Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο πέμπτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις» (3ο μέρος)

 

1733

Ὅπως εὔκολα γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν «ἐνθυμήσεων» ποὺ μέχρι τώρα  ἀναφέρθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἄλλων «ἐνθυμήσεων» ποὺ ἔχουν δημοσιευθεῖ ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητὲς σὲ ποικίλα δημοσιεύματα, στὶς «ἐνθυμήσεις» συνηθιζόταν νὰ καταγράφονταν, στὶς περισσότερες περιπτώσεις τοὐλάχιστον, τὰ σημαντικὰ γεγονότα, τὰ γεγονότα ἐκεῖνα ποὺ δημιουργοῦσαν ἐντυπώσεις, ἐκεῖνα ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἐκεῖνα γενικῶς, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ἐκτίμηση τοῦ «ἐνθυμησιογράφου», τοὐλάχιστον, θεωροῦνταν σημαντικὰ καὶ ἔνιωθαν οἱ ἴδιοι τὴν ἀνάγκη νὰ τὰ καταγράψουν.

Ἡ ἐξασφάλιση τοῦ καθημερινοῦ «ἐπιούσιου ἄρτου» δὲν ἦταν πάντοτε μία εὔκολη ὑπόθεση. Γιὰ πάρα πολλούς, σὲ μερικὲς τοὐλάχιστον χρονικὲς περιόδους, ἦταν μία ἀγωνιώδης προσπάθεια. Ἡ πρωτογενὴς γεωργικὴ παραγωγὴ ποὺ ἦταν σχεδὸν ἡ γενικὴ καὶ καθολικὴ ἀπασχόληση τῶν περισσότερων ἀνθρώπων στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ σὲ παλιότερες ἐποχές, δὲν ἀπέδιδε πάντοτε τόσα ὥστε νὰ ἐπαρκοῦν γιὰ τὶς διατροφικὲς ἀνάγκες ὅλων.

Σὲ περιόδους κακῶν καιρικῶν συνθηκῶν, παρατεταμένης ἀνομβρίας, φυτικῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλων δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν καὶ ἑπομένως λιγοστῆς καὶ ἀνεπαρκοῦς ἐσοδείας, οἱ τιμὲς τῶν εἰδῶν πρώτης ἀνάγκης ἀνέβαιναν πολύ. Τὸ φαινόμενο τῆς ἀνέχειας καὶ τῆς συνακόλουθης ἀκρίβειας τῶν προϊόντων διατροφῆς γινόταν τότε σημαντικὸ κοινωνικὸ πρόβλημα καὶ ἑπόμενο ἦταν κάποιοι νὰ σπεύδουν νὰ τὸ καταγράψουν. Τέτοια γεγονότα καταγράφονταν συνήθως σὲ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία, σὲ βιβλία μοναστηριῶν. Αὐτὴ ἡ καταγραφή πρέπει νὰ λειτουργοῦσε σὰν ἕνα εἶδος κατάθεσης αἰτήματος, κατάθεσης ἀναφορᾶς τοῦ ὑπάρχοντος προβλήματος. Ἐμπιστεύονταν τὸ πρόβλημά τους ἐκεῖ ὅπου ἦταν σίγουροι ὅτι θὰ ἀκουστεῖ.  «Ἐνθυμήσεις» γιὰ ἀκρίβεια καὶ πεῖνα ὑπάρχουν πολλὲς. Μία ἀπὸ  αὐτὲς διασώθηκε σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς:

«Εἰς τὰ 1733 ἦλθεν ἀκρίβεια μεγάλη καὶ εἶχε τὸ λουτζέκι[1]

γρόσια εἴκοσι καὶ ἔστω εἰς ἐνθύμησιν».[2]

Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε ἀριθμητικὴ ἀποτίμηση καὶ σύγκριση ὅσων ἀναφέρονται στὴν παραπάνω ἐνθύμηση γιατὶ, πέραν ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὴ εἶναι πολὺ δύσκολη ἐξαιτίας τῶν συχνῶν καὶ μεγάλων νομισματικῶν μεταβολῶν, εἶναι καὶ περιττὴ γιὰ τὸ σκοπὸ τούτης τῆς ἐργασίας μας.

Στὴν «ἐνθύμηση» αὐτὴ βλέπουμε νὰ θεωρεῖται «ἀκρίβεια μεγάλη» ἡ τιμὴ «εἴκοσι γρόσια τὸ λουτζέκι» καὶ ἑφτὰ χρόνια ἀργότερα, στὰ 1740, νὰ θεωρεῖται ἐπίσης «ἀκρίβεια μεγάλη» ἡ τιμὴ «δύο γρόσια τὸ λουτζέκι».

Δὲν ἀποτιμοῦμε, λοιπόν, ἀριθμητικὰ καὶ δὲν συγκρίνουμε τὶς τιμὲς. Μᾶς ἀρκεῖ τὸ ὅτι καὶ οἰ δύο ἐνθυμησιογράφοι, στὰ 1733 καὶ 1740, τὴ μεγάλη ἀκρίβεια ποὺ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἦλθαν νὰ τὴν καταθέσουν, ἴσως καὶ νὰ βροῦν κάποια ἀντιμετώπιση καὶ βοήθεια, στὸ ἀγαπημένο τους Μοναστήρι  τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἤ «Παναγίας Ξενιᾶς».

 

1740

«Ἀκρίβεια μεγάλη» ἔπεσε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς καὶ στὰ 1740. Ἄν καί, ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω, εἶναι δύσκολη ἡ σύγκριση τῶν ἀριθμητικῶν τιμῶν, τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀκρίβεια ἦταν πιὸ μεγάλη ἀπὸ αὐτὴν τοῦ 1733, ἀφοῦ – καὶ ἐφόσον ὁ «ἐνθυμησιογράφος» δὲν εἶναι ὑπερβολικός καὶ θεωρήσουμε ὅτι κυριολεκτεῖ –  κανένας «ἀπὸ παλαιοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐνθυμήθηκεν».

Ἄν καὶ τὸ κείμενο τῆς «ἐνθύμησης», ὅπως καταγράφηκε, δὲν εἶναι πολὺ σαφές, γίνεται φανερὸ ὅτι κάποιοι πῆγαν στὸ Μοναστήρι «διὰ σιτάρι». Ὁ ἴδιος ὁ ἐνθυμησιογράφος ἔγινε, λέει, «ἠθᾶς» εἰς τὴν Σούρπην καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον.  Τὸ «ἠθᾶς» – ἐὰν καὶ ἐφόσον διαβάστηκε σωστὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ποὺ μᾶς διέσωσε τὴν «ἐνθύμηση» – μᾶς εἶναι ἄγνωστη λέξη. Ὑποθέτουμε ὅμως ὅτι πρέπει νὰ ἀναφέρεται σὲ κάποια ἁρμοδιότητα σχετικὴ μὲ διανομὴ ἤ πώληση σιταριοῦ ἐκ μέρους τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴ Σούρπη καὶ στὸν Ἅγιο Γεώργιο, τὸ παρεκκλήσι στὴν Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς.

Τὸ κείμενο τῆς «ἐνθύμησης», ποὺ ἦταν γραμμένη στὸ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς, σύμφωνα μὲ τὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία μᾶς τὴν ἀποθησαύρισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, εἶχε  ὡς ἑξῆς:

«1740. Ἦλθε χρόνος δυστυχία καὶ ἀκρίβεια μεγάλη

ὁποῦ  τινὰς ἀπὸ παλαιοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐνθυμήθηκεν.

Τὸ σιτάρι ἦλθε δύο γρόσια τὸ λουτζέκι.

Ἡμᾶς ὑπῆγαν εἰς τὸ μοναστήρι διὰ σιτάρι.

Ἔγεινα ἐγὼ ἠθᾶς (;) εἰς τὴν Σούρπην

καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον

καὶ ἤτανε σαββάτο τῶν ψυχῶν

καὶ ἦρθα εἰς τὸ μοναστήρι θείᾳ δυνάμει ἰουνίου 6».[3]

Ἦταν 6 Ἰουνίου τοῦ 1740 καὶ ἦταν «σαββάτο τῶν ψυχῶν» (Ψυχοσάββατο) ὅταν ἔγιναν τὰ παραπάνω. Ὁ καταγραφέας τῆς «ἐνθύμησης» μᾶς λέει ὅτι ἦρθε στὸ «μοναστήρι θείᾳ δυνάμει», θέλοντας, προφανῶς, νὰ πεῖ ὅτι ἦρθε στὸ Μοναστήρι «μὲ τὴ δύναμη, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ». Ἐκτιμῶ ὅτι μᾶλλον ἐννοοῦσε ὅτι ἦρθε στὸ Μοναστήρι σὰν νὰ τὸν φώτισε ὁ Θεὸς καὶ ἔτσι βρῆκε λύση στὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζε.

Θεωρῶντας ὅτι οἱ παραπάνω σκέψεις ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ λέξη «ἠθᾶς» πράγματι σημαίνει κάτι σὰν ὑπεύθυνος ἤ ἁρμόδιος προκειμένου νὰ ἐξασφαλίσει σιτάρι.

Γιὰ πληρέστερη παρουσίαση καὶ κατανόηση τῆς «ἐνθύμησης» τὴν παρουσιάζουμε καὶ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ τὴν δημοσίευσε ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, μέλος καὶ αὐτὸς τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ:

«1740…ἦλθεν χρόνος δυστυχία καὶ ἀκρίβεια μεγάλη,

ὅπου τινὰς ἀπὸ παλαιοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐνθυμήθηκεν.

Τὸ σιτάρι ἦλθεν δύο γρόσια τὸ ὀλτζέκι,

καὶ μᾶς ὑπῆγαν εἰς τὸ μοναστήρι διὰ σιτάρι γρόσια ἑξακόσια».[4]

Ὅπως γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ ὑπάρχουν σημαντικὲς  διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο ἀντιγραφῶν. Πιθανόν τὸ μέρος τῆς «ἐνθύμησης» τοῦ Γιαννόπουλου ποὺ δὲν τὸ συμπεριλαμβάνει στὴ δική του ὁ Σπυριδάκης νὰ θεωρήθηκε ἀπὸ αὐτὸν ὡς ἄλλη «ἐνθύμηση».

Ἀσφαλῶς καὶ δὲν μποροῦμε να πάρουμε θέση ὡς πρὸς τὸ ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο μορφὲς τῆς «ἐνθύμησης» εἶναι πιστότερη ἀντιγραφὴ τοῦ καταγραμμένου στὸν νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ κειμένου.

 

 

1742

Δύο χρόνια ἀργότερα, στὰ 1742, τὸν Ἁλμυρό, τὸν Πλάτανο, τοὺς Κοκκωτοὺς και τὴ Βρύναινα χτύπησαν λοιμικὲς ἀρρώστειες. Τὸν ἐνθυμησιογράφο ἐντυπωσίασε τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀρρώστεια αὐτὴ μεταδόθηκε καὶ στὴ Βρύναινα, στὴν ὁποία ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε συμβεῖ κάτι τέτοιο:

«1742 ἔγειναν πολλοὶ λοιμοὶ ἐδῶ

καὶ εἰς τούς τόπους τούτους καὶ ξεχωριστὰ

εἰς τὸν Ἁλμυρόν, εἰς τὸν Πλάτανον, εἰς τούς Κουκουτούς

καὶ εἰς τὴν Βρύνιννα,

ὁποῦ ποτὲ εἰς τήν Βρύνιννα δέν ἔγεινε τέτοιο πρᾶμμα».

Ἡ «ἐνθύμηση» ἦταν γραμμένη καὶ αὐτὴ μαζί μὲ πολλὲς ἄλλες στὸ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη.[5]

Τὸ ὅτι στὴ Βρύναινα ποτὲ μέχρι τότε, κατὰ τὸν ἐνθυμησιογράφο, δὲν εἶχε ἐνσκήψει αὐτὴ ἡ ἐπιδημία μᾶς θυμίζει τὶς ἀντιλήψεις ποὺ ἐπικρατοῦσαν σὲ παλιότερες ἐποχὲς ὅτι μερικὰ χωριὰ ἦταν ἀπρόσβλητα ἀπὸ ἐπιδημικὲς ἀσθένειες.

