Ἡ μοναστικὴ δραστηριότητα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας (μέρος δέκατο τέταρτο)

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

Ἡ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας (ἤ Παναγίας Ξενιᾶς) (συνέχεια απο τα προηγούμενα)

Ἡ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ «ἐνθυμήσεις» (2ο μέρος)

 

1556

Ἡ ἀντιγραφὴ κωδίκων, ἐκκλησιαστικῶν, λειτουργικῶν καὶ ἄλλου εἴδους ἐπιστημονικῶν βιβλίων, ὅπως καὶ ἔργων ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ἦταν μιὰ μακροχρόνια παράδοση ποὺ τηροῦνταν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει. Τὰ περισσότερα βεβαίως δείγματα τῆς δουλειᾶς αὐτῆς ἔχουν χαθεῖ. Ἐλάχιστα ἔφθασαν ὡς τὶς ἡμέρες μας. Τὸ τελευταῖο, ὅπως ἀναφέρουμε παραπάνω, ἦταν τοῦ ἔτους 1497.

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα, ἀπὸ ὅσα ἔχουν διασωθεῖ, τὸ ἑπόμενο χρονολογικὰ, εἶναι τοῦ ἔτους 1556. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἔργο τοῦ  μοναχοῦ Νεοφύτου. Στὰ 1556 ὁ μοναχὸς τῆς Παναγίας Ξενιᾶς Νεόφυτος, ἀκολουθῶντας τὸ παράδειγμα πολλῶν ἄλλων συνασκητῶν του, ἀσχολήθηκε ἐπὶ πολὺ καιρὸ προκειμένου νὰ γράψει ἕνα κώδικα στὸν ὁποῖο συμπεριέλαβε «πολλῶν εἰδῶν εὐχὲς καὶ λόγους».

Τὸ ἔργο του τὸ τελείωσε στὶς 21 Δεκεμβρίου τοῦ 1556. Θεωρῶντας καὶ αὐτὸς, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι μοναχοὶ ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τέτοιου εἴδους ἐργασίες, ὅτι τὸ ἔργο του ἦταν «δῶρον Θεοῦ» στὸ Μοναστήρι τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε καὶ μὲ δικό του «πόνο», σημείωσε στὸ τέλος τοῦ κώδικά του:

 

«+ Ἔτος  ζξδ[1] μηνὶ Δεκεμβρίῳ κα΄.

Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Νεοφύτου πόνος».[2]

 

1564

Ἕνα ἄλλο δεῖγμα τῆς συστηματικῆς καὶ ἐπίμονης ἀντιγραφικῆς ἐργασίας ἡ ὁποία πραγματοποιοῦνταν στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ τὸ ὁποῖο, διαφεύγοντας ὅλες τὶς ἀπώλειες καὶ καταστροφὲς ποὺ εἶχε ἐπιφέρει σ’ αὐτὸ  ὁ «πανδαμάτωρ» χρόνος, ἔφθασε ὡς τὶς ἡμέρες μας εἶναι ἕνας κώδικας τοῦ 16ου αἰῶνα.

Πρόκειται γιὰ ἕνα χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου ποὺ ἀνῆκε στὴ Μονὴ Ξενιᾶς.  Προσφέρθηκε ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξενιᾶς στὴ Φιλάρχαιο Ἑταιρεία Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς» καὶ σήμερα βρίσκεται στὴ βιβλιοθήκη τοῦ «Γιαννοπούλειου Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἁλμυροῦ».

Ὁ ἀντιγραφέας, καλόγερος τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς, τελειώνοντας τὸ ἔργο του, πρόσθεσε στὸ κείμενο τοῦ Μηναίου μὲ  κιννάβαρη,[3] ἀρχικὰ  τὰ ἑξῆς ἁπλὰ λόγια:

«Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς ἡμῶν δὲ ἕνεκα πάντων ἡμῶν. Ἀμήν».

Λιτὸ καὶ λίγο ἀσαφές, ἀσφαλῶς, τὸ κείμενο τῆς ἐνθύμησης αὐτῆς γιὰ ὅσους σ’ ἕνα ἀποσπασματικὸ κείμενο διαβάζουν ἁπλά καὶ μόνο ὅσα βλέπουν τὰ μάτια τους καθὼς μάλιστα, στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, δὲν ὑπάρχει τὸ ἀπαραίτητο ρῆμα ποὺ νὰ δίνει νόημα στὴ φράση.

Γιὰ τὸν ἀναγνώστη ὅμως ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ ἀφαιρετικὲς συλλογιστικὲς προεκτάσεις, νὰ φθάσει ὡς τὰ 1564, νὰ νιώσει τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τῶν μοναχῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὶς σκέψεις τοῦ καλόγερου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀφιερώσει τὴ ζωή του στὴν προσευχή καὶ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ζῶντας ἀπομονωμένος στὶς πυκνοδασωμένες πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης, ἡ ἁπλῆ αὐτὴ φράση λέει πολλὰ.

«Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς» εἶχε γεμίσει, ὁ Θεὸς ποὺ γεμίζει καὶ κατακλύζει τὰ πάντα, ὁ πανταχοῦ παρών, εἶχε «πληρώσει», εἶχε κατακλύσει καθολικὰ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ ὁλόκληρο τὸ «εἶναι» τοῦ καλόγερου, ὅλο αὐτὸν τὸν καιρό ποὺ ἔγραφε. «Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς»  τὸν ἀξίωσε νὰ τελειώσει τὸ ἔργο του, νὰ τὸ ὁλοκληρώσει, νὰ τὸ κάνει «πλῆρες» καὶ ἦταν εὐτυχισμένος. «Ὁ πληρῶν τὰ πάντα Θεὸς ἡμῶν», ὁ Θεὸς  μας, κάνει ὅλα γιὰ ὅλους ἐμᾶς, «ἕνεκα πάντων ἡμῶν». Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ γεμίζει, ποὺ πλημμυρίζει τὰ πάντα γιὰ χάρη ὅλων ἡμῶν. Αὐτὸς εἶναι «τὸ Πᾶν». Μέσα σ’ Αὐτὸ «τὸ Πᾶν» ζοῦμε καὶ ὑπάρχουμε ὅλοι μας γιὰ πάντοτε.

Στὴ συνέχεια ὁ ταπεινὸς καλόγερος ἀναγνωρίζει βεβαίως καὶ τὸ ξέρει πολὺ καλὰ ὁ ἴδιος προσωπικά, θέλει ὅμως νὰ τὸ δηλώσει καὶ γραπτά, νὰ τὸ διακηρύξει σ’ ὅλους γιὰ νὰ τὸ μάθουν ὅτι τὸ τεράστιο αὐτὸ σὲ ὄγκο δημιούργημά του, ποὺ ξεπερνοῦσε τὶς 550 σελίδες, ἔγινε μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἀναγνωρίζει ὅτι ἦταν ἕνα  «δῶρο Θεοῦ» στὸ  Μοναστήρι τους καὶ ὅτι αὐτὸς ἁπλὰ μόνο συνεργάστηκε σ’ αὐτό, αὐτὸς μόνο ἀξιώθηκε νὰ συνδράμει σ’ αὐτό, καταβάλλοντας τὸν προσωπικὸ κόπο του. Αὐτός, ὁ Ἰωακείμ, ἦταν ἁπλὰ «τὸ χέρι» ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴ γραφή, τὸ χέρι ποὺ ἔγραφε. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ σημπλήρωσε τὴν παραπάνω φράση, δηλώνοντας καὶ τὸ ὄνομά του καὶ γράφοντας:

«Θεοῦ δῶρον καὶ Ἰωακεὶμ ἱερομονάχου

πόνος καὶ συνδρομή».

Τὸ βιβλίο ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἦταν καθαρὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ μόνο «κόπο καὶ συνδρομὴ» γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἔργου αὐτοῦ κατέβαλε ὁ ἱερομόναχος Ἰωακείμ.

Τέλος, κλείνοντας τὸ ἔργο ὁ ἀντιγραφέας τοῦ «Μηναίου», ἱερομόναχος Ἰωακείμ, συμπλήρωσε, ὁλοκληρώνοντας τὶς σημειώσεις του, καὶ τὴν ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποία τελείωσε τὸ ἔργο του: 8 Ὀκτωβρίου 1564, ὑπολογίζοντας, ὅπως συνηθιζόταν στὴν ἐποχή του, τὸ ἔτος «ἀπὸ κτίσεως κόσμου», ζοβ΄ (7072):

«+Ἐτελειώθη ἐπί ἔτους ζοβ΄

ἰνδικτιῶνος ζ΄ μηνί  Ὀκτωβρίου η΄».

 

Τὸ ἔργο τοῦ καλλιγράφου ἀντιγραφέα Ἰωακεὶμ εἶχε τελειώσει. Τὸ «Μηναῖο» τοῦ Αὐγούστου, ὡς γραπτὸ κείμενο, ἦταν ἕτοιμο νὰ χρησιμοποιηθεῖ. Ἔπρεπε ὅμως τὸ βιβλίο στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένο καὶ θὰ χρησιμοποιοῦνταν νὰ εἶναι εὔχρηστο, γερὸ καὶ κομψό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ μὲ ἀσφάλεια καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὸ χρόνο, ἰδιαίτερα μάλιστα αὐτὸ εἰδικὰ τὸ βιβλίο, ἕνα «Μηναῖο», τοῦ μῆνα τῆς γιορτῆς καὶ τῶν πανηγυριῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τους, τοῦ Αὐγούστου. Ἔπρεπε νὰ εἶναι βιβλιοδετημένο γιὰ νὰ διαρκέσει ἡ ζωή του.

Τὴ βιβλιοδεσία ἀνέλαβε ἕνας ἄλλος καλόγερος τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος εἰδικευόταν στὴν τέχνη της βιβλιοδεσίας. Εἰδικευόταν στὸ «κεφάλωμα» τῶν βιβλίων. Τὸ «Μηναῖο» τοῦ Ἰωακείμ, τὸ «κεφάλωσε» ὁ μοναχὸς «ἁμαρτωλὸς Εὐφρόσυνος», ὅπως ἀποκαλεῖ ὅ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.

Ὁ «ἁμαρτωλὸς Εὐφρόσυνος»,  ἐλπίζοντας ὅτι ἡ ἐργασία του αὐτὴ θὰ βοηθοῦσε στὴν ψυχική του σωτηρία, σημείωσε καὶ αὐτὸς δυὸ λόγια στὸ ἴδιο βιβλίο, κάτω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ «ἀδελφοῦ» Ἰωακείμ, παρακαλῶντας τὸν ὅποιον ἀναγνώστη ἔπιανε τὸ βιβλίο στὰ χέρια του νὰ «μνημονεύσει» μαζὶ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ αὐτὸν τὸν ἁμαρτωλό. Ἔτσι ἔφτασε ὡς ἐμᾶς ἡ παράκλησή του:

«Μνημόνευσον κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ Εὐφροσύνου,

ὁποῦ τὸ κεφάλωσα τὸ μηναῖον διὰ ψυχικὴν σωτηρίαν». [4]

Ἐγώ, ἦταν σὰ νὰ ἔγραψε ὁ Εὐφρόσυνος, θαυμάζοντας τὸ ἔργο τοῦ «ἀδελφοῦ» του Ἰωακείμ, δὲν γνωρίζω γράμματα καὶ καλλιγραφία, ὅπως ὁ ἀδελφός μου Ἰωακείμ, γιὰ νὰ γράψω τέτοια βιβλία, ἐγὼ ὅμως βοήθησα στὸ δέσιμό του, ἀλλὰ σὺ ἀναγνώστη, ὅταν πάρεις στὰ χέρια σου καὶ ἰδεῖς αὐτὸ τὸ βιβλίο, «μνημόνευσον κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ Εὐφροσύνου, ὁποῦ τὸ κεφάλωσα».

 

 

1573

Καταστροφὲς, λεηλασίες καὶ ἁρπαγὲς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς καὶ κάποιων γειτονικῶν χωριῶν φανερώνει καὶ μιὰ ἄλλη ἐνθύμηση μὲ πολλὰ κενὰ, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ γίνει κατανοητὸ στὸ σύνολό του τὸ περιεχόμενό της.

Ἡ «ἐνθύμηση» ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο σὲ ἕνα χειρόγραφο κώδικα τοῦ 15ου αἰώνα τοῦ ἀρχείου τῆς Ξενιᾶς. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ ὅσα μπορεῖ κάποιος νὰ συμπεράνει ἀπὸ τὸ μικρὸ σπάραγμα τῆς ἐνθύμησης αὐτῆς ποὺ ἔφτασε ὡς τὴν ἐποχή μας, μιὰ Πέμπτη τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ 1573 κάποιοι ἐπέδραμαν καὶ «ἐχάλασαν», μὲ ἄλλα λόγια γκρέμισαν, ἔκαψαν, κατέστεψαν, ἅρπαξαν καὶ λεηλάτησαν τὸ Μοναστήρι.

Ἡ «ἐνθύμηση» ἔλεγε :

«ἔτος ζπα΄[5]  …….   τὸν μῆνα  Ὀκτώβριον …..  

ἡμέρα Πέμπτη …….  ἐχάλασαν  …..». [6]

Δύσκολα μπορεῖ κάποιος ὑπεύθυνα νὰ βεβαιώσει ποιοὶ ἦταν οἱ ἐπιδρομεῖς ποὺ «ἐχάλασαν», ἄν λάβει  ὑπόψη του τὴν χρονολογία τοῦ γεγονότος, 1573, ἐποχή σκληρῆς μὲν τουρκοκρατίας ἀλλὰ καὶ ἀμφισβήτησής της ἐξαιτίας ἄλλων ἐπιδρομέων, ληστρικῶν ὁμάδων, ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοφύλων, ποὺ λυμαίνονταν ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὴν ὀρεινὴ αὐτὴ περιοχὴ τῆς Ὄρθρης.

 

1619

Σὲ μερικὰ σπαράγματα ἑνὸς χάρτινου χειρόγραφου κώδικα, τοῦ 17ου αἰῶνα, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς περιλαμβάνονται, γραμμένα σὲ δύο στῆλες, ἀποσπάσματα κειμένων ἀπὸ τοὺς  Λόγους Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: α) εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν 318 πατέρων καὶ β) εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Σε κάποιο σημεῖο τοῦ κώδικα αὐτοῦ ἀναγράφεται μία ἁπλῆ «ἐνθύμηση», χωρίς κανένα ἄλλο στοιχεῖο ἤ πληροφορία:

«Ἐπὶ ἔτους ζρκζ΄,[7] ἰνδικτιῶνος γ΄[8], μηνὶ Μαρτίου α΄».

 

 

1663

Σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ὅλη διαδικασία τῆς ὁλοκλήρωσης τῶν ἐργασιῶν σ’ ἕνα μοναστήρι εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἡ  ἐσωτερικὴ διακόσμηση τοῦ καθεδρικοῦ τοῦ ναοῦ του καὶ ἡ εἰκονογράφησή του.

Ἡ εἰκονογράφηση τοῦ κυρίως ναοῦ, τοῦ καθεδρικοῦ, στὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημα του Μοναστηριοῦ τῆς  Παναγίας Ξενιᾶς ἔγινε στὰ 1663.

