Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δωδέκατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

δ΄.  Οἱ μεγάλες δυσκολίες στὴ λύση τοῦ προβλήματος

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει  ἄλυτο. Μία παράμετρος τῆς δυσκολίας τοῦ προβλήματος καὶ τῆς παράτασης τῆς λύσης του  ἦταν ὅτι κανένας δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ προσδιορίσει μὲ ἀκρίβεια ποιὰ ἦταν αὐτὰ τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πόσα ἦταν καὶ ποῦ βρίσκονταν αὐτά. Οἱ σχετικὲς προσπάθειες γιὰ τὸν ἀκριβῆ προσδιορισμό τους ἀπέβαιναν ἄκαρπες.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω ἔγγραφο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀδὰμ Δούκας, νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν καταγραφὴ τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων τῆς Ξενιᾶς στὴν περιοχὴ τῆς Φθιώτιδας, παρουσιάζει τὴ δυσκολία ποὺ ἀντιμετώπιζε.

Δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνθρώπους ν’ ἀναλάβουν νὰ φέρουν εἰς πέρας τὴν ἐργασία  τῆς καταγραφῆς τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων τῆς Ξενιᾶς στὴ Φθιώτιδα, ἄν καὶ εἶχε κάνει «ἀπείρους ἐξετάσεις καὶ προϋπολογισμοὺς. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα γιατὶ ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ἁπλώνονταν τὰ κτήματα τῆς Ξενιᾶς εἶχε «30 ὥρας περίπου μέγιστον μῆκος».

 

Εἶχε φτάσει ὁ Ἰούνιος τοῦ 1836 καὶ κανένας δὲν ἦταν ἀκόμα σὲ θέση νὰ γνωρίζει πόση ἦταν αὐτὴ ἡ περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ βρισκόταν ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας.

Τὸ ὑπ’ ἀριθ.  38 ἔγγραφο τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ποὺ περιέχει τὴν ἀναφορὰ τοῦ νομάρχη Ἀδὰμ Δούκα, ἀναφέρει σχετικά:

«ἐπὶ προσκυνῶ

Ἀναφέρομαι ἐπισήμως εἰς τὴν Γραμματείαν καὶ περὶ τῆς ἀναγκαίας χρηματικῆς ἐπιχορηγήσεως   διὰ τὴν καταγραφὴν τῶν κτημάτων τῶν διαλυθέντων  Μονῶν τῆς Φθιώτιδος, ἀλλ’ εὑρίσκω δέον νὰ σᾶς γράψω καὶ ἰδιαιτέρως.

Μὲ ὅσους κόπους καὶ ἄν κατέβαλον καὶ μ’ ὅλας τὰς δυνατὰς προσπαθείας δὲν ἠμπόρεσα νὰ εὕρω ἀνθρώπους διὰ νὰ ἐπιφορτισθοῦν τὴν καταγραφὴν καὶ ἐκτίμησιν. Ἡ ἀποποίησις δὲν προέρχεται ἁπὸ δυστροπίαν, τὰ κτήματα ἀρκετὰ καὶ εἰς πολλὰ μέρη, 30 ὥρας περίπου μέγιστον μῆκος[1] ἔχει ἡ Φθιῶτις καὶ εἰς ὅλο  αὐτὸ τὸ διάστημα εὑρίσκονται Μοναστηριακά.  Ἐκ τούτου χρειάζεται καὶ κόπος μέγας καὶ χρόνος πολύς, καὶ οὐδεὶς ἀποφασίζει νὰ δουλεύῃ μὲ ζημίαν του.

Ἔκαμα ἀπείρους ἐξετάσεις καὶ προϋπολογισμοὺς ἀλλ’ ἐπείσθην ὅτι ἀπαιτοῦνται  ἀφεύκτως περισσότεραι τῶν 1.000 δραχμῶν. Ὅθεν, ἄν ἐπιθυμῆτε νὰ λάβουν τέλος καὶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν αὐτὴν τὰ Μοναστηριακά, πρέπει νὰ  συγκατανεύσητε εἰς τὴν πρὸτασίν μου, ἄλλως δὲν κατορθοῦται τίποτε καὶ ἡ κατάστασίς του ὁσημέραι χειροτερεύει.

Πρὸς τούτοις πρὸ ἡμερῶν ἀνέφερα εἰς τὴν Β. Γραμματείαν περὶ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς μὲ ἐσώκλειστον ἀναφορὰν  τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ἀπὸ τὴν ὁποίαν παρατηρήσατε τὴν αἴτησίν των.  Ἄν μὲ εἰπῇς συγχωρημένον νὰ γνωμοδοτήσω θεωρῶ τὴν πρότασὶν των καθ’ ἕνα τρόπον δικαίαν καὶ ὠφέλιμον εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον καὶ ἰδού:

Ἀφ’ ὅσων παρατηρῶ εἰς τὰ πρακτικὰ τῆς δημοπρασίας, ἡ πρόσοδος τὴν ὁποίαν ἀποφέρουσι τὰ κτήματα τῆς Ξενιᾶς δὲν ὑπερβαίνει τὰς 500 δραχμὰς εἰς ἀμφοτέρους τοὺς φόρους, τὸν ἔγγειον καὶ τῆς ἐπικαρπίας. Ἐξ ἐναντίας ἄν δοθοῦν εἰς τὴν διαχείρησιν αὐτῶν ἠμπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω θὰ δώσουν 1.000 δραχμὰς εἰς τὸ Δημόσιον καὶ 1.000 εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον. Τὸ πρᾶγμα δὲν θέλει πολλὴν ἐξήγησιν.

Οἱ χωρικοὶ ὅσοι καλλιεργοῦν τὰ μοναστηριακὰ ἐκλέγουσι πάντοτε τὰ ἐκλεκτώτερα διότι ἀπὸ αὐτὰ ἐλπίζουσι ὠφέλειαν, τὰ δὲ περισσότερα μένουν χέρσα  ὅταν ὁμοίως οἱ καλόγηροι δὲν ἀφίνουν μίαν σπιθαμήν.

Ἄν ἴσως πάλιν ὑποθέσωμεν ὅτι εἰς τὴν πολυετῆ ἐνοικίασιν θὰ ἀπολαύνωμεν περισσότερα καὶ τοῦτο ἀπίθανον ἐπειδὴ ὁ ἐνοικιαστὴς σκοπεύει νὰ κερδίσῃ καὶ ποτὲ δὲν θὰ φθάσουν μήτε εἰς τὸ ἥμισυ.

Συμφέρει λοιπὸν καθόλου νὰ ἀφεθοῦν εἰς τὴν διαχείρησιν τῶν πατέρων τῆς Ξενιᾶς τὰ  εἰρημένα κτήματα καὶ ἐγκρίνετέ το. Ἄν θέλετε ἄς μὴ παραχωρηθοῦν ὡς εἰς διατηρούμενα, ἄς δοθοῦν μόνον πρὸς καλλιέργειαν ἐπὶ συμφωνίᾳ νὰ δίδουν δύο φόρους διὰ νὰ τὰ  ἐκχερσώσουσι καὶ βελτιώσουσι.  Μὲ παρομοίαν πρᾶξιν ἔχομεν καὶ ἄλλην ὠφέλειαν. Πολλὰ κτήματα εἶναι καταπατημένα ἀπὸ ἰδιώτας καὶ ποτὲ δὲν θὰ τὰ εὕρωμεν ὅ,τι καὶ ἄν κάμωμεν ἀλλ’ ὅταν τὰ πάρουν οἱ καλόγηροι τὰ εὑρίσκουσι καὶ τὰ μανθάνομεν καὶ ἡμεῖς.

Κοντὰ εἰς τὰς τόσας ἀπολαβὰς χρηματικὰς κερδίζομεν καὶ πολιτικῶς ὄχι ὀλίγον. Οἱ καλόγηροι εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ζητείαν εἶναι εἰς θέσιν νὰ μᾶς χρησιμεύσουν σημαντικά. Αὐτοὺς ἐνῶ τοὺς ὑπολείπτονται οἱ Τοῦρκοι, τοὺς σέβονται καὶ εὐλαβοῦνται θρησκευτικῶς οἱ χριστιανοὶ. Ἑπομένως ἠμποροῦν νὰ γνωρίζουσι πᾶν ὅ,τι μυστικὸν γίνεται εἰς τὴν γειτονίαν  μας  καὶ νὰ τὸ γνωρίζομεν καὶ ἡμεῖς καὶ οὕτω θέλει ἔχομεν εἰς τὴν Θεσσαλίαν μίαν ἀστυνομίαν ἀξίαν λόγου καὶ μυστικὴν καὶ νὰ ἐνεργῶμεν κατὰ τὰς περιστάσεις.

Λοιπὸν ὁπόταν ἔχομεν τοσαῦτα ὠφέλη, δὲν ἠξεύρω διατὶ νὰ μὴ τὸ κάμωμεν; Λάβετε, παρακαλῶ, εἰς σκέψιν τὰς παρατηρήσεις μου καὶ ἔπειτα ἀποφασίσατε.

Τὸ κατ’ ἐμὲ πείθομαι ὅτι θὰ σᾶς εὕρω σύμφωνον καὶ ἄν καταδέχεσθε εἰπέτε μου δυὸ λέξεις, ἤ ἄς γράψῃ ὁ κύριος Κωστάκης, ἀλλὰ πάλιν τολμῶ νὰ εἰπῶ ὅτι εἶναι καὶ δίκαιον καὶ συμφέρον καὶ ἀναγκαῖον νὰ συγκατανεύσητε εἰς τὴν προκειμένην πρότασιν.

Ὅθεν καὶ προσκυνῶ  καὶ μένω

Δοῦλος σας ταπεινὸς

Ἀδὰμ Δούκας

Ἐν Λαμίᾳ τὴν 2 Ἰουνίου  1836» .

 

Μεταξὺ τῶν πολύ ἐνδιαφερουσῶν καὶ κατατοπιστικῶν πληροφοριῶν ποὺ δίνει γιὰ τὸ θέμα ὁ Ἀδὰμ Δούκας, ἀξιοπρόσεκτη καὶ πολὺ σημαντικὴ εἶναι ἡ σκέψη του ὅτι ἦταν συμφέρον για ὅλους νὰ δοθοῦν τὰ κτήματα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ βρίσκονταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια στοὺς μοναχούς τοῦ Μοναστηριοῦ, γιατὶ, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες ὠφέλειες, οἱ καλόγεροι ἔχοντας ἐπαφὴ μὲ τὰ κτήματά τους στὴν Ἑλλάδα καὶ ζῶντας στὴν Τουρκία μποροῦσαν νὰ μεταφέρουν στὴν Ἑλλάδα πληροφορίες γιὰ τὴν κατάσταση καὶ  ὅσα συνέβαιναν στὴν τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Θὰ μποροῦσαν δηλαδὴ νὰ δράσουν καὶ ὡς κατάσκοποι.

Ἡ σκέψη αὐτὴ τοῦ Ἀδὰμ Δούκα δὲν ἦταν μιὰ ἁπλὴ δυνατότητα. Ἦταν μιὰ καθημερινὴ πραγματικότητα καὶ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦνταν ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς. Τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ κατὰ τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα τοῦ 1821 -1832 ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν κατοπινῶν ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων μέχρι καὶ τὸ  1881, ἀποτελοῦσε τὸ βασικὸ κέντρο κατευθυντήριας γραμμῆς, συσκέψεων, βοήθειας καὶ συμπαράστασης στοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ θέση του κοντά στὴ μεθοριακὴ γραμμὴ βοηθοῦσε πολὺ στὸν τομέα αὐτόν.

Πόσο πολὺ διαφέρει αὐτὴ ἡ σκέψη τοῦ Ἀδὰμ Δούκα ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ δοθοῦν τὰ κτήματα στοὺς καλογέρους τῆς Ξενιᾶς γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ ὅ,τιδήποτε ἄλλο, ἔτσι θὰ μποροῦσαν μπαίνοντας  ἐλεύθερα στὴν Ἑλλάδα νὰ κουβαλοῦν καὶ χρήσιμες πληροφορίες γιὰ ὅσα συνέβαιναν στὴν Τουρκία, σὲ σχέση μὲ ἐκείνους τοὺς  «αὐλοκόλακες» ποὺ εἰσηγοῦνταν ὅτι πρέπει νὰ ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος σὲ ἀντιπροσώπους «ξένων καταστημάτων» καὶ «ἀλλοδαπῶν ἱδρυμάτων»!.

 

ε΄. Ἡ συνέχιση τῆς ἐκκρεμότητας

Ἡ μέχρι τώρα παρουσίαση τοῦ θέματος τῆς ἀξιοποίησης τῆς τεράστιας περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κατέδειξε, νομίζω, τὴν πολυπλοκότητα τοῦ θέματος ἀλλὰ καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς λεπτομεροῦς καταγραφῆς ὅλων τῶν διαδικασιῶν. Κατέδειξε κυρίως ὅμως τὴν ὕπαρξη μίας τεράστιας καὶ ἄτολμης γραφειοκρατικῆς διαδικασίας.

Θὰ παραθέσουμε, ὡστόσο, στὴ συνέχεια τὸ περιεχόμενο μερικῶν ἀκόμα ἐγγράφων τοῦ φακέλου Φ. 626, γιὰ νὰ δώσουμε μία ὅσο τὸ δυνατὸν πληρέστερη εἰκόνα τοῦ θέματος, ἄν καὶ ἡ ὁριστικὴ κατάληξή του δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ.

Πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔγγραφα τῶν ὁποίων παραθέτουμε τὸ περιεχόμενο, δὲν εἶναι τὰ αὐθεντικὰ πρωτότυπα ἀλλὰ ἀντίγραφά τους, ὄχι ὅμως «ἀκριβῆ ἀντίγραφα» ἀλλὰ σὲ μορφὲς μὲ τὶς ὁποῖες στελνόντουσαν συνημμένα ὡς συμπληρωματικὰ δικαιολογητικά, ἀπό μία ὑπηρεσία στὴν ἄλλη, περιέχοντας μόνο τὰ ἀπαραίτητα στιχεῖα. Ἔτσι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι στὴν πλήρη, μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα τους, μορφή. Αὐτὸ δυσκολεύει ἀκόμη περισσότερο τὸν ἐρευνητὴ στὴν ἐξαγωγὴ σαφῶν συμπερασμάτων. Πολλὲς φορὲς δὲν μᾶς γίνεται γνωστὰ, λόγῳ παράλειψης ἀναγραφῆς στὰ ἀντίγραφα, τὰ πλήρη στοιχεῖα τοῦ ἀποστολέα καὶ τοῦ παραλήπτη, τῆς χρονολογίας κ.τ.λ..

Τὸ ὑπ’ ἀριθ. 26, π.χ., ἔγραφο, ἀναφέρει εἰσαγωγικὰ «Οἰκονομία (;) διευθύνει ἀναφορὰν τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης περὶ τῶν κατὰ τὴν Φθιώτιδα κτημάτων τοῦ ἐκτὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας Μοναστηρίου Ξενιᾶς».

Στὴ συνέχεια τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ ἀναφέρονται τὰ παρακάτω ποὺ σχετίζονται καὶ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀντίστοιχης συμπεριφορᾶς τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ὅπως ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἀντινίτσας:

«Διευθύνεται πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος διὰ νὰ μᾶς πληροφορήσῃ περὶ τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποσότητος τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος κτημάτων καὶ ἐὰν δὲν ᾖναι συμφερώτερον νὰ παραχωρηθοῦν τὰ κτήματα ταῦτα εἰς τὴν διακατοχὴν τῶν καλογήρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, διὰ μόνον τὸν λόγον τῆς γειτνιάσεως, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὅτι καὶ τὰ ἐντὸς τῶν ὀθωμανικῶν ὁρίων κείμενα κτήματα τῶν ἑλληνικῶν μοναστηρίων καὶ μοναχῶν, καὶ ἰδίως τοῦ τῆς Ἀντινίτσης, θέλουν καρποῦσθαι ἀνενοχλήτως, παρὰ τῶν ἄχρι τοῦδε νεμομένων αὐτὰ, θέλει δὲ μᾶς ἐπιστραφῇ καὶ ἡ παροῦσα μετὰ τοῦ συνημμένου.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 31 Ἰουλίου 1835

Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.[2]

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας».

 

Στὸ μεταξὺ ὁ χρόνος περνοῦσε χωρὶς νὰ δίνεται ὁριστικὴ λύση στὸ πρόβλημα. Δὲν ἦταν μόνο τὸ πρόβλημα τῆς λύσης τῆς κυριότητας καὶ τῆς ὁριστικῆς ἀπόκτησης τῶν κτημάτων.  Ἐπεῖγον κυρίως ἦταν τὸ θέμα τῆς ἐσοδείας τῶν κτημάτων αὐτῶν.  Ἡ κρίσιμη καὶ ἐπίμαχη χρονιὰ τοῦ 1935 πέρασε χωρὶς νὰ γίνεται φανερὸ ποιὸς καρπώθηκε τὴν ἐσοδεία καὶ τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ἄλυτο.  Εἶχε ἐπέλθει καὶ κούραση σὲ πολλούς. Ἡ περιουσία  τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἁπλωνόταν στὴν Φθιώτιδα, στὴ Λοκρίδα, στὴ Φωκίδα, στὴν Εὔβοια, στὴν Ἀττικὴ. Ζητοῦνταν ἐπανειλημμένως ἀπὸ τοὺς ἁρμόδιους κατάλογοι τῶν περιουσιακῶν αὐτῶν στοιχείων καὶ ἐκτιμήσεις τῆς ἀξίας τους. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολο.

Ἔτσι, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἐγγράφων, κάποια περιουσιακὰ στοιχεῖα, ὄχι μεγάλης ἔκτασης, ὅπως στὴ Λοκρίδα καὶ στὴν Ἀττικὴ, ἔπαυσαν νὰ ἀποτελοῦν θέμα διεκδίκησής τους. Δὲν κατέστη δυνατὸν οὔτε νὰ ἐντοπισθοῦν, οὔτε νὰ καταγραφοῦν. Οἱ Ἕλληνες καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, ποὺ εἶχαν δικαιώματα καὶ μποροῦσαν νὰ τὰ διεκδικήσουν, βρίσκονταν πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε νὰ πάρουν τὶς ἀποφάσεις καὶ, τὸ σημαντικότερο, δυστυχῶς, ἦταν ὅτι θεωροῦνταν καὶ ἀντιμετωπίζονταν σὰν κάτοικοι μιᾶς «ξένης χώρας», ἀφοῦ ζοῦσαν στὴν Τουρκία (!).

Δὲν ἐντοπἰστηκαν ἔγγραφα δηλωτικὰ κάποιων ἐνεργειῶν γιὰ τὴν ἐπισήμανσή τους, τὴν καταγραφή τους καὶ τὴν διεκδίκησή τους. Κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὰ κατεῖχαν  καὶ τὰ ἐκμεταλλεύονταν φαίνεται ὅτι, καθὼς περνοῦσε ὁ καιρὸς, εἶχαν πάψει νὰ φοβοῦνται νὰ «βάζουν χέρι» σὲ βακούφικα καὶ ἐπειδὴ καὶ ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν ὑπῆρχε αὐστηρὸς ἔλεγχος, σώπαιναν. Ἀπειλὲς ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχη γιὰ θεία «τιμωρία», γιὰ «κόλαση» γιὰ «ἀγχόνη τοῦ Ἰούδα», ὅπως γινόταν σε παλιότερες ἐποχὲς, τώρα δὲν ὑπῆρχαν.

Πολλὰ «μετόχια», ἰδιοκτησίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ἰδίως μικρότερης ἔκτασης καὶ πολὺ ἀπομακρυσμένα ἀπὸ αὐτό, ὅπως στὴν Ἀττική, στὴ Βοιωτία, στὴν Εὔβοια, παρέμειναν ἀκατάγραφα. Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς δὲν τὰ διεκδίκησαν, οἱ προσωρινοὶ κάτοχοί τους δὲν ἔσπευσαν νὰ τὰ δηλώσουν ἤ νὰ τὰ παραδώσουν καὶ κάποιοι τὰ οἰκειοποιήθηκαν.

Μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα, τὴν ὁποία ἔκανε ζοφερότερη τόσο ἡ βαυαρικὴ ἄτεγκτη ὑπηρεσιακὴ γραφειοκρατία ὅσο καὶ ἡ δημοσιοϋπαλληλικὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δουλοπρεπὴς συμπεριφορά, ποὺ καθιστοῦσε ὅλους «εὐπειθέστατους» δούλους νὰ περιμένουν ἁπλὰ καὶ μόνο τὶς «σεβαστὲς» ἀποφάσεις τοῦ «ἄνακτος», χωρὶς δραστήριες καὶ ἀποτελεσματικὲς πρωτοβουλίες, τὸ πρόβλημα χρόνιζε καὶ κάποιοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν συνεχιζόμενη ἐπὶ χρόνια ἀβεβαιότητα καὶ σύγχυση καὶ ἔγιναν ὁριστικὰ κύριοι καὶ κάτοχοι μοναστηριακῶν κτημάτων.

 

στ΄. Μερικὰ δημοσιεύματα καὶ ἄλλες πληροφορίες  γιὰ τὴν κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Τὸ θέμα τῆς ἀπόκτησης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ διερευνηθεῖ καὶ νὰ καταγραφεῖ στὶς λεπτομέρειές του. Δὲν εἶχε γίνει ποτὲ στὸ παρελθὸν λεπτομερὴς καταγραφὴ καὶ κυρίως δὲν εἶχε γίνει λεπτομερὴς περιγραφὴ τῆς θέσης καὶ τῶν ὁρίων τῶν διαφόρων κτημάτων, περιβολιῶν, οἰκημάτων, μύλων, μετοχιῶν, ἀφιερωμάτων, δωρεῶν, τσιφλικιῶν κ.τ.λ. Δὲν σώθηκαν συμβόλαια ἀγορῶν καὶ πωλήσεων ἤ ἄλλοι τίτλοι ἰδιοκτησίας οὔτε λεπτομερῆ παραχωρητήρια.

Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἀλλά, κυρίως, γιατὶ θεωροῦμε ὅτι ἡ εἰδικὴ καὶ σχολαστικὴ ἐνασχόληση μὲ αὐτὴ τὴν πτυχὴ  τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἐργασίας μας θὰ ἦταν «ξένη» πρὸς τὸν κύριο σκοπὸ στὸν ὁποῖο ἀποβλέπουμε, στὴν ἐργασία μας τούτη, δὲν ἀντιμετωπίζεται εἰδικὰ καὶ συστηματικά τὸ θέμα αὐτό. Θὰ παραθέτουμε, ἐνσωματωμένες σὲ ὅποια κεφάλαια θεωρούμε ὅτι ἔχουν κάποια θέση, ὅποιες σχετικὲς πληροφορίες ἔχουμε ἐντοπίσει.

Σχετικὸ με τὴν κτηματική περιουσία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, τὸν τρόπο ἀπόκτησής της καὶ τὶς λεηλασίες ποὺ κατὰ καιροὺς αὐτὴ ὑπέστη εἶναι και τὸ παρακάτω δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Βόλου «Θεσσαλία» τῆς 24ης Ἀπριλίου 1900, μὲ τίτλο «Πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεσις τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς». Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σχετικὰ δημοσιεύματα καὶ ἀφορᾶ σὲ μία καὶ μόνο περίπτωση γιὰ τὴν ὁποία κάποιος ἐνδιαφέρθηκε νὰ τὴν φέρει στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας:

«Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς κέκτηται δυνάμει αὐτοκρατορικῶν τίτλων ἐξ ἀγορᾶς τὸ τσιφλήκιον Κελλέρι, ἀγορασθὲν ὑπὸ ἡγουμένου Κυρίλλου κατὰ τὸ 1827 παρὰ τῶν υἱῶν Σαΐταγα ἐξ Ἁλμυροῦ, τὰ δὲ ἐν τῇ περιφερείᾳ Σούρπης καὶ Καλυβίων εἶναι ἐξ ἀγορᾶς παρὰ τοῦ Μπραΐμ Ἀγᾶ, καθὼς καὶ τὸ τσιφλήκιον ἐν Σούρπῃ μὲ τὸν πύργον, τὸν ὁποῖον κατεδάφισεν ὁ κατὰ καιροὺς Δήμαρχος Γεωργιάδης καὶ ἐπ’ αὐτῶν ἀνηγέρθη ὁ στρατών. Καὶ σήμερον ἔτι ἐν Σούρπῃ ἀκούγεται τὸ ὄνομα «τοῦ Ἰμπραΐμαγα πηγάδι», κάτωθι τοῦ τσιφληκίου Μονῆς.

Ἀναληθῶς ἰσχυρίζονται οἱ Σουρπιῶται ὅτι τότε εἶχεν ἡ Μονὴ 150 στρέμματα γαιῶν, διότι τότε εἶχεν ὑπὲρ τὰς 2.500 στρέμματα καὶ ἐπειδὴ ἕνεκα τῶν πολλῶν ἐπιδρομῶν κατὰ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς κατὰ τὰς κατὰ καιροὺς διανομὰς ἀπὸ τὴν Τουρκικὴν ἐπιτροπὴν οἱ Σουρπιῶται ἀφήρεσαν πολλὰς γαίας τῆς Ξενιᾶς, τὰς δὲ ἄλλας, ἅς κατέχει ἡ Μονὴ σήμερον, τὰς ἀνεγνώρισεν ἡ τουρκικὴ κυβέρνησις διὰ τίτλων, καὶ δεύτερον οἱ κάτοικοι Καλυβίων καὶ Σούρπης τὰς ἀνεγνώρισαν καὶ ὡμολόγησαν ὡς κτήματα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὡς καὶ οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων Κοκωτῶν, Βρυνίνης, Πλατάνου καὶ Δρυμῶνος, καὶ οἱ κατὰ καιροὺς προύχοντες αὐτῶν.

Ἐπειδὴ δὲ λέγουσιν ὅτι τὰ 150 στρέμματα γαιῶν ἐδωρήσαντο οἱ προπάτορες τῶν Σουρπιωτῶν εἰς τὴν Μονήν, ἀποδεικνύεται ὅλως τοὐναντίον ἐκ τούτου.

