ΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1854 ΣΤΟΝ ΑΛΜΥΡΟ. ΜΕΡΟΣ Γ΄.

                Τὴν ἄποψη αὐτὴ εἶχε καὶ ὁ Ἠλίας Παπαηλιόπουλος, αὐτόπτης μάρτυρας τῶν γεγονότων καὶ ἔχοντας πλήρη γνώση τῆς ὅλης κατάστασης, ὁ ὁποῖος, ἄν καὶ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ   ὑπακούει καὶ νὰ συμπεριφέρεται σύμφωνα μὲ τὶς κυβερνητικὲς ὁδηγίες,  ὡς  πρώην γραμματέας τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου καὶ προσωπικὸς ἀντιπρόσωπος τοῦ Ὄθωνα, δὲν δίστασε, συνεχίζοντας τὴν παραπάνω ἐπιστολή του, νὰ διαβεβαιώσει  πατέρα του:

              «’Εάν προϋπῆρχε συνεννόησις μεταξὺ τῶν  σωμάτων καὶ σχέδιον προσβολῆς, ἦτο ἄφευκτος ἡ κυρίευσις τῶν τουρκικῶν πυροβόλων, καὶ πιθανὴ ἡ ἐντὸς τῆς  Πόλεως τοῦ Ἁλμυροῦ εἴσοδός  μας».

                     Γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ  ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ ὅσα ἀκολούθησαν ὅτι ὑπῆρχε ἀσυμφωνία μεταξὺ τῶν διαφόρων ἀρχηγῶν γιὰ τὴν συνέχιση τῶν ἀπελευθερωτικῶν ἐνεργειῶν καὶ τὴν μορφὴ τὴν ὁποία ἔπρεπε αὐτὲς νὰ πάρουν. Διαφαίνεται μάλιστα ὅτι ὑπῆρχε καὶ  παρέμβαση τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλίας  τόσο γιὰ τὴν διασπορὰ καὶ τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν  διαφωνιῶν  μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁπλαρχηγῶν ὅσο καὶ γιὰ τὸ  ἀδικαιολόγητο σταμάτημα μιᾶς τόσο ἐλπιδοφόρας ἐξέλιξης τῶν γεγονότων.

              Μετὰ τὴν νικηφόρο μάχη τοῦ Πλατάνου ὁ Παπακώστας Τζαμάλας, ἄγνωστο γιὰ ποιὸν λόγο, παρέμεινε ἀδρανὴς στὸν Πλάτανο ἐνῶ οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ εἶχαν σκορπισθεῖ  σὲ διαφορετικὲς κατευθύνσεις ὁ καθένας. Οἱ ντόπιοι ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ περιφέρονταν ἀσκόπως καὶ ἀτάκτως στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὸν Ἁλμυρὸ καὶ γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν προέβαιναν σὲ ληστεῖες καὶ ἁρπαγές, παρὰ τὰ ὅσα εἶχαν ὑποσχεθεῖ μὲ ὅρκο στὶς 10 Μαρτίου στὰ Κελέρια.

                Πληροφορίες γιὰ τὴν κατάσταση αὐτὴ ἔχει καταγράψει καὶ ὁ Ζήσης Γραναφίδης, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Πορταριά, ἐθελοντὴς πολεμιστὴς τοῦ ἀγῶνα αὐτοῦ. Παραθέτουμε ἕνα ἀπόσπασμα τῶν ἀπομνημονευμάτων τοῦ Ζήση Γραναφίδη ὅπως αὐτὰ δημοσιεύθηκαν στὴν ἐφημερίδα «ΠΡΟΟΔΟΣ» τοῦ Ἁλμυροῦ στὶς 22 Ἰανουαρίου 1936:

                    «Τὴν 17 Μαρτίου ἀναχωροῦμεν ἀπὸ τὴν Μιντζέλα. Εἴμεθα τὸ ὅλον 577 παλληκάρια, μᾶς συνοδεύουν ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα πολὺ πλῆθος καὶ ἱερὸς κλῆρος».

              «Ἐφθάσαμεν εἰς τὸν Πλάτανον ὅπου συναντῶμεν τοὺς ὁπλαρχηγοὺς Βελέντζαν, Παπακώσταν καὶ Λεβέντη, Μόλις ξαποστάσαμεν συνάπτομεν μάχην πρὸς τὸν ἐχθρόν. Οἱ Τοῦρκοι κατεῖχον ὅλα τὰ γύρω ὑψώματα τοῦ χωρίου, ἦσαν δὲ ὅλοι ἄτακτοι. Μπροστὰ στὸ χωριὸ ἦταν παρατεταγμένοι πενήντα Ἀρβανίταις. Καὶ τοὺς μὲν Τούρκους οἵτινες εὑρίσκοντο εἰς τὰ ὑψώματα τοὺς τρέπομεν εἰς φυγὴν μετὰ τὴν πρώτην προσβολήν, οἱ δὲ πενῆντα Ἀρβανίταις, οἵτινες εὑρίσκοντο ἔμπροσθεν τοῦ χωρίου, ὑποχωροῦσι κανονικῶς καὶ κλείονται εἰς ἕνα πύργον τοῦ χωρίου καὶ ἀνθίστανται ἐπὶ ἀρκετὸν χρονικόν διάστημα. Ἡμεῖς φέρομεν ξηρὰ ξύλα καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τοὺς καύσωμεν ὅτε τέλος ἰδόντες τὸ δεινὸν παρεδόθησαν μὲ τὴν συμφωνίαν νὰ μεταβῶσιν εἰς Ἁλμυρόν, τὸ ὁποῖον καὶ ἐγένετο».

                      «Τὴν ἑπομένην κατεβήκαμε εἰς τὸ Τσεγγέλι, ὅπου ἐπήραμε ἀπὸ τοὺς  Τούρκους πενήντα πρόβατα».

                 Λαμβάνομεν τὴν ἄγουσαν πρὸς βορρᾶν καὶ φθάνομεν τὴν 20 Μαρτίου εἰς τὸ χωρίον Ἄκετσι.  Ἑκεῖ διενυκτερεύσαμεν. Τὴν 21 Μαρτίου ἀφίνομεν τὸ Ἄκετσι καὶ ὁ μὲν  Βελέντζας μεταβαίνει πρὸς δυσμὰς τὸ δὲ σῶμα μας προχωρεῖ πρὸς τὸν Βόλον καὶ φτάνομε εἰς τὰ Καλύβια τὰ Μελισσιάτικα».