Γιὰ νὰ γίνει γνωστὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ νὰ παραμένει εἰς «ἀΐδιον μνήμην» ἡ σχετικὴ πληροφορία ἀναγράφηκε πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ. Ἡ ἐπιγραφὴ σώζεται μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ», πάνω ἀπὸ τὴ δυτικὴ εἴσοδό του:

 

«+ ΕΙC  ΑΪΔΙΟΝ  ΜΝΗΜΗΝ

ΑΝΙCΤΟΡΗΘΗ  Ο  ΘΕΙΟC  ΚΑΙ  ΠΑΝCΕΠΤΟC  ΝΑΟC

ΟVΤΟC  ΤΗC  ΥΠΕΡΑΓΙΑC  ΔΕCΠΟΙΝΗC  ΗΜΩΝ

ΘΕΟΤΟΚΟV  ΔΙΑ  CVΝΔΡΟΜΗC  ΚΑΙ  ΔΑΠΑΝΗC

ΚΑΙ  ΜΟΧΘΟV  ΤΟV  ΠΑΝΟCΙωΤΑΤΟV  ΚΑΙ  ΑΓΙΟV  ΠΡΟ

ΗΓΟVΜΕΝΟV  ΚωΝCΤΑΝΤΙΝΟV  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟV

ΚΑΙ  ΝΕΟ  ΚΤΙΤΟΡΑC

ΚΑΙ  ΗΓΟVΜΕΝΕVΟΝΤΟC  ΜΑΞΙΜΟC  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟV.

ΧΕΙΡ ΙωΑΝΝΟV ΖωΓΡΑΦΟV.

ΕΤΟC CωΤΗΡΙΟΝ ΑΧΞΓ΄ ΜΗΝΙ  ΑVΓΟVCΤΟV   Ι΄».

 

«+ Εἰς ἀΐδιον μνήμην. Ἀνιστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναὸς οὗτος τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου διά συνδρομῆς καί δαπάνης καί μόχθου τοῦ πανοσιωτάτου καὶ ἁγίου προηγουμένου Κωνσταντίνου ἱερομονάχου καὶ νέος κτίτορας καὶ ἡγουμενεύοντος Μάξιμος ἱερομονάχου. Χείρ  Ἰωάννου Ζωγράφου. Ἔτος σωτήριον αχξγ΄ (1663) μηνί Αὐγούστου δέκα» .[9]

Τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς αὐτῆς, στὴν παραπάνω μορφή, σὲ ἀντιγραφὴ τοῦ Νικόλαου  Γιαννόπουλου, δὲν συμφωνεῖ ἀκριβῶς μὲ τὶς ἀποδόσεις ἄλλων ἀντιγραφέων της, ὅπως τοῦ Ν. Μουτσόπουλου, στὸ Λεύκωμα βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν ἐπιγραφῶν (Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 105) ἤ τοῦ Τριντάφυλλου Παπαζήση στὰ Ἀχαιοφθιωτικὰ (Α΄), Πρακτικά τοῦ Α΄ Συνεδρίου Ἁλμυριώτικων Σπουδῶν (Ἁλμυρός 1993, σελ. 188), ἤ τοῦ Χερουβεὶμ Βελέτζα, στὸ «Τὸ Μοναστήρι τῆς Ἄνω Ξενιᾶς» (Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ἄνω Ξενιᾶς, 2000, σελ. 49). Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς κατανόησής της, διόρθωσε κάποια ὀρθογραφικὰ λάθη της.

Χαρακτηριστικὸ ἀξιοσημείωτο τῆς κτητορικῆς αὐτῆς ἐπιγραφῆς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ναὸς «ἀνιστορήθη» «διά συνδρομῆς καί δαπάνης καί μόχθου» προσωπικῶς τοῦ «προηγουμένου» τῆς Μονῆς, «ἱερομονάχου Κωνσταντίνου», ὁ ὁποῖος ἀνακηρύσσεται «νέος κτίτωρ» της κατὰ τὸ ἔτος 1663, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡγουμενεύει, ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος.

 

 

Οἱ τοιχογραφίες τοῦ καθολικοῦ τῆς «Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς»  καὶ οἱ ἐπιγραφὲς

Θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ κάποιες ἐπιγραφὲς ποὺ ὁ ἁγιογράφος τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἄνω Μονῆς Ξενιᾶς, «Ἰωάννης Ζωγράφος», σημείωσε πάνω στὶς εἰκόνες τῆς παραπάνω ἁγιογράφησης. Μοιάζουν κι αὐτὲς στὴν ἀποσπασματικότητά τους μὲ «ἐνθυμήσεις» καὶ θεωροῦμε ὅτι μποροῦν νὰ παρεμβληθοῦν στὸ κεφάλαιο αὐτό, ἐπειδὴ σ’ αὐτὸ ἐντάσσονται θεματικὰ ἀλλὰ καὶ  θέση αὐτὴ ἀνήκουν χρονολογικὰ.

Στὸ χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τοῦ ναοῦ δίπλα στὴν Πρόθεση εἰκονίζεται ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἀλεξανδρείας. Δίπλα του εἰκονίζεται ὁ Χριστὸς σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὁ Ἅγιος Πέτρος εἰκονίζεται νὰ στρέφεται πρὸς τὸν μικρὸ Χριστό, τοῦ ὁποίου τὰ ροῦχα εἶναι σχισμένα,  καὶ νὰ τὸν ρωτάει:

«Τὶς σου τὸν χιτῶνα, Σῶτερ, διῆλεν;». (Ποιὸς σοῦ ἔσχισε τὸν χιτῶνα, Χριστέ:

Ὁ μικρὸς Χριστὸς παριστάνεται νὰ στρέφεται πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ νὰ ἀπαντάει εὐλογῶντας:

«Οὗτος ὁ παγκάκιστος Ἄρειος, Πέτρε, λόγοις βδελυροῖς, τμητικοῖς ὑπὲρ ξῖφος». (Αὐτὸς ὁ πολὺ κακὸς Ἄρειος, Πέτρε, μὲ λόγια ὑβριστικὰ ποὺ κόβουν περισσότερο καὶ ἀπὸ ξῖφος).

Ὁ «Ἰωάννης Ζωγράφος» συνήθιζε νὰ γράφει κάποια λόγια σχετικὰ μὲ τὸν ἁγιογραφούμενο ἅγιο στὸ εἱλητάριό[10] του.

Ἔτσι στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀναγράφεται ἡ   γνωστὴ φράση καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες εἰκονογραφήσεις τοῦ ἁγίου αὐτοῦ, τὴν ὁποία ἔλεγε σὲ ὅσους πήγαιναν κοντά του νὰ τὸν άκούσουν :

«Μετανοεῖτε ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Στὸ  εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἀναγράφεται ἡ φράση:

«Ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεὸν ἀλλὰ ἀγαπῶ αὐτόν».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπάρχει ἡ φράση:

«Στίχησον τὸ κελλίον σου, ὦ μοναχέ, καὶ ἄλλο κελλίον μὴ παράλαβε».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος:

«Μακάριος ὄντως ὁ ἔχων ὑπακοὴν ἀγαθὴν μιμητής».

Ὁ Ἅγιος Σισώης, θρηνῶντας στὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, παρουσιάζεται νὰ λέει:

«Ὁρῶ σε τάφε δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνω, αἴ αἴ θάνατε τὶς δύναται φυγεῖν σε;».[11]

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ κάποιος ἄλλος ἅγιος, ποὺ πρέπει μᾶλλον νὰ εἶναι ὁ  Δανιὴλ τῆς Σκήτεως, εἶναι γραμμένα:

«Ἡ γαστριμαργία μήτηρ ἐστὶ τῆς πορνείας καὶ ὁ κρατῶν γαστρὸς κρατεῖν δύναται καὶ γλώσσης».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ κάποιος ἀδιάγνωστος ἅγιος γράφει:

«Μέλας μὲν τὰς ὄψεις ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ καθαρὸς πρὸς…».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Πέτρος:

«Παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοὶ ἀπέχεσθε ἀπὸ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας».

Στὸ  εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος:

«Μοναχέ, φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε καὶ σώζου».

Ἔνας ἄγγελος εἰκονίζεται νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἅγιο Παχώμιο λέγοντας:

«Ἐν τούτῳ τῷ σχήματι σωθήσεται πᾶσα σὰρξ, ὦ Παχώμιε».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ προφήτης Μωϋσῆς:

«Ἐγὼ κέκληκά σε ἀνθρώπων σκέπη μυστήριον σὸν εἶδον ἐν βάτῳ ξένον».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὗ τὸ κράτος ἀνείκαστον καὶ ἡ δόξα ἀκατάληπτος, οὗ τὸ ἔλεος ἀμέτρητον καὶ ἡ φιλανθρωπία ἄφατος».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὴν ἐκτενῆ ταύτην ἱκεσίαν πρόσδεξαι παρὰ τῶν σῶν δούλων».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων:

«Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ πάντα εὐφορῶν, ὁ τὴν σωτηρίαν πάντων ἄνωθεν ἐξαποστείλας».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἀχίλλειος ὁ Λαρίσης:

«Εὐχαριστοῦμεν Σε, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, τῷ καταξιώσαντι ἡμᾶς παραστῆναι καὶ νῦν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνειος ὁ Κύπρου:

«Πάλιν καὶ πολλάκις Σοὶ προσπίπτομεν καὶ σοῦ δεόμεθα ἀγαθὲ καὶ φιλάνθρωπε ὅπως…».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ἡ προφῆτις Ἄννα:

«Τοῦτο τὸ βρέφος τὸ μικρὸν ἐστερέωσεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐτοῦτο τὸ μικρὸν βρέφος».

Στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος:

«Ὁρᾶς οἵα πάσχουσιν, ὦ Θεοῦ Λόγε, οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων ἔλεγχον καὶ γὰρ μὴ φέρων Ἡρώδης τέτμηκεν ἰδοὺ τὴν ἐμὴν κάραν Σῶτερ».

 

1667

Κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ πολλὲς ἐνδείξεις, βρισκόταν σε ἀκμή. Στὴ δεκαετία 1660 -1670 τὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἀναναινιζόταν διαρκῶς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁγιογράφηση τοῦ 1663 πραγματοποιήθηκαν καὶ ἄλλες μεγάλες ἐπισκευαστικὲς καὶ ἀνακαινιστικὲς ἐργασίες.

Δὲν εἴμαστε σὲ θέση βεβαίως νὰ κάνουμε πλήρη καταγραφὴ ὅσων ἔργων πραγματοποιήθηκαν τὴν ἐποχὴ αὐτή, ἀφοῦ μᾶς λείπουν ἐπίσημες πληροφορίες καὶ στηριζόμαστε, ἰδιαίτερα μάλιστα σὲ τοῦτο τὸ μέρος τῆς ἐργασίας μας, μόνο σὲ «ἐνθυμήσεις». Καὶ οἱ ἐνθυμήσεις αὐτὲς εἶναι τόσο λίγες καὶ τόσο λιτὲς καὶ ἀποσπασματικές.

Τέσσερα χρόνια μετὰ τὸ τέλος τῆς ἁγιογράφησης, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1667, μεταξὺ ἄλλων ἐργασιῶν, ἀνακατασκευάστηκε ὁ κλίβανος στὸ πάνω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ.

Τὴν σχετικὴ πληροφορία τὴν παίρνουμε ἀπὸ μία ἐπιγραφὴ χαραγμένη σὲ πυριτόλιθο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, ἐντοιχισμένος πάνω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ κλιβάνου αὐτοῦ. Ἔλεγε ἡ ἐπιγραφή:

«+ Ἔτους

ΖΡΟΕ[12]

Σεπτε(μ)βρίου

(Ἰνδικτιῶνος)  ε΄[13]» [14]

Ἡ ἐπιγραφὴ μᾶς φανερώνει ὅτι στὸ ἔτος 7175 ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος δηλαδή στὰ 1667 μ. Χ.  κατασκευάστηκε αὐτὸς ὁ κλίβανος στὸ πάνω κτιριακό συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.

 

1671

Τὴν ἴδια ἐποχὴ τῶν μεγάλων ἀνακαινιστικῶν καὶ ἐπισκευαστικῶν ἐργασιῶν στὸ πάνω κτιριακό συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς πραγματοποιοῦνταν ταυτόχρονια καὶ πολλὲς ἐργασίες στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ ἴδιου Μοναστηριοῦ.

Στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὑπῆρχε προσκολλημένο σ’ αὐτή,  στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, ἕνα παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἀργότερα τὸ παρεκκλήσι μετονομάσθηκε σὲ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ.

Σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο, τὸ παρεκκλήσι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπισκέφθηκε ἦταν ἐντελῶς ἐρειπωμένο καὶ ἐγκαταλειμένο. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος εἶδε ἐκεῖ σωριασμένα ἀνάκατα, μέσα στὸ παρατημένο στὸ ἔλεος τῆς φθορᾶς τοῦ χρόνου μοναστηριακὸ παρεκκλήσι, νὰ βρίσκονται ὀστᾶ ἀποθανόντων μοναχῶν ἀνακατωμένα μαζὶ μὲ ἄμφια καὶ ἱερὰ σκεύη.

Γράφει σχετικά ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος: «Ἐν αὐτῷ οὔτε θύρα, οὔτε πάτωμα, οὔτε εἰκονοστάσιον ὑπάρχει! Ἐν αὐτῷ μόνον ὀστᾶ ἀποβιωσάντων μοναχῶν εἰσὶν ἐρριμένα τῇδε κἀκεῖσε καὶ ἱερά τινα ἄμφια καὶ σκεύη λατρείας πεπαλαιωμένα καὶ ἄχρηστα».[15]

Ὡστόσο ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι, σὲ μία κόγχη του, ἦταν χαραγμένη μία  ἐπιγραφή, ποὺ φανέρωνε ὅτι στὰ 1671 τὸ κάτω «μοναστήρι», τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ φυσικὰ καὶ αὐτὸ τὸ  παρεκκλήσι, εἶχαν ἀνακαινισθεῖ:

 

«+ ΑΝΕΚΑΙΝΙCΘΗ

ΤωΠΑΡΟΝ

ΜΟΝΑCΤΗΡΗ

ΟΝΤΟVΕΝ

ΑΓΙΟΙCΠΡΟC

ΗΜωΝΝΙ

ΚΟΛΑΟV

ΔΙΑCΥΝΔΡΟ

ΜΗCΤΟΝΕΝΑVΤΟ

ΠΑΤΕΡΟΝ

ΗΓΟVΜΕΝΕVΟΝ

ΤΟCΤΟΠΑΝΟCΙω

ΤΑΤωΚVΡΔΟCΙΘΕΟV

ΕΤΟC  ΑΧΟΑ.».

 

Δηλαδή: «Ἀνεκαινίσθη τὸ παρὸν Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις Π(ατ)ρός ἡμῶν Νικολάου διὰ συνδρομῆς τῶν ἐν αὐτῷ πατέρων ἡγουμενεύοντος τοῦ πανοσιωτάτου κυρ  Δοσιθέου, ἔτος ΑΧΟΑ΄(=1671)».[16]

Δὲν γνωρίζουμε ἐὰν οἱ λέξεις «τὸ παρὸν Μοναστήριον τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου» καὶ ὄχι «τὸ παρὸν Μετόχιον», ὅπως ἦταν στὴν πραγματικότητα,  χαράχτηκαν ἀπὸ ἄγνοια ἤ προχειρότητα ἤ ἐὰν ἡ καταγραφὴ αὐτὴ ἦταν μία ἐνσυνείδητη πράξη ἐπισήμανσης καὶ ἐπισημοποίησης τῆς τάσης καὶ τῆς προσπάθειας μερικῶν καλογέρων ἀλλὰ καὶ μερικῶν πολιτικῶν προσώπων γιὰ τὴν ἀνεξαρτοποίηση τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν ἀνάδειξη καὶ ἀνακήρυξή του σὲ κανονικὸ Μοναστήρι, ποὺ παρατηροῦνταν ἐκεῖνα τὰ χρόνια.

