Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (3η συνέχεια)

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
1. Η Αχαΐα Φθιώτιδα κοιτίδα αρχαίων ελληνικών φύλων

                 Η Αχαΐα Φθιώτιδα αρχικά λεγόταν απλά «Aχαΐα» ή «Aχαιίς». Ήταν η πατρίδα των πρώτων Αχαιών, των Πρωταχαιών. Η επιστημονική στήριξη της άποψης αυτής δεν είναι σκοπός της εργασίας αυτής. Υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι αρμόδιοι οι οποίοι την στηρίζουν. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε το εξής: «ο καθηγητής κ. Prentice εις μελέτην του επιγραφομένην The Achaeans (Εν A. J. A. XXXIII, 1929, σελ. 206 κ. εξ.) δέχεται ότι οι Αχαιοί ανήκον εις φυλήν. ήτις. . εγκατεστάθη εις την Φθιώτιδα της Θεσσαλίας», ὀπως ἀναφέρετι στὴν Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1930, στην εργασία «Οι προϊστορικοί κάτοικοι της Ελλάδος και τα ιστορικά ελληνικά φύλλα».
Αργότερα προστέθηκε στο όνομά της «Αχαΐας» το διευκρινιστικό «Φθιώτις», για να γίνεται η διάκρισή της από την ομώνυμη Αχαΐα της Πελοποννήσου, αν και μια κάποια προσδιοριστική και διευκρινιστική προσθήκη θα έπρεπε να γίνει στο όνομα της δεύτερης Αχαΐας, της πελοποννησιακής, αφού αυτή ήταν υστερότερο δημιούργημα και αυτή πήρε το όνομά της από τους Αχαιούς οι οποίοι πήγαν σ’ εκείνα τα μέρη από την εδώ Αχαΐα, την «φθιωτική». Για τον ίδιο λόγο στο όνομα της πόλης «Θήβαι» της ίδιας περιοχής, που βρισκόταν δίπλα στις σημερινές Μικροθήβες της επαρχίας Αλμυρού, προστέθηκε το «Φθιωτικαί» για να γίνεται διάκριση από τις Θήβες της Βοιωτίας και παραμένει έκτοτε ως απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα, αν και δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάποιο τέτοιο διευκρινιστικό προσδιοριστικό στοιχείο. Δυστυχώς η ηχηρή «επωνυμία» κάποιων οδηγεί τους ασήμαντους να προσθέσουν στ’ όνομά τους αναγκαστικούς διευκρινιστικούς προσδιορισμούς.
Ο ουσιαστικότερος ρόλος που διαδραμάτισαν στην ιστορία της Ελλάδας η πελοποννησιακή Αχαΐα και η βοιωτική Θήβα στάθηκε αρκετός να τις κάνει ευρύτερα γνωστές με μόνο τα ονόματα Αχαΐα και Θήβα. Είναι και αυτό ένα δείγμα του δευτερεύοντος ρόλου της πρώτης, της Αχαΐας Φθιώτιδας, και μια απόδειξη ότι οι δευτερεύοντος ρόλου τόποι όχι μόνο τους μύθους τους είναι δυνατό να χάνουν αλλά και αυτό ακόμη τ’ όνομά τους μαζί με τα ονόματα των ηρώων, των βασιλιάδων αλλά   και αυτών των θεών τους, ονόματα και πρόσωπα τα οποία τις περισσότερες φορές ταυτίζονται.
Η Αχαΐα Φθιώτιδα, το κεντρικότερο μέρος της οποίας ήταν πάντοτε η σημερινή επαρχία Αλμυρού, αποτέλεσε κατά την αρχαιότητα τη βασική κοιτίδα των Αχαιών. Αφού εγκαταστάθηκαν και έζησαν σ’ αυτήν για πολλούς αιώνες, στη συνέχεια πιεζόμενοι από τους Δωριείς, αλλά και για διάφορους άλλους λόγους, έφυγαν για να εγκατασταθούν μόνιμα σ’ άλλα μέρη.
Αλλά και αρκετά από τ’ άλλα γνωστά ελληνικά φύλα έζησαν για ένα διάστημα στην ίδια περιοχή ή απλώς πέρασαν από αυτή και τελικώς εγκαταστάθηκαν σ’ άλλες περιοχές. Από την άποψη αυτή λοιπόν δικαίως η Αχαΐα Φθιώτιδα θεωρείται λίκνο πολλών ελληνικών φύλων.
Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ένας ακόμη σοβαρός λόγος για την προσεκτική εξέταση των μύθων της περιοχής αυτής. Ακόμη είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι οι λαοί, οι οποίοι από τούτα τα μέρη μετακινήθηκαν σ’ άλλα, κουβάλησαν μαζί τους μύθους τους, τους θεούς τους, τους οποίους θα πρέπει να μπορούμε να τους βρούμε στις καινούργιες πατρίδες τους.
Επομένως είναι δυνατή και πιθανή η εντόπιση και γνησιότερων ιστορικών στοιχείων που υποκρύπτονται μέσα σ’ αυτούς τους «μετατοπισμένους» μύθους.
Στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας εντοπίζονται αναμνήσεις αλλά και άμεσες ειδήσεις για ένα από τα πρώτα φύλα που έζησαν στον τόπο αυτόν, τους Πελασγούς:
«Τούς δέ Πελασγούς, ὅτι μέν  ἀρχαῖόν τι φῦλον κατά τήν  Ἑλλάδα πᾶσαν ἐπιπολάσαν καί μάλιστα παρά τοῖς Αἰολεῦσι τοῖς κατά Θετταλίαν, ὁμολογοῦσιν ἅπαντες σχεδόν τι . . . Καί ὀτ  Πελασγικόν Ἄργος ἡ Θετταλία λέγεται, τό μεταξὺ τῶν ἐκβολῶν τοῦ Πηνειοῦ καὶ τῶν Θερμοπυλῶν ἕως τῆς ὀρεινῆς τῆς κατὰ Πίνδον, διὰ τὸ ἐπάρξαι τούτων τοὺς Πελασγούς», αναφέρει ο Στράβων (Γεωγραφικά Ε, 2,4).
Δηλαδή: «Ως προς τους Πελασγούς όλοι σχεδόν ομολογούν ότι ήταν μία αρχαία φυλή η οποία επεκράτησε σ’ όλη την Ελλάδα και κυρίως στο χώρο των Αιολέων που ζούσαν στη Θεσσαλία . . . Και Πελασγικό Άργος λέγεται η Θεσσαλία, δηλαδή η χώρα που απλώνεται μεταξύ των εκβολών του Πηνειού και των Θερμοπυλών μέχρι την ορεινή χώρα κοντά στην Πίνδο, διότι στους τόπους αυτούς επεκράτησαν οι Πελασγοί».
Το ότι οι Πελασγοί κατοικούσαν και στη Θεσσαλία – και ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες και έρευνες, τις οποίες δεν εξετάζουμε στην εργασία μας αυτή αφού ασχολούμαστε κυρίως με τις υπάρχουσες μυθολογικές αναφορές – φανερώνει επίσης και ένα επίγραμμα που βρέθηκε στη Λάρισα, «εν τη οικία φαρμακοποιού Γιώτα παρά το ταχυδρομείον», και σύμφωνα με το οποίο η νύμφη Μελία παρουσιάζεται να λέει η ίδια ότι γέννησε τον Αίμονα, το «χάρμα» των «Πελασγιαδών», όχι από κάποιο θνητό αλλά από τον Δία.
Το επίγραμμα είναι του Α΄ αιώνα π. Χ. και είναι το ακόλουθο: «Οὐδενός ἐκ θνατοῦ Μελία, [Ζα]νός δ‘ ἐλόχευσα χάρμα Πελασγιάδαις Αἵμονα γειναμένα».
Εδώ εντοπίζεται ένα ακόμη σημείο το οποίο αποδεικνύει την παλαιότητα των μύθων της περιοχής και επομένως την ανάγκη της προσεκτικής μελέτης τους αφού η νύμφη Μελία θεωρείται παλαιότατη θεϊκή υπόσταση, γιατί, σύμφωνα με ένα μύθο, είναι μία από τις Ωκεανίδες και κόρη του Πόντου.