                  Ἀρκετὰ κατατοπιστικὲς γιὰ τὰ ἴδια γεγονότα εἶναι κάποιες πληροφορίες οἱ ὁποῖες  περιλαμβάνονται στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἠλία Παπαηλιόπουλου  τῆς 23 Μαρτίου:

                   «Ἀπόψε ἀναχωροῦμεν ἀπὸ τὸν Πλάτανον…. ἡ ἀναθεματισμένη διχόνοια ἐκορυφώθη μεταξὺ τῶν δύο στρα­τιωτικῶν μας, καὶ τὰ σώματά των χωρίζονται. Ἐγώ θὰ ὑπάγω μὲ τὸν Παπᾶ διότι εἶναι καὶ ἱκανώτερος καὶ μᾶλλον εὐτακτότερος σχετικῶς τῶν ἄλλων. Το σῶμα μας θὰ εἶναι πλέον τῶν  1.500. Θὰ ὑπάγωμεν διὰ τροφὰς διότι μόλις ἔχομεν ἀπόψε ὀλίγον ψωμί. Θὰ ζητήσωμεν τροφὰς εἰς τὸν κάμπον τοῦ Βελεστίνου καὶ ἐκεῖθεν θὰ ὑπάγωμεν εἰς τὰ εἰκοσιτέσσαρα χωριά, νὰ συντελέσωμεν εἰς τὴν ἀποστασίαν των. Ἀνάθεμα εἰς τὴν διχόνοιαν καὶ εἰς τὴν λαφυραγωγίαν, τὰ ὁποῖα παρέλυσαν τοὺς στρατιώτας καὶ ἐξάλειψαν τὸν ἐνθουσιασμόν».

             Ἔτσι κάπως, ἐντελῶς ἄδοξα καὶ ἀδικαιολόγητα, ἐνῶ ἡ ἐπτυχία του φαινόταν καὶ ἦταν βἐβαιη, ἀπότυχε καὶ τελείωσε τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ ἔτους 1854 στὴν περιοχὴ Ἁλμυροῦ. Στὴν  ἀποτυχία αὐτὴ  συνέβαλαν, ὅπως προαναφέρθηκε, πολὺ ἀποτελεσματικῶς  καὶ καθοριστικῶς οἱ ἐνέργειες τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Άγγλίας. Αὐτὸ  σαφέστατα διαφαίνεται  ἀπὸ τὰ παρακάτω γεγονότα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο μερικῶν ἐγγράφων τοῦ ἀρχείου τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀγγλίας, χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παρουσιάζουμε στὴν συνέχεια.

                Ἡ παρέμβαση ἰδιαιτέρως τῆς Γαλλίας  γιὰ τὸ σταμάτημα κάθε ἀπελευθερωτικῆς δραστηριότητας  ἐκ μέρους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ἰδίως στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁλμυροῦ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ ἔτους 1854, ἦταν ἀποφασιστικὴ καὶ δυναμική.

                      Στὶς 27 Μαρτίου 1854  ὁ ὑποναύαρχος τοῦ γαλλικοῦ στόλου B. Tinan μὲ δύο πολεμικὰ πλοῖα τοῦ γαλλικοῦ στόλου, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶχαν σταλεῖ στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ συμβάλλουν στὴν ἀποτροπὴ  τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ ἔτους  1854, τὰ «Gomer»  καὶ  «Flyer»,  ἀγκυροβόλησε στὸν ὅρμο τῆς Μιντζέλας τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας προκειμένου ἀπὸ ἐκεῖ νὰ  μεταβεῖ  στὸν Ἁλμυρὸ καὶ νὰ προσπαθήσει  νὰ   πείσει τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς  νὰ σταματήσουν τοὺς ἀπελευθερωτικούς τους ἀγῶνες.

                   Τὶς παρεμβατικὲς αὐτὲς δραστηριότητές του ὁ ὑποναύαρχος Tinan τὶς γνωστοποίησε στὸν ἀρχιναύαρχο τοῦ γαλλικοῦ στόλου τῆς Μεσογείου μὲ εἰδικὴ ἀναφορά του τὴν  1 Ἀπριλίου 1854, τὸ κείμενο τῆς ὁποίας παρουσιάζομε ἀπὸ τῆν ἐργασία τοῦ Ἠλία Γεωργίου, «Γαλλικόν σχέδιον ἀποσβέσεως τῆς θεσσαλικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1854», δημοσιευμένης στὰ «ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», ( ἔκτακτος ἔκδοσις, Ἂθῆναι, 1965, σελ. 755 -756):

                   «Ἔχω τὴν τιμὴν ν’ ἀναφέρω, ὅτι τὴν    27 Μαρτίου ὡδήγησα Gomer καὶ Flyer εἰς τὸν ὅρμον Ἀμαλιαπόλεως, ἑλληνικῆς πόλεως κειμένης πλησίον τῶν συνόρων, ὁπόθεν ἀναχωροῦν, λέγεται, βοήθειαι διὰ τὴν ἐπανάστασιν. Μετὰ τῶν διοικητῶν τοῦ τόπου ἐπεσκέφθην τοὺς κυριωτέρους κατοίκους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα τὴν σταθερὰν θέλησιν τῆς Κυβερνήσεως ἡμῶν νὰ ὑπερασπίσωμεν ἀντὶ πάσης θυσίας τὸ τουρκικὸν ἔδαφος. Ἐγνωστοποίησα εἰς αὐτούς, ὅτι θὰ ὑφίσταντο αὐστηρὰ ἀντίποινα ἐκ μέρους ἡμῶν, ἄν ἐβοήθουν τοὺς ἐπαναστάτας.

                Ἐν συνεχείᾳ ἠγκυροβολήσαμεν πρὸ τοῦ Ἁλμυροῦ. Ὁμὰς 300-400 Ἑλλήνων μετὰ σημαίας εἶχεν ἐξέλθει τοῦ ἀπό τινων ἡμερῶν   καταληφθέντος ὑπ’ αὐτῆς χωρίου Πλατάνου.

               Εἰς Βόλον ἔφθασαν 4 τουρκικαὶ φρεγάται φορτωμέναι στρατόν. Κατὰ τὰς συμβουλάς μου χθὲς ἐπεχείρησαν ἀποβίβασιν εἰς τὴν παραλίαν Ἁλμυροῦ πρὸς λύσιν τῆς  πολιορκίας τούτου καὶ ἐκδίωξιν τῶν Ἑλλήνων ἐκ τοῦ Πλατάνου».

                   Ὡστόσο, στὴν παραπάνω ἀναφορὰ πρὸς τὸν ἀρχιναύαρχο τοῦ γαλλικοῦ στόλου τῆς Μεσογείου δὲν δίνονται οἱ λεπτομέρειες τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς, οἱ ἐνέργειες τῆς ὁποίας ἀπέβλεπαν στὴν κατάπνιξη τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τοῦ Ἁλμυροῦ. Λεπτομερέστερα περιγράφονται τὰ γεγονότα αὐτὰ σὲ σχετικὲς ἀναφορὲς πρὸς τὸν Ὑπουργὸ τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Γαλλίας.

