Προβληματισμοὶ ἀπὸ τὴν ἀφάνεια παλαιολιθικῶν καὶ μεσολιθικῶν εὑρημάτων στὴν περιοχῆ τοῦ Ἁλμυροῦ

Βίκτωρ Κων. Κοντονάτσιος

 

Προβληματισμοί από την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων στην περιοχή Αλμυρού

Βασικό κίνητρο στην επιλογή του θέματός μου, «Προβληματισμοί από την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων στην περιοχή Αλμυρού», για ανακοίνωσή του στο Ε΄ Συνέδριο Αλμυριώτικων Σπουδών, ήταν μία έντονη απορία που μου είχε δημιουργηθεί από χρόνια πολλά πριν και που αναθερμαινόταν κάθε τόσο όταν τύχαινε να διαβάζω τα αποτελέσματα κάποιων αρχαιολογικών ερευνών που αναφέρονταν στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού κατά την αρχαιότητα.

Σε κάποια σημεία των αρχαιολογικών αυτών ερευνών, μελετών και δημοσιεύσεων, τα οποία αναφέρονταν σε θέματα σχετικά με την κατάσταση της περιοχής του Αλμυρού κατά την Εποχή του Λίθου, σημειωνόταν, παρένθετα ή και ως καταληκτικό συμπέρασμα, ότι στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού δεν έχουν εντοπισθεί ευρήματα, τα οποία να παραπέμπουν στις δύο πρώτες Εποχές του Λίθου, την Παλαιολιθική και την Μεσολιθική.

Το καταληκτικό αυτό συμπέρασμα των αρχαιολογικών ερευνών και δημοσιεύσεων, έστω και ως παρένθετο αλλά δεδομένο και αναντίρρητο πλέον γεγονός, στους προσωπικούς μου συλλογισμούς επεκτεινόταν στην συνακόλουθη σκέψη ως ερωτηματικό και απορία ότι η αφάνεια αυτή παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων σήμαινε ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά το χρονικό διάστημα πριν από τα 6.500 χρόνια περίπου π.Χ.

Οι αρχαιολογικές έρευνες και μελέτες που είχα υπόψη μου σταματούσαν, ωστόσο, απλά και μόνο στη διαπίστωση του συγκεκριμένου αυτού γεγονότος, της απουσίας ευρημάτων της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής Εποχής στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού. Δεν προχωρούσαν περαιτέρω, προκειμένου να δώσουν κάποια απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν εντοπίστηκαν τέτοια ευρήματα, πολύ σωστά πράττοντας, σύμφωνα με την επιστημονική δεοντολογία, αφού θα έπρεπε να διατυπωθούν μόνο υποψίες και υποθέσεις, στις οποίες οι αρχαιολογικές έρευνες δεν έπρεπε να προχωρούν, αλλά να σταματούν στα διαπιστωμένα γεγονότα και μόνο.

Προσωπικά, ωστόσο, δεν ήμουν ευχαριστημένος από μόνη την πληροφορία και τα δεδομένα των ερευνών. Θα μπορούσα ίσως να ικανοποιηθώ με το να αιτιολογήσω μόνος μου την απουσία αυτή και να αρκεσθώ στην απλή και πρόχειρη απάντηση και δικαιολόγηση: «Δεν εντοπίστηκαν παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα απλά γιατί κατά το χρονικό διάστημα των δύο αυτών λιθικών περιόδων, από τα 6,5 ή 7  χιλιάδες χρόνια και πιο πριν, δεν υπήρξε ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού, δεν είχε κατοικηθεί ακόμη η περιοχή» ή και με την καθησυχαστική και βολική απάντηση: «Δεν εντοπίστηκαν παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα μέχρι τώρα στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού αλλά μπορεί κάποτε, σε επόμενες αρχαιολογικές έρευνες πιο συστηματικές ή και πιο τυχερές, να βρεθούν».

Ωστόσο, τέτοιου είδους απαντήσεις δεν με ικανοποιούσαν και δεν με καθησύχαζαν. Αυτή η αφάνεια μου δημιουργούσε επί πολλά χρόνια ερωτήματα και προβληματισμούς γιατί άλλα μου διαβάσματα και μελέτες μου με οδηγούσαν στην άποψη ότι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η απουσία ανθρώπων στην περιοχή αυτή. Αισθανόμουν βέβαιος ότι δεν ήταν δυνατόν να μην κατοικούνταν ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή.

Υπήρχαν πολλά δεδομένα, κατά την προσωπική μου θεώρηση, που μου δημιουργούσαν αυτήν την βεβαιότητα. Πώς είναι δυνατόν, αναλογιζόμουν, μία περιοχή στην οποία κατά την αμέσως επόμενη λιθική περίοδο, την Νεολιθική Εποχή, παρατηρείται ανθρώπινη κατοίκηση, και μάλιστα αρκετά έντονη και πυκνή, να μην κατοικούνταν και πιο πριν;

Μία πιθανή αιτία της αδικαιολόγητης αυτής, κατά την προσωπική μου άποψη, απουσίας ανθρώπινης κατοίκησης, θα μπορούσε πιθανόν να αναζητηθεί πιθανόν στις πολύ διαφορετικές περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες, που ίσως επικρατούσαν στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά τους χρόνους εκείνους, πριν από το 7000 ή 8000 π.Χ. Πιθανόν να επικρατούσαν τέτοιες συνθήκες που να ήταν αποτρεπτικές για την ανθρώπινη παρουσία.

Οι σχετικές όμως παλαιογεωμορφολογικές, κλιματολογικές και εδαφολογικές, σχετικές με την περιοχή του Αλμυρού, έρευνες, στις οποίες κατέφευγα για να βρω ίσως κάποια σχετική επιβεβαίωση, βεβαίωναν ότι οι γενικές περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού ήταν κατάλληλες και ευνοϊκές για την ανθρώπινη παρουσία και εγκατοίκηση σ’αυτή. Ήταν, οπωσδήποτε, στον ίδιο βαθμό κατάλληλες και ευνοϊκές με αυτές που επικρατούσαν γενικότερα στην Θεσσαλία, αλλά και ειδικότερα στην περιοχή της κοιλάδας του Πηνειού Ποταμού και την περιοχή της Θεόπετρας της Θεσσαλίας, όπου εντοπίστηκαν ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Περίοδο, αν δεν ήταν περισσότερο ευνοϊκές εξαιτίας της καλύτερης γεωγραφικής της θέσης, αφού η περιοχή του Αλμυρού ήταν παραθαλάσσια.

Εντονότερο γινόταν, κατά την προσωπική μου πάντοτε αντίληψη και σκέψη, το αδικαιολόγητο της διαφαινόμενης αυτής απουσίας της κατοίκησης της περιοχής κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή, από το βεβαιωμένο γεγονός ότι η Αχαΐα Φθιώτιδα, όπως ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού κατά την αρχαιότητα, έχει μία πανάρχαια ιστορία και ένα πρωταρχικότατο μυθολογικό παρελθόν.  

