Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Πύρασος».

  1. Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Πύρασος»

Ἕνας  ἀπὸ τοὺς νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν καὶ ἀναπτύχθηκαν  κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, ὅπως τὴν καθορίσαμε χρονολογικὰ παραπάνω,  ἤτοι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν  6.700/6.500 περίπου, χρόνων μέχρι, πάλι περίπου, τὴν ἐποχὴ τῶν   5.800/5.600 π.Χ., χρόνων, βρισκόταν στὴ θέση «Πύρασος»,[1] στὴν περιοχὴ  τῆς σημερινῆς  Νέας Ἀγχιάλου.

Ἡ «Πύρασος» εἶναι ἕνας  ἀπὸ τοὺς τέσσερες ἀρχαιότερους καὶ μακροβιότερους νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἁλμυροῦ, ἀφοῦ, ὅπως ἔδειξαν οἱ ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἡ μελέτη τῶν σχετικῶν εὑρημάτων, ὁ οἰκισμὸς ὑπῆρξε συνεχῶς ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ μέχρι καὶ τὸ  τέλος τῆς Τελικῆς  Νεολιθικῆς  καὶ συνέχισε τὴν ὕπαρξή του καὶ  σὲ κατοπινότερες ἐποχές.

Οἱ ἄλλοι τρεῖς μακροβιότεροι οἰκισμοί, οἱ ὁποῖοι ἐπίσης ὑπῆρχαν καὶ δραστηριοποιοῦνταν σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, ἀπὸ τὴν ἐποχή, περίπου, τῶν    6.700 χρόνων π.Χ. μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τῶν 3.100 χρόνων π.Χ., ἦταν ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα», ὁ «Μύλος Βαΐτση» καὶ ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα».

Ὁ καθηγητὴς ἀρχαιολογίας Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης, ὁ ὁποῖος πραγματοποίησε ἐπιμελημένη καὶ συστηματικὴ ἀρχαιολογικὴ ἀνασκαφὴ στὸ χῶρο  τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ «Πύρασος», ἐντόπισε σ’ αὐτὸν ἀρχαιολογικὲς ἐνδείξεις καὶ σχετικὰ εὑρήματα  ἀπὸ τὰ ὁποῖα  καταδεικνυόταν ὅτι στὴν ἀρχαιολογικὴ αὐτὴ   θέση μποροῦσαν νὰ παρατηρηθοῦν  καὶ νὰ διακριθοῦν τέσσερα διαφορετικὰ διαδοχικὰ στρώματα νεολιθικῆς κατοίκησης.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸν νεολιθικὸ οἰκισμὸ τῆς «Πυράσου» ἀναπτύχθηκαν διαχρονικῶς τέσσερες ἀλλεπάλληλες διαδοχικὲς φάσεις κατοίκησης. Δημιουργήθηκαν, δηλαδή, κατὰ διαφόρους χρονικὲς περιόδους τέσσερες διαδοχικῶς οἰκισμοί,  οἱ ὁποῖοι χτίζονταν  ὁ ἕνας πάνω στὰ ἐρείπια καὶ στὰ ἀπομεινάρια τοῦ προηγούμενου.

Συμφώνως μὲ τὶς  ἐνδείξεις καὶ τὰ εὑρήματα τοῦ πρώτου ἀρχαιολογικοῦ στρώματος κατοίκησης, τοῦ βαθύτερου καὶ ἑπομένως τοῦ ἀρχαιότερου  νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ τῆς «Πυράσου» , ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ πρῶτος οἰκισμὸς «Πύρασος» ἀναπτύχθηκε  σ’ ἕνα στάδιο τῆς Ἀρχαιότερης Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, πρωιμότερο τοῦ λεγόμενου «Πολιτισμοῦ τοῦ Σέσκλου».  Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Πύρασος» πρέπει νὰ θεωρεῖται ἕνας  ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς τῆς εὐρὐτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀλλὰ  καὶ τῆς Μαγνησίας γενικότερα.