Ο Αίμονας είναι, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, πατέρας του Θεσσαλού, του επώνυμου ήρωα της Θεσσαλίας και των Θεσσαλών. Έτσι μας βεβαιώνει ο Ριανός στο σχολιαστή του Απολλωνίου Ροδίου ΙΙΙ, 1090) :
«Πυρραίην ποτέ τήν γε παλαιότερον καλέεσκον,
Πύρρης Δευκαλίωνος ἀπ’ ἀρχαίης ἀλόχοιο,
Αἱμονίην δ’ ἐξαῦτις ἀφ’ Αἵμονος, ὃν ῥα Πελασγός
γείνατο φέρτατον υἱόν, ὁ δ’ αὖ τέκε Θεσσαλόν Αἵμων,
τοῦ δ’ ἀπό Θεσσαλίην λαοί μετεφημίζοντο.»
Έτσι, σύμφωνα με το παραπάνω κείμενο, η Θεσσαλία αρχικά λεγόταν Πυρραία, αργότερα Αιμονία και ακόμη αργότερα Θεσσαλία.
Ο Αίμονας είναι ο επώνυμος του ενός από τα δύο τμήματα αυτής της περιοχής η οποία αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία, του τμήματος της Αιμονίας, λέει μία άλλη άποψη. Σύμφωνα δηλαδή με τον Στράβωνα παλιότεροι απ’ αυτόν συγγραφείς βεβαίωναν ότι η Θεσσαλία αρχικά διαιρέθηκε σε δύο τμήματα από τα οποία το νότιο ονομάστηκε «Πανδώρα» και το βόρειο «Αιμονία». Αργότερα η περιοχή «Πανδώρα» πήρε το όνομα «Ελλάδα» από τον Έλληνα και η περιοχή Αιμονία μετονομάστηκε σε Θεσσαλία από τον Θεσσαλό, τον γιο του Αίμονα.
Τον Αίμονα ως πατέρα του Θεσσαλού τον παρουσιάζει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, αλλά πατέρας του Αίμονα, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ο Χλωρός. Μας βεβαιώνει δε, ότι την ίδια άποψη, εκτός από τον ίδιο και τον Ριανό, έχουν και άλλοι: «Αἵμων υἱός μὲν Χλώρου τοῦ Πελασγικοῦ, πατήρ δέ Θεσσαλοῦ, ὡς Ῥιανὸς καί ἄλλοι».
Ωστόσο στους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας ακουγόταν και η αντίθετη εκδοχή. Δεν ήταν ο Αίμονας πατέρας του Θεσσαλού αλλά αντίθετα ο Θεσσαλός ήταν πατέρας του Αίμονα.
Την εκδοχή αυτή μας την παραδίδει ο Ευστάθιος: «Τούτου ἦρξε τοῦ τόπου Θεσσαλός, ἀφ’ οὗ ἡ χώρα Θεσσαλία, οὗ Αἵμων, ὅθεν Αἵμονες, μοῖρα Θετταλική, οὗ καί Λαρίσσης γυναικός Ἀργείας Πελασγός καί Φθίος καί Ἀχαιός.»
Η παλαιότητα των θεσσαλικών μύθων και της νύμφης Μελίας φανερώνεται και από το εξής. Ακόμα και η πανάρχαια Αμάλθεια, που υπήρξε τροφός του Δία, παρουσιάζεται να είναι θυγατέρα του Αίμονα, του γιου της νύμφης Μελίας. Ήταν δηλαδή η Αμάλθεια, η τροφός του Δία, εγγονή της Μελίας, όπως ἀναφέρεται στον Φερεκύδη (Fragmenta 37).
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι αρχικά η Θεσσαλία ήταν μία τεράστια λίμνη που τα νερά της διέφυγαν προς το Αιγαίο όταν ο θεός Ποσειδώνας έσχισε τα Τέμπη.( Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14, 639).
Ακόμη, σύμφωνα με άλλο θεσσαλικό μύθο, ο Πελασγός, επώνυμος ήρωας των Πελασγών, ήταν γιος του Τριόπα, θεσσαλού πανάρχαιου προολυμπιακού ήρωα ή θεού.
Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Τσούντα, ωστόσο, απόδειξη της ύπαρξης Πελασγών στη Θεσσαλία θεωρείται επιπλέον και η λατρεία του φαλλού, η οποία ήταν πελασγική λατρευτική συνήθεια. Στον νεολιθικό οικισμό των Ζερελίων του Αλμυρού, όπως αποδεικνύεται από ένα ιθυφαλλικό αγαλματίδιο που βρέθηκε εκεί, λατρευόταν ο φαλλός. Απόδειξη της λατρείας του φαλλού στη Θεσσαλία θεωρείται επίσης και η εύρεση στις διάφορες ανασκαφές ιθυφαλλικών Ερμών.
Η ίδια νύμφη Μελία, η μητέρα του Αίμονα, σύμφωνα μ’ έναν μύθο, γέννησε από τον Σιληνό, τον Δολίωνα, πρόγονο και επώνυμο ήρωα ενός άλλου πελασγικού φύλου, των Δολιόνων, όπως μας λέει ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός στον Στράβωνα.
Οι Δολίονες, όπως λέει ένας μύθος, διέκειντο εχθρικά προς τους κατοίκους της Θεσσαλίας και της Μαγνησίας για το λόγο ότι οι τελευταίοι έδιωξαν τους Δολίονες από τούτα τα μέρη. Μας τα λέει ο Έφορος στον σχολιαστή του Απολλωνίου του Ροδίου:
«Ἔφορος μέν γάρ φησι τούς Δολίονας Πελασγούς ὄντας καί ἐχθρωδῶς πρός τούς τήν Θεσσαλίαν καὶ Μαγνησίαν κατοικοῦντας διά τό ἀπελαθῆναι ὑπ’ αὐτῶν ἐπιθέσθαι αὐτοῖς νύκτωρ γράφων ἐν τῇ ἐννάτῃ».
Οι Λέλεγες, ένας από τους κυριότερους πελασγικούς λαούς, εντοπίζονται επίσης να έζησαν και στους χώρους της Φθίας και της Αχαΐας Φθιώτιδας. Αλλά και για τους Δαναούς παρατηρούνται μυθολογικά και ονοματικά ίχνη στην περιοχή αυτήν.
Κυρίως όμως εδώ γίνεται έντονα φανερή η παρουσία του κυριότερου ελληνικού φύλου, αυτού των Αχαιών, των οποίων το όνομα πήραν αργότερα όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδας. Ο Όμηρος αναφέρει τους Αχαιούς ως εγκαταστημένους κυρίως στην περιοχή αυτή που καλούμε Αχαΐα Φθιώτιδα, στην περιοχή δηλαδή γύρω από την σημερινή Όρθρη (Ιλιάδα Β΄, 681 -684).
Αυτή η περιοχή αποτελούνταν από τη σημερινή επαρχία Αλμυρού, την κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού και τις δυτικές πλαγιές της Όρθρης και ως τα ανατολικά παράλια του Μαλιακού κόλπου, τα οποία σήμερα ανήκουν στο νομό Φθιώτιδας.
Περιοριζόμαστε εδώ σ’ αυτήν την όχι λεπτομερή περιγραφή αλλά απλά και μόνο σε μία μάλλον προσεγγιστική οριοθέτηση της περιοχής, η εξέταση των μύθων της οποίας αποτελεί αντικείμενο τούτης της εργασίας.
Ο Στράβωνας μιλώντας για την έκταση της Αχαΐας Φθιώτιδας γράφει σχετικά: «Ἔχει δ’ ἡ μέν Φθιῶτις τά νότια τά παρά τήν Οἴτην ἀπό τοῦ Μαλιακοῦ Κόλπου καί Πυλαϊκοῦ μέχρι τῆς Δολοπίας καί τῆς Πίνδου διατείνοντα, πλατυνόμενα δέ μέχρι Φαρσάλου καί τῶν πεδίων τῶν Θετταλικῶν» (Γεωγραφικά, Θ, C, 430, 3).
Δηλαδή: «Έχει δε η Φθιώτιδα τα νότια μέρη τα γειτονικά προς την Οίτη από τον Μαλιακό κόλπο και τον Πυλαϊκό που απλώνονται σε μήκος μέχρι τη Δολοπία και την Πίνδο και σε πλάτος μέχρι τη Φάρσαλο και τις θεσσαλικές πεδιάδες».