                    Στὶς 7 Ἰουνίου 1854 στάλθηκε μία ἀναφορὰ πρὸς τὸν Dr. Lhuys, Ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν τῆς Γαλλίας:

                 «Ἐσκέφθην, Κύριε Ὑπουργέ, ὅτι δύναμαι εἰς τὰς περιστάσεις ταύτας νὰ θέσω εἰς ἐκτέλεσιν σχέδιον, τὸ ὁποῖον εἶχον συλλάβει ἀπὸ μακροῦ καὶ τὸ ὁποῖον ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ὑποβάλω ὑπὸ τὴν  κρίσιν τῆς Ὑμετέρας Ἐξοχότητος, δηλ. τὴν εἰς τὰ σύνορα ἀποστολὴν Ἐπιτρόπων ἐπιφορτισμένων τὴν μελέτην τῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων καὶ νὰ ἐπιζητήσουν νὰ ἐπαναφέρουν εἰς τὸ καθῆκον τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἐπαναστατῶν καὶ ν’ ἀποκαταστήσουν, ἄν εἶναι δυνατόν, τὴν μεταξὺ τῶν τουρκικῶν καὶ ἑλληνικῶν ἀρχῶν καλὴν ἁρμονίαν.

                 Εὐτυχῶς εἶχον πρόχειρον πρὸς ἐκπλήρωσιν τῆς ἀποστολῆς ταύτης τὸν Guerin, τὸν ὁποῖον ἡ Ὑμετέρα Ἐξοχότης εἶχε θέσει εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ στρατηγοῦ Gorey, καὶ ὅστις πρὸς στιγμὴν οὐδὲν εἶχε  νὰ κάμῃ ἐν Ἀθήναις. Ὁ Guerin  κατοικεῖ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ 25 ἐτῶν. Γνωρίζει τοὺς Ἕλληνες καὶ γνωρίζει πῶς πρέπει νὰ μεταχειρισθῇ αὐτούς.  Οὐδεὶς ἦτο ἱκανὸς περισσότερον αὐτοῦ νὰ κερδίσῃ τὸν Χατζηπέτρον καὶ Τσάμην  Καρατάσον κ. τ. λ.

                    Οὗτος εἶναι δυνατὸν νὰ κερδίσῃ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς Ἑλλάδα. Ὁ Wyse, ὅστις μετέσχε πλήρως τοῦ τρόπου, καθ’  ὅν βλέπω τὰ πράγματα, ὥρισε τὸν ἐν Ἀθήναις πρόξενόν του, ἵνα συνοδεύσῃ τὸν Guerin, ὅστις ὁμοίως ἔχει μαζί του πολλοὺς ἀνωτέρους Ἕλληνας ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται εἰς οἰκείας σχέσεις μετὰ τῶν κατεχόντων ἀκόμη τὴν Θεσσαλίαν καπετάνων καὶ ἔχουν ἀποδοκιμάσει ἐπιμόνως τὸ κίνημα.  Θὰ εἶμαι εὐτυχής, κύριε Ὑπουργέ, νὰ δυνηθῶ νὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ τὴν ἐπανάστασιν τοὺς ἐπικινδύνους ἀρχηγούς της Χατζηπέτρον καὶ Καρατάσον χωρὶς νὰ πυρποληθῇ οὔτε προσάναμμα».[1]

                  Οἱ λεπτομέρειες τοῦ σχεδίου τῆς ἀποστολῆς στὰ σύνορα «ἐπιτρόπων ἐπιφορτισμένων νὰ ἐπιζητήσουν νὰ ἐπαναφέρουν εἰς τὸ καθῆκον τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν ἐπαναστατῶν» καταγράφονται σὲ μία ἀναφορὰ τὴν ὁποία ἔστειλε, στὶς 12 Ἰουνίου 1854 ὁ Αὔγουστος Guerin πρὸς τὸν Rouen, πρεσβευτὴ τῆς Γαλλίας στὴν Ἑλλάδα:

                  «Τὴν 4 πρωινὴν τῆς 9 ἀνεχωρήσαμεν ἐκ Στυλίδος. Ἐφθάσαμεν εἰς Ἀμαλιάπολιν, ὅπου ἐμείναμεν 3/4 τῆς ὥρας. Ἐπεσκέφθημεν τὸν προξενικὸν πράκτορα ἡμῶν καὶ τὸν δήμαρχον τῆς πόλεως. Ἐγνωστοποιήσαμεν εἰς αὐτοὺς τὸν σκοπὸν τῆς ἀποστολῆς ἡμῶν καὶ συνεστήσαμεν εἰς αὐτοὺς νὰ μὴ ἀνεχθοῦν ἐν τῇ περιφερείᾳ των οὐδὲν μέτρον ἀντίθετον εἰς τὴν παρὰ τοῦ βασιλέως Ὄθωνος ληφθεῖσαν ὑποχρέωσιν καὶ εἰς τὴν θέλησιν τῶν Δυτικῶν   Δυνάμεων ἔναντι τῆς αὐστηρῆς οὐδετερότητος, τὴν ὁποίαν ἡ   Ἑλλὰς ὀφείλει νὰ τηρῇ ἔναντι τῆς Τουρκίας.

                   Ὑπεσχέθησαν νὰ συμμορφωθοῦν εἰς τὰς συστάσεις ἡμῶν, ἀλλὰ μοὶ φαίνεται, ὅτι δὲν θὰ ἠδύνατό τις νὰ ὑπολογίση ἐπὶ τῶν ὑποσχέσεων τοῦ δημάρχου Ἀμαλιαπόλεως, ὁ ὁποῖος εἶναι συνδεδεμένος μετὰ τοῦ Γριζάνου, ἑνὸς ἐκ τῶν Ἑλλήνων ἀρχηγῶν τῶν κατεχόντων αὐτὴν τὴν στιγμὴν τὰ χωρία τοῦ κόλπου τοῦ Βόλου.

                        Ἐπί πλέον νομίζω, ὅτι ὁ Βελέντζας ἔχει συχνὰς σχέσεις μετὰ τῶν κατοίκων τῆς Ἀμαλιαπόλεως, εὑρισκομένης πλησίον τῆς θέσεως, τὴν ὁποίαν κατέχουν τὴν στιγμὴν ταύτην ὁ  ἀρχηγὸς οὗτος καὶ ὁ βουλευτὴς τῆς Ἑρμιόνης Μίτζος. Ὁ ὑπὸ τὰς διαταγὰς τῶν δύο τούτων ἀτόμων στρατὸς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνέρχηται, ὡς ἐβεβαίωσαν ἡμᾶς, εἰς  250 ἄνδρας. Αἱ δυνάμεις αὗται ἀπὸ δεκαπενθημέρου οὐδεμίαν μάχην συνῆψαν. Ἀσχολοῦνται μόνον νὰ  κάμουν ἐπιδρομάς τινας εἰς τὴν πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ πρὸς ἁρπαγὴν ζώων, τὰ ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ κατευθύνονται εἰς τὸ ἑλληνικὸν ἔδαφος.

