Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμός τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ «Φθιώτιδες Θῆβες»

  1. Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Φθιώτιδες Θῆβες»

Οἱ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες οἱ ὁποῖες ἔχουν γίνει  στὸν λόφο «Κάστρο» τῶν «θιωτίδων Θηβῶν» ἔδειξαν ὅτι ἡ θέση κατοικήθηκε ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Νεότερης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς καὶ σὲ ὁλόκληρη  τὴν Τελικὴ  Νεολιθικὴ  Ἐποχή.

Ἡ σαφὴς περιγραφὴ τῆς οἰκιστικῆς ταυτότητας  τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Φθιώτιδες Θῆβες» εἶναι δύσκολο ἐγχείρημα διότι τὸ ὑπολείμματά του δὲν βρίσκονται στὴν ἀρχικὴ τους θέση καὶ ἀρκετά ἔχουν ἐπαναχρησιμοποιήθεῖ καὶ ἀναμιχθεῖ μὲ εὑρήματα ἄλλων ἐποχῶν.

Παραθέτουμε ἀρχικῶς χαρακτηριστικά, λίαν περιληπτικά, ἀποσπάσματα σχετικῶν ἐκθέσεων τῶν μελῶν τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖες συντάχθηκαν ἔπειτα ἀπὸ εἰδικὲς «ἀρχαιολογικὲς ἑκδρομὲς» τὶς ὁποῖες πραγματοποίησαν στὸν χῶρο αὐτόν πολὺ πρὶν ἀρχίσουν οἱ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀνασκαφὲς τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων ἀρχαιολόγων.

Σ’ αὐτὰ περιλαμβάνονται ἕνα πλῆθος σχετικῶν εὑρημάτων τὰ ὁποῖα ἐντοπίστηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐρευνῶν αὐτῶν καὶ τὰ ὁποῖα, ὡστόσο, παρὰ τὴν ἀποσπασματικότητά τους καὶ τὴν ἀναπόφευκτη δυσκολία τῆς συνολικῆς τους συνεξέτασης καὶ ἐξαγωγῆς  σαφῶν συμπερασμάτων,    παρέχουν  μία   ἐντυπωσιακὴ εἰκόνα τῆς πόλης τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν καί, ἴσως,  συμβάλλουν κατὰ ἕνα μέρος στὴν δικαιολόγησηγοῦν τῆς ἄποψης τοῦ Ἀποστόλου Ἀρβανιτοπούλου, ἡ ὁποία παρατίθεται στὴν συνέχεια, ὅτι ἡ πόλη τῶν «Φθιωτίδων Θηβῶν» μπορεῖ νὰ ἦταν μεγαλύτερη καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν «Μυκηνῶν».

«Τῇ Κυριακῇ 27 Σεπτεμβρίου 1898 μετέβημεν εἰς τὰ ἐρείπια τῶν «Φθιωτίδων Θηβῶν». Τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν ἦσαν:

1) Ἡ ἀνεύρεσις ἀκεφάλου σώματος λέοντος φυσικοῦ μεγέθους ἱσταμένου κατὰ τὴν πύλην τῆς πόλεως. 2) Ἡ ἀνακάλυψις τῆς θέσεως δύο ἀρχαίων ναῶν.

Ἐν τῷ ἑνὶ ἀνευρέθησαν κορμοὶ λιθίνης σφιγγός, τεμάχιον ζωφόρου τοῦ ναοῦ μετὰ ἀναγλύφου παριστάνοντος νεανίαν φέροντα χιτώνιον, καὶ τεμάχιον περικεφαλαίας λιθίνης ἀρχαίου ἀγάλματος ὑπερφυσικοῦ μεγέθους, καὶ τεμάχια κιόνων καὶ κιονοκράνων ἰωνικοῦ ρυθμοῦ».

«Εἰς  τὸ ἐν ἐρειπίοις τουρκικὸν τέμενος, ὑπάρχουσι δύο μονόλιθοι κίονες καὶ ἕν κιονόκρανον κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Τὸν χῶρον τοῦτον ἐθεωρήσαμεν ὡς κατεχόμενόν ποτε ὑπὸ ἀρχαιοελληνικοῦ ναοῦ μετασχηματισθέντος εἰς χριστιανικὸν τοιούτον κατὰ τὸν μέσον αἰῶνα, καὶ ἐπὶ Τουρκοκρατίας εἰς τουρκικὸν τέμενος».

