Ἡ κατοίκηση τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν λιθικὴ ἐποχή.

Ἡ κατοίκηση τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ

κατὰ τὴν Λιθικὴ   Ἐποχὴ

 

  1. Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ

«Λιθικὴ ἤ Λίθινη Ἐποχὴ» ἤ «Ἐποχὴ τοῦ Λίθου», γιὰ τὸν ἑλλαδικὸ τοὐλάχιστον χῶρο, ὀνομάζεται τὸ χρονικὸ διάστημα πρὶν ἀπὸ τὴν «Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ». Εἶναι ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ἀκόμη μάθει νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ μέταλλα καὶ ὅλα τους τὰ ἀντικείμενα κατασκευάζονταν ἀπὸ ξύλο, πηλὸ ἤ λίθους.

Ἡ «Λιθικὴ Ἐποχὴ» ἐκτεὶνεται ἀπὸ τὰ τρεῖς χιλιάδες (3.000) χρόνια, περίπου π. Χ. καὶ παλαιότερα. Τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα, ὅπως εἶναι γνωστό, χωρίζεται, σύμφωνα μὲ τὴν γενικῶς παραδεκτὴ καὶ ἐπικρατοῦσα γνώμη τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, σὲ τρεῖς περιόδους:

  1. Στὴν «Παλαιολιθικὴ Ἐποχή», τὴν χρονικὴ περίοδο, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν δώδεκα χιλιάδων (12.000) χρόνων π.Χ., περίπου, καὶ παλαιότερα,
  2. Στὴν «Μεσολιθικὴ Ἐποχή», ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν δώδεκα χιλιάδων (12.000), περίπου, χρόνων π.Χ. μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν ὀκτὼ ἤ ἑτπὰ  χιλιάδων (8.000 ἤ 7.000) χρόνων, πάλι περίπου, π. Χ., καὶ
  3. Στὴν «Νεολιθικὴ Ἐποχή», τὴν χρονικὴ περίοδο, δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ὀκτὼ ἤ ἑπτὰ χιλιάδων (8.000 ἤ 7.000) χρόνων, περίπου, π.Χ. μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν  τριῶν χιλιάδων (3.000) χρόνων  περίπου π. Χ.  

Οἱ εἰδικοὶ  γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἐπιστήμονες, σὲ ἰδιαίτερες ἐξειδικευμένες μελέτες, προχωρῶντας σὲ λεπτομερέστερη χρονικὴ ὑποδιαίρεση κάθε μίας  ἀπὸ τὶς  παραπάνω τρεῖς λιθικὲς περιόδους, καὶ ἔχοντας μεταξύ τους, ὅπως εἶναι φυσικό, κάποιες μικροδιαφορὲς ἀπόψεων, ὁρίζουν καὶ κατονομάζουν διάφορες ὑποπεριόδους κάθε μίας ἐκ τῶν τριῶν αὐτῶν λιθικῶν περιόδων. 

Θεωρῶντας ὅτι  ἡ ἀναφορὰ  σ’ αὐτὸν τὸν περαιτέρω λεπτομερέστερο διαχωρισμὸ τῶν τριῶν περιόδων τῆς «Λιθικῆς Ἐποχῆς»,   ὅπως, πολὺ περισσότερο, καὶ στὶς ὑπάρχουσες σχετικὲς μικρὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν διαφόρων ἀπόψεων τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, δὲν ἀφορᾶ στὴν παροῦσα ἐργασία, ἀρκούμαστε μόνο στὰ  ὅσα ἀναφέραμε παραπάνω.

Ἐξ ἄλλου, καὶ στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία θὰ  ἐπιθυμούσαμε νὰ ἀναφερθοῦμε  σὲ μία τέτοια λεπτομερέστερη ἀναφορά, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν αὐτὴ   ἡ ἀναφορὰ νὰ συσχετισθεῖ  εἰδικῶς  μὲ τὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ καὶ νὰ ἐντοπισθεῖ σ’ αὐτήν, ἀφοῦ  τὰ σχετικὰ εὑρήματα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι πολὺ ἐλάχιστα καὶ πολὺ ἀποσπασματικὰ καὶ μεμονωμένα ὥστε νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον, ἀκόμα καὶ στὸν πλέον εἰδικὸ ἐπιστήμονα, νὰ διαχωρισθοῦν μὲ βεβαιότητα  καί,  μὲ ἐπιστημονικῶς δεοντολογικὴ ἀντικειμενικότητα καὶ σοβαρότητα, νὰ καταταχθοῦν, ὑπεύθυνα καὶ βεβαιωμένα, σὲ περαιτέρω ὑποπεριόδους.

Συμφώνως μὲ τὰ ἀποτελέσματα τῶν μέχρι τώρα γνωστῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν, μελετῶν καὶ ἀναφορῶν τῶν ἀρχαιολόγων καὶ τῶν ἄλλων εἰδικῶν ἐπιστημόνων, στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, ὅπως αὐτὴ   καθορίστηκε καὶ περιχαρακώθηκε μὲ τὰ παραπάνω γεωγραφικά της ὅρια, δὲν ἔχουν βρεθεῖ    σχετικῶς ἀσφαλῆ καὶ ἀξιοποιήσιμα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ ἐγκατοίκησης κατὰ τὶς  δύο ἀρχαιότερες λιθικὲς ἐποχές, τὴν «Παλαιολιθικὴ» καὶ τὴν «Μεσολιθική». Δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ, τοὐλάχιστον μέχρι τώρα, σὲ κάποιο σημεῖο τῆς εὐρύτερης αὐτῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, θέσεις καὶ εὑρήματα Παλαιολιθικῆς καὶ Μεσολιθικῆς Ἐποχῆς.

Ἡ αἰτιολόγηση τῆς γενικῆς αὐτῆς παρατηρούμενης ἀπουσίας  καὶ μὴ εὕρεσης  παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων σὲ  ὁλόκληρη τὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ δὲν ἔχει ἀπασχολήσει,  ἀπὸ ὅσο γνωρίζουμε, σοβαρῶς τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες. Οἱ σχετικὲς ἀρχαιολογικὲς ἀναφορὲς ἀρκοῦνται  ἁπλῶς, καὶ πολὺ ὀρθῶς κατὰ τὴν ἐπιστημονικὴ δεοντολογία, στὴν παρένθετη καὶ περιθωριακὴ  καταχώρηση τῆς πληροφορίας ὅτι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ «δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα».

Ἑπομένως, ἐὰν στηριχθοῦμε μόνο στὰ ὁρατὰ κατάλοιπα καὶ στὰ εὑρεθέντα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ἐγκατοίκησης ἀνθρώπων σὲ ἕναν τόπο, δὲν ὑπάρχουν ἤ δὲν ἔχουν βρεθεῖ ἀκόμα, συμφώνως μὲ τὶς ἀξιολογήσεις τῶν σχετικῶν εὑρημάτων ἐκ μέρους τῶν  εἰδικῶν,  σαφεῖς  καὶ τεκμηριωμένες ἀποδείξεις ὅτι ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατοικοῦνταν κατὰ τὶς δύο ἀρχαιότερες λιθικὲς ἐποχές, τὴν «Παλαιολιθικὴ» καὶ τὴν «Μεσολιθική».

Θὰ ἦταν ἴσως  εὔκολο ἀλλὰ καὶ ἐπιτρεπτὸ καὶ κατανοητό, γιὰ κάποιον μὴ «εἰδικὸ» σὲ τέτοια θέματα, ἡ ἀπουσία αὐτή, τοὐλάχιστον σὲ μία μὴ ἐξονυχιστικὴ καὶ μὴ ἄκρως διερευνητικὴ ἐργασία, ὅπως ἡ παροῦσα, νὰ ἀποδοθεῖ μὲ μία πρόχειρη καὶ καθησυχαστικὴ ἀπάντηση τοῦ αὐθεντικοῦ καὶ δογματικοῦ τύπου: «Δὲν ἐντοπίστηκαν παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα ἐπειδὴ ἡ   περιοχὴ  αὐτὴ δὲν κατοικοῦνταν» ἤ τῆς ἐπιεικότερης μορφῆς: «Δὲν ἐντοπίστηκαν παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα ἐπειδὴ ἡ   περιοχὴ  αὐτὴ  δὲν πρέπει νὰ κατοικοῦνταν κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ» ἤ «Δὲν ἐντοπίστηκαν μέχρι τώρα παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ εὑρήματα στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ἀλλὰ εἶναι δυνατόν κάποτε νὰ βρεθοῦν» καὶ τὸ ὅλο θέμα νὰ κλείσει.

Ὡστόσο, τέτοιου εἴδους τοποθετήσεις, αἰτιολογήσεις καὶ ἀπαντήσεις  ἀφήνουν οὐσιαστικῶς ἕνα κενὸ στὴν συνολικὴ ἐξέταση καὶ μελέτη τῆς χρονικῆς πορείας τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ καὶ ἀναπάντητο τὸ  δημιουργούμενο ἐρώτημα ἐὰν κατοικοῦνταν ἤ δὲν κατοικοῦνταν ἡ περιοχὴ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τά, περίπου, ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια π. Χ.  καὶ πίσω.

Αὐτὀ, ὅμως, κατὰ τὴν προσωπικὴ   ἄποψή μας, πέραν τοῦ ὅτι σημαίνει καὶ ἴσως δικαιολογεῖ τὴν παραίτηση καὶ τὴν ἀποφυγὴ περαιτέρω ἐνασχόλησης μὲ τὸ  θέμα, εἶναι αὐθαίρετη, ἀδικαιολόγητη καὶ μὴ σοβαρὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος εἰδικῶς γιὰ μία προσπάθεια καταγραφῆς αὐστηρῶς τοπικῆς ἱστορίας, ὅπως εἶναι ἡ παροῦσα ἐργασία. Τέτοιου εἴδους ἀπαντήσεις σημαίνουν σκόπιμη ἀποφυγὴ καὶ παράλειψη ἐνασχόλησης μὲ τὸ  θέμα, ἀπόλυτα δικαιολογημένη, ἀλλὰ καὶ ἀναγκαστική, λογικὴ  καὶ «βολικὴ» ρύθμιση. Κάτι   τέτοιο ὅμως, ἄν καὶ θὰ ἦταν ἀπολύτως δικαιολογημένο, κατανοητό, λογικὸ καὶ ἐπιτρεπτό, εἰδικῶς στὴν παροῦσα ἐργασία  ἐπιθυμοῦμε καὶ ἀποφασίσαμε νὰ τὸ ἀποφύγουμε.

Τέτοιου εἴδους ἀπαντήσεις ἤ ἀντιμετωπίσεις θεμάτων δὲν μπορεῖ    νὰ θεωρηθοῦν ἱκανοποιητικὲς καὶ νὰ  γίνουν δεκτὲς  γιὰ τοὺς σκοποὺς καὶ τὶς  ἐπιδιώξεις εἰδικῶς τῆς  παρούσας, τοὐλάχιστον,  ἐργασίας. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ἱκανοποιητικὲς καὶ γιὰ λόγους ἀνάγκης καὶ ἐπιθυμίας καταγραφῆς μιᾶς, ὅσο τὸ  δυνατόν, πληρέστερης ἱστορίας τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα, κάποια δεδομένα,  τὰ ὁποῖα  ἐκτιμοῦμε ὡς ἱκανὰ γιὰ μία διαφορετικῆς μορφῆς ἀπάντηση.

Ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἐκτιμηθοῦν ὡς, τοὐλάχιστον, δυνητικά, ἄν ὄχι βεβαιωτικὰ στοιχεῖα, τῆς ὕπαρξης ἀνθρώπινης κατοίκησης στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ καὶ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ τὰ ὁποῖα  στοιχεῖα νομίζουμε ὅτι πρέπει νὰ κατατεθοῦν – καὶ ἐπιθυμοῦμε  νὰ  κατατεθοῦν – στὴν παροῦσα ἐργασία μὲ λεπτομερέστερη ἀναφορά.

