Οἱ νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ «Κόμβος Μικροθηβῶν» καὶ «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα»

 

  1. Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Κόμβος Μικροθηβῶν»

Ἡ ὀνομασία «Κόμβος Μικροθηβῶν» γιὰ τὸν νεολιθικὸ αὐτὸν οἰκισμὸ δόθηκε ἐπειδὴ ἡ θέση τοῦ ἐντοπίστηκε ἀκριβῶς στὸν «Κόμβο τῶν Μικροθηβῶν», στὴ διασταύρωση τῆς Ἐθνικῆς  Ὁδοῦ Ἀθηνῶν – Θεσσαλονίκης καὶ τῆς ὁδοῦ Βόλου – Φαρσάλων. Ἔτσι χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸν νεολιθικὸ αὐτὸν οἰκισμὸ τὴν ὀνομασία «Κόμβος Μικροθηβῶν», ὀνομασία γνωστὴ καὶ εὔκολα ἐντοπίσιμη ἀφοῦ χρησιμοποιεῖται καὶ σὲ σύγχρονες δημοσιογραφικὲς ἀνταποκρίσεις.

Ἀξιοσημείωτο χαρακτηριστικὸ τῆς νεολιθικῆς οἰκιστικῆς  αὐτῆς  θέσης εἶναι ἡ ἀσυνήθιστα μεγάλη της ἔκταση ἡ ὁποία τὴν καθιστᾶ, ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ  χαρακτηριστικό, τὸν μεγαλύτερο ἐκτεταμένο οἰκισμὸ στὴν ἀνατολικὴ παραλιακὴ Θεσσαλία. Ἡ ἔκταση τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ  «Κόμβος Μικροθηβῶν» ξεπερνᾶ τὰ 300 στρέμματα. Τόση εἶναι, τοὐλάχιστον, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ἐντοπίστηκαν ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ποὺ φαίνεται νὰ ἀνήκουν σ’ αὐτόν. Πολὺ πιθανὸν θεωροῦμε ἡ τόσο μεγάλη ἔκταση τῆς θέσης νὰ μὴν καθορίζει τὰ ἀρχικὰ ὅρια τοῦ νεολιθικοῦ οἰκισμοῦ ἀλλὰ νὰ ὀφείλεται σὲ διασκορπισμό τῶν ὑπολειμμάτων του σε κατοπινότερες ἐποχές.

Τὸ τελικὸ συμπέρασμα τῶν ἐρευνητῶν εἶναι ὅτι ἡ  νεολιθικὴ οἰκιστικὴ αὐτὴ θέση   εἶναι μία θέση ποὺ  κατοικήθηκε κατὰ τὴν Τελικὴ Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ συνέχισε νὰ ὑπάρχει καὶ κατὰ τὴν Πρώιμη Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Κόμβος Μικροθηβῶν» τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ὑπῆρξε, τοὐλάχιστον,  ἀπὸ περίπου τὰ 4.700/4.500 μέχρι τὰ 2.300/2.200 π. Χ.

Ὁ «Κόμβος τῶν Μικροθηβῶν» ἦταν, λοιπόν, ἕνας ἐκτεταμένος οἰκισμὸς. Τὰ σπίτια του ἦταν καμωμένα, ὅπως καὶ τὰ περισσότερα σπίτια τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς,  ἀπὸ ξύλα καὶ καλάμια ἐπενδυμένα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ μὲ πηλό. Οἱ κάτοικοί του ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν συνήθους μορφὴ οἰκοτεχνία,  τὴν γεωργία καὶ τὴν κτηνοτροφία. Κατασκεύαζαν μόνοι τους τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς  ἀνάγκες τους λίθινα καὶ πήλινα ἐργαλεῖα.