Ὁ Σ.  Τ. αὐθαιρέτως εἶχεν καταλάβει ἕνα ἀγρὸν τῆς Μονῆς εἰς θέσιν Καμαράκι ἐκ στρεμμάτων 18, δι’ ὅν ἀγρὸν ἡ Μονὴ πρὸ χρόνων ἤγειρεν ἀγωγὴν καὶ ἀπέδειξεν τὴν κατοχὴν καὶ κυριότητα διά τίτλου. Ἕτερος ἀγρὸς εἰς θέσιν «Παπαστάθη πηγάδι», Πηλαλήστρα, συνορευόμενος μὲ ὅμοιον Ι. Τ., πρὸ ὀλίγων ἤδη ἡμερῶν κατεπατήθη ὑπὸ τοῦ Ι. Τ. κατὰ τὰ δύο στρέμματα, καὶ ἀνωρύχθη ἐπ’ αὐτοῦ χάνδαξ καὶ ἔρριψε τὸν δρόμον εἰς τὸν ἐναπολειφθέντα ἀγρὸν τῆς Μονῆς. Ἕτερος ἀγρὸς εἰς θέσιν Τσελεπῆ ἐκ στρεμμάτων 35 κατεπατήθη ὑπὸ τῶν Κ., Δ. καὶ Ι., καταλαβόντων ὑπὲρ τὰ 20 στρέμματα. Ἕτερος ἀγρὸς εἰς θέσιν «Καρίτσα» κατεπατήθη ὡσαύτως, ἐξ οὗ ἐξάγεται ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Σούρπης ὥρμων ὡς γῦπες ἀνέκαθεν πρὸς διαρπαγὴν τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς, ὅπως ἐξάγεται καὶ ἐκ τῶν ἀρχαίων σιγγιλίων καὶ φιρμανίων τῆς Μονῆς καὶ οὐχὶ οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, οἵτινες ὑπέφερον τὰ πάνδεινα πρὸς διάσωσιν τῶν περιοίκων ἐν καιροῖς χαλεποῖς ὡς καὶ τελευταίως ἔτι, ἐν οἷς ὑπῆρχε τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ Σούρπη ἐφυλάχθη ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Μονῆς, ἐλθόντων πολλάκις εἰς αὐτὸ τὸ χωρίον ἀρωγοί.

Ταῦτα χάριν τῆς ἀληθείας. Ἠδυνάμεθα νὰ γράψωμεν ἀντικρούοντες λέξιν πρὸς λέξιν τὴν ἐν τῇ «Πανθεσσαλικῇ» δημοσιευθεῖσαν διατριβὴν ἐκ Σούρπης, ἀλλ’ ἀρκούμεθα εὶς ταῦτα μόνα, νομίζοντες ὅτι ὁ τύπος δὲν εἶναι κόσκινον τῆς Δικαιοσύνης ἀλλὰ διαφώτισις τῆς κοινῆς γνώμης.

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 18 Ἀπριλίου 1900.

                           Π.»

Σχετικὸ μὲ τὸ ἴδιο θέμα εἶναι ἕνα ἔγγραφο τοῦ Νομάρχη Μαγνησίας ποὺ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος καὶ ἀναφερόταν στὴν καταπάτηση κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀπὸ κατοίκους τῶν Κοκκωτῶν καὶ τῆς Βρύναινας.

Τὸ παραθέτουμε χωρίς σχολιασμούς γιατὶ δὲν ἔχουμε ἄλλες σχετικὲς πληροφορίες:

«Ἀριθ. πρωτ. 5684

Ἐν Βόλῳ τῇ 11 Ὀκτωβρίου 1903

Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Νομάρχης Μαγνησίας

Πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δημητριάδος

Λαμβάνομεν τὴν τιμὴν νὰ γνωρίσωμεν ὑμῖν, ὅτι καθ’ ἅ ἀναφέρει ἡμῖν ὁ Ἀστυνόμος Ἁλμυροῦ, οἱ χωρικοὶ τῶν χωρίων Κοκκωτῶν καὶ Βρυναίνης ἔχουσι καταλάβει τὰ κτήματα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ καλλιεργοῦσι ταῦτα ἀδείᾳ τοῦ Ἡγουμένου, τινὲς δὲ τούτων εἶναι συγγενεῖς αὐτοῦ οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταβάλλει τὸν Ναὸν εἰς σταῦλον ἔνθα σταυλίζουσι τὰ ζῶα των.

Ὅθεν, Σᾶς παρακαλοῦμεν, Σεβασμιώτατε, ὅπως εὐαρεστούμενος ἐνεργήσητε τὰ εἰκότα ἐπὶ τῇ ἀσεβεῖ ταύτῃ πράξει τοῦ Ἡγουμένου καὶ μοὶ ἀνακοινώσητε τὰς ἐνεργείας ὑμῶν.

Ὁ Νομάρχης

(Τ.Υ.)».

Ἕνα ἄλλο δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας τοῦ Βόλου «Θεσσαλία», στὶς 24 Ὀκτωβρίου 1910, γράφει:

«Πρὸ πολλῶν ἐτῶν εἰς τὸ χειμερινὸν λειβάδιον «Κονταρόλακα» ἐκαλλιέργει τὰς γαίας ἡ Μονὴ ἐνῶ τὴν χορτονομὴν ἐνέμετο τὸ Δημόσιον ἐνασκοῦν τὸ δικαίωμα δουλείας χόρτου ὡς λέγουσιν οἱ νομικοί.

Ἐφέτος ἡ Οἰκονομικὴ Ἐφορία Ἁλμυροῦ ἐκώλυσε τὰ ἄροτρα τῆς Μονῆς νὰ ὀργώσωσιν, ὁ δὲ ἡγούμενος ἠναγκάσθη νὰ μεταφράσῃ τοὺς τουρκικοὺς τίτλους παρὰ τῷ ἑρμηνεῖ τοῦ Πρωτοδικείου Βόλου καὶ ἐκ τῆς μεταφράσεως προκύπτει οὐ μόνον αἱ γαῖαι ἀλλὰ καὶ ἡ χορτονομὴ ἀνήκουσιν εἰς τὴν Μονήν.

Ἐρωτᾶται ἤδη: θὰ πεισθῶσιν οἱ ἁρμόδιοι νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸ προφανὲς δίκαιον τῆς Μονῆς, ἤ θὰ περιπλέξωσι ταύτην καὶ τὸ Δημόσιον εἰς δικαστικὸν ἀγῶνα, ἐκ τοῦ ὁποίου θὰ ὑποστῶσι σημαντικὴν ἀβαρίαν οἱ Προϋπολογισμοὶ τῆς τε Μονῆς καὶ τοῦ Δημοσίου;».

Καὶ ἐνῶ τὰ παραπάνω κείμενα, ἀσχέτως κατὰ πόσον ἐκφράζουν τὴν πλήρη ἀλήθεια γιὰ τὰ θέματα στὰ ὁποῖα ἀναφέρονται, σ’ ὅλες τὶς λεπτομέρειές τους,  δείχνουν μία εἰκόνα καταπάτησης καὶ λεηλασίας μοναστηριακῶν κτημάτων, ὑπάρχουν ἄλλα κείμενα ποὺ ὑποδηλώνουν μία ἄλλη ἐντελῶς ἀντίθετη συμπεριφορά, νοοτροπία καὶ ἀντίληψη.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο μίας ἀναφορᾶς ἑνὸς ἁπλοῦ πολίτη, τοῦ Τριαντάφυλλου Λουκᾶ ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἅγιος στὴν Εὔβοια, ἡ ὁποία ὑποβλήθκε στὰ 1976 στὴ Μητρόπολη Δημητριάδος:

«Πρὸς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Δημητριάδος, Ὑπηρεσίαν Διαχειρίσεως Περιουσία Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, εἰς Βόλον.

Γνωρίζω πρὸς ὑμᾶς ὅτι πρὸ δύο ἐτῶν ἠγόρασα ἕν ἐλαιοπερίβολον προερχόμενον ἐκ τῶν κληρονόμων Ἀποστόλου Ἀγαπητοῦ, κείμενον εἰς θέσιν «Ψηλή ράχη» περιφερείας Κοινότητος Ἁγίου Ἱστιαίας Εὐβοίας.

Εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἐλαιοπερίβολον ὑπάρχει ἕν ἐλαιόδεντρον τὸ ὁποῖον μοῦ εἶπαν ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ χωρίου  Ἅγιος. Κατὰ τὸ φθινόπωρον τοῦ ἔτους 1975 ἦλθε εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐπιτροπὴν ἐνορίας Ἁγίου Γεωργίου τοῦ χωρίου Ἅγιος, εἰς ἥν τυγχάνει νὰ εἶμαι μέλος, κατάλογος εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ἡ περιουσία τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ εἰς τὴν περιφέρειαν τῆς Κοινότητος Ἁγίου. Ἐκ τοῦ καταλόγου αὐτοῦ εἶδα ὅτι τὸ ἐλαιόδεντρον ποὺ βρίσκεται εἰς τὸ κτῆμα μου ἀνήκει εἰς τὴν Παναγίαν Ξενιὰν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου.

Κατόπιν τούτου παρακαλῶ τὴν Σεβαστήν Ἐπιτροπὴν Διαχειρήσεως τῆς περιουσίας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ὅπως, ἐὰν εἶναι δυνατὸν, μοῦ παραχωρήσῃ τὸ ὡς ἄνω ἐλαιόδενδρον διὰ τὸ ὁποῖον εὐχαρίστως θὰ πληρώσω τὴν ἀξίαν του. Σᾶς παρακαλῶ ἐὰν εἶναι δυνατὸν ἀπαντῆστε μου ὅ,τι μπορεῖ νὰ γίνῃ κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀποστείλω τὰ χρήματα…».

Τριαντάφυλλος Λουκᾶς, Ἅγιος Αἰδηψοῦ Εὐβοίας» .

Διαβάζοντας τὴν οὐσία τῆς παραπάνω ἐπιστολῆς – ἀναφορᾶς  καὶ γνωρίζοντας τὰ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς διαβλέπουμε τὰ ἑξῆς:

Στὸ χωριὸ Ἅγιος τῆς Εὔβοιας ὑπῆρχε κάποτε ἕνα ἐλαιοπερίβολο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ὑπολογίζω ὅτι ἀνῆκε στὸ Μοναστήρι ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Κάπου στὰ 1837 τὸ ἐλαιοπερίβολο, κατὰ τὶς περιπέτειες ποὺ περιγράφονται στὸ κεφάλαιο αὐτὸ γιὰ τὴν διεκδίκηση τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ περιῆλθε σὲ διάφορα ἄλλα πρόσωπα. Μὲ ἀλληλοδιάδοχες ἀγορές ἤ κληρονομιὲς ἀπὸ ἕνα πρόσωπο σὲ ἄλλο, ὕστερα ἀπὸ 140 χρόνια, ἕνα τμῆμα τοῦ ἐλαιοπεριβόλου αὐτοῦ βρέθηκε νὰ κατέχεται ἀπὸ τὸν Τριαντάφυλλο Λουκᾶ. Κάποιος τότε τὸν πληροφορεῖ ὅτι μία (!) καὶ μόνο ἐλιὰ αὐτοῦ τοῦ ἐλαιοπεριβόλου του, τὸ ὁποῖο αὐτὸς εἶχε ἀγοράσει κανονικά, ἀνήκει στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ὁ Τριαντάφυλλος Λουκᾶς τρέμει στὴν ἰδέα ὅτι μία (1) ἀπὸ τὶς ἐλιές τοῦ περιβολιοῦ του εἶναι «τῆς Παναγίας». Τοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἡσυχάσει, ἔστω και ἄν ὁ ἴδιος δὲν φταίει σὲ τίποτε καὶ σπεύδει νὰ παραδώσει στὴν Παναγία τὴν «ἱερή ἐλιά». Κανένας δὲ τὴν διεκδικοῦσε.

Ὅταν ἀπὸ τὴ Μητρόπολη, ἀπαντῶντας στὴν παραπάνω ἐπιστολή του, τοῦ ζήτησαν διευκρινίσεις γιὰ τὸ θέμα, ἔσπευσε νὰ συνεχίσει μὲ ἄλλη του ἐπιστολὴ στὶς 25 Ἰουνίου 1976, ἀποφασισμένος μὲ κάθε τρόπο νὰ παραδώσει στὴν «Παναγία» ὅ,τι τῆς ἀνῆκε:

«Πρὸς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Δημητριάδος, εἰς Βόλον.

Εἰς ἀπάντησιν τοῦ ὑπ’   ἀριθ. 1015/18-6-1976 ὑμετέρου ἐγγράφου γνωρίζω πρὸς τὴν ὑμετέραν Ἱερότητα τὰ ἑξῆς:

Τὸ ἀναφερόμενον ἐλαιόδενδρον εἶναι σὲ πολὺ κακὴν κατάστασιν ἀλλὰ ἐπειδὴ εὑρίσκεται ἐντὸς τοῦ κτήματός μου καὶ ὅπως γνωρίζετε μοῦ εἶναι ἀπαραίτητον προτίθεμαι νὰ τὸ ἀγοράσω ἐπειδὴ εἶναι τῆς Παναγίας, ὅπως τὸ λέμε ἐμεῖς ἐδῶ, μὲ τὸ ποσὸν τῶν χιλίων πεντακοσίων (1.500) δραχμῶν.

Ἐὰν συμφωνεῖτε μὲ τὸ ἀνωτέρω ποσὸν γράψτε μου νὰ στείλω τὰ χρήματα καὶ νὰ μοῦ παραχωρηθεῖ τὸ ἀνωτέρω ἐλαιόδενδρον.

Εὐσεβάστως ὑποβάλλω τὰ σέβη μου

Τριαντάφυλλος Λουκᾶς

Ἅγιος Αἰδηψοῦ Εὐβοίας» .[3]

Δὲν νομίζω ὅτι χρειάζονται σχόλια. Γίνεται φανερό τὶ σήμαινε ἡ «Παναγία Ξενιά» γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν γειτονικῶν περιοχῶν.

 

ζ΄ . Χρονοβόρες διαδικασίες παρατείνουν τὸ πρόβλημα. Ἔκδοση Βασιλικοῦ Διατάγματος.

Τὸ περιεχόμενο τῶν ἑπομένων ἐγγράφων καταδεικνύει σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν χρονοβόρα διαδικασία ποὺ ἀκολουθοῦνταν ἀπὸ τὶς ποικιλώνυμες  «ἁρμόδιες» ὑπηρεσίας ποὺ ἐμπλέκονταν.