Ἀρχικῶς εἶναι βεβαιωμένο  ἀπὸ παλινολογικές, γεωλογικὲς καὶ ἐδαφομορφολογικὲς ἔρευνες, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ   τῶν ὀκτὼ χιλιάδων  (8.000) χρόνων, περίπου, εἶχε ὑποστεῖ    τεράστιες γεωλογικὲς μεταβολές, στὶς  ὁποῖες εἶναι δυνατόν, ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων συνεπειῶν, νὰ ὀφείλεται καὶ ἡ παρατηρούμενη αὐτὴ   ἀνυπαρξία ἤ μὴ εὔρεση παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν ἐνδείξεων ἀνθρώπινης παρουσίας σ’ αὐτήν.

Τέτοιες μεγάλες ἐδαφομορφολογικὲς μεταβολές, οἱ ὁποῖες ἦταν δυνατὸν  νὰ συνετέλεσαν ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὴν ἀπώλεια καὶ ἐξαφάνιση κάποιων ὑπαρκτῶν μέχρι τότε  ἀποδεικτικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας, εἶναι, π.χ., τὸ  ὅτι κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα πρὶν  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια π.Χ. δὲν ὑπῆρχε, γιατὶ δὲν  εἶχε διαμορφωθεῖ    ἀκόμη, ὁ Παγασητικὸς Κόλπος καὶ ὅτι ἕνα τοὐλάχιστον τμῆμα τῆς καλυπτόμενης στὴν ἐποχή μας  ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόλπο ἔκταση ἦταν λίμνη.

Στὴ λίμνη αὐτή, ἔπειτα  ἀπὸ καθίζηση τοῦ ἐδάφους εἰσχώρησαν θαλάσσια ὕδατα  ἀπὸ τὴν περιβάλλουσα θάλασσα, ὅπως προαναφέραμε, καὶ ἔτσι ἡ πρώην λίμνη «Παγασητικὸς Κόλπος»  διαμορφώθηκε στὸν ὁμώνυμο θαλάσσιο κόλπο. Τὸ βεβαιωμένο, ἀπὸ γεωλογικὲς ἔρευνες, αὐτὸ γεγονὸς λογικῶς ἀφήνει ὡς ἐνδεχόμενο τὴν κάλυψη καὶ ἐξαφάνιση  τυχὸν ὑπαρχόντων παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων στὴν πρώην παραλήμνια περιοχὴ.

Ὑπἀρχουν ὅμως καὶ ἀρκετὲς ἄλλες ἐνδείξεις, οἱ ὁποῖες καθιστοῦν φανερὸ ὅτι τὸ  πεδινὸ  τμῆμα τῆς σημερινῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ ἀρκετὰ σημεῖα του, καλύπτεται  ἀπὸ μεγάλου πάχους στρώματα προσχωσιγενοῦς ἐδάφους. Τὰ προσχωσιγενῆ αὐτὰ ἐδαφικὰ στρώματα, θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν παρασύρει, νὰ ἔχουν ἀνατρέψει ἤ νὰ  ἔχουν ἐπικαλύψει τυχὸν ὑπάρχοντα παλαιολιθικὰ καὶ μεσολιθικὰ ὑπολείμματα καὶ εὑρήματα  καὶ νὰ ἐξακολουθοῦν νὰ τὰ καλύπτουν ἀκόμη.

Θὰ παραθέσουμε, στὴ θέση αὐτή, μία σειρὰ τέτοιων ἐνδείξεων, τὶς ὁποῖες ἐκτιμοῦμε  ὡς αἰτίες δυνητικὲς  ἐξαφάνισης τῆς προηγούμενης δυνητικῆςὕπαρξης ἀνθρώπινης κατοίκησης. Τὶς ἐνδείξεις αὐτές, ἔστω καὶ ἄν θεωρηθοῦν ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ ἰσχυρὲς καὶ ὑποστηρικτικὲς τῆς ὑποθετικῆς μας αὐτῆς τοποθέτησης, γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ἀποδείξεις  καὶ νὰ ἀναφερθοῦν σὲ μία σοβαρὴ καὶ ὑπεύθυνη ἐργασία, ὅπως ἐπιθυμοῦμε νὰ εἶναι ἡ παροῦσα, ἐκτιμοῦμε ὅτι πρέπει νὰ τὶς καταθέσουμε.

Οἱ παλαιογεωμορφολογικές, παλαιοκλιματολογικὲς καὶ παλαιοεδαφολογικὲς συνθῆκες οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, συμφώνως μὲ ἀρκετὲς ὑπάρχουσες σχετικὲς ἐπιστημονικὲς ἔρευνες, ἦταν κατάλληλες καὶ ἀρκετὰ εὐνοϊκὲς γιὰ τὴν δημιουργία καὶ ἀνάπτυξη τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας. Δὲν ἐπικρατοῦσαν  συνθῆκες ἀντίξοες καὶ ἀποτρεπτικὲς γιὰ τὴν ἐγκατοίκηση ἀνθρώπων.

Οἱ συνθῆκες αὐτὲς ἦταν στὸν ἴδιο τοὐλάχιστον βαθμὸ κατάλληλες καὶ εὐνοϊκὲς μὲ αὐτὲς οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν γενικότερα στὴν Θεσσαλία, ἀλλὰ καὶ εἰδικότερα στὴν περιοχὴ τῆς κοιλάδας τοῦ Πηνειοῦ Ποταμοῦ καὶ τοῦ Σπηλαίου τῆς Θεόπετρας, στὴν περιοχὴ τῆς Καλαμπάκας, ὅπου ἐντοπίστηκαν βεβαιωμένα ἴχνη ἀνθρώπινης κατοίκησης κατὰ τὶς ἐποχὲς αὐτές, ἄν δὲν ἦταν εὐνοϊκότερες στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐξ αἰτίας τῆς καλύτερης γεωγραφικῆς της θέσης, ὡς παραθαλάσσιας περιοχῆς.

Τὸ ἀδικαιολόγητο τῆς διαφαινόμενης ἀπουσίας ἀποδεικτικῶν στοιχείων κατοίκησης τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν  Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχή, καὶ τὸ δικαιολογημένο τῆς δυνατότητας ἀνθρώπινης παρουσίας  κατὰ τὶς ἐποχὲς αὐτές, ἐνισχύεται ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «Ἀχαΐα Φθιώτιδα», ὅπως ὀνομαζόταν ἡ εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἔχει μία πανάρχαια ἱστορία καὶ ἕνα βαθὺτατο καὶ πρωταρχικὸ  μυθολογικὸ παρελθόν.

Τὸ βαθύτατο μυθολογικὸ παρελθὸν ἑνὸς τόπου, τὸ βαθύτατο μυθολογικὸ παρελθὸν τῆς «Ἀχαΐας Φθιώτιδας», βαθύτερο, ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸ μυθολογικὸ παρελθὸν πολλῶν ἄλλων περιοχῶν, ἄν ὄχι τὸ βαθύτερο ὅλων, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ  μία  περιοχὴ μὴ κατοικημένη σὲ ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἄλλες περιοχὲς μὲ ὄχι τόσο ἀπώτατο μυθολογικὸ παρελθόν, εἶναι βεβαιωμένο ὅτι κατοικοῦνταν.

Δὲν  μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖται παντελῶς καὶ νὰ μὴν σχετίζεται  θετικῶς μὲ τὴν παραπάνω θετικὴ τοποθέτησή μας τὸ ἀναντίρρητο μυθολογικὸ γεγονὸς ὅτι, ὅπως άναφέρεται στὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία,  πάνω στὴν Ὄρθρη στάθηκε ἡ κιβωτὸς τοῦ Δευκαλίωνα καὶ τῆς Πύρρας μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ καὶ ὅτι στὴν Ὄρθρη  γεννήθηκε ὁ γενάρχης ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ὁ γιὸς τοῦ Δευκαλίωνα, ὁ Ἕλληνας. Ἕνα τόσο ἀπώτατο,  πανεθνικῶς ἀναγνωρισμένο  ὡς αὐθεντικὸ καὶ πρωταρχικό, μυθολογικὸ παρελθὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται  σὲ μία περιοχὴ ἡ ὁποία ἦταν ἀκατοίκητη  κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἐποχή.

Κατὰ τὸ ἔτος  2010, κατὰ τὴν ἐκσκαφὴ τῶν θεμελίων γιὰ τὴν  ἀνέγερση κτιρίου  στὸ χῶρο τῆς κεντρικῆς πλατείας τοῦ σημερινοῦ Ἁλμυροῦ, τῆς λεγόμενης «Πλατείας Δημαρχείου», ἀποκαλύφτηκαν ὑπολείμματα τοίχου ὀθωμανικοῦ κτιρίου σὲ βάθος 2,5 – 5, περίπου, μέτρων.

Ἡ ὕπαρξη κτιριακῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας σὲ τόσο βάθος σημαίνει ὅτι τὸ ἐπικαθισμένο αὐτὸ πάχος τοῦ ἐδάφους εἶναι προσχωσιγενὲς. Τὸ ἀναντίρρητο καὶ βεβαιωμένο τόσο πρόσφατο αὐτὸ  γεγονός, ἀφοῦ ἠ ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας δὲν εἶναι πολὺ μακρινὸ παρελθόν,  ἐπιτρέπει τὸν συλλογισμὸ ὅτι τυχὸν ὑπάρχοντα ὑπολείμματα παλαιότερων ἐποχῶν θὰ πρέπει νὰ βρίσκονται χωμένα τοὐλάχιστον στὸ ἴδιο, ἄν ὄχι σὲ μεγαλύτερο, βάθος.

Ἐνισχυτικὸ τῆς ἴδιας αὐτῆς ἄποψης εἶναι τὸ ὅτι κατὰ τὴν ἀνόρυξη τοῦ ἐδάφους γιὰ τὴν δημιουργία πηγαδιῶν στὰ σπίτια τοῦ σύγχρονου Ἀλμυροῦ παρατηροῦνταν παχιὰ στρώματα μὲ ποταμίσιες πέτρες καὶ χαλίκια σὲ βάθος τριῶν καὶ τεσσάρων μέτρων. Αὐτὸ τὸ βεβαιώνει προσωπικῶς ὁ Νικόλαος Γιαννόπουλος, σὲ γραπτὰ κατάλοιπά του, ὁ ὁποῖος στὰ χρόνια ἐκεῖνα ζοῦσε στὸν Ἁλμυρό, κατὰ τὰ χρόνια  1890 -1930, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἁλμυριῶτες ἄνοιγαν άκόμη πηγάδια, καὶ παρακολουθοῦσε τίς ἀνωρύξεις τῶν πηγαδιῶν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό.

Ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», ἡ ὁποία, συμφώνως μὲ τὰ πορίσματα τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν πραγματοποιηθεῖ στὴν περιοχή της, κατοικοῦνταν  κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, ἔχει ὕψος πέντε μέτρων, πάνω ἀπὸ τὸ  γύρω ἀπὸ αὐτὴν σημερινὸ φυσικὸ ἔδαφος. Ὠστόσο, ἄν καὶ οἱ δύο ἀρχαιολόγοι, οἱ ὁποῖοι πραγματοποίησαν ἀνασκαφικὲς ἔρευνες σ’ αὐτήν, ὁ Χρῆστος Τσούντας καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος, κατὰ τὰ ἔτη  1905 καὶ 1907 ἀντιστοίχως, ἄνοιξαν δοκιμαστικοὺς λάκκους πέντε μέτρων βάθους, δὲν ἔφθασαν, ὅπως βεβαιώνουν οἱ ἴδιοι, σὲ παρθένο ἔδαφος.