«Ἔν τινι οἰκίᾳ εὕρομεν βάσιν τετράγωνον κίονος ἤ ἀνδριάντος ἐκ λευκοῦ μαρμάρου καὶ ἔν τινι ἀγρῷ σπόνδυλον μεγίστου κίονος ῥαβδωτὸν ἐκ πορώδους λίθου, τοῦ 6ου  π.Χ. αἰῶνος».

«Παρὰ τὴν κρήνην τοῦ χωρίου εὕρομεν σαρκοφάγον γεγλυμμένον ἐκ λίθου μέλανος μετ’ ἐπιγραφῆς τῶν ῥωμαϊκῶν χρόνων».

«Πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τῶν τειχῶν εὕρομεν ἴχνη πύλης καὶ παρ’ αὐτῇ τὸ κρηπίδωμα ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ναοῦ, ἀντικατασταθέντος κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους ὑπὸ χριστιανικοῦ τοιούτου, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὡς ἐκ παραδόσεως φέρεται».

«Αὐτόθι ἀνεύρομεν ἕν τεμάχιον ἀναγλύφου παριστάντος νεανίσκον καθήμενον,  τὸ ὄπισθεν μέρος μιᾶς περικεφαλαίας λιθίνης καὶ κορμὸν σφιγγός».

«Τῇ 22 – 23 Μαΐου 1899 εἰς  Ἄκετσι ἀνεύρομεν 1) σπόνδυλον λευκοῦ μαρμάρου, ὕψους ἑνὸς περίπου μέτρου καὶ διαμέτρου ὑπὲρ τὴν σπιθαμήν. 2) τεμάχιον κιονολίθου διαμέτρου δύο σπιθαμῶν διατετρημένου ἐν εἴδει ἰγδίου. 3) μετώπην ἀναγλύφου λευκοῦ μαρμάρου τεθραυσμένην  καὶ 4) στῆθος ἀγαλματίου παριστάντος νενανίαν χλαμυδοφόρον».

«Πρὸ  τῶν ἐρειπίων μιᾶς οἰκίας εὕρομεν λιθίνην βάσιν πιεστηρίου ὕψους περὶ τὰ 0,20 μ. καὶ διαμέτρου περὶ τὰ 0,90 μ.  ἐσκαμμένην περὶ τὰ 0,04 τοῦ μέτρου, ἐξ ἧς προβάλλει κατὰ συνέχειαν σωλὴν περὶ τὰ 0,40 μ.».

«Ἐπίσης εὕρομεν δύο τεμάχια κοσμητικὰ ἐκ κιονοκράνου κορινθιακοῦ ῥυθμοῦ. Ἐν δὲ τοῖς ἐρειπίοις ἑτέρας οἰκίας εὕρομεν κιονόκρανον στρογγύλον διαμέτρου περὶ τὰ 0,70 τοῦ μέτρου καὶ ὕψους περὶ τὰ 0,20 τοῦ μέτρου».

«Ἐν ἀγρῷ  τινι πρὸς βορρᾶν καὶ ὀλίγον πρὸς δυσμὰς τοῦ τεμένους εὕρομεν σπόνδυλον περὶ τὸ ἕν μέτρον ὕψους καὶ διαμέτρου περὶ τὰ 0,40, τεθραυσμένον ἑκατέρωθεν».

Μία ἀπὸ  παλαιότερες ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες στὸν χῶρο τῶν «Φθιωτίδων Θηβῶν» εἶναι ἡ ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα τοῦ Ἀποστόλου Ἀρβανιτοπούλου, τῆς ὁποίας τὰ σημαντικότερα ἀποτελέσματα δημοσιεύθηκαν, κυρίως, στοὺς τόμους τῶν ἐτῶν 1907 καὶ 1908 τῶν «Πρακτικῶν τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας» καὶ τῶν ὁποίων χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα, διατυπωμένα στὴν χρησιμοποιούμενη στὴν παροῦσα  γλωσσικὴ μορφή, παρουσιάζουμε.

