Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στὴν περιοχῆ Ἁλμυροῦ

Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στὴν    περιοχὴ  Ἁλμυροῦ

Στὴν παραπάνω  ἐνιαία χερσαία ἐδαφικὴ ἔκταση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τοῦ ὑπόλοιπου τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας, τῶν Βορείων Σποράδων καὶ τῶν ἐνδιάμεσων σημερινῶν θαλασσίων ἐκτάσεων, ὅπως ἦταν διαμορφωμένη πρὶν ἀκόμα  ἀπὸ τὸν σχηματισμὸ τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος», πρίν, δηλαδή,  δεκαοχτὼ χιλιάδες (18.000) χρόνια, ὑπῆρχε, ὡστόσο, πάντοτε ἡ δυνατότητα ἀνθρώπινης παρουσίας.

Οἱ ἐπικρατοῦσες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὴν ἐποχὴ τῶν πρὶν δεκαοχτὼ  χιλιάδων χρόνων, στὴν ἐνιαία αὐτὴ γεωγραφικὴ περιοχή, ἐδαφολογικὲς καὶ κλιματικὲς συνθῆκες ἦταν εὐνοϊκὲς καὶ κατάλληλες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ἐγκατοίκηση. Στὴν δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ ἐγκατοίκησης  στὴν περιοχὴ αὐτὴ «συνηγοροῦσε»  καὶ  εὐνοοῦσε καὶ ἡ ὑπάρχουσα, ἀπαραίτητη καὶ κατάλληλη γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀνθρώπινης ζωῆς,   τοπικὴ χλωρίδα καὶ πανίδα.

Διατυπώνουμε  δυνητικῶς τὴν ἄποψη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐγκατοίκηση στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ τὴν φράση  «ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ἀνθρώπινης παρουσίας» καὶ ὄχι θετικῶς καὶ κατηγορηματικῶς λέγοντας  «ὑπῆρχε ἀνθρώπινη παρουσία»  ἐννοῶντας ἁπλῶς  καὶ μόνο ὅτι ἡ ἐπικρατοῦσα κατάσταση δὲν ἦταν ἀποτρεπτικὴ στὴν ἀνθρώπινη παρουσία, ἐπειδή, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐνδιαφέρουσα τὴν παροῦσα ἐργασία εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, δὲν ἔχουν βρεθεῖ,   μέχρι τὴν ἐποχή μας  τοὐλάχιστον, ἀπολύτως βεβαιωμένα σχετικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα κατοίκησής της κατὰ  τὴν ἐποχὴ πρὶν  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000)  χρόνια  ἀπὸ σήμερα.

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν καταβύθιση τοῦ ἐδάφους καὶ τὸν συνακόλουθο σχηματισμὸ τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος», στὶς  ὄχθες τῆς λίμνης αὐτῆς καὶ στὴν ὑπόλοιπη γύρω  ἀπὸ αὐτήν παραλήμνια ἔκταση, «πρέπει» νὰ ἀναπτύχθηκε, ἄν ὄχι νὰ συνεχίστηκε ἡ προϋπάρχουσα, ἀνθρώπινη  κατοίκηση.

Ὅλα  τὰ δεδομένα τῆς τότε ἐπικρατούσας περιβαλλοντικῆς καὶ κλιματικῆς μορφῆς στοιχεῖα, βεβαιωμένα ἀπὸ εἰδικὲς ἔρευνες καὶ μελέτες, συνηγοροῦν στὸ ὅτι ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ὕπαρξης ἀνθρώπινης παρουσίας καί, ἑπομένως, πρέπει  νὰ εἶχαν δημιουργηθεῖ    καὶ ἀναπτυχθεῖ   κάποιοι παλαιολιθικοὶ   καί, ἀργότερα, μεσολιθικοὶ   οἰκισμοί, ἀφοῦ οἱ ἐπικρατοῦσες  συνθῆκες ἦταν  κατάλληλες καὶ εὐνοϊκές.  

