ἦταν δυνατὸν ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ μνημεῖα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, γραμματέας τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ. Στὶς 10  Ὀκτωβρίου τοῦ ἴδιου χρόνου (1895), ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι τὴν Ἄνω Μονή. Ἔπειτα ἀπὸ ὅσα εἶδε ἐκεῖ σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Γ. Λαμπάκη, ἔγραψε ἀγωνιῶντας:

«Ἀξιότιμε κύριε Γ. Λαμπάκη, ….  χάριν τῆς ἐπιστήμης, παρακαλεῖσθε ὅπως δι’  ἐγγράφου σας γνωρίσητε τῷ Σεβαστῷ Μητροπολίτῃ[20] ὅτι ὁ ναὸς τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει, ἡ στέγη, ἀπὸ πολλῶν ἤδη ἐτῶν ἀνεπισκεύαστος διατελοῦσα, εἶναι ὡς νὰ μὴν εἶναι διότι τὰ εἰσρέοντα ὕδατα ἐν τῷ ναῷ κατέστρεψαν τὴν Πλατυτέραν τῶν Οὐρανῶν ἀπειλοῦσι δὲ νὰ ἐξαφανίσωσι καὶ τὰς λοιπὰς ἁγιογραφίας τοῦ ναοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς στέγης ἄν μὴ ληφθῇ ἐγκαίρως πρόνοια πρὸς ἐπισκευὴν ὑπὸ τῶν ἁρμοδίων…».

Ἡ ἴδια κατάσταση ἐπικρατοῦσε καὶ χειροτέρευε μέχρι καὶ τὸ 1899. Οἱ προσπάθειες τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου δὲν συγκινοῦσαν κανέναν. Οἱ μόνοι ἄνθρωποι ποὺ κινητοποιοῦνταν ἦταν τὰ μέλη  τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς». Εἶχε προηγηθεῖ καὶ ὁ καταστρεπτικὸς ἑλληνοτουρκικὸς πόλεμος τοῦ 1897. Τὸ ἐγκαταλειμένο Πάνω Μοναστήρι εἶχε λεηλατηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐπιδρομεῖς.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸν πόλεμο αὐτὸ ὑπηρετοῦσε ὡς ἔφεδρος στὸν ἑλληνικὸ στρατό. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν Τούρκων καὶ τὴν ἐπιστροφή του στὸν Ἁλμυρό, κινητοποίησε τὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία. Τὸ Διοικητικό της Συμβούλιο ἔστειλε γιὰ ἄλλη μία φορὰ εἰδικὴ ἐπιτροπὴ στὴν Ἄνω Μονὴ προκειμένου νὰ ἰδεῖ καὶ πάλι τὴν ἐπικρατοῦσα κατάσταση, νὰ τὴν καταγράψει καὶ νὰ ἀναφέρει σχετικὰ στοὺς ἁρμόδιους ζητῶντας νὰ προστατευθεῖ τὸ ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ αὐτὸ μνημεῖο ἀπὸ τὴν περαιτέρω καταστροφή.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν εἰδικὴ αὐτὴ ἐπίσκεψη ἡ Φιλάρχαιος Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ ἔστειλε  πρὸς «τὴν Α. Σ. τὸν Μητροπολἰτην Ἀθηνῶν κ. Προκόπιον», στὶς 10 Μαΐου 1899, μία ἀναφορά, στὴν ὁποία γράφουν γιὰ τὴν Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς:

«Αὕτη ἀπέχουσα δύο ὥρας τῆς «Κάτω» κεῖται ἐν μέσω ἄλσους πυκνοφύλλου ἐκ δρυῶν καὶ περιβάλλεται πανταχόθεν ὑπὸ ὀρέων. Ἡ θέσις ἁρμόζει ὄντως διὰ μοναστήριον καὶ μοναχοὺς ἄλλων χρόνων.[21]

Τὸ οἰκοδόμημα εἶναι ἀρχαιότερον τοῦ τῆς Κάτω Μονῆς καὶ ὁ ναὸς μέχρις ἑνὸς ἕως δύο μέτρων ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς φέρει τὰς βάσεις ἀρχαιοτέρου βυζαντιακοῦ  τοιούτου, πυρποληθέντος κατὰ τὴν κοινολαΐτιδα παράδοσιν ὑπό τινος Πάπα Ρώμης (;) ἴσως κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας ὑπὸ τοῦ καρδιναλίου Πελαγίου τοῦ ἐμπρήσαντος διαφόρους μονάς, ἐν αἷς καὶ τὴν ἐν Ἄθῳ Μεγίστην Λαύραν, τὰς μὴ δεξαμένας αὐτὸν νὰ ἱερουργήσῃ. Βραδύτερον ἐπεσκευάσθη καὶ ἀνῳκοδομήθη ἡ Μονὴ προχείρως ἐκ τοῦ ὑπάρχοντος ὑλικοῦ καὶ  τοιαύτη ὑφίσταται νῦν.

Ὁ ναὸς καίπερ κεραμόστεγος, φέρει ἁγιογραφίας ἐξαισίας τέχνης καὶ ἐνέχει εἰκονοστάσιον καὶ δύο θρόνους ξυλογλύπτους καὶ ἐπιχρύσους ἐξαισίας τέχνης. Πλὴν ἀτυχῶς τὰ σημεῖα τῆς ἐρημώσεως κατέλιπον καταφανῆ καὶ ἀνεξάλειπτα ἴχνη, διότι τὰ ἡγουμενοσυμβούλια οὐδέποτε ἐφρόντισαν νὰ ἐπισκευάσωσι τὰς στέγας τῶν δωματίων καὶ τοῦ ναοῦ καὶ οὕτω τὰ εἰσρέοντα ὕδατα ἐξηφάνισαν τελείως τὰς ἁγιογραφίας, ἀπειλεῖται δὲ καὶ ἡ κατάπτωσις τῆς στέγης ἄν μὴ ληφθῇ ἡ δέουσα πρόνοια. Πολλαχοῦ δὲ οἱ τοῖχοι διερράγησαν. Εἰς τὴν αὐτὴν καὶ  χείρω κατάστασιν ὑφίστανται καὶ τὰ δωμάτια τῶν μοναχῶν καὶ ἐν ἐρειπίοις εἶναι καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου…».