 

Στὸν τόμο τοῦ ἔτους 1908, στὶς σελίδες 163 -201, ἀναγράφεται ὅτι:

«Οἱ Φθιώτιδες Θῆβες περιτειχίσθησαν κατὰ τέσσαρες περιόδους κατὰ τὶς ὁποῖες  διακρίνονται οἱ ἑξῆς  τέσσερες διαδοχικὲς φάσεις κατοίκησης, τέσσερες πόλεις.

α) ἡ ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ. Ἡ πρώτη καὶ ἀρχαιότερη πόλη ποὺ δημιουργήθηκε πάνω στὸν λόφο τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, τὴν ὀποία ὁ Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος τὴν ἀποκαλεῖ «ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ», ὑπῆρξε κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ἤ  μᾶλλον τὴν Περίοδο τοῦ Χαλκοῦ. Ἦταν μία πόλη ἡ ὁποία κατοικήθηκε  εὐρύτατα. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πρέπεινὰ τατα κτίσθηκε  ἡ μεγάλη ἀκρόπολη, ἡ ὁποία ὀνομάζεται «Παλάτια». Περιτειχίσθηκε  μὲ ἀκατέργαστους ὀγκόλιθους τοποθετημένους   ἀτέχνως ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο χωρίς  κάποια φροντίδα νὰ συμπληρωθοῦν τὰ μεταξύ τους κενά.

Μὲ τὸν ἴδιο «κυκλώπειο»  τρόπο περιτειχίστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἄλλες μικρότερες ἀκροπόλεις, ποὺ βρίσκονται δυτικῶς τῆς προηγούμενης, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ πλησιέστερη, τὴν ὁποία  ὀνόμασα «Μέση» καὶ σήμερα ὀνομάζεται  «Βράχος», ἡ ἄλλη πιὸ πέρα, πολὺ ψηλὴ καὶ ἀπὸτομη εἶναι γνωστὴ ὡς  «Καραούλι» καὶ  ἡ  τρίτη, συνέχεια αὐτῆς, στὸ πιὸ δυτικὸ μέρος ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ντόπιους κατοίκους  «Ταμπούρι».

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὀχυρώθηκαν, σὰν πύργοι, ὅλα τὰ ὑψώματα μεταξὺ τῶν τριῶν αὐτῶν ἀκροπόλεων καὶ γύρω ἀπὸ αὐτές, ποὺ βρίσκονται μεταξὺ τῶν δύο χειμάρρων,  τοῦ  Ἀλχανορέματος, πρὸς βορρᾶ, καὶ τοῦ Βαθυρέματος πρὸς νότο, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ οἱ Φθιώτιδες  Θῆβες.

Καὶ αὐτῶν ἡ ὀχύρωση ἔγινε μὲ τὸν ἴδιο πρόχειρο καὶ ἁπλὸ τρόπο, μὲ ἐπίθεση τοῦ ἑνὸς πάνω στὸν ἄλλο ἀκατέργαστων ὀγκολίθων οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν στὴν γύρω περιοχὴ, χωρὶς ἰδιαίτερη φροντίδα νὰ συνδεθοῦν μεταξύ τους μὲ τείχη τὰ ὀχυρωμένα αὐτὰ ὑψώματα γιὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν κάτω πόλη. Εἶναι ὁ ἴδιος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὀχυρώνονταν ὅλες οἱ μεγάλες πόλεις κατὰ τὴν περίοδο αύτή, ὅπως οἱ Μυκῆνες, μὲ τὶς ὁποῖες ἔχουν μεγάλη ὁμοιότητα καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ Φθιώτιδες Θῆβες εἶναι μεγαλύτερες.

Ἀπὸ  αὐτὰ φαίνεται  ὅτι  μᾶλλον ἡ κάτω πόλη τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν  δὲν εἶχε  σχέδιο μιᾶς  ἀπὸ παντοῦ περιτειχισμένης πόλης, ἄν καὶ στὴ νότια πλευρά της, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ πόλη ἦταν  στρατηγικῶς εύπρόσβλητη παρατηρεῖται μία τάση καταρτισμοῦ  συνεχοῦς τείχους.

β) ἡ ΑΡΧΑΪΚΗ. Κατὰ τὴν μυκηναϊκὴ ἤ τὴν ἀρχαϊκὴ περίοδο (1000 – 700 π. Χ.), κατασκευάστηκαν ἄλλα τείχη τὰ ὁποῖα δείχνουν ὅτι οί Φθιώτιδες Θῆβες    ξανακατοικήθηκαν ἤ  διεσκευάσθηκαν.