Διατυπώνουμε καὶ πάλι τὴν  δυνητικὴ ἄποψη «πρέπει νὰ εἶχαν δημιουργηθεῖ    καὶ  νὰ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κάποιοι παλαιολιθικοὶ   καί, ἀργότερα, μεσολιθικοὶ   οἰκισμοί», ἀποφεύγοντας νὰ διατυπώσουμε κατηγορηματικῶς τὴν θετικὴ ἄποψη «εἶχαν δημιουργηθεῖ    καὶ  εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κάποιοι παλαιολιθικοὶ   καί, ἀργότερα, μεσολιθικοὶ   οἰκισμοί», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ    καὶ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση καὶ βεβαία παραδοχή, ἀτεκμηρίωτη ἀσφαλῶς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς στὴ σημερινὴ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ δὲν ἔχουν βρεθεῖ    σαφῆ καὶ ἀναντίρρητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης  οἰκισμῶν Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς ἤ, ἔστω, κάποιες ἄλλες σαφεῖς καὶ ἀναντίρρητες σχετικὲς ἐνδείξεις, σύμφωνα μὲ τὶς μέχρι τώρα ἔρευνες, τὶς μελέτες καὶ τὶς  καταγραφὲς τῶν ἀρχαιολόγων καὶ ἄλλων εἰδικῶν ἐπιστημόνων.

Αὐτὸ, ὡστόσο,  τὸ «πρέπει» ἤ «ἴσως»,  μὲ τὴν ἔννοια τοῦ δυνητικοῦ «ἦταν δυνατόν», ὑποδεικνύεται καὶ ἐνισχύεται  πρὸς τὸ θετικὸ καὶ βέβαιο καὶ ἀπὸ τὴν συνολικὴ εἰκόνα τῶν γενικῶν περιβαλλοντικῶν καὶ  κλιματικῶν συνθηκῶν οἱ ὁποῖες  ἐπικρατοῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν εὐρύτερη περιοχὴ  Ἁλμυροῦ.

Οἱ ἐπικρατοῦσες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μεταξύ, δηλαδή, τῶν δεκατριῶν χιλιάδων (13.000)   καὶ τῶν  ὀκτὼ ἤ ἑπτὰ χιλιάδων (8.000 ἤ 7.000) χρόνων, πρὶν  ἀπὸ σήμερα,  περιβαλλοντικὲς καὶ κλιματικὲς συνθῆκες στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ὅπως βεβαιώνουν οἱ σχετικὲς ἔρευνες, ἦταν κατάλληλες καὶ εὐνοοῦσαν τὴν  ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ἐγκατοίκηση.

Ἡ εἰσχώρηση τῆς περιβάλλουσας θάλασσας στὴν ἔκταση τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος»  εἶχε ὡς ἐπακόλουθο καὶ φυσικὴ συνέπεια, ἐκτὸς  ἀπὸ τὴν μετατροπὴ τῆς λίμνης σὲ θαλάσσιο κόλπο, καὶ τὴν διεύρυνσή της καὶ μεγάλη αὔξηση τῆς ἔκτασής της. Συναπτὴ καὶ ἀναπόφευκτη συνέπεια τῆς διεύρυνσης καὶ τῆς ἐπέκτασης τῶν ὁρίων τῆς πρώην λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος» ἦταν ἡ ἐπικάλυψη τῶν ὅποιων, τυχὸν ὑπαρχουσῶν, παλαιολιθικῶν, μεσολιθικῶν ἤ καὶ νεολιθικῶν οἰκιστικῶν ἐγκαταστάσεων ὑπῆρχαν γύρω  ἀπὸ αὐτήν.

Ἡ βίαιη αὐτὴ εἰσροὴ τῶν θαλασσίων ὑδάτων ἐντὸς τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος» καὶ ἡ, ὡς συνέπεια  τῆς βιαίας αὐτῆς, κατακλυσμικῆς μορφῆς,  εἰσροῆς θαλασσίων ὑδάτων, καταπλάκωση καὶ ἡ ἐξαφάνιση τῶν ὅποιων λιθικῶν οἰκισμῶν καὶ ἀνθρωπίνων ἐγκαταστάσεων ὑπῆρχαν  γύρω ἀπὸ τὴν «λίμνη» «Παγασητικὸς Κόλπος», ἦταν μία μεγάλη καταστροφή, ἕνας μεγάλος «κατακλυσμὸς» ὁ ὁποῖος  κατάστρεψε καὶ καταβύθισε ὅλον τὸν τριγύρω κόσμο.

