Tὸ μεγάλο ἅλμα ἀπὸ τὴν Παλαιολιθικὴ στὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ

Τὸ μεγάλο ἅλμα

ἀπὸ τὴν Παλαιολιθικὴ στὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ

Ἡ ζωὴ τοῦ νεολιθικοῦ κατοίκου τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καὶ γενικῶς ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, ἦταν ἀσφαλῶς πολὺ διαφορετικὴ  ἀπὸ ἐκείνη τῶν μακρινῶν προγόνων του, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν πολὺ πρὶν  ἀπὸ αὐτόν, κατὰ τὴν ἀπόμακρη Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ.

Ἄν καί, ὅπως ἀναφέρθηκε σὲ προηγούμενες σελίδες, στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ   εὑρήματα τὰ ὁποῖα  νὰ παραπέμπουν σὲ ἀνθρώπινη παρουσία σ’ αὐτὴν κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ, εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου  τῆς Παλαιολιθικῆς καὶ τῆς Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,  γιὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους προαναφέραμε,  θεωροῦμε δεδομένη, δὲν διέφερε, δὲν μπορεῖ νὰ διέφερε  πολὺ ἀπὸ τὴν ζωή τοῦ ἀνθρώπου τῆς Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς τῶν ἄλλων περιοχῶν στὶς  ὁποῖες θεωρεῖται βεβαιωμένη ἡ ὕπαρξὴ του.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι  ὅσα γενικῶς ἰσχύουν γιὰ τὴν μετάβαση τῶν κατοίκων τῶν ἄλλων περιοχῶν  ἀπὸ τὴν Παλαιολιθικὴ στὴ Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, ἰσχύουν στὸ ἴδιο βαθμὸ καὶ γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Παλαιολιθικῆς  καὶ Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς  τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τῆς Παλαιολιθικῆς  Ἐποχῆς  καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς  εἶναι ὅτι οἱ  ἄνθρωποι τῆς Παλαιολιθικῆς Ἐποχῆς, τοὐλάχιστον, ἄν ὄχι καὶ τῆς Μεσολιθικῆς, ὅπως γενικῶς πιστεύεται ἀλλὰ καὶ ὅπως διαπιστώνεται  ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, δὲν εἶχαν μόνιμη δική τους κατοικία.

Πιστεύεται ὅτι οἱ παλαιολιθικοὶ  ἄνθρωποι περιπλανιόνταν στὸν γύρω τους χῶρο, στὸ γύρω τους ζωτικὸ φυσικὸ περιβάλλον, ἔχοντας ὡς βασικὴ καί, ἴσως, μοναδικὴ καὶ ἀποκλειστικὴ μέριμνα καὶ ἐπιδίωξὴ τους, τὴν ἴδια περίπου ποὺ  εἶχαν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμβιοι ὀργανισμοὶ  τῆς γήινης πανίδας, τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀπαραίτητης γιὰ τὴν ἐπιβίωσὴ τους τροφῆς.

Ὁ παλαιολιθικὸς ἄνθρωπος ἦταν ἁπλῶς ἕνας «τροφοσυλλέκτης» ἤ μᾶλλον ἕνας ἁπλὸς «τροφοκυνηγὸς», τοὐλάχιστον στὶς  ἀρχὲς τῆς Παλαιολιθικῆς  Ἐποχῆς. «Τὸν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς σήμερον» πρέπει νὰ ἀναζητοῦσε καὶ νὰ κατανάλωνε, ὅταν καὶ ὅπου εὕρισκε αὐτὸν τὸν «ἄρτον». Πρέπει, ὡστόσο, ἐκτὸς  ἀπὸ ἕνας ἁπλὸς «τροφοκυνηγὸς» νὰ ἦταν, καὶ «τροφοσυλλέκτης», μὲ τὴν ἔννοια τῆς συγκέντρωσης καὶ τῆς ἐναποθήκευσης κάποιας ποσότητας τροφῆς, ἀφοῦ ὁ παλαιολιθικὸς ἄνθρωπος θὰ ἔπρεπε νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὰ ἀδύναμα μέλη τῆς «οἰκογένειάς» του ἀλλὰ καὶ νὰ  εἶχε ἐξασφαλισμένη τὴν ἐπιβίωσὴ του σὲ καιροὺς  ἔλλειψης καὶ ἀνεπάρκειας καὶ σὲ εἴδη δυσκολοεύρητα. Ἐξ ἄλλου «τροφοσυλλέκτες» εἶναι καὶ πολλὰ εἴδη ζώων.

