ἡ διαμόρφωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ κατὰ την Νεολιθικὴ Ἐποχή.

Τὸ φυσικὸ περιβάλλον τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ

καὶ  ἡ διαμόρφωσή του κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ

Οἱ παλινολογικὲς καὶ παλαιογεωμορφολογικὲς ἔρευνες, οἱ ὁποῖες  ἔχουν πραγματοποιηθεῖ    κατὰ καιροὺς στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, στῶν ὁποίων τὶς ἰδιαίτερες λεπτομερεῖς     πληροφορίες  δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε  στὴν ἐργασία αὐτή, ἔχουν δείξει ὅτι ὁ ἁλμυριώτικος κάμπος στὰ χρόνια τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ  τῶν ὀκτὼ χιλιάδων (8.000) χρόνων,  περίπου, μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν τριῶν  χιλιάδων  (3.000), πάλι περίπου, χρόνων π.Χ.,  εἶχε γενικῶς τὴ μορφὴ μιᾶς ἀπέραντης σαβάνας.

Τὸ κλῖμα τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καὶ ὁλόκληρης τῆς Θεσσαλίας γενικότερα, κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν γενικῶς ξηρότερο  ἀπὸ αὐτὸ τῆς σημερινῆς  ἐποχῆς. Οἱ πεδιάδες τῆς εὐρύτερης περιοχῆς  τοῦ Ἁλμυροῦ, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων ὅμοιων πεδινῶν περιοχῶν  τῆς Θεσσαλίας, καλύπτονταν κυρίως  ἀπὸ τεράστιους σὲ ἔκταση δρυμῶνες   μὲ βελανιδιές, φυλλοβόλες καὶ ἀειθαλεῖς, καὶ  ἄφθονο γρασίδι.

Ὑπολείμματα  τῶν προϊστορικῶν αὐτῶν θεσσαλικῶν δρυμώνων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ὑπῆρχαν καὶ διατηροῦνταν, σὲ ἀρκετὰ μεγάλες ἐκτάσεις, μέχρι καὶ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ., μέχρι, δηλαδή, τὴν ἐποχὴ τῆς ἐγκατάστασης καὶ τῆς ἔναρξης τῆς αἰφνίδιας καὶ ἁλματώδους οἰκονομικῆς  καὶ ἐμπορικῆς  ἀνάπτυξης τῶν παραλιακῶν «Δύο Βυζαντινῶν Ἁλμυρῶν» ἤ, γιὰ νὰ κυριολεκτήσουμε, ἀφοῦ στὴν πραγματικότητα οἱ «Δύο Βυζαντινοὶ  Ἁλμυροί» ἦταν μία πόλη, μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς οἰκονομικῆς ἐμπορικῆς  ἀκμῆς  τοῦ «Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ», ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν μεγαλύτερη ἀκμή του, κατὰ τὸ  χρονικὸ διάστημα  ἀπὸ τὸν 11ο ἕως καὶ τὸν 14ο μ. Χ. αἰῶνα.

Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία στὸν παραλιακὸ Βυζαντινὸ Ἁλμυρὸ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ  μὲ ἀνέλεγκτες ἁρπακτικὲς καὶ λεηλατικὲς ἐπεκτατικὲς προθέσεις καὶ διαθέσεις καὶ ἀναπτύχθηκαν μὲ γοργότατους ρυθμοὺς οἱ βενετικές, πισατικές, γενουατικὲς καὶ ἱσπανικὲς παροικίες μὲ τὶς  μεγάλες ναυτεμπορικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ ἑταιρεῖες τους τὶς ὁποῖες  εἶχαν ἐγκαταστήσει στὸν Ἁλμυρό.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων αὐτῶν,  ἀπὸ τὸν 11ο ἕως καὶ τὸν 14ο μ. Χ., τὸ  μὲ πολὺ γοργοὺς ρυθμοὺς καὶ ἐντελῶς ἀνεξελέγκτως ἐξελισσόμενο καὶ ἀναπτυσσόμενο ἐμπόριο τῆς ξυλείας ἀλλὰ καὶ ταυτοχρόνως  ἡ ἔντονη ναυπηγικὴ δραστηριότητα τῆς ἐποχῆς  ἐκείνης, ποὺ  ἦταν ἀποτελέσματα τῆς ἁλματώδους ἀνάπτυξης τῆς ἐμπορικῆς  δραστηριότητας τῶν βενετικῶν, γενουατικῶν, πισατικῶν καὶ ἱσπανικῶν ναυτεμπορικῶν ἑταιρειῶν καὶ ἐπιχειρήσεων στὸν παραλιακὸ Βυζαντινὸ Ἁλμυρό, συνετέλεσαν στὴν  ἀποψίλωση τῶν ἀπέραντων αὐτῶν δρυμώνων καὶ κατὰ ἕνα μεγάλο βαθμὸ στὴν δραματικὴ μείωση καὶ ἐξαφάνισὴ  τους.