«Γλίτωσαν» καὶ διασώθηκαν ἀπὸ τὸν «κατακλυσμὸ» αὐτὸν μόνον ὅσοι ἦταν ἀπὸ πρὶν ἐγκαταστημένοι, ἤ κατάφυγαν ἐγκαίρως, σὲ ἀσφαλῆ ψηλότερα μέρη τὰ ὁποῖα ἔτσι  λειτούργησαν ὡς «κιβωτὸς τῆς σωτηρίας». «Κιβωτὸς Σωτηρίας» ἔγιναν τὰ ψηλότερα μέρη τῆς περιοχῆς, δηλαδή,   τὰ μέρη τῶν πεδινῶν ἐδαφικῶν ἐπαρμάτων, τῶν ὀρθρυακῶν προποδικῶν ἐκτάσεων καὶ τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Ὄρθρης.  Ἐκεῖ, ἐξ ἄλλου, γιὰ νὰ ἐπικαλεσθοῦμε συνηγορητικῶς καὶ συμβολικῶς καὶ τὴν σχετικὴ τοπικὴ μυθολογικὴ ἐκδοχή,  ἡ ὁποία  εἶναι καὶ ἡ  ἀρχική,  αὐθεντικὴ καὶ «ἀνόθευτη»,  ἐκδοχὴ τοῦ σχετικοῦ μὐθου τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας,   στάθηκε, μετὰ τὸν «κατακλυσμὸ» «ἡ κιβωτὸς τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας».[1]

Ἔπειτα  ἀπὸ τὰ παραπάνω γεγονότα τῆς διαμόρφωσης τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα, ὅπως ἀναφέρθηκε, εἶναι βεβαιωμένα καὶ τεκμηριωμένα  ἀπὸ τὶς  σχετικὲς γεωλογικὲς μελέτες, τὴν λεπτομερὴ ἀναφορὰ τῶν ὁποίων ἀποφεύγουμε στὴν παροῦσα ἐργασία ὡς ξένες πρὸς τοὺς κύριους σκοπούς της, μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὡς δεδομένο ὅτι οἱ πιθανολογούμενες παλαιολιθικὲς καὶ μεσολιθικὲς ἤ καὶ κάποιες ἀκόμη νεολιθικὲς οἰκιστικὲς θέσεις  τῶν παρόχθιων πεδιάδων τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος» τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων ὑποδεικνύεται, καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ  αὐτὴ ὑποδεικνύεται,  ἀπὸ τὴν ἐπίσης ἐπιστημονικῶς βεβαιωμένη εὐνοϊκότητα καὶ καταλληλότητα τῶν τότε περιβαλλοντικῶν καὶ κλιματικῶν συνθηκῶν, στὴν σύγχρονη  γεωγραφικὴ πραγματικότητα, πρέπει νὰ βρίσκονται κάτω  ἀπὸ τὴν παραλιακὴ  παράκτια   καὶ ὑποθαλάσσια περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ σημερινοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου.

Ἐὰν τὰ παραπάνω γεγονότα, ὅπως ἐμεῖς τοὐλάχιστον ἐκτιμοῦμε, ἀληθεύουν, μπορεῖ    νὰ θεωρηθοῦν ὡς μία ἀρκετὰ εὔλογη ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος  τῆς μὴ εὕρεσης μέχρι τώρα στὴν πεδινή, τοὐλάχιστον,   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ  ἀπὸ τὸ  ὕψος τῆς γραμμῆς «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα» – «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα» καὶ ἀνατολικότερα, μέχρι τὴν θάλασσα, ἰχνῶν παλαιολιθικῆς, μεσολιθικῆς ἀλλὰ καὶ νεολιθικῆς κατοίκησής της.

Τὸ «ἔργο» τῆς ἀνθρώπινης  παρουσίας, τὸ ὁποῖο  «διαδραματίστηκε» στὸ «σκηνικὸ» τῆς Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς ἤ καὶ τῆς Πρώιμης Νεολιθικῆς Ἐποχῆς στὸ  τμῆμα αὐτὸ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι καὶ παραμένει ἄγνωστο, θαμμένο, μᾶλλον, ἄν ὄχι ἀσφαλῶς, κάτω  ἀπὸ τὰ θαλάσσια νερὰ τῆς δυτικῆς ἀκτῆς τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου ἤ καὶ κάτω  ἀπὸ τὴν παραθαλάσσια προσχωσιγενῆ ἐκτεταμένη παραλιακὴ   περιοχὴ  τοῦ Ἁλμυροῦ, τὴν περιοχή, δηλαδή,  ἀνατολικότερα τῆς νοητῆς γραμμῆς «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα» – «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα».

