Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο έκτο)

 

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς)

(συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Α. Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις» (4ο μέρος)

Β. Ξορκισμοἰ

Γ. Ἰατρικὲς «συνταγές».

 

 

 

1801

Στὰ 1801 ἡ  Σταθοῦ, θυγατέρα τοῦ παπα-Δημητρίου Χρυσικοῦ, ἀπὸ τὴ Γούρα τοῦ Ἁλμυροῦ, ποὺ ζοῦσε στὴ Λιβαδιά, πρόσφερε στὸ Μοναστήρι τὸ μητρικό της σπίτι στὴ Γούρα, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ σχετικὸ ἀφιερωτήριο γράμμα:[1]

«δια τοῦ παρόντος γράμματος δῆλον γίνεται, ὅτι ἡ Σταθοῦ θυγάτηρ τοῦ προκεκριμένου Παπᾶ … ἀφιερώνει εἰς τὴν σεβασμίαν μονὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου,  Ξενιᾶς ἐπονομαζομένην, τὸ μητρικόν της ὀσπήτιον….».

 

1802

Ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν  ἑκατοντάδων μοναχῶν ποὺ κατὰ καιροὺς ἐγκαταβίωσαν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς πολὺ λίγα ἔχουν διασωθεῖ. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ καὶ τοῦ μοναχοῦ Γαλακτίωνος ποὺ ζοῦσε στὸ Μοναστήρι στις ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα.

Τὸ ὄνομά του τὸ βρίσκουμε σὲ μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ βρισκόταν στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.:

«+ΔΕΗCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΟΥ ΓΑΛΑΚΤΙωΝΟS

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΤΗC ΞΕΝΙΑC ΕΝ ΕΤΕΙ 1802.»

«+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γαλακτίωνος, ἱερομονάχου τῆς Ξενιᾶς, ἐν ἔτει 1802.»[2]

 

1802

Στὸ ἴδιο παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πάλι σὲ μία εἰκόνα Χριστοῦ, βρίσκουμε τὸ ὄνομα τοῦ  Δαυίδ, ἡγουμένου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς κατὰ τὸ 1802:

«+ΔΕΗCΙC ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΟΥ ΔΑVΙΔ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

ΤΗC ΜΟΝΗC ΞΕΝΙΑC ΜΝΗCΘΗΤΙ ΚΕ  ἔτος 1802.»

«+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Δαυὶδ, καθηγουμένου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. Μνήσθητι, Κύριε. Ἔτος 1802.»[3]

 

 

1805

Ἀρκετοὶ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς μετέβαιναν στὰ γειτονικὰ μὲ αὐτὸ χωριά καὶ δίδασκαν στὰ παιδιά. Τὰ ὀνόματα τῶν περισσοτέρων ἀσφαλῶς χάθηκαν και δὲν μᾶς εἶναι γνωστά. Σώθηκαν μερικὰ μόνο. Ἕνας τέτοιος ἦταν ὁ Ἀθανάσιος. Τὸ ὄνομά του βρέθηκε γραμμένο σὲ κώδικα τοῦ 15ου αἰῶνος, στὸν ὁποῖο διαβάζουμε ἕνα ἁπλὸ καὶ λιτό:

«Ἀθανάσιος ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς γράφω».[4]

«Ὁ ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανάσιος» μᾶς εἶναι γνωστὸς καὶ ἀπὸ ἄλλες «ἐνθυμήσεις». Φαίνεται ὅτι ἦταν καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὁ ὁποῖος  κατὰ καιροὺς δίδασκε καὶ σὲ σχολεῖα τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ. Ταυτόχρονα ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γραφὴ καὶ ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνταν στὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς. Ἔτσι μία «φυλλάδα» τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰῶνα ποὺ περιεῖχε τὶς ἀκολουθίες τῶν ἁγίων Μοδέστου καὶ Στυλιανοῦ καὶ ὰνῆκε στὴν ἐκκλησία τῶν Κωφῶν γράφτηκε ἀπὸ αὐτόν, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν παρακάτω ἐνθύμηση:

«Ἡ παροῦσα φυλλάδα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου

εἶναι τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τοῦ χωρίου Κουφοὺς

καὶ ἐγράφη διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου

1805, Ἰανουαρίου 15».[5]

 

 

1806

Λεπτομερειακὰ καὶ σαφέστατα ἀκριβὴς ὡς πρὸς τὸν χρόνο ποὺ τελείωσε τὸ ἔργο του, ἕνα μουσικὸ κώδικα, ἦταν «ὁ πρωτοψάλτης τοῦ Βυζαντίου κὺρ Πέτρος». Τελείωσε τὸν μουσικὸ του κώδικα στὶς 31 Αὐγούστου 1806, ὥρα 4 καὶ 25 λεπτά:

«Κὺρ Πέτρου Πρωτοψάλτου τοῦ Βυζαντίου:

Ἐτελειώθη τὸ παρὸν αως΄,[6]

Αὐγούστου λα΄, ἡμέρα ς΄, ὥρα δ΄, λεπτὰ κε΄»

«Πρόκειται γιὰ ἕνα Δοξαστάριον μελοποιημένο ἀπὸ τὸν Πέτρο Πελοποννήσιο, Λαμπαδάριο τῆς Μ.Χ.Ε. (Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας), ποὺ ἀντεγράφη ἀπὸ τὸν μαθητὴ αὐτοῦ Πέτρο  Πρωτοψάλτη Βυζάντιο, τὸν ἐπονομαζόμενο Φυγά, ὁ ὁποῖος, ἐν τέλει, προσυπογράφει τὸ παρὸν αὐτόγραφό του».[7]

 

1809

Στὸν μουσικὸ κώδικα ὑπ’  ἀριθ. 13 τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ, στὸ φύλλο 4β ὑπῆρχαν οἱ δύο παρακάτω «ἐνθυμήσεις»:

«Εἰς καιρὸν ὅπου ἄρχισα νὰ διαβάζω τὸ Ἀναστασιματάριον

ἔν ἔτει 1809 Δεκεμβρίου 7. Ζαφείριος».

«Ἐγὼ ἤθελα νὰ διαβάσω ψαλτικὴν

ὅμως οἱ κατηραμένοι Γουριῶτες δὲν ἔχουν διδάσκαλον

καὶ ἔμεινα ἀμαθής».

 

 

1810 – 1813

Στὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ὑπῆρξαν ἀσφαλῶς χρονικὲς περίοδοι κατὰ τὶς ὁποῖες ὅλα λειτουργοῦσαν θαυμάσια καὶ τηροῦνταν μὲ ἐπιμέλεια ὅλα τὰ προβλεπόμενα γιὰ τὴν διοίκηση τῶν μονῶν διαχειριστικὰ βιβλία. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὑπῆρξαν καὶ περίοδοι ἀτασθαλιῶν ἤ προχειρότητας στὴ διαχείρηση. Μία τέτοια χρονικὴ περίοδος πρέπει νὰ ἦταν καὶ στὰ χρόνια 1810 -1813.

Σὲ ἐξώφυλλο ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου βρέθηκαν δύο  «ἐνθυμήσεις», γραμμένες ἡ πρώτη στὴν 1η Ἰανουαρίου 1810 και ἡ δεύτερη, τρία χρόνια ἀργότερα, στὶς 17 Ἀπριλίου 1813. Καὶ οἱ δύο ἀναφέρονται σὲ παράδοση «ἁγίων λειψάνων».

Γίνεται φανερὸ τὸ ὅτι ἡ παράδοση πολύτιμων κειμηλίων γίνεται μὲ τόσο πρόχειρο τρόπο ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὴ καταγράφεται ὄχι σὲ ἐπίσημο βιβλίο παράδοσης καὶ παραλαβῆς ἀλλὰ σὲ ἕνα ἐξώφυλλο βιβλίου. Ἡ ἴδια προχειρότητα συνεχίζεται καὶ τρία χρόνια ἀργότερα. Καὶ ἡ δεύτερη αὐτὴ παράδοση καταγράφεται σὲ συνέχεια τῆς πρώτης καὶ στὸ ἴδιο ἐξώφυλλο.

Παρατηρεῖται μάλιστα τὸ ἑξῆς περισσότερο ἐπιβεβαιωτικό τῆς προχειρότητας αὐτῆς. Οἱ δύο παραδόσεις τῶν ἱερῶν κειμηλίων, ἄν και ἔγιναν μὲ διαφορὰ τριῶν ἐτῶν  ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ σὲ διαφορετικὰ πρόσωπα, ἡ πρόχειρη σημείωση καταγράφηκε ταυτόχρονα, μὲ καθυστέρηση τριῶν ἐτῶν τοὐλάχιστον γιὰ τὴν πρώτη παράδοση.

Στὸ τέλος τῆς ἐνθύμησης ἀναφέρονται τὰ ὀνόματα δύο ἡγουμένων, τοῦ Χατζῆ Δαβίδ καὶ τοῦ Χατζῆ Παρθενίου, καὶ ἑνὸς μοναχοῦ τοῦ Κυπριανοῦ.  Φαίνεται ὅτι ὁ Χατζῆ Δαβίδ ἦταν ἡγούμενος κατὰ τὸ 1810, ὅταν παραδόθηκαν ἅγια λείψανα στὸν Δωρόθεο, καὶ ὁ Χατζη Παρθένιος τὸ 1813, ὅταν ἄγια λεἰψανα παραδὀθηκαν στὸν παπά -Ἄνθιμο.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς «ἐνθύμησης» στὴν αὐθεντικὴ μορφὴ τῆς καταγραφῆς:

«1810 Ἰανουαρίου α΄. ειδοὺ γράφομεν εἴς ἐνθήμισην

τὰ ἅγια λίψανα τὸ δούκατο τίμιον ξίλω

(ἕπεται ἐκτενὴς κατάλογος ἁγίων Λειψάνων[8]) 

… ἅγια λείψανα ὅπου δώσαμεν τοῦ Δωρόθεον 1813 ἀπριλίου 17

ἅγια  λείψανα κομμάτια ΧΧ του παπὰ Ἀνθίμῳ κομμάτια Χ

σταυρὸς Χ ἀσημένιος σταυρὸς 3 μαλαματησμένος καλὰ,

τίμια ξήλα, σταυροὶ μαλαματισμένοι 2

τοῦ γερο δανιὴλ τημηον  ξυλο σι ἀργιρο κουτὴ μέσα 1.

Ἡγούμενος Χατζῆ Δαβὶδ βεβαιώνω παρὼν

Ἡγούμενος Χατζῆ Παρθένιος παρὼν

Κυπριανὸς μοναχὸς παρὼν».[9]

 

1810

Ἕνα καλλιτεχνικότατο ἀριστούργημα στὴν ἐκκλησία τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, ἔργο «καλλίστης τέχνης, λεπτοτάτης ἐργασίας καὶ κεχρυσωμένον», ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἦταν ὁ ἡγουμενικὸς (μητροπολιτικὸς) θρόνος. Στὴν εἰκόνα τοῦ  Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ἐνσωματωμένη σ’ αὐτόν  ἦταν χαραγμένη ἡ παρακάτω ἐπιγραφή:

«+ ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗC ΤΟΥ ΠΑΝΟCΙωΤΑΤΟΥ

ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΟΥ ΚΟΥ ΑΝΘΙΜΟΥ ΙΕΡΟ

ΜΟΝΑΧΟΥ. ΕΤΟC  1810 – ΜΑΪΟΥ 19.»

«+ Διὰ συνδρομῆς καὶ δαπάνης τοῦ Πανοσιωτάτου Ἁγίου Προηγουμένου Κυρίου Κυρίου Ἀνθίμου, ἱερομονάχου. Ἔτος 1810. Μαΐου 19.»[10]

Ὁ ἡγουμενικὸς (μητροπολιτικὸς) αὐτὸς θρόνος μεταφέρθηκε τὸ 1928 γιὰ ἀσφάλεια στὸ κάτω Μοναστήρι.

 

 

1811

Τὰ τάματα καὶ οἱ προσφορὲς στὴν Παναγία Ξενιὰ ἦταν συχνὰ καὶ πολλά. Μιὰ τέτοια σημαντικὴ ἀξιόλογη προσφορὰ ἦταν ἡ ἐπιχρυσωμένη  ἀσημένια κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ποὺ ἔγινε στὰ 1811, μὲ προσφορὰ τοῦ προσκυνητοῦ καὶ λάτρου της Παρθένιου ἀπὸ τὴ Δράκια τοῦ Πηλίου.

Ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὸ γεγονὸς εἶναι γραμμένη στὸ χέρι τῆς Παναγίας:

«+ ΔΕΞΑΙ ΔΕΗCΙΝ ΠΑΝΤΑΝΑCCΑ ΚΥΡΙΑ

ΤΟΥ ΠΡΟCΚΥΝΗΤΟΥ CΟΥ ΛΑΤΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ

ΟC ΧΡΥCΟΤΕΥΚΤΟΝ ΑΜΦΙΟΝ CΟΙ ΠΡΟCΑΓΕΙ

ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗC ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΗC ΙΔΙΑC

1811  ΔΡΑΚΙΑ».

 

«+ Δέξαι δέησιν, Παντάνασσα Κυρία, τοῦ προσκυνητοῦ Σου λάτρου Παρθενίου, ὅς χρυσότευκτον ἄμφιόν σοι προσάγει διὰ συνδρομῆς καὶ δαπάνης ἰδίας. 1811 Δράκια».[11]

 

1815

Στὶς «ἐνθυμήσεις» μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν καὶ οἱ πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνονται ἀπὸ ἐπίσημα ἔγγραφα γιὰ νὰ συμπληρώνουν τὴν εἰκόνα ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ λοιπὲς «ἐνθυμήσεις».

Στὰ 1816 ὁ Σουλτάνος Μαχμοὺτ μὲ διαταγή του πρὸς τὸν «σοφολογιώτατο ἱεροδίκη Ἁλμυροῦ» τὸν διατάσσει νὰ ἐνδιαφερθεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κυριαρχία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς στὴν κτηματικὴ περιουσία της, ἡ ὁποία καταπατούνταν ἀπὸ τοὺς περιοίκους:

«Πρότυπον τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ δικαίου, σοφολογιώτατε ἱεροδίκη Ἁλμυροῦ, αὐξηθείησαν αἱ ἀρεταὶ αὐτοῦ. Ἐν τῇ ἀφίξει τοῦ παρόντος αὐτοκρατορικοῦ μου μονογράμματος γνωσθήτω ὅτι:

Ἐπειδὴ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων μετὰ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου αὐτοῦ ὑπέβαλον αἴτησιν εἰς τὸ Αὐτοκρατορικὸν μου Διβάνιον… , ἵνα κατὰ τοὺς αὐτοὺς ὅρους ἐνεργήσητε καὶ … εἰς οὐδένα νὰ συγχωρήσητε ὑπεκφυγὰς καὶ ἐνστάσεις ἐναντίον τῶν ἄνω ὅρων καὶ τῆς Ὑψηλῆς Διαταγῆς μου….».[12]

 

1817

Οἱ λοιμικές ἀσθένειες σε παλιότερες ἐποχὲς ἦταν μιὰ μεγάλη πληγή. Χωριὰ ὁλόκληρα ἀποδεκατίζονταν ἤ καὶ ἐξαφανίζονταν ἀπὸ «θανατικά». Οἱ κάτοικοί τους ἀρκετὲς φορὲς τὰ ἐγκατέλειπαν ὁριστικὰ καὶ μετέβαιναν σὲ ἄλλα ὑγιεινότερα μέρη ὅπου ἵδρυαν νέα χωριά. Τὰ ἐγκαταλειμένα αὐτὰ χωριὰ ὀνομάζοντα γενικὰ «παλιοχώρια».

Ὑπάρχουν στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ δεκάδες περιπτώσεων τέτοιων «παλιοχωριῶν» ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν ἐπειδὴ οἱ κάτοικοί τους πίστευαν ὅτι μετακομίζοντας σὲ ἕναν «ὑγιεινότερο» τόπο θὰ ἀπαλάσσονταν ἀπὸ τὸ μεγάλο κακό, ἀπὸ τὸ «θανατικό».

Ἀρκετὲς φορὲς σὲ τέτοιες περιπτώσεις γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ μετάδοση τῆς ἀρρώστειας οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ σκορπίζονταν καὶ οἱ οἰκογένειές τους  ἔμειναν  σὲ πολλὰ διαφορετικὰ χωριστὰ καὶ ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους μέρη. Ἀκόμη καὶ ἄτομα τῆς ἴδιας οἰκογένειας, ὅταν αὐτὸ θεωροῦνταν ἀπαραίτητο, ἀπομονώνονταν ζῶντας μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο γιὰ μὴν μεταδώσουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὴν ἀρρώστεια. Ἔτσι ἀπομονωμένοι ζοῦσαν γιὰ κάμποσο καιρὸ περιμένοντας μέχρις ὅτου περάσει τὸ «κακὸ» νὰ ξαναγυρίσουν καὶ πάλι στὸ χωριό τους.

Ἕνα τέτοιο «θανατικὸ» εἶχε χτυπήσει στὰ 1817 το χωριὸ Κοκκωτοὶ, δίπλα στὸ «Πάνω» Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς. Οἱ κάτοικοί του  σκορπίστηκαν στὸ βουνὸ. Στὴν οἰκογένεια ἑνὸς «Κοκκωτιανοῦ», τοῦ «Χαράλαμπου», τὰ μέλη της εἶχαν σκορπιστεῖ καὶ μεταξύ τους σὲ διάφορα μέρη. Ἔμειναν ἀπομονωμένοι γιὰ ὅσο καιρό νόμισαν ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο καὶ στὶς 12 Μαΐου 1817, ἡμέρα Παρασκευή, ἀποφάσισαν καὶ γύρισαν ὅλοι καὶ «ἔσμιξαν» καὶ πάλι, «ζήμεικαν» στὸ σπίτι τους

Γεμάτος χαρὰ ὁ «Χαράλαμπος» θεώρησε καλὸ νὰ καταγράψει τὸ γεγονὸς αὐτό. Ποῦ ἀλλοῦ μποροῦσε νὰ κάνει τὴ σχετικὴ ἀναφορὰ του, ποῦ ἀλλοῦ ἔπρεπε νὰ καταχωρήσει τὸ εὐχάριστο γεγονὸς; Μόνο στὸ κοινὸ καταθετήριο, στὸ Μεγάλο Ἱερὸ Χῶρο, στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἐκεῖ εἶχε πάει ἀσφαλῶς ὁ Χαράλαμπος καὶ ὅταν ἄφηναν τὸ σπίτι τους γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια καὶ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ πῆγε καὶ ὅταν ἦρθαν πάλι καὶ «ἔσμιξαν» ὅλοι γεροὶ στὸ σπίτι τους νὰ τὸ ἀνακοινώσει στὴν Παναγία καὶ νὰ τὴν εὐχαριστήσει:

«ἔτος 1817 μαγιοῦ 12 κάνω θύμηση ἐγὼ Χαράλαμπος

ωντας ηρταμε και ζημείκαμε στο δικό μας σπητι

από το βουνι όπου ημάστανε φεβγάτι

από το θανατικό ήρταμε ημέρα παρατζεβη.»[13]

 

1817

Σ’ ἕναν δερματόδετο χάρτινο κώδικα τοῦ 1817, ποὺ ἦταν μία «Παρρησία» τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ὑπῆρχε ἡ ἑξῆς «ἐνθύμηση», γραμμένη ἀπὸ τὸν ταπεινό  «ἐν παιδαγωγοῖς» Ἀθανάσιο.

Τὴν «Παρρησία» τὴν εἶχε γράψει «ὁ ταπεινὸς ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανάσιος» ὕστερα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ σκευοφύλακα Δωροθέου ἐπὶ ἡγουμενίας Γρηγορίου.

Στὴν «Παρρησία» αὐτή, ὅπως σὲ ὅλες τὶς «Παρρησίες», κάποιοι ἀργότερα ἦταν ἑπόμενο νὰ πρόσθεταν κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλα ὀνόματα. Δὲν ἦταν ὅμως σίγουρος ὁ Ἀθανάσιος ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄλλοι θὰ γνώριζαν πάντοτε ὀρθογραφία καὶ θὰ ἦταν καλλιγράφοι ὅπως ἦταν ὁ ἴδιος.

Ὁ Ἀθανάσιος δὲν ἤθελε μὲ τὶς νέες αὐτὲς προσθῆκες, τὶς ἀνορθόγραφες καὶ κακογραμμένες, νὰ «χαλάσει» ἡ ὡραία εἰκόνα τοῦ καλλιγραφημένου χειρογράφου του. Ἔτσι στὴν «ἐνθύμηση» ποὺ ἔγραψε σ’ αὐτὴν τὴν Παρρησία παρακαλοῦσε νὰ μὴν γράφουν τὰ νέα ὀνόματα στὸν καλλιγραφημένο καὶ ὀρθογραφημένο αὐτὸν κώδικα ἀλλὰ σὲ ἕνα πρόχειρο χαρτὶ «καὶ ὅταν τύχῃ καλλιγράφος τις ἄς γράψῃ τὰ ὀνόματα»:

«Ἔτος 1817 Σεπτεμβρίου 20

ἐγράφη ἡ παροῦσα παῤῥησία

προτροπῇ τοῦ ὁσιωτάτου ἁγίου σκευοφύλακος

κυρίου Δωροθέου μοναχοῦ, ἡγουμενεύοντος Γρηγορίου ἱερομονάχου τοῦ προσκυνητοῦ,

διὰ χειρὸς τοῦ ταπεινοῦ ἐν παιδαγωγοῖς Ἀθανασίου.

Μηδεὶς οὖν γράψῃ ᾧδε ἄνευ ὀρθογραφίας

ἀλλὰ ἄς σημειώνουν τὰ ὀνόματα εἰς ἐξώφυλλον

καὶ ὅταν τύχῃ καλλιγράφος τις ἄς γράψῃ τὰ ὀνόματα».

 

 

1819

 Πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς συναντοῦμε σὲ ἕνα «χρονικὸ σημείωμα» ποὺ ἐντόπισε καὶ παρουσίασε ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος.

Ἀπὸ πολὺ νωρίς, πρὶν τὸ 1821, στὴν Ὄρθρη εἶχαν ἀναπτυχθεῖ ἐπαναστατικὲς ὁμάδες. Τὰ ὀρεινὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τῆς Ὄρθρης, ὅπως ἡ Γούρας,  ἡ Βρύναια, οἱ Κωφοὶ, οἱ Κοκκωτοὶ ἀποτελοῦσαν ἐπαναστατικὰ κέντρα καὶ κέντρα ἀνεφοδιασμοῦ καὶ τροφοδοσίας τῶν κλεφτῶν.

Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἰδιαίτερα τὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημά του, χρησίμευε ὡς μυστικὸς καὶ ἀφανὴς συντονιστικὸς πυρήνας ὅλων τῶν σχετικῶν μὲ τὸν ἐξοπλισμὸ καὶ τὸν λοιπὸ ἐφοδιασμὸ σὲ κάθε εἶδος ὑλικοῦ ἐνεργειῶν.

Οἱ κινήσεις αὐτὲς, ὅπως ἦταν φυσικό, γίνονταν γνωστὲς στὸν Ἁλμυρό, στὸν ὁποῖο βρισκόταν ὁ διοικητής, ντερβέναγας, ὅλων τῶν στρατιωτικῶν τουρκικῶν δυνάμεων.  Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1819 ὁ ντερβέναγας τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ πεντακόσιους περίπου ἀρβανίτες ἀνέβηκαν στὴν Ὄρθρη σκοπεύοντας νὰ κάψει τὴ Βρύναινα καὶ τοὺς Κοκκωτοὺς, τὰ δυὸ πλησιέστερα χωριὰ πρὸς τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ τὸ ἴδιο τὸ Μοναστήρι.

Οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπως συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις, προκειμένου νὰ ἀποφύγουν τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀτίμωσή τους, ἐγκατέλειψαν τὸ Μοναστήρι καὶ κρύφτηκαν στὰ γύρω δάση καὶ στὶς σπηλιές τῆς Ὄρθρης. Τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ ἄλλα πολύτιμα κειμήλια τὰ ἔκρυψαν στὴν «τρύπα». Ἡ «τρύπα» ἦταν μιὰ σπηλιὰ σὲ μιὰ κατακόρυφη καὶ ἀπότομη πλαγιὰ ἑνός γκρεμοῦ, στὴν ὁποία μποροῦσε νὰ φτάσει κάποιος μόνο κρεμασμένος μὲ τριχιές.

