Ἡ Νεολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ

  1. Νεολιθικὴ Ἐποχὴ

 

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀπώλεια ἤ, ἔστω, τὴν «φαινομενικὴ» ἀπουσία  σαφῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων κατοίκησης κατὰ τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθικὴ Ἐποχὴ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ὑπάρχουν ἀναντίρρητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα κατοίκησης κατὰ τὴν τρίτη λιθικὴ περίοδο, τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχἠ, τὴν ἐποχή, δηλαδή,  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια μέχρι, περίπου, τὰ τρεῖς χιλιάδες (3.000) χρόνια π. Χ.

Στὶς δύο κύριες πεδιάδες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, τὴν πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τὴν πεδιάδα τῆς Σούρπης, φυσικὸ διαχωριστικὸ ὅριο τῶν ὁποίων τυπικῶς θεωροῦμε   τὸ  ρέμα τῆς Κεφάλωσης, τὸν ἱερό, δηλαδή,    Ἄμφρυσσο Ποταμὸ τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, καὶ τὴν λοφοσειρὰ τῆς Ὄρθρης, ἡ ὁποία  καταλήγει στὴν πηγὴ τῆς Κεφάλωσης, ὅπως καὶ στὴν μικρότερη καὶ λιγότερο πεδινὴ   περιοχὴ τοῦ  Πτελεοῦ, ἡ κατοίκηση κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ θεωρεῖται βέβαιη καθὼς αὐτὸ ἀποδεικνύεται  ἀπὸ τὰ πολλὰ σχετικὰ εὑρήματα, τὰ ὁποῖα  ἐντοπίστηκαν, συλλέχτηκαν καὶ μελετήθηκαν κατὰ τὶς σχετικὲς εἰδικὲς  ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀνασκαφὲς οἱ ὁποῖες  πραγματοποιήθηκαν  στὶς περιοχὲς αὐτὲς ἀπὸ τοὺς ἀρχαιολόγους καὶ ἄλλους εἰδικοὺς ἐπιστήμονες.

Ἀπὸ τὴν συνολικὴ μάλιστα ἐξέταση τῶν εὑρημάτων αὐτῶν διαφαίνεται, πέραν  ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία, ὅπως βεβαιώνουν οἱ εἰδικοὶ  ἐπιστήμονες καὶ οἱ ἀνασκαφεῖς ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγοι, οἱ ὁποῖοι  τὰ μελέτησαν, ὄχι μόνο ὅτι ὑπῆρχε ὁπωσδήποτε κατοίκηση κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ κατοίκηση αὐτὴ   ἦταν καὶ ἀρκετὰ πυκνὴ ἀλλὰ καὶ συνεχὴς σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Νεολιθικῆς Ἐποχῆς,   ἀπὸ τὰ ὀκτὼ  χιλιάδες (8.000) χρόνια  π.Χ. μέχρι, περίπου, τὰ  τρεῖς χιλιάδες (3.000), χρόνια π.Χ., γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε στρογγυλεμένους ἀριθμοὺς στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς παρούσας ἐργασίας.

Αὐτὴ μάλιστα ἡ  βεβαιωμένη καὶ ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένη διαχρονικότητα καὶ πυκνότητα τῆς ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ κατοίκησης στὴν εὐρύτερη αὐτὴ τριμερὴ  περιοχὴ τῆς πεδιάδας τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, μπορεῖ  ἀλλὰ  καὶ  πρέπει, κατὰ τὴν προσωπική μας ἐκτίμηση,   νὰ θεωρηθεῖ    ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον ἐνισχυτικὸ στοιχεῖο τῆς προηγουμένως διατυπωθείσας ἄποψης ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατοικοῦνταν, ἤ, ἔστω, μποροῦσε νὰ κατοικοῦνταν, καὶ κατὰ τὶς  προηγούμενες δύο λιθικὲς ἐποχές, τὴν Παλαιολιθικὴ καὶ τὴν Μεσολιθική, παρὰ τὴν διαπιστωμένη ἀπουσία σχετικῶν εὑρημάτων.

Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ συνεχίστηκε, μὲ μικρότερη ἤ μεγαλύτερη πυκνότητα, καὶ κατὰ τὶς  διάφορες ἑπόμενες χρονικὲς περιόδους, σ’ ὅλες τὶς  μετέπειτα ἐποχὲς μέχρι καὶ τὴν σημερινή.  Ἡ κατοίκηση τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ  ἀπὸ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ μέχρι καὶ τὴ σημερινὴ ἦταν ἀδιάλειπτη, πυκνὴ καὶ συνεχής.

Γιὰ τὴν κατοίκηση τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ ὑπάρχουν καὶ ἔχουν ἐντοπισθεῖ καὶ μελετηθεῖ, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα. Ἀρκετοὶ  ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγοι ἔχουν ἐντοπίσει, ἐρευνήσει καὶ ἀνασκάψει, συστηματικῶς ἤ εὐκαιριακῶς καὶ σωστικῶς, ἀλλὰ καὶ ἔχουν ἐπισημάνει μὲ ἐπιφανειακὲς ἔρευνες, κατὰ διάφορες χρονικὲς περιόδους, τὴν ὕπαρξη νεολιθικῶν οἰκισμῶν στὴν   περιοχὴ  αὐτὴ καὶ ἔχουν καταγράψει τὰ σχετικὰ εὑρήματα.

Τὰ περισσότερα  ἀπὸ τὰ νεολιθικὰ εὑρήματα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ,  ὅσα ἦταν ἀξιολογήσιμα καὶ δυνητικὰ παροχῆς κάποιων σαφῶν καὶ συγκεκριμένων πληροφοριῶν, ἔχουν μελετηθεῖ, ἄλλα περισσότερο καὶ ἄλλα λιγότερο συστηματικῶς, μὲ ἰδιαίτερη προσοχή.

Τὰ περισσότερα  ἀπὸ τὰ νεολιθικὰ αὐτὰ εὑρήματα ἔχουν ἀξιολογηθεῖ    καὶ χρονολογηθεῖ    ἐπισταμένως σὲ βαθμὸ ποὺ  νὰ μὴν μπορεῖ    νὰ ἀμφισβητηθεῖ    οὔτε ἡ ταυτότητὰ τους  οὔτε ἡ χρονολογική τους ταξινόμηση καὶ κατάταξη στὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, ἤτοι στὴν χρονικὴ περίοδο  ἀπὸ τὰ ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) χρόνια  μέχρι τὰ τρεῖς χιλιάδες (3.000), περίπου, χρόνια π. Χ.

Καθὼς μάλιστα οἱ δύο πιὸ γνωστὲς πεδιάδες  τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ἡ πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ἡ πεδιάδα τῆς Σούρπης, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τοῦ Πτελεοῦ, εἶναι σήμερα καὶ ἦταν καὶ στὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴ μεγαλύτερὴ τους ἔκταση, ἀρκετὰ ὁμαλὲς καὶ  ἀπὸ ὅλες τὶς  κατευθύνσεις προσβάσιμες καὶ συνεχεῖς, χωρὶς νὰ διακόπτονται  ἀπὸ μεγάλες διαχωριστικὲς φυσικὲς ἀνωμαλίες, στάθηκε  ἀρκετὰ εὔκολη ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἡ ἐπισήμανση τῶν ὑπαρχουσῶν νεολιθικῶν αὐτῶν θέσεων  καὶ δὲν χρειάστηκαν μεγάλες συστηματικὲς καὶ ἐπίμονες ἐρευνητικὲς προσπάθειες γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν νεολιθικῶν οἰκιστικῶν ἐγκαταστάσεων καὶ τῶν σχετικῶν εὑρημάτων τόσο  ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες καὶ ἀρχαιολόγους καὶ ἄλλους ἐρευνητές, ὅσο ἀκόμα, καὶ μάλιστα πολὺ νωρίτερα ἀπὸ τοὺς  ἀρχαιολόγους, καὶ  ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς.