Όσο άσχετα και αν μπορεί να θεωρούνται, από ορθολογιστική θεώρηση, τα δύο αυτά στοιχεία, δεν είναι δυνατόν να αγνοείται παντελώς το γεγονός ότι στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Όρθρης μυθολογείται ότι σταμάτησε, μετά τον κατακλυσμό, η κιβωτός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και ότι στην περιοχή αυτή γεννήθηκε, κατά γενική παραδοχή των μυθολόγων, ο Έλληνας. Δεν ήταν δυνατόν ένα τόσο απώτατο μυθολογικό παρελθόν να αναφέρεται σε μία περιοχή που δεν κατοικούνταν από την πανάρχαια εποχή.

Μην μπορώντας προσωπικά να δώσω μία δική μου λογική εξήγηση στην βεβαιωμένη, ωστόσο, και αναντίρρητη αυτή ανυπαρξία, την αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων και την συνακόλουθα πιθανολογούμενη, ως λογική απάντηση, απουσία ανθρώπινης κατοίκησης κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή στην ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού, άφηνα τους προβληματισμούς μου να υπνώττουν και τα ερωτήματά μου αναπάντητα και ερευνητέα, μέχρι που ένα εντελώς τυχαίο και απρόσμενο γεγονός τους αφύπνισε και με οδήγησε σε νέες σκέψεις και υπόνοιες, δυνητικές παροχής κάποιας βάσιμης και λογικής απάντησης σ’ αυτά.

Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια, γύρω στο έτος 2010, κατά την εκσκαφή των θεμελίων για την ανέγερση κτιρίου στο χώρο της βόρειας πλευράς της κεντρικής πλατείας του Αλμυρού, της ονομαζόμενης «Πλατείας Δημαρχείου», αποκαλύφτηκαν υπολείμματα τοίχου οθωμανικού κτιρίου σε βάθος 2,5 – 6 περίπου μέτρων κάτω από την σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Τα υπολείμματα αυτά εκτεινόμενα στην κατεύθυνση βορρά – νότου συνεχίζονταν, όπως γίνεται αντιληπτό από την σχετική εικόνα που παρατίθεται, προς βορά, στο χώρο που δεν ανασκάφηκε, ενώ ένα μέρος τους, προς το νότο γκρεμίστηκε κατά την εκσκαφή.  

Η αποκάλυψη των υπολειμμάτων αυτών, κτισμάτων της εποχής της Τουρκοκρατίας του Αλμυρού, σε βάθος 2,5 – 5 μέτρων, μου έδωσε μία εύλογη απάντηση αρχικά σε μία παλαιότερη προσωπική μου απορία, την απάντηση της οποίας χρόνια την αναζητούσα και η οποία υπόβοσκε από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια.

Στο δυτικό μέρος του σύγχρονου Αλμυρού, στα διαχωριστικά όρια των οικισμών του Αλμυρού και της Ευξεινούπολης, στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ανοίχτηκε ο γνωστός στους κατοίκους της περιοχής «Χάντακας», υπολείμματα του οποίου διατηρούνται μέχρι την εποχή μας.

Ο «Χάντακας» ήταν ένα αρκετά μεγάλο όρυγμα πλάτους τριών περίπου μέτρων, κατά μήκος της οριογραμμής των οικισμών του Αλμυρού και της σημερινής Ευξεινούπολης, με κατεύθυνση από βορειοβορειοδυτικά προς νοτιονοτιανατολικά, αρχίζοντας από τις ανατολικές παρυφές του πεδινού δρυοδάσους Κουρί και καταλήγοντας στην κοίτη του ποταμού Ξηριά. Το βάθος του «Χάντακα» αυξανόταν σταδιακά στην πορεία του προς τον Ξηριά έτσι που στα βαθύτερά του σημεία έφτανε στα τέσσερα περίπου μέτρα.

Γιατί, αναλογιζόμουν βλέποντας τον «Χάντακα», οι Αλμυριώτες, αμέσως σχεδόν μόλις εντάχθηκαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και μπορούσαν ν’αποφασίζουν μόνοι τους, οι πάμφτωχοι εκείνοι παππούδες και προπαππούδες μας, σε μια εποχή που δεν είχαν ούτε σπίτια ευπρεπή σπίτια ακόμη, που δεν είχαν δρόμους, δεν είχαν γεφύρια, το πρώτο πρώτο κοινωφελές έργο που αποφάσισαν να κάνουν ήταν να ανοίξουν τον «Χάντακα» στο δυτικό μέρος της πόλης του, ακριβώς, δηλαδή, στα δυτικά όρια του χώρου κατοίκησης. Δυτικότερα δεν υπήρχαν κατοικίες την εποχή εκείνη. Η Ευξεινούπολη δεν είχε ακόμη ιδρυθεί.

Γινόταν βεβαίως φανερό ότι ανοίχτηκε για να διοχετεύονται τα νερά των βροχών και των πλημμυρών που κατέβαιναν από τις ανατολικές παρειές της Όρθρης προς τον Ξηριά και να προστατεύεται έτσι η πόλη του Αλμυρού από ό,τι αυτά παράσερναν στο κατεβατό τους. Δεν ήταν όμως εύκολα κατανοητή και δικαιολογημένη, στην σύγχρονη εποχή, η τόση σημαντικότητα, που είχε για τους πάμφτωχους και τους πολλούς παντελώς άστεγους Αλμυριώτες του 1881, ώστε να δώσουν άμεση προτεραιότητα σ’αυτό το έργο. Δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή η μεγάλη σημασία του «Χάντακα» για τους Αλμυριώτες εκείνης της εποχής, της εποχής των παιδικών μου χρόνων.

Βλέποντας, όμως, τα υπολείμματα αυτά της εποχής της Τουρκοκρατίας, μιας εποχής, δηλαδή, πριν από εξακόσια το πολύ χρόνια, να βρίσκονται σε βάθος διόμισυ μέχρι πέντε μέτρων κάτω από την σημερινή επιφάνεια του εδάφους, εύκολα γινόταν σαφές και βεβαιωμένο ότι το πάχος αυτό του πρόσθετου εδάφους των πέντε περίπου είναι προσχωσιγενές. Έτσι εύκολα γίνεται κατανοητό και στην εποχή μας γιατί δόθηκε αυτή η προτεραιότητα στην κατασκευή του «Χάντακα» από τους Αλμυριώτες στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Το προσχωσιγενές όμως αυτό πάχος των διόμισυ μέτρων που φαίνεται ότι έχει επικαθήσει από την εποχή της Τουρκοκρατίας στο χώρο της σημερινής κεντρικής πλατείας του Αλμυρού στο πάνω μέρος του τοίχου του τουρκικού κτιρίου στην πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Πέραν των προσχώσεων των διόμισυ περίπου μέτρων που έχουν επικαθήσει στο πάνω μέρος των υπολειμμάτων του τουρκικού αυτού κτίσματος θα πρέπει να θεωρούμε ως προσχωσιγενές έδαφος και τα υπόλοιπα διόμισυ μέτρα του ύψους του τοίχου. Ως προσχωσιγενές έδαφος πρέπει να θεωρηθεί όλο το πάχος από τα θεμέλια του κτιρίου.

Έτσι οι προσχώσεις στο χώρο της κεντρικής πλατείας του Αλμυρού, τουλάχιστον, από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και σήμερα μπορεί να έχουν μέχρι και πέντε μέτρα πάχος.

