Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος ένατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ι΄. Ἡ δημιουργία τῆς κτηματικῆς περιουσίας   τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

α. Εἰσαγωγικὰ

Μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσιακὴ κατάσταση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ μὲ ἀγορὲς καὶ πωλήσεις κτημάτων της συνδέονται καὶ ἄλλα ἔγγραφα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα διασώθηκαν μέχρι τὶς ἡμέρες μας εἴτε ὡς αὐθεντικὰ κείμενα εἴτε μὲ τὴ μορφὴ ἁπλῶν δημοσιευμάτων ποὺ στηρίζονταν σὲ αὐθεντικὰ ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα ἀργότερα χάθηκαν .

Θεωροῦμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε τὸ περιεχόμενό τους, στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἐργασίας μας, γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ, ὅσο εἶναι δυνατὸν πληρέστερα, τοῦτο τὸ κεφάλαιο. Ἄν καὶ τὰ ἔγγραφα αὐτὰ εἶναι ἐλάχιστα καὶ πολὺ ἀποσπασματικὰ, φανερώνουν ὡστόσο κατὰ κάποιο τρόπο, πῶς δημιουργήθηκε ἡ τεράστια κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ γιατὶ ἦταν εὔκολη ἡ καταπάτησή της, γιὰ τὴν ὁποία τόσες πολλὲς φορὲς εἴδαμε νὰ γίνεται λόγος μέχρι τώρα.

 

β. Ἔγγραφα πρόσκτησης περιουσιακῶν στοιχείων

I. Τὸ ἀφιερωτήριο τῆς Μαλάμως ἀπὸ τὴν Πελασγία.

Στὰ 1760 ἡ Μαλάμω, θυγατέρα τοῦ Στάθη Παπαδονάτου, ἀπὸ τὴν σημερινὴ Πελασγία[1] τῆς Φθιώτιδας ἀφιέρωσε ὅλη της τὴν περιουσία στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.[2]  Ἡ ἀφιέρωση τῆς περιουσίας ὅμως τῆς Μαλάμως Παπαδονάτου ἔγινε μὲ τὸν ἀπαράβατο ὅρο νὰ εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς νὰ φροντίζουν γιὰ τὴ διατροφὴ τῆς δωρήτριας ἀλλὰ καὶ τοῦ συζύγου  της μέχρι τὸ θάνατό τους.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου τῆς Μαλάμως Παπαδονάτου μὲ τὴν ὀρθογραφία τοῦ πρωτότυπου:

«με τω παρόν φανερόνο ἐγό η μαλάμο η θιγατέρα του στάθι του Παπαδονάτου πός  αφηέροσα το βηός[3] μου εἰς διαμνημόσινον της ψηχής μου καί τον γονέον μου εἰς τό μοναστήρηον της παναγίας της επονομαζομένης Ξενηάς καί  τα έδοσα  όλα κηνητά καί   ακήνητα οσπήτηα λέγο  αμπέληα χοράφηα καί της σκαμηνές[4] βαένηα[5] καί καρούτα[6] καί οτη αλο πράγμα οτη καί ανεβρίσκετε μεσα εἰς το οσπίτη καί απο το  νην και εις το εξής ήνε η πατέρες του μοναστηρήου νέτι [7] η νηκοκηρή να τα εξουσιάζουσι και αυτή η πατέρες έχουν χρέος να με θρέφουν καί εμέ καί τον άντρα μου έος οπου   να πιθάνουμη καί διὰ τούτο   έδοσα το παρόν γράμα έ(μ)προσθεν τον  ηποκάτοθεν ηπογεγραμένον μαρτίρον καί προεστότον μας της χόρας γαρδίκη καί μετα την  θανήν μου να μην έχη να κάμη κανένας από τους συγγενής μου ουτε ο ανδρας μου  ουτε εξάδελφός μου ούτε κανένας καί διὰ τούτο εδοθί το παρόν εἰς χήρας τον πατέρον εἰς Ξενηὰ εἰς ένδηξην καί ασφάληαν 1760 [8] μαρτίου.

Παπανταζής  Ιερεύς μαρτηρώ

γιάνης του βαγγεληνου μάρτιρας

Νικόλαως ιερεύς μαρτηρώ

καγό ο σίρος του Παπαπανταζή γράφο και μαρτιρό.

Θεοχάρης καταδήκης μαρτιρό

Πάπαδιμήτρης  μαρτιρό

Παναγιότης του Πάπαλάμπο μαρτιρό

Παπαπαναγιότης από γάβρινη[9]    μαρτιρό

Πάπαθανάσης  μαρτιρό

Πάπακανή μάρτιρας

Πάπαποστόλης απὸ τους μήλους[10]

Εγώ ἀναγνόστις από γαρδίκυ[11] μαρτιρό

παντατηράηκο  μαρτιρό

μαρτιρώ Παπαδιμήτρης του θανασίου

σταμάτι Χριστόδουλε μαρτιρό

κοτζικ…..   μαρτιρό ……

κυρηαζή γαήτανα από μαχαλά[12] μαρτιρό».

Ὅπως γίνεται φανερὸ ἡ κτηματικὴ περιουσία ποὺ πρόσφερε στὸ Μοναστήρι ἡ θυγατέρα τοῦ Παπαδονάτου», «Μαλάμω», βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Πελασγίας. Μὲ τὸν ἴδιο περίπου τρόπο πολλοὶ ἄλλοι κάτοικοι τῶν γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι χωριῶν, καὶ ὄχι μόνο τῶν γύρω, πρόσφεραν κτήματά τους στὸ Μοναστήρι.

Ἡ ἀφιέρωση ἀκινήτων περιουσιακῶν στοιχείων, καὶ μάλιστα ὄχι μεγάλης ἀξίας, μὲ τέτοιους ὅρους  τῆς ὑποχρέωσης, δηλαδή, τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ φροντίζουν γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν ἀφιερωτῶν, ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονὸς σ’ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ἀρκετὲς φορὲς ἡ ἀφιέρωση αὐτὴ ἦταν μία ἀναγκαστικὴ λύση γιὰ τοὺς ἀφιερωτὲς ἐπειδὴ δὲν ἦταν σὲ θέση οἱ ἴδιοι νὰ ἐκμεταλλευτοῦν ἀποδοτικὰ τὰ περιουσιακὰ τους στοιχεῖα καὶ δὲν ὑπῆρχαν κληρονόμοι νὰ ἀναλάβουν μία παρόμοια ὑποχρέωση.

Ἡ ἀφιέρωση γινόταν μονομερῶς καὶ δηλωνόταν μὲ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἀφιερωτῆ πρὸς τὸ Μοναστήρι ἤ ἕνα ἐμμάρτυρο ἔγγραφο ποὺ συντασσόταν ἀπὸ κάποιον γραμματικὸ καὶ ὑπογραφόταν ἀπὸ μάρτυρες. Δὲν φαίνεται νὰ ζητοῦνταν ἡ συγκατάθεση τῆς Μονῆς καὶ δὲν ὑπογραφόταν τὸ ἀφιερωτήριο ἔγγραφο ἀπὸ ἐκπροσώπους της ὡς μία κοινὴ συμφωνία καὶ ἀποδοχὴ τῶν ὅρων τῆς παραχώρησης. Δὲν ἔχουμε, ὡστόσο, ὑπ’ ὄψη μας κάποια ἔγγραφη βεβαίωση, ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ, ἀποδοχῆς τέτοιων προσφορῶν ὑπὸ ὅρους.

Στὸ ἀφιερωτήριο ἔγγραφο τῆς Μαλάμως Παπαδονάτου, ὡστόσο, δὲν διευκρινίζεται μὲ ποιὸ τρόπο οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς θὰ φρόντιζαν γιὰ τὴ διατροφή τῆς ἴδιας καὶ τοῦ συζύγου της.

 

ΙΙ. Τὸ ἀφιερωτήριο τοῦ Θεοδόση ἀπὸ τὴ  Γούρα.

Στὰ 1783 ὁ Θεοδόσης, γιὸς τοῦ παπα – Εὐσταθίου ἀπὸ τὴ Γούρα, ἀφιέρωσε στὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ὅλη του τὴν περιουσία. Ἡ ἀφιέρωση καὶ τούτη τὴ φορὰ ἔγινε μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὅσο θὰ ζοῦσε ὁ ἴδιος θὰ τρεφόταν ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τῶν περιουσιακῶν του στοιχείων καὶ μόνο μετὰ τὸν θάνατό του θὰ ἀνῆκαν ὅλα στὸ Μοναστήρι. Ὁ Θεοδόσης, ὡστόσο, ὅπως βεβαιώνεται στἠν ἴδια μαρτυρία, ἔγινε καὶ μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς παίρνοντας τὸ ὄνομα Θεόκλητος.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου τοῦ Θεοδόση ἀπὸ τὴ Γούρα:

«Γράμμα ἀφιερωτήριον Θεοκλήτου μοναχοῦ [13]

+ Μὲ τὸ παρὸν γράμμα φανηρόνο καὶ ὁμολογῶ ἐγὼ ὁ Θεοδώσης υἱὸς τοῦ ποτὲ παπᾶ Εὐσταθίου [14] ἀπὸ Γούρα ὅτι πῶς ἰδιοθελήτως ἔκραξα τοὺς εὑρεθέντας προεστούς μας καὶ γέροντας καὶ ἀφιέροσα τὸ  ὁσπήτιόν μου ὅς καθὼς εἶναι μὲ ὅλον του τόπον ὅπου ὅριζα εἰς τὸ μοναστήριον τῆς ξενιᾶς τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου ἀκῶμη ἀφηέροσα καὶ ἕνα χωράφιον δέκα κουβέλια [15] ὅπου εἶναι στὴ σημήζη καὶ ἕνα χοράφι εἰς τὴν μόργια [16] ἄλλα δέκα κουβέλια, αὐτὰ τὰ ἀφηέροσα εἰς τὸ μοναστήριον καὶ ἀπὸ τὸ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν ἔχει νὰ ζητήσῃ κανεῖς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μου, ἀλούτε ἐγὼ ἀτός μου ἐξέσκοψα, καὶ ἔχομεν σημφονῆν μὲ τοὺς ἁγίους πατέρας τοῦ μοναστηρίου ὁποὺ νὰ μὴν ἔβγω ἔξω ἀπὸ τὸ ὀσπήτιόν μου νὰ ἀπεθάνω μέσα, ἐπειδὴ καὶ ἔβαλα καὶ ἐγὸ τὴν μετάνιάν μου εἰς τὸ μοναστήριον,[17] καὶ διὰ τὴν ζωοτροφίαν μου ἔχοντας τὰ χοράφια μου ἀφηερομένα καὶ νὰ τὰ  δολεύομεν  ὅσον ζῶ μὲ θέλιμα τῶν πατέρον καὶ τὸ ἠσώδημά τους νὰ τρόγου καὶ νὰ θρέφομε ἀπὸ τὰ χωράφια καὶ ἀπὸ τὴν ζωοτροφίαν μου ἀνίσως καὶ ἀρτηρίσῃ [18] νὰ ἦναι τοῦ μοναστηρίου καὶ νὰ τένομε καὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ ἀκόμη καὶ ἑπτὰ κεφάλια γελάδια ἔχω, τὰ ὁποῖα γελάδια ἔχω νὰ τὰ ὁρίζω ἐγὸ ὁ ἄνοθεν Θεοδώσης ὅσον ζῶ νὰ μὴν ἔχῃ νὰ κάμῃ ἄλλος τινὰς καὶ ὁπόταν πεθάνω νὰ ἦναι τὰ γελάδια τοῦ μοναστηρίου ὅσα καὶ ἄν βρεθοῦν καὶ ἄλο ὅτη καὶ ἀνεβρεθῇ μετὰ τὸν θάνατόν μου κινητᾶ καὶ ἀκίνητα νὰ ἦναι ὅλα τοῦ μοναστηρίου καὶ ἡ ἀχηρόνα μου ὁποῦ εἶναι  εἰς τες πιβαδάτικες [19] μαζὺ μὲ τὸ ἀλόνη τὰ ἔχω καὶ αὐτὰ ἀφηερωμένα μαζὺ μὲ τὰ χωράφια μου καὶ διὰ τὸ βέβαιον τῆς ἀληθείας ἔγεινε τὸ παρόν μου γράμμα κατέμπροσθεν τῶν εὑρεθέντων γερόντων καὶ λυπῶν μαρτυρων καὶ ἐδόθη τὸ παρόν μου γράμμα εἰς χεῖρας τῶν πατέρων τῆς ξενιᾶς καὶ ἔστω εἰς βεβέωσιν 1783  δεκεμβρίου 3.

Οἰκονόμου Παναγιότις ἱερεὺς παρόν

Χ΄΄Θεώδορος μαρτηρῶ

Γεωργάκης κιντὸς παρόν

Γιάννης χατζῆ νικάβου παρόν

Αναγνώστης υἱὸς τοῦ Εὐσταθίου Καρβελᾶ παρόν

ἀναστάσης τομαρᾶ παρόν

λάμπρος τομαρᾶ παρόν.»