Ὡστόσο πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ πολλὰ χρόνια, πολὺ πρὶν ἀκόμη ὑπάρξουν δύο ξεχωριστὰ μοναστήρια, μὲ ἰδιαίτερο τὸ καθένα ἡγουμενοσυμβούλιο, ὅπως συμβαίνει στὴν ἐποχή μας, χρησιμοποιοῦνταν, ἀδόκιμα ἴσως, χωρὶς τὴν κυριολεκτική τους σημασία, οἱ ὅροι «πάνω μοναστήρι» καὶ «κάτω μοναστήρι».

Οἱ ὀνομασίες αὐτὲς χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ ὅλους χωρὶς ὅμως μὲ τοὺς ὅρους αὐτοὺς νὰ ὑποδηλώνονται δύο διαφορετικὰ μοναστήρια ἀλλὰ ἁπλὰ καὶ μόνο δύο συγκροτήματα κτιρίων, κελιῶν καὶ ναῶν, τὸ «Ἐπάνω» καὶ τὸ «Κάτω»,  τοῦ ἑνός ὅμως καὶ μόνον Μοναστηριοῦ μὲ μία καὶ μόνη ἡγουμενικὴ ἀρχή, τὰ ὁποῖα κτιριακὰ συγκροτήματα, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους, ἔπρεπε, γιὰ διάκριση, νὰ δηλώνονται μὲ χαρακτηριστικὲς καὶ διαφορετικὲς ὀνομασίες.

 

1672

Σ’ ἕναν μουσικό κώδικα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς,[17] αὐτόγραφο ἑνὸς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων μελουργῶν καὶ διδασκάλων τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης κατὰ τὸν ΙΖ΄ αἰῶνα, τοῦ Παναγιώτου νέου Χρυσάφου, Πρωτοψάλτου τῆς Μ.Χ.Ε. στὴν Κωνσταντινούπολη εἶναι καταγραμμένη ἡ παρακάτω πολυτιμότατη «ἐνθύμηση».

 «Εἴληφε τέλος ἡ παροῦσα ἀσματομελιρρυτόφθογγος βίβλος

ἐν ἔτει ἀπὸ μὲν τῆς κοσμοποιίας ζρπ΄[18] ἀπὸ δὲ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ αχοβ΄,[19] σεπτεμβρίου ζ΄, ἰνδικτιῶνος ια΄.[20]

Ἐτελειώθη οὖν διὰ συνδρομῆς καὶ ἐξόδου καὶ μείζωνος ἐπιμελείας τοῦ ἐν ἱεροδιακόνοις κυρίου κυρίου Αὐξεντίου

καὶ δευτερεύων τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας,

ὑπάρχοντος γέννημα καὶ θρέμα τῆς ἐπαρχίας Λαρίσης,

ἐν χώρᾳ καλουμένῃ Τρινόβου, ἤτοι μὲν καιρῷ ἀρχιερατεύοντος

ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ παναγιωτάτου, λογιωτάτου τε καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυρίου κυρίου Διονυσίου,

τοῦ Κωνσταντινοπολίτου.

Ἐγράφη δὲ παρ’ ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς καὶ ἐλαχίστου καὶ ἀμαθοῦς, ἁμαρτωλοῦ τε ὑπὲρ πάντας Χρυσάφου, δῆθεν καὶ Πρωτοψάλτου

τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, οὔ μέντοι κατὰ τὸ κείμενον τῶν παλαιῶν ἐκτονισθεῖσα, ἀλλ’ ἐν καινῷ τινι καλλωπισμῷ

καὶ μελιρρυτοφθόγγοις νεοφανέσι θέσεσι, καθάπερ τὰ νῦν ἀσματολογεῖται τοῖς μελωδοῦσιν ἐν Κωνσταντινουπόλει.

Τοῦτο τοίνυν, ὅσον τὸ κατ’ ἐμὲ ἐφικτὸν παρ’ ἐμαυτοῦ γέγονε,

κατὰ τὴν ἥν παρέλαβον εἰσήγησιν παρὰ τοῦ ἐμοῦ διδασκάλου,

κὺρ Γεωργίου τοῦ Ραιδεστινοῦ καὶ Πρωτοψάλτου τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἐκτεθηκὼς καὶ τονίσας.

Τοῖς δὲ τελειωτέροις, ἐμπειροτέροις τε καὶ πολυμαθεστέροις ἐκκείσθω, τῶν τε ἀποδεομένων εἰς ἀναπλήρωσιν, τῶν δὲ οὐκ ὀρθῶς προβάντων εἰς ἐπανόρθωσιν. Ὅσοι δὲ τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν τοῦ γένους τῶν Γραικῶν καὶ τῆς ἀφ’ Ἑλλάδος ῥιζουχίας, ἐντυγχάνοντες τῷ μικρῷ πονήματι τούτῳ, ἀσματομελωδεῖτε, καὶ ψάλλοντες αἰνεῖτε Θεὸν τὸν ἐν ὑψίστοις, εἰς ὕμνον καὶ δοξολογίαν τῆς τρισηλίου καὶ τρισακτίνου αὐτοῦ Θεότητος, ἀσματοφωνίαις ἐπιμελούμενοι, μέμνησθε κἀμοῦ τοῦ εὐτελοῦς συγγραφέως καὶ ἁμαρτωλοῦ διὰ τὸν Κύριον, ὅπως ἔξωμεν ἅμα παρὰ Θεοῦ τὸν μισθὸν ὑπὲρ τῆς ὑπεραλλήλων πρὸς αὐτὸν ἐντεύξεως καὶ ἀξιωθείημεν ἐν τῇ Δευτέρᾳ Παρουσίᾳ καὶ φρικτῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς δεξιᾶς μερίδος τοῦ ἀπροσωπολήπτου καὶ ἀδεκάστου δικαίου κριτοῦ, τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἀμήν.  Ὁ δὲ βουληθεὶς πλεονέκτῳ καὶ κλοπίμῳ χειρὶ καθαρπᾶσαι καὶ ἀποστερρῆσαι, ἔχοι τὰς ἀρὰς τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶ ἡ μερὶς αὐτοῦ μετὰ τοῦ προδότου Ἰούδα καὶ τῶν σταυρωσάντων τὸν Κύριον καὶ ἔχοι τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους αὐτοῦ ἀγγέλους πολεμίους αὐτῷ ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν.».

 

1690

Τὸ θέαμα τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ καὶ τῶν ἀστρικῶν φαινομένων ἀποτελοῦσε πάντοτε, σὲ παλιότερες ἐποχὲς τοὐλάχιστον, ἀντικείμενο μελέτης ἔρευνας καὶ παρατηρήσεων, ἰδίως καὶ κυρίως, γιὰ ὅσους ζοῦσαν πιὸ κοντὰ στὴ φύση. Ἀπὸ ὅσα παρατηροῦσαν ἐκεῖ προσπαθοῦσαν νὰ βγάλουν τὰ συμπεράσματά τους γιὰ τὶς καιρικὲς συνθῆκες  ποὺ ἐπικρατοῦσαν καὶ θὰ ἐπικρατήσουν γιὰ νὰ προσαρμόσουν τὶς γεωργικὲς κυρίως ἐργασίες τους ἀνάλογα καὶ νὰ λάβουν τὶς ἀνάλογες προφυλάξεις.

Ἀρκετοὶ ἦταν οἱ καλόγεροι ποὺ ἀσχολοῦνταν ἰδιαίτερα μὲ τὴν παρακολούθηση τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἀστρικῶν φαινομένων. Ἡ ζωή τους κοντὰ στὴ φύση προσφερόταν, εἰδικὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, γιὰ τὴν προσεκτικὴ ἐνατένιση τοῦ οὐρανοῦ. Μερικὰ φαινόμενα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παρατηροῦσαν τοὺς ἐντυπωσίαζαν ἰδιαίτερα καὶ φυσικὸ ἦταν νὰ φροντίζουν  νὰ σπεύδουν νὰ τὰ καταγράψουν κάπου. Τὰ κατέγραφαν συνήθως σὲ  κάποιο χαρτί ἤ σὲ κάποια λευκὴ σελίδα ἤ καὶ στὸ λευκὸ περιθώριο μιᾶς σελίδας ἑνὸς βιβλίου τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἐκείνη τὴν ὥρα βρισκόταν μπροστά τους ἤ καὶ σὲ κάποια ἄλλη ὁποιαδήποτε πρόχειρη καὶ πρόσφορη ἐπιφάνεια. Ἔτσι ἔφτασαν ὡς τὶς ἡμέρες μας κάποια ἀπὸ τὰ σημειώματα αὐτά.

Στὸ «Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς» φαίνεται νὰ ὑπῆρχε μία ὄχι τόσο συνηθισμένη σὲ ἄλλα μοναστήρια τάση. Πολλοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί,  κατέγραφαν μερικὲς ἀπὸ τὶς «ἐνθυμήσεις» τους στοὺς τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Ἔτσι καταγράφηκαν ἐκεῖ ἀρκετὲς «ἐνθυμήσεις».

Οἱ τοῖχοι τοῦ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ ναοῦ τοῦ Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς φαίνεται νὰ θεωροῦνταν ἕνα εἶδος ἱεροῦ καταθετηρίου  παντοειδῶν πληροφοριῶν, εἰδήσεων ἀλλὰ καὶ ἀπόψεων. Χρησίμευαν περίπου σὰν ἕνα εἶδος ἀνοικτοῦ καὶ ἐλεύθερου γιὰ ὅλους «λευκώματος».

Σὲ προσωπική μου ἐπίσκεψη στὶς ἀρχὲς τῆς δεκετίας τοῦ 1960 στὸ σχεδὸν πλήρως ἐγκαταλειμμένο τότε μοναστήρι διαπίστωσα τὴν ὕπαρξη τέτοιων «γραπτῶν ἐνθυμήσεων» πάνω στοὺς καθολικὰ ἁγιογραφημένους τοίχους τοῦ νάρθηκα τοῦ ναοῦ. Δυστυχῶς δὲν εἶχα τότε  τὴν πρόνοια νὰ τὶς ἀντιγράψω. Εἶχαν φροντίσει ὅμως ἄλλοι πολύ πρὶν ἀπὸ ἐμένα καὶ εἶχαν διασώσει τὶς περισσότερες, τὶς πιὸ παλιὲς τοὐλάχιστον. Ἐκεῖ τὶς εἶχαν ἐντοπίσει γραμμένες ἀπὸ χρόνια πρὶν καὶ τὶς ἀντέγραψαν μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἀλμυροῦ ποὺ εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τὸ Μοναστήρι στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτὸ ἦταν σχεδὸν καὶ πάλι πλήρως ἐγκαταλειμμένο.

Κατὰ τὴν προσωπικὴ ἐκτίμησή μου τὰ «σημειώματα» αὐτὰ – τὰ περισσότερα τουλάχιστον – τὰ εἶχαν γράψει μᾶλλον λαϊκοὶ ποὺ ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι καὶ δὲν εὕρισκαν σ’ αὐτὸ μοναχοὺς νὰ τὰ συζητήσουν μαζί τους καὶ νὰ τὰ καταθέσουν γιὰ νὰ καταγραφοῦν ἐπισήμως, ὅπως γινόταν συνήθως.

Ἕνα περίεργο τέτοιο ἀστρικὸ φαινόμενο, ὅπως αὐτὰ τὰ ἀσυνήθιστα ποὺ ἐντυπωσίαζαν καὶ καταγράφονταν,  παρουσιάστηκε στὰ 1690. Στὸν οὐρανὸ παρουσιάστηκε «ἕνας ἀστέρας μὲ φλάμπουρον», δηλαδὴ ἕνα μεγάλο ἀστέρι μὲ «σημαία». Πρέπει νὰ ἦταν μᾶλλον κομήτης, ἡ οὐρὰ τοῦ ὁποίου ἔμοιαζε μὲ «φλάμπουρο». Τὸ γεγονὸς βεβαίως θὰ ἐντυπωσίασε πολλούς. Κάποιος ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς, περισσότερο ἴσως ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ ὅλους, ἔφτασε μέχρι τὸ «Πάνω» Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς καὶ σημείωσε  στὸν τοῖχο τοῦ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες τέτοιες σημειώσεις, αὐτὸ ποὺ εἶδε, καταγράφοντας μάλιστα καὶ τὴν πορεία τοῦ «ἀστέρα» στὸν οὐρανό:

«1690. Ἐβγῆκεν ἕνας ἀστέρας ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν

μὲ φλάμπουρον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν Δύσιν».[21]

 

 

1696 1697

Ἡ ἀκμὴ καὶ ἡ ἀναδημιουργικὴ δραστηριότητα τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα, ποὺ γίνεται φανερὴ ἀπὸ πολλὲς δραστηριότητες καὶ ἔργα, ὅπως αὐτὰ καταγράφονται σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς «ἐνθυμήσεις» ποὺ παραθέτουμε, συνεχιζόταν ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια.

Στὰ 1696 ἤ 1697 ἔγινε ριζικὴ ἀνακαίνιση στὸ «Κάτω» Μοναστήρι. Ἀπὸ μία ἐνθύμηση ποὺ ἔφτασε ὡς τὴν ἐποχή μας μαθαίνουμε ὅτι «Ἀνεκαινίσθη ἐκ βάθρων», τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ Μοναστηριοῦ, «τὸ μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου», ἐπὶ καθηγουμένου Κυπριανοῦ, μὲ ἔξοδα τῶν χριστιανῶν.

Τὸ γεγονὸς δηλωνόταν μὲ μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἦταν γραμμένη πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ἑστιατορίου τῆς Κάτω Μονῆς Ξενιᾶς. Τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς μᾶς τὸ διέσωσε καὶ πάλι ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος καὶ μάλιστα σὲ δύο ἐργασίες του, οἱ ὁποῖες δημοσιεύθηκαν ἡ μία στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος» (Δ΄ τόμος, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 715) καὶ ἡ ἄλλη στὰ «ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» (4ος τόμος, 1934, σελ. 75).

Στὴ δεύτερη δημοσίευση ὁ Γιαννόπουλος παρουσίασε καὶ «πανομοιότυπον τῆς ἐπιγραφῆς». Ὑπάρχει, ὡστόσο, μία διαφορά μεταξὺ τῶν δύο δημοσιεύεσεων. Στὴν πρώτη ἐργασία του ἀναγράφεται ὡς χρονολογία τοῦ γεγονότος τῆς ἀνακαίνισης τὸ ἔτος 1696 ἐνῶ στὴ δεύτερη τὸ 1697.

Ἄν καὶ δὲν ἔχει κάποια ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ  ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτὴ ἡ διαφορὰ τοῦ ἑνὸς ἔτους, 1696 ἤ 1697, πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι θέλοντας προσωπικὰ νὰ διευκρινίσω τὸ γεγονὸς, παρατήρησα ὅτι στὸ «πανομοιότυπο τῆς ἐπιγραφῆς» τὸ τελευταῖο ἐκ τῶν τεσσάρων συμβόλων τῆς χρονολογίας ΑΧV… (169…)  ἔχει τέτοια μορφὴ ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ εἴτε ως S (ΣΤ = 6) εἴτε ως Ζ (=7). Μεταξὺ τοῦ S καὶ τοῦ Ζ, σὲ χειρόγραφη μορφὴ καὶ μάλιστα σὲ τοῖχο ἀπὸ καλλιτέχνη, εἶναι εὔκολη ἡ σύγχυση γιὰ τοὺς κατόπιν παρατηρητές.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο τῆς ἐπιγραφῆς καὶ στὶς δύο παραπάνω παρουσιάσεις, διατηρῶντας τὴν δική τους ὀρθογραφία:

 

«+ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡωΝ ΤΟ ΠΑΡωΝ

ΜΟΝΑCΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙC ΠΑ ΗΜωΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΚΑΙ ΔΙΑ ΕΞωΔΟΥ ΤωΝ ΧΡΙCΤΙΑΝωΝ ΚΑΙ ΔΙΑ CΥΝΔΡΟ

ΜΗC ΤΟΥ ΠΑΝΟCΙΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΘΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ

ΚV ΚV ΠΑΠΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΧVS.»