Οἱ Ἀρβανίτες ἔφτασαν στὸ ἔρημο Μοναστήρι καὶ τὸ λεηλάτησαν ὁλοσχερῶς. Τὸν βαθμὸ αὐτὸ τῆς πλήρους καταστροφῆς ἐκφράζει μία χαρακτηριστικὴ φράση τῆς σχετικῆς ἐνθύμησης: «ἔβγαλαν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία». Ὅλη αὐτὴ τὴ μεγάλη καταστροφὴ τὴν περιέγραψε λιτὰ καὶ ἁπλὰ κάποιος μοναχός, ὅταν ἐπέστρεψαν καὶ πάλι στὸ Μοναστήρι, σὲ κάποια «ἐνθύμηση» ποὺ μᾶς ἄφησε. Ἦταν 15 Μα(ρτίου) ἤ (Μα)ΐου τοῦ 1819. Σημείωσε λιτὰ ὁ καλόγερος στὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο:

«+Ἐδῶ σημειώνου τον καιρὼ ὁποῦ ἤρθεν  ο ντιβέρναγας

να κάψι τα χουριὰ Βρήνινα καὶ Κουκουτοῦς

καὶ ἤρθε καὶ στο μαναστὶρ καὶ ἡμεῖς  οἵ πατέρης φυγαμαν

και κρίφκαμαν στα δάσα καὶ στα σπύλυα

καὶ την παναγιάν βάλαμαν εἰς τὴν τρύπαν

καὶ ερχῶντας ἡ ἀρβανιτις με το ντιρβέναγα ἕως πεντακόσι ονομάτοι εδιαγούμισαν καὶ κούρσεψαν  το βιὸς τοῦ μαναστηργιού

καὶ ἔβγαλαν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ την ἐκκλησία

καὶ ἦταν το κακο μέγα ἀδερφηα

καὶ ἔστωντας εἰς ἐνθίμισην. 1819 μα… 15». [14]

 

 

1820

«Ἐνθυμήσεις» βρέθηκαν καὶ σὲ ἔντυπα βιβλία. Σὲ ἕνα «Ἀνθολόγιο» τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ἔκδοσης τοῦ ἔτους 1797, τὸ ὁποῖο περιεῖχε «βίους καὶ πολιτείας ἁγίων», ὁ «ἐλάχιστος Ἰωακείμ», προφανῶς μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ, μᾶς ἄφησε μία τέτοια «ἐνθύμηση».

Τὸ «Ἁνθολόγιο» ἀνῆκε στὸν Μῆτρο Ἀμπελιώτη, ποὺ ἦταν γνωστότερος ὡς Χρῆστος Χασάπης καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Δουκὸς τῆς Εὔβοιας. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ «Ἀνθολογίου» δὲν γνώριζε καθόλου γράμματα καὶ ἀνέθεσε στὸν ὄχι καὶ πολὺ ἐγγράμματο Ἰωακείμ νὰ γράψει ἐκεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε:

«182(0;) Μαρτίου 6 σαματά στίρα  χρήστου.

+ τό παρόν ἀνθολόγιον ηπάρχη του Μήτρου Αμπελιότι 

ειτη του Χρήστο Χασάπη από το Δουκὸ

και ὅστις το αποξαινόση χορης την βουλήν του

να αίχη τας αράς των αγιων τιη΄ (=318)

θαιοφορον πατερ[ων] και το αινικέα (=ἐν Νικαίᾳ) σηνόδον

καί τίν κατάραν του χρηστοῦ και τις παναγίας

και πἄντον τον αγιον.

Ελάχηστος Ιωακήμ γράφω»

 

1821

Ἀξιόλογα γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, ἐν εἴδει προσωπικῶν του ἐνθυμήσεων, μᾶς διέσωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἀποσπασματικὰ σὲ παρένθετες στὰ κατάλοιπά του σημειώσεις.  Καταγράφουμε μία τέτοια σημείωση στὴν ὁποία συμπεριλαμβάνονται σημαντικότατες πληροφορίες γιὰ τὴ νεότερη ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ:

«Κατὰ παράδοσιν τοῦ πατρὸς Κυρίλλου, ἡγουμενεύοντος Ἰγνατίου μέχρι τοῦ 1821,  ὅτε ἐξερράγη ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, ἕνεκεν τῶν ἀλλεπαλλήλων δῃώσεων τῆς Μονῆς ὑπὸ τῶν διαφόρων ἐπιδρομέων, οἱ πατέρες ἀνεχώρησαν ἐξ αὐτῆς, ἀφοῦ πρῶτον ἀπέκρυψαν ἔν τινι σπηλαίῳ παρὰ τὴν Μονήν[15] ὅσα πολύτιμα ἐκέκτητο αὕτη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, θέμενοι αὐτὴν ἐν κουβουκλίῳ.

Ἐπεραιώθησαν δὲ εἰς Τρίκερι συναποφέροντες μεθ’ ἑαυτῶν περὶ τὰς 3.000 μὲν αἰγοπροβάτων, 150 δὲ βόας, ἅτινα πάντα λαβόντες οἱ ὑπὸ τὸν Καρατάσον ἐπαναστάται κατέφαγον, καταλιπόντες εἰς τοὺς πατέρας 70 μόνον αἰγοπρόβατα καὶ ἑνα βοῦν.

Ταυτοχρόνως διὰ προδοσίας χριστιανοῦ τινος τῆς ὑπογείου κρύπτης τῆς Μονῆς εἰς τοὺς Τουρκαλβανοὺς Γκέγκηδες ἀφῃρέθησαν καὶ διηρπάγησαν ὑπ’ αὐτῶν πάντα τὰ ἱερὰ σκεύη και κειμήλια πλὴν τῆς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου.

Μαθὼν δὲ ὁ πασσᾶς Λαρίσης τὰ διατρέξαντα περιέσωσε μόνον παρὰ τῶν ἁρπάγων τούτων τὰ ἱερὰ λείψανα, ἅτινα μετέπειτα μεταβάντες εἰς Λάρισαν τρεῖς τῶν πατέρων τῆς Μονῆς, Ἰγνάτιος, ἡγούμενος, Δωρόθεος, σκευοφύλαξ καὶ  Χατζῆ Παρθένιος Δικαῖος, παρέλαβον αὐτὰ μετὰ 18 ὁλοχρύσων ἱερατικῶν στολῶν, πληρώσαντες ὡς ῥέσιμον (ἐξαγορὰν)  8.000 γροσίων.

Μετὰ ταῦτα ὁ ἡγούμενος Ἰγνάτιος μετέβη εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν τότε Πατριάρχην Γρηγόριον τὸν Ε΄.  Οὗτος συνέστησεν τὸν ἡγούμενον εἰς τὸν Σουλτὰν – Μαχμούτ, παρ’ οὗ ἔλαβεν αὐτοκρατορικὸν φιρμάνιον κανονίζον τὰ ὅρια τῆς Μονῆς καὶ Πατριαρχικὸν σιγγίλλιον μολυβδόβουλλον.»[16]

 

 

1821

Στὰ 1821 ὁ Σερασκέρης τῆς Ρούμελης – Βαλεσῆ ἀπευθύνθηκε μὲ ἔγγραφό του πρὸς τὸν «φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὶ ζαπιτάδες τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, καὶ ἀγιάννη καὶ λοιποὶ γέροντες ταῦ Ἁρμυροῦ» καὶ διατάζει νὰ προστατέψουν τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἀπὸ τὶς ἁρπαγές καὶ ληστρικὲς ἐπιδρομές ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπέφερε:

«Πρὸς ἐσὲ φαζλετλοῦ Ναΐπ – ἐφέντη, Βοεβόδα, καὶ λοιποὶ ζαπιτάδες τοῦ Καζᾶ Ζητουνίου καὶ φαζλετλοῦ Ναΐπ -ἐφέντη, καὶ ἀγιάννη καὶ λοιποὶ γέροντες τοῦ Ἁρμυροῦ. Ἐπειδὴ καὶ τὸ μοναστήρι τὸ κείμενον αὐτοῦ εἰς τὰ μέρη σας, τὸ ὀνομαζόμενον Ξενιά,… νὰ ᾗναι ἀπείραχτον καὶ ἀνενόχλητον τόσον ἀπὸ  κονάγια καὶ ἄλλα βάρη καὶ τεκλήφια, καθ’ ὅσον καὶ ἀπὸ τζελέπηδες, μορτζῆδες, σουμπασάδες καὶ κάθε λογῆς σεϊμένηδες…».[17]

 

1827

Ὁ Ἀνατόλιος ἦταν ἕνας πολὺ δραστήριος μοναχὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους στὰ 1832, δημιουργήθηκε πρόβλημα μὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς τὸ ὁποῖο ἀνῆκε πλέον στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια.

Ὁ Ἀνατόλιος ἦταν ὁ μοναχὸς ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναγράφουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, πῆγε στην Ἀθήνα καὶ σὲ ἄλλα κέντρα γιὰ νὰ διεκδικήσει ἐκ μέρους τοῦ μοναστηριοῦ του τὴν ἀπόδοση αὐτῆς τῆς περιουσίας.

Τὸ ὄνομά του, ὡστόσο, τὸ βρίσκουμε πρὶν ἀπὸ τὰ παραπάνω γεγονότα σὲ ἕνα κιβώτιο ποὺ περιεῖχε  λείψανα τῶν Ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος, Ἁγίας Παρασκευῆς καὶ Ἁγίου Μέμνωνος στὸ ὁποῖο ἦταν χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή:

«+ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΕΓΙΝΕ ΔΙΑ CΥΝΔΡΟΜΗς ΤΟV ΠΑΠΑΑΝΑΤΟΛΙΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑCΤΗΡΙΟΝ ΤΗC ΠΑΝΑΓΙΑC ΞΕΝΙΑC. 1827

 

«+Τὸ παρὸν ἔγινε διὰ συνδρομῆς τοῦ παπᾶ Ἀνατολίου

ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.  1827.»[18]

 

1828

Οἱ φορολογικὲς ἐπιβαρύνσεις τῶν κατοίκων πολλὲς φορὲς ἦταν δυσβάστακτες. Ἡ  «φοροδιαφυγὴ» ἦταν δύσκολη καὶ τιμωροῦνταν αὐστηρὰ. Οἱ δημογέροντες τῶν χωριῶν παρόλες τὶς προσπάθειές δὲν κατόρθωναν πάντοτε νὰ ρυθμίσουν τὰ χρέη τοῦ χωριοῦ τους.

Μιὰ τέτοια δύσκολη κατάσταση φαίνεται ὅτι εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ στὰ 1828 οἱ κάτοικοι τῶν Κοκκωτῶν. Δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ πληρώσουν τὰ «δοσίματα» ποὺ τοὺς εἶχαν ἐπιβληθεῖ. Ἔτσι, μὴν βρίσκοντας ἄλλον τρόπο νὰ ἀντιδράσουν, ἀποφάσισαν ὅλοι νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ χωριό τους καὶ τὰ σπίτια τους καὶ νὰ σκορπιστοῦν γιὰ να κρυφτοῦν στὰ  τριγύρω μέρη. Τὸ γεγονὸς τὸ κατέγραψε, ὅπως συνήθιζαν ὅλοι σὲ τέτοιες περιπτώσεις σὲ ἕνα βιβλίο τοῦ Μοναστηριοῦ,  ὁ «Γιάννης τοῦ Χρήστου Κύρκου»:

«φανερώνω τὸν καιρὸν  ποὺ σκόρπισεν οἱ Κουκουτοὺς

ἀπὸ  δοσίματα. 1828  –  ἁλωναρίου 8.

Γιάννης τοῦ Χρήστου Κύρκου».

 

1830

Κατὰ τὸ 1830 ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἦταν ὁ Παπᾶ Σαμουὴλ. Μᾶς τὸ βεβαιώνουν δύο σφραγίδες ποῦ εἶχε ἐντοπίσει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Ἡ μία ἦταν προσωπικὴ τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μοναστηριοῦ

«Παπᾶ Σαμουήλ 1830»[19]

καὶ ἡ ἄλλη τοῦ Μοναστηριοῦ

«Μονή Ξενιᾶς  1830».[20]

Ἡ σφραγίδα «Μονὴ Ξενιᾶς 1830» εἶναι μία σαφὴς ἔνδειξη ὅτι καὶ ἐπισήμως πιὰ χρησιμοποιοῦνταν ἡ ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς». Σαφὴς καὶ συγκεκριμένη, ὡστόσο, χρονολογία κατὰ τὴν ὁποία ἐπίσημα ἔπαψε νὰ χρησιμοποιεῖται τὸ «Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας», δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ. Ἐντύπωσή μας εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε καὶ σχετικὴ ἐπίσημη ἀπόφαση γιὰ τέτοια μετονομασία.[21] Πιθανόν ἡ κατασκευὴ τῆς ὄχι ὁλοκληρωμένης λεκτικὰ καὶ σωστῆς τυπικὰ σφραγίδας «Μονὴ Ξενιᾶς 1830» νὰ ἀποτελεῖ αὐθαίρετη πράξη τοῦ Παπᾶ Σαμουήλ.

  1. 1833.

