Τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1878
Τὸ ἀπελευθερωτικό κίνημα τοῦ ἔτους 1878 ἦταν γιὰ τὴν Θεσσαλία τὸ σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα γιατὶ ἦταν καὶ τὸ ἀποτελεσματικότερο, ἀφοῦ ὡς τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶχε τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸν τουρκικό ζυγό. Ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ ἦταν χαρακτηριστικὰ σημαντικὸ γιατὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀποκαταστάθηκε ὁ ἀπὸ πενῆντα χρόνια ὑφιστάμενος ἐντελῶς ἀφύσικος τεμαχισμός της μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας.
Ἦταν ἀκόμα τὸ σημαντικότερο ἀπελευθερωτικὸ κίνημα ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς φανερῆς καὶ ἔμπρακτης συμμετοχῆς τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, αὐτὴ τὴν φορά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1854.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, σὲ μυστικὴ συνεδρίασή της, ἀποφάσισε καὶ ἐνέκρινε τὴν εἴσοδο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴν σκλαβωμένη Θεσσαλία μόλις κατὰ τὴν σύσκεψη τῆς 18ης πρὸς τὴν 19η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1878, ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ σχετικὲς προκαταρκτικὲς ἐνέργειες, μὲ σιωπηρὴ συγκατάθεση καὶ παρότρυνση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης, εἶχαν ἀρχίσει πολὺ νωρίτερα.
Αὐτὸ διαφαίνεται ἀπὸ ἀρκετὰ δημοσιεύματα τῶν ἑλληνικῶν ἐφημερίδων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πρὶν ἀπὸ τὴν 18η Ἰανουαρίου 1878, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἦταν γνώστης τῆς «μυστικῆς» αὐτῆς ἀπόφασης, ἀφοῦ ὁ ἴδιος τὴν εἶχε ἐπιβάλει μὲ ἐπίμονες πιέσεις καὶ ἐκδηλὠσεις καὶ μὲ τὴν γενικὴ συμπεριφορά του.
Ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ οἱ συνεχεῖς πιέσεις του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων περιοχῶν τῆς Ἑλλάδας μὲ πολεμικὴ ἐπέμβαση κατὰ τῆς Τουρκίας ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀγνοηθοῦν ἀπὸ ὁποιαδήποτε Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, ἔστω καὶ ἄν, ὅπως ἦταν δεδομένο, οἱ ἰσχυρὲς μεγάλες εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις θὰ ἐναντιώνονταν δυναμικῶς σὲ κάθε ἑλληνικὴ πολεμικὴ ἐνέργεια.
Τοὐλάχιστον ἀπὸ ἕνα χρόνο νωρίτερα, πρὶν τὴν 18η Ἰανουαρίου 1878, οἱ πιέσεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας μὲ πολεμικὲς ἐνέργειες εἶχαν πάρει τὴν μορφὴ παλαϊκῆς ἐξέγερσης καὶ ἀσυγκράτητης ἐσωτερικῆς ἐπανάστασης.
Στὶς 22 Μαΐου τοῦ 1877 μία μεγάλη παλλαϊκὴ συγκέντρωση τοῦ ἀθηναϊκοῦ λαοῦ στὸ Παναθηναϊκὸ Στάδιο, στὴν ὁποία συγκέντρωση οἱ πρωτοστάτες της, στὸ σχετικὸ ψήφισμα τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε, ἔδωσαν τὴν συμβολικὴ ὀνομασία «Ἐκκλησία τοῦ Λαοῦ», ὁδήγησε, ἔπειτα ἀπὸ ἰσχυρές παράλληλες πιέσεις ἀλλὰ καὶ βίαιες διαδηλωτικὲς ἐπεμβάσεις οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν, στὴν παραίτηση τῆς ὑπάρχουσας κυβέρνησης καὶ στὴν συγκρότηση νέας κυβέρνησης, τῆς «Οἰκουμενικῆς Κυβέρνησης», μὲ ὑποχρεωτικὴ συμμετοχὴ σ’ αὐτὴν ὅλων τῶν ἀρχηγῶν τῶν ὑπαρχόντων καὶ λειτουργούντων κομμάτων.