 

«+’Αναικαινίσθη ἐκ βάθρων τὸ παρὼν

Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίοις πα(τρὸς) ἡμῶν Νικολάου

καὶ διὰ ἐξώδου τῶν χριστιανῶν καὶ διὰ συνδρο

μῆς τοῦ Πανοσιωτάτου ἁγίου Καθειγουμένου

Κυ(ρίο)υ Κυ(ρίο)υ Παπᾶ Κυπριανοῦ ἐν ἔτει ΑΧϟS [22] ( =1696)».

 

«Ἀνακαινίσθη ἐκ βάθρων τὸ παρὼν

Μοναστήριον τοῦ ἐν ἁγίεις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου

διὰ ἐξώδου τῶν Χριστιανῶν καὶ διὰ συνδρο-

μῆς τοῦ πανοσιωτάτου ἁγίου καθειγουμένου

κ(υρίο)υ κ(υρίο)υ Παπᾶ Κυπριανοῦ: ἐν ἔτει  ΑΧϟΖ (=1697)».

 

Τὸ πρόβλημα τῆς χρησιμοποίησης τοῦ καταχρηστικοῦ, γιὰ τὴ συγκεκριμένη περίπτωση,  ὅρου «Μοναστήριον» ἀντὶ τοῦ  σωστοῦ «Μετόχιον» καὶ στὴν ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. Δὲν μποροῦμε καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ γνωρίζουμε ἄν πρόκειται γιὰ «ἐσφαλμένη» χρησιμοποίησή του ἤ γιὰ «σκόπιμη» προσπάθεια «ἐπικύρωσης» μιᾶς πραξικοπηματικῆς ἐνέργειας αὐτονόμησης τοῦ Μετοχίου τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἀνάδειξής του σὲ Μοναστήρι.

 

 

1697

Σ’ ἕναν δερματόδετο χάρτινο κώδικα τοῦ 1697 τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, μὲ χρυσότυπες στὰμπες, στὸ ἐξώφυλλό του ὑπῆρχε ἡ σημείωση:

«Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Γρηγορίου πόνος ζσε΄».[23]

Εἶναι ὁ γνωστὸς τύπος τῆς «ἀφιέρωσης» ποὺ χρησιμοποιοῦσαν συνήθως οἱ καλόγεροι τῆς Ξενιᾶς. Καὶ ὁ μοναχὸς Γρηγόριος, τελειώνοντας τὸ ἔργο του, τὸ ἔτος 1697, ἦταν σίγουρος ὅτι αὐτὸ ἦταν ἕνα «Θεοῦ δῶρον» στὸ μοναστήρι του που ὑλοποιήθηκε διὰ τοῦ δικοῦ του κόπου, διὰ τοῦ δικοῦ του «πόνου».

Ὁ κώδικας περιλάμβανε τρεῖς θεῖες λειτουργίες στὶς ὁποῖες τὰ πρωτογράμματα καὶ τὰ καλλιτεχνικὰ ἐπίτιτλα εἶναι σχεδιασμένα μὲ κόκκινη καὶ πράσινη μελάνη.

 

17ος αἰῶνας.

 Ἕνας δερματόδετος χειρόγραφος κώδικας τῆς Ξενιᾶς τοῦ 17ου αἰῶνα ἦταν «Ἀρχιερατικὸν». Στὸ τελευταῖο φύλλο τοῦ  κώδικα αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος διατηρεῖται σὲ ἄριστη κατάσταση μέχρι σήμερα, προφανῶς λόγω τῆς κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα χρησιμοποίησής του, ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνταν μόνο ὅταν στὸ Μοναστήρι ἱερουργοῦσε Μητροπολίτης, ὑπάρχει ἡ παρακάτω «ἐνθύμηση»:

«Ἡ μὲν χεὶρ ἡ γράψασα σήπεται τάφῳ

γραφὴ δὲ μένει εἰς χρόνους πληρεστάτους.

Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Ἰωάσαφ πόνος

καὶ ἐντυγχάνει κἀμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Ἰωάσαφ ἱεροδιακόνου

καὶ οἱ ἀναγινώσκοντες μνήσθητέ μοι διὰ τὸν Κύριον».

Ὁ «ταπεινὸς ἱεροδιάκονος» Ἰωάσαφ, ὅπως καὶ ἄλλοι μοναχοὶ τῆς Ξενιᾶς, θεωροῦσε τὸ ἔργο του «Θεοῦ δῶρον» ποὺ προσφέρθηκε στὸ Μοναστήρι του μὲ δικό του κόπο.

Γνώριζε πολὺ καλὰ ὁ Ἰωάσαφ ὅτι ὁ ἴδιος,  ὡς θνητὸς ἄνθρωπος,  κάποια μέρα θὰ ἄφηνε γιὰ πάντα τοῦτο τὸν κόσμο καὶ ὅτι τὰ χέρια του μὲ τὰ ὁποῖα ἔγραψε τὸν κώδικα αὐτὸν θὰ λιώσουν σὲ κάποιο τάφο. Γνώριζε ὅμως ταυτόχρονα ὅτι τὸ ἔργο του θὰ διατηροῦνταν «εἰς χρόνους πληρεστάτους» καὶ γι’ αὐτὸ ἄφησε μία παράκληση πρὸς ὅσους στὰ κατοπινὰ χρόνια, σ’ αὐτοὺς τοὺς «πληρεστάτους χρόνους», θὰ τὸ διάβαζαν, νὰ τὸν μνημονεύουν: «καὶ οἱ ἀναγινώσκοντες μνήσθητέ μοι διὰ τὸν Κύριον».

Καὶ νὰ ποὺ τριακόσια σχεδὸν χρόνια ἀπὸ τότε, καταγράφοντας τὴν ἱστορία τοῦ ἀγαπημένου του Μοναστηριοῦ, μνημονεύουμε κι ἐμεῖς ἐκεῖνον τὸν «ταπεινὸ ἱεροδιάκονο Ἰωάσαφ».

 

1698

Ἄν καὶ δὲν εἶναι «ἐνθύμηση», ὅπως οἱ προηγούμενες, θεωροῦμε σκόπιμο καὶ χρήσιμο στὴν περιήγησή μας αὐτὴ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὰ 1698 ὀ Σουλτάνος Μουσταφᾶς Α΄ ἀπευθύνθηκε μὲ ἔγγραφό του πρὸς τοὺς ἱεροδίκες τοῦ Ἁλμυροῦ διατάσσοντάς τους νὰ ἐπιμεληθοῦν ὥστε νὰ μὴν καταπατοῦν τὰ κτήματα τοῦ «Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου» οἱ περίοικοι.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ζητήθηκε ἐκ μέρους τῶν καλογέρων τοῦ Μοναστηριοῦ ἡ σουλτανικὴ παρέμβαση γιὰ τὴν ἐπικύρωση τῶν ἰδιοκτητικῶν δικαιωμάτων τοῦ Μοναστηριοῦ στὴν κτηματική του περιουσία ἐπιβεβαιώνει καὶ ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ σκοπιὰ ὅτι τὸ Μοναστήρι βρισκόταν σὲ μία ἀναδημιουργικὴ καὶ δυναμική δρστηριότητα. Καὶ πάλι ὑποβόσκει ὁ γνωστὸς προβληματισμὸς γιὰ τὴ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «μοναστἠρι» γιὰ ἕνα «μετόχι».

«…Ἐξεδόθη τὸ ὑψηλὸν αὐτοκρατορικόν μου Διάταγμα, ἵνα κατὰ τοὺς αὐτοὺς ὅρους ἐνεργήσητε, καὶ διατάττω ὅπως ἐν τῇ ἀφίξει τῆς Διαταγῆς μου ἐνεργήσητε συμφώνως τῇ ἐκδοθείσῃ Διαταγῇ μου, καὶ

Ἐπειδὴ οἱ ἐν τοῖς διπλώμασι τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν ἀναφερόμενοι ὅροι εἰσὶ κατακεχωρισμένοι καὶ εἰς τὰ ἐν τῷ θησαυροφυλακείῳ μου ἀρχεῖα, σεῖς οἱ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις εἰρημένοι ὑπάλληλοι δέον ὅπως συμφώνως τοῖς ἄνω ὅροις ἱεροδικαστικῶς ἐξομαλύνητε τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐμποδίσητε τοὺς ἐναντίον τοῦ Ἱεροῦ Νόμου καὶ τῶν προαναφερθέντων ὅρων διαταράσσοντας καὶ καταπιέζοντας αὐτούς…».[24]

 

Ἡ προέλευση τῆς ὀνομασίας Παναγία Ξενιά

Στοὺς ἐρευνητὲς τῆς ἱστορίας τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ ἐπονομαζόμενη καὶ «βρεφοκρατοῦσα», γιὰ διάκριση ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς «Κοίμησης τῆς Θεοτόκου», δὲν ἦταν καὶ δὲν εἶναι ἡ «ἐφέστιος» εἰκόνα τοῦ παλιοῦ Μοναστηριοῦ, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας».

Ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἦταν πάντοτε καὶ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», αὐτὴ ποὺ καὶ σήμερα βρίσκεται στὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς «Ξενιᾶς», ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα».

Τὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» τὴν ἔφεραν στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας οἱ καλόγεροι τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου ποὺ κάποτε βρισκόταν στὴ σημερινὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ χωριοῦ Ἀχίλλειο τοῦ Ἁλμυροῦ. Ὅταν οἱ μοναχοὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου ἐγκατέλειψαν τὴν ἕδρα τους, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεινὰ τῶν συχνῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν, ὅπως ἀναφέρουμε καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐργασίας μας αὐτῆς, πῆραν μαζί τους καὶ τὴν «Παναγία Ξενιὰ» καὶ κατέφυγαν ἀρχικὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουκλιᾶ καὶ  τελικά στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα».

Ἕνα χειρόγραφο σημείωμα, δυστυχῶς ἀχρονολόγητο, ἐνισχυτικὸ ὅμως καὶ ἐπιβεβαιωτικὸ τῆς παράδοσης ὅτι  ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς» ἦρθε στὸ Μοναστήρι ἀπὸ ἄλλο μέρος ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο. Ἔλεγε αὐτὸ τὸ σημείωμα:[25]

 

«Οἱ γοῦν πατέρες παραλαβόντες

μετὰ πολλοῦ κόπου τὴν ἁγίαν εἰκόνα

ἔφθασαν μετὰ πολλῶν στερήσεων

εἰς τήν Κισσιώτισσαν,

ἔνθα ἐδεξιώθησαν».

 

Τὸ βασικότερο χαρακτηριστικὸ μήνυμα τοῦ ἀχρονολόγητου αὐτοῦ σημειώματος, ποὺ πρέπει ἰδιαίτερα νὰ προσεχθεῖ, εἶναι ὅτι τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο ἔφθασαν «οἱ πατέρες», δηλαδὴ τὸ σημερινὸ Πάνω Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, δὲν ἐπονομαζόταν τότε «Παναγίας Ξενιᾶς» ἀλλὰ «Παναγίας Κισσιώτισσας». Αὐτὴ ἦταν ἡ μόνη τότε ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ.

Αὐτὸ εἶναι σημαντικὸ στοιχεῖο. Ἡ «ἁγία εἰκόνα», ποὺ ἀναφέρεται στὸ σημείωμα, εἶναι ἀσφαλῶς ἡ περίπυστος καὶ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς». Ὁ ἐνθυμησιογράφος δὲν εἶχε πληροφορηθεῖ ἀκόμη τὴν εἰδικὴ ὀνομασία, «Παναγία Ξενιά», τὴν ὁποία εἶχαν προσδώσει οἱ πατέρες ποὺ ἔφθασαν στὴν «Κισσιώτισσα» στὴν εἰκόνα ποὺ ἔφερναν μαζί τους ἤ ἡ ὀνομασία αὐτὴ δὲν εἶχε ἐπικρατήσει ἀκόμη σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε ἡ προσωνυμία αὐτή, «Παναγία Ξενιά», νὰ ἔχει γίνει καταλυτικὴ κάθε ἄλλης τυχὸν ὑπάρχουσας προηγούμενης «ἐπωνυμίας».

Πιθανὸν ὁ «ἐνθυμησιογράφος» νὰ μὴν γνώριζε τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά» ἤ καὶ νὰ μὴν τὴν χρησιμοποιοῦσαν ὅλοι σὲ μεγάλο βαθμό, νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθεῖ καθολικά. Γιὰ τὸν ἐνθυμησιογράφο, ποὺ ἦταν ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας,  ἦταν μόνο ἡ «ἁγία εἰκόνα», τὴν ὁποία ἔφεραν μαζί τους οἱ νέοι πατέρες ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι στὴ Λάκα Παναγιά καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ Κουκλιᾶ καὶ «ἔφθασαν εἰς τὴν Κισσιώτισσαν ἔνθα ἐδεξιώθησαν».

Καὶ ἄν ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπολύτως βέβαια καὶ τεκμηριωμένα, καὶ ἄν δὲν δηλώνονται μὲ κατηγορηματικότητα στὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς «ἐνθύμησης» ποὺ διασώθηκε, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι τὸ Μοναστήρι στὸ ὁποῖο «ἔφθασαν μετὰ πολλῶν στερήσεων» καὶ στὸ ὁποῖο τοὺς ὑποδέχτηκαν καὶ τοὺς φιλοξένησαν, τὸ Μοναστήρι «ἔνθα ἐδεξιώθησαν», λεγόταν «Κισσιώτισσα». Ἦταν τὸ σημερινὸ «Πάνω Μοναστήρι (τῆς Ξενιᾶς)» ποὺ στὴν πραγματικὴ καὶ ἐπίσημη ὀνομασία του λεγόταν Μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ προσδιοριζόταν ἰδιαίτερα τοπικὰ μὲ τὴν πρόσθετη προσωνυμία «Παναγία Κισσιώτισσα».

Ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ» ἦταν ἄγνωστη στὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ οἱ πατέρες μὲ τὴν «ἁγία εἰκόνα» ἤ δὲν εἶχε καθιερωθεῖ ἤ δὲν εἶχε μονιμοποιηθεῖ ἤ δὲν τοὺς ἦταν τόσο οἰκεία ἀκόμη ὥστε νὰ τὴν χρησιμοποιοῦν. Ἡ κυριαρχικὰ καὶ καταλυτικὰ γνωστὴ σὲ ὅλους σήμερα προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ»  γιὰ τὴν «ἁγία εἰκόνα» τὴν ὁποία κουβάλησαν στὸ Μοναστήρι τῆς  «Κισσιώτισσας» ἐπιβλήθηκε ἀργότερα, ὁπωσδήποτε μετὰ τὴν ἄφιξη ἐκεῖ τῶν πατέρων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἤ τοῦ «Κουκλιᾶ».

Τὸ ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖται στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι πῶς, γιατὶ καὶ πότε ἡ γνωστὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς «Παναγίας», ἡ εἰκόνα μιᾶς «Παναγίας» «βρεφοκρατούσας» πῆρε τὴν  προσωνυμία «Παναγία Ξενιά».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ καταθέσουμε τὶς δικὲς μας ἀπόψεις.