Κάθε ἴχνος τοῦ ἀνθρώπινου ἔργου, ἤ τοῦ «δράματος» τὸ ὁποῖο  διαδραματιζόταν μέχρι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ χάθηκε μαζὶ μὲ τὸ  σκηνικὸ του. Τὰ πάντα στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ τοῦ Ἁλμυροῦ,  ἀπὸ τὸ  ὕψος δηλαδὴ τῆς νοητῆς γραμμῆς «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα» – «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα» καὶ ἀνατολικότερα, μέχρι τὴν θάλασσα,  «πνίγηκαν», ἤ μᾶλλον θάφτηκαν στὸ ἔδαφος καὶ ἐξαφανίστηκαν, ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν καταστρεπτικῶν ἐπιδράσεων τῆς καταβύθισης  τοῦ ἐφάφους καὶ τοῦ «κατακλυσμοῦ» τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου καὶ τῶν νερῶν τὰ ὁποῖα πλημμύρισαν τὴν περιοχή.

«Κιβωτὸς τῆς Σωτηρίας», γιὰ τὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ», καὶ τόπος σωτηρίας, ἦταν τὰ μέρη τὰ ὁποῖα  βρίσκονταν δυσμικῶς τῆς γραμμῆς «Ἁλμυριώτικη Μαγούλα» – «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα».

Γύρω, λοιπόν, στὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) περίπου  χρόνια πρὶν  ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἐποχὴ ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ  εἶχε ἤδη ἀποκτήσει τὴν γνωστὴ καὶ ὁρατὴ καὶ στὴν ἐποχή μας, σημερινή της γεωγραφικὴ μορφή. Ἔτσι ἀντικρύζοντας  τὸ  σημερινὸ γεωγραφικὸ καὶ φυσικὸ περιβάλλον τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι βέβαιο ὅτι ἔχουμε μπροστὰ μας τὸ  «σκηνικὸ» μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησαν  καὶ δραστηριοποιήθηκαν οἱ παλαιότεροι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔζησαν σὲ τοῦτο τὸν τόπο, αὐτοὶ  οἱ ὁποῖοι ἄφησαν ἀνιχνεύσιμα σημάδια τῆς ὕπαρξής τους.

Στὸ ὑπέδαφος, χερσαῖο καὶ θαλάσσιο, τῆς ἴδιας αὐτῆς περιοχῆς  εἶναι θαμμένα τὰ ἴχνη τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας ἡ ὁποία ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὰ περίπου ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια, γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς ὁποίας, ὡστόσο, ἄν καὶ προσωπικῶς τὸ θεωροῦμε βέβαιο, δὲν ἔχουμε, πρὸς τὸ παρὸν τουλάχιστον, σαφεῖς καὶ ἀναντίρρητες ἀποδείξεις.

Τὸ «σκηνικό», λοιπόν, τὸ  φυσικὸ περιβάλλον, δηλαδή, στὸ ὁποῖο «παίχτηκε» τὸ  ἔργο, τὸ  ὁποῖο θὰ περιγράψουμε στὴν ἐργασία αὐτή, εἶναι  ἀπὸ πάρα πολλὰ χρόνια στημένο καὶ διαμορφωμένο παραμένοντας ἀμετάβλητο μέχρι σήμερα. Εἶναι  καὶ παραμένει τὸ ἴδιο ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια πρὶν ἀπὸ  σήμερα, καὶ εἶναι γνωστὸ καὶ  ὁρατὸ στὸ σύνολὸ του καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχή.  Οἱ ἄνθρωποι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς βρίσκονται καὶ δροῦν μέσα στὸ ἴδιο, περίπου, φυσικὸ γεωγραφικὸ «σκηνικὸ», τὸ ὁποῖο ὑπῆρχε διαμορφωμένο καὶ πρὶν  ἀπὸ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια, συνεχίζοντας νὰ «παίζουν»,  σὲ νέες «πράξεις» καὶ μὲ νέες συνθῆκες, τὸ «ἔργο» τῶν προγόνων τους.

