Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος ενδέκατο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)  μέσα ἀπὸ ἔγγραφα (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

ΙΓ΄. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους

 

Εἰσαγωγικὰ

Ἕνα σημαντικὰ ἔντονο πρόβλημα στὴν μακρόχρονη ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὡς πρὸς τὴν περιουσιακή του κατάσταση, παρουσιάστηκε ἀμέσως μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους κατὰ τὸ 1832, ὅταν μὲ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων ἡ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ βρέθηκε τεμαχισμένη σὲ δύο τμήματα ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα ὑπαγόταν στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὸ ἄλλο στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια.[1]

Μετὰ τὴν ὁριστικὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων ἡ ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ, δηλαδὴ τὰ κτίσματα καὶ οἱ ἱεροὶ ναοὶ τῆς Ἄνω καὶ τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς,[2] βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια ἐνῶ τὸ συντριπτικὰ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς κτηματικῆς του περιουσίας, χωράφια, ἐλαιοπερίβολα, κτίσματα, ἀποθῆκες, μύλοι, ἐργαστήρια, μετόχια, τσιφλίκια κ.τ.λ. βρέθηκαν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, σκορπισμένα στὴ Φθιώτιδα, στὴ Φωκίδα, στὴ Λοκρίδα, στὴν Εὔβοια, στὴν Ἀττική.

Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, θεωρῶντας τὰ κτήματα αὐτὰ ἑλληνικὰ ἀποφάσισε  νὰ τὰ ἐκποιήσει ἤ νὰ τὰ ἐνοικιάσει, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ μὲ τὴν κτηματικὴ περιουσία  τῶν  μικρῶν μοναστηριῶν τῆς Ἑλλάδας, αὐτῶν ποὺ εἶχαν λίγους μοναχοὺς, καὶ τὰ ὁποῖα καταργήθηκαν.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μὲ τὴ συμπαράσταση καὶ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀντέδρασαν ἔντονα κατὰ τοῦ μέτρου αὐτοῦ. Τὸ σύνολο τῶν δραστηριοτήτων ποὺ ἀναπτύχθηκαν καὶ τῶν σχετικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἁρμόδιων καὶ ὑπεύθυνων παραγόντων παρουσιάζονται στὰ ἔγγραφα τῆς σχετικῆς ἀλληλογραφίας ποὺ ἀναπτύχθηκε, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα φυλάσσονται στὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, στὸ φάκελο «Μοναστηριακὰ Φ. 626».

Στὸ μέρος τοῦτο τῆς ἐργασίας μας θὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὰ γεγονότα αὐτά, ὅπως παρουσιάζονται στὰ σχετικὰ ἔγγραφα, καὶ τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὴν τακτικὴ  ποὺ ἀκολουθοῦμε,  θὰ τὰ ἐνσωματώνουμε αὑτούσια στὸ δικό μας κείμενο.

 

α΄. Τὸ πρόβλημα τῆς δέσμευσης τῆς ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μέσα ἀπὸ ἔγγραφα τοῦ  Φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ.

Στὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, μέχρι καὶ τὸ 1834, δὲν φαίνεται, ὡς πρὸς τὸ Μοναστήρι τοὐλάχιστον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, νὰ ὑπῆρχε κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημα. Τὸ θέμα τῆς ἀξιοποίησης καὶ τῆς ἐκμετάλλευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μοναστηριακῆς περιουσίας δὲν φαίνεται νὰ περιλαμβανόταν στὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἄμεσα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς. Τὸ πρόβλημα δημιουργήθηκε, ἀπὸ ὅσα μπορεῖ νὰ συμπεράνει κάποιος ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα σχετικὴ ἀλληλογραφία, ἀπὸ τὸ 1835 καὶ μετά.

Ὅταν οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς πληροφορήθηκαν ὅτι ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τους, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, δεσμεύτηκε, ἀπευθύνθηκαν, ὅπως ἔπρεπε, ἱεραρχικά, ἀρχικὰ στὸν Μητροπολίτη τῆς Λάρισας ἐκθέτοντάς του τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ μὲ τὸ Μοναστήρι τους. Ὁ Μητροπολίτης τῆς Λάρισας, Μελέτιος, ζήτησε σχετικὲς πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα προκειμένου νὰ κατατοπισθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει σὲ ποιὲς ἐνέργειες ἔπρεπε νὰ προβεῖ.

Δὲν ἔχομε στὴ διάθεσή μας τὸ ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη ἀλλὰ μόνο τὴν ἀπάντηση ποὺ τοῦ δόθηκε. Ἡ ἀπάντηση περιέχεται στὸ ὑπ’ ἀριθ. 23 ἔγγραφο τοῦ παραπάνω φακέλλου, τὸ κείμενο τοῦ ὁποίου καὶ παραθέτουμε:

«Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα!

Μὲ μεγάλην μου εὐχαρίστησιν ἐδέχθην τὸ πρὸς ἐμὲ πεμφθὲν Γράμμα σας, καὶ χαίρων διττῶς καὶ διότι ἠξιώθην νὰ λάβω τὴν γνωριμίαν σας διὰ γράμματος, καὶ διὰ τὸ αἴσιον τῆς ἐφετῆς μοι ὑγιείας σας.  Ἐκατάλαβα καὶ τὰ ἐν αὐτῷ.

Εἰς τὴν ὑπόθεσιν τὴν ὁποίαν μοὶ γράφετε ἰδιαιτέρως εἶναι ἐπιφορτωμένος ὁ ἔπαρχος καὶ τὰ περὶ μοναστηρίων κτήματα ἐνοικιάσθησαν τῷ ὄντι κατὰ τὸ γενικὸν μέτρον τὸ ὁποῖον ἐλήφθη παρὰ τῆς Κυβερνήσεως περὶ τῶν τοιούτων καὶ ὅσον ὁ ἔπαρχος ὅσον καὶ ὁ ἔφορος, δὲν δύνανται εἰμὴ νὰ ἐνεργοῦν ὡς μηχαναὶ τὰς ἀνωτέρας διαταγάς.

Ὅθεν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφέρετε τὰ περὶ τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν.  

Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν δεξιὰν καὶ μένω μὲ σέβας

ἐν Λαμίᾳ τῇ 22 Ἰουνίου 1835

εἰς τοὺς ὁρισμούς σας

Δ.  Ἱερομνήμονος».

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, ὑπ’ ἀριθ. 23 τοῦ φακέλου, δὲν εἶναι τὸ αὐθεντικὸ ἀλλὰ ἕνα ἀντίγραφό του, ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὴν ὅλη ὑπόθεση, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀναγράφεται στὸ πάνω μέρος του: «Ὁ Λαρίσσης  Μελέτιος ἐπιβεβαιοῖ ὅτι ἴσον ἀπαράλλακτον».

Ὁ Μητροπολίτης Μελέτιος, ἔχοντας τὴν παραπάνω πληροφόρηση, ἀπευθύνθηκε, στὶς 3 Ἰουλίου 1835, μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθ. πρωτ. 4115 ἔγγραφό του «Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τοῦ Βασιλείου τῆς    Ἑλλάδος», στὸ ὁποῖο εἶχε ἐπισυνάψει καὶ τὸ παραπάνω «ἴσον καὶ ἀπαράλλακτον».

Τὸ ἔγγραφο αὐτὸ τοῦ Μητροπολίτη, ποὺ εἶναι τὸ ὑπ’ ἀριθ. 22 τοῦ Φ. 626, ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἐντὸς τῆς ἐπαρχίας Φθιώτιδος κατὰ τὰς κωμοπόλεις Σούρπης, Πτελεοῦ καὶ Γαρδικίου [3] πρὸ πολλῶν χρόνων εὑρέθησαν ἀρκετὰ κτήματα εἰς ζευγοστάσια, ἐλαιόδεντρα, συκαμινιαῖς[4] κ.λ.π. ἐξ ὧν ἄλλα μὲν ἦσαν ἰδιόκτητα τινῶν καλογήρων[5] τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς, καὶ ἄλλα κτήματα τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου, τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦντες μὲ ἔξοδά των οἱ ἰδιοκτῆται αὐτῶν καὶ τὸ Μοναστήριον, ἐνέμοντο ἀκολούθως καὶ τὰ εἰσοδήματά των μέχρι τοῦ παρελθόντος ἔτους, ἀποδίδοντες εἰς τὴν διοίκησιν τό σύνηθες νόμιμον δέκατον.

Ἐφέτος ὅμως πέμψαντες ἐπιτρόπους των διὰ νὰ λάβωσι τὰ εἰσοδήματα τῶν διαληφθέντων κτημάτων των, παρ’ ἐλπίδα εὗρον τὰ αὐτὰ κτήματά των ὅλα κατακεχωρημένα εἰς τὸν κατάλογον τῶν κτημάτων τῶν ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας κειμένων Μοναστηρίων, καὶ τὰ εἰσοδήματά των ἐπὶ δημοπρασίας πωλημένα διὰ τὸ τρέχον ἔτος παρὰ τοῦ Β. Ἐφόρου Φθιώτιδος.

Οἱ εἰρημένοι καλόγηροι ἃμα εὗρον τὰ κτήματά των ταῦτα κατακεχωρημένα εἰς τὸν κατάλογον τῶν ἐντὸς τῆς ἐπικρατείας κειμένων Μοναστηρίων, καὶ πωλημένα, ὡς εἴρηται, ἀνεφέρθησαν πρὸς ἡμᾶς κατ’ εὐθεῖαν ὡς Κυριάρχην των ὀφείλοντα ἐπαγρυπνεῖν πρὸς δυνατὴν ὑπεράσπισιν τῶν δικαιωμάτων των.[6]

Ἡμεῖς δέ, χρέος μας κρίναντες νὰ ἀναφερθῶμεν τότε  πρὸς τὴν Β. Ἐφορίαν Φθιώτιδος, ἐγράψαμεν πρὸς αὐτὴν ἀμέσως τὰ δέοντα, καὶ μᾶς ἀπαντᾷ ἤδη ὁ Β. Ἔφορος, μὲ ἰδιαίτερον πρὸς ἡμᾶς γράμμα του, ὅτι κατ’ ἀνωτέραν διαταγὴν ποιεῖ τοῦτο, τοῦ ὁποίου γράμματός του ἐσωκλείομεν ἀντίγραφον εἰς τὴν παροῦσαν μου.

Δίκαιον νομίζομεν, Σεβαστὴ Γραμματεία, ὅτι οἱ ἰδιοκτῆται οὗτοι καλόγηροι καὶ τὸ Μοναστήριον Ξενιᾶς, ἐπειδὴ εὑρίσκονται ἐκτὸς τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ἐν τῇ Ὀθωμανικῇ ἐπικρατείᾳ, νὰ μὴ ἐνοχληθῶσι τὰ κτήματά των παρ’ οὐδεμιᾶς ὑπαλλήλου ἀρχῆς σας, καθὼς καὶ πολλῶν Ἑλλήνων κτήματα, τὰ τῆς κωμοπόλεως Σούρπης καὶ λοιπῶν ἄλλων μερῶν, κείμενα ἐκτὸς τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς, ἐν τῇ Ὀθωμανικῇ ἐπικρατείᾳ, δὲν ἐνωχλήθησαν μέχρι τῆς σήμερον παρ’ οὐδεμιᾶς Ὀθωμανικῆς ἀρχῆς, ἀλλ’ ἐλευθέρως καλλιεργοῦσιν αὐτὰ οἱ ἰδιοκτῆται των καὶ πληρώνοντες μόνον τὸ νόμιμον β΄  δέκατον, νέμονται τοὺς καρπούς των ἀνεμποδίστως.[7]

Διὸ σπεύδομεν διὰ τῆς παρούσης μου νὰ βάλωμεν ταῦτα ὑπ’ ὄψιν τῆς Β(ασιλικῆς) Γραμματείας ταύτης, καὶ παρακαλοῦμεν νὰ διατάξῃ τὰς ὑπαλλήλους ἀρχὰς της εἰς τὴν Φθιώτιδα διὰ νὰ ἀφήσωσιν ἐλευθέρους τοὺς διαληφθέντας καλογήρους καὶ τὸ μοναστήριον Ξενιᾶς εἰς τὸ νὰ συνάξωσι τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὰ ἰδιόκτητα κτήματά των, ἤ καὶ νὰ ἐκποιήσωσι αὐτὰ τὰ κτήματά των, ἐὰν θελήσωσι, χορηγοῦντες πρὸς αὐτοὺς κάθε ὑπεράσπισιν ὑπὲρ τῶν δικαιωμάτων των.

Εἴμεθα βεβαίως πληροφορημένοι ὅτι ἡ Σεβαστὴ Γραμματεία αὓτη δὲν θέλει κρίνῃ ἀνεκτὴν τὴν παράβλεψιν τῆς δικαίας ἀπαντήσεως τῶν εἰρημένων καλογήρων καὶ τοῦ Μοναστηρίου, ἀλλὰ θέλει δώσει πρὸς αὐτοὺς τὴν ἀνήκουσαν ὑπεράσπισιν εἰς τὰ δικαιώματά των, διὸ καὶ παρακαλῶ νὰ ἔχω ἀπάντησιν τῆς παρούσης μου.  Ὑποσημειοῦμαι δὲ μὲ τὴν ἀνήκουσαν ὑψηλὴν ὑπόληψιν.

Διάπυρος πρὸς Θεὸν ταπεινὸς εὐχέτης

καὶ πρόθυμος

Ὁ Λαρίσης  Μελέτιος» .