Δύο χρόνια ἀργότερα, στὰ 1901, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται ἡ ἴδια καὶ χειρότερη κατάσταση. Καμία μέριμνα στὸ μεταξὺ διάστημα, δὲν εἶχε ληφθεῖ οὔτε καὶ μετὰ τὴν ὑποβολὴ τοῦ ὑπομνήματος αὐτοῦ. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ποὺ ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι τὴν Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς, ὡς ἀντιπρόσωπος καὶ πάλι τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς διορισμένος «ἐπιμελητὴς τῶν καθ’ Ἁλμυρὸν ἀρχαιοτήτων», ἀπευθύνθηκε πρὸς τὶς πολιτικὲς ἀρχὲς καὶ ἔστειλε «Πρὸς τὸ Σεβαστὸν Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν», τούτη τὴ φορά, στὶς 27 Αὐγούστου 1901, ἀναφορά γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ εἶδε ἐκεῖ, στὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει:

«Ἐντεταλμένος ὑπὸ τοῦ κ. προέδρου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος» ἐν Ἁλμυρῷ μετέβην μετὰ τοῦ ὁσιωτάτου ἐν μοναχοῖς καὶ φιλαρχαίου Χαρίτωνος ἁγιογράφου, (καταδιωχθέντος δυστυχῶς ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς διὰ τὰς προοδευτικὰς αὑτοῦ ἀρχὰς) εἰς τὴν Ἄνω Μονὴν Ξενιᾶς …… Ἐν τῇ Μονῇ Ξενιᾶς εἴδομεν μετὰ φρίκης ὅτι ὁ ναὸς διατελεῖ  ἐγκατελειμμένος καίτοι εἶναι τὸ σέμνημα τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τῆς λοιπῆς Θεσσαλίας διὰ τὸ λαμπρὸν καὶ σεμνὸν τῆς ἁγιογραφίας αὐτοῦ καὶ λοιπῶν γλυπτῶν βυζαντιακῆς τέχνης, καὶ ὅτι ἐν αὐτῷ μανδρίζονται αἶγες! Πρὸς ἐμπαιγμὸν τῆς λατρείας τοῦ Ὑψίστου!  καὶ ἀγελάδες τῶν περιοίκων χωρίων τῶν συγγενῶν καὶ φίλων τῶν ἱερομονάχων τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς.

Πρὸς τοῦτο καίτοι καὶ ἄλλοτε συνεστήθη ὑπὸ τῆς Ἑταιρείας διὰ λόγους ἱστορικοὺς τοὐλάχιστον ἡ διάσωσις τοῦ λαμπροῦ τούτου ναοῦ, καὶ ὑπεβλήθη καὶ εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον μακρὰ ἔκθεσις οὐχ ἧττον ὅμως οἱ μοναχοὶ μόνον περὶ ἑνὸς φροντίζουσι ποῖοι πρῶτοι νὰ ἐξέλθωσι μετὰ τῆς εἰκόνος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς πρὸς πλουτισμὸν ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ πρὸς ἐπισκευὴν τῶν ἐξαφανιζομένων ὁσημέραι ἱστορικῶν μονῶν Ξενιᾶς.

Διὰ τοῦτο παρακαλῶ τὸ Σεβαστὸν Ὑπουργεῖον ὅπως εὐαρεστούμενον διατάξῃ τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον καὶ ἐπισκευάσῃ τὸν ναὸν τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, περιορίσῃ δὲ τὴν περιοδείαν τῶν μοναχῶν πρὸς ἀργυρολογίαν, ἀφοῦ αὕτη εἰς οὐδένα πρακτικὸν καὶ ἠθικὸν σκοπὸν ἀποβλέπει, μᾶλλον δὲ πρὸς διαφθοράν.

…….

Εὐπειθέστατος

ὁ ἐπιμελητὴς τῶν καθ’ Ἁλμυρὸν ἀρχαιοτήτων

Ν. Ι. Γιαννόπουλος».

Ἡ ἴδια κατάσταση τῆς ἐγκατάλειψης, τῆς ἐρήμωσης καὶ τῆς καταστροφῆς ἐξακολουθοῦσε γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὸ μεγάλο καὶ ἱστορικὸ Μοναστήρι, τὸ  Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τὸ Μοναστήρι ποὺ ἄλλοτε εἶχε   600 μοναχοὺς καὶ πολλὲς σκῆτες γύρω ἀπὸ αὐτό, ἐρημωνόταν καὶ καταστρεφόταν.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ συγκλόνιζε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἦταν ὅλοι τους ἄρρηκτα δεμένοι μὲ τὴν πανάρχαια προγονική τους θεϊκὴ ἑστία. Ζητοῦσαν νὰ σταματήσει αὐτὴ ἡ ἐγκατάλειψη καὶ ἐρήμωση. Χαρακτηριστικὴ εἶναι μία ἀναφορά τοῦ Ἁλμυριώτη Κ. Δ. Εὐαγγελόπουλου, ποὺ ὑποβλήθηκε ταυτόχρονα μὲ τρία ἀντίγραφά της στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, στὴν Ἱερὰ Σύνοδο ταῆς Ἑλλάδος καὶ στὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος. Τὸ περιεχόμενό της τὸ πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα «Τύπος τοῦ Βόλου», στὴν ὁποία δημοσιεύθηκε στὶς 21 Μαρτίου 1902 μὲ τίτλο «Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς καὶ ἡ ἐγκατάλειψις αὐτῆς ὑπὸ τῶν Μοναχῶν»:

«Σεβαστὸν Ὑπουργεῖον Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Ἀθήνας.

Ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ μέχρι πρό τινων ἐτῶν ἡ καθέδρα αὐτῆς ἦτο ἐν τῇ ἤδη καλουμένῃ Ἄνω Μονῇ Ξενιᾶς, κειμένῃ δυτικῶς τῶν χωρίων Κοκκωτῶν καὶ Βρυνίνης, θέσει ἀληθῶς δι’ ἐνδιαίτημα μοναχῶν διότι εἶναι ἀπόκεντρος καὶ ἀπρόσιτος εἰς πάντα οἱονδήποτε, καὶ ὅπου κεῖνται πέριξ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἱκαναὶ σκῆται πολλῶν ἁγίων πατέρων. Ἀλλ’  ἕνεκα τῆς κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη  ἐπιπολαζούσης λῃστείας ἐξηναγκάσθησαν οἱ πατέρες τῆς Μονῆς νὰ μεταφέρωσι προσωρινῶς τὴν καθέδραν εἰς τὸ μετόχιον ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τιμώμενον, καλούμενον δὲ ἤδη Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς, κείμενον πρὸς ἀνατολὰς καὶ εἰς ὀλίγον λεπτῶν τῆς ὥρας ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ χωρίου Βρυνίνης.

Ἀλλ’ ἐνῶ ἡ ἀνάγκη τῆς προσωρινῆς ταύτης μεταθέσεως παρῆλθεν, ἀποκατασταθείσης ὁριστικῶς τῆς τάξεως καὶ ἡσυχίας μετὰ τὴν ἐγκαθίδρυσιν μάλιστα τῶν Ἑλληνικῶν ἀρχῶν, οὐχ ἧττον οἱ πατέρες εὑρίσκοντες  μεγαλείτερα συμφέροντα καὶ περισσοτέρας τέρψεις ἐν τῷ μετοχίῳ, ἀποκατέστησαν τοῦτο ὁριστικὴν καθέδραν καὶ ἐξακολουθῶσι νὰ διαμένωσιν ἐν αὐτῷ βύοντες[22] τὰ ὦτα των εἰς τὰ ἐναντίον των ἀποδιδόμενα ὡρισμένα σκάνδαλα.

Ἐφ’ ὅσον ἡ καθέδρα τῆς Μονῆς ἦτο ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ, προσέβλεπον οἱ Χριστιανοὶ μετ’ εὐλαβείας εἰς τὸ Ἱερὸν τοῦτο Ἵδρυμα ἀπὸ δὲ τῆς  προσωρινῆς μεταθέσεως τῆς καθέδρας τῆς Μονῆς εἰς τὸ Μετόχιον αὐτῆς πολλὰ διαδίδονται καὶ καταγγέλονται, ὅτι λαμβάνουσι χώραν σκάνδαλα καὶ διαπράττονται ἀταξίαι, μειοῦντα τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα.