Στὸ παραπάνω ἀφιερωτήριο ἔγγραφο τοῦ Θεοδόση Παπα-Εὐσταθίου δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις. Τὸ ἀφιερωτήριο συντάχθηκε μὲ τὴ σύμφωνο γνώμη, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ ἀφιερωτής, τῶν μοναχῶν τῆς Ξενιᾶς. Διευκρινίζεται ἀκόμη ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἀφιερωτὴς θὰ καλλιεργεῖ τὰ παραχωρηθέντα κτήματα καὶ θὰ ἐκμεταλλεύεται καὶ τὰ ὑπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεῖα γιὰ νὰ ἐξασφαλίζει γιὰ τὴ διατροφή του, «τὴ ζωοτροφία» του, καὶ ἄν τυχὸν περισσεύει κάτι, «ἀνίσως καὶ ἀρτηρίσῃ», αὐτὸ θὰ εἶναι εἰσόδημα τοῦ Μοναστηριοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεοδόσης θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει στὴ Γούρα καλλιεργῶντας τὰ κτήματά του καὶ ταυτόχρονα θὰ ἦταν καὶ μοναχὸς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Ἔτσι ἡ περιουσία του ἦταν ἔνα εἶδος μετοχιοῦ τοῦ μοναστηριοῦ. Τέτοιου εἴδους «Μετόχια» ὑπῆρχαν πολλά.

Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο φαίνεται ὅτι γινόταν μὲ ὅλες τὶς ἀφιερώσεις μικρῶν περιουσιῶν. Περιέρχονταν στὴν πραγματικὴ κυριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ μετὰ τὸ θάνατο τῶν ἀφιερωτῶν. Ὁ θάνατος ὅμως αὐτὸς, ὅταν ἐπερχόταν, καθὼς οἱ ἀφιερωτὲς ἦταν πάρα πολλοὶ καὶ σκορπισμένοι σὲ διάφορα μέρη, δὲν γνωστοποιοῦνταν ἔγκαιρα καὶ πάντοτε στὸ Μοναστήρι. Ἀλλὰ καὶ ὅταν γνωστοποιοῦνταν δὲν ἔσπευδαν οἱ μοναχοὶ  νὰ διεκδικήσουν ὅ,τι τοὺς ἀνῆκε. Ἔτσι πολλὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς παρέμεναν γιὰ χρόνια ἀνεκμετάλλευτα καὶ λησμονημένα. Οἱ κτηματικὲς αὐτὲς περιουσίες οἱ ὁποῖες παραχωροῦνταν μὲν στὸ Μοναστήρι ἀλλὰ καλλιεργοῦνταν καὶ γινόταν ἡ ἐκμετάλλευσή τους ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἀφιερωτὲς τους μὲ μόνη ἀμοιβὴ νὰ ἔχουν ἐξασφαλισμένη τὴ διατροφή τους εἶχαν περίπου τὴ μορφή μικρῶν μετοχιῶν. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ποὺ τὴν ἐκμετάλλευση αὐτῶν τῶν «μετοχιῶν» τὴν ἀναλάμβαναν κάποιοι καλόγεροι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μονίμως σ’ αὐτὰ, ἔχτιζαν μικρά σπίτια καὶ πολλὲς φορὲς καὶ μικρὲς ἐκκλησίες. Αὐτὰ θεωροῦνταν καὶ ἀντιμετωπίζονταν ὡς προσωπικὲς ἰδιοκτησίες των ἴδιων τῶν μοναχῶν.

 

ΙΙΙ. Διάφορα ἄλλα ἀφιερωτήρια καὶ τίτλοι ἰδιοκτησίας τῆς Ξενιᾶς

Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ παρόμοια ἀφιερωτήρια ἔγγραφα στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἦταν τοποθετημένα στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ τυλιγμένα σὲ σχῆμα κυλίνδρου μὲ τὸ κείμενο πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ καὶ δεμένα τὸ καθένα χωριστὰ μὲ μιὰ κορδέλλα. Στὴν πίσω, τὴν ἐξωτερικὴ, πλευρὰ τοῦ ἐγγράφου γραφόταν, γιὰ διευκόλυνση τῆς ταξινόμησής τους καὶ τὴν εὔκολη καὶ γρήγορη ἀναγνώρισή τους, ὁ τίτλος του. Ἔτσι στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ παραπάνω ἀφιερωτηρίου γράμματος τοῦ Θεοδόση ἀπὸ τὴ  Γούρα ἦταν γραμμένη, μὲ τὸ χέρι προφανῶς κάποιου καλόγερου, ἡ ἐπεξήγηση: «Ὁμολογία τοῦ Θεοκλήτου ἀπὸ τὴ γούρα ὁποῦ ἀφυέρουσι τὸ σπίτι του καὶ τὰ χουράφια».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, καταλαβαίνοντας ὅτι τὸ περιεχόμενο τῶν τουρκόφωνων ἤ καὶ ἑλληνόφωνων αὐτῶν ἐγγράφων μποροῦσε νὰ εἶναι πολύτιμο, προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ πείσει τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς νὰ τοῦ τὰ ἐμπιστευθεῖ καὶ νὰ φροντίσει γιὰ τὴν μετάφρασή τους στὴν ἑλληνική, γιὰ τὴν ὁποία μετάφραση μάλιστα εἶχε ἐξασφαλίσει καὶ τὴν ἀπαιτούμενη δαπάνη, ἀλλὰ στάθηκε ἀδύνατον. Ἔτσι ἀρκέστηκε μόνο στὸ νὰ καταγράψει τοὺς τίτλους των καὶ αὐτοὶ νὰ φθάσουν ἕως τὶς ἡμέρες μας ἐπειδὴ παράλληλα φρόντισε νὰ δημοσιευθοῦν.

Παραθέτουμε τοὺς τίτλους  ἤ τὶς χαρακτηριστικὲς πληροφορίες μερικῶν τέτοιων ἐγγράφων:[20]

«Ὅτι εἶναι ὁ λογαριασμὸς τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου χρονῶν διακοσίων»

«Ὅτι νὰ μὴ δίδωσι σπέντζαν[21] εἰς τὸν σπαχῆν,[22] οὔτε τὰ ὑπάρχοντά των νὰ ἐξουσιάζωνται παρά τινος ἄλλου, εἰμὴ ἀπὸ τοὺς μοναστηριακούς, φιρμάνι τοῦ Ἁγίου Νικολάου».

«Ἐτοῦτο τὸ φιρμάνι εἶναι χρονῶν 161 Σουλτὰν Ἰμπραήμ».

«Τὸ μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κοκός – μουκατασὶ,[23] ταπὶ εἰς χωρίον Κελλέργια: τοῦ Ἁγίου Σταγῶν δεφτέρ νὰ μὴ γίνηται».

«Φιρμάνι διὰ τὰ ῥεητὰ : 1792 : δεκεμβρίου 18».

«Φιρμάνι τοῦ Σουλτὰν Σουλεϊμὰν 1101.[24]»

«Φιρμάνι ὅπου νὰ μὴν πληρώνουν καισήμι ἡ καλογέλη[25] τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ εἶναι χρονῶν : 104 : – Τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁρισμὸς διὰ τοὺς καλογέρους».

«Χουτζέτι ἀπὸ τὸν ἰσούφη τὸν γραμματικόν Τζήκα ἀπὸ τοὺς Κοκκοτοὺς ἀποκριθήκαμε εἰς τὸν Ἀρμερό. Χουτζέτι τοῦ Ἰσούφαγα γραμματικοῦ Τζήκο ἀπὸ τοὺς Κοκκοτοὺς ἀποκριθήκαμε εἰς τὸν Ἀρμερόν.»

«Χουτζέτι τοῦ 1170[26]»

Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὸ αὐτοῦ τοῦ εἴδους  ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μεμονωμένα μικρὰ σὲ ἔκταση χωράφια διασκορπισμένα σὲ διάφορες περιοχὲς καὶ σὲ μεγάλες ἀποστάσεις ἀπὸ τὸ Μοναστήρι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφυλάσσονται ἄθικτη κυρίως ὅταν, ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, ὁ ἀφιερωτὴς ἔπαυε νὰ ὑπάρχει στὴ ζωή.

Ἡ πλήρης ἀξιοποίησή τους καὶ ἡ ἐκμετάλλευσή τους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν αὐτοπρόσωπη παρουσία καὶ ἐπιστασία τῶν μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἡ καταπάτησή τους ἀπὸ τοὺς κατόχους τῶν γειτονικῶν κτημάτων, ἰδίως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ δωρεοδότη, ἦταν εὔκολη.

Μόνο τὸ αἴσθημα τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸ Θεῖο, πρὸς κάθε «βακούφ’κο», σ’ ὅποιους καὶ ἐὰν τὸ αἴσθημα  αὐτὸ ὑπῆρχε, παρεῖχε κάποια ἐγγύηση. Ἦταν, λοιπόν, φυσικὸ οἱ καλόγεροι, ὕστερα ἀπὸ χρόνια νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐλέγξουν τὴν κατάσταση. Ἔτσι στηρίζονταν στὸ «φόβο θεοῦ» τῶν χριστιανῶν. Ἡ γενικὴ αὐτὴ αἴσθηση ὅλων ὁδήγησε τὸ λαὸ στὴ δημιουργία τῆς λαϊκῆς ρήσης «ὁ φόβος φυλάει τὰ ἔρημα».

Μιὰ τέτοια κατάσταση καὶ ἕνα τέτοιο αἴσθημα στὸ λαὸ δικαιολογοῦσε καὶ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας καταδίκης, τῆς θείας τιμωρίας, τῆς κολάσεως,  τοῦ αἰωνίου πυρὸς, τῆς ἀγχόνης τοῦ Ἰούδα κ.τ.λ. ποὺ εἴδαμε παραπάνω,

Ἡ κτηματικὴ περιουσία ὅμως τοῦ Μοναστηριοῦ δὲν ἀποτελέστηκε μόνο ἀπὸ τέτοιες δωρεές. Τὸ μεγαλύτερο μέρος της ἀποκτήθηκε μὲ ἀγορὲς.

 

IV. Ἡ ἀγορὰ παραθαλάσσιας ἔκτασης στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης.

Στὰ 1783, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σούρπης, μιὰ παραθαλάσσια ἔκταση μὲ τὴν ὀνομασία «Σένεζ», στὴν τιμὴ τῶν 2.000 γροσίων.

Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ κάποια ἔκταση στὴ σημερινὴ τοποθεσία «Νηές» τῆς Σούρπης. Εἶναι ὅμως δύσκολο νὰ καθορισθεῖ σήμερα ἡ ἀκριβὴς τοποθεσία της, γιατί στὸ σχετικὸ πωλητήριο ἔγγραφο, ποὺ ἔχουμε ὑπόψη μας καὶ τὸ δημοσιεύουμε στὴ συνέχεια, δὲν δίνονται σαφεῖς περιγραφικὲς καὶ ὁριοθετικὲς λεπτομέρειες.

Ἡ ἔκταση ποὺ πουλοῦσαν οἱ Σουρπιῶτες στὸ Μοναστήρι ἀνῆκε πρὶν, ἄγνωστο μὲ ποιὰ διαδικασία καὶ ἀπὸ πότε, στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ τοῦ Δρυμῶνα.

Ἀντιπρόσωποι τῶν κατοίκων τῆς Σούρπης στὴν πώληση ἦταν δύο δημογέροντες τοῦ χωριοῦ ὁ «Ἀναγνώστης» καὶ ὁ «Κονόμο». Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, πού, ὡς ἐκπρόσωποί της ὑπέγραψαν τὴ συγκεκριμένη συμβολαιογραφικὴ πράξη πώλησης καὶ ἀγορᾶς, δὲν ἀναφέρονται ὀνομαστικὰ στὸ πωλητήριο ἔγγραφο. Τὸ συγκεκριμένο ἔγγραφο δὲν τὸ ὑπογράφουν οὔτε οἱ πωλητὲς οὔτε οἱ ἀγοραστὲς παρὰ μόνο ὁ βοεβόδας τῆς περιφέρειας Ἁλμυρού (Ἐρμιγιέ),[27] ὁ  Ἐλχάτζ Μαχμοὺτ.

Ἴσως ἀκριβῶς γιὰ τὶς παραλείψεις αὐτὲς νὰ θεωρήθηκε ἄκυρο, ἄν δὲν ἦταν ἕνα εἶδος προσυμφώνου, καὶ γι’ αὐτό, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ξανασυντάχθηκε ἀργότερα.