 

  1. Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»

Ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»,[1] δημιουργήθηκε, ἀναπτύχθηκε καὶ ὑπῆρξε καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, ὅπως καὶ ὁ γειτονικὸς μ’ αὐτὸν νεολιθικὸς οἰκισμὸς τῆς Πυράσου. Ἦταν  καὶ αὐτὸς ὁ νεολιθικὸς οἰκισμὸς ἕνας  ἀπὸ τοὺς τέσσερες ἀρχαιότερους καὶ μακροβιότερους νεολιθικοὺς οἰκισμοὺς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν  σ’  ὁλόκληρη τὴν ὑπερτρισχιλόχρονη περίοδο τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, ἀπὸ τὸ 6.700 μέχρι τὸ 3.100 π.Χ.  καὶ συνεχίστηκε καὶ στὴν κατοπινὴ ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι τὰ βυζαντινὰ χρόνια καὶ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση τῆς περιοχῆς, μὲ τὶς ἀνάλογες φυσικὰ σὲ κάθε ἐποχὴ  ἐξελίξεις.

Ὁ νεολιθικὸς αὐτὸς οἰκισμὸς τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε τὴν καθιερωμένη συμβατικὴ ὀνομασία «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», βρισκόταν νοτιοδυτικὰ τοῦ οἰκισμοῦ τῆς Πυράσου, σὲ σχετικῶς μικρὴ ἀπόσταση  ἀπὸ αὐτόν, πάνω στὴν πολὺ γνωστὴ  ἀπὸ χρόνια  στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς ὁμώνυμη θέση «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», στὴν ἀγροτικὴ   περιοχὴ τοῦ  σημερινοῦ χωριοῦ Ἀϊδινίου.

Ἡ  «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»  βρισκόταν πάνω σὲ τεχνητὸ ὕψωμα (λόφο) στὸ κέντρο περίπου τῆς πεδινῆς  ἔκτασης τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ Ἀϊδινίου. Ἡ   «μαγούλα», πάνω στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ οἰκισμὸς  «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»,  ἔχει ὕψος πέντε (5) μέτρα περίπου καὶ διάμετρο κάπου διακόσια (200)  μέτρα. Στὴν ἐποχή μας ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»  βρίσκεται πλέον μέσα στὸ χῶρο  τοῦ «Ἀεροδρομίου τῆς Νέας Ἀγχιάλου».

Οἱ Wace καὶ Thompson  καταγράφοντας τὶς  νεολιθικὲς θέσεις τῆς Θεσσαλίας, ἐντόπισαν τὴ θέση «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», σημειώνοντας γιὰ τὸ  σημεῖο στὸ ὁποῖο βρισκόταν: «Στὸ κάτω μέρος τοῦ Κρόκιου Πεδίου. μία ὥρα βόρεια τοῦ Ἁλμυροῦ, μιάμιση περίπου ὥρα  ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὸ μέσον τῆς ἀπόστασης  μεταξὺ Ἁλμυροῦ καὶ Φθιωτίδων Θηβῶν».[2]

Με ἀπόφαση  τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὁ τότε Ἔφορος Ἀρχαιοτήτων τῆς Θεσσαλίας Χρῆστος Τσούντας, πραγματοποίησε ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα μὲ ἀνασκαφὲς  στὴν «Ἀΐδινιώτικη Μαγούλα» γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὸ  ἔτος 1905.  Κατὰ τὴν ἀρχαιολογικὴ αὐτὴ   ἀνασκαφὴ ἀνοίχτηκαν δοκιμαστικοὶ λάκοι βάθους μέχρι πέντε μέτρων  κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους της, χωρὶς ὅμως, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ ἀνασκαφέας ἀρχαιολόγος, οἱ δοκιμαστικοὶ  αὐτοὶ  λάκοι νὰ φτάσουν μέχρι τὸ  παρθένο ἔδαφος.