Ὡστόσο, παρὰ τὴν ἀνέλεγκτη, βίαιη καὶ ἐπιθετικὴ αὐτὴ   ἀποψιλωτικὴ δραστηριότητα ἐναντίον τῶν πεδινῶν αὐτῶν δρυμώνων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ὑπῆρχαν ἀρκετὰ ὑπολείμματα τῶν προϊστορικῶν θεσσαλικῶν δρυμώνων τὰ ὁποῖα διατηρήθηκαν μέχρι   καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐποχῆς  τῆς Τουρκοκρατίας ἀκόμη.

Ἡ ἀρχὴ τῆς ἐποχῆς  τῆς Τουρκοκρατίας, προκειμένου γιὰ τὶς  δραματικὲς αὐτὲς μεταβολὲς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς ἀποψίλωσης τῶν προΐστορικῶν δρυμώνων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, μπορεῖ    νὰ θεωρηθεῖ    ὅτι συμπίπτει περίπου μὲ τὸ  ὁριστικὸ τέλος τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ  κατὰ τὸ  ἔτος 1311 μ. Χ., μετὰ τὴν καταστρεπτικότατη συμπλοκὴ μεταξὺ τῶν πάνοπλων καὶ κατάφρακτων γάλλων ἱπποτῶν τοῦ Δούκα τῶν Ἀθηνῶν Γουαλθήρου καὶ τῶν μισθοφόρων ληστρικῶν μπουλουκιῶν τῆς Καταλανικῆς  Ἑταιρείας.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας,  σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν μέχρι τότε ἀνεξέλεγκτη ἀποψιλωτική, λεηλατικὴ καὶ ἐπιθετικὴ δραστηριότητα σὲ βάρος τῶν δρυμώνων τοῦ Ἁλμυροῦ, ὄχι μόνο σταμάτησε ἡ καταστροφικὴ αὐτὴ   ἀνθρώπινη ἐπέμβαση στὶς  πεδινὲς δασικές του ἐκτάσεις, ἀλλὰ ἀντιθέτως δημιουργήθηκαν καὶ εὐνοϊκὲς συνθῆκες γιὰ τὴν διατήρηση, τὴν προστασία καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῶν δρυμώνων αὐτῶν.

Μεταξὺ τῶν εὐνοϊκῶν συνθηκῶν, γιὰ τὴν διατήρηση καὶ ἀνάπτυξη τῶν προϊστορικῶν αὐτῶν δρυμώνων στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας, ἐκτὸς  ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς βασικῆς  αἰτίας,  τῆς ὁριστικῆς, δηλαδή, ἀπομάκρυνσης τῶν ξένων ναυτιλιακῶν καὶ ναυτεμπορικῶν ἐπιχειρήσεων τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ, ἦταν καὶ ἡ,  ἐξ αἰτίας τῆς μετακίνησης τῶν κατοίκων τῶν πεδινῶν περιοχῶν πρὸς τὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς Ὄρθρης, ἀραιὴ κατοίκησὴ της, ἡ ὁποία σήμαινε περιορισμένες ἀνάγκες ξύλευσης καὶ ἐκμετάλλευσης τοῦ δασικοῦ αὐτοῦ πλούτου ἀλλὰ καὶ περιορισμένες δυνατότητες ἀνθρώπινης ἐπέμβασης.