Θεωροῦμε ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι ἡ προσωνυμία «Ξενιὰ» προσδόθηκε στὴν εἰκόνα ἐπειδὴ ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦρθε ἀπὸ τὰ «ξένα». Οἱ ἐνστάσεις καὶ οἱ ἀντιρρήσεις ποὺ δογματικὰ διατυπώθηκαν γιὰ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὡς  πρὸς τὴν προέλευση τῆς ὀνομασίας «Ξενιὰ» δὲν εὐσταθοῦν.

Ἡ μόνη ἀντίρρηση ποὺ προβάλλεται εἶναι ὅτι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἡ Παναγία, μιὰ ὁποιαδήποτε «Παναγία», δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καὶ νὰ θεωρεῖται «ξένη». Τὸ «Ξενιὰ», εἶπαν, ἔχει σχέση με τὴν «ξενία», τὴν φιλοξενία, ὅπως τὸ «Ξένιος Ζεύς».

Ἡ ἄποψη αὐτὴ πέρασε καὶ στὴ σχετικὴ ὑμνολογία: «…τήν θείαν Εἰκόνα Σου, … ἣν Ξενιάν καλοῦμεν, ὡς κατευφραίνουσαν ἡμᾶς, θείοις ξενίοις …», «… ἡ Εἰκὼν ἡ σεπτή, … ξενίοις τοῖς μυστικοῖς, ξενίζει ἅπαντας. Ἐντεῦθεν … ταύτην Ξενιάν προσφυῶς ὀνομάζομεν…», «…ξενίοις τῶν χαρίτων Σου, ξενίζεις ἡμῶν …», «…Εἰκὼν σου ἡ πάνσεπτος, ἣν Παναγίαν Ξενιὰν, καλοῦμεν Πανύμνητε, τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχάς, ξενίζει τοῖς θαύμασι…», «… Ξενιάν … καλοῦμεν σε, Παρθένε μυστικῶς ξενιζόμενοι, θείοις ξενίοις σου…», «…ἣν Ξενιάν ὀνομάζομεν, ὅτι ξενίζει τοὺς πάντας …».

Πρῶτον καὶ σημαντικὸ ποὺ δὲν ἐπισημαίνεται εἶναι ὅτι ἡ προσωνυμία «Ξενιὰ» δὲν ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο, στὴν ὀντότητα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ποτὲ «ξένη» ἀλλὰ παντοῦ καὶ πάντοτε «δική μας». Τὸ «Ξενιὰ» ἀποδίδεται στὴν συγκεκριμένη «Εἰκόνα» καὶ εἶναι μία προσωνυμία, ὅπως ἑκατοντάδες ἄλλες προσωνυμίες: Γλυκοφιλοῦσα, Γαλακτοῦσα, Μεγαλομάτα, Θρηνοῦσα, Γιάτρισσα, Ἐλεοῦσα, Πολίτισσα, Αἱματοῦσα, Μαντηλοῦσα, Παναγία τῶν Σταυροφόρων, Παναγία τοῦ Χάρου, Καβουριανὴ, Μεσοσπορίτισσα, Ξεσπορίτισσα, Τριχεροῦσα, Γερόντισσα, Κισσιώτισσα, ἀλλὰ καὶ -κάτι παρόμοιο- Παναγία Ξενοπούλα. Λέγοντας «Παναγία Ξενιὰ» δὲν ἐννοοῦμε «Ξένη Παναγία» ἀλλά «ξένη εἰκόνα» καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ διαφορετικὸ.

Δεύτερον τὸ «Ξενιὰ» δὲν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην «ξένη», μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης αὐτῆς, τὴν  ἔννοια τοῦ «δὲν εἶναι δική μας». Ἄν ἴσχυε αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ μετατραπεῖ σὲ «Ξενιά». Θὰ χρησιμοποιοῦνταν αὐτούσια ἡ λέξη  καὶ μάλιστα, ὡς ἐπίθετο, θὰ προτασσόταν τοῦ οὐσιαστικοῦ καὶ ἡ ὀνομασία θὰ ἦταν «Ξένη Παναγία».

Φυσικὰ μιὰ τέτοια ἐπωνυμία, ποὺ θὰ χαρακτήριζε μιὰ Παναγία «ξένη», ἄρα μία Παναγία ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ μᾶς, ἐμεῖς ἔχουμε τὴ «δική» μας Παναγία, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ δοθεῖ ἀπὸ χριστιανούς. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπίθανη αὐτὴ περίπτωση, ἐντελῶς ἄσχετη καὶ ξένη ἀπὸ κάθε ἑλληνοπρεπῆ καὶ χριστιανοπρεπῆ ἰδεολογία, αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὡς «ξένη» θὰ ἔμπαινε σὲ μιὰ ἄκρη, σὲ μιὰ γωνία, στὸν «γυναικωνίτη». Δὲν θὰ ἔμπαινε στὸ «καλό» μας δωμάτιο. Δὲν θὰ ἀπολάμβανε τὶς τιμὲς τῆς «δικῆς» μας Παναγίας καὶ ἀκόμα περισσότερες, ἀφοῦ ἡ «Παναγία Ξενιὰ» τιμήθηκε καὶ τιμᾶται περισσότερο ἀπὸ τὴ «δική» μας Παναγία, τὴν «Παναγία Κισσιώτισσα», σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ τὴν «δική» μας  νὰ τὴν ξεχάσουμε καὶ μάλιστα νὰ μετονομάσομε καὶ τὸ «σπίτι» της, ἀπὸ «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας» σὲ «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς».

«Ξενιὰ», λοιπόν, σημαίνει αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὰ «ξένα». Καὶ αὐτὸ τὸ «Ξενιὰ» εἶναι πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «ξένη». Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ «ξένα» γιὰ τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς χριστιανοὺς ἦταν καὶ εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντοτε ὁ καλοδεχούμενος, ὁ εὐπρόσδεκτος καὶ ὁ ἀγαπητός. Ὁ «Ξένος» εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἀνοίγουμε τὸ σπίτι μας καὶ τὸ καλύτερο δωμάτιό μας νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε, νὰ τὸν φιλοξενήσουμε καὶ νὰ τὸν περιποιηθοῦμε. Εἶναι «ξένος», λέμε οἱ ἀληθινοὶ Ἕλληνες καὶ Χριστιανοί, καὶ ἀνοίγουμε μὲ ἀγάπη τὰ σπίτια μας καὶ τὴν καρδιά μας.

Οἱ κάτοικοι τῆς Χαμάκως, τοῦ παλιοῦ χωριοῦ τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε τὸ σημερινὸ χωριὸ Ἀχίλλειο, ὅταν ἀναφέρονταν στὴν εἰκόνα τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», ποὺ ἀπὸ τὰ «ξένα» ἦρθε στὸ χωριό τους, αὐτοὶ δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ πρῶτοι ὀνόμασαν τὴν «Παναγία» αὐτὴ  «Ξενιά», ἔλεγαν «ἡ Ξενίτσα μας ἡ Παναγιὰ», «ἡ Ξενούλα μας ἡ Παναγιὰ», καὶ γλύκαινε ἡ καρδιά τους, καὶ γέμιζε χαρὰ τὸ πρόσωπό τους, ἐκφράζοντας ἔτσι μὲ τὰ ὑποκοριστικὰ αὐτά, ὅλη τους τὴν ἀγάπη ὅλη τους τὴ συμπάθεια, ὅλη τους τὴν φιλόξενη διάθεση.

Ἐκφράζονταν μὲ τὸν μοναδικὸ τρόπο  καὶ τὸ μοναδικὸ ὕφος ποὺ ξέρει ὁ σοφὸς γλωσσοπλάστης καὶ συναισθηματικὰ πλούσιος λαός μας νὰ ἐκφράζεται,  χωρίς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ  τοὺς φραγμοὺς ποὺ βάζουν οἱ ἐπίπλαστοι ἐτυμολογικοὶ καὶ λεξιλογικοὶ δεοντολογισμοὶ  καὶ κανόνες τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων. Ὁ γνήσιος, ὁ ἁγνὸς, ὁ «ἀδασκάλευτος» λαός μας ἐκφράζεται   ἔχοντας βίωμά του καὶ ἐνδογενὲς ἐσωτερικὸ κτῆμα του τὸν πλοῦτο τῶν αἰσθημάτων τῆς ἀνθρωπιᾶς, τὸν πλοῦτο ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ τὶς  ποικίλες ἀποχρώσεις τῶν λέξεων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Τὸ «Παναγία Ξενιά», λοιπόν, ἀναφέρεται στὴ συγκεκριμένη εἰκόνα καὶ σημαίνει «Παναγία ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα», χωρὶς τίποτε τὸ μειωτικό, χωρὶς τίποτε τὸ ἀπαξιωτικό.

Τὸ ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖται ὅμως εἶναι ἄλλο. Καὶ εἶναι ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο ὄχι μόνο δὲν ἔχει μέχρι τώρα ἐρευνηθεῖ ἀλλὰ οὔτε ἔχει τεθεῖ ποτὲ γιὰ συζήτηση. Εἶναι μία τοποθέτηση ποὺ θὰ ἀποδυνάμωνε καὶ αὐτὲς ἀκόμα τὶς ἀστήρικτες, «λογιοτακίστικες» καὶ «φιλολογίζουσες» ἐνστάσεις ποὺ κατὰ καιροὺς διατυπώθηκαν ἀπὸ κάποιους. Δημιουργεῖται, λοιπόν, τὸ ἐρώτημα: πότε προσδόθηκε στὴ συγκεκριμένη εἰκόνα τῆς «Παναγίας» ἡ προσωνυμία «Ξενιά»;

Ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ» δόθηκε στὴν «ἁγία εἰκόνα» μετὰ τὴν ἄφιξή της στὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἤ αὐτὴ ἡ «ἁγία εἰκόνα» ἔφτασε ἐκεῖ ἔχοντας ἤδη τὴν προσωνυμία «Παναγία Ξενιά», τὴν ὁποία τῆς τὴν εἶχαν προσδώσει οἱ καλόγεροι τοῦ πρώτου μοναστηριοῦ, στὸ ὁποῖο ἔφτασε μὲ «θαυματουργὸ» τρόπο, αὐτὸ στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ Ἀχιλλείου;

Ἀπαντοῦμε: Ἡ ἄποψή μας, ἄποψη ποὺ διατυπώνεται γιὰ πρώτη φορά, εἶναι ὅτι ἡ προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ» εἶχε δοθεῖ   στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους εἰκόνα τῆς «βρεφοκρατούσας Παναγίας» πρὶν αὐτὴ φθάσει στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας». Στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» ἡ εἰκόνα ἔφθασε ἔχοντας ἤδη τὴν  προσωνυμία «Παναγία Ξενιὰ». Ἡ προσωνυμία εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ Μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, εἶχε παρουσιαστεῖ γιὰ πρώτη φορά, φθάνοντας ἀπὸ τὸ ἄγνωστο,  «ἀπὸ τὰ ξένα», ἡ «ἁγία εἰκόνα». Ὅταν οἱ πατέρες αὐτοὶ ἔφθασαν στὴν «Κισσιώτισσα», ἔχοντας μαζί τους τὴν  «ἁγία εἰκόνα»,  εἶχαν ἤδη προσδώσει  σ’ αὐτὴν τὴν προσωνυμία «Παναγία  Ξενιά».

Ἔτσι μόνο μπορεῖ νὰ ἐξηγηθοῦν μερικὰ πράγματα, μερικὰ γεγονότα ποὺ δὲν ἔχουν προσεχθεῖ, ποὺ δὲν ἔχουν ἀξιολογηθεῖ. Γιατί, π.χ., τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι ποὺ βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ χωριοῦ Ἀχιλλείου τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀπομεινάρι τοῦ παλιοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ, λέγεται ἀκόμη καὶ εἶναι γνωστὸ στοὺς ντόπιους ὡς «Παναγία Ξενιὰ» καὶ πανηγυρίζει στὶς 23 Αὐγούστου;

Πῶς διαφορετικὰ μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν κάποιες  γεμάτες ἀγάπη καὶ λατρεία ἀναφορὲς καὶ ἐκφράσεις τῶν κατοίκων τῆς Χαμάκως καὶ τῶν γεροντότερων κατοίκων τοῦ Ἀχιλλείου στὴν εἰκόνα αὐτὴ τῆς Παναγίας, ὅπως «ἡ Ξενίτσα μας Παναγιά», «ἡ Ξενούλα μας Παναγιά»; Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ τὸ δεδομένο γεγονὸς τῆς προσωνυμίας «Παναγία Ξενιὰ» γιὰ τὸ ἐκκλησάκι στὴ θέση «Λάκα Παναγιά» τοῦ Ἀχιλλείου, προσωνυμία ποὺ τὴν εἶχε πρὶν ἀκόμα τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας πάρει τὴν ὀνομασία «Παναγία Ξενιά»;

Ἡ ἄποψή μας αὐτὴ ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς σκεπτικό:

Οἱ μοναχοὶ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» βεβαίως καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὀνομάσουν «Ξενιὰ» τὴν εἰκόνα αὐτή, ἁπλὰ καὶ μόνο γιατὶ αὐτοὶ γνώριζαν πολὺ καλὰ ἀπὸ ποῦ ἦρθε στὸ Μοναστήρι τους  ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Παναγίας, ἀφοῦ καὶ τὴν ὑποδέχτηκαν καὶ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὴν συνόδευαν τοὺς «ἐδεξιώθησαν» κατὰ τὴν ἄφιξή τους ἐκεῖ.

Γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἡ «ἁγία εἰκόνα» δὲν εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ «ξένα». Εἶχε ἔρθει στὸ Μοναστήρι τους ἀπὸ πολὺ γνωστὰ καὶ ἀπὸ δικά τους μάλιστα μέρη. Τὸ Μοναστήρι στὴ θέση «Λάκα Παναγιὰ» τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, λίγες ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὸ δικό τους, ἀλλὰ καὶ τὸ Μοναστήρι τοῦ «Κουκλιᾶ», τὸ «Παλιομονάστηρο», ἡ «Παλιοξενιά», καὶ οἱ καλόγεροί του ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερο ἡ «ἁγία εἰκόνα» του, ποὺ μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο εἶχε φτάσει στὰ μέρη τους, δὲν ἦταν οὔτε «ἄγνωστα», οὔτε «ξένα», ὥστε νὰ ὀνομάσουν τὴν εἰκόνα μιᾶς «γνωστῆς» τους καὶ μιᾶς «δικῆς» τους ἀπὸ χρόνια  Παναγίας, «Ξενιά».