Ἑπομένως ἵνα τὸ ἱερὸν τοῦτο καθίδρυμα ἀνακτήσηται τὸ πρέπον αὐτῷ κλέος ἐπιβάλετται φρονῶ ἡ ἄρσις τοῦ σκανδάλου τούτου καὶ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι μεριμνῶντες ὑπὲρ τῆς ἀνυψώσεως τοῦ θρησκευτικοῦ γοήτρου θέλετε συστήσῃ εἰς τὰς ἁρμοδίους  ἐκκλησιαστικὰς ἀρχὰς ἵνα κατὰ τὸ ἐπιβάλλον αὐταῖς διενεργήσωσι καὶ μεταφερθῇ ἐκ τῆς Κάτω εἰς τὴν Ἄνω ἡ ἕδρα καὶ ἡ διοίκησις τῆς Μονῆς ταύτης καθ’ ἅ καὶ τὰ παλαιγενῆ ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα καὶ πατριαρχικὰ σιγίλια διακελεύουσιν» .

Περνοῦσαν ὅμως τὰ χρόνια καὶ ἡ ἐρήμωση τῆς Ἄνω Μονῆς συνεχιζόταν μέχρι ποὺ ἔφτασε τὸ 1926. Ἡ κατάσταση αὐτὴ συγκλόνιζε τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁλμυριώτη μοναχοῦ Εὐσεβίου Μαντζώρου. Ὁ μοναχὸς Εὐσέβιος Μαντζῶρος μόναζε μέχρι τὸ 1926 στὴ Μονὴ Ἀντινίτσας. Σέ κάποια στιγμὴ αὐτοσυγκέντρωσης ὁ Εὐσέβιος ἔνιωσε μέσα του ἕνα προγονικὸ καὶ θεϊκὸ κάλεσμα.  Τότε ζήτησε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Φθιώτιδος νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ ἐγκαταλείψει τὴ Μονὴ τῆς Ἀντινίτσας προκειμένου νὰ συμπεριληφθεῖ στοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ἡ αἴτησή του ἐγκρίθηκε ὅπως ἐγκρίθηκε καὶ ἡ ἐγγραφή του στὸ Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ἡ πράξη ἀποδοχῆς τῆς αἰτήσεώς του καὶ ἐγγραφῆς του στὴ Μονὴ Ξενιᾶς ὑπογράφτηκε στὶς 9 Ἰουνίου 1926:

«Ἀριθμὸς πράξεως 211

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Συγκείμενον ἀπὸ τὸν ἡγούμενον Ἀμβρόσιον Ἀνδρεάδην καὶ τὰ μέλη Βενέδικτον Παπανικολάου καὶ Γαβριὴλ Μιχαλόπουλον, Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 9ην Ἰουνίου τοῦ 1926 ἔτους, ἡμέρᾳ Τετάρτῃ καὶ ὥρᾳ 10 π. μ. περὶ ἐγγραφῆς ἐν τῷ μοναχολογίῳ τῆς Μονῆς τοῦ Ἱερομονάχου Εὐσεβίου Μαντζώρου, Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν τὸ ὑπ’ ἀριθ. 292 ἀπὸ 30 Μαΐου ἐ. ἔ. ἔγγραφον τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος δι’ οὗ γνωρίζει τὴν διαγραφὴν ἐκ τοῦ μοναχολογίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀντινίτσης τοῦ Ἱερομονάχου αὐτῆς Εὐσεβίου Μαντζώρου καὶ τὴν ὑπ’ ἀριθ. 3017 ἀπὸ 3 Ἰουνίου ἐ. ἔ. διαταγὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος περὶ ἐγγραφῆς τούτου ἐν τῷ μοναχολογίῳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς,

Ἀποφαίνεται

Ἐγκρίνει τὴν ἐγγραφὴν τοῦ Ἱερομονάχου Εὐσεβίου Μαντζώρου ἐν τῷ μοναχολογίῳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ προέβη εἰς τὴν ἐγγραφὴν τούτου ἀπὸ σήμερον ὐπ’ αὔξοντα ἀριθμόν 25.

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ Ἡγούμενος

Ἀμβρόσιος Ἀνδρεάδης

Βενέδικτος Παπανικολάου

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος».

Ὁ μοναχὸς Εὐσέβιος Μαντζῶρος, εὐθὺς μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του  στὴν «Κάτω Μονὴ», ζήτησε, ὅπως εἶχε ἀποφασίσει ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὴν Μονὴ Ἀντινίτσας, νὰ πάει στὸ «Πάνω Μοναστήρι» καὶ ἐκεῖ δραστηριοποιούμενος καὶ ἐνεργῶντας  προσωπικὰ νὰ ἀγωνισθεῖ νὰ διασώσει ὅ,τι μποροῦσε.

Ἡ αἴτησή του ἐγκρίθηκε καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ ἐγκαταστάθηκε στὸ Πάνω Μοναστήρι καὶ ἄρχισε τὸ ἔργο του. Ἦταν ὅμως μόνος καὶ αὐτὸ δημιουργοῦσε ἀξεπέραστες δυσκολίες στὸ ἔργο ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει. Στὸ κάλεσμά του νὰ ἔρθουν κοντά του καὶ ἄλλοι μοναχοὶ καὶ νὰ συνεργασθοῦν γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουν τὶς ζημιὲς καὶ τὴ φθορὰ στὸ ἱστορικὸ Πάνω Μοναστήρι δὲν βρῆκε θερμοὺς ὁμοϊδεάτες.

Στὴ μεγάλη του ἀπόφαση καὶ στὸν ἔνθεο αὐτὸν ἐνθουσιασμό του, ποὺ τὸν θεώρησε κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, συμπαραστάθηκαν, ἐμπνευσμένες ἀπὸ τὸ ἴδιο ὅραμα, τρεῖς γυναῖκες μοναχές, ξαδέρφες του. Ἔτσι στὰ 1926, ἐγκαταλείποντας τὴν «Κάτω Μονὴ», ἔχοντας μαζί του τὶς τρεῖς  ξαδέρφες του, ἐγκαταστάθηκε στὴν «Ἄνω Μονὴ», ἀποφασισμένος νὰ ὑπηρετήσει ἐκεῖ τὰ ἀληθινὰ ἑλληνοχριστιανικὰ  ἰδεώδη, ὅπως αὐτὸς τὰ ἔνιωθε καὶ ὅπως τὰ ζοῦσαν σὲ παλιότερες ἐποχὲς οἱ κάτοικοι τῆς γύρω περιοχῆς ποὺ εἶχαν καταστήσει κέντρο τῆς οὐσιαστικῆς ὕπαρξής τους αὐτὸ τὸ Μοναστήρι. Ἔνιωθε μέσα του ἐπιτακτικὸ τὸ μεγάλο κάλεσμα χιλιάδων κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ διαφυλάξει τὰ πανάρχαια προγονικὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.