 

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου:

«Μὲ τὸ παρὸν ἔγγραφον γίνεται γνωστὸν ὅτι: Τὸ χίλια ἑκατὸν ἐνενήντα ὀκτὼ[28] οἱ χριστιανοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Σούρ […], [29]  ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μισθωμένα κατ’  ἀποκοπὴν χωριὰ Κοκὸς [30] καὶ μάλιστα οἱ δημογέροντές τους «Ἀναγνώστης» καὶ «Κονόμο» πούλησαν τὸν τόπο ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Σένεζ» καὶ ποὺ εἶχαν ἀγοράσει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τοῦ «Δρυμῶν», τὸ χωράφι, τὸ δάσος καὶ τὸ «νταλιάνι»[31] μὲ τὰ ἐξαρτήματά τους, συνορευόμενα ἀπὸ τὴ βάση τῆς βρύσης Ἁγίας Τριάδας, τὸ ρέμα «Κόκκινο-βιρο» μέχρι τὴν ὄχθη τῆς θάλασσας, μὲ σωρὸ ἅλατος καλυμμένο μὲ χῶμα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ πέλαγος, ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὰ σύνορα τῶν πωλητῶν[32] μοναχῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὰ σύνορα τοῦ χωριοῦ Σούρμπι ἔναντι δύο χιλιάδων γροσίων, μὲ ἄδεια τοῦ ἰδιοκτήτη γαιῶν[33] καὶ ἀφοῦ κατέβαλαν τὸ φόρο γῆς.

Τὸ παρὸν ἔγγραφο δόθηκε στοὺς προαναφερθέντας μοναχοὺς γιὰ νὰ κατέχουν τὸν τόπο ποὺ εἰπώθηκε μὲ τὰ εἰρημένα σύνορα ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ καταβάλλουν κάθε ἔτος τὴ νόμιμη δεκάτη στὸ κυβερνητικὸ ταμεῖο. Νὰ μὴν ἀναμιχθῆ κανένας ἄλλος.

Ἐλχάτζ (προσκυνητὴς) Μαχμοὺτ, βοεβόδας

τοῦ Κόκος,[34] Ἐρμιγιέ[35]».

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο ἦταν γραμμένο στὴν τουρκικὴ γλώσσα καὶ παρέμεινε ἀμετάφραστο στὸ ἀρχεῖο τοῦ Μοναστηριοῦ μέχρι τὸ 1986, ὁπότε, σύμφωνα μὲ τὴν  ἐπισημείωση ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτό, μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν δικηγόρο Ἀντώνιο Γρ. Γρηγοριάδη:

«Βεβαιοῦται συμφώνως τῷ ἄρθρῳ 53 τοῦ  κώδικος περὶ δικηγόρων ὅτι ἡ παροῦσα μετάφρασις ἀφορᾷ εἰς τὸ συνημμένο τουρκιστὶ συντεταγμένο ἔγγραφον.

Ἐν  Θεσσαλονίκῃ τῇ 4-1-1986,

ὁ  μεταφράσας δικηγόρος  Ἀντώνιος Γρ. Γρηγοριάδης.»

 

V. Ἀφιερωτήριο τῆς Μορφίας, συζύγου τοῦ Ἠλία Κανέλλου.

Στὰ 1789 ἡ Μορφία, σύζυγος τοῦ Ἠλία Κανέλλου, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, ἀφιέρωσε κτηματικὴ περιουσία στὴν «ἁγία εἰκόνα» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, βάζοντας καὶ αὐτὴ κάποιους ὅρους ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν διατροφή της.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου της:[36]

«1789 απριλλίου 10 Λεβαδεία.

Διὰ τοῦ παρόντος γίνεται δῆλον τοῖς πᾶσι, πὼς ἐγώ ἡ μορφία ἡ γυνή τοῦ μακαρίτου ἡλία κανέλου ἀφιερώνω με Ἰδίαν μου, και προαίρεσιν εἰς τὴν ἁγίαν εἰκὀνα τῆς παναγίας ὀνομαζομένης Ξενιᾶς[37] το ὀσπίτι μου το μισόν ὁποῦ ἦτον τοῦ μακαρίτου τοῦ παιδίου μου τοῦ ἀγγελάκη, και το ἀμπέλι το πατρικόν τοῦ παιδίου μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀμπέλι ἔχει νά δώση το μοναστήρι δύο στρέμματα τοῦ γαμπροῦ μου τοῦ κωνσταντῆ, καί τὸ ἄλλο ὅσον καὶ ἄν εἶναι τῆς παναγίας ἀφιέρωμα τῆς Ξενιᾶς. καί ἀπὸ τώρα καί εἰς τό ἑξῆς νά εἶναι Ἴδιοι νοικοκυραῖοι οἱ πατέρες τῆς παναγίας να κάμουν ὅπως θέλουσι καί ἀγαποῦσι αὐτό τό ὀσπῆτι τό ἀφιέρωμα τοῦ παιδίου μου, καί τό ἀμπέλι του. καί ἐγώ, καί οἱ   θηγατέρες μου, καὶ ὅποιος ἄλλος συγγενής μου νά εἴμεσθεν ἀπόξενοι ἀπό τό  πρᾶγμα αὐτό, και νά τό ὁρίζη τό μοναστήρι, ως  ἐδικόν του πρᾶγμα. καί ὅποιος ἐναντιωθῆ εἰς αὐτό ἐδικός μου, ἤ ἄντρας εἶναι, ἤ γυναῖκα, νά ἔχη ἀντίδικον αὐτήν τήν κυρίαν ἡμῶν Θεοτόκον εἰς ὅλην του τήν ζωήν καί ἐδῶ καί εἰς τήν ἄλλην τήν μέλλουσαν ζωήν παιδεύοντες καί τιμωροῦντες αὐτόν. ὁ μονογεννής αὐτῆς εἰός μετὰ τῶν ἐν τῆ ἀριστερᾶ. οἱ δέ πατέρες της παναγἰας νά ἔχουν νά μοῦ δίδουν καί ἐμένα τόν καθ’ ἕκαστον χρόνον διά ζωοτροφίαν, ἄν ζήσω, δέκα κοιλά σιτάρι, καί δεκαπέντε ὀκάδες τυρί, καί πέντε ὀκάδες βούτυρον, καί δέκα ὀκάδες λάδι. ὅθεν διά τό βέβαιον τῆς ἀληθείας   δέδωκα τό παρόν μου βεβαιωτικόν γράμμα τῶ ἁγίω ἀρχιμανδρίτη τῆς παναγίας κύρ ἀμβροσίω ἐνώπιον τῶν ὑποκάτωθεν         γεγραμμένων μαρτύρων εἰς ἔνδειξιν καὶ ἀσφάλειαν:

Μορφία βεβεώνο τα ἄνωθεν διαχειρός ἐμοῦ Λουκᾶ παπάευσταθείου καί διααυτοίς μαρτηρό

Ἀρχιμανδρίτης αθανα καί επήτροπο …(δυσανάγνωστες δύο λέξεις) βεβεώνο, (στο ἀριστερό περιθώριο τώρα):  Χαντζί Ζίσιμος, μαρτιρῶ: σταθης μανολα μαρτηρο, γιανανης μπερτελις μαρτιρω»

 

Ἡ  Μορφία, χήρα Ἠλία Κανέλου, γίνεται στὸ ἀφιερωτήριό της περισσότερη σαφὴς ὡς πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις της. Ζητάει κάθε χρόνο νὰ τῆς δίνουν  δέκα κοιλὰ σιτάρι (=220 ὀκάδες), δεκαπέντε ὀκάδες τυρί, πέντε ὀκἀδες βούτυρο καὶ δέκα ὀκάδες λάδι.

 

VI. Ἡ ἐπαναγορὰ τῆς παραθαλάσσιας ἔκτασης στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης.

Δέκα χρόνια μετὰ τὴ σύνταξη τοῦ πρώτου πωλητηρίου ἐγγράφου, μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Σούρπης καὶ τῶν καλογέρων τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὰ 1794, ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω, συντάχθηκε ἕνα νέο πωλητήριο ἔγγραφο πάλι μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς Σούρπης, ὡς πωλητῶν, καὶ τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὡς ἀγοραστῶν.

Ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ δευτέρου αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου δίνεται σαφὴς ἡ ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ πώληση τῆς ἴδιας ἔκτασης. Εἶναι δύσκολο νὰ ἐξηγηθεῖ γιατὶ συντάχθηκε νέο ἔγγραφο μὲ ἀντικείμενο πώλησης τὴν ἴδια πάντοτε ἔκταση. Ἀκυρώθηκε τὸ πρῶτο; Δὲν θεωρήθηκε ἐκεῖνο ἐπίσημο καὶ ἀντικαταστάθηκε; Ἦταν τὸ πρῶτο πωλητήριο ἕνα εἶδος προσυμφώνου τὸ ὁποῖο, γιὰ ἄγνωστους λόγους, ἐπικυρώθηκε ὕστερα ἀπὸ δέκα χρόνια;

Ἡ τιμὴ πώλησης, ὡστόσο, εἶναι καὶ πάλι ἡ ἴδια, 2.000 γρόσια. Τὰ ὅρια τῆς πωλούμενης ἔκτασης εἶναι τὰ ἴδια, ἄν καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἀσαφῆ. Ἴσως τὸ πρῶτο ἔγγραφο ἦταν ἕνα εἶδος προσύμφωνου, στὸ ὁποῖο δὲν προσέχτηκαν κάποιες λεπτομέρειες.

Τούτη τὴ δεύτερη φορὰ  ὅμως στὸ πωλητήριο ὑπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες. Ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα τῶν ἐκπροσώπων ἀγοραστῶν καλογέρων καὶ ἀναφέρεται μὲ κάποια σαφήνεια τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκπροσωποῦσαν, κάτι ποὺ δὲν ἀναφερόταν στὸ πρῶτο ἔγγραφο. Οἱ ἀγοραστὲς εἶναι μοναχοὶ τῆς «Μονῆς Κελέρια».

«Μονὴ Κελέρια» ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἡ «Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς», δὲν εἶναι τὸ κανονικό, «παριαρχικὸ καὶ σταυροπηγιακὸ» Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Εἶναι τὸ «Κάτω Μοναστήρι», αὐτὸ ποὺ σὲ ἄλλα ἔγγραφα ἀναφερόταν ὡς «Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου» καὶ ἦταν, ὅπως σαφέστατα εἴδαμε νὰ δηλώνεται καὶ νὰ ἐπιβεβαιώνεται μὲ πατριαρχικὰ σιγγίλια, μετόχι τοῦ πραγματικοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

Θὰ μποροῦσε κάποιος, ἀναζητῶντας τοὺς λόγους τῆς σύνταξης τοῦ δεύτερου αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου, νὰ σκεφθεῖ ὅτι ἴσως ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους νὰ ἦταν καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ σαφὴς  ἀναφορὰ στὴν ὀνομασία τοῦ «Μοναστηριοῦ», ὡς μία ἔγγραφη μαρτυρία καὶ κατοχύρωση κυριαρχικῶν δικαιωμάτων στὴν προσπάθεια ποὺ ἀπὸ χρόνια γινόταν γιὰ τὴν ἀνεξαρτοποίηση τοῦ «Μετοχίου» καὶ τὴν ἀνακήρυξή του σὲ ἰδιαίτερο μοναστήρι.

Ἡ Σούρπη, ποὺ στὴν ἐποχὴ τῆς ἀρχικῆς ἀγορᾶς, στὰ 1783 -1784, ἀνῆκε στὴν περιφέρεια Ἁλμυροῦ, τώρα, στὰ 1794, ἐποχὴ ὑπογραφῆς τοῦ δευτέρου πωλητηρίου, ὑπαγόταν στὴν «Ὑποδιοίκηση Λειβαδιᾶς», ὅπως συμπεραίνεται ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν δύο πωλητηρίων ἐγγράφων.

 

Παραθέτουμε, χωρίς περισσότερα σχόλια, τὸ κείμενο τοῦ δευτέρου αὐτοῦ πωλητηρίου ἐγγράφου:

«Οἱ χριστιανοὶ δημογέροντες Ἀναγνώστης τοῦ παπᾶ Ἰστάθη (Στάθη) καὶ χατζῆ Ἀποστόλης τοῦ Δελῆ Παπᾶ Γιάννη, τοῦ χωριοῦ Σούρμπι, τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μισθωμένα κατ’  ἀποκοπὴν [38] χωριὰ Κοκὸς τῆς ὑποδιοίκησης τῆς Λειβαδιᾶς, πληρεξούσιοι, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἱεροῦ νόμου, ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ μνημονευόμενου χωριοῦ, γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς παρακάτω συμφωνίας καὶ γιὰ ἔκδοση τοῦ τίτλου ἰδιοκτησίας, παρουσιάστηκαν στὸ τιμημένο καὶ ὑποχρεωτικὸ[39] μουσουλμανικὸ συμβούλιο, ἐνώπιον τῶν μοναχῶν κυρ Πάνο καὶ Γιάκο Κύρλο (Κύριλλο) καὶ ἄλλων γνωστῶν ὀνομαστικὰ μοναχῶν τῆς Μονῆς Κελέρια,[40] ἡ ὁποία βρίσκεται πλησίον τοῦ μνημονευόμενου χωριοῦ καὶ ὁμολόγησαν πλήρως καὶ ἐξέθεσαν προφορικὰ, ὡς πληρεξούσιοι, τὰ ἑξῆς:

Μὲ τὴν θέλησή μας καὶ διὰ τοῦ ἰδιοκτήτη γαιῶν,[41] πωλοῦμε καὶ μεταβιβάζομε τὴν κυριότητα τῆς ἔκτασης γῆς, τοῦ δάσους καὶ τοῦ «νταλιάνι»[42] μὲ ὅλα τὰ ἐξαρτήματά τους, τὰ ὁποῖα ἐδῶ καὶ μερικὰ ἔτη βρίσκονταν ὑπὸ τὴν κατοχὴν τῶν κατοίκων τοῦ προμνησθέντος χωριοῦ, στὰ σύνορα τοῦ ἰδίου χωριοῦ καὶ στὴν τοποθεσία «Σένεζ». Αὐτὰ συνορεύουν ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ἀπὸ τὴ βάση τῆς βρύσης Ἁγίας Τριάδας, τὸ ρέμα «Κόκκινο – βιρο» μέχρι τὴν ὄχθη τοῦ πελάγους μὲ σωρὸ ἅλατος καλυμμένου μὲ χῶμα,[43] ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ τὸ πέλαγος, ἀπὸ τὴν τρίτη καὶ τέταρτη πλευρὰ μὲ τὰ σύνορα τοῦ μνημονευόμενου χωριοῦ, καὶ πουλήθηκαν ἔναντι δύο χιλιάδων γροσίων στοὺς μοναχοὺς κυρ Πάνο καὶ Γιάκο Κύρλο καὶ σὲ ἄλλους γνωστοὺς ὀνομαστικὰ μοναχοὺς τῆς πιὸ πάνω Μονῆς.