Γιὰ τοὺς μοναχοὺς τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» ἡ «Εἰκόνα» δὲν εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὰ «ξένα». Δὲν ἦταν «ξένη». Ἦταν πολὺ γνωστὴ. Ἦταν «γειτόνισσά» τους. Εἶχε ἔρθει σ’ αὐτοὺς ἀπὸ τόσο πολὺ κοντινὰ καὶ γνωστά  τους μέρη. Τὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔρθει δὲν ἦταν καθόλου ξένο. Ἦταν πολύ κοντά τους, πολὺ γνωστό τους. Τὰ  δυὸ μοναστήρια, τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» ἀρχικὰ καὶ τοῦ «Κουκλιᾶ» ἀργότερα καὶ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», ἦταν γειτονικά, κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Φυσικὸ εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι πρέπει, ὁπωσδήποτε, νὰ εἶχαν καὶ σχέσεις καὶ ἐπαφὲς μεταξύ τους. Ἦταν τόσο κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, ἦταν καὶ τὰ δύο στὴν ἴδια περιοχή. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν τους ἦταν κοινό καὶ γιὰ τὰ δύο. Εἶχαν ὁπωσδήποτε ἐπαφὲς καὶ ἐπικοινωνία μεταξύ τους,

Ἀντίθετα γιὰ τοὺς μοναχοὺς τοῦ μοναστηριοῦ στὴ «Λάκα Παναγιὰ» μία εἰκόνα, μία «Παναγία», ποὺ ξαφνικὰ καὶ ἐντελῶς ἀπρόσμενα φτάνει κάποτε στὸ Μοναστήρι τους ἀπὸ τὸ πουθενά, ἀπὸ μέρος ἄγνωστο, ἀπὸ τὰ «ξένα», ἦταν πολὺ φυσικό, μὴν γνωρίζοντας τίποτε γι’ αὐτὴν νὰ τὴν ὀνομάσουν «Παναγία Ξενιά».

Οἱ συλλογισμοὶ, λοιπόν, κάποιων ἐρευνητῶν, ποὺ ἀπορρίπτουν τὴν προέλευση τῆς προσωνυμίας «Παναγία Ξενιὰ» ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα, γιὰ τὸ λόγο ὅτι μία «Παναγία» ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι «ξένη», ἐμπεριέχοντας ἀσφαλῶς συμπαθεῖς συναισθηματισμοὺς καὶ ἀπὸ κάθε ἄποψη κατανοητὰ αἰσθήματα εὐλαβείας, δὲν ἔχουν ὀρθολογιστικὴ καὶ ἑρμηνευτικὴ συνέπεια.

Ὁ «ξένος» ποὺ ἔρχεται στὸ σπίτι μας ζητῶντας φιλοξενία καὶ στέγη, στὴν ἑλληνοπρεπὴ καὶ χριστιανοπρεπὴ σκέψη καὶ φιλοσοφία, σίγουρα καὶ ἀναντίρρητα δὲν εἶναι ὁ ἀπομακρυσμένος ἀπὸ μᾶς, δὲν εἶναι ὁ ἄλλος, δὲν εἶναι ὁ μακρινὸς καὶ ὁ μὴ οἰκεῖος, αὐτὸς ποὺ εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι διαφορετικὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει δικός μας. Δὲν εἶναι  αὐτὸς στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ κλείσουμε τὴν πόρτα μας. Ἀντίθετα εἶναι αὐτὸς ποὺ πρέπει νὰ εἶναι καὶ εἶναι πάντοτε χαρά μας νὰ τὸν ὑποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν περιποιηθοῦμε μὲ πολλὴ ἀγάπη στὸ σπίτι μας, ἀκριβῶς γιατὶ εἶναι «ξένος». Εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι τιμή μας νὰ τὸν φιλοξενήσουμε. «Ξένος ἤµην καὶ συνηγάγετέ µε, γυµνὸς καὶ περιεβάλετέ µε»,[26] διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Τὰ ὑποκοριστικὰ «ξενάκι» καὶ «ξενούλα» τῶν δημοτικῶν μας τραγουδιῶν ἀπηχοῦν αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀγάπη μας γιὰ τοὺς ξένους.

Ἡ «ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας», ποὺ ξαφνικὰ τὰ κύματα τῆς θάλασσας τὴν ἔβγαλαν μία ἡμέρα στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς «Λάκα Παναγιᾶς», ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ἐκεῖ μοναστήρι, χωρὶς ποτὲ νὰ μαθευτεῖ ἀπὸ ποῦ ἦρθε, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει, νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς προσδοθεῖ μία κάποια ταυτότητα, μία ἐπωνυμία. Ἀργότερα ἡ ἴδια «ἁγία εἰκόνα» ἔμεινε, πάλι γιὰ πολλὰ χρόνια, στὸ ἄλλο μοναστήρι ποὺ ἔχτισαν οἱ ἴδιοι καλόγεροι στὴ θέση «Κουκλιὰς» ἤ «Βατά». Δὲν μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μία εἰκόνα Παναγίας, ἡ ὁποία μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο βρέθηκε, ἦταν δυνατὸν νὰ παρέμεινε «ἀνώνυμη».  Εἶχε πάρει τὴν προσωνυμία «Παναγία Ξενιά».

Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ μοναστήρια, τὸ πρῶτο τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» καὶ τὸ δεύτερο τοῦ «Κουκλιᾶ», στὰ ὁποῖα φιλοξενοῦνταν αὐτὴ ἡ «ἁγία εἰκόνα» γιὰ πολλὰ χρόνια πρὶν φτάσει στὴν «Κισσιώτισσα», ἐρειπωμένα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεσαίωνα ἀκόμη, καὶ ἤδη ἐντελῶς ἐξαφανισμένα, λέγονταν καὶ ἐξακολουθοῦν ἀκόμη μέχρι σήμερα νὰ λέγονται «Ξενιὰ» καὶ «Παλιοξενιά», θαρρῶ ὅτι ἀποτελεῖ ἰσχυρό ἐπιβεβαιωτικὸ ἐπιχείρημα. Ἐὰν ἡ ὀνομασία «Παναγία Ξενιὰ» δινόταν στὴν εἰκόνα μετὰ τὴν ἄφιξή της στὴν «Παναγία Κισσιώτισσα» δὲν θὰ δικαιολογοῦνταν οἰ ὀνομασίες «Ξενιὰ» καὶ «Παλιοξενιά» γιὰ τὰ μοναστήρια στὴ «Λάκα Παναγιά» καὶ στὸν «Κουκλιά».

Οἱ ὀνομασίες ποὺ προσδίδει ὁ λαὸς μας σὲ κάποιες τοποθεσίες δὲν δίνονται οὔτε μὲ ἀποφάσεις καὶ διατάγματα οὔτε μποροῦν νὰ ἀπορριφθοῦν ἐπειδὴ κάποιοι «σοφοὶ» καὶ «εἰδικοὶ» ἐπιστήμονες  δὲν τὶς βρίσκουν λογικὲς καὶ σύμφωνες μὲ τὶς ἀπόψεις τους. Ἐπιβάλλονται μόνο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται καὶ τὴν ὁποία αὐτὸς ὁ λαὸς γνωρίζει γιατὶ εἶναι ἡ ζωή του, γιατὶ τοῦ τὴν ὑπαγορεύουν ἀπὸ τοὺς τάφους τους οἱ πρόγονοί του.

 

Ἡ Παναγία Κισσιώτισσα

Μὲ τὴν ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα», τὴν ἀρχικὴ καὶ τὴ μόνη σωστὴ καὶ ἁρμόζουσα, τὴν πραγματικὰ ταυτωνυμικὴ ὀνομασία τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς», συνδέεται καὶ μία ἄλλη «ἐνθύμηση». Μᾶς εἶναι βέβαια γνωστὸ ὅτι τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, πρὶν πάρει αὐτὴ τὴν ὀνομασία, λεγόταν «Παναγία Κισσιώτισσα». Δὲν γνωρίζουμε ὅμως πότε ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ γι’ αὐτὸ ἡ ἐπικρατοῦσα σήμερα ὀνομασία «Παναγία Ξενιά».

Βεβαίως καὶ τέτοια γεγονότα μετονομασίας δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχουν μία σαφῶς συγκεκριμένη καὶ καθορισμένη χρονολογία, ἔναρξης καὶ ἐπικράτησης ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση ποὺ αὐτὴ ἡ μετονομασία ἐγκρίνεται μὲ ἀπόφαση, διοικητικῆς φύσεως, κάποιας ἁρμόδιας καὶ ὑπεύθυνης ἀρχῆς. Στὸν λαὸ χρειάζεται πολὺς χρόνος γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ μιὰ ὀνομασία. Πολὺ περισσότερο δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο, θεωρεῖται νὰ βρεθεῖ ἡ χρονολογία καθιέρωσης μιᾶς τέτοιας μετονομασίας ὅταν αὐτὴν τὴν ἐπιβάλλει ὁ λαός. Μιὰ μετονομασία  γίνεται πάντοτε καὶ καθιερώνεται σιγά σιγὰ καὶ ἀνεπαίσθητα. Πάντοτε χρειάζεται ἀρκετὸς χρόνος μέχρις ὅτου ἐπιβληθεῖ καὶ καθιερωθεῖ. Ὡστόσο πρέπει νὰ θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ὅταν συναντοῦμε τὴν ὀνομασία «Παναγία Κισσιώτισσα» αὐτὴ ἀνάγεται σὲ πολὺ παλιές ἐποχές.

Ἕνα ἄλλο, ἀχρονολόγητο δυστυχῶς καὶ αὐτό, σημείωμα, μὲ τὴν ὀνομασία «Κισσιώτισσα» ἐντοπίστηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο. Τὸ χειρόγραφο αὐτὸ σημείωμα πρέπει νὰ ἦταν πολύ παλαιὸ ἀφοῦ δὲν ἦταν φυλαγμένο σὲ κάποιο ἀρχεῖο. Εἶχε παραμείνει, γιὰ πολλὰ χρόνια, παραπεταμένο καὶ κάποτε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἔτσι  παραπεταμένο, περιφρονημένο καὶ ἄχρηστο, βρισκόταν ἀνάμεσα σ’ ἐκεῖνα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς βιβλιοδέτες καλόγερους τῆς Ξενιᾶς γιὰ νὰ συμπληρώνουν καὶ ἐνισχύουν τὰ ἐξώφυλλα τῶν βιβλίων ποὺ ἔδεναν. Τὸ συγκεκριμένο χαρτὶ μὲ τὸ χειρόγραφο σημείωμα βρέθηκε ἐπικολλημένο στὸ ξύλινο ἐξώφυλλο κάποιου ἐκκλησιαστικοῦ βιβλίου τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς.

Τὸ σημείωμα ἔγραφε:

«+ Ραφαήλ πέφυκε ….[27]

τῇ Μονῇ τῆς Θεομήτορος Πανάγνου Θεοτόκου,

τῆς ἐπονομαζομένης Κισσιώτισσας.

ἥτις βουληθεὶς ἀποξενῶσαι ἐκ τῆς Μονῆς ταύτης

ἔστω ἀφορεσμένος καί ἀσυγχώρητος

παρά Θεοῦ Παντοκράτορος».[28]

Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ σημειώματος ὑποδηλώνεται ἐμμέσως μὲν ἀλλὰ σαφῶς ὅτι τὸ χαρτὶ στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένο τὸ σημείωμα ἦταν παλιότερα ἕνα φύλλο κάποιου ἄλλου βιβλίου ποὺ βρισκόταν στὸ Μοναστήρι πολὺ παλιότερα. Τὸ ἄλλο αὐτὸ βιβλίο, τὸ περιεχόμενο τοῦ ὁποίου δὲν γνωρίζουμε, τὸ εἶχε ἀφιερώσει κάποιος, προφανῶς μοναχός, Ραφαὴλ, «Ραφαὴλ πέφυκε», στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας, «τῇ Μονῇ τῆς Θεομήτορος Πανάγνου Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης Κισσιώτισσας».

Τὸ «ἄλλο» αὐτὸ παλαιότερο βιβλίο – τὸ ἀφιέρωμα  τοῦ «Ραφαὴλ» – μὲ τὸ πέρασμα τοῦ  χρόνου ἀχρηστεύθηκε. Τὰ φύλλα του, ὅσα εἶχαν ἀπομείνει, χρησιμοποιοῦνταν ἀργότερα ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν βιβλιοδεσία στὸ νὰ ἐπικολλῶνται στὰ ἐξώφυλλα νεότερων βιβλίων γιὰ νὰ γίνονται αὐτὰ ἰσχυρότερα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου ἀφιερώματος τοῦ Ῥαφαήλ, αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ φύλλο στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένη ἡ ἀφιέρωση τοῦ Ραφαήλ, προσκολλήθηκε στὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς ἄλλου νεότερου βιβλίου. Ἐκεῖ προσκολλημένο τὸ εἶδε τὸ προσεκτικό, ἀνιχνευτικὸ  καὶ ἐρευνητικὸ μάτι τοῦ Νικόλαου Γιαννόπουλου, ἀντέγραψε τὸ περιεχόμενό του, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατὸν ἀκριβέστερα, καὶ, γιὰ γνωστοποιηθεῖ καὶ ἴσως νὰ ἀξιοποιηθεῖ ἀργότερα ἀπὸ κάποιους σχολαστικοὺς ποὺ θὰ ἔψαχναν καὶ θὰ ἐρευνοῦσαν, τὸ δημοσίευσε στὴν παραπάνω μελέτη του μὲ τίτλο «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς».

Ἐμεῖς θέλοντας νὰ συνδυάσουμε τὸ ἐμμέσως ὑποδηλούμενο μήνυμα τοῦ σημειώματος αὐτοῦ παρατηροῦμε ὅτι ὁ ἐνθυμησιογράφος καὶ ἀφιερωτὴς τοῦ πρώτου ἐκείνου βιβλίου ποὺ καταστράφηκε, ὁ «Ραφαὴλ», παρουσιάζεται νὰ ἀγνοεῖ ἤ, τοὐλάχιστον, νὰ μὴν ἀναγνωρίζει ὡς κυριαρχοῦσα καὶ νὰ μὴν καταγράφει τὴν ἐπωνυμία «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς».

Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὸ γεγονὸς τὸ σημείωμα νὰ ἀνάγεται σὲ ἐποχὴ πρὶν τὴν ἄφιξη στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας  τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Ξενιᾶς ἤ, τοὐλάχιστον, πρὶν τὸ Μοναστήρι τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» πάρει καὶ τὴν ὀνομασία «Παναγίας Ξενιᾶς». Ὁ μοναχὸς Ραφαὴλ ἀφιερώνει τὸ βιβλίο, δηλώνοντάς το καθαρά, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο «τῇ Μονῇ τῆς Θεομήτορος Πανάγνου Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης Κισσιώτισσας». Μάλιστα θέλει νὰ θεωρεῖται ἀφορισμένος καὶ ἀσυγχώρητος ὅποιος θελήσει νὰ τὸ πάρει «ἐκ τῆς Μονῆς ταύτης».

Ἡ σύγχυση ποὺ ὑπάρχει ὡς πρὸς τὶς χρονολογίες καὶ τὶς ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν, κυριαρχοῦσαν καὶ χρησιμοποιοῦνταν οἱ δύο ὀνομασίες τοῦ Μοναστηριοῦ, «Παναγίας Κισσιώτισσας» καὶ «Παναγίας Ξενιᾶς» δὲν εἶναι εὔκολο νὰ διαλευκανθεῖ.

Θὰ πρέπει πάντως νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι τὸ πρόβλημα συνίσταται στὴν ἐπωνυμία τοῦ «Μοναστηριοῦ» καὶ ὄχι στὴν ἐπωνυμία τῆς «Εἰκόνας» τῆς Παναγίας. Οἱ δύο εἰκόνες τῆς Παναγίας ποὺ βρίσκονταν στὸ «Μοναστήρι τῆς Κισσιώτισσας», ἡ μία, ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ, ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», καὶ ἡ δεύτερη τῆς «Παναγίας Ξενιᾶς», τῆς ἐπιλεγόμενης καὶ «Βρεφοκρατούσας», ἦταν πάντοτε δύο σαφῶς διαφορετικὲς καὶ διακρινόμενες μεταξύ τους εἰκόνες, ἔχοντας ἡ κάθε μία τὴν ἰδιαίτερη ὀνομασία της ἄσχετα μὲ τὴν ἐπωνυμία τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ ὀνομασία τοῦ «Μοναστηριοῦ» μπορεῖ νὰ ἄλλαζε κατὰ καιροὺς. Οἱ δύο διαφορετικὲς ὀνομασίες ὅμως τῶν δύο εἰκόνων τῆς «Παναγίας» παρέμειναν πάντοτε  ξεχωριστές.