Ἐκεῖνο ποὺ  θεωρεῖται, ὡστόσο, πιθανόν, ἄν ὄχι βέβαιο, εἶναι ὅτι  κατὰ τὴν διάρκεια τῆς  Παλαιολιθικῆς  Ἐποχῆς  οἱ ἄνθρωποι, παρ’ ὅλη τὴν σταδιακὴ ἐξέλιξη καὶ   βελτίωση ποὺ  ἀσφαλῶς σημείωναν, δὲν εἶχαν ἀκόμη ὁδηγηθεῖ  στὴν ἐπιλογὴ ἐκείνου τοῦ τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος καθορίζεται καὶ προσδιορίζεται  ἀπὸ τὴν ὕπαρξη μιᾶς μόνιμης ἰδιωτικῆς  κατοικίας δίπλα στὶς  κατοικίες ἄλλων,  ὥστε   ὅλοι μαζὶ νὰ ἀποτελοῦν μία ὁμάδα, ἕνα ἐνιαῖο σύνολο,  μία κοινωνία. Τὸ δίλημμα μεταξὺ τῆς διαρκοῦς μετακίνησης τοῦ ἴδιου πρὸς τὶς διάφορες ἑστίες καὶ πηγὲς τῆς τροφῆς  του καὶ τῆς μεταφορᾶς τῆς τροφῆς  πρὸς μία δική του ἑστία δὲν δημιουργήθηκε  ἀπὸ πολὺ νωρὶς στὸν νεολιθικὸ κάτοικο τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ἡ ἀνθρώπινη ἀντίληψη καὶ ἡ βαθμιαία ἐξελικτική της πορεία γιὰ τὴ βελτίωση τῶν ὅρων τῆς ζωῆς  καὶ τὴν καλύτερη ἐξυπηρέτηση τῶν  ἀναγκῶν ἐπιβίωσης πρέπει νὰ ἦταν ἀργόσυρτη καὶ μακραίωνη. Πέρασαν πολλοὶ  αἰῶνες  γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸ σημεῖο νὰ κατανοήσουν τὰ προτερήματα καὶ τὶς  ἀνέσεις ποὺ  παρεῖχε ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ κατοχὴ  μόνιμης ἰδιωτικῆς  κατοικίας καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ὑλοποίησὴ της.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιολιθικῆς  Ἐποχῆς  δὲν ζοῦσαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ζήσουν, στὸ ἴδιο πάντοτε μέρος μαζὶ μὲ ἄλλους συνανθρώπους τους. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς  τους καὶ τῆς ἐξυπηρέτησης τῶν ἀναγκῶν τῆς ἐπιβίωσής τους δὲν τὸ  ἐπέτρεπαν. Ἡ ποσότητα τῆς τροφῆς  ποὺ  παρεῖχε  ἀπὸ μόνη της ἡ φύση σὲ μία περιορισμένη ἔκταση ποὺ μποροῦσε νὰ εἶναι στὴ διάθεσή του δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀρκεῖ    γιὰ πολλούς.

Ὁ παλαιολιθικὸς ἄνθρωπος ἀσφαλῶς καὶ χρειαζόταν καὶ αἰσθανόταν ἐπιβεβλημένη τὴν ἀνάγκη καταφυγῆς  γιὰ τὴν προστασία του  ἀπὸ ἀντίξοες περιβαλλοντικὲς καὶ καιρικὲς συνθῆκες καὶ θὰ κατέφευγε σὲ κάποιο ἀσφαλὲς μέρος τοῦ ὁποίου θὰ διεκδικοῦσε τὴν ἰδιοκτησία, σὲ κάποια, π.χ., σπηλιά, στὴν ὁποία θὰ  εὕρισκε καταφύγιο τὶς  νύχτες αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειὰ του, ἀλλὰ ὄχι ὁπωσδήποτε κοντὰ σὲ πολλὰ παρόμοια καταφύγια ἄλλων, μὲ τοὺς ὁποίους ἦταν διεκδικητὲς τοῦ ἴδιου μεριδίου τροφῆς.