 

Ἀπὸ τὸ παραπάνω ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη Λάρισας παίρνομε ἐμμέσως καὶ μία ἐνδιαφέρουσα πληροφορία ποὺ δὲν τὴν εἴχαμε ἀπὸ ἄλλες πηγὲς. Μαθαίνουμε ὅτι κάποια ἀπὸ τὰ μοναστηριακὰ κτήματα τῆς Παναγίας Ξενικᾶς, ἄγνωστο μὲ ποιὸν τρόπο καὶ ποιὰ  διαδικασία, ἀνῆκαν ἰδιωτικὰ σὲ καλογέρους καὶ κάποια ἦταν τοῦ Μοναστηριοῦ: «ἐξ ὧν ἄλλα μὲν ἦσαν ἰδιόκτητα τινῶν καλογήρων τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς, καὶ ἄλλα κτήματα τοῦ αὐτοῦ Μοναστηρίου». Ὑποθέτομε – καὶ νομίζομε βάσιμα – ὅτι αὐτὰ ποὺ ἀνῆκαν ἰδιωτικὰ σὲ καλογέρους ἦταν ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονταν σὲ πολὺ ἀπομακρυσμένες περιοχὲς (Εὔβοια, Λοκρίδα κ.τ.λ.), στὰ ὁποῖα ἦταν μονίμως ἐγκαταστημένοι κάποιοι καλόγεροι καὶ τὰ ἐκμεταλλεύονταν γιὰ προσωπικὸ λογαριασμό τους δίνοντας κάποιο εἶδος ἐνοικίου στὸ Μοναστήρι. Ἦταν μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς τὰ ὁποῖα δίνονταν σὲ κάποιους καλογέρους γιὰ ἐκμετάλευση μὲ ἀπόδοση λογαριασμοῦ ἐτησίως ἤ ἰσοβίως ἔναντι παγίως καθορισμένου ἐνοικίου. Ὁπωσδήποτε ὅμως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐνοικιαστοῦ τὰ κτήματα ἐπέστρεφαν στὸ Μοναστήρι : «τὰ ὁποῖα καλλιεργοῦντες μὲ ἔξοδά των οἱ ἰδιοκτῆται αὐτῶν …. ἐνέμοντο ἀκολούθως καὶ τὰ εἰσοδήματά των».

Ἐπιβεβαιωτικὰ τῶν παραπάνω θεωροῦμε τὰ ὅσα ἀναφέρουν στὸ ἔγγραφο μὲ τίτλο «Μαρτυρικὸν», ποὺ τὸ παρουσιάσαμε παραπάνω, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ τῆς Εὔβοιας Ἅγιος: «... ἐν ᾧ ἐκατῲκει ὁ ὁσιώτατος κύριος γέρω – Πολύκαρπος …. ἐπιστατῶν καὶ εἰς τὰ κτήματα τῆς κυρίας Θεοτόκου τῆς Ξενιᾶς ἠγόρασεν ἕν ἐρείπιον …. διὰ νὰ κατασκευάσῃ οἴκημα νὰ κάθηται μέσα εἰς αὐτὸ  ἐν ὅσῳ ζῇ, νὰ οἰκονομοῦνται καὶ οἱ πατέρες τῆς αὐτῆς Μονῆς καὶ μετὰ τὴν ἀποβίωσίν του νὰ ᾖναι τοῦ μοναστηρίου, ἀνήγειρεν οἴκημα εἰς τὸν αὐτὸν τόπον δι’ ἰδἰων του χρημάτων, λαβὼν καὶ δάνεια, τὸ ὁποῖον οἴκημα ἐκόστισε γρόσια 2100, ἐκ τῶν ὁποίων χρημάτων χρεωστεῖ τὴν σήμερον εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ χωρίου μας γρόσια χίλια ἑκατὸ…».

 

Τὸ ἔγγραφο τοῦ Μητροπολίτη ἔφθασε στὴν παραλήπτρια ὑπηρεσία στὶς 29 Ἰουλίου 1835. Ἡ  παραλήπτρια ὑπηρεσία τὴν ἴδια ἡμέρα, τὸ διαβίβασε, μὲ ἀριθ. πρωτ. 4514 ἔγγραφό της, στὸν ἁρμόδιο Νομάρχη Φθιώτιδας καὶ Λοκρίδας, γράφοντας τὸ διαβιβαστικὸ κείμενο στὸ λευκό του περιθώριο:

«Διευθύνεται πρὸς τὸν Νομάρχην Φωκίδος καὶ Λοκρίδος διὰ νὰ μᾶς πληροφορήσῃ περὶ τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποσότητος τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος κτημάτων, καὶ ἄν δὲν ᾖνε συμφερώτερον νὰ παραχωρηθοῦν τὰ κτήματα ταῦτα εἰς τὴν διακατοχὴν τῶν Καλογήρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, διὰ μόνον τὸν λόγον τῆς γειτνιάσεως, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὅτι καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ  ὀθωμανικοῦ ὁρίου κείμενα κτήματα τῶν ἑλληνικῶν μοναστηρίων καὶ μοναχῶν, καὶ ἰδίως τοῦ  τῆς Ἀντινίτσης,[8] θέλουν καρποῦσθαι ἄνευ χρήσεως παρὰ τῶν ἄχρι τοῦδε νεμομένων αὐτά. Θέλει δὲ μᾶς ἐπιστραφῇ ἡ παροῦσα μετὰ τοῦ ἐπιστελλομένου.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 31 Ἰουλίου 1835

Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ.

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(ὑπογραφή δυσανάγνωστος) ».

 

Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ κράτους ἀπέναντι στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τῆς δέσμευσης, δηλαδή, ἤ καὶ τῆς δήμευσης τῆς περιουσίας του ἐκείνης ποὺ βρισκόταν στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος, εἶχε προκαλέσει τὴν ἀγανάκτηση ὄχι μόνο τῶν καλογέρων ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχῶν.

Θεωρήθηκε ὡς  μιὰ ἄκρως ἐχθρική, ἀνθελληνικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ συμπεριφορὰ πρὸς Ἕλληνες καὶ Χριστιανούς, ἡ ὁποία μάλιστα συμπεριφορὰ καὶ μεταχείρηση προερχόταν ἀπὸ τὸ ὁμόθρησκο χριστιανικὸ καὶ ὁμοεθνὲς ἑλληνικὸ κράτος. Τὸ γεγονὸς γινόταν ἀκόμη πιὸ  προκλητικὸ καὶ σκανδαλῶδες γιατὶ αὐτὴ ἡ «ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ» συμπεριφορὰ συγκρινόταν μὲ τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη «τουρκικὴ καὶ μουσουλμανικὴ» συμπεριφορά, ποὺ προερχόταν ἀπὸ ἕνα ἀλλόθρησκο ὀθωμανικὸ ἀλλοεθνὲς καὶ κυρίως ἐχθρικὸ κράτος.

Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐποχὴ συνέβαινε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο μὲ τοὺς κατοίκους τῆς Σούρπης. Ὁ οἰκισμὸς τῆς Σούρπης, μετὰ τὴν χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων στὰ 1832, βρισκόταν σὲ ἔδαφος τοῦ  ἑλληνικοῦ κράτους ἐνῶ τὰ περισσότερα κτήματα τῶν κατοίκων της βρέθηκαν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, πέραν τοῦ ποταμοῦ Σαλαμπριᾶ, ἡ κοίτη τοῦ ὁποίου εἶχε ὁρισθεῖ ὡς ὁροθετικὴ γραμμὴ στὴ περιοχὴ ἐκείνη. Τὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα στὴν περιοχὴ αὐτὴ καθορίζονταν ἀπὸ τὴν κοίτη τοῦ Σαλαμπριᾶ, τοῦ μικροῦ χειμάρου ποὺ κυλάει μετὰ Σούρπης καὶ Ἁγίας Τριάδας.

Καὶ ὅμως οἱ Τοῦρκοι ὄχι μόνο δὲν δέσμευσαν καὶ δὲν δήμευσαν αὐτὰ τὰ κτήματα τῶν Σουρπιωτῶν, ἄν καὶ ἀνῆκαν στὴν ἐπικράτειά τους, ἀλλὰ ἄφηναν τοὺς Σουρπιῶτες ἐλεύθερους νὰ τὰ ἐπισκέπτονται, νὰ τὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ παίρνουν ἐλεύθερα καὶ τὰ εἰσοδήματά τους.

Προκλητικότερη καὶ ἄκρως ἀκαταμάχητη ἦταν ἡ σύγκριση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν ἀντίθετων συμπεριφορῶν στὴν περίπτωση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἀντινίτσας. Τὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντινίτσας βρέθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια καὶ ἡ περιουσία του στὴν τουρκική.  Καὶ ὅμως οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀντιστάθηκαν στὴν ἐκμετάλλευση «τουρκικῶν» κτημάτων ἀπὸ ἑλληνικὸ μοναστήρι.

Ἡ σημαντικότητα αὐτὴ τοῦ προβλήματος καὶ ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο συμπεριφορῶν ἐπισημάνθηκε τόσο ἀπό τὸν Μητροπολίτη τῆς Λάρισας Μελέτιο ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν «ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Βασιλικὴν Γραμματείαν τοῦ Βασιλείου τῆς  Ἑλλάδος», ἄν ὄχι καὶ τόσο ἔντονα ὅσο συζητιόταν μεταξὺ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν δεσμεύονταν ἀπὸ δεοντολογίες τῆς «δημοσιοϋπαλληλικῆς» ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, δουλοπρεποῦς ἀντίληψης.

Καθώς μάλιστα ὅλα αὐτὰ γίνονταν κάτω ἀπὸ τὸ νέο καθεστὼς  τοῦ ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ὁποίου εἶχαν χρειασθεῖ τόσοι ἀγῶνες, τόσες θυσίες, τόσοι νεκροί, ἔδιναν  σ’ ὅλους ἀφορμή, καὶ ἰδιαίτερα σὲ κάποιους σκεπτικιστὲς καὶ «βολεμένους» μέχρι τότε, γιὰ κριτικὲς καὶ συγκρίσεις ὄχι πολὺ τιμητικὲς γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ὄχι ἐνθαρρυντικὲς καὶ παροτρυντικὲς γιὰ τὴ συνέχιση τῶν ἀπελευθερωτικῶν ἀγώνων. Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ προβλήματος δημιουργοῦσε πολὺ ἄσχημες ἐπιπτώσεις στὸ φρόνημα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς Ἀλμυροῦ, καθὼς εἶχε ἤδη ἀρχίσει μία προσπάθεια τῆς Τουρκίας γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ μεταξύ τους ἕνα εὐνοϊκὸ κλῖμα ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος.

Καταφαίνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς διαχείρισης ἐκείνης τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν ἐλεύθερη πιὰ Ἑλλάδα, ἐνῶ τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι ἀνῆκε στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια, ἦταν δύσκολο καὶ πολύπλοκο.

Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ χριστιανικοῦ κράτους ἀπέναντι σὲ ἑλληνικὸ χριστιανικὸ μοναστήρι, ἦταν ἀπαράδεκτη τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ τουρκικὸ κράτος ἐπέτρεπε σ’ ἕνα χριστιανικὸ μοναστήρι, τὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντινίτσας,  ποὺ ἀνῆκε στὴν Ἑλλάδα νὰ ἐκμεταλλεύεται καὶ νὰ καρποῦται τὴν  κτηματική του περιουσία, ἄν και αὐτὴ βρισκόταν στὴν Τουρκία.

Ἦταν σαφέστατο σ’ ὅλους ὅτι ἔπρεπε ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ σύντομα νὰ βρεθεῖ κάποια λύση. Κατατέθηκε ἡ ἄποψη νὰ ἐπικρατήσει ἡ ἀρχὴ τῆς ἀμοιβαιότητας καὶ νὰ γίνει μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἐκ μέρους τῆς Ἑλλάδας, ὅ,τι γινόταν μὲ τὸ Μοναστήρι τῆς Ἀντινίτσας ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας. Προβλήθηκε, ὡστόσο, ὡς δικαιολογία ἄρνησης ἐκ μέρους τῆς ἑλληνικῆς πλευρᾶς ἡ ἔνσταση ὅτι ἡ ἀμοιβαία αὐτὴ συμπεριφορά, ἡ ὁποία ὑποδεικνυόταν καὶ γιὰ ἠθικοὺς λόγους, δὲν ἦταν συμφέρουσα ἀπὸ οἰκονομικὴ ἄποψη γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ κτηματικὴ περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἡ ὁποία βρισκόταν στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος ἦταν πολὺ μεγάλη, κατὰ πολὺ μεγαλύτερη τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ἀντινίτσας, ἡ ὁποία βρισκόταν σὲ τουρκικὸ ἔδαφος. Αὐτὸ δυσκόλευε τὴν κατάσταση σὲ σχέση μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς τῆς ἀμοιβαιότητας.

Μαζί μὲ τὸ ὅλο πρόβλημα ποὺ ἐξεταζόταν ὑπῆρχε καὶ μία αἴτηση ἐκ μέρους τῶν προσφύγων ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Ἀμαλιάπολης καὶ οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀποκατάστασή τους νὰ τοὺς παραχωρηθοῦν τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς στὴν περιοχὴ «Νηὲς» τῆς Σούρπης. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ δημιουργοῦνταν ἡ Νέα Μιντζέλα.[9]

Ὁ Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος ἐπιστρέφοντας τὴν ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτη τῆς Λάρισας στὴν «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιατικῶν κ.λπ. Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας», στὶς 12 Αὐγούστου 1835, ἐξέθεσε τὸ πρόβλημα ποὺ δημιουργοῦνταν καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν οἱ σχετικὲς ἀπαντήσεις γιὰ νὰ ἐνεργήσει κατάλληλα.

Κατατοπιστικὸ εἶναι τὸ σχετικὸ κείμενο ποὺ περιέχεται στὸ ὑπ’ ἀριθ.  20 ἔγγραφο τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626 τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους:

«Ἀπάντησις εἰς τὴν ὑπ’ ἀριθ. 514 (Διεκπ.) ἀπὸ 31 Ἰουλίου Διαταγὴν τῆς Β. Γραμματείας διευθυνούσης ἀναφορὰν τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης.

Ἐν  Ἀμφίσσῃ τὴν 12 Αὐγούστου 1835

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιατικῶν κλπ. Βασιλικὴν Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας

«Πληροφορίαι περὶ τῶν κατὰ τὴν Φθιώτιδα κτημάτων τοῦ ἐκτὸς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς».