Κάτω από μία τέτοια εμπειρία των συνεπειών των συνεχών πλημμυρών και προσχώσεων αλλά και παρόμοιων σχετικών προγονικών αναμνήσεων ήταν φυσικό και αναμενόμενο να οδηγηθούν οι Αλμυριώτες, στο ξεκίνημα της νέας τους ζωής, που αυτοί μόνοι τους πλέον μπορούσαν να ορίσουν, στην απόφαση να θέσουν ως άμεση προτεραιότητα το άνοιγμα ενός προστατευτικού και αποχετευτικού χάντακα, παρά το ότι τα μέσα που διέθεταν την εποχή εκείνη ήταν πενιχρά και ατελή. Πρωταρχική τους φροντίδα ήταν να προστατέψουν τον Αλμυρό από το συνεχές επικάθισμα πολλών και συχνών προσχώσεων στην επιφάνειά του. Έπρεπε να σταματήσουν ένα διαρκές κακό που κουβαλούσε συνεχώς και νέα μπαζώματα.

Με τέτοιες σκέψεις και συλλογισμούς, στον όλο προβληματισμό μου και στα ερωτήματα που διαφαίνονται στον τίτλο της εργασίας αυτής, φαινόταν λογική συνέπεια η δημιουργία της υπόθεσης ότι εάν αυτό γινόταν επί πεντακόσια χρόνια πριν ανοιχτεί ο «Χάντακας» θα μπορούσε ένα παλαιό κτίσμα της εποχής της Τουρκοκρατίας να χωθεί σε βάθος μέχρι και πέντε μέτρων.

Το οθωμανικό κτίσμα, χωμένο σε βάθος πέντε, έγινε αιτία της δημιουργίας μίας περαιτέρω σκέψης και πιθανής αλλά και λογικής απάντησης στο αρχικό μου ερώτημα:

Εάν υπολείμματα κτιρίου Τουρκοκρατίας βρίσκονται σε βάθος 2,5 μέχρι 5 μέτρων τυχόν υπολείμματα παλαιότερων εποχών θα πρέπει να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο βάθος.

Την σκέψη μου αυτή, με την κυοφορούμενη από χρόνια προσωπική μου απάντηση, ήρθε να ενισχύσει μία άλλη ξεχασμένη παλιά μου ανάγνωση αρχαιολογικής μελέτης.

Η «Αϊδινιώτικη Μαγούλα», η οποία, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, φαίνεται να κατοικήθηκε κατά την Νεολιθική Εποχή, έχει ύψος πέντε μέτρων, πάνω από το γύρω από αυτήν έδαφος.

Ωστόσο, αν και οι δύο αρχαιολόγοι που πραγματοποίησαν ανασκαφικές εργασίες σ’ αυτήν, ο Χρήστος Τσούντας και ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος, το 1905 και το 1907 αντίστοιχα, άνοιξαν λάκκους πέντε μέτρων βάθους, δεν έφθασαν στο παρθένο έδαφος, όπως οι ίδιοι αναφέρουν στις αρχαιολογικές εκθέσεις που συνέταξαν. Ο Χρήστος Τσούντας, μάλιστα, διακόπτοντας τις ανασκαφικές εργασίες του διατύπωσε την άποψη ότι βαθύτερα, κάτω από τα πέντε μέτρα, υπήρχε οικισμός λιθίνης εποχής και ότι σκόπευε να συνεχίσει την επόμενη χρονιά, αλλά δεν συνέχισε.

Η εφημερίδα του Βόλου «ΘΕΣΣΑΛΙΑ», στις 29 Σεπτεμβρίου του 1905, δημοσίευσε για την ανασκαφή αυτή: «Ὁ ἔφορος ἀρχαιοτήτων κ. Τσούντας, ἐνεργήσας ἀνασκαφὰς ἐν τῇ Ἀϊδινιώτικῃ Μαγούλᾳ, ἀπεχούσῃ τοῦ Ἁλμυροῦ περὶ τὰς δύο ὥρας, ἀνεκάλυψε ἀντικείμενα χαλκίνης ἐποχῆς. Ὁ κ. Τσούντας ὅμως πιστεύει ὅτι βαθύτερον ὑπάρχει συνοικισμὸς λιθίνης ἐποχῆς καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἐξακολουθήσῃ τὰς ἀνασκαφάς. Εὑρέθησαν καὶ πλεῖστα τεμάχια ἀγγείων χαλκίνης καὶ λιθίνης ἐποχῆς ἔτι δὲ καὶ δύο μηκυναϊκῆς ἐποχῆς».

Ο Χρήστος Τσούντας δεν συνέχισε τις ανασκαφικές του έρευνες. Συνέχισε όμως τις ανασκαφικές εργασίες στην ίδια «Μαγούλα», δύο χρόνια κατόπιν ο Απόστολος Αρβανιτόπουλος, χωρίς όμως και αυτός, όπως βεβαίωσε ο ίδιος, να συναντήσει παρθένο έδαφος.

Συσχέτισα την αρχική απορία μου με ένα πρόσθετο ερώτημα: Αφού το ύψος της «Αϊδινιώτικης Μαγούλας», είναι πέντε μέτρα και οι λάκκοι που ανοίχτηκαν έφτασαν σε βάθος πέντε μέτρων γιατί δεν φάνηκε το παρθένο έδαφος;

Μία προσωπική μου εύλογη απάντηση στο ερώτημά μου βρήκα στην άποψη ότι και όλη η υπόλοιπη επιφάνεια γύρω από την «Αϊδινιώτικη Μαγούλα», πάνω από την οποία υπολογίζονταν τα πέντε μέτρα, σε κάποιο βάθος της, τουλάχιστον, και σε κάποια έκταση αγνώστου μεγέθους, πρέπει να είναι προσχωσιγενής.

Επομένως το πραγματικό ύψος της «Αϊδινιώτικης Μαγούλας», από το αληθινά παρθένο έδαφος, είναι μεγαλύτερο από το φαινομενικό ύψος των πέντε μέτρων, τόσο μεγαλύτερο όσο είναι το ύψος της γύρω από την Μαγούλα προσχωσιγενούς εδαφικής ζώνης.

Ενισχυτική στις σκέψεις αυτές θεωρούμε και την καταληκτική φράση των Wace και Thompson «ἡ Ἀϊδινιώτικη Μαγούλα εἶναι πολὺ μεγάλη σὲ ἔκταση, ἔχει μεγάλο ὕψος καὶ πιθανότατα χρειάζεται συστηματική καὶ ὑπομονετικὴ ἀνασκαφή».

Την προσωπική μου αυτή, αλλά σαφώς διαφαινόμενη από πολλά δεδομένα, υποψία ότι το ύψος των πέντε μέτρων της «Αϊδινιώτικης Μαγούλας» είναι φαινομενικό και ότι το μετρήσιμο ύψος της πρέπει να είναι και να θεωρείται μεγαλύτερο, ήρθε να ενισχύσει ένας περαιτέρω συλλογισμός μου, με τον οποίο εύρισκα μία λογική απάντηση και σ’ένα άλλο επίσης αναπάντητο προσωπικό ερώτημά μου, που επί πολλά χρόνια με απασχολούσε.