Ἡ ἐφημερίδα τοῦ Βόλου «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», στὶς   29 Σεπτεμβρίου τοῦ 1905, δημοσίευσε γιὰ τὴν ἀνασκαφὴ αὐτή: «Ὁ ἔφορος ἀρχαιοτήτων κ. Τσούντας, ἐνεργήσας ἀνασκαφὰς ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ  Μαγούλᾳ, ἀπεχούσῃ τοῦ Ἁλμυροῦ περὶ τὰς δύο ὥρας, ἀνεκάλυψε ἀντικείμενα χαλκίνης ἐποχῆς. Ὁ κ. Τσούντας ὅμως πιστεύει ὅτι βαθύτερον ὑπάρχει συνοικισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἐξακολουθήσῃ τὰς ἀνασκαφάς. Εὑρέθησαν καὶ πλεῖστα τεμάχια ἀγγείων χαλκίνης καὶ λιθίνης ἐποχῆς ἔτι δὲ καὶ δύο μηκυναϊκῆς ἐποχῆς».

Μία σαφὴς πληροφορία τῆς δημοσίευσης αὐτῆς  εἶναι ὅτι στὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»  βρέθηκαν ἀντικείμενα «λιθίνης, χαλκίνης καὶ μηκυναϊκῆς  ἐποχῆς», γεγονὸς τὸ ὁποῖο ὑποδεικνύει   τὴν    μακραίωνη διάρκεια ζωῆς τοῦ οἰκισμοῦ ποὺ ὑπῆρχε σ’ αὐτή.

Δύο χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὸ  1907, ἐρεύνησε τὴν Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα καὶ ὁ τότε ἔφορος ἀρχαιοτήτων τῆς Θεσσαλίας ἀρχαιολόγος  Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος ἀλλὰ καὶ αὐτός, ὅπως βεβαιώνει πάλι ὁ ἴδιος, μὲ τὶς  ἀνασκαφὲς ποὺ  πραγματοποίησε, ἀνοίγοντας δοκιμαστικούς λάλους, δὲν ἔφθασε σὲ τόσο βάθος,  ὥστε   νὰ συναντήσει τὸ   παρθένο ἔδαφος. Ἔτσι στὴν πραγματικότητα ἡ «Ἀΐδινιώτικη Μαγούλα» δὲν μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει   ὅλη τὴν πραγματικότητα τῆς ἱστορικῆς  της ταυτότητας καὶ φυσικά, κυρίως, δὲν μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὁλοκληρωμένη οὔτε τὴν ὅποια νεολιθικὴ της ταυτότητα ἔχει, ἀλλὰ  καὶ τὴν «ἱστορία» της κατὰ τὰ κατοπινὰ χρόνια  τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς,  γιὰ τὴν  ὁποία καὶ ἐνδιαφέρεται ἡ παροῦσα ἐργασία.

Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος στὰ «Πρακτικὰ τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας» τοῦ ἔτους, 1907, σελ. 171:

«Μεταξὺ τοῦ χωρίου Ἄκετσι καὶ τοῦ Ἁλμυροῦ ἐν τῇ πεδιάδι ὑψοῦται λόφος τὰ πολλὰ ἐκ φορητοῦ χώματος σχηματισθείς, ἐφ’ οὗ καὶ ὁ κ. Τσούντας τῷ 1905 καὶ ὁ κ. Γιαννόπουλος εἶχον ἐπὶ μικρὸν ἀνασκάψει.

Καὶ ἡμεῖς μαθόντες παρά τινος χωρικοῦ τῆς Ἀΐδινίου Γεωργικῆς Σχολῆς ὅτι ἐγίνωσκεν ὑπόγειόν τι κτίσμα ὡσὰν «ἁλώνι», καὶ ὑπολαβόντες τοῦτο θολωτὸν τάφον, ἀνεσκάψαμεν ἐπί τινας ἡμέρας εἴς τε τὰ κράσπεδα τοῦ λόφου καὶ ἐπ’ αὐτοῦ. Καὶ τὸν μὲν τάφον ἤ τι ἕτερον δὲν εὕρομεν,  ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ κρασπέδου συνηντήσαμεν τοιχάριά τινα καὶ δρομίσκους, οἷα τὰ ἐν Διμίνι εὑρεθέντα, καὶ τμήματα μεγάλων ἀβαφῶν ἀγγείων, ἐλάχιστα δὲ τῶν συνήθων βεβαμμένων τῆς προϊστορικῆς περιόδου.