Ἡ καθολικὴ συμμετοχὴ στὴν «Οἰκουμενικὴ Κυβέρνηση» ὅλων τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν ἦταν ὁμόφωνη ἀπόφαση, ἀπαίτηση καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση, σύμφωνα μὲ ρητὴ δήλωση στὸ σχετικὸ ψήφισμα της «Ἐκκλησίας τοῦ Λαοῦ», γιὰ τὴν καθολικὴ ἀποδοχὴ καὶ παλαϊκὴ ὑποστήριξη τῆς Οἰκουμενικῆς Κυβέρνησης.
Ὡστόσο, ἄν καὶ ἡ ἐπίσημη ἀπόφαση καὶ συγκατάθεση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας μὲ ἐμπόλεμες ἐνέργειες παρουσιάζεται ὅτι ἐγκρίθηκε στὶς 18 – 19 Ἰανουαρίου 1878, καὶ μάλιστα ὕστερα ἀπὸ εἰδικὴ μυστικὴ σύσκεψη τῆς ἑλληνικῆς βουλῆς, εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπὸ πολὺ νωρίτερα εἶχαν δοθεῖ σχετικὲς μυστικὲς καὶ ἐμπιστευτικὲς ἐντολὲς στὶς δημόσιες ἑλληνικὲς ἀρχὲς νὰ δραστηριοποιηθοῦν προκειμένου νὰ γίνουν οἱ ἀπαραίτητες προετοιμασίες γιὰ τὴν εἴσοδο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴν Θεσσαλία.
Χαρακτηριστικὰ καὶ σαφέστατα σχετικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τοπικοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁλμυροῦ ἐνδιαφέροντος εἶναι τὰ ὅσα ἀναφέρει ἀπὸ τὴν παραμεθόριο Σούρπη ὁ τότε Δήμαρχος Πτελεατῶν Γενναῖος Σκούρας σὲ μία ἀναφορά του πρὸς τὸν νομάρχη Φθιώτιδας τὸν Ἰούλιο τοῦ 1877. Ἀπὸ ὅσα ἀναφέρει ὁ Δἠμαρχος Πτελεατῶν, ἔστω καὶ συγκαλυμμένα, ἀπαντῶντας σὲ μυστικὴ ἐμπιστευτικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Νομάρχου Φθιώτιδας, γίνεται φανερὸ ὅτι εἶχε προηγηθεῖ σχετικὴ ἀλληλογραφίας καὶ ὅτι γινόταν ἀπὸ πρὶν προετοιμασία τοῦ ἀγῶνα:
«Ἐν Σούρπῃ τῇ 19 Ἰουλίου 1877
Σεβαστέ μοι Κύριε Νομάρχα !
Σᾶς ἀπαντῶ εἰς τὴν ἀπὸ χθὲς χρονολογουμένην ἐμπιστευτικὴν ἐπιστολήν σας. Αἱ σχέσεις ἐνταῦθα εἰσὶ διακεκομμέναι. Δὲν ἀφήνουν κανέναν οἱ Τοῦρκοι νὰ ὁμιλήσουμε ὥστε μετὰ δυσκολίας δυνάμεθα νὰ συνεννοηθῶμεν μετὰ τῶν ἔξω καὶ κανέναν ὅπου στέλνομε εἰς Ἁλμυρὸν κρυφίως καὶ μὲ ἀδρὰν πληρωμήν.