                   Ἡ ἀπόστασις ἀπὸ τῆς Ἀμαλιαπόλεως μέχρι τοῦ Ἁλμυροῦ εἶναι τρεῖς λεῦγαι καὶ μετέβημεν εἰς τὴν τελευταίαν ταύτην πόλιν τὴν  1 μεταμεσημβρινήν, δίωρον μετὰ τὴν ἐκ τῆς Ἀμαλιαπόλεως ἀναχώρησιν ἡμῶν. Ἐπεσκέφθημεν τὸν πολιτικὸν διοικητὴν καὶ τὸν συνταγματάρχην, ὁ ὁποῖος διοικεῖ τὰς ἀποτελούσας τὴν φρουρὰν τῆς πόλεως δυνάμεις. Αἱ δυνάμεις αὗται ἀποτελοῦνται ἐξ ἑνὸς τάγματος πεζικοῦ τακτικοῦ 1000 -1100 ἀνδρῶν καὶ 400 ἀτἀκτων ἱππέων.

                       Τὸ πεζικὸν δὲν ἐγκαταλείπει τὴν πόλιν, τὸ ἱππικὸν κάμει περιπολίας τινὰς εἰς τὴν πεδιάδα, ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ἐπιτήρησις μοὶ φαίνεται πολὺ ὀλίγον ἀποτελεσματικη, διότι δὲν ἐμποδίζει τοὺς στρατιώτας τοῦ Παπακώστα νὰ ἔρχωνται συχνὰ νὰ ἁρπάζουν ζῶα εἰς τὴν πεδιάδα. Κατανοῶ, ὅτι τὸ πεζικὸν  δὲν δύναται νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ τοῦ Παπακώστα εἰς τὰς κατεχομένας ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τὰ ὄρη ὀχυρὰς θέσεις. Αἱ ὁποῖαι περιβάλλουν τὸ νότιον μέρος τῆς πεδιάδας τοῦ Ἁλμυροῦ, ἀλλ’ ἡ πεδιὰς αὕτη θὰ ἦτο δυναστὸν νὰ φυλαχθῇ καλλίτερον παρὰ τῶν 400 ἀτἀκτων ἱππέων.

               Ἐγενόμεθα πολὺ καλῶς δεκτοὶ παρὰ τῶν δύο ἀρχῶν, τὰς ὁποἰας ἀνέφερον καὶ αὗται ἐπροθυμοποιήθησαν νὰ μᾶς  προσφέρουν τὴν συνδρομήν των, ἵνα διευκολύνουν ἡμᾶς εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ἀποστολῆς, ἥν εἴχομεν νὰ ἐκπληρώσωμεν. Ἤδη σᾶς ἀνήγγειλον εἰς τὴν ἐκ Λαμίας σταλεῖσαν ἐπιστολήν, ὅτι ὁ Παπακώστας εὑρίσκετο εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Ἁλμυροῦ. Ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ πόλει εἴχομεν ἐπιβεβαίωσιν τῆς πληροφορίας ταύτης.

                       Ἀπὸ 15 ἡμερῶν κατεῖχε στρατόπεδον εἰς τὸ ὄρος Γοῦρα εἰς ἀπόστασιν ἕξ λευγῶν ἀπὸ τοῦ Ἁλμυροῦ. Εἰς τὸν ἀρχηγὸν τοῦτον ἀπεστείλαμεν ἀγγελιαφόρον, ἵνα προειδοποιήσωμεν αὐτόν, ὅτι θὰ μετεβαίνομεν τὴν ἑπομένην εἰς τὸ στρατόπεδόν του, ἵνα κοινοποιήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰς ὁδηγίας, διὰ τῶν ὁποίων ἤμεθα ἐφωδιασμένοι.

                    Τὴν πρωίαν τῆς 10 ἀνεχωρήσαμεν διὰ τὸ ὄρος Γοῦρα καὶ μετὰ πορείαν 6 ὡρῶν ἐφθάσαμεν εἰς τὸ στρατόπεδον Παπακώστα. Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ στρατόπεδον εἶχε καταργηθῇ καὶ συνηντήσαμεν ἐκεῖ  2 στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι μετέβαινον εἰς τὸν ἀρχηγόν των. Ἐπληροφόρησαν ἡμᾶς, ὅτι ἡ πρὸς τὸν Παπακώσταν ἀπευθυνθεῖσα ἐπιστολὴ ληφθεῖσα ἐκρατήθη ὑπ’ αὐτῶν.

                       Ὁ εἷς τῶν στρατιωτῶν   τούτων, ὅστις ἐφάνη εἰς ἡμᾶς  λίαν ἔξυπνος, μᾶς εἶπεν, ὅτι τὸ στρατόπεδον ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν ἐγκατεστάθη εἰς ἀπόστασιν 3 λευγῶν μακρύτερον πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῆς Λαμίας καὶ ὅτι ἐνόμιζεν, ὅτι ὁ Παπακώστας εὑρίσκετο ἐκεῖ. Ἐπρόσθεσεν, ὅτι μετέβαινε πλησίον τοῦ ἀρχηγοῦ του καὶ θὰ ἐπέδιδεν εἰς αὐτὸν τὴν ἐπιστολὴν ἡμῶν προειδοποιῶν αὐτόν, ὅτι θὰ ἀνεμένετο παρ’ ἡμῶν εἰς τὸ παλαιὸν στρατόπεδον, ὅπου θὰ διηρχόμεθα τὴν νύκτα

                        Τὴν 7ην ἑσπερινὴν εἴδομεν νὰ φθάνουν, εἰς τὸν τόπον ὅπου εἴχομεν ἐγκατασταθῇ, περίπου 25 Ἕλληνες ἐθελονταὶ τοῦ σώματος τοῦ Παπακώστα, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐφάνησαν ὅτι ἐπανήρχοντο ἐξ μιᾶς ἀποστολῆς εἰς τὴν πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ. Πράγματι μετὰ μίαν ὥραν εἴδομεν νὰ διέρχηται ἔμπροσθεν ἡμῶν ποίμνιον περίπου 1.200 προβάτων, τὰ ὁποῖα οἱ ἐλευθερωταὶ  τῶν χριστιανῶν εἶχον ἁρπάσει τὴν παραμονὴν εἰς πολλοὺς τόπους παρὰ τῶν ὁμοθρήσκων των, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἠκολούθησαν σκεπτόμενοι, ὅτι θὰ εἴχομεν μεγάλην ἐπιρροήν,  ἴνα ἀποδοθοῦν τὰ ζῶα των.