Ὁ βασικὸς καίριος καὶ καθοριστικὸς παράγοντας  τοῦ τρόπου ζωῆς  του, τὸ  βασικὸ κριτήριο καὶ τὸ  κύριο κίνητρο τῶν ὅλων δραστηριοτήτων του γιὰ τὴν ἐπιβίωσὴ του, δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἡ ἐξεύρεση κάποιου καταφυγίου κοντὰ σὲ παρόμοια καταφύγια ἄλλων. Ἡ εὐκολότερη καὶ ἀνετότερη δυνατότητα ἐξεύρεσης τῆς τροφῆς ἦταν ἀτομική του ἐπιδίωξη στὴν ὁποία ἡ συνύπαρξη μὲ ἄλλους δὲν βοηθοῦσε.

Γιὰ τοὺς ἴδιους πάντοτε λόγους  πρέπει νὰ θεωρεῖται λογικὸ ὅτι ἕνας μόνιμος, ἐπιβεβλημένος καὶ ὑποχρεωτικός,  ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες, μακροχρόνιος σύνδεσμος μὲ τὴν σπηλιὰ του, ἤ τὸ  ὅποιο ἄλλο ἀτομικὸ καὶ οἰκογενειακό του καταφύγιο, ἐκτὸς ἴσως  ἀπὸ τὶς  περιόδους τῆς ἀνατροφῆς  τῶν βρεφῶν του καὶ παρατεταμένων δύσκολων καιρικῶν συνθηκῶν, ἀπαγορευτικῶν σὲ τέτοιου εἴδους ἀλλαγὲς καὶ μετακινήσεις, δὲν μποροῦσε νὰ ἀναπτυχθεῖ. Κάπου ἀλλοῦ, ὕστερα  ἀπὸ κάποιο καιρό, ψάχνοντας γιὰ τὴν τροφὴ του, θὰ εὕρισκε ἕνα περισσότερο βολικὸ καταφύγιο, ἄν ἄλλαζε περιοχή.

Οἱ  ἄνθρωποι  τῆς Παλαιολιθικῆς Ἐποχῆς  δὲν εἶχαν δική  τους κτηματικὴ περιουσία, δικά τους χωράφια. Οἱ  παλαιολιθικοὶ  ἄνθρωποι  δὲν εἶχαν ὁδηγηθεῖ    στὴ σκέψη τῆς καλλιέργειας φυτῶν χρήσιμων γιὰ τὴν διατροφή τους. Δὲν εἶχαν ἐπίσης καὶ δὲν ἔτρεφαν δικά τους οἰκόσιτα ζῶα. Δὲν ἔτρεφαν δικά τους κοπάδια,  ὥστε   νὰ δένονται μὲ ἕνα τόπο καὶ νὰ δυσκολεύονται στὴν ἀλλαγὴ του.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιολιθικῆς Ἑποχῆς δὲν εἶχαν γίνει ἀκόμα γεωργοὶ  καὶ κτηνοτρόφοι. Ἦταν μόνο κυνηγοὶ  καὶ ψαράδες, τροφοκυνηγοὶ  καὶ τροφοσυλλέκτες.  Τρέφονταν συλλέγοντας καρποὺς  ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ  ἔδιναν  ἀπὸ μόνα τους τὰ φυτὰ καὶ κυνηγοῦσαν θηράματα γιὰ νὰ τρέφονται  ἀπὸ τὸ  κρέας τους καὶ νὰ χρησιμοποιοῦν, ἴσως, γιὰ τὶς  διάφορες ἀνάγκες τους, τὸ  δέρμα τους καὶ τὰ κόκκαλὰ τους. Στὴν κατάσταση αὐτὴ   ἔζησαν ἐπὶ χιλιάδες χρόνια μὲ συνεχῆ καὶ σταδιακὴ ἀσφαλῶς βελτίωση τῶν χρησιμοποιούμενων τεχνικῶν καὶ μεθόδων.