Ἀνάγκη ὅπλων καὶ πολεμοφοδίων ἄλλως δὲν ἐκπληροῦται ὁ σκοπὸς ὅν μελετῶμεν. Περὶ ὅσων μοὶ γράφεις θ’ ἀπαντήσω αὔριον ἤ μεθαύριον διότι ἐζήτησα πληροφορίας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ἀνταποκριτάς μου περὶ προσώπων καὶ ἐκ περισσοῦ σᾶς λέγω ὅτι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο θὰ λάβῃ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Ἁλμυροῦ θὰ εἶναι καὶ τοῦ Πλατάνου. Ἡ δὲ παρουσία τοῦ Εὐαγγέλη Σπανοῦ εἰς Κωφοὺς καὶ Κοκκωτοὺς θ’ ἀναγκάσῃ τοὺς κατοίκους νὰ λάβουν τὰ ὅπλα. Ἡ Βρύναινα δὲν δύναται νὰ ἐπαναστατήσῃ διότι ἑδρεύει λόχος καὶ καταλύει εἰς τὰς οἰκίας τῶν κατοίκων ἐξ 70 στρατιωτῶν, ἔχει δηλαδὴ δύναμιν ἀνωτέραν τῆς φρουρᾶς τοῦ Ἁλμυροῦ.
Ἀνάγκη ν’ ἀποσταλοῦν περισσότερα ὅπλα νὰ ὁπλίσουν καὶ τοὺς κατωτέρους τοῦ Δήμου μου ἐν ἀνάγκῃ νὰ τρέξουν εἰς βοήθειαν. Κατόπιν τῆς ἐξεγέρσεως τῆς ἐπαρχίας Ἁλμυροῦ ἀπαιτοῦνται καὶ σελάχια, παλάσκες καὶ τὰ τοιαῦτα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ὑπάρχουν, ἄλλως δὲν εἴμεθα ἑτοιμοπόλεμοι. Ποῦ νὰ θέσῃ τις τὰ φυσέκια του;
Οἱ ἐν Ἁλμυρῷ Τοῦρκοι συγκεντρώνονται εἰς οἰκίας, προσκαλοῦσι δὲ καὶ ἐκείνους ἐκ τῶν περιχώρων νὰ ἔλθουν ἐντὸς τοῦ Ἁλμυροῦ.
Αἱ οἰκογένειαι τῶν χωρίων Βρύναινα, Κοκκωτούς, Κωφοὺς καὶ Πλατάνου θὰ καταφύγουν εἰς τὸ Ἑλληνικόν, ἀδύνατον εἰς Γοῦραν, διότι εἶναι πολὺ μακριά.
Τέλος ἀναμένω πάντοτε τὰς ὁδηγίας σας περὶ ὅλων ἐν γένει.
Σᾶς προσκυνῶ διατελῶν πρόθυμος τῶν διαταγῶν σας
Γενναῖος Σκούρας».
Στὴν Ἀθήνα εἶχε συγκροτηθεῖ εἰδικὴ «Ἐπαναστατικὴ Ἐπιτροπή». Ὁ Σ. Ν. Γάτζος, καλὸς γνώστης τῆς κατάστασης ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στὴν Θεσσαλία, ἔγραψε πρὸς τὴν Ἐπαναστατικὴ Ἐπιτροπή, παρέχοντας πολύτιμες σχετικὲς πληροφορίες ἀλλὰ καὶ ὑποδείξεις:
«Οἱ Θεσσαλοὶ δὲν ἐκινήθησαν μέχρι σήμερον τὸ μὲν διότι πολλοὶ τοὺς ἐσυμβούλευσαν νὰ μένωσιν ἥσυχοι ἐπειδὴ ἡ ἐλευθέρα Ἑλλὰς ἐνεργεῖ διπλωματικῶς ὑπὲρ τῆς βελτιώσεως τῆς τύχης των, τὸ δὲ διότι τοῖς ἐλλείπουσιν ἄνδρες δυνάμενοι νὰ ἀναλάβωσιν τὴν πρωτοβουλίαν καὶ ἀρχηγίαν κινήματός τινος.