Ἐκ τούτου εἰκάζομεν ὅτι ὁ συνοικισμὸς οὗτος εἶναι τῶν λίαν πτωχῶν ἐν Θεσσαλίᾳ· τοῦτο δ’ εἶναι εὐνόητον, ἄν ἀναλογισθῶμεν ὅτι ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν ὑπῆρχεν σύγχρονος τῷ ἐνταῦθα λίαν ἀκμαῖος συνοικισμός».

Ὡστόσο, στὴν ἔκδοση «Halstead, P. Strategies for Survival: An Ecological Approach to Social and Economic Change in Early Farming Communities in Thessaly, N. Greece», Cambridge 1984, σελ. 234, ἀναφέρεται ὅτι ἡ Ἀΐδινιώτικη Μαγούλα, ὡς νεολιθικὸς οἰκισμός, ὑπῆρξε κατὰ τὴν Ἀρχαιότερη, τὴ Μέση, καὶ τὴν Νεότερη Νεολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ ὅτι αὐτὴ   χρησιμοποιοῦνταν ὡς οἰκιστικὸς χῶρος καὶ κατὰ τοὺς Ἱστορικοὺς Χρόνους καὶ κατὰ  τὴν Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ.

Ἔπειτα  ἀπὸ τὰ παραπάνω ἐκτιμοῦμε ὅτι  ἡ καταληκτικὴ φράση τῶν Wace καὶ Thompson  «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ  πιθανότατα χρειάζεται συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφὴ» ἐμπεριέχει ἀρκετὴ ἀλήθεια καὶ σαφέστατη ὑπόδειξη περαιτέρω ἀνασκαφικῶν ἐνεργειῶν.

Ἔπειτα ἀπὸ μία «ἀρχαιολογικὴ ἐκδρομή» στὰ μέρη τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν   μελῶν τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ καταγράφηκε στὴ σχετικὴ ἔκθεση ποὺ συντὰχθηκε: «Ἀναχωρήσαντες ἐκ Καραμπασίου διήλθομεν διὰ τῆς Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας, ἀφισταμένης τοὐλάχιστον ¾ τῆς ὥρας πρὸς Μ. τοῦ Καραμπασίου, ἥτις χειροποίητος γήλοφος οὖσα, φαίνεται ὅτι τὸ πάλαι περιεῖχε τὸν ναὸν τῆς Πυρασίας Δήμητρος. Κατὰ δὲ τὸν μέσον αἰῶνα ὑπῆρχεν αὐτόθι χωρίον Μαγούλα, ὡς ἔν τισιν ἐγγράφοις τῆς Μονῆς τῆς Μακρυνιτίσσης τῆς Ὀξείας Ἐπισκέψεως φαίνεται, ἀνῆκον τῇ ἐν Ἁλμυρῷ Μονῇ τοῦ κὺρ Ἱλαρίωνος (ἴδε Acta et Diplomata Graeca, medii aevi, tom. IV, par. II)

Ἐν Ἁλμυρῷ τῇ 22 Ἀπριλίου 1899

Ἡ ἐπιτροπὴ

Ἀθ. Σπυριδάκις

Ν. Ι. Γιαννόπουλος.