 

1743

Ἕνα χρόνο μετὰ τὶς παραπάνω λοιμικὲς ἐπιδημίες ποὺ χτύπησαν τὰ μέρη τοῦ Ἁλμυροῦ, στὰ 1743, ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμὸς στὰ χωριὰ τοῦ Ἁλμυροῦ, στὸν Ἁλμυρό, στὴ Λάρισα καὶ στὸν Τύρναβο.

Δὲν γνωρίζουμε πῶς ὁ καταγραφέας τῆς «ἐνθύμησης» πληροφορήθηκε, ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅτι ὁ σεισμὸς ἔγινε αἰσθητὸς καὶ στὴ Λάρισα καὶ στὸν Τύρναβο. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἔφθασαν στὸ Μοναστήρι προσκυνητὲς  ἀπὸ τὴ Λάρισα καὶ τὸν Τύρναβο καὶ ὁ ἐνθυμησιογράφος κατέγραψε συγκεντρωτικὰ τὶς ὅμοιες πληροφορίες;

Μᾶς δίνει ὡστόσο χαρακτηριστικὲς καὶ χρήσιμες πληροφορίες γιὰ τὸ μέγεθος καὶ τὸ εἶδος τοῦ σεισμοῦ: «ἔπεσαν πολλὰ σπίτια, ράγισαν καμπαναριὰ καὶ τζαμιὰ καὶ τὰ δέντρα «ἐβάγησαν».

Ἡ «ἐνθύμηση» ἦταν γραμμένη καὶ αὐτὴ στὸ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο:

«Ἔτος 1743, ἔγεινε μέγας σεισμὸς ὅπου ἔπεσαν

σπίτια πολλὰ καὶ εἰς τὰ χωρία καὶ εἰς τὸν Ἁλμυρὸν

εἰς τὴν Λάρισαν καὶ Τούρναβον.

Τὰ τζαμία καὶ τὰ καμπαναρεῖα ἐρραγίσθησαν

καὶ ἔπεσαν καὶ τὰ δέντρα ἐβάγησαν[6]».[7]

 

 

1745

Πολὺ  χαρακτηριστικὸ γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ μοναχοὶ καὶ ἀπὸ τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες εἶναι τὸ περιεχόμενο μιᾶς ἐνθύμησης ποὺ βρέθηκε γραμμένη καὶ αὐτὴ στὸ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς καὶ διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο.

Εἶχε πέσει πολὺ χιόνι ἐκείνη τὴ χρονιὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶχε φτάσει σὲ ὕψος 15 πιθαμές. Οἱ καλόγεροι στὴν Ἄνω Μονὴ Ξενιᾶς ἀποκλείστηκαν ἀπὸ κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἄλλο κόσμο καὶ ἔμειναν ἔτσι ἀποκλεισμένοι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες.

Τὸ γεγονὸς τὸ κατέγραψε ἕνας καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἕνα σημείωμά του ποὺ ἔγραψε στὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τους:

«1745. Χιόνι πολὺ ἔρριξε πιθαμαῖς 15 καὶ ἤμασταν

κλεισμένοι ‘ς  τὸ μοναστήρι ἡμέρας εἴκοσι».[8]

 

1750 , 1756

Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1750 ἤ τοῦ 1756 ἕνα πολὺ περίεργο ἀστρικὸ φαινόμενο ἐντυπωσίασε τόσο πολὺ ὥστε ὁδήγησε ἕναν παρατηρητή του νὰ σπεύσει καὶ πάλι καὶ νὰ σημειώσει τὸ φαινόμενο στὸ νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ.

«Ἕνας ἀστέρας» βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ νότιο μέρος τοῦ οὐρανίου στερεώματος, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Πελοποννήσου, «ἀπὸ τὸν Μωρέαν», ὅπως σημείωσε ὁ ἐνθυμησιογραφος, καὶ προχώρησε  πρὸς τὰ βόρεια, «εἰς τὸν κριὸν μέρος».

Γιὰ τὸν παρατηρητὴ τοῦ οὐρανοῦ τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἦταν πολὺ περίεργο καὶ ἐντελῶς ἀσυνήθιστο. Καὶ τέτοια περίεργα καὶ ἀσυνήθιστα φαινόμενα φυσικὸ ἦταν νὰ θεωροῦνται «σημαδιακά», ὅπως συνήθιζαν νὰ τὰ ὀνομάζουν οἱ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τέτοια περίεργα φαινόμενα θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους τῶν παλαιότερων ἐποχῶν ὡς «θεϊκὰ σημάδια». Ἔτσι καὶ τὸ  φαινόμενο  αὐτό, κατὰ τὸν παρατηρητή του, ἦταν «σημάδι», ἦταν «σημείωμα», ποὺ κάτι «σήμαινε», κάτι ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δείξει, κάτι προμήνυε.

Παρόλο ὅμως ὅτι τὸ φαινόμενο ἐντυπωσίασε πολὺ, οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες καὶ δουλειές του, δὲν ἐπέτρεψαν στὸν παρατηρητή του νὰ σπεύσει ἀμέσως γιὰ τὴν καταγραφή του. Πῆγε στὸ Μοναστήρι δυὸ μῆνες σχεδὸν ἀργότερα, στὶς 2 ἤ στὶς 10 Αὐγούστου. Ἡ ἐντύπωση ὅμως ποὺ τοῦ εἶχε προκαλέσει τὸ περίεργο ἀστρικὸ φαινόμενο ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει ζωντανὴ καὶ ζωηρὴ καὶ κατέγραψε τότε, ὕστερα ἀπὸ δυὸ μῆνες, τὸ φαινόμενο.

Τὸ γεγονὸς τῆς τόσο καθυστερημένης ἀναγραφῆς ἑνὸς τόσο ἐντυπωσιακοῦ φαινομένου μᾶς δημιουργεῖ τὴν αἴσθηση ὅτι αὐτὴ ἡ συχνὴ καταφυγὴ πολλῶν ἀνθρώπων στὸ Μοναστήρι μὲ σκοπὸ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὅποιων ζωηρῶν ἐντυπώσεών τους ἤ ὅποιων γεγονότων θεωροῦσαν σημαντικὰ δὲν ἦταν ἁπλὰ μιὰ συνήθεια κάποιων ἀργόσχολων, οἱ ὁποῖοι ἔτσι ἀπερίσκεπτα, μὴν ἔχοντας κάτι ἄλλο νὰ κάνουν, «λέρωναν» τοὺς εὔκολους στὴν πρόσβαση τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ἔγγραφη κατάθεση γιἀ κάθε σημαντικὸ γεγονὸς στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν κάτι σὰν ἐκπλήρωση ἑνὸς εἴδους «χρέους». Ἔπρεπε νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἀναγραφή, τὸ θεωροῦσαν καθῆκον τους, ἴσως καὶ ὑποχρέωση προσφορᾶς ὑπηρεσίας πρὸς τὸ «Κοινὸν Ἱερόν» ὅλων. Τὸ Μοναστήρι τους αὐτὸ ἦταν τὸ κοινὸν «Καταθετήριον» ἐντυπώσεων καὶ πληροφοριῶν ὅλων ὅσων ζοῦσαν σ’ αὐτὸ καὶ ὅλων ὅσων τὸ ἐπισκέπτονταν. Ὅλοι θεωροῦσαν καθῆκον τους καὶ ὑποχρέωσή τους νὰ πληροφορήσουν τὴν «Παναγία» γιὰ ὅ,τι συνέβαινε. Πήγαιναν, λοιπόν, καὶ κατέθεταν τὶς πληροφορίες τους, καταγράφοντάς τις, στὸ νάρθηκα τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἀσφαλῶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀναγραφή, τὶς συζητοῦσαν μὲ τοὺς ἐκεῖ  καλογέρους, ζητῶντας μιὰ πιθανὴ ἑρμηνεία τους.

Προσωπικά, κάνοντας κάποιες ἀναγωγὲς σὲ ἄλλους χρόνους, τολμῶ νὰ ὑποθέσω ὅτι κατέθεταν τὸν περίεργο «χρησμὸ» τοῦ «λοξία» καιρικοῦ ἤ ἀστρικοῦ φαινομένου ζητῶντας ἀπὸ τὸ «Θεὸ» τους, μὲ προσευχὲς καὶ παρακλήσεις, τὴν ἑρμηνεία ἤ ἴσως καὶ τὴν ἀποτροπὴ τοῦ τυχὸν σημαινομένου κακοῦ. Σίγουρα οἱ «φωτισμένοι» μὲ θεϊκὴ σοφία καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ θὰ τὸ ἄκουγαν μὲ προσοχή, θὰ τὸ μελετοῦσαν, θὰ τὸ ἐξέταζαν προσεκτικά, θὰ τὸ συζητοῦσαν  καὶ θὰ ἔλεγαν τὴ γνώμη τους.

Τὸ παραπάνω σημείωμα παρέμεινε γραμμένο ἐκεῖ ἐπὶ χρόνια πολλά. Τὰ γράμματα τοῦ σημειώματος μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου  ξεθώριασαν. Ἔτσι ὅταν στὴ δεκαετία τοῦ  1890, διακόσια πενήντα σχεδόν χρόνια μετὰ τὴν καταγραφή του, κάποια μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας εἶδαν τὸ σημείωμα καὶ τὸ ἀντέγραψαν, δὲν μποροῦσαν νὰ συμφωνήσουν γιὰ τὸ ἀκριβὲς περιεχόμενό του. Ἡ ἀσυμφωνία αὐτὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φτάσουν ὡς ἐμᾶς δύο μορφὲς τῆς ἴδιας αὐτῆς ἐνθύμησης, λίγο διαφορετικὲς μεταξύ τους, ποὺ ὀφείλονταν σὲ διαφορετικὲς ἀναγνώσεις ἀκριβῶς γιατὶ ἡ «ἐνθύμηση» δὲν ἦταν πλέον εὐανάγνωστη. Ὡστόσο τὸ μήνυμα τῆς ἐνθύμησης δὲν ἀλλάζει.

Ἡ πρώτη ἀνάγνωση εἶναι τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου:

«1750.  Τὸν Ἰούνιον μῆνα ἔγεινε σημείωμα

καὶ ἐβγῆκεν ἕνας ἀστέρας ἀπὸ τὸν Μωρέαν

καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν κριὸν μέρος καὶ ἦταν θαῦμα μέγα.

1750 Αὐγούστου δύο».[9]

Ἡ δεύτερη ἀνάγνωση εἶναι τοῦ Ἀθανασίου Σπυριδάκη, μέλους και αὐτοῦ τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ:

«1756. Τόν Ἰούνιον τόν μῆναν ἔγεινε σημείωμα

καὶ ἐβγῆκεν ἕνας ἀστέρας ἀπὸ τὸ Μωριᾶ

καί ὑπῆγεν εἰς τὸν ….. καὶ ἦτο θαῦμα.

1756 Αὐγούστου 10».[10]

 

1753

Σὲ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία πολλὲς φορὲς βρίσκουμε σημειώσεις ποὺ ἀναφέρονται σὲ προσωπικά, οἰκογενειακὰ ἤ καὶ κοινωνικὰ γεγονότα, γιατὶ οἱ καταγραφεῖς ἐκτίμησαν ὅτι ἦταν σημαντικὰ γεγονότα ποὺ ἔπρεπε νὰ τὰ καταγράψουν γιὰ νὰ τὰ πληροφορηθοῦν ὅλοι.

Σ’ ἕνα χειρόγραφο μουσικὸ κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», προσφορὰ σ’ αὐτὴν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ σήμερα φυλάσσεται στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ (ἀριθ. 13), στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἐμπροσθόφυλλου, εἶναι γραμμένη ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση»:

«αψνγ΄ [11] – Μαΐου δέκα, Δευτέρα τῆς Σαμαρείτιδος …. 