Τὸ εἶδος καὶ τὸ ποσὸν τῶν κατὰ τὴν Ἐπαρχίαν Φθιώτιδος ἀκινήτων φθαρτῶν ἤ ἀφθάρτων κτημάτων τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς καταφαίνεται εἰς τὸ ἐπισυναπτόμενον ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ Καταλόγου τῶν Μοναστηριακῶν Κτημάτων τὸν ὁποῖον ἔχομεν ἀπὸ μέρους τοῦ Ἐπάρχου Φθιώτιδος.

Αἱ ἐφετειναί πρόσοδοι τῶν ἀκινήτων τούτων κτημάτων ἐνοικιάσθησαν τῷ ὄντι παρὰ τοῦ Δημοσίου ἡνωμένως μὲ τὰς προσόδους ἄλλων Μοναστηριακῶν κτημάτων τῆς Φθιώτιδος ὡς παρατηρεῖ ἡ Β. Γραμματεία εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Δημοπρασίας, τὰ ὁποῖα καθυποβάλομεν διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2308, ἀπὸ 24 Ἰουλίου ἀναφορᾶς.

Ἑτέρα ἐνοικίασις τοῦ ἐφετεινοῦ εἰσοδήματος ἀμπελίων τῆς Μονῆς ἐμπεριέχεται εἰς τὰ Πρακτικὰ Δημοπρασίας καθυποβληθέντα διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 1563, ἀπὸ 25 Μαΐου.

Εἰς τὸν κατάλογον τοῦ Ἐπάρχου ἐσημειώθησαν καὶ κτήματα τῆς Μονῆς κείμενα εἰς Λεβαδείαν, ὃ ἐστὶν εἰς τὸν νομὸν τῆς Ἀττικῆς κλπ.  Ἡ αὐτὴ Μονὴ ἔχει κτήματα, ὡς πληροφορούμεθα καὶ εἰς τὸν νομὸν τῆς Εὐβοίας.

Τὰ κτήματα τῆς ἀνηκούσης εἰς τὴν Ὀθωμανικὴν Ἐπικράτειαν ταύτης Μονῆς, ὅσα κεῖνται ἐντὸς τοῦ Βασιλείου, φαίνονται μᾶλλον ἐκτεταμένα τῶν ὅσα ἡ Ἀντινίτσα ἔχει ἐντὸς τῆς Ὀθωμανικῆς Χώρας, περὶ ὧν ἀνεφέραμεν διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2053 ἀπὸ 3 Ἰουλίου. Περὶ τῶν κειμένων μάλιστα κατὰ τὴν Σούρπην τοιούτων ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων ἐπαρουσιάσθη ἤδη αἴτησις ἀπὸ τοὺς συνοικιζομένους κατὰ τὸν τόπον ἐκεῖνον Θετταλομάγνητας διὰ νὰ ἐπιφυλαχθῶσιν ἕνεκα διανομῆς πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐλλείψει  Ἐθνικῶν εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο.

Ἐπὶ πόσον δὲ ἤθελεν ἦσθαι συμφέρον νὰ διατηρηθῇ ἡ ἐξάσκησις τοῦ δικαίου τῆς ἀμοιβαιότητος, ἤ νὰ παραχωρηθῶσι τὰ τῆς Ξενιᾶς κτήματα, διὰ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μένῃ ἀνενόχλητος ἡ ἀποκάρπωσις τῶν κατὰ τὴν Τουρκίαν κτημάτων τῶν Ἑλληνικῶν Μοναστηρίων καὶ Μοναχῶν, μόνη ἡ Βασιλική Γραμματεία δύναται νὰ σταθμίσῃ τοῦτο, ὡς δυναμένη  νὰ ἔχῃ πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ γνῶσιν ἐκτεταμένην τῶν κατὰ τὴν Τουρκίαν τοιούτων ἰδιοκτησιῶν, ὅσας ἔχουσιν τὰ τῆς Ἑλλάδος  Ἐκκλησιαστικὰ Καταστήματα.

 Ἐπιστρέφεται καὶ ἡ διευθυνθεῖσα ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσσης, καὶ παρακαλεῖται ἡ Β. Γραμματεία νὰ μᾶς κοινοποιήσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν τάχιον τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐπὶ τοῦ ζητήματος ἀποφάσεών της, διὰ νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὰ ἀνὰ χεῖρας μέτρα περὶ τῆς εἰς τὸ μέλλον ὁριστικῆς διαχειρίσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Ἀντὶ τοῦ ἀσθενοῦντος Νομάρχου Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Ὁ εὐπειθέστατος Διευθυντὴς

(Τ.Σ.Υ.)

Ὁ Γραμματεὺς

(Τ.Υ.)

(ὑπογραφὲς δυσανάγνωστες)»

 

Καὶ ἐνῶ ἀνταλλασσόταν αὐτὴ ἡ ἀλληλογραφία  καὶ συνεχίζονταν οἱ χρονοβόρες διαδικασίες καὶ ἐπαφὲς μεταξὺ τῶν διαφόρων δημοσίων ὑπηρεσιῶν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀναπτυσσόταν ἔντονη δραστηριότητα μεταξὺ τῶν καλογέρων στὴν ὁποία λάβαιναν ἐνεργὸ μέρος, ἐνισχύοντας τὸν ἀγῶνα τους, σύσσωμοι ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς καὶ οἱ τοπικοὶ ἄρχοντες τῆς πόλης καὶ τῶν χωριῶν τοῦ Ἁλμυροῦ γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.

Οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς δὲν ἐπαναπαύονταν περιμένοντας ἁπλὰ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ὑπηρεσιακῶν ἐνεργειῶν ἐκείνου πού, ὅπως φαίνεται θεωροῦσαν  δεοντολογικὰ ἁρμόδιο, τοῦ Μητροπολίτη τῆς Λάρισας. Δὲν φαίνεται δὲ  νὰ ζήτησαν οὔτε τὴν παρέμβαση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ἐνεργοῦσαν ἄλλες φορὲς σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, ἄν καὶ τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀνήκει στὸ Πατριαρχεῖο καὶ νὰ εἶναι «Πατριαρχικό, Βασιλικὸ καὶ Σταυροπηγιακό».

Σὲ συμπαράσταση πρὸς τὸ Μοναστήρι δὲν κινητοποιήθηκαν μόνο οἱ Ἕλληνες τοπικοὶ παράγοντες. Ζητήθηκε καὶ ἡ συμπαράσταση τῶν τοπικῶν τουρκικῶν ἀρχῶν τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, ἡ ὁποία καὶ δόθηκε. Ἐξ ἄλλου πολλὲς φορὲς κατὰ τὸ παρελθὸν, ὅπως ἀναφέρθηκε παραπάνω, εἶχε ζητηθεῖ ἡ ὑποστήριξη τῶν δικαίων καὶ τῶν δικαιωμάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ εἶχε παραχωρηθεῖ. Ἡ συμπαράσταση αὐτὴ τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν σὲ αἴτημα ἑνὸς  χριστιανικοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἀρνοῦνταν νὰ τὸ ἱκανοποιήσει τὸ ἑλληνικὸ κράτος ἐπιδροῦσε ἄσχημα καὶ ἐπικριτικὰ γιὰ τὸ ἑλληνικὸ καθεστὼς στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς.

Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀναφορά του πρὸς τὸν Μητροπολίτη τῆς Λάρισας ἔστειλε, γιὰ ἀμεσότερα ἀποτελέσματα, καὶ τὸ ἴδιο ἰδιαίτερη δική του σχετικὴ ἀναφορὰ πρὸς τὶς ἁρμόδιες ἑλληνικὲς ἀρχὲς στὶς 2 Αὐγούστου 1835, τὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας δὲν τὸ ἔχομε ὑπ’ ὄψη μας.

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ὡστόσο, στὶς 20 Αὐγούστου 1835,  «Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας[10] τοῦ καὶ Ξενιᾶς», ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἱερομόναχο Ἄνθιμο καὶ τοὺς ἱερομόναχο Ἀγάπιο, ἱερομόναχο Γρηγόριο καὶ τὸν μοναχὸ σκευοφύλακα Δωρόθεο, ὡς συμβούλους, ἀφοῦ φρόντισε καὶ προμηθεύτηκε καὶ μελέτησε τὸ σχετικὸ Βασιλικὸ Διάταγμα μὲ τὸ ὁποῖο ρυθμιζόταν ὁ τρόπος διάλυσης κάποιων μοναστηριῶν, ἔστειλε «Πρὸς τὴν Ἱερὰν καὶ Σεβαστὴν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος» τὴν παρακάτω ἀναφορά, ποὺ περιέχεται στὸ ὑπ’ ἀριθ. 12 ἔγγραφο τοῦ «Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ.

Ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ ἀντλοῦνται καὶ ἄλλες χρήσιμες πληροφορίες γιὰ τὶς διατάξεις τοῦ σχετικοῦ  νόμου τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ ἀφοροῦσαν στὴ διάλυση τῶν μικρῶν μοναστηριῶν καὶ στὴ διαχείριση τῆς περιουσίας τους:

 

«Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς Παναγίας Κισσιότισσας τοῦ καὶ Ξενιᾶς 

Πρὸς τὴν Ἱερὰν   καὶ Σεβαστὴν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος.

Κατὰ τὸ ἀνὰ χεῖρας μας περὶ διαλύσεως Μοναστηρίων Βασιλικὸν Διάταγμα παρατηροῦμεν ὅτι ἐκεῖνα τὰ Μοναστήρια ὑπέκειντο εἰς διάλυσιν ὅσα ἦσαν ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, δεύτερον ὅσα ἦσαν μικρὰ, ἔχοντα ἀπὸ ἕνα ἕως τρεῖς μοναχούς.

Ἅμα διελύετο τὸ τοιοῦτον Μονήδριον τὰ κτήματα τούτου ἐγίνοντο ἐθνικὰ οἱ δὲ ἐμβιοῦντες ἐν αὐτῷ μοναχοί, ὡς μὴν ἔχοντες ἤδη πόθεν νὰ τραφῶσιν, διετάχθησαν νὰ μεταβῶσιν εἰς ὅποιον τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων ἕκαστος βούλεται πρὸς ἐξακολούθησιν τῆς Μοναδικῆς Ζωῆς.

 Ἀλλά, Ἱερὰ καὶ Σεβαστὴ Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, τὸ ἡμέτερον Μοναστήριον μήτε ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, μήτε τῶν εὐτελῶν ὄν, ὡς τὰ ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν μαρτυρικὰ ἀποδεικνύουσιν, ἐρωτῶμεν ἐπὶ τίνι λόγῳ καὶ ποίᾳ δυνάμει διαλύσατε τοῦτο;

Ἀλλ’ ἠθέλατε εἰπῇ ὅτι δὲν τὸ διαλύσατε. Ἔστω ἀλλὰ κατὰ συνέπειαν τίνος συνθήκης τῶν δύο βασιλείων, τῶν τε  Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, ἀφείλετε τὰ ἐντὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κτήματα τοῦ ἐκτὸς τούτου Μοναστηρίου, καὶ ἐδημοπρατήσατε τοὺς καρποὺς τούτων ἐπενεγκόντες τὴν μεγίστην ζημίαν ἐφέτος εἰς τὸ Μοναστήριον; ἀφελόντες τὰ κτήματα τούτου καὶ εἰς τὸ ταμεῖον τρέψαντες ταῦτα ἀπαραλλάκτως ὡς τὰ ἀπὸ τὰ μονήδρια τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους.

Εἳπετο συμφώνως νὰ μᾶς διατάξητε καὶ εἰς ποῖον ἐκτὸς ἤ ἐντὸς τοῦ Κράτους Μοναστήριον νὰ μεταβῶμεν καὶ εἰς τοῦτο μὲ τὰ εἰσοδήματα τούτου νὰ τρεφώμεθα. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ὡς ἐνάντια ὄντα καὶ ἀσυμβίβαστα ἀφίνομεν.

Παρακαλοῦμεν δὲ τὴν Ἱερὰν καὶ σεβαστὴν Σύνοδον τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος νὰ συγκατανεύσῃ καὶ δώσῃ ἀπάντησιν τῶν προτεινομένων εἰς τὴν ἀναφοράν μας εἰς τὸν ἡμέτερον ἐπίτροπον ἱερομόναχον Ἀνατόλιον, καθ’ ἣν συμμορφούμενοι ν’ ἀναφερθῶμεν ἤ μή εἰς τὰς ἀνωτάτας ἐκκλησιαστικὰς καὶ πολιτικὰς ἀρχὰς τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου.

Ἐν Μοναστηρίῳ τῇ 20 Ἀβγούστου 1835

Τὰ μέλη τῆς Διοικήσεως

ἄνθιμος, ἱερομόναχος, ἡγούμενος

Τ.Σ.      ἀγάπιος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

γρηγώριος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

δορώθεος σκεβουφύλαξ, σύμβουλος».

 

Μὲ τὸ ἴδιο περίπου περιεχόμενο οἱ καλόγεροι ἔστειλαν ἄλλο ἔγγραφο  «Πρὸς τὴν Β. Νομαρχίαν Φωκίδος καὶ Λοκρίδος». Εἶναι τὸ ὑπ’ ἀριθ. 19 ἔγγραφο τοῦ παραπάνω φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ.:

 

«Ἡ Διοίκησις τοῦ Μοναστηρίου τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας   τοῦ  καὶ Ξενιᾶς[11]

Πρὸς τὴν Β. Νομαρχίαν Φωκίδος κ.λπ.