Τὰ τείχη αὐτὰ κατασκευάσθηκαν μὲ ὄχι μεγάλους λίθους ἀλλὰ προσαρμοσμένους μεταξύ τους κατὰ τὸν πολυγωνικὸ τρόπο, ὁ ὁποῖος σὲ κάποια σημεῖα του, ἀλλὰ σπάνια,  κλίνει πρὸς τὸν ἰσοδομικὸ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ περιτειχίστηκε μόνο ἡ εἴσοδος τῆς μεγάλης ἀκρόπολης ἐνῶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος παρέμεινε ὅπως εἶχε ἀπὸ τὴν προηγούμενη περίοδο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο περιτειχίστηκαν  ἠ νότια καὶ ἡ δυτικὴ πλευρὰ τῆς «Μέσης» ἀκρόπολης.

Ἐπίσης σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς κάτω πόλης διακρίνονται  ἴχνη τέτοιων τειχῶν, ἀλλοῦ πολὺ φανερὰ καὶ ἀλλοῦ κάπως ἀσαφῆ, τὰ ὁποῖα δείχνουν ὅτι κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ δόθηκε πλῆρες σχέδιο στὴν κάτω πόλη καὶ ὅτι κατὰ τὴν ἀρχαϊκὴ περίοδο αὐτὴ ἡ πόλη περιορίστηκε στὴ μισή ἔκταση τῆς κυκλώπειας περιόδου.

Περίεργο κατασκεύασμα τῆς ἴδιας περιόδου  εἶναι ἡ περιτείχιση ἑνὸς ἀρκετὰ μεγάλου τετράγωνου χώρου, τὸν ὁποῖο οἱ ντόπιοι κάτοικοι σήμερα ὀνομάζουν «Πετρομάντρια», βόρεια τῆς ἀκρόπολης «Καραούλι», σὲ ἕνα ἐπίπεδο ὀροπέδιο, δίπλα σὲ ἕνα κυκλώπειο ὕψωμα, τὸ ὁποῖο  σήμερα εἶίναι γνωστὸ ὡς  «Καββαλικεμένο Κοτρώνι». Αὐτὸ πρέπει νὰ χρησίμευε γιὰ τὴν συγκέντρωση τοῦ ἱππικοῦ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζονται ἐχθρικὲς ἐπιδρομὲς ἀπὸ τὶς Φερες καὶ τὰ Φάρσαλα.

γ) ἡ ΙΣΤΟΡΙΚΗ. Κατὰ τὸ δεύτερ μισὸ τοῦ  Ε΄ π.Χ. αἰῶνα, καὶ μάλιστα κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια του, κατασκευάστηκαν τὰ ὡραῖα καὶ πολὺ ἰσχυρὰ τείχη τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν μὲ τὸν ἰσοδομικὸ τρόπο καὶ μέ κάποιους πολυγωνικούς, καὶ μάλιστα τραπεζοειδῖς, ὀγκόλιθους.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ  τειχίστηκε ἡ νότια καὶ ἡ δυτικὴ πλαυρᾶ τῆς μεγάλης ἀκρόπολης ἐνὼ οἱ δύο ἄλλες ἀκροπόλεις περιλήφθηκαν στὴν κάτω πόλη ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε πρὸς τὴν πεδιάδα καὶ τὴν θάλασσα μέχρι τὸ τελευταῖο ὕψωμα τῆς ὀροσειρᾶς ποὺ τώρα ὀνομάζεται  «Ἀνεμόμυλος».

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο  περιτειχίστηκε  καὶ ἡ ἀκρόπολη «Καραούλι», ἡ ὁποία  ταυτίζεται μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ  Πολύβιος (V, 99, 7) ἀποκαλεῖ «Σκόπιον». Ἐξ ἄλλου ἡ σημερινὴ ὀνομασία «Καραούλι» σημαίνει ἀκριβῶς  ὅ,τι ἐκφράζει τὸ «Σκόπιον» τοῦ Πολύβιου.