Το ότι η περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας είναι η αρχική πατρίδα πολλών ελληνικών φύλων στηρίζεται στο μύθο που θέλει τον πρώτο άνθρωπο πάνω στη γη, μετά τον κατακλυσμό, να ζει και να βασιλεύει σ’ αυτήν. Ο πρώτος άνθρωπος που έζησε μετά τον κατακλυσμό που έκανε ο Δίας, δηλαδή ο Δευκαλίωνας, ο πατέρας του Έλληνα, έζησε σε τούτα τα μέρη, όπως θ’ αναπτύξουμε λεπτομερέστερα σ’ επόμενες σελίδες.
«Προμηθέως δέ παῖς Δευκαλίων ἐγένετο. Οὗτος βασιλεύων τῶν περί τήν Φθίαν τόπων (νυμφεύεται) Πύρραν τήν Ἐπιμηθέως καί Πανδώρας, ἣν ἔπλασαν οἱ θεοί πρώτην γυναῖκα.» (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1, 7, 2, 1).
Δηλαδή: «Του Προμηθέα παιδί έγινε ο Δευκαλίωνας. Αυτός βασιλεύοντας στους τόπους γύρω από τη Φθία νυμφεύτηκε την Πύρρα την κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, την οποία έπλασαν πρώτη γυναίκα»
Σύμφωνα ακόμη με τον Αριστοτέλη (Μετεωρολογικά, Α, 14) ο κατακλυσμός έγινε «περί τήν Ἑλλάδα τήν ἀρχαίαν» δηλαδή «περί Δωδώνην καί Ἀχελῶον».
Ασφαλώς εδώ πρόκειται περί της πρώτης, της θεσσαλικής Δωδώνης, πριν δηλαδή αυτή «μεταφερθεί» στην Ήπειρο. Κατά τον Σουΐδα, όπως είναι γνωστό, η αρχαία κοιτίδα της λατρείας του Δωδωναίου Διός, βρισκόταν στην ομηρική πόλη Σκοτούσα στην περιοχή των Φαρσάλων.
Βεβαίως δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι και άλλοι τόποι στην Ελλάδα είχαν μύθους σύμφωνα με τους οποίους ο πρώτος μετά τον κατακλυσμό άνθρωπος έζησε σ’ αυτούς. Εμείς, στην εργασία μας, παρουσιάζουμε τους μύθους που ως ακούσματα έτρεφαν τις συνειδήσεις και τις πεποιθήσεις των ανθρώπων τούτης της περιοχής. Δεν μας απασχολεί η μελέτη των άλλων μυθολογικών εκδοχών για το θέμα αυτό.
Για την καταγωγή του Δευκαλίωνα στο έργο του Ησιόδου «Ηοίες» διαβάζουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Ενώ οι περισσότεροι από τους αρχαίους συμφωνούν ότι πατέρας του Δευκαλίωνα ήταν ο Προμηθέας και μητέρα του η Κλυμένη, ο Ησίοδος ισχυρίζεται ότι μητέρα του ήταν η Προνόη, ενώ ο Ακουσίλαος λέει ότι μητέρα του Δευκαλίωνα ήταν η Ησιόνη, η κόρη του Ωκεανού.
Τα διαβάζουμε στο παρακάτω απόσπασμα:
«Δευκαλίων, ἐφ’ οὗ ὁ κατακλυσμός γέγονε, Προμηθέως μέν ἦν υἱός, μητρός δέ, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, Κλυμένης, ὡς δὲ Ἡσίοδος, Προνόης, ὡς δὲ Ἀκουσίλαος, Ἡσιόνης τῆς Ὠκεανοῦ» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 3 (22), έκδ. Lipsiae 1902, σελ. 131).
Δηλαδή: «Ο Δευκαλίων, στα χρόνια του οποίου έγινε ο κατακλυσμός, ήταν γιος του Προμηθέα και είχε μητέρα, όπως λένε οι πιο πολλοί, την Κλυμένη, όπως όμως λέει ο Ησίοδος την Προνόη και, όπως εξάλλου λέει ο Ακουσίλαος, την Ησιόνη, κόρη του Ωκεανού».
Σύμφωνα ωστόσο με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη ο Δευκαλίωνας ήταν γιος τού Αλίφρονα και της νύμφης Ιοφώσας. Αλίφρονας σημαίνει αυτός που διαθέτει, που συγκεντρώνει, αρκετή φρόνηση, ενώ Προμηθέας αυτός που σκέπτεται πριν ενεργήσει σε αντίθεση με τον αδερφό του Επιμηθέα, που, όπως σημαίνει το όνομά του, σκεπτόταν αφού ήδη είχε ενεργήσει.
Η σπουδαιότητα του προσώπου του Δευκαλίωνα για τους Έλληνες φανερώνεται από την συστηματική προσπάθεια ν’ αναχθεί η καταγωγή των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του ελληνικού χώρου σ’ αυτόν.
Έτσι, π. χ. – για ν’ αναφέρουμε μία μόνο αλλά έντονα χαρακτηριστική για την ιδιαιτερότητά της περίπτωση – σύμφωνα με τις παραδοχές που υπήρχαν, από τη γενιά του Δευκαλίωνα κατάγονταν πάντοτε οι πέντε αρχιερείς των Δελφών. Σ’ αυτούς ανήκαν κι εκείνοι που έδιναν τους χρησμούς. Ήταν αυτοί που ονομάζονταν «ὅσιοι». Ο έφορος των θυσιών ονομαζόταν «ὁσιωτήρ» και ο έφορος των χρησμών «ἀφήτωρ». Και οι δύο έπρεπε να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα. Οι «ὅσιοι» ήταν αυτοί που τελούσαν στους Δελφούς την «ἀπόρρητη θυσία». Ήταν η θυσία που αντιστοιχούσε στο σπαραγμό του Διονύσου από τους Τιτάνες. Οι κάτοικοι των Δελφών μάλιστα πίστευαν ότι στο περίφημο σ’ όλη την Ελλάδα Μαντείο τους φυλάσσονταν τα υπολείμματα του κατασπαραγμένου από τους Τιτάνες Διόνυσου.
Αλλά και το Μαντείο της Δωδώνης θεωρούσε ιδρυτή του τον Δευκαλίωνα και οι ιερείς του υποστήριζαν ότι ο Δευκαλίωνας μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε εκεί.
Εκτός από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνα, για τον οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω, από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα γεννήθηκε, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, και μία κόρη, η Πανδώρα. Αυτήν τίμησε με τον έρωτά του ο ίδιος ο Δίας με αποτέλεσμα αυτή να γεννήσει τον Γραίκο ή Γραικό, επώνυμο ήρωα των Γραικών.
«Κούρη δ’ ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος
Πανδώρη Διὶ πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων,
Μειχθεῖσ’ ἐν φιλότητι τέκεν Γραῖκον μενεχάρμην» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Ηοίαι, 4 (24), ό. π. σ. 132).
Δηλαδή: «Η κόρη Πανδώρα στα μέγαρα του θαυμαστού Δευκαλίωνα, αφού σμίχτηκε ερωτικά με τον πατέρα Δία, άρχοντα όλων των θεών, γέννησε τον ανδρείο στις μάχες Γραίκο»
Σύμφωνα ακόμη με το «Πάριο Χρονικό» ο Γραικός, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις μνημονεύεται και παροξύτονα, δηλαδή Γραίκος, ήταν γιος του Θεσσαλού και το όνομα «Γραικοί» προηγούνταν εκείνου των Ελλήνων:
«Ἀφ’ ὅτου ὁ Ἕλλην, ὁ υἱός τοῦ Δευκαλίωνος, ἐβασίλευσε τῆς Φθιώτιδος καί ὠνομάσθησαν Ἕλληνες οἱ καλούμενοι πρότερον Γραικοί.»
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το Γραικός αρχαιότερο του Έλλην. Ο FicK συσχέτιζε το Γραικοί με το όνομα Γραία ως όνομα της θεάς Δήμητρας. Ωστόσο και οι Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, κατοικούσαν εκεί που έγινε ο κατακλυσμός επί Δευκαλίωνα, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος ταυτίζει τον Γραικό και τον Έλληνα.