Κατὰ τὸ ἀνὰ χεῖρας μας περὶ διαλύσεως Μοναστηρίων Βασιλικὸν Διάταγμα παρατηροῦμεν ὅτι ἐκεῖνα τὰ Μοναστήρια ὑπέκειντο εἰς διάλυσιν ὅσα ἦσαν ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, δεύτερον ὅσα ἦσαν μικρὰ, ἔχοντα ἀπὸ ἕνα ἕως τρεῖς μοναχούς καὶ τούτων τὰ κτήματα ἐτρέποντο εἰς τὸ Ταμεῖον, οἱ δὲ ἐμβιοῦντες ἐν αὐτοῖς μοναχοί, διετάττοντο, ὡς μὴν ἔχοντες ἤδη πόθεν νὰ τραφῶσι, νὰ μεταβῶσιν εἰς ὅποιον τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων ἕκαστος βούλεται πρὸς ἐξακολούθησιν τῆς μοναδικῆς ζωῆς.

Ἀλλά, τὸ ἡμέτερον Μοναστήριον μήτε ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους τελοῦν, μήτε τῶν εὐτελῶν ὄν, ὡς τὰ ὑπ’ ὄψιν ὑμῶν μαρτυρικὰ ἀποδεικνύουσιν, ἀποτεινόμενοι ὅθεν πρὸς τὴν Β. Νομαρχίαν ταύτην ἐρωτῶμεν ἐπὶ τίνι λόγῳ καὶ ποίᾳ δυνάμει διαλύετε τοῦτο;

Ἀλλ’ ἴσως  εἰπῆτε ὅτι δὲν τὸ διαλύετε; Ἔστω. Ἀλλὰ κατὰ συνέπειαν τίνος Βασιλικοῦ Διατάγματος, κατὰ συνέπειαν τίνος συνθήκης τῶν δύο βασιλειῶν, τῆς τε  Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας, ἀφείλετε τὰ ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κτήματα τοῦ ἐκτὸς τούτου Μοναστηρίου, καὶ ἐδημοπρατήσατε τοὺς καρποὺς τούτων ἐπενεγκόντες τὴν μεγίστην ζημίαν ἐφέτος εἰς τὸ Μοναστήριον;

Λοιπόν, ἀφελόντες τὰ κτήματα δὲν διαλύεται τὸ Μοναστήριον; διότι πῶς θέλει σταθῇ τὸ Μοναστήριον τοῦτο ἄνευ τῶν κτημάτων του; Εἶτα διὰ νὰ βαδίσητε συμφώνως καθὼς καὶ εἰς τὰ  Ἑλληνικὰ Μονήδρια, ἀφελόμενοι τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηρίου τούτου καὶ εἰς τὸ Ταμεῖον τρέψαντες ταῦτα, εἵπετο νὰ μᾶς διατάξητε καὶ εἰς ποῖον ἐκτὸς ἤ ἐντὸς τοῦ Κράτους Μοναστήριον νὰ μεταβῶμεν, καὶ εἰς τοῦτο μὲ τὰ εἰσοδήματα τούτου νὰ τρεφώμεθα, ἀλλὰ ταῦτα ὡς ἐναντία καὶ ἀσυμβίβαστα ἀφίνομεν.

Παρακαλοῦμεν δὲ τὴν Β. Νομαρχίαν νὰ συγκατανεύσῃ καὶ δώσῃ ἀπάντησιν των προτεινομένων εἰς τὴν ἀναφοράν μας εἰς τὸν ἡμέτερον ἐπίτροπον ἱερομόναχον Ἀνατόλιον, καθ’ ἣν συμμορφούμενοι νὰ ἀναφερθῶμεν ἤ μή εἰς τὰς ἀνωτάτας ἡμετέρας ἐκκλησιαστικὰς καὶ Πολιτικὰς Ἀρχὰς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους περὶ τοῦ ἀντικειμένου τούτου.

                Μοναστήριον τῇ 20 αὐγούστου 1835        

                       Τὰ Διοικητικὰ μέλη τοῦ  Μοναστηρίου

                  Ἄνθιμος, ἱερομόναχος, ἡγούμενος

        Τ.Σ.      Ἀγάπιος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

                    Γρηγόριος, ἱερομόναχος, σύμβουλος

                    Δωρόθεος ὃς καὶ Σκεβοφύλαξ, σύμβουλος».

 

β΄. Οἱ δραστηριότητες τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου

Ὁ ἱερομόναχος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, «τοῦ καὶ Ξενιᾶς», Ἀνατόλιος ἦταν ἕνας πολὺ δραστήριος καὶ ἀποφασιστικὸς καλόγερος. Ἀνέλαβε νὰ ἐνεργήσει μόνος του καὶ δραστικά, μὴν περιμένοντας νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημα τοῦ Μοναστηριοῦ του μόνο διὰ τῆς ὑπηρεσιακῆς ἀλληλογραφίας. Ἔπεισε τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς νὰ τοῦ ἐμπιστευθοῦν τὴν ἐπίλυση τοῦ προβλήματός τους καὶ νὰ τὸν ἐξουσιοδοτήσουν νὰ μεταβεῖ προσωπικὰ στὶς διάφορες ἀρχές καὶ ἀντιπροσωπεύοντάς τους νὰ ἐνεργήσει ἀνάλογα.

Τὸ αἴτημά του  ἔγινε δεκτό καὶ ὁ Ἀνατόλιος διορίστηκε, μὲ πράξη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ του, ἀλλὰ καὶ μὲ σύμφωνη γνώμη τῶν τοπικῶν ἑλληνικῶν καὶ τουρκικῶν ἀρχῶν, ἐκπρόσωπος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Tὸ ζήτημα τῆς τακτοποίησης τῆς ἐκκρεμότητας τῆς σχετικῆς μὲ τὴν περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπασχόλησε τὸν Ἀνατόλιο, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ἐπὶ πολλὰ χρόνια.

Ἐφοδιασμένος μὲ τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς καὶ ἐξουσιοδοτήσεις τοῦ ἠγουμενικοῦ συμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ ὁ Ἀνατόλιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Μαζί του εἶχε τὶς εὐχὲς καὶ τὴ συμπαράσταση ὄχι μόνο ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχόντων καὶ δημογερόντων ἀκόμα καὶ τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὁ ἱερομόναχος τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Ἀνατόλιος εἶχε πάρει μαζί του καὶ σχετικό ἔγγραφο. Εἶναι τὸ ὑπ’  ἀριθ.  13 ἔγγραφο τοῦ  φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γ.Α.Κ. :

 

«Οἱ ὑποφαινόμενοι δημογέροντες καὶ πρόκριτοι τῆς πόλεως Ἁρμυροῦ καὶ Πλατάνου, τῶν κωμοπόλεων Κοκοτῆς, Κωφῶν καὶ Βρύνινας πιστοποιοῦμεν ἐν συνειδήσει καὶ διαβεβαιοῦμεν ὅτι τὸ Μοναστήριον τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τὸ καὶ Ξενιᾶς καλούμενον, εἶναι Ἀρχαῖον κατὰ τὸ 647 ἤτοι ἐξακοσιοστὸν τεσσαρακοστὸν ἕβδομον ἔτος ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως κτισμένον, ὡς τὸ μάρμαρον δηλοῖ,[12] σταυροπηγιακὸν καὶ κατὰ τοῦτο ἀμέσως ἐξήρτηται τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Εἶναι δὲ ἐν αὐτῷ κατὰ τὸ νῦν ὑπὲρ τοὺς τριάκοντα μοναχούς, χρηστῆς διαγωγῆς καὶ μοναχοὶ τῷ ὄντι. Διατελεῖ δὲ τοῦτο μᾶλλον ὡς πτωχοτροφεῖον καὶ ξενοδοχεῖον ἤ Μοναστήριον καὶ ὡς τοιοῦτον ἄνωθεν καὶ ἐξαρχῆς διατελοῦν, οἱ χριστιανοὶ τῶν πέριξ αὐτοῦ κοινοτήτων μικρῶν τε καὶ μεγάλων, καθὼς καὶ τῶν μακρὰν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους. Πλεῖστοί τε ἐκ παρακινήσεως διὰ τὴν φιλάνθρωπον διοίκησιν τῶν ἐν αὐτῷ μοναχῶν, κτήματα κατὰ καιροὺς ἀφιέρωσαν εἰς αὐτό, ὅπως μὲ τὰ εἰσοδήματα τούτων μὴ διακόπτωνται τὰ φιλάνθρωπα ἔργα. Τὰ πλεῖστα δὲ τῶν κτημάτων τούτων ὑπάρχουν ἐντὸς τοῦ κράτους τοῦ ἑλληνικοῦ, ἐξόχως δὲ κατὰ Σούρπην καὶ Γαρδίκι.

Νῦν δὲ κατήντησεν τὸ Μοναστήριον τοῦτο εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν διὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν κτημάτων ἐντὸς τοῦ κράτους ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν κυβέρνησιν ὥστε οἱ ἐν αὐτῷ μοναχοὶ λιμοκτονοῦσιν καὶ πᾶς πτωχὸς καὶ ξένος στερούμενος βοηθείας ἀναστενάζουσιν ἐκ καρδίας μὴ ἔχοντες ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι.

Ὅθεν κατ’ αἴτησιν τοῦ ἱερομονάχου Ἀνατολίου, ἐπιτρόπου καὶ πληρεξουσίου τοῦ Μοναστηρίου, δίδεται αὐτῷ τὸ παρὸν ἀπὸ ἡμᾶς πιστοποιητικὸν ἐγγράφως περὶ καταστάσεως τοῦ Μοναστηρίου τούτου ἵνα χρησιμεύσῃ αὐτῷ ὅπου ἀνήκει ἐπικυρωμένον».

Στὴ θέση αὐτὴ τοῦ ἐγγράφου τέθηκαν γιὰ ἐπικύρωση, ἕξι σφραγίδες καὶ ὑπογραφές Τούρκων ἀρχόντων. Πάνω ἀπὸ τὴν πρώτη σφραγίδα ὑπῆρχε ἡ ἐπισήμανση: ὁ Βόϊβοδας  ἁρμυροῦ δερβίς σελέμης μαρτυρῶ.

Στὴ συνέχεια ἀναγράφεται: «ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ μεχκεμὲν[13] τῆς πόλεως Ἁρμυροῦ καὶ ὑποφαινόμεθα

Οἱ δημογέροντες καὶ πρόκριτοι

α) τῶν πόλεων

1)  Ἁρμυροῦ:   

αναγνώστης μπαλαμούτη,    Αναγνώστις κοστατίρα,     

χρήστου κονσταντὴς,    δημήτρης διρτιλής,        Κωνσταντή Νιφόρου.

2) Πλατάνου:

Ιωάννης Κωστίκος, διμήτρι κωσταντὴς, Ιωάννης Χατζηαναγνώστου,   

παπακυρίτζη,  ἀναγνώστης χατζηπαπά.

β) τῶν κωμοπόλεων

1) κοκοτῆς:

Ἀθανάσιος φράνκους,  αποστόλις σπανός, χρήστος του παπά, 

γέργου σταμούλης,  παπαρίζους,  διμίτρις γεροδήμου.

2) βρύνινας:

βασιλης γέργου,  βαγγέλης κράντο, παναγιότις κόταρη,  καραγέργος,

αναγνώστις μησήρης, διμήτρης αναγνώστη

3) Κωφῶν:

Πανάγος παπαθανασίου, παναγῆς καραγέργου,

πανάγος νίκου σέγγλου, γηρό κοσταντής αθανασίου

Ἐν Ἁρμυρῷ τῇ 28 ἀβγούστου 1835».

 

Ὁ Ἀνατόλιος, ἐφοδιασμένος μὲ τὸ παραπάνω ἔγγραφο, παρουσιάστηκε αὐτοπροσώπως στὴ Νομαρχία Φωκίδος καὶ Λοκρίδος, στὴν Ἄμφισσα. Ὁ Νομάρχης, ἀποφεύγοντας νὰ δώσει ὁ ἴδιος λύση στὸ αἴτημα τῶν μοναχῶν τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ τοῦ τὸ παρουσίασε ὁ Ἀνατόλιος, διαβίβασε, στὶς  9 Σεπτεμβρίου 1835, τὸ ἔγγραφό τους στὴ Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μὲ τὴν παρακάτω ἀναφορά του, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ  ὑπ’ ἀριθ.  17 ἔγγραφο τοῦ Φ. 626 τῶν Γ.Α.Κ.:

 

«Ἐν  Ἀμφίσσῃ τὴν 9 Σεπτεμβρίου 1835

Πρὸς τὴν

ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας   

«Περὶ ἀπαιτήσεων τοῦ ἐκτὸς τοῦ Κράτους Μοναστηρίου Ξενιᾶς»

Ἐπειδὴ τὰ ζητήματα τὰ ἐνδιαλαμβανόμενα εἰς τὴν ἀπὸ 20 Αὐγούστου ἀναφορὰν πρὸς ἡμᾶς τῆς Κοινότητος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς ἀνήκουν εἰς τὴν ἄμεσον ἁρμοδιότητα τῆς Β. Γραμματείας, ἡ Νομαρχία διευθύνει πρὸς τὴν Β. Γραμματείαν ἀντίγραφον ἐσώκλειστον τῆς αὐτῆς ἀναφορᾶς διὰ νὰ ἀποφασίσῃ  τὰ εἰς ἀπάντησιν τῶν ἀναφερομένων.

Ὁ εὐπειθέστατος Νομάρχης

Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

(Τ.Σ.Υ.)

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)

ὁ Γραμματεὺς

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)».

 

Ὁ Ἀνατόλιος ὅμως ἦταν ἀποφασισμένος νὰ λύσει ὁπωσδήποτε τὸ πρόβλημά του ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα. Δὲν ἔμεινε ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν παραπομπὴ αὐτὴ τοῦ αἰτήματός του ἀπὸ τὴ μία ὑπηρεσία στὴν ἄλλη. Ἀποφάσισε νὰ παρακολουθήσει προσωπικὰ τὴν ὑπόθεση σ’ ὅλα της τὰ στάδια. Κατευθύνθηκε ὁ ἴδιος στὴν Ἀθήνα ἀποφασισμένος νὰ ξεπεράσει μόνος του τὰ προβλήματα τῆς ἀτέλειωτης γραφειογρατίας καταφεύγοντας καὶ προσωπικὰ στὶς κεντρικὲς ὑπηρεσίες, μὴν περιμένοντας νὰ διαβιβαστοῦν δι’ ἀλληλογραφίας οἱ γραπτὲς ἀπαντήσεις ποὺ ζητοῦνταν.