Ὁ Χρῆστος Τσούντας, μάλιστα, μετὰ τὸ τέλος τῆς δικῆς του ἀνασκαφικῆς περιόδου, σὲ σχετικὴ ἀνακοίνωσή του, ὅπως ἀναφέρθηκε σὲ  ἕνα δημοσίευμα στὴν  ἐφημερίδα τοῦ Βόλου «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι σὲ ἀκόμη βαθύτερο ἐπίπεδο, κάτω ἀπὸ τὰ  πέντε μέτρα στὰ ὁποῖα εἶχε φτάσει, ὑπῆρχε οἰκισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὅτι σκόπευε νὰ συνεχίσει τὴν ἔρευνά του καὶ κατὰ τὴν ἑπόμενη χρονιά.

Τὸ σχετικὸ δημοσίευμα ἔλεγε: «Ὁ ἔφορος ἀρχαιοτήτων κ. Τσούντας, ἐνεργήσας ἀνασκαφὰς ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ  Μαγούλᾳ, ἀπεχούσῃ τοῦ Ἁλμυροῦ περὶ τὰς δύο ὥρας, ἀνεκάλυψε ἀντικείμενα χαλκίνης ἐποχῆς. Ὁ κ. Τσούντας ὅμως πιστεύει ὅτι βαθύτερον ὑπάρχει συνοικισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἐξακολουθήσῃ τὰς ἀνασκαφάς. Εὑρέθησαν καὶ πλεῖστα τεμάχια ἀγγείων χαλκίνης καὶ λιθίνης ἐποχῆς ἔτι δὲ καὶ δύο μηκυναϊκῆς ἐποχῆς»[1].

Θὰ παραθέσουμε στὸ σημεῖο αὐτό ἕνα σχετικὸ δημοσίευμα τῆς ἐφημερίδας «Τὸ Ἄστυ», παλαιότερο τῶν ἀρχαιολογικῶν ἐρευνῶν τοῦ Χρήστου Τσούντα καὶ τοῦ Ἀποστὀλου Ἀρβανιτοπούλου, τῆς 20ης Αὐγούστου 1901, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀνταπόκριση τοῦ Νικολάου Γιαννοπούλου, μὲ τίτλο: «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΛΜΥΡΟΥ. Ὁ προμυκηναϊκὸς πολιτισμὸς (Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας) ΑΛΜΥΡΟΣ, 15 Αὐγούστου».

«Ἐὰν ἡ Θεσσαλία δικαίως ἐκλήθη ὑπὸ τῶν ἀρχαιολόγων ἡ πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τοὺς παναρχαίους χρόνους καὶ τὸ σημεῖον τῆς συναντήσεως τῶν μεταναστευόντων ἐθνῶν κατὰ τοὺς πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἡρωικὴν ἐκστρατείαν χρόνους τῶν ἀπὸ βορρᾶ καὶ δυσμῶν ἐθνῶν· ἐὰν ἡ χώρα αὕτη ἐγκλείῃ ἐν τοῖς κόλποις αὐτῆς πλουσίους ἀρχαιολογικοὺς θησαυροὺς οὐ μόνον μυκηναϊκῶν χρόνων ἀλλὰ καὶ τῆς λιθίνης καλουμένης ἐποχῆς, ἡ ἐπαρχία Ἁλμυροῦ, ἡ Ἐρίβωλος Φθίη τοῦ Ὁμήρου, ὁποίους ἆρά γε θησαυροὺς ἐγκρύπτει ἐν τοῖς σπλάγχνοις αὐτῆς;

Ἡ χώρα αὕτη, ἡ πυκνῶς κατῳκημένη, κατ’ Ἐρνέστον Κούρτιον, ἐξ ἧς μετηνάστευσαν διάφοροι λαοὶ κατὰ διαφόρους περιόδους ἐν τῇ Βοιωτίᾳ, Ἀχαΐᾳ τῆς Πελοποννήσου, Ἤλιδι καὶ Ἠπείρῳ, φαίνεται, ὅτι κατὰ τοὺς πρὸ τῶν τρωικῶν πολέμων χρόνους, ἤτοι κατὰ τὴν λιθίνην περίοδον, κατῳκεῖτο πυκνότατα, μία δὲ πόλις αὐτῆς, κατ’ ἀνώνυμον ἱστορικὸν τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων, ἡ Ἴτων, ἐθεωρεῖτο ὡς μία τῶν ἀρχαιοτάτων πόλεων τῶν ὑπὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος θεμελιωθεισῶν.

Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἄλος καὶ ἡ Πύρασος καὶ αἱ Φθιώτιδες Θῆβαι καὶ ἡ Φυλάκη καὶ ἡ Φθία καὶ ἡ Ἑλλὰς εἶναι πόλεις ἐπίσης ἀρχαῖαι καὶ ἀναφέρονται ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ κατὰ τοὺς τρωικοὺς πολέμους.

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται μόνον ἡ σκαπάνη ἐνταῦθα νὰ λύσῃ τοσαῦτα προβλήματα ἀρχαιολογικά, τοὐτέστι τὸ ζήτημα τοῦ ἐάν ποτε ὑπῆρξε πόλις Ἑλλὰς ἢ χώρα, ὅπερ ἐπίσης καὶ ἐπὶ Στράβωνος πολὺ συνεζητεῖτο, οὔτε ἐὰν τὸ βασίλειον τοῦ Ἀχιλλέως περιέκλειε τηλικούτους καὶ τοσούτους θησαυρούς, οἵους τὸ βασίλειον τῶν Μυκηνῶν καὶ τοῦ Ὀρχομενοῦ, ἀλλὰ καὶ προσωτέρω νὰ προβῇ εἰς τὴν διαλεύκανσιν ἄλλου παρελθόντος, ἀρχαιοτέρου καὶ σκοτεινοτέρου, δηλ. τοῦ τῆς λιθίνης περιόδου, οὗ ἀρχὴ ἐγένετο διὰ τῶν ἐν Διμινίῳ ὑπὸ τοῦ κ. Στάη καὶ ἐν Σέσκλῳ ὑπὸ τοῦ κ. Τσούντα ἀνασκαφῶν.

Καὶ κατὰ τοῦτο τὸ ἔδαφος τοῦ Κροκίου Πεδίου εἶνε πλουσιώτατον, ὡς ἐκ τῶν ὑψουμένων τουμπῶν, ἤτοι ἀκροπόλεων τῆς λιθίνης περιόδου, ἐξάγεται.

Τοιαύτας ἀκροπόλεις ἐν ταῖς διαφόροις περιηγήσεσιν ἡμῶν καὶ ἐπιτοπίοις μελέταις οὐκ ὀλίγας ἀνεύρομεν, ὧν ἐνταῦθα ὀλίγας θέσεις σημειούμεθα. 1) Ἐν Ζερελίοις λίμναις καὶ Καρατζαταγλὶ λιθίνης περιόδου 5 ἀκροπόλεις συνεχεῖς· ἐνταῦθα θετέον ἴσως τὴν Ἴτωνα· 2) ἐν ταῖς ἀμπέλοις Ἁλμυροῦ λιθίνης περιόδου ἀκρόπολις· 3) ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ Μαγούλᾳ· 4) ἐν τῇ παρὰ τὸ Κετὶκ ἀκροπόλει· 5) ἐν τῇ παρὰ τὸ Τουρκομεσλί· 6) ἐν τῇ παρὰ τὸν Μπᾶς μύλον καὶ 7) ἐν τῇ παρὰ τὸν Τεκέμπας παρὰ τὸ Ἀϊδίνιον. Ἐπίσης ἐν Ρηνὶ τοῦ δήμου Σκοτούσης καὶ Τσαγγλί, τοῦ αὐτοῦ δήμου».

Ὁ Χρῆστος Τσούντας, ὡστόσο, γιὰ ἄγνωστους λόγους, δὲν συνέχισε τὶς ἀνασκαφικές  του ἔρευνες  κατὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Συνεχίστηκαν ὅμως οἱ ἀνασκαφικὲς ἐργασίες στὴν ἴδια «Μαγούλα», δύο χρόνια ἀργότερα, ἀπὸ τὸν  Ἀπόστολο Ἀρβανιτόπουλο, χωρίς, ὡστόσο, καὶ πάλι οἱ ἀνασκαφικὲς ἐργασίες, ἄν καὶ στὴν περίπτωση αὐτἠ, ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, δὲν ἀνοίχτηκαν δοκιμαστικοὶ λάκκοι βάθους πέντε μέτρων, νὰ ἔχουν κάποιο  σαφὲς ἀποτέλεσμα.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀρβανιτόπουλος, στὸν τόμο τῶν «Πρακτικῶν τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας»  τοῦ ἔτους 1907, στὴν σελίδα 171, γράφει σχετικῶς τὰ ἑξῆς λίγα, ἀποφεύγοντας νὰ  ἐνεργήσει συστηματικὲς καὶ ἐπίμονες ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφές:

«Μαθόντες παρὰ τινος χωρικοῦ τῆς Ἀϊδινείου Γεωργικῆς Σχολῆς ὅτι ἐγίνωσκεν ὑπόγειόν τι κτίσμα ὡσὰν «ἁλῶνι», καὶ ὑπολαβόντες τοῦτο θολωτὸν τάφον, ἀνεσκάψαμεν  ἐπί τινας ἡμέρας εἴς τε τὰ κράσπεδα τοῦ λόφου καὶ ἐπ’ αὐτοῦ. Καὶ τὸν μὲν τάφον ἤ τι ἕτερον δὲν εὕρομεν, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ κρασπέδου συνηντήσαμεν τοιχάριά τινα καὶ δρομίσκους, οἷα τὰ ἐν Διμίνι εὑρεθέντα, καὶ τμήματα μεγάλων ἀβαφῶν ἀγγείων, ἐλάχιστα τῶν συνήθων βεβαμμένων τῆς προϊστορικῆς  περιόδου.

Ἐκ τούτου εἰκάζομεν ὅτι ὁ συνοικισμὸς οὗτος εἶναι τῶν λίαν πτωχῶν ἐν Θεσσαλίᾳ·  τοῦτο δ’ εἶναι εὐνόητον ἄν ἀναλογισθῶμεν, ὅτι ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως τῶν Φθιωτίδων Θηβῶν ὑπῆρχε σύγχρονος τῷ ἐνταῦθα  λίαν ἀκμαῖος συνοικισμός».

Εὐλόγως, ἔπειτα ἀπὸ αὐτά, δημιουργεῖται τὸ ἐρώτημα: Γιατί, ἀφοῦ τὸ ὕψος τῆς «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας», εἶναι πέντε μέτρα καὶ οἱ δοκιμαστικοὶ λάκκοι ποὺ ἀνοίχτηκαν σ’ αὐτὴν ἔφτασαν σὲ βάθος πέντε μέτρων,  δὲν φάνηκε τὸ παρθένο ἔδαφος;

Μία εὔλογη καὶ ἡ μόνη δυνατὴ ἀπάντηση, ἐνισχυμένη, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Ἀρβανιτοπούλου ὅτι «ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ κρασπέδου συνηντήσαμεν τοιχάριά τινα καὶ δρομίσκους» εἶναι ὅτι ὅλη ἡ ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους  γύρω ἀπὸ τὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα»,  πάνω ἀπὸ  τὴν ὁποία ἐπιφάνεια ὑπολογίζονται τὰ πέντε μέτρα,  σὲ κάποιο ἄγνωστο βάθος καὶ σὲ κάποια ἔκταση, ἄγνωστη  ἐπίσης, πρέπει νὰ εἶναι προσχωσιγενής.