Δεδομένου ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς τοῦ Σέσκλου ἔχει τὴν πρώτη του ἀρχὴ στὴν Μέση Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, καί, ὅπως γενικῶς πιστεύεται, γύρω στὰ 5.800 χρόνια π. Χ., συμφώνως  μὲ τὰ πορίσματα τῶν ἀνασκαφέων ἀρχαιολόγων οἱ ὁποῖοι ἐρεύνησαν τὸν οἰκισμὸ αὐτόν, μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ πρῶτος νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Πύρασος» ἄρχισε νὰ δημιουργεῖται καὶ νὰ κατοικεῖται ὁπωσδήποτε σὲ μία ἐποχὴ πρὶν  ἀπὸ τὰ  5.800 χρόνια π.Χ., ἡ ὁποία μπορεῖ    νὰ ἐγγίζει καὶ τὰ 6.500 χρόνια π. Χ. ἤ  ἴσως  καὶ ἀκόμη παλαιότερα.

Τὸ κατοπινότερο, ἑπόμενο χρονολογικῶς, ἀρχαιολογικὸ στρῶμα κατοίκησης τῆς «Πυράσου», τὸ  δεύτερο κατὰ σειρά, ἀρχίζοντας  ἀπὸ τὸ βαθύτερο, ἀνήκει στὴν λεγόμενη,  ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, «ὥριμη» φάση τῆς Ἀρχαιότερης Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, ἡ ὁποία συμπίπτει χρονικῶς μὲ τὴν περίοδο τοῦ «Πολιτισμοῦ τοῦ Σέσκλου», κάπου στὴν ἐποχὴ τῶν  5.800 χρόνων π.Χ. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ προέκυψε, σύμφωνα μὲ τὸν ἀνασκαφέα τοῦ οἰκισμοῦ Δημήτριο Θεοχάτη,  ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν δειγμάτων  τῆς κεραμικῆς  τὰ ὁποῖα  συλλέχτηκαν  ἀπὸ τὸ  δεύτερο αὐτὸ στρῶμα κατοίκησης.

Τὰ διασωθέντα ὑπολείμματα τῶν οἰκημάτων τοῦ δευτέρου αὐτοῦ ἀρχαιολογικοῦ στρώματος κατοίκησης τῆς «Πυράσου» ἔδειξαν ὅτι τὰ σπίτια τῶν κατοίκων τῆς δεύτερης αὐτῆς νεολιθικῆς «Πυράσου» ἦταν πασσαλόπηκτες πλίνθινες καλύβες, καμωμένες μὲ κλαδιὰ καὶ καλάμια, ἐπιχρισμένα ἐξωτερικῶς καὶ ἐσωτερικῶς μὲ πηλό. Στὴ μέση τοῦ δαπέδου τῶν οἰκημάτων τοῦ δευτέρου αὐτοῦ στρώματος κατοίκησης ὑπῆρχε μία ἑστία φωτιᾶς, προφανῶς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τῆς θέρμανσης ἀλλὰ καὶ τῆς μαγειρικῆς  τῶν ἐνοίκων κάθε σπιτιοῦ.

Στὸ ἴδιο αὐτὸ δεύτερο στρῶμα κατοίκησης τῆς «Πυράσου», τὸ  σύγχρονο τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ Σέσκλου, πλάι στὶς  πασσαλόπηκτες καλύβες, βρέθηκαν, σύμφωνα πάντοτε μὲ τὸν ἀνασκαφέα ἀρχαιολόγο Δημήτριο Θεοχάρη, καὶ ἴχνη μερικῶν λιθόκτιστων οἰκημάτων. Στὰ λιθόκτιστα αὐτὰ οἰκήματα παρατηρήθηκε μάλιστα καὶ κάποιος βαθμὸς τελειότητας τεχνικῆς, τέτοιος ὥστε  νὰ ἐπιτρέπει τὴν διατύπωση τῆς ἄποψης ὅτι ἡ τελειότητα αὐτὴ ἦταν ἀποτέλεσμα μιᾶς μακροχρόνιας παράδοσης ἡ ὁποία  ἀποκτήθηκε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς πλινθοδομίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς δεύτερης νεολιθικῆς «Πυράσου» εἶχαν τὶς  τεχνικὲς ἱκανότητες καὶ γνώσεις νὰ ἀνεγείρουν – καὶ ἴσως   εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀνεγείρουν – λιθόκτιστα οἰκήματα καὶ πιὸ πρὶν  ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ δευτέρου οἰκιστικοῦ στρώματος,  τῶν ὁποίων οἰκημάτων, ὡστόσο, δὲν βρέθηκαν ἴχνη.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω βεβαιώνεται ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς τῆς  «Πυράσου»  τῶν δύο ἀρχαιότερων οἰκιστικῶν περιόδων της ἀναπτύχθηκε  κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο τῆς Ἀρχαιότερης Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, κάπου μεταξὺ τῶν 6.700/6.500 καὶ τῶν  5.800/5.600 χρόνων π.Χ.