Δεν θ’ αναφερθούμε περισσότερο εδώ στα προβλήματα και τις πολλές διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τους Γραικούς και τη σχέση τους με τους Έλληνες γιατί ξεφεύγει από τους σκοπούς μας. Η εργασία αυτή αναζητά και συγκεντρώνει τους μύθους που κυκλοφορούσαν στην περιοχή Αλμυρού, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας γενικά, χωρίς απορριπτικές προτάσεις. Ψάχνει για τη «μυθική αλήθεια», αφού, μόλο που υπάρχει κάποια ιστορική «αλήθεια» στον πυρήνα κάποιων μύθων, η αντιφατικότητά τους δεν προσφέρεται για πλήρη αποκρυπτογράφηση ούτε για επιλεκτική απόρριψη. Καταγράφει λοιπόν η εργασία αυτή τα μυθολογικά ακούσματα, – αν ήταν ψέματα ή αλήθεια στην πραγματικότητα μάς είναι αδιάφορο αφού η επίδρασή τους σ’ εκείνους, επειδή ήταν παραδεκτά, ήταν στον ίδιο βαθμό αποτελεσματική – με τα οποία μεγάλωναν οι άνθρωποί της. Μας αρκεί αυτό, προκειμένου να ενισχύσουμε τις θέσεις μας για την σπουδαιότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Έχει ωστόσο για το θέμα μας μεγάλη σημασία η επισήμανση ότι τόσο ο Έλληνας όσο και ο Γραικός, πρόγονοι και επώνυμοι ήρωες των Ελλήνων και των Γραικών, έχουν τον ίδιο πατέρα, τον Δευκαλίωνα, ο οποίος μετά τον κατακλυσμό εγκαταστάθηκε και έζησε στην περιοχή της Όθρης.
Για το ζήτημα της ονομασίας των Ελλήνων (Γραικοί – Έλληνες) μπορεί ο ενδιαφερόμενος να βρει περισσότερες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες στις εργασίες Αντ. Χατζή στην «Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών», 1935 – 1936, σελ. 128 κ. εξ. και Παν. Χρήστου «Αι περιπέτειαι των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων», Θεσσαλονίκη 1960, κυρίως σελ. 13 κ. εξ.
Μια άλλη κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ήταν η Θυία. Από τη Θυία γεννήθηκαν δύο επώνυμοι ήρωες ελληνικών φύλων, ο Μάγνητας, επώνυμος ήρωας των Μαγνήτων και ο Μακεδόνας, ήρωας των Μακεδόνων:
«Ἡ δ’ (ενν. Θυία) ὑποκυσαμένη Διί γείνατο τερπικεραύνῳ
υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα θ’ ἱππιοχάρμην,
οἳ περί Πιερίην καὶ Ὄλυμπον δώματ’ ἔναιον» (Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, ιοᾳι 5 (25), ό. π. σ. 132).
Δηλαδή: «Αυτή λοιπόν (δηλ. η Θυία), αφού έμεινε έγκυος από τον Δία, που χαίρεται τους κεραυνούς του, γέννησε δυο γιους, τον Μάγνητα και τον έφιππο μαχόμενο Μακεδόνα, οι οποίοι κατοικούσαν σε μέγαρα στην Πιερία και στον Όλυμπο.»
Σύμφωνα με τον Παυσανία η Θυία ήταν επίσης και μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα και ιδρυτή των Δελφών. Στους Δελφούς εξάλλου υπήρχε και μία θέση που ονομαζόταν Θυία: «ἐξ ἧς καὶ ὁ χῶρος οὗτος τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει», όπως μας λέει ο Ηρόδοτος. (7, 178).
Υπάρχει ωστόσο και άλλη μυθολογική εκδοχή που υποστηρίζει ότι μητέρα τού Δελφού δεν ήταν η Θυία, αλλά μία άλλη κόρη, πάλι όμως κόρη τού Δευκαλίωνα, η Μελανθώ. Ο Ποσειδώνας, έχοντας μορφή δελφινιού, ενώθηκε με την Μελανθώ και έτσι γεννήθηκε ο Δελφός (δελφίνι > Δελφός ), ο επώνυμος ήρωας των Δελφών.
Ο Δελφός λοιπόν, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μυθολογικές απόψεις – είτε η μία άποψη είναι σωστή είτε η άλλη – καταγόταν οπωσδήποτε από τον Δευκαλίωνα. Αυτή είναι και η εξήγηση που δινόταν στην απαίτηση που υπήρχε οι ιερείς των Δελφών, οι λεγόμενοι «ὅσιοι», να έλκουν την καταγωγή τους από τον Δευκαλίωνα.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Όμηρο, στην Αχαΐα Φθιώτιδα βρισκόταν η πόλη ή – σύμφωνα με μερικούς – η χώρα που λεγόταν Ελλάδα και της οποίας οι κάτοικοι ονομάζονταν Έλληνες, πρώτοι αυτοί, πριν όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας μας πάρουν αυτό το όνομα. Έτσι στην Ιλιάδα του Ομήρου (Β 681-685) διαβάζουμε:
« Νῦν αὖ τούς ὅσσοι τό Πελσγικόν Ἄργος ἔναιον,
οἳ τ’ Ἄλον οἳ τ’ Ἀλόπην οἳ τε Τρηχῆν’ ἐνέμοντο,
οἳ τ εἶχον Φθίην ἠδ’ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
Μυρμιδόνες δέ καλεῦντο καί Ἕλληνες καί Ἀχαιοί,
τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχός Ἀχιλλεύς.»
Δηλαδή : «Και απ’ τ’ Άργος το Πελασγικό όσ’ ήρθαν και απ’ την Άλο
και απ΄ την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπη όσοι
κι όσοι απ΄ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν,
και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λέγονταν,
είχαν πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ο Πηλείδης» (Μετάφραση Ιακώβου Πολυλά.)

2. Η Αχαΐα Φθιώτιδα αφετηρία ελληνικών φύλων

                  Οι Αχαιοί της Αχαΐας Φθιώτιδας, ιδιαίτερα της Άλου, της πατρίδας του Φρίξου και της Έλλης, ήταν εκείνοι που πέρασαν πρώτοι τον Ελλήσποντο, όπως διαφαίνεται από το μύθο του Φρίξου και της Έλλης – πολύ πριν γίνει η Αργοναυτική Εκστρατεία και ο Τρωικός Πόλεμος – ανάπτυξαν υπερπόντιο εμπόριο και οι αποικίες τους έφθασαν ως τον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα και στην Κασπία. Από τους αποικισμούς των Αχαιών Φθιωτών στην Πελοπόννησο έγιναν κατόπιν οι αποικισμοί στην Κάτω Ιταλία, η οποία και ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα από την Ελλάδα του Αχιλλέα. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα έγιναν επίσης αποικισμοί σε νησιά των μικρασιατικών παραλίων και στο αιολικό τμήμα της Μικρασίας.
(Πληροφορίες σχετικές μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στην εργασία του Ιωάννη Ρ. Πανέρη «Οι Αλείς και οι άλλοι», Δήμος Αλμυρού, ΑΧΑΙΟΦΘΙΩΤΙΚΑ, Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Αλμυριώτικων Σπουδών, Αλμυρός 1993, σελ. 61 – 92.)
Μεταναστεύσεις Αχαιών Φθιωτών σε διάφορα μέρη του ελληνικού χώρου μαρτυρούνται από αρχαίους συγγραφείς και ιστορικούς όχι μόνο προς την Πελοπόννησο, αλλά και προς την Αιτωλία και προς τη Ρόδο και προς τα άλλα νησιά του νότιου Αιγαίου, όπως και προς την Ακαρνανία, όπου κατά τον Θουκυδίδη έχουμε ακόμη και πόλη της οποίας και μόνο το όνομα «Φθία» ίσως και να μπορεί να επιβεβαιώσει την αλήθεια της μετανάστευσης αυτής.
Αλλά και προς πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας μαρτυρούνται μεταναστεύσεις φύλων από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Θ’ αναφέρουμε μερικά ακόμα παραδείγματα, που ενισχύουν, με τις σχετικές τους μυθολογικές αναφορές, αυτήν μας την άποψη. Είναι μύθοι που αναφέρονται σε μεταναστεύσεις ηρώων από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας – τμήματα και οι δύο της ευρύτερης σημερινής περιοχής του Αλμυρού γύρω από την Όθρη – σε διάφορα μέρη τού ελληνικού χώρου.