Οἱ ἐνέργειές του ἦταν ἄμεσες, δυναμικὲς καὶ ἀποτελεσματικές. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Κάτω Μονὴ εἶχε πάρει μαζί του ἕνα χρηματικὸ ποσὸ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πρώτων ἀναγκῶν. Πρὶν φύγει, ὡστόσο, εἶχε φροντίσει καὶ εἶχε συστρατεύσει στὸν ἐνθουσιασμό του, ὁ φλογερὸς αὐτὸς Ἁλμυριώτης Παπαφλέσσας, καὶ ἄλλους.

Ὑποπτεύομαι ὅτι στὶς ἐνέργειές του εἶχε συμπαραστάτη τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ὁ ὁποῖος εἶχε προετοιμάσει ὅλα ὅσα ἔπρεπε νὰ εἶχαν προηγηθεῖ. Ἔτσι ὑπῆρχε ἤδη ἕτοιμη, ὑπογεγραμμένη ἀπὸ τὶς 6 Ἰουνίου τοῦ 1926, ἡ σχετική ἔκθεσις «τοῦ διευθυντοῦ ἀναστυλώσεως ἀρχαίων μνημείων ἐν τῷ Ὑπουργείῳ Παιδείας καὶ θρησκευμάτων κ. Ἀν. Ὀρλάνδου», μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος διατηροῦσε ἀπὸ χρόνια συνεργασία καὶ ἀλληλογραφία, ἡ συγκατάθεση τοῦ Μητροπολίτη Δημητράδος ἀλλά καὶ ἡ ἔγκριση σχετικῆς δαπάνης.

Ἡ σχετικὴ πράξη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μᾶς φανερώνει ὅλα ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ καὶ τὰ ὁποῖα κλήθηκε νὰ ὑλοποιήσει ὁ φλογερὸς Ἁλμυριώτης καλόγερος Εὐσέβιος  Μαντζῶρος:

«Ἀριθμὸς πράξεως 212

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, Συγκείμενον ἀπὸ τὸν ἡγούμενον Ἀμβρόσιον Ἀνδρεάδην καὶ τὰ μέλη Βενέδικτον Παπανικολάου καὶ Γαβριὴλ Μιχαλόπουλον, Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 25ην Ἰουνίου τοῦ 1926 ἔτους, ἡμέραν Παρασκευὴν καὶ ὥραν 10ην π. μ. ἵν’ ἀποφανθῇ ἐπὶ τοῦ ἑξῆς ἀντικειμένου:

Περὶ

Ψηφίσεως συμπληρωματικῆς πιστώσεως δραχ. 20.000 διὰ τὴν κατεδάφισιν ἑτοιμορρόπων κτιρίων, ἐπισκευὴν καὶ στήριξιν  Ἱεροῦ Ναοῦ ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν α) τὴν ἀπὸ   6 Ἰουνίου ἐ. ἔ. ἔκθεσιν τοῦ διευθυντοῦ ἀναστυλώσεως ἀρχαίων μνημείων ἐν τῷ Ὑπουργείῳ Παιδείας καὶ θρησκευμάτων κ. Ἀν. Ὀρλάνδου, διαβιβασθεῖσαν διὰ τοῦ ὑπ’ ἀριθ. Δ. Υ. ἀπὸ 19 Ἰουνίου ἐ. ἔ. ἐγγράφου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος, δι’ ἧς προτείνει τὴν ἄμεσον κατεδάφισιν τῶν ἑτοιμορρόπων κτιρίων τῆς ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τὴν ἐπισκευὴν καὶ στήριξιν τοῦ νάρθηκος καὶ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ αὐτῆς πρὸς πρόληψιν καταπτώσεως, ὡς ἔχοντος ἀρχαιολογικὴν ἀξίαν, β) τὴν ὑπολογιζομένην ἐν τῇ ἐκθέσει δαπάνην διὰ τὰς ἐν λόγῳ ἐπισκευὰς ἐκ δραχμῶν 20.000  γ) τὴν ἀπόφασιν ἐπὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς ἐ. ἔ. τοῦ Σεβαστοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, δι’ ἧς διέγραψε τὴν διὰ τὸν σκοπὸν τοῦτον ἀναγραφεῖσαν ἐν αὐτῷ δαπάνην, ἐπιφυλαχθὲν νὰ ἐγκρίνῃ ταύτην ἅμα τῇ ὑποβολῇ προϋπολογισμοῦ δαπάνης καὶ δ) τὴν κατὰ τὴν ἔκθεσιν σοβαρὰν ἀνάγκην ὑποστηρίξεως κατεπειγόντως τοῦ νάρθηκος καὶ  Ἱεροῦ Ναοῦ,

Ἀποφαίνεται

Ψηφίζει ἐκ τοῦ ἀποθέματος τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Μονῆς τρέχοντος ἔτους συμπληρωματικὴν πίστωσιν ἐκ δραχμῶν εἴκοσι χιλιάδων (20.000) ἵνα αὕτη χρησιμεύσῃ διὰ τὰς ἐν τῇ εἰρημένῃ ἐκθέσει διαλαμβανομένας καταδαφίσεις καὶ ἐπισκευὰς τῆς ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ αἰτεῖται τὴν ἔγκρισιν αὐτῶν παρὰ τοῦ Σεβαστοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Τὸ

Ἡγουμενοσυμβούλιον Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ Ἡγούμενος

Ἀμβρόσιος Ἀνδρεάδης

Βενέδικτος Παπανικολάου

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος» .

Ὁ Εὐσέβιος Μαντζῶρος παρέμενεινε οὐσιαστικὰ στὴν Ἄνω Μονὴ ἀπὸ τὸ 1926 μέχρι τὸ 1935 φροντίζοντας γιὰ τὴν συντήρηση καὶ τὴν ἐπισκευὴ τῆς ἐκκλησίας της καὶ τῶν κελιῶν της. Στὸ μεταξὺ εἶχε ἐκλεγεῖ καὶ μέλος τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου καὶ, ἀργότερα, ἔγινε καὶ ἡγούμενος, ἐξακολουθῶντας νὰ παραμένει ὁ ἴδιος πάντοτε στὴν «Ἄνω Μονὴ» καὶ φροντίζοντας ἀπὸ ἐκεῖ νὰ διευθύνει τὴ Μονὴ καὶ νὰ ἐπιλύει ὅλα τὰ προβλήματα.

Ἔτσι μὲ τὴν παρουσία τοῦ φλογεροῦ Ἁλμυριώτη μοναχοῦ Εὐσεβίου Μαντζώρου ξαναζωντάνεψε γιὰ λίγα χρόνια καὶ πάλι τὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶδαν τὴν παλιά τους προγονικὴ ἱερὴ ἑστία νὰ ἀνάβει καὶ πάλι καὶ νὰ τοὺς ζεσταίνει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές, νὰ τοὺς ἑνώνει ὅλους μαζὶ ἀγαπημένους μὲ παλιές καλὲς ἀναμνήσεις καὶ νὰ θεριεύει μέσα τους τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα γιὰ λίγα χρόνια.

Πέραν ἀπὸ τὰ κτίρια καὶ τὶς θαυμάσιες ἁγιογραφίες τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς κινδύνευαν καὶ τὰ πολύτιμα κειμήλια καὶ τὰ κοσμήματά της. Δύο ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ἰδιαίτερα ἐξαιρετικῆς καλλιτεχνίας δημιουργήματα. Ἦταν ὁ μητροπολιτικὸς θρόνος καὶ τὸ προσκυνητάρι τῆς Παναγίας. Ἀφοῦ πλέον δὲν διαφαινόταν κάποια προοπτικὴ ἐπαρκοῦς ἐπάνδρωσης τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ θὰ συντελοῦσε στὴν σωστὴ συντήρησή του, ἀποφασίστηκε γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν σπουδαιοτέρων κειμηλίων του ἡ μεταφορὰ τους στὴν «Κάτω Μονή».

Μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ.  283 πράξη τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου τῆς 1ης Ὀκτωβρίου 1928, ἔπειτα ἀπὸ σχετικὴ σύσταση τοῦ Μητροπολίτη Δημητριάδος, ἀποφασίστηκε ἡ μεταφορά τους γιὰ διαφύλαξη καὶ ἀσφάλεια στὴν Κάτω Μονή. Σχετικὲς πληροφορίες περιλαμβάνονται στὸ κείμενο τῆς ἀπόφασης:

«Ἀριθμὸς 283

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς,

Συγκείμενον ἀπὸ τὸν ἡγούμενον Βενέδικτον Παπανικολάου καὶ τὰ μέλη Εὐσέβιον Μαντζῶρον καὶ Γεδεὼν Ἀρβανιτάκην, Συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς σήμερον τὴν 1ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1928 ἔτους καὶ Λαβὸν ὑπ’ ὄψιν τὴν σύστασιν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος περὶ μεταφορᾶς ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς ἄνω Μονῆς τοῦ καλλιτεχνικοῦ καὶ ἀρχαίου Μητροπολιτικοῦ θρόνου, τοῦ προσκυνηταρίου τῆς Παναγίας καὶ τῶν παλαιῶν εἰκόνων ἑορτολογίων καὶ ἁγίων, ἅτινα λόγῳ εὐπρεπείας καὶ ἀσφαλείας δὲον νὰ τοποθετηθῶσι ὁ μὲν θρόνος καὶ τὸ προσκυνητάριον εἰς τὸν ἐνταῦθα καθεδρικὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Μονῆς, αἱ δὲ ἱεραὶ εἰκόνες νὰ φυλαχθῶσι καὶ κατατεθοῦν ἐν καιρῷ εἰς τὸ καταρτισθησόμενον διαμέρισμα τοῦ ἀρχαιολογικοῦ μουσείου τῆς Μονῆς καὶ εὑρῖσκον ὀρθοτάτην τὴν γενομένην σύστασιν

Ἀποφαίνεται:

Ἀποφασίζει τὴν μεταφορὰν ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς ἄνω Μονῆς α) τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου καὶ τοῦ προσκυνηταρίου τῆς Παναγίας καὶ τοποθέτησιν αὐτῶν εἰς τὸν καθεδρικὸν ἱερὸν ναὸν τῆς Μονῆς, β) τῶν παλαιῶν ἱερῶν εἰκόνων ἑορτολογίων καὶ  ἁγίων διὰ τὴν φύλαξιν καὶ τοποθέτησιν εἰς τὸ διαμέρισμα τοῦ Μουσείου τῆς Μονῆς καὶ γ) τὴν μεταφορὰν εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τῆς ἄνω Μονῆς τοῦ ἐν τῷ καθεδρικῷ ναῷ ὑπάρχοντος Μητροπολιτικοῦ θρόνου καὶ προσκυνηταρίου τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου (τοῦ παλαιοῦ).

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ ἡγούμενος

Βενέδικτος Παπανικολάου

Εὐσέβιος Μαντζῶρος

Γεδεὼν Ἀρβανιτάκης».

Ὁ Μοναχὸς Εὐσέβιος Μαντζῶρος ἐξακολουθοῦσε, παραμένοντας στὴν Ἄνω Μονὴ, νὰ φροντίζει γι’ αὐτήν.  Ἡ προσφορὰ του ἀναγνωριζόταν ἀπὸ ὅλους. Ἡ Ἄνω Μονὴ «θὰ εἶχεν ἤδη καταρρεύσει ἄν δὲν ἐγκαθίστατο οὗτος ἐκεῖ ἀπὸ δεκαετίας μεριμνῶν πάντοτε διὰ τὴν συντήρησίν της καὶ ἐξ ἰδίων» ἔγραψε σὲ μιὰ πολὺ συνοπτικὴ ἀναφορά της ἡ ἐφημερίδα «Νέα Ἑλλάς» στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1935.

Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ δημοσίευμα:

«Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΙΑΣ. Ἁλμυρὸς 5. Πληροφορούμεθα ὅτι χάρις εἰς τὰς προσπαθείας τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς Εὐσεβίου Μαντζώρου ἤρχισεν ἡ ἀνοικοδόμησις πέντε κελλίων.

Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ἰδιαιτέρως ἡ ἐργασία τοῦ ἡγουμένου διὰ τὴν συντήρησιν τῆς ἱστορικῆς ταύτης μονῆς, ἡ ὁποία θὰ εἶχεν ἤδη καταρρεύσει ἄν δὲν ἐγκαθίστατο οὗτος ἐκεῖ ἀπὸ δεκαετίας μεριμνῶν πάντοτε διὰ τὴν συντήρησίν της καὶ ἐξ ἰδίων…»

Ὁ μοναχὸς Εὐσέβιος Μαντζῶρος, ἐνάντια στὴ γενικὴ τάση τῶν μοναχῶν γιὰ μόνιμη ἐγκατάσταση καὶ παραμονὴ στὴν Κάτω Μονὴ, ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ὁ ἴδιος στὴν Ἄνω Μονή. Ἔτσι ἔφτασε ἡ ἐποχὴ τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου τοῦ 1940 καὶ τῆς ἐχθρικῆς κατοχῆς.  Σ’ ὁλόκληρη τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου παρέμεινε ἐκεῖ. Στὴ διάρκεια τῆς ἐχθρικῆς κατοχῆς μετέτρεψε τὴν Ἄνω Μονὴ σὲ ἀντιστασιακὸ κέντρο κατὰ τῶν ἐχθρῶν.  Οἱ λεπτομέρειες τῆς δράσης του αὐτῆς ἀναφέρονται στὸ κεφάλαιο τῆς ἐργασίας μας γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στοὺς Ἐθνικοὺς Ἀγῶνες μας.

Ἀποφεύγοντας τὶς λεπτομερεῖς ἀναφορὲς σὲ κατοπινὰ γεγονότα γιὰ τὴν κατάσταση τῆς περαιτέρω ἐγκατάλειψης καὶ τῆς συνεχοῦς καταστροφῆς τῆς ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, ποὺ σὲ γενικὲς γραμμὲς ὁμοιάζουν μὲ τὰ παραπάνω καὶ φανερώνουν μία ἀκόμα μεγαλύτερη ἐγκατάλειψη καὶ καταστροφή, θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐγκατάλειψης καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς νέας σημερινῆς κατάστασης.

Στὴ δεκαετία τοῦ 1950 τὸ «Πάνω Μοναστήρι» ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἔρημο καὶ ἐγκαταλειμένο. Ὁ τελευταῖος του βιγλάτορας Εὐσέβιος Μαντζῶρος, ἀνήμπορος νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο του, ἔπειτα ἀπὸ τὰ πολλά βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη στὶς φυλακὲς ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς Ἰταλούς, τὴν φυλάκισή του στὴν Ἰταλία, ἄρρωστος ἀναγκάστηκε καὶ ζοῦσε στὸ Κάτω Μοναστήρι μέχρι τὸν θάνατό του στὰ 1959.

Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ ἐπισκέπτονταν τὸ ἐρημωμένο καὶ συνεχῶς λεηλατούμενο Πάνω Μοναστήρι καὶ ἄναβαν κάποιο κερί. Στὴ δεκαετία τοῦ 1960 ἕνας γέροντας, ρασοφόρος λαϊκός, «ὁ παπποὺς», ὅπως ἦταν γνωστὸς, πῆγε μόνος του καὶ ἐγκαταστάθηκε στὰ ἐρείπιά του, ἀποφασισμένος νὰ ἀφήσει ἐκεῖ τὴν τελευταία του πνοή καὶ νὰ διαφυλάξει ἀπὸ τὴν ἐρήμωση ὅ,τι μποροῦσε. Ἦταν ὁ Ἀθανάσιος Εὐθυμίου ἀπὸ τὴν Πελασγία τῆς Φθιώτιδας

Ἡ ἐρήμωση αὐτὴ καὶ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ συγκινοῦσε, ὡστόσο, πολλοὺς. Ἔτσι τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ὁ μοναχὸς Τίτος Ἀβραδόπουλος, Εὐξεινουπολίτης, ποὺ ἐγκαταβίωνε μαζί μὲ τὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα στὴν Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς, ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Πάνω Μοναστήρι.

Τὸ προγονικὸ ἱερὸ κάλεσμα, οἱ ἱερὲς σκιὲς ἑκατοντάδων μοναχῶν ποὺ εἶχαν τελειώσει τὴ γήινη ὕπαρξή τους στὸ χῶρο αὐτό, ἡ θεϊκὴ γαλήνη ποὺ ἀγκάλιαζε καὶ πλημμύριζε τὴν ἐκεῖ γύρω ἀτμόσφαιρα τοῦ μήνυσαν νὰ πάει εκεῖ γιὰ προσευχὴ. Ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ καὶ ἔζησε μαζὶ μὲ τὸν «παπποῦ» γιὰ κάμποσο καιρὸ μέχρι ποὺ ὁ «παππούς», ὅπως τὸ ἐπιθυμοῦσε, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ κατὰ τὸ 1967, ὑπηρετῶντας ὡς τὴν τελευταία του πνοὴ τὴν Παναγία στὸ Πάνω Μοναστήρι.

Ὁ μοναχὸς πατὴρ Τίτος συνέχισε παραμένοντας ἐντελῶς μόνος γιὰ χρόνια πολλὰ στὸ πάνω Μοναστήρι. Ἡ προσφορά του στὴ διαφύλαξη τῶν ἐρειπίων τοῦ ἐγκαταλειμένου Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας εἶναι ἀνεκτίμητη. Εἶναι ὁ τελευταῖος κρίκος ποὺ συνδέει τὴν κατάσταση τῆς πλήρους ἐγκατάλειψης ἑνὸς χιλιόχρονου ἱστορικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ μνημείου μὲ τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς περιόδου τῆς νέας ἄνθισής του.

Στὸ ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ σώζεται μία ἐπιστολὴ τοῦ μοναχοῦ Τίτου πρὸς τὸν οἰκεῖο μητροπολίτη. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ μοναχὸς Τίτος περιγράφει τὴν κατάσταση που ἀντιμετώπιζε κατὰ τὸ 1968 καὶ παρακαλεῖ νὰ ληφθοῦν κάποια μέτρα γιὰ τὴν προστασία τοῦ Μοναστηριοῦ:

«Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς τῇ 6  –  9  –  1968

Σεβασμιώτατε φιλῶ τὴν δεξιάν σας.

Ἀπὸ τὰ μικρὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου κρυφή μου ἐπιθυμία ἦτο ὅπως ἅμα τῇ ἐνηλικιώσει μου μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἰσαχθῶ εἰς τὸν μοναχικὸν βίον. Δοξάζω τὸν Θεὸν διότι ἡ ὑμετέρα Σεβασμιότης μὲ ἐδέξατο εἰς τοὺς κόλπους τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ μὲ ἐγκατέστησε εἰς τὴν Ἄνω Μονὴν Ξενιᾶς.

Εὑρισκόμενος ἐνταῦθα προσπαθῶ πάντοτε διὰ τῆς προσωπικῆς μου ἐργασίας ὅπως βελτιώσω τὸν Ἱερὸν Ναὸν καὶ τὰ ἐρειπωμένα κτίρια καὶ τὰ διάφορα ἀντικείμενα ἔχοντα ἀνάγκην βελτιώσεως καὶ τὸν καλλοπισμὸν αὐτῶν.

Ἐπὶ πλέον Σεβασμιώτατε ὁ Ναὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὅταν βρέχει τρέχει εἰσέρχονται βρόχινα νερὰ καὶ ἔχει ἀνάγκην ἐπιδιορθώσεως τῶν κεράμων καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἀντικαταστάσεως διότι αὐτῶν ἐχόντων ἐσάπισαν. Εἶναι ἀνάγκη νὰ διορθωθῇ ἡ κατάστασις τοῦ Ναοῦ διότι ἐπερχομένου τοῦ χειμῶνα θὰ εἶναι μεγάλη ἡ εἰσροὴ τῶν ὑδάτων καὶ ἡ στέγη θὰ ὑποστῇ μεγάλην καταστροφήν.

Σεβασμιώτατε,

Θερμῶς σᾶς παρακαλῶ ὅπως διατάξητε τοὺς ἁρμοδίους ἵνα τὰ αἰγοπρόβατα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μὴν πλησιάζουσι εἰς τὴν περιφέρειάν τοῦ μοναστηριοῦ διότι δι’ αὐτῶν οὐδένα σεβασμὸν πρὸς τὸν Ναὸν ἔχουσι καὶ τὰ ἐγκαταλείπουν καὶ εἰσέρχονται … ὄχι μόνον ἔξωθεν τοῦ προαυλίου τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.

Διὰ προσωπικῆς μου ἐργασίας καὶ μικρὸν κῆπον ἐδημιούργησα περιέχοντα διάφορα φαγόσιμα εἴδη ἀλλὰ καὶ ταῦτα καταστρέφονται παρὰ τῶν αἰγοπροβάτων κατόπιν ἀδιαφορίας τῶν ποιμένων. Περιμένω διαταγήν σας ὅπως τὸ κακὸν τοῦτο διορθωθῇ.

Μετὰ σεβασμοῦ φιλῶ τὴν Δεξιάν Σας

ὁ ἐλάχιστος Ἱεροδιάκονος

(Τίτος Ἀβραδόπουλος)».