Κάποιες πληροφορίες βρίσκονται σὲ διάφορες εἰκόνες τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὶς ὁποῖες μαθαίνουμε μόνο κάποια ἁπλὰ ὀνόματα ἀφιερωτῶν ἀλλά καὶ ἁγιογράφων σὲ ὁρισμένες χρονολογίες.

Ἔτσι σὲ μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ βρισκόταν στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο στὸ κάτω Μοναστήρι ὑπῆρχε ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή:

«+Δέησις Σαμουὴλ, ἱερομονάχου,

διὰ χειρὸς Δημητρίου ἁγιογράφου 1833».[22]

 

 

1833

Σὲ ἕνα ἀσημένιο κιβώτιο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ποὺ περιεῖχε λεἰψανα  τῶν ἁγίων Ἐλευθερίου καὶ Τρύφωνος ὑπῆχε σχετικὴ εἰκονογραφία τοῦ προσκυνητοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Χατζῆ Παρθενίου καὶ ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή:

«20 Αὐγούστου 1833

Χ.(ατζῆ) + Χριστόν τε καὶ τὸν Κύριον τῆς δόξης ἡ τεκοῦσα.

Π           – Παντάνασσα, Πανάχραντε, Κυρία Θεοτόκε,

Α           – Ἀποστόλων μὲν καύχημα, ἐμοῦ δὲ προστασία,

Ρ           – Ῥῦσαι ἐν ὥρᾳ κρίσεως πυρός τε καὶ γεέννης

Θ           – Θήκην τα δέξαι άργυρᾶν παρὰ τοῦ Σοῦ ἱκέτου

Ε            – Ἐλευθεροῦσα δὲ αὐτὸν πάσης τῆς ἐπηρείας.

Ν            – Ναῷ προσφερομένην Σου πρὸς καύχημα καὶ δόξαν

Ι             – Ἱκέτου Σου τοῦ ταπεινοῦ, δι’οὗ καὶ ἡ δαπάνη

Ο           – Οὗ τινος καὶ τὸ ὄνομα ἐν τῇ ἀκροστοιχίδι

Σ            – Σῷζε οὖν πανάμωμε τοὺς εὐπρέπειαν ποθοῦντας.

Διὰ χειρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐκ Μακρυνίτζης  ἐχαράχθη

29 Αὐγούστου  1833».[23]

Ὁ μοναχὸς Χατζῆ Παρθένιος εἶναι γνωστὸς καὶ ἀπὸ ἄλλες «ἐνθυμήσεις»

 

 

1833

Παρόμοιες πληροφορίες μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε καὶ ἀπὸ ἐπιγραφὲς σὲ διάφορα ἄλλα ἀντικείμενα καὶ ἐκκλησιαστικὰ σκεύη. Ἔτσι στὰ 1833 ὁ πανοσιώτατος ἱερομόναχος Καλλίνικος πρόσφερε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς δὺο ἀσημένια θυμιατὰ. Ἡ πληροφορία χαράχτηκε πανομοιότυπα καὶ στὰ δύο:

«Διὰ συνδρομῆς τοῦ πανοσιωτάτου Καλλινίκου,

ἱερομονάχου, ἐν ἔτει 1833»

Ὁ ἵδιος μοναχὸς εἶχε φροντίσει τὴν ἴδια χρονιὰ νὰ αὐξήσει τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Μοναστηριοῦ του προσθέτοντας σ’ αὐτὰ καὶ ἕνα ἐπίχρυσο ἀσημένιο δισκοπότηρο, στὸ ὁποῖο χαράχτηκε ἡ ἐπιγραφή:

«Συνδρομῇ πατρὸς Καλλινίκου ἐν ἔτει 1833».

 

 

1835

Δυὸ χρόνια μετὰ τὶς παραπάνω προσφορὲς τοῦ Καλλινίκου προσφέρθηκε ἕνα ἀσημένιο  ἀρτοφόριο μὲ τὴ συνδρομὴ τούτη τὴ φορὰ τοῦ «ὁσίου προηγουμένου ἀββᾶ Γαβριήλ, ἱερομονάχου»:

«συνδρομῇ τοῦ ὁσίου προηγουμένου

ἀββᾶ Γαβριήλ, ἱερομονάχου».

 

 

1841

Μοναδικὴ στὸ εἶδος της καὶ ἐντελῶς ξεχωριστὴ στὸ περιεχόμενό της εἶναι ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση». Καὶ παρουσιάζει  μεγάλο ἐνδιαφέρον ἀφοῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ εἶναι γραμμένη ἀπὸ Τοῦρκο.

Στὶς 15 Ἰουλίου (Ἁλωναρίου) 1841 ἦρθε στὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὁ τοῦρκος  Μουσταφᾶς Λιπόχοβα. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῆς ἐσοδείας. Ἁλωνάρης μήνας. Ὁ Μουσταφᾶς Λιπόχοβα δὲν πῆγε στὸ Μοναστήρι νὰ προσκυνήσει βεβαίως. Πῆγε νὰ ἁρπάξει γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος καιρός, ὁ καιρὸς τοῦ ἁλωνισμοῦ. Καὶ ἅρπαξε. Σήκωσε ὅλα τὰ ἁλώνια τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅλη τὴν ἐσοδεία τῆς χρονιᾶς ἐκείνης. Καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο σ’ αὐτό. Δὲν προσπάθησε νὰ σκεπάσει τὴν πράξη του ὥστε νὰ μείνει ἄγνωστη. Θέλησε νὰ γνωστοποιηθεῖ ἡ πράξη του. Πῆγε λοιπὸν καὶ αὐτὸς ὡς τὸν νάρθηκα τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς καὶ στοὺς τοίχους του, ποὺ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια χρησίμευαν, ὅπως εἴδαμε, ὡς «ἱστορικὸ λεύκωμα» γιὰ πολλούς, καὶ κατέθεσε καὶ αὐτὸς τὴν προσωπικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς πράξης του: «ἐγὼ ὁ Μουσταφᾶς Λιπόχοβα φανερώνω τὸν καιρό ποὺ ἦρθα ἐδῶ στὸ Μοναστήρι καὶ σήκωσα τὰ ἁλώνια, 15 Ἰουλίου 1841»:

«1841 ἁλωναρίου (=Ἰουλίου) 15 φανερώνω  τὸν καιρὸν

ὅπου ἦρθα ἐδῶ στὸ μοναστήρι και σήκωσα τὰ ἁλώνια

……. Ἐγὼ μουσταφᾶς λιποχοβα».[24]

 

 

1842

Ἐρευνῶντας ἀσταμάτητα τὰ βιβλία τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος ἐντόπισε κολλημένο στὸ ἐξώφυλλο ἑνός παλαιοῦ βιβλίου ἕνα σημείωμα μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον περιεχόμενο:

«Τὸ συμβούλιον τῶν  μονῶν[25] Ξενιὰς οἱ υποφαινόμενοι συνασκούμενοι πατέρες τῶν μονῶν Ξενιὰς[26]   πιστοποιοῦμεν ὅτι διὰ μερικὰ κτήματα ὡποὺ εἴχαμε τῆς μονῆς μας κείμενα εις χορίον Χαμάκου εἰγοῦμενεβων Κύριλος Ἱερομόναχος καὶ μὴν ἔχοντας το Μοναστήριον δηναμιν ἀπὸ τὰς πολλὰς περιστάσης καὶ ἀπὸ τὰ πολὰ ἔξοδα ἔκαμεν κύνημα καὶ ἐποῦλισε τα ειριμένα κτίματα ἄνευ τοῦ συμβουλίου δια γροσια τουρκικα 1000 ἤτοι χίλια Καὶ δια τοῦτο Σύμερους όλι ομοφονως Ἱερομόναχοι καὶ μοναχὶ ανουμεν[27] το πολιτήριον εἰς τὸν ἀγοραστὶν Κ. Ἰωάννιν σχιναν καὶ ἀπὸ τὴν σύμερον καὶ εἰς τὸ ἑξίς νὰ μένουν πάλι εἰς τὴν κατοχὴν τον πατέρον καὶ ὅσι εἴθελον ὑπάρξουν εἰς  τὸ μοναστήριον καὶ ἄν θελίση καὶ εύγη εἰς κριτίριον[28] ὁ κύριος  Ἰωάννις νὰ ἔχον η πατέρες  ἰσχὺν  δια να παρουσιαστούν κιποὺν τὸ τοκείρυ τους καὶ ὑποφαινόμεθα 1842 (;) ἀπριλίου 20 οἱ ὑποφαινόμενοι πατέρες τις ιερὰς μονης ξενιάς».[29]

Τὸ σημείωμα αὐτό, ἄν καὶ λίγο ἀσαφές, ρίχνει κάποιο φῶς σ’ ἕνα ζήτημα σχετικὸ μὲ τὴν ἀπόκτηση τῆς κτηματικῆς περιουσίας τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὸ χωριὸ «Χαμάκου» εἶναι ἡ σημερινὴ Χαμάκω, ἕνα ἐγκαταλειμένο ἀπὸ τὸ 1918 καὶ ἀκατοίκητο στὴν ἐποχή μας χωριὸ στὸ ὁποῖο ζοῦσαν μέχρι σχεδὸν καὶ τὸ 1920 οἱ κάτοικοι τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου. Στὴν κτηματικὴ περιοχὴ τῆς Χαμάκως συμπεριλαμβάνονταν καὶ τὰ κτήματα ἐκεῖνα ποὺ ἀνῆκαν στὸ πρῶτο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, αὐτὸ ποὺ βρισκόταν στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ Ἀχιλλείου, στὸ ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρουμε σὲ ἄλλες σελίδες τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, παρουσιάστηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Ἀνάμεσα στὰ κτήματα αὐτὰ περιλαμβανόταν καὶ τὸ τεράστιο σὲ ἔκταση δασόκτημα «Κουκλιᾶς» ἤ «Βατὰ», μέσα στὸ ὁποῖο χτίστηκε τὸ δεύτερο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅταν οἱ καλόγεροι  ἐγκατέλειψαν τὸ πρῶτο στὴ Λάκα Παναγιά.

Ὅλα τὰ κτήματα αὐτά, ἀπὸ τὴ στιγμὴ  ποὺ οἱ μοναχοὶ τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἐγκατέλειψαν καὶ τὸ δεύτερο μοναστήρι τους στὸν «Κουκλιᾶ» καὶ πῆγαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, ἀνῆκαν πλέον στὴν Μονὴ τῆς  Παναγίας Κισσιώτισσας.

Ἐπειδὴ ὅμως τὰ κτήματα αὐτὰ βρίσκονταν πλέον μακριὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἀνῆκαν καὶ ἦταν δύσκολη ἡ ἐκμετάλλευσή τους γεννήθηκε ἡ σκέψη νὰ πουληθοῦν. Ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶχε δείξει ὁ κάτοικος τῆς Χαμάκως Ἰωάννης Σχοινᾶς. Κάποιοι μοναχοὶ, χωρίς ἀπόφαση τοῦ ἡγουμενικοῦ συμβουλίου, ἦρθαν σὲ διαπραγματεύσεις μὲ τὸν Σχοινᾶ καὶ εἶχαν πάρει ἔναντι 1.000 γρόσια. Ἀργότερα ἀμφισβητήθηκε ἡ ἐγκυρότητα αὐτῆς τῆς πράξης ἀπὸ ἄλλους μοναχούς καὶ στὸ παραπάνω σημείωμα διακηρύσσουν, ἄν καὶ ὄχι μὲ σαφήνεια,  ὅτι τὰ κτήματα στὴ Χαμάκω ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς, θεωρῶντας τὴν προηγούμενη πράξη πώλησης ἄκυρη καὶ ἀνύπαρκτη.

Σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ὁ Ἰωάννης Σχοινᾶς ἀποφάσιζε νὰ καταφύγει στὰ δικαστήρια ἐξουσιοδοτοῦνταν κάποιοι πατέρες νὰ παρουσιαστοῦν καὶ νὰ ἀναφέρουν, νὰ εἰποῦν (κιποῦν), ὅτι εἶναι κύριοι τῶν κτημάτων αὐτῶν: «καὶ ἄν θελήση καὶ εὔγη εἰς κριτίριον ὁ κύριος  Ἰωάννης νὰ ἔχουν οἱ πατέρες  ἰσχὺν  διὰ νὰ παρουσιαστοῦν κιποὺν τὸ τοκείρυ».