ὁ πρωτοκανονάρχος Γούρας, υἱὸς τοῦ οἰκονόμου παπα-Δημητρίου,

ὁ Παναγιώτης Ἀναγνώστης  (ἔλαβε)  διὰ νόμιμόν του γυναῖκα

τὴν θυγατέραν τοῦ Ἀναστάση Χατζῆ Ἀργύρη

καὶ ἔστωσαν εὐλογημένοι».[12]

 

1753

Στὸ φύλλο 2α τοῦ ἴδιου μουσικοῦ κώδικα παρατίθεται ἕνας τύπος ὑποδείγματος ἐπιστολῆς εἰς ἀρχιεπίσκοπον ἤ ἐπίσκοπον:

«Θεοφιλέστατε, θειότατε, ἅγιε ἐπίσκοπε τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς …..  κύριε κύριε Διονύσιε, ἡμῶν δὲ αὐθέντα καὶ δέσποτα καὶ μετὰ Θεὸν προστάτα καὶ βοηθέ, τὴν ἐπὶ ἐδάφους διὰ μετάνοιαν προσκύνησιν  ἀπονέμω τῇ σῇ  ἁγίᾳ θεοφιλίᾳ. Ἔστω οὖν σοὶ γνωστὸν ἐν συντόμῳ, ὦ Θεοφιλέστατε, ὅτι[13] (ἐνταῦθα τὴν ὑπόθεσιν) .[14] Ταῦτα μὲν κατὰ τὸ παρὸν, αἱ δὲ ἅγιαι καὶ θεοπειθεῖς σας εὐχαὶ εἴησαν μετ’ ἐμοῦ ἐν βίῳ παντί. Ἀμήν. αψογ΄[15]».  Ἔξωθεν (ἐννοεῖται τῆς ἐπιστολῆς, στὸ φάκελο) «Τῷ Θεοφιλεστάτω ἁγίῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς ….  κυρίῳ κυρίῳ Διονυσίῳ, ἡμῶν δὲ αὐθέντῃ καὶ δεσπότῃ προσκυνητῶς».

Τὸ περιεχόμενο τῶν παραπάνω ἐνθυμήσεων, ὅπως γίνεται κατανοητό, διαφέρει ἀπὸ τὴ συνήθη μορφὴ ἄλλων «ἐνθυμήσεων». Δίνει τὴν ἐντύπωση ἀτομικοῦ βιβλίου καὶ ὄχι μοναστηριακοῦ. Πιθανόν νὰ προσφέρθηκε στὸ Μοναστήρι ἔχοντας ἤδη ἀπὸ πρὶν γραμμένες τὶς «ἐνθυμήσεις» στὶς σελίδες του.

 

 

1757

Στὸ «Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὑπάρχει παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. Τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ ἦταν κάποτε ἀφιερωμένο στὴν Παναγία. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος δημοσιεύοντας τὴ σχετικὴ πληροφορία στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος» (τόμος Δ΄, σελ. 710 – 711, Ἀθήνησιν 1896): «Τὸ ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς παρεκκλήσιον τετίμηται ἐπ’  ὀνόματι τοῦ ἁγ. Χαραλάμπους. Ἀλλ’ ἐπιγραφή τις ἐντετειχισμένη ὄπισθεν τῆς κόγχης αὐτοῦ μαρτυρεῖ, ὅτι τοῦτο ἦν ἀφιερωμένον  εἰς τιμὴν τῆς Θεοτόκου».

Ἡ σχετικὴ ἐπιγραφή, ὅπως μᾶς τὴν διέσωσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, εἶναι ἡ ἑξῆς:

«+Τω ΠΑΡΟΝ ΠΑΡΑ

ΚΛΗCΙωΝ ΤΗΜΟΜ

ΕΝΟΝ ΕΠ ΟΝΟΜΑΤΙ

ΤΗC ΥΠΕΡΑΓΙΑC ΘΕ

ΟΤΟΚOV KAI ΑΕΙΠΑΡΘΕ

ΝΟV ΜΑΡΙΑC ΕΠΗ ΕΙΜΕΡΑC

ΤΟV ΠΑΝΟCιωΤΑΤΟV ΑΓΙΟV ΚΑΘΕΙ

ΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΑ ΚVΡ ΙΕΡΟΘΕΟV

ΕΠΗ ΕΤΟVC  ΑΨΝΖ΄»

«+Τω παρόν παρα

κλήσιων τημόμ

ενον ἐπ’ ὀνόματι

τῆς Ὑπεραγίας Θε

οτόκου καί ἀειπαρθέ

νου Μαρίας  ἐπὴ εἰμέρας

τοῦ Πανοσιωτάτου  ἁγίου Καθει

γουμένου Πα(πά) κυρ Ιεροθέου

ἐπή ἔτους αψνζ΄».

(Τὸ παρὸν παρεκκλήσιον τιμώμενον ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐπὶ ἡμέρας τοῦ Πανοσιωτάτου ἁγίου Καθηγουμένου Παπᾶ κυρ Ἱεροθέου ἐπὶ ἔτους αψνζ΄[16]).

Σαφεῖς, ὡστόσο, πληροφορίες γιὰ τὸ τὶ ἔγινε σὲ σχέση μὲ τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ τῆς Θεοτόκου στὰ 1757 ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ἱεροθέου, δὲν μᾶς δίνονται ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή.

Ἡ ἐπιγραφὴ εἶναι ἀτελής καὶ δὲν περιέχει κάποιο ρῆμα ὥστε νὰ διασαφηνίζεται ἐὰν τότε, στὰ 1757 (αψνζ΄)  χτίστηκε τὸ παρεκκλήσι ἤ ἄν τότε  ἐπισκευάστηκε ἤ ἄν ἀνακαινίστηκε; Δὲν μᾶς εἶναι ἐπίσης γνωστὸ πότε ἀπὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας ἔγινε παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμους.

Ὁ ἴδιος ἐρευνητής, ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, στὴ μελέτη του «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», ποὺ δημοσιεύθηκε στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ» (τόμος 4ος, 1934, σελ. 69) μᾶς δίνει μία πληροφορία σχετική μὲ τὰ παραπάνω καὶ, κατὰ τὴν  ἐκτίμησή μου, συμπληρωματικὴ καὶ ἴσως διευκρινιστικὴ καὶ ἀπαντητικὴ στὰ παραπάνω ἐρωτήματα:

«Τῷ αὐτῷ ἔτει (1757) ἐπεσκευάσθη ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ

τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου,

κατὰ τὴν ὄπισθεν τῆς μεσαίας κόγχης τοῦ ναοῦ

χρονολογίαν ἐπὶ λίθου».

Ἀπὸ τὴν συνεξέταση τῶν δύο παραπάνω «ἐνθυμήσεων» ἐξάγεται, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου, ὅτι στὰ 1757 προσκολλήθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἕνα νέο παρεκκλήσι, αὐτὸ τῆς Παναγίας, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔγινε τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, καὶ ὅτι γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀνέγερσης τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ ἀπαιτήθηκε καὶ ἡ ἐν μέρει ἐπισκευὴ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἤ ἴσως μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπισκευῆς τῆς ἀνατολικῆς αὐτῆς πλευρᾶς θεωρήθηκε καλὸ νὰ χτισθεῖ καὶ τὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγίας.

Ἀπὸ προηγούμενη ἐνθύμηση, τοῦ ἔτους 1671, εἴχαμε πληροφορηθεῖ ὅτι τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ ἀργότερα τὸ παρεκκλήσι μετονομάσθηκε σὲ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.

 

1759

Ἕνα κάπως περίεργο «γεγονὸς», ἀσαφὲς και δυσκολοκατανόητο, μᾶς ἄφησε καταγεγραμμένο στὸ ἑστιατόριο τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς, ὁ «Κωσταντής», γιὸς τοῦ παπα – Ρίζου ἀπὸ τὴ Γούρα.

Τὸ «γεγονός», ποὺ σχετίζεται, ὅπως γίνεται φανερό, μὲ ληστεῖες καὶ ληστρικὲς ἐπιδρομές, ἔγινε στὴ Γούρα κατὰ τὸ 1759. Ὡστόσο ὁ Γουριώτης Κωνσταντῖνος Παπαρρίζος ἔφτασε στὸ Κάτω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς γιατὶ θεώρησε καλὸ νὰ ἀναφέρει τὶς λεπτομέρειές του στοὺς ἐκεῖ καλογέρους, ὅπως συνήθιζαν ὅλοι τότε σὲ τέτοιες περιπτώσεις.

Ἦρθε στὸ «Κοινὸν Καταθετήριο» νὰ ἀναφέρει στοὺς καλογέρους καὶ νὰ καταγραφεῖ στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς περιοχῆς αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸ χωριό του. Ἀσφαλῶς οἱ προφορικές του ἐξηγήσεις καὶ ἀναλυτικὲς πληροφορίες του, αὐτὲς ποὺ ἀνέφερε στοὺς καλογέρους καὶ οἱ ὁποῖες δὲν ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς, θὰ ἦταν πολὺ διευκρινιστικότερες καὶ λεπτομερέστερες.

Δὲν ἀρκέστηκε ὅμως στὶς προφορικές του αὐτὲς ἐξηγήσεις. Γιὰ ἐπιβεβαίωση καὶ δική του ἱκανοποίηση θέλησε νὰ καταγράψει καὶ  ἐπώνυμα τὸ «γεγονὸς» στὸν τοῖχο τοῦ ἑστιατορίου ἤ ἴσως καὶ σὲ κάποια ἄλλη ἐκεῖ ἐπιφάνεια. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος, ὅπως φαίνεται, δὲν ἤξερε νὰ γράφει ἔβαλε τὸν συγχωριανό του Ἀναστάσιο Παπαρρίζο «Μορφήτζη», ποὺ τὸν συνόδευσε καὶ ἤξερε τουλάχιστον, ἔστω καὶ ἀνορθόγραφα νὰ γράφει, νὰ κάνει αὐτὴ τὴ δουλειά. Αὐτὸς ἦταν «ὁ γράψας» τὸ γεγονός. Παρόλα αὐτὰ οὔτε καὶ ὁ «Ἀναστάσιος Παπαρίζου Μορφήτζη» μπόρεσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὶ ἀκριβῶς ἔγινε στὴ Γούρα στὰ 1759.

Τὴν «ἐνθύμηση» τὴν  ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος καὶ μᾶς τὴ διέσωσε:

«+ Ὄντας ηρθε ω αγιος  βισάριος στι γουρα

και ἐυγικαν ης τὰ χορια και τον επηραν η αρβανιτες

και εγιριβαν διου σακουλις ετος 1759

και ἔφευγι καὶ επιγε ης το μνημα του

και δεν τους εδουσαν τους ἀρβανιτες τιποτα.

Κοστάντης ϋως του παπᾶ ρίζου

ἀπο χοριον γουρα ετος 1759 σεπτεμβρίου 9.

Αναστάσιος τοῦ παπαρίζου μορφήτζη

ἀπὸ χωρίον Γοῦρα ὁ γράψας ….».[17]

Γιὰ τὸ τὶ ἀκριβῶς ἔγινε στὴ Γούρα στὰ 1759 δύσκολα μπορεῖ νὰ δοθεῖ κάποια ἀπάντηση  βγαλμένη ἀπὸ τὸ παραπάνω κείμενο. Ἐκεῖνο ποὺ διαφαίνεται μὲ σαφήνεια εἶναι κάποιοι ληστές ἀρβανίτες ἅρπαξαν τὸν «Ἅγιο Βησσαρίωνα» καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐπιστρέψουν ζητοῦσαν ὡς λύτρα «δυὸ σακκούλες». Μὲ κάποιο τρόπο ὁ «Ἅγιος Βησσαρίων» «ἔφυγε» ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ληστῶν χωρίς νὰ τοὺς δοθοῦν λύτρα.