Τὴν ἀπόφασή του αὐτὴ τὴν γνωστοποίησε καὶ στὸν Νομάρχη διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν συνεχῆ κωλυσιεργία  καὶ τὴν ἀνευθυνότητα καὶ ἀνικανότητα τῶν περιφερειακῶν ὑπηρεσιῶν.

Ὁ Νομάρχης Φωκίδος καὶ Λοκρίδος, ἐνοχλημένος καὶ μᾶλλον θορυβημένος ἀπὸ τὴν ἔντονη αὐτὴ ἀντίδραση τοῦ Ἀνατόλιου, ὁ ὁποῖος  δὲν ἀρκέστηκε στὰ ὅσα ἔπραξε ἡ ὑπηρεσία, ἔστειλε, στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1835, τὸ παρακάτω ἔγγραφο «Περὶ τοῦ ἔξωθεν τοῦ Κράτους ἐλθόντος Μοναχοῦ Ἀνατολίου ἐκ τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς» «πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λπ. Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας».

Στὸ ἔγγραφό του ὁ Νομάρχης ἐκφράζεται μᾶλλον ἀπαξιωτικὰ γιὰ τὸν μοναχὸ Ἀνατόλιο, μὲ λέξεις ὅπως «μοναχός τις», «ὁ ἄνθρωπος οὗτος» καὶ κατηγορῶντας τον γιὰ ἀπάτη, «ἐξαπατίσας δὲ καὶ τὸν ἐπὶ τῶν διαβατηρίων ὑπάλληλον τοῦ Νομαρχείου ἐφωδιάσθη, καὶ μὲ διαβατήριον διὰ τὴν καθέδραν τοῦ Βασιλείου»:[14]

 

«Ἐν Ἀμφίσσσῃ τῇ 12 Σεπτεμβρίου 1835

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ. Β. Γραμματείαν τῆς Ἐπικρατείας

«Περὶ τοῦ ἔξωθεν τοῦ Κράτους ἐλθόντος Μοναχοῦ Ἀνατολίου

ἐκ τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ξενιᾶς».

Μοναχός τις Ἀνατόλιος, ἐτῶν περὶ τοὺς 50, μόλις ἐμφανισθεὶς εἰς τὸ Νομαρχεῖον τοῦτο, ὡς ἀπεσταλμένος ἐκ τοῦ κατὰ τὴν Τουρκίαν Μοναστηρίου Ξενιᾶς, ὁμοῦ μὲ τὸ ἔγγραφον τὸ ὁποῖον καθυπεβάλαμεν εἰς τὴν Β. Γραμματείαν, διὰ τῆς ὑπ’ ἀριθ. 2888 ἀπὸ 9 τοῦ τρέχοντος ἀναφορᾶς, ἀνεχώρησεν ἐντεῦθεν κατὰ τὴν 9 τοῦ τρέχοντος πρὶν ἐκπληρώσει τὰς ὑποχρεώσεις τῆς ἀπὸ 6 Μαΐου ἐγκυκλίου ὑπ’ ἀριθ. 3492, ἐξαπατίσας δὲ καὶ τὸν ἐπὶ τῶν διαβατηρίων ὑπάλληλον τοῦ Νομαρχείου ἐφωδιάσθη, καὶ μὲ διαβατήριον διὰ τὴν καθέδραν τοῦ Βασιλείου.

Γνωστοποιοῦντες τὰ περὶ τούτου εἰς τὴν Βασιλικὴν Γραμματείαν, εἰδοποιοῦμεν ἐν ταυτῷ καὶ τὴν Διοικητικὴν Ἀρχὴν τῶν Ἀθηνῶν διὰ νὰ γνωρίζῃ τὴν περίστασιν, καὶ νὰ πράξῃ ὅ,τι ἐκ τῶν καθηκόντων της ἄν ὁ ἄνθρωπος οὗτος διευθυνθῇ εἰς τὰ ἐκεῖσε.

Ὁ εὐπειθέστατος Νομάρχης

Φωκίδος καὶ Λοκρίδος

Τ.Σ.Υ.

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)

 

ὁ Γραμματεὺς

Τ.Υ

(ὑπογραφὴ δυσανάγνωστος)»

 

Ὁ ἀποφασισμένος, ὡστόσο, νὰ πάρει τὴν ὁριστικὴ λύση τοῦ θέματός του ἱερομόναχος Ἀνατόλιος, ἐνεργῶντας ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα καὶ δυναμικότερα, μετέβη στὴν Ἀθήνα καὶ κατέθεσε, στὶς 19 Σεπτεμβρίου 1835, προσωπικὰ, στὴν «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λ.π. Β. Γραμματείαν», τὴν  παρακάτω προσωπική του ἀναφορὰ:

 

«Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κ.λ.π. Β. Γραμματείαν

Ὁ  Ἅγιος Λαρίσσης μαθών, ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐξουσία κατακράτησε τὰ ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας κτήματα τοῦ Μονηδρίου Ξενιᾶς, εὑρισκομένου ἐκτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, διεύθυνε δι’ ἐμοῦ ἀναφορὰν πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν, ἥτις τὴν διεύθυνε πρὸς τὴν Γραμματείαν ταύτην, παρακαλῶν ἤ νὰ παραδοθοῦν τὰ κτήματα εἰς τὸ ῥηθὲν Μονήδριον, ἤ τουλάχιστον νὰ δοθῶσιν αὐτοὶ οἱ λόγοι δι’ οὓς κατακρατοῦνται. 

Ἡ Β. αὕτη Γραμματεία εἶπε τότε προφορικῶς εἰς ἐμέ, ὅτι θέλει στείλει τὴν ἀναφοράν εἰς τὸν Νομάρχην Φωκίδος, διὰ νὰ ἐξετάσῃ περὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ’ ἔκτοτε, προσμένων καὶ καταδαπανώμενος, ἀπάντησιν δὲν  ἔλαβον.

Ὅθεν παρακαλῶ νὰ μὲ δώσῃ τὴν ἀνήκουσαν ἀπάντησιν, καθὸ δὲν ἔχω πλέον τὰ μέσα νὰ διατρίβω ἐνταῦθα.

Ἀθῆναι τὴν 19  7βρίου 1835

Ὑποσημειοῦμαι μὲ βαθύτατον σέβας.

Ὁ εὐπειθέστατος

Ἀνατόλιος ἱερομόναχος».[15]

 

 

Ὡστόσο, παρὰ τὸ αὐστηρὸ ὕφος τῆς ἀναφορᾶς τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου καὶ ἐνῶ τόση ἀλληλογραφία διεξαγόταν μεταξὺ τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων γιὰ τὸ θέμα τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος», πρὸς τὴν ὁποίαν ἐπίσης, ἀπὸ τὶς 20 Αυγούστου 1835, εἶχαν ἀπευθυνθεῖ οἱ καλόγεροι, ἀπέφευγε ἤ καθυστεροῦσε πολὺ νὰ πάρει θέση.

Μόνο στὶς 4 Ὀκτωβρίου 1835, ἀπευθύνθηκε καὶ αὐτὴ στὴ Γραμματεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν «Περὶ τῶν ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας κειμένων κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», ἐπειδὴ τὸ πρόβλημα ἦταν πολύπλοκο, ἀφοῦ τὸ μὲν Μοναστήρι βρισκόταν ἐκτὸς τῶν ἑλληνικῶν ὁρίων ἐνῶ ἡ κτηματική του περιουσία ἐντὸς τῆς ἑλληνικῆς ἐπικρατείας, καὶ ἡ ἴδια ὡς «μὴ δυναμένη μήτε γνώμην νὰ ἐκφράσῃ ὡς πρὸς τὴν αἴτησίν των» ἔκρινε «εὔλογον νὰ διευθύνῃ πρὸς τὴν Βασιλικὴν ταύτην Γραμματείαν τὴν ἀναφορὰν αὐτῶν μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ μαρτυρικοῦ, διὰ νὰ πράξῃ ἡ ἰδία ὃ,τι ἐγκρίνῃ».

 

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τοῦ σχετικοῦ ἐγγράφου: [16]

«ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

  Ἀριθ. Πρ. 3616

 ——————-

  Ἀρ. Διεκ. 2431                   

Ἐν  Ἀθήναις τὴν 4 8βρίου  1835                      

Πρὸς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν   κλπ. Β. Γραμματείαν τῆς  Ἐπικρατείας

«Περὶ τῶν ἐντὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας κειμένων κτημάτων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς.»

Ὁ ἡγούμενος καὶ οἱ σύμβουλοι τῆς κατὰ τὸν  Ἁρμυρὸν ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἑλλάδος κειμένης Μονῆς τῆς Ξενιᾶς, διὰ τῆς ἀπὸ  2 Αὐγούστου πρὸς τὴν Σύνοδον ἀναφορᾶς των, ζητοῦσι τὰ ἐντὸς τῆς  Ἐπικρατείας κείμενα κτήματα τῆς Μονῆς των, παραληφθέντα εἰς λογαριασμὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου.

Ἡ Σύνοδος ὅθεν, μὴ δυναμένη μήτε γνώμην νὰ ἐκφράσῃ ὡς πρὸς τὴν αἴτησίν των, κρίνει ὅμως εὔλογον νὰ διευθύνῃ πρὸς τὴν Βασιλικὴν ταύτην Γραμματείαν τὴν ἀναφορὰν αὐτῶν μετὰ τοῦ ἐν αὐτῇ μαρτυρικοῦ,  διὰ νὰ πράξῃ ἡ ἰδία ὅ,τι ἐγκρίνῃ.

ὁ Κορίνθου Κύριλλος, πρόεδρος,

Τ. Σ.  ὁ Βοιωτίας Παΐσιος,

ὁ  Αργολίδος Κύριλλος,

ὁ πρώην Ἠλείας  Ἰωνᾶς

ὁ Γραμματεὺς

Θ. Φαρμακίδης».

 

γ΄. Ἐπέμβαση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδας Ὄθωνος

Ἔπειτα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴ διαδικασία καὶ τὴν ἐμπλοκὴ τόσων ἀρχῶν, γιὰ τὴν τελικὴ ἔγκριση τοῦ αἰτήματος τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, τὰ πράγματα ὁδηγήθηκαν στὸ ὅτι ἡ ὅποια σχετικὴ μὲ τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀπόφαση ἔπρεπε νὰ ληφθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδος Ὄθωνα.  Σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ὁδηγούμαστε ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σχετικοῦ φακέλου των Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους «ΓΑΚ, Μοναστηριακὰ φ. 626».

Γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ ὅμως ὁ βασιλιὰς στὴν ἔκδοση τῆς σχετικῆς ἀπόφασής του ἔπρεπε να διαφωτισθεῖ περὶ τίνος ἀκριβῶς ζητήματος ἐπρόκειτο. Ἔτσι ἔχουμε μερικὰ ἔγγραφα στὸν οἰκεῖο φάκελο τῆς ὑπόθεσης ποὺ ἀποβλέπουν σ’  αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐνημέρωση. Ἡ ἐνημέρωση ποὺ γίνεται μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα εἶναι πλήρης καὶ ἀναλυτικὴ καὶ ἐπεκτείνεται σὲ ὅλο τὸ μοναστηριακὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδας, τὸ ὁποῖο εἶχε δημιουργηθεῖ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ὄθωνος νὰ καταργηθοῦν ἐκεῖνα τὰ μοναστήρια ποὺ δὲν εἶχαν περισσότερους ἀπὸ ἕξι μοναχοὺς.

Ἐπειδὴ ἔτσι δίνεται καὶ σὲ μᾶς ἡ εὐκαιρία νὰ δώσουμε περισσότερες πληροφορίες στοὺς ἀναγνῶστες ποὺ βοηθοῦν στὴν σαφέστερη κατανόηση τοῦ προβλήματος ποὺ δημιουργήθηκε, θὰ παραθέσουμε στὴ συνέχεια τὸ κείμενο μερικῶν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔγγραφα.

Πρόκειται γιὰ τὰ ἔγγραφα ὑπ’ ἀριθ. 7, 9, 10 καὶ 32 τοῦ φακέλου «Μοναστηριακὰ Φ. 626» τῶν Γενικῶν Ἀρχείων τοῦ Κράτους.

Τὰ ὑπ’ ἀριθ. 7 καὶ 9 ἔγγραφα εἶναι συνταγμένα στὴ γαλλικὴ γλῶσσα.[17] Δὲν δηλώνεται μὲ σαφήνεια  οὔτε ὁ συντάκτης τους οὔτε ἡ χρονολογία τους. Φαίνεται ὅτι εἶναι τὰ ἀνεπίσημα κατατοπιστικὰ ἔγγραφα, μὴ αὐστηρῶς ὑπηρεσιακά, τὰ ὁποῖα κάποιος βασιλικὸς σύμβουλος παρέδωσε στὸ βασιλιά, ὡς ἁπλὰ κείμενα, προκειμένου νὰ τὰ διαβάσει προσωπικῶς γιὰ νὰ κατατοπισθεῖ.

Στὸ ὑπ’ ἀριθ. 7, τοῦ ὁποίου, ἀπὸ κάποιο προφανῶς λάθος ἀρχειοθέτησης καὶ ταξινόμησης, τὸ περιεχόμενο συνεχίζεται στὸ ὑπ’ ἀριθ. 9, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

 

««Σχετικὰ μὲ τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνήκουν στὰ μοναστήρια τῆς Τουρκίας καὶ ἀντίστροφα».

Μεγαλειότατε!