Ἡ συνολικὴ ἐξέταση τῶν εὑρημάτων τῶν δύο πρώτων στρωμάτων τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ τῆς «Πυράσου» ἀλλὰ καὶ οἱ περαιτέρω ἐνδείξεις τῶν δύο ἑπόμενων χρονολογικῶς στρωμάτων κατοίκησης, τοῦ  τρίτου καὶ τοῦ τετάρτου, ὁδήγησε τὸν ἐρευνητὴ ἀνασκαφέα ἀρχαιολόγο νὰ καταλήξει – καὶ ἐπιτρέπει κατὰ συνέπειαν καὶ σὲ μᾶς νὰ καταλήξουμε – στὸ  συμπέρασμα ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Πύρασος» συνέχισε νὰ κατοικεῖται καὶ κατὰ τὴν Μέση Νεολιθικὴ Περίοδο,  ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν   5.800/5.600 χρόνων π.Χ. μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν   5.400/5.300 χρόνων π.Χ., ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐξακολούθησε νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ δραστηριοποιεῖται καὶ κατὰ τὴν Νεότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ,  ἀπὸ τὰ  5.400/5.300  χρόνια π.Χ. μέχρι τὰ  4.700/4.500 χρόνια π.Χ.  καὶ στὴ συνέχεια κατὰ τὴν Τελικὴ Νεολιθική,  ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν   4.700/4.500 χρόνων  π.Χ. μέχρι τὰ ἔτη   3.300/3.100 π.Χ., καὶ ἀκόμη ἀργότερα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Χαλκοκρατίας,  μεταξὺ τῶν   3.300/3.100 χρόνων π.Χ. καὶ τῶν    1.100/1000 χρόνων π.Χ..

Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμός, λοιπόν, τῆς «Πυράσου» ἦταν ἕνας ἀρκετὰ μακρόβιος νεολιθικὸς οἰκισμὸς στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ἀφοῦ, συμφώνως μὲ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τὰ ὁποῖα  ἐντοπίστηκαν σ’ αὐτόν, ὑπῆρξε συνεχῶς ἐπὶ πέντε περίπου χιλιάδες χρόνια,  ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ μέχρι τὴν Ὕστερη Χαλκολιθικὴ Ἐποχή, ἤτοι ἀπὸ περίπου τὰ  6.500 χρόνια  π.Χ. μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τῶν  1.000 περίπου χρόνων π. Χ.

Ἔπειτα  ἀπὸ τὰ παραπάνω μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς βέβαιο καταληκτικὸ συμπέρασμα, τὸ  συμπέρασμα τὸ ὁποῖο  διατυπώθηκε στὴν ἔκδοση «Halstead, P. Strategies for Survival: An Ecological Approach to Social and Economic Change in Early Farming Communities in Thessaly, N. Greece», Cambridge 1984, σελ. 234, σύμφωνα μὲ τὸ  ὁποῖο  «ἡ Πύρασος, ὡς νεολιθικὸς οἰκισμός, ὑπῆρξε συνεχῶς κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη, τὴ Μέση, καὶ τὴν Νεότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ χρησιμοποιοῦνταν ὡς οἰκιστικὸς χῶρος  καὶ κατὰ τοὺς Ἱστορικοὺς Χρόνους καὶ κατὰ τὴν Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ».