Τὰ κτήματα αὐτὰ τελικὰ μεταβιβάστηκαν στὸν Ἰωάννη Σχοινᾶ. Δὲν γίνεται σαφὲς ἀπὸ ὅσα μας εἶναι γνωστὰ τὶ ἀκριβῶς ἔγινε ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν δανειστεῖ οἱ καλόγεροι ἀπὸ τὸν Σχοινᾶ δὲν τοῦ ἐπεστράφησαν. Ἔτσι τὰ κτήματα τοῦ Μοναστηριοῦ  τῆς Ξενιᾶς στὸ Ἀχίλλειο καὶ στὸν Κουκλιᾶ, ποὺ εἶχαν δοθεῖ ὡς ἐγγύηση τοῦ δανείου ἔμειναν ὁριστικὰ στὸν Σχοινᾶ. Τὸ Μοναστήρι ἀγόρασε τὴν ἴδια  ἐποχὴ  τὸ τσιφλίκι στὰ «Κελέρια».

 

1856

Σημαντικὸ «Χρονικὸ σημείωμα» εἶναι καὶ τὸ παρακάτω, τὸ ὁποῖο παρουσιάσαμε ἀναλυτικὰ στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ:

«Σημειώνου τὸ ἀρχαῖον ἔτος τοῦ Μοναστηρίου Ξενιᾶς. Ἰδοὺ τὸ ἀρχαῖον ἔτος ὁποῦ ἐκτίσθη τὸ ἱερὸν μοναστήριον.  Ἐκτίσθη ἔν ἔτει ΧΛΖ΄. Λοιπὸν ἕως τὰ χίλια λείπουν ΤΞΖ΄ καὶ πάλιν  τὰ ΤΞΓ΄ καὶ τὰ ΩΝΣΤ΄ ὁποῦ εἴμεθα τώρα δηλαδὴ ὁποῦ ἀνακοινοῦμεν τὴν χρονολογίαν, εἶναι λοιπὸν τὸ ἱερὸν μοναστήριον τῆς κυρίας ἡμῶν Ξενίας Θεοτόκου ἀπετότε ἕως τοῦ νῦν ἔτη ΑCΙΘ΄ (ασιθ΄ =1219) κτισμένον εἶναι τὰ ἀρχαῖα αὐτοῦ θέμελα, ἔχον μεγάλην ἔκτασιν,[30] παρὰ ἐν καιρῷ ὁ ἐν ἀποστάταις τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν θρησκείας ὀνομαζόμενοι παπισταὶ καὶ κοινῶς ῥωμαῖοι[31] πολέμους φρικτοὺς ἐνεργοῦσι κατὰ τῶν εὐσεβῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἐρημώνει πόλεις, κώμας, χώρας καὶ τὰ ἱερὰ μοναστήρια, ὡς φαίνεται εἰς τὰ ἀρχαῖα τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους. Στρατοπεδεύσας διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔφθασαν οἱ στόλοι καὶ ὁ στρατὸς εἰς τὸν λιμένα τῆς Δημητριάδος ὁστὶ σήμερον Βῶλος κατάκτησαν ἐκεῖ τὸ περίφημον φρούριον τὸ κτισθὲν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Δημητρίου καὶ ὀνομασθεῖσα Δημητριάς. Ἔσυραν λοιπὸν οἱ στόλοι τὰς ἀγκύρας των καὶ κατέπλεον κατὰ τὰ δυτικὰ μέρη. Ἦν [φρούρ]ιον περίφημον ὀνομαζόμενον Κεφάλαιον ἦν δὲ καὶ πόλις [Κεφάλαι]ον, τώρα δὲ ὀνομάζεται (βαρβαρισθεῖσα) Κεφάλωσης, ὁστὶ …….ηεργεια, πυρπολυθείσης δὲ οἱ πόλεις καὶ τὸ φρούριον …… ὁ στρατὸς εἰς ὅλα τὰ μέρη κατὰ τὸ ἀρκτικὸν μέρος ….. ἕως δύο ὥρας εἶναι τὸ ἱερὸν μοναστήριον.»[32]

 

 

1857

Ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴν πόλη του Ἁλμυροῦ ὑπῆρχε ἕνα οἰκόπεδο ἰδιοκτησίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς. Στὸ οἰκόπεδο αὐτό ἀνεγέρθηκε κατὰ τὸ 1857 ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ διώροφο μεγάλο κτίριο γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς, ὅταν ἀναγκάζονταν νὰ διανυκτερεύσουν στὸν Ἁλμυρό.

Στὴν κύρια πρόσοψη τοῦ κτρίου αὐτοῦ, τὴν ἀνατολική, ἑκατέρωθεν τῆς κεντρικῆς εἰσόδου βρίσκονταν ἐντειχισμένες δύο μαρμάρινες πλάκες. Στὴ μία ἦταν χαραγμένος δικέφαλος ἀετὸς καὶ στὴν ἄλλη δύο κυπαρίσια μὲ ἕνα σταυρὸ ἀνάμεσά τους καὶ κυκλικὰ οἱ λέξεις «ΜΕΤΟΧΙ  ΞΕΝΙΑΣ  ΜΑΡΤΙΟΣ 1857.[33]

Τὸ μετόχι αὐτὸ,  τὸ 1923, ὕστερα αἴτημα του Κοινοτικοῦ Συμβουλίου Ἁλμυροῦ, προσφέρθηκε δωρεὰν ἀπὸ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο Ξενιᾶς στὴν Κοινότητα Ἁλμυροῦ, γιὰ τὴν ἀνέγερση Γυμνασίου, ὅπως ἀναφέρουμε στὸ κεφάλαιο «Προσφορά τοῦ Μοναστηριοῦ».

«Ἐπειδὴ ὁ σκοπὸς δι’ ὅν ζητεῖται ἡ δωρεὰ τούτου ἐκ μέρους τῆς Κοινότητος Ἁλμυροῦ θεωρεῖται κοινωφελὴς δι’ ὁλόκληρον τὴν Ἐπαρχίαν Ἁλμυροῦ, προκειμένου περὶ ἐκπαιδεύσεως καὶ μορφώσεως τῆς νεολαίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀρκετὰς ἀπήλαυσε καὶ ἀπολαμβάνει προσόδους ἡ καθ’ ἡμᾶς Μονή», ἔγραφε στὴ σχετικὴ ἀπόφασή του τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον Παναγίας Ξενιᾶς.

 

 

1857

Στὸ μοναστήρι δὲν πρόσφεραν μόνο οἰ διάφοροι λαϊκοὶ προσκυνητές. Σημαντικὰ ἦταν καὶ τὰ ἀφιερώματα τῶν ἴδιων τῶν μοναχῶν. Τὸ 1857 ὀ μοναχός Ἀχίλλειος πρόσφερε στὸ Μοναστήρι ἕνα «κατζί», δηλαδή ἕνα θυμιατὸ ποὺ χρησιμοποιοῦνταν εἰδικὰ στὶς ἀγρυπνίες. Ἡ ἀφιέρωση φανερωνόταν ἀπὸ τὴν χαραγμένη πάνω του ἐπιγραφή:

«συνδρομῇ Ἀχιλλείου τῷ 1857 κατασκευασθέν».

 

 

1858

Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ 1858, ὁ «Ξενιώτης» μοναχὸς πανοσιώτατος Καλλίνικος, πρόσφερε μιὰ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν στὴν Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς, τὴν ὁποία ἁγιογράφησε ὁ παπὰ Δημήτριος:

«+Συνδρομῇ καὶ δαπάνῃ

τοῦ Πανοσιωτάτου Κυρίου Καλλινίκου Ξενιώτου.

  1. χεὶρ παπᾶ Δημητρίου».[34]

 

 

1861

Μερικὲς ἐπιγραφὲς εἶναι πολὺ λιτὲς, χωρὶς κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα. Μᾶς δίνουν ἁπλῶς χρήσιμες πληροφορίες. Μιὰ τέτοια εἶναι ἡ παρακάτω ποὺ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τὴν 1η Σεπτεμβρίου 1861 ἡγούμενος στὸ Μοναστήρι ἦταν ὁ ἱερομόναχος Γαβριήλ:

«ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΞΕΝΙΑΣ

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

1861 Σεπτεμβρίου Α΄»

 

 

1865

Σὲ μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου τοῦ Νέου ὑπῆρχε ἡ ἐπιγραφή:

«Διὰ συνδρομῆς Χριστοφόρου ἱερομονάχου.

Διὰ χειρὸς Ι. Γ. Βλαχλῆ. 1865»

 

1871

Στὴν τελευταία σελίδα ἑνὸς δερματόδετου Ἁγιασματάριου (Μικρὸ Εὐχολόγιο) ἀναγράφεται:

 «1871 Μαΐου 21 ἐν Ἀργαλαστῇ. Ἔγραψα ἐγὼ ὁ Ἀναγνώστης Οἰκονομίδης διὰ ἐνθύμησιν τῶν ἁγίων πατέρων

τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξενιᾶς κυρίῳ παπα Γαλακτίωνι

καὶ κυρίῳ Ἰωὴλ ἱεροδιακόνου»

 

1875

Στὰ 1875 ἀνεγέρθηκε στὸ προαύλιο τοῦ Κάτω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς ἕνα  ὀκταγωνικό καμπαναριὸ. Κατεδαφίστηκε ὅμως στὴν περίοδο τῶν ριζικῶν ἀνακαινίσεων ποὺ πραγματοποιήθηκαν μὲ τὴ φροντίδα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ. Ἔτσι σήμερα ἔχουμε μόνο φωτογραφίες καὶ εἰκόνες του.

Ὡστόσο διασώθηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ὑπῆρχε σ’ αὐτὸ καὶ ἔτσι ἔχουμε τὶς σχετικὲς πληροφορίες. Τὸ καμπαναριὸ τοῦ Μοναστηριοῦ χτίστηκε στὰ 1875 μὲ φροντίδα τοῦ πανοσιωτάτου ἡγουμένου Γαβριὴλ καὶ μὲ χρήματα ποὺ πρόσφερε ὁ Ἰωάννης Θεοδώρου Κρακιὰς, ὁ ὁποῖος ἀνακηρύσσεται καὶ «κτήτωρ» τοῦ καμπαναριοῦ:

«Ο ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΣ
ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΓΑ

ΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΔΙ ΕΞΟ

ΔΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΔΩ

ΡΟΥ ΚΡΑΚΙΑ ΚΤΙΤΟΡΑΣ

ΕΝ ΕΤΕΙ 1875».

«Ὁ Πανοσιώτατος ἡγούμενος Γαβριὴλ καὶ δι’ ἐξόδων Ἰωάννου Θεοδώρου Κρακιᾶ Κτίτορας. Ἐν ἔτει 1875.»[35]

 

 

1877

Στὸ κάτω μέρος ἑνὸς κιβωτίου στὸ ὁποῖο ἦταν συγκεντρωμένα καὶ φυλαγμένα λείψανα ὀστῶν τοῦ Ἁγίου Μοδέστου τῶν Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,  τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, τῆς Ἁγίας  Παρασκευῆς καὶ τοῦ Ἁγίου πρωτομάρτυρος καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου ὑπῆρχαν εἰκονογραφίες τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Ξενιᾶς Καλλινίκου καὶ Ἀχιλλείου καὶ ἡ σχετικὴ ἐπιγραφή:

«Δαπάνῃ Καλλινίκου καὶ Ἀχιλλείου, ἱερομονάχων.

Τῆς ξυνορίδος ταύτης συνδρομὴ τοῦδε τοῦ κιβωτίου

Πολύφοροι καὶ εὔκαρποι βλαστοὶ τῆς Ἐκκλησίας,

Ἄνθη εὐωδιάζοντα τῆς Ξενιᾶς Μονῆς τῆς Παναγίας.

Δέξαι, ὦ χαριτόβρυτε, ὡς τὰ λεπτὰ τῆς χήρας

Δῶρον τῶν σῶν βλαστῶν μὲ ἱκέτιδας χεῖρας.

Ἐνίσχυσον εἰσέτι δὲ καθῆκον νὰ τηρῶσιν,

εἰς θέατρον τὸ πάνδημον παράκλησιν εὑρῶσιν.

Τῆς εὐφημίας ποιητὴς

Γιάννης ζωγράφος ὁ Βλαχλῆς.