Ἡ συνεχὴς καὶ σταδιακή, ἀνοδικὴ καὶ βελτιωτικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ «παλαιολιθικοῦ ἀνθρώπου», τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς  πρὶν  ἀπὸ τὰ 12.000 χρόνια  περίπου, μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ «νεολιθικοῦ ἀνθρώπου», τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς   μεταξὺ τοῦ 6.700/6.500 π.Χ. καὶ τοῦ, περίπου, 3.100 π.Χ., πορεία ἡ ὁποία παρουσιάζει ποικίλες χρονικὲς καὶ ποιοτικὲς μεταβολὲς  ἀπὸ   περιοχὴ σὲ περιοχή, θεωρεῖται  ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, ὡς μία ἐνδιάμεση κατάσταση, στὴν ὁποία δίνεται ἡ ὀνομασία «Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ».

«Μεσολιθικὸς  ἄνθρωπος» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος ποὺ  ἔζησε μεταξὺ τοῦ τέλους τῆς «Παλαιολιθικῆς» καὶ τῆς ἀρχῆς  τῆς «Νεολιθικῆς» Ἐποχῆς, κάπου μεταξὺ τῶν 12.000 καὶ τῶν  7.000 χρόνων π.Χ.

Σε ἀντίθεση μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς «Παλαιολιθικῆς» καὶ τῆς «Μεσολιθικῆς» Ἐποχῆς,  οἱ ἄνθρωποι τῆς «Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς»,  ζοῦσαν πολὺ διαφορετικά. Στὰ χρόνια τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς  οἱ ἄνθρωποι σταμάτησαν νὰ περιπλανῶνται γιὰ νὰ βρίσκουν τὴν τροφή τους ἕτοιμη στὴ φύση, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο μὲ τὸ  κυνήγι καὶ τὴν συλλογὴ ἄγριων καρπῶν.

Ἔπειτα  ἀπὸ τοὺς  πολλοὺς αἰῶνες τοῦ πλάνητα βίου καὶ  τοῦ «παλαιολιθικοῦ» ἤ καὶ τοῦ ἐνδιάμεσου «μεσολιθικοῦ» τρόπου ζωῆς  οἱ ἄνθρωποι ὁδηγήθηκαν στὴ σκέψη νὰ ἔχουν ἕνα σταθερὸ δικό τους μέρος, στὸ ὁποῖο νὰ ἐπιστρέφουν καὶ νὰ διαμένουν τοὐλάχιστον τὶς  νύχτες.

Ὁδηγήθηκαν στὴ σκέψη  ν’ ἀποκτήσουν μόνιμη κατοικία καὶ ἀντὶ νὰ περιπλανῶνται γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς τροφῆς  τους  νὰ φροντίζουν νὰ τὴν ἔχουν ἤ νὰ τὴν φέρουν κοντὰ τους.  Ὁδηγήθηκαν στὴ σκέψη νὰ καλλιεργοῦν οἱ ἴδιοι τὰ χρήσιμα γιὰ τὴν διατροφὴ τους φυτὰ καὶ νὰ τρέφουν οἱ ἴδιοι τὰ ζῶα ποὺ  μέχρι τότε τὰ κυνηγοῦσαν, ἔχοντάς τα ἡμερωμένα καὶ πειθαρχημένα κοντά τους.  Θὰ    ἦταν εὀκολότερη καὶ ἀνετότερη ἡ ζωή τους ἐὰν δὲν ἦταν μόνο «κυνηγοὶ»  καὶ «ψαράδες»   ἀλλὰ νὰ γίνονταν συγχρόνως καὶ «γεωργοὶ» καὶ «κτηνοτρόφοι».