Τὸ ὑπουργεῖο εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς 6/18 Ἰουλίου 1833 {δυσανάγνωστο} 741, 771, εἶχε ἀναφερθεῖ στὰ μοναστήρια παραρτήματα τὰ ὁποῖα, μὲ τὴν ὀνομασία Μετόχια, ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ μεγαλύτερα μοναστήρια ποὺ βρίσκονται στὴν Τουρκία καὶ κύρια ἀπὸ αὐτὰ τοῦ Ὄρους Σινᾶ, τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τοῦ Ὄρους Ἄθω.

Ἐπίσης τὰ μεγαλύτερα μοναστήρια τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος, ὅπως τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, τῆς Λαύρας, τῶν Ταξιαρχῶν καὶ τῆς Παναχράντου στὴν Ἄνδρο, κατέχουν Μετόχια καὶ ἄλλα περιουσιακὰ στοιχεῖα στὴν Τουρκία.

Ἡ διεύθυνση καὶ ἐπιθεώρηση αὐτῶν τῶν (παραρτημάτων τῶν) μοναστηριῶν ἀναθέτονταν, ἄλλοτε κατ’ ἔτος καὶ ἄλλοτε κάθε ἑπτὰ ἔτη καὶ μερικὲς φορὲς ἐφ’ ὅρου ζωῆς, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς καλόγερους τοῦ μοναστηριοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτιόντουσαν, καὶ ὁ καλόγερος αὐτὸς ἔδινε ἐτήσιο λογαριασμὸ γιὰ τὴν διαχείρησή του, ἐκπίπτοντας τὶς δαπάνες του, ἤ πλήρωνε ὁποιοδήποτε ποσὸ, καὶ ζητοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης κάρπωσης τῶν εἰσοδημάτων τοῦ Μετοχιοῦ, καὶ ἐννοεῖται ὅτι τὸ μοναστήρι κληρονομοῦσε ὅλη του τὴν περιουσία μετὰ τὸν θάνατό του, σύμφωνα μὲ τοὺς μοναστικοὺς κανόνες.

Συχνά, τέλος, καὶ ὅταν τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τῶν Μετοχιῶν ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση καὶ θεωροῦνταν ὅτι δὲν παράγουν τίποτα, τὸ μοναστήρι ὄχι μόνο δὲν λάβαινε τίποτα ἀπὸ τὸν μοναχὸ τὸν ὁποῖο ἔστελνε ἐκεῖ, ἀλλὰ τοῦ πλήρωνε καὶ τὰ ἔξοδά του.[18]

Στὴν ἀρχὴ τῆς ἑλληνικῆς ἐξέγερσης τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονταν στὴν Τουρκία καὶ ἀνῆκαν στὰ μοναστήρια ποὺ ἀποτελοῦν σήμερα μέρος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδας, πέρασαν κάτω ἀπὸ τὴ διοίκηση τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινούπολης, οἱ μοναχοὶ ποὺ στελνόντουσαν γιὰ τὴν διαχείρισή τους ἤ σφαγιάσθηκαν ἤ ἐκδιώχθηκαν, καὶ τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα πουλήθηκαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές.

Τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἑλλάδα τῶν μοναστηριῶν τοῦ Σινᾶ, τοῦ Παναγίου Τάφου, τοῦ Ὄρους Ἄθω κλπ. τέθηκαν κάτω ὑπὸ τὴν ἐπιθεώρηση ἄλλων προϊσταμένων, διοριζόμενους ἀπὸ τοὺς ἐπίσκοπους καὶ τὶς ἀντίστοιχες κοινότητες (ὅπως αὐτὸ τῆς Ἐπιδαύρου ποὺ ἀποτελεῖ θέμα τῆς προαναφερόμενης ἔκθεσης), ἤ  ἐξακολούθησαν νὰ διοικοῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους μοναχοὺς  ποὺ τὰ διοικοῦσαν καὶ πρὶν ἀλλὰ σταμάτησαν νὰ ἀποδίδουν στὰ μοναστήρια τους λογαριασμὸ γιὰ τὴ διαχείρησή τους, μὲ ἄλλα λόγια αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἔπαυσαν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη νὰ θεωροῦνται σὰν παραρτήματα, ἄν καὶ δὲν καταργήθηκαν ἐπίσημα, καθὼς κανένα γενικὸ μέτρο δὲν πάρθηκε ποτὲ γιὰ τὰ μοναστήρια.

Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ προέδρου Καποδίστρια, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σινᾶ, προσκλήθηκαν μὲ μιὰ  ἐγκύκλιο ὅλες οἱ  διοικητικὲς ἀρχὲς νὰ ἀποδίδουν στοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Μοναστηριοῦ  τοῦ Σινᾶ τὰ κληρονομήματα αὐτοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ.

Γύρω στὴν ἴδια περίοδο τὰ κληρονομήματα τῶν ἑλληνικῶν μοναστηριῶν στὴν Τουρκία ἀποδόθηκαν στοὺς καλόγερους ποὺ στάλθηκαν ἐκεῖ, χωρὶς ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ ἐγείρει αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ πράγματα ἐπανῆλθαν σὲ ἀνάλογη κατάσταση μὲ τὴν πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος 1821.

Ὅταν τὸ μέτρο γιὰ τὰ μοναστήρια τοῦ κράτους μπῆκε σὲ ἰσχύ, αὐτὰ τὰ παραρτήματα συμπεριλήφθηκαν στὸν ἀριθμὸ τῶν μοναστηριῶν ποὺ καταργήθηκαν, ἡ κινητὴ περιουσία τους πουλήθηκε καὶ ἀκίνητά τους πακτώθηκαν (ἐνοικιάστηκαν) μὲ τὴν βασιλικὴ ἔγκριση τῆς 9/21 Ἰουλίου 1933.

Αὐτὸ τὸ μέτρο δικαιολογιόταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ συμφέροντα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, τὸ ὁποῖο ἐμπλούτισε σὲ μεγάλο βαθμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τῆς κυβέρνησης …. (μερικὲς λέξεις δυσανάγνωστες) … καὶ ἐλαιόδεντρα εἰς τὰς Κυδωνίας, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ μοναστήρι τῆς Παναχράντου στὴν Ἄνδρο καὶ ποὺ ἀπόρριψε τὰ σχετικὰ παράπονα τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν.

Ἡ ὀθωμανικὴ κυβέρνηση ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ ἐπιτρέψει τελευταία σὲ αὐτοὺς τοὺς μοναχοὺς νὰ διαθέσουν τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ μοναστηριοῦ  ἀλλὰ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ τοὺς φυλακίσει ἤ νὰ τοὺς ἐκδιώξει ἀτιμωτικά.

Ὡστόσο, καθὼς δὲν ἔχει γίνει καμία ἐπίσημη διαπραγμάτευση γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἀνάμεσα στὰ δύο κράτη καὶ καθὼς οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴ Λάρισα καὶ τὸ ὁποῖο ἔχει σχεδὸν ὅλη του τὴν περιουσία στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴν Λιβαδειὰ, ἔχουν ζητήσει τὴν ἰδιοκτησία αὐτῆς τῆς περιουσίας, θεώρησα καθῆκον μου νὰ ζητήσω τὰς διαταγὰς τοῦ Βασιλέα γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀργὰ ἤ γρήγορα τὰ δύο κράτη θὰ πρέπει νὰ συμφωνήσουν, καὶ νὰ ὑποβάλω σὲ Σᾶς τὴν ταπεινή μου γνώμη ἐπ’ αὐτοῦ.

Ἐπειδὴ ἡ Τουρκία ἔχει πουλήσει περιουσιακὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνῆκαν στὰ μοναστήρια τῆς Ἑλλάδας, δὲν συμφέρει νὰ ἐπιτραπεῖ ὥστε μοναχοὶ νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Τουρκία στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἐξάγουν δωρήματα προοριζόμενα γιὰ ὄφελος ἀλλοδαπῶν ἱδρυμάτων,[19] καὶ δὲν εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἑλλάδας τὸ νὰ ἐπιτρέπεται ὥστε μοναχοὶ νὰ μεταβαίνουν [20] στὴν Τουρκία γιὰ νὰ διαχειρισθοῦν τὰ ἐν λόγῳ Μετόχια. 

Γι’ αὐτὲς τὶς παρατηρήσεις τολμῶ νὰ προτείνω ὅλα τὰ παραρτήματα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνήκουν στὰ μοναστήρια κάτω ἀπὸ ὀθωμανικὴ κυριαρχία νὰ θεωροῦνται καὶ νὰ ἀντιμετωπίζονται σὰν μοναστήρια καταργημένα … {δυσανάγνωστο} καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀπαγορεύεται στὰ ἀναφερόμενα μοναστήρια νὰ στέλνουν μοναχοὺς στὴν Τουρκία γιὰ τὴν διαχείριση τῶν περιουσιῶν ποὺ κατέχουν ἐκεῖ.

Τέλος, νὰ γνωστοποιηθεῖ στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους πρόκειται ἐδῶ,  ὅτι τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ μοναστηριοῦ τους ποὺ βρίσκονται μέσα στὸ κράτος θεωροῦνται σὰν ἐθνικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα καὶ θὰ ἐκμισθωθοῦν ὅπως ὅλες οἱ περιουσίες τῶν καταργημένων μοναστηριῶν, ἀλλὰ ὅτι ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ αὐτοὶ μεταξὺ τῶν πλειοδοτῶν.

Ἄν, ὡστόσο, ἡ Τουρκία θελήσει νὰ κάνει παρατηρήσεις  γιὰ τὸ θέμα αὐτό, τότε μποροῦμε νὰ ξεκινήσουμε διαπραγματεύσεις, μποροῦμε νὰ συγκεφαλαιώσουμε τοὺς λογαριασμοὺς ἀπὸ τὸ 1821 κι ἐδῶ (καὶ αὐτὴ ἡ συγκεφαλαίωση θὰ εἶναι ἀσφαλῶς πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἑλλάδας)  καὶ νὰ ἀποζημιώσουμε φυσικὰ, ἤ νὰ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τοὺς λογαριασμοὺς ἀμοιβαία, καὶ νὰ ἀναλάβουμε τὴν ὑποχρέωση νὰ πληρώσουμε στὰ ἀντίστοιχα μοναστήρια ἕνα ὁρισμένο ποσὸ, κάθε χρόνο, ἤ μᾶλλον μιὰ καὶ καλὴ …. (δυσανάγνωστες μερικὲς λέξεις) … τὰ μοναστήρια τῆς Τουρκίας νὰ ἀποζημιωθοῦν μὲ τὴν περιουσία τῶν μοναστηριῶν τῆς Ἑλλάδας ποὺ βρίσκονται ἐκεῖ καὶ ἐπίσης τὰ μοναστήρια τῆς Ἑλλάδας μὲ τὰ παραρτήματα τῶν μοναστηριῶν τῆς Τουρκίας.

Ἀναμένω μὲ τὸν βαθύτερο σεβασμὸ τὶς βασιλικὲς διαταγὲς ποὺ ἡ Μεγαλειότητά Σας θὰ θελήσει νὰ μοῦ διαβιβάσει, ἀφοῦ ἴσως ἀκούσει καὶ τὴν γνώμη τοῦ ὑπουργείου τῶν ἐξωτερικῶν, γιὰ νὰ δώσω μιὰ ἀπάντηση στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς.

Ἀθῆναι, 20 Ὀκτωβρίου /1  Νοεμβρίου 1835

(ὑπογραφὴ)».

 

Τὸ ὑπ’ ἀριθ. 10 ἔγγραφο εἶναι συνταγμένο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ ἡμερομηνία 10 Ὀκτωβρίου 1835 ἀπό ἄτομο τοῦ ὁποίου εἶναι δυσανάγνωστο τὸ ὄνομά του. Τὸ περιεχόμενό του, τὸ ἴδιο περίπου στὰ βασικὰ του σημεῖα μὲ τὸ παραπάνω, εἶναι ἐνημερωτικὸ καὶ  αὐτὸ πρὸς τὸν βασιλιὰ Ὄθωνα καὶ περιέχει πιὸ συγκεκριμένες προτάσεις γιὰ τὴ λύση τοῦ προβλήματος:

 

««Περὶ τῶν ἐν Τουρκίᾳ ἑλληνικῶν μοναστηριακῶν κτημάτων

καὶ τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι μετοχίων ὑπαγομένων πρὶν τῆς ἐπαναστάσεως

εἰς τὰ ἐν Τουρκίᾳ μοναστήρια»

Μεγαλειότατε!

Ἀπὸ τὴν ἔκθεσιν τῆς Γραμματείας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν τῆς 6ης (18) Ἰουλίου 1833 ἐπληροφορήθη ἡ Υ. Μ. ὅτι διάφορα τῶν ἐν Ἑλλάδι μονυδρίων ἐτέλουν ὑπὸ τὸ ὄνομα Μετόχια, ὑπὸ τὴν ὑπεράσπισιν καὶ ἐξουσίαν διαφόρων ἐπισήμων ἤ  μὴ μοναστηρίων, κειμένων  εἰς τὸ Τουρκικὸν Κράτος, κυρίως ὅμως τοῦ Σινᾶ, τοῦ Ἁγίου Τάφου καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὰ μεγαλύτερα τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι μοναστηρίων, καθώς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, τῆς Λαύρας, τῶν Ταξιαρχῶν καὶ τῆς ἐν Ἄνδρῳ Παναχράντου, εἶχον διάφορα μετόχια καὶ ἄλλα κτήματα εἰς διάφορα μέρη τοῦ Τουρκικοῦ Κράτους.