 

1764

Στὰ 1764, ἕνα ἄλλο περίεργο ἀστρικὸ φαινόμενο ἐντυπωσίασε ὅσους τὸ εἶδαν. Στὸν οὐρανὸ παρουσιάστηκε κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀστέρι καὶ μὲ φωτιά, «οςσὰν ἀστέρα καὶ ὀσὰν πὴρ». Ἡ πορεία του στὸν οὐρανὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ βορρᾶ, τούτη τὴ φορά, καὶ πῆγε πρὸς τὸ νότο, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς Θεσσαλονίκης πρὸς τὸ μέρος τῆς Αἰγύπτου», «ἀπὸ τοῦ σαλονικίου τὰ μέρους … καὶ ἐπάγι κατοὺ ἐγίπτου τὸ μέρος ». Περισσότερο ἀξιοπερίεργο εἶναι τὸ ὅτι αὐτὸ διέσχιζε τὸν οὐρανὸ  βροντῶντας δυνατά, «βροντόντα πολί».

Τὴ σχετική σημείωση τὴν ἔγραψε σὲ ἕνα χειρόγραφο βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ὁ Ἀναστάσιος τοῦ Παπα – Ρίζου ἀπὸ τὴ Γούρα:

«1764. Ἐφάνηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν οςσὰν ἀστέρα

καὶ ὀσὰν πὴρ καὶ ἔρχονταν ἀπὸ τοῦ σαλονικίου τὰ μέρους

βροντόντα πολὶ καὶ ἐπάγι κατοὺ ἐγίπτου τὸ μέρος. 

- Ἀναστάσις παπὰ Ῥίζου ἀπὸ Γοῦρα» .[18]

 

 

1770

Οἱ τοῖχοι τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς φαίνεται ὅτι γιὰ ἀρκετὰ χρόνια χρησίμευαν σὰν ἕνα εἶδος ἡμερολογίου καταγραφῆς τῶν σημαντικῶν γεγονότων, ὡς ἕνα εἶδος «ἱστορικοῦ μνημονίου». Ἐκεῖ  ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατέφευγαν πολλοὶ καὶ κατέγραφαν κάποιο γεγονὸς ποὺ τὸ πληροφοροῦνταν ἤ συνέβαινε στοὺς ἴδιους καὶ τὸ θεωροῦσαν σημαντικὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ διασωθεῖ.

Ἕνα τέτοιο γεγονὸς πραγματοποιήθηκε στὸ «Μωριά» στὰ 1770, στὸν ὁποῖο  «ἔγινε σορινφὲ»:

«1770. ἔγινε σορινφὲ εἰς τὸν Μωρέαν» [19]

Στὴ συνέχεια τοῦ παραπάνω κειμένου ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες λέξεις δυσανάγνωστες. «Τὰ λοιπὰ δυσανάγνωστα», γράφει ὁ Γιαννόπουλος.  Ἔτσι ἡ ἱστορικὴ πληροφορία ποὺ προσπάθησε νὰ μᾶς μεταδώσει ὁ καταγραφέας δὲν γίνεται εὔκολα κατανοητή. ἀφοῦ καὶ ἡ λέξη «σορινφὲ» δὲν εἶναι γνωστή. Τὴν ἴδια ἐνθύμηση μᾶς τὴν διέσωσε καὶ ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης.[20]

1770

Στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς βρέθηκε γραμμένη καὶ ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση» ἡ ὁποία διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη:

«Τὸν μῆνα ἰούνιον ἔγινι  1770 σύστασις εἰς τὸν κόσμον ὅλον,

ἔγεινε σεφέριν εἰς τὸν Μωριά».[21]

Τὸ «ἔγινε σεφέρι εἰς τὸν Μωριά», κατὰ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη, σημαίνει ὅτι κατὰ τὸ 1770 πραγματοποιήθηκε ἐπαναστατικὸ κίνημα στὴν Πελοπόννησο. Χωρὶς, ὡστόσο, νὰ ἐξηγεῖ καὶ αὐτὸς τὴν ἔννοια τῆς λέξης «σορινφὲ» τῆς προηγούμενης «ἐνθύμησης», θεωρεῖ ὅτι οἱ δύο αὐτὲς ἐνθυμήσεις σχετίζονται μὲ τὸ ἴδιο γεγονὸς «περὶ ἐπαναστάσεως ἐν Πελοποννήσῳ ἔν ἔτει 1770».

Θέλοντας δὲ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἄποψή του αὐτὴ προσθέτει: «καὶ ἐν μουσικῷ χειρογράφω (ἀριθ. 9) τῆς «Ὄθρυος» γέγραπται ὀρθῶς περὶ συλλογῆς πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ ἕνεκα τῆς ἐν Πελοποννήσῳ ἐπαναστάσεως «αψογ΄  Ἰουλί[ου] κθ’ ἡμέ[ρᾳ] β’  ἔγειν[εν] ἱππικὸν καὶ πεζικόν».

Σ’ ἕνα δερματόδετο μουσικὸ κώδικα τοῦ 18ου αἰῶνα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσφορὰ σ’ αὐτὴ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, στὸ φύλλο 10α, κάτωθεν κομψοῦ ἐπιτίτλου, ὑπῆρχε ἡ ἀναγραφή: «ναστασιματάριον ψαλλόμενον κατὰ πᾶσαν Κυριακὴν τοῦ ἐνιαυτοῦ μετὰ τῶν κεκραγαρίων, ἦχος α΄».

Στὸ τελευταῖο φύλλο τοῦ Πλαγίου τοῦ Τετάρτου τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπῆρχε ἕνας κολοφῶνας, γραμμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κωδικογράφο, ὁ ὁποῖος, ὅμως, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ ὄνομά του:

«Τέλος τοῦ Ἀναστασιματαρίου, τῷ δε βοηθήσαντι Θεῷ

διὰ πάντων ἐς ἀεὶ δόξα. Ἀμήν.

αψο΄, κατὰ μῆνα Ἰανουάριον».

1770

Μία λιτὴ καὶ λίγο περίεργη, μὲ περιεχόμενο δύσκολο στὴν ἀποσαφήνισή του καὶ στὸ σχολιασμό του, εἶναι ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση»:

«Ἔτος 1770 Ἀπριλίου 6, δὲν εὑρέθησαν αὐγὰ

νὰ βάψουν διὰ τὴν Λαμπρά.»

Εἶναι σαφέστατη καὶ πλήρης ἡ πληροφορία ποὺ μᾶς δίνεται. Κατὰ τὸ 1770 δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν αὐγὰ νὰ τὰ βάψουν, ὅπως συνηθιζόταν ὅλα τὰ χρόνια,  γιὰ νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα.

Δύσκολο εἶναι νὰ καταλάβει κάποιος ἐὰν τὸ «κακὸ» ἀφοροῦσε σὲ ὅλους, σὲ πολλοὺς ἤ σέ μερικοὺς καὶ ποιούς. Ὅση φτώχεια καὶ ἀνέχεια καὶ ἄν ὑπῆρχε, ὅση ἀφορία γῆς καὶ ἄν ἐπικρατοῦσε, οἱ νοικοκυρές, τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τουλάχιστον, ἔτρεφαν κότες.

Πιθανόν γιὰ κάποιους ἄγνωστους λόγους τὴ χρονιὰ ἐκείνη νὰ μὴν ὑπῆρχαν κότες στὸ Μοναστήρι καὶ ἀπὸ κάποιες συμπτώσεις νὰ μὴν μπόρεσαν οἱ καλόγεροι νὰ προμηθευθοῦν αὐγὰ γιὰ τὸ Μοναστήρι. Πολὺ πιθανὸ θεωροῦμε νὰ συγκεντρώθηκαν ὅλα τὰ αὐγὰ τῆς περιοχῆς, παραμονὲς τῆς Πασχαλιᾶς, προκειμένου νὰ καλυφθοῦν οἱ ἀνάγκες  διατροφῆς κάποιας ὁμάδας στρατιωτικῆς ἤ καὶ κάποιου ληστρικοῦ μπουλουκιοῦ.

Ἡ «ἐνθύμηση», γραμμένη καὶ αὐτὴ στο νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, διασώθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη[22] καὶ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο.[23]

 

 

1772

Στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καλλιεργοῦνταν συστηματικὰ καὶ ἡ ψαλτικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ ἰδιαίτερα. Ὑπῆρχε  πλούσια μουσικὴ παραγωγή. Ἀρκετοὶ μουσικοὶ κώδικες γράφηκαν ἤ ἀντιγράφηκαν ἀπὸ εἰδικοὺς γνῶστες τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ. Μερικοὶ τέτοιοι κώδικες σώθηκαν ὡς τὴν ἐποχή μας. Στοὺς κώδικες αὐτοὺς βρίσκουμε καταγραμμένες κάποιες «ἐνθυμήσεις» μὲ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες.

Τὸ 1772, κάποιος «Ἀναγνώστης», ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ  τὸ Τρίκερι, μουσικὸς  καὶ ἀντιγραφέας, ἔγραψε ἕνα μουσικὸ κώδικα. Σήμερα ὁ κώδικας ἀνήκει στὴν Κάτω (Γυναικεία) Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀποτελεῖται ἀπὸ 408 φύλλα συνολικά, βρίσκεται σὲ «ἐντυπωσιακῶς ἀρίστη κατάσταση»,[24] μὲ «στάχωση ἀρίστως διατηρημένη, σχεδὸν ἄφθαρτη».

Ὁ μουσικὸς καὶ ἀντιγραφέας τοῦ κώδικα «Ἀναγνώστης» ἦταν μαθητὴς τοῦ «Στεργίου». Ὁ «Στέργιος» καταγόταν ἀπὸ τὸν Τύρναβο. Ὁ «Ἀναγνώστης» βρισκόταν στὸν Πλάτανο τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅταν τουλάχιστον τελείωσε τὴν ἐργασία του. Μᾶς εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ  πότε καὶ γιὰ ποιὸ λόγο βρισκόταν ἐκεῖ. Προσωπική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι βρισκόταν στὸν Πλάτανο, ὡς ἀποσταλμένος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, καὶ ἐκεῖ, παράλληλα μὲ τὸ ἔργο ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι,  συνέχιζε τὴν γραφὴ τοῦ  μουσικοῦ κώδικα.

Δύο ἐνθυμήσεις μᾶς ἄφησε ὁ «Ἀναγνώστης» στὸν κώδικα αὐτόν. Ἡ μία βρίσκεται στὸ φύλλο 367α:

«Τέλος τοῦ Τριωδίου. 

Ἐτελειώθη εἰς Πλάτανον εἰς τοὺς αψοβ΄ (1772) Αὐγούστου η΄,

ἐκ χειρὸς Ἀναγνώστου ἐκ Τρίκερι,

μαθητοῦ Στεργίου ἐκ Τυρνάβου

καὶ εὔξασθε ὑπὲρ αὐτῶν».

Ἡ δεύτερη εἶναι στὸ φύλλο 404α:

«Τέλος τοῦ Πεντηκοσταρίου.

Ἐτελειώθη εἰς Πλάτανον

εἰς τοὺς  αψοβ΄(1772) Ἰουλίου γ΄

ἐκ χειρὸς Ἀναγνώστου ἐκ Τρίκερι,

μαθητοῦ Στεργίου ἐκ Τυρνάβου,

ἤγουν Στεργίου

καὶ εὔξασθε ὑπὲρ αὐτῶν τοῦ εὐτελοῦς».

 

1772

Στὰ  1772 στοὺς τόπους γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι «ἔγινε πολύ μυτιδό», ἰδιαίτερα στὸν Ἁλμυρό, στὸν Πλάτανο, στοὺς Κοκκωτοὺς καὶ στὴ Βρύναινα:

«1772. Ἔγεινε πολύ μυτιδὸ (;) εἰς τοὺς τόπους τούτους

ὡς καὶ χωριστὰ ἔγεινεν εἰς τὸν Ἁλμυρὸν, εἰς τὸν Πλάτανον,

εἰς τοὺς Κοκκωτοὺς καὶ εἰς τὴν Βρύνιναν.