Στο νησί Κως ακούγονταν πολλοί μύθοι που συνέδεαν το νησί αυτό με την Αχαΐα Φθιώτιδα. Η Μήστρα ή Μνήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τους μύθους του Τριόπα, το Δώτιο πεδίο, την Θεσσαλία γενικότερα και την Όθρη ειδικότερα, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω, σύμφωνα με μύθους της Κω, έζησε εκεί. Όπως αναφέρουν οι τοπικοί μύθοι της Κω, η Μνήστρα έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Ευρύπυλου. Είναι μάλιστα πολύ αξιοπρόσεχτο το ότι ακόμη και στη σημερινή εποχή στο νησί της Κω ακούγεται ένα παραμύθι που θυμίζει πολύ έντονα τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας για τον αχόρταγο Ερυσίχθονα.
Το νησί Κως πήρε το όνομά του, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τη νύμφη Κω, την κόρη του θεσσαλού, ως προς την καταγωγή του, Μέροπα. Αλλά και το προηγούμενο όνομα του νησιού είχε θεσσαλική καταγωγή. Από τον Μέροπα, τον γιο του θεσσαλού Τριόπα, η Κως, πριν ονομαστεί έτσι λεγόταν Μερόπη. Αυτός ο Μέροπας, σύμφωνα με μία παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα, του πατέρα του Ερυσίχθονα. Με άλλα λόγια ο Μέροπας ο πρώτος οικιστής της Κω και ο Ερυσίχθονας της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν αδέλφια. Γιος του Μέροπα της Κω, εξάλλου, φέρεται και κάποιος Εύμηλος, όνομα που θυμίζει έντονα και παραπέμπει στον ομώνυμό του ήρωα των Φερών. Κόρη του Μέροπα, σύμφωνα με μία παράδοση που ακουγόταν επίσης στην Κω, ήταν η Ηπιόνη που φέρεται ότι ήταν μητέρα του Μαχάονα και σύζυγος του θεσσαλού θεού και ήρωα Ασκληπιού.
Σύμφωνα με μία εκδοχή γυναίκα του Μέροπα ήταν η Κλυμένη (Ευριπίδη, Fragmenta 771). Το όνομα Κλυμένη θυμίζει την ομώνυμη μητέρα του Δευκαλίωνα. Το ίδιο όνομα είχε και η μητέρα του Φαέθωνα, αφού ήταν γιος του Ήλιου και της Κλυμένης και αυτός. Αν μάλιστα θυμηθούμε ότι, κατά μία άποψη (K. Kerenyi, Η Μυθολογία των Ελλήνων, έκδοση Βιβλιοπωλείου Εστίας, σελ. 186), το όνομα Μέροπας πιθανό να σήμαινε τον ίδιο τον Ήλιο, οι αναμνήσεις των ονομάτων αυτών της Κλυμένης και οι συσχετίσεις και αναγωγές που κάνουμε δεν είναι αδικαιολόγητες.
Σε μία διήγηση που ακουγόταν στην Κω αναφέρεται ότι όλοι οι άνθρωποι ονομάζονταν Μέροπες, δηλαδή παιδιά του Μέροπα, δηλαδή του Ήλιου:
«Κώς δ” ερατή Μερόπων πρέσβυν εγηροτρόφει» (= Κι η Κως, των Μερόπων η αγάπη, πρεσβύτην τον γηροκόμησε.) (Παλατινή Ανθολογία, Μελέαγρος VII 419. Μετάφραση Ανδρέα Λεντάκη. ΄Εκδοση Κέδρος 1972.
Το όνομα Κλυμένη ήταν ακόμη ένα από τα ονόματα της Περσεφόνης, ως θεάς των νεκρών. Έλεγαν μάλιστα, δικαιολογώντας αυτήν την ταυτωνυμία της Κλυμένης και της Περσεφόνης, ότι όπως η Περσεφόνη έτσι και η Κλυμένη, η γυναίκα του Μέροπα, βυθίστηκε πρόωρα στο βασίλειο των νεκρών, όπως ἀναφέρεται στο Υγίνος, Astronomica 2. 16.
Αλλά και στο νησί της Λέσβου εντοπίζονται μύθοι που φαίνεται να συνδέουν το νησί με την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Λέσβου, σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών της ιστορίας, ήταν Πελασγοί. Ήρθαν στο νησί αυτό από τη Θεσσαλία και ιδιαίτερα μάλιστα από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Μετοίκησαν στο νησί, όπως λένε οι σχετικοί μύθοι, με αρχηγό τον Ξάνθο, που κι αυτός επίσης ήταν γιος του Τριόπα, του βασιλιά της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ήταν δηλαδή ο Ξάνθος αδερφός του Μέροπα, του οικιστή της Κω. Οικιστές, δηλαδή, της Λέσβου και της Κω ήταν δύο αδέλφια,
ο Μέροπας και ο Ξάνθος, που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Ο Ξάνθος ήταν αυτός που ονόμασε αρχικά τη Λέσβο Πελασγία. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι, σύμφωνα με τους μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ο Τριόπας ήταν εκείνος που έδιωξε από τη Θεσσαλία τους Πελασγούς, εύκολα καταλήγουμε, αν στηριχθούμε σε όσα μας λένε οι μύθοι, στην άποψη ότι η Λέσβος αρχικά κατοικήθηκε από πελασγικό φύλο που ξεκίνησε, ίσως κυνηγημένο, όπως λένε οι μύθοι για τον Τριόπα, από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και το όνομα του νησιού, Λέσβος, οφείλεται, σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, στον Λέσβο, τον γαμπρό του Μακαρέα στην κόρη του Μήθυμνα.
Αργότερα, εφτά γενιές μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Λέσβο ο Μακαρέας. Ο Μακαρέας θεωρείται και αυτός οικιστής της Λέσβου, σύμφωνα με τον Αθήναιος 111, 105, για τον οποίο κάποιοι μύθοι λένε ότι προηγήθηκε του Ξάνθου.
Από τον Μακαρέα το νησί Λέσβος ονομάστηκε «Μακαρία» άναφέρεται στον ομηρικό Ύμνος στο Απόλλωνα ή «Μακάρων νῆσος» ή «Μάκαρος ἕδος», όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, Ω, 544.
Σ’ αποσπάσματα του Ησιόδου βλέπουμε επίσης ότι μετά τον κατακλυσμό, που έγινε τον καιρό του Δευκαλίωνα, ο Μακαρέας ήρθε στη Λέσβο και, όταν είδε την ομορφιά του νησιού, κατοίκησε σ’ αυτό: «Μετὰ δὲ ταῦτα (δηλαδή μετά τον κατακλυσμό κατά την εποχή του Δευκαλίωνα) Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν (τήν Λέσβον) ἀφικόμενος καί τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν».(Hesiodi Carmina, Αποσπάσματα, Κατάλογος Ηοίαι 75 (99) Diodorus V 81, έκδ. Lipsiae MCMII, (1902), σελ. 150)
Το γεγονός της αποίκισης της Λέσβου από τον Μακαρέα το μαρτυρεί και σε άλλα σημεία ο Διόδωρος Σικελιώτης:
«Ὕστερον δὲ γεννεαῖς ἑπτὰ γενομένου τῷ κατὰ Δευκαλίωνα κατακλυσμῷ, καὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἀπολομένων, συνέβη καὶ τὴν Λέσβον διὰ τὴν ἐπομβρίαν ἐρημωθῆναι. Μετὰ δὲ ταῦτα Μακαρεὺς εἰς αὐτὴν ἀφικόμενος, καὶ τὸ κάλλος τῆς χώρας κατανοήσας, κατῴκησεν αὐτήν». ( 5, 81, 3).
Η εποίκιση της Λέσβου, λοιπόν, σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα, η οποία είχε ερημωθεί από τους κατοίκους της «διά τήν ἐπομβρίαν», δηλαδή από την πολλή βροχή, με άλλα λόγια από τον κατακλυσμό επί της εποχής του Δευκαλίωνα, έγινε από ανθρώπους που ξεκίνησαν από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μία επιβεβαίωση της άποψής μας ότι οι πρώτες μυθολογικές καταθέσεις πολλών περιοχών, οι οποίες αναφέρονται στον τόπο της αρχικής καταγωγής των κατοίκων τους, μνημόνευαν ως τέτοιο την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αλλά και ο ίδιος ο Μακαρέας, ο οικιστής της Λέσβου, φέρεται να συνδέεται άμεσα με την Αχαΐα Φθιώτιδα και με μία ακόμα μυθολογική εκδοχή.