Ἑπομένως τὸ πραγματικὸ ὕψος τῆς «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας», ἀπὸ τὸ πραγματικῶς παρθένο ἔδαφος, τὸ ὁποῖο δὲν φάνηκε κατὰ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀμασκαφές, εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ  φαινομενικὸ ὕψος τῶν πέντε μέτρων. Εἶναι τόσο μεγαλύτερο ὅσο εἶναι τὸ πάχος τῆς γύρω ἀπὸ αὐτὴν προσχωσιγενοῦς  ἐδαφικῆς ζώνης.  Ἐνισχυτικὴ τῆς ἄποψης αὐτῆς θεωροῦμε τὴν καταληκτικὴ φράση τῶν Wace καὶ Thompson:  «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ  πιθανότατα χρειάζεται συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή». Αὐτὴ ἡ συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή, ὡστόσο, δὲν ἔχει γίνει ἀκόμη.

Τὴν παραπάνω προσωπικὴ μέν, ἀλλὰ σαφῶς διαφαινόμενη ἀπὸ πολλὰ δεδομένα,  ἄποψη ὅτι τὸ ὕψος τῶν πέντε μέτρων τῆς «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας» εἶναι φαινομενικὸ καὶ ὅτι τὸ πραγματικὸ ὕψος της πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ θεωρεῖται μεγαλύτερο, καὶ τὸ ὅτι κατὰ τοὺς  Wace καὶ Thompson:  «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ  πιθανότατα χρειάζεται συστηματικὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή»,  ἦρθε νὰ ἐνισχύσει ἕνας περαιτέρω συλλογισμός μου, μὲ τὸν ὁποῖο  εὕρισκα μία λογικὴ ἀπάντηση καὶ σ’ ἕνα ἄλλο, ἐπίσης ἀναπάντητο προσωπικὸ ἐρώτημά μου, τὸ ὁποῖο ἐπὶ  πολλὰ χρόνια μὲ ἀπασχολοῦσε. 

Κατὰ τὸ ἔτος 1289 μ. Χ. ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, μὲ χρυσόβουλλο διάταγμά του, πρόσφερε στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας, τῆς Λυκουσάδας ἤ Λοξάδας, τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς Καρδίτσας, πολλὰ κτήματα, οἰκισμούς, τσιφλίκια καὶ διάφορα ἄλλα κτηματικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα.  Μεταξὺ τῶν προσφερθέντων κτημάτων περιλαμβάνονταν καὶ  κάποια κτήματα καὶ οἰκιστικὰ σύνολα τὰ ὁποῖα βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου.

Στὸ παραπάνω χρυσόβουλλο τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου ἀναφέρεται γιὰ ὅσα κτηματικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα προσφέρονταν στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας Ἐλεούσας ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ: «ἔτι τὲ εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἁλμυροῦ χωρίον ἡ Μαγοῦλα· καὶ οἱ Σιμισαράτοι λεγόμενοι, σὺν τῇ ἐκεῖσε γῇ καὶ Ταρωνάτων· ἅ δὴ πάντα καθέξει ἡ εἰρημένη σεβασμία μονὴ τῆς πανυπεράγνου δεσποίνης καὶ θεομήτορος τῆς Ἐλεούσης κατὰ δεσποτείαν καὶ νομὴν ἀναφαίρετον ὡς καταμέρος διαλαμβάνονται ἐν τοῖς γεγονόσιν ἐπ’ αὐτοῖς πρακτικοῖς, ἔτι δὲ καὶ ὡς προσεκυρώθησαν καὶ προσετέθησαν ταύτῃ παρὰ τῆς διαληφθείσης συζύγου τοῦ δηλωθέντος σεβαστοκράτορος».[2]

Τὴν ἴδια περίπου ἐποχή, πάλι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου, ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη ἑνὸς χωριοῦ μὲ τὴν ὀνομασία «Ἀρχοντοχώρι». Τὴν ἴδια γενικῶς ἐποχὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν ἐποχή τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου (1195 -1203 μ. Χ.) ἀναφέρεται, πάλι στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου, ἡ «Βελεχατούια». Ἡ «Βελεχατούια» ἦταν, μᾶλλον, μία μεγάλη γεωργικὴ ἔκταση ἡ ὁποία πρέπει νὰ  συμπεριλαμβανόταν μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἐκτάσεων τὶς ὁποῖες κατεῖχε ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου Εὐδοκία, σ’ ὁλόκληρη τὴν Θεσσαλία καὶ ἰδιαιτέρως στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ.

Ὡστόσο κανένα ἴχνος ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, παρ’ ὅλο ὅτι ὅλη ἡ περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου εἶναι ἀρκετὰ ὁμαλὴ καὶ σχεδὸν ἐπίπεδη καὶ ἔχει ἐπιφανειακῶς, τοὐλάχιστον, ἐρευνηθεῖ, δὲν ἔχει ἐντοπισθεῖ.

Τὸ βυζαντινὸ «χωρίον Μαγοῦλα», τὸ ὁποῖον πρόσφερε ὁ Ἀνδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος στὸ Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ἐλεούσας, πρέπει, κατὰ μεγάλη πιθανότητα ἕως βεβαιότητα, νὰ βρισκόταν στὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα», ὅπως αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι μεταξὺ τῶν εὑρημάτων τὰ ὁποῖα ἐντοπίστηκαν στὴν Ἀἵδινιώτικη Μαγούλα, κατὰ τὶς σχετικὲς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες, ὑπάρχουν καὶ κατάλοιπα βυζαντινῆς ἐποχῆς.

Οἱ «Σιμισαράτοι», οἱ «Λεβαχάτοι» καὶ οἱ «Ταρωνάτοι», οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὸ χρυσόβουλλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328 μ. Χ.), ἦταν ἀσφαλῶς ἀρχοντικὲς βυζαντινὲς οἰκογένειες οἱ ὁποῖες  εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀκμῆς του, ἀπὸ τὸν  11ο μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα, καὶ εἶχαν στήσει τὰ ὑποστατικά τους μὲ τοὺς οἰκισμοὺς τῶν ὅσων  ἐργάζονταν σ’ αὐτά.

Σὲ χρυσόβουλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341 μ. Χ.), τὸ ὁποῖο ὑπογράφηκε τὸ  ἔτος 1336,  ἑκατὸ, περίπου, χρόνια μετὰ τὸ χρυσόβουλλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, ἀναφέρεται στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου χωριὸ μὲ τὴν ὀνομασία «Λεβάχη» ἐνῶ τὸ ἴδιο χωριὸ σὲ μία ἄλλη λίγο διαφορετικὴ γραφὴ ἀναφέρεται ὡς «Λεβάχοι».

Θεωροῦμε βέβαιο ὅτι τὸ « (ἡ) Λεβάχη» ἤ «(οἱ) Λεβάχοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου   ταυτίζεται μὲ τὸ « (οἱ) Λεβαχάτοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Στὸ ἴδιο χρυσόβουλλο διάταγμα τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄  ἀναφέρεται χωριὸ μὲ τὴν ὀνομασία «(ἡ) Σιμισαράτη», τὸ ὁποῖο ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ τὸ «(οἱ) Σιμισαράτοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄, διότι φαίνεται ὅτι ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν  οἱ οἰκογένειες τῶν μεγαλοϊδιοκτητῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν, οἱ  «Λεβαχάτοι» καὶ οἱ «Σιμισαράτοι», ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσαν  νὰ ὑπάρχουν μόνο οἱ οἰκισμοὶ τους καὶ οἱ οἰκογένειες  τῶν κολλήγων ἔχοντας πλέον ὀνομασίες χωριῶν, «(ἡ) Λεβάχη» ἤ  «(οἱ» Λεβάχοι)   καὶ «(ἡ)Σιμισαράτη» ἤ «(οἱ) Σιμισαράτοι.

Τὰ «(ἡ) Λεβάχη» καὶ «(ἡ) Σιμισαράτη» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ Ἀνδρόνικου Γ΄ (1328 -1341), διαδόχου αὐτοκράτορος τοῦ Ἀνδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282 -1328), φαίνεται νὰ εἶναι ὀνομασίες οἱ ὁποῖες, κατὰ τρόπο σαφέστερο  ἀπὸ τὰ «(οἱ) Λεβαχάτοι» καὶ «(οἱ) Σιμισαράτοι» τοῦ χρυσόβουλλου διατάγματος τοῦ  Ἀνδρόνικου Β΄, παραπέμπουν σε οἰκιστικὰ σύνολα τὰ ὁποῖα  ἀνῆκαν ὡς «τιμάρια» ἤ «στάσεις» τῶν  βυζαντινών ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν τῶν «Λεβαχάτων» καὶ τῶν «Σιμισαράτων».

Ἡ ὀνομασία «Βελεχατούια», ἡ ὁποία ἀναφέρεται κατὰ τὸ ἔτος 1298 μ. Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου,  παραπέμπει μὲ περισσότερη βεβαιότητα σὲ ἀγροτικὴ ἔκταση.

Οἱ παραπάνω κτηματικὲς ἐκτάσεις, «τιμάρια», ἴσως, ἤ «στάσεις»  κατὰ τὴν χρησιμοποιούμενη τότε βυζαντινὴ ὁρολογία, βρίσκονταν μὲ κάθε βεβαιότητα  στὴν περιοχὴ τοῦ σημερινοῦ Ἀϊδινίου.

Ποῦ ὅμως βρίσκονται στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ἤ ἔστω καὶ μὲ κάποια μόνο ἴχνη τους, ὅλα τὰ παραπάνω; Μήπως ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἐξαφανισθεῖ γιατὶ τὰ ὅποια ὑπολείμματά τους βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ ἴδιο προσχωσιγενὲς στρῶμα τὸ ὁποῖο ἔχει περικλείσει καὶ ἔχει κατακλείσει ὅλη τὴν περιοχὴ γύρω ἀπ’ τὴν Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα;

Τὸ μᾶλλον βέβαιο, ἤ καὶ αὐταπόδεικτο, κατὰ τὴν προσωπική μου ἐκτίμηση, γεγονὸς ὅτι ἕνα τμῆμα, ἀπροσδιόριστης ἔκτασης, τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀϊδινίου, γύρω ἀπὸ τὴν Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα, πρέπει, σὲ κάποιο, ἐπίσης ἀπροσδιόριστο, βάθος της νὰ εἶναι προσχωσιγενές,  μὲ ὁδηγεῖ, μὲ καταφατικὴ διάθεση,  στὴν προσωπική μου τοποθέτηση: Εἶναι λογικὸ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὑπολείμματα, αὐτῶν, τοὐλάχιστον τὰ περισσότερο ἐπιφανειακῶς εὐρισκόμενα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πρέπει νὰ ἔχουν παρασυρθεῖ σὲ διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς ἀρχικὲς τους θέσεις καὶ κάποια ἄλλα, τὰ ὁποῖα βρίσκονταν βαθύτερα,  πρέπει νὰ εἶναι χωμένα σὲ ἀπροσδιόριστο βάθος κάτω ἀπὸ τὴν  ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους τῆς σημερινῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἀϊδινίου.

Στὴν ἴδια σκέψη, ὅτι τὸ γύρω ἀπὸ τὴν  «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» ἔδαφος εἶναι σὲ κάποιο βάθος του προσχωσιγενές, ὁδηγοῦν καὶ σχετικὲς γεωλογικὲς μελέτες γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀϊδινίου, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ἡ κοίτη τοῦ Χολορέματος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μία μόνο ἔνδειξη,  σὲ παλαιότερες ἐποχὲς δὲν βρισκόταν στὴ σημερινή της θέση ἀλλὰ σὲ ἄλλη, πλησιέστερη πρὸς τὸν σημερινὸ οἰκισμὸ τοῦ Ἀϊδινίου.

Ἐνισχυτικὸ τῶν παραπάνω συλλογισμῶν περὶ γεωλογικῶν μεταβολῶν  εἶναι καὶ μία ἄλλη πολὺ ἐντυπωσιακὴ πληροφορία.