                         Ἐπενέβημεν εἰς τοὺς Ἕλληνας εἰσβολεῖς καὶ  μᾶς ὑπεσχέθησαν νὰ μὴν κρατήσουν παρὰ 400 πρόβατα καὶ νὰ ἀποδώσουν τὰ ὑπόλοιπα είς τοὺς ἰδιοκτήτας. ἀλλὰ αὐτὰ τὰ πονηρὰ παλληκάρια κατενόουν καλῶς, ὅτι ουδὲν μέσον εἴχομεν νὰ κάμωμεν σεβαστὴν αὐτὴν τὴν ὑποχρέωσιν. Ἐπίσης κατὰ τὴν νύκτα οἱ δῆθεν ἐλευθερωταὶ ἀπέπεμψαν ὁλόκληρον τὸ ποίμνιον κατευθυνθὲν πρὸς τὰ ἑλληνικὰ σύνορα.

                       Οἱ 25 στρατιῶται, οἱ ὁποῖοι ἦλθον νὰ μᾶς εὕρουν εἰς τὸν καταυλισμὸν ἡμῶν, ἔμειναν ἐπὶ πολλὰς ὥρας μεθ’ ἡμῶν. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπῆρχον 6 ἄτομα λίαν ἔξυπνα. Ἡ  συζήτησις περιεστράφη ἐπὶ τῶν τελευταίων γογονότων. Ὡμίλησαν πολῦ, ἀλλ’ οὺδὲν εἶπον ἐπὶ τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ τοῦ θέσαντος εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἑλλήνων πατριωτισμοῦ πρὸς εἰσβολὴν εἰς τὰς τουρκικὰς ἐπαρχιας. Ἠδυνήθην νὰ παρατηρήσω, ὅτι τὰ ἄτομα ταῦτα δὲν ἦσαν διατεθειμένα νὰ μείνουν ὑπὸ τὰ ὅπλα παρὰ μέχρι τῆς στιγμῆς, ὅπου ἡ ἐπιχείρησις ἐν τῇ ὁποίᾳ παρέσυραν αὐτοὺς θὰ παύσῃ νὰ εἶναι κερδοσκοπικὴ δι’ αὐτούς.

              “Εν τέλει δύναταί τις νὰ ἀπονείμῃ εἰς αὐτοὺς τὸν τίτλον εὐχαρίστων κλεπτῶν ζώων καὶ πανούργων κερδοσκόπων.  Παραπονοῦνται κατὰ τῶν ἀρχηγῶν των, οἵτινες, κατὰ τὰ λεγόμενά των, οὐδέποτε ἔδωσαν εὶς αὐτοὺς λεπτόν, ἄν καὶ εἶχον λάβει ποσὰ σημαντικά, ἵνα ἐπιχειρήσουν στρατολογίας ἐχούσας σκοπὸν τὴν είσβολὴν εἰς τουρκικὰς ἐπαρχίας.

                Τὴν 9ην πρωινὴν τῆς ἑπομένης ὁ ἀπελευθερωτὴς Ἕλλην, ὅστις εἶχεν εὐαρεστηθῇ νὰ ἐπιφορτισθῇ τῆς ἐπιστολῆς ἡμῶν διὰ τὸν Παπακώσταν, ἐπανῆλθε νὰ μᾶς εὕρῃ. Μᾶς εἶπεν, ὅτι δὲν συνήντησε τὸν ἀρχηγόν του καὶ ὅτι δὲν εἶχε δυνηθῇ νὰ μάθῃ ποῦ εὑρίσκετο οὔτε τὴν κατεύθυνσιν, τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει μετὰ τοῦ στρατοῦ του,  τὸν ὁποῖον ἀνεβίβαζον εἰς 2.000 ἄνδρας.

               Εἷς τῶν ἀνδρῶν τῆς ἀκολουθίας ἡμῶν ἐπίσης εἶχε διατρέξει τὰ ὄρη καθ’ ὅλην τὴν νύκτα καὶ δὲν εἶχε δυνηθῇ νὰ ἐπιτύχῃ πληροφορίαν τινά ἐπὶ τῆς θέσεως τοῦ Παπακώστα. Συμπεραίνω, ὅτι ὁ ἀρχηγὸς οὗτος ἠθέλησε νὰ ἀποφύγη τὴν συνάντησιν ἡμῶν, διότι δὲν ἠδύνατο νὰ ἀγνοήσῃ τὴν παρουσίαν ἡμῶν εἰς τὸ στρατόπεδον τὸ ὁποῖον κατεῖχε τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἀφίξεως ἡμῶν ἐπὶ τῆς θέσεως. Ὁ υἱός του, τὸν ὁποῖον εἴχομεν ἴδει ἐν Λαμίᾳ  καὶ ὁ ὁποῖος μετέβαινε πλησίον του, ἐπεφορτίσθη παρ’ ἡμῶν νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὅτι θὰ μετεβαίνομεν νὰ συναντήσωμεν αὐτὸν εἰς τὸ στρατόπεδόν του, ἵνα τῷ ἀνακοινώσωμεν τὴν ἀποστολὴν, δι’ ἧς εἴχομεν ἐπιφορτισθῆ δι’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους.

                  Βλέποντες τὴν ἀδυναμίαν νὰ συναντήσωμεν τὸν Παπακώσταν ἀπεφασίσαμεν νὰ ἐγκαταλείψωμεν τὸ στρατόπεδον Γούρας τὴν 10 πρωινήν τῆς 11 δι’ Ἁλμυρόν, ὅπου ἐφθάσαμεν τὴν 5 ἑσπερινήν.

                  Κατὰ τὴν ἄφιξιν ἡμῶν εἰς τὴν    πόλιν αὐτὴν αἱ ἀρχαὶ ἐκοινοποίησαν εἰς ἡμᾶς δύο ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας εἶχον λάβει τὴν ἡμέραν παρὰ τοῦ Βελέντζα καὶ τοῦ βουλευτοῦ Ἑρμιόνης Μίτζου, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ἀμφότεροι εἰς ἕν ὄρος κείμενον εἰς δύο λεύγας ἐξ Ἁλμυροῦ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς Ἀμαλιαπόλεως. Αἱ ἐπιστολαί αὗται ἔφερον τὴν διαταγὴν νὰ στείλουν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν δῆθεν ἐλευθερωτῶν ἐντὸς 48 ὡρῶν 20 φορτία ἀλεύρου, 500 ὀκάδας σίτου καὶ 1500 πιάστρα. Ἡ αἴτησις αὕτη συνωδεύετο μετ’ ἀπειλῆς, εἰς ἥν περίπτωσιν χρῆμα καὶ τρόφιμα ζητούμενα δὲν παρεδίδοντο ἐντὸς τῆς ρηθείσης προθεσμίας νὰ πυρπολήσουν τὰ ἀγροκτήματα καὶ τοῦς καρποὺς τοῦ θερισμοῦ ἑνὸς τοποτηρητοῦ ἐπιφορτισθέντος παρὰ τῆς Τουρκικῆς Κυβερνήσεως τοῦ μισθώματος τῶν κτημάτων τῶν ἀνηκόντων εἰς τὸ Κράτος ἐν τῇ πλουσίᾳ πεδιάδι τοῦ Ἁλμυροῦ.