Στὴ θέση τοῦ νεολιθικοῦ αὐτοῦ οἰκισμοῦ, τὸν ὁποῖο συμβατικῶς ὀνομάζουμε «Πύρασος», στὰ χρόνια τοῦ Τρωικοῦ Πολέμου, ὑπῆρξε ἡ πόλη Πύρασος.

Ἡ ὁμηρικὴ Πύρασος, συμφώνως μὲ τὶς  πληροφορίες οἱ ὁποῖες ἀντλοῦνται ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου, ἦταν μία  ἀπὸ τὶς  πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Πρωτεσιλάου, τοῦ βασιλιᾶ τῆς Φυλάκης καὶ μεγάλου ἥρωα τῆς Τρωικῆς  Ἐκστρατείας.

Ἀναφέρει σχετικῶς μὲ τὴν Πύρασο ὁ Ὅμηρος, στοὺς στίχους 695 -699 τῆς Ἰλιάδας:   «Οἳ δ’ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα, Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνὰ τε μητέρα μήλων, ἀγχίαλόν τ” Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην, τῶν δ’ αὖ Πρωτεσίλαος ἀρήϊος ἡγεμόνευε ζωὸς ἐῶν».

Δηλαδή, (σὲ ἐλεύθερη μετάφραση): «Ἔστειλαν πολεμιστὲς στὴν Τροία κι ἐκεῖνοι ποὺ  κατεῖχαν τὴν Φυλάκη καὶ τὴν λουλουδάτη Πύρασο, μὲ  τὸ  Ἱερὸ τῆς Δήμητρας, καὶ τὴν προβατομάνα Ἴτωνο καὶ τὴν παραθαλάσσια Ἀντρώνα καὶ τὸ  γεμάτο χλωρωσιὰ Πτελεό, ποὺ  εἶχαν ἀρχηγὸ τὸν ἀνδρεῖο Πρωτεσίλαο, ὅσον καιρὸ αὐτὸς ἦταν ζωντανός».

Ὁ Στράβων ἀναφέροντας τὴν Πύρασο ἔγραψε γι’ αὐτήν, στὴν παράγραφο 9. 5, 14  τῶν «Γεωγραφικῶν» του: «ἦν δὲ πόλις εὐλίμενος ἡ Πύρασος ἐν δυσὶ σταδίοις͵ ἔχουσα Δήμητρος ἄλσος καὶ ἱερὸν ἅγιον, διέχουσα Θηβῶν σταδίους εἴκοσι· ὑπέρκεινται δὲ Πυράσου μὲν αἱ Θῆβαι, τῶν Θηβῶν δὲ ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ Κρόκιον Πεδίον πρὸς τῷ καταλήγοντι τῆς Ὄθρυος͵ δι’ οὗ ὁ Ἄμφρυσος ῥεῖ. τούτου δ’ ὑπέρκειται ὁ Ἴτωνος, ὅπου τὸ τῆς Ἰτωνίας ἱερόν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ἐν τῇ Βοιωτίᾳ, καὶ ὁ Κουάριος  ποταμός».

Ἀπὸ τὸ  παραπάνω ἀπόσπασμα τοῦ Στράβωνα πληροφορούμαστε ὅτι «ἡ πόλη Πύρασος ἦταν παραλιακὴ μὲ καλὸ λιμάνι, «εὐλίμενος», καὶ ὅτι σὲ ἀπόσταση δύο σταδίων  ἀπὸ αὐτή, σὲ ἀπόσταση, δηλαδή, κάπου 380 – 400 μέτρων, ἔξω  ἀπὸ τὴν πόλη ὑπῆρχε ἕνα ἄλσος ἀφιερωμένο στὴ θεὰ Δήμητρα στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε καὶ εἰδικὸ ἱερό, ἀφιερωμένο στὴν ἴδια θεά, τὸ  «Δήμητρος Τέμενος».

Ὁ Στράβων, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια, κατὰ τὴν ἐποχὴ του βρῆκε τὴν Πύρασο καταστραμένη. Γι’ αὐτὸ καὶ λέει γι’ αὐτὴν «ἦν (=ἦταν, προηγουμένως) εὐλίμενος». Ἀπεῖχε δὲ ἡ Πύρασος εἴκοσι στάδια, κάπου, δηλαδή, τέσσερα χιλιόμετρα,  ἀπὸ τὴν μεσογειακὴ πόλη τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν, τὶς  σημερινές, δηλαδή, Μικροθῆβες,  ἡ ὁποία βρισκόταν ψηλότερα: «ὑπέρκεινται δὲ Πυράσου μὲν αἱ Θῆβαι».