Δὲν ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν περισσοτέρων νεολιθικῶν θέσεων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ οὔτε εἰδικές, λεπτομερεῖς καὶ πείσμονες ἐξονυχιστικὲς ἔρευνες, οὔτε ἰδιαίτερα ἐξειδικευμένοι καὶ ἔμπειροι ἐρευνητὲς ἀρχαιολόγοι. Οἱ θέσεις τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι  εἶχαν μία μακροχρόνια τοὐλάχιστον διάρκεια ζωῆς  ὥστε   νὰ ἀφήσουν βεβαιωμένα ἴχνη, ἦταν ἀρκετὰ εὔκολα διακριτὲς καὶ ὁρατές, ἀφοῦ οἱ περισσότερες βρίσκονταν,  συνήθως,  πάνω σὲ γηλόφους, φυσικοὺς ἤ τεχνητούς, τοὺς ὁποίους οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὀνόμαζαν «μαγοῦλες», οἱ ὁποῖες ξεχώριζαν  καὶ ἐξ αἰτίας τῆς  ὑψομετρικῆς διαφορᾶς τους ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη γύρω τους   περιοχὴ ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας κάποιων ἄλλων ἀρκετὰ ἐμφανῶν ίδιαιτέρων χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τους.

Πέραν  ἀπὸ τὶς  ἴδιες τὶς  θέσεις  τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν πολὺ γνωστὰ  στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς ἦταν καὶ τὰ σχετικὰ εὑρήματὰ τους, τοὐλάχιστον τὰ ἐπιφανειακά, τὰ ὁποῖα  πολὺ εὔκολα καὶ χωρὶς εἰδικὲς καὶ σκόπιμες ἐρευνητικὲς προσπάθειες ἀποκαλύπτονταν  ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς, ἰδίως  ἀπὸ τοὺς  γεωργοὺς καὶ τοὺς κτηνοτρόφους, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν καλλιεργητικῶν καὶ τῶν ἄλλων σχετικῶν ἐργασιῶν τους στὸν γύρω  χῶρο  τους.

Τὰ εὑρήματα αὐτὰ ἐντοπίζονταν πολὺ εὔκολα καί, ἀρκετὲς φορές, γίνονταν  ὄχι μόνο ἀντικείμενα ἄξια περιεργείας καὶ ἰδιαίτερης προσοχῆς καὶ ἀτομικῶν συλλογῶν, ἀλλὰ καί, κάποια  ἀπὸ αὐτά, ἰδίως τὰ περιεργότερα καὶ ἐντυπωσιακότερα,  θεωροῦνταν πολύτιμα συλλεκτικὰ ἀντικείμενα ἤ, μερικά, καὶ ἀντικείμενο λαθρεμπορικῶν δραστηριοτήτων.

Οἱ περισσότεροι νεολιθικοὶ  οἰκισμοὶ  οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ γίνονταν εὔκολα ἀντιληπτοὶ   ἀπὸ ὅλους  καὶ ἦταν γνωστοὶ  σὲ ὅλους  ὄχι μόνο  ἀπὸ τὴν ὑψομετρικὴ διαφορὰ τῆς τοποθεσίας τους  ἀπὸ τὴν γύρω τους   περιοχὴ  ἀλλὰ καὶ  ἀπὸ τὴν διαφορετικὴ σύσταση καὶ κυρίως  ἀπὸ τὸ  διαφορετικὸ χρῶμα τοῦ ἐδάφους τους. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα εὔκολα γίνονταν ἀντιληπτὰ  ἀπὸ ὅλους  τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἰδιαίτερα  ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς οἱ ὁποῖοι καλλιεργοῦσαν τὴν περιοχή ἤ καὶ ἀπὸ  ἄλλους ξωμάχους οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιοῦνταν στὴν ὕπαιθρο.