Στὶς 26  Μαΐου 1836  ὁ νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος Ἀδὰμ Δούκας μὲ ἔγγραφό του[4] ἀπευθύνθηκε «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» μὲ θὲμα «Περὶ διαθέσεως τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, αἴτησις τῶν πατέρων τῆς αὐτῆς Μονῆς», ἀναφέροντας:

«Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κειμένης πλησίον τῆς ὀροθετικῆς Γραμμῆς τῆς Ἐπαρχίας Φθιώτιδος ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ Κράτους, παρουσίασαν εἰς τὴν Νομαρχίαν ταύτην τὴν ἐπισυνημμένην αὐτόγραφον ἀναφορὰν των, ἐξαιτούμενοι νὰ παραχωρηθῶσιν εἰς τὴν κατοχήν των τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηρίου των, κείμενα ἐντὸς τῆς ῥηθείσης ἐπαρχίας, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ πληρώσουν εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον ἐκείνους τοὺς φόρους, εἰς τὴν πληρωμὴν τῶν ὁποίων ὑπόκεινται καὶ τὰ κτήματα τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων.

Χωρὶς νὰ ἐπεμβῶ ὁ ὑποφαινόμενος εἰς τὰ περὶ τῶν Μοναστηρίων τούτων προδιαταχθέντα, περιορίζομαι μόνον νὰ παρατηρήσω πρὸς τὴν Βασιλικὴν Γραμματείαν, ὅτι, κἄν ἡ αἴτησις τῶν ῥηθέντων Πατέρων ἐπραγματοποιεῖτο, καὶ τὰ κτήματα ταῦτα ἐδίδοντο εἰς τοὺς Μοναχούς νὰ καλλιεργηθοῦν παρ’ αὐτῶν τῶν ἰδίων, ἡ ἐνοικίασις τοῦ Β΄  δεκάτου αὐτῶν, ἤθελε χορηγῇ περισσότερον ὄφελος εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον, παρ’ ὅ,τι ἀπολαμβάνει ἤδη ἀπὸ τὴν ἐπικαρπίαν αὐτῶν.

Εἰς τὴν Βασιλικὴν Γραμματείαν ἐναπόκειται νὰ κρίνῃ περὶ τοῦ πράγματος καὶ διατάξῃ τὰ περαιτέρω.

Ὁ εὐπειθέστατος Νομάρχης

Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Ἀδὰμ Δούκας»

 

Ἡ παραλήπτρια  τοῦ ἐγγράφου ὑπηρεσία, «Ἡ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικὴ Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας», στὶς 2 Ἰουνίου 1836, μὲ ἕνα πρόχειρο παραπεμπτικὸ ἐπισημείωμα στὸ λευκὸ περιθώριο τοῦ ἰδίου ἐγγράφου, τὸ ἔστειλε στὴν «ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴν» «διὰ νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ ἐνδιαλαμβανόμενα καὶ ταχύνῃ τὴν ὑπὲρ τὸ δέον ἀναβληθεῖσαν γνωμοδότησίν της περὶ αὐτοῦ, ἐπιστρέφουσα καὶ τὰ ἔγγραφα»:

«Διευθύνεται πρὸς τὴν ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴν, κατὰ συνέπειαν τῶν ἀπὸ 18 καὶ 30 Νοεμβρίου π. ἔ. ὑπ’ ἀριθ. 2199/1257 καὶ 2518/1322 ἑπισημειώσεώς μας, διὰ νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ ἐνδιαλαμβανόμενα καὶ ταχύνῃ τὴν ὑπὲρ τὸ δέον ἀναβληθεῖσαν γνωμοδότησίν της περὶ αὐτοῦ, ἐπιστρέφουσα καὶ τὰ ἔγγραφα.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 2 Ἰουνίου 1836

ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Στὶς 8 Ἰουνίου 1836 ἡ «Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος» ἔστειλε «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.[5] Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» τὸ παρακάτω ἔγγραφο:[6]

 

«Ἐν Ἀθήναις  τὴν 8 Ἰουνίου 1836

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ.

Βασιλικὴν  Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας

Ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἐπὶ τῶν ἀριθ. 2199 / 1257 ἀπό 18   9βρίου 1835 καὶ 5960 / 288 ἀπὸ 2 Ἰουνίου 1836 περὶ διαθέσεως τῶν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κτημάτων ἀνηκόντων εἰς Μοναστήρια ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ ἰδίως τοῦ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν ἡ Ἐπιτροπὴ τὰ διευθυνθέντα παρὰ τῆς Γραμματείας ἔγγραφα ἀφορῶντα τὴν προκειμένην ὑπόθεσιν, καὶ εἶναι γνώμης συμφώνως μὲ τὴν Γνωμοδότησιν τοῦ Νομάρχου Φωκιδολοκρίδος, καὶ κατὰ τὴν αἴτησιν τοῦ ἡγουμένου κ.τ.λ. ἐπιτρόπων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, νὰ συγκατανεύσῃ ἡ Β. Κυβέρνησις διὰ νὰ νέμηται ἐπὶ τοῦ παρόντος τὰ περὶ ὧν ὁ λόγος κτήματα ἡ Μονὴ αὐτή, ὑποκειμένη εἰς τὰς ὁποίας ὑπόκεινται ὑποχρεώσεις καὶ τὰ διατηρούμενα Μοναστήρια, πληρώνουσα δῆλα δὴ τὸ διπλοῦν δέκατον, καὶ μὴ δυναμένη νὰ διαθέσῃ ἄνευ προηγουμένης ἀδείας κἀνὲν ἐξ αὐτῶν ἄχρις ὅτου ληφθῶσι παρὰ τῆς Κυβερνήσεως γενικὰ μέτρα περὶ ὅλων τῶν ἐν τῇ Ἐπικρατείᾳ Μετοχίων κ.τ.λ. ἀνηκόντων εἰς τὰ ἐκτὸς τοῦ Κράτους Μοναστήρια, περὶ τοῦ ὁποίου τούτου ἀντικειμένου, προσκαλουμένη ἡ Ἐπιτροπὴ νὰ γνωμοδοτήσῃ, θέλει ἐκθέσει ἑπομένως τὰς γνωμοδοτήσεις καὶ παρατηρήσεις της, ἀφοῦ τὸ λάβῃ ὑπ’ ὤριμον σκέψιν.

 Ἐπειδὴ δὲ ὁ καιρὸς τῆς συνάξεως τῆς ἐφετεινῆς ἐπικαρπίας ἔφθασε καὶ παρέρχεται, καὶ πιθανὸν νὰ βραδύνῃ  ἡ ἔγκρισις τῆς Β. Κυβερνήσεως, κρίνει καλὸν ἡ Ἐπιτροπὴ (ἐὰν τὸ ἐγκρίνῃ καὶ ἡ Γραμματεία), ἐνῷ ἀφ’ ἑνὸς θέλει ζητηθῇ ἡ ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἔγκρισις τῆς Β. Κυβερνήσεως, νὰ διαταχθῇ ἀφ’ ἑτέρου ἡ Νομαρχία νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τοὺς μοναχοὺς Ξενιᾶς τὴν σύναξιν τῶν ἀπὸ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς δικαιωμάτων,  οἱ δὲ συναχθησόμενοι παρ’ αὐτῶν καρποὶ νὰ μένωσιν ὑπὸ τὴν ἐπιτήρησιν τῆς Νομαρχίας, ἕως οὗ ἐκδοθῇ ἡ ἀπόφασις τῆς Κυβερνήσεως, ἥτις, ἄν ἐγκρίνῃ τὴν γνώμην τῆς Ἐπιτροπῆς νὰ παραδοθῶσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς, κρατουμένου τοῦ Β΄ Ἐκκλ. δεκάτου, ἄλλως νὰ ληφθῶσιν εἰς λογαριασμὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Ταῦτα γνωμοδοτοῦσα ἡ Ἐπιτροπὴ, ἐπιστρέφει καὶ τὰ διευθυνθέντα εἰς αὐτὴν ἔγγραφα διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 5960/1288 διευθύνσεως τῆς Γραμματείας.

ἡ Ἐπιτροπὴ

(ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΤΟΥ Β. ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ)

(Τ.Σ.)

Πολυζωϊδης

Ὁ Σμύρνης Γεροσάββας

Νικηφ. Χαρ. Ἰβηρίτης

φ. παπαμανολης

Νικόλαος Λεβίδης».

 

Στὶς 11 Ἰουνίου 1836 «Ἡ ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστκοῦ κ.τ.λ. Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας» μὲ ἔγγραφό της[7] «Πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος», ἐκφράζοντας τὴν ἄποψή της «Ἐπὶ τοῦ ἀριθ. 1897 περί προσωρινῆς διαχειρίσεως τῆς ἐπικαρπίας τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ὑπὸ τῶν μοναχῶν αὐτῆς», ἐπειδὴ εἶχε φτάσει ὁ καιρὸς τῆς ἐσοδείας τοῦ ἔτους ἐκείνου καὶ ἡ ὑπάρχουσα ἐκκρεμότητα ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀπασχολεῖ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, πρότεινε νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ  νὰ συλλέξουν τοὺς καρποὺς ἔστω προσωρινὰ γιὰ νὰ μὴν καταστραφεῖ, «ἄχρι τῆς ὁριστικῆς διευθετήσεως» τοῦ θέματος:

«Ἐλπίζοντες ὅτι ἡ Α. Μ.  θέλει ἐπινεύσῃ εἰς τὴν αἴτησιν τῶν μοναχῶν τῆς ἐκτὸς τοῦ Κράτους κειμένης Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ἐν ᾗ ἐξαιτούμεθα τὰς σεβαστὰς Αὐτῆς διαταγὰς, αἱ ὁποῖαι πιθανὸν νὰ μὴ μᾶς δοθοῦν πρὶν  διατεθῇ ἡ ἐφετεινὴ τῶν ἐντὸς τοῦ Κράτους κτημάτων τοῦ μοναστηρίου τούτου ἐπικαρπία,

Κρίνομεν εὔλογον, πρὸς παρηγορίαν τῶν μοναχῶν τούτων, ἵνα ἐπιτραπῇ εἰς αὐτοὺς παρὰ τοῦ Νομαρχείου νὰ συνάξουν μὲν οἱ ἴδιοι τὴν ἐπικαρπίαν ταύτην μὲ κατάλογον ἀκριβῆ καὶ ὑπὸ τὴν ἐπιθεώρησιν τῶν διοικητικῶν καὶ οἰκονομικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ νὰ μὴ τὴν διαθέσουν ἄχρι δευτέρας διαταγῆς, ἐκτὸς ἄν, παρελθόντος καιροῦ, ἐπαπειλεῖται ζημία ἤ παρουσιασθῇ κέρδος σημαντικὸν καὶ ἀποδεδειγμένον, ὅτε, μὲ ἄδειαν παρὰ τοῦ Νομαρχείου, θέλουν μὲν διαθέσει εἴτε μέρος, εἴτε τὸ ὅλον αὐτῆς, ἀλλὰ θέλουν παρακαταθέσει τὰ χρήματα εἰς τὸ Νομαρχεῖον ἄχρι τῆς ὁριστικῆς διευθετήσεώς μας.

Ἐν  Ἀθήναις τῇ 11 Ἰουνίου 1836» .

 

Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἐκδόθηκε Βασιλικὸ Διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀποδίδονταν προσωρινὰ στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς «τὰ ἐντὸς τῶν ὁρἰων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κείμενα κτήματα αὐτοῦ»:[8]

«ΟΘΩΝ ΕΛΕΩι  ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ  ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἐπὶ τῇ ἀπὸ 16/28 Ἰουνίου τ. ἔ. καὶ ὑπ’ ἀρ. 6219 προτάσει τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματείας, ἐγκρίνομεν ν’ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κείμενον μοναστήριον της Ξενιᾶς, τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων κείμενα αὐτοῦ κτήματα, διὰ νὰ τὰ νέμηται, μέχρις ὅτου ληφθῇ γενικὸν μέτρον, περὶ τῶν κτημάτων τούτων, τοῦ ὁποίου μέτρου ἡ ἐπιφύλαξις πρέπει νὰ δηλωθῇ, πληρῶνον ὡς τὰ διατηρούμενα μοναστήρια, δεύτερον δέκατον δι’ αὐτὰ εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον.  Ἐπιστρέφονται τὰ ἐπισυνημμένα.

Ἐν Ἀθήναις τὴν 22 Ἰουνίου / 2 Ἰουλίου 1836

Ἐν ὀνόματι καὶ κατ’ ἰδιαιτέραν Διαταγὴν τῆς Α. Μεγαλειότητος τοῦ Βασιλείου

Τὸ Ὑπουργικὸν Συμβούλιον

(δυσανάγνωστες ὑπογραφὲς ὑπουργῶν)

Α.Γ. Κριεζῆς.

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματείαν

Περὶ τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς».

 

η΄. Ἡ συνέχιση τῆς ἐκκρεμότητας ποὺ τελικὰ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 30 Ἰουνἰου 1836, ὁ νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος Ἀδὰμ Δούκας ἀπευθύνθηκε γιὰ τὸ ἴδιο θέμα «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» «περὶ τῶν εἰς Εὔβοιαν κτημάτων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς» γράφοντας:

«Συμμορφούμενος μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς ὑπ’ ἀριθ. 6254 διαταγῆς τῆς Β. ταύτης Γραμματείας, ἐκοινοποίησα πρὸς τοὺς πατέρας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ξενιᾶς τὸ περὶ τῆς προσωρινῆς παραχωρήσεως εἰς αὐτοὺς τῆς ἐπινομῆς τῶν ἐντὸς τοῦ Βασιλείου κτημάτων τῆς Μονῆς ταύτης ἐπὶ πληρωμῇ διπλοδεκάτου.