Νομίζομεν ὅτι εἶναι δυνατὸν συνεννοουμένων τῶν ἐνταῦθα ἁρμοδίων μετὰ τῶν καταλλήλων προσώπων τῶν διαμερισμάτων Βόλου, Ἁλμυροῦ, Καρδίτσης, Ἀγράφων, Τρικάλων, Χασίων, Ἐλσσῶνος, Ὀλύμπου καὶ Ἀγιᾶς, ν’ ἀρχίσῃ τὸ κίνημα κατὰ τὴν πανήγυριν τῶν Φαρσάλων, 15 Αὐγούστου, ἄν ὅμως αἱ περιστάσεις ἐπισπεύδωσιν, δυνατὸν ν’ ἀρχίσῃ καὶ ταχύτερον. Πάντοτε ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ σταλῶσι συγχρόνως ἐντεῦθεν ἐπικουρικὰ σώματα καὶ ἀρχηγὸς στρατιωτικός, ἄνθρωπος ἔμπειρος, πατριώτης καὶ φέρων ὄνομα τὸ ὁποῖον νὰ ἐμπνέῃ πίστιν εἰς τοὺς κατοίκους, οἵτινες μετὰ λύπης ἀναμιμνήσκονται τὰ συμβάντα τοῦ 1854.
Εἶναι βέβαια περιττὸν νὰ εἴπω, ὅτι εἶναι ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ διαθέσωσιν ἡ Κυβέρνησις καὶ ἡ Ἐπιτροπὴ διὰ τὴν ἐπανάστασιν τῆς Θεσσαλίας περὶ τὰς 10.000 ὅπλα μετὰ τῶν ἀναγκαίων πολεμοφοδίων».
Ὡστόσο, παρὰ τὸ ὅτι, ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, προτεινόταν ν’ ἀρχίσει ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγῶνας στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1877, αὐτὸς ξεκίνησε πολὺ ἀργότερα. Ἔτσι ἀρχικῶς ἀναβλήθηκε ἡ ἔναρξη γιὰ τὶς 15 Ἰανουαρίου 1878, χωρὶς καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμερομηνία νὰ γίνει ἡ ἐπίσημη ἔναρξη. Ἡ Οἰκουμενικὴ Κυβέρνηση, ἡ ὁποία εἶχε συγκροτηθεῖ , ἀναγκαστικῶς κάτω ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ πίεση τοῦ λαοῦ ἀλλὰ χωρὶς τὸν ἀπαραίτητο οὐσιαστικὸ σύνδεσμο μεταξῦ τῶν μελῶν της, δὲν μποροῦσε ν’ ἀποκτήσει τὴν ἀπαραίτητη, ἰδιαιτέρως γιὰ τόσο σοβαρὲς ἀποφάσεις, συνοχή. Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν διαφόρων κομμάτων, ὑποχρεωμένοι νὰ συμμετέχουν σὲ μία ἑνιαία Κυβέρνηση, χωρίς τὴν ἐσωτερικὴ ἀτομική τους ἐγκάρδια συναίνεση, δὲν μποροῦσαν νὰ ξεπεράσουν τὶς προσωπικές τους καὶ τὶς κομματικὲς διαθἐσεις καὶ διαφορές.
Ὁ λαὸς ἀπαιτοῦσε μὲ δυναμικὲς παρεμβάσεις τὴν συνολικὴ προπαρασκευὴ ὅλου τοῦ κράτους γιὰ τὴν ἄμεση ἔναρξη τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, ἀδύναμη νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἐπιθυμία καὶ στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ λαοῦ καὶ τῶν περιστάσεων, ἀδρανοῦσε. Ἀδυνατοῦσε ἀκόμη νὰ ἀδιαφορήσει καὶ νὰ ἐναντιωθεῖ στὶς ἰσχυρὲς πιέσεις τῶν Μεγάλων Εὐρωπαϊκῶν Δυνάμεων.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου Κανάρη, στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1877, ὁ ὁποῖος, στὴν Οἰκουμενικὴ Κυβέρνηση ἡ ὁποία εἶχε συγκροτηθεῖ, ἦταν καὶ ὁ βασικότερος συναισθηματικὸς συνεκτικός της κρίκος, ἡ Κυβέρνηση ἔπαψε νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι οὐσιαστικῶς, ἀλλὰ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ λέγεται ἀκόμη «Οἰκουμενικὴ» καὶ στὶς 11 Ἰανουαρίου 1878 διαλύθηκε. Ἀγανακτισμένος ὁ ἑλληνικὸς λαὸς σύσσωμος κατηγόρησε τὴν διάλυση αὐτὴ ὀνομάζοντάς την «λιποταξία» καὶ χαρακτηρίζοντας τοὺς ὑπουργούς της «λιποτάκτες».