Ο Μακαρέας ήταν γιος, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, της ονομαστής νύμφης της Όθρης, μητέρας και προγόνου πλείστων ηρώων της Ελλάδας. Ένδειξη παράλληλη της μυθολογικής αυτής εκδοχής για την καταγωγή του Μακαρέα είναι το ότι ο Μακαρέας έφερε και το όνομα «Αἰολίων», που σημαίνει γιος του Αίολου. Ο Μακαρέας μάλιστα, ως «Αἰολίων», μνημονεύεται στον μύθο ακριβώς εκείνο που τον θέλει βασιλιά και πρώτο οικιστή της Λέσβου, όπως μας βεβαιώνει ο Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα, 37.
Η επιθυμία αυτή των κατοίκων της Λέσβου να θέλουν να δώσουν με τους μύθους τους στον πρώτο τους οικιστή ως προγόνους του τον γιο του Δευκαλίωνα, τον Έλληνα, και την ξακουστή νύμφη της Όθρης, την Οθρηίδα, δείχνει ασφαλώς την πίστη τους ότι η πρώτη αρχή της ζωής μετά την καταστροφή του κόσμου, που έγινε με τον κατακλυσμό, ξεκίνησε από την Όθρη της Αχαΐας Φθιώτιδας και ότι αρχικοί πρόγονοι όλων των Ελλήνων ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα.
Ο Μακαρέας, ο εγγονός της Οθρηίδας και οικιστής της Λέσβου, απόκτησε δέκα παιδιά. Τα τέσσερα ήταν αγόρια: ο Κυδρόλαος, ο Νέανδρος, ο Λεύκιππος και ο Έρεσος. Τα τέσσερα αγόρια του Μακαρέα, σύμφωνα με υπάρχουσες τοπικές μυθολογικές εκδοχές της Λέσβου, ίδρυσαν αποικίες στη Χίο, στη Σάμο, στην Κω και στη Ρόδο. Τα υπόλοιπα έξι παιδιά του ήταν κορίτσια. Ήταν η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, η Αρίσβη, η Ίσσα και η Αγαμήδη (η οποία ονομαζόταν και Πύρρα). Οι έξι κόρες του Μακαρέα έδωσαν τα ονόματά τους στις ομώνυμές τους πόλεις της Λέσβου.
Η Μήθυμνα μάλιστα, επώνυμη νύμφη και ηρωίδα της ομώνυμης πόλης της Λέσβου, φέρεται, σε μερικούς μύθους, ως σύζυγος όχι του Λέσβου, του επώνυμου ήρωα του νησιού, αλλά κάποιου άλλου ήρωα που καταγόταν από τη Λέσβο. Ο σύζυγος αυτός της Μήθυμνας ονομαζόταν Θεσσαλός. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη μια ένδειξη ότι οι μύθοι για την καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου οδηγούσαν στη Θεσσαλία.
Ενδεικτικό της θεσσαλικής καταγωγής του Μακαρέα μπορεί να θεωρηθεί και το ότι ο Οβίδιος ταυτίζει τον Μακαρέα με τον Κένταυρο Χείρωνα. Το γεγονός αναφέρεται στις Μεταμορφώσεις 6, στίχ. 122 -125. (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, τεύχος 18, Βόλος (Χειμώνας 1997), Κική Λαλαγιάννη, Ο αρχαίος ελληνικός μύθος στον Κένταυρο του. . . ., σ. 12). ή με τον Κένταυρο Νέσσο.( Μεταμορφώσεις 7, στίχ. 452 – 455. (Βλ. Περιοδικό Έλευσις, ό. π. ).
Ένα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβεβαιώνει, ως επιστημονικό πια τεκμήριο, την ιστορική αλήθεια των μύθων για τη θεσσαλική καταγωγή των πρώτων κατοίκων της Λέσβου, είναι ότι στις ευρισκόμενες στο νησί επιγραφές, κατά τις ανασκαφές των αρχαιολόγων, συναντώνται οι ονομασίες των πόλεων άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνα, Αρίσβα και άλλοτε με τους τύπους Μυτιλήνη, Αρίσβη. Οι γραφές όμως Μυτιλήνα και Αρίσβα είναι αιολικές, δηλαδή θεσσαλικές γραφές και μάλιστα θεωρούνται από τους ειδικούς αρχαιότερες των αντίστοιχων αττικών γραφών Μυτιλήνη και Αρίσβη που επίσης ανευρίσκονται εκεί.
Η τελευταία κόρη του Μακαρέα, με το δεύτερο όνομά της Πύρρα, θυμίζει επίσης την Αχαΐα Φθιώτιδα και ασφαλώς μπορεί να θεωρηθεί μία ακόμη ένδειξη των αναμνήσεων για την αρχική καταγωγή των κατοίκων της Λέσβου από την περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απηχεί, δίχως άλλο, τον αποικισμό των νησιών του Αιγαίου από Αχαιούς Φθιώτες και αναμνήσεις από την ονομαστή τους προγιαγιά, την Πύρρα, τη γυναίκα του Δευκαλίωνα.
Ο Αίκλος, ένας ονομαστός ήρωας της μυθολογίας των Ιώνων, ήταν και αυτός, σύμφωνα μ’ ένα μύθο, γιος του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Μαζί με το φίλο του Κόθο και με όσους Ίωνες τους ακολουθούσαν – λέει ένας άλλος μύθος – ήθελαν να μεταναστεύσουν από την Αχαΐα Φθιώτιδα στην Εύβοια. Το μαντείο, στο οποίο πήγαν να πάρουν οδηγίες, όπως έκαναν όλοι οι άποικοι, πριν ξεκινήσουν τη μεγάλη τους περιπέτεια, τους έδωσε χρησμό ότι, για να πετύχουν το σκοπό τους, πρέπει να καταφέρουν ν’ αγοράσουν έστω και ένα, το πιο μικρό, κομμάτι γης της Εύβοιας.
Ο Αίκλος και ο Κόθος, παριστάνοντας τους εμπόρους παιχνιδιών, πήγαν στην Εύβοια. Εκεί συνάντησαν μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν με πέτρες και χώματα. Οι δύο ήρωες προσφέροντας στα παιδιά παιχνίδια, απ’ αυτά που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, ζήτησαν να πληρωθούν με πέτρες και χώμα. Τα παιδιά δέχτηκαν πολύ ευχαρίστως τη συναλλαγή αυτή κι έτσι ο Αίκλος κι ο Κόθος, «αγόρασαν» ένα μικρό κομμάτι από «γη» της Εύβοιας και, σύμφωνα με το χρησμό, μπόρεσαν και κυρίευσαν ολόκληρη την Εύβοια. Εγκατέστησαν εκεί τους Ίωνες που τους ακολουθούσαν διώχνοντας τους Αιολείς που ζούσαν μέχρι τότε. Με το μύθο αυτόν εξηγούσαν την εγκατάσταση των Ιώνων στην Εύβοια.
Ένας παρόμοιος μύθος λέγεται και για την εγκατάσταση των Αινιάνων στη χώρα των Ιναχιέων. Το Μαντείο των Δελφών είχε ορίσει ότι αν οι Ιναχιείς δώσουν στους Αινιάνες, με τη θέλησή τους λίγη γη, τότε οι Αινιάνες θα πάρουν ολόκληρη τη χώρα. Ο Αινιάνας Τέμονας, παριστάνοντας τον ζητιάνο, πήγε στη χώρα των Ιναχιέων. Εκεί κάποιος, για να τον κοροϊδέψει, αντί για ψωμί του πέταξε ένα σβώλο χώματος. Έτσι οι Αινιάνες παίροντας δωρεάν λίγη γη έγιναν κάτοχοι όλης της χώρας.                                   Περισσότερες πληροφορίες και βιβλιογραφία βρίσκονται στα «Φθιωτικά Χρονικά, τόμος 16ος (1995), Λαμία, Κωνσταντία Καλέντζου – Τερλιέμη, Η λειτουργιά στις πηγές του Ίναχου, σελ. 23 -37.
Ο Μάλος, ένας άλλος ήρωας της μυθολογίας και επώνυμος ήρωας των Μαλιέων, ήταν γιος του Αμφικτύωνα, γιου, κατά την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, του σωσμένου από τον κατακλυσμό και πρώτου βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα. Και οι Μαλιείς λοιπόν είχαν μύθους για την αρχική καταγωγή τους που οδηγούσαν στην περιοχή της Όθρης, στην περιοχή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας.