Κατὰ συνέπειαν τῆς κοινοποιήσεώς μου, οἱ ἐν τῇ Ἱερᾷ ταύτῃ Μονῇ Πατέρες δι’ ἀναφορᾶς των πρὸς τὴν Νομαρχίαν, ἐξέφρασαν τὴν εὐγνωμοσύνην των πρὸς τὴν Αὐτοῦ Μεγαλειότητα, ἓνεκα τῆς Β. χάριτος, τὴν ὁποίαν ηὐδόκησε νὰ ἐπιδαψιλεύσῃ εἰς αὐτούς, ὑψώνοντες ἱκέτιδας χεῖρας πρὸς τὸν ὓψιστον ὑπὲρ τῆς Μακροβιότητος αὐτοῦ, καὶ τῆς εἰς τὸν θρόνον στερεώσεως.

Ἐκθέτοντες τὰ ἀνωτέρω, προσθέτουν εἰς τὴν ἀναφοράν των, ὅτι εἰς τὴν Εὔβοιαν ἡ ῥηθεῖσα Μονή, ἔχει καὶ ἄλλα κτήματα κείμενα εἰς τὰ χωρία  Ἅγιον καὶ Πολιτικά. Ἐπειδὴ δὲ τὰ κτήματα ταῦτα δὲν ὑπάγονται εἰς τὸν τόπον τῆς δικαιοδοσίας μου, ἔκρινα δέον νὰ ἀναφέρω περὶ αὐτῶν πρὸς τὴν Γραμματείαν, διὰ νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ διατάξῃ τὴν ἁρμοδίαν ἐκεῖσε Διοικητικὴν ἀρχὴν τὰ περὶ τῆς διαθέσεως τῶν κτημάτων τούτων καὶ ἐνεργηθῶσιν ἑπομένως παρ’ αὐτῆς τὰ κατὰ συνέπειαν.

Εὐπειθέστατος

Ὁ Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Τ. Σ. Ἀδὰμ Δούκας

ὁ Γραμματεὺς

Μ. Καληγᾶς».[9]

Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ μέγεθος τῶν χρονοβόρων διαδικασιῶν καὶ τῆς προχειρότητας μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετωπιζόταν ἀπὸ τὶς κεντρικὲς ὑπηρεσίες τὸ ὅλο θέμα ἐπισημαίνουμε ὅτι τὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν κρατήθηκε ἀπὸ τὴν παραλήπτρια ὑπηρεσία στὸ ἀρχεῖο της ἀλλὰ αὐτούσιο στάλθηκε στὶς 16 Ἰουλίου 1836 στὸν «Διοικητὴ τῆς Εὐβοίας», ἐπειδὴ σ’ αὐτὸ ὑπῆρχε ἡ τελευταία παράγραφος «Ἐκθέτοντες τὰ ἀνωτέρω, προσθέτουν εἰς τὴν ἀναφοράν των, ὅτι εἰς τὴν Εὔβοιαν ἡ ῥηθεῖσα Μονή, ἔχει καὶ ἄλλα κτήματα κείμενα εἰς τὰ χωρία  Ἅγιον καὶ Πολιτικά. Ἐπειδὴ δὲ τὰ κτήματα ταῦτα δὲν ὑπάγονται εἰς τὸν τόπον τῆς δικαιοδοσίας μου, ἔκρινα δέον νὰ ἀναφέρω περὶ αὐτῶν πρὸς τὴν Γραμματείαν, διὰ νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ διατάξῃ τὴν ἁρμοδίαν ἐκεῖσε Διοικητικὴν ἀρχὴν τὰ περὶ τῆς διαθέσεως τῶν κτημάτων τούτων καὶ ἐνεργηθῶσιν ἑπομένως παρ’ αὐτῆς τὰ κατὰ συνέπειαν», μὲ τὴν ἑξῆς παραπεμπτικὴ ἐπισημείωση στὸ λευκό του περιθώριο:

«Διευθύνεται πρὸς τὸν Διοικητὴν Εὐβοίας  διὰ ν’ ἀναφέρῃ περὶ τῶν κτημάτων τῶν εἰς τὴν νῆσον ταύτην κειμένων τὰ ὁποῖα τὸ μοναστὴριον τῆς Ξενιᾶς ἀντιποιεῖται,  στέλλων κατάλογον αὐτῶν καὶ γνωμοδοτῶν περὶ τῶν ἐπ’  αὐτῶν δικαιωμάτων τῆς ῥηθείσης μονῆς. Θέλει ἐπιστραφῇ ἡ παροῦσα.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 16 Ἰουλίου 1836

ὁ ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)»

Ὁ Διοικητὴς τῆς Εὔβοιας, ἀνταποκρινόμενος στὸ αἴτημα, ἔστειλε μία κατάσταση μὲ τὸν τίτλο «Κτήματα ἀνήκοντα εἰς τὸ κατὰ τὴν Εὔβοιαν Μετόχιον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς». Μετὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς κατάστασης πῆρε τὴν παρακάτω ἀπάντηση γιὰ  τὶς ἐνέργειες στὶς ὁποῖες ἔπρεπε νὰ προβεῖ:

«Ἐν Ἀθήναις τῇ 29 Αὐγούστου 1836

Περὶ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

Πρὸς τὸν Διοικητὴν Εὐβοίας

Διὰ Βασιλικῆς ἀποφάσεως ὑπ’ ἀριθ. 12338 διετάχθη ν’ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Κράτους κείμενον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων κείμενα αὐτοῦ κτήματα, διά νὰ τὰ νέμηται προσωρινῶς μεχρισότου ληφθῇ γενικόν μέτρον, πληρῶνον ὡς τὰ διατηρούμενα μοναστήρια δεύτερον δέκατον δι’ αὐτὰ εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον.

Ἐντεῦθεν ἐπί τῆς αἰτήσεως τακτικῶν ἀντιπροσώπων τῆς διαληφθείσης μονῆς δύνασθε νὰ κάμετε πρὸς αὐτοὺς, ὁπόταν παρουσιασθῶσι, τὴν παταχώρησιν τῆς προσωρινῆς ἐπινομῆς τῶν κτημάτων, τὰ ὁποῖα κεῖνται ἐν τῇ Εὐβοίᾳ καὶ τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴν ἀπὸ 18ην τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς ἀναφοράν Σας, ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν μονήν, λαμβάνοντες πάντοτε πρόνοιαν ἔγκαιρον περὶ τῆς διαθέσεως τοῦ β΄ ἐκκλησιαστικοῦ δεκάτου.

Ὁ Γραμματεύς

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)».

 

Μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθ.  43 ἔγγραφο τοῦ ἴδιου φακέλου (Φ. 626), στὸ ὁποῖο δὲν ἀναγράφεται κάποια χρονολογία, «Ἡ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.τ.λ. Γραμματεία τῆς Ἐπικρατείας» ἀπευθύνθηκε «Πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος» διευκρινίζοντας κάποιες ἀπορίες «Ἐπὶ τοῦ ἀριθ. 1899 περὶ προσωρινῆς παραχωρήσεως τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἰς τοὺς μοναχούς της ἐπὶ  πληρωμῇ διπλοδεκάτου»:

«Ἐγκριθείσης τῆς περὶ τῶν ἐντὸς τοῦ Κράτους κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς προτάσεώς μας, προσκαλεῖται τὸ Νομαρχεῖον, κατὰ συνέπειαν τῆς ἀπὸ 11 Ἰουνίου ἀπαντήσεώς μας, νὰ κοινοποιήσῃ εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς μονῆς ταύτης ὅτι παραχωρεῖται εἰς αὐτὴν προσωρινῶς καὶ μέχρις ὅτου ληφθῇ γενικὸν περὶ τῶν τοιούτων μέτρον, τὴν ἐπινομὴν τῶν ἐντὸς τοῦ Κράτους κειμένων κτημάτων της, πληρώνοντες τὸ ἐπ’ αὐτῶν β΄ δέκατον εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον, καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ διατηρούμενα τοῦ Βασιλείου μοναστήρια καὶ συγχρόνως νὰ ἐγκρίνῃ, ἄν εἰσέτι μένῃ καιρός, τὴν ἐπὶ δημοπρασίας ἐνοικίασιν τοῦ β΄ δεκάτου τούτου, προσδιορίζον τὸν ἐλάχιστον αὐτοῦ ὅρον, κατὰ τὰ προδιατεταγμένα, ἄλλως νὰ βαστάζῃ  τοῦτον  ἀπ’ εὐθείας παρὰ τῶν πατέρων λαμβάνον ὁμολογίας των ἐμπροθέσμους, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ δημοσίου ἐγγείου φόρου, καὶ ἐπὶ τῇ ἐξαιρέσει τῶν διὰ κολλήγων καλλιεργουμένων.

Κατάλογος τῶν παραχωρουμένων εἰς τὴν μονὴν κτημάτων ὑπογεγραμμένος παρὰ τοῦ Ἡγουμένου ἤ τοῦ πληρεξουσίου του θέλει μᾶς διευθυνθῇ μετὰ τῶν πρακτικῶν τῆς δημοπρασίας καὶ τῶν ὁμολογιῶν τοῦ ἐνοικίου πρὸς ἔγκαιρον εἴσπραξιν.

Εἰς δὲ  τοὺς πατέρας θέλει δοθῇ νὰ ἐννοήσουν ὅτι ὁποιαδήποτε πολυετὴς διάθεσις ἤ ἀπαλλοτρίωσις τῶν προσωρινῶς παραχωρουμένων εἰς αὐτοὺς κτημάτων τούτων ἀπαγορεύεται καὶ λογίζεται ἄκυρος, χωρὶς ἰδιαιτέρας μας ἀδείας.

Ὁ Γραμματεὺς

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Πληροφορίες γιὰ τὸ ἴδιο πάντοτε ζήτημα μᾶς παρέχονται καὶ ἀπὸ τὸ ὑπ’ ἀριθ.  44 ἔγγραφο τοῦ ἴδιου φακέλου:

«Ἐν Λαμίᾳ τὴν 25 Ἰανουαρίου  1837                    

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας.

Περὶ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς  Ξενιᾶς, εἰς Σούρπην

Ἐπειδὴ καὶ εἰς τὴν ἀπὸ 30 Ἰουνίου καὶ ὑπ’ ἀρ. 2528 ἀναφορὰν τῆς πρώην Νομαρχίας περὶ τῶν εἰς Εὔβοιαν κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς εἰς Σούρπην, δὲν ἀπαντήθημεν παρά τῆς Β. ταύτης Γραμματείας καὶ ἐπειδὴ οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς ταύτης ἀναφέρονται καὶ πάλιν εἰς τὴν Διοίκησιν ταύτην, περὶ τῶν ἀνωτέρω κτημάτων, παρακαλεῖται ἡ Β. Γραμματεία, ἀφοῦ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὴν ἀνωτέρω ἀναφορὰν τῆς Νομαρχίας νὰ διατάξῃ τὰ περαιτέρω.

Εὐπειθέστατος

Ἀντί τοῦ Διοικητοῦ Φθιώτιδος

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)».

 

Εἶχε φτάσει τὸ ἔτος 1838. Τὸ ζήτημα τῆς κυριότητας τῶν ἐπίμαχων κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη νὰ βρίσκεται σὲ ἐκκρεμότητα. Ἡ Μονὴ Ξενιᾶς, κατέχοντας προσωρινὰ πάντοτε τὰ κτήματά της, πλήρωνε στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος ὅσα εἶχαν καθορισθεῖ. Ὑπῆρχαν ὅμως κάποιες λεπτομέρειες ποὺ χρειάζονταν διευκρίνιση, ἀφοῦ πολλὰ (τὰ περισσότερα)  κτήματα  τοῦ Μοναστηριοῦ καλλιεργοῦνταν ἀπὸ κολλήγους.

Ὁ Διοικητὴς τῆς Φθιώτιδας ἀπὸ τὴ Λαμία ζήτησε στὶς 7 Φεβρουαρίου  1838 μὲ ἔγγραφό του[10] «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας» διευκρινίσεις «Περὶ τοῦ β΄  δεκάτου τῶν   διατηρουμένων Μοναστηρίων»:

«Διὰ τῆς ἀπὸ 23 τοῦ παρελθόντος μηνὸς ὑπ’ ἀριθ. 369 ἀναφορᾶς μου ἐζήτησα, κατὰ συνέπειαν αἰτήσεως τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς διατηρουμένης Μονῆς Ξενιᾶς, νὰ λάβῃ ἡ Β. Γραμματεία ἐξαιρετικὸν ὑπὲρ τῆς μονῆς ταύτης μέτρον ὡς πρὸς τὸν διπλοδεκατισμὸν τῶν διὰ κολλήγων καλλιεργουμένων ἀγρῶν.

Ἔλαβον ἀπάντησιν διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 18267 ἀπὸ 31 Ἰανουαρίου Διαταγῆς σας, ἀλλὰ τὰ ἐν αὐτῇ ἐκτεθέντα, τολμῶ νὰ εἴπω ἀντίκεινται εἰς τὰς διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 7330 ἀπὸ 31 Ἰουλίου 1836 ἐγκυκλίου δοθείσας ὁδηγίας πρὸς ζημίαν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, καθότι αἱ μὲν ὁδηγίαι λέγουν ῥητῶς, ὅτι ἀφοῦ ἐξαιρεθοῦν 25% διὰ τοὺς κολλήγους θέλει ληφθῇ ἐκκλησιαστικὸν δέκατον ἐπὶ τοῦ 75% ἐπὶ τοῦ ἀκαθαρίστου καρποῦ ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀδιάφορον ἄν ἡ καλλιέργεια ἔγεινε διὰ κολλήγων ἤ ἀπ’ εὐθείας  ἀπὸ τὴν Μονήν, ἡ δὲ τελευταία ὑπ’ ἀριθ. 18267 διαταγὴ λέγει ὅτι τὸ ἀπὸ τοὺς κολλήγους λαμβανόμενον εἰσόδημα μένει ἀφορολόγητον κ.τ.λ.