Ὅταν οἱ μοναχοὶ τὰ ἀγόρασαν καὶ ἀποδέχτηκαν καὶ οἱ πληρεξούσιοι τῶν κατοίκων εἰσέπραξαν ὅλο τὸ ποσὸ τῶν δύο χιλιάδων γροσίων, οἱ τελευταῖοι εἶπαν νὰ χορηγηθεῖ ἀπὸ τὸ ἱεροδικεῖο τίτλος ἰδιοκτησίας στοὺς μοναχοὺς, ποὺ  νὰ βεβαιώνει ὅτι στὸ ἑξῆς οἱ προαναφερθέντες κάτοικοι δὲν θὰ ἔχουν καμιὰ σχέση καὶ ἀνάμιξη στὴν ἔκταση γῆς, στὸ δάσος καὶ στὸ «νταλιάνι», τῶν ὁποίων τὰ σύνορα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω.

Ἀφοῦ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὸ ἱεροδικεῖο μετὰ ἀπὸ αἴτηση, συντάχθηκε καὶ παραχωρήθηκε καὶ δόθηκε τὸ παρὸν ἔγγραφον κατοχῆς στοὺς ἐνδιαφερομένους, κατὰ τὰ τέλη τοῦ μήνα Σαμπάν τοῦ ἔτους χίλια διακόσια ἐννιά.[44]

Μάρτυρες ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους οἱ Γιωργάκης τοῦ Λινάρδου, δημογέροντας, Δημητράκης τοῦ Δήμου, δημογέροντας, Νικόλας τοῦ Νάκου, δημογέροντας,  [Φίλο] τοῦ Γιαννάκη».[45]

 

Ὅπως γίνεται φανερὸ ἡ παραπάνω ἔκταση εἶναι τὸ ἐλαιόκτημα (ἤ ἕνα μέρος του) ποὺ κατεῖχε τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης. Τὸ ἐλαιόκτημα αὐτὸ ἀνῆκε πρὶν στοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ τοῦ Δρυμῶνα ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ εἶχαν ἀγοράσει οἱ Σουρπιῶτες, ὅπως σημειώνεται στὸ πωλητήριο ποὺ εἶχε συνταχθεῖ στὸ ἔτος 1198 τοῦ τουρκικοῦ ἡμερολογίου.

 

VI. Ἀφιερωτήριο τῆς Σταθοῦς, θυγατέρας παπα – Δημητρίου

Στὰ  1801 παρουσιάζεται ἕνα ἄλλο δωρητήριο ἔγγραφο πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἡ Σταθοῦ, θυγατέρα τοῦ παπα-Δημητρίου Χρυσικοῦ, ἀπὸ τὴ Γούρα τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, πρόσφερε στὸ Μοναστήρι τὸ μητρικό της σπίτι ποὺ εἶχε στὴ Γούρα.

Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀφιερωτήριο ἔγγραφο:[46]

«δια τοῦ παρόντος γράμματος δῆλον γίνεται, ὅτι ἡ Σταθοῦ θυγάτηρ τοῦ προκεκριμένου Παπᾶ δημητρίου Χρισικοῦ γουριώτου, οὖσα ὕπανδρος ἐνταῦθα εἰς λεβαδείαν, ἐπαῤῥησιάσθη ἐνώπιον τῶν εὐγενεστάτων ἀρχόντων, καί  προεστώτων τῆς πολιτείας ταύτης, συνοδικῶς καὶ ἐξ ἰδίας της βουλῆς καί  προαιρέσεως, ὑπό τε θείου φωτισμοῦ κινηθεῖσα, ἀφιερώνει εἰς τὴν σεβασμίαν μονήν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου,  Ξενιᾶς ἐπονομαζομένην, τὸ μητρικόν της ὀσπήτιον, κείμενον εἰς γούραν, πλησίον εἰς ἐκεῖνο τοῦ κυρίτζη τζάση, ἔχον δύο χωρίσματα ὀντάδων, διὰ νὰ μνημονεύωνται εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας τὰ ὀνόματα τῶν γονέων της παρά τῶν ἐκεῖσε Πατέρων τῆς ἁγίας μονῆς εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἐπί τοιαύτῃ δὲ ἀφιερώσει τῆς ῥηθείσης Σταθοῦς, ἐγένετο τό  παρόν ἀρχιερατικόν γράμμα εἰς δήλωσιν ἀναντίῤῥητον τῆς ἀληθείας, βεβαιωμένον παρ’ αὐτῆς τῆς ἀφιερωσάσης τό αὐτό ὀσπήτιον, ἐπὶ μαρτυρίᾳ ἀξιοπίστῳ τῶν ἀκουσάντων ἀρχόντων καὶ προεστώτων τῆς πολιτείας ταύτης, ἵνα ἔχῃ τό κύρος πρός τούς ἐν γούρᾳ τιμιωτάτους προεστώτας καί προκρίτους, καί εἴη εἰς ἔνδειξιν καί ἀσφάλειαν. – 1801: Ἰανουαρίου 9: λεβαδία.

(σταθοῦ θυγάτηρ παπᾶ δημητρίου Χρισικοῦ γουριώτη βεβαιώνει τά ἄνωθεν διά χειρός ἐμοῦ πέτρου Ιουάννου.

ο λογοθέτης  Ἰωάννης παρών μάρτυς

(Φίλων  Ιωάννου μάρτυς

(νικόλαος νάκου μάρτυς

(Ἰωάννης διλόντογλου (;) μάρτης».

 

Τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀφιερώτρια δὲν βάζει ὅρους. Ἡ ἴδια ἦταν παντρεμένη καὶ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Γούρα ὅπου ὑπῆρχε ἕνα δικό της σπίτι ποὺ τὸ εἶχε κληρονομήσει  ἀπὸ τὴ μητέρα της. Τὸ σπίτι της αὐτό, «ἐξ ἰδίας της βουλῆς καί  προαιρέσεως, ὑπό τε θείου φωτισμοῦ κινηθεῖσα», ἀποφάσισε νὰ τὸ προσφέρει στὴν Παναγία Ξενιά μὲ μόνη ἀπαίτηση «νά μνημονεύωνται εἰς τάς ἱεράς ἀκολουθίας τὰ ὀνόματα τῶν γονέων της παρά τῶν ἐκεῖσε Πατέρων τῆς ἁγίας μονῆς εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Παρόμοια δωρητήρια ἔγγραφα συντάχθηκαν δεκάδες. Ὑπάρχουν πολλὰ ἀκόμα ἀδημοσίευτα. Ἀρκετὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ χάθηκαν.

 

VII. Τὸ τσιφλίκι τῆς Ξενιᾶς «Κελέρι» ἤ «Κελέρια».

Ἕνα πολὺ μεγάλο τμῆμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀποτελοῦσε τὸ «τσιφλίκι» «Κελέρι» ἤ «Κελέρια». Δὲν γίνεται σαφὲς ἀπὸ τὴν ἔρευνα μὲ ποιὸν τρόπο ἀποκτήθηκε.

Ὁ Εὐστὰθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, σὲ σχετικὸ δημοσίευμά του στὸ περιοδικὸ ποὺ ἐξέδιδε ὁ ἴδιος μὲ τίτλο «Ἀχιλληὶς», μᾶς βεβαιώνει ὅτι «Τὸ Κελέριον ἠγοράσθη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῇ 27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240», χωρὶς νὰ μᾶς δώσει ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα. Κάποιο σχετικὸ ἔγγραφο δὲν βρέθηκε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ὁ Καλτσέτας πιθανόν, ὡς δικαστικὸς κλητήρας, σὲ κάποια ὑπηρεσιακή του ἀποστολὴ νὰ εἶχε ἰδεῖ τὸ ἔγγραφο, ἀφοῦ μᾶς δίνει τὰ σαφῆ στοιχεῖα τῆς χρονολογίας ἀγορᾶς.

Ἡ 27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240 τοῦ τουρκικοῦ ἡμερολογίου, κατὰ τὴν ὁποία «τὸ Κελέριον ἠγοράσθη», ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν 19 Ὀκτωβρίου 1824 τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δὲν ἀναφέρει κάτι σχετικὸ μὲ τὸ παραπάνω ἔγγραφο. Ἔχει δημοσιεύσει ὅμως κάποιες ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα στὴν ἐργασία του «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς»,[47] τὶς ὁποῖες θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ μαζί μὲ δικά μας σχόλια, προκειμένου νὰ διευκρινισθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα τὸ θέμα.

Τὸ θέμα τῆς ἀπόκτησης τῶν κτημάτων  στὸ «Κελέρι» ἤ «Κελέρια» συνδέεται μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία τῶν δύο ἀλληλοδιαδόχων μοναστηριακῶν ὑποστάσεων ποὺ εἶχε τὸ πρῶτο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὴν πρώτη στὴ  θέση «Λάκα Παναγιὰ» καὶ τὴ δεύτερη στὴ θέση «Κουκλιὰς» ἤ «Βατὰ» τῆς περιοχῆς τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου.

Γράφει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ παραπάνω δημοσίευμά του: «Αἱ κτηματικαὶ περιφέρειαι ἀμφοτέρων τῶν μονῶν ἐν τῷ Δήμῳ Πτελεατῶν,[48] ἤτοι τῆς παρὰ τὸ Ἀχίλλειον[49] καὶ τῆς ἐν τῇ θέσει Βατοῖς  κειμένης κατέχονται νῦν ὑπὸ τῶν Σχοινέων καὶ τοῦ Δ. Μπενέκου,[50] οἵτινες τῷ 1827 ἐδάνεισαν τῷ ἡγουμένῳ τῆς Ξενιᾶς Κυρίλλῳ καὶ τοῖς ἄλλοις πατράσι χρηματικόν τι ποσόν, ἄδηλον ἡμῖν, ὅπως συμπληρωθῇ τὸ διὰ τὴν ἀγορὰν τοῦ νῦν Μετοχίου τῆς Ξενιᾶς Κελλερίου ἀναγκαῖον χρηματικὸν ποσόν. Πρὸς ἀσφάλειαν δὲ τοῦ δανειστοῦ γέροντος Σχοινᾶ ὑποθήκευσαν οἱ πατέρες τὰ ἐν Βατοῖς καὶ Ἀχιλλείῳ κτήματα τῆς Μονῆς, ὡς καὶ τὰ ἐν ταῖς θέσεσι Κουκουλιοὺς[51] κ.τ.λ.  Ἀλλ’ οὗτος ἐν ἔτει 1830, ἐπὶ Κυβερνήτου, συνενοηθεὶς μετὰ τοῦ ἱεροδιακόνου τῆς Μονῆς Δαμασκηνοῦ συνέταξεν ἔγγραφα, ὡς λέγουσιν οἱ πατέρες, ἐξ ὧν ἐνεφαίνετο ὅτι ὁ μὲν ἱεροδιάκονος, ὡς πληρεξούσιος τῆς Μονῆς, ἐπώλησε τὰ κτήματα ταῦτα ἀπέναντι ὀφειλῆς πρὸς τὸν γέροντα Σχοινᾶν, οὗτος δέ, ὅτι ἠγόρασε ταῦτα καὶ ἑπομένως ἐξοφλεῖ τὴν κατ’ αὐτῶν ἀπαίτησιν αὑτοῦ».