Κατά το έτος 1289 μ. Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Παλαιολόγος, με χρυσόβουλλο διάταγμά του, πρόσφερε στο Μοναστήρι της Παναγίας Ελεούσας, της Λυκουσάδας ή Λοξάδας Φαναρίου, στην περιοχή της Καρδίτσας, πολλά κτήματα, οικισμούς, τσιφλίκια και διάφορα άλλα περιουσιακά στοιχεία. Μεταξύ των προσφερομένων αυτών περιλαμβάνονταν και κάποια κτήματα και οικιστικά σύνολα που βρίσκονταν στην περιοχή του Αλμυρού και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Αϊδινίου.

Αναφέρεται στο παραπάνω χρυσόβουλλο για όσα περιουσιακά στοιχεία από την περιοχή του Αλμυρού προσφέρονταν στη Μονή της Παναγίας Ελεούσας1: «ἔτι τὲ εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἁλμυροῦ χωρίον ἡ Μαγοῦλα· καὶ οἱ Σιμισαράτοι λεγόμενοι σὺν τῇ ἐκεῖσε γῇ τῶν Λεβαχάτων καὶ Ταρωνάτων».

Την ίδια εποχή, πάλι στην περιοχή του Αϊδινίου, αναφέρεται η ύπαρξη ενός χωριού με την ονομασία «Αρχοντοχώρι» και στην εποχή του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195 -1203) αναφέρεται, πάλι στην περιοχή του Αϊδινίου, η «Βελεχατούια». Η «Βελεχατούια» πρέπει να συμπεριλαμβανόταν μεταξύ των πολλών και μεγάλων εκτάσεων που κατείχε η σύζυγος του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου.

Ωστόσο κανένα ίχνος από όλα τα παραπάνω, παρ’ όλο ότι όλη η περιοχή του Αϊδινίου είναι αρκετά ομαλή και έχει επιφανειακά, τουλάχιστον, ερευνηθεί, δεν έχει εντοπισθεί.

Το βυζαντινό «χωρίον Μαγούλα» πρέπει, κατά μεγάλη πιθανότητα έως βεβαιότητα, να βρισκόταν στην «Αϊδινιώτικη Μαγούλα», όπου εντοπίστηκαν και βυζαντινά κατάλοιπα.

Οι «Σιμισαράτοι», οι «Λεβαχάτοι» και οι «Ταρωνάτοι» πρέπει να ήταν αρχοντικές βυζαντινές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Βυζαντινού Αλμυρού, κατά την εποχή της μεγάλης ακμής του, από τον 11ο μέχρι τον 14ο αιώνα, και να είχαν στήσει τα υποστατικά τους με τα οικιστικά σύνολα των όσων εργάζονταν σ’ αυτά.

Σε χρυσόβουλο διάταγμα του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1241), κατά το 1336, αναφέρεται χωριό «Λεβάχη» και σε άλλη γραφή «Λεβάχοι», ενώ το «Σιμισαράτοι» βρίσκεται και ως «Σιμισαράτη». Τα «Λεβάχη» και «Σιμισαράτη» φαίνονται να είναι ονομασίες που σαφέστερα παραπέμπουν σε οικιστικά σύνολα που ανήκαν ως «τιμάρια» ή «στάσεις» των βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών των «Λεβαχάτων» και «Σιμισαράτων».

Η ονομασία «Βελεχατούια», η οποία αναφέρεται το 1298 επί αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, παραπέμπει με περισσότερη βεβαιότητα σε αγροτική περιοχή.

Οι παραπάνω κτηματικές εκτάσεις, «τιμάρια», ίσως, ή «στάσεις» κατά την χρησιμοποιούμενη τότε βυζαντινή ορολογία, βρίσκονταν με κάθε βεβαιότητα στην περιοχή του σημερινού Αϊδινίου.

Πού βρίσκονται, έστω και με κάποια μόνο ίχνη, όλα τα παραπάνω; Μήπως όλα αυτά έχουν εξαφανισθεί γιατί τα όποια υπολείμματά τους βρίσκονται κάτω από το ίδιο προσχωσιγενές ή ιζηματογενές στρώμα που έχει περικλείσει και έχει κατακλείσει όλη την περιοχή γύρω απ’ την Αϊδινιώτικη Μαγούλα;

Το μάλλον βέβαιο ή και αυταπόδεικτο, κατά την προσωπική μου αντίληψη, γεγονός ότι ένα τμήμα, απροσδιόριστης έκτασης, της περιοχής του Αϊδινίου, γύρω από την Αϊδινιώτικη Μαγούλα, πρέπει, σε κάποιο, επίσης απροσδιόριστο, βάθος της να είναι προσχωσιγενές, με οδηγεί, με καταφατική διάθεση, στην προσωπική μου τοποθέτηση: Είναι λογικό να παραδεχθούμε ότι πολλά από αυτά τα υπολείμματα, τα περισσότερο επιφανειακά, πρέπει να έχουν παρασυρθεί σε διαφορετικές από την αρχική τους θέση και κάποια άλλα πρέπει να είναι χωμένα σε απροσδιόριστο βάθος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους της ευρύτερης περιοχής του Αϊδινίου.

Στην ίδια σκέψη, ότι το γύρω από τη «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» έδαφος είναι σε κάποιο βάθος του προσχωσιγενές, με οδηγούσαν και κάποιες γεωλογικές μελέτες για την περιοχή του Αϊδινίου, σύμφωνα με τις οποίες η κοίτη του Χολορέματος σε παλαιότερες εποχές δεν βρισκόταν στη σημερινή της θέση αλλά σε διαφορετική, πλησιέστερα προς τον σημερινό οικισμό του Αϊδινίου.

Ενισχυτικά στους παραπάνω συλλογισμούς μου ήρθε να προστεθεί και ένα άλλο εντυπωσιακό, για την σύγχρονη εικόνα της περιοχής του Αϊδινίου, διάβασμά μου.

Σύμφωνα με τα αρχεία του Αγγλικού Ναυαρχείου στα 1890, δηλαδή, πριν από 120 περίπου χρόνια, ένα αγγλικό ατμόπλοιο από τον Παγασητικό Κόλπο μπήκε και αγκυροβόλησε μέσα στην κοίτη του Χολορέματος, προφανώς γιατί μπορούσε να βρει εκεί ασφαλές λιμάνι, που δεν μπορούσε να βρει στην ανοικτή ακτή του Παγασητικού.

Από αυτό γίνεται φανερό ότι η κοίτη του Χολορέματος στην εκβολή του, πριν από 120 χρόνια, ήταν τόσο βαθειά και έτσι διαμορφωμένη ώστε να αποτελεί ενιαίο σύνολο με τα νερά του Παγασητικού. Μόνο εάν συνέβαινε αυτό ένα ατμόπλοιο ήταν δυνατόν από την θάλασσα να συνεχίσει την πορεία του μέσα στην κοίτη του ποταμού και να αγκυροβολήσει στα ήρεμα νερά της κοίτης του Χολορέματος.