Χεὶρ Δημητρίου Ἰω. Χρυσοχόου ἐκ Μακρυνίτσης

Ἐχαράχθη 1877 Σεπτεμβρίου 28».[36]

 

1880

Στὴν τελευταία σελίδα ἑνὸς δερματόδετου Ἁγιασματάριου (Μικρὸ Εὐχολόγιο) τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς ὑπῆρχε ἡ «ἐνθύμηση»:

«1880 Αὐγούστου … παπᾶ Ἰωακεὶμ Ἀποστόλου»

 

1882

Στὰ 1882 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακεὶμ ἀνακοίνωσε στοὺς μοναχοὺς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ὅτι στὸ ἑξῆς, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τῆς Θεσσαλίας καὶ τὴν ἐνσωμάτωσή της στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, τὸ μοναστήρι τους «ἀπολύεται ἐκκλησιαστικῶς» ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἐντάσσεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας:

«Ὁσιώτατοι ὅ,τε ἡγούμενος καὶ λοιποὶ πατέρες τοῦ ἐν τῆ ἐπαρχίᾳ  Λαρίσσης κειμένου ἱεροῦ ἡμετέρου πατριαρχικοῦ σταυροπηγιακοῦ μοναστηρίου τῆς Ὑπεραγἰας  Θεοτόκου Ξενιᾶς, τέκνα ἐν Kυρίῳ ἀγαπητὰ, χάρις εἴη ὑμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Μετὰ τὴν συντελεσθεῖσαν πολιτικὴν ἐκχώρησιν χωρῶν τινων ἐξ Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας πρὸς τὸ βασίλειον τῆς Ἑλλάδος,… Ὅθεν καὶ ἀνακοινούμενοι τοῦτο τῇ ὑμετέρα ὁσιότητι ἐντελλόμεθα καὶ παραγγέλλομεν συνοδικῶς ὅπως ἀναγνωρίζοντες τοῦ λοιποῦ κανονικὴν ὑμῶν ἀρχὴν καὶ πνευματικὴν προστάτιδα καὶ κηδεμόνα τὴν ἰερὰν τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σύνοδον, καὶ τὴν ἱερὰν ὑμῶν μετάνοιαν ταύτῃ ὑποκειμένην, μνημονεύητε τοῦ κανονικοῦ αὐτῆς ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς, καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν σχέσιν καὶ ἀναφορὰν ἔχητε ἐν πᾶσι τοῖς μοναστηριακοῖς ὑμῶν πράγμασιν».

 

1893

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, μεγάλος καὶ συστηματικὸς ἐρευνητὴς τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, μᾶς ἄφησε καὶ μερικὲς προσωπικές του καταθέσεις ἐν εἴδει «ἐνθυμήσεων», συμβάλλοντας στὴν καταγραφὴ τῆς τοπικῆς ἱστορίας μας.

Ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση» εἶναι πολὺ σημαντικὴ εἰδικὰ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μονῆς Ξενιᾶς γιατὶ μᾶς παρέχει πολυτιμότατες πληροφορίες:

«Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ παρόντος αἰῶνος μέχρι τοῦ 1867 διέμενόν τινὲς τῶν πατέρων διαρκῶς  ἐν τῇ Κάτω Μονῇ Ξενιᾶς, ἤτοι τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ἀββᾶς Γαβριὴλ λέγει ὅτι τότε ἤκμαζεν ἡ Ἄνω Μονή. Αὐτὸς δὲ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν αὑτοῦ ἐνεθυμήθη 100 μοναχοὺς μονάζοντας ἐν τῇ Μονῇ, ὧν 25 ἦσαν ἱεροδιάκονοι. Ἕνεκεν ὅμως τῆς ἐπαράτου λῃστείας, διηνεκῶς λυμαινομένης τὸν τόπον, τῆς ὠμότητος τοῦ Βοεβόδα Κοκοσίου, εἰς ὅν ὑπήγετο αὕτη, καὶ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἐπαναστάσεων, καθ’ ἅς ὁτὲ μὲν ἅπαντες οἱ πατέρες κατήρχοντο εἰς τὴν Κάτω Μονὴν, ὁσάκις ὁ Βοεβόδας Κοκοσίου ἦν ὠμός (διότι ἡ Κάτω Μονὴ δὲν ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Βοεβόδα, ἀλλ’ εἰς τὴν τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ Βοεβόδα ἑδρεύοντος ἐν Πλατάνῳ ἤ Κωφοῖς), ἀνήρχοντο δὲ εἰς τὴν Ἄνω, ὁσάκις οὗτος ἦν ἤπιος. Ἡ κατάστασις αὕτη διήρκεσεν μέχρι τοῦ 1867, καὶ οὐχὶ μέχρι τοῦ 1844, ὡς λέγει ὁ Ζωσιμᾶς Ἐσφιγμενίτης, ὅτε ἐγκατέστησαν ὁριστικῶς πλέον ἐν τῇ Κάτω Μονῇ, τῷ Μοναστηρίῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μετοχἰῳ αὐτῆς, ἔνθα ἔκτοτε διαμένουσι παρὰ τὴν ῥητὴν διαταγὴν τοσούτων σεβασμίων Πατριαρχῶν Γαβριήλ, Νεοφύτου, Γρηγορίου Ε΄ καὶ ἄλλων, οἵτινες ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ἀπαγορεύουσι τοῦτο, καταλιπόντες ἐν τῇ Ἄνω Μονῇ ὑπέργηρόν τινα μοναχὸν Παντελεήμονα, ἀποθανόντα τῷ 1888. Ἐπὶ πέντε δὲ ὁλόκληρα ἔτη ἔμεινεν ἡ μονὴ αὕτη κεκλεισμένη, ἤτοι μέχρι τοῦ 1893, ὅτε ἐξαπέστειλαν ἐκεῖ Ἱερόθεον μοναχὸν πρὸς φύλαξιν».

 

1901

Μία ἄλλη «ἐνθύμηση» τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, τὴν ὁποία παρενέβαλε ὁ ἴδιος σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς κώδικες τοῦ ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, εἶναι καὶ ἡ παρακάτω:

«ἐν ἔτει 1901, προεδρεύοντος τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος» Εὐαγγέλου Βαρβαρέζου, ἰατροῦ,

βουλευτεύοντος δὲ Ἁλμυροῦ Εὐσταθίου Ρακοπούλου

καὶ δημαρχοῦντος Ἰωάννου Κομνοπούλου,

ἔπεσε χάλαζα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 29 Ἰουνίου,

μεγέθους λεπτοκαρύου, καταστρέψασα καρπούς,

ἀμπέλους, δένδρα, καπνὰ καὶ ἐλαιῶνας

ἐν Ἁλμυρῷ καὶ Μινζέλῃ».

 

1908

Σημαντικὲς γιὰ τὴ νεότερη ἱστορία τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς εἶναι οἱ ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες ποὺ πραγματοποιήθηκαν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ. Κατὰ τὸ 1908 ἀνεγέρθηκε ἡ βορειοανατολικὴ πλευρὰ τῶν κελιῶν ἡ ὁποία παρέμεινε καταστραμένη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1878.

Ἡ παρακάτω ἐντοιχισμένη ἐπιγραφὴ εἶναι ἕνα χρήσιμο γιὰ τὴν ἱστορἰα ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο. Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια θὰ εἶναι μιὰ σημαντικὴ «ἐνθύμηση»:

«ΑΝΗΓΕΡΘΗ Η Β.Α.  ΑΥΤΗ ΠΛΕΥΡΑ

ΠΡΟΝΟΙᾼ  ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κου ΓΕΡΜΑΝΟΥ

ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙῼ

Αϡ Η».[37]

 

1920

Στὰ 1920, πάλι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανοῦ, ἀνακαινίστηκε «τελείως» ἡ «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς». Στὴν προηγούμενη ἐπιγραφή, ποὺ φανέρωνε τὶς ἐργασίες ποὺ ἔγιναν κατὰ τὸ 1908, δὲν γινόταν καμία ἀναφορά σὲ «Μετόχι» ἤ «Μοναστήρι».

Στὰ 1920 «ἐπισήμως» διακηρύσεται ὅτι εἶναι «Μονὴ τῆς Θεομήτορος» αὐτὴ ποὺ «κάποτε» ἦταν Μετόχι, «Μετόχιόν ποτε οὖσαν τῆς «καλουμένης» Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς» καὶ ἡ ἀναβάθμιση αὐτὴ καταγράφηκε σὲ μαρμάρινη πλάκα:

«ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΤΑΥΤΗΝ ΜΟΝΗΝ[38] ΤΗΣ

ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΜΕΤΟΧΙΟΝ ΠΟΤΕ

ΟΥΣΑΝ ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΩ

ΜΟΝΗΣ ΞΕΝΙΑΣ ΕΡΕΙΠΩΘΕΝ ΕΚ

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΝΕΚΑΙ-

ΝΙΣΕ  ΧΡΗΜΑΣΙΝ ΙΕΡΟΙΣ Ο ΚΛΕΙ-

ΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣ -

ΚΟΠΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑ-

ΤΗΣ  Ο ΕΚ ΨΑΡΩΝ Τῼ ΧΙΛΙΟ-

ΣΤῼ ΕΝΑΚΟΣΙΟΣΤῼ ΕΙΚΟΣΤῼ

ΣΩΤΗΡΙῼ ΕΤΕΙ (1920)»[39]

Τὸ ὅτι ἡ καλουμένη «Ἄνω Μονῆ Ξενιᾶς»  στὴν πραγματικότητα ὀνομαζόταν «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας» δὲν ἀναφέρεται καθόλου. Ἡ ἱστορία καὶ ἡ πραγματικότητα φαίνεται νὰ εἶχαν λησμονηθεῖ.

 

1927

Οἱ ἐπισκευαστικὲς καὶ ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες στὴν (παλιά) Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς συνεχίστηκαν καὶ κατὰ τὸ 1927, σύμφωνα μὲ τὴν παρακάτω ἐπιγραφή:

«Δαπάναις τοῦ ἐκ Γαρδικίου[40]

Κρεμαστῆς Λαρίσης Κ. Τσαούση

ἐγένοντο τὰ ἀμμοκονιάματα,

ἡ πλακόστρωσις καὶ ὁ ἐξώστης τῆς

αἰθούσης ταύτης ἐν ἔτει 1927.»[41]

 

 

1930

Τὸ 1930 περατώθηκαν οἰ ἀνακαινιστικὲς καὶ ἐπισκευαστικὲς ἐργασίες στὴν «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς» καὶ ἐντοιχίστηκε ἡ παρακάτω ἀναμνηστικὴ καὶ ἐπιβεβαιωτικὴ ἐπιγραφή:

«Τῌ ΠΑΝΑΓΙᾼ ΞΕΝΙᾼ

ΔΕΞΑΙ ΘΕΟΚΥΗΤΟΡ  ΗΔΗ ΠΕΡΑΤΩΘΕΙΣΑΝ

ΣΗΝ ΜΟΝΗΝ ΠΡΟΝΟΙᾼ ΕΜΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ

ΗΝ ΦΥΛΑΤΤΕ ΑΠΗΜΑΝΤΟΝ ΕΣΑΕΙ

Αϡ Λ΄  (1930)»[42]

 

Ξορκισμοί

Οἱ παραδόσεις τοῦ λαοῦ μας πολὺ συχνὰ ἀναφέρονται σὲ δαίμονες, σὲ ξόρκια, σε μαγεῖες, σὲ κακὰ πνεύματα, σὲ μάτιασμα καὶ σὲ εἰδικὲς διαδικασίες ξεματιάσματος. Οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς πίστεις τους στὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν  τελετῶν μαγείας. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ καλόγεροι δύσκολα ἀρνοῦνταν τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση κάποιων ἐξορκισμῶν

Σ’ ἕνα «Ἁγιασματάριο», χειρόγραφο κώδικα τοῦ Ἀρχείου τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, προσφορὰ σ’ αὐτὴν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὑπῆρχαν τέσσερες σελίδες ἐξορκισμῶν.[43]

Στὶς σελίδες αὐτὲς ἀναφέρονταν πολλὰ περίεργα ὀνόματα δαιμόνων ποὺ εἶχαν τὴν δυνατότητα δυσμενῶν ἐπηρειῶν στούς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς αὐτὲς ἐπήρειες οἱ ἁπλοὶ τουλάχιστον ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι μποροῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν μὲ τὸ διάβασμα εἰδικῶν ἐξορκισμῶν.

Στὸ «Ἁγιασματάριο» τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας καταγράφονταν πολλοὶ τέτοιοι εἰδικοὶ ἐξορκισμοὶ στὴν ἀρχὴ τῶν ὁποίων ἀναγραφόταν ἡ παρακάτω ρήση:

«Ἀμπλακίαν[44] ἔχω οἶδας, εὐσπλαχνίαν ἔχεις οἶδα.

Ἔχω, οἶδας. Ἔχεις, οἶδα. Σῶσον με, Χριστέ, ὡς οἶδας».

 

 

Ἰατρικὲς συνταγὲς.