Μὲ τὸ ἴδιο θέμα σχετίζεται καὶ μία «ἐνθύμηση», γραμμένη σ’ ἕνα χαρτὶ ἐπικολλημένο στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς παλαιοῦ βιβλίου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ποὺ τὴν ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Ἄν καὶ τὸ περιεχόμενό της τὸ  παρουσιάζουμε καὶ στὸ κεφάλαιο  «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μὲ «ἐνθυμήσεις»», γιὰ τὴν πληρέστερη κατατόπιση τῶν ἀναγνωστῶν μας τὸ ξαναπαρουσιάζουμε καὶ ἐδῶ ὀρθογραφημένο:

«Τὸ συμβούλιον τῶν  Μονῶν Ξενιᾶς, οἱ ὑποφαινόμενοι συνασκούμενοι πατέρες τῶν Μονῶν Ξενιᾶς  πιστοποιοῦμεν ὅτι διὰ μερικὰ κτἠματα ὁποὺ εἴχαμε τῆς Μονῆς μας κείμενα εἰς χωρίον Χαμάκου ἡγουμενεύων Κύριλλος Ἱερομόναχος καὶ μὴν ἔχοντας τὸ Μοναστήριον δύναμιν ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσεις καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔξοδα ἔκαμεν κίνημα καὶ ἐπούλησε τὰ εἰρημένα κτἠματα ἄνευ τοῦ συμβουλίου διὰ γρόσια τουρκικὰ 1000 ἤτοι χίλια. Καὶ διὰ τοῦτο Σήμερον ὅλοι ὁμοφώνως ἱερομόναχοι καὶ μοναχοὶ ἀρνοῦμεν τὸ πωλητήριον εἰς τὸν ἀγοραστὴν κ. Ἰωάννην Σχοινᾶν καὶ ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μένουν πάλι εἰς τὴν κατοχὴν τῶν πατέρων καὶ ὅσοι ἤθελον ὑπάρξουν εἰς  τὸ μοναστήριον καὶ ἄν θελήσῃ καὶ ἔβγῃ εἰς κριτήριον ὁ κύριος  Ἰωάννης νὰ ἔχουν οἱ πατέρες  ἰσχὺν  διὰ νὰ παρουσιαστοῦν καὶ εἰποῦν τὸ τοκύρι τους καὶ ὑποφαινόμεθα 1842 (;) ἀπριλίου 20 οἱ ὑποφαινόμενοι πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψη  ὅλα τὰ παραπάνω νομίζουμε ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀπόκτησης τοῦ ἀγροκτήματος «Κελέρια» ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς πρέπει νὰ ἐξελίχτηκε ὡς ἑξῆς:

Τὸ Μοναστήρι ἀγόρασε τὸ «τσιφλίκι» (ἀγρόκτημα) «Κελέρια» στὶς  19 Ὀκτωβρίου 1824 (27 Τζεματζὶ οὔλ ἐβὲλ 1240). Προηγουμένως πρέπει νὰ ἀνῆκε σὲ κάποιον Τοῦρκο. Θεωροῦμε  ὡς πολὺ πιθανὸν νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ τσιφλίκια ποὺ εἶχε ὁ Βελῆ Πασᾶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὰ ὁποῖα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ἐκποιήθηκαν ἀπὸ τὸ τουρκικὸ κράτος.[52]

Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν πληρώθηκε ὅλο τὸ ποσὸ τῆς τιμῆς «τοῖς μετρητοῖς» ἀλλὰ μὲ δόσεις. Ἦταν δύσκολες οἱ περιστάσεις καὶ πολλὰ τὰ ἔξοδα τοῦ Μοναστηριοῦ. «Μὴν ἔχοντας τὸ Μοναστήριον δύναμιν ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσεις καὶ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἔξοδα», ὅπως λέει ἡ «ἐνθύμηση».  Ἔτσι τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ ἐξοικονομήσει τὸ χρηματικὸ ποσὸ ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ εἶχε ἀναλάβει γιὰ τὴν ἀγορὰ αὐτὴ ἀναγκάστηκε, κατὰ τὸ 1827, νὰ πάρει δάνειο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Σχοινᾶ, κάτοικο τῆς Χαμάκως. Ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς, ἐξ ἄλλου, διατηροῦσε συνεχῶς οἰκονομικὲς σχέσεις μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι παρουσιάζεται ὡς ἐνοικιαστὴς ἑνός ἀμπελιοῦ τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς.

Στὴν περιοχὴ τῆς Χαμάκως βρίσκονταν τὰ κτήματα ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μετὰ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτό, καὶ τὴν ἔνταξη στὸ δυναμικό του, τῶν  μοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς». Ἔτσι ὁ Σχοινᾶς δάνεισε στοὺς καλογέρους τὸ ποσὸ ποὺ τοῦ ζήτησαν ζητῶντας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ βάλουν ὡς ἐνέχυρο τοῦ δανείου τὰ κτήματα τῆς Χαμάκως. Οἱ καλόγεροι δέχτηκαν καὶ ἔτσι μπόρεσαν καὶ ἀπόκτησαν τὸ τσιφλίκι «Κελέρια».

Τὴν σύναψη ὅμως αὐτὴ τοῦ δανείου μὲ τὸν Σχοινᾶ τὴν ὑπόγραψε ὁ «ἡγουμενεύων» τότε στὸ μοναστήρι ἱερομόναχος Κύριλλος, χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη συγκατάθεση καὶ ὁμοφωνία τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου: «ἔκαμεν κἰνημα καὶ ἐπούλησε τὰ εἰρημένα κτήματα ἄνευ τοῦ συμβουλίου διὰ γρόσια τουρκικὰ 1000, ἤτοι χίλια».

Ἔτσι ἐκεῖνοι οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, οἱ ὁποῖοι δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὴν πρωτοβουλία αὐτὴ τοῦ «ἡγουμενεύοντος Κυρίλλου», συγκεντρώθηκαν προκειμένου νὰ τὴν ἀκυρώσουν.

Λέει χαρακτηριστικὰ ἡ «ἐνθύμηση», ὅπως τὴν παραθέσαμε ὀρθογραφημένη : «Σήμερον ὅλοι ὁμοφώνως ἱερομόναχοι καὶ μοναχοὶ ἀ(ρ)νοῦμεν (= ἀκυρώνουμε, ἀρνούμεθα) τὸ πωλητήριον εἰς τὸν ἀγοραστὴν κ. Ἰωάννην Σχοινᾶν καὶ ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μένουν πάλι εἰς τὴν κατοχὴν τῶν πατέρων καὶ ὅσοι ἤθελον ὑπάρξει εἰς  τὸ μοναστήριον καὶ ἄν θελήσῃ καὶ ἔβγῃ εἰς κριτήριον ὁ κύριος  Ἰωάννης νὰ ἔχουν οἱ πατέρες  ἰσχὺν  διὰ νὰ παρουσιαστοῦν καὶ νὰ εἰποῦν  τὸ «τοκύρι» τους (= τὴν κυριότητά τους» καὶ ὑποφαινόμεθα 1842 (;) ἀπριλίου 20 οἱ ὑποφαινόμενοι πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς».

Συμφώνησαν, λοιπόν, οἱ καλόγεροι «τῶν Μονῶν Ξενιᾶς» «ὁμοφώνως» γιὰ τὰ παραπάνω. Τὸ «τῶν Μονῶν Ξενιᾶς» δηλώνει ἀσφαλῶς ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει τὸ καθεστὼς τῶν δύο ὁμάδων καλογέρων, μιᾶς ποὺ ἐγκαταβίωνε στὸ «Πάνω Μοναστήρι» καὶ μιᾶς ποὺ εἶχε μετακομίσει στὸ «Κάτω». Στὸ συμφωνητικό, ὡστόσο, ποὺ φαίνεται νὰ ὑπέγραψαν οἱ δύο χωριστές, κατὰ τὰ ἄλλα, αὐτὲς ὁμάδες παρουσιάζονται ὄχι μόνο νὰ συμφωνοῦν στὴν ἀκύρωση τῆς πώλησης τῶν κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ νὰ ὑπόσχονται ὅτι καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ὁ Σχοινᾶς  θὰ διεκδικοῦσε δικαστικῶς τὰ κτήματα αὐτά, νὰ παρουσιαστοῦν στὸ δικαστήριο καὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν κυριότητά τους ἐπὶ αὐτῶν: «νὰ εἰποῦν τὸ  τοκύρι τους».

Τὰ παραπάνω ἔγιναν φυσικὰ μετὰ τὴν ὁριστικὴ παραχώρηση τῶν ὑποθηκευμένων κτημάτων. Δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς συγκεντρώθηκαν οἱ καλόγεροι γιὰ τὴν ὁμόφωνη αὐτὴ ἀντίδρασή τους. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ποὺ εἶδε τὴν «ἐνθύμηση» θέτει ὡς πιθανόν τὸ ἔτος 1842, βάζοντας τὸ ἐρωτηματικό, 1842(;).

Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι βέβαιο, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ὁ Σχοινᾶς ἔγινε τελικὰ ἰδιοκτήτης τῶν κτημάτων αὐτῶν στὸν «Κουκλιᾶ», γιατί, πολὺ νωρίτερα, εἶχε φροντίσει νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν ἀδυναμία τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ ἐξοφλήσει τὸ πρὸς αὐτὸν χρέος του, ἤ ἴσως τὴν χαλάρωση τῆς  διοίκησής του καὶ τὴν ἰδιοτέλεια κάποιων μοναχῶν, καὶ νὰ μετατρέψει τὴν «ὑποθήκη» ἑνός χρέους χιλίων γροσίων σὲ ὁριστικὴ πώληση ἑνὸς τεράστιου δασοκτήματος (κατὰ ἕνα μέρος τοῦ ἐλαιοκτήματος) τοῦ «Κουκλιᾶ»[53] καὶ πολλῶν ἄλλων κτημάτων, ποὺ κάποτε ἀνῆκαν στὸ Μοναστήρι τῆς «Λάκα Παναγιᾶς».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὅλα τὰ παραπάνω γράφοντας: «Ἀλλ’ οὗτος (ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς) ἐν ἔτει 1830, ἐπὶ Κυβερνήτου, συνενοηθεὶς μετὰ τοῦ ἱεροδιακόνου τῆς Μονῆς Δαμασκηνοῦ συνέταξεν ἔγγραφα, ὡς λέγουσιν οἱ πατέρες, ἐξ ὧν ἐνεφαίνετο ὅτι ὁ μὲν ἱεροδιάκονος, ὡς πληρεξούσιος τῆς Μονῆς, ἐπώλησε τὰ κτήματα ταῦτα ἀπέναντι ὀφειλῆς πρὸς τὸν γέροντα Σχοινᾶν, οὗτος δέ, ὅτι ἠγόρασε ταῦτα καὶ ἑπομένως ἐξοφλεῖ τὴν κατ’ αὐτῶν ἀπαίτησιν αὑτοῦ».

 

Ἡ κατά τὸν παραπάνω τρόπο ἀποκτηθεῖσα κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὰ «Κελέρια» ἦταν πολὺ σημαντικῆς ἀξίας. Ἔτσι στὰ νεότερα χρόνια τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ὅταν δημιουργήθηκε τὸ πρόβλημα τῆς κατάργησης τῶν μεγάλων τσιφλικιῶν τῆς Θεσσαλίας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἀκτημόνων γεωργῶν, κάποιοι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν καὶ γιὰ ἀπαλλοτρίωση τῆς μοναστηριακῆς  περιουσίας τῆς Ξενιᾶς στὰ «Κελέρια». Τὸ θέμα ἀρχικὰ ἀποσοβήθηκε. Ὡστόσο στὰ 1932 τέθηκε καὶ πάλι τὸ θἐμα πρὸς   συζήτηση στὴ γενικότερη θεώρηση γιὰ τὴν ἀποδοτικότερη, γιὰ τὴν ἐθνικὴ οἰκονομία, ἀξιοποίηση τῶν μοναστηριακῶν περιουσιῶν.

Στὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς στάλθηκε διαταγὴ νὰ ὑποδείξει μόνο του ποιὸ μέρος τῆς περιουσίας του ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκποιηθεῖ καὶ ποιὸ ὄχι. Ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ἐκποίηση κάποιας περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ἀπέβλεπε εἰδικὰ στὴν οἰκειοθελῆ ὑπόδειξη ἐκ μέρους τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ κτήματος τῶν «Κελερίων» ὡς ἐκποιητέου, προκειμένου ὡς ἕνα εἶδος συμβιβαστικῆς λύσης καὶ μετριασμοῦ τῶν ἀντιδράσεων νὰ χαρακτηρισθεῖ ὁ ἐλαιώνας στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης ὡς διατηρητέου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς Ξενιᾶς ἦταν ἀρνητικὴ, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σχετικοῦ «Πρακτικοῦ» του:

«Ἀριθμὸς Πράξεως 343

Τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς ἀποτελούμενον ἐκ τοῦ Γαβριὴλ Ἀντ. Κοκωτσάκη, ἡγουμένου, καὶ τῶν Γαβριὴλ Μιχαλοπούλου καὶ Κυρίλλου Χαραλάμπους, συμβούλων,

Συνελθὸν σήμερον τῇ 12ῃ Σεπτεμβρίου, ἡμέρᾳ Δευτέρᾳ καὶ ὥρᾳ 9ῃ π. μ. τοῦ 1932 ἔτους ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Μονῆς ὅπως ἀποφασίσῃ ἐπὶ τῆς ὑποδείξεως τῆς διατηρητέας καὶ ἐκποιητέας περιουσίας τῆς ὡς εἴρηται Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς καὶ μελετῆσαν τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας, τὰς σχετικὰς κανονικὰς διατάξεις  τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν περὶ τοῦ ἀναπαλλοτριώτου τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, τὰ διάφορα ἔγγραφα ἐξ ὧν ἐμφαίνεται ὅτι οἱ διάφοροι δωρηταὶ ἐδώρισαν  εἰς τὸ διηνεκὲς δι’ ὡρισμένον σκοπὸν τσιφλίκια καὶ ἄλλα κτήματα πρὸς συντήρησιν τῶν ἀδελφῶν καὶ ὑπηρετῶν τῆς Μονῆς καὶ χάριν τῆς φιλοξενίας τῶν διερχομένων ξένων, μελετῆσαν καὶ τὸ 19ον ἄρθρον τοῦ Συντάγματος τοῦ 1927 ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὸ ἄρθρον 119 τοῦ αὐτοῦ Συντάγματος,

Ἐπειδὴ ἕνεκα τῶν ἀνωτέρω  Ἱερῶν Κανόνων, Κανονικῶν Διατάξεων Συντάγματος καὶ νόμων τοῦ Κράτους ἀπαγορεύεται ἠ ἀπαλλοτρίωσις μοναστηριακῶν κτημάτων ἄνευ ἱκανοποιητικῆς τοῦ ἰδιοκτήτου ἀποζημιώσεως καὶ ἐπειδὴ ἡ ἑρμηνεία ἡ διδομένη ὑπό τινων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ ἀπαλλοτρίωσις πρὸς μεῖζον ὄφελος εἶναι οὐχὶ σοβαρὰ ἐφεύρεσις πρὸς κάλυψιν νομικῶν καὶ κανονικῶν παραβάσεων καὶ ἐπειδὴ ὑπὸ τὰς παρούσας περιστάσεις καὶ ἡ αἰτιολογία τῆς μείζονος ὠφελείας ἔτι μᾶλλον καταπίπτει καθόσον εὑρίσκονται ὑπὸ ἐκποίησιν πάντα τὰ τουρκικὰ κτήματα καὶ πᾶς ὁ βουλόμενος νὰ ἀγοράσῃ κτήματα εὑρίσκει τοιαῦτα εἰς εὐτελῆ τιμὴν καὶ ἐπειδὴ ἕνεκα τῆς στενότητος τοῦ χρήματος καὶ τῆς πληθώρας τῶν τουρκικῶν κτημάτων τὰ μοναστηριακὰ κτήματα ἐκποιούμενα μικρὰν ὠφέλειαν δύνανται νὰ προσπορίσωσιν εἰς τὴν Μονὴν, καθ’ ἅ δὲ ἀκριβῶς γιγνώσκομεν καὶ τὰ ἐκ τῆς ἐκποιήσεως προελθόντα διάφορα χρηματικὰ ποσὰ ἕνεκα τῆς πτώσεως τῆς δραχμῆς ἠλαττώθησαν εἰς τὸ ἥμισυ, ὡς συνέβη καὶ εἰς τὴν Μονὴν Ξενιᾶς ζημιωθεῖσαν μεγάλως ἐκ τῆς ἀναγκαστικῆς ἀπαλλοτριώσεως τῆς μεγάλης αὐτῆς παρὰ τὴν Σούρπην καὶ τῶν Κελερίων κτημάτων.

Ἀποφαίνεται

ὅτι κύριον καὶ κάτοχον τῆς μοναστηριακῆς ἰδιοκτησίας καὶ  τηρητὴς καὶ φύλαξ αὐτῆς κατὰ τὸ θεῖον καὶ ἀνθρώπινον δίκαιον εἶναι ὁλόκληρος ἡ ἀδελφότης τῆς Μονῆς ἐκπροσωπουμένη ὑπὸ τῆς μοναστηριακῆς ἀρχῆς ἀπαρτιζομένης ἐκ τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου καὶ ὅτι αὕτη ἐκουσίως ὡς φύλαξ εἰς οὐδεμίαν δύναται  νὰ προβῇ πρᾶξιν ἐκποιήσεως τῆς μοναστηριακῆς ἰδιοκτησίας  ἐπιφυλασσόμενον ἐν καιρῷ νὰ διεκδικήσῃ τὰ δίκαια τῆς Μονῆς προσβαλλόμενα.

Ἄν δὲ ἐκ τῶν ἐσόδων τῆς Μονῆς ὑπάρχουσι περισσεύματα ἡ Μονὴ εἶναι πρόθυμος ὡς πάντοτε νὰ διαθέτῃ ταῦτα ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος συντηροῦσα ἱερατικὰς σχολὰς καὶ ἄλλα ἀγαθοεργὰ καθιδρύματα σύμφωνα πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Ἱδρυτοῦ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἄλλως τὸ Κράτος ἔχει τὴν ἰσχὺν καὶ δύναται ἔναντι τῶν ἀόπλων μοναχῶν νὰ διατάξῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλει καὶ βούλεται.

Τὸ Συμβούλιον ὡς φύλαξ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης τῆς ἰδιοκτησίας τῆς Μονῆς δὲν δύναται οὐδὲν νὰ ἐκποιήσῃ οὔτε νὰ προβῇ εἰς ὑπόδειξιν τῆς διατηρητέας καὶ ἐκποιητέας ἰδιοκτησίας τῆς Μονῆς, φρονοῦν ὅτι πᾶσα ἡ περιουσία πρέπει νὰ διατηρηθῇ καὶ ὅτι ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ δύναται νὰ προβῇ εἰς ρευστοποίησιν αὐτῆς φρονοῦν ὅτι οἱ  Νόμοι εἶναι ἀνθρώπινα ἐντάλματα καὶ ὅτι πρέπει νὰ πειθαρχῇ εἰς τὸ θεῖον δίκαιον.

Εὐπειθέστατον

τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς

ὁ Ἡγούμενος Γαβριὴλ Κοκωτσάκης, ἀρχιμανδρίτης

Κύριλλος Χαραλάμπους

Γαβριὴλ Μιχαλόπουλος».

Ὡστόσο, παρ’ ὅλα αὐτὰ, ὁλόκληρη ἡ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴ Σούρπη, στὰ Κελέρια καὶ στὴν Κονταρόλακα τελικὰ παραχωρήθηκε σὲ διαφόρους ἀκτήμονες.

 

VIII. Κτηματικὴ περιουσία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς στὸν Ἅγιο Εὐβοίας

Σχετικὸ μὲ τὸ  θέμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι καὶ τὸ παρακάτω «μαρτυρικὸν» ἔγγραφο τῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ τῆς Εὔβοιας Ἅγιος.

Τὸ Μοναστήρι διέθετε μεγάλη κτηματικὴ περιουσία καὶ ἐκτὸς τῆς στενῆς περιφέρειας τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς περιουσίας, προερχόμενο κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ  δωρεές, βρισκόταν στὴν Εὔβοια.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ἔστω παρενθετικὰ στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι μεγάλο μέρος τῶν κατοίκων τῆς Εὔβοιας ἔτρεφε μεγάλο σεβασμὸ πρὸς τὸ Μοναστήρι της Παναγίας Ξενιᾶς, ἴσως γιατὶ ἀσκοῦσε σχετικὴ ἐπίδραση ἡ μία ἀπὸ τὶς  ὑπάρχουσες σχετικὲς παραδόσεις, ὅτι, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα της Παναγίας Ξενιᾶς, ἀπὸ τὴν Εὔβοια ἦρθε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο στὸν ὅρμο τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου.

Τὸ ἔγγραφο ποὺ παρουσιάζουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ σχετίζεται μὲ τὸ πρόβλημα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, ἑλληνικὸ κράτος. Μὲ τὴν χάραξη τότε τῶν συνόρων, μεταξὺ τῶν δύο κρατῶν, τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρέθηκε ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Τουρκίας ἐνῶ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς κτηματικῆς του περιουσίας βρέθηκε ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ ἐλεύθερου πιὰ ἑλληνικοῦ κράτους.

Ἡ κτηματικὴ αὐτὴ περιουσία  δεσμεύτηκε ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κράτος καὶ χρειάστηκαν ἀγῶνες καὶ πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ κατορθωθεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ δικαιοσύνη.

Σὲ κατοπινὲς σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς θὰ περιγραφοῦν ὅλες αὐτὲς οἱ προσπάθειες καὶ θὰ κατατεθοῦν τὰ σχετικὰ ἔγγραφα.

 

Τὸ κείμενο τοῦ ἐγγράφου εἶναι τὸ ἑξῆς:

«Μαρτυρικὸν[54]

Οἱ ὑποφαινόμενοι πρόκριτοι καὶ κάτοικοι τοῦ χωρίου Ἁγίου τῆς Εὐβοίας μαρτυροῦμεν ἐν φόβῳ Θεοῦ καὶ καθαρῷ συνειδότι, ὅτι εἰς τὰ 1833 ἔν ᾧ ἐκατῲκει ὁ ὁσιώτατος κύριος γέρω – Πολύκαρπος εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον μας ἐπιστατῶν καὶ εἰς τὰ κτήματα τῆς κυρίας Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς ἠγόρασεν ἕν ἐρείπιον τόπον ἀπὸ τὸν πατριώτην μας Δημήτριον Μαντσιαφλῆν διὰ γρόσια τριάκοντα ἀριθ. 30 διὰ νὰ κατασκευάσῃ οἴκημα νὰ κάθηται μέσα εἰς αὐτὸ  ἐν ὅσῳ ζῇ, νὰ οἰκονομοῦνται καὶ οἱ πατέρες τῆς αὐτῆς Μονῆς καὶ μετὰ τὴν ἀποβίωσίν του νὰ ᾖναι τοῦ μοναστηρίου, ἀνήγειρεν οἴκημα εἰς τὸν αὐτὸν τόπον δι’ ἰδἰων του χρημάτων, λαβὼν καὶ δάνεια, τὸ ὁποῖον οἴκημα ἐκόστισε γρόσια 2.100, ἐκ τῶν ὁποίων χρημάτων χρεωστεῖ τὴν σήμερον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ χωρίου μας γρόσια χίλια ἑκατὸ, συμποσούμενα εἰς δραχμὰς 314 καὶ λ. 28, καθὼς ἀναφέραμεν καὶ πέρυσι εἰς τὴν τιμίαν Δημογεροντίαν Ξηροχωρίου διὰ νὰ πληροφορήσῃ τὴν Β. Νομαρχίαν Εὐβοίας μὲ τὸν ἀποσταλέντα κατάλογον, ὅτι χρεωστοῦντες ταῦτα τὰ χρήματα διὰ τὸ αὐτὸ οἴκημα καὶ ὅτι ὁ γέρω – Πολύκαρπος οὗτος εἶχε σκοπὸν νὰ συνάξῃ τὸ εἰσόδημα τῶν ἀμπελίων, νὰ πωλήσῃ τὸ κρασὶ ἐκ τοῦ εἰσοδήματος τούτου καὶ ἀποδώσῃ τὰ χρεωστούμενα ταῦτα χρήματα εἰς τοὺς χρεώστας του νὰ μένῃ ἐλεύθερος ἀπὸ τὸ χρέος τοῦτο.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ Β. Νομαρχία διέταξε πέρυσι καὶ ἐπωλήθησαν ἐπὶ δημοπρασίᾳ εἰς Ξηροχώρι τὰ εἰσοδήματα τῶν ἀμπελίων, ἔμεινεν ὁ δυστυχὴς χρεωστῶν ταῦτα τὰ χρήματα, καὶ ἐπειδὴ βλέπομεν, ὅτι ἡ Β. Νομαρχία διὰ διαταγῆς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διατάζει νὰ πωληθοῦν ὁλικῶς ταῦτα τὰ κτήματα, ἐζήτησεν ὁ δυστυχὴς παρ’ ἡμῶν νὰ τῷ δοθῇ ἕν ἐμμάρτυρον ὑπογεγραμμένον παρὰ τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Ἁγίου διὰ νὰ παρουσιάσῃ ὅθεν ἀνήκει νὰ δυνηθῇ κἄν διὰ τῆς ἐπιεικείας τῆς Β. Νομαρχίας Εὐβοίας νὰ τῷ παραχωρηθοῦν τὰ χρεωστούμενα ταῦτα χρήματα καὶ ἀποδοθοῦν εἰς τοὺς δανείσαντας αὐτόν.

Διὸ δίδομεν τὸ παρὸν ἐμμάρτυρον ἔγγραφον ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν γινώσκοντες καλῶς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην, ὑπογεγραμμένον παρ’ ἡμῶν τῶν προκρίτων καὶ λοιπῶν τοῦ χωρίου Ἁγίου ἐπικυρωμένον καὶ παρὰ τῆς τιμίας Δημογεροντίας Ξηροχωρίου διὰ νὰ τῷ χρησιμεύσῃ ὅθεν ἀνήκει.

Τῇ 16 Φεβρουαρίου 1835, ἐν χωρίῳ Ἁγίῳ.