Τῶν μετοχίων τούτων τὴν ἐπιστασίαν καὶ διεύθυνσιν ἐπίβαινεν,[21] εἴτε κατ’ ἔτος, εἴτε καθ’ ἑπταετίαν, εἴτε καὶ διὰ βίου, ὑπὸ τὸ ὄνομα Ταξεῖδι, εἷς τῶν πατέρων τῆς μονῆς εἰς τὴν ὁποίαν ὑπήγετο τὸ Μετόχιον, καὶ ἤ ἔδιδε κατ’ ἔτος λογαριασμὸν τῆς λογοδοσίας τοῦ ὑπὸ τὸ μοναστήριον Μετοχίου, ἐκπίπτων τὰ ἔξοδά του,  ἤ ἐπλήρωνεν ἃπαξ προσδιορισμένην τινα ποσότητα καὶ ἐνέμετο αὐτὸς ἀνευθύνως τὴν ἐπικαρπίαν, ἡ περιουσία του ὃμως, ἀποθανόντος, ἔμενε πάντοτε, κατὰ τὶς μοναστηριακές διατάξεις, εἰς τὸ Μοναστήριον, ἤ πολλάκις ὄχι μόνον δὲν ἐπλήρωνεν τίποτε, ὃταν τὰ κτήματα τοῦ μετοχίου ἦσαν εἰς κακὴν κατάστασιν, ἀλλὰ ἐλάμβανε  μάλιστα ἀπὸ τὸ μοναστήριον τὰ ἔξοδά του.[22]

Ὅταν ἐξερράγη ἡ Ἑλληνική  Ἐπανάστασις τὰ μὲν ἑλληνικά μετόχια, ὃσα ἦσαν εἰς τὴν Τουρκίαν, περιῆλθον εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Πατριάρχου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν δὲ ἐν αὐτοῖς παρέδρων (Ταξιδιωτῶν) οἱ μὲν ἐσφάγησαν, οἱ δὲ ἔφυγον καὶ ἐκ τῶν προσφερθέντων εἰς αὐτὰ κτήματα τὰ πλείω ἐξεποιήθησαν ἤ διετέθησαν κατ’ ἄλλον τρόπον παρὰ τῆς τουρκικῆς ἐξουσίας, τὰ δὲ ἐν τῇ Ἑλλάδι Σιναΐτικα,  Ἁγιοταφίτικα καὶ  Ἁγιορείτικα ἤ ἔλαβον ἄλλους ἡγουμένους, διορισθέντας παρὰ τῶν κατὰ τόπους ἀρχιερέων καὶ τῶν κοινοτήτων (καθὼς τὸ τῆς Ἐπιδαύρου περὶ οὗ πραγματεύεται ἡ προλεγομένη ἔκθεσις τῆς Γραμματείας) ἤ διεχειρίζοντο παρὰ τῶν αὐτῶν ταξειδιωτῶν, ἀλλ’ εἰς τὰ μοναστήριά των δὲν ἔδιδον κανένα πλέον λόγον: μὲ ἄλλας λέξεις, ἔπαυσαν καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐδῶ νὰ θεωρῶνται πλέον ὡς Μετόχια, ἄν καὶ ἐπισήμως δὲν κατηργήθησαν, διότι κανὲν περὶ μοναστηρίων γενικὸν μέτρον δὲν εἶχεν ληφθῆ ποτέ.

Ἐπὶ τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Καποδίστρια, κατ’ ἔγγραφον αἴτησιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σινᾶ Ὄρους, ἐξεδόθη ἐγκύκλιος, προσκαλοῦσα τὰς Διοικητικὰς ἀρχάς ν’ ἀποδώσωσιν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ μοναστηρίου τούτου τὰ μετόχια, ὃσα ἐτέλουν ἀνέκαθεν ὑπ’ αὐτό. Συγχρόνως, ἄν καὶ χωρὶς ἔγγραφον αἴτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἁπεδόθησαν εἰς τοὺς Ταξειδιώτας τῶν ἐν Ἑλλάδι μοναστηρίων τὰ ἐν Τουρκίᾳ μετόχιά των, χωρὶς τῶν ἐκποιηθέντων, καὶ τοιουτοτρόπως τὰ πράγματα κατέστησαν διπαλλάξ εἰς τὴν πρὸ τοῦ 1821 στάσιν.

Ὅταν ἐλάβομεν εἰς ἐνέργειαν τὸ περὶ τῶν μοναστηρίων  τοῦ Βασιλείου μέτρον, συμπεριελήφθησαν εἰς τὰ διαλυθέντα μοναστήρια καὶ τὰ λεγόμενα ταῦτα Μετόχια, καὶ ἡ μὲν κινητή αὐτῶν περιουσία ἐξεποιήθη, ἡ δὲ ἀκίνητος ὑπεσημειώθη καθὼς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Μοναστηρίων, ὃσα εἶχον  ὀλιγωτέρους τῶν ἓξ μοναχῶν, σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὴν προειρημένην ἔκθεσιν τῆς Γραμματείας γνωμοδότησιν, τὴν ὁποίαν εὐηρεστήθη ἡ Υ. Μ. νὰ ἐγκρίνῃ διὰ τῆς ἀπὸ 9 (21)  Ἰουλίου σεβαστῆς Αὐτῆς ὑποσημειώσεως.

Τὸ μέτρον τοῦτο ἐδικαιολόγησαν, παρεκτὸς τοῦ συμφέροντος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, τὸ ὁποῖον ἄλλως ἤθελε στερηθῇ μέγα μέρος τῆς προσόδου του, καὶ αἱ πράξεις τῆς Τουρκικῆς Διοικήσεως, ἡ ὁποία, πρὶν ἀκόμη, ἐξεποίησεν εἰς μὲν τὴν Σμύρνην ἓν μαγαζὶ λιθόκτιστον οἰκοδομηθὲν δι’ 70.000 γρόσια κατὰ τὸ 1820, παρὰ τῆς μονῆς τοῦ  Μ. Σπηλαίου, εἰς δὲ τὰς Κυδωνίας ἓν οἰκόπεδον τῆς ἑλληνικῆς ἐν Ἄνδρῳ μονῆς τῆς Παναχράντου καὶ ἄλλα ἄλλων μοναστηρίων τοῦ Κράτους, ὑποδείξασα τὰς ἐναντίον τοῦ μέτρου τούτου διαμαρτυρίας τῶν Ταξιδιωτῶν.

Ἐσχάτως δὲ, ὄχι μόνον ἐμπόδισε τοὺς ἀπεσταλμένους τῆς αὐτῆς μονῆς νὰ διαθέσωσι κτήματά των κείμενα εἰς τὴν ἐπικράτειάν της, ἀλλ’  ἐτόλμησε καὶ νὰ τοὺς φυλακώσῃ καὶ ἀπ’ ἀλλοῦ τοὺς ἐδίωξεν αἰσχρῶς.

Ἐν τοσούτῳ   ἐπειδὴ ἐπίσημος διακοίνωσις  ἤ ἀπαίτησις μεταξὺ τῶν δύο Δυνάμεων δὲν ἔγινε μέχρι τοῦδε οὐδεμία περὶ τοῦ ἀντικειμένου  τούτου, οἱ δὲ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, μοναστηρίου κειμένου μὲν εἰς τὴν Τουρκίαν, ἔχοντος δὲ τὸ πλεῖστον μέρος τῶν κτημάτων του εἰς τὴν Φθιώτιδα καὶ Λεβαδείαν, ἀνεφέρθησαν πρό τινων ἤδη μηνῶν, ἀπαιτοῦντες ἳνα μὴ διατεθῶσι τὰ κτήματά των ταῦτα ὡς καὶ τῶν λοιπῶν τοῦ Βασιλείου μοναστηρίων, ἀλλὰ νὰ μείνουν εἰς τὴν ἐπινομήν καὶ διαχείρισίν των ὡς ἀνέκαθεν, ἐθεώρησα χρέος μου νὰ ζητήσω τὰς σεβαστὰς Διαταγὰς τῆς Υ. Μ. τῇ αἰτήσει των, περὶ τῆς ὁποίας θᾶττον ἤ βράδιον θὰ πραγματευθοῦν βέβαια μεταξὺ των τὰ δύο Κράτη, καθυποβάλλων συγχρόνως καὶ τὴν περὶ τούτου γνώμην μου εἰς τὴν Βασιλικὴν Αὐτῆς ἔγκρισιν.

Ἐπειδή

Α΄: Ἡ Τουρκία πρώτη ἐξεποίησε κτήματα μοναστηριακὰ τῆς Ἑλλάδος κείμενα εἰς τὸ τουρκικόν κράτος. 

Β΄. Ἐπειδή δὲν ὑπάρχουν λόγοι νὰ στέλλωνται μοναχοὶ ὑπὸ τῶν μοναστηρίων τῆς Τουρκίας εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἐξάγουν τὰ προϊόντα ἑλληνικῶν  ἀφιερωμάτων πρὸς ὄφελος ξένων καταστημάτων.[23]

Γ΄: Ἐπειδὴ ἐπίσης δὲν συμφέρει νὰ στέλλωνται λόγῳ Ταξειδίων εἰς τὴν Τουρκίαν μοναχοὶ Ἕλληνες πρὸς διεξαγωγὴν τῶν ἐκεῖ ἑλληνικῶν μετοχίων,

Τὰ μὲν μετόχια ταῦτα νὰ διατεθοῦν καθὼς καὶ ὃλα τὰ ἄλλα κτήματα τῶν διαλυθέντων μοναστηρίων τοῦ Βασιλείου,

Εἰς δὲ τοὺς μοναχοὺς τῶν διαλυομένων μοναστηρίων ν’ ἀπαγορευθῇ ἐντελῶς ἡ εἰς Τουρκίαν ἀποστολὴ καὶ εἰς τοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς ἰδίως, ἐπειδὴ περὶ αὐτῶν ἤδη ὁ λόγος, νὰ δοθῇ ἀπάντησις ὃτι τὰ κτήματα τοῦ μοναστηρίου των, κείμενα ἐντὸς τοῦ Βασιλείου, δὲν ἠμποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὑπό τὴν εὐθύνην των καὶ  νὰ διατεθῇ ἀποζημίωσις κατὰ τὸ μέτρον ὃλων τῶν ἄλλων διαλυθέντων μοναστηρίων, ἠμποροῦν ὃμως, ἄν θέλουν, νὰ τὰ κρατοῦν εἰς τὴν δημοπρασίαν οἱ ἴδιοι.[24]

Ἀνίσως  δὲ ἡ Τουρκία κάμῃ ποτὲ παρατηρήσεις περὶ αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου, τότε, γινομένων διαπραγματεύσεων, ἠμπορεῖ, ἀφ’ οὗ θεωρηθῆ ὁ λογαριασμὸς ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ 1821, (καὶ δὲν μένει ἀμφιβολία ὃτι τοῦτο θέλει ἐστὶ πρὸς ζημίαν τῆς Τουρκίας) ν’ ἀποδοθοῦν ἀμοιβαίως τὰ εἰσπραχθέντα, ἤ τὰ μὲν γεγονότα νὰ μὴ ἐξετασθοῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ δίδεται ἀμοιβαίως κατ’ ἔτος ἤ ἃπαξ διὰ πάντα εἰς τὰ μοναστήρια τῆς τε  Ἑλλάδος καὶ τῆς Τουρκίας προσδιορισμένη τις ποσότης πρὸς ἀποζημίωσιν ἤ, τέλος πάντων, καὶ τοῦτο μοὶ φαίνηται τὸ σωστότερον καὶ καταλληλότερον, νὰ ἀποζημιωθοῦν τὰ μὲν ἐκεῖ  μοναστήρια μὲ τὰ κτήματα τῶν ἑλληνικῶν μετοχίων, τὰ δὲ ἐνταῦθα μὲ τὰ τῶν ἐκεῖ, καὶ οὓτω νὰ παύσῃ πᾶσα περαιτέρω ἀπαίτησις.

Περὶ τοὺτου ἀφ’ οὗ ἀκούσῃ  ἡ Υ. Μ.  καὶ τὴν γνώμην τῆς ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν Γραμματείας, παρακαλῶ τὴν Μεγαλειότητα νὰ εὐαρεστηθῇ νὰ μὲ  διατάξῃ, διὰ νὰ ἀπαντήσω  εἰς τοὺς ἀπεσταλμένιους τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑποσημειούμενοι μὲ βαθύτατον σέβας τῇ Υ. Μ.

10 Ὀκτωβρίου 1835

ταπεινότατα

(Τ.Υ.)»

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, ὑπ’ ἀριθ. 10, ὅπως γίνεται φανερὸ, ἀπὸ μία ἐπισημειωτικὴ παράγραφο γραμμένη στὸ λευκὸ περιθώριο τοῦ ἴδιου ἐγγράφου, διαβιβάστηκε   στὴν «Ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἐπιτροπὴ τῆς Ἐπικρατείας», τῆς ὁποίας ὁ γραμματέας τὴν διαβίβασε μὲ τὴ σειρά του στὴν Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου, σημειώνοντας:

«Διευθύνεται πρὸς τὴν ἐπὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου Ἐπιτροπὴν μετὰ τῆς ἀπὸ 6 (18) Ἰουλίου ἐκθέσεως καὶ τῶν εἰς ἐκείνην ἀναφερομένων ἐγγράφων, καθὼς καὶ τῶν τελευταίων περὶ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, διὰ νὰ γνωμοδοτήσῃ, λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν καὶ τὰς προκοινοποιηθείσας εἰς αὐτήν ἐγκυκλίους, ὃσας ἀφορῶσι τὰ περὶ ὧν ὁ λόγος Μετόχια, ὃ,τι ἐκ τῶν καθηκόντων της, μὲ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐγγράφων,

Ἐν Ἀθήναις τῇ 18 Νοεμβρίου 1835

Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κλπ

Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας

(Τ.Υ.)».

 

Λιγότερο ἀναλυτικὸ, ἀλλὰ πολὺ σαφέστερο καὶ περισσότερο ἁπλό, κατανοητὸ καὶ πρακτικό, γιὰ τὴν ἐνημέρωση του βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἦταν τὸ παρακάτω κείμενο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ὑπ’ ἀριθ.  32 ἔγγραφο τοῦ φακέλου Φ. 626, γραμμένο στὴ γαλλικὴ γλῶσσα:[25]

 

««Σχετικὰ μὲ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τῆς Ξενιᾶς

ποὺ ἔμειναν ἐδῶθε ἀπὸ τὰ σύνορα

Μεγαλειότατε!

Ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα τοῦ Μοναστηριοῦ Ξενιᾶς, στὸ τουρκικὸ ἔδαφος, περιλαμβάνεται μέσα στὸ Βασίλειο τῆς Ἑλλάδας.