Ὁ Α. Κουμουνδοῦρος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε πρωθυπουργὸς στὴν νέα κυβέρνηση στὶς 13 Ἰανουαρίου 1878, ἄν καὶ γνώριζε πολὺ καλῶς ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει πλήρως καὶ ἱκανοποιητικῶς τὴν καθολικὴ ἀπαίτηση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ γιὰ τὴν κήρυξη πολέμου γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων περιοχῶν, ἀνακοίνωσε τὸ πρόγραμμά του, υἱοθετῶντας τὴν καθολικὴ αὐτὴ ἀπαίτηση τοῦ λαοῦ λέγοντας τὸ γενικόλογο καὶ λίγο ἀσαφὲς καὶ ἐπιδεκτικὸ πολλῶν ἑρμηνειῶν ὅτι ἀπὸ τὴν κυβέρνηση θὰ ἐπιδιωχθεῖ «ἐνεργὸς καὶ πραγματικὴ προστασία καὶ ὑπεράσπισις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῶν καταπιεζομένων καὶ καταδυναστευομένων ἀδελφῶν ἡμῶν».
Διάφορες φῆμες καὶ ἀσαφεῖς καὶ ἀβέβαιες πληροφορίες κυκλοφοροῦσαν ὅτι ξεκίνησε ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς γιὰ τὴν Θεσσαλία. Ἀναστατωμένοι καὶ ἀνυπόμονοι ἦταν οἱ ἐθελοντὲς ἀγωνιστὲς οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν ἤδη στὴν παραμεθόριο περιοχῆ ἤ καὶ ἐντὸς τῶν σκλαβωμένων περιοχῶν περιμένοντας τὴν ἔμπρακτη ὑλοποίηση τῶν κυβερνητικῶν ἀποφάσεων.
Κάτω ἀπὸ τὸ κλῖμα αὐτῆς τῆς ἀβεβαιότητας τῶν προθέσεων καὶ ἀποφάσεων καὶ τῆς ἀναβλητικότητας τῆς Ἑλληνικῆς Κυβέρνησης οἱ ἐθελοντὲς ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη συγκεντρωθεῖ στὰ ἑλληνοτουρκικὰ σύνορα περιμένοντας νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὰ ἐπίσημα ἑλληνικὰ στρατεύματα καὶ ἐνῶ κάποιοι ἀνυπόμονοι εἶχαν ἤδη εἰσέλθει στις σκλαβωμένες περιοχές, ἄρχισαν μεμονωμένες συγκρούσεις μὲ τοὺς Τούρκους.
Πληροφορίες οἱ ὁποῖες ἔφταναν ἀπὸ τὴν Θεσσαλία στὴν ἀμήχανη καὶ ἀμφιταλαντευόμενη κυβέρνηση στὴν Ἀθήνα βεβαίωναν ὅτι ὅλοι εἶναι ἕτοιμοι καὶ ὅτι ἀγωνιοῦσαν καὶ ἀνυπομονοῦσαν ν’ ἀρχίσουν τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα.
Εἰδικότερες πληροφορίες ἀπὸ τὴν παραμεθόρια περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ βεβαίωναν ὅτι ὄχι μόνο ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ ἦταν ἕτοιμοι καὶ περίμεναν τὴν ἐπίσημη εἴσοδο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἀλλὰ καὶ ὅτι ἤδη εἶχαν ἀρχίσει κάποιες συγκρούσεις στὶς ὁποῖες οἱ Τοῦρκοι ὑποχωροῦσαν. Καὶ αὐτὸ ἦταν πραγματικότητα. Ἡ Γοῦρα βρισκόταν ἤδη στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Ἰανουαρίου 1878 καὶ εἶχε ἀνακηρυχθεῖ ἐλεύθερη.