Ἡ σκέψη γιὰ τὶς  παραπάνω σημαντικότατες ἐπιλογὲς  καὶ ἡ σταδιακὴ ὑλοποίησὴ τους ἦταν ἀσφαλῶς ἕνα καταπληκτικὸ βῆμα προόδου, ἕνα ἅλμα τὸ  ὁποῖο γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ    χρειάστηκε νὰ περάσουν χιλιάδες χρόνια ἀργόσυρτης καὶ σταδιακῆς  καθολικῆς  ἐξέλιξης καὶ ὡρίμανσης τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Τὴν ἐπαναστατικὴ αὐτὴ   ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου ζωῆς  ποὺ  παρουσιάζεται ὁλοκληρωμένη κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, τὴν  μετατροπή, δηλαδή,  τοῦ ἀνθρώπου  καὶ τὴν ἐξέλιξή του ἀπὸ «τροφοσυλλέκτη» καὶ «τροφοκυνηγὸ» καὶ σὲ «γεωργὸ» καὶ σὲ «κτηνοτρόφο»  σηματοδότησαν τρεῖς συνακόλουθες βελτιώσεις καὶ διαφοροποιήσεις τοῦ τρόπου ζωῆς  σὲ σχέση μὲ τὴν Παλαιολιθικὴ Ἐποχὴ: ἡ γεωργία, ἡ κτηνοτροφία καὶ ἡ τέχνη τῆς κεραμικῆς καὶ ἀγγειοπλαστικῆς.

Οἱ δύο πρῶτες  «βελτιώσεις»  ἐξασφάλιζαν ἀνετότερα  τὴν τροφὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ τρίτη παρεῖχε σ’ αὐτοὺς ἀρχικὰ τὰ μέσα ἀποθήκευσης τῆς δικῆς  τους τροφῆς  καὶ ἀργότερα τὰ μέσα βελτίωσής της μὲ τὴν μαγειρική. Οἱ τρεῖς παραπάνω βελτιώσεις καὶ διαφοροποιήσεις τοῦ τρόπου ζωῆς  τοῦ νεολιθικοῦ ἀνθρώπου συνεπάγονταν καὶ τὴν ἀπόκτηση καὶ οἰκειοποίηση τῶν ἐννοιῶν τῆς ἰδιοκτησίας, τῆς διαφύλαξής της, τῆς προστασίας της ἀλλὰ καὶ τῆς βελτίωσης τῆς ποσότητας καὶ τῆς ποιότητας τῶν παραγομένων τροφίμων.

Οἱ ἄνθρωποι κατὰ τὴν «Νεολιθικὴ Ἐποχὴ» ἄρχισαν νὰ «γεύονται» τὸν «Καρπὸ» τοῦ «Δέντρου τῆς Γνώσης τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ». Ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν ὁριστικῶς καὶ ἀμετακλήτως  ἀπὸ τὸν «παράδεισο» τῆς ἀμεριμνησίας καὶ τοῦ ἐνστικτωδῶς κινούμενου «τροφοκυνηγοῦ» καὶ «τροφοσυλλέκτη» καὶ ὁδηγήθηκαν σὲ μία ζωὴ διαρκοῦς μέριμνας καὶ φροντίδας ἀφοῦ  ἀποφάσισαν καὶ ἐπέλεξαν  νὰ φροντίζουν νὰ ἐξασφαλίζουν μόνοι τους τὸν «ἄρτον» τους «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου» τους καὶ νὰ μὴν ἀρκοῦνται σὲ  ὅσα τοὺς παρεῖχε ὁ «παράδεισος»  τῆς  φύσης   ἀπὸ  μόνης της καὶ ἔγιναν καὶ  «γεωργοὶ» καὶ «κτηνοτρόφοι».