Ἡ πρώτη καὶ ἀρχικὴ, ἡ ἐφέστια, εἰκόνα τοῦ «Μοναστηριοῦ», ἡ εἰκόνα τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», εἶχε καὶ τὴν ἐπωνυμία «Παναγία Κισσιώτισσα», ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, βρέθηκε περιτυλιγμένη μέσα σὲ κισσούς πάνω στὸν κορμὸ μιᾶς βελανιδιᾶς.

Ὁ δικαστικὸς κλητήρας τοῦ Ἁλμυροῦ Εὐστάθιος Παπακωνσταντίνου Καλτσέτας, ἔγραψε στὴν ἐφημερίδα «Πρωία» στὶς 8 Ἰουνίου 1910 τὰ ἑξῆς σχετικά: «Τηλικαύτη ἐστὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς … Μοναστήριον τιμώμενον ἕως τότε ἐπ’  ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἧστινος ἡ εἰκὼν ἀπεκαλύφθη ἐντὸς κορμοῦ γηραιᾶς δρυὸς δι’  ὁράματος».

Ἦταν ἡ «Παναγία Κισσιώτισσα» ἀπὸ τὴν ὁποία ὀνομάστηκε καὶ τὸ μοναστήρι «Μοναστήρι Παναγίας Κισσιώτισσας». Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ὀνομασία τοῦ σημερινοῦ πάνω Μοναστηριοῦ τῆς Ξενιᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ καὶ ἱστορικὰ θεμελιωμένη καὶ ἐπίσημα καθιερωμένη ὀνομασία του.

Ἡ δεύτερη εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ γνωστὴ γιὰ διάκριση ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ ὡς «Βρεφοκρατοῦσα», εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀνομάστηκε «Παναγία Ξενιά», ἐπειδὴ ἦρθε ἀπὸ τὰ ξένα. Τὸ γεγονὸς τῆς θαυματουργικῆς ἀφίξεώς της στὸ πρῶτο μοναστήρι, αὐτὸ στὴ «Λάκα Παναγιά», καὶ ἡ μεταφορά της στὸ «Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κισσιώτισσας» ἔκαναν καὶ τὸ Μοναστήρι αὐτὸ διάσημο προσκυνηματικὸ κέντρο σὲ βαθμὸ πολὺ μεγάλο, τόσο ποὺ ἐπισκιάστηκε τὸ ἀρχαιότερο ὄνομά του «Παναγία Κισσιώτισσα» ἀπὸ τὸ νεότερο ὄνομα «Παναγία Ξενιά».

 

1700

Παρὰ τὸ δεδομένο γεγονὸς ὅτι στὴν ἐποχή μας ἔχει πιὰ ὁριστικὰ ἐπικρατήσει ἡ ὀνομασία «Μοναστήρι Παναγίας Ξενιᾶς» καὶ πολὺ λίγοι, ἐλάχιστοι, γνωρίζουν τὴν ἀρχικὴ καὶ μόνη δεοντολογικὰ ὀρθὴ ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ «Παναγία Κισσιώτισσα», ἡ συστηματικὴ καὶ ἐπίμονη ἀρχειακὴ ἔρευνα φέρνει στὸ φῶς διαρκῶς καὶ νέα στοιχεῖα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν καὶ ἐπικυρώνουν τὴν ἀρχικὴ αὐτὴ ὀνομασία.

Φαίνεται, μάλιστα, ὅτι γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀκόμη καὶ γιὰ αἰῶνες, οἱ δύο ὀνομασίες τοῦ Μοναστηριοῦ αὐτοῦ, «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ «Παναγία Ξενιὰ»,  συνυπῆρχαν καὶ συνχρησιμοποιοῦνταν, χωρὶς καμία νὰ ἐπικαλύπτει καταλυτικὰ τὴν ἄλλη. Σὲ ὅσους μάλιστα μελετητὲς ἐπικεντρώνουν μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ τὴν ἔρευνά τους στὶς πρωτογενεῖς γραπτὲς πηγὲς καὶ δὲν στηρίζονται μόνο σὲ ἀτεκμηρίωτα, πρόχειρα ἤ καὶ σοβαρά, δημοσιεύματα ἄλλων καὶ σὲ ὑπάρχουσες συνήθειες καὶ παραδόσεις, δημιουργεῖται σαφῶς ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ ἐπωνυμία «Παναγία Ξενιά», ὅταν αὐτὴ ἀναφερόταν στὸ «Μοναστἠρι» καὶ ὄχι στὴν ἀντίστοιχη «Εἰκόνα»,  ἦταν ἡ «δευτερεύουσα» καὶ ἡ «ἀνεπίσημη» ὀνομασία τοῦ «Μοναστηριοῦ», αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ πολὺς λαὸς ἤ καὶ ἄλλοι «ξένοι» ὡς πρὸς τὴν πραγματικότητα καὶ τὸ ἱστορικὸ παρελθόν τοῦ Μοναστηριοῦ.

Ἡ Διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ, τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ οἱ τοπικὲς ἀρχὲς τοῦ Ἁλμυροῦ ὀνόμαζαν πάντοτε καὶ ἀνέφεραν στὰ ἐπίσημα ἔγγραφά τους τὸ Μοναστήρι μὲ τὴν ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κισσιώτισσας».

Στὰ 1522, π. χ., ἡ Μονὴ Βατοπεδίου, στέλνοντας ὡς δῶρο τὴν τιμία ζώνη τῆς Παναγίας, χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα «Παναγία Ξενιά». Καὶ ὅμως, πολὺ ἀργότερα, στὰ 1700, διακόσια χρόνια σχεδὸν μετά, βλέπουμε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀκόμη τὸ ὄνομα «Κισσιώτισσα». Σὲ ἕνα χειρόγραφο βιβλίο τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ποὺ περιεῖχε «βίους καὶ πολιτείας ἁγίων» ὑπῆρχε μία  ἐνθύμηση ποὺ ἀναφέρεται στὴν παλιότερη ὀνομασία τοῦ Μοναστηριοῦ «Κισσιώτισσα» : [29]

«αψ΄ (1700). Τὸ παρὸν βιβλίον ὑπάρχει τῆς ὑπεραγίας,

δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καλουμένης Κισσιωτίσσης,

καὶ ὅστις βουληθεῖ καὶ ἐλησταρχήσει καὶ τὸ ἀποξενώσει

νὰ ἔχῃ τὸ ἐπιτίμιον καὶ ἀντίμαχον αὐτήν, τὴν Θεοτόκον,

ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως».[30]

Ἀλλὰ καὶ ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐξεταστική, διεισδυτικὴ ἀνάγνωση στὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῶν ὅσων ἐγγράφων ἔχουν σωθεῖ ὡς τὶς ἡμέρες μας καὶ  τῶν ὅσων γνωρίζουμε ἁπλῶς τὸ περιεχόμενό τους ἀπὸ παλαιότερες δημοσιεύσεις ὁδηγεῖ σὲ μία σαφῆ διαπίστωση ποὺ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ἰδιαίτερα.

Ἐνῶ, δηλαδή, οἱ ἄλλοι, οἱ ξένοι πρὸς τὸ Μοναστήρι, οἱ ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα πραγματικότητα, οἱ μὴ γνῶστες τῆς παλαιότερης ἱστορίας του, χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὸ Μοναστήρι τὴν ὀνομασία «Μονὴ Παναγίας Ξενιᾶς», ἡ Διοίκηση τοῦ Μοναστηριοῦ χρησιμοποιοῦσε τὴν πραγματική του ὀνομασία «Μονὴ  Παναγίας Κισσιωτίσσης».

Προσωπικὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση, ἐντύπωση ποὺ πρέπει νὰ ἀπηχεῖ τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ἐπωνυμία  «Παναγία Ξενιὰ» εἴτε ἀναφέρεται στὴν «Εἰκόνα» εἴτε ἀναφέρεται στὸ «Μοναστήρι», ποτὲ δὲν δόθηκε ἤ καὶ δὲν ἀναγνωρίστηκε μὲ ἀπόφαση κάποιας ἁρμόδιας ἀρχῆς. Ἁπλὰ τὴν δημιούργησε καὶ τὴν καθιέρωσε ὁ λαὸς καὶ μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων ἐπιβλήθηκε καὶ κυριάρχησε σὲ ὅλους, ἔτσι ὥστε ἡ ὀνομασία αὐτὴ νὰ καταστεῖ τὸ πιὸ ἀσφαλὲς ὄνομα συνεννόησης, ταυτοποίησης καὶ ἀναγνώρισης, ὅπως συμβαίνει καὶ στὴν σύγχρονη πραγματικότητα με κάποιες ὀνομασίες καὶ μετονομασίες ὁδῶν.

Ἀργότερα, ὅταν πλέον καταλυτικὰ κυριάρχησε τὸ «Παναγίας Ξενιᾶς», καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ διοικοῦντες  τὸ Μοναστήρι ἀναγκάστηκαν ὄχι νὰ καταργήσουν τὴν παλιά ὀνομασία ἀλλὰ νὰ προσθέσουν στὴν ἀρχικὴ ἐπίσημη ὀνομασία «Μονὴ Κισσιωτίσσης» καὶ τὸ διευκρινιστικὸ «τῆς καὶ Ξενιᾶς ἐπιλεγομένης».

Στὰ νεότερα βεβαίως χρόνια, ἰδίως μετὰ τὴν ὁριστική μεταφορὰ τῆς ἕδρας τοῦ Μοναστηριοῦ στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἡ ὀνομασία «Μονὴ Κισσιώτισσας» ἔπαψε νὰ χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μοναχούς. Ἐξ  ἄλλου τὸ «Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου» (ἤ καὶ «Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου») δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ ὀνομάζεται «Μονὴ Κισσιώτισσας», ἀφοῦ ἡ εἰκόνα τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας» οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ  τὴν  ἕδρα της, ἀπὸ τὴν δική της «ἑστία». Παρέμεινε πάντοτε ἡ ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Μοναστηριοῦ της, τοῦ «Πάνω Μοναστηριοῦ».

 

1704

Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς σχέσης καὶ ἀλληλεξάρτησης μεταξὺ τῶν δύο διαφορετικῶν καὶ ἀπομακρυσμένων μεταξύ τους κτιριακῶν συγκροτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς «Παναγίας Κισσιώτισσας», τὰ ὁποῖα ἀπὸ πολὺ νωρὶς, γιὰ λόγους διάκρισης, ὀνομάζονταν, ἀδόκιμα καὶ ἄκυρα, «Πάνω» καὶ «Κάτω» «Μοναστήρι», συνδέονται καὶ πατριαρχικὰ σιγγίλια ἀλλὰ καὶ τουρκικὰ φιρμάνια.

Ἄν ὅμως ἡ σταδιακὴ ἀποσιώπηση καὶ ἐγκατάλειψη τῆς ἀρχικῆς ἐπωνυμίας «Παναγία Κισσιώτισσα» καὶ ἡ σταδιακὴ ἀντικατάστασή της μὲ τὸ «Παναγία Ξενιὰ» πραγματοποιήθηκε ἀθόρυβα καὶ χωρὶς ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἐπίσημη ἀπόφαση ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀντιδράσεις ὁ προβιβασμὸς τοῦ κάτω κτιριακοῦ συγκροτήματος ἀπὸ «μετόχι» σὲ «μοναστήρι», ποὺ ἐπιχειροῦνταν ἀπὸ μερικούς, προκαλοῦσε γιὰ πολλὰ χρόνια πολλές ἀντιδράσεις.

Ἔτσι, π.χ., γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μία καὶ μόνο περίπτωση στὸ σημεῖο αὐτό, στὰ 1704 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριὴλ μὲ σιγγιλιῶδες γράμμα του διατάσσει ἐκείνους τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν ἕδρα τοῦ Μοναστηριοῦ (τὸ Πάνω Μοναστήρι) καὶ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ  μονίμως στὸ Μετόχι τοῦ Ἁγίου Νικολάου νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἕδρα τους.

«… Τούτου χάριν τὴν δέησιν αὐτῶν εὐμενῶς ἀποδεξάμενοι, … γράφομεν καὶ ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς … ἵνα τὸ … μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας μου Θεοτόκου Ξενιᾶς…, ὑπάρχῃ καὶ λέγηται καὶ παρὰ πάντων γινώσκηται κατὰ τὴν ἀνέκαθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτοῦ τάξιν τε καὶ κατάστασιν, πατριαρχικόν, σταυροπηγιακόν, πάντῃ ἐλεύθερον, ἀσύδοτον, ἀδούλωτον, ἀκαταπάτητον, ἀνεπηρέαστον καὶ ἀνενόχλητον παρὰ παντὸς προσώπου ἱερωμένου καὶ λαϊκοῦ….

Τὸ δὲ μετόχιον αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος, εἴη ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν αὐτοῦ, ὡς καὶ πρότερον …., ὀφειλόντων τῶν ἐν αὐτῶ τῷ μετοχίῳ εὑρισκομένων πατέρων, χωρίς τινος προφάσεως καὶ ἀντιλογίας, μεταναστῆναι καὶ ἐπανελθεῖν εἰς τὸ πρωτότυπον καὶ καθολικὸν εἰρημένον βασιλικὸν μοναστήριον τῆς Ξενιᾶς ….».[31]

 

1707

Στὰ 1707 κατασκευάστηκε τὸ ἑστιατόριον στὸ κάτω κτιριακὸ συγκρότημα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς. «Ἐν τῷ μοναστηρἰῳ τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἐτοιχογραφήθη ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ αὐτοῦ» λέει σὲ κάποια σημείωσή του ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος. Τὴν παρουσίασε στὴν ἐργασία του «Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ», ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικὰ» (τόμος 4ος, (1934) σελ. 69), ἀλλὰ καὶ στὴ μελέτη του «Περιγραφὴ τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Ἁλμυροῦ διακειμένης Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικὴν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν», ποὺ δημοσιεύθηκε  στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος»[32] (τόμος Δ΄, Ἀθήνησιν 1896, σελ. 656).

Τὸ ἴδιο ἔτος τὸ ἑστιατόριο εἰκονογραφήθηκε ἀπὸ τὸν ζωγράφο «Νικόλαο», ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴ σημείωση ποὺ χάραξε ὁ ἴδιος στὴν ἄκρη τῆς εἰκονογραφημένης ἐπιφάνειας:

«+Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ

Νικολάου ζωγράφου. αψζ  (=1707)».[33]

 

1721 –  1794 –  1800 – 1822

Ἕνα ἀξιοσημείωτο χαρακτηριστικὸ ἑνὸς κώδικα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, τοῦ 15ου αἰῶνα  εἶναι ὅτι στὰ λευκὰ περιθώρια κάποιων σελίδων του ὑπῆρχαν οἱ ὑπογραφὲς διαφόρων ἐπισκόπων τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέφθηκαν τὸ Μοναστήρι καί, προφανῶς, τοὺς ζητήθηκε καὶ φαίνεται ὅτι αὐτὸ τοὺς ζητοῦνταν συστηματικά, μᾶλλον ἀπὸ κάποια παράδοση, ἐπὶ ἑκατό καὶ περισσότερο χρόνια, νὰ ὑπογράψουν στὸν κώδικα.