Σύμφωνα μὲ τὰ Ἀρχεῖα τοῦ Ἀγγλικοῦ Ναυαρχείου τὸ ἔτος 1890, δηλαδή, μόλις πρὶν ἀπὸ 130 περίπου  χρόνια, ἕνα ἀγγλικὸ ἀτμόπλοιο εἰσῆλθε ἀπὸ τὸν Παγασητικὸ Κόλπο καὶ ἀγκυροβόλησε στὴν κοίτη τοῦ Χολορέματος, προφανῶς γιατὶ μποροῦσε νὰ βρεῖ ἐκεῖ ἀσφαλὲς ἀγκυροβόλιο, τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὴν ἀνοικτὴ ἀκτὴ   τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου.

Ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ  γίνεται φανερό  ὅτι ἡ κοίτη τοῦ Χολορέματος στὴν ἐκβολή του, πρὶν ἀπὸ 130 περίπου χρόνια, ἦταν τόσο βαθειὰ καὶ ἔτσι διαμορφωμένη ὥστε νὰ ἀποτελεῖ συνέχεια καὶ ἐνιαῖο σύνολο μὲ τὰ νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου. Μόνο ἐὰν συνέβαινε αὐτὸ ἦταν δυνατὸν ἕνα ἀτμόπλοιο νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του ἀπὸ τὴν θάλασσα μέσα στὴν κοίτη τοῦ ποταμοῦ καὶ νὰ ἀγκυροβολήσει  στὰ ἤρεμα καὶ ἀσφαλῆ  νερὰ τῆς κοίτης τοῦ Χολορέματος.

Ἐὰν συγκρίνουμε τὴν παραπάνω διαφαινόμενη  εἰκόνα τῆς ἐκβολῆς τοῦ Χολορέματος κατὰ τὸ  ἔτος 1890 μὲ τὴν σημερινὴ εἰκόνα, κατὰ τὴν ὁποία τὰ νερὰ στὴν ἐκβολή του μόλις γίνονται ἀντιληπτὰ καὶ ρέουν πολὺ ἐπιφανειακῶς μὲ ἐλαχιστότατο βάθος, εὔκολα καταλήγουμε στὴν ἄποψη ὅτι  ἀπὸ τὸ  1890 μέχρι σήμερα, σὲ διάστημα μόλις 130 περίπου ἐτῶν, ἔχουν γίνει στὴν περιοχὴ αὐτὴ μεγάλες γεωλογικὲς μεταβολές.

Τὴν φανερὰ ὑποβόσκουσα, σ’ ὅλες τὶς παραπάνω ἀναφορὲς καὶ γεγονότα, καταφατικὴ ἄποψή μου ὅτι παχιὰ προσχωσιγενῆ στρώματα εἶναι πιθανὸν νὰ ἔχουν καλύψει ἤ νὰ ἔχουν παρασύρει καὶ ἐξαφανίσει κατάλοιπα κάποιων παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν οἰκισμῶν τὰ ὁποῖα πιθανῶς ὑπῆρχαν στὴν εὐρύτερη πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐνισχύουν  καὶ κάποια ἄλλα δεδομένα γεωμορφολογικῆς φύσης.

Οἱ ἀνατολικότεροι νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐντοπισθεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ πλησιέστερες δηλαδὴ πρὸς τὴν σημερινὴ θαλάσσια ἀκτή,  νεολιθικὲς ἐγκαταστάσεις, εἶναι ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» καὶ ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα». Οἱ  δύο αὐτὲς «μαγοῦλες», οἱ ὁποῖες εἶναι, συμφώνως μὲ τὰ πορίσματα τῶν σχετικῶν ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν καὶ ἐρευνῶν   εἶναι  νεολιθικὲς θέσεις τῆς ἁλμυριώτικης πεδιάδας, βρίσκονται στην ἴδια περίπου ἀπόσταση ἀπὸ τὴν  ἀκτὴ τῆς θάλασσας,  τέσσερα ἕως πέντε χιλιόμετρα.

Σ’ ὁλόκληρη τὴν παραλιακὴ ἔκταση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀπὸ τὴν νοητὴ γραμμὴ ἡ ὁποία συνδέει τὴν «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» μὲ τὴν «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα» μέχρι τὶς ἀκτὲς τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, δὲν ἔχουν ἐντοπισθεῖ  ἴχνη νεολιθικῶν οἰκισμῶν.

Πῶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μία παραθαλάσσια ζώνη εὐφορότατης γῆς, πλάτους τεσσάρων ἕως πέντε καὶ μήκους εἴκοσι περίπου χιλιομέτρων, καταλληλότατης γιὰ ἐγκατάσταση ἀνθρώπων, παρουσιάζεται ὡς ἀκατοίκητη ὄχι μόνο κατὰ τὴν παλαιολιθικὴ καὶ μεσολιθικὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν νεολιθικὴ περίοδο, κατὰ τὴν ὁποία στὴν ὑπόλοιπη ἔκταση, τὴν πιὸ ἀπόμακρη ἀπὸ τὴν θάλασσα, παρατηρεῖται πυκνὴ νεολιθικὴ ἐγκατοίκηση;

Τὴν φανερῶς ὑποδηλούμενη ἄποψη καὶ συνεχῶς ἐνισχυόμενη,  ὡς θετικὴ ἀπάντηση στὸ συνεχὲς ἑρώτημα, ὅτι, δηλαδή, παχιὰ προσχωσιγενῆ στρώματα ἐδάφους  ἔχουν ἐπικαλύψει κάποια τοὐλάχιστον τμήματα τῆς πεδινῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐνίσχυσαν καὶ κάποια ἄλλα δεδομένα μὲ συνακόλουθα σχετικὰ ἐρωτήματα καὶ παράλληλους προβληματισμούς.

Στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς ἐκβολῆς τοῦ Ξηριᾶ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ, κατὰ τὴν Πρώιμη Βυζαντινὴ Ἐποχή,  βρισκόταν ὁ «Βυζαντινὸς Ἁλμυρός», ὁ ὁποῖος σὲ παλαιότερα ἀλλὰ καὶ σύγχρονα δημοσιεύματα, ἀναφέρεται καὶ ὡς «Δύο Βυζαντινοὶ Ἁλμυροὶ», ἤ «Ἄνω» και «Κάτω» Ἁλμυρός, ἤ «Βόρειος» καὶ «Νότιος» Ἁλμυρός. Ὁ Βυζαντινὸς αὐτὸς  Ἁλμυρὸς ἤ οἱ  «Δύο Βυζαντινοὶ Ἁλμυροί», βρισκόταν στὴ μεγαλύτερη ἀκμή του ἀπὸ τὸν  10ο μέχρι καὶ τὸν 14ο αἰῶνα.

«Οἱ Δύο Ἁλμυροί» τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς στὴν  πραγματικότητα ἦταν δύο συνοικίες μίας καὶ τῆς αὐτῆς πόλης, τῆς πόλης τοῦ «Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ», ἀπὸ τΙς ὁποῖες ἡ μία βρισκόταν στὴν δεξιὰ καὶ ἡ ἄλλη στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ σημερινοῦ Ξηριᾶ Ποταμοῦ, τοῦ Κουάριου Ποταμοῦ τῆς τότε ἐποχῆς. Αὐτοὶ οἱ «Δύο Ἁλμυροὶ» τῆς Βυζαντινῆς Ἐποχῆς βρίσκονταν στὶς γνωστὲς στὴν ἐποχή μας ἀγροτικὲς τοποθεσίες μὲ τὶς ὀνομασίες «Καραγὰτς» καὶ «Τσιγκέλι» καὶ ἦταν σημαντικές, ὀνομαστὲς καὶ περίλαμπρες πόλεις.

Οἱ παροικίες τῶν Βενετῶν, τῶν Γενουατῶν, τῶν Πισατῶν, τῶν Ἱσπανών καὶ τῶν Ἐβραίων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στοὺς παραλιακοὺς αὐτοὺς δύο Βυζαντινοὺς Ἁλμυρούς, ἦταν πόλεις ἰσχυρότατες οἰκονομικῶς. Τὰ κτίρια τῶν σπιτιῶν τους καὶ τῶν ναῶν τους ἦταν μεγαλοπρεπῆ.

Οἱ παροικίες ἰδιαιτέρως τῶν Βενετῶν καὶ τῶν Γενουατῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦνταν κυρίως ἀπὸ οἰκογένειες οἱ ὁποῖες συγκροτοῦσαν μεγάλες καὶ πολὺ ἰσχυρὲς οἰκονομικῶς ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ ἑταιρεῖες, συναγωνίζονταν μεταξύ τους στὴν προκλητικὴ ἐπίδειξη πλούτου καὶ μεγαλείου ἀνεγείροντας συνεχῶς καὶ μεγαλύτερα καὶ λαμπρότερα τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ ξεπεράσει ἡ μία παροικία τὴν ἄλλη στὴν μεγαλοπρέπεια.

Οἱ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ ἐντοίχιζαν στὶς εἰσόδους τῶν σπιτιῶν τους μαρμάρινες πλάκες μὲ σκαλισμένα πάνω τους ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ «οἰκόσημα» ἡ κάθε μία, μερικὰ δείγματα τῶν ὁποίων διασώθηκαν ὡς τὶς ἡμέρες μας.

Ὅταν κατακτήθηκε ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τοὺς  Τούρκους, ὁριστικῶς γύρω ἀπ[ο τὸ ἔτος 1420 μ. Χ., σώζονταν ἀκόμη κάποια ἐρείπια τῶν σπιτιῶν αὐτῶν, ἴσως, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, μισοβουλιαγμένα σὲ παραθαλάσσια τέλματα. Οἱ Τοῦρκοι τὰ ἐντόπισαν καὶ ἀποκόλλησαν μερικὰ τέτοια «οἰκόσημα» τὰ ὁποῖα ἐντοίχισαν στὰ τζαμιὰ τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ στοὺς ἀτομικοὺς πύργους τῶν ἡγεμόνων τους. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁλμυροῦ, στὶς 17 Αὐγούστου 1881, τὰ μέλη τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυρού, τὰ ἀποκόλλησαν καὶ τὰ συγκέντρωσαν στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς Ἑταιρείας.

Μεγαλοπρεπεῖς ἦταν καὶ οἱ ναοὶ τοὺς ὁποίους ἔχτιζαν οἱ παροικίες τῶν Βενετῶν, τῶν Γενουατῶν καὶ τῶν Πισατῶν στὶς δύο συνοικίες τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ. Ὁ μεταξὺ τῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν τῶν δύο περισσότερο δυναμικῶν παροικιῶν τοῦ Ἁλμυροῦ, τῶν Βενετῶν καὶ  τῶν Γενουατῶν, ἀνταγωνισμὸς στὴν ἐπίδειξη τοῦ μεγάλου πλούτου τους, ἔφτανε, σύμφωνα μὲ μαρτυρίες οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ ἔγγραφα τοῦ Ἀρχείου τῆς Βενετίας, μέχρι τοῦ σημείου νὰ γκρεμίζουν τὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν  τους καὶ νὰ χτίζουν ὑψηλότερα, ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς ἄλλης συνοικίας ὕψωναν καμπαναριὸ ψηλότερο ἀπὸ τὸ  δικό τους.

Ὁ Βυζαντινὸς Ἁλμυρὸς σύμφωνα μὲ τοὺς Johannes Koder καὶ Freiedrich Hild: «ὀφείλει τὴν σημασία του κυρίως στὴν ἐγκατάσταση τῶν ναυτικῶν δυνάμεων τῆς Βενετίας, τῆς Πίζας καὶ τῆς Γένουας, μὲ τὶς ὁποῖες συναναστρεφόταν ἡ ἰσχυρὴ ἑβραϊκὴ κοινότητα».

Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στὴν ἱστορία του  κατηγορηματικὰ ὅτι ὁ Ἁλμυρός ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν «ἀξιόλογον ἐμπορεῖον» καὶ μία τῶν ἐμπορικωτέρων καὶ λαμπροτέρων πόλεων τοῦ κράτους»[3].

Ὁ Paul Magdalino, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνταντινουπόλεως, πολὺ νεότερος ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παπαρρηγόπουλο καὶ ἔχοντας ἀσφαλῶς περισσότερες πληροφορίες καὶ πηγὲς ὑπ’ ὄψη του, γράφει ὅτι «ὁ Ἁλμυρὸς στὸν Παγασητικὸ Κόλπο  ξεπήδησε  τὸν 12ο αἰῶνα ἀπὸ τὴν ἀφάνεια γιὰ νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕνα καίριο λιμάνι τῶν Ἰταλῶν ἐμπόρων, δεύτερο μετὰ τὴν Κωνσταντινούπολη».

Κατὰ τὸν Magdalino, δηλαδή, ὁ  Βυζαντινὸς Ἁλμυρὸς ξεπερνοῦσε σὲ ἐμπορικὴ κίνηση μεγάλες πόλεις ὅπως ἡ Θεσσαλονίκη ἤ ἡ Σμύρνη. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατὶ ὁ Παγασητικὸς Κόλπος ὀνομαζόταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη  «Κόλπος τοῦ Ἁλμυροῦ»  καὶ «Γκόλφ ντε Αλμίρο», ὅπως σημειώνουν οἱ σχετικοὶ ναυτικοὶ χάρτες καὶ πορτολάνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Ἀναρωτιέται κανείς, ἔπειτα ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀναφορές, ποῦ βρίσκονται στὴν σημερινὴ ἐποχή, κάποια ἔστω ἴχνη ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν περίλαμπρων αὐτῶν κτιρίων καὶ τῶν μεγαλοπρεπῶν ναῶν μὲ τὰ  συνεχῶς καὶ  ψηλότερα καμπαναριὰ τῶν Βενετικῶν, τῶν Γενουατικῶν καὶ τῶν Πισατικῶν Παροικιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ. Γιατὶ δὲν βρέθηκε τίποτε σχεδὸν ἀπὸ τὰ ὑπολείμματα τῶν λαμπρῶν αὐτῶν κτιρίων;

Προσωπικῶς ἐκτιμοῦμε ὅτι ἡ μόνη ἀπάντηση, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ δοθεῖ καὶ νὰ  γίνει δεκτή, εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι χωμένα κάτω ἀπὸ παχιὰ  προσχωσιγενῆ  στρώματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐπικαλύψει τὴν περιοχή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ  κάποια ἄλλη  λογικοφανὴς ἑρμηνεία τῆς  μὴ εὕρεσής τους.

Στὴν ἴδια αἰτία πρέπει νὰ ὀφείλεται καὶ ἡ ἀνυπαρξία ἤ ἡ ἀδυναμία εὕρεσης καὶ τοῦ παραμικρότερου  ἴχνους τοῦ σημαντικοῦ λιμανιοῦ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ. Δὲν ὑπῆρχαν ἄραγε κάποιες λιμενικὲς ἐγκαταστάσεις, κάποιος λιμενοβραχίονας σ’ ἕνα λιμάνι στὸ ὁποῖο ἀγκυροβολοῦσαν τόσα καράβια μεγάλων ναυτεμπορικῶν ἐπιχειρήσεων;

Ὁ Βυζαντινὸς Ἁλμυρὸς καταστράφηκε ὁλοκληρωτικῶς μετὰ τὴν μάχη τῆς 15ης Μαρτίου 1311, μεταξὺ τοῦ Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Γουαλθέρου καὶ τῶν Καταλανῶν, ἀπὸ τοὺς  νικητὲς τῆς μάχης Καταλανοὺς καὶ τὸ λιμάνι του, μετὰ τὴν καταστροφὴ αὐτἠ,  φαίνεται ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ὁριστικῶς ἀπὸ τὶς ἰταλικὲς ἐμπορικὲς καὶ  ναυτικὲς ἑταιρεῖες οἱ ὁποῖες ἕδρευαν σ’ αὐτόν.

Ὡστόσο τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, παρὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν μεγάλων αὐτῶν ναυτεμπορικῶν ἐπιχειρήσεων ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ στὰ κατοπινὰ  χρόνια καὶ  μάλιστα θεωροῦνταν ἕνα ἀρκετὰ ἀσφαλὲς καὶ εὐρύχωρο λιμάνι στὸν Παγασητικὸ Κόλπο.

Τὸ ἔτος 1668 μ.Χ., τριακόσια περίπου χρόνια, μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τὶς μεγάλες εὐρωπαϊκὲς ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μέσης Τουρκοκρατίας, ἐπισκέφθηκε τὸν Ἁλμυρὸ ὁ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπή.  Ὁ Τσελεμπή, περιγράφοντας τὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως τὸ εἶδε ὁ ἴδιος κατὰ τὸ ἔτος 1668, ἀναφέρει ὅτι σ’ αὐτὸ μποροῦσαν νὰ ἐλλιμενισθοῦν μὲ ἀσφάλεια πεντακόσια (500) καράβια.

Ἀνεξαρτήτως τοῦ πιθανοῦ γεγονότος τῶν ὑπερβολῶν στὶς ὁποῖες ἴσως περιέπιπτε μερικὲς φορὲς ὁ Ἐβλιγιὰ Τσελεμπὴ καὶ στὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ καὶ ὁ, φαινομενικὰ ὑπερβολικός,  ἀριθμὸς τῶν 500 καραβιῶν, ἐκτιμοῦμε ὅτι τὰ ὅσα ἄλλα ἀναφέρει γιὰ τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι ἀρκετὰ ἐνδιαφέροντα καὶ ὅτι συνεπικουροῦν στὴν γενικότερη ἄποψή μας ὅτι μεγάλες προσχωσιγενεῖς ἐναποθέσεις ἔχουν καταστήσει ὑπερβολικῶς δύσκολη ἤ καὶ ἀδύνατη ὑπὸ τὶς σημερινὲς συνθῆκες τὴν ἀποκάλυψη τῆς  πραγματικῆς εἰκόνας τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Λιθικὴ Ἐποχή.

Ἀναφέρει ὁ Τσελεμπὴ γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 1668 μ. Χ.: «Εἶναι φυσικὸ λιμάνι τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο. Εἶναι πολὺ φαρδὺ καὶ μὲ πάτο, ὅ,τι πρέπει γιὰ ν’ ἀράξουνε καράβια. Εἶναι δυνατὸν νὰ πάρει 500 καράβια μαζί. Μπορεῖ νὰ γίνει ἀραξοβόλι καραβιῶν, εἶναι τόπος σωτηρίας καὶ τὰ νερά του κυλᾶνε».

Τὰ τρία παραπάνω ὑπογραμμισμένα καὶ ἐπισημασμένα χαρακτηριστικὰ τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ: 1.«βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο», 2. «εἶναι πολὺ φαρδὺ καὶ μὲ πάτο» καὶ 3. «τὰ νερά του κυλᾶνε», εἶναι χαρακτηριστικὰ τῶν ὁποίων γίνεται εὐκόλως κατανοητὸ τὸ νόημα ἀπὸ τὸν καθένα. Ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀμφισβήτηση γιὰ τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν ἀντικειμενικότητά τους. Ὁ συνδυασμὸς ὅμως καὶ ἡ ταυτόχρονη συνύπαρξη τῶν τριῶν αὐτῶν χαρακτηριστικῶν  σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ λιμάνι εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο στὴν περίπτωση ἑνὸς λιμανιοῦ τὸ ὁποῖο ἦταν ταυτοχρόνως  λιμνοθάλασσα σὲ ἐκβολὴ ποταμοῦ, τοῦ ποταμοῦ Ξηριᾶ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση.

Γιὰ νὰ «κυλᾶνε» τὰ νερὰ ἑνὸς λιμανιοῦ πρέπει νὰ ἦταν νερὰ ποταμοῦ. Μόνο τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ «κυλᾶνε», ρέουν. Τὸ ὅτι τὸ λιμάνι ἦταν «πολὺ φαρδὺ» καὶ ἰδίως τὸ ὅτι εἶχε «πάτο», εἶχε, δηλαδή, σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση τὸ ἴδιο περίπου βάθος, καὶ προφανῶς μικρό, ὥστε ὁ πυθμένας του νὰ φαίνεται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ θεωρεῖται καὶ νὰ  εἶναι «πάτος», συμβαίνει μόνο σὲ μία περίπου ἰσοβαθὴ λιμνοθάλασσα. Κάτι τέτοιο, δηλαδή «νὰ ὑπάρχει πάτος» σὲ λιμάνι δὲν μπορεῖ νὰ συμβαίνει γιὰ λιμάνι σὲ  θάλασσα,  στὴν ὁποία τὰ νερὰ συνεχῶς βαθαίνουν μέχρι τοῦ σημείου στὸ ὁποῖο  ὁ λαός μας δίνει τὸν πολὺ ἐπιτυχῆ, γιὰ τὴν ἰδιαίτερη αὐτὴ περίπτωση, χαρακτηρισμὸ «ἄπατα ὕδατα», νερὰ χωρὶς πάτο.

Γράφει ἀκόμα ὁ Τσελεμπή: «Τὸ στόμα τοῦ λιμανιοῦ (δηλαδὴ ἡ εἴσοδός του) εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ τὸ πιάνει ὁ ἀνατολικὸς ἀγέρας», καὶ ἀμέσως παρακάτω: «εἶναι φυσικὸ λιμάνι ποὺ βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο».

Χωρὶς νὰ ὑπεισέλθουμε σὲ περισσότερη καὶ λεπτομερέστερη αἰτιολόγηση νομίζουμε γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ συνδυασμὸς τῶν δύο φαινομενικῶς ἀντιτιθέμενων  αὐτῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὸ ἔτος 1668 μ. Χ. «τὸ πιάνει ὁ ἀνατολικὸς ἀγέρας» καὶ ταυτοχρόνως «εἶναι φυσικὸ λιμάνι ποὺ βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα κόρφο» μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ἐὰν τὸ λιμάνι αὐτὸ ἦταν μία λιμνοθάλασσα ἡ ὁποία προστατευόταν ἀνατολικὰ ἀπὸ φυσικὸ χωμάτινο ἀνάχωμα καὶ εἶχε μόνο τὴν εἴσοδό του, δηλαδὴ τὴν ἐκβολὴ τοῦ Ξηριᾶ, ἀνοιχτὴ πρὸς τὴν θάλασσα, πρὸς τὴν ὁποία «κυλοῦσαν» τὰ νερὰ καὶ τὴν ὁποία, φυσικά, τὴν χτυποῦσε ὁ ἀνατολικὸς ἄνεμος.

Ὅλα τὰ παραπάνω χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Τσελεμπή, δὲν ὑπάρχουν στὴν ἐποχή μας. Προσωπικῶς θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἔχουν ἐξαφανισθεῖ κάτω ἀπὸ προσχωσιγενῆ στρώματα ἐδάφους, τὰ ὁποῖα ἐναποτίθονταν σταδιακῶς κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες.

Ἡ δυνατότητα τοῦ ἀσφαλοῦς ἐλλιμενισμοῦ πολλῶν καραβιῶν κατὰ τὸ ἔτος 1668 στὸ φυσικὸ λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ, τὸ ὁποῖο στὴν πραγματικότητα ἦταν, ὅπως ἀναφέρθηκε ἡ  κοίτη τοῦ ποταμοῦ  Ξηριᾶ, διαμορφωμένη στὴν ἐκβολή του σὲ λιμνοθάλασσα, θυμίζει καὶ πρέπει νὰ συνδυασθεῖ καὶ συνεξετασθεῖ μὲ τὸν ἐλλιμενισμό, κατὰ τὸ ἔτος   1890 μ.Χ. ἀγγλικοῦ ἀτμοπλοίου στὴν κοίτη τοῦ Χολορέματος, ὅπως ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω.