Τὸ εὐκολομεταχείριστο τοῦ πηλοῦ, ὡς κατασκευαστικοῦ ὑλικοῦ οἰκειακῶν μαγειρικῆς, μεταφορᾶς  καὶ ἀποθήκευσης  ἀγγείων, καὶ ἡ ἐπιδεκτικότητὰ του σὲ βελτιώσεις τῆς ἐπεξεργασίας του, ὁδηγοῦσαν  ἀπὸ μόνα τους σὲ συνεχῶς καὶ πιὸ καλύτερους ὅρους ζωῆς. Οἱ  ἄνθρωποι μποροῦσαν πλέον νὰ ἀποφεύγουν τὰ προβλήματα, τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους τῆς ἐνασχόλησης καὶ τῆς συνεχοῦς  περιπλάνησής τους ἀποκλειστικῶς μὲ μόνο σκοπὸ τὴν ἐπίλυση τῶν πρακτικῶν προβλημάτων τῆς ἐπιβίωσής τους.

Ἔχοντας πλέον μόνιμη κατοικία καὶ μὴν ἔχοντας ἀνάγκη μιᾶς πολύωρης περιπλάνησης γιὰ τὴν εὕρεση τῆς τροφῆς τους, εἶχαν περίσσιο χρόνο καὶ μποροῦσαν νὰ συγκεντρώνουν  στοὺς μόνιμους τόπους διαμονῆς τους τὰ ἀπαιτούμενα μέσα διατροφῆς καὶ ἄλλα χρηστικὰ ἀντικείμενα καὶ εἴδη  καὶ ἀγγεῖα δευτερεύουσας χρήσης ἤ καὶ διακοσμητικὰ ἀντικείμενα ἀκόμη.

Εἶχαν  τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο γιὰ ἀνἀπαυση καὶ διασκέδαση ἀλλὰ καὶ τὴν  διάθεση νὰ κατασκευάζουν καὶ παιχνίδια γιὰ τὰ παιδιὰ τους ἤ καὶ δῶρα καὶ ἀφιερώματα καὶ νὰ τὰ προσφέρουν. Ἡ δημιουργία νέων καὶ βελτιωμένων, ἐξυπηρετικότερων ἐπιτευγμάτων καὶ εἰδῶν τοὺς ἱκανοποιοῦσε  ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐνέπνεε καὶ τοὺς παρότρυνε σὲ νέες δημιουργίες, νέες ἰδέες, νέες τεχνικές. Ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται καὶ ἡ καλλιτεχνική διάθεση καὶ ἡ αἴσθηση καὶ ἡ ἀπόλαυση τοῦ ὡραίου.

Μερικοὶ   ἀπὸ αὐτούς, ἀσχολούμενοι καὶ «παίζοντας» μὲ τὸν πηλό, ἀπόκτησαν ἰδιαίτερες ἱκανότητες στὴν ἐπεξεργασία καὶ τὴ χρήση του καὶ μποροῦσαν νὰ ἱκανοποιήσουν καὶ τὶς  ἀνάγκες καὶ ἀπαιτήσεις κάποιων ἄλλων ἀνθρώπων, γειτόνων τους ἤ καὶ πιὸ μακρινῶν, ἐκείνων ποὺ  δὲν εἶχαν παρόμοια δική τους ἐπιδεξιότητα ἤ δὲν τοὺς ἄρεσε νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τέτοια θέματα ἤ δὲν εἶχαν τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο ἐπειδὴ εἶχαν ἄλλη δική τους «εἰδικότητα»  μὲ τὴν ὁποία ἀσχολοῦνταν.

Ἔτσι ἀνάμεσα στὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων, ποὺ  ὅλοι τους ἀρχικῶς ἦταν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο «γεωργοὶ»  καὶ «κτηνοτρόφοι» γιὰ τὴν κάλυψη τῶν ἀτομικῶν τους ἀναγκῶν, κάποιοι ἔγιναν «τεχνίτες» καὶ «μαστόροι», εἰδικεύτηκαν περισσότερο στὴ νέα ἐνασχόληση καὶ κάποιοι ἄλλοι ἐκμεταλεύτηκαν τὶς δεξιότητές τους καὶ ἐξελίχτηκαν σὲ «ἐπαγγελματίες».