Ἔτσι στὸν κώδικα αὐτὸν εἰδικὰ συγκεντρώθηκαν καὶ  ὑπῆρχαν οἱ ὑπογραφὲς «ἐνθυμήσεις» ἱεραρχῶν ποὺ ἐκτείνονταν σὲ ἕνα χρονικὸ διάστημα ἑκατὸ χρόνων, ἀπὸ τὸ 1721 μέχρι καὶ τὸ 1822. Ὑποψιάζομαι ὅτι ὁ κώδικας αὐτὸς εἶχε κάποια ἰδιαίτερη διαχρονικὴ ἱστορικὴ σημασία γιὰ τὸ Μοναστήρι Ξενιᾶς, ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνταν ἐπὶ ἑκατὸ συνεχῆ χρόνια συγκεντρώνοντας σ’ αὐτὸν ὑπογραφὲς ἀρχιερέων.

Ὁ συγκεκριμένος κώδικας ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον περὶ Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου» δὲν περιεῖχε κάτι ἄλλο τὸ ἰδιαίτερο γιὰ νὰ δικαιολογεῖται μία τέτοια συνήθεια. Δυστυχῶς ὅμως ὁ πολύτιμος αὐτὸς κώδικας χάθηκε κατὰ τὴ λεηλασία ποὺ ἀκολούθησε τὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897.

Οἱ «ἐνθυμήσεις» στὸν σημαντικὸ αὐτὸν χειρόγραφο κώδικα παρουσιάζονται μὲ τὴ μορφὴ ὑπογραφῶν ἱεραρχῶν. Παρουσιάζονται οἱ ὑπογραφές τεσσάρων διαφορετικῶν ἐπισκόπων. Τὸν κώδικα ὑπόγραψαν κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ οἱ ἐπίσκοποι, Ζητουνίου Θεοφάνης, Δημητριάδος Ἀθανάσιος, Φαρσάλων Βενιαμὶν καὶ Λαρίσης Πολύκαρπος. Δὲν ἀναφέρονται οἱ ἀκριβεῖς χρονολογίες κατὰ τὶς ὁποῖες ὑπέγραψαν στὸν κώδικα. Κάποια βιογραφικὰ τους στοιχεῖα, ὡστόσο, ἐπιτρέπουν ἐνδεικτικὲς χρονολογίες:

«+ ὁ Ζητουνίου Θεοφάνης», στὴ σχετικὴ ἔρευνα παρουσιάζεται νὰ ἀκμάζει πρὶν τὸ 1721.

«+ ὁ Δημητριάδος Ἀθανάσιος», φέρεται νὰ ἔγινε Μητροπολίτης Δημητριάδος τὸ 1794.

«+ ὁ Φαρσάλων Βενιαμὶν», ἀκμάζει γύρω στὰ 1800.

«+ ὁ Λαρίσης Πολύκαρπος καὶ ἐν Χριστῷ πάντων ἡμῶν»,  φονεύθηκε στὴ Λάρισα ἀπὸ τὸν Δράμαλη πασᾶ τὸ 1822.

Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ παραπάνω ὅτι οἱ ἀναφερθεῖσες χρονολογίες (1721 –  1794 –  1800 – 1822) μᾶς δίνουν κάποιους σταθμοὺς πρὶν ἤ μετὰ ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ τέθηκαν οἱ ὑπογραφές τῶν ἀρχιερέων αὐτῶν.

Δὲν γνωρίζουμε, ὅπως ἀναφέρθηκε, τὶ ἦταν ἐκεῖνο τὸ σημαντικὸ στὸν κώδικα αὐτὸν ποὺ ὁδηγοῦσε ἐπὶ ἑκατὸ συνεχῆ χρόνια τόσους ἱεράρχες νὰ συνηθίζουν νὰ θέτουν ἤ νὰ τοὺς ζητεῖται νὰ θέτουν προσωπικὰ τὴν ὑπογραφή τους. Ἡ σημαντικότητά του, ὡστόσο, πρέπει νὰ θεωροῦνταν διαχρονικὴ καὶ μὴ ἀμφισβητήσιμη, ἀφοῦ ἀναγνωριζόταν ἐπὶ ἑκατό συνεχῆ χρόνια ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς ποὺ κατεῖχαν τὸν κώδικα.

Στὸν ἴδιο, ὡστόσο, αὐτὸν χειρόγραφο κώδικα τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς Ξενιᾶς ἐντοπίστηκε καὶ ἡ παρακάτω ἐνθύμηση:

«Ἐτοῦτο τὸ παρὸν βιβλίον ὑπάρχει καὶ εἶναι

τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς

τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου

καὶ ὅποιος τὸ ἀπα ….  (ἀπαλλοτριώσῃ;) νὰ ἔχῃ τὰς ἀρὰς

τῶν τιη΄[34] θεοφόρων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ».[35]

Ὅπως γίνεται φανερὸ ὁ συγκεκριμένος κώδικας δὲν ἀνῆκε, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοὐλάχιστον, στὸ Μοναστηρι τῆς Ξενιᾶς ἀλλὰ στὴ «Σεβασμία Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου», γιὰ τὴν ὁποία προσωπικὰ τοὐλάχιστον δὲν γνωρίζω τίποτε περισσότερο.

Ἀπὸ τὴ Μονὴ αὐτὴ τοῦ «Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου» δὲν ἔπρεπε κάποιος νὰ τὴν ἀπομακρύνει γιατὶ θὰ ἐπέσυρε ἐναντίον του «τὰς ἀρὰς τῶν 318 πατέρων» τῆς «ἐν Νικαίᾳ» Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ βρέθηκε στὴ Μονὴ Ξενιᾶς. Φαίνεται ὅτι κάποιος ποὺ δὲν φοβόταν «νὰ ἔχῃ τὰς ἀρὰς τῶν τιη΄  θεοφόρων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ», ἄν τὸ ἀφαιροῦσε ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προφήτου Προδρόμου,[36] τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔφερε στὴν Ξενιά.

Κατὰ τὴν ἐκτίμησή μου πρέπει νὰ τὸ ἔφερε στὸ Μοναστήρι τῆς Ξενιᾶς ὁ ἴδιος καλόγερος ποὺ τὸ εἶχε ἀρχικὰ προσφέρει στὴ Μονὴ Προδρόμου, θεωρῶντας ὅτι ὁ ἴδιος, ὡς ἰδιοκτήτης του, ἐξαιροῦνταν ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν «ἀρῶν» τῶν 318 πατέρων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

 

1716

Στὸν παραπάνω κώδικα ἕνας μοναχὸς ἔγραψε μία του ἀφιέρωση – εὐχὴ στὸν αὐθέντη του καὶ δεσπότη ἐπίσκοπο τῆς Ἐπισκοπῆς Ζητουνίου:

«Τῷ Θεοφιλεστάτῳ καὶ μουσικωτάτῳ

ἁγίῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Ζητουνίου,

ἐμοῦ δὲ αὐθέντου καί δεσπότου Ἰωαννικίου,[37] πολλά τά ἔτη».[38]

 

 

 

[1]. ξζδ  =  7064 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἤτοι 7064 – 5508 =  1556 μ. Χ.

[2] . Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 20, σελ. 105.

[3]. Ἡ κιννάβαρη εἶναι χρωστικὴ οὐσία μὲ χρωματισμοὺς ἀπὸ ἔντονο κόκκινο μέχρι τὸ πορτοκαλοκόκκινο ἡ ὁποία ἔχει ὡς βάση τῆς παρασκευῆς της τὸν θειοῦχο ὑδράργυρο.

[4]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν Χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 94.

[5]. ζπα΄ (7081 ἀπὸ κτίσεως κόσμου), ἤτοι 7081 – 5508 = 1573 μ.Χ.

[6]. Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 19, σελ. 376.

[7]. ζρκζ΄= 7127 ἀπὸ κοσμογονίας – 5508 = 1619  ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως.

[8]. Κατὰ τὸ 1619 ἡ ἰνδικτιὼν τοῦ ἔτους ἦταν β΄, [(1619+3) :15 = πηλίκο 108 καὶ ὑπόλοιπο 2]. Ἴσως τὸ ἔτος ἦταν ζρκη΄ [7128 -5508 = 1620]  ὁπότε ἔχομε  [(1620 +3) : = πηλίκο   108 καὶ ὑπόλοιπο 3 (= ἰνδικτιῶν γ΄) καὶ ἀπὸ κάποιο λάθος κατὰ τὴν ἀντιγραφὴ τὸ ζρκη΄ ἔγινε ζρκζ΄.

[9]. Ἡ ἐπιγραφὴ δημοσιεύθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ. 701.

[10]. Εἱλητάριο εἶναι μακρόστενη ταινία περιτυλιγμένη σὲ ἕναν κύλινδρο. Στὴν ταινία αὐτὴ γραφόταν τὸ κείμενο τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ διαβασθεῖ ξετυλισσόταν ἡ ταινία.

[11]. Τὸ Μεγαλυνάριον τοῦ ὁσίου Σισώη λέει: «Δειλιῶν καὶ τρέμων ὁ Ἀσκητὴς, τάφῳ Ἀλεξάνδρου βασιλέως ποτὲ τρανοῦ, τοῦ καιροῦ τὸ ῥέον, καὶ πρόσκαιρον τῆς δόξης, ἐξίσταται Σισώης, θαυμάζων καὶ θρηνῶν».

[12]. ΖΡΟΕ (7175) «ἀπὸ κτίσεως κόσμου», ἤτοι 7175 – 5508 =1667 «ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως»

[13]. [(1667+3) :15 = 111 πηλίκον καὶ 5 ὑπόλοιπο (= ἰνδικτιὼν 5 (ε)].

[14]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενιᾶς ἐν Θεσσαλίᾳ, στὰ «Θεσσαλικὰ Χρονικά», τόμος 4ος, (1934), σελ. 75

[15]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 711. Ἡ ἐργασία αὐτή, «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», βρίσκεται συνημμένη στὴν ἐργασία του «Περιγραφὴ τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ τοῦ Ἁλμυροῦ διακειμένης Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικήν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν» μόνο στὸ ἀνάτυπο τῆς ἴδιας ἐργασίας, στὶς σελίδες 693 – 725, ἐνῶ δὲν συμπεριλαμβάνεται στὸ «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ΄, Ἀθῆναι 1896, στὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε ἡ ἴδια ἐργασία μὲ τίτλο «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς», στὶς σελίδες 653 -692.

[16]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Δελτίον τῆς  Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ. 712.

[17]. Πληροφορίες γιὰ τὸν πολυτιμότατο αὐτὸν κώδικα παρατίθενται στὸ κεφάλαιο γιὰ τὰ Χειρόγραφα καὶ Κειμήλια τῆς Μονῆς Ξενιᾶς τῆς παρούσας ἐργασίας.

[18]. ζρπ = 7180 ἀπό Κτίσεως Κόσμου = 7180 -5508 = 1672 ἀπὸ Χριστοῦ Γεννήσεως.

[19]. αχοβ= 1672.

[20]. Ἡ κανονικὴ  ἰνδικτιὼν τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους 1672 εἶναι ι΄ (δεκάτη), διότι τὸ [(1672=3) :15] μᾶς δίνει ὑπόλοιπο 10. Γιὰ τὸν ὑπολογισμὸ  ὅμως τῆς  ἰνδικτιῶνος λαμβάνεται ὑπ’ ὄψη τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος ποὺ ἀρχίζει τὸν Σεπτέμβριο. Ἔτσι, στὴν περίπτωση αὐτή, στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1672, βρισκόμαστε στὸν πρῶτο μῆνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους 1673, ὁπότε ἡ ἰνδικτιὼν εἶναι [(1673+3): 15 = 111 πηλίκο καὶ 11 ὑπόλοιπο]. Ἄρα ἰνδικτιὼν 11.

[21]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς,  στὸ Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος Δ΄, σελ.  684.

[22]. Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος θεώρησε τὸ σύμβολο V ὡς ϟ (=90) καὶ ἔτσι ἔγραψε 1696 ἐνῶ νεότεροι ἐρευνητὲς τὸ θεώρησαν ὡς Ν (=50) καὶ ἔγραψαν 1656.

[23]. ζσε΄ = 7205 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἤτοι 7205 -5508 = 1697 μ. Χ.

[24]. Ὁλόκληρο τα κείμενο τῆς σουλτανικῆς διαταγῆς παρατίθεται στο κεφάλαιο «Ἡ Ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἔγγραφα.

[25]. Δελτίον Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. 4, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ Ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 654

[26]. Κατὰ Ματθαῖον, ΚΕ΄,΄ 35,36.

[27]. Κάποιες δυσανάγνωστες λέξεις ἐξ αἰτίας καταστροφῆς τοῦ τμήματος αὐτοῦ  τοῦ χαρτιοῦ κατὰ τὴν ἀποκόλλησή του.

[28]. Δελτίον Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. 4, Νικόλαος Γιαννόπουλος, Ἱστορία καὶ Ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς, σελ. 653

[29]. Τὴν καταγράφουμε ὀρθογραφημένη.

[30]. Βλ. Δελτίον τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὅθρυος, τεῦχος Γ΄, σελ. 8, Ἀθήνησιν 1900 καὶ  Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος, στὸ Νέος Ἑλληνομνήμων, τόμος 19, σελ. 265.

[31]. Τὸ πλῆρες κείμενο τοῦ πατριαρχικοῦ αὐτοῦ σιγγιλίου ὑπάρχει στὸ κεφάλαιο «Ἡ ἰστορία τοῦ Μοναστηριοῦ μέσα ἀπὸ ἔγγραφα».

[32]. Ὁ τίτλος τῆς ἐργασίας τοῦ  Νικ. Γιαννόπουλου στὸ «Δελτίο» εἶναι «Ἱστορία καὶ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Ξενιᾶς» ἐνῶ στὸ ἐξώφυλλο τοῦ ἀνατύπου τῆς ἴδιας ἐργασίας ὁ τίτλος γράφηκε πληρέστερος: «Περιγραφὴ τῆς ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Ἁλμυροῦ διακειμένης Ἱερᾶς καὶ Ἱστορικῆς Βασιλικῆς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ξενιᾶς, ὑπὸ τοπογραφικήν, ἱστορικὴν καὶ διοικητικὴν ἔποψιν». Ὁ πληρέστερος τίτλος τοῦ ἀνατύπου δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι σ’ αὐτό προστίθεται καὶ μία ἄλλη ἐργασία τοῦ Γιννόπουλου μὲ τίτλο «Περιγραφὴ τῆς Μονῆς Ξενιᾶς».

[33]. «Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Δ, (1896), σελ. 715.

[34]. τιη΄ = 318.

[35]. Νικόλαος Γιαννόπουλος, «Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος» στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων»΄, τόμος ΙΘ΄, σελ. 376.

[36].  Δὲν εἶναι γνωστὸ  ποῦ βρισκόταν ἡ μονὴ αὐτή.

[37].  Δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς ἦταν ἐπίσκοπος Ζητουνίου ὁ Ἰωαννίκιος. Κατὰ τὸν Νικόλαο Γιαννόπουλο ἀπεβίωσε κατὰ τὸ 1716. Ἑπομένως ἦταν ἐπίσκοπος Ζητουνίου πρὶν τὸν Θεοφάνη, ὁ ὁποῖος φέρεται νὰ ὑπόγραψε ἰδιοχείρως στὴν κώδικα.

[38].  Νικόλαος Γιαννόπουλος, Κατάλογος τῶν χειρογράφων τῆς βιβλιοθήκης τῆς ἐν Ἁλμυρῷ Φιλαρχαίου Ἑταιρείας τῆς Ὄρθρυος, στὸ «Νέος Ἑλληνομνήμων», τόμος 19, σελ. 376.