Ἀπὸ σπαρτὰ εἰς τὴν Βρύνιναν δὲν ἔγεινε τέτοιο πρᾶγμα».[25]

Τὸ «μυτιδό» – ἐὰν διαβάστηκε καὶ ἀποδόθηκε σωστὰ ἡ λέξη – δὲν εἶναι γνωστὸ τὶ σημαίνει. Τὸ «ἀπὸ σπαρτὰ εἰς τὴν Βρύνιναν δὲν ἔγινε τέτοιο πρᾶγμα» πρέπει νὰ ὑποδηλώνει ὅτι αὐτὸ τὸ ἄγνωστο καὶ ἀπροσδιόριστο «μυτιδό» εἶχε σχέση μὲ ἀσθένεια τῶν φυτικῶν καλλιεργειῶν, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀσθένεια δὲν πρόσβαλε εἰδικὰ τὰ σπαρτὰ τῆς Βρύναινας.

Σίγουρο, ὡστόσο, πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἀκόμα μᾶλλον γεωργικὴ «καταστροφὴ» στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ 1772. Τὴν καταστροφή αὐτὴ κάποιος ἔσπευσε νὰ τὴν καταγράψει στὸ κοινὸ γιὰ πολλούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς, «ἱστορικὸ λεύκωμα», στοὺς τοίχους, δηλαδή, τοῦ νάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Ἄνω Ξενιᾶς.

 

1773

Στὸν ἴδιο παραπάνω κώδικα, στὸ φύλλο 3β παρατίθεται ἕνας τύπος ὑποδείγματος ἐπιστολῆς πρὸς καθηγούμενον ἤ προηγούμενον μονῆς:

«Πανοσιώτατε καὶ εὐλαβέστατε ἅγιε καθηγούμενε ἤ προηγούμενε κύριε παπα κὺρ  …..  τὴν πανοσιότητά σας εὐλαβῶς προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν αὐτῆς δεξιὰν ἀσπάζομαι δεόμενος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἵνα διατηροίη αὐτὴν ὑπερτέραν πάσης καιρικῆς περιστάσεως καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας εὐσεβῶς προσκυνοῦμεν. Γίνωσκε οὖν ἅγιε καθηγούμενε, ὅτι (τὸ καὶ τὸ). Καὶ ταῦτα μὲν κατὰ τὸ παρὸν, ἡ δὲ εὐχὴ τῆς πανοσιότητός σας εἴημετ’ ἐμοῦ ἐν βίῳ παντί. Ἀμήν. αψογ΄»

(Ἔξωθεν): «Τῷ πανοσιωτάτῳ ἁγίῳ καθηγουμένῳ τῆς Ἱερᾶς καὶ Βασιλικῆς Μονῆς …. τῷ κυρίῳ  ….. προσκυνητῶς».

1773

Στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς βρέθηκε γραμμένη καὶ ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση», ἡ ὁποία ἀποθησαυρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο Σπυριδάκη. Ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ προηγουμένως ἡ «ἐνθύμηση» αὐτὴ σχετίζεται καὶ συμπληρώνει προηγούμενες ἐνθυμήσεις:

«αψογ΄ ἰουλί[ου] κθ΄ ἡμέ[ρᾳ] β΄ ἔγει[νεν] ἱππικὸν καὶ πεζικόν».[26]

Κατὰ τὸν Ἀθ. Σπυριδάκη ἡ «ἐνθύμηση» ἀναφέρεται στὴν  ἐπιστράτευση  πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ στρατοῦ ποὺ ἔγινε «ἕνεκα τῆς ἐν Πελοποννήσῳ ἐπαναστάσεως».

1773

Στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξενιᾶς ἕνας μουσικὸς κώδικας τῆς ἐποχῆς τοῦ 18ου αἰῶνα. Σήμερα ὁ κώδικας αὐτὸς φυλάσσεται στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἀλμυροῦ καὶ ἔχει τὸν ἀριθμό 14. Στὸ φύλλο 54β τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση»

«1773 μαρτίου 4, ἡμέρα β΄ ἔγεινεν ἕνας σεισμὸς μέτριος,

ἔτι μαρτίου 5, ἡμέρα γ΄ ὥρα τρίτη ἔγινεν σεισμός μέγας

καί ἔπεσεν ὁ πύργος καί ὅλα τά σπίτια διεφθάρθηκαν

ὁμοίως και ἡ Εὐαγγελίστρια ὥςτε ἡ γῆ νύκτα καί ἡμέρα δέν ἔπαβε·

ἔτι εἰς τάς  ια΄  μαρτίου ξημερώνοντας Πέμπτη τοῦ μέγα κανόνος

ἕος ὅρα τετάρτη τῆς νυκτός ἔγηνεν πάλιν σεισμός φρικτός

καί είταν ὁ λαός ὅλος εἰς τήν ἐκκλησίαν

καί ἐγώ είμουν εἰς τήν Παναγίαν τήν Εὐαγγελίστριαν

καὶ εἰσῆλθον εἰς τό ἱερόν

ὁμοῦ  μέ τόν Πά(πᾶ) Καλλίνικον τοῦ ἁγίου γέροντος».

Θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ κάνουμε μία διευκρίνιση γιὰ τὴν παραπάνω ἐνθύμηση καὶ γιὰ κάποιες σχετικὲς μ’ αὐτὴν δημοσιεύσεις.

Ἡ «ἐνθύμηση» δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο,[27] χωρὶς ὅμως ὁ ἴδιος νὰ καταχωρήσει στὴ δημοσίευσή του ἰδιαίτερα ἑρμηνευτικὰ σχόλια γι’ αὐτή.

Νεότεροι, ὡστόσο, ἐρευνητές, οἱ ὁποῖοι ἀναδημοσίευσαν  τὴν ἴδια ἐνθύμηση, θεώρησαν σκόπιμο νὰ τὴν σχολιάσουν. Ἔτσι, ἐπειδὴ ἴσως βρέθηκε γραμμένη  σὲ κώδικα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», ἐκτίμησαν ὅτι καὶ τὸ περιεχόμενό της ἀναφέρεται στὴν περιοχή τοῦ Ἁλμυροῦ. Μὲ τὸ σκεπτικὸ αὐτὸ ἔβγαλαν τὸ ἔμμεσο συμπέρασμα ὅτι στὰ 1773, χρονολογία ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐνθύμηση, ὑπῆρχε στὸν Ἁλμυρὸ ναὸς «Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου» (Εὐαγγελίστρια)[28] καὶ ἑπομένως δὲν εὐσταθεῖ ἡ γνωστὴ ἄποψη ὅτι ὁ πρῶτος χριστιανικὸς ναὸς ποὺ χτίστηκε στὸν Ἁλμυρὸ εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ χτίστηκε στὰ 1802.

Ἡ ἐκτίμηση  αὐτὴ δὲν εὐσταθεῖ. Ὁ ναὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι βεβαιωμένο ὅτι χτίστηκε στὰ 1899, ἐνενήντα ἑφτὰ (97) χρόνια μετὰ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, καὶ δὲν ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἄλλος ὁμώνυμος μ’ αὐτὸν ναὸς στὸν Ἁλμυρό.

Ἡ παραπάνω πολὺ σαφής, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, «ἐνθύμηση» δὲν ἀναφέρεται στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἀναφέρεται, κατὰ μεγάλη πιθανότητα, στὸ Τρίκερι καὶ στὸ ἐκεῖ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελίστριας, ὅπου πρέπει ἀρχικὰ νὰ βρισκόταν ὁ κώδικας.

Σ’ αὐτὸ συνηγορεῖ τὸ ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἀναφορὰ σὲ «Εὐαγγελίστρια» παραπέμπει σὲ μοναστήρι καὶ ὄχι σὲ ἐκκλησία. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ μὲ σαφήνεια  ἀπὸ τὶς παρεμβαλλόμενες στὸ κείμενο λέξεις «τοῦ ἁγίου γέροντος», λέξεις  ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς μοναστηριῶν γιὰ τὸν ἡγούμενό τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς λέξεις «ξημερώνοντας Πέμπτη τοῦ Μέγα Κανόνος». Ὅπως εἶναι γνωστὸ  ὁ «Μέγας Κανὼν» ψάλλεται μόνο σὲ μοναστήρια τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ μάλιστα «ξημερώνοντας». Καὶ ἐπειδὴ «Μοναστήρι Εὐαγγελίστριας», στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸν Ἁλμυρό, ἦταν μόνο στὸ Τρίκερι, δικαιολογεῖται ἡ σκέψη ὅτι ἡ «ἐνθύμηση» ἀναφέρεται σ’ αὐτό.

 

 

1774

Στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς βρέθηκε γραμμένη καὶ ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση», ποὺ ἀναφέρεται πάλι σὲ μιὰ περίοδο πείνας καὶ ἀκρίβειας κατὰ τὸ ἔτος 1774.

«1774. Ἔγεινε μεγάλη ἀκρίβεια εἰς  τὸ ψωμὶ,

τὸ σιτάρι τὸ ἔφεραν εἰς τὸν γιαλὸ Ὑδριώτικα καὶ Ψαριανὰ καΐκια,

ὥστε οἱ ἄνθρωποι τὸ ἠγόραζαν 27 καὶ 28 γρόσια τὸ φόρτωμα. Διήρκεσεν ἡ ἀκρίβεια χρόνον ἕνα καὶ μισόν.

Ὁ γοῦν χειμὼν τοῦ 1774 ἦν σφοδρός…».[29]

Ἡ ἴδια ἀκριβῶς «ἐνθύμηση» βρέθηκε, καὶ πάλι ἀπὸ τόν Νικόλαο Γιαννόπουλο, γραμμένη σὲ ἕνα ἐξώφυλλο ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τῶν Κωφῶν. Στὸ βιβλίο τῶν Κωφῶν, στὴ συνέχεια τοῦ χρονικοῦ σημειώματος,  βρέθηκε γραμμένο καὶ τὸ παρακάτω στιχούργημα ποὺ ἀναφέρεται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες στὸ ἴδιο γεγονός, γραμμένο κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἀπὸ τὸ ἴδιο πρόσωπο:

«Ἐδῶ μὲ πόνον ἄρχισα νὰ σείρω τὸ κονδύλι,

Μὲ δάκρυα καὶ στεναγμὸν καὶ πικραμένα χείλη.

Τῆς πείνας καὶ ἀκρίβειας τὰ βάσανα νὰ κλάψω,

Τῆς Ῥούμελης τὴν συμφορὰν μὲ δάκρυα νὰ γράψω.

Ἡ Ῥούμελη ἡ ξακουστὴ καὶ πανευτυχισμένη,

Ὁποῦ τὸν κόσμον ἔτρεφε κι ὅλην τὴν οἰκουμένη,

Τώρα δὲ ἐξ ἁμαρτιῶν θέλησε νὰ παιδεύσῃ

Ὁ Κύριος τὴν Ῥούμελην καὶ νὰ τὴν ἐστερεύσῃ.

Χειμῶνας ἔγινε πικρὸς, τὰ πρόβατ’ ἐψοφοῦσαν

Ἕν ἀπὸ τἄλλο ἔπεφταν καὶ δὲν ἐκαρτεροῦσαν.

Ἐχάθηκαν καὶ ἄλογα κι ἀμέτρητα κατσίκια.

Σιτάρι φέραν στὸ γιαλὸ Ὑδριώτικα καΐκια.

Οἱ ἄνθρωποι ὡς ἤκουσαν τρέχουν διὰ νὰ πάρουν.

Ὑδριῶταις μὲ τὴν ἀσπλαχνιὰ πολλὰ παζάρια κάνουν.

Δὲν στέκουν εἰς τὸν λόγον τους καὶ εἰς ἕνα παζάρι.

Ἐσιάστισαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τρέμαν σἄν τὸ ψάρι.

Ὑδριῶταις καὶ οἱ Ψαριανοὶ εἶχαν ὡμιλημένα

Καὶ τὰ μισὰ καΐκια ‘ς τὸ Μύτικα[30] κρυμμένα.

Νισάφι[31] δὲν ἐκάμασι σιτάρι νὰ πωλήσουν,

Ἀλλὰ μὲ ἀσπλαχνιὰ πολλὴ σφόδρα νὰ καζαντήσουν.

Ἐσύναξαν τῆς Ῥούμελης φλωρία καὶ σολδία,[32]

Καὶ τῶν πτωχῶν τὰ αἵματα ἔπιναν σἄν θηρία.