Ἐπὶ πλέον τὸ  ἔδαφος τῶν νεολιθικῶν αὐτῶν θέσεων  εἶχε καὶ διαφορετικὸ βαθμὸ γονιμότητας  ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο ἔδαφος τῆς γύρω ἔκτασης, ἐξ αἰτίας τῆς προϋπάρχουσας ἐκεῖ  ἀνθρώπινης παρουσίας καὶ τῶν καταλοίπων τῶν δραστηριοτήτων  της. Αὐτὸ τὸ  ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ  γνώρισμα τοῦ διαφορετικοῦ βαθμοῦ γονιμότητάς τους, ἦταν, ὅπως καὶ τὸ  διαφορετικὸ χρῶμα καὶ ἡ διαφορετικὴ σύσταση τοῦ ἐδάφους, πολὺ γνωστὰ καὶ εὔκολα ἀντιληπτὰ ἰδιαιτέρως  στοὺς καλλιεργητές, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν καθημερινὰ σὲ ἐπαφὴ μαζί τους.

Τὰ διαφορετικὰ αὐτὰ χαρακτηριστικὰ τῶν «θέσεων»  τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν, τὰ ὁποῖα  τὶς  διαχώριζαν  ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη γύρω   περιοχὴ  τους, εἶχαν ὡς φυσικὴ συνέπεια πολὺ εὔκολα οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ νὰ ἀναγνωρίζουν καὶ  νὰ ἐντοπίζουν τὶς  θέσεις τῶν νεολιθικῶν αὐτῶν οἰκισμῶν. Δεδομένου μάλιστα ὅτι τὸ  μεγαλύτερο ποσοστὸ τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἀποτελοῦνταν, σὲ παλαιότερες τοὐλάχιστον ἐποχές,  ἀπὸ γεωργοκτηνοτρόφους ἤ σχετίζονταν μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι  ἐργάζονταν στὴ φύση, ὅλοι μποροῦσαν καὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὶς  θέσεις αὐτὲς  ἀλλὰ καὶ νὰ τὶς  ἐρευνήσουν  μὲ  ὅποιες συνέπειες αὐτὸ ἦταν δυνατὸν νὰ συνεπαγόταν.

Ἡ ἔκθεση τῶν ὑπολειμμάτων αὐτῶν τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν καὶ ἡ παραμονή τους στὴν ἐλεὐθερη διάθεση τοῦ καθένα καὶ ἡ ἀνεξέλεγκτη προσέγγιση στὸ χῶρο τους, ἰδίως κατὰ τὴν μακροχρόνια περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε   κρατικὸς ἔλεγχος,  εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια πολλῶν εὑρημάτων καὶ μάλιστα τῶν σημαντικοτέρων.

Ἀρκετοὶ ξένοι περιηγητές, μὲ τὴν ἄδεια, ἀλλὰ ἀρκετὲς φορές, καὶ μὲ την προστασία καὶ συμπαράσταση τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἀποκόμισαν πολλὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα μεταφέροντάς τα στὶς πατρίδες τους.

Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τέτοιων ἀρχαιολογικῶν λεηλασιῶν ἀναφέρονται καὶ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα μνημονεύονται σὲ σχετικὲς ἀναφορὲς τῶν μελῶν τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ.

Γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ἡ ὕπαρξη καὶ  οἱ τοποθεσίες τῶν νεολιθικῶν οἰκισμῶν στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ  ἦταν γνωστὲς  στοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς πολὺ πρὶν ἱδρυθεῖ ἡ κρατικὴ ἀρχαιολογικὴ ὑπηρεσία καὶ πρὶν οἱ εἰδικοὶ  ἐπιστήμονες, ἀρχαιολόγοι καὶ οἱ ἄλλοι εἰδικοὶ ἐρευνητές, ἐκδηλώσουν τὸ  ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον τους γι’  αὐτὲς καὶ ἀρχίσουν τὶς  ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες καὶ ἀνασκαφικές τους ἐργασίες μὲ ὅποιες συνέπειες συνεπαγόταν  αὐτὴ   ἡ γνωριμία καὶ ἡ εὔκολη  προσέγγισή τους ἐκ μέρους ὅλων.

Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ εἶχαν ἐντοπίσει πολὺ νωρὶς τέτοιες οἰκιστικὲς θέσεις καὶ τὶς  ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ συλλέξουν  ἀπὸ αὐτὲς ἐκεῖνα τὰ εὑρήματα τὰ ὁποῖα  θεωροῦσαν, γιὰ ποικίλους λόγους, χρήσιμα ἤ καὶ πολύτιμα. Ὅλα  αὐτὰ τὰ εὑρήματα ἦταν καὶ ἐκτιμοῦνταν  ἀπὸ ὅλους  ὡς σαφῆ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς ἐκεῖ    ἀνθρώπινης παρουσίας πρὶν ἀπὸ πάρα πολλὰ χρόνια. Τὰ  περισσότερα  ἀπὸ τὰ εὑρήματα αὐτὰ ἦταν  κυρίως θραύσματα   διαφόρων εἰδῶν κεραμικῶν ἀγγείων. Πολλὰ  ἀπὸ αὐτὰ τὰ θραύσματα, ἔρχονταν τυχαίως στὴν ἐπιφάνεια  ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς κατὰ τὸ  ὄργωμα τῶν χωραφιῶν τους, ἄν καὶ ὑπῆρχαν καὶ περιπτώσεις καὶ εἰδικῶν λαθρανασκαφικῶν ἐρευνῶν καὶ ἐπεμβάσεων.

Παρόλο, ὡστόσο, ὅτι οἱ νεολιθικοὶ  αὐτοὶ  οἰκισμοὶ  τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἦταν γνωστοὶ   στοὺς περισσοτέρους κατοίκους καὶ ἰδιαιτέρως  στοὺς γεωργοὺς τῆς περιοχῆς, οἱ οἰκιστικὲς αὐτὲς νεολιθικὲς θέσεις δὲν ὑπέστησαν σοβαρὲς καταστροφές, εἰδικῶς ἀπὸ τὶς συνήθεις τυπικὲς ἐργασίες καλλιέργειας τοῦ ἐδάφους τους, διότι ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ ὄργωμα, μέχρι καὶ τὶς  πρῶτες τοὐλάχιστον δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, ἐξ αἰτίας τῶν πρωτόγονων καλλιεργητικῶν μεθόδων οἱ ὁποῖες  χρησιμοποιοῦνταν καὶ τῶν ἁπλοϊκῶν καλλιεργητικῶν ὀργάνων, δὲν ἔφτανε σὲ μεγάλο βάθος, ὅπως ἔγινε ἀργότερα, μετὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1950, ὅταν τὰ μεγάλα καὶ τελειότερα μηχανικὰ μέσα καλλιεργείας, ὅπως τὰ μονόυνα μηχανοκίνητα ἄλετρα, τὰ τρακτὲρ καὶ τὰ ἄλλα, μεγάλης ἱπποδύναμης, ἀνασκαπτικὰ μηχανήματα,  ἀνέσκαπταν τὸ  ἔδαφος σὲ πολὺ μεγαλύτερα βάθη.

Μετὰ τὴν ἐπίσημη ἵδρυση καὶ κρατικὴ ἀναγνώριση τῆς Φιλαρχαίου Ἑταιρείας Ἁλμυροῦ «Ὄθρυς», τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1896, ὁπότε  ἔγινε ἐπισήμως γνωστὸ στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ καὶ ἄρχισε  νὰ ἐκδηλώνεται ἐνεργῶς τὸ  ἐνδιαφέρον τῆς Ἑταιρείας γιὰ τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ ἀλλὰ καὶ ταυτοχρόνως ἀπομυθοποιήθηκε καὶ ἀποσαφηνίστηκε τὸ  «περιεχόμενό» τους καὶ τονίστηκε ἡ ἰδιαίτερη σημασία τους γιὰ τὴν μελέτη, τὴν ἔρευνα καὶ τὴν καταγραφὴ τῆς τοπικῆς ἱστορίας, συγκεντρώθηκαν ἀρχικῶς   στὶς  αἴθουσες τοῦ Παρθεναγωγείου τοῦ Ἁλμυροῦ, οἱ ὁποῖες χρησίμευσαν ὡς προσωρινὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο, καὶ ἀργότερα στὸ  Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο  τοῦ Ἀλμυροῦ, πολλὲς δεκάδες τέτοιων ἀντικειμένων.