                     Ὁ Βελέντζας καὶ ὁ Μίτζος προσέθετον, ὅτι θὰ διέπραττον καὶ ἄλλας καταστροφάς, ἄν ἠρνοῦντο τὴν ἱκανοποίησιν τῆς αἰτήσεώς των. Ὁ είρημένος τοποτηρητὴς ἐπίσης εἶχεν λάβει ἐπιστολὴν παρομοίαν μὲ αὐτάς, αἱ ὁποῖαι ἐγράφησαν εἰς τὰς πολιτικὰς καὶ στρατιωτικὰς ἀρχὰς τοῦ Ἁλμυροῦ.

                      Θὰ εἴχομεν ἀποφασίσει νὰ μεταβῶμεν ἐπὶ τῶν τόπων, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ Βελέντζας καὶ Μίτζος, ἄν δὲν ἤμεθα ἠναγκασμένοι νὰ ἐπιβῶμεν ἀμέσως ἐπὶ τοῦ πλοίου  «Τρίτων», τὸ ὁποῖον ἀπὸ 24 ὡρῶν ἀνέμενεν ἡμᾶς ἐπὶ τῆς παραλίας τοῦ Ἁλμυροῦ, ἵνα μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς Βόλον, ὅπου ἤμεθα ἀποφασισμένοι νὰ μεταβῶμεν διότι εἴχομεν συνάντησιν μετᾶ τῶν ἀρχηγῶν Γριζάνου, Χρόνη, Φιλαρέτου, οἱ ὁποῖοι κατεῖχον πολλὰ χωρία ἐν τῇ κόλπω τοῦ Βόλου.

                    Παρὰ ταῦτα ἐγράψαμεν εἰς τὸν Βελέντζαν καὶ Μίτζον, ἵνα προσκαλέσωμεν αὐτοὺς νὰ εὐαρεστηθοῦν νὰ σκεφθοῦν τὰς λυπηρὰς συνεπείας, τὰς ὁποίας θὰ ἦτο δυνατόν νὰ ἔχουν δι’ αὐτοὺς πράξεις φύσεως ἐκείνης, δι’ ὧν εἶχον ἀπειλήσει τὰς ἀρχὰς Ἁλμυροῦ.  Μέγας ἀριθμὸς χωριῶν τῆς πεδιάδας Ἁλμυροῦ κατεστράφη ἐν μέρει παρὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ ἐν μέρει παρὰ τῶν Τούρκων.

                   Οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων τούτων, ὅλοι χριστιανοί, κατέφυγον εἰς τὰ σύνορα, ὅπου οἱ εἰσβολεῖς χαρατσώνουν αὐτοὺς παρὰ τὴν θέλησίν των καὶ παρὰ τὰ διαβήματα, τὰ ὁποῖα κάμνουν αἱ τουρκικαὶ ἀρχαί, νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς ἑστίας των.

                    Αἱ   ἴδιαι ἀρχαὶ μᾶς ὑπεσχέθησαν νὰ λάβουν τὰ ἀναγκαῖα μέτρα, ἵνα οἱ χριστιανοὶ αὐτοὶ μὴ ὑποστοῦν καταπίεσιν ἐκ μέρους τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι συμφώνως πρὸς αὐτά, τὰ ὁποῖα ἐμάθομεν, οὐδεμίαν ἐπιβάλλουν κακὴν μεταχείρισιν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τῆς πεδιάδας τοῦ Ἁλμυροῦ.

                   Ἀναβιβάζουν εἰς 50.000 πρόβατα  καὶ  εἰς 500  βόδια τὸν ἀριθμὸν τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα οἱ Ἕλληνες εἰσβολεῖς ἀφήρεσαν εἰς τὴν πεδιάδα τοῦ Ἁλμυροῦ καὶ ὡδήγησαν εἰς Ἑλλάδα. Σχεδὸν ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα ἀνήκουν εἰς χριστιανούς. Τὰ σώματα τοῦ Παπακώστα καὶ τοῦ Βελέντζα διέπραξαν ὅλας αὐτὰς τὰς πράξεις ληστείας, αἱ ὁποῖαι φαίνεται νὰ ἔχουν στραφῆ επ ὠφελείᾳ τῶν κυριωτέρων ἀρχηγῶν τῶν σωμάτων τούτων».[2]

                Ὅπως σαφέστατα διαφαίνεται ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀναφορὰ ἡ γαλλικὴ ἀποστολὴ δὲν κατόρθωσε νὰ συναντηθεῖ  μὲ τὸν σημαντικότερο  ὁπλαρχηγὸ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῆς περιοχῆς τοῦ Αλμυροῦ, τὸν Παπακώστα Τζαμάλα, προφανῶς διότι αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγει τὴν συνάντηση αὐτὴ γιὰ νὰ μὴν ἀναγκασθεῖ νὰ ὑποκύψει στὶς προτάσεις τῆς γαλλικῆς ἀποστολῆς περὶ καταπαύσεως τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος.

                   Στὶς 30 Ἰουνίου 1854, πάλι ὁ Αὔγουστος Guerin μὲ ἄλλη ἀναφορά του πρὸς τὸν Rouen, πρεσβευτὴ τῆς Γαλλίας στὴν Ἑλλάδα, ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τῆς προσπάθειάς του νὰ συναντηθεῖ μὲ τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς περιοχῆς Ἁλμυροῦ, κατηγορεῖ εὐθέως αὐτοὺς ὡς ληστὲς καὶ ἅρπαγες. Ὀνομάζει «εἰσβολεῖς» τοὺς Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα  ἦρθαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Θεεσαλία:

               «Μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Θεσσαλίας δὲν ὑπῆρξεν ἐπανάστασις ἐν τῇ πραγματικῇ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως ταύτης. Ὑπῆρξε μία εἰσβολὴ ἐνόπλων ὁμάδων, αἱ ὁποῖαι ἦλθον ἐξ Ἑλλάδος, ὄχι ἵνα ἀπελευθερώσουν τοὺς χριστιανοὺς ἐκ τοῦ συνήθως καλουμένου ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ ἄν ὁ ὁμολογούμενος σκοπὸς τῆς ἐπιχειρήσεως δὲν ὑπῆρξεν ἡ  λεηλασία τῶν χριστιανῶν ὡς καὶ τῶν ὀθωμανῶν, ἐν τούτοις δύναταί τις νὰ πεισθῇ, ὅτι οἱ δῆθεν ἐλευθερωταὶ ἠσχολήθησαν πολὺ περισσότερον περὶ κλοπῶν, ἁρπαγῶν καὶ λεηλασιῶν καὶ ἐνίοτε δολοφονιῶν παρὰ περὶ τῆς ὑποστηρίξεως καὶ τῆς προστασίας τῶν ὁμοθρήσκων των».