Εάν συγκρίνουμε αυτή την εικόνα της εκβολής του Χολορέματος κατά το 1890 με την σημερινή, κατά την οποία τα νερά στην εκβολή του μόλις γίνονται αντιληπτά και ρέουν πολύ επιφανειακά με ελαχιστότατο βάθος, εύκολα καταλήγουμε στην άποψη ότι από το 1890 μέχρι σήμερα, σε διάστημα μόλις 120 ετών, έχουν γίνει στην περιοχή αυτή μεγάλες γεωλογικές μεταβολές.

Την φανερά υποβόσκουσα, σ’όλες τις παραπάνω αναφορές και γεγονότα, καταφατική υποψία μου ότι παχιά προσχωσιγενή στρώματα πρέπει να έχουν καλύψει ή παρασύρει και εξαφανίσει κάποιους παλαιολιθικούς και μεσολιθικούς οικισμούς που πιθανώς υπήρχαν στην ευρύτερη πεδιάδα του Αλμυρού, ενισχύουν και κάποια άλλα δεδομένα γεωμορφολογικής φύσης.

Οι ανατολικότεροι νεολιθικοί οικισμοί που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή του Αλμυρού, οι πλησιέστερες δηλαδή προς την θάλασσα νεολιθικές εγκαταστάσεις, είναι η «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» και η «Αλμυριώτικη Μαγούλα». Και οι δύο αυτές «μαγούλες», που είναι ανασκαφικά βεβαιωμένες νεολιθικές θέσεις της αλμυριώτικης πεδιάδας, βρίσκονται στην ίδια περίπου ευθεία, στην ίδια, δηλαδή, απόσταση από την ακτή της θάλασσας, τέσσερα έως πέντε περίπου χιλιόμετρα.

Σ’ ολόκληρη την παραλιακή έκταση από την νοητή αυτή γραμμή «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» – «Αλμυριώτικη Μαγούλα» μέχρι τις ακτές του Παγασητικού, δεν έχουν εντοπισθεί ίχνη νεολιθικών οικισμών.

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι μία παραλιακή ζώνη ευφορότατης γης πλάτους τεσσάρων έως πέντε και μήκους είκοσι περίπου χιλιομέτρων, καταλληλότατης για την εγκατάσταση ανθρώπων, παρουσιάζεται ως ακατοίκητη όχι μόνο κατά την γενικότερα παρατηρούμενη παλαιολιθική και μεσολιθική αλλά και κατά την νεολιθική περίοδο, κατά την οποία στην υπόλοιπη έκταση, την πιο απόμακρη από την θάλασσα, παρατηρείται πυκνή κατοίκηση;

Την φανερώς δηλούμενη υποψία μου, και συνεχώς ενισχυόμενη, θετική απάντηση στο διαρκές ερώτημά μου, ότι, δηλαδή, παχιά προσχωσιγενή στρώματα εδάφους έχουν επικαλύψει κάποια τουλάχιστον τμήματα της πεδινής περιοχής του Αλμυρού, ενίσχυσαν και κάποια άλλα δεδομένα με συνακόλουθα σχετικά ερωτήματα και παράλληλους προβληματισμούς.

Στην περιοχή της σημερινής εκβολής του Ξηριά, του Κουάριου ποταμού κατά την αρχαιότητα, βρισκόταν ο «Βυζαντινός Αλμυρός», που σε παλαιότερα αλλά και σύγχρονα δημοσιεύματα, αναφέρεται και ως «Δύο Βυζαντινοί Αλμυροί», «Άνω» και «Κάτω» ή «Βόρειος» και «Νότιος», κατά το διάστημα από τον 10ο μέχρι και τον 14ο αιώνα, τουλάχιστον.

«Οι Δύο Αλμυροί» της Βυζαντινής Εποχής, οι οποίοι στην πραγματικότητα ήταν δύο συνοικίες μίας και της αυτής πόλης, του «Βυζαντινού Αλμυρού», η μία στη δεξιά και η άλλη στην αριστερή όχθη του σημερινού ποταμού Ξηριά, βρίσκονταν στις γνωστές στην εποχή μας αγροτικές τοποθεσίες με τις ονομασίες «Καραγάτς» και «Τσιγκέλι» και ήταν σημαντικές και περίλαμπρες πόλεις.

Οι παροικίες των Βενετών, των Γενουατών, των Πισατών, των Ισπανών και των Εβραίων, που είχαν εγκατασταθεί στον παραλιακό Βυζαντινό Αλμυρό, ήταν ισχυρότατες οικονομικά. Τα κτίρια των σπιτιών τους και των ναών τους ήταν μεγαλοπρεπή.

Οι παροικίες ιδιαίτερα των Βενετών και των Γενουατών, που αποτελούνταν κυρίως από οικογένειες που συγκροτούσαν μεγάλες και πολύ ισχυρές οικονομικά ναυτεμπορικές επιχειρήσεις και εταιρείες, συναγωνίζονταν στην επίδειξη πλούτου και μεγαλείου ανεγείροντας συνεχώς και μεγαλύτερα και λαμπρότερα τα σπίτια τους για να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο στην μεγαλοπρέπεια.

Οι αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντινού Αλμυρού εντοίχιζαν στις εισόδους των σπιτιών τους μαρμάρινες πλάκες με σκαλισμένα πάνω τους ιδιαίτερα «οικόσημα», μερικά δείγματα των οποίων διασώθηκαν ως τις ημέρες μας και παρουσιάζονται επιχρωματισμένες, με αυθαίρετη προσωπική πρωτοβουλία, στις εικόνες που παραθέτουμε.  

Όταν κατακτήθηκε η περιοχή του Αλμυρού από τους Τούρκους, γύρω στα  1420, σώζονταν ακόμη κάποια ερείπια των σπιτιών αυτών, ίσως, κατά την προσωπική μας εκτίμηση, μισοβουλιαγμένα σε παραθαλάσσια τέλματα. Οι Τούρκοι τα εντόπισαν και αποκόλλησαν μερικά τέτοια «οικόσημα» τα οποία εντοίχισαν στα τζαμιά του Αλμυρού και στους πύργους τους. Μετά την απελευθέρωση του Αλμυρού, στα 1881, τα μέλη της Φιλαρχαίου Εταιρείας Αλμυρού, τα αποκόλλησαν και τα συγκέντρωσαν στο Μουσείο της Εταιρείας.

Μεγαλοπρεπείς ήταν και οι ναοί που έχτιζαν οι παροικίες των Βενετών, των Γενουατών και των Πισατών στις δύο συνοικίες του Βυζαντινού Αλμυρού. Ο μεταξύ των αριστοκρατικών οικογενειών των δύο περισσότερο δυναμικών παροικιών, των Βενετών και των Γενουατών, ανταγωνισμός στην επίδειξη του μεγάλου πλούτου τους έφτανε, σύμφωνα με μαρτυρίες που προέρχονται από έγγραφα του Αρχείου της Βενετίας, μέχρι του σημείου να γκρεμίζουν τα καμπαναριά της εκκλησίας τους και να χτίζουν υψηλότερα, όταν οι κάτοικοι της άλλης συνοικίας ύψωναν καμπαναριό ψηλότερο από το δικό τους.