Ἑπομένως πρὶν ἤ ἐνεργήσω τὰ ἐν αὐτῇ ἐνόμισα χρέος ν’ ἀναφέρω εἰς τὴν Β. Γραμματείαν καὶ παρακαλῶ νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν της τὰ ἀνωτέρω καὶ μοὶ δώσει εὐκρινεστέρας διαταγὰς ἵνα βαδίσω πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

ὁ Εὐπειθέστατος

Διοικητής Φθιώτιδος

Ἀδὰμ Δούκας

ὁ Γραμματεὺς

Μ. Θεοδοσιάδης».

 

θ΄. Συμβολαιογραφικὴ πράξη στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα

Δὲν γνωρίζουμε ποιὰ ἀπάντηση δόθηκε στὸ παραπάνω ἔγγραφο. Γεγονὸς, ὡστόσο, εἶναι ὅτι τὸ πρόβλημα ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει στὶς λεπτομέρειές του ἀδιευκρίνιστο καὶ στὸ σύνολό του ἄλυτο. Ἡ κατάσταση δυσκολευόταν κυρίως ἀπὸ τὶς χρονοβόρες διαδικασίες τῆς ἄτεγκτης ὑπηρεσιακῆς ἀλληλογραφίας καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενοι μοναχοὶ ζοῦσαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια ἐνῶ τὰ  ἐπίμαχα κτήματά τους βρίσκονταν στὴν ἑλληνική. Ἡ μετάβαση τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὸ ἕνα κράτος στὸ ἄλλο ἦταν πολὺ δύσκολη καί, ἀπὸ ὅσο διαφαίνεται ἀπὸ τὰ παρακάτω, μᾶλλον ἀπαγορευόταν.

Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίζουν ἀποτελεσματικότερα τὰ προβλήματά τους, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐπιλύσουν τὰ διαδικαστικὰ προβλήματα τῆς μόνιμης καὶ αὐτοπρόσωπης παρουσίας τους στὸ ἔδαφος τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Ἀποδείχτηκε ὅτι μόνο μὲ τέτοια προσωπικὴ παρουσία κάποιου θὰ ἦταν δυνατόν νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα. Ὁ μοναχὸς Ἀνατόλιος ποὺ εἶχε ἀποσταλεῖ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ δὲν φαίνεται νὰ βρίσκεται πιὰ στὰ κέντρα ἀποφάσεων. Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὸς ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας του. Ἴσως τοῦ ἔλειπε νέα ἐξουσιοδότηση. Ἔπρεπε νὰ ἀποσταλεῖ ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ ἄλλος ἤ καὶ ἄλλος ἀντιπρόσωπός του, ἴσως γιὰ ἐνισχύσει τὸν Ἀνατόλιο στὶς προσπάθειές του.

Ὡστόσο φαίνεται ὅτι δὲν ἦταν εὔκολο νὰ σταλεῖ καὶ πάλι κάποιος ἐκπρόσωπος τῆς Μονῆς στὴν Ἑλλάδα. Δὲν γνωρίζουμε τὸ λόγο ἀλλά, ἀπὸ ὅ,τι ἀφήνεται νὰ διαφανεῖ μέσα ἀπὸ ὅλη τὴν σχετικὴ ἀλληλογραφία ποὺ ὑπάρχει γιὰ τὸ θέμα, δὲν μποροῦσαν, ἐπειδὴ μᾶλλον τοὺς ἀπαγορευόταν, οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς νὰ μεταβούν στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καὶ αὐτοπροσώπως νὰ ἐνεργήσουν. Δὲν μποροῦσαν ἀκόμη οὔτε νὰ μεταβοῦν ἁπλὰ καὶ μόνο νὰ ὑπογράψουν κάποια πράξη ἐξουσιοδότησης ἑνός ἀντιπροσώπου τους. Βρέθηκε ὅμως κάποια λύση.

Ἀπὸ καιρό, ἄγνωστο μὲ ποιὸν τρόπο, ἕνας μοναχὸς τῆς Ξενιᾶς, εἶχε μεταβεῖ καὶ ζοῦσε μονίμως στὸ ἐλεύθερο μέρος τῆς Ἑλλάδας,  στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια. Ἦταν ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος. Ὁ μοναχὸς Γρηγόριος φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς «ταξειδιῶτες» τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ποὺ ἐκμεταλλεύονταν ἕνα ἀπὸ τὰ διάφορα ἀπομακρυσμένα μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ὁ Γρηγόριος ζοῦσε στὴν Πελασγία. Ἦταν, δηλαδή, μόνιμος κάτοικος καὶ Ἕλληνας ὑπήκοος, χωρίς ὅμως νὰ παύσει νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ μοναχὸς τῆς Ξενιᾶς καί, τὸ σημαντικότερο, χωρὶς νὰ παύσει νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ προβλήματα τοῦ Μοναστηριοῦ. Τονίζουμε αὐτὸ γιατὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἄλλοι τέτοιοι «ταξειδιῶτες» ποὺ ἐκμεταλλεύονταν ἄλλα «μετόχια» ἤ δὲν βρίσκονταν πλέον στὴ ζωὴ καὶ τὰ «μετόχια» ἔμειναν ἀνεκμετάλλευτα ἤ, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν χαλαρότητα τῆς ἐποπτείας  καὶ τοῦ κεντρικοῦ ἐλέγχου ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τους, εἶχαν πάψει νὰ ἐνδιαφέρονται καὶ νὰ δίνουν λόγο.

Ἡ σκέψη ὅτι κάποιοι ἐκμεταλλεύτηκαν τὴν ὅλη αὐτὴ κατάσταση ἀποσκοπῶντας  τελικὰ στὸ νὰ μὴν περιέλθει ἡ ἀπέραντη κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὸν μόνο δικαιοῦχο ἀλλὰ σὲ ἄλλους δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.

Παρ’ ὅλη αὐτὴ τὴν κουραστικὴ καὶ ἴσως σκόπιμη χρονοβόρα διαδικασία οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς συνέχιζαν τὶς προσπάθειές τους. Βρῆκαν ὡς μόνη ἐπιβεβλημένη ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα πραγματικότητα λύση ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξουσιοδοτηθεῖ γιὰ νὰ ἐκπροσωπεῖ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ κάθε τόσο δημιουργοῦνταν ὁ Γρηγόριος, ποὺ ζοῦσε στὴν Ἑλλάδα, στὸ μετόχι ταῆς Πελασγίας.

Γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως ὁ μοναχὸς Γρηγόριος νὰ ἐκπροσωπεῖ νομίμως τὸ Μοναστήρι του στὶς ἐπαφές  του μὲ τὶς ἁρμόδιες ἑλληνικὲς ἀρχὲς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐφοδιασμένος μὲ ἐπίσημη ἐξουσιοδότηση ποὺ θὰ  συντασσόταν ἀπὸ ἕλληνα συμβολαιογράφο.  Ἡ μετάβαση ὅμως τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς  στὴν Ἑλλάδα προκειμένου νὰ ὑπογράψουν μιὰ τέτοια συμβολαιογραφικὴ πράξη φαίνεται ὅτι δὲν ἐπιτρεπόταν.

Ἀπὸ ὅσα ἐκτίθενται στὴ συνέχεια γίνεται φανερὸ ὅτι γιὰ τυπικοὺς λόγους δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει δεκτὴ ἀπὸ τὶς ἁρμόδιες ἑλληνικὲς ὑπηρεσίες μία ἐξουσιοδότηση ποὺ θὰ συντασσόταν ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ θὰ ἔφερνε ὑπογραφὲς ἀνθρώπων ποὺ ἦταν κάτοικοι Τουρκίας. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ συμβολαιογράφος νὰ δικαιολογήσει τὶς αὐτόγραφες ὑπογραφὲς κατοίκων τῆς Τουρκίας ἐπὶ συμβολαίου ποὺ συντάχθηκε ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ παρουσία τῶν ὑπηκόων τοῦ τουρκικοῦ κράτους μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους. Φαίνεται ἐπίσης ὅτι οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος μποροῦσε νὰ μεταβεῖ στὴν Τουρκία καὶ νὰ συνταχθεῖ στὴν Τουρκία μία συμβολαιογραφικὴ πράξη ἤ, ἴσως, νὰ μὴν ἦταν δεκτὴ μία συμβολαιογραφικὴ πράξη τουρκικῶν ἀρχῶν.

Ὅλα αὐτὰ τὰ «μεγάλα» καὶ «ἀνυπέρβλητα» ἐμπόδια, ὅλα αὐτὰ  τὰ «δυσεπίλυτα» προβλήματα δημιουργοῦνταν γιατὶ μεταξὺ  τοῦ συμβολαιογράφου, ποὺ κατοικοέδρευε στὴν ἑλληνικὴ Σούρπη καὶ τῶν καλογέρων τῆς Ξενιᾶς ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Τουρκία μεσολαβοῦσε ἕνας χείμαρρος, σχεδὸν ξεροπόταμο, τὸν ὁποῖο καθημερινὰ τὸν περνοῦσαν ἄτυπα καὶ πολλές φορές τὴν ἡμέρα ἑκατοντάδες Σουρπιῶτες ποὺ πηγαινοέρχονταν ἀπὸ τὰ σπίτια τους στὰ χωράφια καὶ ἀπὸ τὰ χωράφια τους ἐπέστρεφαν στα σπίτια τους.

Ὁ συμβολαιογράφος μποροῦσε νὰ φτάσει μέχρι τὴ μία ὄχθη τοῦ Σαλαμπριᾶ, τὴ δεξιά, ἀφοῦ μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο θὰ βρισκόταν πάντοτε ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ ἐκεῖ νὰ συντάξει τὴ συμβολαιογραφικὴ πράξη. Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, ποὺ ζοῦσαν στὴν Τουρκία, μποροῦσαν νὰ φτάσουν μέχρι τὴν ἄλλη ὄχθη  τοῦ Σαλαμπριᾶ, τὴν ἀριστερή, ἀφοῦ μέχρι τὸ σημεῖο ἐκεῖνο θὰ βρίσκονταν πάντοτε ἐπὶ τουρκικοῦ ἐδάφους. Μεσολαβοῦσε ὅμως ἀνάμεσά τους ἕνα ξερόρεμα τριῶν – τεσσάρων μέτρων φάρδους τὸ ὁποῖο συνεχῶς διέσχιζαν ὅλοι ἀνεμπόδιστα ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μέρος χωρίς διατυπώσεις. Ἔτσι ὅλα μποροῦσαν νὰ γίνουν ὄντας τὰ δύο συμβαλλόμενα μέρη τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο καὶ νὰ συνεννοηθοῦν για ὅλα. Δὲν μποροῦσαν μόνο νὰ τεθοῦν οἱ ὑπογραφὲς τῶν καλογέρων.

Γιὰ νὰ ὑπερπηδηθοῦν τὰ «ἐμπόδια» αὐτὰ καὶ νὰ εἶναι ἀπρόσβλητη ἀπὸ ὁποιονδήποτε κακοθελητὴ ἤ τυπολάτρη ποὺ ἤθελε νὰ βρεῖ ἀφορμὲς ἡ συμβολαιογραφικὴ πράξη ποὺ ἦταν  ἀπαραίτητο νὰ συνταχθεῖ, ἔγινε τὸ ἑξῆς.

Τὰ πλησιέστερα πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα, εὔκολα προσιτὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη καὶ περισσότερο πρόσφορα ἦταν, ὅπως ἀναφέρθηκε, ὁ σουρπιώτικος ποταμὸς Σαλαμπριὰς ποὺ διέσχιζε τὸν κάμπο τῆς Σούρπης ἀφήνοντας πρὸς μὲν τὴ δεξιά του ὄχθη τὴ Σούρπη, στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, πρὸς δὲ τὴν ἀριστερή του τὰ Καλύβια (Ἁγία Τριάδα), στὸ τουρκικὸ ἔδαφος. Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συνεννόηση στὶς 12 Ἰουνίου τοῦ 1839 οἱ συμβαλλόμενοι τῶν δύο μερῶν συναντήθηκαν στὶς δύο ὄχθες τοῦ Σαλαμπριᾶ γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συμβολαιογραφικῆς πράξης ἐξουσιοδότησης.

Στὴ μία ὄχθη, τὴ δεξιὰ, ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Σούρπης, στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, εἶχε φθάσει ὁ «συμβολαιογραφῶν εἰρηνοδίκης» Πυράσου[11] Ἀλέξανδρος Πέτρου, ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος, ποὺ ἦρθε, βαδίζοντας πάντοτε ἐπὶ ἐλληνικοῦ ἐδάφους, γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὴν Πελασγία μέχρι τὴ Σούρπη καὶ δύο κάτοικοι τῆς Πυράσου (Σούρπης), ὁ Δημήτριος Καράγγελος καὶ ὁ Ἀθανάσιος Ἀναγνώστου, ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦνταν ὡς μάρτυρες.