Αὐτοὶ  οἱ ὁποῖοι ἀνάπτυξαν μεγαλύτερες δεξιότητες καὶ ἱκανότητες ἀντὶ νὰ ἀπασχολοῦνται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ἴδιοι ἀποκλειστικῶς μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν τους καὶ τὴν ἐκτροφὴ τῶν ζώων τους, σκέφτηκαν νὰ ἐκμεταλευτοῦν τὴν ἱκανότητὰ τους αὐτὴ καὶ  νὰ παράγουν οἰκιακὰ σκεύη καὶ ἄλλα εἴδη περισσότερα  ἀπὸ  ὅσα οἱ  δικές τους οἰκογενειακὲς ἀνάγκες ἀπαιτοῦσαν καὶ νὰ  ἀνταλλάσσουν τὰ πλεονάζοντα προϊόντα τους μὲ ἄλλα εἴδη ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν ἤ καὶ μὲ εἴδη διατροφῆς ποὺ  παράγονταν  ἀπὸ ἄλλους.

Ὅσοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἀπασχολοῦνται μόνο μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν τους καὶ τὴν ἐκτροφὴ τῶν κοπαδιῶν τους, ὅσοι ἦταν  ἀποκλειστικῶς «γεωργοὶ»  καὶ «κτηνοτρόφοι»,  δέχονταν αὐτὴ τὴν ἀνταλλαγὴ καὶ ὅλοι  ἦταν εὐχαριστημένοι  ἀπὸ τὴν συνεργασία αὐτή. Ἦταν μία συνεργασία καὶ συναλλαγὴ βολικὴ καὶ συμφέρουσα γιὰ ὅλους. Ἦταν μία συναλλαγὴ ἀμοιβαίας ἐξυπηρέτησης ἡ ὁποία, ἐκτὸς  ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία ἀλληλοκάλυψη    τῶν ἰδιαιτέρων ἀναγκῶν τους,  λειτουργοῦσε καὶ ὡς ἕνας συνεκτικὸς δεσμὸς μεταξύ τους, δημιουργοῦσε αἰσθήματα ἀλληλεξάρτησης καὶ ἀναγκαιότητας κοινωνικῆς συνοχῆς καὶ συνεργασίας.

Ἀποτέλεσμα τῆς νέας κατάστασης ἦταν ἡ ἀνάπτυξη τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀναγκαιότητας τῆς συνεργασίας καὶ τῆς ὕπαρξης κανόνων συνύπαρξης καὶ συμβίωσης. Δημιουργοῦνταν καὶ ἀναπτυσσόταν συνεχῶς καὶ ἐντονότερη ἡ  αἴσθηση τῆς ἀναγκαιότητας τῆς ὕπαρξης  ἑνὸς ὀργανωμένου κοινωνικοῦ συνόλου. Δὲν ἀποκλείεται κάποιοι νὰ ἦταν ἀποκλειστικὰ εἰδικευμένοι γεωργοὶ καὶ κάποιοι ἀποκλειστικὰ εἰδικευμένοι κτηνοτρόφοι. Τὰ σχετικὰ εὑρήματα δὲν διευκολύνουν σὲ μία κατηγορηματική, θετικὴ ἤ ἀρνητική,  ἀπάντηση στὸ θέμα αὐτό.

Οἱ «τεχνίτες» καὶ οἱ «ἐπαγγελματίες», καθὼς ἡ τεχνικὴ ἐξελισσόταν μὲ τὸ  πέρασμα τοῦ χρόνου,  θὰ πρέπει, ἐκτὸς  ἀπὸ τὰ καθαρῶς χρηστικὰ ἀντικείμενα, νὰ κατασκεύαζαν  καὶ ἄλλα ἀντικείμενα, μὴ καθαρῶς χρηστικά, ὅπως διακοσμητικὲς χάντρες, ὁμοιώματα ἀνθρώπων καὶ ζώων, ὁμοιώματα σπιτιῶν ἤ ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα  χρησιμοποιοῦνταν γιὰ παιχνίδια ἤ καὶ γιὰ διακόσμηση τῶν σπιτιῶν ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ  στόλισμα τῶν ἑαυτῶν τους.