Πολλοὶ  κάτοικοι τῶν πεδινῶν περιοχῶν τοῦ Ἁλμυροῦ, κυρίως μετὰ τὴν κατάκτησή της  ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ καὶ πιὸ πρίν, μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὸ ἔτος 1311 μ. Χ., ἀποσύρονταν σταδιακῶς πρὸς τὰ ὀρεινὰ καὶ ἡμιορεινὰ μέρη τῆς Ὄρθρης γιὰ μόνιμη καὶ ἀσφαλέστερη ἐγκατάσταση ἐκεῖ    ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν συχνῶν καὶ συνεχῶν ληστρικῶν ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν διαφόρων σλαβικῶν φύλων πρὶν  ἀπὸ τὴν ἔλευση τῶν Τούρκων καί, στὴ συνέχεια, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγριότητας καὶ τῆς σκληρότητας, κατὰ τὸν πρῶτο, κυρίως, καιρό, τῆς τουρκικῆς  κατάκτησης.

Τὴν ἀραίωση αὐτὴ   τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τὴν ἐρήμωση τῶν πεδινῶν ἐκτάσεων τοῦ Ἁλμυροῦ ἐξ αἰτίας τῆς ἐκούσιας ἀλλὰ καὶ ἐπιβεβλημένης  ἐγκατάλειψής τους  ἀπὸ τοὺς κατοίκους τους γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους ὁλοκλήρωσαν καὶ οἱ συχνὲς ἐξοντωτικὲς θανατηφόρες λοιμικὲς ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς συνέπεια τὸν ἀποδεκατισμὸ μέχρι καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση κάποιων οἰκισμῶν.

Στὴν   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ὑπάρχουν ἀρκετές, γνωστὲς μέχρι καὶ τὴ σημερινὴ ἐποχή, τοποθεσίες μὲ τὴν κοινὴ ὀνομασία «Παλιοχώρι» (=παλιὸ χωριό). Οἱ περισσότερες  ἀπὸ τὶς  τοποθεσίες αὐτές, ἄν ὄχι ὅλες, εἶναι θέσεις παλιῶν χωριῶν τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι ἐξαφανίστηκαν ὁλοσχερῶς  ἀπὸ λοιμικὲς ἐπιδρομὲς ἤ ἀποδεκατίστηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι μετακόμισαν σὲ ἄλλα μέρη, ὅπου ἐγκαταστάθηκαν καὶ ἵδρυσαν νέα χωριά.

Στὴ μνήμη τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ὑπάρχουν πολλὲς σχετικὲς παραδόσεις γιὰ τέτοιες ἐγκαταλείψεις  τῶν «παλιῶν χωριῶν» ἀπὸ «θανατικὸ». Ὅσοι γλίτωναν  ἀπὸ τὶς  χρόνιες αὐτὲς λοιμικὲς ἐπιδημίες, ἀπομακρύνονταν ὁριστικῶς  ἀπὸ τὰ χωριά τους, ἐγκαταλείποντας  τὸν «μολυσμένο τόπο» γιὰ νὰ μετοικήσουν σὲ ἄλλες θέσεις οἱ ὁποῖες θεωροῦνταν ὑγιεινότερες καὶ ἀπαλλαγμένες  ἀπὸ τὸ  «μόλυσμα». Ἔφευγαν μακριὰ  ἀπὸ τὸ  «θανατικό». Οἱ νέες αὐτὲς οἰκιστικὲς θέσεις  ἦταν  συνήθως ὀρεινότερες καὶ μακριὰ  ἀπὸ τὴν πρώτη θέση, τὴν ὁποία ἐγκατέλειπαν καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ τοποθεσία αὐτὴ   ἐρημωνόταν καὶ γινόταν «παλιοχώρι».