Ἡ τρίτη ἀκρόπολη, η ὁποία συνδέεται μὲ αὐτὴν καὶ σήμερα ὀνομάζεται «Ταμπούρι» εἶναι χωρίς ἀμφιβολία αὐτὸ ποὺ ὁ Πολὐβιος ὀνομάζει «Ἡλιοτρόπιον». Ἡ  θέση της,  στὸ πιὸ δυτικὸ μέρος τῆς περιοχῆς, στὸ «περὶ ἡλίου τροπάς», ἀνταποκρίνεται πλήρως στὴν ὀνομασία αὐτή.

Τὰ  ἐρείπια τῶν  τειχῶν στὴ θέση «Πετρομάντρια» νομίζουμε ὅτι εἶναι κατασκευάσματα τοῦ Φιλίππου τοῦ Ε΄, ὅταν πολιόρκησε τὶς (Φθιώτιδες) Θῆβες τὸ 217 π.Χ., σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Πολύβιος  «διελὼν τὸ στρατόπεδον εἰς τρία μέρη, διέλαβε τοὺς πέριξ τόπους τῆς πόλεως, καὶ τῷ μὲν ἑνὶ περὶ τὸ Σκόπιον ἐστρατοπέδευσε,τῷ δ’ ἄλλῳ  περὶ τὸ καλούμενον Ἡλιοτρόπιον, τὸ δὲ τρίτον εἶχε κατὰ τὸ τῆς πόλεως ὑπερκείμενον ὄρος». Τὸ «τρίτον», «τὸ τῆς πόλεως ὑπερκείμενον ὄρος»   πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ στὴν ἐποχή μας  λέγεται  «Κόκκινος Βράχος».

Διακόπτοντας στὸ σημεῖο τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἀρβανιτοπούλου, παραθέτω ὁλόκληρο τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Πολυβίου γιατὶ συμπληρώνει τὴν ὅλη ἱστορία τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν.

«Ὁ δὲ Φίλιππος διαψευσθεὶς τῆς πράξεως, καὶ καταστρατοπεδεύσας περὶ τὸν Ἐνιπέα ποταμόν, συνῆγε τὰς παρασκευὰς ἔκ τε τῆς Λαρίσης καὶ τῶν ἄλλων πόλεων, ἃς ἐπεποίητο κατὰ χειμῶνα πρὸς τὴν πολιορκίαν· ἡ γὰρ ὅλη πρόθεσις ἦν αὐτῷ τῆς στρατείας ἐξελεῖν τὰς Φθιώτιδας καλουμένας Θήβας. ἡ δὲ πόλις αὕτη κεῖται μὲν οὐ μακρὰν ἀπὸ τῆς θαλάττης, ἀπέχουσα Λαρίσης ὡς τριακοσίους σταδίους, ἐπίκειται δ’ εὐκαίρως τῇ τε Μαγνησίᾳ καὶ τῇ Θετταλίᾳ, καὶ μάλιστα τῆς μὲν Μαγνησίας τῇ τῶν Δημητριέων χώρᾳ, τῆς δὲ Θετταλίας τῇ τῶν Φαρσαλίων καὶ Φεραίων. Ἐξ ἧς καὶ τότε, κατεχόντων αὐτὴν τῶν Αἰτωλῶν καὶ συνεχεῖς ποιουμένων τὰς ἐπιδρομάς, μεγάλα συνέβαινε βλάπτεσθαι τούς τε Δημητριεῖς καὶ τοὺς Φαρσαλίους, ἔτι δὲ Λαρισαίους· πολλάκις γὰρ ἐποιοῦντο τὰς καταδρομὰς ἕως ἐπὶ τὸ καλούμενον Ἀμυρικὸν πεδίον. διόπερ ὁ Φίλιππος οὐκ ἐν μικρῷ τιθέμενος μεγάλην ἐποιεῖτο σπουδὴν ὑπὲρ τοῦ κατὰ κράτος ἐξελεῖν αὐτήν. Συναχθέντων δὲ καταπελτῶν μὲν ἑκατὸν πεντήκοντα, πετροβολικῶν δ’ ὀργάνων πέντε καὶ εἴκοσι, προσῆλθε ταῖς Θήβαις, καὶ διελὼν τὸ στρατόπεδον εἰς τρία μέρη διέλαβε τοὺς πέριξ τόπους τῆς πόλεως, καὶ τῷ μὲν ἑνὶ περὶ τὸ Σκόπιον ἐστρατοπέδευσε, τῷ δ’ ἄλλῳ περὶ τὸ καλούμενον Ἡλιοτρόπιον, τὸ δὲ τρίτον εἶχε κατὰ τὸ τῆς πόλεως ὑπερκείμενον ὄρος, τὰ δὲ μεταξὺ τῶν στρατοπέδων τάφρῳ καὶ διπλῷ χάρακι διαλαβὼν ὠχυρώσατο, πρὸς δὲ καὶ πύργοις ξυλίνοις ἠσφαλίσατο, κατὰ πλέθρον στήσας αὐτοὺς μετὰ φυλακῆς τῆς ἀρκούσης. ἑξῆς δὲ τούτοις τὰς παρασκευὰς ἁθροίσας ὁμοῦ πάσας ἤρξατο προσάγειν τὰ μηχανήματα πρὸς τὴν ἄκραν.