+Ἐφημέριος Γεώργιος ἱερεύς

Ἀναγνώστης Παπᾶ Ἀντωνίου μάρτυρας

Χ΄΄ γηόργης  πήνους μάρτυρας

τοῦ ποτὲ παπαγεοργάκης Οἰκονόμου μάρτυρας

Χ΄΄γιάννης γηοργάκης μάρτυρας

Ἀριθ. 14. Ἡ τιμία δημογεροντία Ξηροχωρίου ἐπικυροῦσα τὸ γνήσιον καὶ αὐτοθέλητον τῶν ἀνωτέρω ἐννέα ὑπογραφῶν  ὑποφαἰνεται

Τῇ 19ῃ Φεβρουαρίου 1835, ἐν Ξηροχωρίῳ

Οἱ Δημογέροντες

δημητρις μουτοτζιανος

δημήτριος αναγνώστου

Ἀναγνώστης Οἰκονόου

(Τ.Σ.) Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος  1833 (κύκλῳ) ΔΜΓΡ –ΞΡΧΡ

(ΔΜΓΡ –ΞΡΧΡ =Δημογεροντία Ξηροχωρίου). »

 

IX. Οἱ Τοῦρκοι προσφέρουν κτήματα στὴν Παναγία Ξενιά.

Μετὰ τὴ χάραξη τῶν πρώτων ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κατὰ τὸ 1832 ἡ ἐπαρχία τοῦ Ἁλμυροῦ – καὶ μαζί της τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς – βρέθηκαν νὰ ἀνήκουν κατὰ ἕνα μέρος τους καὶ στὶς δύο ἐπικράτειες. Τὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα, στὴν περιοχὴ τῆς Σούρπης καὶ τῶν δύο τῶν μοναστηριῶν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καθορίζονταν ἀπὸ τὴν κοίτη τοῦ σουρπιώτικου χειμάρου Σαλαμπριά.

Μετὰ τὸν καθορισμὸ τῶν συνόρων στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ἀνῆκαν τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ: Μιντζέλα, Σούρπη, Πτελεός,  Χαμάκω, Ἅγιοι Θεόδωροι, Γάβριανη, Ἅγιος Ἰωάννης, καὶ μερικὰ ἄλλα μικρότερα ἤ οἰκισμοί, ποὺ ἦταν ὅλα παραμεθόρια, καὶ στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια ἀνῆκαν, ὁ Ἁλμυρός, τὰ Καλύβια (Ἁγία Τριάδα), ὁ Δρυμῶνας, τὸ «Πάνω» καὶ τὸ «Κάτω» Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἡ Βρύναινα, οἱ Κοκκωτοί, οἱ Κωφοί, ἡ Γούρα καὶ μερικὰ ἄλλα μικρότερα καὶ οἰκισμοί.

Μὲ τὸν χωρισμὸ αὐτὸ τὰ χωράφια τῶν Σουρπιωτῶν ποὺ βρίσκονταν πέρα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Σαλαμπριᾶ ἀνῆκαν πλέον στὴν Τουρκία ἐνῶ οἱ ἴδιοι οἱ Σουρπιῶτες ζοῦσαν στὴν Ἑλλάδα. Τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς ἔγινε μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Ἐνῶ  τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι βρισκόταν στὴν   τουρκικὴ ἐπικράτεια πολλὰ ἀπὸ τὰ κτήματά του βρίσκονταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ δημιούργησε προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἡ Τουρκία ἐκμεταλλεύτηκε πρὸς τὸ συμφέρον της. Ἐπειδὴ διέβλεπε ὅτι μελλοντικὰ θὰ δημιουργοῦνταν ὁπωσδήποτε τάσεις γιὰ ἐπέκταση τῶν ἑλληνοτουρκικῶν  συνόρων εἰς βάρος της μὲ τὴν ἐνσωμάτωση καὶ νέων ἐδαφῶν στὸ ἑλληνικὸ κράτος, θέλησε νὰ δημιουργήσει, μεταξὺ τῶν κατοίκων τῶν κατεχομένων ἀπὸ αὐτὴν περιοχῶν, εὐνοϊκὲς διαθέσεις ὑπὲρ τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος, παίρνοντας εὐνοϊκὰ καὶ συμφέροντα γι’ αὐτοὺς μέτρα.

Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέτρα ἦταν νὰ ἀποφασίσει καὶ νὰ ἀνακοινώσει ὅτι θὰ διανείμει ὅλα τὰ χωράφια τῶν Σουρπιωτῶν πού, μετὰ τὴν ὁριστικοποίηση  τῶν συνόρων βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, μεταξὺ  τῶν κατοίκων τῶν Καλυβιῶν (Ἁγίας Τριάδας) καὶ ὅσων κατοίκων τῆς Σούρπης θελήσουν, ἐγκαταλείποντας τὴν Ἑλλάδα  καὶ ἀρνούμενοι τὴν ἑλληνικὴ ὑπηκοότητα, νὰ μετοικήσουν στὸ τουρκικὸ κράτος καὶ νὰ κατοικήσουν στὰ Καλύβια, παίρνοντας ὑπηκοότητα τουρκική.

Τελικὴ ἐπιδίωξη τῶν τουρκικῶν αὐτῶν ἐνεργειῶν ἦταν σὲ μία πιθανὴ μελλοντικὴ δημογραφικὴ ἐξέταση τοῦ πληθυσμοῦ ἀπὸ κάποια διεθνῆ ἐπιτροπὴ νὰ φανεῖ ὅτι ἡ περιοχὴ κατοικοῦνταν ἀπὸ ὀθωμανοὺς πολίτες. Πραγματικὰ ἀρκετοὶ Σουρπιῶτες δήλωσαν ὅτι δέχονται τοὺς ὅρους αὐτοὺς τῆς Τουρκίας καὶ μετακόμισαν στὰ Καλύβια.

Μὲ  σκοπὸ τὴ διανομὴ τῶν κτημάτων αὐτῶν καταρτίστηκαν κατάλογοι τῶν κατοίκων τῶν Καλυβιῶν καὶ ὅσων Σουρπιωτῶν εἶχαν μετακομίσει σ’ αὐτά. Οἱ κατάλογοι αὐτοὶ καταρτίστηκαν τὸ 1872. Στὸν κατάλογο τῶν δικαιούχων συμπεριλαμβανόταν καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ ὁποῖο μάλιστα παραχωρήθηκε ἐκ μέρους τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τῆς κτηματικῆς αὐτῆς περιοχῆς πέραν τῆς ἀριστερῆς ὄχθης τοῦ Σαλαμπριᾶ. Τὰ κτήματα ποὺ παραχωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν συνολικὰ 783 στρέμματα, κατανεμημένα σὲ διάφορες θέσεις ὡς ἑξῆς:

Στὴν τοποθεσία  «Ροδιὰ»                                 42 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Μυλαύλακα»                       228 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Χαμολεύκια»                           7 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Ἁρμυρίκια»                          240 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Κυδωνιὲς»                             44 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Καμαράκια»                           34 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Κελανίτης»                             14 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Χαμολεύκια τσαΐρια»              24 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Παλιάμπελα Ἀμουρτσιᾶ»        16 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Ἀμουρτσιὰ»                          109 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Πηγάδι Γρεβενῆ»                    15 στρέμματα.

Στὴν τοποθεσία «Πιλαλίστρα»                            10 στρέμματα.

Ἡ ὑπόθεση αὐτή, ὡστόσο, καθυστέρησε ἀρκετὰ χωρὶς ὑλοποιηθεῖ γιατὶ ὑπῆρξαν πολλὲς ἀντιδράσεις. Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια μεσολάβησε καὶ τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ 1878 καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας κατὰ τὸ 1881 ὁπότε ὅλα αὐτὰ θεωρήθηκαν ἄκυρα καὶ ἀνίσχυρα.

 

  1. X. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τῆς Ξενιᾶς στὴν Κονταρόλακα.

Στὶς 2 Ἰουλίου 1880, παραμονὲς τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό,  τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ἀγόρασε 845 στρέμματα χωραφιῶν μᾶλλον στὴ θέση Κονταρόλακα, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν Ἁχιλληίδα» τοῦ Εὐσταθίου Καλτσέτα:[55]

«… Ἀκριβῶς ὄπισθεν τῆς τρίτης ἀνωτέρω βουνοκορυφῆς ἤ προεκβολῆς καὶ δὴ ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς περίπου κλιτύος ἐγείρονται αἱ ὀλίγαι οἰκοδομαὶ τοῦ μικροῦ ἀγροτικοῦ ἅμα καὶ κτηνοτροφικοῦ χωρίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς, ὅπερ ὀνομάζεται Κελέριον, δυτικώτερον τοῦ ὁποίου περὶ τὴν ὥραν ὀρθοῦται τὸ τετράγωνον κτίριον τῆς κάτω Μονῆς Ξενιᾶς.

Τὸ Κελέριον ἠγοράσθη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς τῇ 27 Τζεμάζι οὔλ Ἐβέλ 1240 [56] καὶ προσεκτήσατο ἀγροτικὴν ἔκτασιν ἑτέρων 845 στρεμμάτων τῇ 2 Ἰουλίου 1297 τουρκικῆς χρονολογίας.[57]

Κατὰ τὴν ἐπαγγελματικήν μου μετάβασιν εἰς τὴν χούνην Κονταρόλακα ἐπληροφορήθην ὅτι ἡ Κονταρόλακα ὀνομάζεται καὶ Κελέρι μπεϊλίκι. Μοὶ ἐγεννήθη συνεπῶς ἡ ὑποψία μήπως ἡ ἀγροτικὴ ἔκτασις τῶν 845 στρεμμάτων ἀφορᾶ τὴν φάραγγα Κονταρόλακα, συνεχομένην, ἄλλωστε, πρὸς τὸ Κελέριον…

Πρὸ τοῦ χωρίου Κελερίου φρέαρ μὲ ἄφθονον ὕδωρ χρησιμοποιεῖται διὰ τὸ πότισμα τῶν κτηνῶν καὶ διὰ τὴν ὕδρευσιν τῶν ὀλίγων κατοίκων τοῦ μικροῦ τούτου μοναστηριακοῦ κτήματος κολλήγων ἤ ποιμένων. Εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ χωρίου ναΐσκος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Πατρὸς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας … Ἀθανασίου, Ἱεράρχου Αλεξανδρείας….

Ἐν τῷ μέσῳ τῶν ὀλίγων ἰσογείων οἰκίσκων μοναδικὴ ἀνώγειος οἰκοδομὴ χρησιμεύει ὡς διαμονὴ τῶν πατέρων τοῦ Μοναστηρίου ὁσάκις ἀφικνοῦνται ᾧδε χάριν ἱεροπραξίας ἤ ἐργασίας τινός τῆς μονῆς….

Ἐν τῷ ἀγροτικῷ τούτῳ κτήματι τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Κελερίῳ συνυπάρχουσι γεωργία καὶ κτηνοτροφία, οἱ δύο σπουδαιότεροι πλουτοπαραγωγικοὶ κλάδοι, εὐδοκιμοῦντες ὑπὸ τὰς εὐλογίας τῆς Θεομήτορος καὶ ἐπαρκοῦντες εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ προσωπικοῦ καὶ τοῦ ὑπηρετικοῦ τῆς Μονῆς….

Τό γε νῦν ἔχον διανεμηθὲν εἰς ἀκτήμονας καλλιεργητὰς δύο χωρίων καὶ εἰς τὸ προσωπικὸν τῆς Μονῆς χρησιμοποιεῖται καὶ ὡς χειμερινὸν λειβάδιον…

Κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Πατέρας τὰ ὅρια τοῦ μετοχίου τούτου κτήματος ἔφθανον ἄλλοτε μέχρι του αἰγιαλοῦ τοῦ μεσημβρινοῦ λιμένος τοῦ Κροκίου Πεδίου τοῦ Παγασητικοῦ. Πιθανολογεῖται δὲ ὅτι, ἡ Μονὴ Ξενιὰ πολλάκις θὰ ἤριζε μετὰ τῶν γειτόνων περὶ τοῦ ἀγροκτήματος τούτου, ὡς προκύπτει ἐκ τῶν δύο φιρμανίων, κατατεθειμένων εἰς τὸ Μουσεῖον Ἀρχαιοτήτων Ἁλμυροῦ. [58]

 

 

 

[1] Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ σημερινὴ Πελασγία ὀνομαζόταν Γαρδίκι.

[2] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορά, σχολιασμένο ἀπὸ τὸν Γιώργο Θωμᾶ, στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», Περίοδος  Β΄, τεῦχος 2, Ἁλμυρὸς 1998, σελ. 157 -160.

[3] Βιός =περιουσία.

[4] Σκαμιὲς, μουριές.

[5] Βαρέλια.

[6] Μεγάλο βαρέλι, κάδη.

[7] νέτοι = καθαροί, ἀναμφισβήτητοι.

[8] Ἡ χρονολογία εἶναι γραμμένη μέσα σὲ πλαίσιο.

[9] Εἶναι ὁ οἰκισμὸς Γάβριανη τοῦ Πτελεοῦ τοῦ σημερινοῦ Δήμου Ἁλμυροῦ.

[10] Μύλοι, κοινότητα τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας.

[11] Γαρδίκι εἶναι ἡ σημερινὴ Πελασγία.

[12] Μαχαλάς, οἰκισμὸς τοῦ Νομοῦ Φθιώτιδας.