 Οἱ μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς ποὺ βλέπουν ὅτι  ἔτσι στεροῦνται τὰ μέσα γιὰ νὰ συντηρήσουν τὸ μοναστήρι τους ἔκαναν προσφυγὴ στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση ζητῶντας νὰ τοὺς παραχωρηθοῦν τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα μὲ τὸ ὅρο νὰ πληρώσουν στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ταμεῖο τὸ διπλάσιο δέκατο ποὺ πληρώνουν τὰ ἀναφερόμενα μοναστήρια. Ὁ Νομάρχης ὑποστηρίζει αὐτὸ τὸ αἴτημα καὶ ἡ ἐπιτροπὴ τὸ συστήνει ἐπίσης μὲ τὴν ἐδῶ ἐσώκλειστη ἔκθεσή της.

Ἄν συντάσσομαι καὶ ἐγὼ μὲ αὐτὴ τὴ γνώμη καὶ προτείνω αὐτὰ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα νὰ ἀποδοθοῦν στοὺς μοναχοὺς τῆς Ξενιᾶς προσωρινά, καὶ ὥσπου νὰ παρθεῖ κάποιο γενικὸ μέτρο γιὰ παραρτήματα ποὺ ἔμειναν μέσα στὸ κράτος καὶ ἐξαρτιοῦνται ἀπὸ μοναστήρια ποὺ βρίσκονται στὴν Τουρκία, αὐτὸ τὸ κάνω ἐπειδὴ θεωρῶ ἀντίθετο πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς κυβέρνησης τὸ νὰ  συμβεῖ ὥστε μοναχοὶ ποὺ θὰ ἔχουν στερηθεῖ τὰ μέσα διαβίωσής τους νὰ ἁπλωθοῦν μέσα  στὴν Τουρκία, διαδίδοντας ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση τοὺς τὰ πῆρε γιὰ νὰ δημεύσει τὰ μοναστήρια πρὸς ὄφελός της. Ἐξ  ἄλλου, αὐτὸ τὸ μέτρο δὲν θὰ παρθεῖ παρὰ μόνο μέχρι ποὺ νὰ ἐγκριθεῖ ἕνα ἄλλο μὲ βάση τὴν ἀμοιβαιότητα.

Ἀθῆναι 14/24 Ἰουνίου 1836

(ὑπογραφὴ)»

 

Τὸ παραπάνω ἔγγραφο, σαφὲς στὸ περιεχόμενό του καὶ πρακτικὸ στὴ λύση ποὺ προτεινόταν, καὶ τὸ ὁποῖο συντάχθηκε ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόβλημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, εἶχε ἐπιτέλους κάποιο ἀποτέλεσμα.

Στὸ κείμενο αὐτὸ ἐμπεριέχεται ἡ ἁπλῆ λογικὴ σκέψη ποὺ ἔπρεπε νὰ κυριαρχήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ καὶ ἡ ὁποία ἦταν διάχυτη στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσαν τὴ λευτεριά, ὅτι ἦταν «ἀντίθετο πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς κυβέρνησης τὸ νὰ  συμβεῖ ὥστε μοναχοὶ ποὺ θὰ ἔχουν στερηθεῖ τὰ μέσα διαβίωσής τους νὰ ἁπλωθοῦν μέσα  στὴν Τουρκία, διαδίδοντας ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση τοὺς τὰ πῆρε γιὰ νὰ δημεύσει τὰ μοναστήρια πρὸς ὄφελός της».

Χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιο καὶ χωρίς νὰ μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ αὐτοπρόσωπη παρουσία τοῦ μοναχοῦ Ἀνατόλιου στὰ κέντρα τῶν ἀποφάσεων ἔπαιξε καταλυτικὸ ρόλο στὴν ἀποσαφήνιση τοῦ θέματος. Ἔτσι, στὴ δεύτερη σελίδα τοῦ  ἴδιου ἐγγράφου, ὑπάρχει ἐπιτέλους ἐπισημειωτικά, σὲ σχέδιο, ἡ ἀπόφαση τοῦ Ὄθωνα:

 

«Ὄθων κ.τ.λ.

Ἐπὶ τῇ ἀπὸ 12/24  Ἰουνίου ἐ. ἔ. τῆς ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν αὕτης Γραμματείας τῆς Ἐπικρατείας ἐγκρίνομεν ν’ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἐκτὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους κείμενον Μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς, τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων κείμενα αὐτοῦ κτήματα, διὰ νὰ τὰ νέμηται, μέχρις ὅτου ληφθῇ γενικὸν περὶ τῶν τοιούτων κτημάτων μέτρον, πληρῶνον, ὡς τὰ διατηρούμενα μοναστήρια, δεύτερον δέκατον δι’ αὐτά, εἰς τὸ  Ἐκκλησιαστικόν Ταμεῖον.

 Ἐν  Ἀθήναις τῇ ……….».

 

 

[1] Πληροφορίες σχετικὲς μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ὑπάρχουν στὸ ἄρθρο τοῦ Βίκτωρος Κων. Κοντονάτσιου «Προβλήματα στην ἐπαρχία Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων στὰ 1832» στὸ «Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», Περίοδος Β΄, τεῦχος 8, Ἁλμυρὸς 2004, σελ. 111 -140.

[2] Οἱ ὅροι «Κάτω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ «Ἄνω Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ γιὰ νὰ δηλώσουν δύο χωριστὰ Μοναστήρια, μὲ ἰδιαίτερη διοίκηση τὸ καθένα, ὅπως χρησιμοποιοῦνται στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἀλλὰ γιὰ νὰ καθορισθοῦν τὰ δύο κτιριακὰ συγκροτήματα κελιῶν, ναῶν καὶ παρεκκλησίων, τὸ ἕνα στὴ θέση «Ράχοβο», μεταξὺ τῆς τοποθεσίας «Κελέρια» καὶ τοῦ χωριοῦ Βρύναινα, μὲ κεντρικὸ ναὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ τὸ ἄλλο μεταξὺ Βρύναινας καὶ Κοκκωτῶν μὲ τὸν κεντρικό του ναὸ ἀφιερωμένο στὴν «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου», τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

[3] Γαρδίκι λεγόταν τότε ἡ σημερινὴ Πελασγία τῆς Φθιώτιδας.

[4] Μουριές. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν πολλὲς μουριὲς στὴν περιφέρεια ἰδίως τῆς Σούρπης γιατὶ γινόταν συστηματικὴ καλλιέργεια μεταξοσκώληκα.

[5] Πρόκειται γιὰ μικρὰ ἰδιόκτητα μετόχια στὰ ὁποῖα διέμεναν καλλιεργῶντας τα καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὰ ἔσοδά των μὲ ἀπόδοση λογαριασμοῦ στὸ Μοναστήρι κάποιοι μοναχοί. Τὰ μετόχια αὐτὰ μετὰ τὸν θάνατο τῶν «ἰδιοκτητῶν» μοναχῶν αὐτῶν περιέρχονταν στὸ Μοναστήρι.

[6] Τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, ἄν καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ παραμένει σταυροπηγιακὸν καὶ πατριαρχικὸν καὶ ἑπομένως νὰ ὑπάγεται στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, δὲν ἀπευθύνεται πλέον στὸν Πατριάρχη ἀλλὰ στὸν Μητροπολίτη τῆς περιοχῆς του. Αὐτὸ ἐξακολούθησε νὰ γίνεται σ’ ὅλη τὴν κατοπινὴ περίοδο μέχρι καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας τὸ 1881.

[7] Μετὰ τὴν χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων ὁ οἰκισμὸς τῆς Σούρπης ἀνῆκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια ἐνῶ μεγάλο μέρος τῶν κτημάτων τῶν κατοίκων της βρίσκονταν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς ἐπέτρεπαν ἐλεύθερα, στὰ πρῶτα τοὐλάχιστον χρόνια, στοὺς Σουρπιῶτες νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ ἐκμεταλλεύονται τὰ κτήματά τους αὐτά. Αὐτὸ γινόταν στὰ πλαίσια τῆς προσπάθειας τῶν Τούρκων νὰ δημιουργήσουν εὐνοϊκὸ ὑπὲρ τοῦ τουρκικοῦ καθεστῶτος κλῖμα μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς. Βλ. λεπτομέρειες  Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, Προβλήματα στὴν ἐπαρχία Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων στὰ 1832, στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 8, Ἁλμυρὸς 2004, σελ. 111-140.

[8] Ἡ Μονὴ Ἀντινίτσας βρίσκεται στὶς πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης στὴν περιοχὴ τοῦ Δομοκοῦ. Στὴ Μονὴ αὐτὴ συνέβη τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὴ Μονὴ Ξενιᾶς. Μετὰ τὴ χάραξη τῶν ἑλληνοτουρκικῶν συνόρων, κατὰ τὸ 1832, ἡ μὲν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ βρισκόταν στὸ ἔδαφος τῆς  ἑλληνικῆς ἐπικράτειας τὸ δὲ μεγαλύτερο μέρος τῆς κτηματικῆς της περιουσίας στὸ ἔδαφος τῆς τουρκικῆς ἐπικράτειας. Παρ’ ὅλα οἱ Τοῦρκοι ἐπέτρεπαν στοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀντινίτσας νὰ ἐκμεταλλεύονται, χωρὶς προβλήματα, τὰ κτήματά τους ποὺ βρίσκονταν στὴν τουρκικὴ ἐπικράτεια.

[9] Βλ. Στυλιανὸς Γ. Τσολάκης, Γεώργιος Στ. Τσολάκης «Παλαιᾶς καὶ Νέας Μιτζέλας ἅπαντα τὰ ἱστορικά», Ἔκδοση Δήμου Σούρπης, Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2009, σελ. 205 -242.

[10] Τὸ θέμα τῶν ὀνομασιῶν ποὺ κατὰ καιροὺς πῆρε τὸ  Μοναστήρι  τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀντιμετωπίζεται σὲ ἄλλο κεφάλαιο τῆς ἐργασίας αὐτῆς.

[11] Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπίσημες τοπικὲς ἀρχὲς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ χρησιμοποιοῦσαν στὴν ἀλληλογραφία τους πάντοτε τὴν ἐπίσημη ὀνομασία του: «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας». Ἐπειδὴ  ὅμως ὅλοι οἱ ἄλλοι χρησιμοποιοῦσαν τὴν συμβατικὴ ὀνομασία, ποὺ ἐκ τῶν πραγμάτων εἶχε καθιερωθεῖ, «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἀναγκάζονταν καὶ αὐτοὶ, γιὰ λόγους συνεννόησης, νὰ χρησιμοποιοῦν ἐπεξηγηματικὰ μαζὶ μὲ τὴν ἐπίσημη ὀνομασία καὶ τὴν συμβατική.

[12] Τὸ ζήτημα τῆς  χρονολογίας τῆς πρώτης ἀρχῆς τοῦ Μοναστηριοῦ της Παναγίας Ξενιᾶς ἀντιμετωπίζεται στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ».

[13] Μεχκεμὲς μιᾶς πόλης λεγόταν τὸ Δικαστήριο τῆς πόλης αὐτῆς, ἡ Δικαστικὴ Ἀρχή της.

[14] ΓΑΚ, Μοναστηριακά, Φ 626, ἔγγραφο 15.

[15] ΓΑΚ, Μοναστηριακά, Φ 626, ἔγγραφο 14.

[16] ΓΑΚ, Μοναστηριακά, Φ 626, ἔγγραφο 6.

[17] Ἡ μετάφραση τῶν ἐγγράφων στὴν ἑλληνικὴ ἔγινε ἀπὸ τὸν κ. Γεώργιο Δουλόπουλο (Ὑπάτη), στὸν ὁποῖο ἐκφράζω καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ θερμὲς εὐχαριστίες.

[18] Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἴσχυε καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ Μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀπομακρυσμένες ἀπὸ αὐτὸ περιοχές ἤ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ προσωπικὲς δωρεές.

[19] Ἑλληνικὰ χριστιανικὰ μοναστήρια, ὅπως τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, τοῦ «καὶ Ξενιᾶς», χαρακτηρίζονται σὲ ἐνημέρωση πρὸς τὸν βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἀλλοδαπά! Ὁ εἰσηγητὴς βεβαίως δὲν εἶναι Ἕλληνας  καὶ συντάσσει τὴν εἰσήγησή του στη γαλλικὴ γλῶσσα.

[20] Στὸ σημεῖο αὐτό παύει τὸ ὑπ’ ἀριθ.  7 ἔγγραφο καὶ ἡ συνέχεια ὑπάρχει στὸ ἔγγραφο ὑπ’ ἀριθ. 9.

[21] ἀνελάμβανε.

[22] Μία τέτοια χαρακτηριστικὴ περίπτωση Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τῆς διαχείρισής του περιγράφεται στὸ Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, Τὸ Μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου στὶς Νηὲς τῆς Σούρπης τοῦ Ἁλμυροῦ, στὸ Δελτίο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», περίοδος Β΄, τεῦχος 6, Ἁλμυρὸς 2002, σελ. 33-106.

[23] Στὸ παραπάνω γαλλόφωνο ἔγγραφο ὁ, μᾶλλον ἀλλοδαπὸς εἰσηγητής,  χαρακτηρίζει εἰσηγούμενος στὸν Ἕλληνα βασιλιὰ, τὰ ἑλληνικὰ χριστιανικὰ μοναστήρια ὡς «ἀλλοδαπά»!. Ἔρχεται ὅμως καὶ ὁ Ἕλληνας εἰσηγητὴς, στὸ παρὸν ἔγγραφο, νὰ τὰ χαρακτηρίσει καὶ αὐτὸς  «ξένα καταστήματα»!!

[24] Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ συγγραφέως τῆς παρούσας ἐργασίας.

[25] Ἡ μετάφραση καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου ὀφείλεται στὸν καθηγητή κ. Γεώργιο Δελόπουλο,