Τα μέτρα τους ἦταν μικρά, παζάρια μεγάλα.

Ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ τὸ τζόρκι[33] νὰ γυρίσῃ

Ὑδριῶταις καὶ τοὺς Ψαριανοὺς νὰ τοὺς ἀνταποδώσῃ

Στὴ Ῥούμελη νὰ ἔλθωσι σιτάρι ν’ ἀγοράσουν

Μὲ πείνα καὶ μὲ δάκρυα καΐκια νὰ φορτώσουν

Νὰ λάβουν τὴν ἀνταμοιβὴν κι ἐκεῖν’ ὁποῦ ἐκάμαν

Νὰ μὴν τὸ ἀστοχήσωσι ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα.

Γιατὶ ἦσαν φιλάργυροι κι ἀπ’ τὸ νισάφ’ ἐβγῆκαν.

Τῆς Ῥούμελης[34] τὸν θησαυρὸν αὐτοὶ τὸν ἐδεχθῆκαν.

Ἐβούλουμουν νὰ πῶ πολλὰ κι ἡ ὥρα δεν μὲ φτάνει

Λέγω τὸ συντομώτερον κι ἐκεῖνο ὅπου τυγχάνει,

Διότι ὥρα δὲν εἶναι ξεχωριστὰ νὰ γράψω,

Τὴν πεῖναν καὶ ἀκρίβειαν φαρμακερὰ νὰ κλάψω,

Πεῖναν τριῶν ἑξαμηνῶν καὶ τὴν στενοχωρία

Ὁποῦ μᾶς ἐπροξένησε δική μας ἁμαρτία.

Ἡ ἁμαρτια εἶναι κακὴ καὶ πρόαξε τὴν πεῖνα

Καὶ ἄμετρα θανατικὰ καὶ ἄλλα ἐναντία.

Δόξα καὶ χάρις τῷ Θεῷ τῷ πάντων εὐεργέτῃ

Τῶν ἀοράτων κι ὁρατῶν κτισμάτων πλαστουργέτῃ».

Στὴ συνέχεια ὁ ποιητὴς  τοῦ παραπάνω στιχουργήματος γίνεται πιὸ ἀναλυτικὸς σὲ πληροφορίες ποὺ τὶς καταγράφει καὶ σὲ πεζὸ λόγο:

«Ἄρχισεν ἡ ἀκρίβεια ἀπὸ τοὺς  χιλίους ἑπτακοσίους ἑβδομήντα πέντε – ἄρχισεν ἡ ἀκρίβεια 1774-5 – καὶ ἐπεκράτησεν χρόνον ἕνα καὶ μισόν, καὶ ἦλθαν καΐκια στὸν γιαλὸν μὲ σιτάρι τὸ φόρτωμα γρόσια 24, καὶ τὸ καλαμπόκι γρόσια 18 καὶ 20, καὶ τὸ ἀλεύρι ἡ ὀκὰ παράδες 24  καὶ εἰς τὸ χωρίον ἦλθεν καὶ 27, – ἡμέρα καὶ παζάρι ἔκαναν οἱ καϊκτζῆδες, καὶ ὥρα καὶ παζάρι. Τὸ κριθάρι τὸ φόρτωμα γρόσια 14 καὶ 16. Αὐτὸ ἔγραψα καὶ ἀπ’ αὐτὸ νὰ καταλάβῃς καὶ διὰ τοὺς ἄλλους καρπούς, ἤγουν κουκία καὶ ρεβύθια, φακὲς καὶ ἄλλα ὅμοια, οἱ ὁποῖοι καρποὶ δὲν εὑρίσκονταν. Τὰ ρεβύθια τὰ ἄλεθαν καὶ τὰ ἔκαμαν ἀλεύρι, τὰ κουκία τὰ ἐτάγιζαν τὰ πρόβατα, σφοδροῦ χειμῶνος γενομένου, καὶ πάλιν ἐψόφησαν. Καὶ ἦτον ἡ στενοχωρία μεγάλη ἕως ὅτου ἦλθεν ἡ ἐφθηνία καὶ ἔφαγαν οἱ ἄνθρωποι νέους καρπούς».[35]

 

 

1775

Στὸν ὑπ’ ἀριθμ. 14 Μουσικὸ κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»[36] ὑπάρχει ἡ παρακάτω ἐνθύμηση:

«1775, Μαρτίου γ΄ ἔλαβα ἐκ του κυρ Ἰωάννη γρ. 2

διὰ τὸ δηλόσημον[37] τῆς χώρας καὶ μένουν.[38]»

 

1777

Στὸ φύλλο 4α τοῦ ὑπ’  ἀριθ. 13 μουσικοῦ κώδικα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» (Σήμερα Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ) ὑπάρχουν οἱ ἑξῆς ἐνθυμήσεις:

«Τῷ αψοζ΄ (1777) Φεβρουαρίου κδ΄/24 εἰς σκόπελλον».

 

«Τὸ παρὸν Ἀναστασιματάριον ὑπάρχει

τοῦ οἰκονόμου Παναγιώτου ἱερέως

καὶ εἰ τις του χωρὶς θέλημα ἔστω ἀσυγχώρητος

παρὰ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου

καὶ ἀσυγχύτου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος.

Ἀμήν».

 

1782

Πληροφορίες χρήσιμες γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς μποροῦμε νὰ συλλέξουμε μερικὲς φορὲς καὶ ἀπὸ κάποιες ἐπιγραφὲς στὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη, παρ’ ὅλη τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀποσπασματικότητα αὐτῶν τῶν ἐνθυμήσεων.

Σ’  ἕνα χάλκινο δοχεῖο (μπακράτσι) ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τελέσεις ἁγιασμοῦ καὶ τὸ ὁποῖο ἐντόπισε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἦταν, π.χ., χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή:

«Παπᾶ :Στάθι

Χατζί : Γιοργούσι

ἠκονόμο:   1782».[39]

 

1783

Στὶς «ἐνθυμήσεις», ὅπως τὶς ἐννοοῦμε ἐμεῖς προκειμένου νὰ ἐξυπηρετήσουμε τὸ σκοπὸ τοῦ κεφαλαίου τούτου, κατατάσουμε καὶ κάποια ἄλλου εἴδους γραπτὰ κείμενα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε χρήσιμες πληροφορίες, ὅπως π.χ. ἐπιστολἐς μὲ τὶς ὁποῖες κάποιοι παραχωροῦσαν στὸ Μοναστήρι περιουσιακὰ τους στοιχεῖα. Πρόκειται, στὴν πραγματικότητα, γιὰ «ἀφιερώσεις», οἱ ὁποῖες, ἄν τὸ «ἀφιέρωμα» ἦταν ἄλλου εἴδους, π.χ., βιβλίο ἤ ἀντικείμενο, θὰ γράφονταν ἐπάνω σ’ αύτό.

Τὶς «ἀφιερώσεις» αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς θεωροῦμε ἐξίσου σημαντικὲς ὅπως καὶ τὶς ἀφιερώσεις ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ἤ ἄλλων ἀντικειμένων.

Στὰ 1783 ὁ Θεοδόσης, γιὸς τοῦ παπα – Εὐσταθίου ἀπὸ τὴ Γούρα, ἀφιέρωσε στὸ Μοναστήρι τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ὅλη του τὴν περιουσία. Τὴν ἀφιέρωση τὴν πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ – δήλωση ποὺ ἔστειλε ὁ ἀφιερωτὴς στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, τὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας διέσωσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

«+ Μὲ τὸ παρὸν γράμμα φανηρόνο καὶ ὁμολογῶ ἐγὼ ὁ Θεοδώσης… ὅτι πῶς ἰδιοθελήτως … ἀφιέροσα τὸ  ὁσπήτιόν μου ὅς καθὼς εἶναι μὲ ὅλον του τόπον ὅπου ὅριζα εἰς τὸ μοναστήριον τῆς ξενιᾶς τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου… καὶ ἔστω εἰς βεβέωσιν 1783, δεκεμβρίου 3».[40]

1783

Τὸ 1783 οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀγόρασαν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σούρπης, ἔναντι 2.000 γροσίων, μιὰ παραθαλάσσια ἔκταση στὶς Νηές:

«Μὲ τὸ παρὸν ἔγγραφον γίνεται γνωστὸν ὅτι: Τὸ χίλια ἑκατὸν ἐνενήντα ὀκτὼ οἱ χριστιανοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Σούρ […],  ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μισθωμένα κατ’  ἀποκοπὴν χωριὰ Κοκὸς  καὶ μάλιστα οἱ δημογέροντές τους «Ἀναγνώστης» καὶ «Κονόμο» πούλησαν τὸν τόπο ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Σένεζ» καὶ ποὺ εἶχαν ἀγοράσει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τοῦ «Δρυμῶν» ….».[41]

 

1784

Σὲ χειρόγραφο μουσικὸ κώδικα τοῦ 18ου αἰώνα τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» (ἀριθμός κώδικα 14), ὁ ὁποῖος σήμερα φυλάσσεται στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ,[42] ὑπάρχουν κάποιες «ἐνθυμήσεις» καὶ διἀφορα ἄλλα σημειώματα. Τὰ παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια, χωρὶς ἰδιαίτερους σχολιασμούς:

«+1784, Ἰουνίου 8 ἦλθα εἰς Ραβδοβύζι (=Ραδοβύζιον)».[43]

 

«10 Ἰουνίου ἡμέρα Δευτέρα εἰς μοναστήριον στὶς σκληκοκαργιά».

 

«1784 Αὐγούστου 2.

Πῆγα στὴν Ἄρτα στὸ ἄλογό μου καὶ κάμω χαρτζιλίκι ἄσπρα 80».

 

«Σεπτεμβρίου 14

ἐπῆγα στὴν Ἄρτα ἔκαμα χάρτι ἄσπρα 40».

 

«1784, Νοεμβρίου 25 ἦλθα εἰς Μετέωρα».

 

«Τὰ σανίδια εἶναι τρία δάχτυλα τοῦ … νὰ εἶναι ….

Δάκτυλα φαρδὺ μιάμιση πιθαμή (εἰς ταῖς κολόναις)».

 

Στὸ φύλλο 53α τοῦ κώδικα αὐτοῦ ὑπάρχει ἕνα ὑπόδειγμα ἐπιστολῆς καὶ κάποιες ἄλλες σημειώσεις:

 

«Τιμιώτατε καὶ φιλόστοργέ μου Πατὴρ προσκυνῶ δεόμενος τοῦ ἐπουρανίου Θεοῦ να σὲ διαφυλάει ὁμοῦ μὲ τὴν μητέρα μου. 1844, 13 Σεπτεμβρίου αωμδ΄».

 

Ἀρκετὲς φορές, στὴν ἐργασία μας αὐτή,  ἔχουμε προσπαθήσει νὰ καταστήσουμε φανερὸ ὅτι οἱ δύο ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν ἱστορία προσπαθοῦμε νὰ καταγράψουμε στὴν ἐργασία μας αὐτή, ἡ εἰκόνα «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου» καὶ ἡ εἰκόνα «Παναγία Ξενιά», ἡ «Κισσιώτισσα» καὶ ἡ «Ξενιά», στὶς συντομευμένες ὀνομασίες τους, ἦταν ἀπὸ τοὺς ντόπιους κατοίκους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τὸ ἴδιο σεβαστὲς καὶ ἱερές. Αὐτὸ φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὴν παρακάτω «ἐνθύμηση»:

 

«Ἐτοῦτο τὸ χαρτὶ εἶναι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς

καὶ ὅποιος τὸ πάρει νὰ ἔχῃ τὴν κατάραν τῆς Μονῆς Ξενιᾶς

καὶ τῆς Ἁγίας Κοίμησης»

 

 

1786

Σὲ μία ἁψίδα στὴ βόρεια πύλη τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς,ποὺ ὑποβάσταζε τὸ ἄνω πάτωμα, ὑπῆρχε σκαλισμένη ἡ ἐπιγραφὴ

«1786 ΣΤΑΥΡΩ».