‘Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ ὅσα δημοσίευσε στὰ «Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας» τοῦ ἔτους 1907, σελ. 170, ὁ Ἀπόστολος Ἁρβανιτόπουλος:

«Κατὰ τὸ βορειότατον ἄκρον  τοῦ Κόλπου τοῦ Ἁλμυροῦ κεῖται ἡ ἀρχαία Πύρασος. Ἐνταῦθα ἐπειράθημεν νὰ εὕρωμεν τὸν περίφημον  ναὸν τῆς Δήμητρος, σκάψαντες νοτίως τῆς ἀκροπόλεως,  καθ’ ἥν διεύθυνσιν ὁ Στράβων θέτει αὐτόν, ἐν τῷ κέντρῳ παρὰ τὰ κτίσματα τοῦ Βελῆ – Πασᾶ, εἰς ἀπόστασιν 300 περίπου μέτρων ἀπὸ τῆς «Μαγούλας», ἥτις εἶναι ἡ πόλις, ἤ τοὐλάχιστον ἡ ἀκρόπολις, τῆς ἀρχαίας Πυράσου.

Ἐκεῖ εὕρομεν, ἐν μέσῳ σωρείας μεσαιωνικῶν ἐρειπίων, καί τινας σπονδύλους σημαντικοῦ ναοῦ δωρίου  ρυθμοῦ· δυστυχῶς οὔτε τὰ βυζαντινὰ οὔτε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἔκειντο κατὰ χώραν, ἀλλὰ συνήχθησαν, ὡς φαίνεται, ὑπὸ τοῦ Βελῆ Πασᾶ ἐκ τῶν πέριξ. Οὕτω καὶ ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος μένει πρὸς ζήτησιν.

Πρὸς τούτοις ἀπεκαλύψαμεν μέρος τοῦ δαπέδου μεγάλης βυζαντιακῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ κειμένης, ὅπερ ποτὲ εἶχεν διακρίνει, ὡς εἶπεν ἡμῖν, ὁ κ. Ν. Γιαννόπουλος. Τὸ δάπεδον τοῦτο εἶναι ἐστρωμένον διὰ ψηφιδώματος μετριωτάτης ἐργασίας, φέροντος τοξοειδῆ κοσμήματα.

Πολλοὺς μῆνας μετὰ τὴν ἀνασκαφὴν ταύτην, ἀρξαμένης τῆς ἐν Πυράσῳ ἱδρύσεως τῆς Νέας Ἀγχιάλου, εὑρέθησαν πολλαχοῦ ἐρείπια μεσαιωνικὰ ἐν μεγάλῃ ἀφθονίᾳ, ὀλίγα δὲ τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορικῆς καὶ ἐλάχιστα τῆς Ρωμαϊκῆς Περιόδου, δεικνύοντα ὅτι κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνας ὑπῆρχεν ἐνταῦθα ἀκμαιοτάτη πόλις».

Πληροφορίες γιὰ τὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς «Πυράσου»,   ἐκτὸς   τῶν σχετικῶν μὲ τὴν νεολιθικὴ ὑπόστασή  της,  ὑπάρχουν στὸ ἀρχεῖο τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ,   προερχόμενες ἀπὸ  τὶς εἰδικὲς «ἐκθέσεις», τὶς ὁποῖες συνέθεταν τὰ μέλη της, ἔπειτα ἀπό «ἀρχαιολογικὲς ἐκδρομές» τὶς ὁποῖες πραγματοποιοῦσαν σὲ ἀρχαιολογικοὺς χώρους.