Ο Βυζαντινός Αλμυρός σύμφωνα με τους Johannes Koder και Freiedrich Hild: «οφείλει την σημασία του κυρίως στην εγκατάσταση των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας, της Πίζας και της Γένουας, με τις οποίες συναναστρεφόταν η ισχυρή εβραϊκή κοινότητα».

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σημειώνει στην ιστορία του κατηγορηματικά ότι ο Αλμυρός εκείνη την εποχή ήταν η τρίτη κατά σειρά σημαντική εμπορική πόλη του Βυζαντίου μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.

Ο Paul Magdalino, μάλιστα, πολύ νεότερος από τον Παπαρρηγόπουλο και έχοντας ασφαλώς περισσότερες πληροφορίες υπόψη του, γράφει ότι «ο Αλμυρός στον Παγασητικό ξεπήδησε τον 12ο αιώνα από την αφάνεια για να μεταβληθεί σε ένα καίριο λιμάνι των Ιταλών εμπόρων, δεύτερο μετά την Κωνσταντινούπολη».

Κατά τον Magdalino, δηλαδή, ο Βυζαντινός Αλμυρός ξεπερνούσε και την Θεσσαλονίκη σε εμπορική κίνηση. Έτσι δικαιολογείται η ονομασία του Παγασητικού Κόλπου ως «Κόλπος του Αλμυρού» και «Γκόλφ ντε Αλμίρο» όπως σημειώνουν οι ναυτικοί χάρτες της εποχής εκείνης.

Αναρωτιέται κανείς, έπειτα από τα παραπάνω, πού βρίσκονται στην σημερινή εποχή, κάποια έστω ίχνη από τα υπολείμματα των περίλαμπρων αυτών κτιρίων και των μεγαλοπρεπών ναών με τα συνεχώς και ψηλότερα καμπαναριά των Βενετών, των Γενουατών και των Πισατών εμπόρων. Γιατί σχεδόν τίποτε από τα υπολείμματα των λαμπρών αυτών κτιρίων δεν βρέθηκε;

Εκτιμούμε ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτά είναι χωμένα κάτω από παχιά προσχωσιγενή στρώματα. Δεν είναι δυνατόν να βρεθεί κάποιος άλλος λογικοφανής λόγος για την μη εύρεσή τους.

Στην ίδια αιτία πρέπει να οφείλεται και η ανυπαρξία ή η αδυναμία εύρεσης και του παραμικρότερου ίχνους του σημαντικού λιμανιού του Βυζαντινού Αλμυρού. Δεν υπήρχαν άραγε κάποιες λιμενικές εγκαταστάσεις, κάποιος λιμενοβραχίονας σ’ένα λιμάνι στο οποίο αγκυροβολούσαν τόσα και τόσα καράβια μεγάλων ναυτεμπορικών επιχειρήσεων;

Ο Βυζαντινός Αλμυρός καταστράφηκε ολοκληρωτικά μετά την μάχη της 15ης Μαρτίου 1311, μεταξύ του Δούκα των Αθηνών Γουάλθερου και των Καταλανών, από τους νικητές Καταλανούς και λιμάνι του φαίνεται να εγκαταλείφθηκε οριστικά από τις ιταλικές εμπορικές και ναυτικές εταιρείες που έδρευαν σ’αυτόν, μετά την καταστροφή αυτή.

Ωστόσο το λιμάνι του Βυζαντινού Αλμυρού, παρά την απομάκρυνση των μεγάλων αυτών ναυτεμπορικών επιχειρήσεων εξακολουθούσε να υπάρχει και στα κατοπινά χρόνια και μάλιστα θεωρούνταν ένα αρκετά ασφαλές και ευρύχωρο λιμάνι στον Παγασητικό Κόλπο.

Στα 1668 μ.Χ., διακόσια πενήντα περίπου χρόνια, μετά την οριστική εγκατάλειψή του από τις μεγάλες ευρωπαϊκές ναυτεμπορικές επιχειρήσεις, κατά την εποχή της Μέσης Τουρκοκρατίας, επισκέφθηκε τον Αλμυρό ο Εβλιγιά Τσελεμπή. Ο Τσελεμπή, περιγράφοντας το λιμάνι του Αλμυρού, όπως το είδε ο ίδιος κατά το 1668, αναφέρει ότι σ’ αυτό μπορούσαν να ελλιμενισθούν με ασφάλεια 500 καράβια.

Ανεξαρτήτως του γνωστού γεγονότος των υπερβολών στις οποίες καταφεύγει αρκετές φορές ο Εβλιγιά Τσελεμπή και στις οποίες μπορεί να συμπεριληφθεί και ο, ίσως υπερβολικός, αριθμός των 500 καραβιών, τα όσα άλλα αναφέρει για το λιμάνι του Βυζαντινού Αλμυρού εκτιμούμε ότι είναι αρκετά ενδιαφέροντα και ότι συνεπικουρούν στην γενικότερη άποψή μας ότι μεγάλες προσχωσιγενείς εναποθέσεις έχουν καταστήσει υπερβολικά δύσκολη την αποκάλυψη της πραγματικής εικόνας της περιοχής του Αλμυρού κατά την Λιθική Εποχή.

Αναφέρει ο Τσελεμπή για την εικόνα του λιμανιού του Αλμυρού κατά το 1668: «Είναι φυσικό λιμάνι που βρίσκεται μέσα σ’ένα κόρφο. Είναι πολύ φαρδύ και με πάτο, ό,τι πρέπει για ν’αράξουνε καράβια. Είναι δυνατόν να πάρει 500 καράβια μαζί. Μπορεί να γίνει αραξοβόλι καραβιών, είναι τόπος σωτηρίας και τα νερά του κυλάνε».

Ο συνδυασμός και η συνύπαρξη των τριών παραπάνω υπογραμμισμένων χαρακτηριστικών του λιμανιού του Αλμυρού: 1.«βρίσκεται μέσα σ’ ένα κόρφο»,

  1. «είναι πολύ φαρδύ και με πάτο» και 3. «τα νερά του κυλάνε», είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο στην περίπτωση ενός λιμανιού που ήταν ταυτόχρονα και λιμνοθάλασσα στην εκβολή του Ξηριά.

Για να «κυλάνε» τα νερά του λιμανιού πρέπει να ήταν νερά ποταμού. Μόνο τα νερά του ποταμού «κυλάνε», ρέουν.

Το ότι το λιμάνι ήταν «πολύ φαρδύ» και ιδίως το ότι είχε «πάτο», είχε, δηλαδή, σ’ όλη του την έκταση ίσο περίπου βάθος, και προφανώς μικρό, σ’ όλη του την έκταση, ώστε ο πυθμένας του να φαίνεται και να μπορεί να θεωρείται «πάτος» συμβαίνει μόνο σε μία λιμνοθάλασσα. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβαίνει στη θάλασσα, στην οποία τα νερά συνεχώς βαθαίνουν μέχρι του σημείου στο οποίο ο λαός δίνει τον πολύ επιτυχή, για την ιδιαίτερη αυτή περίπτωση, χαρακτηρισμό «άπατα ύδατα», νερά χωρίς πάτο.