Ὁ μοναχὸς Τίτος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προβλήματα τῆς φύλαξης καὶ τῆς προστασίας ἀπὸ τὴν περαιτέρω καταστροφὴ τῶν κτιρίων τοῦ Μοναστηριοῦ ἀντιμετώπιζε καὶ προβλήματα προσωπικῆς διαβίωσης. Δὲν εἶχε ὁ ἴδιος πόρους ζωῆς. Φαίνεται νὰ τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει ὅλοι. Τὸ περιεχόμενο τῆς παρακάτω πράξης τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μᾶς δίνει σχετικὲς πληροφορίες:

«Ἐν Ἱερᾷ Μονῇ Παναγίας τῆς Ξενιᾶς, σήμερον τὴν 18ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1970, ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος Παρασκευὴν, τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας τῆς Ξενιᾶς, συγκείμενον ἐκ τῶν 1) ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Μεταξογένη, ἡγουμένου, 2) ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Παπανάτσιου καὶ 3) ἀρχιμανδρίτου Τιμοθέου Σκαρλάτου, μελῶν τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου, συνελθὸν εἰς συνεδρίασιν ἐν τῷ Γραφείῳ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἀκοῦσαν εἰσήγησιν τοῦ ἡγουμένου περὶ χορηγήσεως ὡς μηνιαῖον ἐπίδομα (βοήθημα) εἰς τὸν ἄμισθον καὶ μὴ ἔχοντα πόρους ζωῆς διάκονον Τίτον Ἀβραδόπουλον, ἀδελφὸν τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας τῆς Ξενιᾶς καὶ ὑπεύθυνον ἐν Ἄνω Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς, κατόπιν καὶ ἰδικῆς του πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον ἀπὸ 25/8/1970 αἰτήσεώς του,

ἀποφαίνεται:

Ψηφίζει ὅπως ἀπὸ τοῦ παρόντος μηνὸς Σεπτεμβρίου ἐ. ἔ. ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς προσφέρῃ κατὰ μῆνα ὡς βοήθημα, μηνιαῖον ἐπίδομα, τὸ ποσὸν τῶν 1.000 (χιλίων) δραχμῶν, εἰς τὸν ἄμισθον μέχρι τοῦδε καὶ μὴ ἔχοντα πόρους ζωῆς διάκονον καὶ ἀδελφὸν τῆς Ἱ. Μονῆς Παναγίας τῆς Ξενιᾶς Τίτον Ἀβραδόπουλον, ὑπεύθυνον ἐν Ἄνω Ἱερᾷ Μονῇ Ξενιᾶς.

Ἐφ’ ᾧ συνετάγη τὸ παρὸν καὶ ὑπογράφεται ὡς ἕπεται:

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον

Ἀρχιμανδρίτης Καλλίνικος Μεταξογένης

Ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος Σκαρλάτος

Ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Παπανάτσιος».

Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες ὁ μοναχὸς Τίτος Ἀβραδόπουλος ἔμεινε ἐθελοντικὰ ὁ μοναδικὸς ἀκοίμητος φύλακας ἑνὸς σημαντικοῦ θρησκευτικοῦ καὶ λατρευτικοῦ χριστιανικοῦ κέντρου, τοῦ σημαντικότερου τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ γιὰ χρόνια πολλὰ. Ἔτσι κυλοῦσε ὁ καιρὸς μέχρι ποὺ στὸ πάνω Μοναστήρι ἐγκασταστάθηκε ἀδελφότητα μοναχῶν καὶ ἄρχισε μιὰ νέα περίοδος τῆς ἱστορίας του για τὴν ὁποία θὰ γίνει ἰδιαίτερος λόγος σὲ ἄλλη θέση.

 

 

 

[1] Μεσημβρινός (νότιος) λιμένας τοῦ Κροκίου Πεδίου ἦταν τὸ λιμάνι στὴν παραλιακὴ θέση τοῦ σημερινοῦ Δημοτικοῦ Διαμερίσματος Πλατάνου τοῦ Δήμου Ἁλμυροῦ «Τσιγγέλι».

[2] «Ἀχιλληίς», τεῦχος Σεπτεμβρίου 1933, στὸ ἄρθρο «Τὸ Κελέριον τῆς Ξενιᾶς».

[3] Ἡ 27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβέλ 1240 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν  15 Νοεμβρίου 1825 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου,

[4] Περίεργος  εἶναι ἐδῶ ὁ συνδυασμὸς χριστιανικῆς ἡμερομηνίας ( 2 Ἰουλίου) καὶ ὀθωμανικῆς χρονολογίας (1297). Φαίνεται ὅτι στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας καὶ στὶς συμβολαιογραφικὲς πράξεις γινόταν μικτὴ χρήση τῶν δύο ἡμερολογίων. Προφανῶς ὁ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας εἶχε ὑπόψη του, ὡς ἐκ τοῦ ἐπαγγέλματός του, κάποιες συμβολαιογραφικὲς πράξεις, στὶς ὁποῖες στήριξε τὶς παραπάνω πληροφορίες, καὶ τὶς ὁποῖες συμβολαιογραφικὲς πράξεις δὲν εἶχε ὑπόψη του ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὶς μνημονεύει στὶς σχετικὲς μὲ τὴν Παναγία Ξενιὰ ἐργασίες του. Ὡστόσο πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι τὸ ὀθωμανικὸ ἔτος 1297 ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα 15 Δεκεμβρίου 1879 – 4 Δεκεμβρίου 1880 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου καὶ ὅτι ἡ 2 Ἰουλίου 1297 τῆς ἀσυνήθιστης αὐτῆς μικτῆς «χριστιανοοθωμανικῆς» χρονολογίας ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν  2 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1880 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου καὶ μὲ τὴν 23 Ρεγκέμπ τοῦ ἔτους 1297 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου.

[5] Τὸ πατριαρχικὸ σιγγίλιο τοῦ Σωφρονίου δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Θ’ (1926), σελ. 130 – 144 σὲ δημοσίευμά του ὑπὸ τὸν τίτλο Ἔγγραφα Μονῆς Ξενιᾶς καὶ τῶν χωρίων Βρυνίνης καὶ Κωφῶν τοῦ Ἁλμυροῦ.

[6] Ὁ Πατριάρχης, γνώστης τοῦ πραγματικοῦ ὀνόματος τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀναγνωρίζει ὅτι τὸ «Ξενιὰ» εἶναι προσωνυμία γι’ αὐτὸ τὸ ἀναφέρει ὡς «ἐπιλεγόμενον τῆς Ξενιᾶς».

[7] Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἀναφέρεται «οἱ πατέρες» καὶ ὄχι «ἔνιοι τῶν πατέρων» ἐπιτρέποντάς μας ἔτσι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἄν ὄχι τὸ σύνολο τῶν μοναχῶν τοὐλάχιστον μεγάλο μέρος αὐτῶν, εἶχαν μεταβεῖ καὶ ἐγκατασταθεῖ  μονίμως στὸ Μετόχι καὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἐπιστρέψουν μὲ κανένα τρόπο στὴν ἕδρα τους: «δυσανοποσπάστως εἶχον τῆς ἐκεῖθεν διατριβῆς».

[8] Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας.