Ἡ πρακτικὴ ἰατρικὴ καλλιεργοῦνταν καὶ ἐφαρμοζόταν, ἰδιαίτερα στὰ σκοτεινὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τόσο στὸ λαό, ὅσο καὶ στὰ μοναστήρια ἀπὸ ἀνάγκη συστηματικά καὶ  ἐπίμονα καὶ μάλιστα μὲ ἀρκετὴ ἐπιτυχία σὲ μερικὲς περιπτώσεις.  Πρακτικὲς «φαρμακευτικὲς συνταγὲς» βρίσκουμε  πολλὲς φορὲς σκορπισμένες σε ἐκκλησιαστικὰ βιβλία. Πολλὲς φορὲς ὅμως τὶς βρίσκουμε καὶ συγκεντρωμένες πολλὲς μαζί καὶ συστηματικὰ καταγραμμένες.

Καταγράφουμε ἐδῶ μερικὲς ἀντιγράφοντάς τις ἀπὸ βιβλία τοῦ Μοναστηριοῦ  τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, χωρὶς σχολιασμοὺς καὶ διότι δὲν τὸ θεωροῦμε ἀναγκαῖο ἀλλὰ καὶ διότι πολλὲς λέξεις, ὡς ἐντελῶς ἄγνωστες, δὲν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὶς ἀντιγράψαμε σωστά:

  1. «Διὰ τὴν θέρμην ἔπαρε ἀδράμια κιτροκούκουτζα καὶ 3 κάντια ζάχαρη. Δράξε ὡς τὴ μέση καρ… ἤ βάλτο εἰς 4 φλητζάνια νὰ βράσει ἕως νὰ ἀκάμει κάτω».
  1. Χάπια καθαρτικά

Κεχριμπάρι κίτρινον σκόνην, μαστίχι ἐκλεκτόν ἀνὰ δράμια 2, ἁλωὴ μαύρη δράμια 5, ἀγαρικὸν τροχισμένον δράμια 1 καὶ μισό, ἀριστολογίαν στρογγυλὴν δράμια μισό, σιρόπι τῆς Βερονίκης ὅσον φθάνει διὰ νὰ κάμῃς ἕνα ἀπαλὸν ζυμάρι. Δόσεις ἀπό ἕνα τέγκι ἐπὶ ἕν βράδυ κινοῦν τὴν γαστέρα μὲ μετριότητα.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικὰ εὐκολώτερα

Μαστίχι δράμια 4, ἁλωή δράμια 10 ἐκλεκτή, ἀγαρικόν καλὸν δράμια 3, σιρόπι τοῦ στέμματος ὅσον φθάνει διὰ νὰ κάμῃς χάπια. Δόσεις ἀπὸ ἕν δράμι ἐπὶ τρία κινοῦν τὴν γαστέρα καὶ διορθώνουν πολλὰ τὰ ἁμαρτήματα, ἠμπορῶντας νὰ τὰ μεταχειρισθῇς χωρὶς φόβον βλαψίματος.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικά

Ἁλωή, ζαγρύδιον, ἀνὰ δράμια 5, τριαντάφυλλα, σεληνόσπορον ἀνὰ δράμια 2 καὶ 4, γλυκανισόσπορον, μαλαθρόσπορον ἀνὰ δράμια ξε΄, κρόκον, κολοκυνθήδια, μαστίχι ἀνὰ δράμια 1. Κάμε ὅλα τὰ ἄνωθεν ψιλὴν σκόνην καὶ ἀνακάτωσέ τα μὲ μέλι ὅσον φθάνει διὰ νὰ κάμῃς ἀπαλὸν ζυμάρι. Δόσεις ἀπὸ ἕνα τέγκι ἐπὶ  4.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικά, ἀγγελικά καλούμενα.

Ἁλωὴ μαύρη λύτρα 1, ζουμὶ τῆς πικραλίδας, ἕτερον τοῦ ἀντιδίου, ἕτερον βουγλώσσου, ἕτερον μπουραντζίνου, ἕτερον καπνιστοῦ (τοῦ ἰταλιστὶ φουμάρια) ἀνὰ οὐγγίας 4.  Ἀνάλυσον τὴν ἁλωὴν εἰς τὰ αὐτὰ ζουμία, ἔπειτα βάλετε μὲ αὐτὰ τὰ ζουμία εἰς τὴν φωτίαν νὰ ἐξατμισθῇ ἕως νὰ λάβῃ σχῆμα χαπίου καὶ τότε ἕνωσον ραβέντι ἐκλεκτὸν δράμια 1, άγαρικὸν τροχισμένον δράμια 1, κανέλαν ἐκλεκτὴν δράμια 2, ἀνακάτωσε αὐτὰ καὶ  κάμε τα χάπια μικρότερα, ραντίζοντας μὲ σκόνην τοῦ μονόκερου. Δόσεις ἀπὸ 16 σπειρία ἕως 30. Παῖρνε αὐτὰ ἀφ’ ἑσπέρας μετὰ τὸν δεῖπνον γιὰ νὰ καθαρίζουν χωρὶς ἐνόχλησιν τὴν γαστέρα, παστρεύουν τὸ στομάχι ἀπὸ τοὺς κακοὺς χυμοὺς καὶ οὕτως προφυλάττεσαι ἀπὸ πολλὰ χρονικὰ πάθη.

  1. Κουφέτα κινητικοῦ, μαντζούνι

Δράμια: 16 ἀναμική, 4 μάννα, 4 θυμίαμα, 4 μαστίχι, 20 κάντιον ζάχαρι, κασία 8, ραβέντι 50, παστρικόν μέλι καὶ ἕν φλυτζάνι νερόν. Καὶ πρῶτα βάλε τὸ μέλι εἰς ἕνα σαγάνι καὶ θέσε το εἰς τὴν φωτίαν, διὰ νὰ λυώσῃ, περνῶντας εἰς τὸν ἀτμόν του, βάλε καὶ τὸ φλυτζάνι τὸ νερὸν καὶ ἀνακάτωσέ το, ὕστερον βάλε τὸ μάννα καὶ κάμε ὁμοίως καὶ ἀνακάτωσέ το ὥστε νὰ βράσῃ καλά. Ἔπειτα τὰ παίρνεις ἀπὸ τὴν φωτίαν καὶ τὰ ἀνακατώνεις καλύτατα καὶ βάλε καὶ τὴν κασίαν καὶ πάλιν ἀνακάτωσέ τα. Μετὰ ταῦτα ρίψε καὶ τὴν ἀναμικὴν καὶ τὰ ἀνακατώνεις πολὺ ἕως νὰ κρυώσῃ καλά. Ἔπειτα βάλε τὸ μαστίχι καὶ ἀνακάτωσέ τα καλά. Βάλε καὶ τὸ ραβέντι, ὅμως μαστίχι καὶ θυμίαμα μὴ βάλεις εἰς τὸ μέλι ὅταν δὲν κρυώσει.

  1. Σπειρὶ καθαρός

Ραβέντι δράμια 3, γοτεγόμα δράμια 3, μαχμουτιά δράμια 3 καὶ μάννα δράμια 7. Κοπάνισον … χώρια πᾶσα ἕνα καὶ  στούμπισον μὲ τὸ μάννα ἕως νὰ γένουν ὡσὰν κερὶ μαλαγμένον καὶ  τότες βάλε τα εἰς κουτὶ καὶ φύλαξον νὰ μὴ ξεθυμάνῃ, καὶ ὁπόταν θέλεις κάνε χάπια καὶ δίνε τρία ἤ τέσσερα κατὰ τὸν ἄνθρωπον.

  1. Ἕτερον σερότι καλύτερον

Ἔπαρον δυναμικὴ καθαρισμένη δράμια 3, ἅλας τῆς ἐγκλιτέρας δράμια 4, τεμπραχουντὶ δράμια 5, μάννα τατέτιες δράμια 8, τὰ ὁποῖα ἄς μουσκέψουν. Ἔπειτα βράσον μὲ 4 δράμια νερὸ καὶ στράγγισον καὶ δός του τὴν αύγὴν διὰ νὰ πίῃ.

  1. Ἕτερα χάπια καθαρτικά.

Μαλμουτιὲ δράμια 5, καταλατίνι καβουρδισμένον δράμια 5, τζαλάδια δράμια 5, τρεμόρη δράμια 5. Ταῦτα πάντα κουπάνισον καὶ κοσκίνησον μὲ τὴν σίταν καὶ μάνα ὅσον ἀρκεῖ καὶ κάμε χάπια καὶ δῶσε τρία ἤ τέσσερα κατὰ τὴν κράσιν.

 

  1. Διά σταματισμόν τοῦ τῆς ρουθοῦ αἱματίου, τῆς μύτης δηλ.

Καλλιμάντζουνι καὶ ξύδι, ὑδράργυρον δράμια 25, μαχμουντιὲ δράμια 12 πρὸς πτα(;) 8, ἁλώη δράμια 30, παράδοξον δράμια 15.

Κοπάνισον τὸ κάθε ἕνα χωριστά. Ἔπειτα ἄτισον αὐτά καθένα. Εἶτα πλύνον τὸν υδράργυρον μὲ ἅλας καὶ νερὸν εἰς ἕνα ἀγγεῖον. Εἶτα ἕνωσον αὐτὸν μὲ τὴν ἁλώη καὶ μὲ σπίρτον καλὸν καὶ δούλευσον αὐτὰ ἀρκετά, ἔπειτα βάλε τὸ παράδοξον καὶ ὕστερον τὴν μαχμουντιὲ καπνισμένην μὲ τὸ θειάφι.

 

  1. Χάπια στομαχικά

Θυμίαμα σταλαγματιά χάπια 10, μαστίχι δράμια 10, αλόη δράμια 10. Νὰ κοπανισθοῦν χώρια πᾶσα ἕνα καὶ νὰ ζυμωθοῦν μὲ κρασὶ καλὸν ἵνα γένουν χάπια ὡς μικρά ρεβύθια καὶ πιῆτε 5 τὸ βράδυ πρὶν νὰ κοιμηθῆς.

 

  1. Μαντζούνι τὸ ὁποῖον εἶναι δυναμωτικὸν καὶ τονωτικόν, ἔτι ὠφέλιμον καὶ διά τὰ κοψίματα, ὁποὺ προέρχονται ἀπὸ βλέγματα ἀπὸ κρύον. Ἡ δόσις ἀπὸ δράμια 1 ἕως 2, ύστερον από το φαγητόν.

Μαστίχι δράμια 3, πεπερόριζα δράμια 5, τζεδιάρια δράμια 4, πεσπεσὲ δράμια 2, στακουλὲν(;) τὸν τοῦ ὄροντου(;) δράμια 3, κόυμπαμπές(;) δράμια 4, γαρούφαλα δράμια 2, μοσχοκάρυδον δράμια 4 καὶ <, κανέλα δράμια 3, κεβρετζέν(;) καθαρόν δράμια 4, κεχριμπάρι δράμια 8, κρεμέζι δράμια 1. Αὐτὰ ὅλα νὰ τὰ κάμῃς κόνες ψιλὲς καὶ νὰ τὰ ζυμώσῃς μὲ τὸ σιρόπι τοῦ γλυκορίζου νὰ τὰ κάμῃς μαντζούνι. Τὸ σιρόπιον τοῦ γλυκορίζου. Παρασκευάζεται οὕτω. Γλυκόριζα δράμια 8, γλυκάνιτζον δράμια 4. Τὰ βράζῃς μὲ μισὴ ὀκὰ  νερόν, ὀλίγον ὕστερον τὰ στραγγίζεις  καὶ βάνεις ζάχαρη δράμια 80 καὶ τὰ βράζῃς ὄμορφα ἕως νὰ πήξῃ ὡς καλὸν μέλι.

 

  1. Μαντζούνι δυναμωτικόν διὰ ἄρρωστον.

Κανέλα δράμια 15, γαρούφαλα δράμια 15, μοσχοκάρυδον δράμια 8, κιμπαντιές δράμια 15, κρεμέτι δράμια 1, ζάχαρι δράμια 4. Αὐτὰ ὅλα νὰ γίνουν σκόνες ψιλές, νὰ ἀνακατωθοῦν ὅλα μαζὶ καὶ νὰ δίδῃς ἑνὸς ἀρρώστου ὅπου νὰ μὴν ἔχει δύναμιν δράμια 15 ἕως 20.

 

  1. 14. Ἕτερα χάπια στομαχικά

Λάβε ἁλώης ἐκλεκτῆς δράμια 16, μύρας ἀρίστης δράμια 8, κρόκου καθαροῦ δράμια 4. Κοπάνισον, ζήτισον κατὰ τὴν τέχνην καὶ μὲ κρασὶ ἀρωματικὸν ποίει καταπότια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα λάμβανε νήστις δράμια 1 ἤ καὶ παράνω διότι οὐ μόνον εἶναι προφυλακτικὰ ἀμὴ εὐγάνουσιν ἀπὸ τὸν στόμαχον ἀκόμη καὶ τοὺς  θυμοὺς ὁποὺ εἰς αὐτοὺς εἶναι βυθισμένος.