                    Συνεχίζοντας ὁ  Guerin τὴν ἐνημέρωσή του πρὸς τὸν Rouen, ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀγωνιστὲς οἱ ὁποῖοι ἦρθαν στὴν Θεσσαλία καὶ γενικότερα οἱ Ἕλληνες τῆς ἐλεύθερης Ελλάδας, οἱ «Ἕλληνες τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου», ὅπως τοὺς ὀνομάζει,  δὲν ἦταν συμπαθεῖς στοὺς σκλαβωμένους Θεσσαλούς:

               «Ἄλλως τε δὲν πρέπει νὰ ἀποκρυβῇ, ὅτι οἱ χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλίας, ἄν καὶ ὑποβάλλονται εἰς πολυαρίθμους παρανόμους φορολογίας ἐκ μέρους τῶν Βέηδων, ἐν τούτοις οὐδεμίαν συμπάθειαν ἔχουν πρὸς τοὺς ἀδελφούς των τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου καὶ βεβαίως δὲν ἀναμένουν ἀπὸ τῆς πλευρᾶς ταύτης ἀνακούφισιν τῶν συμφορῶν, τὰς ὁποίας ὑποφέρουν».[3]

                   Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ  παραπάνω ὅτι οἱ πληροφορίες οἱ ὁποῖες διαβιβάζονταν πρὸς τὸν πρέσβη τῆς Γαλλίας στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν Ὑπουργὸ  τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Γαλλίας, ἐκείνους, δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ὡς ὑπεύθυνοι θὰ καθόριζαν τὴν γαλλικὴ πολιτικὴ ἔναντι τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος τῶν Ἑλλήνων, δὲν ἦταν ἀπολύτως ἀντικειμενικὲς ἀλλὰ δυατυπώνονταν κατὰ τρόπο ὥστε νὰ  δικαιολογοῦν τὴν προαποφασισμένη νὰ ἀκολουθηθεῖ πολιτική καὶ νὰ συμφωνεῖ  μὲ τὶς προειλημμένες  ἐπιδιώξεις τῶν Γάλλων.

                Τελικὸς σκοπὸς τῶν Γάλλων στὴν ἀνάμιξή τους στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τοῦ ἔτους 1854 ἦταν ἡ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο κατάπαυσή του ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιστροφὴ ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας στὶς πατρίδες τους. Οἱ συντονισμένες καὶ μεθοδευμένες τους ἐνέργειες γιὰ τὸν σκοπὸ αύτὸν τελικῶς ἄρχισαν νὰ ἔχουν τὰ ἐπιθυμητὰ σ’ αὐτοὺς ἀποτελέσματα. .

                    Στὶς 12 Ἰουλίου 1854 ὁ F. Rouen μὲ ἀναφορά του πρὸς τὸν  Droyn Lhuys, Ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν τῆς Γαλλίας, ἔγραψε:

                    «Αἱ ειδήσεις ἐκ τῶν συνόρων καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ συνεχίζουν νὰ εἶναι ἱκανοποιητικαί. Ἡ ὁμὰς τοῦ νέου Βελέντζα[4] διελύθη καὶ  ὁ ραγιὰς λοχαγός Χρόνης πολιορκηθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων ἐπεβιβάσθη μεθ’ ὅλων τῶν ἀνδρῶν   του ἐπὶ τοῦ ἀγγλικοῦ ἀτμοκινήτου «ὁ Τρίτων», τὸ ὁποῖον ὡδήγησεν αὐτὸν εἰς Χαλκίδα».[5]

                   Περισσότερο καθοριστικὸς καὶ ἀποτελεσματικὸς συντελεστὴς στὴν κατάπαυση τοῦ κινήματος αὐτοῦ  ἦταν ἡ έγκατάλειψη τῶν ἀγωνιστῶν ἀπὸ ὅλους ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδυναμία ἐξασφάλισης τῆς τροφοδοσίας τους. Καὶ αὐτὲς οἱ δύσκολες καὶ ἀξεπέραστες γιὰ τοὺς αγωνιστὲς συνθῆκες ἦταν ἐπίσης ἀποτέλεσμα τῆς ἐχθρικῆς διάθεσης καὶ τῶν προπαγανδιστικῶν δραστηριοτήτων τῶν Γάλλων, οἱ ὁποῖες συμπαρέσυραν καὶ τὸ φρόνημα τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς περιοχῆς στὴν πεποίθηση καὶ διαβεβαίωση ὅτι ἡ ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν  παρέμβαση τῶν ἰσχυρῶν κρατῶν τῆς Εὐρώπης.

                 Στὶς 15 Ἀπριλίου 1854, οἱ ὁπλαρχηγοὶ Ν. Πανουριᾶς, Παπακώστας Τζαμάλας, Β. Μπαλατσός, Κ. Διοβουνιώτης, Ἰωάννης Σιαφάκας ἔστειλαν τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἠλία Παπαηλιόπουλο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Λαμία:

«Ζαπάντι τὴν 15 Ἀπριλίου 1854

                   Ἐλάβομεν τὸ τελευταῖον Σας γράμμα, τὸ περὶ τροφῶν καὶ λοιπῶν ἀναγκαίων τοῦ στρατοῦ καὶ εἴδομεν ὅτι ἐξεπληρώσατε προθύμως ἁπάσας τὰς ὁποίας ἐπιφορτίσθητε ὑπὸ τῆς  καλοσύνης Σας παραγγελίας, διὰ τὸ ὁποῖον ἅπαντες οἱ ὁπλαρχηγοὶ καὶ στρατιῶται Σᾶς εὐγνωμονοῦσι. Ἐνομίζαμεν ὅμως ὅτι ή ἐνέργειά Σας ἦτο ἀποτελεσματική, ἀλλὰ μὲ λύπην μας εἴδομεν ὅτι αἱ αὐτόσε ἀρχαὶ ξηροὺς μόνον λόγους καὶ ὑποσχέσεις δίδωσιν καὶ ἄν πρόκειται περὶ ἐπουσιώδους ὑποσχέσεως, ἧς ἡ ἐκτέλεσις μηδέν.

                Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον, τὸ ὁποῖον καὶ ἅπαντας μᾶς ἠνάγκασεν νὰ ὑποχωρήσωμεν περὶ τὴν πρωίαν σήμερον  εἶναι ἡ παντελὴς ἔλλειψις τροφῶν. Ὅλος γενικῶς ὁ στρατὸς πρὸ ἡμερῶν εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀνθέξῃ πολὺ μᾶλλον νὰ πολεμῇ μὲ οὐχὶ εὐαρίθμους ἐχθρικοὺς φρουρουμένους, μὲ ὅ,τι παρὰ πᾶν ἄλλο φοβοῦνται οἱ στρατιῶται μας.  Ἐκ τούτων πολλοὶ ἀνεχώρησαν ἐξ ὅλων τῶν  σωμάτων, οὔτε πλέον δυνάμεθα νὰ τοὺς θρέψωμεν μὲ ὑποσχέσεις, αἵτινες ἀπεδείχθησαν μέχρι τοῦδε ματαίως καθόσον ἀφορᾶ πρὸ πάντων τάς τροφάς. Φροντίσατε ἀδελφέ, κατεσπευσμένως περὶ τῆς ὅσον δύνασθε ταχύτερον ἀποστολῆς τροφῶν, διότι, βεβαιώσατε ἁπάσας αὐτόσε τὰς ἀρχάς, ὅτι ἄν αὔριον μέχρι μεσημβρίας τὸ πολὺ μέχρι ἑσπέρας δὲν φθάσωσι τροφαί, ὁ στρατός μας ὅλος διαλύεται.

                                            Σᾶς ἀσπαζόμεθα

                                                     Οἱ ἀδελφοί σας….».

                   Φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο, ἔπειτα ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή, ἦταν, παρὰ τὴν ἐπιθυμία τῶν διαφόρων ὁπλαρχηγῶν νὰ συνεχίσουν τὶς προσπάθειές τους ν’ ἀρχίσει τὸ ξέφτισμα τοῦ ἀγῶνα. Οἱ ἀγωνιστὲς ἀπελπισμένοι ἄρχισαν ν’ ἀποχωροῦν καὶ οἱ ὁμάδες τους νὰ διαλύονται.

                    Σὲ ἕνα γράμμα του ὁ Ν. Παναγιωτίδης  πρὸς τὸν Γεώργιο Λιούμη, οἰκονομικὸ ἔφορο τῆς Ἀττικῆς, στὶς 22 Ἀπριλίου 1844, ἀναφέρει:

                                «Ἐν Καΐτσᾳ τὴν 22 Ἀπριλίου 1854

                             Μὲ λύπη μου  σᾶς φανερώνω ὅτι ἡ λιποταξία τῶν στρατιωτῶν ὑπερέβη πᾶν ὅριον, ὡς κύρια δὲ αἴτια τῆς  λιποταξίας εἶναι πρῶτον ἡ ἀνυπόφορος ἔλλειψις τῆς τροφῆς καὶ δεύτερον ἡ κατάχρησις τῶν στρατιωτῶν ὡς πρὸς τὰ λάφυρα τὰ ὁποῖα ἀναγκάζουν αὐτοὺς νὰ τὰ μεταφέρουν εἰς τὰ χωρία των ἤ εἰς Λαμίαν καὶ νὰ τὰ πωλοῦν.

                   Σᾶς λέγω ἐπιτέλους ὅτι ἄν ἡ Κυβέρνησις δὲν λάβει ἕν ὁριστικὸν μέτρον ὡς πρὸς τὰ σώματα ταῦτα, δηλαδὴ διορίσει ἕνα ἀρχηγὸν τῆς  Θεσσαλίας εἰς ὅν νὰ ὑπάγωνται ὅλοι οἱ λοιποί, ἐὰν δὲν ὀργανώσει τὰ σώματα ταῦτα διὰ νὰ γνωρίζει ὁ κατώτερος τὸν ἀνώτερον καὶ τ’ ἀνάπαλιν καὶ ἐὰν δὲν παρέξῃ τὰ μέσα τοῦ στρατιώτου, θέλει καταστραφῇ πᾶσα προσπάθεια ἐπὶ τοῦ σκοποῦ καὶ θέλει ματαιωθῇ πᾶσα ἰδέα….».

                       Ἔτσι τὸ ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τοῦ 1854, τὸ ὁποῖο μὲ τόσο γενικὸ ἐνθουσιασμὸ ὁλόκληρου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοὺ ξεκίνησε, ὁδηγήθηκε στὸ ἄδοξο τέλος του. Ἦταν ἕνα ἀπελευθερωτικὸ κίνημα τὸ ὁποῖο παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀκόμα ξεκίνημά καταπολεμήθηκε  πεισματικῶς ἀπὸ ἰσχυρὲς ἐχθρικὲς ἐξωτερικὲς δυνάμεις καὶ παρὰ τὶς τεράστιες δυσκολίες οἱ ὁποῖες  παρουσιάστηκαν στὴν ἐξέλιξή του ἄντεξε μέχρι καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1854.

                     Τελικῶς καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση, παρὰ τὴν ἀναμφισβητήτως ἀντίθετη θέλησή της, ὑποχρεώθηκε νὰ ὑποκύψει ταπεινωμένη στὶς ἰσχυρὲς πιέσεις τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν  κρατῶν καὶ νὰ  συμφωνήσει καὶ  συνεργήσει στὴν καταστολή του διατάζοντας τοὺς δικούς της ἀγωνιστὲς νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς σκλαβωμένους ἀδελφούς των καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς πατρίδες τους.

                          Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ καταληκτικὴ φράση ἑνὸς ἐθελοντοῦ   τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος:

                         «Ἐνῶ δὲ ἡ ἐπανάστασις ἐπεκτείνετο καθ’ ὅλην τὴν Θεσσαλίαν, αἴφνης ἠναγκάσθημεν διὰ διαταγῆς τῆς Ἑλληνικής Κυβερνήσεως νὰ διαλυθῶμεν συνεπείᾳ τῆς κατοχῆς τοῦ Πειραιῶς ὑπὸ τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων, καὶ κατὰ τὰ  μέσα Ἰουνίου ἀρχίσαμεν νὰ διαλυώμεθα».

[1] Ηλίας Γεωργίου, ό. π. σελ. 747

[2] Ηλίας Γεωργίου, ό. π. σελ. 749

[3] Ηλίας Γεωργίου, ό. π. σελ. 752.

[4] Θρασύβουλος Βελέντζας, γιος του Ιωάννου Βελέντζα.

[5] Ηλίας Γεωργίου, ό. π. σελ. 755.