Γίνεται νομίζω φανερὸ ὅτι ἡ ἐπὶ αἰῶνες ἐναπόθεση παχιῶν προσχωσιγενῶν ἐδαφικῶν στρωμάτων εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία  συνετέλεσε στὴν ἐξαφάνιση ὅλων αὐτῶν τῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τῶν προηγουμένων ἐτῶν τῆς παραλιακῆς ζώνης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὶς περιοχὲς τοὐλάχιστον τῶν ἐκβολῶν τοῦ Χολορέματος καὶ τοῦ Ξηριᾶ.

Ἀπὸ ὅλες τὶς ἐνδείξεις οἱ ὁποῖες ἔχουν μέχρι τώρα ἀναφερθεῖ διαφαίνεται ὅτι ἡ παραθαλάσσια ἔκταση τῆς ἁλμυριώτικης πεδιάδας μεταξὺ τῆς ἐκβολῆς τοῦ Χολορέματος καὶ τῆς ἐκβολῆς τοῦ Ξηριᾶ εἶναι, σὲ πολλὰ τμήματά της τοὐλάχιστον, προσχωσιγενής.

Συνακόλουθη συνέπεια, γιὰ τὴν  ὁποία, ἄν καὶ δὲν ὑπάρχουν σαφεῖς καὶ συγκεκριμένες ἀποδείξεις, δὲν ὑπάρχουν καὶ σοβαροί λόγοι ἀπόρριψής της, εἶναι ὅτι ἡ ἔκταση αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ καλύπτει ὑπολείμματα ἀνθρώπινης κατοίκησης παλαιότερων ἐποχῶν.

Τὴν ἴδια ὑπόθεση ὅτι ἡ σημερινὴ γενικὴ εἰκόνα τῆς παραθαλάσσιας αὐτῆς ἔκτασης τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ εἶναι πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τὴν ὁποία παρουσίαζε σὲ παλαιότερες ἐποχές, συμπληρώνει καὶ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ ἀνεπιβεβαίωτη μὲν ἄποψη, ἀλλὰ ἡ ὁποία φαίνεται ἀρκετὰ πιθανή, ὅτι καὶ ὁ Ἄμφρυσος Ποταμός, αὐτὸς ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι γνωστὸς ὡς Κεφάλωση, πρέπει στὴν ἀρχαιότητα νὰ ἦταν πλωτός,  γιὰ μικρὰ τοὐλάχιστον καράβια,  μέχρι καὶ τὴν Ἑλληνιστικὴ Ἅλο.

Ἐνισχυτικὸ τῆς ἴδιας ἄποψης, ὅτι, δηλαδή, ἡ παραλιακὴ ζώνη τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, σὲ παλαιότερες ἐποχές, πρέπει νὰ ἦταν σὲ πολλὰ μέρη της περισσότερο ἀπὸ σήμερα πρόσφορη γιὰ ἀσφαλὴ ἐλλιμενισμό, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ ἡ ὕπαρξη ἀλλὰ καὶ ἡ σημαντικότητα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἅλου τῶν Κλασικῶν Χρόνων, τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἀναζητεῖται, χωρὶς νὰ ἔχουν ἐντοπισθεῖ μέχρι τώρα μὲ  βεβαιότητα οὔτε ἡ ἀκριβὴς θέση του οὔτε κάποια ἴχνη του.

Ὡστόσο τὴν σημαντικότητα τοῦ λιμανιοῦ τῆς Ἅλου τῶν Κλασικῶν Χρόνων, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση, δέν ἀποκλείεται, ἄν δὲν εἶναι βέβαιο, νὰ συμπίπτει μὲ τὸ λιμάνι τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, ὑποδεικνύει καὶ τὸ ὅτι τὴν κατοχή του διεκδικοῦσαν ἐπίμονα ὅλα τὰ κατὰ καιροὺς κυρίαρχα κράτη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, τῶν Ἀθηναίων, τῶν Μακεδόνων, τῶν Αἰτωλῶν, τῶν Θηβαίων, τῶν Σπαρτιατῶν. Στὸ λιμάνι τῆς Ἅλου τῶν Κλασικῶν Χρόνων μποροῦσε νὰ  ναυλουχήσει μὲ ἀσφάλεια ὅλος ὁ ἑλληνικὸς στόλος κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα π.Χ. ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀρχικῶς ἀποφάσισαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ περσικὰ στρατεύματα τοῦ Ξέρξη στὰ Τέμπη. Στὸ λιμάνι τῆς Ἅλου παρέμειναν ἐλλιμενισμένα τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα μέχρι νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὰ Τέμπη τὰ στρατεύματα.

Στοὺς προβληματισμοὺς οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν συνολικὴ θεώρηση καὶ συνεξέταση τῶν παραπάνω παρατηρήσεων πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ μία σχετικὴ ἀναφορὰ τοῦ Alfrent Philippson στὸ βιβλίο του «Θεσσαλία καὶ Ἤπειρος. Ταξίδια καὶ ἐξερευνήσεις στὴ Βόρειο Ἑλλάδα». 

Alfrent Philippson ἀναφέρει στὸ βιβλίο του αὐτὸ ὅτι ἡ πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν ἐπισκέφθηκε ὅ ἴδιος, τὸ  ἔτος 1883, ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν  ἀκτὴ περὶ τὰ τέσσερα χιλιόμετρα[4].

Ὅσες ἐπιφυλάξεις καὶ ἄν μπορεῖ νὰ διατηρεῖ κάποιος γιὰ τὴν πιστότητα καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πληροφορίας αὐτῆς τοῦ Philippson, τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ἡ πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀκτὴ περὶ τὰ ὀκτὼ χιλιόμετρα δημιουργεῖ ἔντονους προβληματισμούς.

Πῶς ἐξηγεῖται αὐτὴ ἡ διαφορὰ τῶν τεσσάρων χιλιομέτρων μεταξὺ τῆς ἐκτίμησης τοῦ Philippson καὶ τῆς σημερινῆς πραγματικότητας; Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὸ ἔτος 1883 μέχρι τὴν ἐποχή μας, σὲ διάστημα 130 περίπου χρόνων, νὰ «μπαζώθηκε» θαλάσσια ἔκταση τεσσάρων χιλιομέτρων πλάτους καὶ μήκους πολὺ μεγαλύτερου; Θυμίζουμε  ὅτι ἑκατὸν τριάντα (130) χρόνια   πρὶν ἀγγλικὸ ἀτμόπλοιο  ἀγκυροβολοῦσε στὴν κοίτη τοῦ Χολορέματος.

Στοὺς παραπάνω ἔντονους προβληματισμοὺς καὶ ἐρωτήματα πρέπει νὰ ἐντάξουμε καὶ νὰ συνεξετάσουμε καὶ μία παρατήρηση καὶ πληροφορία ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὶς ἔρευνες τῶν ἀρχαιολόγων καὶ  ἡ ὁποία ἀναφέρθηκε παραπάνω.

Οἱ ἀνατολικότεροι νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐντοπισθεῖ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ πλησιέστεροι, δηλαδή, πρὸς τὴν θαλάσσια ἀκτὴ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, εἶναι ἡ «Ἀϊδινιώτικη Μαγοῦλα» καὶ ἡ «Ἁλμυριώτικη Μαγοῦλα». Οἱ  δύο αὐτοὶ νεολιθικοὶ οἰκισμοὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ἀκτὴ περίπου τέσσερα ἕως πέντε χιλιόμετρα, ὅση περίπου εἶναι ἡ διαφορὰ ἡ ὁποία παρατηρεῖται, γιὰ τὴν ἀπόσταση τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴ θάλασσα, μεταξὺ τῆς ἐκτίμησης τοῦ Philippson καὶ τῆς σημερινῆς πραγματικότητας.

Στὴν ἴδια πάντοτε ὑποβόσκουσα ἄποψη καὶ στοὺς ἴδιους ἔντονους προβληματισμοὺς ὁδηγεῖ καὶ ἡ ἄποψη τῶν γεωλόγων ὅτι ὁ σημερινὸς «Παγασητικὸς Κόλπος» πρὶν ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες χρόνια ἦταν λίμνη στὴν ὁποία, ἔπειτα ἀπὸ καταβύθιση τοῦ ἐδάφους, εἰσχώρησαν θαλάσσια ὕδατα καὶ ἡ λίμνη μετατράπηκε σὲ θαλάσσιο κόλπο.

Αὐτὸ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι τυχὸν ὑπάρχοντες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη παλαιολιθικοὶ καὶ μεσολιθικοὶ οἰκισμοὶ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν παρόχθια ἔκταση τῆς λίμνης «Παγασητικὸς Κόλπος», μπορεῖ νὰ εἶναι θαμμένοι κάτω ἀπὸ τὰ παράκτια νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ Κόλπου, στὴν σημερινὴ παραλιακὴ ζώνη τοῦ Ἁλμυροῦ.

Σὲ μία τέτοια περίπτωση ἡ πιθανὴ ἔκταση τῆς ζώνης τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ὑπῆρξαν κάποτε παλαιολιθικοί, μεσολιθικοὶ ἤ καὶ νεολιθικοὶ οἰκισμοί, δύσκολα μπορεῖ νὰ προσδιορισθεῖ. Ἐκτείνεται ἡ ζώνη αὐτὴ ἀπὸ τὴν νοητὴ γραμμὴ «Ἀϊδινιώτικης Μαγούλας» – «Ἁλμυριώτικης Μαγούλας» μέχρι τὴν σημερινὴ ἀκτὴ ἤ συνεχίζεται καὶ μέσα στὴν θάλασσα; 

Τέτοιοι ἔντονοι ή καὶ παρόμοιοι ἄλλοι προβληματισμοὶ καὶ ἐρωτήματα δημιουργοῦνται γιὰ ὁλόκληρη τὴν παραλιακὴ ἔκταση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀπὸ τὴν  ἀκτὴ τῆς Νέας Ἀγχιάλου μέχρι καὶ τὸ Στόμιο τῆς Σούρπης.

Σ’ ὁλόκληρη τὴν παραπάνω ἔκταση, μέχρι καὶ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ἀκόμη, ὑπῆρχαν πολλὰ ἕλη, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ ἐπικίνδυνα, μὲ «ρουφῆχτρες», στὶς ὁποῖες καταποντίζονταν καὶ κυριολεκτικὰ «ἐξαφανίζονταν» σὲ «ἄπατα ὕδατα» ζῶα καὶ κάποιες φορὲς καὶ ἄνθρωποι.

Οἱ ντόπιοι κάτοικοι ὀνόμαζαν τὶς «ρουφῆχτρες» αὐτὲς «μάτια». Ὀνομαστὰ «μάτια» ἦταν τὸ «Μάτι τοῦ Ψειροφόνη», στὴν περιοχὴ τοῦ Πλατάνου, τὸ ὁποῖο εἶχε, κατὰ τὴν τοπικὴ δοξασία καὶ ὁρολογία, «ἄπατα ὕδατα», καὶ τὸ «Μάτι τοῦ Μπαλουκλῆ» στὴν παραλιακὴ περιοχὴ μεταξὺ τοῦ Ἀϊδινίου καὶ τῆς Νέας Ἀγχιάλου. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἕλη ἦταν μικρὰ καὶ κάποια μεγαλύτερα, ἄλλα ἦταν ρηχὰ καὶ ἄλλα βαθύτερα, ἄλλα μὲ ὑφάλμυρα νερὰ καὶ ἄλλα μὲ γλυκά. Μερικὰ ἕλη συνδέονταν μὲ τὴ θάλασσα καὶ ἦταν ἰχθυοφόρα.