Τὴν ἴδια ἐποχή, πρὶν ἀκόμα ἀποφασισθεῖ ἡ εἴσοδος τοῦ τακτικοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴν σκλαβωμένη Θεσσαλία, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἤδη πολλὲς ὁμάδες ἀτάκτων ἐθελοντῶν ἀγωνιστῶν ὑπὸ διαφόρους ἀρχηγούς, ὅπως τὸν Ι. Ζῆκο, τὸν Βασίλειο Ζούρκα, τὸν Σ. Λαμπρινάκο, τὸν Δαλίπη, τοὺς ἀδελφοὺς Τσουμπέτα, τὸν Δῆμο Κωστούλα, τὸν Α. Μήτσα, τὸν Σ. Μάργαρη, τὸν Γ. Γούσιο, τὸν Λακκιώτη, τοὺς ἀδελφοὺς Θρασύβουλο καὶ Ἀχιλλέα Βελέντζα, τὸν Ἰωάννη Βελέντζα, γιὸ τοῦ Ἀχιλλέα, τὸν Γενναῖο Σκούρα, τὸν γιατρὸ τῆς Σούρπης Δροσόπουλο, τὸν Ἀθανάσιο Φράγγο, τὸν Ν. Ἀξελό, τὸν Μητρολάπη, τὸν Π. Ματζαβῖνο, τὸν Δεσποτόπουλο ἀπὸ τὸν Πλάτανο, τὸν Φ. Ἀθανασίου, τὸν Α. Κρῖκο, τὸν Γιάννη Πάλλα, τὸν Τριαντάφυλλο Βαρβαρέζο, φοιτητὴ ἀπὸ τὴν την Βρύναινα καὶ ἄλλους.
Ὅλοι αὐτοί, ἀνυπομονῶντας ν’ ἀναλάβουν ἔνοπλο ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα καὶ μὴν μπορῶντας νὰ περιμένουν περισσότερο τὴν συνεχῶς ἀναβαλλόμενη ἐπίσημη εἴσοδο τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων, συγκεντρώθηκαν στὴν Βρύναινα, ὕστερα ἀπὸ πρωτοβουλία καὶ πρόσκληση τοῦ πολιτικοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ Δημητρίου Οἰκονομίδη ἤ Πατσιούρα, στὶς 16 Ἰανουαρίου 1878, ὅπου τελέστηκε δοξολογία ἀπὸ τὸν Ἁλμυριώτη ἱερομόναχο τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας Ξενιᾶς, Ἀγαθάγγελο Τσακμακόπουλο καὶ ὑψώθηκε ἡ σημαία τῆς ἐλευθερίας.
Στὴν Βρύναινα, στὴν ὁποία τελέστηκε ἡ δοξολογία, δὲν ὑπῆρχαν τουρκικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις. Ἡ τουρκικὴ φρουρὰ τῶν 70 στρατιωτῶν, ἡ ὁποία, ὅπως βεβαίωνε τὸν Νομάρχη Φθιώτιδας ὁ Δήμαρχος Πτελεατῶν Γενναῖος Σκούρας ἀπὸ τὴν Σούρπη στὶς 19 Ἰουλίου 1877, ὑπῆρχε στὴν Βρύναινα, εἶχε ἀπομακρυνθεῖ. Στρατιωτικές τουρκικές δυνάμεις, την ἐποχὴ αὐτή, ὑπῆρχαν σε τρία μόνο μέρη τῆς περιοχῆς Αλμυροῦ, στὴν πόλη τοῦ Ἁλμυροῦ, κυρίως, στὸν Πλάτανο καὶ μία μονάδα φρουρᾶς στὸ Κάτω Μοναστῆρι τῆς Παναγίας Ξενιᾶς.