Γράφει ακόμα ο Τσελεμπή: «Το στόμα του λιμανιού (δηλαδή η είσοδός του) είναι ανοιχτό και το πιάνει ο ανατολικός αγέρας», και αμέσως παρακάτω: «είναι φυσικό λιμάνι που βρίσκεται μέσα σ’ ένα κόρφο».

Χωρίς να υπεισέλθουμε σε περισσότερη και λεπτομερέστερη αιτιολόγηση νομίζουμε γίνεται σαφές ότι ο συνδυασμός των δύο αντιτιθέμενων χαρακτηριστικών του λιμανιού του Αλμυρού, κατά το 1668, «το πιάνει ο ανατολικός αγέρας» και «είναι φυσικό λιμάνι που βρίσκεται μέσα σ’ ένα κόρφο» μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν το λιμάνι αυτό ήταν μία λιμνοθάλασσα η οποία προστατευόταν ανατολικά από φυσικό χωμάτινο ανάχωμα και είχε μόνο την είσοδό του, δηλαδή την εκβολή του Ξηριά, ανοιχτή προς την θάλασσα, προς την οποία «κυλούσαν» τα νερά.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά στοιχεία του λιμανιού, που αναφέρει ο Τσελεμπή, δεν υπάρχουν στην εποχή μας. Νομίζουμε ότι έχουν εξαφανισθεί κάτω από προσχωσιγενή στρώματα εδάφους, τα οποία εναποτίθονταν σταδιακά κατά τους τελευταίους αιώνες.

Η δυνατότητα αυτή του ασφαλούς ελλιμενισμού πολλών καραβιών κατά το 1668, στο φυσικό λιμάνι του Αλμυρού, που στην πραγματικότητα ήταν η κοίτη του ποταμού Ξηριά, διαμορφωμένη στην εκβολή του σε λιμνοθάλασσα, θυμίζει και πρέπει να συνδυασθεί και συνεξετασθεί με τον ελλιμενισμό, κατά το 1890, αγγλικού ατμοπλοίου στην κοίτη του Χολορέματος, που αναφέρθηκε πιο πάνω.

Γίνεται νομίζω φανερό ότι η μακροχρόνια εναπόθεση παχιών προσχωσιγενών εδαφικών στρωμάτων θα πρέπει να συνετέλεσε στην εξαφάνιση όλων αυτών των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της παραλιακής ζώνης της περιοχή του Αλμυρού, στις περιοχές τουλάχιστον των εκβολών του Χολορέματος και του Ξηριά.

Την διαφαινόμενη από τις παραπάνω αναφορές και εξαφανισμένη στη σημερινή εποχή εικόνα της παραθαλάσσιας ζώνης της περιοχής του Αλμυρού συμπληρώνει και επιβεβαιώνει και η ανεπιβεβαίωτη άποψη, αλλά που φαίνεται αρκετά πιθανή, ότι και ο ποταμός Άμφρυσος, που σήμερα είναι γνωστός ως Κεφάλωση, πρέπει στην αρχαιότητα να ήταν πλωτός, για μικρά τουλάχιστον καράβια, μέχρι και την Ελληνιστική Άλο.

Ενισχυτικό της ίδιας άποψης, ότι η παραλιακή ζώνη της περιοχής του Αλμυρού, σε παλαιότερες εποχές, πρέπει να ήταν σε πολλά μέρη της περισσότερο από σήμερα πρόσφορη για ασφαλή και φυσικό ελλιμενισμό, πρέπει να θεωρηθεί και η ύπαρξη και η σημαντικότητα του λιμανιού της Άλου των κλασικών χρόνων, το οποίο επίσης αναζητείται, χωρίς να εντοπίζονται με βεβαιότητα ούτε ίχνη του, ούτε και αυτή ακόμα η ακριβής θέση του.

Ωστόσο την σημαντικότητα του λιμανιού της Άλου, το οποίο δεν αποκλείεται να συμπίπτει με το λιμάνι του Βυζαντινού Αλμυρού, υποδεικνύει το ότι την κατοχή του την διεκδικούσαν επίμονα όλα τα κατά καιρούς κυρίαρχα κράτη της αρχαίας Ελλάδας, των Αθηναίων, των Μακεδόνων, των Αιτωλών, των Θηβαίων, των Σπαρτιατών. Στο λιμάνι της Άλου μπορούσε να ναυλουχήσει με ασφάλεια όλος ο ελληνικός στόλος κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. όταν οι Έλληνες αρχικά αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τα περσικά στρατεύματα του Ξέρξη στα Τέμπη. Στο λιμάνι της Άλου παρέμειναν ελλιμενισμένα τα ελληνικά πλοία μέχρι να επιστρέψουν από τα Τέμπη τα στρατεύματα.

Στους προβληματισμούς που δημιουργούνται από την συνολική θεώρηση και συνεξέταση των παραπάνω παρατηρήσεων πρέπει να προστεθεί και μία σχετική αναφορά του Alfrent Philippson στο βιβλίο του «Θεσσαλία και Ήπειρος. Ταξίδια και εξερευνήσεις στη Βόρειο Ελλάδα».

Ο Alfrent Philippson αναφέρει ότι η πόλη του Αλμυρού την εποχή που αυτός την επισκέφθηκε, στα 1883, απείχε από την ακτή περί τα τέσσερα χιλιόμετρα.

Όσες επιφυλάξεις και αν μπορεί να διατηρεί κάποιος για την πιστότητα και ακρίβεια της πληροφορίας αυτής του Philippson, το γεγονός ότι στην εποχή μας η πόλη του Αλμυρού απέχει από την ακτή περί τα οκτώ χιλιόμετρα δημιουργεί έντονους προβληματισμούς.

Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά των τεσσάρων χιλιομέτρων μεταξύ της εκτίμησης του Philippson και της σημερινής πραγματικότητας; Είναι δυνατόν από τα 1883 μέχρι την εποχή μας, σε διάστημα 130 περίπου χρόνων, να «μπαζώθηκε» θαλάσσια έκταση τεσσάρων χιλιομέτρων πλάτους και μήκους πολύ μεγαλύτερου;

Στους παραπάνω έντονους προβληματισμούς και ερωτήματα πρέπει να εντάξουμε και να συνεξετάσουμε και μία παρατήρηση και πληροφορία που προκύπτει από τις έρευνες των αρχαιολόγων, που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι ανατολικότεροι νεολιθικοί οικισμοί που έχουν εντοπισθεί στην περιοχή του Αλμυρού, οι πλησιέστεροι, δηλαδή, προς την ακτή, είναι η «Αϊδινιώτικη Μαγούλα» και η «Αλμυριώτικη Μαγούλα». Και οι δύο αυτοί νεολιθικοί οικισμοί  απέχουν από την ακτή κάπου τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα, όση περίπου είναι η διαφορά που παρατηρείται, για την απόσταση του Αλμυρού από τη θάλασσα, μεταξύ της εκτίμησης του Philippson και της σημερινής πραγματικότητας.