Μὲ τὸν νέο τρόπο ζωῆς καὶ τὴν  δημιουργία νέων ἀντικειμένων ἡ σκέψη τοῦ νεολιθικοῦ ἀνθρώπου ἀναπτυσσόταν ὅλο καὶ περισσότερο καὶ οἱ τεχνίτες αὐτοσχεδιάζοντας ἐμπνέονταν σὲ νέες χρήσεις, νέες βελτιώσεις, νέες κατασκευαστικὲς τεχνικές, περισσότερο χρηστικές, περισσότερο καλλιτεχνικές, περισσότερο ἀποδοτικές. Μποροῦσαν ἔτσι καὶ ἱκανοποιοῦσαν νέες, εὐγενέστερες, πνευματικότερες, ἀνεκπλήρωτες μέχρι τότε, ἀνθρώπινες ἀνάγκες. Ζωγράφιζαν καὶ διακοσμοῦσαν τὰ διάφορα ἀγγεῖα γιὰ νὰ εἶναι ὀμορφότερα,

Μποροῦσαν νὰ κατασκευάζουν εἰδικὰ ἀφιερώματα σὲ θεοὺς καὶ σὲ ἱερά, σὲ «πνεύματα» καὶ ἄγνωστες δυνάμεις, γιὰ νὰ κερδίζουν τὴν εὔνοιὰ τους ἤ τὴν προστασία τους. Μποροῦσαν νὰ κατασκευάζουν εἰδικὰ ἀντικείμενα στὰ ὁποῖα κάποιος μάγος, μὲ εἰδικὲς εὐχὲς καὶ τελετές, ἐμφυσοῦσε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀποκτοῦν αὐτὰ  ἀπὸ μόνα τους, ἰδιότητες ἀποτρεπτικὲς τοῦ κακοῦ, νὰ μποροῦν νὰ λειτουργοῦν  ὡς «χαϊμαλιὰ» καὶ «φυλαχτά», ὡς «περίαπτα».

Μποροῦσαν νὰ κατασκευάζουν ποικίλων εἰδῶν διακοσμητικὰ ἀντικείμενα, περιδέραια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, στολίδια κεφαλῆς καὶ μαλλιῶν καὶ πολλὰ ἄλλα ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα  ἔδιναν ἕνα ἄλλο νόημα στὴ ζωή τους ἤ ποὺ  ὑλοποιοῦσαν σκέψεις, ἰδέες καὶ αἰσθήματα, ποὺ   μέχρι τότε δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ τὰ ἐκφράσουν.

Μποροῦσαν στὸν τάφο τοῦ ἀγαπημένου τους νὰ ἐναποθέσουν κάποια ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα  ὁ ἴδιος  εἶχε κατασκευάσει καὶ ἀγαποῦσε ἤ χρησιμοποιοῦσε, ὅπως τὸ  κύπελὸ του, τὸ  ἀγαπημένο δοχεῖο τῶν καλλυντικῶν της, τὸ  περιδέραιο ποὺ  τῆς πρόσφερε ὁ ἄντρας της ὅταν γέννησε τὸν πρῶτο τους παδὶ ἤ καὶ τὸ  δακρυδοχεῖο μὲ τὰ δάκρυα ποὺ  ἔχυσαν στὸν θάνατὸ του οἱ δικοί του ἄνθρωποι.

Ὁ νεολιθικὸς ἄνθρωπος   πρέπει  νὰ ἔνιωθε πολύ περήφανος γιὰ τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐξελιξή του, πολὺ περήφανος γιὰ τὸν «πολιτισμό» του, συγκρίνοντας τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ἐποχὴ του, σὲ σχέση μὲ τὸν τόσο πολὺ μακρινὸ πρόγονό του, ἐκεῖνον τῆς Παλαιολιθικῆς Ἐποχῆς ποὺ πρέπει ἀλλὰ καὶ δικαιοῦνταν νὰ τὸν  θεωροῦσε «πρωτόγονο», ἀπολίτιστο καὶ καθυστερημένο καὶ μάλιστα, πιστεύω, περισσότερο δικαιολογημένα  ἀπὸ ὅσο αἰσθάνεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωποος σὲ σχέση μὲ τὸν νεολιθικό πρόγονό του.