[13] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ, (1896), σελ. 653-688, σὲ ἐργασία του μὲ τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[14] Τοῦ ποτὲ παπᾶ Εὐσταθίου (=τοῦ κάποτε παπᾶ Εὐσταθίου) σημαίνει ὅτι ὅταν ἔκανε τὴν ἀφιέρωση δὲν ζοῦσε ὁ πατέρας του.

[15] κουβέλι =μέτρο χωρητικότητας σιτηρῶν. Τὸ κουβέλι ἰσοδυναμοῦσε μὲ εἴκοσι ὀκάδες. Χωράφι δέκα, πέντε, ἑφτά, εἴκοσι κ.τ.λ. κουβέλια σήμαινε χωράφι τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ σπαρθεῖ ἀπαιτοῦνταν δέκα, πέντε, ἑφτά, εἴκοσι κ.τ.λ.  κουβέλια σπόρο, δηλ. 200, 100, 140, 400 ὀκάδες σπόρου.

[16] Μόρια εἶναι μία περιοχὴ τῆς Γούρας.

[17] Ἔβαλα τὴν μετάνοιάν μου εἰς τὸ Μοναστήριο = ἔγινα μοναχὸς καὶ ἀφιερώθηκα στὸ Μοναστήρι.

[18] Ἀνίσως καὶ ἀρτηρίσῃ (ἀπὸ τὸ ἄρτιος) =  Ἄν ἴσως περισσέψει (κάποιο εἰσόδημα πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διατροφή του).

[19] Πιβαδάτικες εἶναι μία τοποθεσία στὴν περιοχὴ τῆς  Γούρας.

[20] Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Θ΄ (1926), σελ. 138.

[21] Σπέντζα =εἶδος φόρου.

[22] Σπαχῆς στὴ θέση αὐτὴ σημαίνει τὸν ἀρχηγό ἑνὸς σώματος ἱππέων στὸν ὁποῖο μὲ διαταγὴ τοῦ Σουλτάνου δινόταν μία περιοχή τῆς ὁποίας ὁ Σπαχῆς εἰσέπραττε τοὺς φόρους (σπέντζες) ὡς ἀμοιβή του. Τὸ μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, μὲ τὸ ἔγγραφο αὐτό, ἀπαλασσόταν ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τῆς καταβολῆς τοῦ συγκεκριμένου φόρου.

[23] Τὸ Μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἶναι δύσκολο νὰ διαπιστωθεῖ ποιὸ εἶναι. Ὡστόσο τὸ ὅτι βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ «Κοκὸς – Μουκατασί» (= φορολογικὴ περιφέρεια Κοκοσίου: Κωφοί, Κοκκωτοί, Βρύναινα, Πλάτανος, Δρυμῶνα, Σούρπη, Πτελεός) ἐπιτρέπει τὴν ὑπόθεση ὅτι μπορεῖ νὰ ἦταν ἤ τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πτελεοῦ ἤ νὰ πρόκειται γιὰ τὸ μικρὸ μοναστήρι ποὺ ὑπῆρχε γύρω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ ἦταν ὁ κοιμητηριακὸς ναὸς τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ διηγήσεις τῶν παλιῶν καλογέρων στὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ἀποτελοῦσαν κάποιοι καλόγεροι ποὺ γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν ἀσχολοῦνταν μὲ ἐργόχειρα.

[24] Τὸ ἔτος 1101 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ 15 Ὀκτωβρίου 1689 μέχρι  4 Ὀκτωβρίου 1690.

[25] Καλογέροι.

[26] Τὸ ἔτος 1170 τοῦ ὀθωμανικοῦ ἡμερολογίου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ 26 Σεπτεμβρίου 1756 μέχρι  14 Σεπτεμβρίου 1757.

[27] Ἐρμιγιὲ ἦταν τὸ τουρκικὸ ὄνομα τοῦ Ἁλμυροῦ.

[28] Τὸ ἔτος 1198 τῆς ὀθωμανικῆς χρονολογίας ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπό 26 Νοεμβρίου 1783 μέχρι 13 Νοεμβρίου 1784  τοῦ χριστιανικοῦ ἡμερολογίου.

[29] Σούρπη.

[30] Κοκός σημαίνει «Κοκοσίου». Ἡ διοικητικὴ περιφέρεια στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ἡ Σούρπη καὶ ἄλλα χωριὰ στὴν Όρθρη λεγόταν περιφέρεια Κοκοσίου. Ὡς φορολογικὴ περιφέρεια λεγόταν «Μουκατᾶς Κοκοσίου», καὶ τὰ χωριὰ της περιοχῆς «Κοκόσια». Ὁ Στέφανος Κομμητᾶς, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ  Κωφοί, ὀνόμαζε τὴν περιοχὴ «χωραρχία» καὶ ἔγραφε στὰ βιβλία του γιὰ νὰ ἐπισημάνει τὸν τόπο καταγωγῆς του ὅτι καταγόταν «Ἐκ χωραρχίας μὲν Κοκοσίου, κώμης δὲ Κωφῶν».

[31] Νταλιάνι λέγεται ἕνα σύνολο ἁλευτικῶν δικτύων σταθερὰ τοποθετημένων σὲ πασάλους στερεωμένους στὸν πυθμένα τῆς θάλασσας.

[32] τὸ «πωλητῶν» γράφτηκε, προφανῶς ἀπὸ λάθος τοῦ συντάκτη τοῦ ἐγγράφου, ἀντὶ τοῦ σωστοῦ ἀγοραστῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς κατεῖχε καὶ ἄλλη ἔκταση ἡ ὁποία συνόρευε μὲ τὴν νέα ἔκταση  ποὺ ἀγοραζόταν.

[33] Ἰδιοκτήτης ὅλων τῶν γαιῶν, κατὰ τὸ ὀθωμανικὸ δίκαιο, θεωροῦνταν ὁ Σουλτάνος.

[34] Δηλ. ὁ βοεβόδας τῆς περιφερείας «Κοκοσίου».

[35] Ἐρμιγιὲ ἦταν ἡ τούρκικη ὀνομασία τοῦ Ἁλμυροῦ.

[36] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε καὶ σχολιάστηκε γιὰ πρώτη φορά ἀπὸ τὸν Γιώργο Θωμά στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 13, Ἁλμυρός  2010, σελ. 175 -178.

[37] Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη αὐτὴ ἰδιαίτερα ἡ ἀφιέρωση, ἀφοῦ δὲν γίνεται στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, ἀλλὰ εἰδικῶς στὴν «Εἰκόνα» τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Προσωπικὰ στὴν ἀφιέρωση αὐτὴ διαβλέπω μιὰ πολὺ ζωντανὴ πίστη. Ἡ ἀφιερώτρια δὲν βλέπει τὴν «Εἰκόνα», ὡς εἰκόνα –εἴδωλο ἀλλὰ ὡς μία ζωντανή παρουσία, ὡς ὑπαρκτό ζωντανὸ «ἄνθρωπο» μὲ ἀνάγκες.

[38] Μίσθωμα κατ’ ἀποκοπήν ἦταν τὸ ἐτήσιο ἐνοίκιο ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ  πληρώνεται ὑπὸ τοῦ κατόχου βακουφικῆς γῆς γιὰ ἀνεγειρόμενο κτίσμα, ἤ γιὰ τὰ καρποφόρα δέντρα καὶ κλήματα ἀμπελιοῦ ποὺ φυτεύονταν σ’ αὐτὴ καὶ ἀποτελοῦσαν  καθαρή ἰδιοκτησία.

[39] ὑποχρεωτικό, στὴ θέση αὐτή, σημαίνει εὐγενικό, ἀρχοντικό, αὐτὸ ποὺ με τὴν συμπεριφορά του καὶ τὴν εὐγένειά του σὲ «ὑποχρεώνει».

[40] Κελέρια λέγεται μία ἔκταση στὴν περιοχὴ τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς..

[41] Σύμφωνα μὲ τὸ τουρκικὸ καθεστὼς ἰδιοκτήτης κάθε ἔκτασης γῆς θεωροῦνταν ὁ Σουλτάνος.

[42] νταλιάνι = σύνολο ἀπὸ δίκτυα ποὺ στήνονταν μέσα στὴ θάλασσα σὲ μέρος ποὺ συνήθως περνοῦν κοπάδια ψαριῶν.

[43] Ἡ ἀντίστοιχη τουρκικὴ λέξη στὸ ἔγγραφο εἶναι  «loda».

[44]  Τὸ ἔτος 1209 τοῦ τουρκικοῦ ἡμερολογἰου ἀντιστοιχεῖ μὲ τὸ χρονικὸ διάστημα 29 Ἰουλίου 1794 μέχρι  17 Ἰουλίου 1795. Ὁ μήνας  Σαμπὰν τοῦ ἔτους ἐκείνου τελείωνε  στὶς 21 Μαρτίου 1795.

[45] Καὶ αὐτὸ τὸ ἔγγραφο μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα στὶς 4 Ἰανουαρίου 1986 ἀπὸ τὸν δικηγόρο Ἀντώνιο Γρ. Γρηγοριάδη.

[46] Τὸ ἔγγραφο πρωτοδημοσιεύθηκε καὶ σχολιάστηκε ἀπὸ τὸν Γιώργο Θωμά στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 11, Ἁλμυρός, 2009, σελ. 168 -170.

[47] «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, σελ. 653-692, Ἀθήνησιν 1896.

[48] Κατὰ τὸ 1896, ὁπότε δημοσίευσε ὁ Γιαννόπουλος τὴν σχετικὴ ἐργασία του, δὲν εἶχε ἱδρυθεῖ ἀκόμη τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀχίλλειο καὶ ὅλη ἡ περιοχὴ ἀνῆκε στὸν τότε Δῆμο Πτελεατῶν (Πτελεοῦ).

[49] Τὸ Ἀχίλλειο ποὺ ἀναφέρει στὴ θέση αὐτὴ ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος εἶναι τὸ πρῶτο χωριό μὲ τὴν ὀνομασία Ἀχίλλειο. Τὸ χωριὸ αὐτὸ βρισκόταν στὴ σημερινὴ θέση «Τραχῆλι» καὶ εἶχε  κτισθεῖ μὲ πρωτοβουλία τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Ἰωάννη Βελέντζα ὕστερα ἀπὸ ὑποχρεωτικὸ συνοικισμὸ σ’ αὐτὸ τῶν κατοίκων τριῶν ἄλλων χωριῶν, τῆς Χαμάκως, τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καὶ τοῦ Κοροκλεντιοῦ. Σήμερα ἀπὸ τὸ χωριὸ αὐτὸ σώζεται μόνο ἡ ἐκκλησία του. Περισσότερες πληροφορίες ὑπάρχουν στὸ βιβλίο τοῦ Βίκτωρος Κων. Κοντονάτσιου, «Τὸ Ἀχίλλειο Ἁλμυροῦ. Ἱστορική Ἀναδρομή», Ἔκδοση Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἀχιλλείου, 1999.

[50] Στὰ 1896. Στὴν ἐποχὴ μας ἡ περιοχὴ αὐτή, ὕστερα ἀπο ἀλλεπάλληλες μεταβιβάσεις,  κατέχεται ἀπὸ ἄλλους.

[51] Κουκουλιοὺς εἶναι μία ἄλλη ὀνομασία τοῦ Κουκλιάς.

[52] Σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες ποὺ παρουσιάζει ὁ Δημήτριος Τσοποτὸς στὸ βιβλίο του «Γεωργικαὶ Σελίδες τῆς Θεσσαλικῆς Ἱστορίας», Ἀθῆναι 1914, ὁ Βελῆ Πασᾶς εἶχε περὶ τὰ 200 τσιφλίκια στὴ Θεσσαλία.

[53] Ὁ πεθερὸς τοῦ πεθεροῦ τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας ἔγινε κύριος δι’ ἀγορᾶς ἑνὸς ἐλαχιστότατου τμήματος τοῦ ἐλαιοκτήματος «Κουκλιᾶς». Ὁ πεθερὸς τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας ἔγινε κύριος, λόγῳ προικὸς, τοῦ ἑνός τρίτου του παραπάνω «ἐλαχιστότατου τμήματος τοῦ ἐλαιοκτήματος Κουκλιᾶς». Τὸ ἕνα δεύτερο τοῦ παραπάνω ἑνὀς τρίτου, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 250 ἐλαιόδεντρα, ἦταν ἄλλοτε προικῶο  κτῆμα τοῦ συγγραφέως τῆς ἐργασίας αὐτῆς.

[54] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ, (1896), σελ. 653-688, σὲ ἐργασία του μὲ τίτλο Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.

[55] Ἀχιλληίς, τεῦχος Σεπτεμβρίου 1933, στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Τὸ Κελέριον τῆς Ξενιᾶς».

[56] 15 Νοεμβρίου 1825.

[57] 2 Ἰουλίου 1880.

[58] Πρόκειται γιὰ τὰ σουλτανικὰ φιρμάνια τῶν Σουλτάνων Μουσταφᾶ τοῦ 1698 καὶ Μαχμοὺτ τοῦ 1815 γιὰ τὰ ὁποῖα κάνουμε ἐκτενῆ ἀναφορὰ παραπάνω.