Συσχετίζοντας τὴν ὕπαρξη καὶ τὸν σχηματισμὸ τῶν ἑλῶν αὐτῶν μὲ τοὺς συνεχεῖς προβληματισμοὺς ποὺ ἀναπτύσσονται στὴν ἐργασία αὐτὴ νομίζουμε ὅτι ἡ ἀρχικὴ δημιουργία τους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διαρκοῦς «πάλης» τῶν θαλάσσιων ὑδάτων νὰ μετατρέψουν τὴν λίμνη «Παγασητικὸς Κόλπος» σὲ θαλάσσιο κόλπο καὶ τῶν ποτάμιων ὑδάτων νὰ κατακτήσουν τὴν ἔκταση ποὺ τοὺς ἅρπαξε ἡ θάλασσα κουβαλῶντας σ’ αὐτὴν καὶ μπαζώνοντάς την μὲ τεράστιους ὄγκους χωμάτων καὶ κροκαλῶν ποὺ  κατέβαζαν ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης.

Ἀφήνοντας τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ μὲ τοὺς παραπάνω προβληματισμοὺς ἀσαφεῖς καὶ ἀδιευκρίνιστους στὶς λεπτομέρειές τους νὰ περιμένουν κάποιες κατατοπιστικὲς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται γιὰ τὴν «φαινομενικὴ» ἀφάνεια παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν  εὑρημάτων σ’ αὐτὴν θὰ μεταβοῦμε σὲ ἕνα ἄλλο τμῆμα τῆς ἴδιας περιοχῆς.

Ἡ ἔκταση μεταξὺ τοῦ «Στομίου» τῆς Σούρπης καὶ τοῦ λόφου τοῦ βενετικοῦ Πύργου τοῦ Πτελεοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀνάλογη παραλιακὴ ζώνη, δὲν παρουσιάζει  παρόμοια προσχωσιγενῆ φαινόμενα. Ἡ ἀκτὴ αὐτή, ἄν ἐξαιρέσουμε τὸ τμῆμα της στὶς «Νηὲς» τῆς Σούρπης, εἶναι βραχώδης.

Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει στὴν ὑπόλοιπη ἀκτὴ τῆς παραλιακῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ βενετικοῦ Πύργου τοῦ Πτελεοῦ μέχρι τὴν χερσονησίζουσα γλωσσίδα τῆς «Λάκα Παναγιᾶς» τοῦ Ἀχιλλείου καὶ τοῦ «Τραγοβούνου». Στὸ μέσον περίπου τῆς παραλιακῆς αὐτῆς ἔκτασης βρίσκεται ἡ χερσονησίζουσα γλωσσίδα «Τραχῆλι», ἑκατέρωθεν τῆς ὁποίας τὰ δύο τμήματα τῆς ἀκτῆς ἔχουν κατακλυσθεῖ ἀπὸ προσχωσιγενῆ ἐδάφη.

Οἱ παραλιακὲς περιοχὲς «Λουτρὸ» καὶ «Λειχούρα» μέχρι τὸ «Λιβάρι» εἶναι κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους ἑλώδεις ὑδροβιότοποι μὲ προσχωσιγενεῖς ἐπιχώσεις. Δὲν ὑπάρχουν ὡστόσο ἐνδείξεις ὅτι στὶς  περιοχὲς αὐτὲς ὑπῆρχαν οἰκιστικὲς ἐγκαταστάσεις παλαιότερων ἐποχῶν. Στὸ λόφο «Γρίτσα» πρέπει νὰ βρισκόταν ὁ ὁμηρικὸς Πτελεός.

Σ’  ὁλόκληρη  τὴν παραλιακὴ ἔκταση τοῦ σημερινοῦ Ἀχιλλείου, μεταξὺ τῶν δύο χερσονησιζουσῶν γλωσσίδων «Τραχῆλι» καὶ «Τραγοβοῦνι», σὲ ἀρκετὰ σημεῖα καὶ σὲ βάθος ἑνὸς καὶ δύο ἕως τριῶν μέτρων ἔχουν βρεθεῖ πολλὰ δείγματα ρωμαϊκῶν χρόνων καὶ πρωτοβυζαντινῶν καὶ παλαιοχριστιανικῶν κτισμάτων, ὅπως κιονόκρανα, ἐπιγραφές, μωσαϊκὰ δάπεδα, μαρμάρινα μεσοκιόνια καὶ μαρμάρινοι κίονες. Εἶναι ὅλα σαφέστατα ἀποδεικτικά στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης στὴν περιοχὴ αὐτὴ  ἑνὸς παλαιοχριστιανικοῦ οἰκισμοῦ. Μέχρι καὶ τὸ ἔτος 1940 ἀκόμη ἀρκετὰ ἕλη κάλυπταν τὴν περιοχὴ αὐτή. Ἡ τοπικὴ παράδοση μιλάει ξεκάθαρα ὅτι στὸν χῶρο αὐτὸ ὑπήρχε στὰ «παλιὰ χρόνια» ἕνα «βουλιαγμένο χωριό»[5].

Ἀπὸ τὴν συνολικὴ θεώρηση ὅλων ὅσων ἀναλυτικῶς ἀναφέρθηκαν στὶς προηγούμενες παραγράφους ἐκτιμοῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε καὶ νὰ διατηροῦμε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὶς δύο ἀρχαιότερες λιθικὲς ἐποχές, τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθική, παραμένει  ἄγνωστη  καὶ ἀφανὴς διότι μεγάλες προσχώσεις καὶ μεγάλες γεωλογικὲς μεταβολὲς ἔχουν ἀναδιαρθρώσει καὶ ἀναμορφώσει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ ἔδαφός της καὶ διότι παχιὰ ἰζηματογενῆ καὶ προσχωσιγενῆ στρώματα ἐδάφους ἔχουν ἐπικαλύψει ἀρκετὰ τμήματά της.

Πέραν  ἀπὸ τὴν δυνατότητα τῆς ἐξαφάνισης τῶν τυχὸν ὑπαρχόντων ἀποδεικτικῶν στοιχείων ἀνθρώπινης κατοίκησης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθιὴ Ἐποχὴ, ἐξ αἰτίας τῶν παραπάνω αἰτιῶν, ἡ προσωπική μας βεβαιότητα, ἤ ἔστω, ἡ προσωπική μας «ἀστήρικτη» τοποθέτηση, γιὰ τὴν κατοίκηση αὐτή, στηρίζεται καὶ σὲ μία συγκυρία καὶ συνύπαρξη καὶ κάποιων εὐνοϊκῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν ἐγκατοίκηση ἀνθρώπων στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ.

Στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ ἐπικρατοῦσαν κατάλληλες καὶ εὐνοϊκές, γιὰ τὴ δυνατότητα ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ ἐπιβίωσης, κλιματικὲς καὶ περιβαλλοντικὲς συνθῆκες, ὅπως βεβαιώνεται   ἀπὸ τὶς  ἔρευνες τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων.

Ἡ βεβαιωμένη  ἀπὸ ἔρευνες κλιματικὴ καὶ περιβαλλοντικὴ καταλληλότητα καὶ ταυτόχρονα ἡ καλὴ γονιμότητα τοῦ ἐδάφους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εὐνοοῦσε τὴν ἐπιλογή της γιὰ τὴν ἐγκατάσταση, τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἀπαραίτητου γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιβίωση φυτικοῦ καὶ ζωικοῦ κόσμου. Ἕνα τέτοιο περιβάλλον, ὅπως αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ  Ἐποχὴ, δὲν μπορεῖ    παρὰ νὰ ἦταν ἑλκυστικὸ καὶ νὰ προσκαλοῦσε κοντά του τὸν ἄνθρωπο. Ἕνα τέτοιο ἑλκυστικὸ περιβάλλον δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παραμείνει ἀκατοίκητο.

Ἡ θετικὴ αὐτὴ   προσωπικὴ τοποθέτησή μας γιὰ τὸ θέμα τῆς  ἀνθρώπινης παρουσίας στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ὄχι μόνο κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ Μεσολιθικὴ Ἐποχή, ἔστω καὶ ἄν  μέχρι τώρα δὲν ἔχουν βρεθεῖ    σχετικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, θεωροῦμε ὅτι ἐνισχύεται καὶ  ἀπὸ τὴν  εὕρεση καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ εὐρύτερου θεσσαλικοῦ χώρου, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὶς  ὄχθες τοῦ Πηνειοῦ καὶ στὴ Θεόπετρα τῆς Καλαμπάκας, ἀποδεικτικῶν στοιχείων κατοίκησης κατὰ τὶς  ἐποχὲς αὐτές.

Αὐτό, ἐπειδή, σύμφωνα πάλι μὲ τὰ ἀποτελέσματα  τῶν σχετικῶν εἰδικῶν ἐρευνῶν, στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, οἱ κλιματολογικές, τοὐλάχιστον, συνθῆκες ἦταν στὸν ἴδιο βαθμὸ εὐνοϊκὲς καὶ κατάλληλες, ἂν δὲν ἦταν εὐνοϊκότερες καὶ καταλληλότερες ἐξ αἰτίας τῆς ἰδιαίτερης γεωγραφικῆς της θέσης, ἀφοῦ ἦταν καὶ ἐξακολουθεῖ    νὰ εἶναι παραθαλάσσια, καὶ παρεῖχε αὐτήν τὴν δυνατότητα.

Συμπερασματικῶς, λοιπόν, καταλήγουμε στὸ ὅτι, ἄν καὶ δὲν ἔχουν βρεθεῖ    ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα κατοίκησης στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὶς  δύο  ἀρχαιότερες λιθικὲς περιόδους, τὴν Παλαιολιθικὴ Ἐποχὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχή, θεωροῦμε βέβαιο ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ μποροῦσε καὶ πρέπει, γιατὶ κανένας ἀποτρεπτικὸς λόγος δὲν ὑπάρχει, νὰ κατοικοῦνταν καὶ κατὰ τὸ  χρονικὸ διάστημα καὶ πρὶν  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια  π. Χ., σ’  ἕνα βάθος χρόνου ἀπροσδιόριστο.

[1] ΘΕΣΣΑΛΙΑ, 29 Σεπτεμβρίου 1905.

[2] Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ «Χρυσόβουλλου» καὶ σχετικὸς σχολιασμός του δημοσιεύθηκαν στὸ «Δελτίον της Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος», τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1883, σελ. 113-119.

[3] Κων. Παπαρρηγόπουλος, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος Δ΄,  Ἀθῆναι 1871, σελ.  600 καὶ 603.

[4] Alfrent Philippson, «Θεσσαλία και Ήπειρος. Ταξίδια καὶ ἐξερευνήσεις», Μετάφραση Ἀριστείδης Σφέικος, Ἐκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη, σελ. 83.

[5] Ἀρκετὲς λεπτομέρειες γιὰ τὰ εὑρήματα αὐτὰ στὴν περιοχὴ αὐτὴ καὶ γιὰ τὸ «Βουλιαγμένο Χωριὸ» κατατίθενται στὰ βιβλία: 1. Βίκτωρ Κ. Κοντονάτσιος, «Τὸ Ἀχίλλειο Ἁλμυροῦ. Ἱστορικὴ ἀναδρομή», Ἔκδοση Πολιτιστικοῦ Συλλόγου Ἀχιλλείου 1999, σελ. 53-55. 2. Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, «Ὁ Πτελεὸς τῆς Θεσσαλίας. 3.000 χρόνια ἱστορίας», Ἔκδοση Δήμου Πτελεοῦ, 2009, σελ. 188-198. 3. Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος, Μνήμη ΧΑΜΑΚΩΣ, Ἔκδοση Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυρού «Ὄθρυς», Ἁλμυρός 2018, ἰδιαίτερα στὸ κεφάλαιο «Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἀχιλλείου πρὶν τὴν ἵδρυση τῆς Χαμάκως», σελ. 30 – 50