Στὴν ἄλλη ὄχθη, τὴν ἀριστερὴ, ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Ἁγίας Τριάδας, πατῶντας πάντοτε ἐπὶ  τουρκικοῦ ἐδάφους, εἶχαν φθάσει ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Γαβριὴλ καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς ἴδιας Μονῆς Καλλίνικος, Ἀγάπιος καὶ Δωρόθεος, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

Ἔτσι μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ὁμάδων τῶν ἀνθρώπων, στημένες ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη στὶς δύο ὄχθες τοῦ Σαλαμπριᾶ, ἡ μία σὲ ἑλληνικὸ καὶ ἡ ἄλλη σὲ τουρκικὸ ἔδαφος, συντάχθηκε ἡ παρακάτω συμβολαιογραφικὴ πράξη. Οἱ  καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς βεβαίωσαν προφορικά τὸν συμβολαιογράφο τὶ ἤθελαν νὰ γραφεῖ στὴν ἐξουσιοδότηση καὶ ὁ συμβολαιογράφος βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὅσα τοῦ εἶπαν οἱ καλόγεροι. Ἔχουμε ἔτσι ἕνα πρωτότυπο συμβόλαιο:[12]

 

«ἀριθμὸς διακοσιοστὸς τεσσαρακοστὸς,

Σήμερον τὴν δωδεκάτην τοῦ μηνὸς Ἰουνίου, τὸ χιλιοστὸν ὀκτακοσιοστὸν τριακοστὸν ἔννατον ἔτος ἐν Πυράσῳ, ἡμέραν δευτέραν καὶ ὥραν δωδεκάτην πρὸ μεσημβρίας, παρουσιάσθη ἐνώπιον ἐμοῦ τοῦ Συμβολαιογραφοῦντος εἰρηνοδίκου Πυράσου Ἀλεξάνδρου Πέτρου εἰς τὸ κατάστημα τοῦ εἰρηνοδικείου Πυρασίων, κείμενον παρὰ τῇ πλατείᾳ τῆς Πυράσου, ἐντὸς τῆς οἰκίας τοῦ Δημάρχου Πυρασίων Κωνσταντίνου Γεωργιάδου, ὁ κύριος Γρηγόριος ἱερομόναχος, κάτοικος Γαρδικίου, γνωστὸς μοι, καὶ ἐζητήσατο ἐπὶ παρουσίᾳ καὶ τῶν μαρτύρων κυρίου Δημητρίου Καραγγέλου καὶ Ἀθανασίου Ἀναγνώστου, κατοίκων Πυράσου, γεωργῶν, γνωστῶν μοι ἀμφοτέρων καὶ μὴ ἐξαιρουμένων ἀπὸ τὸν Νόμον, νὰ μεταβῶ εἰς τὸν παρὰ τὴν Σούρπην ῥέοντα τὸν χειμῶνα χειμέρειον  ποταμόν καὶ συντάξω αὐτόθι ἓν συμβόλαιον,

ὅθεν παραλαβὼν τοὺς προσυπογεγραμμένους μάρτυρας καὶ τὸν εἰρημένον ἱερομόναχον ἦλθον εἰς τὸν παρὰ τὴν Πύρασον χείμαρον ποταμὸν τὸν χωρίζοντα τὰ μεταξὺ Τουρκίας καὶ Ἑλλάδος ὅρια.

Σταθεὶς ἔνθεν, εἰς τὸ χεῖλος αὐτοῦ, καὶ ἐρωτήσας τοὺς πέραν ἱσταμένους ὁποῖον συμβόλαιον θὰ συντάξωσι, οἵτινες ὀνομαζόμενοι Γαβριὴλ, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, Καλλίνικος, Ἀγάπιος καὶ Δωρόθεος, ἱερομόναχοι τῆς εἰρημένης Μονῆς, κάτοικοι αὐτόθι, γνωστοί μοι, ἀποτελοῦντες τὸ Συμβούλιον τοῦ Μοναστηρίου, ἡ Ξενιά, ὡμολόγησαν ἐπὶ παρουσίᾳ καὶ τῶν λεχθέντων μαρτύρων Δημητρίου Καραγγέλου καὶ Ἀθανασίου Ἀναγνώστου, ὅτι, ἐπειδὴ τὰ Συμβούλια τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων δυνάμει τῆς ὑπ’ ἀριθ. εἰκοσιέξ χιλιάδες καὶ ἑπτακόσια ἑξήκοντα τέσσαρα, καὶ ὑπὸ τὴν δεκάτην Μαΐου τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους διαταγῆς τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας, ὀφείλουν ν’ ἀποστείλωσι πρὸς τὴν ἐν Ἀθήναις εἰρημένην Γραμματείαν ἀντιπρόσωπον διὰ νὰ ἀναγνωρισθῇ παρ’ αὐτῆς ὡς τοιοῦτος, καὶ ἐνεργήσῃ ἑπομένως τὰ ἐν τῇ εἰρημένῃ διαταγῇ ὁριζόμενα, ἀποκαθιστῶσιν ἀντιπρόσωπόν των τὸν κύριον Γρηγόριον ἰερομόναχον, πρὸς τὸν ὁποῖον παρέχουσι τὴν πληρεξουσιότητα ἵνα μεταβῇ εἰς Ἀθήνας καὶ παρουσιασθῇ πρὸς τὴν λεχθεῖσαν Γραμματείαν, παρουσιάζων ἐνώπιον αὐτῆς σημείωσιν τοῦ Β΄ δεκάτου, τὸ ὁποῖον τὸ ταμεῖον τῆς Μονῆς, ἡ Ξενιά, ἐπλήρωσεν ἐφ’ ὅλων τῶν προϊόντων τῶν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κειμένων κτημάτων της κατὰ τὰ παρελθόντα τρία ἔτη, καὶ ἐν γένει πράττων σύμφωνα μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. δεκαπέντε χιλιάδες καὶ εἴκοσι δύο Βασιλικὴν ἀπόφασιν, καὶ ὑπ’ ἀριθ. εἴκοσιν ἓξ χιλιάδες καὶ ἐνακόσια ἑξήκοντα τέσσαρα διαταγὴν τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν εἰρημένης Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας.

Πρὸς τὸν ἴδιον δίδουσι προσέτι τὴν πληρεξουσότητα νὰ ὑπογράψῃ ἀντ’ αὐτῶν τὰς διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου τοῦ β΄ Ἐκκλησιαστικοῦ δεκάτου χρεωστικὰς ὁμολογίας.

Ὅθεν συνετάχθη τὸ παρὸν συμβόλαιον, τὸ ὁποῖον ἀναγνωσθὲν μεγαλοφώνως καὶ εὐκρινῶς εἰς ἐπήκοον τῶν συμβαλλομένων καὶ τῶν μαρτύρων, ὑπεγράφη παρά τοῦ Γρηγορίου ἱερομονάχου, τῶν μαρτύρων καὶ ἐμοῦ τοῦ εἰρηνοδίκου, οἰ δὲ Γαβριὴλ, Καλλίνικος, Ἀγάπιος καὶ Δωρόθεος δὲν ὑπέγραψαν ὡς ὄντες πέραν τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, διὸ γίγνεται μνεία.

ὁ Συμβαλλόμενος Γρηγόριος                Οἰ μάρτυρς

ἱερομόναχος                                Ἀθ. Ἀναγνώστου

                                                 Δημήτριος Καράγγελος

                          Ὁ Συμβολαιογραφῶν εἰρηνοδίκης Πυράσου

                                          (Τ.Σ.) Ἀλέξανδρος Πέτρου

Διὰ τὸ ἀκριβὲς τὴν 17 Ἰουνίου, δεκάτην ἑβδόμην, τὸ χιλιοστὸν ὀκτακοσιοστὸν τριακοστὸν ἔννατον ἔτος, ἀντίγραφον

                 ὁ Συμβολαιογραφῶν εἰρηνοδίκης Πυράσου

                                 (Τ.Σ.)  Ἀλέξανδρος Πέτρου».

 

Ὁ ἱερομόναχος  Γρηγόριος μὲ τὸ  συμβόλαιο αὐτὸ στὰ χέρια του πῆγε στὴν Ἀθήνα  καὶ στὶς 28 Ἰουνίου 1839 ὑπέβαλε «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν  κ.τ.λ. Βασιλικὴν Γραμματείαν» τὸ παρακάτω ἔγγραφο:[13]

«Ἐπισυνάπτω Συμβολαιογραφικὸν ἔγγραφον διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται γνωστὸν ὅτι ὁ ὑποφαινόμενος εἶμαι πληρεξούσιος ἐπίτροπος τοῦ ἡγουμενικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καλουμένης Ξενιᾶς κειμένης ἐντὸς τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους.

Ἡ διαληφθεῖσα Μονὴ ἔχει ἐντὸς τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ἱκανὰ κτήματα κατὰ τοὺς Δήμους Κρεμαστῆς Λαρίσης[14] καὶ Πυράσου εἰς τὴν ἐπαρχίαν Φθιώτιδος.

Ὅθεν, συμφώνως μὲ τὴν ἐγκύκλιον διαταγὴν τῆς Βασιλικῆς ταύτης Γραμματείας ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενον τοῦ β΄ δεκάτου τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων, ἀπῆλθον ἐνταῦθα καὶ παρακαλῶ νὰ ἐνεργηθοῦν τὰ περαιτέρω ὅσον τάχιον διὰ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὰ καθήκοντά μου.

Ὑποσημειοῦμαι μὲ σέβας

εὐπειθέστατος ὁ ἐπίτροπος τῆς Μονῆς τῆς Ξενιᾶς

γρηγόριος ἱερομόναχος».

 

Δὲν μᾶς εἶναι γνωστὲς οἱ περαιτέρω λεπτομέρειες τῆς ὑπόθεσης τῶν ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ ἐδάφους κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Ὡστόσο, ὅπως γίνεται φανερὸ, ἀπὸ τὸ παρακάτω, ὑπ’ ἀριθ. 65 ἔγγραφο τοῦ ἴδιου φακέλου καὶ κατὰ τὸ 1844 τὸ θέμα ἐκκρεμοῦσε.

Ξαφνικὰ παρουσιάζεται καὶ πάλι «ἐπὶ σκηνῆς» καὶ ὁ μοναχός Ἀνατόλιος:

«Τὴν 8ην Ἰανουαρίου 1844

Ἀνατόλιος ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἐκ Φθιώτιδος περὶ τοῦ β΄  ἐκκλησιαστικοῦ δεκάτου

Διευθύνεται πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας, παρακαλουμένην νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τὰ παράπονα τοῦ ἀναφέροντος ἀντιπροσώπου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, καὶ διατάξῃ ὅ,τι δίκαιον. Θέλει δὲ εὐαρεστηθῇ νὰ εἰδοποιήσῃ καὶ ἡμᾶς ἐν καιρῷ, ἐπιστρέφουσα καὶ τὴν παροῦσαν.

Ὁ Γραμματεὺς

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος)».

Διακόπτουμε ἐδῶ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος αὐτοῦ ἐκτιμῶντας ὅτι ἡ περαιτέρω ἐνασχόληση δὲν ὠφελεῖ.

 

 

ι΄. Τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς ποὺ … μετακόμισε στὴν Τουρκία

 

Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς συνδέεται καὶ ἕνα ἰδιαίτερο καὶ ἀσυνήθιστο ζήτημα, ποὺ, ἄν καὶ πολὺ μικρῆς σημασίας, ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ γιὰ τὴν μοναδικότητά του .

Στὴν περιφέρεια τῆς Σούρπης, πολὺ κοντὰ στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα τοῦ 1832, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σαλαμπριᾶ τῆς Σούρπης, βρισκόταν ἕνα ἀμπέλι ἰδιοκτησίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Μετὰ τὴ χάραξη τῶν συνόρων τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς βρέθηκε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Τὸ ἀμπέλι αὐτὸ τὸ νοίκιαζε καὶ τὸ ἐκμεταλλευόταν ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς ἀπὸ τὴ Χαμάκω,[15] πληρώνοντας τὸ ἐνοίκιο στὸ ἑλληνικὸ δημόσιο, τὸ ὁποῖο θεώρησε, ὅπως ἀναφέρθηκε μὲ λεπτομέρειες στὶς παραπάνω σελίδες, ὅτι τοῦ ἀνήκουν ὅλα τὰ κτήματα τῶν μοναστηριῶν ποὺ βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, ὅπως τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς.

Στὰ 1835 ὅμως μιὰ δυνατὴ καὶ καταρρακτώδης βροχὴ πλημμύρισε τὴν περιοχὴ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της ἦταν νὰ ἀλλάξει ὁ ροῦς τοῦ Σαλαμπριᾶ ἔτσι ποὺ τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς ἐνῶ πρὶν τὴν πλημμύρα βρισκόταν πέρα ἀπὸ τὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος, νὰ βρεθεῖ μετὰ τὴν πλημμύρα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ ὄχθη, ἐπὶ τουρκικοῦ ἐδάφους. Ἔτσι τὸ συγκεκριμένο ἀμπέλι ξαφνικὰ «μετακόμισε»  ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα στὴν Τουρκία!.

Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς, θεωρῶντας ὅτι τὸ ἀμπέλι τοὺς ἀνήκει, ἀφοῦ πλέον αὐτὸ βρισκόταν στὴν Τουρκία, πῆγαν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1835 καὶ τὸ τρύγησαν. Ἡ συμπεριφορά τους αὐτὴ ἦταν καὶ μιὰ ἀντίδραση στὴν ἀνάλογη συμπεριφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τὴν τεράστια περιουσία τῆς Ξενιᾶς ποὺ βρέθηκε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος.

Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς, ὁ ἐνοικιαστὴς τοῦ ἀμπελιοῦ, ἀγνοῶντας τὶ εἶχε γίνει,  «πηγαινάμενος» νὰ τρυγήσει «δὲν εὗρεν ἄλλο τι εἰς αὐτὸ εἰμὴ κλήματα ἄνευ καρπῶν».