Ἐπὶ μὲν οὖν ἡμέρας τρεῖς τὰς πρώτας οὐδὲν ἠδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων διὰ τὸ γενναίως καὶ παραβόλως ἀμύνεσθαι τοὺς ἐκ τῆς πόλεως. ἐπειδὴ δὲ διὰ τὴν συνέχειαν τῶν ἀκροβολισμῶν καὶ τὸ πλῆθος τῶν βελῶν οἱ προκινδυνεύοντες τῶν ἐκ τῆς πόλεως οἱ μὲν ἔπεσον, οἱ δὲ κατετραυματίσθησαν, τότε βραχείας ἐνδόσεως γενομένης ἤρξαντο τῶν ὀρυγμάτων οἱ Μακεδόνες. τῇ δὲ συνεχείᾳ, καίπερ ἀντιβαίνοντος τοῦ χωρίου, μόλις ἐναταῖοι πρὸς τὸ τεῖχος ἐξίκοντο. μετὰ δὲ ταῦτα ποιούμενοι τὴν ἐργασίαν ἐκ διαδοχῆς, ὥστε μήθ’ ἡμέρας μήτε νυκτὸς διαλείπειν, ἐν τρισὶν ἡμέραις δύο πλέθρα τοῦ τείχους ὑπώρυξαν καὶ διεστύλωσαν. τῶν δ’ ἐρεισμάτων οὐ δυναμένων ὑποφέρειν τὸ βάρος, ἀλλ’ ἐνδόντων, πεσεῖν συνέβη τὸ τεῖχος πρὸ τοῦ πῦρ ἐμβαλεῖν τοὺς Μακεδόνας. ἐνεργὸν δὲ ποιησαμένων τὴν ἀνακάθαρσιν τοῦ πτώματος, καὶ παρασκευασαμένων πρὸς τὴν εἴσοδον καὶ μελλόντων ἤδη βιάζεσθαι, καταπλαγέντες παρέδοσαν οἱ Θηβαῖοι τὴν πόλιν. ὁ δὲ Φίλιππος διὰ τῆς πράξεως ταύτης ἀσφαλισάμενος τὰ κατὰ τὴν Μαγνησίαν καὶ Θετταλίαν ἀφείλετο τὰς μεγάλας ὠφελείας τῶν Αἰτωλῶν, ἀπεδείξατο δὲ καὶ ταῖς αὑτοῦ δυνάμεσιν ὅτι δικαίως ἐπανείλετο τοὺς περὶ τὸν Λεόντιον, ἐθελοκακήσαντας πρότερον ἐν τῇ περὶ τοὺς Παλαιεῖς πολιορκίᾳ. γενόμενος δὲ κύριος τῶν Θηβῶν τοὺς μὲν ὑπάρχοντας οἰκήτορας ἐξηνδραποδίσατο, Μακεδόνας δ” εἰσοικίσας Φιλίππου τὴν πόλιν ἀντὶ Θηβῶν κατωνόμασεν».