Παρόμοιο ρόλο, συντελεστικὸ στὴν προστασία, στὴ διατήρηση καὶ κατὰ συνέπεια καὶ στὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῶν προϊστορικῶν δρυμώνων τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ, ἔπαιξε καὶ ἡ κατάσταση ἡ ὁποία  κυριάρχησε  κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Οἱ πυκνὲς δασικὲς ἐκτάσεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀπομείνει στὴν   περιοχή,  χρησίμευαν ὡς ἀσφαλῆ κρησφύγετα  καταφυγῆς,  παραμονῆς καὶ ἐνδιαίτησης ληστρικῶν μπουλουκιῶν ἀλλὰ καὶ καταφύγια ὁμάδων κλεφτῶν, ἀγωνιστῶν τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὸν τουρκικὸ  ζυγό.  Ἡ παραμονὴ καὶ ἡ ἐνδιαίτηση τῶν ὁμάδων αὐτῶν ἐντὸς τῶν πυκνῶν δρυμώνων καθιστοῦσε ἐπικίνδυνη καὶ ἀπαγορευτικὴ τὴν προσπέλαση τῶν κατοίκων στὶς  δασικὲς αὐτὲς ἐκτάσεις καὶ συντελοῦσε ἀποτρεπτικῶς στὴν περαιτέρω ἀποψίλωσὴ τους.

Στὴ  σημερινὴ  ἐποχὴ,  στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ διατηροῦνται ἀκόμη κάποιες ὀνοματικές, κυρίως, μαρτυρίες τῆς ὕπαρξης τέτοιων δρυμώνων. Τέτοιες, γνωστὲς στὴ σημερινὴ ἐποχή, τοποθεσίες, εἶναι οἱ τοποθεσίες μὲ τὶς  γνωστὲς ὡς ὀνομασίες τωρινῶν ἀγροτικῶν περιοχῶν, ἀδικαιολόγητες, ὡστόσο, σήμερα  ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα κατάσταση, ὅπως «Δέντρα», «Δεντράκια», «Δασιὰ Δέντρα» ἀλλὰ καὶ τὸ  χωριὸ «Δρυμῶνας».

Ἡ σημαντικότερη, ὡστόσο,  μοναδικὴ στὸ εἶδος της, ζωντανὴ ἱστορικὴ μαρτυρία καὶ ἐπιβεβαίωση τοῦ παρελθόντος αὐτοῦ εἶναι τὸ  σημερινὸ δάσος «Κουρί», τὸ  μοναδικό, διατηρούμενο ἀκόμα, κατάλοιπο τῶν προϊστορικῶν ἐκείνων θεσσαλικῶν δρυμώνων στὴν   περιοχὴ  Ἁλμυροῦ καὶ ὄχι μόνο.

Κάπως ἔτσι  ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ  φυσικὸ περιβάλλον τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ τῶν μεγάλων δρυμώνων καὶ τῆς στέπας κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχή, φθάσαμε στὸ  γνωστὸ καὶ ὁρατὸ φυσικὸ περιβάλλον τῆς σημερινῆς  ἐποχῆς.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ  τῶν  6.500 χρόνων π.Χ. καὶ μετέπειτα τὸ  κλῖμα στὴν εὐρύτερη   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ἄρχισε νὰ γίνεται ὑγρότερο.  Ἀπὸ τὶς  ἐξειδικευμένες μελέτες τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων ἔχει καταδειχθεῖ    ὅτι ἡ   περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, μεταξὺ τῶν 6.700/6.500, περίπου, χρόνων καὶ τῶν  3.300/3.100 π.Χ., σὲ σχέση μὲ τὰ δεδομένα ἄλλων περιοχῶν, ἦταν, ὅπως ἀναφέρθηκε ἤδη, ἀρκετὰ πυκνοκατοικημένη.