Κατὰ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, ὁ ὁποῖος παρατήρησε, ἀντέγραψε καὶ δημοσίευσε τὴν ἐπιγραφή,[44] τὸ «ΣΤΑΥΡΩ» σημαίνει «Σταυροπήγιον», δηλαδὴ  «Σταυροπηγιακὴ Μονή». Κατὰ τὸ 1786, δηλαδή, ἀναγνωρίστηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ Μονὴ Ξενιᾶς ὡς «σταυροπηγιακή».

Στὸ κεφάλαιο στὸ ὁποῖο ἀναφερόμαστε στὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἔγγραφα ἀρκετὲς φορὲς δηλώνεται σὲ πατριαρχικά ἔγγραφα ἡ ἀναγνώριση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὡς «Βασιλικοῦ, Πατριαρχικοῦ καὶ Σταυροπηγιακοῦ». Κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα δὲν εἶναι τοῦ ἔτους 1786. Δὲν γνωρίζουμε μὲ ποιὸ τρόπο ἔγινε τούτη τὴ φορὰ ἡ νέα ἀναγνώριση.

 

1787

Στὰ 1787 κατασκευάστηκε τὸ ξυλόγλυπτο τέμπλο  τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ Ἀγάπιος. Γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ξυλόγλυπτου αὐτοῦ τέμπλου χρησιμοποιήθηκαν  τρεῖς Πηλιορεῖτες τεχνίτες: ὁ μαστορο – Γεώργιος ἀπὸ τὶς Μηλιές καὶ οἱ μαστορο – Γιάννης και μαστορο – Γεώργιος ἀπὸ τὴ Ζαγορά.

Μᾶς τὰ φανερώνει ὅλα αὐτὰ ἡ σχετικὴ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο:

«+ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΨΠΖ΄

ΗΓΟVΜΕΝΟΣ ΑΓΑ

ΠΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑ

ΧΟΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΑΣ

ΕΤΕΛΕΙωΘΗ ΤΟ

ΠΑΡΟΝ ΤΕΜΠΛΗ

ΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟ

ΛΑΟΥ Ο ΜΑΣΤΟΡΟ

ΓΕωΡΓΙΟΣ ΧωΡΑ

Σ ΜΗΛΙΑΙΣ Ο ΜΑΣ

ΤΟΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ

ΜΑΣΤΟΡΟΓΕωΡ

ΓΙΟΣ ΕΚ ΧωΡΑΣ

ΖΑΓΟΡΑΣ ΕΝ ΜΗΝΙ

ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΙΖ

ΕΝ ΕΤΕΙ 1787

1787»

«+Ἐν ἔτει αψπζ΄ ἡγούμενος Ἀγάπιος ἱερομόναχος τῆς Ξενιᾶς Ἐτελειώθη τὸ παρὸν τέμπληον τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁ μαστορο Γεώργιος ἐκ χώρας Μηλιαῖς ὁ μαστορο Γιάννης καὶ μαστορο Γεώργιος ἐκ χώρας Ζαγορᾶς ἐν μηνί  Απριλίου ιζ΄. Ἐν ἔτει 1787. 1787.»[45]

 

 

1789

Στὰ 1789 ἡ  «Μορφία», σύζυγος τοῦ Ἠλία Κανέλλου, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, ἀφιέρωσε τὴν κτηματικὴ περιουσία της στὴν Παναγία Ξενιά, βάζοντας κάποιους ὅρους ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν διατροφή της.

«1789 απριλλίου 10 Λεβαδεία.

Διὰ τοῦ παρόντος γίνεται δῆλον τοῖς πᾶσι, πὼς ἐγώ ἡ μορφία … ἀφιερώνω … εἰς τὴν ἁγίαν εἰκὀνα τῆς παναγίας ὀνομαζομένης Ξενιᾶς το ὀσπίτι μου … οἱ δέ πατέρες της παναγἰας νά ἔχουν νά μοῦ δίδουν καί ἐμένα τόν καθ’ ἕκαστον χρόνον διά ζωοτροφίαν, ἄν ζήσω….», δέκα κοιλά σιτάρι, καί δεκαπέντε ὀκάδες τυρί, καί πέντε ὀκάδες βούτυρον, καί δέκα ὀκάδες λάδι….»[46]

 

1791

Στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 1791 ὁ Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ὁ Ζ΄ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ζητουνίου προτρέποντάς τον νὰ ἐνδιαφερθεῖ καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν κυριαρχία τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν κτηματική περιουσία της, ἡ ὁποία καταπατοῦνταν:

«… + Θεοφιλέστατε ἐπίσκοπε Ζητουνίου, …. τινὲς τῶν πέριξ χωρίων τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου χριστιανοί, τῇ αἰσχροκερδείᾳ νικώμενοι, ἰδιοποιοῦνται τὰ μοναστηριακὰ χωράφια καὶ καταπατοῦσι τοὺς τοῦ Ἱεροῦ τούτου Μοναστηρίου τόπους, σπείροντες ἐν αὐτοῖς καὶ ἐξ αὐτῶν θερίζοντες καὶ δρεπόμενοι ἀπολαμβάνουσι τοὺς καρποὺς καὶ τὰ γεννήματα, ….Ὅθεν,  ὅσοι καὶ ὁποῖοι  τῶν χριστιανῶν, …, καταπατοῦσι καταχρώμενοι τοῖς μοναστηριακοῖς χωραφίοις … καὶ οὐκ ἀποδιδῶσιν τὸν εἰθισμένον ἀντίσπορον, …  καὶ μεταποιοῦσι καὶ μετακινοῦσι τὰ ὀροθέσια καὶ σύνορα τῶν μοναστηριακῶν τόπων … οἱ τοιοῦτοι, ὁποῖοι ἄν ὦσιν,  ὁμοῦ ἀφωρισμένοι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατηραμένοι καὶ ἀσυγχώρητοι».[47]

1791

Κατὰ τὸ 1791 οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς ἀντιμετώπιζαν γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ προβλήματα μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τους. Μερικοὶ περίοικοι τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων παραβίαζαν τὰ ὅριά τους εἰς βάρος τοῦ Μοναστηριοῦ. Οἱ μοναχοὶ ζήτησαν τὴν προστασία τοῦ Σουλτάνου.

Ἔτσι στὰ «Τέλη τῆς σελήνης Ραμπὶ οὔλ ἀχίρ τοῦ 1206» κατὰ τὸ ὀθωμανικὸ ἡμερολόγιο, δηλαδὴ στὶς 26 Δεκεμβρίου τοῦ 1791, κατὰ τὸ χριστιανικό, ὁ Σουλτάνος Σελὴμ Γ΄ ἀπευθύνθηκε πρὸς τὸν δικαστικὸ κριτὴ τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυρού, ὕστερα απὸ αἴτημα τοῦ ἡγούμενου τῆς Ξενιᾶς, καὶ τοῦ ἔδωσε διαταγή λύσει τὶς κτηματικὲς διαφορὲς  ποῦ εἶχε τὸ Μοναστήρι μὲ κατοίκους τῆς Δρυμώνας:

«Πρὸς τὸν δικαστικὸν Κριτὴν τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ.

Γνωστοποιοῦμέν σοι διὰ τοῦ παρόντος ὑψηλοῦ ἡμῶν διατάγματος ὅτι ὁ ἡγούμενος τοῦ Κοκωτοὺς καὶ ὁ Δαυΐδ ἱερομόναχος,…. δι’ ἀναφορᾶς των ἀνήγγειλαν τῇ Ὑψηλῇ μου Πόρτᾳ,… ὅτι τινὲς … ἐπεμβαίνωσιν εἰς αὐτὰς παρανόμως καὶ αὐθαιρέτως, …..Ὅθεν ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάσσομεν…., θέλετε ἐμποδίσει πάντα πράττοντα ἐναντίον τοῦ Κανονίου καὶ τοῦ Ὑψηλοῦ Ἡμῶν Διατάγματος…

Ἐξεδόθη περὶ τὰ τέλη τῆς σελήνης Ραμπί – οὔλ – ἀχήρ, ἐν ἔτει χιλιοστῷ διακοσιοστῷ ἕκτῳ»[48]

 

1792

Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1792 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς Πατριάρχες Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων, ἔστειλαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς σιγγίλιο στὸ ὁποῖο καταλήγουν στὸ νὰ παρακαλοῦν οἱ ἴδιοι τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσει ὅλους τοὺς μοναχοὺς, ὅσους ζοῦσαν τότε ἀλλὰ καὶ ὅσους εἶχαν πεθάνει, γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά τους, ὅσα εἶχαν ἐξομολογηθεῖ οἱ ἴδιοι  ἀλλὰ καὶ ὅσα λησμόνησαν νὰ ἀναφέρουν στὴν ἐξομόλογή τους:

+ Ἡ μετριότης ἡμῶν μετὰ τῶν ἐν τῷ παρόντι συνευχόμεθα αὐτῇ τοῦ τε Μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῆς Θεουπόλεως Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς κυρίου κυρίου Ἀνθεμίου καὶ τοῦ Μακαριωτάτου καὶ ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης κ. κ. Ἀνθίμου,…. Καὶ τοὺς μὲν ζῶντας τούτους δούλους σους … διαφύλαξον πάντας ὑπὸ τὴν κραταιὰν σου… Ὧν δὲ τὴν ἐντεῦθεν αὐτῶν ἀπαλλαγὴν, τὰ μὲν σώματα αὐτῶν ὡσαύτως καὶ τῶν προκεκοιμημένων συνασκουμένων αὐτοῖς εἰς τὰ ἐξ  ὧν συνετέθη στοιχεῖα διαλυθῆναι καὶ χοῦν γενέσθαι εὐδόκησον….».[49]

 

1793

Πάνω ἀπὸ τὴν κύρια εἴσοδο τῆς κάτω Μονῆς Ξενιᾶς σὲ μιὰ μαρμάρινη πλάκα ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή:

+ΚΑΘΙΓΟΥΜΕΝΟC ΝΕΟΦΥΤΟC IEΡO

MONAXOC MACΤΡΟΓΕΟΡC ΑΠΟ

ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΛΑΒΡΕΝΤ. ΕΤΕΙ 1793

CΕΠΤΕΜΒΡΙΟC 18.

+Καθιγούμενος Νεόφυτος ἱερομόναχος μαστρογεόρς ἀπὸ τὸν Ἅγιον Λαυρέντ(ιον). Ἔτει 1793  Σεπτέμβριος 18.

Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ πληροφορούμαστε ὅτι στὰ 1793 ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἦταν ὁ Νεόφυτος.[50]

 

1793

Ἕνα μεγάλο καὶ σημαντικὸ κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι ἡ κατασκευὴ τῶν κτιρίων καὶ τῶν ναῶν, οἱ κατὰ διάφορες ἐποχὲς ἀνακατασκευές, ἐπισκευές, συμπληρώσεις καὶ ἐπιδιορθώσεις καὶ οἱ χρονολογίες κατὰ τὶς ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν αὐτές.

Μία συμβολὴ στὸ κεφάλαιο αὐτὸ ἀποτελεῖ ἡ παρακάτω ἐπιγραμματικὴ πληροφορία ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος:

 

«Κατεσκευάσθη ἡ πρὶν κυρία πύλη ἐπὶ γωνίας

τῆς βορείου πλευρᾶς τοξωτὴ ἐπὶ καθηγουμένου Νεοφύτου».[51]

 

Ἡ πληροφορία παρέχεται ὑπὸ μορφὴ «ἐνθύμησης» (συντομότατης ἐπιγραμματικῆς ἀναφορᾶς) ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο χωρὶς νὰ ἀναφέρεται στὴν πηγὴ τῆς πληροφορίας του.

 

1793

Ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἀνέχεια καὶ ἡ πείνα ἦταν ἕνα συχνὸ φαινόμενο στὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ θεωροῦνταν πάντοτε σημαντικὸ γεγονὸς ἀφοῦ ἡ ἀντιμετώπισή του ἀποτελοῦσε στὶς περισσότερες φορὲς τεράστιο, δυσεπίλυτο πρόβλημα.