δ) ἡ ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΗ. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους οἱ (Φθιώτιδες) Θῆβες κατοικοῦνταν περιορισμένη μόνο στὴν μεγάλη ἀκρόπολη καὶ σὲ ἕνα μικρὸ τμῆμα τῆς κάτω πόλης.  Φαίνεται ὅτι  κατὰ τὴν   χριστιανικὴ περίοδο ὀλίγοι μόνο κάτοικοι, καὶ μᾶλλον μία στρατιωτικὴ φρουρά, παρέμεινε στὶς   Φθιώτιδες Θῆβες, ἐνῶ οἱ περισσότεροι κάτοικοι  κατέβηκαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν παραθαλάσια θέση τῆς ἀρχαίας Πυράσου.

Ἔτσι συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ὀνομασία «Θῆβες» κατὰ τὴν χριστιανικὴ περίοδο ἀποδιδόταν στὴν ἀρχαία παραλιακὴ Πύρασο, στὴν ὁποία, ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων σχετικῶν ἐνδείξεων βρέθηκαν καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη  πλουσιότατα  βυζαντιακὰ ἐρείπια ἀλλὰ καὶ σχετικὲς ἐπιβεβαιωτικὲς ἐπιγραφὲς, ὅπως  «ἐκκλησ(ίας) Θηβ(ῶν)» ἤ «ἐκκλησ(ιῶν) Θηβ(ῶν)».

Κλείνοντας κλείνοντας τὸ κεφάλαιο τῶν εὑρημάτων τῶν ἀνασκαφικῶν ἐργασιῶν του ὁ  Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος  παραθέτει  τὰ συμπεράσματά του, τῶν ὁποίων καταγράφουμε  ὅσα θεωροῦμε   σημαντικὰ γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς  παροῦσας ἐργασίας.

«Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταφαίνεται ὅτι στὸ τέταρτο στρῶμα  ἀντιπροσωπεύονται τρεῖς  διάφοροι  λαοὶ καὶ τρεῖς περίοδοι πολιτισμοῦ, οἱ  ἑξῆς:

α) Νεολιθικὴ Περίοδος. Οἱ κάτοικοι τῆς νεολιθικῆς περιόδου εἶναι οἱ ἀρχαιότεροι κάτοικοι αὐτῆς τῆς θέσης.  Τὰ σχετικὰ εὑρήματα δείχνουν ὅτι αὐτοὶ ἦρθαν καὶ κατοίκησαν στὴ θέση αὐτὴ ἔχοντας  ἀρκετὰ ἀναπτυγμένο πολιτισμὸ.

Σὲ ποιὸν τόπο εἶχαν  ἀναπτύξει τὸν πολιτισμό τους αὐτόν, ἔπειτα, ἀσφαλῶς, ἀπὸ πολυετῆ ἐγκαταβίωση;  Πιθανὸν θεωρεῖται ὅτι ζοῦσαν σὲ γειτονικοὺς πεδινοὺς  οἰκισμούς, στὶς γνωστὲς «μαγοῦλες» μεταξὺ τῶν πολλῶν παραθαλάσσιων ἑλῶν   τοῦ Κόλπου τοῦ Ἁλμυροῦ.

Ζῶντας στὶς ἀσφαλεῖς αὐτὲς  μαγοῦλες ἐπὶ αἰῶνες ἀνέπτυξαν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ μέσα ἀμύνης κατὰ τῶν θηρίων ἀλλὰκαὶ ἱκανότητες  ζωικῆς ἐπάρκειας μετακινήθηκαν σὲ ἄλλα ὑψώματα, σὲ ἀπόσταση λίγων ἑκατοντάδων μέτρων, ὅπως στὴ «Μαγοῦλα Πυράσου», στὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα», στὴν «Πλατανιώτικη Μαγοῦλα», στὴν «Μαγοῦλα Ζερέλια».

Στὶς «Μαγοῦλες» αὐτὲς ἔζησαν ἐπὶ αἰῶνες  μέχρις ὅτου ἔγινε ἡ ἀνακάλυψη τῶν μετάλλων, ἡ μεγαλύτρη ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ὁποία συνετέλεσε σημαντικότατα στὴν βελτίωτη τῶν μέσων ἀμύνης καὶ τῆς ἀπόκτησης ζωοτροφῶν.  Ἀνεξαρτήτως τοῦ ὲὰν ἡ ἀνακάλυψη τῶν μετάλλων ἔγινε ἐπιτοπίως ἤ ἦρθε  ἕτοιμη ἀπὸ ἄλλα μέρη, γεγονὸς εἶναι ὅτι μετὰ τὴν ἀνακάλυψη αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι   μπόρεσαν νὰ κατοικήσουν σὲ ψηλότερα μέρη, ὅπως οἱ ἀκροπόλεις  τῆς Ἅλου καὶ τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, ὅπου προηγουμένως  δὲν μποροῦσαν να παραμείνουν ἐξ αἰτίας τῆς ὕπαρξης πολλῶν θηρίων.