[9] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου, ὅπως τὸ παρουσίασε στὸ «Δελτίο τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος» (τόμος Θ΄, σελ. 142),  ἀναφέρει ὡς χρονολογία ἀποστολῆς τοῦ σιγγιλίου τὸ ἔτος 1770 καὶ ὄχι 1777. Ἀντιγράφοντας τὸν Γιαννόπουλο καὶ ἄλλοι, νεότεροι, ἐρευνητὲς, ἴσως χωρὶς νὰ ἰδοῦν τὸ πρωτότυπο, ἀναφέρουν καὶ αὐτοὶ ὡς ἔτος ἀποστολῆς τοῦ σιγγιλίου τοῦ Σωφρονίου τὸ ἴδιο ἔτος, 1770. Ὁ Σωφρόνιος (Β΄) ὅμως ὑπηρέτησε ὡς πατριάρχης ἀπὸ τὸ 1774 -1780.  Ἑπομένως τὸ 1770, ὡς ἔτος ἀποστολῆς τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου εἶναι ἐσφαλμένο, διότι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πραγματικότητα.  Στὰ 1770 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Θεοδόσιος Β΄, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως  ἀπὸ τὸ 1769 μέχρι τὸ 1773. Κατὰ τὴν ἄποψή μου τὸ λάθος  αὐτὸ πρέπει νὰ ὀφείλεται σὲ λάθος κατὰ τὴν ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸν Γιαννόπουλο καὶ ὅτι τὸ ἔτος ἀποστολῆς τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου τοῦ Σωφρονίου εἶναι  τὸ ἔτος 1777. Παραλείφθηκε δηλαδὴ κατὰ τὴν ἀντιγραφὴ τὸ «ἑβδόμῳ».  Αὐτὸ ἰσχυριζόμαστε γιατί μόνο κατὰ τὸ ἔτος αὐτὸ τῆς πατριαρχείας τοῦ Σωφρονίου (1774 – 1780) ἡ «ἐπινέμησις», δηλαδὴ ἡ ἰνδικτιών, ἦταν «δεκάτη»: [(1777+3):15 = 118 πηλίκο καὶ 10 ὑπόλοιπο (δεκάτη ἐπινέμησις)]. Ἀντίθετα κατὰ τὸ ἔτος 1770, ἐκτὸς τοῦ γεγονότος ὅτι τότε δὲν πατριάρχευε ὁ Σωφρόνιος ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος,  ἡ «ἐπινέμησις» ἦταν «τρίτη» καὶ ὄχι «δεκάτη»: [(1770+3) : 15 = 118 πηλίκο καὶ 3 ὑπόλοιπο (τρίτη ἐπινέμησις)].

[10] Ἡ «Ἐπινέμησις» καὶ ἡ «Ἰνδικτιών» εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες.  «Ἐπινέμησις» ἤ «Ἰνδικτιὼν» ἑνὸς ἔτους λέγεται ἡ σειρὰ τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἐντὸς ἑνὸς χρονικοῦ διαστήματος δεκαπέντε ἐτῶν. Γιὰ τὸν ὑπολογισμό της προσθέτομε στὸ ἔτος τὸν ἀριθμὸ 3 (τρία) καὶ διαιροῦμε τὸ ἄθροισμα διὰ 15 (δεκαπέντε). Τὸ ὑπόλοιπο εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῆς «ἐπινεμήσεως» ἤ «ἰνδικτιῶνος» τοῦ ἔτους αὐτοῦ. Ἐὰν τὸ ὑπόλοιο εἶναι μηδὲν ἡ «ἐπινέμησις» ἤ «ἰνδικτιὼν» γιὰ τὸ ἔτος αὐτὸ εἶναι 15η (δεκάτη πέμπτη). Ἔτσι γιὰ τὸ ἔτος 1777 ἔχομε:  1777+3 = 1780, 1780:15 = 118 πηλίκον καὶ 10 ὑπόλοιπο. Ἑπομένως τὸ ἔτος 1777 ἡ «ἐπινέμησις» ἤ ἡ «ἰνδικτιὼν» ἦταν δεκάτη.

[11] ἀββᾶς = τιμητικὸς τίτλος ποὺ συνηθιζόταν νὰ δίνεται σὲ ἡγουμένους μοναστηριῶν. Μερικὲς φορὲς ὁ τίτλος διατηροῦνταν καὶ ἀπὸ τοὺς προηγουμένους.

[12] Βρύνινα εἶναι μία ἄλλη γραφὴ τῆς ὀνομασίας Βρύναινα. Ὑπάρχει δὲ σὲ κάποια κείμενα καὶ ἡ γραφὴ Βρύνια.

[13] Ἡ ὀνομασία τοῦ χωριοῦ Κοκκωτοὶ παρουσιάζεται σὲ πολλὲς μορφὲς: Κοκκωτοί, Κοκουτοί, Κοκκωτή, Κοκκωτούς κ. ἄ.

[14] Ὁ Κισλάραγας ἤ Κιζλάραγας ἦταν ἀνώτατο ἀξίωμα στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, τὸ ὁποῖο κατεῖχε συνήθως ὁ ἀρχιευχοῦχος τοῦ Σουλτάνου. Πολλὲς φορὲς ὁ Κισλάραγας ἀναλάμβανε τὴ διαχείριση τῶν ἐσόδων τὰ ὁποῖα εἰσέπραττε ἡ Βαλιδὲ Σουλτάνα (μητέρα τοῦ Σουλτάνου) ἀπὸ περιοχὲς οἱ ὁποῖες τῆς εἶχαν παραχωρηθεῖ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο. Τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων τῶν περιοχῶν αὐτῶν τὴν ἀνέθετε στὸν τοπικὸ βοεβόδα, τὸν ὁποῖο, πολλὲς φορές, ὅπως στὴν περίπτωση αὐτή, τοῦ βοεβοδιλικιοῦ Κοκοσίου, διόριζε ὁ ἴδιος ὁ Κισλάραγας γιὰ νὰ τοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη.

[15] 1888.

[16] Δὲν ἐξηγεῖ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ποὺ στηρίζει αὐτὴ του τὴν ἄποψη.

[17] Ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης γράφει 1840 καὶ ὄχι 1844.

[18] Εἶναι ὁ «ἐνενηκοντούτης μοναχὸς» ἀπὸ τὶς Κοκκωτούς, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1796 καὶ «ἐκουρεύθη» μοναχός τὸ  1832,  γιὰ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει παραπάνω ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης.

[19] «Θεσσαλία», Ἐν Ἀθήναις 1880, σελ. 342.

[20] Τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως καὶ ὅλα τὰ μοναστήρια τῆς Θεσσαλίας μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς Τούρκους κατὰ τὸ 1881, ἀνῆκε πλέον στὴν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας καὶ ἐξαρτιόνταν διοικητικὰ ἀπὸ τὸν τοπικὸ μητροπολίτη.

[21] Ἡ φράση τῆς ἀναφορᾶς τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «ἡ θέσις ἁρμόζει ὄντως διὰ μοναστήριον καὶ μοναχοὺς ἄλλων χρόνων» στηρίζεται καὶ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ ὅτι σὲ προηγούμενη παράγραφο  τῆς ἴδιας ἔκθεσης, ἀναφέροντας γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Κάτω Μονῆς, διατύπωναν τὴν ἄποψη ὅτι ὁ χῶρος καὶ ἡ περιοχὴ τῆς «Κάτω Μονῆς» δὲν ἐνδεικνυόταν γιὰ ἐγκατάσταση μοναστηριοῦ ἀλλὰ ἦταν κατάλληλος χῶρος γιὰ στέγαση κάποιας Ἱερατικῆς Σχολῆς.

[22] Βύω = κλείνω, ἀποφράζω, ταπώνω, βουλώνω.