Ἀπομένει νὰ δοῦμε νὰ ξαναπαίζεται ἤ καλύτερα νὰ ἀναπαριστάνεται καὶ νὰ περιγράφεται τὸ  «ἔργο» ἐκεῖνο. Εἶναι ἕνα «ἔργο» τὸ ὁποῖο ἄρχισε νὰ «παίζεται» ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια καὶ στὴν ἐξελικτική του πορεία συνεχίζεται νὰ «παίζεται» μέχρι σήμερα. Εἶναι ἡ ἱστορία τῆς εὐρύτερης περιοχῆς  τοῦ Ἁλμυροῦ

Τὸ «ἔργο» αὐτό, μὲ γενικὸ τίτλο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἱστορία», τὸ ὁποῖο διαδραματίστηκε στὴν περιοχὴ αὐτή, χωρισμένο, γιὰ πρακτικοὺς λόγους, σὲ διάφορες συνεχεῖς καὶ ἀλληλοδιάδοχες «πράξεις», ἀποτελεῖ τὴν γενικότερη ἱστορία τῆς περιοχῆς τοῦ    Ἁλμυροῦ.

Στὴν παροῦσα ἐργασία, στὴν παροῦσα «πράξη», θὰ παρουσιάσουμε ἕνα τμῆμα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, μία μόνο πράξη του, μὲ ὑπότιτλο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἀρχαία Ἐποχή».[2]

«Ἀρχαία Ἐποχή», γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς παρούσας ἐργασίας καὶ σὐμφωνα μὲ τὸν διαχωρισμὸ τοῦ ὅλου ἔργου, τὸν ὁποῖο ἀποφασίσαμε, θεωροῦμε τὴν ἐποχὴ ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια τῆς πρώτης ἀνιχνεύσιμης καὶ ἀνιχνευτῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς βυθισμένης στὴν ἀχλὺ καὶ στὴν θολότητα του «Μύθου», μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤτοι «Ἀρχαία  Ἐποχὴ» θεωροῦμε  ὁλόκληρη τὴν «πρὸ Χριστοῦ» ἐποχή.   

[1] Βλ. Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν ἀρχαία Μυυολογία, Ἁλμυρὸς 2010, Ἔκδοση Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», σελ. 112-126

[2] Ἡ ὅλη ἐργασία, τὸ συνολικὸ «ἔργο» μὲ γενικὸ τίτλο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἱστορία», ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε τόμους, τὰ περιεχόμενα τῶν ὁποίων, «παίζοντας μὲ τὶς λέξεις», παραπάνω ὀνομάζουμε «πράξεις». Αὐτὸ ποὺ θεωρήσαμε «Α΄» «πράξη» εἶναι ἡ δημοσιευμένη ἀπὸ τὸ ἔτος 2010 ἐργασία μας «Ἡ περιοχἠ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν ἀρχαία Μυθολογία». Ἔτσι ἡ παροῦσα ἐργασία, «Ἡ περιοχή τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν ἀρχαία ἐποχή», πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς «Β΄» «πράξη». Ἡ ἐργασία μας «Ἡ περιοχὴ τοῦ Αλμυροῦ στὴν Ἱστορία», Ἁλμυρὸς 2016, ἔκδοση Δήμου Ἁλμυροῦ, μὲ σύνολο σελίδων 554, χωρισμένη σὲ πέντε τμήματα: «Α΄. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στην Ἀρχαία Μυθολογία», σελ. 16-77, «Β΄ Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἀρχαία Ἐποχή», σελ. 78-237,  «Γ΄. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Βυζαντινὴ Ἐποχή», σελ. 238-335, «Δ. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας», σελ. 336-439, καὶ «Ε΄ Ἡ περιοχή τοῦ Ἁλμυροῦ στὴν Νεότερη Ἐποχή», σελ. 440-553, εἶναι μία περιληπτικὴ προδημοσίευση τοῦ ὅλου τούτου ἔργου.