Στὶς 21 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1899, σὲ εἰδικὴ σχετικἠ «ἀρχαιολογικὴ ἐκδρομὴ», ἐπισκέφθηκαν καὶ τὸ χωριὸ «Καραμπάσι», ἕνα χωριὸ τὸ ὁποῖο τότε βρισκόταν μεταξὺ τῆς σημερινῆς Νέας Ἀγχιάλου καὶ τοῦ Ἀεροδρομίου τῆς «111   Πτέρυγας Μάχης», καὶ στὴν σχετικὴ ἔκθεση ἀναγράφουν γιὰ τα εὑρήματα τὰ ὁποῖα ἐντόπισαν ἐκεῖ:

«Εἶτα μετέβημεν εἰς Καραμπάς, ἔνθα, ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ κ. Γ.  Τσιαταλιᾶ εὕρομεν πλάκα ἐπιτυμβίαν μετὰ τῆς ἐπιγραφῆς:

ΞΑΝΘΙΑΣ                                   Ξανθίας

ΠΟΛΥΞΕΝΟΥ                              Πολυξένου.

Ἄνωθεν δὲ τῆς αὐλείου θύρας κεῖται λίθος ἐπιμήκης λευκὸς φέρων γεγλυμμένον ἐν μὲν τῷ μέσῳ μαίανδρον ἑλληνικὸν πολυσύνθετον διακοπτόμενον ἐν μὲν τῷ μέσῳ ὑπὸ κοσμήματος, πλαγίως δὲ δεξιὰ τῷ εἰσιόντι ὑπὸ συμπλέγματος δύο περιστερῶν καὶ πλαγίως ἀριστερὰ ὑπ’ ἀνθέων. Τούτου τοῦ κοσμητικοῦ λίθου τὸ ἕτερον τεμάχιον ὁ Dodwell, ἄγγλος περιηγητής, ἀντιγράψας ἐδημοσίευσεν ἐν τῷ συγγράμματι αὑτοῦ Classical and Topographical Tour Throung Greece (τόμ. Β΄, 1819, σελ. 86), τὸ ὁποῖον παρίστησι δύο δελφίνας ἐν συμπλέγματι, ἐν ᾗ θέσει ἐν τούτῳ παρίστανται αἱ δύο περιστεραί».

Πλησίον τοῦ Καραμπασίου, πάντοτε στὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς «Πυράσου», βρισκόταν ἡ τοποθεσία «Κὸκκινα» γιὰ τὴν ὁποία τὰ μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα τὴν ἐπισκέφθηκαν, ἀναφέρουν:

«Μετέβημεν οἱ ὑποφαινόμενοι εἰς τὴν θέσιν Κόκκινα. ἀπέχουσαν ½  ὥραν ἀνατολικῶς τοῦ Καραμπασίου, ἔνθα κεῖνται ἐρείπια οἰκιῶν καὶ φρουρίου βυζαντιακῶν χρόνων, ἀρχόμενα ἀπὸ τοῦ χωρίου τούτου μέχρι τῆς παραλίας, ἐπὶ τῆς θέσεως τῆς ἀρχαίας φθιωτικῆς πόλεως Πυράσου.

Ἐπὶ τινος λόφου πρὸς δυσμὰς τῆς ἀκροπόλεως κειμένου εὕρομεν ἐρείπια βυζαντιακοῦ ναοῦ ἔχοντος βάσιν εὐρεῖαν, δύο παρεκκλήσια ἐπὶ τῆς δυτικῆς προσόψεως καὶ εὐρεῖαν κόγχην τοῦ ἱεροῦ, ῥυθμοῦ βασιλικῆς. Άποφαινόμεθα ἀδιστάκτως ὅτι ὁ ναὸς οὗτος ἀνήκει, ὡς καὶ τὰ παρακείμενα ἐρείπια οἰκιῶν καὶ φρουρίου, εἰς τὴν ἐποχὴν  τοῦ 11ου -14ου αἰῶνος μ.Χ.».

Ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, στὴν ἐργασία του «Οἱ Δύο Μεσαιωνικοὶ Ἁλμυροὶ καὶ ὁ νῦν», ἀναφέρει γιὰ τὸν ἀρχαιολογικὸ χῶρο τῆς «Πυράσου», γιὰ τὸν ὁποῖο, σημειωτέον, στὴν ἐργασία του αὐτή, διατηροῦσε ἀκόμη τὴν ἄποψη ὅτι ἐκεῖ βρισκόταν ὁ «Βόρειος Μεσαιωνικὸς Ἁλμυρός», ἄποψη τὴν ὁποία ἀργότερα ἀναθεώρησε: «Ἡ ἀκρόπολις τῆς Πυράσου, πόλεως φθιωτικῆς, μνημονευομένης ὑπό τε τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Θουκυδίδου καὶ τοῦ Στράβωνος, εἶναι λόφος χειροποίητος, στρογγύλος καὶ μεμονωμένος, ὅστις ἀνῆκεν εἰς συνοικισμὸν τῆς λιθίνης ἐποχῆς καὶ ἐσχηματίσθη οὕτως ἐκ τῶν ἀλλεπαλλήλων οἰκήσεων· ἐπ’ αύτοῦ ὁ συνοικισμὸς δὲν διεκόπη ἐπὶ 4 ἤδη χιλιετηρίδας, εἰ μὴ μόνον ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος.

Ἡ ἐκ τοῦ λόφου τούτου θέα τοῦ Πελασγικοῦ Κόλπου εἶναι θαυμασία· ἐπὶ δὲ τῶν πλευρῶν τοῦ λόφου φαίνονται τὰ  ἴχνη τῶν βυζαντινῶν οἰκιῶν. Ἐκ δὲ τῶν ἀρχαίων τειχῶν τῆς Πυράσου   ἐλάχιστοι ὀρθογώνιοι λίθοι διεσώθησαν, ὧν τινες  ἐντὸς τῆς θαλάσσης  σημειοῦσι τὴν ἀποβάθραν τῶν Βυζαντινῶν.

Ἔμπροσθεν δὲ τοῦ λόφου κεῖται εὐρεῖα στομαλίμνη στρογγύλη·[2]  περὶ αὐτὴν δὲ  οἰκήματα ἐν ἐρειπίοις βυζαντινά, ἀσβεστόκτιστα εἰς ἑνὸς μέχρι δύο μέτρων ὕψος ἐκ τῆς ἐπιφανείας. Ἐξ αύτῶν γίνεται δῆλον ὅτι αἱ βυζαντιναὶ οἰκίαι ἐχωρίζοντο εἰς ἀνωγείους καὶ κατωγείους διὰ θολωτῶν διαχωρισμάτων καὶ κατὰ τοῦτο εἶναι σπουδῆς ἄξια, ἴσως δὲ καὶ ἐξερευνήσεως.

Τὸ τεῖχος περιβάλλει κύκλῳ τὴν πόλιν καὶ εἶναι ἐκτισμένον δι’ ἀσβέστου καὶ σχιστολίθων καὶ κεράμων· ἐν αὐτῷ δὲ πολλοὶ ἀρχαῖοι λίθοι θραυσθέντες ἐνεκλείσθησαν. Αἱ δύο ἄκραι τοῦ τείχους λήγουσι εἰς τὴν παραλίαν, ἔνθα ὑπῆρχε τεχνητὴ ὀχύρωσις· ἀλλὰ τὰ οἰκοδομήματα τῆς πόλεως ἐκτείνονται καὶ ἐκτὸς τῶν τειχῶν ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν, ἰδίως δὲ ἐπὶ τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τῶν τειχῶν παρὰ τὴν ἄγουσαν ἐκ Βόλου εἰς Καραμπὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν σῴζονται έν ἐρειπίοις οἰκοδομήματα φθάνοντα μέχρι τοῦ χωρίου Καραμπάς.

Ἐνταῦθα ἐπὶ τῶν προπόδων τῶν ὑπερκειμένων βουνῶν ἐκτείνεται σειρὰ ἀσβεστοχτίστων τειχῶν ῥωμαϊκῶν ἤ βυζαντινῶν, ἀρχομένη ἀπὸ Καραμπὰς καὶ φθάνουσα μέχρι τῶν Κοκκίνων. Αὐτόθι κεῖται καὶ μεσαιωνικόν τι ὑδραγωγεῖον τοῦ Βυζαντινοῦ  Ἁλμυροῦ  (διάβαζε  «χώρου Πυράσου»), ὅπερ ἀναύρα νῦν καλεῖται, καὶ παρ’ αὐτὸ κεῖνται τρεῖς σπόνδυλοι κιόνων ἐκ τοῦ Δημητρίου ἱεροῦ.