Στην ίδια πάντοτε υποβόσκουσα υποψία μου αλλά και στους ίδιους έντονους προβληματισμούς οδηγεί και η άποψη των γεωλόγων ότι ο σημερινός «Παγασητικός  Κόλπος» πριν από οχτώ χιλιάδες χρόνια ήταν λίμνη στην οποία, έπειτα από βύθιση τους εδάφους, εισχώρησαν θαλάσσια ύδατα και η λίμνη μετατράπηκε σε θαλάσσιο κόλπο. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τυχόν υπάρχοντες την εποχή εκείνη, στην παρόχθια έκταση της λίμνης «Παγασητικός Κόλπος», παλαιολιθικοί και μεσολιθικοί οικισμοί της περιοχής του Αλμυρού, μπορεί να είναι χωμένοι κάτω από τα παράκτια νερά του Παγασητικού Κόλπου, στην σημερινή παραλιακή ζώνη του Αλμυρού.

Σε μία τέτοια περίπτωση η πιθανή ζώνη της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού στην οποία μπορεί να υπήρξαν κάποτε παλαιολιθικοί, μεσολιθικοί ή και νεολιθικοί οικισμοί, δύσκολα μπορεί να προσδιορισθεί. Εκτείνεται η ζώνη αυτή από την νοητή γραμμή «Αϊδινιώτικης Μαγούλας» – «Αλμυριώτικης Μαγούλας» μέχρι την σημερινή ακτή ή συνεχίζει και μέσα στην θάλασσα; Τέτοιοι έντονοι ή και παρόμοιοι άλλοι προβληματισμοί και ερωτήματα δημιουργούνται για ολόκληρη την παραλιακή έκταση της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού από την ακτή της Νέας Αγχιάλου μέχρι και το Στόμιο της Σούρπης.

Σ’ ολόκληρη την παραπάνω έκταση, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ακόμη, υπήρχαν πολλά έλη, μερικά από τα οποία ήταν και επικίνδυνα, με «ρουφήχτρες» στις οποίες καταποντίζονταν και κυριολεκτικά εξαφανίζονταν σε «άπατα ύδατα» ζώα και άνθρωποι κάποιες φορές. Οι ντόπιοι κάτοικοι ονόμαζαν τις «ρουφήχτρες» αυτές «μάτια». Ονομαστά «μάτια» ήταν το «Μάτι του Ψειροφόνη», στην περιοχή του Πλατάνου, που είχε, κατά την τοπική δοξασία, «άπατα ύδατα», και το «Μάτι του Μπαλουκλή» στην παραλιακή περιοχή μεταξύ του Αϊδινίου και της σημερινής Νέας Αγχιάλου. Κάποια από τα έλη αυτά ήταν μικρά και κάποια άλλα μεγαλύτερα, άλλα ήταν ρηχά και άλλα βαθύτερα, άλλα με υφάλμυρα νερά και άλλα με γλυκά. Μερικά από αυτά συνδέονταν και με τη θάλασσα και ήταν ιχθυοφόρα.

Συσχετίζοντας την ύπαρξη των ελών αυτών με τους συνεχείς προβληματισμούς που αναπτύσσονται στην εργασία αυτή νομίζουμε ότι η αρχική δημιουργία τους είναι αποτέλεσμα της διαρκούς «πάλης» των θαλάσσιων υδάτων να μετατρέψουν την λίμνη «Παγασητικός Κόλπος» σε θάλασσα και των ποτάμιων υδάτων να κατακτήσουν την έκταση που τους άρπαξε η θάλασσα κουβαλώντας σ’ αυτήν και μπαζώνοντάς την με τεράστιους όγκους χώματος και κροκάλων που κατέβαζαν από τις πλαγιές της Όρθρης.

Αφήνοντας την ευρύτερη περιοχή του Αλμυρού με τους παραπάνω προβληματισμούς ασαφείς και αδιευκρίνιστους στις λεπτομέρειές τους να περιμένουν κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματα που δημιουργούνται για την «φαινομενική» αφάνεια παλαιολιθικών και μεσολιθικών ευρημάτων σ’ αυτήν θα μεταβούμε σε ένα άλλο τμήμα της ίδιας περιοχής. Η έκταση μεταξύ του «Στομίου» της Σούρπης και του λόφου του βενετικού Πύργου του Πτελεού όπως και η ανάλογη παραλιακή ζώνη δεν παρουσιάζει παρόμοια προσχωσιγενή φαινόμενα. Η ακτή αυτή στο μεγαλύτερο τμήμα της, αν εξαιρέσουμε τις «Νηες» της Σούρπης, είναι βραχώδης.

Το αντίθετο συμβαίνει στην υπόλοιπη ακτή της περιοχής του Αλμυρού, από τον λόφο του βενετικού Πύργου του Πτελεού μέχρι την χερσονησίζουσα γλωσσίδα της «Λάκα Παναγιάς» του Αχιλλείου και του «Τραγοβούνου». Στο μέσον περίπου της έκτασης αυτής βρίσκεται η χερσονησίζουσα γλωσσίδα «Τραχήλι», εκατέρωθεν της οποίας τα δύο τμήματα της ακτής έχουν κατακλυσθεί από προσχωσιγενή εδάφη. Οι παραλιακές περιοχές «Λουτρό» και «Λειχούρα» μέχρι το «Λιβάρι» είναι κατά ένα μεγάλο μέρος τους ελώδεις υδροβιότοποι με προσχωσιγενείς επιχώσεις.

Δεν υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις ότι στην περιοχή αυτή υπήρχαν οικιστικές εγκαταστάσεις παλαιότερων εποχών. Στο λόφο «Γρίτσα» ίσως βρισκόταν ο ομηρικός Πτελεός. Σ’ολόκληρη, όμως, την παραλιακή έκταση του σημερινού Αχιλλείου, μεταξύ των δύο χερσονησιζουσών γλωσσίδων «Τραχήλι» και «Τραγοβούνι», σε αρκετά σημεία και σε βάθος δύο έως τριών μέτρων έχουν βρεθεί πολλά δείγματα ρωμαϊκών χρόνων και πρωτοβυζαντινών και παλαιοχριστιανικών κτισμάτων, κιονόκρανα, επιγραφές, μωσαϊκά δάπεδα, μαρμάρινα μεσοκιόνια και μαρμάρινοι κίονες. Είναι αποδεικτικά στοιχεία ύπαρξης ενός παλαιοχριστιανικού οικισμού. Μέχρι και το 1940 αρκετά έλη  κάλυπταν την περιοχή. Η τοπική παράδοση μιλάει ξεκάθαρα ότι στον χώρο αυτό υπήρχε στα παλιά τα χρόνια ένα «βουλιαγμένο χωριό».  

Καταληκτικό συμπέρασμα

Από την συνολική θεώρηση όλων όσων αναφέρθηκαν στην εργασία αυτή εκτιμούμε ότι μπορούμε να σχηματίσουμε και να διατηρούμε την άποψη ότι η εικόνα της ευρύτερης περιοχής του Αλμυρού, κατά τις δύο αρχαιότερες λιθικές περιόδους, την Παλαιολιθική και την Μεσολιθική, παραμένει άγνωστη και αφανής διότι μεγάλες προσχώσεις και γεωλογικές μεταβολές έχουν αναδιαρθρώσει σε μεγάλο βαθμό το έδαφός της και διότι παχιά ιζηματογενή και προσχωσιγενή στρώματα εδάφους έχουν επικαλύψει αρκετά τμήματά της.