Παραθέτουμε, γιὰ μία πληρέστερη ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν τῆς παρούσας ἐργασίας καὶ ἐκπλήρωση τῶν  γενικότερων σκοπῶν της, τὸ σχετικὸ παραπάνω   ἀπόσπασμα. Ἀναφέροντας  τὰ κτήματα καὶ μετόχια  τὰ ὁποῖα παραχωροῦνταν στὴ «Μονὴ Μακρυνιτίσσης τῆς Ὀξείας Ἐπισκέψεως» ἀναφερόταν:  «ὧν ἔστιν ἕν καὶ ἡ παρὰ τοῦ τοιούτου κτήτορος προσκυρωθεῖσα μονή,  ἡ ἐν τῷ Ἁλμυρῷ διακειμένη καὶ ἐπιλεγομένη τοῦ κυροῦ Ἱλαρίωνος, οἱ δὲ δημοσιακῶς ἐνεργοῦντες τῷ τότε ὑπέθεντο τελεῖν ἐτησίως αὐτὴν μετὰ τῶν προσκαθημένων ἐκεῖσε πτωχῶν καὶ ἀμπελουργῶν πρὸς τὸ μέρος τοῦ δημοσίου ὑπέρπυρα εἴκοσι τρία δίμοιρον, ὡσαύτως δὴ ὑπέθεντο καὶ ἕτερα ὑπέρπυρα δέκα εἰς τὰ ἐξ ἀγορασίας περιελθόντα αὐτῇ ἀμπέλια ἐν τῷ Ἁλμυρῷ τοῦ Μορίβορι τὰ εἰς τὴν Μαγούλαν μετὰ τῆς ἐκεῖσε ἐκκλησίας τοῦ σωτῆρος μου Χριστοῦ, ἅπερ δὴ καὶ ἐξεκόπησαν παρὰ τῶν δεσποτῶν ἐκείνων, τοῦ τε κυροῦ Μανουὴλ καὶ τοῦ κυροῦ Μιχαήλ, ηὐδόκησε δὲ ἀρτίως ὁ παντοκράτωρ Θεὸς, γενέσθαι τὴν τοιαύτην χώραν τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως διὰ τῆς ἐλεημοσύνης τῆς κραταιᾶς καὶ ἁγίας αὐτοῦ βασιλείας, παρακελεύομαι μένειν καὶ αὖθις ἀπαρασάλευτον τὴν τοιαύτην ἐκκοπὴν τῶν δηλωθέντων εἴκοσι τριῶν διμοίρου ὑπερπύρων τοῦ μετοχίου τῆς εἰρημένης μονῆς τοῦ κυροῦ  Ἱλαρίωνος καὶ τῶν δέκα ὑπερπύρων τῶν δηλωθέντων ἀμπελίων, ὥστε εἶναι τοὺς μοναχοὺς ἀνενοχλήτους πάντῃ καὶ ἀταράχους παρὰ τοῦ μέρους τοῦ δημοσίου καὶ κατέχειν αὐτοὺς τὸ τοιοῦτον μετόχιον, ὡς τὸ πρότερον κατὰ τὴν γενομένην αὐτοῖς ἡμετέραν σεβαστοκρατορικὴν γραφήν, ἐφ’ ᾦ καὶ ὁ νῦν κεφαλατικεύων  τὴν τοιαύτην χώραν περιπόθητος γαμβρὸς τοῦ κραταιοῦ καὶ ἁγίου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως, πανσέβαστος λογοθέτης τοῦ δρόμου καὶ περιπόθητός μου γαμβρὸς κῦρ Βασίλειος ὁ Μετρητόπουλος καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν δημοσιακῶς ἐνεργήσοντες οὐκ ὀφείλουσιν ὅλως ὄχλησίν τινα παρεισάγειν τῇ εἰρημένῃ σεβασμίᾳ μονῇ ἕνεκα τῶν δηλωθέντων ὑπερπύρων, ἀλλ’ ἐᾶν αὐτὴν ἀνενόχλητον πάντῃ καὶ ἀδιάσειστον καὶ ἀπ’ αὐτῆς δὴ τῆς ἐπερχομένης τῇ χώρᾳ διανομῆς …»

[1] Με ἀπόφαση ποὺ  δημοσιεύθηκε στὸ 172Β/24-4-1963 Φ.Ε.Κ. χαρακτηρίστηκε  ὡς ἀρχαιολογικός χῶρος  «ὁ γήλοφος μεγάλου προϊστορικοῦ συνοικισμοῦ ἐν θέσει «Μαγούλα Ἀϊδινιώτικη», κείμενος νῦν ἐντὸς τοῦ Ἀεροδρομίου»

[2] A. J. B. Wace καὶ M. A. M.S.  Thompson B.A., Prehistoric Thessaly, Cambridge 1912,  σελ. 169