 

  1. ατζιάτι κόντρι πέστε ντέτο ντεκνάτρο λάντρι ντιμαρόλια

Ἤγουν ὄξος ἐναντίον τῆς πανώλης, ὀνομαζόμενον τῶν τεσσάρων κλεπτῶν της Μαρόλιας.

Ἔπαρον ἡδύοσμον, ἁλισφάκα, ἀπήγανον ἤμερον, λεβάντα, ἀψινθιά, δεντρολίβανον ἀνὰ πλόχειρον.  1ον ὄξος δυνατώτατον λθ.  β΄ βάλετα ὅλα αὐτὰ νὰ μουσκέψουν εἰς ἑνα ἀγγεῖον γυάλινον, νὰ εἶναι καλὰ βουλωμένον. Βάνοντας ἔπειτα αὐτὸ εἰς τὸ χλιαρὸν νερὸν νὰ σταθῇ ὥρας σαράντα ὀχτώ, ἔπειτα αὔξησον τὴν φωτίαν ἕως νὰ βράσῃ τὸ αὐτὸ νερὸν μίαν ὥραν, εἶτα κατέβασέ τα ὁποὺ νὰ κρυώσῃ καὶ στράγγισέ το στρίβοντάς το σφιχτὰ καὶ ἕνωσον εἰς αὐτὸ τὸ ζουμί μίαν οὐγγιὰν κάμφοραν τριμμένην καὶ οὕτω φύλαξέ το αὐτὸ εἰς γυαλίον καλὰ σφαλισμένον.

Τὸ τοιοῦτον ἰατρικὸν ὅτε μετεχειρίσθη μὲ τοιαύτην βεβαιότητα παρὰ τεσσάρων κλεπτῶν εἰς τὴν θαυμαστὴν καὶ σκληρωτάτην πανώλην τῆς Μαρόλιας ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐστάθησαν πάντοτε ἀβλαβεῖς μόλον ὅπου ὲπήγαιναν εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὰ λείψανα ὅπου ἦτον μολυσμένα ἀπὸ τὴν πανώλην. Ἔβρεχον μὲ αὐτὸ τὰ ρουθούνια τους, τοὺς σφυγμούς τους, πλύνοντας τὸ στόμα τους μὲ αὐτὸ  τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα. ἤθελε ἐπαινέσω έτι καὶ τὴν ἐσωτερικὴν του μεταχείρησιν, πίνοντας κάθε πουρνὸν ἀπὸ  δύο δράμια ἕως 6. Συμπεραίνω ὠφελιμώτατον εἶναι τοῦτο τὸ ὄξος εἰς πᾶσαν ἀσθένειαν ἐπιδημικὴν νὰ τὸ μεταχειρίζουσι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, τόσον βρέχοντας τὰ ἐξωτερικὰ μέρη ὅσον καὶ πίνοντάς το ὄχι μόνον ἰατρεύει τὰ σκληρὰ πάθη αὐτά, ἀλλ’ ἔτι προφυλάττει καὶ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους καθὼς χάριν λόγου ἰατρούς, ἱερεῖς καὶ ἄλλους ἐξ ἀνάγκης ἀφεύκτου πρέπει νὰ τρέξουν εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς.

[1] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ ἀφιερωτηρίου ἐγγράφου τὸ παραθέτουμε στὸ κεφάλαιο «Ἱστορία μὲ ἔγγραφα».

[2] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ.716.

[3] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ.716.

[4] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος, στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 376.

[5] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄, σελ. 253.

[6] αως = 1806.

[7] Γιὰ τὴ σημαντικότητα τοῦ χειρογάφου αὐτοῦ ὑπάρχουν πληροφορίες στὸ κεφάλαιο «Χειρόγραφα καὶ Κειμήλια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

[8] Ὁ ἐκτενὴς κατάλογος τῶν ἁγίων λειψάνων παραλείπεται στὴν μορφὴ τῆς «ἐνθύμησης» ποὺ τὴν διέσωσε ὁ Γιαννόπουλος.

[9] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 687.

[10] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 702.

[11] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 722.

[12] Τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ σουλτανικοῦ αὐτοῦ φιρμανίου  ὑπάρχει στὸ κεφάλαιο «Ἡ Ἱστορία μὲ ἔγγραφα».

[13] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Γ΄, Ἀθήνησιν 1900. σελ. 10.

[14] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  689.

[15] Εἶναι ἡ λεγόμενη «τρύπα» ἤ «Σπηλιὰ τῆς Παναγίας» ποὺ τὴν εἴδαμε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις.

[16] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 656.

[17] Τὸ πλῆρες κείμενο καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐγγράφου παρατίθεται στὸ κεφάλαιο «Ἱστορία μὲ ἔγγραφα».

[18] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 721.

[19] Νικόλαος Γιαννόπουλος,  «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῶ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄ σελ. 369.

[20] Νικόλαος Γιαννόπουλος,  «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῶ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος ΙΘ΄ σελ. 369.

[21] Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄθρυος, τεῦχος Γ΄, Ἀθήνησιν 1900. σελ. 9 καὶ Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος ΙΘ, σελ. 369.

[22] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 686.

[23] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφή τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 720.

[24] Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,   στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  686.

[25] Διορθώσαμε κάποια ἀπὸ τὰ πολλὰ ὀρθογραφικὰ λάθη τοῦ πρωτότυπου κειμένου, καθὼς κύριος σκοπός μας εἶναι ἡ σαφὴς ἀπόδοση τοῦ περιεχομένου του.

[26] Ἐπισημαίνουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι οἱ καλόγεροι ἀναφέρονται ὄχι σὲ «Μονὴ Ξενιᾶς» ἀλλὰ σὲ «Μονὲς Ξενιᾶς». Αὐτὸ ἀσφαλῶς δηλώνει ὅτι ὑπῆρχαν δύο ὁμάδες καλογέρων, μὶα στὸ «πάνω» καὶ μία στὸ «κάτω» Μοναστήρι, καὶ ὅτι χρησιμοποιοῦνταν καὶ γιὰ τὶς δύο ὁ χαρακτηρισμὸς «Μονὴ», χωρὶς ὅμως τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τοῦ ὅρου, ἀφοῦ εἶχαν ἕνα ἡγουμενοσυμβούλιο.

[27] ἀρνούμεθα, ἀκυρώνομε.

[28] ἄν θελίση καὶ εύγη εἰς κριτίριον = ἄν ὁ κ. Σχοινᾶς ἀποφασίσει νὰ καταφύγει σὲ δικαστήρια.

[29] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς  τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 686-687.

[30] Ἀναλυτικὰ σχόλια γιὰ τὸ χρονικὸ αὐτὸ σημείωμα παρουσιάζονται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τοῦ γνωστοῦ ὡς Μοναστήρι «Παναγίας Κισσιώτισσας».

[31] Παραθέτουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ ἀκριβὲς κείμενο τοῦ σχετικοῦ σχολίου τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου, ὁ ὁποῖος πρωτοδημοσίευσε τὴν «ἐνθύμηση» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 620 -622, σὲ ἐργασία του μὲ τίτλο «Χρονικὸν σημείωμα ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς»: «Καί περ νεώτερον τὸ χρονικὸν τοῦτο σημείωμα, οὐχ ἧττον δίδωσιν ἡμῖν ἀτελεστάτας εἰδήσεις περὶ τῆς ὑπὸ τῶν Φράγκων καταλήψεως τῆς Δημητριάδος ἐν ἔτει 1277, καθ’ ὅν χρόνον στρατὸς καὶ στόλος αὐτοκρατορικὸς ἐπολέμουν κατὰ τοῦ ἀποστατήσαντος δεσπότου τῆς Θεσσαλίας Ἰωάννου. Ὄντως τότε στόλος λατινικὸς εἰσπλεύσας εἰς τὸν Παγασητικὸν κόλπον καὶ καταλαβὼν αἰφνιδίως τὸν ὑπὸ τὸν Φιλανθρωπινὸν ἐν Δημητριάδι ναυλοχοῦντα βυζαντιακὸν στόλον, οὗτινος τὰ πληρώματα εἶχον διασκορπισθῇ εἰς τὴν παραλίαν, τρέπει αὐτὸν εἰς ἄτακτον φυγὴν, κυριεύσας καί τινα πλοῖα. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐπιφαίνεται ὁ στρατάρχης τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ Ἰωάννης, ὅς ἐπιβιβάσας εἰς τὰ ἐναπολειφθέντα πλοῖα τὰ λείψανα τοῦ ἐν προγενεστέρᾳ μάχῃ δεκατισθέντος βυζαντιακοῦ στρατοῦ, τρέπει τὸν λατινικὸν στόλον εἰς φυγὴν καὶ οὕτως ἡ προτέρα ἀποτυχία ἐτράπη ἤδη εἰς ἀνέλπιστον ἐπιτυχίαν καὶ ἱκανοποίησιν αὐτοῦ. Φαίνεται δὲ ὅτι τότε ὁ λατινικὸς στόλος κατέπλευσεν εἰς Ἁλμυρόν, ὅν εἷλεν ἄνευ ἀντιστάσεως, ἐπενεγκὼν ἴσως σημαντικὰς εἰς αὐτὸν ζημίας. Τῷ δὲ ἐπιόντι ἔτει 1278 νέα στρατιὰ ἐξεπέμφθη ἐκ Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τοὺς στρατηγοὺς Συναδηνὸν ἤ Συνοδινὸν καὶ Καβαλλάριον, οἵτινες καταλαβόντες τὴν Δημητριάδα καὶ τὸν Ἁλμυρὸν προεχώρησαν μέχρι τῶν ἐνδοτέρων τῆς χώρας, ὅτε παρὰ Φάρσαλον συνεπλάκησαν μετὰ τοῦ Ἰωάννου, κατατροπώσαντες ὁλοσχερῶς τὸν Βυζαντιακὸν στρατόν.

Δευτέρα δέ τις ἅλωσις τοῦ Ἁλμυροῦ ἀναφέρεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἡ γενομένη ἐν ἔτει 1307. Τότε Φερδινάνδος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ βασιλέως τῆς Σικελίας, ἀποσταλεὶς παρὰ τοῦ θείου αὐτοῦ διὰ νὰ προσοικειωθῇ τοὺς Καταλανοὺς ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ προσελθὼν εἰς αὐτοὺς μετὰ τεσσάρων γαλερῶν, ἀπῂτησε νὰ ὑποταχθῶσιν εἰς αὐτόν. Μὴ ἐνδόντων δ’ αὐτῶν εἰς τὰς ἀπαιτήσεις αὑτοῦ ὁ βασιλόπαις ἀνεχώρησεν εἰς Θάσον, ἔνθα εὗρεν τὸν Μοντάνερον, ἕνα τῶν ἀρχηγῶν αὑτοῦ, μεθ’ οὗ ἀπέπλευσε μετὰ τεσσάρων γαλερῶν καὶ δύο ἄλλων πλοίων καὶ λεηλατήσας καθ’ ὁδὸν τὸν Ἁλμυρὸν καὶ τὴν Σκόπελον ἀπεβιβάσθη εἰς Χαλκίδα, ἔνθα συνελήφθη ὑπὸ τῶν Ἑνετῶν. Ἄδηλον εἰς ποίαν τῶν δύο τούτων ἁλώσεων ἀναφέρεται τὸ προκείμενον σημείωμα

[32] «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 690-692.

[33] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 657.

[34] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 686.

[35] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 713-714.

[36] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 720.

[37] Νικόλαος Γιαννὀπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος (1934), σελ. 77.

[38] Πρόκειται, φυσικά, γιὰ τὴν παλιὰ «Κάτω Μονὴ Ξενιᾶς», τὰ κτίρια τῆς ὁποίας ἐγκαταλείφθηκαν μετὰ τὴν καταστροφὴ τους ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς τοὖ 1980, γιὰ νὰ γίνει ἀνέγερση νέας σὲ σταθερότερο ἔδαφος στὴ θέση «Καστράκι», ἡ ὁποία εἶναι πλέον «Γυναικεία Μονὴ Ξενιᾶς».

[39] Νικόλαος Γιαννὀπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τομος 4ος (1934), σελ. 78.

[40] Γαρδίκι εἶναι ἡ σημερινὴ Πελασγία τῆς Φθιώτιδας.

[41] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ» στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τομος 4ος (1934), σελ. 79.

[42] Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», στὸ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ», τόμος 4ος, (1934) σελ. 79.

[43] Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμ. 19, Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος», σελ. 264.

[44] Ἀμπλακία =παράπτωμα, ἁμαρτία, παραπάτημα..