Η Μελανθώ ήταν μία κόρη του Δευκαλίωνα. Έτσι έλεγαν κάποιοι μύθοι. Από τον μεγάλο θεό Ποσειδώνα, που την ερωτεύθηκε, η Μελανθώ έγινε μητέρα του Δελφού, του επώνυμου ήρωα των Δελφών, όπως είδαμε και πιο πάνω. Άλλοι ωστόσο μύθοι έλεγαν ότι η Μελανθώ δεν ήταν μητέρα αλλά γιαγιά του Δελφού.
Ό,τι πάντως και να ήταν η Μελανθώ για τον Δελφό, ένα είναι το βέβαιο συμπέρασμα: και οι κάτοικοι των Δελφών στους μύθους τους ήθελαν να μνημονεύουν ότι οι πρώτες τους ρίζες βρίσκονταν εκεί που ήταν και όλων των άλλων Ελλήνων, στην Αχαΐα Φθιώτιδα και τη Φθία. Εξάλλου και οι ιερείς του Μαντείου τους κατάγονταν από τον Δευκαλίωνα.
Η Μελανίππη, μια άλλη κόρη του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, και της Ιππώς ή Ίππης, ήταν, σύμφωνα μα άλλο μύθο, κόρη του Κένταυρου Χείρωνα. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή η Μελανίππη, έγινε από τον Ποσειδώνα μητέρα του Αίολου και του Βοιωτού, επώνυμων ηρώων των Αιολών και των Βοιωτών.
Ο Κένταυρος Χείρωνας ήταν, όπως πιστεύεται από τους ειδικούς ερευνητές, τοπική προολυμπιακή θεϊκή υπόσταση της ίδιας περιοχής, του οποίου η λατρεία, όπως και πολλών άλλων προολυμπιακών θεοτήτων, υποκύπτοντας στην ακτινοβολία της ολυμπιακής θεϊκής δυναστείας, δεν απόκτησε ποτέ της πανελλήνια κυριαρχία. Υποτάχθηκε και χάθηκε, όπως τόσες άλλες τοπικές θεϊκές υποστάσεις, κάτω από την πανελλήνια λαμπρότητα των θεών του Ολύμπου.
Η Άμφισσα ήταν μία κόρη του Μακαρέα ή Μάκαρα και εγγονή του Αίολου. Είναι εκείνη που έδωσε το όνομά της στην Άμφισσα των Οζολών ή Εσπερίων Λοκρών. Η Άμφισσα ήταν ερωμένη του θεού Απόλλωνα. Στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της πόλης της Άμφισσας έδειχναν στην πόλη τους τον τάφο της κόρης του Μακαρέα Άμφισσας. Και οι κάτοικοι της Άμφισσας λοιπόν ισχυρίζονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι η καταγωγή τους είχε τις ρίζες της στην Αχαΐα Φθιώτιδα όπου ζούσε ο παππούς της επώνυμης ηρωίδας τους, ο Αίολος, ο μεγάλος πρωτογιός της Οθρηίδας.
Η Πέργαμος της Μικράς Ασίας οφείλει το όνομά της στον Πέργαμο, το γιο του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, του μεγάλου ήρωα της Αχαΐας Φθιώτιδας στον Τρωικό Πόλεμο. Καμάρωναν λοιπόν και οι κάτοικοι της Περγάμου ότι και αυτοί δεν υστερούσαν από τους άλλους. Από την Αχαΐα Φθιώτιδα καταγόταν ο πρώτος οικιστής της πόλης τους, που ήταν και εγγονός του ξακουστού Αχιλλέα.
Ο Αγήνορας, ο βασιλιάς του Άργους, ήταν ένας από τους γιους του Τριόπα, που βασίλευε στο Δώτιο πεδίο της Θεσσαλίας. Θεωρούνταν αδερφός του Ίασου. Σύμφωνα μ’ άλλες πηγές ο Αγήνορας ήταν αδερφός του Πελασγού. Καταγόταν λοιπόν και αυτός, όποια μυθολογική εκδοχή και αν δεχθούμε, από τούτα τα μέρη,
Όταν ο Δίας έκλεψε την Ευρώπη και την έφερε στην Κρήτη, την πάντρεψε με τον βασιλιά της Κρήτης, τον Αστέριο. Αυτός ο βασιλιάς της Κρήτης Αστέριος καταγόταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, από τον Δευκαλίωνα: Ο Δευκαλίωνας γέννησε τον Έλληνα, ο Έλληνας γέννησε τον Δώρο, ο Δώρος γέννησε τον Τέκταμο και ο Τέκταμος, που ήρθε στην Κρήτη φεύγοντας από την Αχαΐα Φθιώτιδα και έχοντας γυναίκα την κόρη του Κρηθέα, γέννησε τον Αστέριο, τον άντρα της Ευρώπης.

Σύμφωνα μ’ ένα μύθο, ο Τέκταμος, ο εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας, επικεφαλής Δωριέων, Αχαιών και Πελασγών, έφυγε από την Αχαΐα Φθιώτιδα και ήρθε στην Κρήτη, την οποία εποίκισε και έγινε βασιλιάς της.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή ο Αίολος, ο γιος του Έλληνα, του γιου του Δευκαλίωνα, ήταν πατέρας και της Άρνης, της επώνυμης νύμφης και ηρωίδας της θεσσαλικής πόλης Άρνης.
Ο Μάγνητας, όπως θ’ αναφερθεί σ’ επόμενες σελίδες, ήταν ένας άλλος τοπικός ήρωας, επώνυμος των Μαγνήτων. Αυτός έγινε, από κάποια Ναϊάδα, πατέρας δυο αγοριών, του Πολυδέκτη και του Δίκτη. Ο Πολυδέκτης και ο Δίκτης, σύμφωνα με κάποιους από τους μύθους που συνδέονται μαζί τους, έφυγαν από τη Θεσσαλία και «Σέριφον ώκισαν».
Και οι κάτοικοι λοιπόν του νησιού Σέριφος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι Έλληνες, δεν ήθελαν να έχουν κατώτερη καταγωγή και έτσι οι μύθοι τους έλεγαν ότι οι πρώτες τους ρίζες έφταναν στην Αχαΐα Φθιώτιδα. Αλλά τα παραμύθια τους αυτά φαίνεται να είναι αληθινά και να έχουν ιστορική βάση. Πραγματικά οι ιστορικοί ερευνητές και τ’ ανασκαφικά δεδομένα των αρχαιολόγων, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια του μύθου, υποστηρίζουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου ήταν και αυτοί Αιολείς που ήρθαν από τη Θεσσαλία.
Ο Έλλοπας, που ήταν γιος του Ίωνα, του γιου του Αίολου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα, έγινε ο επώνυμος ήρωας της Ελλοπίας, μιας έκτασης στην περιοχή της Ιστιαιώτιδας, της Εύβοιας. Οι κάτοικοι της Ελλοπίας – για την ακριβή θέση και τα όρια κυριαρχίας της οποίας δεν υπάρχει βεβαιότητα – λέγονταν Ελλοπιείς και θεωρούνταν λαός θεσσαλικής καταγωγής. Σύμφωνα μάλιστα με τον Στράβωνα ολόκληρη η Εύβοια ονομαζόταν Ελλοπία. Έτσι άλλος ένας ελληνικός λαός, οι Ελλοπιείς, θυμούνταν και περιφανεύονταν, μέσα από τους μύθους τους, ότι και αυτοί από την Αχαΐα Φθιώτιδα είχαν ξεκινήσει για να έρθουν στην τωρινή τους πατρίδα. Πρώτοι τους μεγάλοι και ξακουστοί πρόγονοι ήταν ο γιος του Δευκαλίωνα, ο ξακουστός Έλληνας και η νύμφη Οθρηίδα.
Ο γιος του Απόλλωνα και της Φθίας, της επώνυμης νύμφης της ομώνυμης χώρας αλλά και πόλης τούτης της περιοχής, ο Λαόδοκος, έγινε βασιλιάς στη χώρα των Κουρήτων στη σημερινή Αιτωλία. Ο Λαόδοκος, κατά μία εκδοχή, θεωρούνταν αδερφός του Δώρου και του Πολυποίτη.