Ἔτσι παρουσιάζονται πολλὲς «ἐνθυμήσεις» ποὺ εἶχαν ὡς ἀντικείμενο αὐτὸ τὸ θέμα. Μία τέτοια ἔλλειψη τροφίμων σημειώθηκε καὶ κατὰ τὸ  1793, ὁπότε στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ  «ἦλθεν ἀκρίβεια μεγάλη σφόδρα».

Ὁ Στάθης Κόμνος ἀπὸ τοὺς Κοκκωτούς, ποὺ ἔζησε τὴν κρίσιμη αὐτὴ περίοδο, μᾶς λέει ὅτι τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀκρίβεια ὥστε «ἐκινδύνεψεν νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμος». Τὴν σχετικὴ πληροφορία καὶ τὴν ἐκτίμησή του ἔσπευσε νὰ τὴν καταγράψει καὶ αὐτός, ἀκολουθῶντας τὴν συνήθεια ὅλων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὸ «κοινὸ καταθετήριο» ἀπόψεων, γεγονότων καὶ προβλημάτων», στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς «Πάνω Ξενιᾶς»:

 

«Ἔτος 1793 ἦλθεν ἀκρίβεια μεγάλη σφόδρα

ὅπου ἐκινδύνεψεν νὰ χαλάσῃ ὁ κόσμους.

Στάθης Κόμνους.»[52]

 

1793

Γιὰ τὴν ἴδια περίοδο πείνας καὶ μεγάλης ἀκρίβειας μᾶς μιλάει καὶ μία ἄλλη «ἐνθύμηση» ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς τῶν Κοκκωτῶν, ἔκδοσης 1691.

Ὁ καταγραφέας αὐτῆς μᾶς δίνει σαφέστερες πληροφορίες γιὰ τὴ διάρκειά της: «ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο» (ὁπότε ἐξαντλήθηκαν τὰ ἀποθέματα τῆς προηγούμενης ἐσοδείας) μέχρι τὸν Ἰούνιο (θεριστὴ) τοῦ 1793 (ὁπότε ἄρχισε ἡ νέα ἐσοδεία)»:

 

«Κάνω θήμυσις όντας έγεινε μεγάλη πείνα και πάη

του στάρι το κοιλό γρο 45

έγινε από τον απρίλιο έος του θηριστή 1793

ο θεός να μη το ματαδόση».

 

1794

Πάνω ἀπὸ τὴ δυτικὴ θύρα τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς ὑπῆρχε μία  ἐπιγραφὴ ποὺ ἀναφερόταν σὲ μία ἀκόμα ἀνακαίνιση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου κατὰ τὸ ἔτος 1794, τὴν ὁποία ἀντέγραψε καὶ δημοσίευσε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν δαπανῶν τῆς ἀνακαίνισης βοήθησαν μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ λαϊκοί:

«+ΑΝΕΚΑΙΝΙCΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΜΟΝΑ
CΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ Ο ΝΑΟC

ΤΟV ΕΝ ΑΓΙΟΙC ΠΑΤΡΟC ΗΜΟΝ

ΝΙΚΟΛΑΟV ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC

ΤωΝ ΕΒΡΙCΚΟΜΕΝΟΝ ΠΑΤΕΡΟΝ

ΚΑΙ ΕΞΟΔΟV ΤωΝ ΧΡΙCΤΙΑΝωΝ

ΕΤΟC ΑΨVΔ΄». [53]

+Ἀνεκαινίσθη τὸ παρὸν Μοναστήριον καὶ ὁ ναὸς τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου διὰ συνδρομῆς τῶν ἑβρισκομένων πατέρων καὶ ἐξόδου τῶν χριστιανῶν, ἔτος αψϟδ΄ (=1794).[54]

 

1794

Μερικὲς ἐνθυμήσεις εἶναι χωρίς κανένα μήνυμα. Γράφτηκαν ἁπλὰ γιὰ «ἐνθύμηση». Ἔτσι, ἐπειδὴ ὅλοι ἔγραφαν κάτι, καὶ ὁ Ἀναγνώστης Κόμνου, μὴν ἔχοντας καὶ αὐτὸς νὰ σημειώσει κάτι ἰδιαίτερο, ἔγραψε, «διὰ ἐνθύμησιν», σὲ κάποιο κώδικα τὴν 1η Μαρτίου τοῦ 1794:

«Ἔτος αψϟδ΄ μαρτίου α΄

γράφω κἀγὼ ὁ Ἀναγνώστης τοῦ Κόμνου διὰ ἐνθύμησιν».[55]

 

 

1799

Σ’ ἕνα «Τριώδιο» τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς βρέθηκε ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση» ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος:

«έτος 1799 εκεῖνον τον καιρὸν ειταν μιαν φοραν

από ελιγαν από εἶπεν ο πασιας

οπου εγλεπον αρβανίτι να τον βαρούνι.»[56]

Ὁ Ἀθανάσιος Σπυριδάκης ποὺ δημοσίευσε τὴν «ἐνθύμηση», σχολιάζοντας τὸ περιεχόμενό της, ἔγραψε:

«Ὁ ἐκδοὺς ταύτην τὴν διαταγὴν πασᾶς εἶναι βεβαίως ὁ Χασὰν πασᾶς, ὁ ἀποτρέψας τὸν σουλτᾶνον ἀπὸ τῆς γενικῆς σφαγῆς τῶν Χριστιανῶν, ὅστις ἀποσταλεὶς πρὸς εἰρήνευσιν τῶν ἐπαναστασῶν ἐπὶ Αἰκατερίνης Β΄ χωρῶν, ἔχων βοηθοὺς καὶ τοὺς ἀρματολοὺς κατέστρεψε τῷ 1779 τοὺς Ἀλβανούς, οἵτινες ἐπιδραμόντες τὴν Πελοπόννησον ἐπαναστᾶσαν ἐλεηλάτουν καὶ ἔσφαζον ἐπὶ 9 ἔτη (1770 – 1779), καὶ εἶτα ἠρνοῦντο νὰ ἀπέλθωσι προφασιζόμενοι ὅτι δὲν ἐπληρώθησαν τοὺς μισθούς».

 

 

 

[1] Τὸ λουτζέκι ἦταν μονάδα βάρους τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας πού, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ τοὐλάχιστον, ἰσοδυναμοῦσε μὲ 18 ὀκάδες.

[2] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,  στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[3] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[4] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, Ἀθήνησιν 1901, σελ. 10, στὸ Ἀθανάσιος Ι. Σπυριδάκις, «Συμβολαὶ εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς».

[5] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς εμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[6] Βαγίζω (γιὰ δέντρα)  = λυγίζω.

[7] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[8] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[9] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[10] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[11] 1753.

[12] Βλέπε λεπτομέρειες γιὰ τὸν κώδικα στὸ Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας. Μέρος δεύτερο: Τὰ ἑπτὰ μουσικὰ χειρόγραφα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ (Μαγνησίας) «Ὄθρυς» , ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ διαδίκτυο: Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, σελ. 614.

[13] Τὸ μέχρι ἐδῶ ἀρχικὸ κείμενο ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ ἴδιο σὲ κάθε ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν πρὸς ἀρχιεπίσκοπο ἤ ἐπίσκοπο.

[14] Στὸ σημεῖο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸν ὑποδειγματογράφο, ἀναγραφόταν ἡ συγκεκριμένη ὑπόθεση, ἡ ὁποία  ἀπασχολοῦσε τὸν ἀποστολέα.

[15] 1773.

[16] 1757.

[17] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  686.

[18] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[19] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[20] «Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος», τεῦχος Δ΄, Ἀθήνησιν 1901, σελ. 10.

[21] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[22] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς εμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[23] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[24] Γιὰ τὸν κώδικα αὐτὸν ἔχουν γίνει καὶ ἄλλες ἀναφορὲς. Θεωρήσαμε σκόπιμο, παραλείποντας ὅλες τὶς ἄλλες, νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὶς πληροφορίες ποὺ συμπεριλήφθηκαν γι’ αυτὸν στὴν πολύ ἐμπεριστατωμένη μελέτη τοῦ Κωνσταντίνου Χαριλ. Καραγκούνη «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας. Μέρος πρῶτο: Ἕνα μουσικὸ στιχηράριον  τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς Ἁλμυροῦ», ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ διαδίκτυο: Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, pages 599 – 604.

[25] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[26] Ἀθανάσιος Σπυριδάκης, Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς παιδείας κατὰ τὸν ΙΗ’ αἰῶνα καὶ ἑξῆς στὸ Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Δ΄, σελ. 10, Ἀθήνησιν 1901.

[27] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 19, σελ. 262.

[28] Θεωροῦμε σκόπιμο νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε λεπτομερέστερα στὶς δημοσιεύσεις αὐτές.

[29] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  685.

[30] Μύτικας εἶναι τὸ ἀκρωτήριο ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ὅρμο τοῦ Ἁλμυροῦ στὸν Παγασητικὸ Κόλπο πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἠ σημερινὴ Ἀμαλιάπολη.

[31] Νισάφι = ἔλεος

[32] Σολδίο = εἶδος νομίσματος κατὰ τὴ βυζαντινή ἐποχή, Ἐδῶ ἔχει τὴ γενικὴ ἔννοια τοῦ νομίσματος ὅπως καὶ τὸ φλουρί.

[33] Τζόρκι = ἀδικία.

[34] Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας Ρούμελη ὀνομαζόταν ὅλη ἡ σημερινὴ Ἑλλάδα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Κρήτη.

[35] Νεολόγου Ἑβδομαδιαία Ἐπιθεώρησις, τόμος Β΄, σελ. 241, ἀριθ. φύλ. 13, 17 Ἰανουαρίου 1893.

[36] Σήμερα ἀνήκει στὴ βιβλιοθἠκη τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ.

[37] Ἡ λέξη «δηλόσημον» μᾶς εἶναι ἄγνωστη.

[38] Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας, ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ διαδίκτυο: Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, σελ. 619.

[39] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος (1934), σελ. 76.

[40] Τὰ πλήρη κείμενα τέτοιων ἀφιερώσεων παρατίθενται σὲ ἄλλη σημεῖο τῆς ἐργασίας μας.

[41] Τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ συμβολαίου ἀγορᾶς τὸ παραθέτουμε στὸ κεφάλαιο «Ἱστορἰα μὲ ἔγγραφα».

[42] Πληροφορίες γιὰ τὸν κώδικα βλέπε: Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς «Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 262 καὶ: Κωνσταντῖνος Χαριλ. Καραγκούνης «Ὀκτὼ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ τῆς Μαγνησίας. Μέρος δεύτερο: Τὰ ἑπτὰ  μουσικὰ χειρόγραφα τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ (Μαγνησίας) «Ὄθρυς», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ διαδίκτυο:  Proceedings of the 1st International Conference of the  American  Society of Byzantine Music and Hymnology, σελ.  617 – 620.

[43] Ραδοβύζι εἶναι χωριὸ τοῦ Νομοῦ Ἄρτας. Ραδοβίζι εἶναι χωριὸ τῆς περιοχῆς Δωδώνης τοῦ Νομοῦ Ἰωαννίνων..

[44] « Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος (1934), σελ. 68.

[45] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 712 -713.

[46] Τὸ ἔγγραφο δημοσιεύθηκε καὶ σχολιάστηκε γιὰ πρώτη φορά ἀπὸ τὸν κ. Γιώργο Θωμά στὸ «Δελτἰο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς»», τεῦχος 13, Ἁλμυρός  2009, σελ. 175 -178.

[47] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἔγγραφα».

[48] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ φιρμανιοῦ παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἔγγραφα».

[49] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ σιγγιλίου παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μὲ ἔγγραφα».

[50] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 714.

[51] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος  (1934), σελ. 69.

[52] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὅρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 376

[53] Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἑρμηνεύει τὸ σύμβολο V ὡς σύμβολο τοῦ ἀριθμοῦ 90 (ϟ).

[54] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 710.

[55] Νικόλαος Γιαννόπουλος,  «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῶ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄ σελ. 376.

[56] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Γ΄, Ἀθήνησιν 1900. σελ. 9.