Τόσο  ἡ φυσικὴ κατάσταση ὅσο  τὰ εὑρήματα τῶν ἀνασκαφῶν ἔδειξαν ὅτι ὁ λαὸς αὐτὸς ἀνῆκε  στὴν ἀκμὴ   τῆς νεολιθικῆς περιόδου καὶ στὰ πρόθυρα τῆς ἐποχῆς τοῦ χαλκοῦ. Ἡ ἀκμὴ αὐτή, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καὶ σὲ ἄλλους νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς τῆς Θεσσαλίας, πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ ὄχι μόνο μὲ τὸ ὅτι ἄλλος λαὸς ἦρθε καὶ κατοίκησε σὲ τοῦτα τὰ μέρη ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ ὅτι ὁ  ἐγχώριος λαὸς ἄλλαξε κατοίκηση ἐγκαταλείποντας τοὺς πεδινοὺς οἰκισμούς.

Οἱ  πρῶτοι οἰκιστὲς  τῶν μεγάλων καὶ ὀχυρῶν ἀκροπόλεων, ὅπως τῆς Ἅλου, τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, τῶν Φερῶν, τῆς Φαρσάλου καὶ ἄλλων θὰ παρέμειναν στὴ μνήμη τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ὡς  μεγάλοι καὶ ἀοίδιμοι. Τέτοιοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἥρωες τῆς Μυθολογίας Ἀθάμας, Ἄδμητος,  Πηλέας κ.τ.λ. οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στὸ τέλος τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς   καὶ   στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ, κάπου, δηλαδή, γιὰ τὴν Θεσσαλία στὸ μέσον τῆς Γ΄ π.Χ, χιλιετηρίδας (2500 π.Χ.).

β) Περίοδος τοῦ Χαλκοῦ. Ἡ δεύτερη καὶ τρίτη ζώνη φαίνεται πιθανὸν νὰ ἀντιπροσωπεύουν δύο βαθμίδες τῆς Χάλκινης Περιόδου, ἔστω καὶ ἄν στὶς ζῶνες αὐτὲς  δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνα ἀναμφισβήτητο ἴχνος μετάλλου. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἀπὸ  τὸ ὅτι  καὶ ἡ ἀνασκαφὴ δὲν ἐπεκτάθηκε ἀρκετὰ καὶ τάφοι τῆς ἐποχῆς αὐτῆς δὲν βρέθηκαν καὶ ἐπὶ πλέον ἀπὸ τὸ ὅτι  καὶ τὰ μέταλλα δὲν πρέπει νὰ ὑπῆρχαν σὲ μεγάλη κτήση καὶ χρήση, ὥστε νὰ συναντῶνται σὲ ἀφθονία.

Ἀλλὰ καὶ μερικὰ μικρὰ ἀγγεῖα καὶ μῆτρες ποὺ βρέθηκαν  σ’ αὐτὲς τὶς ζῶνες δείχνουν πολὺ καθαρὰ ὅτι ἀνήκουν στὴν Περίοδο τοῦ Χαλκοῦ.

Ἀπὸ ὄσα συμπεραίνονται ἀπὸ τὰ σχετικὰ εὑρήματα διαφαίνεται ὅτι ὁ  λαὸς ποὺ διαδέχτηκε τοὺς ἀνθρώπους τῆς τέταρτης ζώνης ἀναμίχθηκε μὲ τοὺς  ὑπάρχοντες καὶ  συνέζησε. Δὲν εἶναι φανερὸ ἀπὸ ποῦ ἦλθε. Εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι εἶχε ἀνώτερο πολιτισμὸ  καὶ ἔφερε νέες μεθόδους  καὶ κατεχόταν ἀπὸ  ἕνα δυναμικο ὀργασμὸ πρὸς πρόοδο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν κεραμοπλαστικὴ του παραγωγή.