Φυσικὰ ἀρνήθηκε νὰ πληρώσει στὸ ἑλληνικὸ δημόσιο τὸ ἐνοίκιο τῶν 50 δραχμῶν ποὺ εἶχε συμφωνηθεῖ. Γιὰ νὰ ἀπαλλαχθεῖ ὅμως αὐτοῦ τοῦ χρέους προηγήθηκε μιὰ περιπετειώδης διαδικασία δι’ ἀλληλογραφίας, ποὺ θὰ τὴν παρακολουθήσουμε στὴν συνέχεια.

Βλέποντας τὸ ἀμπέλι τρυγημένο ὁ Σχοινᾶς ἔστειλε στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1835 τὴν παρακάτω ἀναφορὰ στὸν ἔπαρχο τῆς Φθιώτιδας:[16]

«Πρὸς τὸ Β. Ἐπαρχεῖον Φθιώτιδος       

Ὁ ὑποφαινόμενος προστρέχω εἰς τὸ Ἐπαρχεῖον τοῦτο θερμῶς καὶ εἰδοποιῶ αὐτό, ἐπειδὴ καὶ τὸ τῆς Ξενιᾶς Ἀμπέλιον, ὁποῦ κεῖται εἰς Σούρπην, ἐνοικιάσθη παρ’ ἐμοῦ, ἀνὰ  δραχμὰς πενήντα (ἀριθ. 50), ὡς δηλοῖ καὶ τὸ ἀνὰ χεῖρας μου ἐνοικιαστήριον.

Κύριε Ἔπαρχε! τὸ ἀμπέλιον τοῦτο, ὅταν ἐμετατέθησαν τὰ ὅρια εἰς τὸ παλαιόν, ἦλθον οἱ τῆς Ξενιᾶς Καλόγηροι καὶ ἐξουσιάσαν αὐτὸ ὡς ἴδιόν τους κτῆμα. Λοιπὸν μὴν ἠξεύροντας τὰ τρέχοντα, ἔστειλα ἕνα ἄνθρωπον ὥστε νὰ συνάξῃ τὸν καρπὸν ἐκ τοῦ ἄνωθεν Ἀμπελίου, πηγαινάμενος δέ, δὲν εὗρεν ἄλλο τι εἰς αὐτὸ εἰμὴ κλήματα ἄνευ καρπῶν, ὥστε ἀγνοῶ καὶ ἐγὼ τὸν συνάξαντα καὶ ὑποφαίνομαι μ’ ὅλον τὸ ἀνῆκον σέβας.

Ἐν Χαμάκῳ[17] τῇ 7 8βρίου 1835

ὁ εὐπειθέστατος

Ἰω. Σχοινᾶς».

 

Ἡ αἴτηση τοῦ Σχοινᾶ πρὸς τὸν Ἔπαρχο στάλθηκε στὸν ἁρμόδιο τότε Νομάρχη Φωκίδας καὶ Λοκρίδας, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια τὴν ὑπέβαλε «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς   Ἐπικρατείας»:[18]

«Περί τῆς Ἀμπέλου τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς.

Καθυποβάλλεται ἀναφορά, πρὸς τὸ Ἐπαρχεῖον Φθιώτιδος, τοῦ Ἰωάννου Σχοινᾶ,  ἐνοικιαστοῦ μιᾶς Ἀμπέλου κειμένης κατὰ τὸ Σούρπη, καὶ  ἀνηκούσης εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Κράτους Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς, διὰ νὰ εὐαρεστηθῇ ἡ Β. Γραμματεία νὰ διατάξῃ τὸ νὰ ἀπαλλαχθῇ ὁ ἀναφερόμενος, ὡς θεωροῦμεν δίκαιον, ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσιν, τοῦ νὰ πληρώσῃ τὰς διὰ τὸ ἐνοίκιον 50 δραχμάς, ἐπειδὴ ἡ διαληφθεῖσα ἄμπελος ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν διὰ τῆς ἐσχάτως ἐνεργηθείσης κατὰ τὸ Σούρπη διορθώσεως τῶν ὁροσήμων τῆς Γραμμῆς τοῦ Κράτους, καὶ ἔμεινεν εἰς τὸ Τουρκικὸν ἐνῶ ἐπὶ τῆς δημοπρασίας τοῦ ἐνοικίου τῶν Μοναστηριακῶν Ἀμπέλων ἐθεωρεῖτο ὡς ἑλληνικὸν κτῆμα.

Ὁ Εὐπειθέστατος Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος (Τ.Σ.Υ.)

Ὁ Γραμματεὺς (Τ.Υ.)».

 

Γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήματος ἔπρεπε ὅμως νὰ συγκατανεύσει τελικὰ καὶ ὁ βασιλιὰς τῆς Ἑλλάδας Ὄθωνας. Γιὰ νὰ δοθεῖ ἡ βασιλικὴ συγκατάθεση ὅμως ζητήθηκε ἡ γνώμη τοῦ «Ὑφυπουργείου Θρησκευμάτων καὶ Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως». Καὶ ὁ ἁρμόδιος ὑφυπουργός, ποὺ «εἶχε τὴν τιμὴ νὰ εἶναι ὁ ταπεινότατος καὶ εὐπειθέστατος δοῦλος καὶ πιστὸς ὑπήκοος τῆς Μεγαλειότητας Του», ἔστειλε τὴν γνώμη του, πρὸς τὸν Βασιλιά:[19]

«Ἡ Μεγαλειότητά του ὁ Βασιλεὺς

Ὑφυπουργεῖον

Θρησκευμάτων καὶ Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως

«Σχετικῶς μὲ ἀκύρωσιν ἑνὸς χρέους πρὸς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ταμεῖον γιὰ τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς στὴν Φωκίδα».

Ἀθῆναι, 29  Ὀκτωβρίου /10 Νοεμβρίου 1835

Ἕνα ἀμπέλι τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς πακτώθηκε (ἐνοικιάστηκε)  στὸν Ἰωάννη Σχοινᾶ ἔναντι 50 δραχμῶν γιὰ διάστημα ἑνὸς ἔτους. Ἀλλὰ ὅταν διευκρινίστηκαν τὰ ὅρια ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι αὐτὸ τὸ ἀμπέλι βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸ σύνορο, ἔτσι ὥστε οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς εἴσπραξαν μόνοι τὸ εἰσόδημα. Ὁ πακτωτὴς (ἐνοικιαστὴς)  ζητάει ἑπομένως νὰ μὴν διωχθεῖ γιὰ τὴν καταβολὴν τοῦ προαναφερόμενου ποσοῦ, καὶ θέλει νὰ ἀκυρωθεῖ τὸ γραμμάτιο ποὺ βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ ὑπεύθυνου ταμία.

Καθὼς αὐτὰ τὰ περιστατικὰ βεβαιώνονται ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν Νομάρχη, λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ ὑποστηρίξω ἐνώπιον τῆς Μεγαλειότητός Σας τὴν παράκλησιν τοῦ Ἰωάννου Σχοινᾶ, ἡ ὁποία μοῦ φαίνεται δίκαιη.

Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ εἶμαι

τῆς μεγαλειότητός Σας

ὁ ταπεινότατος καὶ εὐπειθέστατος

δοῦλος καὶ πιστὸς ὑπήκοος

(ὑπογραφὴ)».

Ἡ «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Βασιλικὴ Γραμματεία τῆς   Ἐπικρατείας» διαβίβασε τὴν αἴτηση, στὶς 30 Νοεμβρίου 1835 πρὸς «τὴν ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἐπιτροπὴν» διὰ νὰ  γνωμοδοτήσει.

Ἡ «ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴ» ἀπάντησε τελικὰ στὶς 20 Ἰουνίου τοῦ 1836  ὅτι «ἀπαλλάττει τὸν ἐνοικιαστὴν τῆς κατὰ Σούρπην ἀμπέλου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τοῦ νὰ πληρώσῃ 50 δρ. δι’ ἐνοίκιον» καὶ ἔστειλε τὴν ἀπάντησή της  «πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος»  «διὰ νὰ ἐνεργήσῃ τὰ γνωμοδοτούμενα, ἄν δὲ ἀπαιτεῖται ἔκδοσις διαταγῆς πρὸς τὸν ταμίαν, νὰ μᾶς ἀναφέρῃ διὰ νὰ διατάξωμεν τὰ δέοντα». [20]

Ὡστόσο, ἄν καὶ λίγο ἀνορθόδοξα, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς χρονολογίες τῶν σχετικῶν ἐγγράφων τῆς ἀλληλογραφίας, γιὰ νὰ ὑπάρξει καὶ ἡ βασιλικὴ συγκατάνευση, μεσολάβησαν καὶ ἄλλοι τῶν ὁποίων ζητοῦνταν ἡ γνώμη γιὰ τὸ θέμα, χωρὶς πάντοτε νὰ τὴν ἀναμένουν οἱ ἁρμόδιοι σύμβουλοι του βασιλιᾶ.

Ἔτσι στὶς  14/26 Ἰουνίου 1836 ὑποβλήθηκε στὸν Ὄθωνα καὶ ἡ γνώμη καὶ παράκληση κάποιου ἄλλου, ἀσφαλῶς μὴ ἐπίσημου ὑπηρεσιακοῦ παράγοντα, τοῦ ὁποίου ἡ ὑπογραφὴ εἶναι δυσανάγνωστη:

«Σχετικὰ μὲ τὸ ἀμπέλι τῆς Ξενιᾶς τὸ πακτωμένο (ἐνοικιασμένο) στὸν Ἰω. Σχοινᾶ.

Μεγαλειότατε!

Ἕνας κάποιος Ἰωάννης Σχοινᾶς εἶχε πακτώσει (ἐνοικιάσει) γιὰ 50 δραχ. ἕνα ἀμπέλι τοῦ Μοναστηριοῦ Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πάνω στὰ σύνορα. Σὲ συνέχεια τῆς χάραξης τῶν συνόρων, αὐτὸ τὸ ἀμπέλι ἔμεινε στὴν Τουρκία καὶ κατὰ συνέπεια ὁ μισθωτὴς ζήτησε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ πληρώνει τὸ παραπάνω ποσό.

Ὁ Νομάρχης Φωκίδας ὑποστηρίζει τὸ αἴτημά του καὶ ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἀναγνωρίζει τὸ δίκαιο.

Τολμῶ κατὰ συνέπεια νὰ ἱκετεύσω τὴν Μεγαλειότητά Σας νὰ συγκατανεύσει γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ Ἰωάννου Σχοινᾶ ἀπὸ τὸ μίσθωμα τὸ ὁποῖο ὤφειλε γιὰ ἕνα περιουσιακὸ στοιχεῖο ποὺ δὲν ἀνήκει στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια».[21]

 

Ἡ ὅλη ὑπόθεση ἔκλεισε καὶ ἐπικυρώθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Ὄθωνα καὶ ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὸ χρέος τῶν 50 δραχμῶν μὲ «βασιλικιὰ διαταγή»:

«ΟΘΩΝ

         ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ   ΤΗΣ

                  ΕΛΛΑΔΟΣ

     Ἐπὶ τῇ ἀπὸ 14/26   Ἰουνίου καὶ ὑπ’ ἀρ. 6220 προτάσει τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματείας ἐγκρίνομεν ν’ ἀπαλλαχθῇ ὁ κ. Ἰ. Σχοινᾶς τῆς πληρωμῆς 50 δραχμῶν ἐνοικίου ἑνὸς ἀμπελῶνος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς ἀποκοπέντος ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπικράτειαν.

      Ἐπιστρέφεται ἡ τῆς ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπῆς ἀναφορά.

Ἐν Ἀθήναις τὴν 17/29 Ἰουνίου 1836

Καθ’ ὑψηλοτάτην ἐπιταγὴν

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστη)».[22]

 

 

[1] Ἡ ἐκτίμηση μεγάλων ἀποστάσεων μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ὡρῶν ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ νὰ τὶς διασχίσει  ἕνας πεζοπόρος ἦταν μία συνήθης πρακτικὴ σὲ παλιότερες ἐποχές.

[2] Τὸ κ.τ.λ. εἶναι τοῦ ἐγγράφου.

[3] Οἱ δύο ἐπιστολές τοῦ Τριαντάφυλλου Λουκᾶ βρίσκονται στὸ Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Δημητριάδος (Φάκελοι Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς).

[4] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 36.

[5] Τὸ κ.τ.λ. εἶναι τοῦ ἐγγράφου.

[6] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 31.

[7] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 33.

[8] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 42.

[9] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὐπ’ ἀριθ. 27.

[10] Γ.Α.Κ. Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ἀριθ. 51.

[11] Πύρασος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν τὸ ὑπηρεσιακὰ ἐπίσημο ὄνομα τῆς Σούρπης.

[12] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 61.

[13] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 60.

[14] Δῆμος Κρεμαστῆς Λαρίσης λεγόταν τότε ἡ περιοχὴ τῆς σημερινῆς Πελασγίας τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας.

[15] Ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς εἶναι ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς εἶχαν δανειστεῖ 1.000 γρόσια προκειμένου  νὰ προβοῦν στὴν ἀγορὰ τοῦ τσιφλικιοῦ «Κελέρια», βάζοντας ὡς ἐνέχυρο τοῦ δανείου τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Ἀχίλλειο καὶ στὸν Κουκλιᾶ.

[16] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 5

[17] Ἡ Χαμάκω εἶναι ἕνα ἐγκαταλειμένο καὶ ἀκατοίκητο σήμερα χωριό, μεταξὺ τῶν χωριῶν  Ἀχιλλείου, Γλύφας καὶ  Ἁγίων Θεοδώρων. Οἱ κάτοικοί του τὸ ἐγκατέλειψαν ὁμαδικὰ κατὰ τὸ 1918 καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴ σημερινὴ θέση τοῦ Ἀχιλλείου.

[18] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 2

[19] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 1.

[20] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 35.

[21] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 30.

[22] Γ.Α.Κ. , Φάκελος «Μοναστηριακὰ Φ. 626», ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 29.