Οι τρεις αδερφοί, Λαόδοκος, Δώρος και Πολυποίτης, βασίλεψαν στην περιοχή της «Αιτωλίας», η οποία ονομάστηκε «Κουρήτιδα» από τους τρεις αυτούς γιους, τους τρεις «κούρους», του Απόλλωνα και της Φθίας. Ο Αιτωλός πέρασε αργότερα από εκεί, σκότωσε τους τρεις «κούρους», Λαόδοκο, Δώρο και Πολυποίτη, έγινε αυτός βασιλιάς της χώρας και από τότε η Κουρήτιδα μετονομάστηκε σε Αιτωλία. Τόσο λοιπόν το αρχαιότερο όνομα της περιοχής, «Κουρήτιδα», όσο και το κατοπινό, «Αιτωλία», οφείλονται σε αποίκους που πήγαν εκεί από την Αχαΐα Φθιώτιδα.
Ακόμη και ο Θησέας, κατά μία εκδοχή, είχε θεσσαλική καταγωγή, αφού θεωρείται θεσσαλός Λαπίθης ήρωας που μεταφέρθηκε στην Αττική.
Ο Κόδρος, ο βασιλιάς των Αθηνών, είχε έρθει στην Αθήνα από την Πύλο. Η καταγωγή του όμως αναγόταν στον Νηλέα, ο οποίος καταγόταν και αυτός από το βασιλιά της Φθίας Δευκαλίωνα.
Ο Κλύμενος, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο της Βοιωτίας τον Ορχομενό, το γιο του Μινύα – επειδή ο Ορχομενός δεν άφησε διάδοχο – ήταν εγγονός του Φρίξου, του γιου του Αθάμαντα, του βασιλιά της Άλου. Ο Αθάμαντας ήταν και αυτός γιος του Αίολου και εγγονός του Έλληνα και της Οθρηίδας
Ο Περιήρης, που ήταν βασιλιάς στην Ανδανία, ήταν γιος του Αίολου, του γιου του Ξούθου, του γιου της Οθρηίδας και του Έλληνα. Η κόρη του Περσέα Γοργοφόνη, έγινε γυναίκα του Περιήρη και του χάρισε δυο γιους, τον Λεύκιππο και τον Αφαρέα, που έγιναν βασιλιάδες στην Μεσσηνία. Έτσι και οι Μεσσήνιοι μπορούσαν να περηφανεύονται ότι δεν υστερούσαν στην καταγωγή τους, αφού και αυτοί είχαν προπάππο και προγιαγιά, τον Έλληνα και την Οθρηίδα.
Ο Αιακός, ο βασιλιάς της Αίγινας και αρχηγός των Μυρμιδόνων, κατά μία, την επικρατέστερη, άποψη, ήταν γιος της νύμφης Αίγινας. Η Αίγινα αυτή ήταν κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο Ασωπός ήταν γιος της Πηρώς, η οποία ήταν κόρη του Νηλέα. Ο Νηλέας καταγόταν από τα μέρη της Αχαΐας Φθιώτιδας, αφού ήταν και αυτός εγγονός του Έλληνα και της νύμφης της Όθρης Οθρηίδας.
Οι Μυρμιδόνες επομένως, οι οποίοι φέρονται, σύμφωνα με τον πιο παραδεκτό και γνωστό στους πολλούς μύθο, ότι ήλθαν στην Αχαΐα Φθιώτιδα από την Αίγινα με αρχηγό τους τον γιο του Αιακού Πηλέα, είχαν τις μακρινές ρίζες της καταγωγής τους σε τούτα τα μέρη. Δεν ήρθαν οι Μυρμιδόνες από την Αίγινα στην Αχαΐα Φθιώτιδα αλλά απλά από την Αίγινα, επανήλθαν στην πρώτη τους κοιτίδα.
Ο Φεραίμονας, γιος του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας, καταγόταν από τούτα τα μέρη. Ο Φεραίμονας λατρευόταν ως θεός στη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) και στη Μεσσηνία. Ακόμα λοιπόν και τους θεούς τους κάποιοι λαοί ήθελαν στους μύθους τους να έχουν την καταγωγή τους στην πρώτη τους κοιτίδα, την Αχαΐα Φθιώτιδα. Πώς αλλιώς άλλωστε θα μπορούσαν οι θεοί τους να θεωρούνταν πατροπαράδοτοι; Μήπως όταν ξεκινούσαν για να εποικίσουν κάποιο μακρινό μέρος δεν έπαιρναν μαζί τους πρώτα και κύρια τους πατρώους θεούς τους;
Η Πριήνη, πόλη της Ιωνίας της Μικράς Ασίας, ιδρύθηκε από τον Αίπυτο. Αυτός ήταν γιος του Νηλέα, του γιου του Αίολου, του γιου του Έλληνα και της Οθρηίδας. Έτσι και οι κάτοικοι της Πριήνης πίστευαν ότι μακρινοί τους πρόγονοι ήταν ο Έλληνας και η Οθρηίδα της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Ο Οφέλτας ήταν μυθικός βασιλιάς των Βοιωτών. Ο σχετικός μύθος αναφέρει ότι ο Οφέλτας μαζί με τον ιερέα Περιπόλτα οδήγησε το λαό του από τη θεσσαλική Αρναία, από όπου τον έδιωξαν οι Θεσσαλοί, στην Βοιωτία, όπου ίδρυσε την πόλη Άρνη, ομώνυμη της θεσσαλικής Άρνης.
Πολλές ακόμα είναι οι μετακινήσεις ελληνικών φύλων και φυλετικών ομάδων από την Αχαΐα Φθιώτιδα προς διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι μετακινήσεις αυτές έχουν περάσει στη μυθολογία άλλες φορές ως γάμοι ηγεμόνων και βασιλιάδων, άλλες φορές ως αποτέλεσμα διωγμών από τον τόπο τους και επιστροφής των ίδιων ή των απογόνων τους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, άλλες φορές ως εκστρατείες για απόδοση δικαιοσύνης ή για τιμωρία εχθρών και για διάφορους άλλους λόγους.
Από τις λίγες ωστόσο παραπάνω ενδεικτικές αναφορές διαφαίνεται η σημαντικότητα των μυθολογικών αναφορών της Αχαΐας Φθιώτιδας. Απόηχους από τους πρώτους αρχικούς μύθους της περιοχής αυτής θα πρέπει να μπορεί κάποιος να αφουγκρασθεί σ’ όλα τα μέρη του ελλαδικού κόσμου.
Αν δεν μπορούν ίσως να εντοπισθούν οι μύθοι αυτοί ατόφιοι δεν θα πρέπει να διστάζουμε, όταν βρίσκουμε στους όποιους μύθους τους κάποιες συσχετίσεις και αναγωγές στην Αχαΐα Φθιώτιδα, να τις επισημαίνουμε. Αυτή η επιβεβαιωμένη πλέον άποψη, περί της Αχαΐας Φθιώτιδας ως αρχικής κοιτίδας πολλών ελληνικών φύλων, μας οδηγεί στη σκέψη ότι όταν εντοπίζουμε μυθολογικές αναφορές που οδηγούν σε μύθους της Αχαΐας Φθιώτιδας, ακόμα και σ’ εκείνες τις περιοχές για τις οποίες δεν έχουμε κάποιες άλλες σχετικές ιστορικές επιβεβαιώσεις ή ενδείξεις, δεν θα πρέπει να διστάζουμε να σκεφτόμαστε μια πιθανή συσχέτισή τους με τούτη την περιοχή.
Όλα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι θα πρέπει και στις περιοχές αυτές να υπήρχαν επιβεβαιωτικοί μύθοι και να έχουν ξεχασθεί. Φαίνεται, ότι, αρχικά τουλάχιστον, θα πρέπει να ήταν κοινή πίστη όλων των Ελλήνων ότι η πρώτη τους καταγωγή ήταν κάπου στην Αχαΐα Φθιώτιδα και στη Θεσσαλία. Όταν, αργότερα, άρχισε ν’ αναπτύσσεται μεταξύ των διαφόρων διασκορπισμένων ελληνικών φύλων το αίσθημα της κοινής τους εθνικής καταγωγής, δεν θα πρέπει να υπήρχε φυλετική ομάδα στην Ελλάδα που να μην ήθελε να καταγόταν από τον Έλληνα και να μην είχε τέτοιους σχετικούς απόγονους του επώνυμου ήρωα των Ελλήνων, του Έλληνα και της γυναίκας του Οθρηίδας.