Δεκαοκτώ, τοὐλάχιστον, οἰκισμοὶ  τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς  στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ ἔχουν μέχρι τώρα ἐντοπισθεῖ    καὶ ἐρευνηθεῖ     ἀπὸ τὴν ἀρμόδια ἀρχαιολογικὴ ὑπηρεσία, ἄλλοι σὲ ἀρκετὰ ἱκανοποιητικὸ βαθμὸ καὶ ἄλλοι σὲ μικρότερο.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς αὐτοὺς καὶ ἀρχαιολογικῶς ἐρευνημένους,  σὲ μικρὸ ἤ μεγάλο βαθμό, δεκαοχτὼ νεολιθικοὺς οἰκισμούς,  θεωροῦμε βέβαιο ὅτι, κατὰ τὴν μακραίωνη αὐτὴ   περίοδο τῶν τριανταπέντε περίπου αἰώνων τῆς Νεολιθικῆς  Ἐποχῆς,  δημιουργήθηκαν καὶ ἀναπτύχθηκαν, ἤ, ἔστω, πρέπει νὰ ὑπῆρξαν καὶ νὰ ἱδρύθηκαν καὶ νὰ δραστηριοποιήθηκαν, καὶ ἄλλοι οἰκισμοὶ  στὴν   εὐρύτερη περιοχὴ τοῦ  Ἁλμυροῦ,  τῶν ὁποίων τὰ ἴχνη ἤ ἔχουν χαθεῖ    ὁριστικῶς καὶ δὲν ὑπάρχουν στὴν ἐποχὴ μας ἤ κάποιων ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἴχνη τους ἴσως  δὲν ἔχουν ἀκόμη ἐπισημανθεῖ, γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους οἱ ὁποῖοι  ἀναφέρθηκαν στὸ σχετικό, γιὰ τὶς  αἰτίες τῆς ἀφάνειας παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων, κεφάλαιο.

Ἀναντίρρητα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τῆς κατοίκησης τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ κατὰ τὴν Νεολιθικὴ Ἐποχὴ, ὡστόσο, θεωροῦνται μόνο τὰ ὁρατὰ καὶ ἀνιχνεύσιμα  στὴν ἐποχὴ μας ἀποδεικτικὰ  στοιχεὶα, αὐτὰ τα ὁποῖα  ἐπέζησαν καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη, παρὰ τὴν φθορὰ τοῦ «πανδαμάτορα» χρόνου καὶ μποροῦμε νὰ τὰ μελετήσουμε καὶ νὰ βγάλουμε τὰ ἀνάλογα συμπεράσματα.

Ἐπὶ χιλιάδες χρόνια τὰ νερὰ τῶν ὁρμητικῶν βροχῶν καὶ τῶν καταιγίδων, στὸ κατέβασμὰ  τους  ἀπὸ τὶς  πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης πρὸς τὸν ἁλμυριώτικο καὶ τὸν σουρπιώτικο κάμπο καὶ πρὸς τὴ θάλασσα, παράσερναν ὄγκους χωμάτων καὶ μαζί τους ὅ,τι ἄλλο βρισκόταν μπροστά τους, κουβαλῶντας τα πρὸς τὰ χαμηλότερα μέρη καὶ σκεπάζοντάς τα ἐκεῖ    μὲ παχιὰ στρώματα ποτάμιων προσχώσεων. Ἔτσι κάποια ὑπολείμματα τῶν ὅποιων νεολιθικῶν οἰκισμῶν ὑπῆρξαν στὶς  προποδικὲς πλαγιὲς τῆς Ὄρθρης ἀλλὰ καὶ στὶς  πεδιάδες τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ τῆς Σούρπης ἐξαφανίζονταν παρασυρμένα  ἀπὸ τὰ ὁρμητικὰ νερὰ ἐνῶ τὰ οἰκιστικὰ κατάλοιπα τῶν πεδινῶν λιθικῶν θέσεων βυθίζονταν  βαθιὰ κάτω  ἀπὸ παχιὰ προσχωσιγενῆ  στρώματα.