Ἔξω δὲ τοῦ Βορείου Μεσαιωνικοῦ Ἁλμυροῦ  (διάβαζε «χώρου Πυράσου») καὶ δεξιὰ τῷ βαδίζοντι πρὸς Καραμπὰς ἐπὶ λόφου κεῖνται τὰ ἐρείπια   βυζαντινοῦ ναοῦ μεγαλοπρεποῦς μετὰ μεγίστης κόγχης.[3]   Ὄπισθεν δὲ τῆς ἀκροπόλεως  τοῦ Βορείου Μεσαιωνικοῦ Ἁλμυροῦ (διάβαζε «χώρου Πυράσου»)  ἐπὶ τῶν πρὸς ἀνατολὰς αὐτῆς ὑψωμάτων  κεῖνται ἐπὶ τῶν προπόδων τῶν ὑπερκειμένων βουνῶν τύμβοι τινες θολωτοὶ οἰκογενειακοί. Τούτων τέσσαρες εἶναι ἀνοικτοί, ὧν δύο δίδυμοι καὶ δύο κεχωρισμένοι, τοῦ ἑτέρου διασῴζοντος τὸν θόλον.

Κατὰ δὲ τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΘ΄αἰῶνος συνέλαβε τὴν ἰδέαν ὁ τότε διοικητὴς τῆς Θεσσαλίας Βελῆ Πασᾶς ἵνα συνοικίσῃ καὶ αὖθις χωρίον, οὗ τὰ ἐρείπια κεῖνται ἐντὸς τῶν τειχῶν,  μετονομάσας αὐτὸ «Καινούριο», ἐξυπακουομένου τοῦ οὐσιαστικοῦ Κάστρου,  κατ’ ἀντίθεσιν  πρὸς τὸ παλαιὸν κάστρον τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν».

Ἀναφορὰ στὴν Πύρασο κάνει καὶ ὁ Θουκυδίδης στὴν παράγραφο Β΄, 22,  3 τοῦ ἔργου του   γιὰ τὴν συμετοχή της στὸν  Πελοποννησιακὸ Πόλεμο, στὸν ὁποῖο, οἱ  «Πυράσιοι», μαζί μὲ τοὺς ἄλλους Φθιῶτες καὶ λοιποὺς Θεσσαλούς,  ἔλαβαν μέρος στὸ πλευρὸ τῶν Ἀθηναίων, γράφοντας:  «Ἡ δὲ βοήθεια αὕτη τῶν Θεσσαλῶν κατὰ τὸ παλαιὸν ξυμμαχικὸν ἐγένετο τοῖς Ἀθηναίοις, καὶ ἀφίκοντο παρ” αὐτοὺς Λαρισαῖοι, Φαρσάλιοι, [Παράσιοι], Κραννώνιοι, Πυράσιοι, Γυρτώνιοι, Φεραῖοι. Ἡγοῦντο δὲ αὐτῶν ἐκ μὲν Λαρίσης Πολυμήδης καὶ Ἀριστόνους, ἀπὸ τῆς στάσεως ἑκάτερος, ἐκ δὲ Φαρσάλου Μένων· ἦσαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων κατὰ πόλεις ἄρχοντες».

[1] Ἡ θέση κηρύχτηκε ἀρχαιολογικὸς χῶρος  μὲ διάταγμα ποὺ  δημοσιεύθηκε στὸ 139Β/23-7-1955 Φ.Ε.Κ.

[2] Ἡ λίμνη αὕτη εἶναι τεχνητή, κατασκευασθεῖσα κατὰ τοὺς ῥωμαϊκοὺς πιθανῶς χρόνους χάριν τῶν λεμβοδρομιῶν, κατὰ τὴν γνώμην διακεκριμένου ἀρχαιολόγου Ἕλληνος.

[3] Δελτίον Φιλαρχαίου Ἑταιρείας «Ὄθρυος»,  Γ΄, σελ. 15.